You are on page 1of 208

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

Τάξη: Β΄

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973)

Δύσκολες νύχτες (απόσπασμα)

[…] Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι1. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και
με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ’ άρεσε
τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα
που μου έδειξαν. Τι να τα κάνω εγώ … Τα ’ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα
ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε
"Φαρμακείον", αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα κι ο φαρμακοποιός; ή
γράφανε "Σιδηροδρομικός Σταθμός" κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα
τους να μπαινοβγούνε. "Δύσκολη, κύριε, η μικρή …" Και τότε εξέφευγε του πατέρα
αγανάχτηση για τα χαϊδεμένα παιδιά που με το να ’χουνε απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια
τίποτα. - Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι - Βασίλη.
Καθόλου εγώ δεν καταλάβαινα γιατί σήμερα να μην έχουν όλα τα παιδιά καινούρια
παιχνίδια… Τάχατες, δεν είμαι κι εγώ, όσο κι εκείνα, πολύ δυστυχισμένη … Ό,τι δεν
είχα, εκείνο πάντα ήθελα, κι αφού ό,τι ήθελα δεν είχα…
Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό,
να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη μέρα, έτσι - όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι… να
ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο
τζάμι του παραθυριού που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο
άνθρωπος που θα ’ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το
φέρνει, και ν’ ανεβαίνει τη σκάλα, ν’ ανοίγει την πόρτα της κάμαρας που κάθομαι και
περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που
επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω
χάμω, για να μην το ξαναγγίξω ποτέ πια.
"Ετοίμασε τη μικρή να την πάρω μαζί μου", έλεγε η γιαγιά πολλές φορές. Είχα μια
χαρά! Μου ’βαζε η νταντά τα ναυτικά με τα άσπρα σειρήτια και τις βαθιές
καλοσιδερωμένες πιέτες γύρω που, όταν έστριβα το κορμί, ανοίγανε ψηλά ψηλά κι
εφούσκωναν σαν τεντωμένη ομπρέλα. Τα βαριόμουνα εκείνα τα σκούρα ολόιδια μπλε
φουστάνια πάντοτε το χειμώνα κι ολόιδια κάτασπρα το καλοκαίρι. Τ’ άλλα παιδιά
φορούσανε χρωματιστά, ένα σωρό φιόγκους και κορδέλες και πράματα … Όλοι όμως
λέγαν πως τα δικά μου ήτανε πάντα τα καλύτερα, αγορασμένα πάντα παραγγελιά απ’
τον "Παράδεισο των Παίδων" που δεν βρίσκονταν φαίνεται πολλοί να μπορούν να
μπουν εκειμέσα. Πάλι δεν καταλάβαινα γιατί να ’μαι υπερήφανη έπρεπε δηλαδή, επειδή
το φουστάνι μου ήταν αγορασμένο από κειμέσα, ενώ εγώ εκοίταζα πάντα με ζήλια τα
κόκκινα της εγγονής της μαγέρισσας που ’ρχότανε την Κυριακή να πάρει το πακέτο με
τα πράματα που της είχαν μαζέψει μες στη βδομάδα. Είχε και μαύρα γοβάκια που
1
πνευστό μουσικό όργανο, σουραύλι
γυάλιζαν. Γύριζα κι έβλεπα τότε τις εδικές μου μπότες κάτασπρες από γάντι πετσί και
τις σιχαινόμουνα. Με παίρναν όμως στην άλλη κάμαρα και λέγανε, σιγά σιγά να μην
ακούσει το κοριτσάκι, πως όλα τούτα που φορούσε ήτανε πρόστυχα2, κι εγώ δεν έκανε
να τα βάλω. Τότε προσπάθησα πάρα πολύ θυμούμαι να τους εξηγήσω ότι εμένα μ’
αρέσανε εκείνα καλύτερα… Την εδικιά μου γνώμη ωστόσο δε φάνηκε ποτέ κανένας να
την παίρνει στα σοβαρά.[…]

Εκδόσεις Κέδρος, 1988.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Το κείμενο αποτελεί τον εσωτερικό μονόλογο ενός μικρού κοριτσιού, στον οποίο
αποτυπώνονται φαντασιώσεις, επιθυμίες και εντυπώσεις από τον κόσμο των μεγάλων.
Να επισημάνετε από μια αντίστοιχη φράση για το καθένα από τα τρία αυτά
χαρακτηριστικά. (15 μονάδες)
α2. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά… τα
χαϊδεμένα παιδιά που με το να ’χουνε απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα.: Να
σχολιαστεί το απόσπασμα.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου της Μέλπως Αξιώτη είναι η χρήση λαϊκής -
προφορικής γλώσσας. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) αντίστοιχα παραδείγματα (20
μονάδες) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

2
πολύ μικρής αξίας και επομένως και πολύ κακής ποιότητας
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1979)

Δίχως Θεό (απόσπασμα)

Ως τις εφτάμιση η ώρα είχαν μαζευτεί κάμποσοι, η τραπεζαρία ποτέ δεν είχε ιδεί τόσον κόσμο.
Τρισευτυχισμένη η Κλεοπάτρα, με τα μάγουλά της ανθισμένα, φτεροκοπούσε ανάμεσα στους
καλεσμένους της. Ξεθαρρεμένη τώρα, λησμονώντας τα πρώτα δυσοίωνα σημάδια, έπαιζε με πολλή
χάρη το ρόλο της ηρωίδας στη γιορτή, σερβίριζε, απαντούσε σε πειράγματα, ξεκαρδιζόταν. Η
Ελπινίκη είχε βρει καιρό να την ορμηνέψει, την αμόλησε με το δίσκο στο χέρι, να μάθει. Και την
έβλεπε τώρα, με μάτι μητρικό, να παίρνει το πρώτο της πέταγμα, να ξεδιπλώνει τ' αφράτα φτερά
της οργκαντίνας1 της ανάμεσα στον γκρίζο αυτόν κόσμο, ένα τριανταφυλλένιο σύννεφο που το έχει
συνεπάρει η πνοή της άνοιξης.
Καμάρωνε την οργκαντίνα κι η Κική η μοδίστρα, που καθόταν στη γωνιά με την αδερφή της τη
μικρή. Από τα χέρια της είχε βγει τ' ωραίο φουστάνι, τις κάλεσαν λοιπόν κι αυτές, να μη τους
περάσει η ιδέα πως δεν τις καταδέχονται. Ήταν πολύ σεμνές, ζαρωμένες, δυο πλάσματα μαραμένα
πρόωρα από την πίκρα της ζωής. Χάσανε την ανάσα τους όταν βρέθηκαν μέσα σε τόσον κόσμο. Η
Ελπινίκη είχε διατάξει στο μεταξύ να βγάλουν τους μεζέδες με το ούζο, η συντροφιά τώρα
ζεσταινόταν, ζωήρευε, λύνονταν οι αρμοί. Ο Παραδείσης, στιγμές-στιγμές, λυπόταν που δε
μπορούσε να έχει κι αυτός εκεί τον Βλαγκή, το μοναδικό του φίλο. Όταν όμως το μάτι του έπεφτε
στην Κλεοπάτρα, τη ζωντανή τούτην εικόνα της ευτυχίας, ένα πλατύ χαμόγελο του φώτιζε το
πρόσωπο. Σχεδόν άρχιζε να νιώθει περηφάνεια που είχε την πρωτοβουλία να γίνει η αποψινή
συγκέντρωση.
- Και στους γάμους της! του ευχήθηκε με το ποτήρι στο χέρι η γυναίκα του Μπακιρμά.
Ήταν μια γρηά ξερακιανή σα γεροντοκόρη, ξινισμένη κι επίσημη, που δεν άφηνε τον άντρα της
να κάνει ρούπι, τον είχε κάτω από αδιάκοπη επίβλεψη μήπως φάει τίποτα που δεν κάνει, μήπως
παραπιεί. Η αλήθεια είναι πως ο Μπακιρμάς είχε καταντήσει ερείπιο. Βουλιαγμένος στην
πολυθρόνα του, με τα μάτια ρουφηγμένα, το κορμί καμπουριασμένο, ένα σακί κόκκαλα, δε
διατηρούσε από την παλιά του αίγλη παρά μόνο τα κυματερά του, εξαίσια εκείνα ασημωτά μαλλιά.
Οι κόρες του από την πρώτη γυναίκα είχαν παντρευτεί, τούτη εδώ ήταν η δεύτερη κυρία
Μπακιρμά, στείρα και στεγνή, ένας ουδέτερος ψυχοπομπός2 που ήρθε λες να τον παραλάβει στην
από δώθε όχθη.
Το συγγενολόι, μονάχα ο Μαρικόπουλος το αντιπροσώπευε. Ο Παραδείσης τον είχε θυμηθεί,
πήγε δυο μέρες πριν και τον βρήκε στο καφενείο κει κάτω του Κολωνού, όπου τον είχε
πρωτοψαρέψει τρία χρόνια πριν για το οικογενειακό συμβούλιο. Δεν προσέθετε πολύ στη
συντροφιά ο φουκαράκος, ήταν λιγομίλητος, χαμογελούσε όμως αδιάκοπα, διαχυτικά, σ' όλο τον
κόσμο. Ευχάριστο γεροντάκι, καλόβολο κι αναλλοίωτο, σα διατηρημένο στη σαλαμούρα. Το
τσακιστό του σκληρό κολάρο έβαζε μια πινελιά παλαιικής αξιοπρέπειας στη συντροφιά. Του
δώσανε τιμητική θέση, στον καναπέ, κι όλοι του φέρνονταν με ξεχωριστή ευλάβεια.
- Ποιος είν' αυτός; είχαν ρωτήσει χαμηλόφωνα ο ένας τον άλλον στην αρχή.
- Ένας συγγενής της μικρής, θειος της, παλιός αριστοκράτης.
- Αμ φαίνεται!
Το μυστικό είχε κυκλοφορήσει πετώντας από στόμα σ’ αυτί, έγινε ένα είδος σύνθημα. Με
σιωπηρή συμφωνία, τον είχαν παραδεχτεί για πρόεδρο της συντροφιάς. Όλοι πια το ήξεραν, εξόν
από τον ίδιο. Άλλωστε ήταν τρισευτυχισμένος, έπινε ρυθμικά, ασταμάτητα, χαμογελούσε μακάρια.
Ο Μπιθαράς, ιδιαίτερα ευαίσθητος στον καλό κόσμο, ήρθε να του κάνει συντροφιά, κάθησε κοντά

1
είδος λεπτού υφάσματος
2
αυτός που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών (επίθετο του θεού Ερμή και του Χάρωνα)
του και βάλθηκε να του λέει εμπιστευτικά, για ώρες, άγνωστο τι, άρρητα-αθέμιτα.
«Το μόνο που λείπει είναι η νεολαία», είπε μέσα του ο Παραδείσης ρίχνοντας γύρω μια ματιά.
Ήταν μια ανακάλυψη που την έκανε μόλις τώρα. Τίποτα φυσικότερο, τις προσκλήσεις τις είχε
αναλάβει ο ίδιος· η Ελπινίκη δεν ανακατεύτηκε σ' αυτά, η Κλεοπάτρα μονάχα δυο γειτονοπούλες
είχε φέρει, φιλενάδες της. [..]
Η Ελπινίκη, που δε ρίζωνε σε καρέκλα, αεικίνητη, με το μάτι άγρυπνο, μέτρησε τη συντροφιά:
Δεκαπέντε. Είχαν υπολογίσει είκοσι με εικοσιπέντε πρόσωπα, κάποιοι έλειπαν ακόμα. Ας μη
βάλουν λοιπόν ακόμα το τραπέζι, η ώρα άλλωστε είναι μόλις οχτώ.
1950

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που κατονομάζονται στις πρώτες δύο παραγράφους του
αποσπάσματος. (10 μονάδες)
α2. Να εντοπίσετε στο απόσπασμα εκείνα τα πρόσωπα που φαίνονται να μην ταιριάζουν με τη
γιορτινή ατμόσφαιρα. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β
β1. Στην πρώτη παράγραφο του αποσπάσματος ο Τερζάκης μέσα από μια ποικιλία εκφραστικών
μέσων (εικόνων, μεταφορών, προσωποποιήσεων κ.ά.) περιγράφει την Κλεοπάτρα. Να εντοπίσετε
τρία (3) εκφραστικά μέσα (9 μονάδες) και να τα συσχετίσετε με την ψυχική διάθεση της ηρωίδας.
(6 μονάδες)
β2. Το Δίχως Θεό διαδραματίζεται στη Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Να εντοπίσετε
στο απόσπασμα δύο (2) στοιχεία που αναφέρονται στην αστική ζωή. (μονάδες 10)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1979)

Η μενεξεδένια πολιτεία (απόσπασμα)

Κάθε Πέμπτη βράδυ, το χειμώνα, η σκαλίτσα που ανεβάζει στο χαγιάτι του Μαλβέικου τρίζει
από βήματα πολλά.
Είναι πρώτα ο κύριος και η κυρία Ποντικενά, που έρχονται πάντοτε νωρίς, ν' ανοίξουνε τη
βεγγέρα. Έπειτα ο θείος Αργύρης με τη θεία, αυτός μπροστά, εκείνη πίσω, όπως βαδίζουν και στο
δρόμο. Τέλος, οι δυο αντικρινές γριές με την αναιμική κοπέλα. Όλη τούτη η κομπανία συνάζεται
σιγά-σιγά μέσα στην τραπεζαρία, παίζει τόμπολα και τρώει κάστανα ή καρύδια.
Στις δέκα παρά πέντε, λίγο προτού ακουστούν τα βήματα του «ζεύγους Ποντικενά», ο Μελέτης
ο Μαλβής θα σηκωθεί από το τραπέζι, όπου διάβαζε μετά τι φαΐ την εφημερίδα του, και θα πάει
γρήγορα-γρήγορα να εγκατασταθεί στο γραφείο. Ανοίγει μια δικογραφία στην τύχη, βουτάει την
πέννα στο καλαμάρι1 και χώνει τα δάχτυλά του στα μαλλιά του. Με το περισπούδαστο αυτό ύφος
θα τον δουν οι επισκέπτες ανεβαίνοντας.
- Εργάζεται, λέει πάντα σιγανά, με σεβασμό, ο κύριος Ποντικενάς.
- Εργάζεται, αποκρίνεται κι η Σοφία, που τους άκουσε κι άνοιξε την πόρτα, να τους φωτίζει.
Η κυρία Ποντικενά, νεάζοντας πάντα και μυρωμένη, πολύ κοινωνική, περνούσε πρώτη στην
τραπεζαρία και ξαπλωνότανε στον καναπέ.
Τα βράδια τούτα, η Σοφία είτανε στις δόξες της. Το ρόλο της νοικοκυράς τον είχε πάρει στα
σοβαρά από τον καιρό που, μικρούλα, πρώιμα-πρώιμα, ανάλαβε τη φροντίδα του σπιτιού, και
λοιπόν οι Πέμπτες τής έδιναν αφορμή να φιγουράρει. Έβρισκε χίλιους τρόπους να προκαλέσει το
ενδιαφέρον της συντροφιάς, με σοφά τεχνάσματα της νοικοκυροσύνης. Πότε θα παρουσίαζε πρώτη
αυτή το καινούργιο γλυκό της εποχής, ρετσέλι ή κυδωνόπαστο, πότε θα φρεσκάριζε το στερεότυπο
πρόγραμμα της βραδιάς με μια γευστική έκπληξη:
- Έφτιαξα και... Βρέστε το!
- Παστέλι!
- Μουσταλευριά!
- Σουτζούκι !
- Όχι !... Έφτιαξα τηγανίτες!
Την αναγγελία υποδέχονταν ξεφωνητά ενθουσιασμού.
- Στους γάμους σου! έλεγε σηκώνοντας το ποτήρι με το νερό ο κύριος Ποντικενάς, που είχε την
ψύχωση των συνοικεσίων.
- Εσένα όλο κει ο νους σου, τον αντίσκοβε με περιφρόνηση η γυναίκα του. Quelle tête, mon
Dieu!
- Πώς τόπες αυτό, κυρά; ρωτούσε ο θείος Αργύρης ο Μαντουλάς, που έκανε το χωρατατζή.
Η θειά-Ευτέρπη, η γυναίκα του, τραβούσε με τα κίτρινα μάτια της μια λοξή σπαθιά της κυρίας
Ποντικενά. Δεν τη χώνευε, την ξιπασμένη!
Ο Ορέστης, την ώρα αυτή, βρισκότανε πάντοτε κλεισμένος στο δωμάτιό του. Θα περίμενε τη
στιγμή που όλοι θα είχανε μαζευτεί καλά-καλά, και τότε θ' άνοιγε την πόρτα του κι αγέρωχος θα
περνούσε ανάμεσά τους.
- Καλησπέρα, έλεγε βαριά, δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά γύρω.
Κρατούσε το καπέλο του στα χέρια, δε στεκόταν ούτε στιγμή κι έφευγε για έξω.
«Ξιπασμένο παιδί, έλεγε συχνά στον άντρα της η θειά-Ευτέρπη. Δεν το χωνεύω!»
Ο κύριος Μαλβής, αυτός, θα παρουσιαζότανε σε λίγο στην πόρτα του γραφείου, με τα μαλλιά
ανάστατα -από την πολλή δουλειά τάχατες- για να πει με πρόσωπο αχτιδοβόλο:

1
δοχείο με μελάνι
- Δε σας άκουσα καθόλου! Δε μου φωνάζατε;
- Μα εργαζόσουν, παρατηρούσε με ύφος σπουδαίο ο κύριος Ποντικενάς. Η εργασία είναι
πράγμα ιερό!
Αυτός, είχε για την πνευματική δουλειά τη φοβισμένη ευλάβεια του αγράμματου.
- Ναι, κάτι προτάσεις έγραφα, έλεγε χαμογελώντας τάχατες ανέμελα ο κύριος Μαλβής μ' όλο
που η αγαλλίαση άστραφτε κάτω από τ' ανασηκωμένα του φρύδια.
Και περνούσε το χέρι στο μέτωπό του, που, για μια στιγμή, υποδύθηκε το συγνέφιασμα του
μεγάλου κόπου.
Αυτά γίνονταν σχεδόν πάντα, στερεότυπα, μ' ελάχιστες παραλλαγές.
1937

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που συναντάμε στο απόσπασμα: Είναι πρώτα ο κύριος και η
κυρία Ποντικενά…ανεβαίνοντας. (7 μονάδες)
α2. Λαμβάνοντας υπόψη σας τρία (3) στοιχεία από το κείμενο, να αξιολογήσετε τη θέση της
Σοφίας Μαλβή μέσα στην οικογένεια. (18 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β
β1. Η Σοφία και ο Ορέστης είναι αδέλφια. Να εντοπίσετε στο κείμενο λέξεις ή φράσεις που
δείχνουν τα αντιθετικά στοιχεία του χαρακτήρα τους και να τα σχολιάσετε. (15 μονάδες)
β.2. Ο Τερζάκης σκιαγραφεί την αστική ζωή στα μυθιστορήματά του. Να εντοπίσετε στο
κείμενο δύο (2) αναφορές που επαληθεύουν τη θέση αυτή. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1909)

Απρίλης (απόσπασμα)

Είναι κάποια μονάδα πάλι - σύνταγμα; μεραρχία; - που ανεβαίνει στο μέτωπο. Ο δρόμος
βρίσκεται στ᾿ αριστερά μας χαμηλά, στα ριζά της αμφιθεατρικής βουνοπλαγιάς. Είναι η αρτηρία
απ᾿ όπου πέρασε ολάκερη η ελληνική στρατιά τραβώντας για την Ήπειρο, ύστερα για την Αλβανία.
Ξεμοναχιασμένοι πάνω σε βράχους, φαντάροι από τους δικούς μας φωνάζουν καθένας τ᾿ όνομα του
τόπου του, μήπως και τους αποκριθεί κανένας από κάτω, από κείνους που περνάνε εκεί
ταλαιπωρημένοι και σκυφτοί μέσα στη βροχή, μήπως και ξεχωρίσουν αναπάντεχα καμιά γνώριμη
φωνή, μπορεί και φίλο, συγγενή, αδερφό.
Έτσι περνάνε τις νύχτες, κάθε νύχτα. Πάνω που θα πιάσει να σουρουπώνει, αρχίζουν. Ένα,
ύστερα άλλο, άλλο, και δίχως τελειωμό, ίσαμε την αυγή, συντάγματα όλων των όπλων. Είναι
πυροβολικά βαρέα, με ρουχάλισμα δρακόντειο των μηχανών, αλυσίδες που κροταλίζουν πένθιμα,
στριγγλίζοντας· είναι ελάτες του πεδινού, λεβέντικα στημένοι πάνω στ᾿ άλογα που σέρνουν το
πυροβόλο· είναι φαντάροι του πεζικού, χαντακωμένοι κάτω από τον πυργωτό γυλιό1, και με
λαχανιαστή, κοντή ανάσα. Αν τύχει να ξυπνήσεις μέσα στη νύχτα, θα τους ακούσεις όλους αυτούς,
ατέλειωτα να περνούν. Μια λιτανεία εφιαλτική είναι, ψυχές που πορεύονται πειθήνια, καρτερικά,
τραβώντας στα τυφλά, σ' άγνωστη τύχη. Θαμποβλέπουν φαίνεται τ᾿αντίσκηνά μας, τα
κουρνιασμένα στην πλαγιά, και φωνάζουν κι αυτοί, μη ξέροντας ποιοι είμαστε, να δώσουν γνώρα 2.
Τα χωριά, οι πολιτείες, οι πατρίδες, αναζητιώνται μέσα στο σκοτάδι ψηλαφητά, με γοερές κραυγές.
Ολάκερη ή Ελλάδα ορθώνεται κι αντιβουΐζει στη σιγαλιά του νυχτωμένου βουνού. Σέρνοντας
κύλισμα αδιάκοπο, πεισματερό, ξεσηκώνει σε προσκλητήριο ασίγαστο τ᾿ αρσενικά της.
Από τα όπλα που περνάνε, τ᾿ ωραιότερο είναι σίγουρα το πεδινό πυροβολικό. Σταματημένος τ᾿
άλλο βράδυ στο πλευρό του δρόμου, αναζητώ κι εγώ με τα μάτια κάποιον που ξέρω πως υπηρετεί
εκεί. Είναι στην ίδια με μένα κλάση, επιστρατεύτηκε την ίδια μέρα, και μαζί αποχαιρετήσαμε την
ειρηνική ζωή.
Τεντώνομαι και φωνάζω μέσα στο χείμαρρο που περνάει σιγοβουΐζοντας:
- Κατράκης!... Κατράκης!... ε! Μανώλη!...3
Κανένας δεν αποκρίνεται. Οι ελάτες περνάνε αργολίκνιστοι πάνω στ᾿άλογά τους. Με το μάτι,
τους ακολουθώ ώσπου σβήνονται ολότελα στο σύθαμπο4. Όμως, προτού χαθούν, τους βλέπεις μια
στιγμή σα ξεκόβονται ψηλοί, λυγεροί πάνω στην άλαμπη πλάκα τ' ουρανού, ζωντανοί ανδριάντες.
Σφίγγεται η καρδιά σου, λύπηση σε κυριεύει σαν περνάνε πεζικά. Είναι ένα κοπάδι ατέλειωτο,
σκυθρωπό, μορφές τυραγνισμένες κι ανώνυμες, μάτια που μέθυσαν από το ξεθέωμα της πορείας.
Σε κοιτάζουν για μια στιγμή με μάτι αδειανό. Αφού περάσει κάνα σύνταγμα κι ύστερα, μια, δυο
μέρες, ντάλα μεσημέρι, βλέπεις ξάφνου να παρουσιάζονται στο δρόμο δυο-τρία ερημικά
φανταράκια, στραπατσαρισμένα, κουτσαίνοντας, που τραβάνε κι αυτά κατά πάνω. Είναι οι
βραδυπορούντες. Ο ένας έχει χτυπήσει το ποδάρι του και το πηγαίνει τώρα προσεχτικά, σαν άγιο
λείψανο, φασκιωμένο σε τραγικά κουρέλια. Ο άλλος ήταν ανήμπορος, είναι, όμως πρέπει να
συνεχίσει έτσι κι αλλιώς το δρόμο, ν' ανταμώσει τη μονάδα του στην πρώτη επισταθμία. Έρχονται
ποδαράτοι από τη Λάρισα, και θα φτάσουν έτσι, με τα πόδια, στην Αλβανία - ο Θεός ξέρει πού. Ο
ένας συντροφεύει τον άλλον, τον υποβαστάζει κάποτε· αν είναι πολύ αδύναμος, τότε ο συνάδερφος
θα μοιραστεί το μεγάλο φόρτωμα μαζί του. Αυτός είναι ο σύντροφος της ερημιάς κι ο
παρηγορητής... Αγιασμένο, αθάνατο ελληνικό πεζικό! Όργωσες έτσι, μέσα σε δυο μόλις γενιές, τη

1
στρατιωτικό σάκο
2
το να γνωρίζουμε κάποιον
3
Κατράκης Μάνος (1908-1984): Σημαντικός Έλληνας ηθοποιός.
4
σούρουπο
Μακεδονία, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Θράκη, την Ουκρανία, τη Μικρασία, και πάλι την
Ήπειρο, την Αλβανία - τώρα. Όταν αργότερα, σε λίγους μήνες, είδα με ποια μέσα μεταφερόταν και
μας πολεμούσε ο αντίπαλος, ένιωσα την καρδιά μου να τρεμίζει από σπαραγμό μαζί και
περηφάνεια. Τον πόλεμο τούτο που μας επιβάλαν οι πολιτισμένοι επιδρομείς χυμώντας καταπάνω
μας με μηχανές που ξερνάνε τον κεραυνό, εμείς τον βγάλαμε πέρα με τα ίδια τα μέσα του ᾿125, το
φανταράκι το πεζό και το μουλαράκι. Και με τη βοήθεια του Θεού, ω, ναι! Γιατί μπορείς να
ξαστοχάς τη θεϊκή δύναμη σαν είσαι δυνατός, όμως τη νιώθεις να πυργώνεται γύρω σου
αναπάντεχα κάποια στιγμή, άμα τύχει να είσαι μικρός κι αδύναμος. Σπάνια στη ζωή μου έτυχε να
νιώσω δίπλα μου την παρουσία του Θεού τόσο ζωντανή, όσο στον αξέχαστο εκείνο καιρό που
υπηρετούσα κι εγώ κάτω από τη σημαία της Ελλάδας.
1946

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Ο Τερζάκης κατατάχτηκε εθελοντής στον πόλεμο του 1940 και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή
του μετώπου. Ο Απρίλης εμπεριέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Να εντοπίσετε τρία (3) από
αυτά στο κείμενο. (15 μονάδες)
α2. Όταν αργότερα… το μουλαράκι. Nα σχολιάσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος σε μια
παράγραφο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Να εντοπίσετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις από το κείμενο οι οποίες αναφέρονται στη
στρατιωτική ζωή. (10 μονάδες)
β2. Έτσι περνάνε τις νύχτες, κάθε νύχτα…ξεσηκώνει σε προσκλητήριο ασίγαστο τ᾿ αρσενικά της. Να
εντοπίσετε και να καταγράψετε από τη δεύτερη παράγραφο του κειμένου τρεις (3) ακουστικές
εικόνες και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

5
γίνεται αναφορά στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913).
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1979)

Η Παρακμή των Σκληρών (απόσπασμα)

Σύγκαιρα ένα κουδούνισμα έδραμε1 βαθειά στο σπίτι κι η Σμαράγδα, σέρνοντας τις παντούφλες,
έτρεξε στα μαρμάρινα σκαλιά.
Οι ξένοι, μπαίνοντας στην τραπεζαρία, βρήκανε την κυρία Σκληρού απορροφημένη στο
διάβασμα της εφημερίδας της. Ήτανε μια γυναίκα μαυροντυμένη, ως τριάντα χρονών κι ένα
κοριτσάκι με φουστανάκι λευκό, κοντά στα εννέα. Κοντοστάθηκαν στο κατώφλι να ιδούν μήπως
την ανησυχούνε, κι ύστερα προχώρησαν θαρρετά, με την οικειότητα του στενού γνώριμου. Η
μαυροντυμένη γυναίκα προπορευόταν με μεγάλα βήματα, άχαρα.
- Έλλη μου, Έλλη! έκανε η κυρία Σκληρού, ξαφνικά μεταμορφωμένη από τη λαχτάρα, κι άνοιξε
τα χέρια της στη μικρή. Σα να μην είχε δει καν τη μεγάλη που τη χαιρετούσε με την τραχειά φωνή
της.
Μεσοδρομίς της κάμαρης είχε σταθεί η μικρή, με τα χέρια κρεμασμένα και τα γαλάζια μάτια της
είχανε χωνέψει, σαν αφαιρεμένα πολύ. Ολάκερο το κορμί ήτανε λιγνό, ευαίσθητο, το πρόσωπο
άσπρο. Μα τα μάτια, τα μάτια ήτανε το παν...
- Έλλη μου, κάλεσε πάλι η κυρία Σκληρού, μαλακώνοντας όσο βολεί τη φωνή της.
...Τα μάτια ήτανε πολύ ανοιχτόχρωμα, γλαυκά, κι αχτιδωτές οι βλεφαρίδες.
- Έλλη... on t' apelle!, μάλωσε η μαυροφόρα, που ήτανε γκουβερνάντα. Και χτύπησε χάμω το
πόδι, νευρικά. Μιλούσε τα γαλλικά άσχημα, με προφορά ρωμέικη.
Η κυρία Σκληρού ύψωσε αυστηρά το δάχτυλο, δίχως να στραφεί. Να μη μαλώνουν το κορίτσι
Ύστερα τέντωσε πάλι τα χέρια της κι η μικρή ζύγωσε, αφέθηκε ν' αγκαλιαστεί.
- Πάντα έτσι, σα χαμένο! μουρμούριζε φουρκισμένη η δασκάλα και κάτι έβαλε στο στόμα της
που άρχισε αμέσως να το μασουλάει. Ζύγωσε στο παράθυρο και κοίταξε αδιάφορα έξω. Είχε
πλατύ, άφθονο κορμί, με τους ώμους μεγάλους και σηκωτούς, σαν αθλητής, μα λιγνά τα πόδια. Τα
μάτια, μαύρα και γυαλιστερά, τα κομμένα, πηχτά μαλλιά, είχανε κάποια βλοσυρή προκλητικότητα.
- Ήσουν άρρωστη πάλι, άρρωστη; έλεγε χαϊδευτά η κυρία Σκληρού, κρατώντας τη μικρή στην
αγκαλιά της. Κι έμοιαζε να της μιλάει δίχως να περιμένει απόκριση, έτσι καθώς μιλούνε στα
συμπαθητικά ζωάκια που τίποτε δε νιώθουν από τη γλώσσα των ανθρώπων. «Άρρωστη... και για
τούτο είχα τρεις ημέρες να σε ιδώ, και πριν λίγο άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα αντίκρυ, στο σπίτι
σας, μα κανείς δε φάνηκε για να ρωτήσω... Έλλη μου, Έλλη μου!...»
Ήταν η μοναδική τρυφερότητα της ζωής της το ξένο αυτό κορίτσι. Μα κείνο τώρα δεν της απο-
κρινόταν, όπως δεν αποκρινότανε σχεδόν ποτέ, κι έμοιαζε πάντα πολύ αφαιρεμένο.
Η δασκάλα έστριψε τους μεγάλους ώμους της, που έδειχνε πελώριους η μαύρη προβολή τους
στο φωτεινό κάδρο του παραθύρου.
- Αλήθεια, έμεινε στο κρεβάτι τρεις ημέρες δίχως, καν νάχει πυρετό, παρατήρησε αδιάφορα. Δε
βαριέστε!... είναι η μητέρα της που την παραχαϊδεύει. Ξέρετε δα...
Κι άρχισε πάλι να μασουλάει τη μαστίχα της.
Η κυρία Σκληρού δεν έστριψε το κεφάλι. Χάιδευε σιγανά, με τις άκρες των δαχτύλων, το λιγνό
μπρατσάκι του παιδιού που δε μιλούσε κι ούτε την κοίταζε. Το βλέμμα του στηλωνότανε πάντα
άλλου.
Η δασκάλα έκοβε βόλτες, πήγαινε κι ερχότανε με βήματα μεγάλα, δρασκελιές, στάθηκε λίγο
μπροστά στην αντικρυνή πόρτα, την κλειστή.
- ...Η μητέρα της τη χαλάει, έχει ιδιοτροπίες, κάτι ιδέες αλλόκοτες, εξωφρενικές! Να τη ντύνει
πάντα στ' άσπρα, να της βάζει λουλούδια στα μαλλιά, λες κι είναι στο θέατρο. «Αγγελούδι μου»

1
εισέβαλε
όλο της λέει και θέλει σώνει και καλά να τη ντύνει καθώς τα ζωγραφιστά αγγελούδια. Να της
βάλει, αν μπορεί, και φτερά!... Χο, χο!... Προχτές πάλι, ξενύχτησε δίπλα της, κοντά στην κούνια.
Ακόμη τη βάζει να κοιμάται σε κούνια, και τη νανουρίζει, σα νάναι μωρό! Πηγαίνει, έρχεται, τη
χαϊδεύει, την ντύνει, την ξεντύνει, γελάει και κλαίει. Όλα νευρικά, όλα της νευρικά...
Σταμάτησε τον περίπατό της, έβγαλε τη μαστίχα από το στόμα με τα δυο της δάχτυλα, την
κοίταξε, τη στριφογύρισε και την ξανάχαψε.
- Καιρός να πηγαίνουμε, έκανε ύστερα. Ο ήλιος θα πέσει...
- Μια στιγμή! αντίσκοψε η κυρία Σκληρού δίχως να στραφεί και σηκώθηκε κάτι να φέρει από το
μπουφέ. Η μικρή είχε σηκώσει τα μάτια και κοίταζε ψηλά τη μεγάλη σκοτεινή λιθογραφία. Την
κοίταζε έτσι πάντα σαν ερχότανε.
Καραμέλες τη φίλεψε η κυρία Σκληρού και της τις έβαλε μόνη της στην τσέπη. Ύστερα έσκυψε
και τη φίλησε στο μέτωπο.
- Τώρα θα πας στον Κήπο, Έλλη μου, ε;... Μπράβο.
[…]
Η δασκάλα την πήρε από το χέρι και την τράβηξε ζωηρά έξω.
1934

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο τη στάση της δασκάλας-γκουβερνάντας απέναντι στη
μικρή Έλλη. (15 μονάδες)
α2. Τι νομίζετε ότι νιώθει η κυρία Σκληρού για τη μικρή Έλλη; Να καταγράψετε δύο (2) σχετικά
παραδείγματα μέσα από το κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Ο Τερζάκης και άλλοι πεζογράφοι της γενιάς του 1930 απεικόνισαν στα έργα τους την
αστική ζωή και κοινωνία. Να επισημάνετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις που δείχνουν ότι η μικρή
Έλλη ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη. (10 μονάδες )
β2. Συχνά οι ρεαλιστές συγγραφείς, όπως και ο Τερζάκης, χρησιμοποιούν λεπτομερείς
περιγραφές παρέχοντας κάποιες ενδείξεις για το χαρακτήρα των μυθιστορηματικών προσώπων. Να
επιβεβαιώσετε την παραπάνω κρίση με πέντε (5) λέξεις ή φράσεις που περιγράφουν την
γκουβερνάντα. (μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (1905- 1966)

Το Δαιμόνιο (απόσπασμα)

Θα ήμασταν απάνω-κάτω είκοσι χρονώ όταν συνδεθήκαμε ο Ρωμύλος Χριστοφής κι εγώ.


Ήμασταν τότε στην Αθήνα, φοιτητές της τρίτης χρονιάς, εκείνος της φυσικής κι εγώ της νομικής.
Γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά, είχαμε κάμει κι όλο το γυμνάσιο στην ίδια τάξη, στο νησί μας,
δεν είχαμε όμως πολλές σχέσεις πριν από την εποχή που λέω. Το ύφος του κι οι τρόποι του δεν μου
πολυάρεζαν, κι αυτός ούτε που με λογάριαζε καθόλου.
Πατέρας του ήταν ο καθηγητής μας των μαθηματικών, ο περίφημος Χριστόφορος Χριστοφής,
που έπασχε πάντα από τα μάτια του κι είχε τυφλωθεί ολότελα τη χρονιά ακριβώς που τελειώναμε
το γυμνάσιο κι είχε τραβηχτεί από την υπηρεσία. Περίφημος, θέλω να πω, μονάχα στο νησί μας,
γιατί παραέξω κανείς δεν τον ήξερε. Ο Ρωμύλος, όπως τον θυμούμαι τα χρόνια του σχολείου, είταν
ένας μαθητής πολύ εγωιστής και μάλιστα εγωπαθής και καθόλου δημοφιλής στις συντροφιές μας.
Ήταν φαντασμένος και περιαυτολόγος· είχε την ιδέα πώς ήταν καλύτερος απ' όλους, πως ήξερε
πολύ περισσότερα πράματα από μας. Όταν κανείς διαφωνούσε μαζί του στη συζήτηση, θύμωνε κι
έλεγε λόγια προσβλητικά. Πήγαινε συχνά περίπατο μοναχός του κι έκανε τάχα πως δεν μας έβλεπε
αν μας συναντούσε στο δρόμο. Όταν ήμασταν συναγμένοι πολλοί μαζί, ξεχνιότανε και
συλλογιζότανε άλλα πράματα. Μια μέρα που ήταν έτσι αφαιρεμένος, τον ρωτήσαμε: «Τι
συλλογίζεσαι τέλος-πάντων;». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Συλλογίζομαι διάφορα πράματα πολύ
ανώτερα από την παρέα». Αυτό έκαμε πολύ κακή εντύπωση στους μαθητικούς μας κύκλους.
Ύστερα, ξαφνικά, έπιανε τον καβγά κι έβριζε και δερνότανε και πετούσε πέτρες και κανείς δεν
ήξερε να εξηγήσει ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος του θυμού του. Το πιο περίεργο και το πιο
δυσάρεστο ήταν ότι αυτές τις σκηνές δεν τις έκανε ποτέ στο σχολείο, όπου ήμασταν τέλος-πάντων
αναμεταξύ μας, αλλά το βράδυ, την ώρα του περιπάτου, σε μέρη πολυσύχναστα, και μαζευότανε
κόσμος και μας έβλεπε κι έλεγαν ύστερα πως τα παιδιά του γυμνασίου ήταν αλάνια και παλιόπαιδα.
Νόμιζε κανείς ότι η ώρα εκείνη, που πλησιάζει και απλώνεται σιγά-σιγά η νύχτα, τον πείραζε στα
νεύρα, τον σύγχυζε και τον αγρίευε και δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του. Μπορούσε τότε, με
την πιο ασήμαντη αφορμή, να τα σπάσει, καθώς λένε, όλα. Το είχαν καταλάβει και τα παιδιά πως η
ώρα εκείνη τον επηρέαζε και, καμιά φορά, όταν βράδιαζε, του φώναζαν πειραχτικά: «Χριστοφή,
κάμε το σταυρό σου!» ή: «Πιάσε τίμιο ξύλο!» Για να εξορκίσει, δηλαδή, τους διαβόλους που τον
κυνηγούσαν.
Μόνο στην τελευταία του γυμνασίου, που γίναμε «μεγάλοι» και ξεχωρίζαμε από τον υπόλοιπο
κόσμο του σχολείου, δημιουργήθηκε αναμεταξύ μας κάποια αλληλεγγύη κι αρχίσαμε να
κουβεντιάζουμε σαν φίλοι, αραιά και που. Λέγαμε τις σκέψεις μας για το Θεό και την αθανασία της
ψυχής, για το γλωσσικό ζήτημα και για την οργάνωση της κοινωνίας, για τον έρωτα και για το
γάμο, για τις μελλοντικές σταδιοδρομίες μας. Σχετικά με το τελευταίο αυτό θέμα, ο Ρωμύλος δεν
είχε καθόλου κατασταλαγμένες ιδέες. Συνήθως έλεγε πως θα σπούδαζε φυσικές επιστήμες για να
γίνει μεγάλος εφευρέτης, άλλοτε όμως ήθελε να γίνει εμποροπλοίαρχος και να κάνει σ' όλη τη ζωή
του το γύρο του κόσμου, άλλοτε πάλι μιλούσε για τέχνη. Τις γυναίκες έλεγε πως τις περιφρονούσε
και πως ο έρωτας κι η ευτυχία είναι για τους μέτριους ανθρώπους. Ήταν σιωπηρά παραδεγμένο
ανάμεσά μας πως όλοι εμείς, που συζητούσαμε για τέτοια μεγάλα ζητήματα, δεν ήμασταν καθόλου
μέτριοι άνθρωποι. Ο Ρωμύλος, εξάλλου, έγραφε και ποιήματα που κανείς μας δεν τα καταλάβαινε
κι αυτό αύξαινε οπωσδήποτε τη σημασία του. Τον ρωτούσαμε όμως καμιά φορά: «Τι σχέση έχεις
εσύ με τα ποιήματα, αφού ο πατέρας σου είναι μαθηματικός κι εσύ θες να σπουδάσεις φυσικές
επιστήμες;». Κι αυτός αποκρινότανε πως η ποίηση και τα μαθηματικά είναι κατά βάθος το ίδιο
πράμα και πως όλες οι επιστήμες θα έπρεπε να γράφονται σε στίχους. Τέτοιες αλλόκοτες γνώμες
υποστήριζε όλη την ώρα και πολλοί μαθητές τον κατηγορούσαν πως τα έλεγε αυτά, χωρίς να τα
πιστεύει, μόνο και μόνο για να φαίνεται διαφορετικός από τους άλλους.
Σαν πήραμε το πτυχίο του γυμνασίου, ήρθαμε στην Αθήνα και γραφήκαμε σε διαφορετικές
σχολές κι έτσι χωρίστηκαν οι δρόμοι μας για αρκετόν καιρό.

1938

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α1. Ο Ρωμύλος Χριστοφής δεν ήταν δημοφιλής στις συντροφιές. Να επισημάνετε πέντε (5)
παραδείγματα στο κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή την κρίση του αφηγητή. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Να καταγράψετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις του αποσπάσματος που αναφέρονται στη
σχολική ζωή της εποχής. (10 μονάδες)
β2. Ο Θεοτοκάς διανθίζει την αφήγηση με φράσεις τοποθετημένες σε εισαγωγικά. Να
εντοπίσετε τρία (3) σημεία στο κείμενο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εισαγωγικά και να
αιτιολογήσετε τη λειτουργία τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
΄
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (1905- 1966)

Λεωνής (απόσπασμα)

Μερικές φορές που είχανε βρεθεί ανακατωμένοι στο ίδιο παιχνίδι, ο Λεωνής χαιρότανε να
νιώθει πως έπαιζαν μαζί, μα απόφευγε να βρίσκεται κοντά του. Νόμιζε πάντα πως ο Παύλος
Πρώιος τον περιφρονούσε κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Εκείνη τη μέρα η διαγωγή του Παύλου
Πρώιου με το κορίτσι τού έκαμε μεγάλη εντύπωση, δεν το περίμενε να τον συναντήσει σε μια
τέτοια στάση. Ωστόσο, αυτό που συνέβαινε δεν ήτανε τίποτα άσκημο. Συλλογίστηκε κιόλας πως
δεν είτανε δυνατό ο Παύλος Πρώιος να κάμει κάτι άσκημο. Ύστερα όμως άρχισε και ζήλευε κι
είτανε κατακόκκινος και χτυπούσε η καρδιά του από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Παύλο Πρώιο επειδή
είχε θάρρος να κάνει αυτά τα πράματα με το κορίτσι, ενώ αυτός ένιωθε πως δεν θα τολμούσε. Και
ζήλευε συνάμα και το κορίτσι επειδή ήτανε με τον Παύλο Πρώιο και ο Παύλος Πρώιος το
αγαπούσε. Ο Δήμης, ξαπλωμένος στο χώμα δίπλα του, ψιθύρισε σχολιάζοντας το ζευγάρι: «κόρτε».
Ύστερα, μια Κυριακή απόγεμα, ο Πάρης έφερε στον Κήπο την αδελφή του, που ποτέ δεν
ερχότανε μαζί του, και πρότεινε του Λεωνή, αν ήθελε, να περπατήσουνε οι τρεις και να μην
ανακατωθούνε στα παιχνίδια γιατί η αδελφή του δεν τα αγαπούσε. Περπατήσανε λοιπόν όλο το
απόγεμα χωρίς να σταματήσουν, πήγανε παντού, δεν άφησαν καμιά γωνιά του Κήπου χωρίς να την
επισκεφτούν. Ήτανε πολύ ωραία εκείνη την Κυριακή και λιγάκι λυπητερά. Ήτανε ζέστη, μα όχι
κουραστική, μια μεγάλη γλύκα ήτανε χυμένη παντού. Ο αέρας ήταν ανάλαφρος, δροσερός, ευω-
διασμένος. Η μουσική έπαιζε ολοένα. Έπαιζε όπως πάντα, κι όλα τα πράματα ήτανε όπως πάντα, κι
ωστόσο είχανε πάρει ένα ύφος αλλιώτικο. Ήταν περίεργο να παρατηρείς τον κόσμο που τριγύριζε
ήσυχα-ήσυχα στους περιπάτους, και τα παιδιά που έπαιζαν ή μαζευόντανε γύρω στις χαβούζες και
πετούσαν ψωμάκια στα κόκκινα ψάρια, και τις κυρίες με τα πελώρια καπέλα που γελούσαν κι
έκαναν διάφορα νάζια στο καφενείο και στο μπαρ, και τους αξιωματικούς που πήγαιναν δυο-δυο με
τις μεγάλες στολές τους και με τα σπαθιά τους, και τους δεσποτάδες, τους αρχιμαντρίτες, τους
καθολικούς φρέρηδες1 που είχανε βγει κι αυτοί να πάρουν τον αέρα τους και να σεριανίσουν το
Βόσπορο και την Προποντίδα. Βλέποντας όλη αυτή την κίνηση, που γινότανε, θαρρείς, ρυθμικά
στον ήχο της μουσικής, είχες ξαφνικά την εντύπωση πως ο Κήπος δεν ήτανε πια ο γνωστός ο
Κήπος με τα παιχνίδια του, τις τρέλες του, τους πολέμους του και τα μυστικά του, αλλά ήτανε κάτι
άλλο, κάτι απίθανο, μια απέραντη σκηνή ενός φανταστικού θεάτρου. Κι ο κόσμος έπαιζε μια
παράσταση, αρμονικά, ευγενικά και λιγάκι αστεία και με μια ακατανόητη θλίψη. Κι ο Λεωνής
ήτανε κι αυτός μες στην παράσταση, περπατούσε πολύ ελαφριά σαν να τον έσερνε ένας χορός,
διασκέδαζε με την παράσταση και λυπότανε και δεν ήξερε γιατί λυπότανε. Κι ο Πάρης ήτανε μες
στην παράσταση κι η αδελφή του, μικροκαμωμένη, σιγανή, μ' ένα πράσινο σκουφί που της σκέπαζε
τα αυτιά και μ' ένα μουτράκι που είχες όρεξη να το χαϊδέψεις όπως χαΐδεύουνε τις γάτες. Λεγότανε
Νίτσα, γατίσιο όνομα. Ο Λεωνής πρώτη φορά την έβλεπε και την αγαπούσε κιόλας. Χαιρότανε να
περπατά μαζί της. Ήτανε όμως και πολύ περήφανος, γιατί ήξερε τον Κήπο καλύτερα από τους
συντρόφους του και τους οδηγούσε εδώ κι εκεί και τους έδειχνε όλα τα αξιοθέατα και διάφορα
πράματα που η Νίτσα δε φανταζότανε ότι υπήρχαν. Όλα της έκαναν εντύπωση και ζητούσε
εξηγήσεις, κι όταν ο Λεωνής μιλούσε τον κοίταζε μες στα μάτια πολύ σοβαρά και μελετούσε τα
λόγια του. Σαν χωρίστηκαν, λυπήθηκαν όλοι τους πάρα πολύ.
Πολλές μέρες ύστερα ο Λεωνής συλλογιζότανε εκείνη την Κυριακή κι έλεγε σ' όλους, στο σπίτι
του, τι ωραία που ήτανε. Κι όταν ξαναήρθε η Κυριακή δεν ήθελε να παίξει, αλλά περπατούσε
μοναχός του και συλλογιζότανε τι ωραία που ήτανε η περασμένη Κυριακή, και τι κρίμα που πέρασε
κι ίσως δεν ξαναρχότανε ποτέ.

1
καθολικοί ιερείς και καθηγητές
1940

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Ζήλευε τον Παύλο…ο Παύλος Πρώιος το αγαπούσε. Να σχολιάσετε την αντίδραση του Λεωνή,
όπως φαίνεται στο απόσπασμα. (15 μονάδες)
α2. Ο Κήπος παρουσιάζεται σαν μια σκηνή ενός φανταστικού θεάτρου. Να καταγράψετε τους
πρωταγωνιστές της φανταστικής παράστασης. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β
β1. Ο Θεοτοκάς γράφει για το έργο του: «Ο Λεωνής […] ιστορεί […] τον ψυχικό σχηματισμό ενός
παιδιού του 20ου αιώνα, το πέρασμά του από την παιδική στην εφηβική ηλικία […]». Να
αναφέρετε δύο (2) στοιχεία από το κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. (10 μονάδες)
β2. «Ένα γνώρισμα του ρεαλισμού είναι η ατμοσφαιρική λεπτομέρεια η οποία επιτείνει την
αίσθηση της αληθοφάνειας» γράφει ο μελετητής Δημήτρης Τζιόβας. Να επαληθεύσετε την
παραπάνω άποψη στο απόσπασμα: Ήταν περίεργο να παρατηρείς …. την Προποντίδα. (μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

Το Νούμερο 31328 (απόσπασμα)

Πιάνω δουλειά στο κάρβουνο. Το φέρνουν τα βαγόνια απ’ τη Σμύρνη. Τα αδειάζουν πλάι στις
ράγιες. Με μικρά τσουβάλια το κουβαλούμε σε μιαν αποθήκη. Είναι μια δουλειά να κρεπάρης1 απ'
τα νεύρα. Η μαύρη σκόνη με τη ζέστη χώνεται, κολνά2 παντού: στη γλώσσα, στα μάτια, στο κορμί.
Δεν είναι τίποτα. Μα το αίμα που είναι γαλάζιο θ' άρχισε να μαυρίζει - αυτό είναι το σκληρό.
Μια μέρα ήρθε ο Αράπης στα κουβούσια3 πριν ξεκινήσουμε για τη δουλειά. Χαρά χαρούμενος.
- Ε! Καλά μαντάτα! φωνάζει. Μπορείτε να γράψετε στους δικούς σας. Τούρκικα ή γαλλικά. Λίγα
λόγια, θα περάσουν από λογοκρισία.
Πετάξαμε από χαρά σα να ’ταν να φύγουμε εμείς οι ίδιοι κι όχι τα γράμματα. Το ίδιο βράδυ
κιόλας ο καθένας έπιασε να γράφει. Κόλλες και φάκελα πουλούσε η καντίνα. Όσοι είχαν λεφτά,
τίποτα γρόσα από καμιά αγγαρεία σε χωριανούς, πήγαιναν κι αγοράζαν. Δεν είχα ποτέ μου εδώ
τέτοιο πράμα. Κοιτάζω να δανειστώ από κανένα. Τους λέω να δουλέψω για λογαριασμό τους καμιά
μέρα, το μεσημέρι κι αυτοί να ξεκουράζουνται. Κανένας γνώριμός μου δεν είχε. Ήμαστε όλοι
φουκαράδες. Γύριζα στα κουβούσια, παρακαλούσα:
- Δώστε μου μια κόλλα.
Μα σαν κι εμένα ήταν πολλοί που ζητιανεύαν.
- Τώρα δώσαμε σ' άλλον!
- Μπλίκο (φάκελο) έχεις; με ρωτά ένας.
- Όχι, δεν έχω.
- Ε, τι να την κάμεις την κόλλα;
Τι να κάμω; Κοίταζα τα σκυμμένα μούτρα πλάι στα λυχνάρια. Γράφαν σιγά-σιγά, μαστορικά, σα
να τα ζωγράφιζαν τα λίγα λόγια που θα ταξίδευαν. Ήταν αποτραβηγμένοι, βουρκωμένοι και
σιωπηλοί.
- Τι να κάμω; Τι να κάμω;
Ξημέρωνε Παρασκευή. Τραβήξαμε στο βουνό για ξύλα. Περπατούσα συλλογισμένος
κοιτάζοντας χάμου.
Άξαφνα προσέχω τα ποδάρια μου. Είχα βρει πριν από μέρες κοντά στο σταθμό ένα κομμάτι
καουτσούκ από παλιό λάστιχο αυτοκινήτου. Το 'χα κόψει σε δυο κομμάτια ίσια με τις πατούνες4
μου και τα 'δεσα με σπάγγους. Τα φορούσα σαν πέδιλα.
- Παιδιά, λέω στους διπλανούς μου. Κοιτάξτε τούτο! Πολλοί είχαν ακόμα δεμένα τα ποδάρια
τους με τσουβάλια. Κοιτάζουν που τους δείχνω τα δικά μου τα πέδιλα.
- Πουλώ το ένα!
- Πόσα;
- Ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μπλίκο. Πέντε γρόσα.
Με τα πολλά βρίσκω έναν. Γύρευε και τα δυο τα κομμάτια, μα του είπα να με λυπηθεί, ν' αφήσει
το ένα. Ήμουν έτοιμος να του τα δώσω, μα δεν επέμενε.
- Καλά, λέει. Μόνο το ένα.
Περπατώντας το ξετυλίγω την ίδια στιγμή, μπας και μετανιώσει, και του το δίνω. Ένας που
παρακολουθούσε τη σκηνή ρωτά τον αγοραστή:
- Εσύ δεν έχεις ανάγκη να γράψεις;
- Όχι, λέει αυτός. Δεν έχω κανένα.

1
κρεπάρω: αισθάνομαι δυσφορία λόγω αγανάκτησης ή οργής
2
κολλάει
3
ανοίγματα ενός τετραγωνικού μέτρου για αερισμό
4
πατούσες
- Ορφανός είσαι;
- Όχι, μα τους σκότωσαν.
Ήμουν σχεδόν ευτυχισμένος γιατί τους σκότωσαν.
Στο βουνό το γυμνό ποδάρι άρχισε να υποφέρνει. Είχε συνηθίσει κάμποσο τώρα με το πέδιλο.
Μα δε μ' ένοιαζε. Ο πόνος περνούσε με την ευτυχία που είχα.
Σα γυρίσαμε στα κουβούσια πλυθήκαμε. Ύστερα ήρθε η σειρά της προσευχής. Βιαζόμουν. Τέλος
όλα τέλειωσαν.
Αγοράζω το φάκελο, το χαρτί, δανείζουμαι ένα μολύβι. Αποτραβιέμαι μονάχος.
Αρχίζω να της γράφω:
«Μητέρα,
Ζω και είμαι καλά. Δεν ξέρω πού βρίσκεστε. Κουράγιο, μητέρα. Σε φιλώ. Φίλησε κι εσύ τα
παιδιά μας.
Ηλίας»
Τελείωσε.
Συλλογίζουμαι πού να το στείλω το γράμμα. Πού άραγες να 'χουν πάει; Αποφασίζω να το
διευθύνω σ' ένα γνωστό μου στη Μυτιλήνη. Αν το πάρουν μια μέρα, τι θα κάμουν, ε; Τώρα πια θα
μ' έχουν ξεγράψει, θα κλαιν πότε-πότε, μα αυτό θα γίνεται πολύ σπάνια. Τις πολλές ώρες θα
πεινούν.
Γράφω τη διεύθυνσή μου από πίσω:
«Νούμερο 31328 - 14ο εργατικό τάγμα».
Κλείνω το φάκελο.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Με τι σχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, το Νούμερο 31328 που συναντάμε στον τίτλο του
μυθιστορήματος. (5 μονάδες)
β2. Ο Βενέζης στο μυθιστόρημα Νούμερο 31328 αυτοβιογραφείται. Να επισημάνετε τα
αυτοβιογραφικά στοιχεία στο κείμενο. (20 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα βασίζεται στα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, όταν
αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους το 1922 στη Μικρά Ασία, να επισημάνετε τρεις (3) εικόνες με
τις οποίες ο συγγραφέας περιγράφει τις άθλιες συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι αιχμάλωτοι.
(μονάδες 15)
β2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία του μικροπερίοδου λόγου (χρήση μικρών προτάσεων) στο
γράμμα που έγραψε ο Ηλίας στη μητέρα του. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1909)

Η μενεξεδένια πολιτεία (απόσπασμα)

Ο Γιάννης ο Μαρούκης ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, να δει.


