You are on page 1of 7

Ο ΓΟΥΑΝΑΚΟΣ, Γιάννης Ψυχάρης (1900)

Α ΠΡΑΞΗ

Α ΣΚΗΝΗ

Η σκηνή στη Γη του Πυρος. Στη μέση σε υμικύκλιο δέντρα: Πλάτανος, Πέφκος, Ιτιά, Λεύκη
και στο βάθος θάλασσα. Ο Κουμπόπουλος και ο Μοναστηριώτης κάθονται. Είναι ημίγυμνοι,
ο Μοναστηριώτης φοράει ένα ξεθωριασμένο κόκκινο γιλέκο. Ο Κουμπόπουλος λέει ότι
«κρύωσαν τα μυαλά» του και ο Μοναστηριώτης του βάζει γλωσσοδέτες για τα ζεστάνει και
μετά λέει ανέκδοτα. Αποκαλύπτει ότι ο παππούς του είχε πάει ατην Αθήνα κάποτε και
έκαναν δημοψήφισμα για το ποια γλώσσα να του μιλάνε γιατί δεν καταλάβαινε καμία.
Σατιρίζει του Αθηναίους για τα «νερουλιασμένα μυαλά» τους. Πέφτουν να κοιμηθουν, ο
Κουμπόπουλος λέει ότι τα δέντρα μιλάνε, ο Μοναστηριώτης δεν τον πιστεύει.
Αποκοιμιούνται.

Β ΣΚΗΝΗ

Τα δέντρα ζωντανεύουν, αρχίζουν να μιλάνε και να στεναχωριούνται για την κατάντια των
παιδιών που μεγάλωσαν κάτω από τα φύλλα τους. Η Λέυκα λέει πως δεν πρέπει να
στεναχωριούντια και να κοιτάνε τον ουρανό και μαλώνει με την Ιτιά που της λέει ότι
«κοιτάζει συνεχώς αφ’ υψηλού». Παρεμβαίνει ο Πεύκος και αποφορτίζει την κατάστασα. Τα
δέντρα λένε πως δεν τα κοιτάζουν οι άνθρωποι αλλά ευτυχώς τα κοιτάζει ο φίλος του ο
Γουανάκος «ζώο καλό και άγριο σινάμα» που όλο κοιτάζει με παράπονο τη θάλασσα και
«που δεν σηκώνει χωρατά». Λένε πως κάποια μέρα θα πάψει να είναι ζώο και «θα γίνει
άνθρωπος σωστός». Ο Πλάτανος λέει πως για να γίνει άνθρωπος το μόνο που χρειάζεται να
κάνει είναι να πει μια λέξη που να την καταλάβει κάποιος άλλος άνθρωπος. Λένε πως
παρότι μιλάει την ίδια γλώσσα με τους ανθρώπους κανείς δεν τον καταλαβαίνει και ότι ο
δρόμος είναι μακρύς.

Γ ΣΚΗΝΗ

Οι ομιλίες των δέντρων ξυπνάνε τον Κουμπόπουλο. Αποφασίζει να βρει τις τέχνες που
κρύβει ο Μοναστηριώτης στο γιλέκο του. Καταφέρνει να το πάρει από το προσκεφάλι του
Μοναστηριώτη, βρίσκει διάφορα πράγματα στις τσέπες του, το φοράει και αποφασίζει να
το κρατήσει ο ίδιος. Φεύγει τρέχοντας.

Δ ΣΚΗΝΗ

Τα δέντρα σχολιάζουν ότι με αυτά τα καμώματα θα έρθουν μεγάλες συμφορές.

Ε ΣΚΗΝΗ

Ο Μοναστηριώτης ξυπνάει με πονοκέφαλο, καταλαβαίνει ότι ο Κουμπόπουλος το έκλεψε,


προσπαθεί να φωνάξει άλλους άγριους να τον βοηθήσουν αλλά θυμάται ότι δεν μπορεί με
τις φωνές. Τρέχει να τους βρει.

