You are on page 1of 22

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ

Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ


ΠΡΑΞΕΩΝ

Νομολογία ΣτΕ

Γιώργος Μπαλατσούκας
ΣτΕ Ολ. 1581/2010

Αρμοδιότητα ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων -.

Ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,
κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, μπορεί να ανακαλείται,
για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε
είτε από το όργανο, το οποίο είναι, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αρμόδιο για την έκδοσή της.

Αριθμός 1581/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ.
Βροντάκης, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Γ.
Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Ε.
Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε.
Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης,
Δ.Γρατσίας, Βαρβάρα Καμπίτση, Αντώνιος Ντέμσιας, Φώτιος Ντζίμας, Σπυριδούλα
Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Χ. Μπολόφη,
Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.

Για να δικάσει την από 24 Μαρτίου 2004 αίτηση:

του ..., κατοίκου Αθηνών (...), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους 1) Ηλ. Λάιο (Α.Μ. 5811) και
2) Θ. Τζώνο (Α.Μ. 9862), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής, η οποία δεν παρέστη και 2) Υπουργού
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τη Βασ. Πανταζή,
Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ.
611/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. 2154/474/25-2-2002 απόφαση του
Νομάρχη Δυτικής Αττικής.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση
εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Παπαγεωργίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους του αιτούντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την
εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου


και
Αφού μ ελέ τησε τα σχετ ικά έ γγραφ α
Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (657655,
808504/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της
Επικρατείας, κατόπιν της 611/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος αυτού, προς επίλυσιν των
παραπεμπομένων με την απόφαση αυτή μείζονος σπουδαιότητος ζητημάτων, ζητείται η ακύρωση
της 2154/474/25.2.2002 αποφάσεως του Νομάρχη Δυτικής Αττικής (υπογραφομένης από τη
Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής
Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής) περί ανακλήσεως της 8830/10.10.1996 αποφάσεως αυτού
(υπογραφομένης από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια), με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική
ιθαγένεια του αιτούντος.

3. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει επ΄ ακροατηρίου και άνευ δικογράφου παρεμβάσεως, σύμφωνα
με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8Α΄), ο Υπουργός Εσωτερικών, ως εποπτεύων
τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δυτικής Αττικής, όργανο της οποίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη
πράξη.

4. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 2130/1993 (ΦΕΚ 62Α΄), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με
το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2790/2000 (Φ.Ε.Κ. 24 Α΄), όριζε τα εξής: «1. Παλιννοστούντες ομογενείς
για τους οποίους διαπιστώνεται ότι έχουν την ελληνική ιθαγένεια γίνονται δημότες στον δήμο ή την
κοινότητα που προτίθενται να εγκατασταθούν. Η διαπίστωση της ελληνικής τους ιθαγένειας γίνεται
με απόφαση του αρμόδιου νομάρχη που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, στην
οποία αναφέρονται τα περιστατικά και επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που την στηρίζουν. Η
απόφαση αυτή κοινοποιείται στον οικείο δήμο ή κοινότητα για την εγγραφή του ενδιαφερομένου
στο δημοτολόγιο 2. . . .».

5. Επειδή, στο άρθρο 62 του π.δ. 30/1996 με τίτλο «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου με
τίτλο «Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», των ισχυουσών διατάξεων για τη Νομαρχιακή
Αυτοδιοίκηση» (Φ.Ε.Κ. 21 Α΄) ορίζονται τα εξής: «1. Ο Νομάρχης εκδίδει όλες τις πράξεις μη
κανονιστικού χαρακτήρα. Ο Νομάρχης έχει επίσης τις κατωτέρω αρμοδιότητες: α. . . . ζ. Ασκεί τις
αρμοδιότητες που του ανατίθενται από το νόμο. η. . . . Ο Νομάρχης μεταβιβάζει με απόφασή του
μέρος των αρμοδιοτήτων του στους προέδρους των Ν.Ε. Μπορεί επίσης να μεταβιβάζει την
άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε . . . και σε προϊσταμένους ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. 2. . . .». Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,
ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Φ.Ε.Κ. 95 Α΄), ορίζονται τα εξής: «1. Η
αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων καθορίζεται από τις σχετικές διατάξεις. 2. Το αρμόδιο
διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί με κανονιστική πράξη
του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του. . . . 3. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο
προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί
ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της
αρμοδιότητάς του. 4. . . .». Περαιτέρω, προκειμένου περί των κανονιστικών πράξεων των
νομαρχών, εις μεν το άρθρον 2 παρ. 1 στοιχ. β του ν. 301/76 προβλέπεται ότι δεν δημοσιεύονται
δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο δε άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι : «1. Αι κατά
το προηγούμενον άρθρον μη δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού
χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών (στοιχ. β΄ της παραγράφου 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω
αντιγράφω εις ειδικόν επί τούτο βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και
όντα προσιτόν εις το κοινόν, δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της
περιφερείας του νομού. . . .». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η πράξη
με την οποία ο Νομάρχης μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία
υπογραφής πράξεων της αρμοδιότητός του, έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, αποκτά νόμιμη
υπόσταση με την δημοσίευσή της κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 301/1976
τρόπο, δηλαδή με καταχώριση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο ή φάκελλο,
τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και με δημοσίευση σε μία τουλάχιστον
εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσιεύσεώς της, κατά
τον ως άνω τρόπον, η εν λόγω νομαρχιακή πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει
αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω ιεραρχικώς υφιστάμενο όργανο (βλ. Σ.Ε. 716/2001 Ολομ.).

6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι
«αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή
που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της». Η διάταξη αυτή, αναθέτουσα την αρμοδιότητα ανακλήσεως
ατομικής διοικητικής πράξεως είτε στο όργανο που την εξέδωσε είτε στο όργανο το οποίο, κατά
τον χρόνο της ανακλήσεως, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της, δεν συναρτά, κατά το σαφές γράμμα
της, την εν λόγω αρμοδιότητα ανακλήσεως ούτε προς την, κατά τον χρόνο εκδόσεως της
ανακαλουμένης, αρμοδιότητα του εκδόντος αυτήν οργάνου ούτε προς συγκεκριμένους λόγους
ανακλήσεως. Ο περιορισμός, άλλωστε, της δυνατότητος ανακλήσεως των μη νομίμων διοικητικών
πράξεων με την καθιέρωση, και μάλιστα παρά την σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω
διατάξεως, προϋποθέσεων ανακλήσεως αναγομένων είτε στην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα των
οργάνων που εξέδωσαν τις πράξεις αυτές είτε στους λόγους ανακλήσεως, αντιστρατεύεται την
συνταγματικώς κατωχυρωμένη και θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή της νομιμότητος,
βασική έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάκληση των μη νομίμων διοικητικών πράξεων. Εν όψει,
λοιπόν, της αδιαστίκτου διατυπώσεως της εν λόγω διατάξεως, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε
αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής
ή εσωτερικής νομιμότητος, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο, κατά
τον χρόνο της ανακλήσεως, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικώτερη δε περίπτωση της
αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξεως, η ανάκλησή της από το όργανο που την
εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ΄ επίκλησιν της αναρμοδιότητός του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο.
Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλουμένης
πράξεως, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ενώπιον
του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξεως, καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει
την ανάκλησή της (βλ. Σ.Ε. 512/1930 Ολομ.). Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στον
νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως, και να
καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο. Ο
Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης,
Αικ. Σακελλαροπούλου, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας και Σ. Χρυσικοπούλου, προς την άποψη των
οποίων συνετάχθη και η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, διετύπωσαν την εξής μειοψηφήσασα
γνώμη: Κατά την έννοια της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας, που είναι ερμηνευτέα σε αρμονία προς τις νομολογιακώς διαπλασθείσες
γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων -δοθέντος ότι
από την εισηγητική έκθεση του νόμου που κύρωσε τον εν λόγω Κώδικα ουδόλως προκύπτει
βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ρύθμιση αποκλίνουσα από αυτές- το όργανο που εξέδωσε
διοικητική πράξη, εφ΄ όσον ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων
πράξεων, είναι κατ΄ αρχήν αρμόδιο για την ανάκλησή της και δύναται να την ανακαλέσει για
οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Αν μετά την έκδοση διοικητικής πράξεως από αρμόδιο όργανο,
η αρμοδιότητα προς έκδοση τέτοιων πράξεων περιέλθει σε άλλο όργανο, τούτο καθίσταται αρμόδιο
να προβεί στην ανάκλησή της για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Εξάλλου, αν το εκδόν την
διοικητική πράξη όργανο ήταν αναρμόδιο για την έκδοσή της, έχει την εξουσία να την ανακαλέσει,
αλλά μόνο για τον λόγο της αναφερομένης στην αρμοδιότητά του παρανομίας της, προς άρση
δηλαδή της παρανομίας της εγκειμένης στην οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (ΣΕ 3926/83,
4147/83, 699/93, 1230/93, 1668/95, 5028/95, 5384/95, 1465/99, 1894/2001). Η εξουσία
ανακλήσεως αναρμοδίως εκδοθείσης διοικητικής πράξεως για άλλο, εκτός της αναρμοδιότητος,
λόγο παρανομίας, ανήκει αποκλειστικώς στο διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο προς έκδοση
τέτοιων πράξεων. Τούτο άλλωστε επιβάλλει η αρχή της νομιμότητος που διέπει τη διοικητική
δράση, η οποία καθιστά επιτακτική την αποκατάστασή της, μόνο δια της νομίμου οδού, με την
τήρηση των περί αρμοδιότητος κανόνων και δεν αποδέχεται να επιχειρείται η αποκατάστασή της με
την διάπραξη νέας παραβάσεώς της, με την εκ νέου οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (βλ. ΣΕ
1230/99). Περαιτέρω όμως, ο Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Γ.
Παπαμεντζελόπουλος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας και Σ. Χρυσικοπούλου
διετύπωσαν την εξής ειδικώτερη γνώμη: Αν η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί
από το εκδόν αυτήν όργανο, όχι λόγω της αναρμοδιότητος, αλλά λόγω ελλείψεως ουσιαστικής
νομιμότητος, λόγος ακυρώσεως κατά της ανακλητικής πράξεως, που αμφισβητεί την εξουσία του
αναρμοδίως εκδόντος την ανακαλούμενη πράξη οργάνου να προβεί στην ανάκλησή της για λόγο
άλλο εκτός της αναρμοδιότητος, προβάλλεται αλυσιτελώς. Και τούτο, διότι πάντως σε μία τέτοια
περίπτωση ο ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου
ανακλήσεως, του οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη, με τον λόγο της
αναρμοδιότητος, δοθέντος ότι ο λόγος της αναρμοδιότητος συνιστά λόγο ακυρώσεως δημοσίας
τάξεως ληπτέο υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή (ΣΕ 708/53, 4046/99).
Αντιθέτως, οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος και Αικ. Σακελλαροπούλου, προς την άποψη των οποίων
συντάχθηκε η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, διετύπωσαν την εξής ειδικώτερη γνώμη: Ο
ακυρωτικός δικαστής δεν έχει, ούτε σε μία τέτοια περίπτωση, εξουσία υποκαταστάσεως του λόγου
ανακλήσεως για τον οποίο χωρεί η ανάκληση της διοικητικής πράξεως, δοθέντος ότι η ανάκληση
διοικητικής πράξεως ως παράνομης, αλλά και ο λόγος για τον οποίο αυτή χωρεί, εναπόκειται στη
διακριτική εξουσία της διοικήσεως (βλ. ΣΕ 312/94, 5384/95). Οι Σύμβουλοι Α. Θεοφιλοπούλου, Ν.
Ρόζος, Ε. Σαρπ και Δ. Γρατσίας, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ.
Βασιλειάδης, διετύπωσαν την εξής μειοψηφήσασα γνώμη: Επί εκδόσεως πράξεως από αναρμόδιο
όργανο, η διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προς ανάκληση της πράξεως αυτής ανάγεται,
αποκλειστικώς και μόνον, στο ζήτημα αν η Διοίκηση θα προχωρήσει ή μη στην έκδοση
ανακλητικής πράξεως. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία διοικητικό όργανο, το οποίο
εξέδωσε αναρμοδίως ορισμένη πράξη, προχωρεί, κατ΄ ενάσκηση της ως άνω διακριτικής ευχέρειας,
στην ανάκληση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως, δεν νοείται πλέον διακριτική ευχέρεια ως
προς την επιλογή των λόγων ανακλήσεως, αλλά γεννάται υποχρέωση του ανακαλούντος οργάνου
να επικαλεσθεί, προς αιτιολόγηση της ανακλήσεως, την αναρμοδιότητά του προς έκδοση της
αρχικής πράξεως. Κατά συνέπεια, εάν διοικητικό όργανο, αναρμόδιο για την έκδοση ορισμένης
πράξεως, εκδώσει τέτοια πράξη και προχωρήσει μεταγενεστέρως στην ανάκληση της αρχικής
πράξεως κατ΄ επίκληση οιασδήποτε αιτιολογίας, πλην της αναγομένης στην έλλειψη αρμοδιότητος
προς έκδοση της αρχικής πράξεως, τότε η ανακλητική πράξη, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη
συνταγματική αρχή της νομιμότητος, πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα την έννοια ότι εκδίδεται κατ΄
επίκληση, αφ΄ ενός μεν της ελλείψεως αρμοδιότητος προς έκδοση της αρχικής πράξεως, αφ΄ ετέρου
δε κατ΄ επίκληση της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην ανακλητική πράξη. Υπό
τα δεδομένα αυτά, η πρώτη, καθ΄ ερμηνεία συναγόμενη, αιτιολογία της ανακλητικής πράξεως αρκεί
για να παράσχει στην πράξη αυτή νόμιμο έρεισμα και καθιστά αλυσιτελή την εξέταση της
νομιμότητος της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην εν λόγω ανακλητική πράξη.