Η ψαλμωδία ζύγωνε, κίνησε ο κόσμος κατά κάτω. Βγάλανε όλοι τα καπέλα τους, έβγαλε κι
αυτός το δικό του.
- Μου δίνετε, σας παρακαλώ, κύριε, ν’ ανάψω;
Άναψε τη λαμπάδα του από το διπλανό του και, για μια στιγμή, ένας κόμπος του ανέβηκε στο
λαιμό, μια λύπη για τη μάννα του, που την είχε αφήσει μονάχη της, χρονιάρα μέρα. «Ό,τι και να
κάνω εγώ, πάντα θα μετανιώνω», είπε μέσα του.
Και σταυροκοπήθηκε γιατί περνούσε το Άγιο Σώμα.
Ήταν ήσυχη η νύχτα και γλυκιά. Θερμή η ανάσα της κόλπωνε πάνω από την πολιτεία τον
έναστρο θόλο τ' ουρανού, κι ο αέρας έφερνε απαλό το μύρο από βιολέτες. Οι καμπάνες σημαίνανε
αργά.
Αργά. Με το πένθιμο τούτο εμβατήριο, ο κόσμος πορευόταν, πασχίζοντας να κρατήσει το ήρεμο
βάδισμά του, ενώ στα πλάγια κόρωνε1 κιόλας ο συνωστισμός και κάποιοι μπερδεύονταν, μπλέκανε
και τσαλαπατιόνταν. Η ψαλμωδία, μόλις ξανοίχτηκε στο ύπαιθρο, λιγοθύμησε κι έσβυσε.
Τραβήχτηκε κι ο Μαρούκης στο πεζοδρόμιο και περίμενε να περάσει το μεγάλο μπουλούκι, για ν'
ακολουθήσει κι αυτός.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς κοίταζε αφαιρεμένος την πόρτα της εκκλησίας, βλέπει να βγαίνει,
πιασμένη μπράτσο με κάποιαν άλλη, τη γαλανή κοπελίτσα με τα ξανθά μαλλιά. Την είδε,
σιγοπερπάτητη να προχωρεί, ισκιώνοντας τη φλόγα της λαμπάδας της με τόνα χέρι, ενώ η λάμψη
της γέμιζε φως το πρόσωπο. Τα μάτια της, έτσι, φαίνονταν απίστευτα διάφανα. Το χεράκι που
φύλαγε τη φλόγα ήτανε μικρούλι, κουκλίστικο. Κι ολάκερο το κορμί, το μικροκαμωμένο κι ελαφρό,
είχε μιαν αγγελική χάρη.
Αναδεύτηκε, σηκώθηκε στα νύχια να την ιδεί και κίνησε κατά κείθε. Ο κόσμος τον εμπόδιζε,
κρουνέλιαζε2 αργά κάτω, κι αυτός πάσχιζε να κόψει το ρέμα του λοξά. Έσπρωχνε βιαστικός, τ’ αυτί
του έπιασε κάποιες θυμωμένες μουρμούρες, ωστόσο προχώρησε, αδιαφορώντας για όλα. Στην
πρώτη γωνιά, έφτασε κοντά της.
Πήγαινε τώρα μπροστά του, ακουμπισμένη στο μπράτσο της φιλενάδας της, και το πένθιμο αυτό
βήμα φαίνεται πως δεν της ταίριαζε, γιατί πότε άνοιγε τα ποδαράκια της σε βήματα υπερβολικά
μεγάλα, και πότε τα στένευε σε πολύ-πολύ μικρά. Βάδιζε άρρυθμα, κοντοστέκοντας κάθε τόσο, με
μιαν αδεξιότητα μικρού παιδιού. Η φιλενάδα, ψηλή και μελαχρινή, με χοντρά χείλη αράπικα,
έσκυβε και όλο κάτι της έλεγε στ’ αυτί γελώντας.
Τις ακολουθούσε κατά βήμα κι ήταν ευτυχισμένος. Το χεράκι ανέβαινε συχνά μπροστά στο κερί
και προφύλαγε τη φλόγα. Έτσι φωτισμένο άπλετα, φανέρωνε τις πιο μικρές του γραμμούλες, τη
χουφτίτσα με τις ζάρες της, τις ρογούλες που καμπουρώνονταν απαλά. Ήταν ένας κόμπος σάρκινος
μέσα στην απίθανη εκείνη αγγελική οπτασία. Κάπου-κάπου ακουγότανε και το γέλιο της, πνιχτό.
Τότε οι μικροί ώμοι, οι σκεπασμένοι μ' ένα ζακετάκι πράσινο πλεχτό, χοροπηδούσαν.
Στάθηκαν οι παπάδες και διάβασαν στο σταυροδρόμι. Στο μεταξύ ο κόσμος περίμενε, κι ο
Γιάννης, με τρόπο, λόξεψε κι ήρθε από δίπλα. Της ήτανε βέβαια ολότελα άγνωστος, όμως μια
ξαφνική επιθυμία τον είχε πιάσει τώρα να νιώσει πως, έστω και για μια στιγμούλα, τον κοιτάζει.
Ήθελε τα μάτια της, ας ήταν και σε μιαν αστραπή, ν' αντικαθρεφτίσουν το είδωλό του.

1937
1
αυξανόταν
2
τρέχω σαν από μεγάλη βρύση (>κρουνός)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α1. Να προσδιορίσετε τα βασικά πρόσωπα του αποσπάσματος. (9 μονάδες)
α.2. Στο απόσπασμα γίνεται αναφορά σε θρησκευτική εορτή της Μεγάλης Εβδομάδας. Να την
αναγνωρίσετε τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με τέσσερα (4) παραδείγματα από το κείμενο.
(16 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Η νεαρή κοπέλα περιγράφεται στο κείμενο με υποκοριστικά. Να καταγράψετε πέντε (5) από
αυτά. (15 μονάδες) Πώς συνδέονται, κατά τη γνώμη σας, με τον τρόπο που τη βλέπει ο ήρωας; (10
μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

O ποιητής

Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,


το χέρι του δεν μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

Καρλόβασι, 17.VII. 87

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος. (10
μονάδες)
α2. Σε ποιους στίχους εντοπίζεται η προσφορά του ποιητή στον κόσμο; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να σχολιάσετε τη χρήση των παρενθέσεων και του α΄ πληθυντικού προσώπου
στον τέταρτο στίχο. (10 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών και να σχολιάσετε την επανάληψη
του μονολεκτικού περιεχομένου τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Αναγέννηση

Κανείς δε νοιάστηκε τον κήπο, χρόνια τώρα. Ωστόσο


εφέτος – Μάης, Ιούνης – άνθισε από μόνος του και πάλι,
λαμπάδιασε όλος ως τα κάγκελα, – χίλια τριαντάφυλλα,
χίλια γαρύφαλλα, χίλια γεράνια, χίλια μοσχομπίζελα –
μενεξελί, πορτοκαλί, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο,
χρώματα – χρώματα-φτερά˙ – τόσο που πρόβαλε ξανά η γυναίκα
με το παλιό της ποτιστήρι να ποτίσει – ωραία και πάλι,
γαλήνια, με μια αόριστη καλή πεποίθηση. Κι ο κήπος
την έκρυψε ως τους ώμους, την αγκάλιασε, την κέρδισε όλη
τη σήκωσε στα χέρια του. Κι είδαμε τότε, μέρα μεσημέρι,
που ο κήπος κι η γυναίκα με το ποτιστήρι αναλήφθηκαν –
κι όπως κοιτούσαμε ψηλά, κάτι σταγόνες απ’ αυτό το ποτιστήρι
έπεσαν ήσυχα στα μάγουλά μας, στο πιγούνι μας, στα χείλη.

Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα,1972

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο πώς σχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, ο τίτλος με το
περιεχόμενο του ποιήματος. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. «Πρόκειται για μια ποίηση η οποία επιλέγει να μιλήσει ήσυχα κι απλά για την
πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα υλικά της πραγματικότητας.» Να εντοπίσετε
στοιχεία του ποιήματος που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη για την ποίηση του
Γ. Ρίτσου. (10 μονάδες)
β2 Να εντοπίσετε τη σχετική με τον κήπο προσωποποίηση (7 Μονάδες) και τα
ρήματα που περιγράφουν τη συμπεριφορά του κήπου απέναντι στη γυναίκα. (8
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Υποθήκη1

Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,


γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα,1972

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εντοπίσετε εκφράσεις του ποιήματος που συνδέονται, κατά τη γνώμη σας, με
τον τίτλο. (10 μονάδες)
α2. Ποιος πιστεύετε ότι μιλάει στο ποίημα σε πρώτο πρόσωπο; Να αιτιολογήσετε την
απάντησή σας παραπέμποντας στο κείμενο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
Να εντοπίσετε τις επαναλήψεις των ρημάτων στους πρώτους στίχους. (10 μονάδες)
Πώς σχετίζονται μεταξύ τους και τι, κατά τη γνώμη σας, τονίζουν; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
Υποθήκη: ηθική συμβουλή που δίνεται μια για πάντα
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

O Mιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.


Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,


αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.


Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Η «φωνή» του Μιχαλιού ακούγεται δύο φορές στο ποίημα. Να εντοπίσετε τους
στίχους. (5 μονάδες) Να σχολιάσετε με συντομία ποια επιθυμία εκφράζει στους
στίχους αυτούς. (5 μονάδες)
α2. Στο ποίημα έχουμε μια βιογραφία του Μιχαλιού. Να τη διηγηθείτε, με δικά σας
λόγια, σε μία παράγραφο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να βρείτε τα επιρρήματα και τα επίθετα που συνοδεύουν το Μιχαλιό (10
μονάδες) και να τα σχολιάσετε σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται
κάθε φορά. (7 μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε τέσσερις λέξεις που παραπέμπουν στο στρατιωτικό λεξιλόγιο. (8
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κώστας Ουράνης (1890-1953)

Της αγάπης

Να ’ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη


που ίσαμε τα σήμερα δε σ᾿ έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ᾿ αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ πού ’χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν᾿ ανθίσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και μέρα με τη μέρα,
τ᾿ άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν᾿ ανθίσει
και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στή δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
- Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ᾿ είδα!...

Αποδημίες, 1953

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
Πώς συσχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, το σύμβολο της «μυγδαλιάς» με τη ψυχική
διάθεση του ποιητή; (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Στον τρίτο και τέταρτο στίχο το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει τα συναισθήματά
του με μια παρομοίωση. Να την εντοπίσετε και να την εξηγήσετε. (10 μονάδες)
β2. Ο ποιητής μιλάει σε β΄ ενικό πρόσωπο και απευθύνεται στην «Αγάπη». Πιστεύετε
ότι πρόκειται για συγκεκριμένο πρόσωπο; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με
στοιχεία του κειμένου. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

Της αγάπης

Να ’ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη


που ίσαμε τα σήμερα δε σ᾿ έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ᾿ αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ πού ’χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν᾿ ανθίσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και μέρα με τη μέρα,
τ᾿ άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν᾿ ανθίσει
και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στή δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ᾿ είδα!...

Αποδημίες, 1953

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Πώς συσχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, το σύμβολο της «μυγδαλιάς» με τη ψυχική
διάθεση του ποιητή; (10 μονάδες)
α2. Να αποδώσετε το νόημα του κειμένου σε μια παράγραφο 50 περίπου λέξεων. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, οι λέξεις «Αγάπη» και «Νιότη» γράφονται με κεφαλαίο
αρχικό γράμμα; (10 μονάδες)
β2. Στο ποίημα υπάρχουν αρκετές λέξεις ή φράσεις που δηλώνουν το χρόνο. Να
εντοπίσετε πέντε από αυτές (5 μονάδες) και να αιτιολογήσετε, παραπέμποντας στο
κείμενο, ποιες εκφράζουν την προσμονή και ποιες την απογοήτευση του ποιητικού
υποκειμένου. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1888-1942)

Δεν έφθασα ψηλά

Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά,


δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ᾽ ουρανικά λημέρια.

Δεν έκρουσα την άρπα μου σ᾽ ουράνιους σκοπούς,


δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς1
που2 σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.

18-1-1940 (δημ. 1974)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Στο ποίημα κυριαρχούν αλλεπάλληλες αρνήσεις που συνδέονται με
απραγματοποίητα όνειρα. Να εντοπίσετε τις εκφράσεις του κειμένου που
αναφέρονται σ’ αυτά τα απραγματοποίητα όνειρα. (10 μονάδες)
α2. Σε ποια σημεία του ποιήματος φαίνεται ο συσχετισμός της ποίησης με τη
μουσική; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
«…Υπάρχει μια γεύση πίκρας και απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά.»
Πιστεύετε ότι η παραπάνω γενική κρίση για την ποίηση του Ρ. Φιλύρα
επιβεβαιώνεται στο συγκεκριμένο ποίημα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας
αξιοποιώντας στοιχεία του κειμένου. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
οπούς: χυμούς
2
που: έτσι ώστε
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

Στη φίλη μου

Όλα τα άνθη τ᾿ αγαπώ


μεθώ στο άρωμά των
το βλέμμα να βυθίζεται
ποθώ στα χρώματά των.
Υπάρχει όμως εν λεπτόν
πολύ ευώδες άνθος
που δεν μαραίνεται ποτέ
και τ᾿ αγαπώ με πάθος.
Αυτό δε θάλλει1 στους αγρούς
στους κήπους δεν υπάρχει
και τα αβρά2 του πέταλα
ο ήλιος δεν θάλπει3.
Έδαφος έχει δι᾿ αυτό η τρυφερά καρδία
με θέρμη απαράμιλλον και λέγεται Φ ι λ ί α!

Ανέκδοτα Ποιήματα, 1918-1920

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να δώσετε ένα δικό σας τίτλο στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η Φιλία γράφεται με κεφαλαίο; Τι μας φανερώνει η
γραφή αυτή για τον τρόπο με τον οποίο το ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει τη
φιλία; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ολόκληρο το ποίημα αναπτύσσεται με βάση μια παρομοίωση. Να την εντοπίσετε
και να την εξηγήσετε. (10 μονάδες)
β2 Στο ποίημα κυριαρχούν οι λόγιες εκφράσεις. Να τις επισημάνετε (5 μονάδες) και
να σχολιάσετε το ύφος που προσδίδουν στο ποίημα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
θάλλει: ανθίζει
2
αβρά: απαλά, τρυφερά
3
θάλπει: ζεσταίνει
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει


σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.

Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι


θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.

Tώρα καμπάνες που χτυπάνε


είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.

Άσε τον κόσμο στη χαρά του


κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.

1924

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εντοπίσετε τρεις αναφορές στο φυσικό περιβάλλον και να τις συσχετίσετε με
τα συναισθήματα που απηχούν στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το ποίημα περιγράφει μια κυριακάτικη μέρα; Πώς
νιώθει τότε ο κόσμος και πώς διαφοροποιείται το ποιητικό υποκείμενο; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να βρείτε μια αντίθεση και να την εξηγήσετε με συντομία. (10 μονάδες)
β2 Να σχολιάσετε τη χρήση του δευτέρου προσώπου στην τελευταία στροφή. Σε
ποιον πιστεύετε ότι απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο; (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1888-1942)

Στον Έρωτα

Τι σε ξυπνάει απ´το βαρύ σου λήθαργο,


που ζώνει1 σε ως τα τώρα απ´το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε2 τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;

Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,


θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα...

Απρίλιος 1908

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Στο ποίημα γίνεται αναφορά σε δύο εποχές του χρόνου. Ποιες είναι αυτές και τι
αντιπροσωπεύει η καθεμία στο συγκεκριμένο ποίημα; (10 μονάδες)
α2. Σε ποιον, κατά τη γνώμη σας, απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο όταν
χρησιμοποιεί το δεύτερο πρόσωπο; Να αιτιολογήσετε με συντομία την απάντησή σας.
(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
Να εντοπίσετε τις λέξεις που παραπέμπουν στον ύπνο και την αφύπνιση. (10
μονάδες) Να σχολιάσετε την αντίθεση που υποδηλώνουν. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
ζώνω: περισφίγγω, περικυκλώνω
2
γητεύω: μαγεύω, γοητεύω
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

Η αγάπη

Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού


και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα1·
αν είναι να ’ρθει, θε να ᾿ ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να2 σου κλείσει απαλά, με τ᾿ άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποια είμ᾿ εγώ;»
απ᾿ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρός σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ᾿ αγκαλιάσει.
Ειδέ3, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ᾿ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει.

Αποδημίες, 1953

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να περιγράψετε τα στάδια εμφάνισης της αγάπης στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Να συσχετίσετε τον τίτλο με το περιεχόμενο του ποιήματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να εντοπίσετε τις επαναλήψεις και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (10
μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών, του ερωτηματικού και του α΄
ενικού προσώπου στον έβδομο στίχο. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
στυλωμένα: καρφωμένα
2
θε να: θα
3
Ειδέ: διαφορετικά, αλλιώς
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

Όνειρο

Άνθη μάζευα για σένα


στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι᾿ όπως τάσφιγγα πονούσα.

Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.


Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.

Μέσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα


μαύρη η Νύχτα να σιμώνη1
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα2 φέρει μόνη.

Ανέκδοτα Ποιήματα, 1920


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. «Χίλια αγκάθια το καθένα / κι᾿ όπως τάσφιγγα πονούσα»: Να σχολιάσετε τους
στίχους, σχετίζοντάς τους με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού
υποκειμένου. (10 μονάδες)
α2. Τι ελπίζει το ποιητικό υποκείμενο; Πραγματοποιείται τελικά αυτή η επιθυμία;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας παραπέμποντας σε λέξεις ή στίχους του
ποιήματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ανάμεσα στον έκτο και τον ένατο στίχο υπάρχει μια αντίθεση. Να την εντοπίσετε
και να εξηγήσετε ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημασία της. (10 μονάδες)
β2. Ένα χαρακτηριστικό της ποίησης της Πολυδούρη είναι η συχνή χρήση του β΄
προσώπου. Να εντοπίσετε τις αναφορές στο β΄ ενικό πρόσωπο. (5 Μονάδες) Γιατί,
κατά τη γνώμη σας, το χρησιμοποιεί η ποιήτρια; (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
να σιμώνη: να πλησιάζει
2
δε στάχα: δε σου τα είχα
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

Δον Κιχώτης

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ᾿ άλογό του


το αχαμνό1, του Θερβαντὲ ς2 ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος3 του ο χοντρός αγάλια4 ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας5 βασίλεια...
Στο πέρασμά του απ᾿ τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού - κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε6. Άσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι7 ακολουθάνε!

Νοσταλγίες, 1920
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Με ποιον ήρωα της παγκόσμιας λογοτεχνίας παρομοιάζεται ο ποιητής; (5
μονάδες) Ποια είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στον παραπάνω ήρωα και τον
ποιητή, σύμφωνα με το ποίημα; (5 μονάδες)
α2. «Άσε τους να γελάνε»: Τι στάση πιστεύει το ποιητικό υποκείμενο ότι πρέπει να
κρατήσει ο ποιητής απέναντι στις κοροϊδίες των άλλων; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να εντοπίσετε τα επίθετα που συνοδεύουν το Δον Κιχώτη και την εικόνα με την
οποία παρουσιάζεται ο ιπποκόμος του. (10 μονάδες)
β2. Να εξηγήσετε γιατί, κατά την άποψή σας, χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός
στον τελευταίο στίχο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
αχαμνό: καχεκτικό, κοκκαλιάρικο
2
Θερβαντές: Ισπανός συγγραφέας. Το διασημότερο μυθιστόρημά του έχει τίτλο Δον Κιχώτης.
3
ιπποκόμος: υπεύθυνος για τη διατροφή και την υγεία των αλόγων
4
αγάλια: σιγά-σιγά
5
της Χίμαιρας: της φαντασίας
6
χασκαρίζουνε: χαχανίζουν, χαζογελάνε
7
Σάντσο: ο ιπποκόμος του Δον Κιχώτη
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΙΦΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ (1868-1916)

Το φίλημα 1

Δηο ην Μαληάθη, επί ηεο θνξπθήο ηνπ ιόθνπ, εθ ησλ ηξηαθνζίσλ καρεηώλ δελ
απέκεηλελ νύηε έλαο δσληαλόο. Ο ήιηνο πξνβάιισλ από ηαο ρηόλαο ησλ βνπλώλ ηνπο
εραηξέηεζελ, νξζίνπο όινπο, εθώηηζε ηαο ιεπθάο θνπζηαλέιιαο, εράηδεπζε ηαο
καύξαο θόκαο ησλ, απήζηξαςελ εηο ηνπο θινγεξνύο ησλ νθζαικνύο, θαησπηξίζζε εηο
ηνλ ράιπβα ησλ ζπαζηώλ ησλ, ερξύζσζε ησλ αξκάησλ ησλ ηαο ιαβάο. Καη ηώξα δύσλ
εθεί θάησ, κέζα εηο ην πέιαγνο, ηνπο απνραηξεηίδεη ιππεκέλνο λεθξνύο,
ζθνξπηζκέλνπο επάλσ εηο ην ρώκα, θαη ράλεηαη, αξγά-αξγά, σο κέγα θιεηόκελνλ
εξπζξόλ όκκα2, όπεξ ζβύλνλ ζέιεη αθόκε λα ξίςε ηειεπηαίνλ βιέκκα πξνο ηνπο
γελλαίνπο.
Όιελ ηελ εκέξαλ άζηηνη θαη άπνηνη επάιαηζαλ3 πξνο ηελ ζύειιαλ ησλ ζθαηξώλ,
αληέζηεζαλ εηο ηελ ράιαδαλ ησλ βνκβώλ, θαηήζρπλαλ ηελ βξνρήλ ησλ κύδξσλ4,
εριεύαζαλ ηελ νξκήλ ηεο ξνκθαίαο5 θαη ηεο ιόγρεο ηελ βίαλ. Καη αθνύ έθαγαλ ηελ
κπαξνύηελ κε ηελ θνύρηαλ, αθνύ θαη ην έζραηνλ ζπεηξί ηεο εζώζε κέζα εηο ηηο
παιάζθεο6 ησλ, αθνύ εξξαγίζζε θαη ηνπ ηειεπηαίνπ όπινπ ησλ ε θάλλα, αθνύ θαη ην
ύζηαηνλ γηαηαγάλη7 έζπαζε κέζα εηο ην ρέξη ησλ, έπεζαλ ρακαί, άςπρνη λαη,
εηηεκέλνη όρη. Κη ελ ησ κέζσ ησλ ν Παπαθιέζζαο, ν πξώηνο αξρίζαο ηελ ζθαγήλ θαη
ηειεπηαίνο ζηακαηήζαο, πειηδλόο8, μαπισκέλνο, κε πιαηείαλ πιεγήλ επί ηνπ
ζηήζνπο, θξαηεί αθόκε ην ζξαπζκέλνλ ηκήκα, αηκνζηάδνλ, κε ζθηρηά δάρηπια, ελ
ζπαζκώ έξσηνο θαη ιύζζεο.
Καη ν Αηγύπηηνο αλέξρεηαη, ελ θαιπαζκώ ίππσλ θαη θιαγγή μηθώλ, ελ ήρσ
ηπκπάλσλ θαη ζαιπίγγσλ βνή, ελώ ηα κπατξάθηα9 ηνπ αλαπεπηακέλα θξίζζνπλ10 εηο
ηνλ άλεκνλ ηεο εζπέξαο, θαη ηα κηζνθέγγαξα αζηξάπηνπλ επί ηνπ θαζαξνύ νξίδνληνο
ηεο δύζεσο. Μπξκεθηά11 αλά ηελ πεδηάδα θαη ηα πξαλή12 ν ζπξθεηόο13, θαη βαξύ
αθνύεηαη ην βήκα ηνπ. Δπί ηεο πγξάο εθ ηνπ ιύζξνπ14 γεο νη Άξαβεο βαδίδνπλ
επηκόρζσο, ησλ αιόγσλ ηα πέηαια γιπζηξνύλ. Αιι’ ε ραξά επί ηε αλειπίζησ λίθε
είλαη ηόζε, ηόζε είλαη ε κεηά ηνλ θόβνλ εδνλή, ώζηε θέξεη απηνύο ηαρείο πξνο ηνλ
αλήθνξνλ, ηαρείο θέξεη απηνύο επί ηελ ξάρελ.

1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
2
όκκα: κάηη
3
επάιαηζαλ: πάιεςαλ
4
κύδξνο: βιήκκα
5
ξνκθαία: όπιν ησλ Θξαθώλ ηεο αξραηόηεηαο θαη ησλ Βπδαληηλώλ κε πιαηηά ιεπίδα
6
παιάζθα: δεξκάηηλε ζήθε θπζηγγηώλ
7
γηαηαγάλη: είδνο πιαηηνύ θαη θακππισηνύ κνπζνπικαληθνύ ζπαζηνύ.
8
πειηδλόο: καπξνθίηξηλνο
9
κπατξάθη: ζεκαία
10
θξίζζσ: αλαηξηρηάδσ, αλαθηλνύκαη ειαθξά
11
κπξκεθηώ: κνπδηάδσ
12
ηα πξαλή: πξόπνδεο ή πιαγηέο πςώκαηνο κε νκαιή θιίζε
13
ζπξθεηόο: αζύληαρην πιήζνο
14
ιύζξνο: αίκα
Ήδε ν αξρεγόο ησλ έθζαζελ εηο ηελ νθξύλ15 ηνπ ιόθνπ, αλέβε, θη επ’ απηήο
εζηάζε, πεξηέθεξε ην βιέκκα, εθνίηαμε ην θνθθηλίζαλ έδαθνο, όπεξ πίλεη ιαηκάξγσο
ην αίκα ησλ αλδξείσλ, επεζθόπεζε ηνλ αλεξρόκελνλ ζηξαηόλ, είδε θύθισ ηνπο
πεζόληαο. Καη κ’ αλνηθηόλ ην όκκα, έθπιεθηνλ, αλακεηξά ηνπο πςεινύο θνξκνύο
ησλ, ηα επξέα ζηέξλα ησλ, θαη ηνπο βξαρίνλάο ησλ ηνπο λεπξώδεηο, ηαο σξαίαο ησλ
κνξθάο, ηα κέησπά ησλ ηα αγέξσρα. Καη επί ηελ βξαρείαλ όςηλ ηνπ σο λέθνο ηη
δηέξρεηαη, ην βιέκκα ηνπ ζνινύηαη ειαθξώο, αδηόξαηνο παικόο ζπζπά ηα ρείιε ηνπ.
— Κξίκα λα ραζνύλ ηέηνηνη ιεβέληεο.
Καη βιέπεη, βιέπεη γύξσ, βιέπεη ζαπκάδσλ, βιέπεη απνξώλ, σζάλ λα κελ
πηζηεύεη πσο εράζεζαλ ηνηνύηνη άλδξεο, όηη θείηνληαη αλαίζζεηνη, θαη δελ θνηκώληαη
κόλνλ, δηα λα μππλήζνπλ πάιηλ θνβεξώηεξνη, πσο θαη ν ίδηνο ν ζάλαηνο ππήξμελ
ηζρπξόηεξνο απηώλ.
— Πνηνο είλαη ν Παπαθιέζζαο;
Οη νδεγνί ηνπ έζπεπζαλ, πξνζέδξακνλ, έδεημαλ ην πηώκα, δηάβξνρνλ,
πεξηξξεόκελνλ εθ ηνπ ηδξώηνο ηνπ αγώλνο, θαηεξξαθσκέλνλ ηα θνξέκαηα, καύξνλ
από ηνπ θαπλνύ.
— Σεθώζηε ηνλ, κσξέ, πάξηε ηνλ... Πάξηε ηνλ, πιύληε ηνλ... Πιύληε ην ην
παιιεθάξη...
Γπν άλδξεο έιαβαλ απηόλ από ησλ καζραιώλ, ηνλ ήγεηξαλ, ηνλ έζηεζαλ
επάλσ εηο ηνπο πόδαο ηνπ, θη εβάδηζαλ, δηεπζπλόκελνη πξνο παξαξξένπζαλ πεγήλ.
Δθεί ηνύ έπιπλαλ ηαο ρείξαο θαη ην πξόζσπνλ, εμέηξηςαλ ηνλ πειόλ θαη ηνλ ηδξώηα,
ηνλ εθαζάξηζαλ εθ ηνπ θνληνξηνύ θαη ηεο αζβόιεο16, ηνπ θαπλνύ θαη ηνπ ηρώξνο17,
ηνλ εζπόγγηζαλ, δηεπζέηεζαλ ηα μεζρηζκέλα ηνπ ελδύκαηα, θη εγύξηζαλ νπίζσ,
θέξνληέο ηνλ.
— Σηήζηε ηνλ εθεί από θάησ...
Οη άλδξεο θξαηνύληεο εθαηέξσζελ απηόλ, ώδεπζαλ πξνο ην δεηρζέλ δέλδξνλ,
ηνλ απέζεθαλ παξά ηελ ξίδαλ ηνπ, ηνλ ύςσζαλ θαη ηνλ αθνύκβεζαλ, ηνλ εζηεξέσζαλ
επί ην ζηέιερνο απηνύ, ηνλ ηζνξξόπεζαλ, σζαλεί δώληα. Έπεηηα εηξαβήρζεζαλ,
απεκαθξύλζεζαλ, θαη ηνλ αθήθαλ κόλνλ, βαζηαδόκελνλ δηα ηεο ηδίαο ηνπ δπλάκεσο.
Τν πηώκα ελαπέκεηλελ αθίλεηνλ, επζύ ζηεξίδνλ επί ηνπ θνξκνύ ηελ ξάρελ, ηνλ
ζώξαθα πξνηεηακέλνλ, θαη θξεκάκελα ηα ρέξηα, κε αλαπόζπαζηνλ ην ηκήκα ηνπ
ζπαζκέλνπ ραηδαξηνύ, ηα ζθέιε δηεζηώηα18, πςειά ηελ θεθαιήλ. Τόηε ν Ικπξαΐκεο
πιεζηάδεη βξαδέσο πξνο ην δέλδξνλ, ίζηαηαη θαη πξνζβιέπεη ζηγειόο επί καθξόλ ην
άπλνπλ πηώκα ηνπ αληηπάινπ θαη ππό ην θσο ηεο ζειήλεο ήηηο αλέηειιε ηελ ώξαλ
εθείλελ αηκαηόρξνπο, σζεί βαθείζα θαη απηή εθ ηνπ ιύζξνπ ηνπ ρπζέληνο θαηά ηελ
κάρελ, ππό ηνπο ζεηνκέλνπο θιάδνπο, νίηηλεο αλέθξηζζνλ19 πελζίκσο, θηιεί,
παξαηεηακέλνλ θίιεκα, ηνλ όξζηνλ λεθξόλ.»
πεξηνδηθό Παρνασσός, 1892

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Τν θείκελν ζρεηίδεηαη κε έλα ηζηνξηθό γεγνλόο, ην νπνίν δηαδξακαηίδεηαη θαηά
ηε δηάξθεηα ηεο Δπαλάζηαζεο ηνπ 1821. Να αλαθέξεηε αμηνπνηώληαο ζηνηρεία
ηνπ θεηκέλνπ ην γεγνλόο θαζώο θαη ηα πξόζσπα πνπ πξσηαγσλίζηεζαλ ζ᾿ απηό.
(15 μονάδες)

15
νθξύο: θξύδη
16
αζβόιε: θαπληά
17
ηρώξ: αίκα
18
δηεζηώηα: (> δηίζηακαη): απηά πνπ είλαη ρσξηζκέλα, ρσξηζηά
19
αλαθξίζζσ: ζξνΐδσ
α2. Να ζρνιηάζεηε ηελ ελέξγεηα ηνπ Ικπξαήκ ζηελ ηειεπηαία παξάγξαθν ηνπ
θεηκέλνπ. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Έλα βαζηθό ραξαθηεξηζηηθό ηεο πεδνγξαθίαο ηνπ Μηραήι Μεηζάθε είλαη ε
παξαηεξεηηθόηεηα θαη πεξηγξαθηθή δύλακε πνπ απνδίδεη θαη ηηο πην κηθξέο
ιεπηνκέξεηεο ώζηε ζπρλά λα ζπκίδεη δεκνζηνγξαθηθό ξεπνξηάδ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηἠ κε ηξία (3) παξαδείγκαηα από ην θείκελν. (15
μονάδες)
β2. Σην θείκελν θπξηαξρνύλ νη ερεηηθέο εηθόλεο. Να επηζεκάλεηε πέληε (5) από
απηέο (5 μονάδες) θαη λα αηηηνινγήζεηε ηελ παξνπζία ηνπο ζην θείκελν. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ (1849-1923)


Μαρίνος Κονηάρας (απόζπαζμα)1
[…]
Παίξλσ έλα ζθακλί θαη θαζίδσ θνληά ζην γηαιό. Καη ’θεη πνπ έπηλα ην λαξγειέ
κνπ, έξρεηαη ν θαπεηάλ Θαλάζεο θαη κε θαισζνξίδεη. Σπρλά ήξρνπληαλ αληηθξύ θαη
καο έθεξλε ςάξηα θαη ηνλ εγλώξηδα. Τνλ θεξλώ κηα καζηίρα, γιπθάζεθε θαη
θαινθάζηζε. Τν ’μεξα πσο έλα πνηήξη γηα η’ απηόλα δελ ήηαλ ηίπνηηο, ηνπ παξάγγεηια
θη άιιν, θαη ηόηεο αξρίζαλε λα κηινύλ νη πησκέλεο καζηίρεο, γηα λα’ ξζνπλ θη άιιεο.
Γελ ηα ’θεξλε ζηελά πνηέο ηνπ από νκηιίεο ν θαπεηάλ Θαλάζεο. Τώξα ηελ αθνξκή
ηελ είρε αθόκα πην πξόρεηξε, - ην γέξν Μαξίλν Κνληάξα, ην Μνζθνλεζηώηηθν ην
ζαιαζζνπνύιη, πνπ κηα θνξά ηνλ ηξόκαδε ε Αλαηνιή, - «αο ηα πνύκε από ηελ αξρή»,
κνπ θάλεη ν Καπεηάληνο, θη αξρηλά:
- «Ήκνπλα κσξό παηδί, κνύηζνο2 ζηελ κπνκπάξδα3 ηνπ θαπεηάλ Μαλόιε,
(Θεόο ζπρσξέζ’ ηνλε), ζαλ ήξζε κηα κέξα ηνπ Μαξίλνπ Κνληάξα ην πέξακα. Θεόο
μέξεη πνύζε ηνλ θπλεγνύζαλ θαη ηξύπσζε ’δσ κέζα λα θξπθηεί. Όιν κπιεγκέλνο
βξίζθνπληαλ. Α δελ ήηαλε γηα θνληθό, ήηαλε γηα θιεςηά. Ήξζε κε πελη’ έμη ρηαπόδηα,
απισκέλα ζηε βάξθα ηνπ, θαη κε κεξηθά ζηξείδηα θαη αρηλνύο. Τάραηεο γηα δνπιεηά
ήξζε. Αλνηθνλόκεηνο άλζξσπνο. Πάληα καησκέλνο ήηαλ ν ιάδνο4 ηνπ, θάπνηεο θαη
κε ην δηθό ηνπ ην αίκα ζα κεζνύζε θη έθνβε ηα πνληίθηα ηνπ, λα δείμεη παιιεθαξηά.
Ήηαλ όκσο παιιεθάξη ν δαίκνλαο θη όκνξθν παιιεθάξη.
Σαλ άξαμε ε βάξθα ηνπ εθεί θάησ, βγαίλεη όμσ θαη ηξαβάεη ίζηα θαηά η’ ακπέιη
ηνπ Γιεγόξε ηνπ Φπζέθε, πεδάεη από ηνλ ηνίρν, γεκίδεη ηελ πνδηά ηνπ ζηαθύιηα θαη
γπξίδεη πίζσ, ζαλ λα κελ ήηαλ εθείλνο. Βγαίλνληαο, ηνλ ηζαθώλεη ν λνηθνθύξεο.
Απηόο ηόηε ήηαλ ν παιιεθαξάο ηνπ ρσξηνύ καο, έλαο ηξνκεξόο θσλαθιάο. Παηάεη
ινηπόλ ηηο θσλέο, άκα είδε ηνλ θιέθηε. Ο Κνληάξαο γειάεη, θαη θηλάεη θαηά ηε βάξθα
ηνπ. Ο Φπζέθεο ηξέρεη θαηόπη ηνπ, αθνύλ ηηο θσλέο θη νη γεηηόλνη θαη καδεύνπληαη
έλαο-έλαο ηνπο. Ο Μαξίλνο ηώξα θάζνπληαλ αμέλνηαζηνο κεο ζηε βάξθα ηνπ θ’
έηξσγε ηα ζηαθύιηα κε ηνπο ζπληξόθνπο ηνπ. Οη δηθνί καο άλαςαλ. Πεηηέληαη κέζα
ζηε βάξθα θαη θάλνπλε λα ηνλ πηάζνπλ. Απηόο ζεθώλεηαη, ζαιηέξλεη5 όμσ απάλσ
ζηνλ άκκν, παίξλεη ην ιάδν θαη ηνπο ιέεη:
- Μσξέ, δηαόινη, δελ μέξεηε πσο εγώ είκαη ν Μαξίλνο Κνληάξαο;
Τόηε κνύδηαζαλ όινη ηνπο. Ο Φπζέθεο όκσο, δελ ηνπ εξρόηαλε λα ηξαβερηεί θη
απηόο έηζη θαη λα ηνλ πεηξάδνπλ έπεηηα νη δηθνί ηνπ∙ ηνπ ιέεη ινηπόλ:
- Καη κέλα κε ιέλε Γιεγόξε Φπζέθε. Κη α ζνπ βαζηάεη λα κεηξεζείο κε ηα
κέλα, ξημ’ ην ιάδν, θη έβγα λα παιαίςνπκε δσ ζηνλ άκκν.
Ο Μαξίλνο θνίηαμε θαιά ην Γιεγόξε ζηα κάηηα θαη ρακνγέιαζε. Βγάδεη ην
γειέθη ηνπ, ην πεηάεη ράκσ ην καραίξη θη αξρίδεη λα πεξπαηεί γύξσ θαη λα θνπλάεη ηηο
ρέξεο ηνπ ζα λα ’κπαηλε ζε ρνξό. Τν ίδην έθακε θη ν Γιεγόξεο.
- Κη όπνηνο πέζεη θεξλά όιε ηελ παξέα απόςε!...
-Ωο ην πξσί, απνθξίλεηαη ν Μαξίλνο.

1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
2
κνύηζνο: ν πξσηόκπαξθνο λαύηεο θαηαζηξώκαηνο
3
κπνκπάξδα: είδνο θαλνληνθόξνπ πινίνπ
4
ιάδνο: καραίξη, ζνπγηάο
5
ζαιηέξλσ ή ζαιηάξσ: πεδώ
- Καη ηα παηρλίδηα6;
- Καη ηα παηρλίδηα.
Αγξηνκαηηάδνπληαη θαη ρύλνπληαη ν έλαο θαηαπάλσ ζηνλ άιινλ. Η δνπιεηά
έγηλε ώζπνπ λα πεηο ακήλ. Ο Κνληάξαο πηάλεη ην Φπζέθε από ηε κέζε θαη ηόλε
ζηξώλεη αλάζθεια.
-Φηάλεη ζνπ, Γιεγόξε, θη έθαγε ρώκα ε ξάρε ζνπ, ηνπ θσλάδνπλ νη δηθνί καο.
Ο Γιεγόξεο ζεθώλεηαη, ηηλάδεηαη, βάδεη ην γειέθη ηνπ θαη ζπιινγηέηαη
θαιύηεξα ζα ήηαλε λα ’ραλε κνλαρά ηα ζηαθύιηα.
Τν βξάδπ, ηνπ Θενράξε ην θαπειηό7 γέκηζε ρνπβαξληάδεο8. Όιν ην ρσξηό
καδεύηεθε απ’ έμσ λα δεη ηνλ μαθνπζκέλν Κνληάξα. Απηόο πνπ ζα βξηζθόηαλε ζε
«δνπιεηά» γηλόηαλε ζεξηό, ηώξα θαηλόηαλε ζαλ άγγεινο. Μόλν ηα Μνζθνλήζηα
βγάδνπλ ηέηνηα ραξηησκέλα παιιεθάξηα. Μπόγη θππαξίζζη, κέζε δαρηπιίδη. Μάηηα
κεγάια θη όκνξθα ζαλ θνπέιαο, καύξν κνπζηάθη, αγθίζηξη. Τόλε ζαπκάδαλε όινη,
θαζώο θαζόηαλε ζην ζθακλί θη έπηλε ζηελ πγεηά ηνπ Γιεγόξε. Τόλε θώλαδε
αδειθνπνηηό9 ηώξα θαη ’παηλνύζε ηα γιπθά ηνπ ζηαθύιηα. Ο Γιεγόξεο ηνλ
θακάξσλε πνπ ηνλ είρε θίιν, θη αο ηνλ έξημε θαη θάησ.»

Αζήλα, Δζηία, 1890.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να πξνζδηνξίζεηε κε αλαθνξέο ζην θείκελν ηνλ ηόπν ηεο αθήγεζεο (5 μονάδες)
θαη ηνλ αθεγεηή ηεο εγθηβσηηζκέλεο10 ηζηνξίαο (10 μονάδες)
α2. Να αλαθέξεηε ηα δύν (2) θεληξηθά πξόζσπα πνπ πξσηαγσληζηνύλ ζηελ
εγθηβσηηζκέλε ηζηνξία. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Τν δηήγεκα «Μηράιεο Κνληάξαο» ηνπ Αξγύξε Δθηαιηώηε είλαη έλα
ραξαθηεξηζηηθό δείγκα ηνπ εζνγξαθηθνύ δηεγήκαηνο ζην νπνίν πεξηγξάθνληαη
δσληαλέο εηθόλεο από ηελ ειιεληθή ύπαηζξν θαη ηε ζθιεξή δσή ησλ ζαιαζζηλώλ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε ζηνηρεία πνπ ζα αληιήζεηε από ην θείκελν ζε κηα
παξάγξαθν 80-100 ιέμεσλ. (10 μονάδες)
β2. Να επηζεκάλεηε ηα εθθξαζηηθά κέζα (κεηαθνξέο, παξνκνηώζεηο, θνζκεηηθά
επίζεηα) κε ηα νπνία πεξηγξάθεηαη ν Κνληάξαο ζηελ ηειεπηαία παξάγξαθν ηνπ
θεηκέλνπ θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

6
παηρλίδηα: ιατθά κνπζηθά όξγαλα
7
θαπειηό: θαπειεηό, ηαβέξλα
8
ρνπβαξληάο (ηνπξθ. ιέμε): απηόο πνπ δελ ηζηγθνπλεύεηαη όηαλ πξόθεηηαη λα θεξάζεη, λα θάλεη δώξα
θ.η.ι.
9
αδειθνπνηηόο: απηόο πνπ αλαγλσξίδεηαη σο αδεξθόο κέζσ αδειθνπνηήζεσο, ν ζηελόο θίινο
10
εγθηβσηηζκό έρνπκε όηαλ κηα αθήγεζε ελζσκαηώλεηαη κέζα ζε κηαλ άιιε αθήγεζε (όηαλ δει. ε
ηζηνξία πνπ έρνπκε μεθηλήζεη λα δηαβάδνπκε δηαθόπηεηαη, γηα λα αξρίζεη ε αθήγεζε κηαο άιιεο.)
Μάθημα: Νέα Δλληνική Λογοηεχνία

ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ

ΑΝΓΡΔΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)

Η γοργόνα (απόζπαζμα)
[…]
Άμαθλα αλαηξόκαμα. Κάησ βαζηά, κέζ’ από ην κελεμεδέλην ζύγλεθν, είδα λα
πξνβαίλεη ίζθηνο πειώξηνο. Ζ ρνληξή θνξκνζηαζηά, ην ππξγνγύξηζην θεθάιη ηνπ
θάληαδαλ Αγηνλόξνο. Τα δπν ηνπ κάηηα γύξηδαλ θσηεηλνύο θύθινπο θη έβιεπαλ
πεξήθαλα ηνλ Κόζκν πξηλ ηνλ θισηζήζνπλ ζηελ θαηαζηξνθή. Να ηνο, είπα, ν
ζεόζηαιηνο άγγεινο, ν ραιαζηήο θαη ζσηήξαο! Τνλ έβιεπα θη είρα ζύγθξπν ζηελ
ςπρή. Από ζηηγκή ζε ζηηγκή πξόζκελα ζθπξί λα πέζεη ην θξηρηό ρηύπεκα. Πάεη ηώξα
ε Γε κε ηνπο θαξπνύο πάεη θη ε ζάιαζζα κε ηα μύια ηεο! Ούηε ηξαγνύδηα πιην, νύηε
ηαμίδηα, νύηε θηιηά!
Αιιά δελ άθνπζα ην ρηύπεκα. Ο ίζθηνο πξόβαηλε ζηα λεξά κε άικαηα πύξηλα. Κη
όζν γξεγνξόηεξα πξόβαηλε, ηόζν κίθξαηλε ε θνξκνζηαζηά ηνπ. Καη άμαθλα ν
ζεόηξεκνο όγθνο ρηιηόκνξθε θόξε ζηάζεθε αληίθξπ κνπ. Γηακαληνζηόιηζηε θνξώλα
θνξνύζε ζην θεθάιη θαη ηα πινύζηα καιιηά, γαιάδηα ρήηε, άπισλαλ ζηηο πιάηεο σο
θάησ ζηα θύκαηα. Τν πιαηύ κέησπν, η’ ακπγδαισηά κάηηα, ηα ρείιε ηεο ηα
θνξαιιέληα, έρπλαλ γύξα θάπνηα ιάκςε αζαλαζίαο θαη θάπνηα πεξεθάλεηα βαζηιηθή.
Από ηα θξπζηαιιέληα ιαηκνηξάρεια θαηέβαηλε θη έζθηγγε ην θνξκί νιόρξπζνο
ζώξαθαο ιεπηδσηόο θαη πξόβαιιε ζην αξηζηεξό ηελ αζπίδα θη έπαηδε ζην δεμί ηε
Μαθεδόληθε ζάξηζα.
Γελ είρα ζπλέξζεη από ηελ απνξία θαη θσλή γιπθεία, ήξεκε θαη καιαθή, άθνπζα
λα κνπ ιέεη:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν Βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
Ο Βαζηιηάο Αιέμαληξνο! ςηζύξηζα κε πεξηζζόηεξε απνξία.
Πώο είλαη δπλαηό λα δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο; Γελ ήμεξα ηη ξώηεκα ήηαλ εθείλν
θαη ηη λα ηεο απνθξηζώ, όηαλ ε θσλή μαλαδεπηέξσζε:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
- Τώξα, Κπξά κνπ! απάληεζα ρσξίο λα ζθεθηώ. Τώξα βαζηιηάο Αιέμαληξνο!
Ούηε ην ρώκα ηνπ δε βξίζθεηαη ζηε γε.
Ωτκέ! θαθό πνπ ην ’παζα! Ζ ρηιηόκνξθε θόξε έγηλε κεκηάο θνβεξό ζίρακα.
Κύθισπαο βγήθε από ην θύκα θη έδεημε ιεπηνληπκέλν ην κηζό θνξκί. Εσληαλά θίδηα
ηα κεηαμόκαιια ζεθώζεθαλ πέξα-δώζε, έβγαιαλ γιώζζεο θαη θεληξηά θαξκαθεξά θη
έρπζαλ θνβεξηζηηθό αλεκνθύζεκα. Τν ζσξαθσηό ζηήζνο θαη ην παξζεληθό πξόζσπν
άιιαμαλ ακέζσο, ζα λα ήηαλ ε Μνλνβύδσ ηνπ παξακπζηνύ. Τώξα θαινγλώξηζα κε
πνηνλ είρα λα θάκσ! Γελ ήηαλ ν Χάξνο ηεο Γεο, ν ραιαζηήο θαη ζσηήξαο άγγεινο.
Ήηαλ ε Γνξγόλα, η’ Αιέμαληξνπ ε αδεξθή, πνπ έθιεςε ην αζάλαην λεξό θαη γύξηδε
δσληαλή θαη παληνδύλακε. Ζ Γόμα ήηαλ ηνπ κεγάινπ θνζκνθξάηνξα, αγέξαζηε θη
αηώληα ζε ζηεξηά θαη ζάιαζζα. Καη κόλν γηα Κείλεο ηνλ εξρνκό έρπζε ν Πόινο ην
Σέιαο ηνπ, λα ζηξώζεη ηνλ αζέξα κε ηεο πνξθύξαο ην ρξώκα. Γε ξσηνύζε βέβαηα γηα
ην θζαξηό ζώκα, αιιά γηα ηε κλήκε ηνπ αθέληε ηεο. Καη ηώξα ζηελ άθξηηε κνπ
απόθξηζε καληαζκέλε έξημε ην ρέξη, έλα δαζνηξηρσκέλν θαη βαξύ ρέξη ζηελ
θνππαζηή, έπαημε δεξβόδεμα ηελ νπξά ηεο θη έδεημε Ωθεαλό ηνλ καιαθό Πόλην.
- Όρη, Κπξά, ςέκαηα!... ηξαλνθώλαμα κε ιπκέλα γόλαηα. Δθείλε κε θνίηαμε
απζηεξά θαη κε θσλή ηξεκάκελε μαλαξώηεζε:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
- Εεη θαη βαζηιεύεη· απάληεζα επζύο. Εεη θαη βαζηιεύεη θαη ηνλ θόζκν θπξηεύεη.
Άθνπζε ηα ιόγηα κνπ θαιά. Σα λα ρύζεθε αζάλαην λεξό ε θσλή κνπ ζηηο θιέβεο
ηεο, άιιαμε ακέζσο ην ηέξαο θη έιακςε παξζέλα πάιη ρηιηόκνξθε. Σήθσζε ην
θξηλάην ρέξη ηεο από ηελ θνππαζηή, ρακνγέιαζε, ξνδόθπιια ζθνξπώληαο από ηα
ρείιε ηεο. Καη άμαθλα ζηνλ νινπόξθπξνλ αέξα ρύζεθε ηξαγνύδη πνιεκηθό, ιεο θαη
γύξηδε ηώξα ν Μαθεδνληθόο ζηξαηόο από ηηο ρώξεο ηνπ Γάγγε θαη ηνπ Δπθξάηε.
Σήθσζα ηα κάηηα ςειά θαη είδα η’ αέξηλα πνηάκηα, ηα ζθνηεηλά θαη ηα πξάζηλα,
ηα ρξπζνξόδηλα θαη ηα γιαπθά1, λα ζκίγνπλ ζηνλ νπξαλό θαη λα θάλνπλ Σηέκκα
γηγάληην. Ήηαλ θάκσκα ηνπ θαηξνύ ή κελ ήηαλ απόθξηζε ζην ξώηεκα ηεο αζάλαηεο;
Πνηνο μέξεη. Μα ζηγά-ζηγά νη αρηίλεο άξρηζαλ λα ζακπώλνπλ θαη λα ζβήλνπλ κηα κε
ηελ άιιε, ιεο θη έπαηξλε ηα θάιιε καδί ηεο ε Γνξγόλα ζηελ άβπζζν.
Τώξα νύηε Σηέκκα νύηε Τόμν θαηλόηαλ πνπζελά. Κάπνπ-θάπνπ ζθόξπηα ζύγλεθα
έκελαλ ζηαρηηά θαη θάησρξα· θαη κέζα ζηελ ςπρή κνπ ζακπή θαη μέζσξε ε πνξθύξα
ηεο παηξίδαο κνπ.
Με ην κπξίθη2 ηνπ θαπεηάλ Φαξάζε αξκέληδα κηζνθάλαια εθείλε ηε λύρηα.

Λόγια της πλώρης, Θαιαζζηλά Γηεγήκαηα, Αζήλα, 1899

ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Να αλαθέξεηε ζπλνπηηθά (ζε κία παξάγξαθν) ην θεληξηθό ζέκα ηνπ θεηκέλνπ. (15
μονάδες)
α2. Να αηηηνινγήζεηε ηηο δηαθνξεηηθέο απαληήζεηο ηνπ ήξσα ζην εξώηεκα ηεο
γνξγόλαο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΓΔΣ

β
β1. Ο Καξθαβίηζαο, ζύκθσλα κε ηνλ Κ. Σηεξγηόπνπιν «…ζπλζέηεη δσληαλέο εηθόλεο
ησλ ρσξηώλ θαη ηεο ζθιεξήο δσήο ησλ ζαιαζζηλώλ… Παξνπζηάδεη ηελ ειιεληθή
επαξρία ηεο επνρήο ηνπ, ςπρνγξαθώληαο ηνπο μσκάρνπο θαη ηνπο λαπηηθνύο». Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε βάζε ην θείκελν, ζπλζέηνληαο κηα παξάγξαθν 80-
100 ιέμεσλ. (15 μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν πέληε (5) ζύλζεηεο ιέμεηο (επίζεηα ή νπζηαζηηθά) (5
μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ

1
γιαπθόο: απαζηξάπησλ, ζηηιπλόο, (επί ρξώκαηνο) γαιάδηνο.
2
κπξίθη: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΣΗ΢ (1851-1911)
Έρωηας ζηα χιόνια (απόζπαζμα)1

Kαξδηά ηνπ ρεηκώλνο. Xξηζηνύγελλα, Άηο-Bαζίιεο, Φώηα.