ς ΣΚΗΝΗ
Μπαίνουν ο Κουμπόπουλος και η Καλαθούνα. Της λέει ότι της βρήκε προίκα και της δείχνει
το γιλέκο. Το δοκιμάζουν αλλά είναι και στους δύο φαρδύ, η Καλαθούνα λέει να της το
αφήσει αλλά αυτός λέει ότι έχει μέσα «τις τέχνες του διαβόλου» και ότι θα πάει στους
Παραμερίτες που ακόμα και πόλεμο θα κάνουν για αυτό το γιλέκο και όταν νικήσει θα
επιστρέψει να την παντευτεί. Του ζητάει έστω ένα κουμπί, αυτός βγάζει μια κόκκινη
κορδέλα από την τσέπη του γιλέκου, κόβει και της δίνει ένα μικρό κομματάκι.

Η ΣΚΗΝΗ

Μπαίνουν ο Μοναστηριώτης και οι άγριοι. Τους λέει ότι ο Κουμπόπουλος του έκλεψε το
γιλέκο και αυτό είναι ντροπή για τη χώρα τους και άρα να τρέξουν να το πάρουν πίσω.
Αυτοί συμφωνούν.

ΣΚΗΝΗ Θ

Έρχεται ο Βίγγος, υπηρέτης του Μοναστηριώτη και ανακοινώνει ότι ο Κουμπόπουλος έφυγε
προς τους Περαμερίτες. Ο Μοναστηριώτης λέει «το γιλέκο ή πόλεμος» και φεύγουν όλοι
για τους Παραμερίτες.

ΣΚΗΝΗ Ι

Η Καλαθούνα βάζει στον κόρφο της το κομματάκι κορδέλας που της χάρισε ο
Κουμπόπουλος, μιλάει για αγάπη, τα δέντρα τη λυπούνται και ο Πλάτανος σκύβει τα κλαδιά
του σα να την χαιδεύει. Αυτή ακούει τα δέντρα αλλά δεν τα καταλαβαίνει. Λέει ότι θα
μείνει μαζί τους μέχρι να επιστρέψει ο αγαπημένος της.

Β ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ Α

Ο Πεύκος βλέπει την Καλαθούνα να κοιμάται κάτω από τον Πλάτανο και θυμάται πως
κάποτε έκατσε έτσι κάτω από αυτόν μια πάναγνη κόρη και αρχίζει να νοσταλγεί τις χάρες
τις και να λέει ότι κάποτε θα ξανάρθει, η Ιτιά λυπάται με τα λόγια του και ο Πλάτανος λέει
πως είναι ένα είδος Θεάς που σπάνια γίνεται ορατή στον κόσμο και θέλει να την περιμένει
κανείς με πολλή υπομονή. Ο Πλάτανος αφηγείται μια ιστορία γένεσης, όπου από τα δέντρα
γεννήθηκαν τα άλλα πλάσματα, τα ζώα και οι άνθρωποι και καταλήγει πως με ένα «θάμα»
οι άνθρωποι θα ξαναμιλήσουν με τα δέντρα και αυτό είναι «η Αγάπη». Ο Πεύκος συνεχίζει
να ονειρεύεται και λέει ότι η πάναγνη κόρη, «η Θεά της Ομορφιάς, της Καλοσύνης, της
Αγάπης θα έρθει από την Ελλάδα, την ξαναγεννημένη Ελλάδα».

ΣΚΗΝΗ Β

Έρχεται ο Γουανάκος αναστενάζοντας. Μονολογεί για τον πόθο του να γίνει άνθρωπος αλλά
κανείς δε βρίσκεται να τον βοηθήσει.

ΣΚΗΝΗ Γ
Μια πολυφωνική σκηνή «ασυνεννοησίας». Η Καλαθούνα πληισάζει τον Γουανάκο, δεν τον
φοβάται και προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του αλλά δεν καταλαβαίνει τι της λέει, το
γέλιο του της φαίνεται μουγγρητό, ο Γουανάκος μιλάει με τα δέντρα, τα δέντρα μιλάνε στην
Καλαθούνα, τα ακούει μα δεν τα καταλαβαίνει. Η Καλαθούνα ρωτάει τον Γουανάκο τι κάνει
ο αγαπημένος της τελικά με νεύματα καταφέρνουν κάπως να επικοινωνήσουν. Ακούνε τους
άγριους να πλησιάζουν, η Καλαθούνα καβαλάει τον Γουανάκο και φεύγουν μαζί.

