You are on page 1of 9

Απόφαση 579 / 2019 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 579/2019 Σαμπί Μυωνής v. Γιάννα Παπαδάκου. Υπόθεση: Συκοφαντική Δυσφήμηση


μέσω διαδικτύου. Αναγνώριση και εκτελεστότητα αλλοδαπής απόφασης. Λόγοι δημοσίας
τάξεως μη εφαρμοζόμενοι.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου -
Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Χ. - Β., κατοίκου .... Παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους
δικηγόρους του: 1) Σοφία Κομνά και 2) Γεώργιο Μεντή. Της αναιρεσίβλητης: Ι. Π. του Ε.,
κατοίκου .... Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαδάκο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-2-2015 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε
στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η απόφαση 1206/2015 του ίδιου Δικαστηρίου κατά της οποίας ασκήθηκε η από 1-12-
2015 προσφυγή - ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1228/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, την
αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3-4-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την
παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της
ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη
πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα"
κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση
της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί
ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκουμένου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή
αντένσταση, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή
συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. (ΟλΑΠ
14/2004, ΑΠ 1148/2018, 841/2017).
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η από το άρθρο 559
αριθ. 8 ΚΠολΔ μόνο (κατά τη νοηματική του εκτίμηση) αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο
έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, και δη έλαβε υπ' όψη ουσιώδη ισχυρισμό, χωρίς
να τον έχει προβάλει παραδεκτώς η προσφεύγουσα- αναιρεσίβλητη, ειδικότερα δε ότι το
επιδικασθέν σε βάρος της προσφεύγουσας συνολικό ποσό των 116.290,86 λιρών Αγγλίας, είναι
υπέρμετρο και αντιβαίνει στην εσωτερική δημόσια τάξη, παρά το ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε
προβάλει τον ισχυρισμό αυτό ως λόγο προσφυγής για την ανάκληση της εκτελεστότητας της
αποφάσεως του Αγγλικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα. Από την επισκόπηση του δικογράφου της
προσφυγής, και ιδίως του περιεχομένου της επικουρικής βάσεως αυτής, προκύπτει ότι
διαλαμβάνονται σε αυτή, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "...σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, το
ύψος της επιδικαζόμενης αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό της πραγματικής ζημίας,
ενώ εν προκειμένω το ποσό που επιδικάστηκε είναι υπέρογκο, τόσο σύμφωνα με τα αντίστοιχα
ποσά που επιδικάζονται με τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και κυρίως εν μέσω της
βαθιάς οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, όσο και με βάση το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδεμία
αναφορά και τεκμηρίωση για την οικονομική ζημία που υπέστη ο καθού, όπως ισχυρίζεται....
Με βάση όλα όσα ανωτέρω αναλύθηκαν, προκύπτει σαφώς ότι με την αναγνώριση της
προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζονται κανόνες δημόσιας τάξεως της ελληνικής έννομης
τάξης και η επέλευση των αποτελεσμάτων της αναγνώρισης και εκτελεστότητας διαταράσσουν
τον έννομο ρυθμό στη χώρα, τόσο σύμφωνα με τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων επί
αντίστοιχων αντιδικιών, όσο και σύμφωνα με την παράβαση ουσιωδών συνταγματικών,
ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων που διέπουν την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα
μας...". Εξ άλλου, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης εφετειακής αποφάσεως προκύπτει
ότι, το Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα:
"...Τέλος, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης προσφυγής η προσφεύγουσα
ισχυρίζεται ότι
το ποσό, που επιδικάστηκε σε βάρος της (116.290,86 λίρες Αγγλίας, δηλαδή 165.028,35 ευρώ
με ισοτιμία της 1-12-2015: 1 λίρα = 1,4191 ευρώ) με την αλλοδαπή απόφαση είναι υπέρογκο,
τόσο σύμφωνα με τα αντίστοιχα ποσά, που επιδικάζονται με τις αποφάσεις των Ελληνικών
δικαστηρίων και κυρίως εν μέσω της βαθιάς οικονομικής κρίσης στη χώρα, όσο και με βάση το
γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά και τεκμηρίωση (στην απόφαση) για την οικονομική
ζημία που υπέστη ο καθ' ου... Ενόψει αυτών, δεν μπορεί η, ως άνω, απόφαση του Αγγλικού
Δικαστηρίου να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα και θα πρέπει να γίνει δεκτός, ως νόμω και
ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό κρίση προσφυγής, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού,
σύμφωνα με τον οποίο, πρέπει να ανακληθεί η εκτελεστότητα της παραπάνω αποφάσεως στην
Ελλάδα...". Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δεν έσφαλε, διότι εκτίμησε το δικόγραφο της
προσφυγής, όπως το περιεχόμενό του κατά τα κρίσιμα σημεία του ανωτέρω εκτίθεται, και
έκρινε ως νόμιμο και βάσιμο τον διά της προσφυγής προβληθέντα ισχυρισμό περί αντιθέσεως
της αλλοδαπής αποφάσεως στη δημόσια τάξη, και εντεύθεν δεν δέχθηκε πράγματα που δεν
προτάθηκαν, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Επομένως, ο ανωτέρω πρώτος λόγος
είναι αβάσιμος.