Kαη απηόο εζεθώλεην ην πξσί, έξξηπηελ εηο ηνπο ώκνπο ηελ παιηάλ παηαηνύθαλ2
ηνπ, ην κόλνλ ξνύρνλ νπνύ εζώδεην αθόκε από ηνπο πξν ηεο επηπρίαο ηνπ ρξόλνπο,
θαη θαηήξρεην εηο ηελ παξαζαιάζζηνλ αγνξάλ, κνξκπξίδσλ, ελώ θαηέβαηλελ από ην
παιαηόλ κηζνγθξεκηζκέλνλ ζπίηη, κε ηξόπνλ ώζηε λα ηνλ αθνύε ε γεηηόληζζα:
― Σεβληάο είλ’ απηόο, δελ είλαη ηζνξβάο3... έξσληαο είλαη, δελ είλαη γέξνληαο.
Tν έιεγε ηόζνλ ζπρλά, ώζηε όιεο νη γεηηνλνπνύιεο νπνύ ηνλ ήθνπαλ ηνπ ην
εθόιιεζαλ ηέινο σο παξαηζνύθιη: «O κπαξκπα-Γηαλληόο ν Έξσληαο».
Δηόηη δελ ήην πιένλ λένο, νύηε εύκνξθνο, νύηε άζπξα4 είρελ. Όια απηά ηα είρε
θζείξεη πξν ρξόλσλ πνιιώλ, καδί κε ην θαξάβη, εηο ηελ ζάιαζζαλ, εηο ηελ
Mαζζαιίαλ.
Eίρελ αξρίζεη ην ζηάδηόλ ηνπ κε απηήλ ηελ παηαηνύθαλ, όηαλ επξσηνκπαξθάξεζε
λαύηεο εηο ηελ βνκβάξδαλ5 ηνπ εμαδέιθνπ ηνπ. Eίρελ απνθηήζεη, από ηα κεξδηθά ηνπ
όζα ειάκβαλελ από ηα ηαμίδηα, κεηνρήλ επί ηνπ πινίνπ, είηα είρελ απνθηήζεη πινίνλ
ηδηθόλ ηνπ, θαη είρε θάκεη θαιά ηαμίδηα. Eίρε θνξέζεη αγγιηθέο ηζόρεο, βεινύδηλα
γειέθα, ςειά θαπέια, είρε θξεκάζεη θαδέλεο ρξπζέο κε σξνιόγηα, είρελ απνθηήζεη
ρξήκαηα· αιιά ηα έθαγελ όια εγθαίξσο κε ηαο Φξύλαο εηο ηελ Mαζζαιίαλ, θαη άιιν
δελ ηνπ έκεηλελ εηκή ε παιηά παηαηνύθα, ηελ νπνίαλ εθόξεη πεηαρηήλ επ’ ώκσλ, ελώ
θαηέβαηλε ην πξσί εηο ηελ παξαιίαλ, δηά λα κπαξθάξε ζύληξνθνο κε θακκίαλ
βξαηζέξαλ6 εηο κηθξόλ λαύινλ, ή δηά λα πάγε κε μέλελ βάξθαλ λα βγάιε θαλέλα
ρηαπόδη εληόο ηνπ ιηκέλνο.
Kαλέλα δελ είρελ εηο ηνλ θόζκνλ, ήηνλ έξεκνο. Eίρε λπκθεπζή, θαη είρε ρεξεύζεη,
είρελ απνθηήζεη ηέθλνλ, θαη είρελ αηεθλσζή.
Kαη αξγά ην βξάδπ, ηελ λύθηα, ηα κεζάλπθηα, αθνύ έπηλελ νιίγα πνηήξηα δηά λα
μεράζε ή δηά λα δεζηαζή, επαλήξρεην εηο ην παιηόζπηην ην κηζνγθξεκηζκέλνλ,
εθρύλσλ εηο ηξαγνύδηα ηνλ πόλνλ ηνπ:
Σοκάκι μοσ μακρύ-ζηενό, με ηεν καηεβαζιά ζοσ,
κάμε κ’ εμένα γείηονα με ηεν γειηόνιζζά ζοσ.
Άιινηε παξαπνλνύκελνο επζύκσο:
Γειηόνιζζα, γειηόνιζζα, πολσλογού και υεύηρα,
δεν είπες μια θορά κ’ εζύ, «Γιαννιό μοσ έλα μέζα».
Xεηκώλ βαξύο, επί εκέξαο ν νπξαλόο θιεηζηόο. Eπάλσ εηο ηα βνπλά ρηόλεο, θάησ
εηο ηνλ θάκπνλ ρηνλόλεξνλ. H πξσία ελζύκηδε ην δεκώδεο:
Bρέτει, βρέτει και τιονίδει,
κι ο παπάς τειρομσλίδει7.
Δελ ερεηξνκύιηδελ ν παπάο, ερεηξνκύιηδελ ε γεηηόληζζα, ε πνιπινγνύ θαη ςεύηξα,
ηνπ άζκαηνο ηνπ κπαξκπα-Γηαλληνύ. Δηόηη ηνηνύηνλ πξάγκα ήην∙ κπισλνύ

1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
2
παηαηνύθα: ρνληξό, κάιιηλν, καθξύ αληξηθό παλσθόξη
3
ηζνξβάο: εδώ ε ζνύπα (ην καγεηξεκέλν κε πνιύ λεξό)
4
άζπξα: ρξήκαηα
5
βνκβάξδα: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ
6
βξαηζέξα ή κπξαηζέξα: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ κε δύν ηζηία
7
ρεηξνκπιίδεη: γπξίδεη ην ρεηξόκπιν, ηνλ ρεηξνθίλεην κύιν
εξγαδνκέλε κε ηελ ρείξα, γπξίδνπζα ηνλ ρεηξόκπινλ. Σεκεηώζαηε όηη, ηνλ θαηξόλ
εθείλνλ, ην αξρνληνιόγη ηνπ ηόπνπ ην είρελ εηο θαθόλ ηνπ λα θάγε ςσκί δπκσκέλνλ
κε άιεπξνλ από λεξόκπινλ ή αλεκόκπινλ, θ’ επξνηίκα ην δηά ρεηξνκύινπ αιεζκέλνλ.
Kαη είρελ πειαηείαλ κεγάιελ, ε Πνιπινγνύ. Eγπάιηδελ, είρε κάηηα κεγάια, είρε
βεξλίθη εηο ηα κάγνπιά ηεο. Eίρελ έλα άλδξα, ηέζζαξα παηδηά, θ’ έλα γατδνπξάθη
κηθξόλ δηά λα θνπβαιά ηα αιέζκαηα. Όια ηα αγαπνύζε, ηνλ άλδξα ηεο, ηα παηδηά ηεο,
ην γατδνπξάθη ηεο. Mόλνλ ηνλ κπαξκπα-Γηαλληόλ δελ αγαπνύζε.
Πνίνο λα ηνλ αγαπήζε απηόλ; Ήην έξεκνο εηο ηνλ θόζκνλ.
Kαη είρε πέζεη εηο ηνλ έξσηα, κε ηελ γεηηόληζζαλ ηελ Πνιπινγνύ, δηά λα μεράζε
ην θαξάβη ηνπ, ηαο Λαΐδαο ηεο Mαζζαιίαο, ηελ ζάιαζζαλ θαη ηα θύκαηά ηεο, ηα
βάζαλά ηνπ, ηαο αζσηίαο ηνπ, ηελ γπλαίθα ηνπ, ην παηδί ηνπ. Kαη είρε πέζεη εηο ην
θξαζί δηά λα μεράζε ηελ γεηηόληζζαλ.
Σπρλά όηαλ επαλήξρεην ην βξάδπ, λύθηα, κεζάλπθηα, θαη ε ζθηά ηνπ, καθξά,
πςειή, ιηγλή, κε ηελ παηαηνύθαλ θεύγνπζαλ θαη γιηζηξνύζαλ από ηνπο ώκνπο ηνπ,
πξνέθππηελ εηο ηνλ καθξόλ, ζηελόλ δξνκίζθνλ, θαη αη ληθάδεο, κπίαη ιεπθαί, ηνιύπαη
βάκβαθνο, εθέξνλην ζηξνβηιεδόλ εηο ηνλ αέξα, θαη έπηπηνλ εηο ηελ γελ, θαη έβιεπε ην
βνπλόλ λ’ αζπξίδε εηο ην ζθόηνο, έβιεπε ην παξάζπξνλ ηεο γεηηόληζζαο θιεηζηόλ,
βσβόλ, θαη ηνλ θεγγίηελ λα ιάκπε ζακβά, ζνιά, θαη ήθνπε ηνλ ρεηξόκπινλ λα ηξίδε
αθόκε, θαη ν ρεηξόκπινο έπαπε, θαη ήθνπε ηελ γιώζζαλ ηεο λ’ αιέζε, θ’ ελζπκείην
ηνλ άλδξα ηεο, ηα παηδηά ηεο, ην γατδνπξάθη ηεο, νπνύ απηή όια ηα αγαπνύζε, ελώ
απηόλ δελ εγύξηδε κάηη λα ηνλ ηδή, εθαπλίδεην, όπσο ην κειίζζη, εζθινκώλεην, όπσο
ην ρηαπόδη, θαη παξεδίδεην εηο ζθέςεηο θηινζνθηθάο θαη εηο πνηεηηθάο εηθόλαο.
― Nα είρελ ν έξσηαο ζαΐηεο!... λα είρε βξόρηα... λα είρε θσηηέο... Nα ηξππνύζε κε
ηηο ζαΐηεο ηνπ ηα παξαζύξηα... λα δέζηαηλε ηηο θαξδηέο... λα έζηελε ηα βξόρηα ηνπ
απάλσ ζηα ρηόληα... Έλαο γεξν-Φεξεηδέιεο πηάλεη κε ηηο ζειηέο ηνπ ρηιηάδεο
θνηζύθηα.
Eθαληάδεην ηνλ έξσηα σο έλα είδνο γεξν-Φεξεηδέιε, όζηηο λα δηεκεξεύε πέξαλ,
εηο ηνλ πςειόλ, πεπθόζθηνλ ιόθνλ, θαη λ’ αζρνιήηαη εηο ην λα ζηήλε βξόρηα επάλσ
εηο ηα ρηόληα, δηά λα ζπιιάβε ηηο αζώεο θαξδηέο, σο κηζνπαγσκέλα θνζζύθηα, ηα
νπνία ςάρλνπλ εηο κάηελ, δηά λ’ αλαθαιύςνπλ ηειεπηαίαλ ηηλά ρακάδα 8 κείλαζαλ εηο
ηνλ ειαηώλα. Eμέιηπνλ νη κηθξνί καθξπινί θαξπνί από ηαο αγξηειαίαο εηο ην βνπλόλ
ηνπ Bαξαληά, εμέιηπνλ ηα κύξηα από ηαο επώδεηο κπξζίλαο εηο ηεο Mακνύο ην ξέκα,
θαη ηώξα ηα θνζζπθάθηα ηα ιάια9 κε ην ακαπξόλ10 πηέξσκα, νη θεξνκύηαη11 νη
γιπθείο θαη αη θίριαη12 αη εύζπκνη πίπηνπζη ζύκαηα ηεο ζειηάο ηνπ γεξν-Φεξεηδέιε.
Tελ άιιελ βξαδηάλ επαλήξρεην, όρη πνιύ νηλνβαξήο, έξξηπηε βιέκκα εηο ηα
παξάζπξα ηεο Πνιπινγνύο, ύςσλε ηνπο ώκνπο, θ’ εκνξκύξηδελ:
― Έλαο Θεόο ζα καο θξίλε... θ’ έλαο ζάλαηνο ζα καο μερσξίζε.
Kαη είηα κεηά ζηελαγκνύ πξνζέζεηε:
― K’ έλα θνηκεηήξη ζα καο ζκίμε.
Aιιά δελ εκπνξνύζε, πξηλ απέιζε λα θνηκεζή, λα κελ ππνςάιε ην ζύλεζεο άζκα
ηνπ:
Σοκάκι μοσ μακρύ-ζηενό, με ηεν καηεβαζιά ζοσ,
κάμε κ’ εμένα γείηονα με ηεν γειηόνιζζά ζοσ. […]

Αζήλα, εθ. Ακρόπολις , 1895

8
ρακάδα: νη ώξηκνη θαξπνί πνπ πέθηνπλ ζηε γε, ηδίσο ηεο ειηάο
9
ιάινο: θιύαξνο
10
ακαπξόο: δπζδηάθξηηνο, ζθνηεηλόο
11
θεξνκύηεο: πηελό
12
θίρια: ην πηελό ηζίρια
ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Να εληνπίζεηε ηα δύν πξσηαγσληζηηθά πξόζσπα ηεο αθήγεζεο θαη λα
απνδώζεηε από έλα ραξαθηεξηζηηθό ζην θαζέλα. (12 μονάδες) Να αλαθέξεηε
ηνλ ηόπν θαη ηνλ ρξόλν ηεο ηζηνξίαο (8 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε
ζρέζε κε ην ζέκα ηνπ θεηκέλνπ. (5 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

β
β1. Σην έξγν ηνπ Παπαδηακάληε θπξηαξρεί ε ζπγθαηάβαζε απέλαληη ζηηο αδπλακίεο
ησλ αλζξώπσλ θαη ε ζπκπάζεηα ζηηο δπζηπρίεο ηνπο. Να επαιεζεύζεηε ηελ
άπνςε απηή κε ζηνηρεία πνπ ζα αληιήζεηε από ην θείκελν ζε κηα παξάγξαθν 80-
100 ιέμεσλ. (15 μονάδες)
β2. Ο Παπαδηακάληεο ρξεζηκνπνηεί ζην έξγν ηνπ ηελ νκηινύκελε ιατθή γιώζζα,
εκπινπηηζκέλε κε ζθηαζίηηθνπο ηδησκαηηζκνύο, αιιά θαη ηε ιόγηα γιώζζα. Να
εληνπίζεηε ηξεηο (3) ηδησκαηηθέο ιέμεηο, ηξεηο (3) ιέμεηο ηεο δεκνηηθήο θαη (4)
ηέζζεξεηο ηεο ιόγηαο γιώζζαο. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΑΚΗ΢ ΠΑΠΑΣ΢ΩΝΗ΢ (1895-1976)

If only1

Ω, αλ κόλν θάπνηε έξζεη ν θαηξόο,


ε κόλσζε πιεζίνλ κηαο παξαιίαο καθξηλήο
λα πιεξνί όια ηα θνβεξά θελά ηεο δσήο
θαη ησλ λπρηώλ ηεο, όινπο ηνπο αγώλεο
κε ην Άγλσζην θαη ην Μαύξν, — ηνύην κόλν
ζ’ αξθνύζε, όια λα ’ηαλ ιπκέλα
ηα κπζηήξηα η’ αγσληώδε.

Αλ κόλν ε ζέα νινζθέπαζηνπ νπξαλνύ


ηνπ θζηλνπώξνπ, πνπ δίλεη λέα δηαθάλεηα
ζηα βόηζαια ηεο ζαιάζζεο,
(εθείλε ηελ αλνηρηά πξάζηλε ησλ καηηώλ ηεο Νεξάηδαο)
έθζαλε λα θαιύςεη ηε δσή ζην ζύλνιό ηεο,
— εηνύην κόλν, ζα ’ηαλ θηόιαο επηπρία.

Όηαλ κηα ζνπ ζηηγκή,


άλζξσπε, πνπ ’ρεηο μεθύγεη ην πιέγκα ησλ ζνξύβσλ,
αηζζαλζείο άπινο πηα θαη θαηαζηαιαγκέλνο,
— ηνύην, αλ ήζνπλ βέβαηνο πσο ζα ’ηαλ θαη ην δηαξθέο·
πσο ζε κηαλ ώξα κέζα, ζην πιεπξό ζνπ
δελ ζα βξηζθόηαλ ε Σεηξήλα, λα ζνπ ηαξάμεη
ηε δηαθάλεηα ησλ βνηζάισλ, — θαη ηνύην κόλν
ζα ’ηαλ θηόιαο ε επηπρία.

Αιιά έξρεηαη ήδε ε θσλή ηεο, από Βνξξά, από Νόηνπ,


από Αλαηνιηθά θη’ από Γπζκώλ. Βνπάλε
όινη νη νξίδνληεο από δαύηε. Έξρεηαη νινύζε
κε ηελ νπζία ηεο βξνρήο ή ησλ αλέκσλ. Με ηνπο αθξνύο
ησλ θπκάησλ. Τν ζύκπαλ, θη’ ε ςπρή ηνπ αλζξώπνπ,
είλαη γεκάηα απ’ απηή ηε θσλή. Αο έξζεη. Γελ είλαη αθόκε
εξρόκελνο ν θαηξόο ηνπ Θαλάηνπ.

(Εκλογή Α'. Ursa Minor. Εκλογή Β' , Ίθαξνο, Αζήλα 1988)

ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢

α
α1. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ηνπ θεηκέλνπ ζε ζρέζε θαη κε ην πεξηερόκελό ηνπ
ηεθκεξηώλνληαο ηελ απάληεζή ζαο κε εθθξάζεηο ηνπ θεηκέλνπ. (15 μονάδες)

1
Αλ κόλν
α2. Να δηαθξίλεηε θαη λα αλαπηύμεηε ζπλνπηηθά ηηο πξνϋπνζέζεηο ηεο επηπρίαο, όπσο
παξνπζηάδνληαη ζηε δεύηεξε ζηξνθηθή ελόηεηα ηνπ πνηήκαηνο. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

β
β1. Ο Τάθεο Παπαηζώλεο ρξεζηκνπνηεί ζην έξγν ηνπ κηθηή γιώζζα (δεκνηηθή θαη
ιόγηα). Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή εληνπίδνληαο ηξεηο (3) ιέμεηο ηεο
δεκνηηθήο θαη δύν (2) ηεο ιόγηαο γιώζζαο ζην πνίεκα. (10 μονάδες)
β2. Έλα από ηα ραξαθηεξηζηηθά ηεο γεληάο ηνπ Τάθε Παπαηζώλε είλαη όηη αληιεί
ζέκαηα από ηνπο αξραίνπο ειιεληθνύο κύζνπο. Να εληνπίζεηε ην κύζν πνπ
ρξεζηκνπνηεί ν πνηεηήο ζηελ ηξίηε ζηξνθηθή ελόηεηα (5 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε
ηε ιεηηνπξγία ηνπ ζην θείκελν. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1851-1911)

Αμάρηηζε;

Ήηαλε κηα δξνζεξή Απξηιηάηηθε απγή: ε απγή ηεο Λακπξήο. Ο ήιηνο δελ είρε
βγεη αθόκα, θη νη θακπάλεο ηεο Δθθιεζίαο ηνπ ρσξηνύ εζεκαίλαλ θαιώληαο ηνπο
πηζηνύο ζηε ιεηηνπξγία. Κ’ έκπαηλαλ απ’ όιεο ηεο πόξηεο νη αλζξώπνη, πνιινί ηε
θνξά, θαζαξνί, ραξνύκελνη, ληπκέλνη κε ξνύρα θαηλνύξγηα, θαη θαηόπη ν έλαο ζηνλ
άιιν, κε ηάμε θαη επιάβεηα επξνζθπλνύζαλ ηεο εηθόλεο θη εζηακάηαηλαλ απέθεη ζηε
κέζε ηεο εθθιεζηάο θαη έπαηξλαλ ζέζε ζηα ζηαζίδηα. Καη νη γπλαίθεο εξρόηαλ
κπνπινύθηα-κπνπινύθηα, κε ηηο άζπξεο κπόιηεο ηνπο ζην θεθάιη, κε ρξπζάθηα ζηα
ζηήζηα, ζεκλέο, επιαβεηηθέο, ζηνιηζκέλεο θαη έκελαλ όιεο καδί μερσξηζηά ζην βάζνο
ηεο εθθιεζηάο, πνπ δελ είρε γπλαηθίηε1.
Όινη επξόζκελαλ ηώξα λ’ αξρίζεη ε αθνινπζία.
Η ζύξα ηνπ ηεξνύ άλνημε, αθνύζηεθε έλαο κηθξόο ζάιαγνο αλζξώπσλ πνπ
θηληώληαη, ν παπάο απνηέιεησζε ηα κπζηηθά ηνπ, εζπκηάηηζε, εθνληόβεμε, έκεηλε κηα
ζηηγκή ζησπειόο θάλνληαο ην ζηαπξό ηνπ θαη αξρίλεζε κε ςηιή θσλή ηελ
ηεξνπξαμία. Όια ηα ρέξηα έθακαλ ηνπ ζηαπξνύ ην ζεκάδη.
Ήηαλ γέξνληαο ν ρξπζνθνξεκέλνο ιεηηνπξγόο∙ κηθξόο, κε κεγάια ιεπθά
γέληα, κε καθξπά καιιηά αζεκέληα θαη θείλα, ιηγλόο κε δάξεο ζην γεξαζκέλν κέησπό
ηνπ, κε γαιαλά κάηηα πνπ ηα γέξα θαη νη λεζηείεο ηα ’ραλ μεζσξηάζεη. Όιν ην ρσξίν
ηνλ εζεβόληαλ.
Με ηελ ςηιή ηνπ θσλή, πνπ νινέλα εγελόηνπλ ζηαζεξόηεξε, ν γέξνληαο
εδηάβαδε ςαιηά ηεο επθέο ηνπ, πνπ ηηο ήμεξε όιεο απ’ όμσ, θαη ε αθνινπζία
επξνρσξνύζε θαζώο πάληα, επίζεκε, θαηαλπρηηθή, κεγαιόπξεπε, θη ν θόζκνο, πνπ
θξαηνύζε αλακκέλεο ιακπάδεο ζηα ζηαπξσκέλα ηνπ ρέξηα, αθνθξαδόηαλ κε πίζηε
θαη από θαξδίαο εδεόηνπλ, ζα λα ’δηλε κεγαιύηεξε αμία ζηελ πξνζεπθή θαη ε κεγάιε
γηνξηή εθείλεο ηεο κέξαο.
Μα ν παπάο ήηαλ αλήζπρνο.
Τελ πξώηε θνξά πνπ επξόβαιε ζηε ζύξα γηα λα βινήζεη, ην ζβεζκέλν ηνπ
βιέκκα αλαδήηεζε θάπνηνλ κέζα ζην θόζκν, θαη κε ρηππνθάξδη μεηαζηηθά εθνίηαμε
έλα γέξνληα πνπ εζηεθόηνπλ ζηελ πξώηε γξακκή, θαη πνπ εθαηλόηνπλ ζπγρπζκέλνο
θαη εθείλνο, γηαηί δελ έκλεζθε όπσο ν άιινο θόζκνο αθίλεηνο θαη δελ επξνζεπθόηαλ
κε επιάβεηα. Καη είπελ ν παπάο κε ην λνπ ηνπ : «Δδώ ζα ’λαη θαη εθείλε». Μα ην
βιέκκα ηνπ δελ έιαβε θαηξό λα ηελ εύξεη αλάκεζα ζηηο γπλαίθεο.
Κη εγηόκηδαλ ηώξα ηελ εθθιεζία νη ύκλνη πνπ ηνπο έςαιιαλ θαιόθσλνη
ςάιηεο, θαη ε επσδία ηνπ ιηβαληνύ, θαη ζηελ ηξεκάκελε δέεζε ηνπ ηεξέα
απνθξηλόηνπλ ζα κ’ έλα ζηόκα ε βνή ηνπ ιανύ, πνπ κε πίζηε ζεξκή εδεηνύζε από ηα
ππεξθόζκεηα ην έιενο, θ’ ήζειε λ’ αλεβάζεη ηε δέεζε ηνπ σο ηνπ Θενύ ην ζξόλν,
πνζώληαο λα ππνηάμεη ηα ζηνηρεία θαη λα ιηγώζεη ηε ζέιεζε ηεο παληνδπλακίαο.
Ο παπάο εδηάβαδε πάληα πόηε κε ρακειή θσλή ςηζπξηζηά, πόηε κεγαιόθσλα
θαη ςάιινληαο, κα από ζηηγκή ζε ζηηγκή ε ζηελνρώξηα ηνπ αύμαηλε θαη κεραληθά
κόλν εδηάβαδε ηα άγηα ηα ξήκαηα ηεο ζπζίαο∙ άιια εδεόηνπλ ε θαξδία ηνπ ζηνλ

1
γπλαηθίηεο: γπλαηθσλίηεο
νπξάληνλ παηέξα, άιιεο έγλνηεο ηνπ αλεζπρνύζαλ ην λνπ. Τνπ ήηαλ κειιάκελν λα
ακαξηήζεη;
Δθεί ήηαλ θ’ εθείλε. Τελ είρε μαγλαληήζεη, όηαλ εζπκηάηηζε ην πιήζνο ζαλ
θξπκκέλε αλάκεζα ζηηο γπλαίθεο. Η ηαξαρή ηεο, ν θόβνο ηεο, ε ζπγθίλεζή ηεο, ήηαλ
δσγξαθηζκέλε απάλσ ζην όκνξθν ην πξόζσπν ηεο λέαο. Ω, ε δύζηπρε, νύηε απηή δελ
έθηαηγε. Τν ’ρε απαηηήζεη ν παηέξαο ηεο, ν γέξνληαο πνπ εζηεθόηαλ νξζόο ζηελ
πξώηε γξακκή θαη πνπ δελ επξνζεπθόηνπλ. Πώο είρε θιάςεη πξνρηέο ζηελ
μεκνιόεζή ηεο, όηαλ ζπληξηκκέλε θαξδηά ηνπ ’ρε καξηπξήζεη ηελ άηπρε θαη
απειπηζκέλε αγάπε ηεο, ην κεγάιν ηεο ην θηαίζκα, κ’ έλαλ άληξα παληξεκέλνλ.
Δθείλε πνηέ δελ ζα ηνικνύζε λα δεηήζεη ηα ζεία δώξα, κα ν παηέξαο ηεο ηελ
ππνρξέσζε, ν παηέξαο ηεο ήζειε βεβαίσζε, ήζειε ή λα ’λαη πεξήθαλνο γηα ηε
ζπγαηέξα ηνπ ή λα μεπιύλεη ηελ ληξνπή ηνπ ζην αίκα! Τη ζα ’θαλε ε δύζηπρε; Καη
πόζν είρε ζπγρπζηεί ν παπάο αθνύνληάο ηελ! Γηαηί ηνλ είρε αθήζεη ν ζεόο λα δήζεη
θαη ζηα ύζηεξά ηνπ ρξόληα ηνλ έξηρλε ζε ηέηνηα ζηελαρώξηα; Γηαηί δελ εζπιαρληδόηαλ
ηνλ θόζκν ηνπ, παξά ηνλ άθελε λα ακαξηαίλεη θαη δελ εδέζκεπε νιόηεια ηε δύλακε
ηνπ πεηξαζκνύ;
Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε: κε ην βαζηιέα ηνπ θόζκνπ ζηα ρέξηα αλάκεζα
ζε δύν ιακπάδεο, εβγήθε ζην πξεζβπηέξην θ’ εζηάζεθε κπξνο ζην πιήζνο. Άθξα
ζησπή εβαζίιεπε, γηαηί θαλέλαο δελ εζάιεπε. Ψηιόθσλα εδεήζεθε γηα ηνλ θόζκν, κηα
αλαηξηρίια εδηάβεθε απ’ όια ηα θνξκηά θαη ην «Κύξηε, ειέεζνλ», πνπ εβγήθε απ’ όια
ηα ρείιε, έβγαηλε από ηα βαζύηαηα ηνπ είλαη, από θνβηζκέλεο θαξδηέο πνπ ηηο
εηαπείλσλε εθείλελ ηελ ζηηγκή ν ηξόκνο ηεο αδπλακίαο ηνπο. Μα ν γέξνληαο δελ είρε
ζα πάληα θαηεβαζκέλν ην βιέθαξν. Τν ζβεζκέλν ηνπ βιέκκα εθνίηαδε ζην βάζνο
ηεο εθθιεζηάο, όπνπ ήηαλ νη γπλαίθεο, ζα λα ’ζειε λα αληακώζεη ηε καηηά ηεο θαη λα
ηεο ζπζηήζεη όηη ηεο είρε παξαγγείιεη πξνρηέο ζηελ εμνκνιόγεζε.
Γελ εκπνξνύζε, ηεο είρε εηπεί, λα ηελ θνηλσλήζεη. Όρη, ηέηνηαλ ακαξηία δελ
ηελ ρσξνύζε ν λνπο ηνπ. Αο κελ εξρόηνπλ θαιύηεξα ηε Λακπξή ζηελ εθθιεζία, αο
εύξηζθε κηα πξόθαζε, όπνηαλ ήζειε, αο έθαλε ηελ άξξσζηε. Μα, αλ πάιη δελ
εκπνξνύζε λα θάκεη αιιηώο θη αλ έπξεπε λα παξνπζηαζηεί γηα λα θνηλσλήζεη, αο
εξρόηνπλ αλάκεζα ζηηο άιιεο γπλαίθεο, θη απηόο ζθήκα κόλν ζα ’θαλε πσο ηεο
κεηαδίλεη ηε ζάξθα θαη ην αίκα ηνπ Σσηήξα. Όρη, δελ ζα ηελ θνηλσλνύζε∙ απηήλ ηελ
ακαξηία δελ ηε ρσξνύζε ν λνπο ηνπ.
Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε. Δίρε δηαβάζεη θηόιαο ην Βαγγέιην θαη
βηαζηηθά εςαικνύδηδε ηώξα ηνπο επίινηπνπο ύκλνπο∙ θη όιν ε θαξδηά ηνπ
εζηελνρσξηόηνπλ πεξζόηεξν. Θα ’ζειε ν Θεόο λα θάκεη ηελ ακαξηία; Ή ζ’ άθελε λα
ρπζεί εμαηηίαο ηνπ αίκα ζην ρσξηό ηνπ, λα θιάςεη θόζκνο θαη λα ραίξεηαη ν
πεηξαζκόο ζηελ άβπζζν; Ναη εθνβόηνπλ ηώξα ν παπάο πσο δε ζα πεηύραηλε εθείλν
πνπ ’ρε ζπκθσλήζεη. Έβιεπε πσο όζν ε ώξα ηεο θνηλσλίαο εζίκσλε, ηόζν πεξζόηεξν
αλεζπρνύζε ν παηέξαο, πνπ ίζσο ζα ’ζειε λα ηδεί κε ηα κάηηα ηνπ ηελ θόξε ηνπ λα
θνηλσλάεη, γηα λα ιάβεη απόιπηε βεβαίσζε.
Κ’ ε ιεηηνπξγία ήηαλ ηώξα πξνο ην ηέινο. Δίραλ εηπεί ην «Πηζηεύσ» θαη ην
«Πάηεξ εκώλ», νη ςάιηεο έςαιαλ ην θνηλσληθό, θη ν ηηκεκέλνο γέξνληαο
ρξπζνθνξεκέλνο επξόβαιε ζηε κεζηλή ζύξα θαιώληαο ηνπο πηζηνύο λα κεηαιάβνπλ.
Τα ρέξηα ηνπ έηξεκαλ, ζαλ λα ήηαλ πάξα βαξύ η’ αζεκέλην πνηήξη. Τεο έξημε κηα
καηηά θη άξρηζε λα θνηλσλάεη ηνλ θόζκν, πνπ θαηά ην ζπλήζεην ήηαλ πνιύο απηή ηελ
εκέξα. Κ’ εθνηλσλνύζαλ πξώηνη νη γέξνληεο, πνπ έζηξεθαλ πξώηα πξνο ην ιαό
δεηώληαο ζπρώξεζε, θαη θαηόπη νη επίινηπνη νη άληξεο θαη ηέινο νη γπλαίθεο. Καη
αλάκεζό ηνπο ήηαλ θ’ εθείλε. Κάζε ηόζν ν παπάο ηελ εθνίηαδε. Μα έβιεπε θηόιαο
πσο θαη ν γέξνληαο παηέξαο όιν αλεζπρνύζε πεξζόηεξν, βιέπνληαο λα αθήλεη λα
δηαβαίλνπλ άιιεο κπξνζηά ηεο, ηνλ είδε λα παξαηεξεί πξνζερηηθόο ηελ θόξε ηνπ θαη
λα δπγώλεη ζηκά ηεο. Κη απηή σρξή ηόηεο κε δεηιό βήκα θαη ζαλ αιαιηαζκέλε, έβαιε
ην πόδη ηεο ζην πξώην ζθαιί. Ο παηέξαο ζηκά ηεο ηελ εθνίηαδε. Καη κε αλαγάιιηαζή
ηνπ είδε ηνλ άγην γέξνληα λα ηεο βάδεη αηάξαρνο ηώξα, ηε ιαβίδα κε ηελ θνηλσλία
ζην ζηόκα, ελώ κε ηελ ςηιή ηνπ θσλή επξόθεξλε ηα ηππηθά:
«-Δηο άθεζηλ ακαξηηώλ θαη εηο δσήλ αηώληνλ».
Κορυιάτικες Ιστορίες, 1935
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να απνδώζεηε ζπλνπηηθά (ζε κία παξάγξαθν) ην πεξηερόκελν ηνπ θεηκέλνπ. (15
μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε ζρέζε κε ην δίιεκκα πνπ αληηκεησπίδεη ην θεληξηθό
πξόζσπν ηεο αθήγεζεο. (5 μονάδες) Να δώζεηε ηε δηθή ζαο απάληεζε ζην εξώηεκα
ηνπ ηίηινπ. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ο Κσλζηαληίλνο Θενηόθεο ζεσξείηαη γλήζηνο εθπξόζσπνο ηνπ θνηλσληθνύ
ξεαιηζκνύ πνπ έρεη σο θύξην ραξαθηεξηζηηθό ηνπ ηελ θξηηηθή ζηάζε απέλαληη ζηελ
θνηλσλία. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε βάζε ηηο παξαγξάθνπο: «Δθεί ήηαλ
θ’ εθείλε… ηε δύλακε ηνπ πεηξαζκνύ;» θαη «Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε… γηα
λα ιάβεη απόιπηε βεβαίσζε». (15 μονάδες)
β2. Να βξείηε πέληε (5) ιέμεηο-θξάζεηο ζην θείκελν πνπ εληάζζνληαη ζηε
ζξεζθεπηηθή-εθθιεζηαζηηθή γιώζζα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτετνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Το τελεσταίο καλοκαίρι

Απνραηξεηηζηήξηα ρξώκαηα ησλ δεηιηλώλ. Καηξόο λα εηνηκάζεηο


ηηο ηξεηο βαιίηζεο — ηα βηβιία, ηα ραξηηά, ηα πνπθάκηζα —
θαη κελ μεράζεηο εθείλν ην ξόδηλν θόξεκα πνπ ηόζν ζνπ πήγαηλε
παξ’ όηη ην ρεηκώλα δε ζα ην θνξέζεηο. Εγώ,
ηηο ιίγεο κέξεο πνπ καο κέλνπλ αθόκε, ζα μαλαθνηηάμσ
ηνύο ζηίρνπο πνπ έγξαςα Ινύιην θη Αύγνπζην
αλ θαη θνβάκαη πσο ηίπνηα δελ πξόζζεζα, κάιινλ
πσο έρσ αθαηξέζεη πνιιά, θαζώο αλάκεζά ηνπο δηαθαίλεηαη
ε ζθνηεηλή ππνςία πσο απηό ην θαινθαίξη
κε ηα ηδηηδίθηα ηνπ, ηα δέληξα ηνπ, ηε ζάιαζζά ηνπ,
κε ηα ζθπξίγκαηα ησλ πινίσλ ηνπ ζηα έλδνμα ιηνγέξκαηα,
κε ηηο βαξθάδεο ηνπ ζην θεγγαξόθσην θάησ απ’ ηα κπαιθνλάθηα
θαη κε ηελ ππνθξηηηθή επζπιαρλία ηνπ, ζα ’λαη ην ηειεπηαίν.

Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα 1991, (Καξιόβαζη, 3.IX.89)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ην θεληξηθό ζέκα ηνπ πνηήκαηνο ιακβάλνληαο ππόςε ηε ζρέζε ηνπ
ηίηινπ κε ην πεξηερόκελό ηνπ. (5 μονάδες) Να αλαθέξεηε, αμηνπνηώληαο ηα ζρεηηθά
ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ, πνην είλαη ην πξόζσπν πνπ κηιάεη θαη ζε πνην άιιν πξόζσπν
απεπζύλεηαη. (10 μονάδες).
α2. Να αλαζπλζέζεηε ηνλ ηόπν θαη ην ρξόλν ηνπ πνηήκαηνο κε βάζε ην πεξηερόκελό ηνπ.
(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Πνιιά από ηα πνηήκαηα ηνπ Ρίηζνπ έρνπλ, ζύκθσλα κε ηνλ ΢ηέθαλν Δηαιεζκά, έλα
ύθνο θνπβεληηαζηό, ην νπνίν ηνπο ραξίδεη ηε δεζηαζηά θαη ηελ απιόηεηα ηεο νηθείαο
πξνζέγγηζεο. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε αληιώληαο ζηνηρεία από ην θείκελν. (10
μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε δύν (2) αθνπζηηθέο θαη κία (1) νπηηθή εηθόλα ζην πνίεκα (9 μονάδες)
θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (6 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)


Αναγέννηζη

Καλείο δε λνηάζηεθε ηνλ θήπν, ρξόληα ηώξα. Ωζηόζν


εθέηνο – Μάεο, Ινύλεο – άλζηζε από κόλνο ηνπ θαη πάιη,
ιακπάδηαζε όινο σο ηα θάγθεια, – ρίιηα ηξηαληάθπιια,
ρίιηα γαξύθαιια, ρίιηα γεξάληα, ρίιηα κνζρνκπίδεια –
κελεμειί, πνξηνθαιί, πξάζηλν, θόθθηλν θαη θίηξηλν,
ρξώκαηα – ρξώκαηα-θηεξά˙ – ηόζν πνπ πξόβαιε μαλά ε γπλαίθα
κε ην παιηό ηεο πνηηζηήξη λα πνηίζεη – σξαία θαη πάιη,
γαιήληα, κε κηα αόξηζηε θαιή πεπνίζεζε. Κη ν θήπνο
ηελ έθξπςε σο ηνπο ώκνπο, ηελ αγθάιηαζε, ηελ θέξδηζε όιε˙
ηε ζήθσζε ζηα ρέξηα ηνπ. Κη είδακε ηόηε, κέξα κεζεκέξη,
πνπ ν θήπνο θη ε γπλαίθα κε ην πνηηζηήξη αλαιήθζεθαλ –
θη όπσο θνηηνύζακε ςειά, θάηη ζηαγόλεο απ’ απηό ην πνηηζηήξη
έπεζαλ ήζπρα ζηα κάγνπιά καο, ζην πηγνύλη καο, ζηα ρείιε.

3.VI.69
(Κιγκλίδωμα, 1968-1969)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ην θεληξηθό ζέκα ηνπ πνηήκαηνο (5 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε,
ρξεζηκνπνηώληαο ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ, ζε πνηνλ/πνηνπο αλαθέξεηαη ε αλαγέλλεζε
ηνπ ηίηινπ. (20 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να εληνπίζεηε κία (1) κεηαθνξά, κία (1) πξνζσπνπνίεζε θαη κία (1) επαλάιεςε
ζην πνίεκα (6 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (9 μονάδες)
β2. Ο Γηάλλεο Ρίηζνο επεξεάζηεθε κεηαμύ άιισλ θαη από ην ξεύκα ηνπ
ππεξξεαιηζκνύ. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν δύν (2) ππεξξεαιηζηηθέο εηθόλεο. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΣΗ΢ (1851-1911)
Ο Αμερικάνος (απόζπαζμα)1

Τνπ Γεκήηξε ηνπ Μπέξδε ην καγαδί σκνίαδε, ηελ εζπέξαλ εθείλελ, κε


βάξθαλ, θαηά ην θαηλόκελνλ θνπξηνπληαζκέλελ, δεπηεξόπξπκα2 πιένπζαλ,
πιεηηνκέλελ ππό ησλ θπκάησλ ηελ κίαλ πιεπξάλ, κε ην ύδσξ εηζπεδώλ από ηελ
θσπαζηήλ θαη πεξηξξαληίδνλ ηνπο δπζηπρείο επηβάηαο, όπνπ ν θπβεξλήηεο θαη ν
λαύηεο ηνπ θαίλνληαη πεξηθξόληηδεο, δίδνληεο θαη ιακβάλνληεο πξνζηάγκαηα εηο
αθαηάιεπηνλ γιώζζαλ, ν κελ ηζύλσλ κεηά βίαο ην πεδάιηνλ, ν δε ιύσλ θαη δέλσλ ηα
ηζηία, βνεζώλ δηά ηεο θώπεο εθ ηνπ ππελέκνπ3, ακθόηεξνη ηξέρνληεο από ηελ
πξύκλελ εηο ηελ πξώξαλ, θαηαπηννύληεο4 ηνπο απεηξνηέξνπο ησλ επηβαηώλ,
πεξηξξαηλνκέλνπο από ην αθξίδνλ θύκα, νζθξαηλνκέλνπο εγγύζελ θαη γεπνκέλνπο ηελ
άικελ. Δμεκέξσλαλ δε Χξηζηνύγελλα, θαη έθαζηνο ησλ πειαηώλ επεζύκεη λα θάκεη
ηα νςώληά ηνπ. Ο θπξ Γεκήηξεο ν Μπέξδεο έηξερελ εκπξόο, νπίζσ, εθέξλα
λνζεπκέλα ηνπο πειάηαο, επώιεη μίθηθα5 εηο ηνπο αγνξαζηάο, κε ηελ ηξηθπκίαλ
εζθνξπηζκέλελ εηο ηελ όςηλ θαη ηελ γαιήλελ ηακηεπκέλελ ελ ηε θαξδία,
γνεηεπόκελνο από ηαο θσλάο ησλ ζακώλσλ, ελζνπζηώλ από ηνλ θξόηνλ ησλ
θεξκάησλ, ησλ πηπηόλησλ δηά ηεο άλσζελ νπήο, σο ηα ζηξνπζία6 εηο ηελ παγίδα, εηο ην
θαιώο θιεηδσκέλνλ ζπξηάξη ηνπ. Τν παηδί, ν δεθαπεληνύηεο Χξήζηνο, αλεςηόο ηνπ εμ
αδειθήο, δελ επξόθζαλε λα γεκίδεη θηάιαο εθ ηνπ βαξειίνπ, λα θαθνδπγίδεη βνύηπξνλ
εθ ηνπ πίζνπ7, λα θελώλεη κέιη εθ ηνπ αζθνύ, κε ηελ πνδηάλ πςειά εηο ην ζηήζνο
πεξηδεδεκέλελ, θη εμειαξπγγίδεην λα θσλάδεη αμέσως! εηο νθηώ δηαθόξνπο ηόλνπο
θαη ύςε· ιέμηλ ηελ νπνίαλ κε ηνλ θαηξόλ είρε θαηνξζώζεη λα θνινβώζεη εηο αμές! είηα
λα ζπληάκεη εηο ’μες! θαη ηέινο λ’ απινπνηήζεη εηο ες!
Δηο κίαλ γσλίαλ ηνπ καγαδείνπ όκηινο εθ πέληε αλδξώλ εθάζελην θη έπηλαλ
ηελ καζηίραλ ησλ, πξηλ δηαιπζώζη θαη απέιζσζηλ νίθαδε δηά ην δείπλνλ. Ήζαλ όινη
εκπνξνπινίαξρνη ηνπ ηόπνπ, πεξηκέλνληεο ηελ θαηάδπζηλ ηνπ Σηαπξνύ δηά λ’
απνπιεύζσζη, θη εδεμηνύλην έλα ζπλάδειθόλ ησλ, εθείλελ ηελ εζπέξαλ θζάζαληα
αηζίσο κε ηελ ζθνύλαλ8 ηνπ, ηνλ θαπεηάλ Γηάλλελ ηνλ Ικβξηώηελ· έθακαλ όινη κε ηελ
ζεηξάλ ηα μοσσαυιρλίκια9, είηα ν θαπεηάλ Γηάλλεο εζέιεζε θαη απηόο λα ηνπο θάκεη
ηα σαλαμετλίκια10. Δίηα είο έθαζηνο ησλ θίισλ επξνζπκήζε λα θάκεη θη εθ δεπηέξνπ
ηα κνπζαθηξιίθηα, θαη πάιηλ ν θαπεηάλ Ικβξηώηεο εμαλάθακε ηα ζαιακεηιίθηα. Έσο
εδώ επξίζθνλην θαη σκίινπλ δσεξώο πεξί πξαγκάησλ ηνπ επαγγέικαηόο ησλ, πεξί
λαύισλ, θεζαηίσλ11, πεξί ζηαιίαο12, πεξί θνξηώζεσλ θη εθθνξηώζεσλ, πεξί λαπαγίσλ
θαη αβαξηώλ13. Ο θαπεηάλ Γηάλλεο δηεγείην δηά καθξώλ ηα ηνπ ηειεπηαίνπ ηαμηδίνπ

1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
2
δεπηεξόπξπκα: θόληξα ζηνλ άλεκν
3
ππήλεκνλ: κέξνο πνπ πξνθπιάζζεηαη από ηνπο αλέκνπο
4
θαηαπηνώ: θαηαθνβίδσ
5
μίθηθα (επηξξ.): ιεηςά, ιηγόηεξν ηνπ θαλνληθνύ
6
ζηξνπζίν: ην ζπνπξγίηη.
7
πίζνο: πηζάξη
8
ζθνύλα: είδνο πινίνπ πνπ θέξεη ηεηξάγσλα παληά
9
κνπζαθεξιίθη (ηνπξθ. ιέμε): επίζθεςε
10
ζαιακεηιίθη: (ηνπξθ. ιέμε) επρέο θαη θεξάζκαηα ηελ εκέξα ηεο επηζηξνθήο από ηαμίδη
11
θεζάηη: εκπνξηθή απξαγία
12
ζηαιία: θαζπζηέξεζε ζηελ θνξηνεθθόξησζε ησλ πινίσλ
13
αβαξία: δεκηά
ηνπ, θαη είπελ όηη, αθνπζίσο ηνπ, έλεθα δπζηξνπίαο ησλ ηνπξθηθώλ αξρώλ,
ελαγθάζζε λα δηαηξίςεη επί εκέξαο ελ Βόισ, όπνπ είρε πξνζεγγίζεη πξνο κεξηθήλ
εθθόξησζηλ.
-Α! δελ ζαο είπα θαη έλα γηνπιηδή14 πνπ πήξα απ’ ην Βόιν, είπε.
-Δπήξεο θαλέλαλ επηβάηε απ’ ην Βόιν; εξώηεζελ είο ησλ θίισλ ηνπ.
-Γελ εζέιεζε λα μεκπαξθάξεη, έκεηλε κεο ζηε ζθνύλα. Τνπ είπα λα ηνλ πάξσ
κ’ζαθίξε ζην ζπίηη, θαη δε ζέιεζε.
-Καη γηα πνύ πάεη;
-Έσο εδώ, θαηά ην παξόλ. Τνλ εξώηεζα, δελ εζέιεζε λα κνπ πεη.
-Καη ηη δνπιεηά έρεη εδώ;
-Τη άλζξσπνο είλαη;
-Πώο ζνπ θάλεθε; δηεζηαπξνύλην αη εξσηήζεηο ησλ πινηάξρσλ.
-Δίλαη άλζξσπνο πνπ έρεη μνπξαθηζκέλν ην κνπζηάθη θαη ηα γέλεηα, θη έρεη αθεκέλεο
κόλνλ ηξίρεο απνθάη’ απ’ ην ζηαγόλη θαη ζην ιαηκό. Μνπ θάλεθε ζαλ Δγγιέδνο, ζαλ
Ακεξηθάλνο, κα όρη πάιη ζσζηόο Δγγιέδνο νύηε ζσζηόο Ακεξηθάλνο· ηα νιίγα ιόγηα
πνπ κνπ είπε ξσκέηθα, ηα είπε κ’ έλαλ ηξόπν δύζθνιν θαη ζπιινγηζκέλν, όρη θαη
πνιύ μεληθό, ζαλ λα ήμεξε κηα θνξά ξσκέηθα θαη ηα μέραζε. Τηο πιεηόηεξεο θνξέο
ζπλελνεζήθακε κε θάηη ιίγα ηηαιηθά πνπ μέξσ θη εγώ.
-Σνπ είπε η’ όλνκά ηνπ;
-Σηα ραξηηά ηνλ επέξαζα σο Τδσλ Σηόζηζνλ, κε ακεξηθάληθν παζαπόξηη15.
Τελ ζηηγκήλ εθείλελ ν θαπεηάλ Γηάλλεο, όζηηο εθάζεην εξείδσλ16 ηα λώηα επί ηνπ
ηνίρνπ, πξνο ηελ ζύξαλ βιέπσλ, αθνπζίσο αλέθξαμελ:
-Α! λα ηνο!
Όινη εζηξάθεζαλ πξνο ηελ ζύξαλ. […]
Αζήλα, ευ. Άστσ, 1891
ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Σην έξγν ηνπ Παπαδηακάληε πξσηαγσληζηνύλ άλζξσπνη ηνπ ιανύ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε κε αλαθνξέο ζηνλ ρώξν (5 μονάδες) θαη ηα πξόζσπα
ηνπ θεηκέλνπ. (10 μονάδες).
α2. Να πεξηγξάςεηε ζε κηα ζύληνκε παξάγξαθν ηνλ «Ακεξηθάλν» αμηνπνηώληαο
ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

β
β1. Σύκθσλα κε ηελ Πνιίηνπ Μαξκαξηλνύ ζηελ εζνγξαθηθή πεδνγξαθία, ζηελ
νπνία εληάζζεηαη θαη ην παξαπάλσ θείκελν, ζπρλά «πξνβάιινληαη θαη νη
ζθνηεηλέο πιεπξέο» ησλ αλζξώπσλ ηεο ππαίζξνπ. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε
απηή ζρνιηάδνληαο ηε ζπκπεξηθνξά ηνπ Γεκήηξε Μπέξδε πξνο ηνπο πειάηεο
ηνπ. (15 μονάδες)
β2. Να βξείηε πέληε (5) ιέμεηο ζην θείκελν πνπ αλήθνπλ ζηε λαπηηθή νξνινγία. (10
μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

14
γηνπιηδήο ή γηνιηδήο: (ηνπξθ. ιέμε) νδνηπόξνο αιιά θαη επηβάηεο πινίνπ
15
παζαπόξηη: δηαβαηήξην
16
εξείδσ: ζηεξίδσ, αθνπκπώ, ππνζηεξίδσ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ (1906-1994)

Οι κακοί έμποροι

Κύξηε, άλζξσπνη απινί


πνπινύζακε πθάζκαηα,
(θη’ ε ςπρή καο
είηαλ ην ύθαζκα πνπ δελ η΄αγόξαζε θαλείο).
Τελ ηηκή δελ θαλνλίδακε απ΄ηελ νύγηα1
ε πήρε2 θαη ηα ξνύπηα3 είηαλ ζσζηά
ηα ξεηάιηα4 δελ ηα δώζακε κηζνηηκίο πνηέ:
ε ακαξηία καο.

Είρακε κόλν πνηόηεηαο πξακάηεηα.


Έθηαλε ζηε δσή καο κηα ζηελή γσληά
–πηάλνπλ ζηε γε καο ιίγν ηόπν ηα πνιύηηκα– .
Τώξα κε ηελ ίδηα πήρε πνπ κεηξήζακε
κέηξεζέ καο· δε κεγαιώζακε ην εκπνξηθό καο·
Κύξηε, ζηαζήθακε έκπνξνη θαθνί!

(πεξηνδηθό Τα Νέα Γράμματα, 1936)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α. Σην πνίεκα θαηαγξάθεηαη αιιεγνξηθά5 έλαο απνινγηζκόο δσήο. Να παξνπζηάζεηε
ηελ αιιεγνξία (15 Μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ζηάζε δσήο πνπ πξνβάιιεηαη
κέζα από απηήλ (10 Μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
νύγηα, ε = 1) εηδηθή ύθαλζε ζηηο άθξεο ελόο πθάζκαηνο έηζη ώζηε απηό λα κελ μεθηίδεη,2) ε άθξε
ηνπ πθάζκαηνο
2
πήρε, ε = παιαηόηεξν κέηξν κήθνπο, κε ην νπνίν κεηξνύζαλ νη έκπνξνη ηα πθάζκαηα
3
ξνύπη, ην = ππνδηαίξεζε ηνπ παιαηνύ εκπνξηθνύ πήρε ίζε κε κε νθηώ εθαηνζηά ηνπ κέηξνπ
4
ξεηάιη, ην = ηειεπηαίν ππόινηπν από ηόπη πθάζκαηνο, πνπ είλαη ιηγόηεξν από όζν απαηηείηαη γηα λα
ξαθεί έλα έλδπκα
5
αιιεγνξία, ε = κεηαθνξηθή έθθξαζε ή θαη νιόθιεξν πνηεηηθό ή πεδό θείκελν, πνπ θξύβεη λνήκαηα
δηαθνξεηηθά από εθείλα πνπ θαίλεηαη όηη δειώλεη
β
β1. Να εληνπίζεηε ηα ξήκαηα ηεο πξώηεο ζηξνθηθήο ελόηεηαο. Γηαηί, θαηά ηε γλώκε
ζαο, βξίζθνληαη ζηνλ παξαηαηηθό θαη ζηνλ αόξηζην; (15 Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην πνίεκα ηξεηο (3) ιέμεηο πνπ παξαπέκπνπλ ζηηο εκπνξηθέο
ζπλαιιαγέο θαη δύν (2) ιέμεηο ή εθθξάζεηο πνπ πξνέξρνληαη από ην ρώξν ηεο
ζξεζθείαο. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΘΔΑΚΣΟ ΚΕΘΜΕΝΟ

ΓΘΩΡΓΟ΢ ΚΟΣΖΘΟΤΛΑ΢ (1909-1956)

Πρωτοχρονιάτικο

Να κε εκεξέςεηο είλαη δύζθνιν, θπξία,


ηνπ θάθνπ1 κνύ ζηπιώλεηο κάηηα ιακπεξά,
κ’ όιν2 πνπ ηίπνηα δελ έρσ απ΄ηα ζεξία
θαη κ’ όιν πνπ ηα δάρηπιά ζνπ είλ’ έηζη αβξά.3

Α, ρξόληα κ’ είραλε ηνπ θιώηζνπ θαη ηνπ κπάηζνπ,


ζηα πόδηα ηνπο δελ ήκνπλ άιιν από κπνπρόο.4
Όιε ηε κηκηθή είρα κάζεη ηνπ παιηάηζνπ
θαη ηνπο παξάζηαηλα ό,ηη ζέιαλ ν θησρόο.

Πνύ ήζαζηε εζείο ηνπο ηξεηο ή ηέζζεξνπο ρεηκώλεο


πνπ ζεξγηαλνύζα θαλεξά ρσξίο παιηό;
Δελ ην πηζηεύσ λα καδεύαηε αλεκώλεο
ζε ρώξεο ηξνπηθέο, καθξηά απ’ ηνλ θόζκν απηό.

Πίθξα γεληώλ εδώ έρεη πηα θαηαθαζίζεη,


ησλ πξηλ αλαίζζεησλ ε επγέλεηα δε θειά.5
Κη αλαπνδίδεη6 όπνηνο πνιύ θαθνπαζήζεη.
Δελ ην πηζηεύεηε; Λνηπόλ, ρξόληα πνιιά!
Από ηα «Ποιήματα» (1928-1942)

ΕΡΩΣΗ΢ΕΘ΢
α
α1.Λακβάλνληαο ππόςε ηα δεδνκέλα ηνπ πνηήκαηνο λα πεξηγξάςεηε, ζε κηα
παξάγξαθν 80 ιέμεσλ, ην πξόζσπν ην νπνίν κηιάεη ζην πνίεκα αλαθεξόκελνη
παξάιιεια ζηελ θνηλσληθή ηνπ ζέζε. (15 Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε ζρέζε κε ην πεξηερόκελν ηνπ πνηήκαηνο. (10
Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

β
β1 Να βξείηε δύν (2) νλνκαηηθά ζύλνια (επίζεην +νπζηαζηηθό) πνπ ζρεηίδνληαη κε
ηελ κυρία πνπ αλαθέξεηαη ζην πνίεκα. (10 μονάδες)

1
ηνπ θάθνπ = κάηαηα
2
κ’ όιν = παξόιν
3
αβξόο = απαιόο, ηξπθεξόο, ιεπηνθακσκέλνο, ραξηησκέλνο
4
κπνπρόο, ν = ππθλή αησξνύκελε ζθόλε
5
θειώ = σθειώ
6
αλαπνδίδσ = γίλνκαη αλάπνδνο, δύζηξνπνο
β2 Ο Κνηδηνύιαο αμηνπνηεί ζην θείκελν ιατθέο-αληηιπξηθέο ιέμεηο ή εθθξάζεηο. Να
εληνπίζεηε ηξεηο (3) ηέηνηεο πεξηπηώζεηο. Τη επηηπγράλεη, θαηά ηε γλώκε ζαο, κε ηε
ζπγθεθξηκέλε επηινγή ηνπ ν πνηεηήο; (15 Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992)


Αμοργός (απόζπαζμα)
[…]

Τη λα κνπ θάκεη ε ζηαιαγκαηηά πνπ ιάκπεη ζην κέησπό ζνπ;


Τν μέξσ πάλσ ζηα ρείιηα ζνπ έγξαςε ν θεξαπλόο η’ όλνκά ηνπ
Τν μέξσ κέζα ζηα κάηηα ζνπ έρηηζε έλαο ατηόο ηε θσιηά ηνπ
Μα εδώ ζηελ όρηε ηελ πγξή κόλν έλαο δξόκνο ππάξρεη
Μόλν έλαο δξόκνο απαηειόο θαη πξέπεη λα ηνλ πεξάζεηο
Πξέπεη ζην αίκα λα βνπηερηείο πξηλ ν θαηξόο ζε πξνθηάζεη
Καη λα δηαβείο αληίπεξα λα μαλαβξείο ηνπο ζπληξόθνπο ζνπ
Άλζε πνπιηά ειάθηα
Να βξεηο κηαλ άιιε ζάιαζζα κηαλ άιιε απαινζύλε
Να πηάζεηο από ηα ινπξηά ηνπ Αρηιιέα η’ άινγα
Αληί λα θάζεζαη βνπβή ηνλ πνηακό λα καιώλεηο
Τνλ πνηακό λα ιηζνβνιείο όπσο ε κάλα ηνπ Κίηζνπ.
Γηαηί θη εζύ ζα ’ρεηο ραζεί θη ε νκνξθηά ζνπ ζα ’ρεη γεξάζεη.
Μέζα ζηνπο θιώλνπο κηαο ιπγαξηάο βιέπσ ην παηδηθό ζνπ
πνπθάκηζν λα ζηεγλώλεη
Πάξ’ ην ζεκαία ηεο δσήο λα ζαβαλώζεηο ην ζάλαην
Κη αο κε ιπγίζεη ε θαξδηά ζνπ
Κη αο κελ θπιήζεη ην δάθξπ ζνπ πάλσ ζηελ αδπζώπεηε1
ηνύηε γε
Όπσο εθύιεζε κηα θνξά ζηελ παγσκέλε εξεκηά ην δάθξπ
ηνπ πηγθνπίλνπ
Δελ σθειεί ην παξάπνλν
Ίδηα παληνύ ζα ‘λαη ε δσή κε ην ζνπξαύιη2 ησλ θηδηώλ ζηε
ρώξα ησλ θαληαζκάησλ
Με ην ηξαγνύδη ησλ ιεζηώλ ζηα δάζε ησλ αξσκάησλ
Με ην καραίξη ελόο θαεκνύ ζηα κάγνπια ηεο ειπίδαο
Με ην καξάδη κηαο άλνημεο ζηα θπιινθάξδηα ηνπ γθηώλε3
Φηάλεη έλα αιέηξη λα βξεζεί θη έλα δξεπάλη θνθηεξό ζ’ έλα
ραξνύκελν ρέξη
Φηάλεη λ’ αλζίζεη κόλν
Λίγν ζηηάξη γηα ηηο γηνξηέο ιίγν θξαζί γηα ηε ζύκεζε ιίγν
λεξό γηα ηε ζθόλε…
[…]
(Αμοργός, 1943)

1
αδπζώπεηνο = αλειέεηα ζθιεξόο, ακείιηθηνο
2
ζνπξαύιη, ην = πνηκεληθόο απιόο, θινγέξα
3
γθηώλεο, ν = είδνο λπρηόβηνπ πνπιηνύ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Ο πνηεηήο ζην απόζπαζκα απεπζύλεηαη ζε κηα λέα γπλαίθα δίλνληάο ηεο, κε ηνπο
ηξόπνπο ηεο πνίεζεο, ζπκβνπιέο δσήο. Να εληνπίζεηε ηξεηο (3) από απηέο ζην
θείκελν. (15 Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηελ άπνςε γηα ηε δσή πνπ πξνβάιιεηαη πνηεηηθά ζηνπο ζηίρνπο
«Δελ σθειεί ην παξάπνλν…γηα ηε ζθόλε…». (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Τν πνίεκα Αμοργός ζεσξείηαη αληηπξνζσπεπηηθή δεκηνπξγία ηνπ λενειιεληθνύ
ππεξξεαιηζκνύ. Μπνξείηε λα ηεθκεξηώζεηε ηελ άπνςε απηή κε ηξία (3)
παξαδείγκαηα από ην θείκελν; (15 Μονάδες)
β2. Ο Γθάηζνο ζπλδηαιέγεηαη γόληκα κε νιόθιεξε ηελ ειιεληθή ινγνηερληθή
παξάδνζε, αξραία, βπδαληηλή θαη λεόηεξε. Να εληνπίζεηε δύν (2) ηέηνηεο πεξηπηώζεηο
κέζα ζην θείκελν. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992)


Αμοργός (απόζπαζμα)

[…]
Πόζν πνιύ ζε αγάπεζα εγώ κνλάρα ην μέξσ
Εγώ πνπ θάπνηε ζ’ άγγημα κε ηα κάηηα ηεο πνύιηαο1
Καη κε ηε ραίηε ηνπ θεγγαξηνύ ζ’ αγθάιηαζα θαη ρνξέςακε
κεο ζηνπο θαινθαηξηάηηθνπο θάκπνπο
Πάλσ ζηε ζεξηζκέλε θαιακηά θαη θάγακε καδί ην θνκκέλν
ηξηθύιιη
Μαύξε κεγάιε ζάιαζζα κε ηόζα βόηζαια ηξηγύξσ ζην ιαηκό
ηόζα ρξσκαηηζηά πεηξάδηα ζηα καιιηά ζνπ.