ΣΚΗΝΗ Δ

Ο Μοναστηριώτης επιστρέφει με το γιλέκο στο χέρι, συζητά με του άλλους άγριους για τον
πόλεμο που έδωσαν. Μπαίνει ξαφνικά ο Κουμπόπουλος και αρπάζει το γιλέκο.

ΣΚΗΝΗ Ε

Ο Κουμπόπουλος με τους Παραμερίτες κυνηγούν τους άλλους άγριους μέχρι να βγουν από
τη σκηνή. Ο Κουμπόπουλος λέει ότι αυτός κυβερνά πλεόν την χώρα και ότι θα παντρευτεί
αμέσως την Καλαθούνα, η οποία και εμφανίζεται χαρούμενη που βγήκαν αληθινά όσα της
είπε ο Γουανάκος.

Γ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ Α

Η Ιτιά μιλάει με τον Πλάτανο, του αποκαλύπτει ότι είναι ερωτευμένη με τον Πέυκο. Ο
Πλάτανος μιλάει για το πρωτοφανές της κατάστασης. Ο Πεύκος ξυπνάει και προμηνύει ότι
«έρχονται οι βάρβαροι».

ΣΚΗΝΗ Β

Αρχίζουν να παρελαύνουν στη σκηνή ζώα. Πρώτα γαϊδουράκια, έπειτα μαϊμούδες που λένε
ότι είναι «οι μανάδες του ανθρώπου»

ΣΚΗΝΗ Γ

Έρχεται ο Κουμπόπουλος απορρώντας για την προέλευση αυτών των ζώων. Ο Βίγκος του
λέει ότι ήρθε να τον δει ένα Δάσκαλος από την Αθήνα. Ο Δάσκαλος μπαίνει ( «δεν είναι
ντυμμένος σαν Ευρωπαίος», σαν «μάγος») και μιλάει καθαρευουσιάνικα. Δεν μπορεί να τον
καταλάβει κανείς, οπότε αποφασίζει να μιλήσει την «πρόστιχην» γλώσσα και μιλάει τη
δημοτική. Ο Κουμπόπουλος θαυμάζει τα πολλά του ρούχα, του δείχνει τα δέντρα, ο
Δάσκαλος λέει ότι στη Γη του Πυρος δεν υπάρχουν δέντρα, «δεν το επιτρέπει η επιστήμη»
και ακόμα και όταν πέφτει πάνω σε ένα λέει ότι είναι «πρόστυχα» ξύλα. Λέει ότι ήρθε στον
τόπο για να ιδρύσει «Σύλλογον προς διάδοσιν αστείων βιβλιαρίων» που πρέπει να τα
αγοράζουν κι ας μην μπορούν να τα διαβάζουν. Ο Δάσκαλος διορθώνει τις φράσεις του
Κουμπόπουλου στην καθαρεύουσα. Ακολουθεί μια μεγάλη σκηνή όπου μιλούν για τη
γλώσα με ξεκάθαρες αναφορές στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα. Τελικά ο Κουμπόπουλος
λέει στο δάσκαλο ότι έχουν πόλεμο για το κλεμμένο γιλέκο.

ΣΚΗΝΗ Δ
Η ιτιά ανυσηχεί για την έκβαση του πολέμου. Ο Πλάτανος λέει πως «με την καθαρεύουσα ο
πόλεμος είναι ψεύτικος».

ΣΚΗΝΗ Ε

Μπαίνουν μάγκες πουλώντας εφημερίδες με τα νέα του πολέμου.

ΣΚΗΝΗ ς

Μια μαϊμού έρχεται αγοράζει όλες τις εφημερίδες από ένα παιδί και το πληρώνει με μια
καρπαζιά.

ΣΚΗΝΗ Ζ

Η μαϊμού λέει ότι με τόσες εφημερίδες θα την περνάνε σίγουρα για γραμματιζούμενη.
Ανεβαίνει στον Πλάτανο, αυτός αρχίζει να ταρακουνά τα κλαδιά του και η μαϊμού πέφτει
και φεύγει για «του Σύλλογο του δασκάλου».

ΣΚΗΝΗ Η

Τα άλλα δέντρα επαινούν τον Πλάτανο για την πράξη του.