Η εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχεται αναιρετικώς, κατ' αρχάς, διά
μέσου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 (ή 560) του ΚΠολΔ, κατά την οποία
αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για
νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Υπό την έννοια αυτή, κανόνες
ουσιαστικού δικαίου αποτελούν και οι διατάξεις των Κανονισμών της ΕΕ (πρώην ΕΚ), οι
οποίοι, από τότε που τίθενται σε ισχύ, είναι άμεσης εφαρμογής - συμφώνως προς το άρθρο 288
της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρώην άρθρο 249 Συνθήκης της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας και παλαιότερα Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας -
και αποτελούν εσωτερικό ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 93 /2017). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1
ΚΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο
κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής
του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ11/2017).
Εσφαλμένη εφαρμογή σημαίνει εσφαλμένη υπαγωγή, η οποία υπάρχει, όταν απεδόθη μεν στην
μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ορθώς η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου,
στη συνέχεια όμως δεν εφαρμόσθηκε ο ίδιος στη δικαζόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά,
που δέχθηκε ανελέγκτως ο δικαστής της ουσίας, υπάγονταν στον κανόνα αυτόν ή, αντιστρόφως,
εφαρμόσθηκε ο κανόνας αυτός, καίτοι τα περιστατικά δεν υπάγονταν σ' αυτόν. Προς εξεύρεση
της παραβάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην
απόφαση και που συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα
πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό). Στον έλεγχο του Αρείου
Πάγου υπόκειται και η ψευδής ερμηνεία κάθε αόριστης νομικής έννοιας, δηλαδή η ορθή ή όχι
εξειδίκευση αυτής, έστω και αν η εξειδίκευση βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της ατομικής περιπτώσεως, καθώς και η κακή εφαρμογή της σχετικής αόριστης
νομικής έννοιας, πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση της εσφαλμένης υπαγωγής (ΑΠ
1066/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.
44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την
αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις( Βρυξέλλες Ι) -
που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, πριν αντικατασταθεί ("αναδιατυπωθεί") από τον νέο
Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου - "Το δικαστήριο
ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, δυνάμει των άρθρων 43 ή 44, δύναται να
απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας, μόνο εφόσον συντρέχει λόγος από
τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35" ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 σημ. 1 του ίδιου
Κανονισμού "απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη
δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως". Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα άρθρα 36
και 45, παρ. 2, του κανονισμού 44/2001, αποκλείοντας την αναθεώρηση επί της ουσίας της
αλλοδαπής αποφάσεως, απαγορεύουν στο δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, να αρνηθεί
την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής για το λόγο και μόνον ότι υφίσταται
διαφορά μεταξύ του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως και
του κανόνα που θα είχε εφαρμόσει το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως εάν είχε
επιληφθεί της διαφοράς. Ομοίως, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν δύναται να
ελέγξει την ορθότητα της εκτιμήσεως των νομικών ή πραγματικών περιστατικών από το
δικαστήριο του κράτους προελεύσεως (ΔΕΚ αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98,
Krombach, σκέψη 36, και της 11ης Μαΐου 2000, C-38/98, Renault, σκέψη 29). Επίσης, όπως
προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 44/2001, το προβλεπόμενο από αυτόν
καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως στηρίζεται ακριβώς στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, όσον
αφορά στην απονομή δικαιοσύνης εντός της Ενώσεως. Η εμπιστοσύνη αυτή απαιτεί, μεταξύ
άλλων, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος να αναγνωρίζονται
αυτοδικαίως σε άλλο κράτος μέλος (ΔΕΕ απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, C 302/13,
σκέψη 45). Στο σύστημα αυτό, το άρθρο 34 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο παραθέτει τους
λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεως, πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, επειδή συνιστά εμπόδιο
για την επίτευξη ενός από τους βασικούς σκοπούς του εν λόγω Κανονισμού. Ειδικότερα, όσον
αφορά στη ρήτρα δημοσίας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του
κανονισμού αυτού, η ρήτρα αυτή πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΔΕΕ,
Αποστολίδης, C - 420/07, σκέψη 55). Καίτοι τα κράτη μέλη, κατ' αρχάς, είναι ελεύθερα να
καθορίζουν, βάσει της επιφυλάξεως του άρθρου 34, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001,
συμφώνως προς τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις επιταγές της ιδικής τους δημοσίας τάξεως,
παρά ταύτα τα όρια της έννοιας αυτής αποτελούν ζήτημα ερμηνείας του εν λόγω Κανονισμού.