Έλα θαξάβη κπαίλεη ζην γηαιό έλα καγγαλνπήγαδν2 ζθνπ-


ξηαζκέλν βνγγάεη
Μηα ηνύθα γαιαλόο θαπλόο κεο ζην ηξηαληαθπιιί ηνπ νξί-
δνληα
Ίδηνο κε ηε θηεξνύγα ηνπ γεξαλνύ πνπ ζπαξάδεη
Σηξαηηέο ρειηδνληώλ πεξηκέλνπλε λα πνπλ ζηνπο αληξεησ-
κέλνπο ην θαισζόξηζεο
Μπξάηζα ζεθώλνπληαη γπκλά κε ραξαγκέλεο άγθπξεο ζηε
καζράιε
Μπεξδεύνπληαη θξαπγέο παηδηώλ κε ην θειάδεκα ηνπ πνπ-
λέληε3
Μέιηζζεο κπαηλνβγαίλνπλε κεο ζηα ξνπζνύληα ησλ αγειά-
δσλ
Μαληήιηα θαιακαηηαλά θπκαηίδνπλε
Καη κηα θακπάλα καθξηλή βάθεη ηνλ νπξαλό κε ινπιάθη4
Σαλ ηε θσλή θάπνηνπ ζήκαληξνπ πνπ ηαμηδεύεη κέζα ζη’
αζηέξηα
Τόζνπο αηώλεο θεπγάην
Από ησλ Γόηζσλ ηελ ςπρή θη από ηνπο ηξνύινπο ηεο Βαι-
ηηκόξεο
Κη απ’ ηε ρακέλε Αγηά-Σνθηά ην κέγα κνλαζηήξη.
[…]

(Αμοργός, 1943)

1
πνύιηα, ε = ν αζηεξηζκόο ησλ Πιεηάδσλ
2
καγγαλνπήγαδν, ην = απιό κεράλεκα πνπ εγθαζηζηνύζαλ ζε πεγάδη γηα λα βγάδνπλ λεξό
3
πνπλέληεο, ν = ν δπηηθόο άλεκνο, ν δέθπξνο
4
ινπιάθη, ην = βαζπγάιαδε θπζηθή ή ζπλζεηηθή νπζία, ηελ νπνία ρξεζηκνπνηνύζαλ παιαηόηεξα ζην
πιύζηκν ησλ ξνύρσλ γηα λα δίλεη ιάκςε ζηα ιεπθά
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α. Ο Γθάηζνο, όπσο θαη νιόθιεξε ε Γεληά ηνπ 1930 ζηελ νπνία αλήθεη, αζρνιήζεθε
ηδηαίηεξα κε ην ζέκα ηεο Ειιάδαο θαη ηεο ειιεληθόηεηαο. Να εληνπίζεηε ζην
απόζπαζκα πέληε (5) ραξαθηεξηζηηθά ζηνηρεία πνπ παξαπέκπνπλ ζην ειιεληθό ηνπίν
θαη ζηελ ειιεληθή παξάδνζε θαη λα ηα ζρνιηάζεηε. (25 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Τν πνίεκα Αμοργός ζεσξείηαη αληηπξνζσπεπηηθή δεκηνπξγία ηνπ λενειιεληθνύ
ππεξξεαιηζκνύ. Μπνξείηε λα ηεθκεξηώζεηε ηελ άπνςε απηή κε ηξία (3)
παξαδείγκαηα από ην θείκελν; (15 Μονάδες)
β2. Από ην απόζπαζκα, κε εμαίξεζε δύν ηειείεο, απνπζηάδεη ε ζηίμε. Τη πξνζθέξνπλ,
θαηά ηε γλώκε ζαο, ζην θείκελν νη ζπγθεθξηκέλεο επηινγέο ηνπ πνηεηή; (10
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Το νόημα της απλότητας

Πίζσ από απιά πξάγκαηα θξύβνκαη, γηα λα κε βξείηε.


αλ δε κε βξείηε, ζα βξείηε ηα πξάγκαηα,
ζ’ αγγίμεηε εθείλα πνπ άγγημε ην ρέξη κνπ,
ζα ζκίμνπλ ηα ρλάξηα ησλ ρεξηώλ καο.

Σν απγνπζηηάηηθν θεγγάξη γπαιίδεη ζηελ θνπδίλα


ζα γαλσκέλν ηεληδέξη1 (γη’ απηό πνπ ζαο ιέσ γίλεηαη έηζη)
θσηίδεη η’ άδεην ζπίηη θαη ηε γνλαηηζκέλε ζησπή ηνπ ζπηηηνύ –
πάληα ε ζησπή κέλεη γνλαηηζκέλε.

Η θάζε ιέμε είλαη κηα έμνδνο


γηα κηα ζπλάληεζε, πνιιέο θνξέο καηαησκέλε,
θαη ηόηε είλαη κηα ιέμε αιεζηλή, ζαλ επηκέλεη ζηε ζπλάληεζε.
(«Παρενθέσεις» 1946-1947)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Πνηνο κηιάεη ζην πνίεκα θαη ζε πνηνπο απεπζύλεηαη, θαηά ηε γλώκε ζαο; (15
Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνπο ηξεηο ηειεπηαίνπο ζηίρνπο ηνπ πνηήκαηνο. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. ΢ηελ πνίεζε ηνπ Ρίηζνπ θπξηαξρεί ν θόζκνο ησλ θαζεκεξηλώλ απιώλ
πξαγκάησλ. Να ηεθκεξηώζεηε ηελ άπνςε απηή κε δύν (2) αλαθνξέο ζην θείκελν. (10
Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν δύν (2) ππεξξεαιηζηηθέο εηθόλεο (10 Μονάδες) θαη
λα ηηο ζρνιηάζεηε (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
γαλσκέλν ηεληδέξη, ην = ράιθηλε θαηζαξόια πνπ γπαιίδεη επεηδή ηελ έρνπλ επηθαιύςεη κε θαζζίηεξν
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (1908-1941)

[Ι] «Εμείς οι Έλληνες»

Δκείο νη Έιιελεο
Με ηηο ειηέο κε ηα πεύθα
Με ηα κάξκαξα κε ηε ζάιαζζα
Φπιάμακε θαη άιιεο αξεηέο
Γελ εμνθιήζακε ηελ επθπΐα καο
Σ’ έλαλ θαηξό πην ήκεξν
Καη πην γελλαίν
Γελ ζα δηζηάζνπκε
Γελ ζα δεηιηάζνπκε
Από ηηο θξύπηεο ζα βγάινπκε ηα όξγαλα
Σηελ νξρήζηξα θαη ζην ρνξό
Οη θσλέο καο ζα πξνζθέξνπλ
Κάηη ζαλ ην επηνύζηνλ1
Τν δηθό καο πάζνο
29.3.1936
Ποιήματα, ηόκνο Γ΄

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α. Σε κηα παξάγξαθν 80 ιέμεσλ λα παξνπζηάζεηε ηα ζηνηρεία πνπ ζπλαπνηεινύλ ηελ
ηαπηόηεηα ηνπ Έιιελα, όπσο ηελ εθθξάδεη ν πνηεηήο, ιακβάλνληαο ππόςε θαη ην
γεγνλόο όηη ην πνίεκα γξάθεηαη ην 1936, ηηο παξακνλέο ηνπ Β΄ Παγθνζκίνπ πνιέκνπ.
(25 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να αλαγλσξίζεηε ηνπο δύν (2) γξακκαηηθνύο ρξόλνπο ησλ ξεκάησλ ηνπ θεηκέλνπ
θαη λα ζρνιηάζεηε ηελ επηινγή απηή ηνπ πνηεηή. Πνηνο από ηνπο δύν ρξόλνπο
θπξηαξρεί θαη γηαηί, θαηά ηε γλώκε ζαο; (15 Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε θαη λα παξνπζηάζεηε δύν (2) εηθόλεο ηνπ πνηήκαηνο. (10
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
επηνύζηνο = απηόο πνπ αληηζηνηρεί ζηελ θάζε εκέξα, ν θαζεκεξηλόο
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Επί ζκηνής (απόζπαζμα)

Δ´

Η ζάιαζζα· πώο έγηλε έηζη ε ζάιαζζα;


Άξγεζα ρξόληα ζηα βνπλά·
κε ηύθισζαλ νη ππγνιακπίδεο.
Τώξα ζε ηνύην η’ αθξνγηάιη πεξηκέλσ
λ’ αξάμεη έλαο άλζξσπνο 5
έλα ππόιεηκκα, κηα ζρεδία.

Μα κπνξεί λα θαθνθνξκίζεη1 ε ζάιαζζα;


Έλα δειθίλη ηελ έζθηζε κηα θνξά
θη αθόκε κηα θνξά
ε άθξε ηνπ θηεξνύ ελόο γιάξνπ. 10

Κη όκσο ήηαλ γιπθό ην θύκα


όπνπ έπεθηα παηδί θαη θνιπκπνύζα
θη αθόκε ζαλ ήκνπλ παιηθάξη
θαζώο έςαρλα ζρήκαηα ζηα βόηζαια,
γπξεύνληαο ξπζκνύο, 15
κνπ κίιεζε ν Θαιαζζηλόο Γέξνο:2
«Εγώ είκαη ν ηόπνο ζνπ·
ίζσο λα κελ είκαη θαλείο
αιιά κπνξώ λα γίλσ απηό πνπ ζέιεηο».

(Τρία Κρυφά Ποιήματα, Τππνγξαθείν Γαιιηθνύ Ιλζηηηνύηνπ, 1966)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Σην πνίεκα παξαηεξείηαη κηα λνζηαιγηθή αλαπόιεζε ηεο παηδηθήο ειηθίαο θαη
ηεο εθεβείαο. Να εληνπίζεηε ηνπο ζρεηηθνύο ζηίρνπο. (15 Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνπο ηέζζεξηο ηειεπηαίνπο ζηίρνπο ηνπ πνηήκαηνο. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
θαθνθνξκίδσ = κνιύλνκαη, παζαίλσ θιεγκνλή κε πύν
2
Θαιαζζηλόο Γέξνο, ν = ν Πξσηέαο, κπζηθόο βαζηιηάο, ν νκεξηθόο «Γέξνο ηεο ζάιαζζαο» πνπ
κεηακνξθσλόηαλ αδηάθνπα γηα λα απνθύγεη λα δώζεη ηηο αιάζεηεο πξνθεηείεο ηνπ
β
β. Η ζάιαζζα είλαη θπξίαξρν ζηνηρείν ζην έξγν ηνπ Σεθέξε. Να εληνπίζεηε ηνπο
ζηίρνπο ζηνπο νπνίνπο δηαθαίλεηαη ε αγσλία ηνπ πνηεηή γηα ην ειιεληθό ζαιαζζηλό
ηνπίν, πξαγκαηηθό θαη ζπκβνιηθό. (25 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Ερωηικός Λόγος (απόζπαζμα)

Ε´

Πνύ πήγε ε κέξα ε δίθνπε πνπ είρε ηα πάληα αιιάμεη;


Δε ζα βξεζεί έλαο πνηακόο λα ’λαη γηα καο πισηόο;
Δε ζα βξεζεί έλαο νπξαλόο ηε δξόζν1 λα ζηαιάμεη
γηα ηελ ςπρή πνπ λάξθσζε θη αλάζξεςε ν ισηόο;2

΢ηελ πέηξα ηεο ππνκνλήο πξνζκέλνπκε ην ζάκα3 5


πνπ αλνίγεη ηα επνπξάλτα θη είλ’ όια βνιεηά
πξνζκέλνπκε ηνλ άγγειν4 ζαλ ην παλάξραην δξάκα
ηελ ώξα πνπ ηνπ δεηιηλνύ ράλνπληαη η’ αλνηρηά

ηξηαληάθπιια... Ρόδν άιηθν5 ηνπ αλέκνπ θαη ηεο κνίξαο,


κόλν ζηε κλήκε απόκεηλεο, έλαο βαξύο ξπζκόο 10
ξόδν ηεο λύρηαο πέξαζεο, ηξηθύκηζκα πνξθύξαο6
ηξηθύκηζκα ηεο ζάιαζζαο... Ο θόζκνο είλαη απιόο.

Αζήλα, Ορηώβξεο ’29 – Δεθέκβξεο ’30

(Σηροθή, Εζηία, 1931)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α. ΢ην πνίεκα εθθξάδεηαη κηα θαηάζηαζε πξνζδνθίαο. Να εληνπίζεηε ηηο πξνζδνθίεο
ηνπ πνηεηηθνύ ππνθεηκέλνπ «εκείο» θαη λα ηηο ζρνιηάζεηε ιακβάλνληαο ππόςε θαη
ηνλ ηίηιν ηνπ πνηήκαηνο. (25 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Η Σηροθή ηνπ ΢εθέξε είλαη κηα ζπιινγή πνπ, ελώ θαηαγξάθεη ηε κεηάβαζε πξνο
ην κνληεξληζκό, δηαηεξεί παξάιιεια ζηελή ζρέζε κε ηελ παξαδνζηαθή πνίεζε. Να

1
δξόζνο, ε = δξνζηά
2
ισηόο, ν = α) είδνο δέληξνπ θαη ν θαξπόο ηνπ δέληξνπ απηνύ, β) κπζηθό θξνύην πνπ έηξσγαλ νη
γλσζηνί καο από ηελ Οδύζζεια Λσηνθάγνη θαη ηνπο πξνμελνύζε ακλεζία
3
ζάκα, ην = ζαύκα
4
άγγεινο, ν = αγγειηαθόξνο. Ο ξόινο ηνπ ζηελ αξραία ηξαγσδία ήηαλ ηδηαίηεξα ζεκαληηθόο.
5
άιηθνο = βαζπθόθθηλνο, θαηαθόθθηλνο
6
πνξθύξα, ε = 1) είδνο θνρπιηνύ θαη ε βαζπθόθθηλε ρξσζηηθή νπζία πνπ εμάγεηαη από απηό, 2)
ύθαζκα βακκέλν κε απηή ηελ νπζία, 3) ε επίζεκε ζηνιή ησλ βπδαληηλώλ απηνθξαηόξσλ.
ηεθκεξηώζεηε ηε ζρέζε απηή θάλνληαο αλαθνξά ζε δύν (2) ραξαθηεξηζηηθά ηεο
κνξθήο ηνπ θεηκέλνπ. (10 Μονάδες)
β2. Ο κνληεξληζκόο ρξεζηκνπνηεί σο ζύκβνια ζέκαηα από ηελ αξραία ειιεληθή θαη
ηε ρξηζηηαληθή παξάδνζε. Να εληνπίζεηε ηξεηο (3) ηέηνηεο πεξηπηώζεηο ζην θείκελν.
(15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)

Αφιέρωμα στη Σαντορίνη (Απόσπασμα)

[...]άξαφνα σιγανός, σιγανότατος ψίθυρος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις,


μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη
γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Κάτω απ’ τα ερείπια του κάστρου των
Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Ορθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας της ανένδοτης,
ώ τι συγκίνηση που ήταν!
Σαν αέρας βίαιος να μας έσεισε. Κάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Και τότε πρόβαλε
μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, πάντα, άσπρο,
πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ’ τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω
απ’ το ηφαίστειο.
Oι ύμνοι τώρα έρχονταν πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη.
Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των
Ελλήνων. Μοναχά ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο με δυο όφεις. Και μπρος
στο Ιερό, κάτω απ’ το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό
κεφάλι, απορροφημένες στη δέησή τους, μόνες με τον εαυτό τους και με το Θεό,
ξυπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια
διάβαζε τα τροπάρια απ’ τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της.
Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων" 1 όλα ήταν
κατάνυξη και ερημιά. Οι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Μικρού Παρακλητικού
Κανόνος:
"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Παρθένε, συ με
κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου,
Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".
Άκουσαν τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα
εμάς. Έτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.
Μας συνεπήρε κ’ εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα,
προσευχηθήκαμε κ’ εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.
Σαν τέλειωσε η παράκληση και οι γυναίκες σηκωθήκαν απ’ τις πλάκες, ωχρές,
γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Μας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα
δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη
έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα το
νησί, με τα πόδια, ν’ ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι και φέτος ξεκινήσανε.
Με τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ’ τον Πύργο, ξυπόλυτες, κ’ η σκόνη σκέπαζε τα
σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ’ τη χάρη της, μετά τη
Θεοσκέπαστη, θ’ ανηφορίζαν για τ’ άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.
Bγάλανε απ’ το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές
ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ᾿ τη
μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το
στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Μα επιμείνανε να το πάρουμε
κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σα να το γυρεύαν για χάρη.

"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.

1
Φράση από τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης, κεφάλαιο Α, 9.
Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε λίγο ακόμα στη Θεοσκέπαστη, μια
ακόμα ελληνική ώρα. Καθώς έβλεπα ν’ ανηφορίζουνε το, σκαλισμένο στο βράχο,
μονοπάτι του Σκάρου οι μαυροφορεμένες, ξυπόλυτες γυναίκες της Σαντορίνης,
πηγαίνοντας ν’ ανάψουν τα καντήλια στ’ άλλα εξωκλήσια, ικέτιδες για τα παιδιά τους,
πεινασμένες, διψασμένες στην άνυδρη γη τους, -θυμήθηκα απότομα τη μακρινή μεγάλη
πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων. Ώ, τι ξένη πόλη, ξεκομμένη απ’ τον κορμό της
Ελλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανά της, για την πικρία και την καρτερία της,
αδιάφορη και αλαζών2, αυτή η πόλη των Αθηνών!

Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 698 (1η Αυγούστου 1956)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να περιγράψετε σε μια παράγραφο το χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία
λαμβάνοντας υπόψη σας και τον τίτλο του κειμένου. (10 μονάδες)
α2. Να περιγράψετε και να χαρακτηρίσετε τις γυναίκες στις οποίες αναφέρεται η
αφήγηση. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε …. αδιάφορη και αλαζών, αυτή η πόλη
των Αθηνών!: Να εντοπίσετε τα δυο σκέλη της αντίθεσης η οποία υπάρχει στο
παραπάνω απόσπασμα (10 μονάδες) και να τη σχολιάσετε. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

2
αλαζών: αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1978)

Μια παρτίδα σκάκι (απόσπασμα)

Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά, κι όμως δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούνε. Κάπου
δεκαπέντε χρόνια θα κάθονταν κι οι δυο τους στον ίδιο τούτο δρόμο, ο Βριλάκος στη
μεσημβρινή πλευρά, ο Μπερεκίδης στη βορινή. Κάθε πρωί, τον καλόν καιρό σαν άνοιγε
ο Βριλάκος το παράθυρό του, σκούρα και τζαμιλίκια, για να πάρει τις βαθιές ανάσες
που του είχε συστήσει ο γιατρός, θα ’βλεπε τον Μπερεκίδη με τα μανικοπουκάμισα να
πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του και σύγκαιρα να ρίχνει κλεφτές, πονηρές ματιές
αντίκρυ. Μόλις ένιωθε πως τον κοίταζε ο Βριλάκος, λόξευε, κρυβόταν πίσω απ’ τη
χοντρή στόφα της βυσσινιάς κουρτίνας, κι από κει, ασάλευτος με το ρουφηγμένο
μούτρο του ισκιωμένο, παραμόνευε.
Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γειτονιά το λέει.
Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως
σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του ’φερε στον καιρό της
υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα
λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα ’κλαιγαν ακόμη χήρες και
γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το
χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε.
Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενοχλητικά κλειστή
ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή
σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας.
Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το
κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε
χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.
Όλ’ αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλογιζότανε δίχως
να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέλητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις
βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε —
αληθινά— πολύ ικανοποιημένος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι
διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ’ όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του
ανθίζανε ροδαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και
τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του
γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, το διαλεχτό κρασί, ο Βριλάκος
δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες.[…]
Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την
κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού
ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ’ άνοιγε το παράθυρό του, θα ’παιρνε τις
τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ’κανε μερικές κάμψεις, δυο
τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγουδώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του.
Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την
περιφέρεια, μ’ ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα
του, προσεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε —δόξα να ’χει ο θεός— πρίμα, βοηθώντας
τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές
καλού»1, έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς
που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.
Και να που η Κατοχή —«ουδέν κακόν αμιγές καλού»— το ’φερε να λυθεί ο πάγος
ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου περιορισμού
μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέντρα, η κυρία Βριλάκου
βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να
τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των
φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα ’δινε τη ζωή της την ίδια για να τον
ευχαριστήσει. Με κάτι τέτοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως
ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο
χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από
πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα. Αν παράγγελνε η κυρία Βριλάκου, πως
θέλει το μύλο για να κόψει στάρι —συνηθισμένη στη γειτονιά πρόφαση— δε θα της
τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει
καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε
πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα
που δεν μπορώ κι εγώ ν’ αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί
γι’ αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που
γίνεται κει κάτω».[…]
ΠΕΖΑ
Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να προσδιορίσετε την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία κάνοντας
σχετικές αναφορές στο κείμενο.(10 μονάδες)
α2.Να περιγράψετε τον τρόπο ζωής και το χαρακτήρα του κυρίου Βριλάκου.(15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να βρείτε δυο (2) μεταφορές με τις οποίες αποδίδεται η συμπεριφορά του κυρίου
Μπερεκίδη (10 μονάδες) και πέντε (5) επίθετα με τα οποία περιγράφεται η σύζυγός
του. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
Η φράση αποτελεί αρχαίο ελληνικό απόφθεγμα και σημαίνει ότι σε κάθε πράγμα, όσο και αν φαίνεται
αρνητικό, μπορούμε να βρούμε και κάτι το θετικό.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)

Ο Ζητιάνος (απόσπασμα)

Όλα τα σπιτάκια του χωριού ήταν κατάκλειστα. Xαμηλά και συμμαζεμένα και
παραπονιάρικα, είχαν απαράλλαχτη την έκφραση των ευτελών1 ενοίκων τους. Kι
εμπρός, αγέρωχο και θρασύ, εψήλωνε το κονάκι2 του Mπέη, με την αυλή
περιμαντρωμένη από μάντρα ψηλή και οδοντωτή, δυναμωμένη από πύργους και
πολεμίστρες σαν οχύρωμα· με την μεγάλη του πύλη θριαμβευτική και άξια όλες τις
άλλες οικοδομές να καταβροχθίση· με τα μεγάλα του παράθυρα ορθάνοιχτα και με τις
πυργωτές γωνίες του, όπου οι πελαργοί είχαν πλέξη τις κοφωτές φωλιές τους κι
εσάλπιζαν καθημερινά στους ανάξιους δούλους εξεγερτήριο σάλπισμα.
Tα κιουτσέκια3 τετράγωνα, με λυγαριά πλεγμένα, ορθά επάνω στα τέσσερα ψηλά
ξύλα τους έμοιαζαν ογκώδη και τετράποδα πουλιά, άγνωστα στη ζωολογία, στον
επίλοιπον κόσμον ανύπαρκτα, γεννήματα μόνον αποκλειστικά της ποταμιάς εκείνης του
βάλτου και της αθλιότητος τρόφιμα. Aπό τα μεσοπλεύριά τους διαστήματα, τα εντελώς
γυμνά, εμπαινόβγαινε του Aπριλιού ο κρύος αέρας κι εξέραινε κάθε οργανική σπορά κι
έδιωχνε μακράν από τον κλεισμένον καρπό τη μούχλα και τη σαπίλα. Kαι κάτω το
πηγάδι με τα φιλιατρά4 του σκορπισμένα, χρήσιμα μόνον για πλάκες πλυσίματος στις
γυναίκες· και η εκκλησούλα η χαμηλή, με τους λεπριασμένους τοίχους, με το
μισοκρεμνισμένο κωδωνοστάσι και τη χαρβαλωμένη σκεπή της· η λεύκα η ψηλή και
ολιγόκλαδη σαν φθισικός5 γίγαντας, όλα είχαν επάνω τους τη σφραγίδα της ερημιάς,
σαν να ήταν το χωριό από πολύν καιρόν ακατοίκητο. H θλιβερή εικόνα έθλιψε
κατάκαρδα και τον Tζιριτόκωστα. Eυθύς εσκέφθηκε πως η ημέρα του θα επερνούσε
χωρίς να ρίξη τίποτε κέρδος στο σακκούλι του. Eπήρεν όμως την προσηλιακή πλευρά
του χωριού, όπου τα σπίτια είχαν τις πόρτες και τα παραθύρια τους, τον τοίχο-τοίχο κι
έσπρωχνε με τον ώμο του κάθε πόρτα, με την κρυφήν ελπίδα μήπως καμμιά κατά τύχη
έμεινεν αμπάρωτη. Tι θα έχανε τάχα μέσα στη μοναξιά εκείνη, αν κατώρθωνε να
συμμαζώξη όλο το εσώθεμα ενός Kαραγκούνη;
Aλλά τα σπίτια όλα ήσαν καλά μανταλωμένα. O Tζιριτόκωστας, απογοητευμένος,
εσκέφθηκε να γυρίση πάλι στον αχυρώνα του, όταν άκουσε πίσω από το κονάκι
παιδιών φωνές και γυναίκεια χασκογελάσματα.
– Mωρ’ έχει κόσμο εδώ! είπεν ευχαριστημένος.

1
ευτελής: φτηνός, εδώ φτωχός
2
κονάκι: το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. Εδώ, η
κατοικία τοπικού άρχοντα.
3
κιουτσέκι: μικρός στεγασμένος χώρος για την αποθήκευση των σιτηρών
4
φιλιατρό: το στόμιο του πηγαδιού
5
φθυσικός: φυματικός
Aληθινά, πίσω από το κονάκι, κάτω από ένα κιουτσέκι, μερικές γυναίκες
χαυδοσκελωμένες6 κατάχαμα εξεφύλλιζαν τ’ αραποσίτι, ενώ τα μικρά παιδιά
εκυλιόνταν παρέκει κι έπαιζαν επάνω σε στοίβα κοπριάς. Eκεί ήταν η Kρουστάλλω
πρώτη, η γυναίκα του Mαγουλά, και η μάνα της η Σταμάτω, γριά καμπουριασμένη και
μονοδοντού· Aγγελική η Kράπαινα, μελαχροινή και ψηλόκορμη· Bασίλω η Tζούμαινα
και η παπαδιά με την θλιμμένη θυγατέρα της την Παναγιώτα και η Pούσα, του
παρέδρου η γυναίκα, και η Aννέτα, βεργολυγερή θυγατέρα του Mπιρμπίλη, και η
Xαδούλαινα.[…]

Θεσσαλικές εικόνες· Ο Ζητιάνος, Εστία, 1897

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α1. Να περιγράψετε τις συνθήκες ζωής που κυριαρχούν στην ελληνική ύπαιθρο την
εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία.(15 μονάδες)
α2. Να αναφέρετε τα συναισθήματα που προκαλεί στον ήρωα η περιήγησή του στο
φτωχικό χωριό.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να καταγράψετε πέντε (5) μετοχές η επίθετα με τα οποία περιγράφονται τα
γυναικεία πρόσωπα της αφήγησης. (15 μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε την αντίθεση που κυριαρχεί στην πρώτη παράγραφο του κειμένου
και να τη σχολιάσετε.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

6
χαυδοσκελώνομαι: κάμπτω ελαφρώς τα γόνατα προς τα μέσα ανοίγοντας ταυτόχρονα τα σκέλη μου˙
χαυδός : στραβοπόδης
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ (1849-1896)

Mεταξύ Πειραιώς και Nεαπόλεως (απόσπασμα)

«Rio Grande» ωνομάζετο το ατμόπλοιον, και το όνομα ήρμοζεν εις το πράγμα, διότι
ήτο αληθώς μέγα πλοίον, το μεγαλύτερον της εταιρίας. Eίχε φθάσει αργότερον του
δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Eλλάδος
επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας
μετά το μεσονύκτιον.
Aνήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα
τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην εν είδος αφοβίας
προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου,
εις τας λοιδορίας1 του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς,
αλλ’ ο τόπος».
H θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ’ εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου.
Eν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ’ εις την
αδυναμίαν της. Tα ατρεμούντα2 ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την
ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα
στήθη των. Kαι, μετ’ ακραδάντου πεποιθήσεως περί ευπλοΐας 3, έβλεπον εναλλάξ το
«Rio Grande» κολακευτικώς, και προκλητικώς τα κύματα. – A! έλεγον προς αυτά εν τω
νω4 μου. Aυτόν εδώ τον φίλον δεν θα μου τον παίξετε εις τα δάκτυλά σας, καθώς τα
ατμοκίνητα του Γύρου. – Kαι με την πεποίθησιν ταύτην ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω
ποδί5 κατά μήκος του καταστρώματος.
Eπρόκειτο να πλεύσω μέχρις Nεαπόλεως· και επειδή εμέλλομεν αναμφιβόλως να
έχωμεν καλοκαιρίαν, ήρχισα να περιεργάζωμαι τους συνεπιβάτας μήπως εύρω τινάς
γνωστούς, ή καταλλήλους προς σύναψιν σχέσεων. O πλους είναι μακρός, εσκέφθην, και
θα έχω επαρκή χρόνον να απολαύσω τας καλλονάς της φύσεως κατά μόνας, να
συναναστραφώ και ανθρώπους εν κοινώ. Kαι ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα
βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί6, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν
ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το
άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε
των χειλέων και των οδόντων του. – Kάπου είδον αυτόν τον κύριον! – είπον κατ’
εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω. Aλλ’ εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το
σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν. […]

1
κακολογία, χλευασμός
2
ήρεμα
3
ευπλοῒα: το καλό ταξίδι
4
στο μυαλό μου
5
με σταθερό πόδι
6
γρήγορα
Kατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην
μου, [...]– Kαι ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά
ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν,
προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την
εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης,
ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις
δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν
και την έκφρασιν.
– Kαλή μέρα, Kανάτα! – Aνεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και
ερασμία7 την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον8 διά την παράδοξον προσφώνησιν.
– Bάλλω στοίχημα πως δεν μ’ ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτ’ αμηχάνως η κόρη
και απέσυρε την χείρα της εκ της εδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την
αδιάκριτον οικειότητα μεθ’ ης την προσέφερεν.
– Kαλή μέρα, Mademoiselle9!... απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι
μάλλον10 ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργείας.
– Bέβαια! – είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη11 παραπονετικώς κατά τον τρόπον
των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. – Eπέρασε πολύς καιρός! Eίναι τώρα τόσα χρόνια,
που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η
εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κανάτα με δύο αφτιά, και έτσι κρεμασμένες
από το εν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Bοσπόρου με το
φεγγάρι. […]
(1883)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να καταγράψετε τους τόπους που αναφέρονται στο κείμενο και να τους συνδέσετε
με στιγμές από τη ζωή του αφηγητή. (15 μονάδες)
α2. Να περιγράψετε τα δυο πρόσωπα τα οποία συναντά ο αφηγητής κατά την πρώτη
του περιήγηση στο πλοίο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Υποστηρίζεται ότι το έργο του Βιζυηνού χαρακτηρίζει «ιδιότυπη διγλωσσία», αφού
τα αφηγηματικά μέρη είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, ενώ οι διάλογοι στη δημοτική.
Να βρείτε από δυο αντίστοιχα παραδείγματα για την καθεμιά μορφή γλώσσας που
τεκμηριώνουν την παραπάνω διαπίστωση. (20 μονάδες)
β2. Να γράψετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις οι οποίες αναφέρονται στο πλοίο.(5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
7
εράσμιος: θελκτικός και αξιαγάπητος
8
που είχα εκπλαγεί
9
δεσποινίς
10
ακόμη περισσότερο
11
συνοφρυούμαι: σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη,
σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ (1872-1958)

Δώρο χριστουγεννιάτικο (απόσπασμα)

Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το


παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του
παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ’ απ’ τις σχισμάδες της
μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρίου που μούγκριζε έξω,
να μας έρχεται. Μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα
είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο
και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν
τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς
το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ’ αυτό·αλλ’ ο κύριος του
σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο
που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ’μεις πάρει, ακουγόταν αυτός
απ’ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να
μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ’ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε
ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ’ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε
τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
– Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ’ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και
καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά.
Αλλ’ απ’ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η
καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και
τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω,
περνούσαν απ’ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ’ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο
όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί,
με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα1.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ’ τ’ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!...
Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της
κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως
πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ’ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά
μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... […]
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε
τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια
του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ’ έξω απ’ το
παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο
κιτρινωπές όρνιθες.[…]
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση (6
μονάδες) και να προσδιορίσετε το χώρο, όπου εκτυλίσσεται η σκηνή. (4 μονάδες)
α2. Να σχολιάσετε τον τίτλο του διηγήματος σε σχέση με το περιεχόμενό του. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Η ζωή των περιθωριακών ανθρώπων κυριαρχεί ως μόνιμο θέμα στο έργο του
Δημοσθένη Βουτυρά. Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω διαπίστωση με αναφορές στο
κείμενο. (15 μονάδες)
β2. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) λαϊκές λέξεις. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
λεπτό επίμηκες και ευθύ κομμάτι από ξύλο, σίδερο κτλ., που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών·
χάρακας.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ (1872-1958)

Πόσο ήθελα... (απόσπασμα)

Τον θυμάμαι ακόμα καλά πώς ήταν. Ντυμένος με ωραία ρούχα, βελουδένια, τις
περισσότερες φορές, κοντά πανταλόνια με μαύρες ψηλές κάλτσες, και με σάκκα, που
κανένα άλλο παιδί δεν είχε στο σχολείο. Α τη ζήλευα! Αλλά περισσότερο από αυτή,
ζήλευα τα μολύβια του. Είχ’ ένα σωρό χρωματιστά, και τα κοίταζα λαίμαργα. Το
πράσινο προπάντων. Πόσο μ’ άρεσε το πράσινο μολύβι!
Και καθόταν ο Περικλάκης, έτσι λεγόταν αυτό το παιδί, σ’ ένα σπίτι ψηλό, ψηλό,
που το δικό μας μπροστά του ήτανε σα βαρκάκι μπρος σε θωρακωτό1.
Τον έβλεπα να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει από ψηλά, τα παιδιά που
παίζανε κάτω, στο δρόμο. Κάποτε κατέβαινε κι αυτός, ξέφευγε, κ’ έπαιζε με τα παιδιά,
τα φτωχόπαιδα. Τι θέλει να παίζει με τα παλιόπαιδα, εγώ σκεπτόμουνα, ενώ κάθεται
σε τέτοιο σπίτι! Εγώ επιθυμούσα νάμουν εκεί ψηλά κι ας έλειπαν τα παιχνίδια με τα
παλιόπαιδα, που τις περισσότερες φορές, τελειώνανε το παιχνίδι μ’ ένα δυνατό ξύλο.
Αχ, πώς ήθελα νάμουν κ’ εγώ κει ψηλά στο μπαλκόνι και να κοιτάζω κάτω τον
κόσμο, που περνούσε. Μα ποτέ, ποτέ δε θα κατέβαινα κάτω! Και τι να κάνω κάτω;
Είχε μια σκάλα μαρμαρένια κ’ ένα χαλί επάνω βυσινί στρωμένο! Αχ, τι ωραία ήταν η
σκάλα! Μα μέσα πώς θάταν; Παράδεισος!
Κι αυτό κατέβαινε κάτω για να παίξει με τα βρωμόπαιδα, να του χτυπούν τις πλάτες
και ν’ ακούει ένα σωρό παλιόλογα. Μα πώς, τι πάθαινε και ζητούσε αυτό;
Απ’ το σχολείο ερχόταν πολλές φορές, και τον έπαιρνε μια υπηρέτρια με κόκκινα
μάγουλα, αυτή που έβγαινε και τον μάζευε απ’ το δρόμο, όταν έπαιζε με τα
παλιόπαιδα. Πώς τον αγαπούσαν! Και όταν πήγαινε κοντά της όλο πηδούσε κ’ έκανε
τον κουτσό. Αυτό τόκανα κ’ εγώ μόνος, έπειτα, γιατί τόκανε εκείνος. Κανείς όμως δε
μούλεγε:
— Έλα, έλα, μην πέσεις! πρόσεχε!
Και όταν μια μέρα έπεσε, η υπηρέτρια έτρεξε και τον τίναξε προσεχτικά, ρωτώντας
μη χτύπησε. Μαζί τρέξανε και δυο συμμαθητές του και κάτι διαβάτες.
Κ’ εγώ είχα πέσει το πρωί, αλλά κανείς δεν έτρεξε να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Σηκώθηκα μόνος μου, και τότε είδα πως γελούσαν, είχανε ξεκαρδιστεί στα γέλια οι
διαβάτες και οι συμμαθητές μου.
Το σπίτι το ψηλό και τα καλά τα ρούχα φταίγανε!
Πόσο ήθελα νάμουν εγώ στη θέση του, πόσο!
Είχε μια όμορφη μάνα! ντυμένη ωραία, δεν έμοιαζε με τη δική μου. Πόσο ήθελα
νάμουν παιδί της, πόσο! Οι μάνες των άλλων παιδιών έβγαιναν κάποτε, αδύνατες,
ξεμαλλιάρες, με μπράτσα γυμνά, άσχημες σα στρίγγλες και φωνάζανε τα παιδιά τους
με φωνή όχι ανθρώπινη αλλά σαν κάποιου ζώου:
— Βρε, μωρέ, συ!

1
σήμερα θα λέγαμε θωρηκτό, το θωρακισμένο πολεμικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος
Αυτή, η μητέρα του, ποτέ δεν έβγαινε να φωνάξει. Έβγαινε μόνο στο μπαλκόνι και
μόλις έβλεπε το παιδί της κάτω να παίζει με τα ξυπόλητα παιδιά, που μέσα ήμουν κ’
εγώ, όχι όμως ξυπόλυτος, το φώναζε με μια γλυκιά φωνή:
— Περικλή!...
Ύστερα έμπαινε, μέσα, και σε λίγο φαινόταν η δούλα με τα κόκκινα μάγουλα και την
άσπρη ποδιά, να βγαίνει στο δρόμο και να τον παίρνει.
Πώς ήθελα νάμουν παιδί της νάστελνε έτσι την υπερέτρια να μ’ έπαιρνε επάνω, να
με μάλωνε, και να μ’ έδερνε ακόμα!
Ένα απόγευμα πολεμώντας να διαβάσω κοντά στο παράθυρο, έμαθα ένα τρομερό
μυστικό. Τόπε η σπιτονοικοκυρά μας στη μάνα μου, και δε θα της πήγε στο νου ότι
εγώ πρόσεχα, είχα κάνει τ’ αυτιά μου να, για ν’ ακούσω.
Η μάνα μου είχε ζητήσει πλύστρα, και η κυρά του σπιτιού τής σύστησε μια συγγενή
της, που καθόταν πίσω κει, σ’ ένα στενό δρόμο, βρώμικο, μέσα σε μια μάντρα. Και
της μήνυσε η μάνα μου και ήρθε. Την είδα κ’ εγώ. Ήτανε μια γυναίκα ξερή σαν
τσίρος2, ψηλή, και με μια φωνή τόσο βραχνή, που δύσκολα ξεχώριζες τι έλεγε.
Φορτώθηκε το μπόγο τα ρούχα κ’ έφυγε.
Η κυρά του σπιτιού, μόλις έφυγε η πλύστρα, είπε στη μάνα μου το τρομερό μυστικό.
Έτσι τόπα εγώ με το νου μου.
Το παιδί του πλούσιου σπιτιού, ο Περικλής, δεν ήταν παιδί της οικογένειας, η κυρία
Μερτίκα δεν έκανε παιδιά, ήταν αυτής εκεί της πλύστρας της αδύνατης, της
ξεραμένης!... Είχε αυτή πολλά παιδιά, ένα σωρό, και τόχε δώσει στη Μερτίκα από
πολύ μικρό, μωρό σχεδόν. Κ’ έτσι αυτό δεν ήξερε τη μάνα του.
Τι ήθελε να το μάθω, ποιος Σατανάς τόκανε;
Και ήτανε μέρες εξετάσεων.
Την άλλη μέρα δέκα παιδιά το ξέρανε στο σχολείο, τη δεύτερη όλη η τάξη, και την
τρίτη όλο το σχολείο. Αλλά δεν έφτανε αυτό, τόπα ένα απόγευμα, καθώς φεύγαμε απ’
το σχολείο, και στον ίδιο.
Θύμωσε στην αρχή, αλλ’ έπειτα κάθισε ταραγμένος, και τ’ άκουσε καλά.
Κάναμε εξετάσεις. Εγώ προβιβάστηκα με κόπους και βάσανα. Και μετά λίγες μέρες
φύγαμε για την πατρίδα, για να περάσουμε το καλοκαίρι.
Όταν πλησίαζε ο Σεπτέμβριος ήρθαμε και αλλάξαμε σπίτι. Πήγαμε σ’ ένα πολύ
μακρινό απ’ τη γειτονιά αυτή, αλλ’ ωραιότερο. Αναγκάστηκα όμως ν’ αλλάξω και
σχολείο. Πήγα σ’ ένα κοντινό. Κ’ έτσι έχασα τους παλαιούς μου φίλους και δεν ήξερα
τι έκανε ο Περικλής, η ωραία μάνα του, η δούλα...
Μια μέρα, μια εορτή, γύριζα απ’ την παλιά γειτονιά μου κοντά, όταν ξαφνικά, ακούω
να με φωνάζουνε. Στρέφομαι και βλέπω ένα παιδί με φτωχικά ρούχα, μα πολύ
φτωχικά, μακριά πανταλόνια, ξεσκούφωτο, να στέκεται κρατώντας ένα τσουβάλι,
πούχε ακουμπήσει κάτω.
Νόμισα πως θάταν κάποιος από τους πολύ φτωχούς φίλους μου της γειτονιάς, και τον
πλησίασα. Αλλ’ άμα έφτασε κοντά μου, έμεινα, μαρμαρώθηκα. Το παιδί με τα
φτωχικά ρούχα και το τσουβάλι ήταν ο Περικλής!
— Πήγα στη μάνα μου πάλι, μου είπε, την αληθινή! Έφυγα απ’ εκεί![…]
Έκανα καιρό να τον δω. […] Τώρα, μεγάλος πια, τον βλέπω συχνά. […] Αλλ’ όμως
εγώ, πάντοτε, όταν τον βλέπω και όταν τον σκέπτομαι, αισθάνομαι κάτι να μ’ ενοχλεί,
κάτι να μου λέει, πως του είχα κάνει κακό μεγάλο. Αλλ’ αυτός τι να λέει άραγε;...

2
σαν το αποξηραμένο σκουμπρί, δηλαδή πολύ αδύνατη
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε συνοπτικά το θέμα του διηγήματος.(15 μονάδες)
α2. Να συνδέσετε τον τίτλο του διηγήματος με το περιεχόμενό του κάνοντας δύο
σχετικές αναφορές. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Στο έργο του Δημοσθένη Βουτυρά περιγράφεται ρεαλιστικά η ψυχολογία των
ανθρώπων που ζουν στις πόλεις. Να βρείτε στο κείμενο τρία (3) στοιχεία που
τεκμηριώνουν αυτή τη διαπίστωση. (15 μονάδες)
β2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία του ερωτηματικού στο τέλος του κειμένου. (10
μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ (1888-1974)

Το ρέμα (απόσπασμα)

Ζει ο καθένας για τον εαυτό του. Και οι άνθρωποι και τα σκυλιά και οι γάτες.
Μονάχα ένα κοινό σημάδι - και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μαζί μ’ αυτούς κι όλα τα
ζωντανά: καθένας πρέπει να ’βρει έναν τρόπο για να ζήσει.
Μυστήριο από τι τρέφονται όλοι αυτοί, με τι γεμίζουν την κοιλιά τους, ακόμα ως και
τα σκυλιά που χώνουν το μουσούδι μες στις βρώμες και σκαλίζουν με τα μπροστινά.
Λαχανίδες, ψωμί και σκουπόχορτο αλεσμένο.[…] Κάποτε, δεν πάει πολύς καιρός, πριν
ένα ή δυο χρόνια, στο εργοστάσιο για τα μωσαϊκά πλακάκια, καθώς και στ’ άλλο, στη
«Βιομηχανία Πλαστικών Υλών», βουίζανε οι μηχανές, έβγαινε πότε πότε απ’ τη
λαμαρινένια καμινάδα ένας καπνός και τ’ αυτοκίνητα φορτώνανε πραμάτεια. Το
μεσημέρι σφύριζε η σειρήνα κι όλοι κοίταζαν τα ρολόγια τους, αυτοί που μένουν στο
συνοικισμό και οι περαστικοί. Μα τα πουλήσανε κι αυτά οι περισσότεροι. Τώρα
περνάει κάθε μέρα ένας ανάριος1 ουλαμός2 ντυμένος γκριζοπράσινα, καβάλα σε
αστραφτερά ποδήλατα, με το ντουφέκι διαγώνια στη ράχη. Την άλλη μέρα οι
εφημερίδες δίνουνε τα ονόματα δέκα τουφεκισμένων. Τα παιδιά της γειτονιάς
χαζεύουνε ξυπόλυτα, με την πρησμένη τους κοιλιά και το βαθουλωμένο στέρνο.
Άλλες φορές μαζώνονται στη λεωφόρο, τριγύρω από κάποιον που έπεσε λιπόθυμος
πλάι σ’ ένα κυπαρίσσι, πάνω στη μαύρη άσφαλτο. Μαζί με τα παιδιά, τον τριγυρίζουνε
και κάμποσα σκυλιά που μόλις κάνεις να τα διώξεις δείχνουνε τα δόντια τους - δεν
ξέρεις αν φοβερίζουνε ή αν χαμογελάνε.
Ποια σημασία μπορεί να ’χουν όλα τούτα - η γειτονιά είναι ανάγκη να τα καταφέρνει
όπως- όπως. Κατοχή. Δυο δυο οι καραμπινιέροι περνούνε πάνω στ’ άλογο, με την
καραμπίνα κρεμασμένη από τη σέλα.[…]
Βέβαια, ο ήλιος. Δεν έχει αντίρρηση κανένας. Μέσα στη νύχτα όμως ουρλιάζουν
τα σκυλιά, μπορεί να ουρλιάζουν απ’ την πείνα. Ίσως κι από χαρά που βρήκανε να
τραγανίσουν κάποιο κόκαλο από απίθανο ψοφίμι.
Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ουρλιάζουν τα σκυλιά, καθένας ζει μονάχα για τον
εαυτό του με μια ψυχή λειψή. Λειψή σαν το αποψινό φεγγάρι. Και η τσουχτερή αυγή
πάνω στο Διαβολόρεμα, το πικροχάραμα πίσω από το μαδημένο Υμηττό -κάπου πρέπει
να βρίσκεται κι αυτός, δε φαίνεται η ράχη του από το καταχωνιασμένο ρέμα. Μόνο που
αντίκρυ ξεχωρίζουν πια τα Τουρκοβούνια.
Κάτι σα να ’τριξε, εύκολα τριματίζεται το χώμα στον ξερότοπο αυτό, που δεν τον
καταδέχονταν ως και τα σκουλήκια.