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτουν τα εξής: Με την 8830/10.12.1996 απόφαση
του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, η οποία υπογράφεται, με εντολή του, από την Διευθύντρια της
Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της οικείας Νομαρχιακής
Αυτοδιοικήσεως, διαπιστώθηκε, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 7 του ν. 2130/1993, ότι ο αιτών είχε
την ελληνική ιθαγένεια από της γεννήσεώς του, ως τέκνο μητρός, της οποίας ο πατέρας είχε γίνει
έλληνας υπήκοος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 της Συνθήκης της Λωζάννης. Για την
έκδοση της πράξεως αυτής ο αιτών είχε υποβάλει στην ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, μεταξύ
άλλων, και το υπ΄ αρ. 40 Νο 4363696/24.6.1994 διαβατήριο της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. το οποίο έφερε την
1762π/18.12.1996 ειδική θεώρηση παλιννοστήσεως του Ελληνικού Προξενείου στη Μόσχα, την
676029/17.4.1996 άδεια παραμονής του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών και τα 94598,
97572/12.8.1996 πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου. Όμως, με το 1040/2/3/ 67-ΠΔ/17.4.2001
έγγραφό της, η Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής ενημέρωσε την εν λόγω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
α) ότι, όπως προκύπτει από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είχαν αποσταλεί από το
ανωτέρω Ελληνικό Προξενείο, η 1762π θεώρηση παλιννοστήσεως, που εφέρετο να έχει χορηγηθεί
στον αιτούντα στις 18.12.1996, είχε πράγματι χορηγηθεί στις 6.3.1996 σε άλλο άτομο (τον ...), β)
ότι το Τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών δεν είχε εκδώσει την ως άνω άδεια παραμονής και γ) ότι τα ως
άνω πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου δεν έχουν μεταφρασθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών
και, συνεπώς, φέρουν πλαστογραφημένη υπογραφή της μεταφράστριας και πλαστή σφραγίδα του
Υπουργείου τούτου. Κατ΄ επίκλησιν των στοιχείων τούτων, ανακλήθηκε η ανωτέρω, από
3.12.1996, νομαρχιακή απόφαση με την ήδη προσβαλλομένη 2154/474/25.2.2002 απόφαση που
υπογράφεται, με εντολή του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια.

8. Επειδή, όπως βεβαιώνεται στο 6326/27.5.2005 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως


Δυτικής Αττικής προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τον χρόνο εκδόσεως της, ανακληθείσης
με την προσβαλλομένη πράξη, 8830/10.12.1996 αποφάσεως, δεν είχε εκδοθεί από τον εν λόγω
Νομάρχη απόφαση περί μεταβιβάσεως της εξουσίας υπογραφής πράξεων περί διαπιστώσεως της
ελληνικής ιθαγενείας στην Προϊσταμένη της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας
Πολιτών της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως. Εξ άλλου, σύμφωνα με το αυτό ως άνω
έγγραφο, κατά τον χρόνον εκδόσεως της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως, είχε μεν
εκδοθεί η 572/2000 (αρ. πρωτ. 688 Β/15.5.2000) απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, με την οποία
παρείχετο εξουσιοδότηση στην Προϊσταμένη της ως άνω Διευθύνσεως να υπογράφει με εντολή
του, μεταξύ άλλων, «1. . . . 2. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής
ιθαγένειας. 3. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής ιθαγενείας. . .», η
απόφαση, όμως, αυτή, η οποία έχει καταχωρισθεί στο «ειδικό βιβλίο νομαρχιακών αποφάσεων» και
αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων της εν λόγω Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, δεν
δημοσιεύθηκε σε φύλλο εφημερίδας.

9. Επειδή, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Διευθύντρια της Διευθύνσεως Πολιτικών


Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής
αναρμοδίως υπέγραψε την ως άνω (8830/10.12.1996), διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγενείας του
αιτούντος, πράξη, εφ΄ όσον δεν είχε εκδοθεί απόφαση του οικείου Νομάρχη περί μεταβιβάσεως
προς αυτήν της εξουσίας υπογραφής πράξεων με τον εν λόγω αντικείμενο. Ανεξαρτήτως, όμως, της
ως άνω αναρμοδιότητός της, η ρηθείσα Διευθύντρια, εκ μόνου του λόγου ότι υπέγραψε την
ανωτέρω πράξη, είχε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας, την αρμοδιότητα να υπογράψει και την, ήδη προσβαλλομένη, ανακλητική
αυτής απόφαση, χωρίς να ασκεί σχετικώς επιρροή το γεγονός ότι δεν είχε μεταβιβασθεί σ΄ αυτήν
εγκύρως η εξουσία υπογραφής της ανακλητικής αυτής πράξεως λόγω πλημμελούς τηρήσεως των,
κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, διατυπώσεων. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως
αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως. Περαιτέρω δε, εν όψει της
αναρμοδιότητος της εν λόγω Διευθύντριας ως προς την έκδοση της αρχικής ως άνω
(8830/10.12.1996) πράξεως, η ανάκληση αυτής με την ήδη προσβαλλομένη (που υπογράφεται από
την ίδια Διευθύντρια) είναι, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, νόμιμη, κατά τα εκτεθέντα στην
έκτη σκέψη. Είναι συνεπώς, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι
ακυρώσεως, με τους οποίους πλήσσονται οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης ανακλητικής
πράξεως. Κατά την ειδικώτερη γνώμη του Αντιπροέδρου Μ. Βροντάκη και των Συμβούλων Γ.
Παπαμεντζελόπουλου, Δ. Μαρινάκη, Σ. Μαρκάτη, Α. Ντέμσια και Σ. Χρυσικοπούλου, εφ΄ όσον,
κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη που εκτέθηκε στην έκτη σκέψη, η αναρμοδιότητα του εκδόντος την
ανακαλούμενη πράξη οργάνου είναι ληπτέα υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή,
που διαθέτει την εξουσία να προβή σε υποκατάσταση του λόγου ανακλήσεως του οποίου γίνεται
επίκληση στην ανακλητική πράξη με τον λόγο της αναρμοδιότητος και λαμβανομένου υπόψη ότι η
ανακληθείσα διοικητική πράξη είχε εκδοθεί αναρμοδίως, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς
προβαλλόμενοι οι λόγοι ακυρώσεως που βάλλουν κατά της ανακλητικής πράξεως. Κατά την
ειδικώτερη γνώμη των Συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζου, Ε. Σαρπ και Δ. Γρατσία, προς την
άποψη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης, η προσβαλλόμενη ανακλητική
πράξη πρέπει, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην έκτη σκέψη, να ερμηνευθεί ως εκδοθείσα
κατ΄ επίκληση, όχι μόνον των μνημονευόμενης στην πράξη αυτή αιτιολογίας, αλλά και της
αναρμοδιότητος του οργάνου που υπογράφει την εν λόγω ανακλητική πράξη προς έκδοση της
αρχικής, ήδη ανακαλουμένης, πράξεως. Δεδομένου δε ότι το όργανο αυτό, ήτοι η Διευθύντρια της
Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως
Δυτικής Αττικής, εστερείτο, όντως, αρμοδιότητος προς έκδοση της ανακαλουμένης πράξεως, η
αναγόμενη στο ζήτημα τούτο και καθ΄ ερμηνεία συναγόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης
ανακλητικής πράξεως αρκεί για να της παράσχει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα. Κατόπιν τούτου,
αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που πλήττουν τις αιτιολογίες των οποίων
γίνεται ρητή επίκληση στην προσβαλλόμενη πράξη. Τέλος, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη των
Συμβούλων Χ. Ράμμου και Αικ. Σακελλαροπούλου, προς την άποψη των οποίων συντάχθηκε και η
Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου, η αναρμοδίως εκδοθείσα ανακλητική πράξη, που προέβη σε
ανάκληση της ανακληθείσης με αυτήν πράξεως για λόγο άλλον εκτός της αναρμοδιότητος, χωρίς
την ύπαρξη εξουσίας προς τούτο, είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα.

10. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση ανακλήθηκε η απόφαση περί διαπιστώσεως της
ελληνικής ιθαγενείας του αιτούντος, χωρίς να αποδίδεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε μορφής
υπαιτιότητα, αλλ΄ αποκλειστικά βάσει της αντικειμενικής διαπιστώσεως της ανακριβείας της
προξενικής θεωρήσεως παλιννοστήσεως και των λοιπών στοιχείων, επί των οποίων είχε στηριχθεί η
ανακληθείσα απόφαση. Έτσι, η έκδοση της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως δεν
στηρίχθηκε σε επίμεμπτη υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά μόνο στην αντικειμενική
διαπίστωση της ελλείψεως μιάς νομίμου (κατ΄ άρθρον 7 του ν. 2130/1993) προϋποθέσεως
εκδόσεως της ανακαλουμένης πράξεως (ήτοι της ιδιότητος του αιτούντος ως «παλλινοστούντος
ομογενούς»). Αβασίμως, ως εκ τούτου, προβάλλεται ότι συνέτρεχε εν προκειμένω, κατά το άρθρο
20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση της Διοικήσεως να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση πριν
από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.

11. Επειδή, η ανάκληση της πράξεως, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του
αιτούντος, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2130/1993, λόγω ελλείψεως των
αντικειμενικών προϋποθέσεων εφαρμογής τούτων, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγενείας, κατά το
άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, και, επομένως, δεν κωλύεται από την συνταγματική αυτή
διάταξη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

12. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση,

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου, και

Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο
ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Μ. Βροντάκης Ε. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Μαΐου 2010.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη
Αρμοδιότητα ανάκλησης διοικητικών πράξεων

Στο μάθημα αυτό της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου θα εξετάσουμε το ζήτημα του οργάνου που είναι
αρμόδιο για την ανάκληση της διοικητικής πράξης. Θα αναλυθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1581.2010, η
οποία εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 611/2008. Θίγονται επίσης και οι θεματικές της
μεταβίβασης αρμοδιότητας, του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και των αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενων λόγων ακύρωσης.

Η ανάλυση της απόφασης ΣτΕ Ολ 1581/2010 στηρίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα:

Διάγραμμα

– Προσβαλλόμενη πράξη: η από 25.2.2002 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής


(υπογραφομένη από τη Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας
Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής) περί ανάκλησης της από 10.12.1996
απόφασης αυτού (υπογραφομένης από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια), με την οποία είχε
διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος.

– Πραγματικά περιστατικά

Με την 8830/10.12.1996 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, η οποία υπογράφεται, με εντολή
του, από την Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της
οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, διαπιστώθηκε, κατά το άρθρο 7 του Ν. 2130/1993, ότι ο
αιτών είχε την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή του, ως τέκνο μητρός, της οποίας ο πατέρας είχε
γίνει έλληνας υπήκοος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 της Συνθήκης της Λωζάννης. Για
την έκδοση της πράξης αυτής ο αιτών είχε υποβάλει στην ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση,
μεταξύ άλλων, και …. διαβατήριο της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. το οποίο έφερε ειδική θεώρηση
παλιννόστησης του Ελληνικού Προξενείου στη Μόσχα, την… άδεια παραμονής του Τμήματος
Αλλοδαπών Αθηνών και τα … πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου. Όμως, με … έγγραφό της, η
Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής ενημέρωσε την εν λόγω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση α) ότι, όπως
προκύπτει από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είχαν αποσταλεί από το ανωτέρω Ελληνικό
Προξενείο, η … θεώρηση παλιννόστησης, που εφέρετο να έχει χορηγηθεί στον αιτούντα …, είχε
πράγματι χορηγηθεί … σε άλλο άτομο (τον …), β) ότι το Τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών δεν είχε
εκδώσει την ως άνω άδεια παραμονής και γ) ότι τα ως άνω πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου δεν
έχουν μεταφρασθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών και, συνεπώς, φέρουν πλαστογραφημένη
υπογραφή της μεταφράστριας και πλαστή σφραγίδα του Υπουργείου τούτου. Κατ’ επίκληση των
στοιχείων τούτων, ανακλήθηκε η ανωτέρω, από 3.12.1996, νομαρχιακή απόφαση με την ήδη
προσβαλλομένη απόφαση που υπογράφεται, με εντολή του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, από την
αυτήν ως άνω Διευθύντρια.

Κατά τον χρόνο έκδοσης της, ανακληθείσας με την προσβαλλομένη πράξη, απόφασης, δεν είχε
εκδοθεί από τον εν λόγω Νομάρχη απόφαση περί μεταβίβασης της εξουσίας υπογραφής πράξεων
περί διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγενείας στην Προϊσταμένη της Διευθύνσεως Πολιτικών
Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Εξ άλλου,
σύμφωνα με το αυτό ως άνω έγγραφο, κατά τον χρόνον έκδοσης της προσβαλλομένης ανακλητικής
απόφασης, είχε μεν εκδοθεί η απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, με την οποία παρείχετο
εξουσιοδότηση στην Προϊσταμένη της ως άνω Διευθύνσεως να υπογράφει με εντολή του, μεταξύ
άλλων, «1. . . . 2. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας. . .», η
απόφαση, όμως, αυτή, η οποία έχει καταχωρισθεί στο «ειδικό βιβλίο νομαρχιακών αποφάσεων» και
αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων της εν λόγω Νομαρχιακής ΑυτοΔιοίκησης, δεν
δημοσιεύθηκε σε φύλλο εφημερίδας.
Νομικό πλαίσιο

Εξουσιοδότηση υπογραφής: κανονιστική πράξη δημοσιευόμενη κατά ειδικό τρόπο


– Αρμοδιότητα διαπίστωσης ελληνικής ιθαγένειας

Το άρθρο 7 του Ν. 2130/1993, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 19 παρ. 1 του
ν. 2790/2000, όριζε τα εξής: «1. Παλιννοστούντες ομογενείς για τους οποίους διαπιστώνεται ότι
έχουν την ελληνική ιθαγένεια γίνονται δημότες στον δήμο ή την κοινότητα που προτίθενται να
εγκατασταθούν. Η διαπίστωση της ελληνικής τους ιθαγένειας γίνεται με απόφαση του αρμόδιου
νομάρχη που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, στην οποία αναφέρονται τα
περιστατικά και επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που την στηρίζουν. Η απόφαση αυτή
κοινοποιείται στον οικείο δήμο ή κοινότητα για την εγγραφή του ενδιαφερομένου στο δημοτολόγιο
2. . . .».

– Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του Νομάρχη

Στο άρθρο 62 του π.δ. 30/1996 με τίτλο «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου με τίτλο
«Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», των ισχυουσών διατάξεων για τη Νομαρχιακή
Αυτοδιοίκηση» ορίζονται τα εξής: «1. Ο Νομάρχης εκδίδει όλες τις πράξεις μη κανονιστικού
χαρακτήρα. Ο Νομάρχης έχει επίσης τις κατωτέρω αρμοδιότητες: α. . . . ζ. Ασκεί τις αρμοδιότητες
που του ανατίθενται από το νόμο. η. . . . Ο Νομάρχης μεταβιβάζει με απόφασή του μέρος των
αρμοδιοτήτων του στους προέδρους των Ν.Ε. Μπορεί επίσης να μεταβιβάζει την άσκηση των
αρμοδιοτήτων του σε . . . και σε προϊσταμένους ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης.».

– Εξουσιοδότηση υπογραφής

Στο άρθρο 9 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.
2690/1999, ορίζονται τα εξής: «1. Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων καθορίζεται από τις
σχετικές διατάξεις. 2. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές
διατάξεις, μπορεί με κανονιστική πράξη του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του. . . . 3. Το
αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με
κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με
εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. 4. . . .».

– Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων

Περαιτέρω, προκειμένου περί των κανονιστικών πράξεων των νομαρχών, εις μεν το άρθρον 2 παρ.
1 στοιχ. β του ν. 301/76 προβλέπεται ότι δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως,
στο δε άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι : «1. Αι κατά το προηγούμενον άρθρον μη
δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των
νομαρχών (στοιχ. β΄ της παραγράφου 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις ειδικόν επί
τούτο βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και όντα προσιτόν εις το κοινόν,
δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. . . .».
[Σημειώνεται ότι οι διατάξεις του Ν. 301/1976 καταργήθηκαν από 1.9.2006 με το άρθρο 25 του Ν.
3469/2006, Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 131]

– Συνέπειες μη προσήκουσας δημοσίευσης κανονιστικής πράξης

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η πράξη με την οποία ο Νομάρχης
μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία υπογραφής πράξεων της
αρμοδιότητάς του, έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη δημοσίευσή
της κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 301/1976 τρόπο, δηλαδή με καταχώριση
κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο ή φάκελλο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και
προσιτό στο κοινό, και με δημοσίευση σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας
του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσίευσής της, κατά τον ως άνω τρόπο, η εν λόγω νομαρχιακή
πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω
ιεραρχικώς υφιστάμενο όργανο (βλ. ΣτΕ Ολ 716/2001).

