Professional Documents
Culture Documents
Για ένα άλλο δράμα και μια κοινωνία, Γουανάκος
Για ένα άλλο δράμα και μια κοινωνία, Γουανάκος
Για ένα άλλο δράμα και μια κοινωνία, Γουανάκος
__________________________________________________________________________
Για να κρίνωμε δίκαια ένα δράμα, θαρρώ δε μας αρκούν μονάχα οι προσωπικοί αισθητικοί
κανόνες μας «περί πλοκής, χαρακτήρων, ευρέσεως μύθου, ψυχολογικής αναλύσεως» κλπ.
Πρέπει συνάμα να σταθούμε στο σωστό σημείο, απόπου μπορούμε να εχτιμήσωμε τις
κοινωνικές στιγμές που το γέννησαν. Μα εδώ είν’ ο μεγάλος σκόπελος. Ο καθένας τις βλέπει
αυτές με το υποκειμενικό του μέτρο.
Μιλάει για «Πρόληψη» που κρύβει την αλήθεια (κοινές λέξεις με Ταγκόπουλο-Αλυσίδες).
Μιλάει για ιστορικούς λόγους, γλωσσική αντίδραση, «Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά» -Παλαμάς.
Πιστεύει ότι ο ποιητής δεν πρέπει να εξυψώνει ξεπεσμένα ιδανικά αλλά να «ξυπνήσει νέα
στον λαό».
Οι Αλυσίδες: Αναφέρεται στην κριτική, ειδικά στον Ξενόπουλο: «νέα δαιμόνια», «να φέρει
στη σκηνή ένα ζήτημα συνείδησης, που αχνάρι της δε βρίσκεται στην ψυχή του ρωμιού»,
«νορβηγός ιντελλεκτουέλ», «Το δράμα το ρωμαίϊκο θα περιοριστή στο πάθος και στο
αίσθημα μονάχα…», «Τα δράματα της λεπτής συνειδήσεως είναι δι’ ημάς ακόμα ξένα»
«Κι αν δεν ήρθαν ακόμα στον τόπο μας αυτά που σας ξαφνίζουν, ποιος σας το λέει πως δε θα
‘ρθουν μια μέρα;»
«Θαρρεί τάχα πως αυτή η συνείδηση είναι γέννημα των βορεινών κλιμάτων…», «Νομίζει
πράγματι ο Ξενόπουλος, πως σε κάθε βήμα του μες στη νορβηγική κοινωνία θα σκοντάψη
κανένας σ’ έναν Μπραντ με την αρχή…»
«Αν ήταν να μας ξανάδινε ο ποιητής μονάχα ό,τι θωρεί τριγύρω του κ’ εκείνο που καθένας
μας σκοντάβει απάνω του, δε θα’ταν τόσο άξιος ο μιστός του.», φωτογραφία / ζωγραφική
«Το γλωσσικό κίνημα απ’ την πρώτη αρχή του δεν είταν γλωσσικό απλώς, μα το πνευματικό
ψιθύρισμα ενός λαϊκού ξυπνήματος…»
Κάνει λόγο για το ότι η νέα γενιά δεν έχει φρέσκες ιδέες.
Ζωή λαού για μας μόνο οι εξωτερικές συνήθειές του, οι εκφράσεις του, οι προλήψεις.
Αυτά αγκαλιάσαμε / Καμία ζωντάνια, δροσιά
«Έχουμε συνείδηση του γλωσσικού ζητήματος και δεν τολμούμε να του ψυχολογήσουμε το
βάθος». Τι μας κρατεί; Το ένστικτο της τάξης μας –Αστρούλα
«Οι αλυσίδες είναι από χορτάρι πράσινο.», «Οι Κούρδοι του Καμπύση βρίσκουν το
συνέχισμά τους.»