ΠΡΑΞΗ Δ

Η σκηνή αλλάζει. Στη Γη του Πυρός αλλά λίγο πιο κει από πριν. Ιτιες και ένα Ρυάκι. Στο
βάθος πάντα θάλασσα.

ΣΚΗΝΗ Α

Οι ιτιές συζητάνε για τον έρωτα της Ιτιάς με τον Πεύκο, ακούνε από μακριά τα πονεμένα
τους ερωτόλογα που δεν μπορούν να σμίξουν. Ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα ενωθούν.

ΣΚΗΝΗ Β

Ο Μοναστηριώτης μονολογεί. Προσπαθεί να μεταφράσει Σαιξπηρ αλλά μπερδεύεται με τη


χρήση της γλώσσας. Καταλήγει να κάνει μια αναδρομή στο πως ξεκίνησε ο πόλεμος για το
γιλέκο και ότι τελικά ο Δάσκαλος έδωσε συμβιβαστική λύση σκίζοντας το γιλέκο στα δύο
(Να ζη κανείς ή να μη ζη με μισό γιλέκο;).

ΣΚΗΝΗ Γ

Έρχεται ο Κουμπόπουλος αναθεματίζοντας το Δάσκαλο λέγοντας ότι κράτησε ο ίδιος ή


πέταξε την καλή τσέπη του γιλέκου που είχε μέσα τα διάφορα αντικείμενα.

(ΑΠΟ ΤΗΝ Γ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ Ε, μάλλον τυπογραφικό λάθος)

ΣΚΗΝΗ Ε

Η Καλαθούνα έρχεται και έχουν μια τρυφερή στιγμή που φιλάνε το κορδελάκι που της είχε
χαρίσει και ενώ την φιλάει το ποταμάκι δίπλα τους τραγουδάει.
ΣΚΗΝΗ ς

Έρχεται ο Γουανάκος στεναχωρημένος, ο Κουμπόπουλος τον φοβάται αλλά η Καλαθούνα


τον πείθει ότι είναι καλός και «δεν δαγκάνει», οι δυο τους κάθονται και κοιτάζουν τη
θάλασσα και ο Γουανάκος δίπλα ακούει τα λόγια της αγάπης. Μια πολυφωνική σκηνή όπου
ιτιές, γουανάκος, ερωτευμένα δέντρα και ερωτευμένο ζευγάρι μιλάνε σε ένα ονειρικό
εγκώμιο της αγάπης. Η Καλαθούνα προμηνύει ότι σύντομα θα γίνει ένα θάμα.

ΣΚΗΝΗ Ζ

Τους διακόπτει ο Δάσκαλος και πάλι κάνει στον Κουμπόπουλο μάθημα για τη γλώσσα με
την οποία πρέπει να μιλάει στην Καλαθούνα, ο Γουανάκος βρίζει συνεχώς το δάσκαλο
(χωρίς ωστόσο να τον καταλαβαίνει κανείς). Η Καλαθούνα λέει ότι τις ιτιές τις καταλαβαίνει
ενώ τον Δάσκαλο ενώ τον ακούει δεν τον καταλαβαίνει. Πάνε να αγκαλιαστούνε, ο
Δάσκαλος τους χωρίζει και λέει ότι πρέπει πρώτα να γίνει συμβούλιο για να αποφσιστεί σε
τι γλώσσα θα αγαπιούνται οι κάτοικοι της Γης του Πυρός. Ο Γουανάκος αγανακτεί και
σηκώνεται, αρχίζει να μουγκρίζει, ο Δάσκαλος φοβάται και φεύγει λέγοντας πως τώρα που
τους είδε θα παέι να γράψει για αυτούς στην Αθήνα. Οι ερωτευμένοι φιλιούνται τελικά και
ο Γουανάκος λέει πως τώρα ίσως έχει μια πιθανότητα να γίνει άνθρωπος.

ΠΡΑΞΗ Ε

Η σκηνή αλλάζει, τα δέντρα όπως στην αρχή. Είναι αυγή.

ΣΚΗΝΗ Α

Τα δέντρα βλέπουν να έρχεται από μακριά η «θαλλασοφερμένη» αγνή κόρη.