2.Αρμοδιότητα ανάκλησης

–Πλειοψηφία: αρμοδιότητα ανάκλησης του οργάνου που εξέδωσε την πράξη έστω και αναρμοδίως,
για οποιοδήποτε λόγο

Στο άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι «αρμόδιο για την
ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο
για την έκδοσή της». Η διάταξη αυτή, αναθέτουσα την αρμοδιότητα ανάκλησης ατομικής
διοικητικής πράξης είτε στο όργανο που την εξέδωσε είτε στο όργανο το οποίο, κατά τον χρόνο της
ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της, δεν συναρτά, κατά το σαφές γράμμα της, την εν
λόγω αρμοδιότητα ανάκλησης ούτε προς την, κατά τον χρόνο έκδοσης της ανακαλουμένης,
αρμοδιότητα του εκδόντος αυτήν οργάνου ούτε προς συγκεκριμένους λόγους ανάκλησης. Ο
περιορισμός, άλλωστε, της δυνατότητος ανάκλησης των μη νομίμων διοικητικών πράξεων με την
καθιέρωση, και μάλιστα παρά την σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως,
προϋποθέσεων ανάκλησης αναγομένων είτε στην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα των οργάνων που
εξέδωσαν τις πράξεις αυτές είτε στους λόγους ανάκλησης, αντιστρατεύεται την συνταγματικώς
κατωχυρωμένη και θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή της νομιμότητας, βασική έκφανση της
οποίας αποτελεί η ανάκληση των μη νομίμων διοικητικών πράξεων. Εν όψει, λοιπόν, της
αδιάστικτης διατύπωσης της εν λόγω διάταξης, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε
αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής
νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο, κατά τον χρόνο
της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικώτερη δε περίπτωση της αναρμοδίως
εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξης, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί
όχι μόνον κατ΄ επίκλησιν της αναρμοδιότητός του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Στην περίπτωση,
δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλουμένης πράξης, ως ζήτημα
δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ενώπιον του οποίου
αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξης, καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει την
ανάκλησή της (βλ. ΣτΕ Ολ 512/1930). Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στον νομικό
κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξης, και να καταστεί
εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο.

— 1η μειοψηφήσασα γνώμη: Κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 21 παρ.
1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που είναι ερμηνευτέα σε αρμονία προς τις νομολογιακώς
διαπλασθείσες γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων -
δοθέντος ότι από την εισηγητική έκθεση του νόμου που κύρωσε τον εν λόγω Κώδικα ουδόλως
προκύπτει βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ρύθμιση αποκλίνουσα από αυτές- το όργανο που
εξέδωσε διοικητική πράξη, εφόσον ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι αρμόδιο προς έκδοση
τέτοιων πράξεων, είναι κατ’ αρχήν αρμόδιο για την ανάκλησή της και δύναται να την ανακαλέσει
για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Αν μετά την έκδοση διοικητικής πράξης από αρμόδιο
όργανο, η αρμοδιότητα προς έκδοση τέτοιων πράξεων περιέλθει σε άλλο όργανο, τούτο καθίσταται
αρμόδιο να προβεί στην ανάκλησή της για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Εξάλλου, αν το
εκδόν την διοικητική πράξη όργανο ήταν αναρμόδιο για την έκδοσή της, έχει την εξουσία να την
ανακαλέσει, αλλά μόνο για τον λόγο της αναφερομένης στην αρμοδιότητά του παρανομίας της,
προς άρση δηλαδή της παρανομίας της εγκειμένης στην οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (ΣΕ
3926/83, 4147/83, 699/93, 1230/93, 1668/95, 5028/95, 5384/95, 1465/99, 1894/2001). Η εξουσία
ανάκλησης αναρμοδίως εκδοθείσης διοικητικής πράξης για άλλο, εκτός της αναρμοδιότητος, λόγο
παρανομίας, ανήκει αποκλειστικώς στο διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων
πράξεων. Τούτο άλλωστε επιβάλλει η αρχή της νομιμότητας που διέπει τη διοικητική δράση, η
οποία καθιστά επιτακτική την αποκατάστασή της, μόνο δια της νομίμου οδού, με την τήρηση των
περί αρμοδιότητος κανόνων και δεν αποδέχεται να επιχειρείται η αποκατάστασή της με την
διάπραξη νέας παράβασής της, με την εκ νέου οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (βλ. ΣτΕ
1230/99).

—1η ειδικότερη γνώμη: Αν η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί από το εκδόν
αυτήν όργανο, όχι λόγω της αναρμοδιότητας, αλλά λόγω έλλειψης ουσιαστικής νομιμότητας, λόγος
ακύρωσης κατά της ανακλητικής πράξης, που αμφισβητεί την εξουσία του αναρμοδίως εκδόντος
την ανακαλούμενη πράξη οργάνου να προβεί στην ανάκλησή της για λόγο άλλο εκτός της
αναρμοδιότητος, προβάλλεται αλυσιτελώς. Και τούτο, διότι πάντως σε μία τέτοια περίπτωση ο
ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου ανάκλησης, του
οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη, με τον λόγο της αναρμοδιότητος, δοθέντος ότι ο
λόγος της αναρμοδιότητος συνιστά λόγο ακύρωσης δημόσιας τάξης ληπτέο υπόψη αυτεπαγγέλτως
από τον ακυρωτικό δικαστή (ΣτΕ 708/53, ΣτΕ 4046.1999) [κατά κανόνα δεν είναι επιτρεπτή η
υποκατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης από τον δικαστή προς διάσωσή της,
διότι τούτο θεωρείται άσκηση διοικητικού έργου: ΣτΕ 312/1994, 6428/1995, ΔΕφΑθ 343/2010.
Άλλως η ΣτΕ 1796/1995, που αφορά σε, καθ’ υποκατάσταση της αιτιολογίας ανάκλησης άδειας
ίδρυσης μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, θεμελίωση, κατά την κρίση του ακυρωτικού δικαστή, λόγου
ανάκλησης αναγόμενου σε παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος (εφόσον δεν έχουν
οριοθετηθεί ζώνες ανάπτυξης ιχθυοτροφείων κατά τη διαδικασία του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986).
Βλ. συναφώς Χ. Μουκίου, Ο έλεγχος του ακυρωτικού δικαστή επί του νομίμου ερείσματος
ατομικής διοικητικής πράξης, ΤιμΤομ 15 χρόνια ΣτΕ, Εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 711, 720 επ., με
πολλές νομολογιακές παραπομπές. Βλ. και J. M. Peyrical, Le juge administratif et la sauvegarde des
actes de l’annulation. Etude sur la neutralisation et la substitution des motifs, AJDA 1996, σ. 22 και
τη σχετική νομολογία: CE, ass., 3 nov. 2001, n° 195550, Compagnie Nationale Air France, Lebon
σ. 576 concl. I. de Silva (διαφορά ουσίας)˙ CE, sect., 6 févr. 2004, n° 240560, Hallal, Lebon σ. 48,
concl. I. de Silva (ακυρωτική διαφορά)]. Βλ. και ΣτΕ 4069/2012: η νομιμότητα της ανακλητικής
διοικητικής πράξης, κρίνεται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται εν όψει των
περιεχομένων σ` αυτήν αιτιολογιών ανάκλησης που μπορεί, κατ’ αρχήν, να συμπληρώνονται από
τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2233/1977), χωρίς όμως να επιτρέπεται σε αυτό να
υποκαταστήσει τις μη νόμιμες αιτιολογίες με άλλη αιτιολογία, την οποία δεν επικαλέσθηκε η αρχή
που την εξέδωσε, αλλά την διατυπώνει η διάδικη διοικητική αρχή με την έκθεση των απόψεών της
και τα υποβληθέντα υπομνήματα προς αυτό (το Δικαστήριο), ισχυριζόμενη ότι η ανωτέρω
αιτιολογία μπορεί να παράσχει νόμιμο έρεισμα στην προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη (πρβλ. ΣτΕ
3318/1999, 6428/1995, 312/1994).

—2η ειδικότερη γνώμη: Ο ακυρωτικός δικαστής δεν έχει, ούτε σε μία τέτοια περίπτωση (στην
περίπτωση που η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο,
όχι λόγω της αναρμοδιότητας, αλλά λόγω έλλειψης ουσιαστικής νομιμότητας), εξουσία
υποκατάστασης του λόγου ανάκλησης για τον οποίο χωρεί η ανάκληση της διοικητικής πράξης,
δοθέντος ότι η ανάκληση διοικητικής πράξης ως παράνομης, αλλά και ο λόγος για τον οποίο αυτή
χωρεί, εναπόκειται στη διακριτική εξουσία της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 312/94, 5384/95). [βλ. συναφώς
παραπεμπτική ΣτΕ 611/2008: Κατά γενικήν αρχήν του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή
εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετον, η Διοίκησις έχει, καταρχήν, διακριτικήν ευχέρειαν και όχι
υποχρέωσιν να ανακαλεί παράνομον πράξιν, τούτο δε ισχύει και όταν η παρανομία συνίσταται εις
την αναρμοδιότητα του εκδόντος την ανακαλούμενην πράξιν οργάνου. Εξάλλου, οι διατάξεις του
άρθρου 26 του Συντάγματος απαγορεύουν, εις τα δικαστήρια την άσκησιν διοικητικών έργων, και
συνεπώς την υποκατάστασιν της Διοικήσεως εις την άσκησιν της διακριτικής της ευχερείας. Έπεται
ότι, αν η Διοίκησις, ασκούσα την ευχέρειάν της αυτήν, επιλέξει μεν να ανακαλέση πράξιν
αναρμοδίως εκδοθείσαν, όχι όμως δια τον λόγον της αναρμοδιότητος, αλλά δι’ άλλην πλημμέλειαν,
και ο θιγόμενος προσβάλλη την ανακλητικήν πράξιν, το Δικαστήριον δεν δύναται να
υποκαταστήση την αιτιολογίαν ανακλήσεως, που η Διοίκησις επέλεξε, με την αιτιολογίαν της
αναρμοδιότητας του εκδόντος την ανακαλουμένην πράξιν οργάνου και να απορρίψη, διά τον λόγον
αυτόν, την αίτησιν ακυρώσεως, αλλ’ οφείλει να εξετάση την νομιμότητα της αιτιολογίας που φέρει
η ανακλητική πράξις, αν δε η αιτιολογία αυτή είναι παράνομος, να ακυρώση την πράξιν. Εις την
περίπτωσιν, επομένως, που η ανακαλουμένη πράξις έχει εκδοθή αναρμοδίως, και εφ’ όσον το
όργανον που την εξέδωσε έχει, σύμφωνα με όσαν έγιναν ήδη δεκτά, εξουσίαν να την ανακαλέση
μόνον δια τον λόγον της αναρμοδιότητάς του, αν την ανακαλέση δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον, το
Δικαστήριον, οφείλει να κρίνη την ανακλητικήν πράξιν μη νόμιμον, ως αναρμοδίως εκδοθείσαν,
και να την ακυρώση, χωρίς να δικαιούται να υποκαταστήση την παράνομον αυτήν αιτιολογίαν
εκδόσεως της ανακλητικής πράξεωςμε την αιτιολογίαν της αναρμοδιότητος του οργάνου που
εξέδωσε την ανακαλουμένην πράξιν].