Από την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Εφαρμογή της ρήτρας
διεθνούς δημοσίας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του Κανονισμού
44/2001, είναι νοητή μόνο στην περίπτωση που η αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε
άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε με απαράδεκτο τρόπο στην έννομη τάξη του κράτους
αναγνωρίσεως, επειδή θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση
τής επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η
παραβίαση θα πρέπει να συνίσταται σε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος θεωρείται
ουσιώδης στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή σε πρόδηλη προσβολή δικαιώματος
το οποίο αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή την έννομη τάξη. Ο δικαστής του κράτους
αναγνωρίσεως δεν δύναται να ελέγξει την ορθότητα των νομικών ή πραγματικών εκτιμήσεων
στις οποίες προέβη ο δικαστής του κράτους προελεύσεως (ΔΕΕ (Diageo Br) C-681/13, σκέψη
44, (flyLAL-Lithuanian Airlines), C 302/13, σκέψεις 48, 49). Η διεθνής δημόσια τάξη της
αναγνωρίσεως - η οποία ελέγχει εάν είναι ανεκτή η εισδοχή στην ημεδαπή αλλοδαπών εννόμων
σχέσεων ή καταστάσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί και υφίστανται σε άλλη έννομη τάξη, είτε
με τη μορφή των αποφάσεων είτε με τη μορφή των εννόμων καταστάσεων - νοείται υπό την
έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ, επομένως η αναγνώριση και η κήρυξη αλλοδαπής δικαστικής
αποφάσεως εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε,
για την έκδοση της αλλοδαπής αποφάσεως, προσκρούει σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα, τα
οποία, πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες,
εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, όταν η
παράβαση των δικονομικών αυτών αρχών δεν ήταν δυνατό να προβληθεί, με ένδικα μέσα, κατά
της αποφάσεως ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά και όταν η ανάπτυξη
στην ημεδαπή των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως, το κύρος της οποίας αλυσιτελώς
προσεβλήθη στο δικαστήριο της αλλοδαπής πολιτείας, αντιτίθεται ευθέως στην έννοια της
ημεδαπής δημόσιας τάξεως, δηλαδή προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν
κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές,
πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό
αυτής και αποτελούν το φράγμα που αποτρέπει διαταραχή του ως άνω ρυθμού με την εκτέλεση
στην ημεδαπή της αλλοδαπής αποφάσεως ή και, δια μέσου αυτής, στην εφαρμογή στην ημεδαπή
κανόνων αλλοδαπού δικαίου που δύνανται να προξενήσουν την ίδια διαταραχή (ΟλΑΠ
11/2009). Το αρνητικό αποτέλεσμα της διεθνούς δημοσίας τάξεως δεν εξοβελίζει καθ'
ολοκληρίαν το κανονικώς εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, παρά μόνο θίγει την εφαρμογή
διατάξεώς του, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα. Το
περιεχόμενό της δεν δύναται να πληρούται με πνεύμα εθνικό, αλλά με εκείνο του ευρωπαϊκού
δικονομικού δικαίου, που πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και να
σχετικοποιεί τα εθνικά συμφέροντα και αξίες. Επομένως, το κράτος αναγνωρίσεως ή
εκτελέσεως της αποφάσεως δικαστηρίου κράτους μέλους δεν δύναται να υπερβεί ορισμένα όρια
και να αρνηθεί την αναγνώριση ή εκτέλεση βάσει αντιλήψεων, που δεν αφομοιώνουν και δεν
προωθούν την ευρωπαϊκή προοπτική. Η δημόσια τάξη παραβιάζεται, τελικώς, όχι μόνον όταν
οι επιπτώσεις της αλλοδαπής αποφάσεως προσβάλλουν κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές και αξίες
(ιδίως συνταγματικώς κατοχυρωμένες εγγυήσεις και δικαιώματα), αλλά και της Ενωσιακής
(ιδίως θεμελιώδη δικαιώματα και βασικές ελευθερίες) έννομης τάξεως. Επίσης, η επιφύλαξη
δημοσίας τάξεως δρα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο, όταν όχι η (αλλοδαπή)
απόφαση ως τοιαύτη, αλλά οι συνέπειές της, οι επιπτώσεις της, αντιστρατεύονται, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, και μάλιστα προδήλως, τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξεως του
κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως. Εξ άλλου, η βαρύτητα της παραβάσεως θα πρέπει να