ΣΚΗΝΗ Β

Η Μυρρούλα έρχεται ντυμμένη στα λευκά. Μιλάει μετα δέντρα σα να γνωρίζονται από
παλιά, τα χαϊδεύει όλα. Λέει πως με τα περιστέρια της θα μεταφέρουν τα φιλιά από την Ιτιά
στον Πεύκο και έτσι τα δέντρα θα μπορούν να φέρνουν την αγάπη τους σε επαφή. Ο
Γουανάκος την βλέπει, της λέει πως την αγαπά και αμέσως μεταμορφώνεται σε άνθρωπο, η
Μυρρούλα του λέει πως είναι ο ποιητής που περίμενε και πέφτει στην αγκαλιά του. Ο
Πεύκος παρατηρεί ότι η πρώτη ανθρώπινη λέξη που είπε ήταν «Σ’ αγαπώ».

Αφιερωμένο στον Παλαμά.


Υποσημείωση για το τι εννοούμε με τον όρο «σκηνή».

Θίγει εξαρχής το γλωσσικό ζήτημα (δημοψήφισμα – παππούς Μοναστηριώτη)

Κουμπόπουλος: Γη του Πυρός θα μας την κάμης τώρα την Αθήνα; Τόσο καίει εκεί κάτω;

Μοναστηριώτης: Καίει και παρακαίει…

Αθηναίοι: μυαλά νερουλιασμένα / Κουκουλωμένοι στα θερινά θέατρα

Κομπόπουλος: Εσύ, φίλε μου, είσαι φοβερός στη μάθηση, κ’ έχεις πάντα χίλια δυό να μου
διηγηθής για την Αθήνα, μα φαίνεται πως τον τόπο μας εδώ δεν τον ξέρεις. (για δέντρα που
μιλούν)

«Περίεργο στον τόπο μας ως και τα δέντρα να μαλώνουνε»

«Μοιάζει κι αυτός κάποτε σα να’ ναι από ρωμαίϊκο σόι…»

«Αφτός, Ιτιά μου, σαν ονειροπλέχτης που είναι, σαν ποιητής, κάποτε μήτε μας βλέπει, μήτε
μας ακούει, παρά μοναχός του στέκεται ώρες, στέκεται χρόνια συλλογισμένος»

«Με την αγάπη έγινε ο κόσμος κόσμος»

«η Θεά της Ομορφιάς, της Καλοσύνης, της Αγάπης θα έρθει από την Ελλάδα, την
ξαναγεννημένη Ελλάδα»

Έντονος λυρισμός

Ζήτημα όρασης «Ποιος κοιτάζει εμάς τα δέντρα;» «Ζώο είμαι και ποιος με βλέπει;»

Μεταδραματικό στοιχείο: «Κοίταξε τι μπερδέματα που έχουμε σε μια και μόνη κωμωδία!
Πρέπει ο Κουμπόπουλος να πάρη την Καλαθούνα, πρέπει εσύ τώρα να πάρης τον Πέφκο,
πρέπει κι ο Γουανάκος να γίνει άνθρωπος.» «Πρέπει να ‘ρθη και η πανάγαθη κόρη…»

«Ο Δάσκαλος δεν πρέπει να μοιάζει με το πλήθος, με τον όχλο. Αλλιώς δεν είναι
δάσκαλος».

«Σύλλογος προς διάδοσιν αστείων βιβλιαρίων»

«Είσαι ζώο και δεν έμαθες τη γλώσσα σου»

«Θα προκόψης μόνο σα μάθης πως η γλώσσα του λαού είναι χυδαία, κι αυτό σώνει.»

«Ο πρωκτός… αλλιώς μυρίζει»

«Πιο σπουδαία, φίλε μου, και από τ’ αστεία τα σου τα βιβλιαράκια. Εδώ έχουμε πόλεμο.»

«Καταλαβίγκος;»
«..φεγγαρογιομωσιά…. Απόψε λες κι ο κόσμος όλος αναγαλλιάζει και θλίβεται συνάμα.»

«Να βλέπεις πως γράφω και όχι πως μιλώ»

«Ξέχασα πως δεν μπορούν να κακοπάθουνε αφού είναι κωμωδία»

«Για τη γλώσσα, στο Δράμα όπως και στην κωμωδία, δε δίνω άδεια να γίνη ούτε η
μικρότερη αλλαγή.»

You might also like