–2η μειοψηφήσασα γνώμη: διακριτική ευχέρεια του αναρμοδίου οργάνου μόνο ως προς την
ανάκληση και όχι ως προς την επιλογή των λόγων ανάκλησης. Ανάκληση λόγω αναρμοδιότητας,
ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της ανακλητικής πράξης

Επί έκδοσης πράξης από αναρμόδιο όργανο, η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης προς ανάκληση
της πράξης αυτής ανάγεται, αποκλειστικώς και μόνον, στο ζήτημα αν η Διοίκηση θα προχωρήσει ή
μη στην έκδοση ανακλητικής πράξης. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία διοικητικό όργανο, το
οποίο εξέδωσε αναρμοδίως ορισμένη πράξη, προχωρεί, κατ’ ενάσκηση της ως άνω διακριτικής
ευχέρειας, στην ανάκληση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξης, δεν νοείται πλέον διακριτική
ευχέρεια ως προς την επιλογή των λόγων ανάκλησης, αλλά γεννάται υποχρέωση του ανακαλούντος
οργάνου να επικαλεσθεί, προς αιτιολόγηση της ανάκλησης, την αναρμοδιότητά του προς έκδοση
της αρχικής πράξης. Κατά συνέπεια, εάν διοικητικό όργανο, αναρμόδιο για την έκδοση ορισμένης
πράξης, εκδώσει τέτοια πράξη και προχωρήσει μεταγενεστέρως στην ανάκληση της αρχικής πράξης
κατ’ επίκληση οιασδήποτε αιτιολογίας, πλην της αναγομένης στην έλλειψη αρμοδιότητας προς
έκδοση της αρχικής πράξης, τότε η ανακλητική πράξη, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη
συνταγματική αρχή της νομιμότητας, πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα την έννοια ότι εκδίδεται κατ’
επίκληση, αφ΄ ενός μεν της έλλειψης αρμοδιότητας προς έκδοση της αρχικής πράξης, αφ’ ετέρου δε
κατ΄ επίκληση της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην ανακλητική πράξη. Υπό τα
δεδομένα αυτά, η πρώτη, καθ’ ερμηνεία συναγόμενη, αιτιολογία της ανακλητικής πράξης αρκεί για
να παράσχει στην πράξη αυτή νόμιμο έρεισμα και καθιστά αλυσιτελή την εξέταση της νομιμότητας
της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην εν λόγω ανακλητική πράξη.

Υπαγωγή

Πλειοψηφία : Αβάσιμος ο λόγος περί αναρμοδιότητας. Αλυσιτελείς οι λόγοι κατά των αιτιολογιών
της ανακλητικής πράξης

Η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής αναρμοδίως υπέγραψε την ως άνω διαπιστωτική της ελληνικής
ιθαγενείας του αιτούντος, πράξη, εφόσον δεν είχε εκδοθεί απόφαση του οικείου Νομάρχη περί
μεταβίβασης προς αυτήν της εξουσίας υπογραφής πράξεων με τον εν λόγω αντικείμενο.
Ανεξαρτήτως, όμως, της ως άνω αναρμοδιότητάς της, η ρηθείσα Διευθύντρια, εκ μόνου του λόγου
ότι υπέγραψε την ανωτέρω πράξη, είχε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 21
του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, την αρμοδιότητα να υπογράψει και την, ήδη προσβαλλομένη,
ανακλητική αυτής απόφαση, χωρίς να ασκεί σχετικώς επιρροή το γεγονός ότι δεν είχε μεταβιβασθεί
σ’ αυτήν εγκύρως η εξουσία υπογραφής της ανακλητικής αυτής πράξης λόγω πλημμελούς τήρησης
των, κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, διατυπώσεων. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως
αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης. Περαιτέρω δε, εν όψει της
αναρμοδιότητας της εν λόγω Διευθύντριας ως προς την έκδοση της αρχικής πράξης, η ανάκληση
αυτής με την ήδη προσβαλλομένη (που υπογράφεται από την ίδια Διευθύντρια) είναι, ανεξαρτήτως
των αιτιολογιών της, νόμιμη. Είναι συνεπώς, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λοιποί προβαλλόμενοι
λόγοι ακύρωσης, με τους οποίους πλήσσονται οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης ανακλητικής
πράξης.

1η ειδικώτερη γνώμη (αλυσιτελώς προβαλλόμενοι οι λόγοι που βάλλουν κατά της ανακλητικής
πράξης, λόγω αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη από τον δικαστή της αναρμοδιότητας): εφόσον, κατά τη
μειοψηφήσασα γνώμη που εκτέθηκε στην έκτη σκέψη, η αναρμοδιότητα του εκδόντος την
ανακαλούμενη πράξη οργάνου είναι ληπτέα υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή,
που διαθέτει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου ανάκλησης του οποίου γίνεται
επίκληση στην ανακλητική πράξη με τον λόγο της αναρμοδιότητας και λαμβανομένου υπόψη ότι η
ανακληθείσα διοικητική πράξη είχε εκδοθεί αναρμοδίως, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς
προβαλλόμενοι οι λόγοι ακύρωσης που βάλλουν κατά της ανακλητικής πράξης.

2η ειδικώτερη γνώμη: η προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη πρέπει, για τους λόγους που έχουν
εκτεθεί στην έκτη σκέψη, να ερμηνευθεί ως εκδοθείσα κατ’επίκληση, όχι μόνον της
μνημονευόμενης στην πράξη αυτή αιτιολογίας, αλλά και της αναρμοδιότητας του οργάνου που
υπογράφει την εν λόγω ανακλητική πράξη προς έκδοση της αρχικής, ήδη ανακαλουμένης, πράξης.
Δεδομένου δε ότι το όργανο αυτό, ήτοι η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και
Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής, εστερείτο, όντως,
αρμοδιότητας προς έκδοση της ανακαλουμένης πράξης, η αναγόμενη στο ζήτημα τούτο και καθ’
ερμηνεία συναγόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξης αρκεί για να της
παράσχει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα. Κατόπιν τούτου, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση των λόγων
ακύρωσης που πλήττουν τις αιτιολογίες των οποίων γίνεται ρητή επίκληση στην προσβαλλόμενη
πράξη.

Μειοψηφία: η αναρμοδίως εκδοθείσα ανακλητική πράξη, που προέβη σε ανάκληση της


ανακληθείσας με αυτήν πράξης για λόγο άλλον εκτός της αναρμοδιότητας, χωρίς την ύπαρξη
εξουσίας προς τούτο, είναι ακυρωτέα.

Άλλα νομικά ζητήματα

– Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης: δεν υφίσταται διότι η δυσμενής πράξης στηρίζεται στην
αντικειμενική διαπίστωση της έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης έκδοσης της ανακαλουμένης πράξης

Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση ανακλήθηκε η απόφαση περί διαπιστώσεως της ελληνικής
ιθαγενείας του αιτούντος, χωρίς να αποδίδεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε μορφής υπαιτιότητα, αλλ’
αποκλειστικά βάσει της αντικειμενικής διαπίστωσης της ανακριβείας της προξενικής θεώρησης
παλιννόστησης και των λοιπών στοιχείων, επί των οποίων είχε στηριχθεί η ανακληθείσα απόφαση.
Έτσι, η έκδοση της προσβαλλομένης ανακλητικής απόφασης δεν στηρίχθηκε σε επίμεμπτη
υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά μόνο στην αντικειμενική διαπίστωση της έλλειψης
μιάς νόμιμης (κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2130/1993) προϋπόθεσης έκδοσης της ανακαλουμένης πράξης
(ήτοι της ιδιότητος του αιτούντος ως «παλλινοστούντος ομογενούς»). Αβασίμως, ως εκ τούτου,
προβάλλεται ότι συνέτρεχε εν προκειμένω, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση
της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης
πράξης.