1
σε αραιή διάταξη
2
τμήμα στρατού ξηράς
Μέσα στο σκοτεινό βαθούλωμα, ίδια ρηχιά σπηλιά, πλάι στο χωματένιο τοιχαλάκι,
κούρνιαζε ο Ηλίας μισοκοιμισμένος με το ’να μάτι του ανοιχτό. Άνοιξε και το άλλο
μάτι.
- Μίλησες; κάνει του μικρού που καθότανε πλάι του ανακούρκουδα3.
Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Ανασήκωσε το γιακά του σακακιού του κι απόμεινε στην
ίδια θέση, τη ματιά του καρφωμένη εκεί μπροστά στο ρέμα, που από γκρίζο άρχιζε πια
να κιτρινίζει.
- Τσούζει λιγάκι; εξακολούθησε ο άλλος. Πόσες έχουμε σήμερα, εφτά ή οχτώ του
μήνα; Ο Σεπτέμβρης μπήκε με ψυχρούλα. Εσύ, βρε φουκαριάρη Βασιλάκη, δεν
καπνίζεις, ε; - αμ βέβαια, θα κάψεις τα μουστάκια σου! Μα εγώ θ’ ανάψω ένα
ταλιάνικο4 μπας και ζεσταθώ. Δε θ’ αργήσει να ’ρθει κι ο λεγάμενος.
Στη λάμψη του σπίρτου, ο μικρός έσμιξε τα φρύδια κοιτάζοντας τον πλαϊνό του. Ο
καπνός του τσιγάρου έβγαινε απ’ τη σπηλιά σα να τον ρούφαγε η αυγή. Μια μυρωδιά
ξερού γαρύφαλλου γέμισε το βαθούλωμα.
- Μπάρμπα, είναι σίγουρο πως θα ’ρθει;
Ο Ηλίας ανέβασε το πάνω χείλι κι έφτυσε πετάγοντας το σάλιο του λοξά, μεσ’ από
την τρύπα που άφηνε το χαλασμένο του σκυλόδοντο.
- Και βέβαια, θα ’ρθει! Όσο κι αν γύριζε ψες βράδυ από ταβέρνα σε ταβέρνα,
μπροστά η ρομβία5 κι αυτός ξοπίσω με το Λεμονή. Στις έντεκα ήρθε στο σπίτι και τα
συμφωνήσαμε.
- Στις έντεκα;
- Τα ’χει καλά με το λοχία το Τζάκομο, καμιά περίπολο δεν κοτάει6 να του μιλήσει…
Κι εξ άλλου, ξέρουνε πως ο Μπατής δεν έχει παραδώσει το πιστόλι του. Αυτό μετράει.
- Το κρατάει πάνω του;
- Τι θες; Να το κρεμάσει κάτω απ’ τα κονίσματα σα νυφικό στεφάνι;… Προχτές,
στον καφενέ του Τζούμα, το ’βγαλε και το σκάλιζε, κάπου έμπλεκε η ρόδα. Πάνω στην
ώρα μπαίνουνε τέσσεροι ταλιάνοι7.
- Ω! Έκανε ο μικρός με αγωνία.
- Θαρρείς του κάηκε καρφί; Πρόσταξε το Τζούμα: «μισή 8 για τα παιδιά». Έπειτα
πάει στο τραπέζι τους και λέει: «σκουζάτε»9 - κι άρχισε κάτι να τους εξηγά με τα
ψευτοταλιάνικά του, δείχνοντας το πιστόλι. Το ψαχουλεύανε κι εκείνοι […]. Το ’χωσε
πάλι στο ζωνάρι. Τότε γυρίζει και μας κάνει: «Βρε παιδιά, μα το Θεό, αν ήταν Γερμανοί
θα τους την άναβα. Μα τούτοι εδώ, ποιος καταδέχεται!» - κι άρχισε πάλι τις μαλαγανιές
με τα ψευτοταλιάνικά του.
- Ω! Θάμαζε τώρα ο Βασιλάκης. Το ’πε αυτό «ποιος καταδέχεται»;
-Τους ξέρει από το μέτωπο, κάμποσους από δαύτους ξεβράκωσε στο Πογραδέτς - ε,
να ’χα κι εγώ τα νιάτα του, δε θα ’χανα ένα τέτοιο πανηγύρι.[…]

3
με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
4
ιταλικό
5
λατέρνα
6
δεν τολμά
7
Ιταλοί
8
μισό κιλό κρασί
9
με συγχωρείτε
Από τη συλλογή διηγημάτων Η κορομηλιά, 1959

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εντοπίσετε την ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται η αφήγηση. Να
τεκμηριώσετε την απάντησή σας με δυο (2) αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
α2. Να καταγράψετε τις πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο του Μπατή, τις οποίες
μας παρέχει ο διάλογος ανάμεσα στο μικρό Βασιλάκη και το θείο του. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) ιδιωματικές λέξεις. (10 μονάδες)
β2. Η ρεαλιστική περιγραφή αποτελεί ένα από τα γνωρίσματα των πεζογράφων της
γενιάς του ’30, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται ο Κοσμάς Πολίτης. Να
αναγνωρίσετε πέντε (5) στοιχεία ρεαλισμού στην παραπάνω αφήγηση.(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973)

Δύσκολες νύχτες (απόσπασμα)

[…] Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι1. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και
με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ’ άρεσε
τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα
που μου έδειξαν. Τι να τα κάνω εγώ … Τα ’ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα
ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε
"Φαρμακείον", αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα κι ο φαρμακοποιός; ή
γράφανε "Σιδηροδρομικός Σταθμός" κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα
τους να μπαινοβγούνε. "Δύσκολη, κύριε, η μικρή …" Και τότε εξέφευγε του πατέρα
αγανάχτηση για τα χαϊδεμένα παιδιά που με το να ’χουνε απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια
τίποτα. - Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι - Βασίλη.
Καθόλου εγώ δεν καταλάβαινα γιατί σήμερα να μην έχουν όλα τα παιδιά καινούρια
παιχνίδια… Τάχατες, δεν είμαι κι εγώ, όσο κι εκείνα, πολύ δυστυχισμένη … Ό,τι δεν
είχα, εκείνο πάντα ήθελα, κι αφού ό,τι ήθελα δεν είχα…
Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό,
να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη μέρα, έτσι - όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι… να
ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο
τζάμι του παραθυριού που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο
άνθρωπος που θα ’ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το
φέρνει, και ν’ ανεβαίνει τη σκάλα, ν’ ανοίγει την πόρτα της κάμαρας που κάθομαι και
περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που
επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω
χάμω, για να μην το ξαναγγίξω ποτέ πια.
"Ετοίμασε τη μικρή να την πάρω μαζί μου", έλεγε η γιαγιά πολλές φορές. Είχα μια
χαρά! Μου ’βαζε η νταντά τα ναυτικά με τα άσπρα σειρήτια και τις βαθιές
καλοσιδερωμένες πιέτες γύρω που, όταν έστριβα το κορμί, ανοίγανε ψηλά ψηλά κι
εφούσκωναν σαν τεντωμένη ομπρέλα. Τα βαριόμουνα εκείνα τα σκούρα ολόιδια μπλε
φουστάνια πάντοτε το χειμώνα κι ολόιδια κάτασπρα το καλοκαίρι. Τ’ άλλα παιδιά
φορούσανε χρωματιστά, ένα σωρό φιόγκους και κορδέλες και πράματα … Όλοι όμως
λέγαν πως τα δικά μου ήτανε πάντα τα καλύτερα, αγορασμένα πάντα παραγγελιά απ’
τον "Παράδεισο των Παίδων" που δεν βρίσκονταν φαίνεται πολλοί να μπορούν να
μπουν εκειμέσα. Πάλι δεν καταλάβαινα γιατί να ’μαι υπερήφανη έπρεπε δηλαδή, επειδή
το φουστάνι μου ήταν αγορασμένο από κειμέσα, ενώ εγώ εκοίταζα πάντα με ζήλια τα
κόκκινα της εγγονής της μαγέρισσας που ’ρχότανε την Κυριακή να πάρει το πακέτο με
τα πράματα που της είχαν μαζέψει μες στη βδομάδα. Είχε και μαύρα γοβάκια που
γυάλιζαν. Γύριζα κι έβλεπα τότε τις εδικές μου μπότες κάτασπρες από γάντι πετσί και
1
πνευστό μουσικό όργανο, σουραύλι
τις σιχαινόμουνα. Με παίρναν όμως στην άλλη κάμαρα και λέγανε, σιγά σιγά να μην
ακούσει το κοριτσάκι, πως όλα τούτα που φορούσε ήτανε πρόστυχα2, κι εγώ δεν έκανε
να τα βάλω. Τότε προσπάθησα πάρα πολύ θυμούμαι να τους εξηγήσω ότι εμένα μ’
αρέσανε εκείνα καλύτερα… Την εδικιά μου γνώμη ωστόσο δε φάνηκε ποτέ κανένας να
την παίρνει στα σοβαρά.[…]

Εκδόσεις Κέδρος, 1988.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Το κείμενο αποτελεί τον εσωτερικό μονόλογο ενός μικρού κοριτσιού, στον οποίο
αποτυπώνονται φαντασιώσεις, επιθυμίες και εντυπώσεις από τον κόσμο των μεγάλων.
Να επισημάνετε από μια αντίστοιχη φράση για το καθένα από τα τρία αυτά
χαρακτηριστικά. (15 μονάδες)
α2. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά… τα
χαϊδεμένα παιδιά που με το να ’χουνε απ’ όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα.: Να
σχολιαστεί το απόσπασμα.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου της Μέλπως Αξιώτη είναι η χρήση λαϊκής -
προφορικής γλώσσας. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) αντίστοιχα παραδείγματα (20
μονάδες) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

2
πολύ μικρής αξίας και επομένως και πολύ κακής ποιότητας
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Η Γλυκοφιλούσα (απόσπασμα)

[…] Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας
και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον1 και πολύρροιβδον2 κύμα,
ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό εις τους σκληρούς
βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς,
πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την
μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την
βορειοανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο
επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά
άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων
ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος3 του ιερού Βήματος
προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων,
και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δύο παραθύρων του
χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς4 της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία
παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και
λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και
κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά
κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών
χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων5 παντοίων, ολιγότερον φευ! ασφαλή από
της νεοτέρας αρχαιολογικής και αρχαιοκαπηλικής μανίας. Και ο απλούς ούτος
στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον6 τρυφερόν θέλγητρον, εις
το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην
επιθυμίαν να διασκελίσει το κατώφλιον, να εισέλθει εις τον πενιχρόν 7 ναΐσκον, ν’
ανάψει κηρίον, να κάμει τον σταυρόν του, και ν’ ασπασθεί ευλαβώς την εικόνα της
Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον
του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της,
Και πάλι κίνησα να ’ρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου.[…]
…………………………………………………………….
Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ’ η καρδιά μου.
1
που ταράσσεται διαρκώς
2
πολυρροίβδητος∙ αυτός που περιστρέφεται με μεγάλο θόρυβο και ταχύτητα
3
αχη(ι)βάδα: κόγχη
4
της παραστάδας
5
δήωση :ερήμωση, λεηλασία
6
απερίγραπτο
7
φτωχικό
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.
Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε μεγάλην γλύκαν και παρηγορίαν από τες
πίκρες του κόσμου εις το να θεωρεί μόνον την πενιχράν κανδήλαν καίουσαν εμπρός εις
την ωραίαν εικόνα, την ζωγραφημένην από τον μακαρίτην Αθανάσιον τον Κεφαλάν,
Ηπειρώτην, άνδρα αγωνιστήν, ευπαίδευτον, πολύγλωσσον, ωρολογοποιόν και
ζωγράφον, όστις όμως όλην την ζωήν του υπήρξε δημοδιδάσκαλος Γ΄τάξεως, και
απέθανεν υπερενενηκοντούτης με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.
Η ωραία μικρά εικών, με το ωχρόν πρόσωπον της Παναγίας, ενούμενον κατά
παρειάν με το λευκόν και ένθεον πρόσωπον του λατρευτού Βρέφους της, είχεν άφατον
γλυκύτητα, και ήτο καλλίστη έκφρασις της μητρικής στοργής, της γεννωμένης, ως εκ
πικράς ρίζης γλυκέος καρπού, ευθύς με τας ωδίνας του τοκετού, και συναυξανομένης
με της ανατροφής τους κόπους και τας μερίμνας. Και ο φιλακόλουθος πιστός δεν θα
υστερεί της αμοιβής διά την ευσεβή προσήλωσιν.
Κάλλιο μια μέρα στη δική σ’ αυλή, παρά χιλιάδες∙
στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ’ αρματωλών λημέρια. […]
(1894)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Ένα από τα γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη αποτελεί η απεικόνιση της
θρησκευτικής πίστης. Να τεκμηριώσετε την άποψη κάνοντας τρεις (3) αναφορές στο
κείμενο.(15 Μονάδες)
α2. Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε……με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.:
Αφού αντλήσετε πληροφορίες από το παραπάνω απόσπασμα, να αφηγηθείτε με δικά
σας λόγια τη ζωή του Αθανασίου Κεφαλά. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να αναφέρετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις με τις οποίες περιγράφονται τα πιατάκια
των τοίχων της εκκλησίας. (10 Μονάδες)
β2. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, εντελώς προσωπική, αποτελεί ένα κράμα από λόγια,
εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Να βρείτε από ένα (1) παράδειγμα για το καθένα
από αυτά τα χαρακτηριστικά. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ (1874 - 1941)

Ο Τρελαντώνης (απόσπασμα)

[…]ΑΝΤΩΝΗ, ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ, έλα μέσα, μην πάγω στην κυρία! φώναξε η Αφροδίτη
από μέσα από την κρεβατοκάμαρα.
— Φυσάει μπάτης1, αποκρίθηκε ο Αντώνης από το μπαλκόνι όπου, με το νυχτικό του
ακόμα, σήκωνε στον αέρα ένα σαλιωμένο δάχτυλο, για να δει από πού του το κρύωνε ο
άνεμος.
Μελαγχολικά μπήκε μέσα.
— Θα πάμε στην εκκλησία, είπε.
— Ναι; Το ’πε η θεία; ρώτησε ξαφνισμένη η Αλεξάνδρα.
— Όχι! Μα παρατήρησα πως κάθε φορά που την Κυριακή φυσάει μπάτης, η θεία μάς
παίρνει στην εκκλησία.
Γρινιάρικα, από το κρεβάτι της όπου κάθουνταν με τα παπουτσωμένα της πόδια
κρεμαστά και τα μαλλιά της ακόμα στα χαρτιά, που της τα τύλιξε η Αφροδίτη
αποβραδίς, για να είναι κατσαρά την Κυριακή, κατσουφιασμένη είπε η Πουλουδιά:
— Εγώ ξέρω πως σα βάλει η θεία το μενεξελί της μεταξωτό φόρεμα, βρέχει. Όχι σα
φυσάει μπάτης...
— Ποιος σου είπε πως θα βρέξει; διέκοψε ο Αντώνης. Είπα πως θα πάμε στην
εκκλησία. Σα να μη φθάνει που δε βουτούμε στη θάλασσα την Κυριακή! Κι εγώ
σήμερα ήθελα να παίξω πόλεμο με τους στρατιώτες μου. Ουφ! μπελάς!
Η Αφροδίτη, που αποκούμπωνε του Αλέξανδρου τ’ άσπρα στιβαλάκια2, τον
αγριοκοίταξε.
— Δεν ντρέπεσαι, Αντώνη, να λες μπελά την εκκλησία! του είπε αυστηρά.
Ο Αντώνης κοντοστάθηκε και, αλήθεια, ντράπηκε και κοκκίνισε.
— Μα ναι, είπε ξαναβρίσκοντας την τόλμη του μαζί με την απάντηση, εδώ δε μ’ αρέσει
η εκκλησία! Στην Αλεξάνδρεια πηγαίναμε στον Άγιο Σάββα, στεκόμασταν στο στασίδι
της μαμάς, και λειτουργούσε ο Πατριάρχης και είχαμε και το εγκόλπιό3 μας και τα
έλεγε σιγά ο Πατριάρχης κι εμείς τα διαβάζαμε στο εγκόλπιο και ξέραμε πότε θα πουν
το Ευαγγέλιο και πότε θα βγουν τ’ Άγια. Εδώ... Πρώτον εδώ είναι πάντα γεμάτη η
εκκλησία και μας σπρώχνουν απ’ όλες τις μεριές...
— Εδώ έχετε της θείας σας της Αργίνης το στασίδι, διέκοψε η Αφροδίτη.
— Μπα! Σαν μπει μέσα η θεία Μαριέτα, το πιάνει όλο, είναι τόσο παχιά! είπε ο
Αντώνης. Εμείς στεκόμαστε εμπρός της, στην αράδα. Και κάνει μια ζέστη! Και δεν
έχομε εγκόλπια... τα ξεχάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Και τα λέγει γρήγορα και μες στη
μύτη του ο παπα-Δημήτρης και δεν καταλαβαίνω τίποτα, και βαριούμαι και δεν περνά η
ώρα. Και όλο λέγει ο παπα-Δημήτρης «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον! Κύριω-ω ελώ-ω-
ωησον»!
— Κανένας δε λέγει ποτέ Κύριω ελώησον, διαμαρτυρήθηκε η Αφροδίτη.

1
ελαφρός και δροσερός άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα· θαλασσινή αύρα
2
στιβάλι : είδος ψηλής αντρικής μπότας.
3
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος που περιέχει στοιχεία της χριστιανικής λειτουργίας, σύνοψη.
— Ναι, το λέγει ο παπα-Δημήτρης, βεβαίωσε φωναχτά, από πίσω από τον μπερντέ
όπου λούζουνταν σ’ ένα στρογγυλό μπανάκι η Αλεξάνδρα, που πάντα υποστήριζε τον
Αντώνη. Κι εγώ το άκουσα. Και συ δεν τ’ άκουσες, Πουλουδιά;
Μα η Πουλουδιά είχε χαθεί.
— Πού πήγε πάλι αυτό το παιδί! έκανε η Αφροδίτη. Και μπήκε στο πλαγινό δωμάτιο να
τη γυρέψει.
Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του.
— Σηκώθηκε με στραβό ποδάρι σήμερα η Πουλουδιά! είπε. Ούτε το κρύο νερό δεν την
ξεστράνεψε4!
Και αλήθεια. Μόλις είχε κατέβει από το κρεβάτι της, άρχισε τη γρίνια πως της πήρε
κάποιος τη μια της παντούφλα. Αρνήθηκαν τ’ αδέλφια της, επέμεινε κείνη και το πράμα
γύριζε στον καβγά, όταν ανακάλυψε ο Αλέξανδρος την παντούφλα σκαλωμένη στην
κουνουπιέρα της.
Και τώρα την έχασαν τ’ αδέλφια της κι έφυγε και η Αφροδίτη. Κι έξαφνα ακούστηκε η
φωνή της θείας στη σκάλα:
— Πουλουδιά! Πού πας έτσι άντυτη, με τα μαλλιά σου ακάμωτα; Πήγαινε απάνω
αμέσως!

Εκδόσεις Εστία, 1932

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1.Να αναφέρετε τα ονόματα των παιδιών που πρωταγωνιστούν στο απόσπασμα καθώς
και τη σχέση που έχουν μεταξύ τους. (10 μονάδες)
α2. Με το έργο της Ο Τρελαντώνης η Πηνελόπη Δέλτα στόχευε, εκτός των άλλων, και
στη ψυχαγωγία των μικρών της αναγνωστών. Να επισημάνετε στο κείμενο τρία (3)
σημεία τα οποία προκαλούν το γέλιο στους αναγνώστες. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Στο απόσπασμα κυριαρχεί ο διάλογος. Να αναφέρετε ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα και να σχολιάσετε τη λειτουργία του. (15 μονάδες)
β2. Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε υπέρμαχος του κινήματος του δημοτικισμού. Να
τεκμηριώσετε τη θέση αυτή εντοπίζοντας στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις της
δημοτικής γλώσσας. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

4
δεν την ηρέμησε
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ(1888-1974)

Στου Χατζηφράγκου (απόσπασμα)

[…] Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η
φωτιά είτανε μακριά. Καρατάρησα1 με το μάτι πως θα ’χε φτάσει από το Μπασμαχανέ
στον Άι - Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Αρμενιά. Μας χώριζε πάνω
από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί2 σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ’
Αλάνι3 λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Ανθρώποι
βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε,
χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε,
κοιτάζανε ψηλά. Είχε σηκωθεί σορόκος4, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το
γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε
ο νόμος κ’ οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ'
τα παράθυρα. Ο καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός5, απλωνότανε ύστερα σε
μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Τα πουλιά, ξεγελασμένα από τη
λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα
στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.
Φωνάζανε από τ’ Αλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Το καμίνι που ερχότανε κατά δω,
άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα ’κανε αχνό. Μπήκα στο σπίτι. Η Κατερίνα με κοίταξε
στα μάτια. Μη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ να ’ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ’ Αλάνι.
Το ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα ’χαμε κοιμηθεί καμιά δυο ώρες.
Σιγά σιγά, πήρε τ’ αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά
δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι,
σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα
τέντζερε6 στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί,
ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψαρίζουνε -
μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα,
τραβάγανε μπροστά.
Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ’ Αλάνι. Πέσαμε
πλάι τους.
- Βρε παιδιά, πού πάτε;
Δείξανε μπροστά.

1
υπολόγησα
2
στο χρώμα του χαλκού
3
τοποθεσία στου Χατζηφράγκου που ήταν συνοικία της Σμύρνης
4
και σιρόκος, θερμός και υγρός νότιος άνεμος
5
καρουλιάζω: τυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από καρούλι˙ καρούλι: κύλινδρος ή κώνος γύρω από τον
οποίο τυλίγεται νήμα ή κλωστή
6
τέντζερης: χάλκινη χύτρα
- Σταθείτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπείτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Μπείτε
να ξαποστάσετε.
Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Βγαίνανε απ’ την κόλαση, πορτοκαλιοί
και κόκκινοι απ’ τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Οι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι.
Παραβλέπεις. Μα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά.
Μια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και
είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι7 , κοπελίτσα,
θα ’τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο,
είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβάλαγαν ένα γέρο πετσί και κόκαλο, με
το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο
κοπάδι.
- Αμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;
Αμάν, αμάν! Η φωτιά τους είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Κι ο ρόλος της
φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Μπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο,
κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.
Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Οι Τούρκοι! Στριγγλίξανε
οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ’ Αλάνι, έρημα και ξεσέλωτα,
σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά,
χαθήκανε μες στους μπαξέδες.[…]

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε με συντομία το νόημα του αποσπάσματος. (15 μονάδες)
α2. Ο καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός…Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.:
Να σχολιάσετε το απόσπασμα λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην οποία
βρίσκεται ο αφηγητής τόσο στο παρόν, όσο και στο παρελθόν της αφήγησης. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ο Κοσμάς Πολίτης στο παραπάνω απόσπασμα από το έργο του Στου Χατζηφράγκου
αναφέρεται στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε
(5) εικόνες που να περιγράφουν αυτήν την καταστροφή και να σχολιάσετε τη
λειτουργία τους. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

7
σεντούκι, μπαούλο
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)

Οι σύντροφοι στον Άδη

Νήπιοι, oι κατά βους Υπερίονος Ηελίοιο,


ήσθιον· αυτάρ ο τοίσιν αφείλετο νόστιμον ήμαρ.1
ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Αφού μας μέναν παξιμάδια


τί κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του Ήλιου τ’ αργά γελάδια

που το καθένα κι ένα κάστρο 5


για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο!

Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,


σα φάγαμε καλά 10
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.
(Στροφή, 1931)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ποιοι είναι οι ομιλητές στο ποίημα; (5 μονάδες) Ποιο λάθος παραδέχονται ότι έκαναν;
(5 μονάδες) Ποια δικαιολογία δίνουν για τη συμπεριφορά τους; (5 μονάδες)

α.2. Να χαρακτηρίσετε τους ήρωες του ποιήματος λαμβάνοντας υπ’ όψη το μότο από την
Οδύσσεια που προτάσσεται και τα όσα λένε οι ίδιοι για τους εαυτούς τους. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Ο Λ. Πολίτης θεωρεί ότι στη συλλογή Στροφή «το‘εγώ’, κυρίαρχο στην ποίηση της
εποχής, δεν ακουγόταν [πια], αλλά, βασικά κι επίμονα,...το ‘εμείς’. Ακόμη και σε ποιήματα
καθαρά εξομολογητικά, συνεχίζει, το εγώ διευρυνόταν προς τον διπλανο...» Πιστεύετε ότι στο
παραπάνω ποίημα η άποψη αυτή επαληθεύεται; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με
τρία (3) τουλάχιστον παραδείγματα. (15 μονάδες)

β.2. Η έκφραση του Σεφέρη στη συλλογή Στροφή ήταν, κατά τον Λ. Πολίτη
«καινούρια: λιτή, δωρική, και με έναν πλούτο από νεοκομμένες και άτριφτες εικόνες

1 Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα, νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν
τα βόδια του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα. ( Οδύσσεια, ραψ α, στ
8-9, μτφ. Δ. Ν. Μαρωνίτης)
και τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους.» Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο (2)
σημεία του ποιήματος που επαληθεύουν την παραπάνω κρίση. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

K. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

[Ω Βενετία…]

Ω Βενετία, πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο,


κορόνα στη λαμπρότητα της Αδριατικής,
Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγμών, Ριάλτο1,
ω θύμηση ανεξάλειπτη μιας εκθαμβωτικής

νύχτας, που περιπάτησα στη μυθική πλατεία 5


του Αγίου Μάρκου2, μπρος εις το παλάτι των Δουκών3,
ακούοντας να σφυρηλατούν τις ώρες μία μία
τα χάλκινα ομοιώματα των δύο στρατιωτών4 —

πόσο πλάγι σου φαίνονται μικρά και χωρίς βάθος


τα αισθήματα που μας κρατούν ακόμη εδώ στη γη, 10
εφήμερος η λύπη μας, αταίριαστο το πάθος,
ω αιωνία παράδοση του κάλλους και πηγή!
(Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να εντοπίσετε τους στίχους στους οποίους εγγράφεται η πιο έντονη ανάμνηση
του ποιητικού υποκειμένου από το ταξίδι του στη Βενετία; (10 μονάδες)

α.2. Με τι συγκρίνει το ποιητικό υποκείμενο την ομορφιά της Βενετίας; (5 μονάδες)


Τι διαπιστώνει με τη συγκεκριμένη σύγκριση; (5 μονάδες) Να σχολιάσετε τη
διαπίστωσή του. (5 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25

1
Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγμών, Ριάλτο: πρόκειται για το μεγαλύτερο κανάλι και για δύο από
τις δημοφιλέστερες γέφυρες της πόλης.

2
Πλατεία Αγίου Μάρκου: H πλατεία αυτή αποτέλεσε το κέντρο πολλών, σημαντικών θρησκευτικών
και πολιτικών γεγονότων της κοινωνικής ζωής της Βενετίας.

3
Παλάτι των Δουκών (Δόγηδων): Αποτελούσε την οικία του Δόγη, αλλά ταυτόχρονα την έδρα όλων
των πολιτικών και κοινωνικών φορέων της πόλης.

4
Ο Πύργος του Ρολογιού: Το ρολόι αυτό δείχνει την ώρα με λατινικά ψηφία, τις φάσεις του φεγγαριού
και τα ζώδια. Στην κορυφή του ρολογιού υπάρχουν τα μπρούτζινα ομοιώματα δύο ανδρών /
στρατιωτών που χτυπούν την καμπάνα του ρολογιού κάθε ώρα.
β
β.1. Να εντοπίσετε και να αξιολογήσετε το ασύνδετο σχήμα των στίχων 1-5. (10
μονάδες)
β.2. Το ποίημα έχει το χαρακτήρα ύμνου για την πόλη της Βενετίας. Να καταγράψετε
τις επιφωνηματικές φράσεις και τα σημεία στίξης που του προσδίδουν αυτόν το
χαρακτήρα. (15 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Δον Κιχώτες 1

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη


του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων 5


αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα


στην μίαν ανάλγητη2 Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες 10
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα3,
με μάτια ογρά4, τις χίμαιρες5 ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να ’ρθουνε -παράφρονες, ωραίοι


ρηγάδες6 που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα7 νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει, 15
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

(Νηπενθή, 1921)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να προσπαθήσετε να σκιαγραφήσετε τους Δον Κιχώτες, αξιοποιώντας πρώτα τα
στοιχεία που παρουσιάζεται να δίνει γι’ αυτούς ο Θερβάντες, στο πρώτο μέρος του

1
Ο Δον Κιχώτης (πλήρης τίτλος «Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας») είναι
κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα. Το έργο περιγράφει τις
περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη, ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά
βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι και ο ίδιος ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης.
Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογό του, φορώντας μια παλιά
μεταλλική πολεμική στολή. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και μεταφέρεται
πάλι στο σπίτι του. Λίγο καιρό αργότερα πείθει τον γείτονά του Σάντσο Πάντσα να τον ακολουθήσει,
με την υπόσχεση ότι θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Τα ταξίδια του Δον, μαζί με τον πιστό του
Σάντσο, ξεκινάνε αλλά τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται
αντικείμενα χλευασμού και γέλιου. Στο τέλος, ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά
του και επιστρέφει μαζί με τον Σάντσο στον τόπο του.
2
σκληρή
3
ανάσα
4
υγρά
5
άπιαστα όνειρα
6
βασιλιάδες
7
βασιλικός μανδύας
ποιήματος ( στίχοι 1-8) (10 μονάδες) και στη συνέχεια την άποψη που καταθέτει γι’
αυτούς ο ποιητής, στο δεύτερο μέρος του ποιήματος ( στίχοι 9-16). (10 μονάδες)

α.2. Ο Δον Κιχώτης είναι ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου έργου του Θερβάντες.
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στο ποίημα ο ποιητής δεν αναφέρεται σε έναν αλλά σε
πολλούς Δον Κιχώτες; Τι υπαινίσσεται μ’αυτό; (5 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα τα σημεία όπου έχει χρησιμοποιηθεί ευθύς λόγος (10
μονάδες) και να σχολιάσετε τη χρήση του. (5 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο ποίημα δύο (2) εικόνες που σχετίζονται με τη ζωή των ιπποτών
και να τις αποδώσετε με δικά σας λόγια. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Τελευταίο ταξίδι

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου


και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ’μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, 5


μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

( Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ποια ευχή (5 μονάδες) και ποιες επιθυμίες διατυπώνει το ποιητικό υποκείμενο;
(10 μονάδες)
α.2. Ο τίτλος του ποιήματος είναι συμβολικός. Σε τι αναφέρεται κατά τη γνώμη σας;
(10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να βρείτε στο ποίημα πέντε (5) λέξεις/φράσεις που του προσδίδουν έναν
μελαγχολικό τόνο. (10 μονάδες)

β.2. Στην ποίηση του Καρυωτάκη υπάρχει ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μια μεστή
αίσθηση της πραγματικότητας, και –αδυσώπητα αντίθετη από την άλλη μεριά- η
αίσθηση του μάταιου, του χαμένου που απογυμνώνεται ολοένα και περισσότερο, για να
φτάσει πια στο τέλος σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο...Να επαληθεύσετε αυτή την
επισήμανση με αναφορά σε συγκεκριμένους στίχους του ποιήματος. (15 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

[Επρόδωσαν την αρετή…]

Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.


Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ’ ό,τι,
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος. 5

Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι.


Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά1 στην ησυχία:
«Δυστυχία!» 10

Η φρικτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη.


Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε2.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε; 15

(Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. [Επρόδωσαν την αρετή…] Nα δικαιολογήσετε τον τίτλο του ποιήματος με τα
στοιχεία που δίνονται στην πρώτη στροφή του. (10 μονάδες)
α.2. Να δείξετε πώς αντιδρά μπροστά στην απώλεια της αρετής το ποιητικό
υποκείμενο (5 μονάδες) και πώς ανταποκρίνονται αντιστοίχως η φύση και τα άψυχα
στη δική του αντίδραση. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε (5 μονάδες) και να σχολιάσετε (10 μονάδες) το ρητορικό
ερώτημα που διατυπώνεται στο ποίημα.

β.2. Να βρείτε στο ποίημα πέντε (5) λέξεις/φράσεις που δηλώνουν την απελπισία που
διακατέχει το ποιητικό υποκείμενο.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25

1
στριγκός: οξύς και διαπεραστικός ήχος, στριγκά: στριγκλίζοντας
2
γαβγίζουν
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)

Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ

Kαθώς εζήταε μια διασκέδαση φτηνή,


με κάποιο τάλληρο που βρέθηκε στην τσέπη,
μπήκε στον κινηματογράφο, εδώ, και βλέπει
τον δοξασμένο Τσάρλυ Τσάπλιν1 στη σκηνή.

Τον είχε δει κι άλλες φορές, μα, σήμερα,


μπορεί να πει, καταλαβαίνει στην εντέλεια
την τέχνη ετούτη που σκορπίζει τόσα γέλια
στον άμαθο κοσμάκη τον απλό.

Αχ, αχ, αυτός ο στραβοπόδης ο Σαρλώ,


που ξεκαρδίζονται μ΄ αυτόν τα παιδαρέλια,
με την αιώνια αμηχανία του κι αφέλεια,
τι χρυσάφι έχει βγάλει από τα εφήμερα!

Κι ο νέος που γυρίζει μεσοχείμωνα


σε δρόμους κεντρικούς με πανταλόνια τρύπια,
φέρνει ολοένα στο μυαλό του τα τερτίπια
που συχναλλάζει ο κωμικός ο θαυμαστός.

Αχ, ας μπορούσε, Θεέ μου, κάποτε κι αυτός,


με στίχο ή με πεζό – λουλούδια από τα ερείπια –
να βγάλει δάκρυα, να κινήσει καρδιοχτύπια.
Λαμπρές ιδέες γυρνούν στο νου του επίμονα.

Με το σακκάκι γυρισμένο στο λαιμό,


με τέτοια σχέδια περπατώντας και παρόμοια
δεν νοιώθει πια την υγρασία στα πεζοδρόμια,
κι έχει μιαν ώρα ίσαμε το συνοικισμό.

(Σιγανή φωτιά, 1938)

1 Ο Σερ Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν ο νεότερος (16/4/ 1889 − 25/12/1977), γνωστότερος με το υποκοριστικό
Τσάρλι, υπήρξε Άγγλος ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, που μεγαλούργησε στις πρώτες δεκαετίες του
Χόλυγουντ. Ο Τσάρλυ Τσάπλιν έγινε ευρύτατα γνωστός κυρίως μέσω του χαρακτήρα του «Σαρλώ» που επινόησε
το 1914 ο ίδιος και ενσάρκωνε στις πρώτες ταινίες του. Ο Σαρλώ είναι χρονικά η πρώτη παγκόσμια αναγνωρίσιμη
φιγούρα της κινηματογραφικής τέχνης, μια προσωπικότητα με πολλές όψεις: «Είναι συγχρόνως περιπλανώμενος
αλήτης, ρομαντικός τζέντλεμαν, ποιητής, ονειροπόλος - μοναχικός τύπος που κάθε στιγμή είναι έτοιμος να μπει σε
περιπέτειες». Ο Σαρλώ, με το ψεύτικο μουστακάκι, το μακρύ παντελόνι, το στενό φράκο, το μικρό ημίψηλο
καπέλο και τα πελώρια παπούτσια προκαλούσε μια απίστευτη έκρηξη γέλιου που γινόταν ανεξέλεγκτη, όταν ο
ηθοποιός άρχιζε με μεγάλη υποκριτική ικανότητα, να αυτοσχεδιάζει με φιγούρες αποκλειστικά δικής του
έμπνευσης.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α

α.1. Τι θαυμάζει ο νέος στην τέχνη του κωμικού; Πώς εμπνέεται απ’ αυτήν; Να
απαντήσετε σχολιάζοντας τρία (3) σχετικά αποσπάσματα του ποιήματος. (15
μονάδες)

α.2. Να εντοπίσετε στο ποίημα και να καταγράψετε τους τρόπους με τους οποίους ο
νέος προσπαθεί, στην επιστροφή του από τον κινηματογράφο, να μιμηθεί την όψη και
τις κινήσεις του Σαρλώ. (6 μονάδες) Τι αποτέλεσμα έχει αυτή του η προσπάθεια; (4
μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β

β.1 Αχ, ας μπορούσε, Θεέ μου, κάποτε κι αυτός,


με στίχο ή με πεζό – λουλούδια από τα ερείπια –
να βγάλει δάκρυα, να κινήσει καρδιοχτύπια.
Να βρείτε στο απόσπασμα και να σχολιάσετε δύο (2) μεταφορικές εκφράσεις και μία
(1) αντίθεση. (15 μονάδες)

β.2. Η ποίηση του Κοτζιούλα, ο οποίος μεγάλωσε στη φτώχεια και συνάντησε
πολλές βιοποριστικές δυσκολίες στην ενήλικη ζωή του, θεωρείται βιωματικά
προσωπική και πρωτότυπη στο περιεχόμενο...» Να επαληθεύσετε την παραπάνω
άποψη αξιοποιώντας το περιεχόμενο του ποιήματος «Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ».
(10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Ωδή σ’ ένα παιδάκι

Άρι, μαζί με σένα


έφυγαν όλοι τώρα.
Αφρόντιστα έχουν μείνει
τα έπιπλα, και τα δώρα
γυρεύουν τα χεράκια 5
που σάλευαν σαν κρίνοι.

Ερημικά, σωπαίνουν,
πρωτογνώριστα μέρη,
οι σκάλες, τα δωμάτια.
Ούτε κανείς πια ξέρει 10
αν πάλι θ’ ανατείλουν
τα παιδικά σου μάτια.

Ανοιγοκλειώ τις πόρτες,


μπαίνω παντού, μιλάω
λόγια πικρά στους τοίχους, 15
χωρίς αιτία γελάω,
θέλοντας να ξυπνήσω
τους κοιμισμένους ήχους.

Στην άδεια ζαρντινιέρα


τα παιχνίδια σου βάνω. 20
Η μαϊμού σου καβάλα
στο προβατάκι πάνω.
Ύστερα η πεταλούδα
με τα φτερά μεγάλα.

(Κλυδωνίζεται1 τώρα, 25
ώς τα θεμέλια φρίττει2,
και το πηγαίνει ο Χρόνος
το πατρικό μου σπίτι.
Άξαφνα βλέπω να ’μαι
ο τελευταίος, ο μόνος. ) 30

Ευτυχίζω σε σένα
τις ερχόμενες τύχες,
την άγνοια του κόσμου,
το χαμόγελο που είχες,
ω άγγελε παραστάτη, 35

1
ταρακουνιέται, τραντάζεται, συγκλονίζεται (μεταφορικά)
2
φρικιάζει
ω παρήγορο φως μου!

(Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Τι έχει, κατά τη γνώμη σας, συμβεί στον Άρη; (5 μονάδες) Ποιες αλλαγές έχει
επιφέρει η απουσία του Άρη στη ζωντάνια του σπιτιού και στην ψυχολογική διάθεση
του ποιητικού υποκειμένου; Να απαντήσετε παραπέμποντας σε σχετικούς στίχους του
ποιήματος. (10 μονάδες)

α.2. Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα (5 μονάδες) και να περιγράψετε με δικά σας λόγια
δύο (2) έντονα αντίθετες μεταξύ τους εικόνες (οπτικές ή ακουστικές). (10 μονάδες)
β.2. «Ο Καρυωτάκης φιλοξενεί στην ποίησή του τον κόσμο των καθημερινών
πραγμάτων». Να επαληθεύσετε αυτή την άποψη με στοιχεία από το ποίημα. (10
μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Ξεπροβόδισμα

—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα·


σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα.

—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·


μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.

—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος; 5


σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

—Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται1 κι η νύχτα αγκομαχάει·


με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει.

—Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει.


Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει. 10

—Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·


με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει.

—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;


σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.

—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει· 15


μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.

( Νεανικά Ποιήματα, 1919 – 1924)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ποιες συμβουλές δίνει η Μάνα στο παιδί της; Να τις σχολιάσετε. (15μονάδες)
α.2. Από ποια συναισθήματα διακατέχεται το παιδί; Να τεκμηριώσετε την απάντησή
σας με αναφορές στο ποίημα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε πέντε (5) λέξεις /φράσεις που σχετίζονται με τις δύσκολες
καιρικές συνθήκες (5 μονάδες) και να εξετάσετε (συνολικά) το συμβολικό τους
χαρακτήρα. Γιατί κάποιες απ’αυτές επαναλαμβάνονται; (10 μονάδες)

1
ουρλιάζει, ωρύεται
β.2. Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει: Να εντοπίσετε (2 μονάδες) και
να σχολιάσετε (8 μονάδες) την παρομοίωση του στίχου.

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)

Ήταν, μες στον κόσμο...

Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί


όλο δείλια κι’ όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.

Αγαπούσε οι άλλοι ν’ αγαπούν,


τα όργανα αγαπούσε, από μακρυά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθειά παρηγοριά.

Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,


κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακρυά, στο τζάμι, στην αχλύ1,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.

Μες στου κόσμου την οχλαγωγή,


τι ν’ απόγινε τ’ ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;
Καθημερινές, 1923-1930
Ερωτήσεις
α
α.1. Να καταγράψετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις του κειμένου, που δηλώνουν τις
προτιμήσεις του παιδιού. (10 μονάδες)
α.2. Με βάση την απάντησή σας στο α.1. να περιγράψετε τον χαρακτήρα του παιδιού
σε μια παράγραφο 80 περίπου λέξεων. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Στον Συμβολισμό η μορφή του ποιήματος (π.χ. ομοιοκαταληξία, μέτρο,
επαναλήψεις) υποβάλλει μιαν ορισμένη συναισθηματική ατμόσφαιρα. Να
χαρακτηρίσετε το είδος της ομοιοκαταληξίας (ζευγαρωτή ή πλεχτή) και να βρείτε τις
επαναλήψεις. (10 μονάδες) Κατά τη γνώμη σας, ποια συναισθηματική ατμόσφαιρα
δημιουργεί η μορφή του ποιήματος; (5 μονάδες)
β.2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία του ερωτηματικού στον τελευταίο στίχο του
ποιήματος. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
αχλύ: ομίχλη
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)

Καλωσύνη1

Ήλιος βγήκε, μες στις παγωνιές,


κ’ εγελάσαν φως οι γειτονιές
κ’ εφέξαν χαγιάτια2 και γωνιές
κ’ ελάμψαν στα χέρια οι βελονιές.

Κ’ εφέξαν, σιμά κι’ αλαργινά3,


παστρικά4 λιθόστρωτα στενά
κ’ εδείξαν οι ράχες οι γλαυκές5
και τις πιο κρυφές τους χαρακιές...

Εφέξαν οι απαίνευτες ποδιές


κ’ οι φτωχές, οι απόμερες καρδιές
–κ’ ήρθε, μες στα φέγγη τα χλωμά,
δόξα πρώτης άνοιξης σιμά!

–Ήλιε, από την ήμερην αυγή


στη γλυκειά σου ανάρρωση έχεις βγη!
Ζέστανες τις πέτρες τις λευκές,
τις γριούλες τις ραχιτικές.

Φίλησες πολύ, μ’ άγια φιλιά,


χείλια δωδεκάχρονα, μαλλιά,
που έδεσεν η αρρώστεια και βαστά
στο σκληρό προσκέφαλο σφιχτά,

κι’ όνειρα, που βιάζονται, ηχερά,


ν’ αναδώσουν τ’ άσπρα τους φτερά
και να διαλυθούν μεσουρανίς,
δίχως να τα ζώση ήσκιος κανείς.

Μέρωσες την κρύα, τη μοναχή


την πολύ ακατάδεχτη ψυχή.
Καθημερινές, 1923-1930.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της πρώτης έκδοσης (1940).
2
χαγιάτι: εξώστης, υπόστεγο
3
αλαργινά: μακριά
4
παστρικά: πεντακάθαρα
5
γλαυκές: γαλάζιες
α
α.1. Ο ήλιος ως βασικό ποιητικό σύμβολο εμφανίζεται στο ποίημα να έχει θετική
επίδραση τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους. Να προσδιορίσετε πέντε (5)
σημεία στο κείμενο που επαληθεύουν την άποψη αυτή.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β.
β.1. Στο ποίημα παρατηρείται εναλλαγή των ρηματικών προσώπων. Να βρείτε τα
ρηματικά πρόσωπα που αξιοποιούνται στο κείμενο. (10 μονάδες) Τι εξυπηρετεί, κατά
τη γνώμη σας, η εναλλαγή τους; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)

Σκοπός Χαμένος

Σ’ εκείνες τις αστροφεγγιές


που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ’ αχείλι πάει να φρίξη,
και που όλη η ψύχρα απ’ τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,

εγώ δεν έμοιασα ποτές


με τους μικρούς τραγουδιστές
που – κάθε βράδυ σα σχολάνε –
απ’ τα παράθυρα περνούν
–που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν1–
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...

Κάτω απ’ τον έντονο ουρανό,


τι μ’ είχε κάνει να πονώ
κι’ ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ’ τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;

Δουλεύω μέσα μου να πω


κ’ εγώ (ποιος ξέρει!) έναν σκοπό;

Αχ, κι’ όσο αν τρίβη κι’ αν μαζώνη


τα χέρια μου, όμως δεν μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνει...
Καθημερινές, 1923-1930.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ο ποιητής αξιοποιεί στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον ως σύμβολα για να
υποδηλώσει τη συναισθηματική του κατάσταση. Να αναφέρετε τρία (3) από τα
σύμβολα αυτά (15 μονάδες) και τα συναισθήματα που, κατά τη γνώμη σας,
εκφράζουν (10 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Λίνος Πολίτης επισημαίνει ότι στη συλλογή του Άγρα Καθημερινές «κυρίαρχο
τόνο δίνει η μονοτονία και η καθημερινότητα των καταστάσεων». Να επαληθεύσετε

1
κλείνουν
το περιεχόμενο της άποψης αυτής, με δύο (2) αναφορές σε στίχους ή φράσεις του
ποιήματος. (10 μονάδες)
β.2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία των ερωτηματικών προτάσεων του κειμένου. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Ελένη

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το κα-


λοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Ε-
σένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας
λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρι-
νές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία
μας
Κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούσε την καινούρια οδύνη


Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ
υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολά-
κερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελ-
πίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα περ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε
πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα

Από την ποιητική συλλογή, Προσανατολισμοί, Ίκαρος, 1940.


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Σε ποια εποχή του χρόνου αναφέρεται, κατά τη γνώμη σας, το ποίημα; (5
μονάδες) Να αιτιολογήσετε την άποψή σας καταγράφοντας τις λέξεις ή τις φράσεις
του κειμένου που συνδέονται με την εποχή αυτή (5 μονάδες) και να αναφέρετε τη
συναισθηματική κατάσταση που προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο. (10 μονάδες)

α.2. Σε ποιο πρόσωπο θεωρείτε ότι απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο; Να


αξιοποιήσετε στην απάντησή σας τον τίτλο του ποιήματος καθώς και σχετικές
αναφορές σε αυτό. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. O Ελύτης στην συλλογή Προσανατολισμοί, επηρεασμένος από τις αρχές του
υπερρεαλισμού, στηρίζεται στο υλικό των εικόνων για να δηλώσει μια έντονη
συναισθηματική φόρτιση. Να εντοπίσετε πέντε (5) υπερρεαλιστικές εικόνες που
αποτυπώνουν τα έντονα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. (15 μονάδες)
β.2. Παρά τη μελαγχολική ατμόσφαιρα που επικρατεί στο ποίημα παρατηρείται -
όπως και σε όλη τη συλλογή Προσανατολισμοί- αναζήτηση μιας αισιόδοξης
προοπτικής. Να επισημάνετε τους στίχους που εκφράζουν αισιοδοξία και ελπίδα. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

XVI
[ Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο]

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο


Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη


Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα


Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά


Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

Ήλιος ο Πρώτος, 1943

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Η ποιητική συλλογή Ήλιος ο πρώτος κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της
Κατοχής. Ωστόσο, στο ποίημα εμφανίζεται διάχυτο ένα κλίμα αισιοδοξίας. Να
καταγράψετε δύο (2) στίχους που εκφράζουν την οδύνη της Κατοχής και άλλους
τρεις (3) που αποτυπώνουν το κλίμα της αισιοδοξίας (15 μονάδες).
α.2. Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο το περιεχόμενο των δύο πρώτων και των δύο
τελευταίων στίχων του ποιήματος: Με τι πέτρες...καμωμένοι / Σίδερο με τι
πέτρες...τραγουδούμε! (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Στην ποιητική συλλογή Ήλιος ο πρώτος παρατηρείται «μετατόπιση του ποιητή
από το προσωπικό εγώ στο συλλογικό εμείς». Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή,
εντοπίζοντας και αιτιολογώντας την εναλλαγή στα ρηματικά πρόσωπα του ποιήματος
(15 μονάδες).
β.2. Στο ποίημα είναι εμφανής η επίδραση του υπερρεαλισμού. Να εντοπίσετε και να
καταγράψετε τέσσερις (4) υπερρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος (10 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)

Η μικρή χορεύτρια
Εχτές στο τσίρκο εχόρεψε κάποια μικρή χορεύτρια
ωραία μες στην τσερκέζικη πολεμική στολή1 της.
Κι’ όλοι με λάγνα λαμπερά την εκοιτούσαν μάτια
κι’ όλοι με κρύφια επιθυμιά ποθούσαν το φιλί της.

Κι’ εχόρευε με ρυθμικές κι’ ανάλαφρες κινήσεις


σαν το λουλούδι ετάνυζε2 τη λυγερή της μέση,
ορθώνοντας στα δάκτυλα, ύψωνε το κορμί της,
κι’ ύστερα πάλι ελύγιζε σα νάθελε να πέσει.

Χορεύοντας τραγούδαγε κάποιο γλυκό τραγούδι


σε ξένη γλώσσα, που έλεγε για μακρινές πατρίδες,
για δέντρα, για ψηλά βουνά, για βρύσες κρουσταλλένιες
και γι’ αμαζόνων πόλεμους, για θρύλους, για ηρωίδες.

Και το τραγούδι ετέλειωσε κι’ έπαψε το χορό της


όμως κανείς δεν τόλμησε τα χέρια να χτυπήσει,
όλοι άφωνοι κοιτάζανε τα κόκκινα της χείλη
όπου θριάμβου πρόσκαιρου χαμόγελο είχε ανθίσει.

Μα τη στιγμή που αλάλαξαν απ’ τη συγκίνησή τους


σαν όλους κάποια μυστική φωνή να τους οδήγει,
η όμορφη χορεύτρια με τα βαμμένα χείλη
κάνοντας μιαν απότομη στροφή είχε πια φύγει.

1928

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Το ποίημα αφηγείται μια ιστορία. Να την αναδιηγηθείτε συνοπτικά σε μια
παράγραφο. (10 μονάδες)
α.2. Να εντοπίσετε τους στίχους που περιγράφουν τη στάση των θαμώνων και τα
συναισθήματά τους προς τη χορεύτρια. Να σχολιάσετε την εναλλαγή των
συναισθημάτων τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β
β.1. Ο Καββαδίας, θαλασσινός ποιητής και ναυτικός στο επάγγελμα, παρουσιάζει στα
ποιήματά του εικόνες της εξωτικής ποίησης με μακρινά λιμάνια και τη γοητεία της

1
η στολή μιας Καυκάσιας φυλής, των Κιρκασίων
2
ετάνυζε: τέντωνε
περιπέτειας. Να επαληθεύσετε το περιεχόμενο της άποψης αυτής εντοπίζοντας και
σχολιάζοντας στίχους του ποιήματος. (15 μονάδες)
β.2. Στο ποίημα κυριαρχεί η χρήση ονοματικών συνόλων (επίθετο και ουσιαστικό).
Να εντοπίσετε πέντε (5) από αυτά. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)

Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές...1

Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο·


δεν ξαίρω πώς μου τράβηξε μεμιάς την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, παντού μοσκοβολούσε
και μύριζε βροχή.

Το είδα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·


κι’ όμως αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του θαρρείς κι’ αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...

Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα με πόθο,


και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
νάπεσε, και να τόσυραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδυνά νερά...

Μα ίσως ακόμα – ποιος μπορεί να ξαίρει τι συμβαίνει; –


και κάποιοι που περάσανε τη νύχτα βιαστικοί,
να το σπαράξαν άδικα, κι’ αφού το τυραννήσαν,
να τ’ άφησαν εκεί...

Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξαίρω πόσην ώρα,


κ’ έπειτα πάλι τράβηξα στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά...

Και τη δική μου τη χαρά, που κάποτε γελούσε,


και για να ζήσει γύρευε του κάκου2 να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, κάποτε, στο δρόμο που περνούσε,
τη σκότωσε κι’ αυτή...
Στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 133, 1932.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε την κατάσταση του ρόδου κάνοντας πέντε (5) αναφορές σε λέξεις ή
φράσεις του κειμένου. (10 μονάδες)
α.2. Στο κείμενο καταγράφονται προσωπικά βιώματα του ποιητικού υποκειμένου. Να τα
εντοπίσετε (5 μονάδες) και να τα συσχετίσετε με την κατάσταση του ρόδου. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της έκδοσης.
2
του κάκου: μάταια
β
β.1. Ένα χαρακτηριστικό της ποίησης των νεοσυμβολιστών, στους οποίους ανήκει ο
Λαπαθιώτης, είναι ότι στα ποιήματά τους γεγονότα και συναισθήματα δεν προσδιορίζονται
συγκεκριμένα, αλλά αναφέρονται με αόριστο τρόπο. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5)
εκφράσεις που επαληθεύουν την άποψη αυτή. (15 μονάδες)
β.2. Να επισημάνετε στο κείμενο τρεις (3) οπτικές και μία οσφρητική εικόνα (10 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)

Κακό Φθινόπωρο

Το φετινό φθινόπωρο κοντεύει,


με τα μηνύματά του τα βαριά.
Κάθε δέντρο το τέλος του μαντεύει,
κι’ ανήσυχα τεντώνει τα κλαριά.

Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,


κι’ αλάλητος καϊμός για κατιτί,
–θαρρείς κι’ από παντού κάτι έχει λείψει,
κι’ αυτό που μένει, μάταια το ζητεί.

Σαν κάθε χρόνο, κι’ ώρα με την ώρα,


βλέπω να παίρνει τέλος η χαρά:
μα εμέναν, ως κι αυτή μου η λύπη, τώρα,
δεν είναι καθώς ήταν μια φορά...

Δεν έχω πια την πρώτη μου γαλήνη,


το βήμα μου δεν είναι πια γερό:
σ’ αυτό το μεταξύ, κάτι έχει γίνει,
που δε γιατρεύεται με τον καιρό...

Μέσ’ στο σκοτάδι, τώρα, που γυρίζει,


περνούν οι ανατριχίλες του βοριά,
το περιβόλι θλιβερά μυρίζει,
–κ’ είμαι χωρίς παρηγοριά...
Από το περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 235, 1936.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να χωρίσετε το ποίημα σε δύο ενότητες ανάλογα με το ρηματικό πρόσωπο που
κυριαρχεί στην καθεμιά από αυτές. (10 μονάδες)
α.2. Σε τι διαφοροποιείται το φετινό φθινόπωρο από τα προηγούμενα που έχει ζήσει
το ποιητικό υποκείμενο; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με στίχους του
κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη και τον τίτλο του ποιήματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης των νεοσυμβολιστών, στους οποίους
ανήκει και ο Λαπαθιώτης, είναι η προβολή της μελαγχολικής τους διάθεσης στη φύση
και στα πράγματα. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή αναφέροντας τέσσερις (4)
χαρακτηριστικούς στίχους του ποιήματος. (20 μονάδες)
β.2. Το ποίημα έχει παραδοσιακή μορφή. Να χαρακτηρίσετε το είδος της
ομοιοκαταληξίας (ζευγαρωτή ή πλεχτή). (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)

Οι γειτονιές του κόσμου (απόσπασμα)


[...]
Τα χαράματα ακούγονταν πάλι πυροβολισμοί.
Η αυγή σωριάζονταν καταμεσής του δρόμου
σα λαβωμένο άλογο. Ξένοι φαντάροι περνούσαν με τ’ αυτόματα.
Ο ίσκιος τους είτανε πολύ μεγάλος πάνω στις κλεισμένες πόρτες,
πάνου στους ματωμένους δρόμους. Σκόνταφταν κι οι ίδιοι στον ίσκιο τους.
Κι η ζωή τριγύριζε έξω απ’ τον ίσκιο τους
όπως γυρίζει μια μαυροντυμένη γυναίκα έξω απ’ τα κάγκελα του προ-
αυλίου της φυλακής,
μη βρίσκοντας πόρτα να μπει,
να δει τον άντρα της,
να του φέρει ψωμί και κρεμμύδι,
να του πει πως το στερνό τους παιδί κοιμήθηκε στο χωράφι με τους ξύ-
λινους σταυρούς και τις μολόχες,
να του πει και να κλάψουνε μαζί,
να βλαστημήσουνε μαζί.
Δε βρίσκει πόρτα. Τριγυρίζει.
Μονάχα τα παγωμένα κάγκελα. Κι οι πετρωμένοι φρουροί.
Κι οι γυμνές ξιφολόγχες. Θάναι κρύο το μέταλλο
απ’ τ’ αγιάζι το πρωινό. Και κει, στο βάθος,
πίσω απ’ τους ίσκιους των φρουρών, φαίνονται τα παράθυρα της φυ-
λακής
πολύ σκοτεινά, πολύ μικρά, πολύ στενά,
και πίσω απ’ τα παράθυρα ο τυραγνισμένος ύπνος των μελλοθανάτων.
Κάποιος που ροχαλίζει. Κάποιος που παραμιλάει.
Κάποιο ποντίκι που ροκανίζει ένα ξεροκόμματο σιωπή.
Ή μη και σκάβουν με τα νύχια τους μια στοά για τη δραπέτευση
ή μην υπονομεύουν το Διοικητήριο για την ανατίναξη
ή μην ανοίγουν μια σήραγγα για τον ήλιο;
[...]
(Από τη συλλογή Οι Γειτονιές του Κόσμου 1949-1951.)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Στο ποίημα παρουσιάζονται δύο διαφορετικά σκηνικά: ένα σκηνικό εξωτερικού
χώρου και ένα εσωτερικού. Να τα εντοπίσετε. (10 μονάδες)
α.2. Να βρείτε και να καταγράψετε τα πρόσωπα του αποσπάσματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Ρίτσος μεταφέρει στα ποιήματά του μνήμες από τα τραγικά γεγονότα της
κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου στην Ελλάδα. Να εντοπίσετε τρεις (3)
ρεαλιστικές και δύο (2) υπερρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος, στις οποίες
αποτυπώνονται τα γεγονότα αυτά.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1888-1942)

Δουλειά

Στους δρόμους τους παντέρημους, μόνος που περπατώ,


κι’ ακούω τους ίδιους μου παλμούς σαν κροτάλων αχό,
το μάταιο συλλογίζομαι της ύπαρξης εδώ,
και θέλω πριν της ώρας μου να πάω στον ουρανό.

Ένας απέραντος αγρός η φύση κ’ η ζωή,


να σπείρωμε, να κάμωμε γλυκειά συγκομιδή,
μα αχ! πιο πολύ πρέπει δουλειά! Να χύνουμε ποτάμι
τον ίδρωτα, για τον καρπό που πέφτει μες στο χράμι1.

Τσαπί, νερό για πότισμα, - κ’ η ελιά θε να ψηθεί,


και το σταφύλι τ’ άγουρο ταχειά να γινωθεί,
πλάϊ στο στάχυ κίτρινο το στάρι θ’ απανθίζει,
γλυκό σα σύκο, – και καπνός στα χείλη ας φουμαρίζει ...

Εμπρός, παιδιά! κ’ είν’ η δουλειά η μόνη απολαυή,


πρωί, πρωί, στο έργο μας, πριχού ο ήλιος βγει:
στο ξέφωτο το πρόσφαγο2, στο μεσημέρι το ψωμί,
έχουν πιο γλύκα κ’ είν’ αγνή σαν ευλογία η αμοιβή.

(Στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 64, 1929.)