είναι τέτοια, ώστε να υποχωρεί η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών
αποφάσεων. Το κώλυμα της δημόσιας τάξεως επεμβαίνει, όταν η αναγνώριση ή εκτέλεση της
(αλλοδαπής) αποφάσεως αντίκειται σε κάποια θεμελιώδη αρχή του κράτους αναγνωρίσεως ή
εκτελέσεως και η αντίθεση αυτή είναι ανυπόφορη, αβάσταχτη για την έννομη τάξη του
τελευταίου. Το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως δεν δύναται να ελέγξει, αν
το δικαστήριο προελεύσεως τής αποφάσεως αξιολόγησε ορθώς το νομικό και πραγματικό
υλικό, ως επίσης και αν η αλλοδαπή απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένως το εθνικό ή κοινοτικό
δίκαιο. Το δικαστήριο της εκτελέσεως δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και δεν
έχει τη δυνατότητα να εξετάσει ισχυρισμούς, που έπρεπε να προβληθούν στο δικαστήριο της
χώρας προελεύσεως της αποφάσεως. Η διεθνής δημόσια τάξη αποβλέπει στην προστασία
έννομων συμφερόντων, που αποτυπώνονται σε κανόνα δικαίου και όχι στην προστασία αμιγώς
οικονομικών συμφερόντων. Δεν συνιστά, επομένως, προσβολή της δημόσιας τάξεως η απλή
επίκληση σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων εις βάρος των εναγομένων. Στην περιοχή του
ενοχικού δικαίου και των διεθνών συναλλαγών η διεθνής δημόσια τάξη επιδρά κυρίως όταν
παραβιάζεται το μέτρο και η αρχή της αναλογικότητας. Η αναλογικότητα εκφράζεται με τη
στάθμιση ως προς την ένταση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της αντιδράσεως της διεθνούς
δημοσίας τάξεως. Η δημόσια τάξη αποτελεί το τελικό μέτρο έναντι αλλοδαπής αποφάσεως και
όχι κανόνα. Ο αλλοδαπός κανόνας καθ' εαυτόν δεν κρίνεται. Το τελικό μέτρο είναι η
συγκεκριμένη λύση που στηρίζεται σε αλλοδαπές νομικές αξίες και η εισαγωγή της στην
ημεδαπή δημόσια τάξη. Η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται ως δοκιμασία της διεθνούς
δημόσιας τάξεως και ως προς το μέτρο της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Ο
νομολογιακός αυτός κανόνας πρέπει να ισορροπεί με τον κανόνα της απαγορεύσεως τής επί της
ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Ειδικότερα, εφ' όσον η αλλοδαπή απόφαση επιδικάζει πραγματική δικαστική δαπάνη, χωρίς να
υποκρύπτεται και να τεκμηριώνεται τιμωρητικ? τοιαύτη, τυγχάνει αναγνωριστέα. Υπό το πρίσμα
αυτό της δημοσίας τάξεως, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί εάν η επιβληθείσα δικαστική δαπάνη
ήταν υπερβολική. Άλλως θα συνιστά απαγορευμένη απολύτως αναδίκαση, δοθέντος ότι η
δικαστική δαπάνη δεν είναι τιμωρητικ? αποζημίωση και επί της αρχής αναγνωριστέα. Η σχέση
μέτρου και διεθνούς δημόσιας τάξεως δεν δύναται να οδηγεί σε αναδίκαση απολύτως
απαγορευτέα. Έτσι, αλλοδαπή απόφαση που επιδικάζει υψηλή (πραγματική) δικαστική δαπάνη
πρέπει να αναγνωρισθεί στην Ελλάδα, εφ' όσον η δαπάνη αυτή είναι αδιάσπαστη με δίκη επί
διαφοράς, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού. Είναι προφανές
ότι η πρόβλεψη ιδιαίτερα υψηλών δικαστικών εξόδων ως προαπαιτούμενο για την πρόσβαση
στη δικαιοσύνη είναι δυνατόν να πλήξει ουσιωδώς το δικαίωμα του ενάγοντος σε
αποτελεσματική έννομη προστασία, τόσο κατά το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, όσο και το άρθρο 20 του
Συντάγματος, αποτρέποντάς τον από τη δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων του. Αντιστοίχως,
όμως, η πιθανότητα να μην αποδοθεί τελικά εν όλω ή εν μέρει η δικαστική δαπάνη, στις
περιπτώσεις που η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα έχει υψηλό κόστος, δύναται να
λειτουργήσει ομοίως αποτρεπτικώς, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι, ακόμη και αν τελικώς ο
ενδιαφερόμενος προσφύγει στη δικαιοσύνη η ουσιαστική αξίωσή του επιβαρύνεται κατά το μη
αποδιδόμενο τμήμα της δικαστικής δαπάνης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, συνεπέστερη - τόσο
προς την αναγκαιότητα εννοιολογικής πληρώσεως της εννοίας της δημοσίας τάξεως με
κριτήρια ευρωπαϊκά, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, όσο και προς
τη λειτουργία της εκκαθαρίσεως της δικαστικής δαπάνης στο πλαίσιο του ελληνικού
δικονομικού δικαίου - παρίσταται η ερμηνευτική εκδοχή ότι η ρύθμιση της δικαστικής δαπάνης
δεν εκφράζει πρωταρχικής σημασίας αντιλήψεις του νομοθέτη.
Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο τής αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτεται στην πληττόμενη
απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια των λόγων αναιρέσεως του αριθμού 1 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθ' όσον εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ουσιαστικούς
κανόνες των άρθρων 34 παρ. 1 και 45 παρ. 2 (κατ' ορθή εκτίμηση) του Κανονισμού - περί
αντιθέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως στην δημόσια τάξη του κράτους-μέλους εκτελέσεως και
περί απαγορεύσεως της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, αντιστοίχως
και, περαιτέρω, του άρθρου 33 του ελληνικού ΑΚ, ως και ότι εσφαλμένως υπήγαγε σε αυτές τα
δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα περιστατικά και στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα, ότι το δικάσαν Εφετείο, εσφαλμένως υπεισήλθε στην απαγορευμένη επανεξέταση
ζητημάτων επί της ουσίας της υποθέσεως, τα οποία το άρθρο 36 απαγορεύει ρητώς να
αναθεωρηθούν στο προκείμενο στάδιο της κηρύξεως της εκτελεστότητας, και δη στο ζήτημα του
καθορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας
σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, και στον υπολογισμό σύμφωνα με τον ελληνικό κώδικα
δικηγόρων των επιδικασθέντων εν προκειμένω δικαστικών εξόδων, στη συνέχεια δε,
ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένως τις ως άνω διατάξεις και σε αντίθεση με τα
παγίως νομολογημένα από το ΔΕΚ όρια ερμηνείας της δημόσιας τάξεως, οδηγήθηκε στο
εσφαλμένο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση της αρχής της
αναλογικότητας, η οποία συνίσταται στο ύψος των ποσών που επιδίκασε το αγγλικό δικαστήριο
το μεν ως χρηματική ικανοποίηση το δε ως δικαστικά έξοδα υπέρ του αναιρεσείοντος.
Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης εφετειακής αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο
δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικώς προς την κήρυξη της αποφάσεως εκτελεστής στην Ελλάδα:
"...Με την υπ' αρ. HQ13D057954 αγωγή, που άσκησε στο HIGH COURT OF JUSTICE
(Πρωτοδικείο) QUEEN'S BENCH DIVISION (Τμήμα Βασιλίσσης),σε βάρος της νυν
προσφεύγουσας, Ι. Π., δημοσιογράφου, ο καθ' ού, Σ. Μ., ισχυριζόμενος ότι είναι επιχειρηματίας
και φιλάνθρωπος και ότι μέχρι το 2009 ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και δημόσιο πρόσωπο της
..., εταιρείας διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου ..., μιας επενδυτικής εταιρείας εισηγμένης
στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, ζήτησε να υποχρεωθεί η νυν προσφεύγουσα να του
καταβάλει, πλέον των εξόδων, αποζημίωση, διότι προσβλήθηκε η φήμη του και προκλήθηκε σε
αυτόν αναστάτωση, θλίψη και αμηχανία από άρθρο, που η τελευταία συνέταξε και δημοσίευσε
μέσω της εφημερίδας "...", όπου εμφανιζόταν ότι αυτός εμπλεκόταν σε υπόθεση φοροδιαφυγής,
που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση της εν λόγω εφημερίδας και στο οποίο είχαν
πρόσβαση σημαντικός, αλλά μη μετρήσιμος αριθμός Ελλήνων υπηκόων και ατόμων, που
μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα εντός της περιοχής της δικαιοδοσίας του ανωτέρω Αγγλικού
Δικαστηρίου. Το σχετικό άρθρο με τίτλο "Πώς έμαθα για τα 500 εκατ. Η κατάθεση του
επικεφαλής του ΣΔΟΕ Σ. Σ. στους εισαγγελείς για τον λογαριασμό στην …", που συνέταξε η νυν
προσφεύγουσα ενσωματώθηκε στην παραπάνω αγωγή και στα σημεία, που αναφέρεται στον
καθ'ού έχει ως εξής: ... Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε ερήμην της εκεί εναγομένης και
νυν προσφεύγουσας, αν και της είχε κοινοποιηθεί από τις 13-12-2013, εκδόθηκε η, κηρυχθείσα
με την προσβαλλόμενη απόφαση εκτελεστή, από 22-7-2014 διαταγή του επιληφθέντος
δικαστικού αξιωματούχου Ι. του ανώτατου δικαστηρίου του …. έδρα …. Με την τελευταία
απόφαση (διαταγή) και τη σημείωση σε αυτή, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα; "... Το δικό μου
καθήκον συνίσταται στην εκτίμηση της γενικής αποζημίωσης. Κατά την εκτίμηση του επιπέδου
της αποζημίωσης που πρόκειται να εκδικαστεί, θα πρέπει επίσης να λάβω υπ' όψιν μου ότι η
Εναγόμενη όχι μόνο δεν έχει συμμετάσχει στη δικαστική διαμάχη, αλλά δεν φαίνεται να δείχνει
οποιαδήποτε μεταμέλεια. Μέχρι το Μάιο του τρέχοντος έτους περιφρονούσε εμφανώς την
εκδίκαση αυτής της υπόθεσης και αυτό το δικαστήριο. Κατά την εκτίμηση της γενικής
αποζημίωσης λαμβάνω υπ' όψιν τους σχετικούς παράγοντες που παρατίθενται στην υπόθεση J.