Γενικότερα, «κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), δεν επιβάλλεται η κατά τις διατάξεις αυτές
προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται
κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών
δεδομένων». (Παγία η νομολογία, βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ Ολ 1685/2013, 4069/2012, 1505/2010,
4254/2009, 2968/2007)». Βλ. και ΣτΕ 175/2012: «…με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής
Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2690/1999 (Α΄45), θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για
την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις
αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, χωρίς όμως να αποσκοπείται
η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της συνταγματικής αυτής διάταξης. Συνεπώς, κατά την έννοια
των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η τήρηση του
τύπου της προηγουμένης κλήσεως σε ακρόαση δεν απαιτείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες
λαμβάνεται δυσμενές για τον διοικούμενο διοικητικό μέτρο βάσει αντικειμενικών δεδομένων, μη
συνδεομένων προς υποκειμενική συμπεριφορά του, όπως είναι η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας,
που διατάσσεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αναγομένων στον χαρακτήρα της έκτασης ως
δασικής και στο πραγματικό γεγονός της εκχέρσωσης ή πυρκαγιάς. Και ναι μεν η κήρυξη αυτή
αποτελεί ενίοτε συνέπεια υπαίτιων ενεργειών του διοικουμένου, η υπαιτιότητά του όμως δεν είναι,
κατά νόμον, κρίσιμο στοιχείο για την κήρυξη της αναδάσωσης, η οποία χωρεί βάσει του
αντικειμενικού γεγονότος ότι κατεστράφη η φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση. Επομένως,
πριν από την έκδοση της απόφασης, με την οποία η έκταση κηρύσσεται αναδασωτέα, δεν
απαιτείται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας κλήση του ενδιαφερομένου σε ακρόαση (βλ. ΣτΕ
1063/2008)». Βλ. και ΣτΕ 2496/2015: προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση [πράξη της
Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Δ3 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Γ΄ 1160/28.8.2014), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη αποβολή
της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, λόγω
ποινικής καταδίκης του για απάτη επί δικαστηρίου, με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου
Πειραιώς, σε φυλάκιση πέντε μηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της
609/7.5.2014 απόφασης του Αρείου Πάγου] είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε χωρίς την τήρηση του
επιβαλλόμενου από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ουσιώδους τύπου της προηγούμενης
κλήσης του σε ακρόαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η τήρηση του
ανωτέρω τύπου δεν απαιτείτο στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη
πράξη διαπιστώθηκε απλώς, κατά δέσμια αρμοδιότητα, η αυτοδικαίως επελθούσα, κατά το νόμο,
αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας του αιτούντος με μόνη τη συνδρομή αντικειμενικής
προϋπόθεσης, ήτοι της αμετάκλητης καταδίκης του για το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα (βλ.
σχετ. ΣτΕ 1787/2012, 765/2006, 3375/1999, 3493/1997). Τέλος, βλ. και ΣτΕ 4069/2012: Κατά την
έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2, και, συνεπώς, και κατά την έννοια του
άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ, η τήρηση του τύπου της προηγουμένης κλήσης σε ακρόαση δεν απαιτείται
στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η προηγούμενη ακρόαση δεν μπορεί να επιδράσει στην
διαμόρφωση της κρίσης της Διοίκησης. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν εκδίδεται
δυσμενής για τον διοικούμενο διοικητική πράξη βάσει αντικειμενικών δεδομένων, που δεν
συνδέονται προς υποκειμενική συμπεριφορά του (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1213/2006, 1104/2006, 1902/ 2005,
4027/2004, 1455/2004, 2612/2003). Εξάλλου, σε περίπτωση ανάκλησης παράνομης διοικητικής
πράξης εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοσή της, για τον λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι
απαιτούμενες για την έκδοση της πράξης νόμιμες προϋποθέσεις, δεν απαιτείται, κατ’ αρχήν,
προηγούμενη κλήση για ακρόαση του διοικουμένου υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί, διότι στην
περίπτωση αυτή η ακρόαση του διοικουμένου, δεν μπορεί να επιδράσει στην διαμόρφωση της
κρίσης της Διοίκησης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1501/2008). Εν προκειμένω, όπως εκτέθηκε, με την απόφαση
…/2002 του Νομάρχη Αχαΐας ανακλήθηκαν οι προγενέστερες πράξεις του αυτού Νομάρχη περί
εξαίρεσης τμημάτων της επίμαχης οικοδομής από την κατεδάφιση, διότι διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν
περισσότερες ιδιοκτησίες στην οικοδομή, και ως εκ τούτου έπρεπε να κατανεμηθεί στις οριζόντιες
ιδιοκτησίες ο συντελεστής δόμησης μετά την οριστική επίλυση των ιδιοκτησιακών θεμάτων, αλλά
και διότι δεν είχε βεβαιωθεί επαρκώς και σύμφωνα με το νόμο η στατική επάρκεια της επίμαχης
οικοδομής. Επομένως, εφόσον τα ανωτέρω γεγονότα δεν συνδέονται με υποκειμενική συμπεριφορά
της αιτούσας – εφεσίβλητης και συνιστούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την εξαίρεση
αυθαιρέτων κατασκευών της οικοδομής από την κατεδάφιση και συνακόλουθα για τη
νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών, δεν απαιτείτο για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του
Νομάρχη Αχαΐας η προηγούμενη ακρόαση της αιτούσας – εφεσίβλητης, ο περί του αντιθέτου δε
λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

– Η ανάκληση πράξης διαπίστωσης ελληνικής ιθαγένειας δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγένειας

Η ανάκληση της πράξης, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος, κατά
τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2130/1993, λόγω έλλειψης των αντικειμενικών
προϋποθέσεων εφαρμογής τούτων, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγενείας, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του
Συντάγματος, και, επομένως, δεν κωλύεται από την συνταγματική αυτή διάταξη. Συνεπώς, ο περί
του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ειδική βιβλιογραφία: Για υποκατάσταση της αιτιολογίας από τον ακυρωτικό δικαστή: Hλ.
Κουβαρά, Η υποκατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης ως τεχνική του
διοικητικού δικαστή: όρια και λειτουργία, ΔιΔικ 6/2015, σ. 838· Χ. Μουκίου, Ο έλεγχος του
ακυρωτικού δικαστή επί του νομίμου ερείσματος ατομικής διοικητικής πράξης, ΤιμΤομ 15 χρόνια
ΣτΕ, Εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 711· της ίδιας, Η εξουσία του διοικητικού δικαστή ουσίας προς
υποκατάσταση στην ουσιαστική περί πραγμάτων κρίση του διοικητικού οργάνου, ΕΔΚΑ2004, σ.
642· Μ. Πικραμένου, Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός
έλεγχος, εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ. 339 επ. Βλ. και J. M. Peyrical, Le juge administratif et la
sauvegarde des actes de l’annulation. Etude sur la neutralisation et la substitution des motifs, AJDA
1996, σ. 22· B. Seiller, L’illegalite sans l’annulation, AJDA 2004, σ.964. Για τους αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενους λόγους ακύρωσης: Α. Σκιαδά, Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυπικής νομιμότητας
των διοικητικών πράξεων, ΘΠΔΔ 7/2015, σ. 619· Émilie Akoun, Les moyens d’ordre public en
contentieux administratif, Editions Mare et Martin, 2015 (Thèse soutenue à l’Université de
Grenoble le 2 décembre 2013, sous la direction du professeur Hafida Belrhali-Bernard, σ. 597)· Chr.
Debouy, Les moyens d’ordre public dans la procédure administrative contentieuse, 1980
ΣτΕ (Ολ) 3839/2009

Περίληψη: Η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως επιβάλλει, σε περίπτωση
προσβολής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξεως, να ελέγχεται
παρεμπιπτόντως η νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως
πληττόμενη με το ένδικο βοήθημα ατομική πράξη. Ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών
πράξεων δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να
περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της κανονιστικής πράξεως, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα
είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενό της, είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό
νόμο. Η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της
ατομικής πράξεως την παρανομία της κανονιστικής, στην οποία στηρίζεται, δεν εξαρτάται από το
τυχαίο γεγονός της εκδόσεως ατομικής πράξεως που θα μπορούσε να προσβάλει εντός ορισμένου
χρονικού διαστήματος, γεγονός που συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των οικοδομικών αδειών, οι
οποίες εκδίδονται κατ΄ αρχήν κατά νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής των σχεδίων
πόλεων, ήτοι μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων κανονιστικών
πράξεων. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο
άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Η έφεση παρεπέμφθηκε στην Ολομέλεια
του Δικαστηρίου, κατόπιν της αριθμ. 764/2006 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος.

Αριθμός 3839/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ.
Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Δ. Κωστόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου,
Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθ. Ράντος, Ν.
Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ,
Ι. Μαντζουράνης, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Αθ. Καραμιχαλέλης, K.
Ευστρατίου, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας,
Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η
Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 25 Αυγούστου 2005 έφεση :
των : 1) ..., κατοίκου ... , ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Σωτηρόπουλο (Α.Μ. 6401),
που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) ..., κατοίκου ...., η οποία δεν παρέστη,
κατά των : 1) ..., κατοίκου ..., ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 716
Θεσσαλονίκης), 2) ..., 3) ..., κατοίκων .... και 4) Εξωραϊστικού Συλλόγου με την επωνυμία «...», που
εδρεύει στην ..., οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως πάνω δικηγόρο Πασχάλη Μισιούδη, που τον
διόρισαν με πληρεξούσιο,
και κατά της υπ’ αριθμ. 1534/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η πιο πάνω έφεση παρεπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ.
764/2006 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει
η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση
εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ι. Μαντζουράνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος που παρέστη, ο οποίος ανέπτυξε
και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον
πρώτο των εφεσιβλήτων ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο των λοιπών εφεσιβλήτων, ο οποίος
ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφούμ ελέ τησε τασχετ ικάέ γγραφ α
ΣκέφθηκεκατάτοΝόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’
αριθμ. ... ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 1534/2005 απόφασης του Διοικητικού
Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατ΄ αποδοχήν αιτήσεως ακυρώσεως των ήδη εφεσιβλήτων,
ακυρώθηκε η 546/ 2-7-2003 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Νέων
Μουδανιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, με την οποία επετράπη στους
εκκαλούντες η ανέγερση συγκροτήματος οικοδομών επί οικοπέδου τους που βρίσκεται στο Ο.Τ. Γ 8
στην παραλία Φούρκας Χαλκιδικής.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της
764/2006 παραπεμπτικής αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου προς επίλυση του
ζητήματος αν ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων από το διοικητικό δικαστήριο
είναι απεριόριστος ή υπόκειται σε περιορισμούς.
4. Επειδή, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, ερευνητέα.

5. Επειδή, η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως, που αποτελεί έκφραση της αρχής
του Κράτους Δικαίου, η οποία έχει συνταγματική θεμελίωση, επιβάλλει, σε περίπτωση προσβολής
ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξεως, να ελέγχεται παρεμπιπτόντως η
νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως πληττόμενη με το ένδικο
βοήθημα ατομική πράξη, εν όψει των καθιερουμένων στην ελληνική έννομη τάξη δικονομικών
κανόνων ευθείας προσβολής των κανονιστικών πράξεων, κατά τους οποίους η προθεσμία
ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατ΄ αυτών κινείται από μόνη τη δημοσίευσή τους και είναι
σχετικώς βραχεία (εξηκονθήμερη).