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Σε ποιον χώρο τοποθετείται το ποιητικό υποκείμενο στην πρώτη στροφή του
ποιήματος; Ποια είναι η συναισθηματική του κατάσταση; Να αιτιολογήσετε την
απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
α.2. Ένας απέραντος αγρός η φύση κ’ η ζωή: Ο στίχος αυτός αποδίδει συμβολικό
περιεχόμενο στην αγροτική ζωή και λειτουργεί ως απόφθεγμα3. Να τεκμηριώσετε τον
αποφθεγματικό χαρακτήρα του στίχου με στοιχεία του κειμένου. (15 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
χράμι: μάλλινο χοντρό ύφασμα
2
πρόσφαγο: πρόχειρο πρόγευμα
3
ρητό, γνωμικό
β
β.1. Να βρείτε στο κείμενο δύο (2) μεταφορές, μια παρομοίωση και μια ηχητική
εικόνα. (10 μονάδες)
β.2. Να επισημάνετε στο κείμενο τρεις (3) εικόνες που σχετίζονται με χαρακτηρι-
στικούς καρπούς της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. (15 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)

Οι γλάροι

Ο μπαρμπα – Δημήτρης, μοναδικός κάτοικος ενός απόμερου και γυμνού νησιού στα
βορινά της Λέσβου και φαροφύλακας στο επάγγελμα, ζούσε με την ελπίδα να γυρίσουν
τ’ αγόρια του που χάθηκαν στη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Τα χρόνια
περνούσαν και ο γερο-φαροφύλακας κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Η
μοναξιά είχε επιβληθεί σε αυτόν. Είχε μερώσει και δυο γλάρους, οι οποίοι ωστόσο
είχαν μέρες να φανούν στο νησί. Τους είχε δώσει και τα ονόματα των παιδιών του,
Βασίλη και Αργύρη.
[...]
Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο.
Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να
περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν
δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό,
πάλι να πέφτουν.
— Δελφίνια θα είναι και τώρα.
Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.
— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα
κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το
μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.
Τι να θέλουν;
Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα,
δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.
Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.
Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.
— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!
Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:
— Τι καλά που ήταν!
Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.
— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.
— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;
— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη
φίλη μου, και να που ήρθαμε.
— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα1.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να
του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.
Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.
Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο
από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν

1
περιοχή της Λέσβου
στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να
ξεκουραστούν.
Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος
έτρεμε πάνω του.
— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.
— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος
μου στο Πολυτεχνείο.
— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.
— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.
— Όχι. Ποτές.
— Θα το ήθελες τώρα;
Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:
— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.
— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.
— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται
και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. [...]
Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.
— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.
— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι
του. Κάθισε.
— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο
φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην
ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;
— Πάντα, παιδί μου.
— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.
— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.
— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν
ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.
Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.
— Για ποιους λες, παιδί μου;
—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι
μας.
Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.
— Τους σκοτώσαν είπες;
— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...
Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως
κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι
χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις
σταχτιές φτερούγες.
Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.
— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη
βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...
Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...
[ Τα παιδιά φεύγουν κολυμπώντας για την Πέτρα]
[...] Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, οι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα
θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν,
οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι
ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί
περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι
και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι,
πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της
ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
Από τη συλλογή διηγημάτων Αιγαίο, 1941.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να προσδιορίσετε τη χρονική διάρκεια της ιστορίας στην οποία αναφέρεται το
απόσπασμα. (5 μονάδες)
α.2. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που συναντάμε στο κείμενο και να σχολιάσετε τα
συναισθήματα τους, όπως εκφράζονται στο εξής απόσπασμα «Τους έφερε γλυκό... Δε
θα ξέραν...». (20 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Βασικά χαρακτηριστικά στο έργο του Βενέζη είναι, σύμφωνα με τον Λίνο
Πολίτη, η χρήση συμβόλων και η βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο. Να επαληθεύσετε
την άποψη αυτή εντοπίζοντας στο απόσπασμα και καταγράφοντας ένα παράδειγμα
για το καθένα από τα χαρακτηριστικά αυτά. (10 μονάδες)
β.2. Ο Βενέζης αξιοποιεί, ως σκηνικό στα διηγήματά του, εικόνες του Αιγαίου. Να
βρείτε και να καταγράψετε τρεις (3) τέτοιες εικόνες του κειμένου. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930 )

Όνειρο1

Άνθη μάζευα για σένα


στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι᾿ όπως τάσφιγγα2 πονούσα.

Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.


Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.

Μέσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα


μαύρη η Νύχτα να σιμώνη3
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα4 φέρει μόνη.

Ανέκδοτα Ποιήματα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Πώς σχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, ο τίτλος του ποιήματος με το περιεχόμενό
του; (10 μονάδες)
α.2. Ποια σχέση θεωρείτε ότι συνδέει το ποιητικό υποκείμενο με το πρόσωπο στο
οποίο απευθύνεται; (5 μονάδες) Ποια συναισθήματα το διακατέχουν; (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Στο ποίημα τα «άνθη», τα «αγκάθια» και η «Νύχτα» έχουν μια συμβολική
σημασία. Τι συμβολίζουν κατά τη γνώμη σας; (15 μονάδες)
β.2. Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος συνήθως γύρω
από τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου…Πιστεύετε ότι η παραπάνω
άποψη επαληθεύεται στο Όνειρο; (2 μονάδες) Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας
με αναφορές στο ποίημα. (8 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

1
Ακολουθείται η ορθογραφία της έκδοσης.
2
τα έσφιγγα
3
σιμώνω: πλησιάζω
4
στα είχα
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Μυγδαλιά

Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω


πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει


κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση… 5


Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ’χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·


όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα 10
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…

(Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων, 1919)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε με δικά σας λόγια -λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα του
ποιήματος- την αμυγδαλιά. (10 μονάδες)
α.2. Με ποιους τρόπους το ποιητικό υποκείμενο περιποιείται το δέντρο; (10
μονάδες) Έχει ελπίδες για τη βελτίωση της ζωής της μυγδαλιάς; (5 μονάδες) Να
απαντήσετε με σχετικές αναφορές στο ποίημα

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Τι συμβολίζει, κατά τη γνώμη σας, η «μυγδαλιά» (5 μονάδες); Να απαντήσετε
αξιοποιώντας το μότο1 (5 μονάδες) και τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος.
(5 μονάδες)

1
Σύντομο απόσπασμα κειμένου που παρεμβάλλεται μεταξύ τίτλου και ποιήματος.
β.2. Στην ποίηση του Καρυωτάκη υπάρχει ένας πληθωρικός πόθος ζωής […] αλλά και
η αίσθηση του μάταιου, του χαμένου που απογυμνώνεται ολοένα και περισσότερο, για
να φτάσει πια στο τέλος σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο.... Να επαληθεύσετε αυτή την
επισήμανση σε αναφορά με συγκεκριμένους στίχους του ποιήματος. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Ήλιος ο Πρώτος

[Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο]

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο


Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
Αδερφάκι του σύννεφου!

Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο


Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες
Τα πιο χρωματιστά
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου
Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη


Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς
Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού
Εκεί που τ’άστρα προμηνούν τη θύελλα.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο


Χαϊμαλί1 τρελό σαγόνι πεισματάρικο
Παντελονάκι αέρινο
Στήθος του βράχου κρίνο του νερού
Μορτάκι2 του άσπρου σύννεφου!

(Ήλιος ο Πρώτος, 1943)

1
φυλαχτό, στολίδι που κρεμιέται από το λαιμό
2
αλητάκι
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να παρουσιάσετε την όψη και την προσωπικότητα του παιδιού, αξιοποιώντας
πέντε (5) φράσεις του ποιήματος. (15 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε σύντομα το φυσικό τοπίο (γη, θάλασσα, ουρανός) μέσα στο
οποίο ζει το παιδί. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1 Στην πρώτη και στην τέταρτη στροφή του ποιήματος επικρατούν οι κλητικές
προσφωνήσεις, ενώ στη δεύτερη και στην τρίτη τα ρήματα σε αόριστο χρόνο και οι
τοπικοί προσδιορισμοί. Αφού εντοπίσετε από ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση (3
μονάδες), να σχολιάσετε τις επιλογές αυτές του ποιητή. (12 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο ποίημα δύο (2) ρεαλιστικές και τρεις (3) υπερρεαλιστικές
εικόνες. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

[Ένα ξερό δαφνόφυλλο…]


Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε1 στου δρόμου εκεί τη μέση.

Κι αφού πια τότε θα ’ναι αργά νέες χίμαιρες2 να πλάσεις 5


ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.
( Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να διακρίνετε τις δύο νοηματικές ενότητες στις οποίες χωρίζεται το ποίημα (2
μονάδες) και να αποδώσετε με δικά σας λόγια το περιεχόμενό τους. (8 μονάδες)
α.2. Ποια στάση ζωής προβάλλεται στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος;
(10 μονάδες) Πιστεύετε ότι είναι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Πώς ερμηνεύετε την έντονη χρήση του μέλλοντα και του β΄ ενικού ρηματικού
προσώπου στο ποίημα; Σε ποιον απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο; (10 μονάδες)
β.2. Να εντοπίσετε στο ποίημα δύο (2) εικόνες από το φυσικό περιβάλλον (10
μονάδες) και να σχολιάσετε το συμβολισμό τους. (5 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25

1
συνάντησε
2
χίμαιρα: ουτοπία, αυταπάτη, ψεύτικα όνειρα
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)

Πάσχα στα Πέλαγα

Το πλοίο ολοσκότεινο έσχιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε
άλλο φως παρά τα δύο χρωματιστά φανάρια της γέφυρας ζερβόδεξα· ένα άλλο φανάρι
άσπρο ακτινοβόλο ψηλά εις το πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω εις την πρύμη
του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες ήσαν όλοι ξαπλωμένοι στις κοκέτες 1 τους, άλλοι
παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και θερμαστές, όσοι
δεν είχαν υπηρεσία εροχάλιζαν εις τα γιατάκια2 τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη
ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν εναέριοι, έλεγες πως ήσαν πνεύματα
καλόγνωμα, που εκυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των
κοιμωμένων ανθρώπων.
Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας εσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα εσήμανε και η
καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνη τόνους
μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο
ουρανό και να κράζη όλους εις το κατάστρωμα. Και με μιας το σκοτεινό πλοίο
επλημμύρισεν από φως, από θόρυβο, από ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα γιατάκια του και
οι επιβάτες τις κοκέτες τους.
Εμπρός εις την πλώρη και εις την πρύμη πίσω, ανυπόμονες έφευγαν από τα χέρια
του ναύκληρου οι σαΐτες, έφθαναν λες τ᾿ αστέρια κι έπειτα έσβηναν στην άβυσσο,
πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τα ξάρτια3, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν
ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε απάνω
στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μία μεγάλη σημαία έμοιαζε αγιατράπεζα. Ένα κανίστρι4 με
κόκκινα αυγά και άλλο με λαμπροκούλουρα ήταν απάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα
κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψέλνη το Χριστός Ανέστη. Το πλήρωμα κι οι
επιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια, ξανάλεγαν το τροπάρι
ρυθμικά και με κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. ευχήθηκε άμα ετέλειωσε τον
ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες κι έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλά καπετάνιε! χρόνια πολλά!... απάντησαν εκείνοι ομόφωνοι.
- Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά!
εξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι εφάνη στην άκρη των ματιών του.
- Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!
Έπειτα επέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, επήραν από το
χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα
φιλήματα:
- Χριστός Ανέστη.
- Αληθινός ο Κύριος.
- Και του χρόνου σπίτια μας...
1
κουκέτες, τα κρεβάτια του πλοίου
2
καταλύματα, κρεβάτια
3
τα σκοινιά που συγκρατούν τα κατάρτια και τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου
4
καλάθι
Οι επιβάτες ετράβηξαν στας θέσεις τους να φάνε τη μαγερίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά
στους διαδρόμους, εφίριραν5 τ᾿ αυγά τους, εγελούσαν, εσπρώχνοντο συναμεταξύ τους,
έτρωγαν λαίμαργα, εκαλοχρονίζοντο σοβαρά και κοροϊδευτικά.
Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι εβυθίστηκε πάλι
στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι επάνω στη γέφυρα,
πνεύματα θαρρείς εναέρια, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι:
- Ένα κάρτο6 μαΐστρο7!
- Μαΐστρο!
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σχίζη τα νερά, ζητώντας
ανυπόμονα το λιμάνι του.
α΄ έκδοση, Τυπογραφείο της Εστίας, 1922

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να προσδιορίσετε το χώρο και το χρόνο όπου εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή
κάνοντας αναφορές στο κείμενο. (15 μονάδες)
α.2. Να αναφέρετε τα πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στην αφήγηση.(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. - Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. ευχήθηκε άμα ετέλειωσε τον
ψαλμό… εφάνη στην άκρη των ματιών του.: Να σχολιάσετε το απόσπασμα.(10 μονάδες)
Για ποιους λόγους, κατά τη γνώμη σας, δάκρυσε ο καπετάνιος;(5 μονάδες)
β.2. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας υπηρέτησε επί σειρά ετών ως γιατρός σε ατμόπλοια της
εποχής και υπήρξε βαθύς γνώστης της ναυτικής ζωής. Να καταγράψετε δέκα (10)
λέξεις ή εκφράσεις του κειμένου που παραπέμπουν στον ναυτικό βίο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

5
τσούγκριζαν
6 το τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας, από το ιταλ. quarto
7 βορειοδυτικός άνεμος˙ κάρτο μαΐστρο: (να στρίψει το τιμόνι) ένα τέταρτο προς τα βορειοδυτικά.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Το ψοφίμι

― Παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα· εδώ απάνω, στο φράχτη, κοντά στον δρόμο,
έχουν ρίψει ένα ψοφίμι, ένα μεγάλο σκυλί… Με τέτοια ζέστη, Ιούλιον μήνα… Θα μας
κολλήση πανούκλα όλους εδώ… Ίσα-ίσα στο ψήλωμα, εδώ, που είν᾿ εξοχικό μέρος…
όπου έρχονται οι άνθρωποι να πάρουν λίγον αέρα καθαρόν.
Ο ομιλών ―ο κύριος Α.― ήτο παχύμισθος υπάλληλος της Κυβερνήσεως. Το
δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπέρ τας τριακοσίας δραχμάς τον μήνα.
Αλλά τας δραχμάς αυτάς τας εθεώρει ως ιεράς και δεν απεφάσιζε ν᾿ αποκόψη λεπτά δι᾿
ένα πτωχόν λούστρον, όπως σκάψη λάκκον και θάψη το ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θα του
εφαίνετο ίσως μάλλον ιεροσυλία. Η δε οικία του έκειτο πλησιέστατα εκεί, και ήτο ο
πρώτος ενδιαφερόμενος.
Όθεν1 απηυθύνθη εις τον υπ᾿ αριθ. 3 χιλιάδας τόσα αστυφύλακα. Ο αστυφύλαξ
εφόρει λευκά, κ᾿ εσύχναζεν εις το εγγύς καφενεδάκι. Απήντησε δε λίαν προθύμως και
φιλοφρόνως:
― Μάλιστα·τώρα, να πούμε εις ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω κ᾿ εγώ― να πάρη
κ᾿ ένα σκουπιδιάρη, να παν να το πετάξουν αποκεί.
Κ᾿ εκάθισε στο καφενεδάκι, διά να διαβάση τα νέα της ημέρας.
Εν τω μεταξύ ο κύριος Α. απηυθύνθη, εν απουσία του καφετζή, προς τον υπάλληλον
του καφενείου, και του είπε:
― Δεν σας ήρθε σας η βρώμα;… Ειπέ του κυρ Τάσου (το όνομα του καφετζή) να
λάβη τα μέτρα του… διά να μην αρρωστήση όλος αυτός ο κόσμος που έρχεται να πάρη
τον αέρα του εδώ επάνω.
Ο μικρός υπάλληλος έσεισε την κεφαλήν, ως να ήθελε να είπη:
«Δεν βαριέσθε: Και ποιος θα φροντίση; Ό,τι εφροντίσατε σεις, ο πρώτος που
ανεκαλύψατε αυτό το σπάνιον φαινόμενον».
** *
Ο αστυφύλαξ, ως να εκεντρίσθηκε από την δευτέραν αυτήν αναψηλάφησιν του
ζητήματος, εσηκώθη, εκοίταξε τριγύρω, και ευτυχώς εξάνοιξε2 μακράν ένα συνάδελφόν
του, βαίνοντα εις πλάγιόν τινα δρόμον. Τον έκραξε, κ᾿ εκείνος ήλθε.
― Να σου πω, του λέγει: πας στο Τμήμα, να πης του σκοπού, να πη του σταθμάρχη,
να στείλη ένα αστυφύλακα, να βρη ένα σκουπιδιάρη, να παν εδώ παραπάνω, που λέει ο
κύριος εδώ… είν᾿ ένα σκυλί ψόφιο… να το πάρουν απ᾿ εκεί, να το πετάξουν πουθενά;
― Καλά.
Και ο β´ αστυφύλαξ εκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τον δρόμον.
** *
Την νύκτα, όταν ο κ. Α. απεσύρετο δια να απέλθη οίκαδε, εις το φως της σελήνης,
έστρεψε τα όμματα και την ρίνα3 προς το μέρος όπου είχεν ιδεί το δυσάρεστον πράγμα
το πρωί. Το ψοφίμι ήτο ακόμη εκεί, αναδίδον λοιμώδη οσμήν.

1
γι’ αυτό
2
διέκρινε
3
τη μύτη
Ο άνθρωπος, εν μεγάλη αδημονία4, έκλεισε τα παράθυρά του, κ᾿ εκοιμήθη. Την
άλλην πρωίαν, εις το μικρόν καφενείον ηύρε πάλιν τον αστυφύλακα.
― Δεν εκάματε τίποτε για το ψοφίμι που σας είπα;
― Μάλιστα· έστειλα είδηση στον σκοπό… ν᾿ αναφέρη στον σταθμάρχη… να στείλη
έναν αστυφύλακα ―μπορούσα να πάω κ᾿ εγώ― να πάρη ένα σκουπιδιάρη, να παν να
λάβουν μέτρα… Και δεν το πέταξαν;
― Πεταμένο είναι από προχθές· μάλλον έπρεπε να το θάψουν.
― Ας είναι, θα φροντίσω· τώρα πάω στο τμήμα.
Την εσπέραν, όταν ο κυβερνητικός υπάλληλος επανήρχετο εις την οικίαν του, το
ψοφίμι ήτο πάντοτε εκεί, δηλητηριάζον τον αέρα με την δυσωδίαν του.
Το πρωί, ο κ. Α. προς τον α´ αστυφύλακα:
― Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αυτό… Καλά
που δεν συνεδριάζει πλέον η Βουλή, διά να γίνη επερώτησις.
― Τι; Δεν το σήκωσαν αποκεί; Περίεργο! Εγώ έλαβα μέτρα. Ας είναι, ησυχάσατε.
Σήμερα, χωρίς άλλο. Πάω επίτηδες να τους βιάσω, να στείλουν ένα αστυφύλακα
―μπορώ να πάω και μόνος μου― με ένα σκουπιδιάρη.
** *
Την επομένην νύκτα, ακόμη το ψοφίμι ήτο εκεί. Ευτυχώς είχε συννεφιάσει, και
ήστραπτε ραγδαίως προς τον Μαΐστρον5, εις τα ΒΔ του ορίζοντος. Ο κ. Α. μόλις
επρόλαβε να φθάση εις την οικίαν, να κλείση τα παράθυρα, κ᾿ ενέσκηψε σφοδροτάτη
θύελλα, άνεμος και βροχή, δροσιστική και παρήγορος.
Το πρωί, ανάμεσα εις το ηλλοιωμένον υγρόν έδαφος, μόλις εφαίνοντο πλέον τα ίχνη
του θνησιμαίου σκύλου, ολίγα μόνον γυμνά κόκκαλα του σκελετού· η ραγδαία βροχή
είχε παρασύρει τας σαπράς6 σάρκας, και είχε διαλύσει την δυσοσμίαν.
Κ᾿ έτσι δεν έγινεν επερώτησις εις την Βουλήν. Μόνον έγινε χρονογράφημα εις
εφημερίδα.

(1906)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να προσδιορίσετε το χώρο και το χρόνο που εκτυλίσσεται η σκηνή στην πρώτη
αφηγηματική ενότητα. (10 μονάδες)
α.2. Να χαρακτηρίσετε τη συμπεριφορά του κυρίου Α. με αναφορές στο κείμενο. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Το κείμενο τελειώνει με μια έντονα ειρωνική διαπίστωση. Να εντοπίσετε την
ειρωνεία και να τη σχολιάσετε. (15 μονάδες)
β.2. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι καθαρεύουσα με στοιχεία δημοτικής. Να
καταγράψετε πέντε λέξεις ή φράσεις της καθαρεύουσας και πέντε λέξεις ή φράσεις της
δημοτικής. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

4
ανησυχία
5
ο Βορειοδυτικός άνεμος
6
σάπιες
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Η Θεοδικία1 της Δασκάλας (απόσπασμα)

[…]Κατά τας πρώτας ημέρας του φθινοπώρου, αφού είχε διορισθή η Φιλίππα 2,
ήρχοντο καθ᾿ εκάστην κοράσια με τους κηδεμόνας των διά να εγγραφώσι. Η
συνάδελφός της, η δευτεροβαθμία, παλαιά ούσα, ηθέλησε να της δείξη πώς να κάμνη
τας εγγραφάς.
― Ξέρω εγώ! είπεν η Φιλίππα, προσπαθούσα συγχρόνως να κλέψη με το μάτι από
τα περυσινά έγγραφα του Σχολείου, τα οποία ήσαν ιδιόχειρα της δευτεροβαθμίας.
Η πρώτη μικρά μαθήτρια ήτις επαρουσιάσθη της εμύρισε σκόρδα.
― Μπα! μυρίζεις… Να μη τρως σκόρδα, όταν έρχεσαι στο Σχολείον.
Μία άλλη ερωτηθείσα απήντησεν, ότι ονομάζεται Μαρούσα Σκυλοβοριά.
― Τι άσχημο όνομα! είπεν η δασκάλισσα.
Μία τρίτη, καθώς είχε πλησιάσει εις το γραφείον, είπε, ότι ο πατήρ της ήτο αμαξάς.
― Μπα! μυρίζεις σταύλους! είπεν η δασκάλα. Τι άσχημη μυρωδιά!
** *
Μίαν των ημερών, εις την καρδίαν του χειμώνος, η δασκάλισσα συνέβη να χάση την
χρυσήν καδέναν του ωρολογίου της.
Τι δυστύχημα! Η υποψία έπεσεν εις τας μικράς μαθητρίας, εις όλην την τάξιν.
Κάποια απ᾿ αυτάς θα την είχε κλέψει.
Η δασκάλα, αφού απηύθυνε μικρόν λογύδριον εις τα πτωχά κοράσια, και τα
συνεβούλευσε να μη είναι κλέπτριαι κτλ., διέταξε ν᾿ αδειάσουν όλον το νερόν της
στάμνας εις μικράν σκάφην, την οποίαν είχε στείλει να δανεισθούν από την γείτονα
πλύστραν.
Το νερόν ήτο κρύον, παγωμένον. Διέταξε να φέρουν την σκάφην εις το μέσον, προ
της δασκαλοκαθέδρας, είτα είπεν:
―Ορέξατε3 χείρας όλαι!
Αι μικραί ήπλωσαν τα χεράκια τους.
―Εμβαπτίσατε ήδη τας χείρας εις το ύδωρ.
Αι μαθήτριαι εβούτηξαν τα χέρια μέσα εις το κρύον νερόν!
― Κρατήσατε όλαι τας χείρας εντός, είπεν η δασκάλα· οποία από σας αποσύρη
πρώτη την χείρα, εκείνη είναι η κλέπτρια.
Δεν ηξεύρω πόσην ώραν διήρκεσεν η δοκιμασία. Νομίζω ότι πολλαί συγχρόνως
ηναγκάσθησαν ν᾿ αποσύρουν τα τρυφερά παπουδιασμένα4 χεράκια τους, και η ένοχος
δεν ανεκαλύφθη.
(1906)

1
δοξασία σύμφωνα με την οποία η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου
εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία
2
Φιλίππα είναι το όνομα της δασκάλας
3
απλώστε˙ ορέγω: απλώνω, εκτείνω
4
ζαρωμένα και φουσκωμένα (έτσι γίνεται το δέρμα των χεριών ή των ποδιών, όταν τα κρατήσουμε για
πολλή ώρα μέσα στο νερό).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.
α.1. Να αναφέρετε το χώρο (5 μονάδες) και τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην
αφήγηση. (10 μονάδες)
α.2. Να χαρακτηρίσετε τη Φιλίππα με αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Βασικό χαρακτηριστικό στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι ότι ο δημιουργός του
συντάσσεται πάντα με τους ταπεινούς και τους κατατρεγμένους. Να επαληθεύσετε την
άποψη αυτή επισημαίνοντας στο κείμενο τρεις (3) εκφράσεις ή λέξεις που δείχνουν ότι
ο Παπαδιαμάντης συντάσσεται με τις μικρές μαθήτριες. (15 μονάδες)
β.2. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει ως βάση την καθαρεύουσα, με πολλά όμως
στοιχεία της δημοτικής. Να αναγνωρίσετε στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις της
καθαρεύουσας και πέντε (5) λέξεις ή φράσεις της δημοτικής. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
ΜΑΘΗΜΑ: ΝΔΑ ΔΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΔΦΝΙΑ

ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ

ΟΓΥΣΣΔΑΣ ΔΛΥΤΗΣ (1911-1996)


Άξηον εστί, (απόζπαζκα)
Β'
Τε γιώζζα κνύ έδσζαλ ειιεληθή·
ην ζπίηη θησρηθό ζηηο ακκνπδηέο ηνπ Οκήξνπ.
Μνλάρε έγλνηα ε γιώζζα κνπ ζηηο ακκνπδηέο ηνπ Οκήξνπ.
Εθεί ζπάξνη θαη πέξθεο
αλεκόδαξηα ξήκαηα
ξεύκαηα πξάζηλα κεο ζηα γαιάδηα
όζα είδα ζηα ζπιάρλα κνπ λ’ αλάβνπλε
ζθνπγγάξηα, κέδνπζεο
κε ηα πξώηα ιόγηα ησλ Σεηξήλσλ
όζηξαθα ξόδηλα κε ηα πξώηα καύξα ξίγε.
Μνλάρε έγλνηα ε γιώζζα κνπ, κε ηα πξώηα καύξα ξίγε.
Εθεί ξόδηα, θπδώληα
ζενί κειαρξηλνί, ζείνη θη εμάδειθνη
ην ιάδη αδεηάδνληαο κεο ζηα πειώξηα θηνύπηα·
θαη πλνέο από ηε ξεκαηηά επσδηάδνληαο
ιπγαξηά θαη ζρίλν1
ζπάξην θαη πηπεξόξηδα2
κε ηα πξώηα πηπίζκαηα3 ησλ ζπίλσλ
ςαικσδίεο γιπθέο κε ηα πξώηα πξώηα Δόμα Σνη.
Μνλάρε έγλνηα ε γιώζζα κνπ, κε ηα πξώηα πξώηα Δόμα Σνη!
Εθεί δάθλεο θαη βάγηα
ζπκηαηό θαη ιηβάληζκα
ηηο πάιεο επινγώληαο θαη ηα θαξηνθίιηα.
Σην ρώκα ην ζηξσκέλν κε η’ ακπεινκάληηια
θλίζεο, ηζνπγθξίζκαηα
θαη Χξηζηόο Αλέζηε
κε ηα πξώηα ζκπάξα4 ησλ Ειιήλσλ.
Αγάπεο κπζηηθέο κε ηα πξώηα ιόγηα ηνπ Ύκλνπ5.
Μνλάρε έγλνηα ε γιώζζα κνπ, κε ηα πξώηα ιόγηα ηνπ Ύκλνπ!
Άξηον εστί, 1959
ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Τν πνίεκα απνηειεί έλαλ ύκλν ζηελ ειιεληθή γιώζζα κέζσ ηεο νπνίαο
δηαζώδεηαη ε πινύζηα πλεπκαηηθή παξάδνζε ηνπ ειιεληζκνύ θαη νη αγώλεο ηνπ
ειιεληθνύ ιανύ γηα ειεπζεξία. Να επηβεβαηώζεηε ηελ άπνςε εληνπίδνληαο δύν (2)
ζεκεία ηνπ θεηκέλνπ πνπ αλαθέξνληαη ζηελ ειιεληθή πλεπκαηηθή παξάδνζε θαη έλα
(1) πνπ ζρεηίδεηαη κε ηνπο αγώλεο ησλ Ειιήλσλ γηα ειεπζεξία. (15 μονάδες)

1 ζρίλνο: ζάκλνο ηεο ειιεληθήο θύζεο


2 Η πηπεξόξηδα (παιαηόηεξε ειιεληθή νλνκαζία δηγγίβεπε ή δηγγίβεπηρ) θπηό πνπ ρξεζηκνπνηείηαη ζηελ
ηαηξηθή αιιά θαη σο κπαραξηθό.
3 ηηηηβίζκαηα πνπιηώλ
4 νη ληνπθεθηέο
5 ελλνεί ηνλ Ύμνο εηρ τεν Ελεςζεπία ηνπ Δηνλπζίνπ Σνισκνύ
α2. Μονάσε έγνοηα ε γλώσσα μος…: Να ζρνιηάζεηε ηνλ ζηίρν. Γηαηί είλαη θαηά ηε
γλώκε ζαο ηόζν πνιύ ζεκαληηθή ε ειιεληθή γιώζζα; (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ

β
β1. Να επηζεκάλεηε ζην θείκελν δύν (2) νπηηθέο εηθόλεο, δύν (2) αθνπζηηθέο θαη κία
(1) νζθξεηηθή εηθόλα. (15 μονάδες)
β2.Τν θείκελν, όπσο θαη όιε ε πνίεζε ηνπ Οδπζζέα Ειύηε, είλαη γεκάην από
αλαθνξέο ζην ειιεληθό θπζηθό ηνπίν. Να βξείηε πέληε (5) ιέμεηο ηνπ θεηκέλνπ πνπ
αλαθέξνληαη ζην ειιεληθό ζαιαζζηλό ηνπίν. (10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ
Μάθημα: Νέα Δλληνική Λογοηετνία

ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ

ΑΝΓΡΔΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)


Η Σμσρνιά (απόζπαζμα)

Πεξπαηνύζα κ’ έλα θίιν κνπ ζηελ πιαθνζηξσκέλε αθξνγηαιηά ηεο ΢κύξλεο.


Πεξπαηνύζα θη έβιεπα, αηζζαλόκνπλ θη αλαγάιιηαδα. Όιεο νη αίζζεζεο, νη πέληε
γλώξηκεο ζηνλ πξσηόινπβν άλζξσπν θη νη ληεο, πνπ ηώξα θαλεξώλνληαη κε ην
μεηύιηκα ηνπ είδνπο, όιεο έραζθαλ λ’ απνζεθέςνπλ ζηελ ςπρή θάζε θαλεξό θαη
θξπθό, γηα λα θάκνπλ ηελ ακβξνζία ηεο. Οιόγπξα πξνβαίλαλε ηεο αγέξαζηεο Ισλίαο
ηα βνπλά θαινγξακκέλα, ην έλα πίζσ από η’ άιιν, ην άιιν ςειόηεξν από η’ άιιν,
ώζπνπ θαηέβαηλαλ ζε αθξσηήξηα ήκεξα θαη ινύδνληαλ ζηα μάζηεξα λεξά. […]
- Δηεο θαη ην παιηάινγν, κνπ ιέεη άμαθλα ν ζύληξνθόο κνπ. Σν ’ρνπλ γηα ην
ζεξηνηξνθείν.
Αιεζηλά, ζην δεμί θξύδη ηνπ δξόκνπ ήηαλ έλα παιηάινγν θαη θνληά έλαο μεξαθηαλόο
ρσξηάηεο θξαηνύζε ην ραιηλάξη ηνπ. Μα ην δών είρε ηέηνην ράιη, πνπ κνινγνύζε όηη θη
ειεύζεξν αλ κείλεη, αλάθαξα δελ έρεη λα θηλεζεί. Έζθπθηε θάησ κε η’ αθηηά ξηγκέλα,
ηα κάηηα ζθαιηζηά, ηα ξνπζνύληα βξόκηθα· ε θνηιηά ρώλεπε ζηα πιεπξά ηνπ· ε
ξαρνθνθαιηά, ηα θαπνύιηα, νη γνθνί, ν ιαηκόο, ηα γόλαηα, νη αξκνί όινη θαίλνληαλ
μεθιεηδσκέλνη. Η νπξά ηνπ ζπαλή θη άπαζηξε έπεθηε αλάκεζα ζηα πηζηλά ηνπ,
αλίθαλε λα θηλεζεί γηα λα δηώμεη ηηο ραιθόκπγεο. Σα θξέαηά ηνπ έιεγεο πσο ζα ξέςνπλ
θάησ, όπσο ξέβνπλ ην ρηλόπσξν ηα καξακέλα θύιια θη αθήλνπλ γπκλό θαη άζθεκν ην
δέληξν. Απηό ην ράιη ηνπ θξαηνύζε γύξσ θάζε ηάμεο θαη ειηθίαο δηαβάηε θη έιεγε
θαζέλαο ην ιόγν ηνπ θαη ηελ αζηεία ηνπ ζθέςε.
΢ηάζεθα θαη γσ κε ην θίιν κνπ· όηαλ, δελ μέξσ πώο, ηα κάηηα κνπ έπεζαλ ζ’ έλα
παξαζύξη ηνπ αληηθξηλνύ ζπηηηνύ. Αλάκεζ’ από ηα γπαιηά θαη ηηο θάηαζπξεο
θνπξηίλεο, θόξε όκνξθε θαη καπξνκάηα έβιεπε κε πξνζνρή. Σα καιιηά ηεο
θαηάκαπξα, ζηε κέζε ρσξηζκέλα, έπεθηαλ δαρηπιίδηα άηαρηα ζην θηιληηζέλην κέησπν
θαη ζηα κειίγγηα, ζηα ξηδάθηηα, πίζσ ζην ραξηησκέλν ηεο ιαηκό θη έδηλαλ όςε
άγνπξνπ ζην πξόζσπό ηεο, πνπ είρε ην ρξώκα δξνζεξήο κνζθηάο. Καη θαλέξσλε
ζιίςε κεγάιε γηα θείλν ην παιηάινγν. Μα ηε ζιίςε θαη ηελ ςπρνπόληα, πνπ
θαλέξσλαλ ηα κάηηα ηεο, πώο λα ηελ ηζηνξήζσ; Μνπ θάλεθε πσο έβιεπα η’ αζάλαην
λεξό λα θπιάεη από ηα κάηηα εθείλα, λα πεξλά ην γπαιί, λα θαηεβαίλεη ζετθό ράξηζκα
ζη’ άινγν θαη λα ην πεξηρύλεη απ’ νινύζε. […]
- Εκ! αλ είλαη λα ην πιεξώζσ ηόζν, δελ παίξλσ θαιύηεξα έλα βόδη; έιεγε ν
εξγνιάβνο γπξίδνληαο ηα θξύα καηάθηα ηνπ γύξσ ζην ιαό, λα πάξεη ηάρα ηε γλώκε
ηνπ. Αλ πάξσ ην βόδη, δε ζα ’ρσ ηνπιάρηζην ην θόβν λα κνπ αξξσζηήζνπλ ηα ζεξηά,
πνπ κπνξεί λα ην πάζσ κ’ απηό ην ςνθίκη.
- Εηνύην ςνθίκη; θαιά, κπξάηηκε! θώλαμε ν ρσξηάηεο αγαλαρηώληαο, πνπ
θαηεγνξήζαλε ην δών ηνπ. Σν βιέπεηο πηζηεύσ θαη δελ είλ’ αλάγθε λα ζνπ εηπώ, πσο
η’ άινγν έρεη ςπρή λα δήζεη ρίιηα ρξόληα. Μα ηη λα ηνπ θάλσ πνπ ζαθαηεύηεθε ζηνλ
αξακπά.
- Ρε πνηνο ζε ξσηάεη γηα ηελ ςπρή ηνπ! Ση λα ηελ θάκσ γσ ηελ ςπρή; Κξέαο έρεη;
Εγώ ζέισ λα ρνξηάζσ ηα ζεξηά κνπ· είπε ν εξγνιάβνο κε νινθάλεξε πείλα ζηα κάηηα.
Εθεί πνπ παδάξεπαλ εθείλνη, ζήθσζα πάιη ηα κάηηα κνπ ζην παξαζύξη. Η ιπγεξή
ήηαλ αθόκε εθεί, πάληα ζιηκκέλε θαη πνλεηηθή. Σα κάηηα ηεο όιν θαη ζόισλαλ· ηα
κάγνπιά ηεο πόηε άζπξηδαλ, πόηε θνθθίληδαλ· ην κεζησκέλν ζηήζνο ηεο
αλεβνθαηέβαηλε θαη ην ρλώην ηεο ζάκπσλε ηo γπαιί όζν πνπ ηελ έραλα. Έραλε όκσο
θαη θείλε ηε δηαζθέδαζή ηεο θη ακέζσο ην θξηλνδάρηπιν ρέξη έζεξλε θεληεηό
ηξηαληαθπιιί καληηιάθη θη έπαηξλε ηνλ αρλό θαη πξόβαηλε πάιη ην γιπθό πξόζσπν,
ζαλ θεγγάξη κέζ’ από ηα ζύγλεθα, πνπ βνύιεηαη λα ζπληξνθέςεη ζηνλ ύπλν ηεο ηε γε.
Καη γσ έραζθα ζην παξαζύξη, ζην αηζζαληηθό θνξίηζη κπξνζηά θαη δελ έβιεπα ηίπνη’
άιιν παξά ό,ηη γηλόηαλε πίζσ από ην γπαιί. Έλαο μαθληθόο ζόξπβνο κ’ έβγαιε από
ηνπο ζηνραζκνύο. Γπξίδσ θαη βιέπσ ην ιαό λα ζθνξπάεη κε γέιηα θαη κε ράραλα. Ο
ρσξηάηεο πνύιεζε ην παιηάινγν θαη πήγαηλε λα ην παξαδώζεη ζην ζεξηνηξνθείν. Ο
ιαόο ζπληξόθηαδε ηνπ δώνπ ηε λεθξνπνκπή κε ζθπξίγκαηα θαη ράραλα. ΢εθώλσ ηα
κάηηα ςειά θαη βιέπσ λ’ αλνίγεη βηαζηηθά ην παξαζύξη θαη λα πξνβαίλεη ε θόξε κε
καηόθπιια θόθθηλα θαη θνπζθσκέλα. ΢ην ζηεξλό ηεο θίλεκα δε κπόξεζα θαη γσ λα
θξαηεζώ άξρηζαλ λα κε ηζνύδνπλ ηα κάηηα. Απόξεζα όκσο γηαηί ε θόξε, αληί λα
βιέπεη δεμηά πνπ πήγαηλε η’ άινγν, έβιεπε αξηζηεξά θαη ζθύβνληαο όζν κπνξνύζε,
έδεηρλε ην ζιηκκέλν ηεο πξόζσπν θαη θνπλνύζε ην δαθξπνπνηηζκέλν καληηιάθη ηεο.
Μήπσο ηάρα δεηεί απνθεί ην ζαξάβαιν, ζθέθηεθα. Έζκημα ηα βιέκκαηά κνπ κε ηα
δηθά ηεο θη απόξεζα, όηαλ έπεζαλ πέξα ζ’ έλα λέν θαινληπκέλν, ςειόλ θαη
ζγνπξνκάιιε, πνπ θαηέβαηλε ζηε βάξθα. Καηέβαηλε θαη ηα κάηηα ηνπ έκελαλ
θαξθσκέλα ζηεο θόξεο ην παξάζπξν.
- Φεύγεη· είπε ν θίινο κνπ.
Σόζε ώξα ε ΢κπξληά κνπ δελ έθιαηε γηα ην παιηάινγν. Έθιαηε, πνπ έθεπγε ν
αγαπεηηθόο ηεο!

Παλιέρ αγάπερ, ηππ. Εζηίαο, 1900

ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Να πξνζδηνξίζεηε ηνλ ηόπν (5 μονάδες) θαη ηα πξόζσπα (10 μονάδες) ηεο
αθήγεζεο.
α2.Να ραξαθηεξίζεηε ζε κηα κηθξή παξάγξαθν ηνλ ρσξηάηε.(10 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΓΔΣ

β
β1.Αληθινά, ζηο δεξί θπύδι ηος δπόμος ήηαν ένα παλιάλογο …… κι έλεγε καθέναρ ηο
λόγο ηος και ηην αζηεία ηος ζκέψη. Να βξείηε ηξία (3) νλνκαηηθά ζύλνια
(επίζεην+νπζηαζηηθό), έλα (1) αζύλδεην ζρήκα θαη κία (1) παξνκνίσζε ζην παξαπάλσ
απόζπαζκα. (10 μονάδες)
β2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηξόπν πνπ πεξηγξάθεηαη ην άινγν ζην παξαπάλσ απόζπαζκα.
(10 μονάδες) Πώο ζα ραξαθηεξίδαηε απηνύ ηνπ είδνπο ηελ πεξηγξαθή; (5 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΓΔΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Τραγούδια του θεού (απόσπασμα)

Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ., εις την οικίαν του την
ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από
συγκατάβασιν1 και ευσπλαγχνίαν, διά να κάμω κ᾿ εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα
οικιακόν, έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι2 και θαλπερόν3 ήτο το εσωτερικόν της
εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην, και τους
σταύλους των αλόγων, και την πρασινάδαν, και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά
του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελής και αρχαϊκή4, ο υιός του, αμόρφωτος και
άπλαστος καλός αμαξηλάτης, κι ο αδελφός του, στιβαρός5, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς
και φιλαλήθης. Τέλος η κόρη του η Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς,
κεντήτρια, ζωγραφίνα και θεατρίνα. Πλην όμως κι αυτή αφελής και απλή εις τους
τρόπους: Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και
ανοικτόκαρδον, και εν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν,
γαλανόμορφον, και αγγελοθωρούσαν. Η μικρά κόρη, δεν ηξεύρω ακριβώς πώς, είχε
πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέρος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη
Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα εις πλουσίαν οικίαν, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα
κανενός επιχειρητού6 και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής,
διά να πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλε ποτέ να πτεροφυήση7 εις
τον αιθέρα του αχανούς. Είτα την φερέοικον8 μητέρα, οπού δεν είχε κτίσει την φωλεάν
της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαί και την μετεκόμισαν, τις οίδε πού, εις άλλα κλίματα
― εύρε θέσιν καλυτέραν αλλού, κ᾿ εταξίδευσε, κ᾿ ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον
αυτό εις τας χείρας της Ρηνούλας, ήτις αφού την είχεν εγκαταλίπει κι αυτήν ο
πλανήτης9, όστις την εστεφανώθη, ανέθρεψε το τέκνον της, κ᾿ έμεινε ζωντοχηρούσα, κ᾿
εδέχθη ως έρμαιον10 το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδή ησθάνετο μικρόν θησαυρόν
φιλοστοργίας εις τα στήθη της.
Πόση είναι η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν και όμμα11
επιβάλλον διά ν᾿ ανατρέφη παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η
μικρά Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνών περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί
που την είχαν βάλει να φάγη, δια μίαν μικράν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς
την μικράν και της είπεν απλώς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτή ήξευρε:
― Faut pas pleurer! [φω πα πλερέ]. Δεν πρέπει να κλαίς.
Κ᾽ η μικρά ελούφαξεν ως εκ θαύματος.

1
συμπεριφορά σύμφωνα με την οποία κάποιος ή κάτι αντιμετωπίζεται με ηπιότητα, κατανόηση,
ανεκτικότητα
2
ευχάριστο
3
από το ρήμα θάλπω: ζεσταίνω, θερμαίνω, εδώ μεταφορικά.
4
με απαρχαιωμένους τρόπους
5
σωματώδης, ρωμαλέος
6
τολμηρού
7
να βγάλει φτερά
8
χωρίς μόνιμη κατοικία
9
πλάνης, περιπλανώμενος
10
απροσδόκητο εύρημα
11
μάτι
(1912)

(Άπαντα, τόμος τέταρτος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δόμος,


Αθήνα 1985)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να περιγράψετε το χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή (5 μονάδες)
και να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση. (10 μονάδες)
α.2. Να αφηγηθείτε σύντομα την ιστορία της μικρής Τοτώς. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) εικόνες και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (15
μονάδες)
β.2. Ο Παπαδιαμάντης στο έργο του αποδίδει με μεγάλη ακρίβεια τα χαρακτηριστικά
ανθρώπινων τύπων. Να γράψετε από δύο (2) χαρακτηριστικά επίθετα που συνοδεύουν
την περιγραφή πέντε (5) προσώπων που συναντάμε στο κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ (1866-1937)

Nυν απολύοις1

O Στρατής το στοιχειό –έτσι ακουγότανε τώρα σ’ όλο το νησί, χρόνια και χρόνια– δεν
αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ’ αλάργα απ’ τους ανθρώπους. Από παιδί μούτσος
στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και
τώρ’ ακόμα, πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κι έπιασε τους γιαλούς,
με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Mαχώ» –της μοναχοκόρης του τ’ όνομα– δεν άλλαζε
όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι 2. O
Στρατής το Στοιχειό με τ’ όνομα. Ωστόσ’ ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη
μοναξιά του. Eίχε τους συντρόφους του. Kι αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τί τάχα; O
Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είναι στραβά,
αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε με τα μάτια
μας. Kι όσα δε βλέπομε, είναι τα περισσότερα». Kαι σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε
μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω...».
O Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. Kαι πώς
αλλιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε, που να μπορεί να ζήσει μοναχός του. Oύτε τα στοιχειά,
τ’ αληθινά στοιχειά. Kι ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση
του πελάγου να τον βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το
καψαλισμένο δένδρο, καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές
έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω
του τα λόγια του κόσμου. Mα ο κόσμος είναι στραβός, έλεγε. Mε ό,τι βλέπει μιλάει.
― Mοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος,
συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρει τρέλλα! Mακρυά απ’ τους
ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Kαι τάχα μοναχά οι ανθρώποι
είναι σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είναι κάποιες
φορές καλύτεροι συντρόφοι απ’ τους ανθρώπους. Kαι μονάχα τούτα; Ένα δένδρο, ένας
βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Tους μιλάς και σου μιλούνε. T’ αγαπάς και σ’
αγαπούνε. Tύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους.
Ωστόσ’ ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα. Oύτε σκυλί,
ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ’ ένα κούτσουρο ακόμα.

1
τώρα μπορείς να με ελευθερώσεις.˙ ολόκληρη η φράση είναι: « Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα,
κατά το ρήμα σου εν ειρήνη!» και ειπώθηκε από τον Συμεών, όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη.
Σύμφωνα με το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον (β΄25-35), ο Συμεών ήταν ένας δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος
που κατοικούσε στα Ιεροσόλυμα. Το Άγιο Πνεύμα του είχε αποκαλύψει ότι θα πέθαινε μόνο αφότου
γεννιόταν ο Ιησούς. Σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Σωτήρα, ο Συμεών έφθασε στο Ναό του
Σολομώντα, μετά από εντολή του Αγίου Πνεύματος και τον κράτησε στην αγκαλιά του. Τότε πλέον
μπορούσε να πεθάνει.
2
παρατσούκλι
Tο κορίτσι του, το Mαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα,
που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε
βαστούσανε ν’ ανεβαίνει συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο
γιαλό. Mα η αγάπη και η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Kαι με αυτή βαστιότανε
στον κόσμο.
― Kι η έγνοια κι η αγάπη συντρόφοι μας είναι, έλεγε μοναχός του. Kι οι καλύτεροί
μας συντρόφοι. Aυτοί κι ο Στρατής. Tον ξέρω και με ξέρει. Tου μιλώ και μου μιλεί.
Mαλλώνομε κι αγαπίζομε. Ώς που να κλείσομε τα μάτια και να χωρίσομε για πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και
την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο
πρυμνιό3 σκαμνί ανάσκελα, κοίταζε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι άρχιζε την κουβέντα με τον
εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες, χωρίς να τις καταλαβαίνει. Kι
όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τ’ άστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το
σταυρό του κι αποχαιρετούσε το φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο,
καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειά αναπνοή κι έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον
νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»

(Tα Άπαντα, A΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να αναφέρετε το όνομα του προσώπου που πρωταγωνιστεί στην αφήγηση. Πώς
αποκαλούσε ο κόσμος αυτό το πρόσωπο και γιατί; (15 μονάδες)
α.2. Tο κορίτσι του, το Mαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα,
που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε
βαστούσανε ν’ ανεβαίνει συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό.
Mα η αγάπη και η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Kαι με αυτή βαστιότανε στον
κόσμο.: Να σχολιάσετε τη σχέση του ήρωα με την κόρη του, όπως περιγράφεται στο
παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Στο πεζογραφικό έργο του Παύλου Νιρβάνα κυριαρχούν τα ηθογραφικά και τα
ψυχογραφικά στοιχεία. Να αναγνωρίσετε στο κείμενό σας δύο (2) ηθογραφικά και δύο
(2) ψυχογραφικά στοιχεία. (20 μονάδες)
β.2. Να βρείτε μία (1) εικόνα (3 μονάδες) και μία (1) μεταφορά (2 μονάδες) στην
τελευταία παράγραφο του κειμένου. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

3
της πρύμνης˙ πρύμνη: το πίσω μέρος του καραβιού
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ (απόσπασμα)

Απ’ όλας τας οικοκυράς, όσαι εώρταζον τα ονόματα των συζύγων των την 7
Ιανουαρίου, ημέραν του Άγ. Ιωάννου του Βαπτιστού, καμμία δέν ήσκει μεγαλυτέραν
καθαριότητα, λεπτότητα και ιδιοτροπίαν παρ’ όσην η κυρα-Διαμαντηρείζαινα, η
σύζυγος του καπετάν Γιάννη του Τζαφέρη. Ο καπετάν Γιάννης, αφού είχεν αλλάξει δύο
ή τρεις βρατσέρες, ένα γολετί, ένα «λόβερ», και δύο σκούνες, όλα σκάφη, έκαστον των
οποίων δεν εκράτησε παραπάνω από δύο έτη εις την κατοχήν του — άμα εύρισκε
καλόν αγοραστήν, τα εξέκαμνε, το εν μετά το άλλο, και τέλος, εκ των διαφόρων τούτων
πωλήσεων, αφού έκαμε τον ισολογισμόν του, ευρέθη να έχει αυξήσει κατά οκτώ ή δέκα
χιλιάδας δραχμάς το αρχικόν κεφάλαιον, το οποίον κατείχεν, όταν εναυπήγει την
πρώτην του βρατσέραν, μη υπερβαίνον τας τρισχιλίας δραχμάς.
Λοιπόν, νέος ακόμα, σαρανταπέντε ετών, επειδή είχε πάθει και ολίγον από εν μικρόν
ξεπάγιασμα εις τας κνήμας, εβαρύνθη την θάλασσαν, και άνοιξεν ένα καλόν μαγαζάκι,
κατάμπροστα στην Κολώναν, εις τα άνω της παραθαλασσίας αγοράς, ακριβώς όπου οι
άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους με γερά
παλάγκα1 και με διπλάς αγκύρας, από του Νοεμβρίου μέχρι του Μαρτίου μηνός, διά να
παραχειμάσουν εις την πατρίδα, διά ν’ απολαύσουν το θάλπος της εστίας2, και μη
χάσουν, κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια, και τους αστακούς τους μαγειρευτούς
με μάραθα, και τα οχταπόδια τα τηγανιστά με όξος, τις τυρόπιττες, και τα «τυλιχτά 3»,
και τα «καλαπόδια4» και τις «γριές», ή μεγάλες τηγανίτες, και τόσα άλλα «χάδια της
κοιλιάς5», όσα αι καλαί οικοκυράδες ήξευρον τόσον περιτέχνως να παρασκευάζουν διά
τους συζύγους και τους υιούς των, τους θαλασσοδαρμένους και ζητούντας της εστίας
την αναψυχήν. Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς,
το άραξεν ασφαλώς εις την ξηράν, εν τη πλατεία της Εκκλησίας, δια ν’ αντικρύζει με τα
πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του.
Η οικιακή άνεσις και γαλήνη του πρώην ναυτικού ήτο σχεδόν εντελής. Η γυνή του,
ολιγότεκνος, είχε γεννήσει ένα υιόν, άλλο εν νεκροτόκιον, εν θυγάτριον αποθανόν
βρέφος και πλέον ου. Το τέκνον του, ο Κώστας, όστις είχε μεγαλώσει και ήτο ήδη
έφηβος, ήτο το μόνον στόλισμα της μητρός, η μόνη του πατρός βακτηρία6. Έν μόνον
παράπονον είχεν ο καπετάν Γιάννης. Η Διαμαντηρείζαινα, αν και εξόχως καλή
οικοκυρά, ήτον, ως είπομεν, εις άκρον λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα της
οικίας της.[…]
1
παλαμάρια, χοντρά σκοινιά για ναυτική χρήση
2
τη ζεστασιά του σπιτιού
3
είδος κολοκυθόπιτας ή λαχανόπιτας
4
παραδοσιακές πίτες της Σκιάθου
5
τα καλά και νόστιμα φαγητά
6
βακτηρία: μπαστούνι˙ εδώ μεταφορικά, βοήθεια, στήριγμα
(1902)
(Άπαντα, τόμος τρίτος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δόμος,
Αθήνα 1985)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση και να γράψετε
από μια φράση που να χαρακτηρίζει το καθένα από αυτά. (15 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε με συντομία τη ζωή των ναυτικών όταν δεν ταξιδεύουν, όπως
φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) εικόνες. (15 μονάδες)
β.2. Να εντοπίσετε στο κείμενο δέκα (10) λέξεις σχετικές με τη ναυτική ορολογία. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΣΗ΢ (1851-1911)

Σα πτερόεντα1 δώρα

Ξέλνο ηνπ θόζκνπ θαη ηεο ζαξθόο, θαηήιζε ηελ παξακνλήλ από ηα ύςε, ζπζηείιαο
ηαο πηέξπγαο2 όπσο ηαο θξύπηε, ζείνο άγγεινο. Έθεξε δώξα από ηα άλσ βαζίιεηα δηά
λα θηιεύζε3 ηνπο θαηνίθνπο ηεο πξσηεπνύζεο. Ήηνλ ν θαιόο άγγεινο ηεο πόιεσο.
Δθξάηεη εηο ηελ ρείξα ελ άζηξνλ θαη επί ηνπ ζηέξλνπ ηνπ έπαιιε δσή θαη δύλακηο,
θαη από ην ζηόκα ηνπ εμήξρεην πλνή ζείαο γαιήλεο. Τα ηξία ηαύηα δώξα ήζειε λα
κεηαδώζε εηο όινπο όζνη πξνζύκσο ηα δέρνληαη.
Δηζήιζελ ελ πξώηνηο εηο ελ αξρνληηθόλ κέγαξνλ. Δίδελ εθεί ην ςεύδνο θαη ηελ
ζεκλνηπθίαλ, ηελ αλίαλ θαη ην αλσθειέο ηεο δσήο δσγξαθηζκέλα εηο ηα πξόζσπα ηνπ
αλδξόο θαη ηεο γπλαηθόο, θαη ήθνπζε ηα δύν ηεθλία 4 λα ςειιίδσζη ιέμεηο εηο
άγλσζηνλ γιώζζαλ. Ο Άγγεινο επήξε ηα ηξία νπξάληα δώξα ηνπ, θαη έθπγε ηξέρσλ
εθείζελ. 5
Δπήγελ εηο ηελ θαιύβελ πησρνύ αλζξώπνπ. Ο αλήξ έιεηπελ όιελ ηελ εζπέξαλ 6 εηο
ηελ ηαβέξλαλ. Η γπλή επξνζπάζεη λ’ απνθνηκίζε κε νιίγνλ μεξόλ άξηνλ ηα πέληε
ηέθλα, βιαζθεκνύζα άκα ηελ ώξαλ πνπ είρελ ππαλδξεπζή. Τα κεζάλπρηα
επέζηξεςελ ν ζύδπγόο ηεο· απηή ηνλ ύβξηζε λεπξηθή κε θσλήλ νμείαλ,7 εθείλνο ηελ
έδεηξε κε ηελ ξάβδνλ ηελ νδώδε 8 , θαη κεη’ νιίγνλ νη δύν επιάγηαζαλ ρσξίο λα
θάκνπλ ηελ πξνζεπρήλ ησλ, θαη ήξρηζαλ λα ξνραιίδνπλ κε βαξείο ηόλνπο. Έθπγελ
εθείζελ ν Άγγεινο.
Αλέβε εηο κέγα θηίξηνλ πινπζίσο θσηηζκέλνλ. Ήζαλ εθεί πνιιά δσκάηηα κε
ηξαπέδαο, θ’ επάλσ ησλ έθππηνλ 9 άλζξσπνη κεηξνύληεο αδηαθόπσο ρξήκαηα,
παίδνληεο κε ραξηία. Ωρξνί θαη δπζηπρείο, όιε ε ςπρή ησλ ήην ζπγθεληξσκέλε εηο
ηελ αζρνιίαλ ηαύηελ. Ο Άγγεινο εθάιπςε ην πξόζσπνλ κε ηαο πηέξπγάο ηνπ δηά λα
κε βιέπε θ’ έθπγε δξνκαίνο.10
Δηο ηνλ δξόκνλ ζπλήληεζε πνιινύο αλζξώπνπο, άιινπο εμεξρνκέλνπο από ηα
θαπειεία, νηλνβαξείο11, θαη άιινπο θαηεξρνκέλνπο από ηα ραξηνπαίγληα, κεζύνληαο
ρεηξνηέξαλ κέζελ. Τηλάο είδε λ’ αζρεκνλνύλ, θαη ηηλάο ήθνπζε λα βιαζθεκνύλ ηνλ
Αη-Βαζίιελ σο πηαίζηελ.12 Ο Άγγεινο εθάιπςε κε ηαο πηέξπγαο ηα ώηα, δηά λα κελ
αθνύε, θαη αληηπαξήιζελ.
Υπέθσζθελ13 ήδε ε πξσία ηεο πξσηνρξνληάο, θαη ν Άγγεινο δηά λα παξεγνξεζή,
εηζήιζελ εηο κίαλ εθθιεζίαλ. Ακέζσο πιεζίνλ ηεο ζύξαο είδελ αλζξώπνπο λα