Κατηγορεί βέβαια και τον ίδιο τον Ταγκόπουλο για ξενοφοβία για αυτά που έγραψε στα
Πρωτόλογα των Αλυσίδων (μάλιστα ο Ταγκόπουλος σημειώνει ότι ο Βασιλικός παρεξήγησε
τα λόγια του: δε βλάφτει το ξένο αλλά η καρικατούρα του ξένου, πιο κοντά μας ο Ίψεν παρά
ο Αισχύλος, ξένο ότι είναι μακριά από τη ζωή μας και ντόπιο ότι είναι κοντύτερα σε αυτήν)
«Ο συγγραφέας των αλυσίδων… πρώτος αυτός, ή ένας από τους πρώτους , φέρνει ένα
ζήτημα συνείδησης στην ελληνική σκηνή…»
Ο Ξενόπουλος, αν και ο ίδιος είχε δεχτεί παρόμοιες κατηγορίες ότι έμπασε από τη Γαλλία το
αστικό ρομάντσο, σημαδεύει το νεαρό μας δράμα λόγω των αστικών του ενστίκτων.
«Χρήσιμη φτώχεια, προλετάριους εργάτες δεν έχουμε στον τόπο μας» - ξύπνημα της
εργατιάς στον Βόλο
«Το λεβέτι της ρωμιοσύνης βράζει, αλήθεια, φίλε μου Εφταλιώτη. Ο Ξενόπουλος δεν τα’
άκουσε…»
Δεν είναι τα βιβλία, αλλά κάτι βαθύτερο, είναι μια τάξη πιο λαϊκή που διψάει για ανυψωμό
και για αυτό καρποφορούν οι σπόροι των ωιωλίων.
Κάνει παραλληλισμό με την Μις Σάρα Σάμψον του Λέσσινγκ που γράφτηκε σε Αγγλικά
πρότυπα. Γιατί; Γιατί οι αστικές τάξεις εκείνη την εποχή μόνο στην Αγγλία είχαν φτάσει σε
οικονομική και πολιτική ανεξαρτισία. Και ο Λέσσινγκ είδε τη σκηνή ως βήμα κοινωνικό.
Επίσης σημειώνει ότι ο Λέσσινγκ έφτασε στην αρτιότητα της Αιμιλίας Γκαλότι είκοσι χρόνια
σχεδόν μετα τη Σάρα Σάμψον.
Αν και οι Αλυσίδες δεν είναι σωστή τέχνη, εντούτοις έχουν σπουδαία κοινωνική σημασία.
«Ταθάνατα έργα τα γεννούν μόνο μεγάλες εποχές λαών (να εννοούμαστε, όχι μεγάλα κράτη,
μα σταθμοί πολιτισμών κι αγώνες για την απόχτησή τους).»
Για μπάτσο: «… να το το ντόπιο χρώμα, που γυρεύετε. Μια οργή κ’ ένας θυμός εγέννησε το
δράμα, ένα ρωμαίϊκο ξέσπασμα το επισφραγίζει.»
«Εσύ κατόρθωσες να κάμης δικό σου είδος, δικό σου σκολειό το θέατρο.»
«Εκείνο που μου φαίνεται βιασμένο στο έργο, είναι που η Αλήθεια, η ώριμη κ’ η γνωστικιά,
η δυνατή και η αλύγιστη η Αλήθεια, έμεινε στο πρόσωπο και στην ψυχή ενός κοριτσιού.»
Πρώτη παράσταση: 20 Δεκεμβρίου 1980, θέατρο «Κάβα», θίασος «Αμφιθέατρο» του Σπύρου
Α. Ευαγγελάτου.
Σπύρος Ευαγγελάτος:
«…κατά το πνεύμα της θεατρικής Αθήνας του 1900, η παρουσίαση τότε του έργου θα ήταν
εντελώς αδιανόητη.» Αλλά μετά το 1930;
οι τότε «ακατανόητες» λυρικές σκηνές των δέντρων – πλέον οικείες μετά τις εμπειριές με τον
Λόρκα
«Ο ποταμός είναι της λίμνης η ζωή. Το ίδιο κι ο συμβολισμός είναι η ιδέα που από μέσα
ζωντανεύει την ποίηση.»