6. Επειδή, περαιτέρω, ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, ο οποίος αποτελεί


θεμελιώδη αρχή του δικαίου των διοικητικών διαφορών, απορρέουσα από το κατοχυρούμενο στο
άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας,
δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό. Τούτο δε διότι σκοπός της αρχής του παρεμπίπτοντος
ελέγχου του απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, του οποίου τα αποτελέσματα δεν
εξαντλούνται σε ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές
περιπτώσεις, είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής του κανόνα αυτού από πρόσωπα, τα οποία,
κατά το χρόνο εκδόσεως της κανονιστικής πράξεως και εντός της προθεσμίας προσβολής της με
αίτηση ακυρώσεως, δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την
προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός περιορισμός δηλαδή του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο η
κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του, κατά τα ως άνω, χρονικού διαστήματος ως
έχουσα οιονεί «αμάχητο τεκμήριο» νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί
από τα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως
παράνομη. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δεν μπορεί να περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της
κανονιστικής πράξεως, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενό της,
είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο, διότι τούτο θα προσέκρουε στα
άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου η δικαστική προστασία του έχοντος
έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της ατομικής πράξεως την παρανομία της
κανονιστικής, στην οποία στηρίζεται, δεν εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της εκδόσεως ατομικής
πράξεως που θα μπορούσε να προσβάλει εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, γεγονός που
συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των οικοδομικών αδειών, οι οποίες εκδίδονται κατ΄ αρχήν κατά
νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής των σχεδίων πόλεων, ήτοι μετά την πάροδο
ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων κανονιστικών πράξεων. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός
δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών Δημοσθένη Πετρούλια, Αικατερίνης Συγγούνα, Νικολάου
Μαρκουλάκη, Κωνσταντίνου Βιολάρη, Αθανασίου Καραμιχαλέλη και Ευαγγελίας Νίκα, ο
παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων θα μπορούσε κατ΄ αρχήν να περιορισθεί από το
νομοθέτη, εντός των πλαισίων πάντα της αποτελεσματικώς δικαστικής προστασίας. Μειοψήφησαν
ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Π. Πικραμμένος, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Αναστάσιος Γκότσης,
Αθανάσιος Ράντος, Σταύρος Χαραλάμπους, Γεώργιος Παπαγεωργίου, προς την γνώμη των οποίων
συντάχθηκαν οι Πάρεδροι, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι η αρχή του παρεμπίπτοντος ελέγχου
των κανονιστικών πράξεων πρέπει να εφαρμόζεται σε αρμονία προς τις αρχές της προστατευόμενης
εμπιστοσύνης και της ασφαλείας του δικαίου που έχουν συνταγματική θεμελίωση. Κατ΄
ακολουθίαν αυτών, ο παρεμπίπτων έλεγχος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή νομικών
σχέσεων και καταστάσεων και να κλονίσει την ασφάλεια των συναλλαγών, ιδίως όταν ασκείται
μετά πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από την έναρξη ισχύος της κανονικής πράξεως, δεν
απαιτείται να ταυτίζεται, κατά περιεχόμενο, προς τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο, να εκτείνεται δηλαδή
σε οποιαδήποτε πλημμέλεια ήταν δυνατόν να προβληθεί επί ευθείας προσβολής της πράξεως,
ασκούμενος χωρίς χρονικό περιορισμό.

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με τις ΕΠΑ 1356/13-10-1991 και 1250/93/22-6-1994


αποφάσεις του Νομάρχη Χαλκιδικής (Δ΄ 908 και 676, αντιστοίχως), που, κατά τον χρόνο εκείνο,
αποτελούσε περιφερειακό όργανο του Κράτους, εγκρίθηκαν οι όροι δομήσεως του οικισμού
Παραλίας Φούρκας Χαλκιδικής, ο οποίος με την 55254/22.1.1998 (ΦΕΚ Δ΄ 128) απόφαση του
ίδιου Νομάρχη έχει χαρακτηριστεί ως παραλιακός. Βάσει των όρων αυτών, εκδόθηκε, στη
συνέχεια, η προαναφερόμενη οικοδομική άδεια (546/2.7.2003), με την οποία επιτράπηκε η
ανέγερση συγκροτήματος διώροφων κατοικιών με υπόγειο, στέγη και περίφραξη σε οικόπεδο
εμβαδού 5.740,70 τ.μ., του οποίου οι εκκαλούντες φέρονται ως αποκλειστικοί συγκύριοι, συννομείς
και συγκάτοχοι σε ποσοστό 80% και 20% εξ αδιαιρέτου. Κατά της οικοδομικής αυτής άδειας οι
εφεσίβλητοι άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, 1534/2005,
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο εξέτασε παρεμπιπτόντως τη
νομιμότητα των νομαρχιακών πράξεων επιβολής όρων δόμησης, επί των οποίων ερείδεται η
ανωτέρω οικοδομική άδεια, ακύρωσε δε την άδεια αυτή, με τη σκέψη ότι οι προαναφερόμενοι όροι
καθορίσθηκαν αναρμοδίως από τον Νομάρχη και όχι με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Με
προβαλλόμενο λόγο εφέσεως αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κρίσης αυτής του Διοικητικού
Εφετείου, εν όψει δε του λόγου αυτού ανέκυψε το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου
της Επικρατείας ζήτημα.

8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, είναι επιτρεπτός, ο παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους
των ως άνω κανονιστικών νομαρχιακών αποφάσεων, στις οποίες στηρίχθηκε η προσβληθείσα με
την αίτηση ακυρώσεως οικοδομική άδεια, χωρίς χρονικό ή άλλο περιορισμό. Κατά τη
μειοψηφήσασα όμως γνώμη θα έπρεπε να ελεγχθεί αν ήταν δυνατός τέτοιος έλεγχος, εν όψει του
διαδραμόντος χρόνου μεταξύ της εκδόσεως των κανονιστικών αυτών πράξεων και της ασκήσεως
της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ατομικής πράξεως (οικοδομικής αδείας) που στηρίχθηκε σ΄
αυτές.

9. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος, κατά τα ανωτέρω, ζητήματος, η υπόθεση πρέπει
να αναπεμφθεί στο Ε΄ Τμήμα του Δικαστηρίου για περαιτέρω κρίση.

Διά ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εις το
αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 2006
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Γ. Παναγιωτόπουλος Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2009.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Β. Μανωλόπουλος
Παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των κανονιστικών πράξεων

Στο μάθημα αυτό των Ειδικών Θεμάτων Εμβάθυνσης Δημοσίου Δικαίου θα εξετάσουμε τη
δυνατότητα περιορισμού του παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας των κανονιστικών πράξεων,
ζήτημα που ανάγεται στην προβληματική της στάθμισης του ελέγχου νομιμότητας και ασφάλειας
δικαίου. Ανακύπτει, βεβαίως, και το γενικότερο θέμα των ορίων του δικαιοπλαστικού ρόλου του
δικαστή. Θα αναλυθεί η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 3839.2009, καθώς και η παραπεμπτική
ΣτΕ 764.2006. Τέλος, θα εξετάσθεί και η σχετική με θέμα αυτό διάταξη που περιελήφθη σε
πρόσφατο σχέδιο νόμου, το οποίο όμως δεν έχει ακόμη ψηφισθεί.

Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.

Διάγραμμα

Νομικό ζήτημα: ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων από τα δικαστήρια είναι
απεριόριστος ή υπόκειται σε περιορισμούς;

– Η απόφαση ΣτΕ 764/2006

Εκδόθηκε κατόπιν έφεσης με την οποία ζητήθηκε η εξαφάνιση της ΔΕφΘ 1534/2005, με την οποία,
κατ’ αποδοχή αίτησης ακύρωσης των εφεσιβλήτων, ακυρώθηκε η … οικοδομική άδεια του
Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Νέων Μουδανιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης
Χαλκιδικής, με την οποία επετράπη στους εκκαλούντες η ανέγερση συγκροτήματος διώροφων
οικοδομών επί οικοπέδου τους που βρίσκεται στο …. στην Παραλία Φούρκας Χαλκιδικής. Το
Διοικητικό Εφετείο εξέτασε παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα των νομαρχιακών πράξεων επιβολής
όρων δόμησης, επί των οποίων ερείδεται η ανωτέρω οικοδομική άδεια, και ακύρωσε την άδεια
αυτή με τη σκέψη ότι οι προαναφερόμενοι όροι καθορίσθηκαν αναρμοδίως από τον Νομάρχη και
όχι με την έκδοση προεδρικού διατάγματος.

Διατυπωθείσες γνώμες

Πλειοψηφία (επάλληλες γνώμες)

Περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου βάσει συνδυασμού της αρχής της νομιμότητας και της
αρχής της αφάλειας δικαίου

–Η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοικήσεως, που αποτελεί έκφραση της αρχής του
Κράτους Δικαίου, η οποία έχει συνταγματική θεμελίωση, επιβάλλει, σε περίπτωση προσβολής
ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξης, να ελέγχεται παρεμπιπτόντως η
νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως πληττόμενη με το ένδικο
βοήθημα ατομική πράξη, εν όψει και των καθιερουμένων στην ελληνική έννομη τάξη δικονομικών
κανόνων ευθείαςπροσβολής των κανονιστικών πράξεων, κατά τους οποίους η προθεσμία άσκησης
αίτησης ακύρωσης κατ’ αυτών κινείται από μόνη τη δημοσίευσή τους και είναι σχετικώς βραχεία
(εξηκονθήμερη). …, η ανωτέρω αρχή πρέπει να εφαρμόζεται σε αρμονία προς τις αρχές της
προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας του δικαίου που έχουν επίσης συνταγματική
θεμελίωση. Κατ’ ακολουθίαν, ο παρεμπίπτων έλεγχος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή
νομικών σχέσεων και καταστάσεων και να κλονίσει την ασφάλεια των συναλλαγών, ιδίως όταν
ασκείται μετά πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής
πράξης, δεν απαιτείται να ταυτίζεται κατά περιεχόμενο προς τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο, να
εκτείνεται δηλαδή σε οποιαδήποτε πλημμέλεια ήταν δυνατό να προβληθεί επί ευθείας προσβολής
της πράξης ασκούμενος χωρίς χρονικό περιορισμό.
–Διάκριση ουσιαστικών και τυπικών πλημμελειών

Ως προς την εσωτερική νομιμότητα της κανονιστικής πράξης, δηλαδή τη νομιμότητα του
περιεχομένου της ρύθμισης, ο παρεμπίπτων έλεγχος πρέπει να ασκείται χωρίς χρονικούς
περιορισμούς, ώστε να αποτρέπεται η εφαρμογή κανονιστικής πράξης, με την οποία εισάγονται
στην έννομη τάξη παράνομες ρυθμίσεις, ενώ, αντιθέτως, πλημμέλειες που συνίστανται σε
παραβιάσεις διαδικαστικών κανόνων και δεν άπτονται της εσωτερικής νομιμότητας της
κανονιστικής πράξης δεν επιτρέπεται να ελέγχονται παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία προσβολής
ατομικής πράξης εκδιδομένης μετά την πάροδο πενταετίας από την έναρξη της ισχύος της
κανονιστικής, διότι, με την αντίθετη εκδοχή ο παρεμπίπτων έλεγχος θα οδηγούσε σε ανατροπή μετά
μακρό χρονικό διάστημα νομικών καταστάσεων, στις οποίες ευλόγως απέβλεψαν καλόπιστα οι
διοικούμενοι, λόγω τυπικών και μόνον παραβάσεων που ενεφιλοχώρησαν κατά τη θέσπιση της
κανονιστικής ρύθμισης.