1
πηεξόεηο = θηεξσηόο
2
πηέξπμ, ε = θηεξό
3
θηιεύσ = πξνζθέξσ
4
ηεθλίνλ, ην = παηδάθη
5
εθείζελ = από εθεί
6
εζπέξα, ε = βξάδπ
7
νμύο = δπλαηόο
8
νδώδεο ξάβδνο, ε = μύιν γεκάην ξόδνπο
9
θύπησ = ζθύβσ
10
δξνκαίνο = ηξέρνληαο
11
νηλνβαξύο = κεζπζκέλνο
12
πηαίζηεο, ν = θηαίρηεο
13
ππνθώζθσ = αρλνραξάδσ
κεηξνύλ λνκίζκαηα, κόλνλ πσο δελ είρνλ παηγληόραξηα 14 εηο ηαο ρείξαο· θαη εηο ην
βάζνο, αληίθξπζελ έλα άλζξσπνλ ρξπζνζηόιηζηνλ θαη κηηξνθνξνύληα 15 σο Μήδνλ
ζαηξάπελ ηεο επνρήο ηνπ Γαξείνπ, πνηνύληα δηαθόξνπο αθθηζκνύο 16 θαη
επηηεδεπκέλαο θηλήζεηο. Γεμηά θαη αξηζηεξά άιινη κεξηθνί έςαιινλ κε
πεπιαζκέλαο17 θσλάο: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!
Ο Άγγεινο δελ εύξε παξεγνξίαλ. Δπήξε ηα πηεξόεληα δώξα ηνπ ― ην άζηξνλ ην
πξνσξηζκέλνλ λα ιάκπε εηο ηαο ζπλεηδήζεηο, ηελ αύξαλ, ηελ ηθαλήλ δηά λα δξνζίδε
ηαο ςπράο, θαη ηελ δσήλ, ηελ πιαζκέλελ δηά λα πάιιε εηο ηαο θαξδίαο, εηάλπζε 18 ηαο
πηέξπγαο, θαη επαλήιζελ εηο ηαο νπξαλίαο αςίδαο.
(1907)

ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Να παξνπζηάζεηε κε ζπληνκία ηα ηξία «πηεξόεληα δώξα» πνπ ν άγγεινο ήζειε λα
ραξίζεη ζηνπο αλζξώπνπο. (15 Μονάδες)
α2. Γηα πνηνπο, θαηά ηε γλώκε ζαο, ιόγνπο απνθάζηζε ν άγγεινο λα κελ πξνζθέξεη
ηειηθά ηα δώξα ηνπ ζηνπο αλζξώπνπο; Να ηεθκεξηώζεηε ηελ απάληεζή ζαο κε
αλαθνξέο ζην θείκελν. (10 Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

β
β1. Να εληνπίζεηε ηξεηο (3) νπηηθέο θαη δύν (2) αθνπζηηθέο εηθόλεο ζην θείκελν. (15
Μονάδες)
β2. Η γιώζζα ηνπ Παπαδηακάληε ζεσξείηαη εληειώο πξνζσπηθή, έλα θξάκα από
ιόγηα, εθθιεζηαζηηθά θαη ιατθά ζηνηρεία. Μπνξείηε λα βξείηε ζην θείκελν κία (1)
ιέμε ή θξάζε από ηε ιόγηα θαη κία (1) από ηελ εθθιεζηαζηηθή γιώζζα; (10
Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

14
παηγληόραξηνλ = ηξάπνπια
15
κηηξνθνξώλ = απηόο πνπ θνξάεη κίηξα (=ρξπζνπνίθηιην θάιπκκα πνπ θνξάεη ζηελ θεθαιή ν
δεζπόηεο)
16
αθθηζκόο, ν = πξνζπνίεζε
17
πεπιαζκέλνο = ςεύηηθνο
18
ηαλύσ = απιώλσ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΡΗΓΟΡΙΟ΢ ΞΕΝΟΠΟΤΛΟ΢ (1867-1951)

Σο ψωμί (απόζπαζμα)

Τν κεγάιν ζάζηηζκα, ε κεγάιε ηξεκνύια ηήο είραλ πεξάζεη. Καη πην ςπρξά ηώξα,
θαζώο πεξπαηνύζε κεραληθά, ζπιινγηδόηαλ ζε ηη ζπκθνξά ηελ έξηρλε ε άξλεζε ηνπ
θνπκπάξνπ θη’ ε άξγεηα1 ηνπ κπάξκπα…
Ούηε ν έλαο ηήο έθηαηγε, νύηε ν άιινο, νύηε θαλείο. Κη’ όκσο καδί κε ηε ιύπε
ηεο, αηζζαλόηαλ ηώξα θη’ έλα ζπκό. Έλα κεγάιν ζπκό, κηα ιύζζα, πνπ γύξεπε λα
μεζπκάλεη. Καη ζηελ ηαξαγκέλε ηεο ζθέςε, μερλώληαο αθόκα θαη ην γην ηεο ηνλ
πξνθνκκέλν, ηάβαιε…κε ην ςσκί.
«Ωρ! αδεξθέ! ζπιινγηδόηαλ. Ούια 2 γηα ηνύην ην ςσκί! Μόρηνο, θόπνο, πόλνο,
αγώλαο, γηα ην ςσκί! Όβνια 3 γηα ην ςσκί! Ορηξίεο, 4 θηιίεο, θνπκπαξίεο, 5 γηα ην
ςσκί! Αλαθαηώκαηα, ζνύζνπξα, θαπγάδεο, θνληθά, γηα ην ςσκί! Κη’ αηηκίεο αθόκα,
γηα ην ςσκί…Να, θη’ εγώ ε ίδηα ηώξα, αλ ήκνπλα πήιην 6 ληα, πνίνο ην μέξεη ηη
ζάθαλα γηα ην ςσκί…πνίνο ην μέξεη!...Ο Δηάνινο, θαιέ, ζα θώηηζε ηνλ Αδάκ λα ην
θάκεη! Τη ηόζειε; Δελ άθελε θαιύηεξα λα ηξώκε ην ζηαξάθη σκό θαη θξέζθν ζαλ ην
γάια, όπσο ηξώκε θαη ηελ πηηζνύλα7 ηνπ θαιακπνθηνύ;…
» Όρη, ιέεη, λαλ ην μεξάλεηο! λαλ ην αιέζεηο, λαλ ην δπκώζεηο! λαλ ην ςήζεηο! λα
γέλεηο θνύξλαξεο! Καη πάιε, κήπσο, κπνξνύλ νύινη λα γελνύλε θνπξλαξένη; Πέληε-
δέθα κνλαρά, θη’ νύινη νη άιινη θξεκαζκέλνη 8 από δαύηνπο! Κη’ εγώ ζήκεξα λα
πεγαίλσ ζην θνύξλν, λαλ9 ηόλε βιέπσ γηνκάην θαξβέιηα, λα πεηλάλε ζην ζπίηη ηα
παηδηά κνπ θαη λα γπξίδσ κε αδεηαλά ρέξηα!...Α, δελ είλαη πξάκα ηνπ Θενύ ην
ςσκί!...Είλαη ηνπ Δηαόινπ!
» Πνηέο δε ζα εζπράζεη ν θόζκνο, αλ δελ πάςεη λα θάλεη ςσκί! Πόζ’ άιια
πξάκαηα δε καο έδσθε ν Θεόο λα ηξώκε! Καη ην ζηάξη βέβαηα. Μα δε καο είπε λαλ ην
θάλνπκε αιεύξη θαη πίηνπξν, θαη λάρνπκε καύξν ςσκί γηα ηνπο θησρνύο, άζπξν γηα
ηνπο κέηξηνπο, 10 παληεζπάλη 11 γηα ηνπο πινύζηνπο, θη’ αέξα θξέζθν γηα όζνπο δελ
έρνπλε θαξδίλη;!...12 Να ραζεί ην παιηό-ςσκν! ην πξάκα ηνπ Δηαόινπ!»
Σ’ απηή ηε βιαζηήκηα είρε ζηακαηήζεη ε ζθέςε ηεο, όηαλ, θαζώο πεξλνύζε από
έλα πεδνδξόκην ζ’ άιιν ηεο Σηξάηαο-Μαξίλαο, είδ’ εθεί ράκνπ, ζην θνθθηλόρσκα ηνπ
δξόκνπ ζηνλ ήιην, έλα θνκκαηάθη ςσκί. Ήηαλ ςίρα κε ιίγε πέηζα. Απνθανύδη 13
θαλελόο ρνξηαζκέλνπ, ίζσο θαη ζθύινπ…Δε θαηλόηαλ νύηε πνιύ μεξό νύηε

1
άξγεηα, ε = θαζπζηέξεζε, αξγνπνξία
2
νύινο = όινο
3
όβνια, ηα = ρξήκαηα
4
νρηξία, ε = έρζξα
5
θνπκπαξία, ε = θνπκπαξηά
6
πήιην = πην
7
πηηζνύλα, ε = κεγάιν ςσκί, επίκεθεο θαη ηξαπεδνεηδέο
8
θξεκαζκέλνο = εμαξηεκέλνο
9
λαλ = λα
10
κέηξηνο = απηόο πνπ αλήθεη ζηε κεζαία θνηλσληθή ηάμε
11
παληεζπάλη, ην = παξαζθεύαζκα δαραξνπιαζηηθήο από αιεύξη, απγά θαη δάραξε, πνπ ςήλεηαη ζην
θνύξλν
12
θαξδίλη, ην = λόκηζκα ηξηώλ ιεπηώλ θαηά ηελ πεξίνδν ηεο Αγγιηθήο Πξνζηαζίαο ζηα Επηάλεζα
13
απνθανύδη, ην = απνθάγη
παηεκέλν. Καη ηα κεξκήγηα, έλα πιήζνο, ηόραλ πεξηδσζκέλν, θαβαιηθεκέλν, θαη ην
ηξώγαλε.
- Α!...
Η Νηθνιέηηα ε Καινύλελα ζηάζεθε, έζθπςε, ην ζήθσζε, ην ηίλαμε, ην θύζεμε, ην
θίιεζε επιαβηθά, ην έθεξε ζην κέησπό ηεο, έθακε ην ζηαπξό ηεο θαη ην απίζσζε 14
εθεί ζην πεδνύιη κηαο παξεζύξαο,15 γηα λα κελ ην παηνύλε…
Ψσκί πεηακέλν! Τη ακαξηία!
«Θε κνπ θαη ζπρώξεζέ κε! είπε κέζα ηεο. Ξαζηόρεζα16 πσο είλαη ην Σώκα ηνπ
Χξηζηνύ, ε Άγηα Κνηλσλία, Μεηαιάβσκα θαη ην Μπζηήξηό ζνπ!...Σπρώξεζέ κε πνπ
βιαζηήκεζα. Δελ είλαη ην Δηαόινπ. Είλαη δηθό ζνπ! Εζύ Θε κνπ, εθώηηζεο ηνλ
άλζξσπν λα ην θηηάλεη. Είλαη θαιό θη’ επινεκέλν! Ψσκί ςσκάθη ην ιέλε…»
Όινο ηεο ν ζπκόο είρε γπξίζεη ζε κηα θαηάλπμε πνπ ηεο αλέβαδε δάθξπα…Όιν
ηεο ην κίζνο είρε δηαδερζεί κηα επηείθηα γηα ηνπο αλζξώπνπο, πνπ ηελ αδηθνύζαλ – θαη
πξώηα-πξώηα ην γην ηεο ηνλ πξνθνκκέλν – θαη κηα ηξπθεξόηε17 γηα ηαλήιηθα, ηαζώα,
πνπ ηελ πεξίκελαλ ηώξα ήζπρα ζην ζπίηη λα ηνπο πάεη ςσκί, – ςσκί θαιό θη’
επινεκέλν, ςσκί- ςσκάθη, πξάκα ηνπ Θενύ…
Έπξεπε λα ηνπο πάεη κε θάζε ζπζία.
Καη δελ ηεο έκελε άιιν, παξά λ’ απιώζεη ην ρέξη θαη ζην δηαβάηε.
Θα ηόθαλε θη’ απηό – δηαθνληάξηζζα18 γηα ην ςσκί.
Μπήθε ζ’ έλαλ ηζθηεξό δξνκάθν, αθνύκπεζε ζ’ έλαλ παιηόηνηρν, ζθέπαζε αθόκα
ην ρισκό πξόζσπό ηεο κε ην καύξν ηεο καληειόλη19 θαη, όηαλ πέξαζε από κπξνο ηεο
ν πξώηνο θαινληπκέλνο, ζαξξεηά, απνθαζηζηηθά, ε Νηθνιέηηα ε Καινύλελα, άπισζε
ην ρέξη ηεο θη’ επξόθεξε:
- Ειεεκνζύλε!

Σηνλ ηόκν: Ο Μινώτασρος, έθδνζε «Γξακκάησλ Αιεμαλδξείαο», 1925

ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α. Η εξσίδα ηνπ θεηκέλνπ πηνζεηεί δύν αληηηηζέκελεο κεηαμύ ηνπο απόςεηο γηα ην
ςσκί. Να ηηο παξνπζηάζεηε κε ζπληνκία (10 Μονάδες) θαη λα αηηηνινγήζεηε ηε
ζηάζε ηεο. (15 Μονάδες).

΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
β
β1. Ο Ξελόπνπινο θαιιηεξγεί ην ξεαιηζηηθό αζηηθό κπζηζηόξεκα ζην νπνίν ζπρλά
εληνπίδνληαη ζρόιηα γηα ηελ θνηλσληθή αδηθία. Μπνξείηε λα ηεθκεξηώζεηε απηή ηελ
άπνςε κε ηξία (3) ζηνηρεία από ην θείκελν; (15 Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν πέληε (5) εηθόλεο ζπλδεδεκέλεο κε ην ςσκί. (10
Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢

14
απηζώλσ = ηνπνζεηώ, απνζέησ
15
παξεζύξα, ε = κεγάιν παξάζπξν
16
μαζηνρώ = ιεζκνλώ
17
ηξπθεξόηε, ε = ηξπθεξόηεηα
18
δηαθνληάξηζζα, ε = δεηηάλα
19
καληειόλη, ην = θάιπκκα ηνπ θεθαιηνύ θαη ησλ ώκσλ ησλ γπλαηθώλ
Μάζεκα: Νέα Ειιεληθή Λογοηετλία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1872-1923)

Η δωή ηοσ τωρηού (απόζπαζκα)

Είηαλ Κπξηαθή ηεο Απνθξηάο. Οη εθθιεζηέο ηνπ ρσξηνύ είραλ ζεκάλεη ελσξίο ην
ζπεξλό, 1 γηαηί η’ απόγηνκα 2 ζα ρόξεπε, όπσο θάζε ρξόλν, ν θόζκνο. Έηζη θηόιαο,
έπεηηα από ηε ζύληνκε αθνινπζία εζπλαρηήθαλ3 ζην ρνξεπηαξηό4 όινη νη θάηνηθνη,
ρώξηα5 νη άληξεο θαη ρώξηα νη γπλαίθεο. Απηή ηελ εκέξα είηαλ όινη ρνξηάηνη από θαΐ
θαιό, όινη είραλ θξαζί, είηαλ όινη ραξνύκελνη, θ’ είραλ ιεζκνλήζεη ηεο6 πίθξεο ηεο
δσήο, ηεο θξνληίδεο, ηνπο άγνλνπο θόπνπο ηνπο, γηα λα μεθαληώζνπλ. Οη γπλαίθεο
θνξώληαο ηα θαιύηεξα ξνύρα ηνπο θαη ηα ζηνιίδηα ηνπο – όζεο είραλ – παζηξηθέο,7
ρηεληζκέλεο, γειάκελεο, εζπλνκηινύζαλ ηαρηηθά θαη ρακειόθσλα θαη κε ηεο
ρξπζνπινπκηζκέλεο8 θνξεζηέο ηνπο, κε ηα θαζάξηα ζθνπηηά9 ηνπο, κε ην ρξπζάθη ηνπο
θαη ηεο ραξνύκελεο κνξθέο ηνπο, έδηλαλ ηνπ ρσξηνύ γηνξηάζηκε θ’ επηπρηζκέλελ όςε,
ζα λα κελ είρε γλσξίζεη πνηέ θαλείο απηνύ10 ηε δπζηπρία. Σηε κέζε ηνπ ρνξεπηαξηνύ
εζηεθόληαλ νη βηνιηηδήδεο θαη ν ηακπνπξιήο11 θαη μάγλαληα12 ησλ γπλαηθώλ πνιινί
άληξεο· όρη όκσο όζνπο είρε ην ρσξηό, γηαηί άιινη πνιινί εζεξηάληδαλ εδώ θ’ εθεί,
άιινη έκπαηλαλ ζηα καγαδηά γηα λα πίλνπλ θαη άιινη εδηαζθέδαδαλ ηξαγνπδώληαο.
Τώξα εζήκαηλαλ ησλ εθιεζηώλ νη θακπάλεο, θ’ ε ραξά θαη ηα γέιηα άμησλαλ13
πάληα· θη’ εβξόληεζε ξπζκηθά ην ηακπνύξιν, θαιώληαο όζνπο ήζειαλ λα ρνξέςνπλ.
Οη γπλαίθεο εζηάζηεθαλ14 ιαρηαξώληαο ε θαζεκία λα ηελ δηαιέμεη ν ρνξεπηήο γηα ηελ
πξώηε γξακκή ηνπ ρνξνύ, θη όινο ν θόζκνο αλάκελε κε πόζν λ’ αξρίζεη ε δεκόζηα
δηαζθέδαζε. […]
Έπεηηα επξόβαιε έλαο άληξαο κηζόθνπνο κεγάινο θη όκνξθνο, κε θαηλνύξην
πιαηνβξάθη.15 Είηαλ ηνπ ρσξηνύ ν πάξεδξνο.16 Τα όξγαλα έπαςαλ λα ζεκαίλνπλ· νη
γπλαίθεο αζέιεηα εδνθίκαζαλ αλ είηαλ ζηέξεα θαξθσκέλα ηνπ θεθαιηνύ ηνπο ηα
γηαδέκαηα,17 εζπγύξηζαλ ηα θνπζηάληα ηνπο, εθνίηαμαλ ηα ρξπζά ζηνιίδηα ζην ζηήζη
ηνπο, θαη αθαξηεξνύζαλ. Ο πάξεδξνο επήγαηλε πξνο απάλνπ ηνπο· εθξαηνύζαλ όιεο
έλα ρξσκαηηζηό καληήιη ζην ρέξη· θαη ν άληξαο εδηάιεγε όζεο ήζειε, ηεο
νκνξθήηεξεο, ηεο πιην18 ζηνιηζκέλεο, ηεο εδηθέο ηνπ, έπηαλε ηα καληήιηα, ηα ’δελε

1
ζπεξλόο, ν = ε αθνινπζία ηνπ εζπεξηλνύ
2
απόγηνκα, ην = απόγεπκα
3
ζπλάδνκαη = ζπγθεληξώλνκαη, ζπλαζξνίδνκαη
4
ρνξεπηαξηό, ην = ρνξνζηάζη
5
ρώξηα = ρσξηζηά
6
ηεο = ηηο
7
παζηξηθόο = θαζαξόο, πιπκέλνο
8
ρξπζνπινπκηζκέλνο = ρξπζνζηνιηζκέλνο
9
ζθνπηί, ην = ξνύρν
10
απηνύ = εθεί
11
ηακπνπξιήο, ν = απηόο πνπ έπαηδε ην ηακπνύξιν
12
μάγλαληα = αληίθξπ, απέλαληη
13
αμηώλσ = κεγαιώλσ
14
ζηάδσ = ηαθηνπνηώ, θηηάρλσ
15
πιαηνβξάθη, ην = ε γλσζηή βξάθα πνπ έθζαλε κέρξη ην γόλαην
16
πάξεδξνο, ν = εθιεγκέλνο αλαπιεξσηήο θαη βνεζόο ηνπ δεκάξρνπ
17
γηάδεκα, ην = θάιπκκα ηνπ θεθαιηνύ
18
πιην = πην
έλα κε η’ άιιν, ηεο έθεξλε κία ζηκά ζηελ άιιε ζηε ζεηξά, θ’ επαξάηαμε έηζη κία
δεθαπεληαξηά γπλαίθεο ζηε γξακκή, ζε κία πιεπξά ηνπ ρνξεπηαξηνύ, ελώ πίζσ από
απηέο άιιεο πνιιέο έδηλαλ ηα καληήιηα ηνπο ζηεο πξώηεο. […]
Τώξα ν Δεκήηξεο ν Λάδνο ήξζε βηαζηηθόο ζηεο γπλαίθεο, θνβνύκελνο κελ άιινο
ηνλ επξνιάβαηλε, θη’ εγύξεπε καληήιηα. Είηαλε λένο κηθξόζσκνο θαη καπξνδεξλόο,19
κε αλήζπρν βιέκκα. Έβξεθε κία πξώηε ρνξεύηξα, εμάλνημε,20 θνηηάδνληαο ηξνγύξνπ,
αλ ε Μαξγαξίηα ηνπ Χαληξηλνύ είηαλ απηνύ, θαη αθνύ ηελ είδε ηεο εράιεςε 21 ην
καληήιη. Αιιά ε θνξαζηά 22 ηνύ αξλήζεθε θάλνληαο πσο δελ ηνλ έβιεπε θη
απνηξαβηνύκελε ιίγν. Ο Δεκήηξεο εθνθθίλεζε θαη κία ζηηγκή ηελ εθνίηαμε άγξηα
[…].
Τόηεο ν Πέηξνο Κιάδεο είπε, γειώληαο εηξσληθά, ζη’ απηί ηνπ Δεκήηξε: «Δε ζε
ζέιεη, θαεκέλε, θνίηαμέ ηελ πώο ρακνγειάεη ηνπ Μάξθνπ, ράλεηο ηα θόπηα ζνπ».23
[…] Σηα ηειεπηαία εζέιεζε πάιη ν Μάξθνο λα πηάζεη ηα καληήιηα.
Καη ηόηεο ν Πέηξνο Κιάδεο εζθνύξημε24 ζη’ απηί ηνπ Δεκήηξε: – «Σνπ ηελ επήξε
από κπξνζηά ζνπ· δε ρνξεύεη παξά απηόο απόςε».
Κη ν Δεκήηξεο αςησκέλνο25 επεηάρηεθε πξνο ηεο γπλαίθεο, έπηαζε ηα καληήιηα
πνπ έδελε ν Μάξθνο θαη ηνπ ’πε ζπκσκέλνο: – «Εγώ ζα ρνξέςσ».
«Εγώ επξσηόπηαθα»26 απνθξίζεθε ν Μάξθνο κε απόθαζε.
«Θα ζνπ ηα πάξσ!»
Οη δύν άληξεο αγξηνθνηηαρηήθαλ· νη γπλαίθεο άρληζαλ 27 όιεο θ’ έθακαλ ζηα
νπίζσ, θαη ην ρσξηό εθαηάιαβε πσο ζα γελόηνπλ θαβγάο. Αιιά γηα ηε ζηηγκή θαλέλαο
δελ εηαξάρηεθε από ηε ζέζε ηνπ.
«Πώο» είπε ν Μάθξνο ζπκσκέλνο «άληξαο είκαη θαη γσ· εζέλα ηνπ καζθαξά ζα
ζνπ παίξλσ πξώηα ηελ άδεηα λα ρνξέςσ;» Κ’ έζπξσμε ην Δεκήηξε κε δύλακε.
Αιιά ηόηε νη γπλαίθεο άθεζαλ ακέζσο ηεο ζεηξέο ηνπο θ’ εκάθξπλαλ θεύγνληαο·
ν θόζκνο αλαθαηώζεθε· πνιινί ήξζαλ ζηκά ζηνπο άληξεο πνπ εκάισλαλ, θάπνηνη
δίλνληαο δίθην ηνπ Δεκήηξε, θη άιινη ηνπ Μάξθνπ, θαη ε ριαινή28 εγελόηνπλ θάζε
ζηηγκή κεγαιύηεξε. Οη θξνληκόηεξνη εθνίηαδαλ ιππεκέλνη θ’ επξόβιεπαλ θνληθά. Ο
Πέηξνο Κιάδεο όκσο βιέπνληαο πσο ηα πξάκαηα είηαλ θαζώο ηα ’ζειε, ήξζε θη απηόο
ζηε κέζε, θαη, γηαηί ν θόζκνο ηνλ εζεβόηνπλ, εηζώπαζε γηα λα ηνλ αθνύζεη. Με
δπλαηή θσλή είπε δηαηάδνληαο: – «Αο θύγνπλ η’ άξγαλα29 δε ζα ρνξέςεη θαλέλαο».
Έπεηηα έπηαζε ην Δεκήηξε θαη ηνπ ’πε θη απηνπλνύ καιώλνληάο ηνλ: – «Έρεηο άδηθν·
κε ηεο δήιηεο ζνπ, εζύ αλαθαηώλεηο όιν ην ρσξηό». Καη γπξίδνληαο πξνο ην Μάξθν
επξόζηεζε: – «Εζύ άκε ζπίηη ηεο λα θάκεηο ό,ηη ζέιεηο. Γηαηί ζα θνηηάδνπκε ζην
θόξν30 ηα λνήκαηά ζαο; Η Μαξγάξσ ηα θηαίεη όια, επήγε λα θάκεη θνληθό».
Ο θόζκνο όινο εζάζηηζε αθνύνληαο ηελ αλαπάληερε είδεζε, θ’ εζύραζε
μάθλσο·31 θαη θαζέλαο εςηζύξηδε πεξγειώληαο ηε ζπγαηέξα ηνπ Χαληξηλνύ.

19
καπξνδεξλόο = καπξηδεξόο
20
μαλνίγσ = θνηηάδσ εξεπλεηηθά
21
ραιεύσ = γπξεύσ
22
θνξαζηά, ε = θνξίηζη
23
θόπηα, ηα = θόπνη
24
ζθνπξίδσ = ζθπξίδσ
25
αςηώλσ = εμάπηνκαη, εξεζίδνκαη, παξαθέξνκαη
26
επξσηόπηαθα = πξσηνέπηαζα
27
αρλίδσ = ρισκηάδσ
28
ριαινή, ε = νρινβνή
29
άξγαλν, ην = όξγαλν
30
θόξνο, ν = ε πιαηεία ηνπ ρσξηνύ
31
μάθλσο = μαθληθά
Μ’ απηόλ ηνλ θαβγά εδηαιύζεθε θ’ εθείλνλ ην ρξόλν ζηεο Ξαρεξάδεο ν ρνξόο ηεο
απνθξηάο […].

Κξαζάδεο Κέξθπξαο, Ννέκβξηνο 1904

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αλαθέξεηε ηα πξόζσπα πνπ παίξλνπλ κέξνο ζην επεηζόδην πνπ ζπκβαίλεη κε
αθνξκή ην ρνξό. (15 Μολάδες)
α2. Να ραξαθηεξίζεηε ηνλ Πέηξν Κιάδε ηεθκεξηώλνληαο ηελ απάληεζή ζαο κε
αλαθνξέο ζην θείκελν. (10 Μολάδες).
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Σην θείκελν ν Θενηόθεο δηαλζίδεη ηε ξεαιηζηηθή πεξηγξαθή κε εζνγξαθηθά
ζηνηρεία.32 Μπνξείηε λα ηεθκεξηώζεηε ηελ άπνςε απηή κε ηξία (3) ζηνηρεία από ην
θείκελν; (15 Μολάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην απόζπαζκα ηξεηο (3) εηθόλεο πνπ αλαθέξνληαη ζηηο γπλαίθεο
ηνπ ρσξηνύ θαη δύν (2) επίζεηα πνπ αλαθέξνληαη ζε άλδξεο. (10 Μολάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

32
εζνγξαθία, ε = ηάζε ηεο λενειιεληθήο πεδνγξαθίαο πνπ παξνπζηάδεη ηε δσή ζηελ ειιεληθή ύπαηζξν
κε ηηο ηνπηθέο παξαδόζεηο, ηα ήζε θαη ηα έζηκα, ηηο ζπλήζεηεο, ηε λννηξνπία θαη ην ραξαθηήξα ησλ
απιώλ αλζξώπσλ ηνπ ιανύ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Για τα ονόματα (απόσπασμα)

[…]Κατά την Σύναξιν του Αγ. Ιωάννου, την επαύριον των Φώτων, εώρταζεν, ως
είπομεν, και ο καπετάν Γιάννης ο Τζαφέρης, μαζί με όλους τους άλλους Γιάννηδες.
Υπήρχον δε πολλοί εις το χωρίον. Σχεδόν πάσα τρίτη οικία είχεν ένα Γιάννην —τους
οποίους ήξευρον ακριβώς όλους, και είχον τον κατάλογον, οι δύο πιστοί φίλοι, ο
Αποστόλης ο Καλούμας και ο Πέτρος ο Γύφταρος, αμφότεροι βαστάζοι1 της αγοράς.
Εδέχετο δε εξαιρετικώς κατ’ εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζαινα όλους τους
επισκέπτας, όλον το χωρίον, — σχεδόν χωρίς να μορφάζη2. Την ημέραν εκείνην έκαμνε
θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της. Είχεν όμως ιδιαιτέραν υπηρεσίαν
διωργανωμένην εις την αυλήν, ένδοθεν της αυλόπορτας, δια τα ξυπόλυτα και τους
μάγκες της αγοράς, τους οποίους εφίλευεν3 εκεί διά χειρός της μητρός της ή της
αδελφής της, χωρίς να τους επιτρέπη να εισέλθωσιν εις την οικίαν.
Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι4
πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας, κι ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργία,
είχαν μαλώσει μεταξύ των. Κατά τ’ άλλα έτη συνήθιζον οι δύο να πηγαίνουν
«κονσέρβα», ως έλεγαν, δηλ. ως δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύραν εις όλας τας
οικίας όσαι εώρταζον, και του Αγ. Νικολάου, και του Αγ. Ιωάννου, και τας άλλας
εορτάς, τας εχούσας πολλά ονόματα. Οι δύο αχώριστοι φίλοι, ο εις στολισμένος τα
εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματα του˙ ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους
πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχιζαν το πρωί, απολείτουργα,
την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην.
Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς ότι
«σηκώνουν τα υψώματα»5 οι δύο τους. Ακούσας την ασεβή παρωδίαν6 ο Αντώνης
Μαραγκάκης ο νωματάρχης, Κρης την πατρίδα, τους εφίμωσε με την επιφώνησιν:
— «Ψώματα! ψώματα!», δηλ. «ψέματα! ψέματα!» και έκτοτε ο Γύφταρος δεν ετόλμησε
πλέον να το ξαναπεί. Ως τόσον εξηκολούθουν πάντοτε την περιοδείαν των ανά τας
οικίας. Αλλού τους εφίλευον τηγανίτες ή λουκουμάδες, σπανιώτερον μισό χαμαλί
(μικρόν τρίγωνον γλύκισμα), συνηθέστερον λουκούμι ή μόνον στραγάλια, από τα οποία

1
βαστάζος : αχθοφόρος, χαμάλης
2
χωρίς να κάνει μορφασμούς, να στραβομουτσουνιάζει
3
φιλεύω: προσφέρω κάτι ως κέρασμα, κερνώ
4
για τους οποίους είχε μιλήσει παραπάνω
5
ύψωμα: το αντίδωρο από το κέντρο του πρόσφορου, που έχει τη σφραγίδα με το Σταυρό˙ «σηκώνουν τα
υψώματα»: πρόκειται για θρησκευτική τελετή κατά την οποία όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή
προσκαλούν τον ιερέα για να ευλογήσει λίγο σιτάρι που θα το βάλουν μαζί με αυτό που θα σπείρουν,
ώστε να έχουν καλή σοδειά.
6
ασεβής παρωδία (εδώ): απομίμηση της θρησκευτικής τελετής με σκωπτική ή κωμική διάθεση
εγέμιζαν τους κόλπους των. Σχεδόν εις όλα τα σπίτια τους εκερνούσαν ροσόλι7 ή
μαστίχαν ή εντοπίαν εκ στεμφύλων ρακήν.[…]
(1902)
(Άπαντα, τόμος τρίτος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δόμος,
Αθήνα 1985)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση. (10 μονάδες)
α.2. Ο Παπαδιαμάντης αποτύπωσε στο έργο του χαρακτήρες ταπεινών ανθρώπων του
λαού. Να τεκμηριώσετε αυτή την άποψη με αναφορές στο κείμενο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα κράμα από λόγια και λαϊκά στοιχεία.
Να βρείτε στο παραπάνω κείμενο πέντε (5) λέξεις της δημοτικής και πέντε (5) λέξεις
της καθαρεύουσας. (10 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο κείμενο τρεις (3) εικόνες που να περιγράφουν τη ζωή στο χωριό και
να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

7
λικέρ με άρωμα τριαντάφυλλου
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Ρεμβασμός του δεκαπενταυγούστου (απόσπασμα)



Πριν παρέλθη έτος, εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και
συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγίνετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός
της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί
χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν
επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός
της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν 1 της πολίχνης, και τον
εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνη εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν
ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το
ευάγωγο»2. Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή:
―Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λέγ᾿ η μητέρα, ζωνταρφανά3.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
― Τα ᾽μαθες, πατέρα;… Θα παντρέψουμε τ᾿ Αργυρώ μας… Έλα στο σπίτι, γιατί δεν
είναι πρέπο, λέγει η μητέρα, να είστε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ᾿ Αργυρώ
μας… για να μην κακιώση ο γαμπρός!…
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη, κ᾿ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν την
Αργυρώ, είτα μετ᾿ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν… Είτα πάλιν επήλθε τρίτος
χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου, και μ᾿ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον
ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμον της πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του
πατρός της, και να τον παρακινή ν᾿ αγαπήση με την μητέρα.
Μίαν ημέραν, θλιβερά του είπε:
― Δεν θα μπορώ πλέον να ᾽ρχωμαι ούτε στο κελλί σου, πατέρα. Είναι κάτι κακές
γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε, καθώς
περνούσα: «Να το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άντρας
της…» Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα…
Τω όντι παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της.
Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη, εφαίνετο να πάσχη.
― Τι έχεις, κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ
―Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με
πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ᾿ τον καημό μου!…
―Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ᾿ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι
ασθενής, και είχε δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθε παρά την κλίνην της, και της
ανήγγειλεν ότι έκαμεν αγάπην με την μητέρα της, διά να χαρή, ήτον αργά πλέον. Η
τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία
ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και
πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα:

1
σε απομακρυσμένο τμήμα της μικρής πόλης
2
ευάγωγος -η -ο: που μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί εύκολα
3
ζωνταρφανός: αυτός που οι γονείς του έχουν χωρίσει
― Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία… με την μητέρα μαζί…
Είπε και απέθανε.
……………
(1906)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1 Να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση. (10 μονάδες)
α.2. Να χαρακτηρίσετε την Κούμπω με αναφορές στο κείμενο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Ο Παπαδιαμάντης στο έργο του αποδίδει με μεγάλη ακρίβεια τα χαρακτηριστικά
ανθρώπινων τύπων. Να γράψετε τρία (3) χαρακτηριστικά επίθετα και δύο
χαρακτηριστικές (2) φράσεις που συνοδεύουν την περιγραφή της Κούμπως. (15
μονάδες)
β.2. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει ως βάση την καθαρεύουσα με πολλά όμως
στοιχεία της δημοτικής. Να αναγνωρίσετε στο απόσπασμα πέντε (5) λέξεις ή φράσεις
της καθαρεύουσας και πέντε (5) λέξεις ή φράσεις της δημοτικής γλώσσας. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ (1905-1932)

Δύο άγνωστοι

Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,


χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.

Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·


μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.

Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως


που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.

(Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου
Παραχελωίτιδος, 1972)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.
α1. Να αναφέρετε τον χώρο (4 μονάδες) και τα πρόσωπα που συναντάμε στο κείμενο
(6 μονάδες)
α2. Να διηγηθείτε συνοπτικά με δικά σας λόγια τη μικρή ιστορία που αφηγείται το
κείμενο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Στα ποιήματα της γενιάς του 1920, στην οποία ανήκει ο Μίνως Ζώτος, κυριαρχεί
μελαγχολική διάθεση και κλίμα έντονης απαισιοδοξίας. Να τεκμηριώσετε την άποψη
αυτή κάνοντας αναφορές σε τρεις (3) λέξεις ή φράσεις του ποιήματος.(15 μονάδες)
β2. Το ποίημα έχει παραδοσιακή μορφή. Να το αποδείξετε κάνοντας δύο (2)
αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957)

Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μιαν ανοιξιάτικη Κυριακή θυμούμαι δυο τρεις ανθισμένες κερασιές σ᾿ ένα


οργωμένο κόκκινο χωράφι, γέμισε η καρδιά μου ευτυχία. Βγήκε τη στιγμή εκείνη κι
έλαμψε ό ήλιος σαν την πρώτη μέρα που βγήκε από τα χέρια του Θεού˙ έλαμψε η
θάλασσα του Σαρωνικού, πέρα η Αίγινα στο πρωινό φως γέμισε τριαντάφυλλα˙ δυο
κοράκια πέταξαν καλoσήμαδα δεξά μου και τα φτερά τους αντιδόνησαν σαν κόρδες
δοξαριού.
Από τη μια μεριά τα κύματα σαν ομηρικά άλογα, με άσπρες χαίτες, δροσεροί
μακρόσυρτοι στίχοι του Ομήρου, κι από την άλλη μεριά η ελιά της Αθηνάς όλο λάδι
και φως, κι η δάφνη του Απόλλωνα, και τα θαματουργά όλο κρασί και τραγούδι
αμπέλια του Διόνυσου. Στεγνή, λιτοδίαιτη γης, πέτρες ροδοκοκκινισμένες από τον
ήλιο, τα βουνά γαλάζια κυματίζουν ανάερα, αχνίζουν μέσα στο φως. Ολόγυμνα, και
λιάζoυvται ήσυχα, αναπαμένα, σαν αθλητές.
Πήγαινα κι ως πήγαινα θαρρούσα πως όλη η γης κι ο ουρανός οδοιπορούσαν μαζί
μου· έμπαιναν μέσα μου όλα τα γύρα μου θάματα, άνθιζα, γελούσα, αντιδονούσα κι
εγώ σαν την κόρδα του δοξαριού· κι η ψυχή μου πώς χάνουνταν την Κυριακή εκείνη κι
έσβηνε τιτιβίζοντας στο πρωινό φως, σαν τη σταρήθρα1!
Ανέβηκα σ’ ένα λόφο κι αγνάντευα πέρα τη θάλασσα, τα φτενά2 ρόδινα ακρογιάλια,
τ᾿ αλαφρογραμμένα νησιά. Τι χαρά είναι ετούτη! μουρμούρισα· πώς κολυμπάει το
παρθενικό σώμα της Ελλάδας, κι ανασηκώνεται από τα κύματα και πέφτει επάνω του ο
ήλιος, σαν αρραβωνιαστικός! Πώς δάμασε την πέτρα και το νερό και πώς λαγάρισε3
από την αδράνεια και τη χοντροκοπιά της ύλης, κρατώντας μοναχά την ουσία!
Γύριζα να γνωρίσω την Αττική, έτσι νόμιζα· μα εγώ γύριζα να γνωρίσω την ψυχή
μου· στα δέντρα, στα βουνά, στη μοναξιά ζητούσα να βρω και να γνωρίσω την ψυχή
μου, μάταια· η καρδιά δε σκιρτούσε· σημάδι άσφαλτο πως δεν έβρισκα αυτό που
ζητούσα.
Μια μέρα μονάχα, ένα μεσημέρι, θάρρεψα πως τη βρήκα. Είχα πάει ολομόναχος στο
Σούνιο· ήλιος καφτός, είχε μπει το καλοκαίρι, τα πληγωμένα πεύκα έχυναν το ρετσίνι
τους κι ο αγέρας μοσχοβολούσε· ένα τζιτζίκι ήρθε και κάθισε στον ώμο μου και
κάμποση ώρα οδοιπορούσαμε μαζί· μύριζα όλος σαν πεύκο, είχα γίνει πεύκο, κι
άξαφνα, ως ξεπρόβαινα από τον πευκώνα, είδα τις άσπρες κολόνες του ναού του
Ποσειδώνα, κι ανάμεσά τους, στραφταλιστή, σκούρα γαλάζια, την άγια θάλασσα. Τα
γόνατά μου κόπηκαν, στάθηκα· ετούτη είναι η Ομορφιά, συλλογίστηκα, ετούτη είναι η
αφτέρουγη Νίκη, η κορφή της χαράς, πιο απάνω δεν μπορεί να φτάσει ό άνθρωπος.
Ετούτη είναι η Ελλάδα.[…]

(1961)

1
σιταρήθρα: αποδημητικό πτηνό που φωλιάζει σε θάμνους.
2
φτενός -ή -ό: λεπτός, λιγνός.
3
καθάρισε, έγινε διαυγές.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α
α.1. Να επισημάνετε στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου τα πρόσωπα από
την αρχαία ελληνική ιστορία ή μυθολογία που φέρνει στη μνήμη του αφηγητή η
θέα της αττικής γης. (4 μονάδες) Να αναφέρετε τα χαρακτηριστικά στοιχεία που
συνοδεύουν καθένα από αυτά τα πρόσωπα. (6 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε τις αντιδράσεις του αφηγητή όταν αντικρίζει τις άσπρες
κολόνες του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Να σχολιάσετε αυτές τις
αντιδράσεις και να τις αιτιολογήσετε. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να βρείτε στο κείμενο πέντε ονοματικά σύνολα (επίθετο+ ουσιαστικό) με
τα οποία ο συγγραφέας περιγράφει τη γη της Αττικής. (15 μονάδες)
β.2. Το έργο Η αναφορά στον Γκρέκο του Καζαντζάκη αποτελεί μια
μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με πολλά ποιητικά στοιχεία. Να εντοπίσετε στο
απόσπασμα δυο (2) στοιχεία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και τρία (3) στοιχεία
ποιητικά. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (1868-1920)

Τάσω (απόσπασμα)

Ο κήπος με τη μουριά, που στον ίσκιο της ροκάνιζε αδιάκοπα την καλαμποκιά του ο
ψαρής του πατέρα, ήτανε το μέρος που παίζαμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού εμείς τ’
αδέλφια, η Τάσω κι ο αδερφός της ο Γιωργίκος, ένα άχαρο, κουτό παιδί, που ερχότανε
μαζί μας μόνο για να τον τσιμπούν οι σφήκες στα μάγουλα, να τρώει ξυλάχλαδα,
αγουρίδες και ξύλο αλύπητο από μας τους άλλους. Σα να το μυρίστηκε κι ο
μισόστραβος ψαρής, τον κλότσησε μια μέρα κι αυτός ο τόσο ήσυχος κι ανεχτικός, που
μας άφηνε να του κουβαλούμε πλάτες και καπούλια, να περνούμε αποκάτω από την
κοιλιά του, να του βγάζουμε όσες τρίχες θέλαμε από την ουρά. Έμενε ακούνητος,
ροκανίζοντας πάντα την καλαμποκιά του. Η Τάσω του καβαλούσε ακόμα και το λαιμό.
Στεκόταν ορθή στην πλάτη του, πηδούσε στα καπούλια του όπως και στα κλωνάρια της
μουριάς. Αν έλειπε ο Γιαννούλης από τη συντροφιά, θα ’λεγε κανένας αγόρι αυτή και
κορίτσια εμάς τους άλλους.
Κι ωστόσο κάθε άλλο παρά σαν αγοριού έμοιαζε η όψη της. Άσπρη και καστανόξανθη,
τα μεγάλα γαλανά της μάτια βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα σε όλη την
παιδιάστικη άγρια τρέλα και κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα, πετούσαν τόσο
αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε
περσότερο μέσα σε μας ήταν πως με όλα τα σκαρφαλώματα στα δέντρα και τα
κυλήματα όπου έφτανε, μπορούσε και βαστιότανε πάντα καθαρή, πάντα αξέσκιστη.
Ένα πουκάμισο κι ένα παλιό φουστάνι, αποφόρι της αδερφής μου ή αλλουνού
κοριτσιού, ήτανε τα μόνα που σκεπάζανε τη γύμνια της· κι ωστόσο η μάνα μου μας την
έδειχνε πάντα για παράδειγμα. Η δική της μάνα ζήτημα ήταν αν τη χτένιζε κάθε πρωί κι
όμως η Τάσω δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ένα ίσιασμα με τις παλάμες στ’
αλαφρόσγουρα μαλλιά, που τα είχαν κάμει ανωκάτω τα κλαδιά της μουριάς, και
ξαναπαίρναν τη φανταχτερή λάμψη τους. Το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε τόσο συχνά η
Τάσω και συχνά μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι αφού έσιαζε τα
μαλλιά, την έβλεπες κι έμενε αμίλητη και μας κοίταζε με την αστραφτερή παράξενη
ματιά της και μ’ ένα γέλιο πιο παράξενο, που έδειχνε τα δόντια της σα σκυλιού που
θέλει να δαγκάσει. «Γάτα, γαλανομάτα γάτα», της φώναζε ο Γιαννούλης δίνοντάς της
μια. Και τα δυο αγρίμια πιανόντανε στα χέρια.
Έτσι περνούσαν οι περσότερες μέρες του καλοκαιριού, έτσι περάσανε τα πρώτα χρόνια.
Και θα περνούσαν έτσι ίσως κι άλλα ακόμα, αν δεν ερχότανε η βλογιά1 στον τόπο. Είχε
μήνες που σερνότανε, κι η Παναγιά η Βλαχέραινα, που την κατέβασαν από το
μοναστήρι παπάδες και προεστοί, δε βοήθησε κι ας τη γυρίσανε με ψαλμωδίες και

1
ευλογιά: βαριά λοιμώδης νόσος που εκδηλώνεται με κρυάδες, υψηλό πυρετό και εξανθήματα, τα οποία
μετά την ίαση αφήνουν χαρακτηριστικά σημάδια.
λιβάνια σ’ όλους τους δρόμους του χωριού. Ο πατέρας ήθελε να μας στείλει στο δικό
του χωριό απάνω στα βουνά, μα η μητέρα δεν αποφάσιζε να τον αφήσει μοναχόν. Όσο
που μιαν αυγή μας ξάφνισε ένα κόκκινο μικρό μπαϊράκι2 στημένο στη σκεπή του
σπιτιού της Γαλάναινας. Ήταν το σημάδι που καρφώνανε σε όσα σπίτια κόνευε 3 η
βλογιά. Και στης Γαλάναινας ήρθε στην ίδια τη νοικοκυρά. Δεν έπαιρνε άλλο άργητα
το πράμα. Η γιαγιά πήρε αμέσως εμάς τα παιδιά και μας έφερε σε μια καλύβα που
ξεκαλοκαίριαζε ο παππούς όξω στ’ αμπέλια του. Εκεί αγνάντια στη ράχη ήτανε το
ξωκλήσι που φέρνανε και κλείνανε τους βλογιασμένους στρατιώτες. Το κόκκινο
μπαϊράκι μάς φόβιζε και ’κεί, όμως ο σκοπός, που η φουστανέλα του άσπριζε ολημερίς
στο φρύδι της ράχης, μας ησύχαζε. Δεν αφήνει την κακή αρρώστια να μας φτάσει, μας
έλεγε η γιαγιά. Κι αλήθεια δε μας έφτασε. […]
(Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα, 1916)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Στο κείμενο ο αφηγητής αναπολεί τα παιδικά του χρόνια. Ποιες πληροφορίες μας
δίνει για τον τρόπο που περνούσαν τις μέρες του καλοκαιριού αυτός και η παρέα του
στην πρώτη παράγραφο του κειμένου; (10 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε (10 μονάδες) και να σχολιάσετε (5 μονάδες) τον τρόπο με τον
οποίο η οικογένεια του αφηγητή αντιμετώπισε την αρρώστια της «ευλογιάς» που ήρθε
στον τόπο τους.
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Το έργο του Χατζόπουλου, διακρίνεται για τον πλούτο των ηθογραφικών στοιχείων
και για την έντονη ψυχογραφική του δύναμη. Να αναγνωρίσετε στο κείμενο δύο (2)
στοιχεία ηθογραφικά και τρία (3) στοιχεία ψυχογραφικά. (15 μονάδες)
β.2. Να καταγράψετε δυο (2) μεταφορές και τρεις (3) εικόνες με τις οποίες ο
συγγραφέας περιγράφει την Τάσω. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

2
σημαία
3
είχε εγκατασταθεί
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)

Το Νούμερο 313281 (απόσπασμα)

… ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ αρχίζω σιγά σιγά, μόλις συνηθίζουν τα μάτια μου, να ξεχωρίζω.
Πολλοί άνθρωποι μιλούν με χαμηλή φωνή. Καμπόσοι έρχουνται προς το μέρος μας,
στην πόρτα, να δουν αν τους είναι κανένας από μας γνώριμος. Δεν ξέρω κανένα. Το
υπόγειο είναι πολύ χαμηλό, μόλις μπορείς να στέκεσαι ολόρθος. Δυo μικρά παράθυρα
με σταυρωτά κάγκελα προς το μέρος του δρόμου. Ίσαμε σαράντα άνθρωποι. Και τρία
άλογα που τρων με τέμπο. Μυρίζει καβαλίνες. Κάθουμαι. Είναι ακόμα πολύ πρωί.
Ξαγρυπνημένος, τσακισμένος. Ένα δυνατό τσούξιμο στο πρόσωπο αντιδρά στην
εγκατάλειψη σα μια ένεση υγείας. Πάω να χαδέψω αυτό τον πόνο και καταλαβαίνω το
χέρι μου να παρακολουθεί τις ραβδωτές γραμμές που άρχισαν να πρήζουνται.
Οι φυλακισμένοι μάς τριγυρίζουν και μας ρωτούν πώς έγινε, που μας πιάσαν, και τα
λοιπά. Φλυαρίες. Δεν ξέρω.
—Μωρέ εσύ είσαι μωρό ακόμα! μου λέει ένας. Τι θ’ απογίνεις; […]

Η ΜΗΤΕΡΑ μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο όξω απ’ το μικρό παράθυρο, εκεί
πλάι, και δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός δεν την άφηνε να ’ρθει κοντά·
έκαμε τον κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Στο τέλος τη σπρώξαν προς το παράθυρο.
Έπεσε μπρούμυτα. Το γλυκό μαύρο πρόσωπό της έκαμε μπρουπ πάνου στα κάγκελα.
Με μια απελπισμένη προσπάθεια κοίταξε να σηκωθεί, έπιασε μισοξαπλωμένη τα
κάγκελα και φώναζε:
—Ηλία! Ηλία!
Η θερμή γνώριμη κραυγή γέμισε το υπόγειο. Με βρήκε σε μιαν άκρη και με τίναξε.
Έτρεξα στο παράθυρο. Με κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια της μες στους άγνωστους
ανθρώπους, μες στ’ άλογα, μόλις με ξεχώριζε μες στο ύποπτο φως, άπλωνε μέσα τα
χέρια της να μ’ αγγίσει, δεν ήξερε τι έλεγε. Το χέρι της έτρεμε στο κενό, ερχόταν σ’
εμένα, πάλι αποτραβιόταν — ένα ζο που ήθελε να πιει και δεν το αποφάσιζε.
—Κ’ εκείνο έτρεμε χτες για τα ποντίκια... Για τα ποντίκια!... έλεγε απελπισμένα, σα να
μιλούσε σε κάποιον, κι αναρουφούσε. Θε μου, τι να κάμω;
Τι να κάμει; Μέρεψε. Δε φωνάζει πια. Συμμάζεψε τα πόδια της, έγινε ένα κουβάρι
κόκαλα και μελαψό κρέας.
—Κακόμοιρο παιδάκι... Κακόμοιρο παιδάκι... μουρμουρίζει μονάχα από ώρα σε ώρα
και κλαίει.
Το στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά. Τα μάτια δεν τα σφουγγίζει πια, το ’χει
ξεχάσει. Τα δάκρυα κατεβαίνουν στο μάγουλο σιγανά κι αδιάφορα — δεν
προσέχουν να κατεβαίνουν τουλάχιστο σε αρμονικές γραμμές, γράφουν ζικ ζακ,
χώνουνται μες στις ρυτίδες. Πότε πότε ένας σπασμός χτυπά το πρόσωπό της, που
γίνεται περισσότερο άσχημο· είναι πολύ αστείο έτσι που πετάγεται στον αγέρα ένα
αρμυρό υπόλοιπο από δάκρυα που είχε κρυφτεί κάπου σε μια ζάρα.
Όταν σηκώνεται να φύγει εγώ στέκουμαι πολλή ώρα εκεί και βλέπω το λίγο τόπο που
έπιανε δίπλα στα κάγκελα, έναν τόπο μια σταλιά.…

1
Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα Ηλία Βενέζη, όταν παιδί δεκαοκτώ χρόνων
οδηγήθηκε μετά από τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, αιχμάλωτος στα κάτεργα της Ανατολής.
(α΄ έκδοση 1931)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή. (15
μονάδες)
α.2. Η ΜΗΤΕΡΑ μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο όξω απ’ το μικρό παράθυρο, εκεί
πλάι, και δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός δεν την άφηνε να ’ρθει κοντά·
έκαμε τον κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Στο τέλος τη σπρώξαν προς το παράθυρο.
Έπεσε μπρούμυτα. Το γλυκό μαύρο πρόσωπό της έκαμε μπρουπ πάνου στα κάγκελα. Με
μια απελπισμένη προσπάθεια κοίταξε να σηκωθεί, έπιασε μισοξαπλωμένη τα κάγκελα και
φώναζε: —Ηλία! Ηλία!: Να σχολιάσετε τη συμπεριφορά της μάνας του αφηγητή, όπως
φαίνεται μέσα από το παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Το Νούμερο 31328 αποτελεί το χρονικό της αιχμαλωσίας του ίδιου του συγγραφέα
στα τάγματα εργασίας των Τούρκων μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Να εντοπίσετε
στο απόσπασμα δυο (2) στοιχεία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και να τα σχολιάσετε.
(10 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο απόσπασμα τρεις (3) εικόνες με τις οποίες αποδίδονται τραγικές
ανθρώπινες καταστάσεις.(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867- 1951)

Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα)