εναντίον P., οι οποίοι αναλύονται στο εξαιρετικά χρήσιμο βασικό επιχείρημα του κ. H.. Σε
αυτούς συγκαταλέγονται η βαρύτητα, η εξέχουσα θέση, η διάδοση, η επανάληψη της
συκοφαντικής δυσφήμισης, η υποκειμενική επίπτωση στα συναισθήματα του Ενάγοντος, όχι
μόνο λόγω της δημοσίευσης, αλλά και λόγω της συμπεριφοράς της Εναγόμενης, τα θέματα
μετριασμού, τυχόν θέματα που τείνουν να μειώσουν την αποζημίωση και τη δικαίωση της
φήμης του Ενάγοντας, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον. Πρόκειται για πολύ σοβαρό
ισχυρισμό για ένα άτομο του δικού του κύρους. Δεν πρόκειται για φόνο ή παιδεραστία, αλλά
ένας ισχυρισμός περί φοροδιαφυγής ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων, ή η υποψία αυτής,
όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο υψηλού κύρους που ασχολείται με τη διαχείριση των
χρημάτων τρίτων, είναι ένας σοβαρός ισχυρισμός. Μελέτησα το εύρος της δημοσίευσης. ...
υπέδειξε ότι ο αριθμός των ατόμων που προσπέλασαν τη διαδικτυακή τοποθεσία και έχουν
δυνητικά δει το άρθρο κυμαίνεται από 264 έως 446 άτομα. Υπάρχει επίσης το φαινόμενο της
ανακύκλωσης φημολογιών. Υπάρχουν περίπου 400.000 Έλληνες ή Ελληνόφωνοι στη
δικαιοδοσία και πιστεύω ότι και άλλοι πέραν όσων αναφέρθηκαν έχουν δει το άρθρο. Δεν
θεωρώ υπερβολικό τον αριθμό των 1.000 ατόμων. Οι αναγνώστες των άρθρων της
συγκεκριμένης εφημερίδας και η εντύπωση που σχηματίζουν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για έναν
Ενάγοντα σε αυτή τη θέση. Δεν πρόκειται για κινδυνολογία σκανδαλοθηρικού τύπου, αλλά για
μια σοβαρή εφημερίδα, οι αναγνώστες της οποίας είναι άτομα που δραστηριοποιούνται στον
χρηματοοικονομικό χώρο και στην χρηματοοικονομική αγορά. Επλήγησαν τα συναισθήματα
του Ενάγοντα, καθώς είναι υπερήφανος για τη φήμη του. Η Εναγόμενη, σε μια προσπάθεια
συκοφάντησης, έχει δημοσιεύσει περισσότερα από ένα άρθρα και αναμένω ότι θα συνεχίσει να
το πράττει. Η δικαίωση αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Κατά την επιδίκαση του ύψους
αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν το γεγονός ότι θα πρέπει να αποσταλεί ένα
ευρύτερο μήνυμα στον κόσμο. Ο κ. H. έκανε λόγο για ένα ποσό μεταξύ των 30.000 και των
40.000 λιρών Αγγλίας, το οποίο θεωρώ λογικό. Επίσης, έχει διατυπώσει την άποψη, την οποία
επίσης βρίσκω λογική, ότι το ποσό της αποζημίωσης θα πρέπει να βρίσκεται στο ανώτατο όριο
αυτής της κλίμακας. Ως εκ τούτου, ορίζω συνοπτικά την αποζημίωση στις 40.000 λίρες Αγγλίας,
όπως ζητήθηκε. Θεωρώ ότι δεδομένης της συμπεριφοράς της Εναγόμενης, τα έξοδα θα πρέπει
να εκδικαστούν σε βάση κάλυψης των δαπανών (indemnity basis). Η Εναγομένη επέδειξε
διαρκή απείθεια και πλήρη απροθυμία συμμετοχής, γεγονός το οποίο κατά τη γνώμη μου
δικαιολογεί την απόφασή μου. [Ο Συνήγορος εξήγησε ότι υπήρχαν δύο καταστάσεις εξόδων:
Μία από την κατάθεση της αγωγής στις 23 Μαΐου 2013 έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014 (δηλαδή
έως την απόφαση) και η επόμενη αφορά την περίοδο από τις 18 Φεβρουαρίου 2014 έως τις 4
Ιουνίου 2014. Το σύνολο ανέρχεται σε 76.290,86 λίρες Αγγλίας. ]Συνοπτικά εκτίμησα τα έξοδα
στο ποσό των 76.290,86 λιρών Αγγλίας"..."... Όπως, ήδη, αναφέρθηκε με την, κηρυχθείσα
εκτελεστή με την προσβαλλόμενη απόφαση, από 22-7-2014 διαταγή του επιληφθέντος
δικαστικού αξιωματούχου Ι. του ανώτατου δικαστηρίου του …, έδρα …, που εκδόθηκε επί της
αντίστοιχης αγωγής του καθ' ού με στοιχεία HQ13D05794 εναντίον της παραπάνω
προσφεύγουσας, διατάχθηκε η τελευταία να καταβάλει στον εκεί ενάγοντα και ήδη καθ' ου: α)
ως αποζημίωση για την προσβολή της φήμης του, που προκλήθηκε εντός της περιοχής
δικαιοδοσίας του εν λόγω Αγγλικού Δικαστηρίου από τη δημοσίευση του παρατιθέμενου
ανωτέρω άρθρου της προσφεύγουσας, το ποσό των 40.000 λιρών Αγγλίας και β) για δικαστικά
έξοδα το ποσό των 76.290,86 λιρών Αγγλίας. Με βάση τις πραγματικές παραδοχές της, ως άνω,
αλλοδαπής αποφάσεως, το ποσό των 40.000 λιρών Αγγλίας, που επιδικάστηκε με αυτή στον
καθ' ού για αποζημίωση, λόγω της περιγραφόμενης στην εν λόγω απόφαση προσβολής της
φήμης του, που επήλθε αποκλειστικά και μόνο εντός της Αγγλίας, τελεί σε προφανή
δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό στην υπό κρίση περίπτωση, υπερβαίνοντας
τουλάχιστον κατά ποσό 20.000 λίρες εκείνο, που θα επιδικαζόταν από Ελληνικό Δικαστήριο, με
βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση στην Ελλάδα, όπως
αυτά αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων.