–‘Εννοια τυπικών πλημμελειών

— στις τυπικές πλημμέλειες, ως προς τις οποίες ο παρεμπίπτων έλεγχος περιορίζεται χρονικώς
κατά τα προαναφερόμενα, περιλαμβάνεται και η αναρμοδιότητα, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της
παραβιαζομένης διάταξης, δηλαδή αν πρόκειται για διάταξη κοινού νόμου ή υπερνομοθετικής
ισχύος

— στον χρονικό αυτόν περιορισμό δεν υπόκειται ο παρεμπίπτων έλεγχος της αρμοδιότητας, η
οποία έχει συνταγματικό έρεισμα

— η αρμοδιότητα ελέγχεται παρεμπιπτόντως σε κάθε περίπτωση, χωρίς χρονικό περιορισμό,


εξομοιούμενη από τηνάποψη αυτή προς τα θέματα εσωτερικής νομιμότητας της κανονιστικής
πράξης.

–Ενιαία αντιμετώπιση τυπικών και ουσιαστικών πλημμελειών

Εν όψει των ως άνω αρχών, ο παρεμπίπτων έλεγχος τόσο της εξωτερικής, όσο και της εσωτερικής
νομιμότητας της κανονιστικής πράξεως επιτρέπεται μόνον εντός του ως άνω πενταετούς χρονικού
διαστήματος, διότι δεν δικαιολογείται σχετική διαφοροποίηση.

Παρατήρηση: Είναι ενδιαφέρον ότι οι απόψεις των μελών του Δικαστηρίου που δέχονται τον
περιορισμό του παρεμπίπτοντος ελέγχου δεν συμπίπτουν ούτε ως προς το απώτατο χρονικό όριο
της δυνατότητας του ελέγχου αυτού ούτε ως προς την έκταση του αποκλεισμού του (ουσιαστική ή
τυπική νομιμότητα ή και τα δύο;)

Μειοψηφία

Αποκλείεται ο περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου βάσει του δικαιώματος δικαστικής


προστασίας

Δεν είναι επιτρεπτός κανενός είδους περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου των κανονιστικών
πράξεων, βασικής αρχής του δικαίου των διοικητικών διαφορών, που απορρέει από το
κατοχυρούμενο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας. Και τούτο διότι σκοπός της αρχής του παρεμπίπτοντος ελέγχου του
απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, του οποίου τα αποτελέσματα δεν εξαντλούνται σε μια
ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές περιπτώσεις,
είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής του κανόνα αυτού από πρόσωπα, τα οποία κατά τον χρόνο
έκδοσης της κανονιστικής πράξης και εντός της προθεσμίας ευθείας προσβολής της με αίτηση
ακύρωσης δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την
προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός περιορισμός του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο η
κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του κατά τα ως άνω χρονικού διαστήματος ως
έχουσα «αμάχητο τεκμήριο» νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί από τα
δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως παράνομη. Σε
καμμία περίπτωση δεν μπορεί να περιορισθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος της κανονιστικής πράξης,
όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα, είτε ευθέως κατά το περιεχόμενό της είτε ως στηριζόμενη σε
αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο, διότι τούτο θα προσέκρουε στα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ.
4 του Σ.. Τέλος, η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο
ακύρωσης της ατομικής πράξης την παρανομία της κανονιστικής στην οποία στηρίζεται, δεν μπορεί
να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της έκδοσης ατομικής πράξης που θα μπορούσε να προσβάλει
εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, γεγονός που συμβαίνει ιδίως στην περίπτωσητων
οικοδομικών αδειών, οι οποίες εκδίδονται κατά νόμον μετά την έκδοση των πράξεων εφαρμογής
των πολεοδομικών μελετών, ήτοι μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη δημοσίευση των οικείων
κανονιστικών πράξεων.

– Η απόφαση ΣτΕ Ολ 3839/2009

Πλειοψηφία (απεριόριστη άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου)

Η αρχή της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης, που αποτελεί έκφραση της αρχής του Κράτους
Δικαίου, η οποία έχει συνταγματική θεμελίωση, επιβάλλει, σε περίπτωση προσβολής ενώπιον
διοικητικού δικαστηρίου ατομικής διοικητικής πράξεως, να ελέγχεται παρεμπιπτόντως η
νομιμότητα των κανονιστικών πράξεων, στις οποίες ερείδεται η ευθέως πληττόμενη με το ένδικο
βοήθημα ατομική πράξη, εν όψει των καθιερουμένων στην ελληνική έννομη τάξη δικονομικών
κανόνων ευθείας προσβολής των κανονιστικών πράξεων, κατά τους οποίους η προθεσμία
ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατ΄ αυτών κινείται από μόνη τη δημοσίευσή τους και είναι
σχετικώς βραχεία (εξηκονθήμερη). Περαιτέρω, ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων,
ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου των διοικητικών διαφορών, απορρέουσα από το
κατοχυρούμενο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας, δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό…. [βλ. ανωτέρω, γνώμη της
μειοψηφίας στην ΣτΕ 764/2006]. Ο έλεγχος, τέλος, αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί με νόμο, διότι
αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

-Ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων θα μπορούσε κατ΄ αρχήν να περιορισθεί από
τον νομοθέτη, εντός των πλαισίων πάντα της αποτελεσματικώς δικαστικής προστασίας.

Μειοψηφία (συνδυασμένη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και των αρχών της
προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας του δικαίου)

Η αρχή του παρεμπίπτοντος ελέγχου των κανονιστικών πράξεων πρέπει να εφαρμόζεται σε


αρμονία προς τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας του δικαίου που
έχουν συνταγματική θεμελίωση. Κατ’ ακολουθία αυτών, ο παρεμπίπτων έλεγχος, ο οποίος μπορεί
να οδηγήσει σε ανατροπή νομικών σχέσεων και καταστάσεων και να κλονίσει την ασφάλεια των
συναλλαγών, ιδίως όταν ασκείται μετά πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από την έναρξη
ισχύος της κανονικής πράξεως, δεν απαιτείται να ταυτίζεται, κατά περιεχόμενο, προς τον ευθύ
ακυρωτικό έλεγχο, να εκτείνεται δηλαδή σε οποιαδήποτε πλημμέλεια ήταν δυνατόν να προβληθεί
επί ευθείας προσβολής της πράξεως, ασκούμενος χωρίς χρονικό περιορισμό.

Σχέδιο Νόμου «Ενέχυρο – ποινική συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου. Σύσταση
ειδικού προανακριτικού σώματος. Θέματα αστικής ευθύνης του τύπου και άλλες διατάξεις»
Στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 4, 5 και 6, οι δε υφιστάμενες παράγραφοι
4 και 5 αναριθμούνται σε 7 και 8

Περιορισμός παρεμπίπτοντος ελέγχου κανονιστικής πράξης

6. Η διαπίστωση παρανομίας κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της είναι
δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφ’ όσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου
μετά από σχετικό αίτημα ενός από τους διαδίκους, που υποβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη
παράγραφο, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη
ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας
της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου.

Η διάταξη αυτή παρουσιάζει προβλήματα υπό το πρίσμα της συλλογιστικής της ΣτΕ Ολ 3839/2009
(σκέψεις 5 και 6), η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο [παρεμπίπτων] έλεγχος … δεν μπορεί
να περιορισθεί με νόμο, διότι αυτός θα αντέκειτο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος». Ο
περιορισμός αυτός, που θα μπορούσε να αποφασισθεί κατόπιν αιτήματος της διαδίκου Διοίκησης,
θα στερούσε έννομης προστασίας «τα πρόσωπα, τα οποία, κατά τον χρόνο έκδοσης της
κανονιστικής πράξης και εντός της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακύρωσης, δεν είχαν τις
νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την προσβάλουν ευθέως». Για
παράδειγμα, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε λόγο ευθείας προσβολής μιας κανονιστικής πράξης, η
οποία προβλέπει προϋποθέσεις άσκησης μιας δραστηριότητας, δεν θα μπορεί επ’ευκαιρία ατομικής
που τον θίγει και που εκδίδεται μεταγενέστερα, να προβάλει παρανομίες της κανονιστικής. Η
περίπτωση αυτή θυμίζει τον προβληματισμό που διατυπώθηκε στην απόφαση του ΔΕΚ της 13ης
Μαρτίο 2007, C-432/05, Unibet: ο πολίτης θα πρέπει, προκειμένου να δημιουργήσει τον αναγκαίο
δεσμό με την κανονιστική πράξη, να ενεργήσει κατά παράβαση αυτής, για να διωχθεί εκ μέρους
του Δημοσίου και να μπορεί να ζητήσει από το επιληφθέν δικαστήριο τον έλεγχο νομιμότητας της
κανονιστικής πράξης. Κατά την απόφαση Unibet όμως, η αποτελεσματική ένδικη προστασία δεν
διασφαλίζεται σε περίπτωση που ο πολίτης υποχρεώνεται να εκτίθεται σε διοικητικές ή ποινικές
κατ’ αυτού διαδικασίες και στις κυρώσεις που είναι δυνατόν να απορρέουν σχετικώς ως το μόνο
μέσον ένδικης προστασίας για την αμφισβήτηση της συμβατότητας των επιμάχων εθνικών
διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο (σκέψεις 61, 64-65, διατακτ. 1). Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια
εθνική έννομη τάξη ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προστασίας αντλουμένων από το κοινοτικό
δίκαιο δικαιωμάτων όταν η μόνη δυνατότητα προβολής των δικαιωμάτων αυτών ενώπιον εθνικού
δικαστηρίου συνιστά ηπροηγούμενη παραβίαση του εθνικού νόμου. Δεν μπορεί η μόνη δυνατότητα
ελέγχου του εθνικού νόμου που έχουν οι πολίτες να είναι η παραβίαση του νόμου αυτού (προτάσεις
Sharpston, σημείο 44).

Τέλος, σημειώνεται ότι ο περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου των διακηρύξεων διαγωνισμών
για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων (ΣτΕ Ολ. 1415/2000, 2951/2004, 3242/2004. Βλ ΔΕΚ,
12.12.2002, C-470/99, Universale-Bau, Συλλογή 2002, Ι-11617, σκέψεις 75-76, 12.02.2004, C-
230/02, Grossmann Air Service, Συλλογή 2004, Ι-1829), ο οποίος δεν ισχύει ως προς τον
παρεμπίπτοντα έλεγχο των διακηρύξεων διαγωνισμών για τον διορισμό στο Δημόσιο (ΣτΕ
900/2003), θεμελιώνεται πρωτίστως στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος λόγω τεκμαιρόμενης
αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης συνεπεία της ανεπιφύλακτης συμμετοχής στον διαγωνισμό.

You might also like