«ιδέα»: η πνευματική ανάπτυξη του ελληνικού λαού με μέσο τη χρήση της δημοτικής.
Παρατηρεί ότι η κωμωδία στην Ελλάδα είχε διαφορετική απήχηση από το δράμα, διότι όσοι
την καλλιέργησαν μεταχειρίστηκαν κυρίως τη δημοτική και ήταν σε στενότερη επαφή με τον
λαό.
Ψυχάρης κατακρίνει την, τότε πρόσφατη, κατάχρηση του ευρωπαϊκού συμβολισμού στην
αθηναϊκή λογοτεχνία. Υποστήριζε ότι τα πρώτυπα του αληθινά ελληνικού συμβολισμού
πρέπει να αναζητηθούν στα παραμύθια και στα δημοτικά τραγούδια.
«Ούτε Αριστοφάνη μετάφρασα ούτε Σαικσπήρο. Κοίταξα να μεταφράσω τον εαυτό μου.»
«Περνούνε οι παράδες… Τους αιώνες όμως τους λογαριάζω για δικούς μου.»
«Μπορεί ο Κυρούλης ναρέση του κ. Λακατσά, μπορεί ναρέση ο Γουανάκος του φίλου μου
του Παντόπουλου», «Πως θα τα παίξουνε όμως στην Ελλάδα μια φορά, πως θα τα
πολυπαίζουνε μάλιστα, όχι μόνο τόχω βέβαιο, μα κι από τώρα ξέρω πως θα κερδίσουνε με
δάφτα κάμποσες λίρες.
Κουμπόπουλος: Γη του Πυρός θα μας την κάμης τώρα την Αθήνα; Τόσο καίει εκεί κάτω;
Κομπόπουλος: Εσύ, φίλε μου, είσαι φοβερός στη μάθηση, κ’ έχεις πάντα χίλια δυό να μου
διηγηθής για την Αθήνα, μα φαίνεται πως τον τόπο μας εδώ δεν τον ξέρεις. (για δέντρα που
μιλούν)
«Αφτός, Ιτιά μου, σαν ονειροπλέχτης που είναι, σαν ποιητής, κάποτε μήτε μας βλέπει, μήτε
μας ακούει, παρά μοναχός του στέκεται ώρες, στέκεται χρόνια συλλογισμένος»
«η Θεά της Ομορφιάς, της Καλοσύνης, της Αγάπης θα έρθει από την Ελλάδα, την
ξαναγεννημένη Ελλάδα»
Έντονος λυρισμός
Ζήτημα όρασης «Ποιος κοιτάζει εμάς τα δέντρα;» «Ζώο είμαι και ποιος με βλέπει;»
Μεταδραματικό στοιχείο: «Κοίταξε τι μπερδέματα που έχουμε σε μια και μόνη κωμωδία!
Πρέπει ο Κουμπόπουλος να πάρη την Καλαθούνα, πρέπει εσύ τώρα να πάρης τον Πέφκο,
πρέπει κι ο Γουανάκος να γίνει άνθρωπος.» «Πρέπει να ‘ρθη και η πανάγαθη κόρη…»
«Ο Δάσκαλος δεν πρέπει να μοιάζει με το πλήθος, με τον όχλο. Αλλιώς δεν είναι δάσκαλος».
«Θα προκόψης μόνο σα μάθης πως η γλώσσα του λαού είναι χυδαία, κι αυτό σώνει.»
«Πιο σπουδαία, φίλε μου, και από τ’ αστεία τα σου τα βιβλιαράκια. Εδώ έχουμε πόλεμο.»
«Καταλαβίγκος;»
«Για τη γλώσσα, στο Δράμα όπως και στην κωμωδία, δε δίνω άδεια να γίνη ούτε η μικρότερη
αλλαγή.»