Συνεπώς, η επιδίκαση του παραπάνω υπέρογκου ποσού αποζημιώσεως σε βάρος της
προσφεύγουσας δεν είναι προφανώς ανεκτή από την Ελληνική δημόσια τάξη, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε με την
ίδια, ως άνω, απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου, επιδικάστηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας
δικαστικά έξοδα, ύψους 76.290,86 λιρών Αγγλίας, με βάση δύο καταστάσεις εξόδων, που
υπέβαλε στο Δικαστήριο εκείνο ο πληρεξούσιος του καθ' ού, ήτοι: μία από την κατάθεση της
αγωγής στις 23 Μαΐου 2013 έως τις 17 Φεβρουάριου 2014 (δηλαδή έως την απόφαση) και μία
από τις 18 Φεβρουάριου 2014 έως τις 4 Ιουνίου 2014. Η εκδικασθείσα, όμως, ως άνω,
διαφορά από τα Αγγλικά Δικαστήρια, που αφορά αιτηθείσα από τον καθ' ού και επιδικασθείσα
τελικά αποζημίωση 40.000 λιρών Αγγλίας, εάν είχε δικασθεί ενώπιον των Ελληνικών
Δικαστηρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. του Ν. 4394/2014, θα συνεπάγετο,
για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, δικαστικά έξοδα περίπου 6% επί του κεφαλαίου των
40.000 λιρών Αγγλίας, ήτοι περίπου 2.400 λίρες Αγγλίας και όχι 76.290,86 λίρες Αγγλίας, που
επιδικάστηκαν με την αλλοδαπή απόφαση.
Συνεπώς, η επιδίκαση στον καθ'ού του εν λόγω ποσού αποτελεί υπέρμετρη δικαστική δαπάνη, η
οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς την αξία του αντικειμένου της δίκης και δεν είναι
προφανώς ανεκτή από την Ελληνική δημόσια τάξη, αφού αντιβαίνει στην αρχή της
αναλογικότητας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Ενόψει αυτών, δεν μπορεί η, ως άνω, απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου να κηρυχθεί
εκτελεστή στην Ελλάδα και θα πρέπει να γίνει δεκτός, ως νόμω και ουσία βάσιμος ο πρώτος
λόγος της υπό κρίση προσφυγής, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού, σύμφωνα με τον οποίο,
πρέπει να ανακληθεί η εκτελεστότητα της παραπάνω αποφάσεως στην Ελλάδα, καθόσον το
ποσό, που επιδικάστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας με την αλλοδαπή αυτή απόφαση, ήτοι το
συνολικό ποσό των 116.290,86 λιρών Αγγλίας είναι υπέρμετρο και αντιβαίνει στην εσωτερική
δημόσια τάξη...''. Ακολούθως το Εφετείο, δικάζοντας κατ' αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε
τυπικά και κατ' ουσία την προσφυγή της αναιρεσίβλητης, και ανεκάλεσε την υπ' αριθ.
1206/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε εκτελεστή στην
Ελλάδα την από 22-7-2014 διαταγή του επιληφθέντος δικαστικού αξιωματούχου Ι. του
Ανώτατου Δικαστηρίου του …., έδρα …..
Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.
1 και 45 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 και 33 του ΑΚ αναφορικώς προς το ζήτημα της
ερμηνείας και εφαρμογής της αόριστης νομικής έννοιας της δημόσιας τάξεως (του κράτους
αναγνωρίσεως). Ειδικότερα, το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως,
προσδιορίσθηκε σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Αγγλικού δικαίου για την εντός της
επικράτειας του Ηνωμένου Βασιλείου προσβολή της προσωπικότητας/φήμης, συμφώνως προς
τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε στο Αγγλικό δικαστήριο ο ήδη αναιρεσείων, τα οποία
εκτίμησε ελευθέρως το τελευταίο, επιδικάζοντας το ποσό των 40.000 λιρών Αγγλίας, ως
αποζημίωση. Ως προς το ύψος των δικαστικών εξόδων, που επιδικάσθηκαν από το αγγλικό
δικαστήριο το Εφετείο, έκρινε εσφαλμένως ότι εάν τα επιδικασθέντα εν προκειμένω δικαστικά
έξοδα είχαν υπολογισθεί σύμφωνα με τον ελληνικό κώδικα δικηγόρων, θα ανέρχονταν σε
"περίπου 6% επί του κεφαλαίου των 40.000 λιρών Αγγλίας, ήτοι περίπου 2.400 λίρες Αγγλίας
και όχι 76.290,86 λίρες Αγγλίας, που επιδικάσθηκαν με την αλλοδαπή απόφαση. Πλην, κρίσιμο
μέτρο θεωρείται όχι ποιο θα ήταν το ύψος της αμοιβής ενός Έλληνα δικηγόρου στην αντίστοιχη
υπόθεση ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, αλλά κατά πόσο τα κονδύλια της δικαστικής
δαπάνης που παρουσιάζονται, εν όψει των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στο
Ηνωμένο Βασίλειο, απαραίτητα για την υπεράσπιση και διεξαγωγή της δίκης, και περί του
ζητήματος τούτου ουδεμία ανέκυψε αμφιβολία, δοθέντος ότι τα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα
συνολικού ποσού 76.290,86 λιρών Αγγλίας αποτελούν πραγματικά τοιαύτα, υπολογισθέντα με
βάση δύο καταστάσεις εξόδων, που υπέβαλε στο Δικαστήριο εκείνο ο πληρεξούσιος του τότε
ενάγοντος (αναιρεσείοντος), κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό εκτέλεση και στην
προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας
αναθεωρήσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η παραβίαση θα πρέπει να
συνίσταται σε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος θεωρείται ουσιώδης στην ημεδαπή
έννομη τάξη ως κράτους αναγνωρίσεως ή σε πρόδηλη προσβολή δικαιώματος το οποίο
αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή, ενώ για την εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω
διατάξεων απαιτείτο να ληφθεί υπ' όψη η σχέση μέτρου και διεθνούς δημόσιας τάξεως, κατά τα
προεκτεθέντα. Εν τούτοις, το Εφετείο, εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας, και
κρίνοντας τα επιδικασθέντα ποσά συμφώνως προς τις εκτιμήσεις των Ελληνικών δικαστηρίων,
ως εάν η ένδικη αξίωση εισαγόταν ενώπιον αυτών, προέβη ουσιαστικώς σε αναδίκαση της
ουσίας της αποφάσεως του Αγγλικού δικαστηρίου, η οποία είναι απολύτως απαγορευτέα,
συμφώνως προς τα προαναφερθέντα. Κατά ταύτα, η εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως στην
Ελλάδα δεν είναι αντίθετη προς την ημεδαπή δημόσια τάξη, διότι δεν προσκρούει σε
θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν
στη χώρα αυτή, ούτε διαταράσσει τον έννομο ρυθμό που διατηρείται εδώ, δηλαδή δεν
προσκρούει με απαράδεκτο τρόπο στην Ελληνική έννομη τάξη, ούτε παραβιάζει προδήλως
θεμελιώδη αρχή. Κατά ταύτα, τα Εφετείο, δεχθέν προς σχηματισμόν της ελάσσονος προτάσεως
στο αιτιολογικό τής αποφάσεώς του πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ταυτίζονται, ούτε
ερμηνευτικώς εξομοιώνονται με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λόγου των εφαρμοσθεισών
διατάξεων, ως μείζονος προτάσεως, οδηγήθηκε σε ουσιαστικώς εσφαλμένο συμπέρασμα,
εντεύθεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, ο
δεύτερος λόγος αναιρέσεως, διά του οποίου προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η
πλημμέλεια για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 34 παρ.
1 και 45 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000, είναι βάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω,- και παρελκούσης της έρευνας του εκ του άρθρου 559 αριθ. 19
τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω δεκτού
γενομένου δευτέρου τοιούτου - πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να κρατηθεί δε
η υπόθεση και να εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου
580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, εφ' όσον δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, δεδομένου ότι με την
προσβαλλόμενη απόφαση είχαν απορριφθεί όλοι οι λοιποί λόγοι της προσφυγής της
αναιρεσίβλητης, εν όψει δε της δεσμευτικής για το Εφετείο ενεργείας της παρούσας αποφάσεως,
δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος προς περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, αλλά υπολείπεται
μόνον η κατά το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής διατύπωση του διατακτικού της
εκδοθησομένης αποφάσεως βάσει της εκτάσεως της αναιρέσεως (ΑΠ 252/2017). Επομένως,
πρέπει να απορριφθεί η από 1-12-2015 προσφυγή-ανακοπή της αναιρεσίβλητης Ι. Π., ως κατ'
ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του υπ' αυτού κατατεθέντος
παραβόλου και να συμψηφισθούν εν όλω τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, τόσο τής ενώπιον
του Εφετείου, όσο και της προκειμένης δίκης, διότι η ερμηνεία των κανόνα δικαίου που
εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 1228/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1-12-2015 προσφυγή-ανακοπή της αναιρεσίβλητης Ι. Π..
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του υπ' αυτού κατατεθέντος παραβόλου για την
άσκηση της αναιρέσεως.Και
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου
2019.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

You might also like