… Ο Παναγής Βιολάντης έπασχεν από κοσμοφοβία παράξενη. Ό,τι έκαμνε και δεν
έκαμνε, ήταν για τον κόσμο-για να πη ο κόσμος καλό. Δεν τον έμελε, πως εξέταζε
κάποτε τον εαυτό του και δεν τον εύρισκεν ούτε αγαθόν, ούτε ευσυνείδητον, ούτε
ειλικρινή, τούφτανε πως τον είχεν ό κόσμος για τέτοιον. Και εις αυτή την ιδέα, γι᾿ αυτή
την υπόληψι, ήταν ικανός να τα θυσιάση όλα, και τη δική του ευτυχία και την ευτυχία
των δικών του.
H φιλοδοξία του ήταν να τον τιμούν ως «χρήσιμον» άνθρωπον και να τον
σέβωνται ως καλόν οικογενειάρχη˙ για το δεύτερο μάλιστα εφρόντιζε πολύ
περισσότερον. 'Ίσως-δεν σου έλεγε-. -υπήρχαν εις τον τόπον και άλλοι έμποροι και
άλλοι βιομήχανοι σαν κι αυτόν, αλλά σύζυγος, αλλά πατέρας, κανένας· α, αυτό
εννοούσε να το καυχάται. Και το σπίτι του ήθελε να φαίνεται πάντα το καλύτερο,
σωστός παράδεισος αγάπης, τιμής, αρμονίας, ευτυχίας.
Το εκατόρθωvε με την υπόκρισιν και με την βίαν. Οι δικοί του τον εφοβούντο σα
διάβολο· η γυναίκα του τον έτρεμεν, η αδελφή του η γρηά ποτέ δεν του έλεγε όχι· τα
παιδιά του αρνάκια. Και τov φόβον αυτόν ο κόσμος τον είχε για σεβασμό και γι᾿ αγάπη.
Αδιάφορον αν η οικογένεια αποτελείτο από τα πλέον ετερογενή στοιχεία που ημπορούν
να γείνουν, αν αρμονία εις βάθος δεν υπήρχε, και αν για τούτο οικογενειακή ευτυχία
δεν ημπορούσε να υπάρχη εκεί μέσα. Όλοι είχαν συνηθίσει να φορούν τη μάσκα του
πατέρα· έπειτα ήταν και ο πλούτος που τα εσκέπαζεν όλα με την χρυσήν του σκόνην.
Το βέβαιον είνε, ότι ο κόσμος εμακάριζε1 το σπίτι του Βιολάντη, και το νεόκτιστον
εκείνο παλατάκι της Καινούργιας Ρούγας με τα δυο στενόμακρα μπαλκόνια πέρα-πέρα
εθεωρείτο τόσον ευτυχισμένο και σεβαστόν, όσον κανέν από τα άλλα, τα σοβαρά, τα
παληά βενέτικα παλάτια, με τα αραχνιασμένα τους οικόσημα.…

(α΄ έκδοση 1914)


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση. (10 μονάδες)
α.2. Να καταγράψετε στοιχεία από το κείμενο που μαρτυρούν τον πλούτο του
Βιολάντη. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Στα έργα του ο Ξενόπουλος καυτηριάζει τη υποκρισία της σύγχρονής του
ελληνικής κοινωνίας. Να τεκμηριώσετε την άποψη με αναφορές στο κείμενο. (15
μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο κείμενο δύο (2) επίθετα, μία (1) παρομοίωση και δυο (2) μεταφορές
που συνοδεύουν την περιγραφή του Βιολάντη. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
καλοτύχιζε
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937)

Το πρώτο φίλημα της Μούσας (απόσπασμα)

Τ’ Αγνάντια του χωριού μου ήταν το μαγευτικώτερο, τ’ ωραιότερο μέρος όλων των
Κουρεντοχωριών.1 Βρίσκεται στην περιοχή εκείνου του ορίζοντα, που ύμνησε ο
Βύρωνας2, από εκείνην εκεί απάνω τη ράχη του Προφήτ’-Ηλία της Ζίτσας3, κι’ είναι
τόσο θαυμαστό, ώστε όταν ήμουν τριάντα τόσα χρόνια μακρυά από την πατρίδα μου κι
αναθυμούμουν το χωριό μου με τα λίγα του σπιτάκια και κείνον τον στρόγγυλον
ορίζοντά του, που τον φράζουν απ’ όλες τες μεριές τα βουνά, στεκόμενα γύρα -γύρα,
σαν αθάνατοι γίγαντες με τα πόδια τους ριζωμένα βαθιά στη γη και τα κεφάλια τους
στον ουρανό, σαν να τον βαστούν, για να μην πέση, ήταν αδύνατο να μην πεταχτή ο
νους μου να θρονιαστή στ’ Αγνάντια!
[....] Θα ήταν τέλη Απριλίου ή αρχές Μαγιού. Ο δάσκαλός μας ο Παπ’ Αντριάς — Θεός
σχωρέσ’ τον — μας πήγε από το νάρθηκα της εκκλησιάς που είχαμε τη γενική
συνάθροιση κάθε μέρα, στην άκρα του ραχοκέφαλου, όπου είναι τ’ Αγνάντια, και μας
κάθισε εκεί στη γραμμή σταυροπόδι, κάτω από τον παχύν ήσκιο, για ν’ αρχίσωμε το
«διάβασμα» δηλαδή τη μελέτη.
Ήταν πλούσιο εκείνη τη χρονιά το σκολειό μας από παιδιά. Από πέντε παιδιά, που ’χε
την προηγούμενη χρονιά, είχε τότε δώδεκα. Τέσσερες ήμασταν στο ψαλτήρι, τέσσερες
στ’ Οχτωήχι4, οχτώ˙ δυο στα πινακίδια, δέκα˙ και δυο στες κοκκαλένιες πλάτες,
δώδεκα˙ κι ο δάσκαλός μας, ο Παπ’-Αντριάς, δεκατρείς. Δηλαδή ο Χριστός και οι
δώδεκα Αποστόλοι του, όπως έλεγε καμαρώνοντας ο δάσκαλός μας, μην έχοντας
βέβαια την παραμικρή συναίστηση για τη βέβηλη παρομοίωση πόκανε. Εγώ ήμουν ο
παντοτεινός πρωτόσκολος5, ως πλιο προοδευμένος και κρατούσα την ευταξία του
σκολειού κάθε φορά που έλειπε ο δάσκαλος.[…]
Όταν λοιπόν καλοκαθήσαμε στη γραμμή περιμένοντας το συνηθισμένο σύνθημα της
μελέτης :
— «Ντέτεστε!6», φώναξε ο δάσκαλός μας, αφού ξερόβηξε πριν τρεις τέσσερες φορές,
κι εμείς αρχίσαμε θριαμβευτικά την ανάγνωση, όσο μπορούσαμε μεγαλόφωνα, και
κάναμε ένα δαιμονικό θόρυβο, που βούιζαν όλα τ’ Αγνάντια από τες φωνές μας.
Φανταστήτε τι πανδαιμόνιο έκαναν δώδεκα δυνατές παιδιακήσιες φωνές σ’ όλες τες
βαθμίδες της φωνητικής κλίμακας! Ακούονταν ως πέρα στον κάμπο, που δούλευαν οι
1
Κουρεντοχώρια: χωριά της Ηπείρου.
2
Ο μεγάλος φιλέλληνας ποιητής λόρδος Βύρων(1788-1824) ταξίδεψε στην Ήπειρο και προσπάθησε να
οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό.
3
Ζίτσα :χωριό του Νομού Ιωαννίνων.
4
Τα σχολεία της πρώτης βαθμίδας (τα δημοτικά σχολεία της εποχής), δίδασκαν στα παιδιά ανάγνωση,
γραφή και αριθμητική. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν ήταν εκκλησιαστικά, όπως το Ψαλτήρι, η
Οκτώηχος και ο Απόστολος.
5
Ο πρώτος μαθητής που βοηθούσε τον δάσκαλο όταν εφαρμοζόταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος.
6
Εμπρός!
ζευγίτες, κι ως πέρα στα λιβάδια και στα λόγγα, που βοσκούσαν τα κοπάδια τους και
τες αγέλες τους οι πιστικοί7 και οι βαλμάδες8˙ κι ακούοντας, άλλοι έλεγαν:
— Χαρά στο δάσκαλο, πόχει τέτοια μαθητούρια!
Κι άλλοι:
— Χαρά στα μαθητούρια πόχουν τέτοιο δάσκαλο!
Η πρώτη ορμή της βροντερής μελέτης, που βγήκε απ’ αυτό το πικρό κι άχαρο
«ντέτεστε», που δεν μπορεί να μεταφραστή σε καμμιά γλώσσα του κόσμου έτσι
χαρακτηριστικά, άρχισε να πέφτη λίγο-λίγο, και πέφτοντας πέφτοντας, σώπασε όλως
διόλου. Ο δάσκαλός μας είχε ναρκωθή, άλλο από τες φωνές μας κι άλλο από την
γλυκειάν ανοιξιάτικη θαλπωρή, κ’ είχε αποκοιμηθή γλυκά με τη φτελιόβεργα στο δεξί
του χέρι και με το «Εν τη Ερυθρά Θαλάσση»10 στο στόμα, κι εμάς μάς είχε πιάσει μια
ιερή σιωπή, μια έκσταση, ένα... (δεν ξέρω πώς να το ειπώ) μπροστά στην ιερή
μυσταγωγία και στα κάλλη και στες χάρες της πανώριας άνοιξης και στο μαγικό θέαμα
που ξετυλίγονταν μπροστά μας, κάτω μας, δίπλα μας και πέρα από τ’ Αγνάντια, και στη
μοσκοβολιά των ανθιών και των λουλουδιών και στο κελάιδημα λογής λογιών πουλιών,
που μούλωναν11 ή κρύβονταν μέσα στα κλαδιά των δέντρων που μας ήσκιωναν σαν
απέραντος θεϊκός θόλος ναού φυσικού, ή ξεπετούσαν και φουρτουλούσαν12 γύρα μας.
Τα κοσσύβια, οι σπίνοι, οι γαλιάντρες, οι κορυδαλοί, οι σπουργίτες, και προ πάντων τ’
αθάνατα τ’ αηδόνια, είχαν στήσει χωριστά κι όλα μαζί μιαν άρρητη13 μουσική
συναυλία, και μες σ’ αυτή τη θεσπέσια μουσική, που ’χε ως κορωνίδα της τ’
αηδονολαλήματα, ξεχώριζε τ’ άνθρωπολάλημα του κούκκου:
— «Κούκου! Κούκου! Κούκου!»
Οι αετοί ξεπετούσαν απάν’ από τα κράκουρα14 των μακρυνών βουνών, όπου φώλιαζαν,
και πετούσαν αργά-αργά στον γαλανόν αιθέρα και φαίνονταν ως να έπλεαν στο ουράνιο
πέλαγο σαν μακρόφαντα καράβια, κι απολούσαν κάποτε μια στριγγιά σουρισματιά15,
σαν να ήθελαν να σαλαγήσουν τίποτα κοπάδια τους απ’ εκεί απάνω.
Αχ! πώς ζήλευε η καρδιά μου τους αϊτούς με το ουράνιο αρμένισμά τους, και πώς
καλοτύχιζα όλα τα πουλιά και πλειότερο τ’ αηδόνια με τη μαγική τους φωνή, που δεν
ήταν καταδικασμένα να διαβάζουν σε κοκκάλες από πλάτες ζώων, πινακίδια, οχτωήχι,
ψαλτήρι, κι ό,τι άλλο βιβλίο, και να ’χουν δάσκαλο και μάλιστα με φτελίσια βέργα στο
χέρι του, σαν τον δικό μας τον Παπ’ Αντριά, και να φωνάζη εκείνο το φοβερό και
τρομερό:
— «Ντέτεστε!»[…]

(Εκδόσεις Αετός, 1954˙ πρώτη έκδοση εφημ. Αμάλθεια Σμύρνης, 30 Δεκ. 1906 )

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

7
πιστικός και μπιστικός: μισθωτός τσομπάνος.
8
αυτός που καθοδηγεί τα (μεγάλα) ζώα στις γεωργικές εργασίες (π.χ. στο αλώνισμα).
10
εκκλησιαστικό τροπάριο
11
έμεναν ακίνητα, λούφαζαν
12
φτερούγιζαν
13
άρρητος: αυτός που δε λέγεται, που δεν εκφράζεται, απερίγραπτος.
14
κράκουρα: οι άκρες των ψηλών βουνών, κακοτράχαλες πλαγιές.
15
από το ρήμα σουρίζω: σφυρίζω
α
α.1. Να προσδιορίσετε τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή με
αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
α.2. Να διηγηθείτε συνοπτικά τον τρόπο διεξαγωγής του υπαίθριου μαθήματος στο
οποίο αναφέρεται το απόσπασμα. (15 μονάδες)
Συνολο:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να εντοπίσετε στο κείμενο (5) πέντε ηχητικές εικόνες που συνδέονται με την
περιγραφή του φυσικού τοπίου. (15 μονάδες)
β.2. Στο έργο των ηθογράφων, ανάμεσα στους οποίους εντάσσεται ο Χρηστοβασίλης,
προβάλλεται ο έντονος δεσμός και η αγάπη των συγγραφέων για την ιδιαίτερή τους
πατρίδα. Να εντοπίσετε στο κείμενο δέκα φράσεις ή λέξεις με τις οποίες
αποκαλύπτονται τα αισθήματα του αφηγητή για τον τόπο του. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937)

Ο ξενιτεμένος (απόσπασμα)

ΕΙΤΑΝ ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186… Καμμιά δεκαριά γυναίκες του
Μικρού Χωριού, που είναι ψηλά στην αγκαλιά της ράχης, έπαιρναν νερό στην άκρη του
Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ’ αυτὲς ήθελαν και
παραήθελαν ποια να γιομίση πρίτερα, γιατί είταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά
μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι’ από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλες1
τους, κατεβαίνοντας μια−μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό. Οι νύφες
όμως κι’ οι τσιούπρες2, αν κι’ είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες
μεγαλύτερες, αν κι’ αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα
στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.
Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι’ αυτό και το νερό του ποταμού
είταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι’ έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με
ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.
Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σαν φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ’
ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι’ έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι’ η Νύχτα, που
άρχισε ν’ απλώνη τα φτερά της έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που
έφευγε, γέροντας3 πίσω από τον φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι’
επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.
Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι’ η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε
ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο
μελαγχολίας στην ψυχή.
Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ’
ανυπομονησιά:
− Ντέτεστε4! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!
Πρέπει όμως να ξέρη κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι γυναίκες του
Μικρού − Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας που οι παραμονές των
γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες φροντίδες.
Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία:
− Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζατε γλήγορα! Δυό δρασκέλες είναι το χωριό…
Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά:
− Μ’ εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά5 του παιδιού μου.

1
μεγάλα δοχεία για τη μεταφορά υγρών.
2
τσούπ(ρ)α: η νέα κοπέλα
3
γέρνοντας
4
εμπρός, πάμε
5
διαβάζω τα σκουτιά: περνώ τα πλυμένα ρούχα από το καθαρό νερό, τα ξεβγάζω.
Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού − Χωριού, όταν παίρνουν
νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι’ αν είναι,
εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο
εκεινών, πώχουν μαύρα μαλλιά.
Όσο ξακουλουθούσε το γιόμισμα των βουτσελών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή
από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά−αργά τον δρόμο,
που βγαίνει στο Μικρό−Χωριό. Υστερνή είταν η μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση
τα σκουτιά του παιδιού της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά
στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον
ανήφορο, βλέποντας όχι πλειό με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες
γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και
καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον τον στενόδρομο.[…]

(Από τη συλλογή Διηγήματα της ξενιτειάς, 1907)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή. (10
μονάδες)
α.2. Οι νύφες όμως κι’ οι τσιούπρες, αν κι’ είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού,
άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι’ αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά
δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.: Να σχολιάσετε το απόσπασμα. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Ένα χαρακτηριστικό της ηθογραφίας, στην οποία εντάσσεται το έργο του Χρήστου
Χρηστοβασίλη, είναι η χρήση ιδιωματικών λέξεων ή εκφράσεων. Να εντοπίσετε δέκα
(10) ιδιωματικές λέξεις ή εκφράσεις στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
β.2. Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα …που χύνει απέραντο πέλαγο
μελαγχολίας στην ψυχή.: Να βρείτε στο παραπάνω απόσπασμα πέντε σχήματα
προσωποποίησης με τα οποία περιγράφονται φυσικά φαινόμενα. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ (1850-1929)


Των θαλαζζών ο άγιος1 (απόζπαζμα)

[…] -Τώξα επξέζε θαη απηόο λ’ απνζάλε!


Τνύην ήην ην ειαθξόηεξνλ παξάπνλνλ θαηά ηνπ πελζίκνπ ηνύηνπ επεηζνδίνπ ηεο θαηδξάο άιισο
παλεγύξεσο ηνπ Αγίνπ Νηθνιάνπ.2 […]
Πξν εκεξώλ, ηνλ πξώηνλ ρεηκώλα ηνπ Ννεκβξίνπ, ηξηθπκία, ζπκβάζα ελ ησ Δπμείλσ Πόλησ
επήλεγθε κεγάια δπζηερήκαηα. Πιένλ ησλ δέθα ηζηηνθόξσλ ελαπάγεζαλ εηο ηελ άμελνλ εθείλελ
ζάιαζζαλ. Ο «Νενιόγνο», εθεκεξίο ηεο Κσλζηαληηλνππόιεσο, είρελ αλαγξάςεη κε πέλζνο ηα
λαπάγηα εθείλα πξνζζέζαο θαη ηα νλόκαηα ησλ ειιεληθώλ πινίσλ θαη ηνπο ιηκέλαο εηο νπο αλήθνλ,
ελόο δε θαη ηα νλόκαηα ησλ λαπηώλ ηνπ πιεξώκαηνο. Τν πινίνλ, ην ηειεπηαίνλ ηνύην αλήθελ εηο ηνλ
ιηκέλα ηνπ Γαιαμεηδίνπ δηαθξηλόκελνλ δηά ηα σξαία θαη κεγάια απηνύ ηζηηνθόξα. Τν κέγα ηνύην
βξίθηνλ3 κε δπλεζέλ λα ππνινγίζε θαιώο ηελ είζνδνλ ηνπ Βνζπόξνπ, σο εθ ηεο δεηλήο νκίριεο,
πξνζέθξνπζελ επί ησλ πξνο αξηζηεξάλ βξάρσλ εθεί εηο ηα Καβάθηα θαη ζπλεηξίβε. Ούηε ήην
δπλαηόλ λα ζσζή ηηο εθ ησλ λαπηώλ ηνπ, κεηαμύ ησλ νπνίσλ δηεθξίλεην ν εθ ηεο λήζνπ λεαξόο
λαύηεο, Νηθόιαο ηνπ παπά-Νηθόια νλόκαηη, νλ επέλζεη ήδε λεαξσηάηε ρήξα, ξαγίδνπζα δηά ησλ
θιαπζκεξώλ κνηξνινγίσλ ηεο ηαο θαξδίαο όισλ ησλ λεζησηώλ, θαη κειαλώλνπζα νύησ ρσξίο λα ην
ζέιε κίαλ ηόζνλ ιακπξάλ παλήγπξηλ.
Μόιηο πξν ελόο έηνπο είρε ζηεθαλσζή∙ ηελ λπκθηθήλ ηεο σξαίαλ ρξπζνθέληεηνλ εζζήηα 4 δελ
εθόξεζελ από ησλ εκεξώλ ηνπ γάκνπ ηεο, όζηηο εηειέζζε κεηά πνιιήο ραξάο θαη ρνξώλ.[…] Τν
ρσξίνλ όινλ σκηινύζε δηά ηνπο γάκνπο απηνύο.
-Τη ηαηξηαζκέλν αληξόγπλν! Έιεγελ ν θόζκνο. Τη σξαία πνπ δνπλ! Πώο ηελ αγαπά ηε γπλαίθα
ηνπ ν Νηθνιάθεο! Ούηε γηα λεξό δελ ηελ αθήλεη λα πάε. […]
Θέιεηο λα ήην ν θζόλνο, ζέιεηο λα ήην ηπρεξόλ, ηξεηο κήλαο κεηά ηνλ γάκνλ δηήιζελ εθ ηεο
λήζνπ ην σξαίνλ εθ Γαιαμεηδίνπ βξίθηνλ ν «Αξράγγεινο». Δρξεηάδεην έλα λαύηελ.
-Όζν θη αλ θαζήζσ, είπελ ν Νηθνιάθεο, πάιηλ ζα κπαξθάξσ 5. Γελ είλαη άζρεκα λα πάσ κε ην
Γαιαμεηδηώηηθν. Έρσ θαιή πάγα6. […]
Αιιά ήιζνλ κίαλ εκέξαλ αη εθεκεξίδεο όιαη ησλ Αζελώλ, αίηηλεο ππό ηνπ «Νενιόγνπ»
παξαιαβνύζαη εθόκηζαλ7 ηελ ζιηβεξήλ είδεζηλ όηη ν Νηθνιάθεο ηνπ παπά-Νηθόια επλίγε εηο ηελ
Μαύξελ Θάιαζζαλ. «Τνλ έθαγαλ ηα θύκαηα», όπσο έιεγε ην κνηξνιόγηνλ. […]
Η δπζηπρήο Κπξαηζνύια, αθνύζαζα πξώηνλ ηνπο ςηζπξηζκνύο-«βνύιηαμαλ θαξάβηα» ηεο είπνλ
θαηαξράο, έπεηηα άιινο ηηο επξόζζεζελ, «εηο ηελ Μαύξελ Θάιαζζαλ»-ήξρηζε πάξαπηα8 λα
αηζζάλεηαη ζιίςηλ κπζηηθήλ σο πόλνλ εηο ηελ θαξδίαλ. Τέινο ην έκαζε θαζαξά.
Έπεζε ιηπόζπκνο. Η γξαία κήηεξ έβαιε ηηο θσλέο. Όινη έζπεπζαλ ηόηε λα ηελ ζπιιεπεζνύλ
«εηο ην καύξν δπζηύρεκα». Όζαη πξόηεξνλ θζνλνύζαη ηελ εθαθνιόγνπλ, εζζάλζεθαλ ήδε πξώηαη
ηελ ιύπελ. Βέβαηα ν θζόλνο πάληνηε ιππείηαη πξώηνο εηο ηαο δπζηπρίαο! Τελ πξώηελ εκέξαλ ήην
άθσλνο, άγξππλνο θαη άγεπζηνο. Τα όκκαηά ηεο, εθείλα ηα σξαία, μεξά. Η γξαία εθνβείην πεξί ηεο
πγείαο ηεο: «Τν άκνηξν!» έιεγε. Καη επαλαιάκβαλε: «Θα ην ράζσ!» Τελ ηξίηελ εκέξαλ εθόξεζε ηα

1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
2
ν άγηνο Νηθόιανο είλαη πξνζηάηεο ησλ ζαιαζζηλώλ θαη γηνξηάδεη ζηηο 6 Γεθεκβξίνπ.
3
βξίθηνλ ή κπξίθη: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ
4
εζζήηα: θόξεκα, ηδίσο επίζεκν
5
κπαξθάξσ: επηβηβάδνκαη ζε πινίν σο κέινο ηνπ πιεξώκαηνο
6
πάγα: ακνηβή, πιεξσκή
7
θνκίδσ: θέξλσ, κεηαθέξσ
8
πάξαπηα: ακέζσο
καύξα θαη έρνπζα ιπηήλ ηελ θόκελ9 θαη από πάλσ κηα καύξελ καλδήιαλ εκνηξνινγνύζε ρσξίο λα
θάγε, ρσξίο λα πίε, γνλαηηζκέλε πξν ησλ θαιώλ θνξεκάησλ ηνπ Νηθνιάθε, ηα νπνία έβγαιε από ην
ζεληνύθη θαη άπισζελ εκπξόο ηεο έλα-έλα – ζπαξαμηθάξδηνλ10 ζέακα!
Αιι’ όηαλ έθζαζελ ε παξακνλή ηνπ αγίνπ Νηθνιάνπ, νη ζξήλνη ηεο ήζαλ αθξάηεηνη, θαη ζρεδόλ
όινλ ην ρσξίνλ παξεπνλείην δηά ην ζιηβεξόλ θηύπεκα, ην νπνίνλ εγίλεην θαηά ηεο παλεγύξεσο.
Πεξηζζόηεξνλ δ’ όισλ εθώλαδελ ε γξηά ην Μνξθάθη. Καηήληεζε λα ζηαιή επηηξνπή εηο ηνλ θ.
Γήκαξρνλ, όζηηο πάιηλ ελ ηε βία ηνπ παξήγγεηιελ εηο ηνλ θιεηήξα λα εκπνδίζε λα θσλάδε «εθείλε
ε παιαβή».
Αιι’ επεηδή νη ζξήλνη δελ θαηέπαπνλ, πάιηλ ν Γήκαξρνο παξήγγεηιε «ηεο παιαβήο λα
εζπράζε». […]
Η Κπξαηζνύια αθνύνπζα ηεο αγξππλίαο ηνπο θώδσλαο, έπαπζε ρσξίο λα ζέιε ηνλ ζξήλνλ θαη
«πήγαηλε, κάλα, ην εηθόληζκα ζηελ εθθιεζηά», είπε. «Δίλαη ακαξηία λα κελ ην πάκε».
Η γξαία κήηεξ ηεο κεηά δπζαξεζθείαο ππήθνπζελ. Δηο ηελ εθθιεζίαλ δελ έκεηλελ. Δθόιιεζελ
ην θεξίνλ θαη απήιζελ ακέζσο.
Τόηε εθνύζζεζαλ θαη ηνπ ειζόληνο αηκνπινίνπ νη νμείο ζπξηγκνί11∙ θαη κεη’ νιίγνλ εθεί εηο ηελ
εθθιεζίαλ πάιηλ εηο ηνλ θύθινλ ησλ γξαηώλ πξώηνλ δηεδόζε ε θήκε όηη ν Νηθνιάθεο ήιζε.
-Πνηνο; Πνηνο; Δπαλειάκβαλνλ δέθα ζπγρξόλσο ζηόκαηα.
-Να, ήιζε, έιεγνλ αη γξαίαη, ν Παπαληθόιαο. Μία δε, ρσξίο λα ηελ εξσηήζνπλ, είπελ από ηελ
βίαλ ηεο∙ «ήιζελ ν Άηο Νηθόιαο!»
Καη ήθνπεο κεη’ νιίγνλ εηο ηελ αγνξάλ:
-Ο πληγκέλνο! Ήιζελ ν πληγκέλνο!
Πξώηε εμήιζε πηεξσηή ε γξηά ην Μνξθάθη θαη κε ηα βαξέα ππνδήκαηα ηνπ πηνύ ηεο
δηπινπεξηπαηνύζα εθώλαδελ από ηελ απιήλ αθόκε: «Ήιζελ ν Νηθνιάθεο», θέξνπζα ραξκόζπλνλ
είδεζηλ εηο ηελ θόξελ ηεο όηη ζα εώξηαδε πιένλ ην όλνκα ηνπ πηνύ ηεο. […]
Γηεγήκαηα, ηνκ. Β΄, Αζήλα, 1921
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ζην απόζπαζκα ηα ζηνηρεία πνπ αθνξνύλ ηνλ ηόπν, ην ρξόλν θαη ηα πξόζσπα.
(15 μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ηνπ δηεγήκαηνο ζε ζρέζε κε ην πεξηερόκελν ηνπ θεηκέλνπ. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Τν έξγν ηνπ ζθηαζίηε ζπγγξαθέα Αιέμαλδξνπ Μσξατηίδε ραξαθηεξίδεηαη από έληνλε
ζξεζθεπηηθόηεηα θαη δηαθξίλεηαη γηα ηα πνιιά εζνγξαθηθά ηνπ ζηνηρεία. Να ηεθκεξηώζεηε ηελ
άπνςε κε δύν (2) αλαθνξέο ζην ζξεζθεπηηθό ζηνηρείν (10 μονάδες) θαη ηξεηο (3) αλαθνξέο ζε
εζνγξαθηθά ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ πνπ ζαο δόζεθε. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

9
θόκε: ηα καιιηά
10
ζπαξαμηθάξδηνο: πνπ πξνθαιεί κεγάιν ςπρηθό πόλν, ζπαξαγκό
11
ζπξηγκόο: ζθύξηγκα
Μάθημα: Νέα Δλληνική Λογοηεχνία

ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΦΟΓΙΑΝΝΗΣ (1867-1945)
Τα κουδούνια (απόζπαζμα)

Σέηνηα ώξα γιπθεηά1 απνγπξίδνπλ ηα θνπάδηα ηνπο ζην καληξί νη πηζηηθνί2 θ’ νη


βνζθνπνύιεο, απνζηακέλνη απ’ ηελ νινήκεξε βνζθή θ’ από ην γύξηζκα ζηηο
θαθνηνπηέο, ζηηο ιάθθεο3. Σέηνηα γιπθεηά ώξα ζαιάγηδε4 θη από ςειά ηα πξόβαηά ηνπ
ηξαγνπδώληαο ή βαξώληαο ηε θινγέξα ηνπ, θη ν Μήηξνο ν Λαβίδαο, θαηέβαδε θη από
ηελ άιιε ξάρε ηα γίδηα ηνπ, ρνπγηάδνληαο ή πεηξνβνιώληαο θη ν Κώζηαο ν
Λπθνπάπεο, νη δπν αγαπεκέλνη πηζηηθνί. Ρνβόιαγαλ5 ηνλ θαηήθνξν κε ραξά έλαο
αληίθξπα από ’δσ θαη πέξα ν άιινο, θη αληηιαινύζαλ ηα βνπλά ην ζάιαγν θαη ηε
θινγέξα, πνπ θξάηαγαλ ησλ θππξηώλ6 θαη ησλ ηξνθαληώλ7 ηνλ ππθλό ήρν. […] Πξώηνο
ν Κώζηαο ραηξέηηζε βγάλνληαο κηα δπλαηή θσλή θ’ είπε:
- Ώξα θαιή ζνπ, Μήηξν.
Κη ν Μήηξνο απνινγήζεθε θη απηόο θ’ είπε:
-Ωξέ, θαιό λα ’ρεηο.
Δίπαλ ύζηεξα γηα ηα πξάκαηα, γηα ηε ζηάλε θη απέ είπαλ γηα ηα θνπδνύληα. Κη ν
Κώζηαο άξρηζε θ’ είπε:
-Μήηξν, παιηώζαλ ηα καύξα ηα θνπδνύληα κνπ, γνπβάζεθαλ8, δε βαξάλ ηα έξκα.
Κη ν Μήηξνο απνινγήζεθε:
- Κ’ εκέλα ηα καύξα ηα ηξνπθάληα κνπ γνπβάζεθαλ, δε βξνληάλ ηα έξκα.
- Σν πξώην ην θαιθάλη9 κνπ γνπβάζεθε, ράιαζε θαη ’θείλν.
- Κ’ εκέλα ην πξώην ην ξνπκπί10 γνπβάζεθε, δε ιαιάεη θαη ’θείλν. […]
Κη ν Κώζηαο ηειεπηαία είπε:
- Να πάκε λα πάξσκε θνπδνύληα, Μήηξν.
Κη ν Μήηξνο είπε:
- Να πάκε, λα πάξσκε, σξέ Κώζηα. […]
΢ε ιίγεο κέξεο γίλνληαλ ην κεγάιν βιάρηθν παλεγύξη ζηε ρώξα θάηνπ θαη θεη
έιεγαλ λα παλ γηα θνπδνύληα νη πηζηηθνί. Πάγαηλαλ θάζε ρξόλν νη δπν ηνπο, θ’ ήηαλ ε
κνλαρή θνξά απηή πνπ θαηέβαηλαλ ζηε ρώξα θ’ έβιεπαλ νιίγνλ θόζκν. Γελ
κεηαηόπηδαλ άιινλ θαηξό απ’ ηε ζηάλε θη απ’ ηε ζηξνύγγα, νπδ’ έβγαηλαλ απ’ ην
ζύλνξν ην δηθό ηνπ, απ’ ην ζηαλνηόπη ηνπ θαζέλαο, όμσ αλ έθεπγαλ θακηά θνξά λύρηα
λα πα λα θιέςνπλ θνπδνύληα απ’ άιιε ζηάλε, νπ’ ήμεξαλ πσο έρεη θαλέλα θαιό,
μερσξηζηό, αθνπζκέλν. […]
Ήηαλ ζηε δύλακε, ζην βξαζκό ηνπ ην παλεγύξη θ’ έδηλε θ’ έπαηξλε ε ηαξαρή θη ν
ζόξπβνο ηελ ώξα, πνπ άξαμαλ νη πηζηηθνί κε ην θαιό ζηε ιάθθα θάηνπ. Άξαμαλ θ’ νη
δπν πηζηηθνί ζηα θνπδνύληα, ν Κώζηαο ν Λαβίδαο θη ν Μήηξνο ν Λπθνθάπεο. ΢ηελ
αξρή ζηάζεθαλ αλνηρηά λα ηα ηδνύλ κ’ άλεζα θη όια κε κηα καηηά λα ηα πάξνπλ.

1
Γηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο έθδνζεο ηνπ Μπνπκπνπιίδνπ Φ., Ανθολογία κειμένων Νεοελληνικής
Λογοηετνίας, Αζήλα, 1972.
2
πηζηηθόο: έκκηζζνο βνζθόο
3
ιάθθα: κηθξή πεδηάδα
4
ζαιαγίδσ>ζάιαγνο: θξαπγέο θαη ζθπξίγκαηα ηνπ βνζθνύ πξνο ηα βνζθήκαηά ηνπ
5
ξνβνιώ: θαηέξρνκαη ηξέρνληαο, θαηξαθπιώ
6
θππξί: ππνθ. ηνπ θύπξνο: ράιθηλη θνπδνύλη πξνβάησλ
7
ηξνθάλη: θνπδνύλη πξνβάησλ
8
γνπβαίλνκαη: βνπβαίλνκαη
9
θαιθάλη: είδνο θνπδνπληνύ
10
ξνπκπί: είδνο θνπδνπληνύ
Ύζηεξα άξρηζαλ λα γπξνβνιάλ, πεξπαηώληαο αξγά θαη ηαπεηλά κηιώληαο θη έθαλαλ ηνλ
αδηάθνξν, κα είραλ ην λνπ ζ’όια. […] Με ηαξαρή πνπ δελ έθξπβαλ θαη κ’ αδέμνλ
ηξόπν άξρηζαλ λα ηα ηεξάλ από ζηκά, λα ηα πηάλνπλ, λα ηα βξνληάλ, λα η’ αθήλνπλ θαη
πάιε λα ηα ζεθώλνπλ, λα ηα γπξίδνπλ από δσ θη από ’θεη, κε γπκλαζκέλ’ αθηί λ’
αθνγθξάδσληαη ηε θσλή θαη λα ξσηάλ γηα ηελ ηηκή ηνπο. […]
Ο Μήηξνο πήξε κηα ηξνπθάλα ζεξηαθσκέλε, δεθάξηθε, ρνληξή θαη βαξεηά γηα ηνλ
πξώην ηξάγν, θαη δπν άιιεο ιηαλώηεξεο θη αιαθξέο, θη ν Κώζηαο πήξε έλαλ θύπξν
ζεξηαθσκέλνλ, δεθάξηθνλ, ρνληξόλ θαη βαξύλ γηα ηνλ πξώην ηάζν 11 θαη δπν άιινπο
ιηαλώηεξνπο θη αιαθξνύο. Σα θξάηεζαλ ζηα ρέξηα θ’ έθαλαλ πσο ήζειαλ ηάρα γηα ηελ
ηηκή ρσξίο άιιν λα ηα θθεηάζνπλ. Έθξηλαλ γξήγνξα ζα λα βηάδνληαλ ηελ αγνξά λα
θιείζνπλ, κ’ απηνί είραλ θόβν κελ πξνδνζνύλ κνλαρνί θ’ έθαλαλ έηζη. Κ’ έλαλ θαηξό
πνπ νη θνπδνπλάδεο δελ είραλ ηελ πξνζνρή θη απηνί ηνπο θύιαγαλ κε ιαρηάξα, έδσζαλ
έλα πήδεκα πξώην, ηηλαρηό θξαηώληαο ηα θνπδνύληα, πνπ βξέζεθαλ καθξηά, πξηλ
θηάζνπλ εθείλνη λα ηνπο ξηρηνύλ, λα ηνπο πηάζνπλ. Πξώηνο ν Κώζηαο απηόο έθακε ηελ
αξρή θη ν Μήηξνο δελ άξγεζε λα ηνλ αθνύζεη. Μ’ έλα αιαθξό θαη άμαθλν ιάρληζκα12
πνπ δε ζα λ’ έιεγεο πσο πήδαγε ηόζν απηόο ν πιαηύθνξκνο θαη ρακειόο, ηηλάρηεθε
πίζσ ζα δαξθάδη θαη βξέζεθε θνληά ζηνλ άιινλ. Χύζεθαλ πέξα ύζηεξα θ’ νη δπν,
ηξέρνληαο ζαλ άμαθλα λα θνπθνύληαμαλ13, ζαλ λα ήηαλ καλησκέλνη. Γηάβαηλαλ άγξηνη,
θνβεξνί θεύγνληαο κέζα ζηνλ θόζκν θαη θαλέλαο δελ θόηαγε 14, νύηε βόδσλε15 λα ηνπο
πηάζεη. Όινη αλακέξαγαλ16 από κπξνζηά ζην δξόκν ηνπο π’ άλνηγαλ κ’ νξκή ζα βόιη,
νύδ’ ήζειε θαλέλαο λα θάκεη δνθηκή, θνληά λα ηνπο πέζεη. Έπας’ ν βξόληνο θαη ην
πνύιεκα ησλ θνπδνπληώλ θ’ έηξεραλ λα ηνπο ηδνύλ εθεί πν ’θεπγαλ όινη νη ρσξηαλνί θ’
νη ηζνπάλνη. «Πηάζηε ηνπο, πηάζηε ηνπο», έθξαδαλ από ’δσ θη από ’θεη, πνιιέο θσλέο,
όρη κε ζθνπόλ αιεζηλό λα ηνπο πηάζνπλ, αιιά δξόκνλ αθόκα, πιην γξήγνξν λα ηνπο
δώζνπλ. Καη ’θείλνη έδηλαλ αγέξα, θηεξά ζηα πόδηα ηνπο θαη ζθίγγνληαλ πιην πνιύ.
[…]
Βιαρνγηάλλεο Γ., Τα κοσδούνια, Αζήλα, 1893
ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ηα πξσηαγσληζηηθά πξόζσπα ηεο αθήγεζεο (4 μονάδες)
πεξηγξάθνληαο θαη ηελ ηδηόηππε ζρέζε πνπ έρεη αλαπηπρζεί κεηαμύ ηνπο (6 μονάδες)
α2. Να απνδώζεηε ζπλνπηηθά ην πεξηζηαηηθό πνπ αθεγείηαη ν ζπγγξαθέαο ζηελ
ηειεπηαία παξάγξαθν ηνπ θεηκέλνπ (Ο Μήηρος πήρε μια ηροσκάνα… και ζθίγγονηαν
πλιο πολύ). (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ
β
β1. Σν έξγν ηνπ Γηάλλε Βιαρνγηάλλε εληάζζεηαη ζηελ εζνγξαθηθή πεδνγξαθία. Να
εληνπίζεηε ζην θείκελν δύν (2) εζνγξαθηθά ζηνηρεία. (10 μονάδες)
β2. ΢ην θείκελν θπξηαξρνύλ ηα γισζζηθά ηδησκαηηθά ζηνηρεία. Να αλαθέξεηε δέθα
(10) ηδησκαηηθέο ιέμεηο. (10 μονάδες) Ση επηηπγράλεη -θαηά ηε γλώκε ζαο- ν
ζπγγξαθέαο κε ηε ρξήζε ησλ ηδησκαηηθώλ ιέμεσλ; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ

11
ηάζνο θαη ηάζηνο: ην αξλί ή ην θξηάξη.
12
ιάρληζκα: πήδεκα
13
θνπθνπληάδσ: αθεληάδσ
14
θνηάσ: ηνικώ
15
βνδώλσ: ηνικώ
16
αλακεξάσ: παξακεξίδσ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΛΕΝΗ Σ. ΛΑΜΑΡΗ (1878 ή 1880-1912)

Ο Πιστός

Πιστέ, που αργά πονετικά γαυγίζεις


κ’ έρχεται η φωνή σου ως σ’ εμένα
μέσ’ στη νυχτιά, τα μάτια λες κοιμίζεις
τα άγρυπνα που κλειούνε1 κουρασμένα.

Έρημος είσαι κ’ έρημος γυρίζεις,


λίγο ψωμί ζητείς απελπισμένα,
κάποιο ένα χέρι για να του χαρίζεις
την πίστη, την αγάπη όπου σ’ εσένα

διάπλατα σαν το φως σού έχει δώσει


η φύση μέσ’ στα μάτια, στα ένστικτά σου
για να θερμαίνεις τη ψυχήν εκείνη

που σαν ερημωθεί, στο γαύγισμά σου,


μι’ αγάπη αναζητεί βαθιά να νιώσει
και μέσα στ’ όνειρο αυτό τα μάτια κλείνει…

Φθινοπωρινές νοσταλγίες, 1911

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Ποιο ρηματικό πρόσωπο κυριαρχεί στο ποίημα και γιατί, κατά τη γνώμη σας,
επιλέγει το πρόσωπο αυτό η ποιήτρια; (10 μονάδες)
α2. Να αναφερθείτε στις θετικές ιδιότητες που αποδίδει η ποιήτρια στον «Πιστό»,
παραπέμποντας σε λέξεις ή φράσεις του κειμένου. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Να σχολιάσετε την επανάληψη των λέξεων «έρημος» και «αγάπη» και να
αναφερθείτε με συντομία στην αντίθεση που υποδηλώνουν. (10 μονάδες)
β2. Ο Καρυωτάκης γοητεύτηκε από τη θλίψη των ποιημάτων της Ελένης Λάμαρη.
Εσείς μπορείτε να αναγνωρίσετε στο ποίημα λέξεις ή φράσεις που παραπέμπουν σ’
αυτή τη μελαγχολική διάθεση; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
Κλειούνε: κλείνουν
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΛΕΝΗ Σ. ΛΑΜΑΡΗ (1878 ή 1880-1912)

Ο ποιητής

Σαν τα φτερά του Κύκνου ο ποιητής


ολόλευκος φτερούγισε στην πλάση·
τα πάθη και τα μίση της ζωής
δε γνώρισε, γιατί είχε μόνος πλάσει,

ονειρεμένο κόσμο της στοργής


που ο πόνος κ’ η αγάπη είχε φωλιάσει,
κ’ έψαλε μέσ’ στον κόσμο της ζωής
ό,τι ο θλιμμένος νους του είχε αγκαλιάσει.

Πήρε απ’ το δάκρυ φλόγα και δροσιά


κ’ εστάλαξε στον πονεμένο στίχο
σαν έβγαινε με πόθο απ’ την καρδιά.

Πήρε του κρίνου την αγνή ευωδιά


κ’ εσκόρπισε την αρμονία στον ήχο
ενώ η ψυχή του σπάραζε κρυφά.

Φθινοπωρινές νοσταλγίες, 1911

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να συνδέσετε τον τίτλο με το περιεχόμενο του ποιήματος. (10 μονάδες)
α2. Να σχολιάσετε τους δύο πρώτους στίχους του ποιήματος. Ποιες είναι κατά τη
γνώμη σας οι κοινές ιδιότητες του ποιητή με τον κύκνο; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Ο Κώστας Καρυωτάκης γοητεύτηκε από τη θλίψη των ποιημάτων της Ελένης
Λάμαρη. Εσείς μπορείτε να αναγνωρίσετε στο ποίημα τρία (3) στοιχεία που
δικαιολογούν την προτίμησή του αυτή; (15 μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε στο κείμενο τέσσερις (4) μεταφορές και μία (1) επανάληψη (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)

Όταν βραδιάζει…

Όταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνούν τα περασμένα·


ξυπνούν αργά, σα μουσικές νεκρές από καιρό,
– σα μουσικές που χάθηκαν, και που τις λαχταρώ,
κι έρχονται πάλι, μαγικά κι ανέλπιδα, σε μένα·

πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικές φωνές,


λόγια βαθιά κι αξέχαστα, κι ωστόσο ξεχασμένα,
παράξενα, χιμαιρικές1 αγάπες μακρινές,
όπως η φλόγα μιας αυγής, υψώνονται σε μένα!

Μια βρύση, τότε, μαγική, μου λύνεται ξανά,


και το τραγούδι ρυθμικό στα χείλη μου ανεβαίνει,
– ένα τραγούδι καθαρό, καθώς τα δειλινά
που μέσα του λυτρώνονται και ζουν οι πεθαμένοι.

Τα Ποιήματα, 1939

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος. Γιατί κατά
τη γνώμη σας επιλέγει ο ποιητής την ώρα που βραδιάζει ως αφετηρία του ποιήματός
του; (10 μονάδες)
α2. Μια βρύση, τότε, μαγική, μου λύνεται ξανά: Να σχολιάσετε τον στίχο. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1 Η ποίηση του Λαπαθιώτη χαρακτηρίζεται από νοσταλγική αναπόληση του
παρελθόντος και εσωστρέφεια. Σε ποια σημεία του ποιήματος επιβεβαιώνεται, κατά
τη γνώμη σας, η άποψη αυτή; (15 μονάδες)
β2. Όπως γνωρίζουμε από τη βιογραφία του, ο Λαπαθιώτης είχε ιδιαίτερη σχέση με
τη μουσική. Να εντοπίσετε στοιχεία του ποιήματος που αναδεικνύουν την αγάπη του
ποιητή για τη μουσική. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
χιμαιρικές: φανταστικές, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ(1900-1943)

Μια λύπη

Είναι βαριά, πολύ βαριά, σα σύγνεφο η λύπη,


σύγνεφο χινοπωρινό που βρίσκει αραξοβόλι,
πάνω απ’ το ήσυχο χωριό κι απ΄ την πολύβουη πόλη
με μια βροχούλα σιγανή να πει το καρδιοχτύπι.

Να ποτιστεί απ΄ το δάκρυ του και το έρμο περιβόλι,


τα παραθύρια να χτυπά και από το τζάμι οι χτύποι
να φέρνουν μες στην κάμαρη τη μνήμη αυτού που λείπει
Κι έτσι η μια λύπη να σκορπά και να την νιώθουν όλοι.

Και πάει σ’ όλα τα πρόσωπα και στέκεται σαν άχνα


και τα ματάκια υγραίνουνε και νιώθουνε τα σπλάχνα
τον πόνο το γλυκόπικρο που φέρνει εκείνη η λύπη.

Κι είναι τα πάντα πένθιμα, τα πάντα λυπημένα


στο καρδιοχτύπι που σκορπά η λύπη αυτού που λείπει
κι είν’ όλα γνώριμα και κλαίν τη λύπη μου κι εμένα.

Μήτσος Παπανικολάου, Τα ποιήματα, Πρόσπερος, 1979

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος σε σχέση με το περιεχόμενό του. (10
μονάδες)
α.2. Στην ποίηση των συμβολιστών αποδίδονται συχνά στο φυσικό τοπίο τα
συναισθήματα που διακατέχουν το ποιητικό υποκείμενο. Να σχολιάσετε σε μια
παράγραφο το συμβολικό περιεχόμενο των εκφράσεων: «σύγνεφο χινοπωρινό»
«βροχούλα σιγανή» και «έρμο περιβόλι» (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β
β.1. Στην ποίηση του Παπανικολάου1επικρατεί ατμόσφαιρα μελαγχολίας και υπάρχει
ένα διάχυτο κλίμα απαισιοδοξίας. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή, εντοπίζοντας
στο κείμενο τρεις (3) σχετικές λέξεις ή εκφράσεις. (15 μονάδες)
β.2. Να εντοπίσετε στο κείμενο δύο (2) μεταφορές, μία (1) παρομοίωση, μία (1)
προσωποποίηση και ένα σχήμα παρήχησης που δημιουργούν ομόηχες λέξεις. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
Ο Μήτσος Παπανικολάου ανήκει στην ίδια με τον Κ.Γ. Καρυωτάκη ποιητική γενιά, τη γενιά του
1920.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Τάξη: B΄

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Ο πολιτισμός εις το χωρίον (απόσπασμα)

Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχώς δεν ηλήθευσε το ρητόν, «η


πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας,
όσας τής επέβαλλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν
νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα
ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβεί το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα-Στέργιος,
δεκαπέντε έτη μεγαλύτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το
σπαθί του˙ την έκλεψε. Ο μικρός Ελευθέριος, τετραέτης ήδη, ήτο ζαρωμένος,
χλωμός, ζουριασμένος και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψει ήτο ικανή ούτε να τον
«αποκόψει» ηδύνατο. Οι μαζοί1 της, ως να είχαν παραψηθεί από την αντιλαμπήν του
φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως
εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το εν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι,
και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον Λευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την
είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον
καμένη! Καλύτερα να μη ’μβαίνει στον κόσμο άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού
την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε»2 το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει
στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο
γειτόνισσες. «Τι έχεις; Τι είναι;» «Το παιδί μου! Το παιδί μου!» Φωνάζουν το γιατρό.
Όσο να ’ρθει ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε»3. Σε μια ώρα, μια ωρίτσα! Ήρθεν η
γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε4˙ η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα
ρουχάκια του˙ έσκυφτε μες στην κασσέλα να τα εύρει, κ’ εμοιρολογούσε σιγανά! Η
Κατερίνα την εμάλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν.
Το στόλισαν όμορφα-όμορφα, το ξάπλωσαν στο κιλίμι5, και το σκέπασαν να μην το
βλέπει ο μικρός και κλαίει. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλύτερος, κ’
ένοιωθε, τον επήραν οι γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γίνει η εκφορά.
Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πού ’ναι το Χρυσώ, μάννα,
που πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κι η
Κατερίνα η Μπροστινή του είπε ότι πάει «Στου παπά τ’ αλώνι – κι στο περιβόλι».
Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θα ’ρθει, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;»
έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασε. […]
Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, 1891

1
μαστοί
2
ήταν στα τελευταία του
3
πέθανε
4
τύλιγμα του νεκρού με σάβανο (λευκό ύφασμα)
5
χειροποίητο χαλί
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου να προσδιορίσετε τα πρόσωπα που
αναφέρονται (6 μονάδες) και τις ιδιότητες που αποδίδονται σε αυτά (επάγγελμα και
ηλικία). (10 μονάδες)
α.2. Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου επιχειρείται από τον αφηγητή μια
ανάκληση ενός περιστατικού που συνέβη στο παρελθόν (ανάδρομη αφήγηση). Να
παρουσιάσετε συνοπτικά το περιστατικό αυτό. (9 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του O πολιτισμός εις στο χωρίον περιγράφει τη
ζωή των απλοϊκών ανθρώπων, τα ήθη και τα έθιμά τους με ρεαλιστικό τρόπο. Να
τεκμηριώσετε την άποψη αυτή καταγράφοντας τρία σχετικά (3) παραδείγματα από το
κείμενο. (15 μονάδες)
β.2. Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη συναντάμε μια μεικτή γλώσσα που αποτελεί
ένα σύνολο λόγιων και λαϊκών στοιχείων. Να επισημάνετε στο απόσπασμα τρεις (3)
λόγιες και δύο (2) λαϊκές λέξεις. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)

Θερινή συμφωνία1

Πλέουμε χαμένοι στην ανία,


σαν η ακυβέρνητη σχεδία
που πηγαινόρχεται ολοένα
μες σε νερά σταματημένα.

Σαν μολυβένια μάς βαραίνει


η ουράνια σκέπη, φορτωμένη
με την πολύκαιρη υγρασία
που στάζει μαύρη απελπισία.

Ούτ’ ένα πράσινο σημάδι,


προς τα χαράματα ή το βράδι,
να ξεγελάσουμε το μάτι
με της χιμαίρας2 την απάτη.

Και μες στον άλυτο βραχνά μας,


που κόμπος δένεται η λαλιά μας,
όλο μας σφίγγει να μας πνίξη,
τέρας απίθανον, η Πλήξη.

Στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 92, 1930.


EΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος σε σχέση με το περιεχόμενό του (10
μονάδες)
α.2. Ποιο πρόσωπο κυριαρχεί στο ποίημα; Να σχολιάσετε την επιλογή αυτή του
ποιητή. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β
β.1 Στην ποίηση των συμβολιστών αποδίδονται συχνά στο φυσικό τοπίο τα
συναισθήματα που διακατέχουν το ποιητικό υποκείμενο. Να αναφέρετε ποιο είναι το
κυρίαρχο συναίσθημα στο ποίημα (5 μονάδες) και ποια στοιχεία του φυσικού τοπίου
λειτουργούν ως σύμβολα του συναισθήματος αυτού. (10 μονάδες)
β.2. Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) ονοματικά σύνολα (επίθετο + ουσιαστικό)
[5 μονάδες] και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους ως προς το συναισθηματικό κλίμα
που επικρατεί στο ποίημα. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
συμφωνία: μουσικό και υποβλητικό έργο μεγάλης έκτασης
2
χίμαιρα: μυθικό τέρας με σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά φιδιού, (μτφ) το απραγμα-
τοποίητο όνειρο.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957)

Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

… Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα
σκυλιά μυρίστηκαν τον ξενομπάτη1 κι άρχισαν να γαβγίζουν. Πού να πάω; ποιαν πόρτα
να χτυπήσω; Εκεί που καταφεύγουν όλοι οι ξένοι, στο σπίτι του παπά. Οι παπάδες στα
χωριά μας δεν είναι μορφωμένοι, λίγα τα γράμματά τους, δεν μπορούν να συζητούν
θεωρητικά για τα δόγματα του χριστιανισμού· μα ζει ο Χριστός μέσα στην καρδιά τους
και κάποτε τον βλέπουν με τα μάτια τους, πότε στο προσκεφάλι ενός λαβωμένου στον
πόλεμο, πότε, την άνοιξη, να κάθεται κάτω από μιαν ανθισμένη μυγδαλιά.
Μια πόρτα άνοιξε, μια γριούλα με το λυχνάρι στο χέρι πρόβαλε να δει ποιος είναι ο
ξένος που μπήκε τέτοια ώρα στο χωριό. Στάθηκα.
–Πολλά τα έτη, κυρά μου, της είπα γλυκαίνοντας τη φωνή μου να μην τρομάξει,
είμαι ξένος, δεν έχω πού να κοιμηθώ· κάμε μου τη χάρη να μου δείξεις το σπίτι του
παπά.
–Μετά χαράς, παιδί μου· θα κρατώ και το λυχνάρι να μη σκοντάψεις. Ο Θεός, ας
είναι καλά, αλλού έριξε το χώμα, αλλού τις πέτρες, σ’ εμάς έλαχαν οι πέτρες, κοίτα
χάμω που πατάς κι ακλούθα μου.
Μπήκε μπροστά με το λυχνάρι, στρίψαμε τη γωνιά· φτάσαμε σε μια δοξαρωτή2
πόρτα· απόξω ήταν κρεμασμένο ένα φανάρι.
–Να το σπίτι του παπά, είπε η γριούλα.
Σήκωσε το λυχνάρι, έριξε το φως στο πρόσωπό μου, αναστέναξε· έκαμε κάτι να πει,
το μετάνιωσε,
–Ευχαριστώ, κυρούλα, της είπα, και να με συμπαθάς· καληνύχτα.
Με κοίταζε, δεν έφευγε.
–Αν το καταδέχεσαι, είπε, κόπιασε να κονέψεις3 στο φτωχικό μου.
Μα εγώ χτυπούσα κιόλας την πόρτα του παπά. Άκουσα βαριά βήματα στην αυλή, η
πόρτα άνοιξε, πρόβαλε μπροστά μου ένας γέροντας με χυμένα μακριά μαλλιά στους
ώμους, με κάτασπρα γένια· χωρίς να με ρωτήσει ποιος είμαι και τι θέλω, άπλωσε το
χέρι.
-Καλώς όρισες, μου ᾿πε· είσαι ξένος; κόπιασε μέσα.
Μπήκα· άκουσα φωνές, πόρτες ανοιγόκλεισαν, μερικές γυναίκες τρύπωξαν στη
διπλανή κάμαρα βιαστικές κι εξαφανίστηκαν. Μ’ έβαλε ο παπάς και κάθισα στον
καναπέ.
–Να συμπαθάς τη γυναίκα μου, την παπαδιά, είπε· είναι λίγο αδιάθετη, εγώ θα σου
μαγερέψω, θα σου βάλω σοφρά4 να δειπνήσεις, θα σου στρώσω το κρεβάτι να
κοιμηθείς.
Η φωνή του ήταν βαριά και θλιμμένη· τον κοίταξα· ήταν χλωμός πολύ και τα μάτια
του πρησμένα και κατακόκκινα σα να ’χε κλάψει. Δεν έβαλα τίποτα κακό στο νου μου,
έφαγα, κοιμήθηκα, και το πρωί ήρθε ο παπάς και μου ᾿φερε σ’ ένα δίσκο ψωμί, τυρί και
γάλα. Άπλωσα το χέρι, τον ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτησα.

1
ξενομπάτης: ξενομερίτης
2
δοξαρωτός: τοξωτός, καμπύλος, κυρτός
3
κονεύω: (λαϊκότρ.) εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση.
4
σοφράς: ανατολίτικου τύπου τραπέζι φαγητού, στρογγυλό, ξύλινο και πολύ χαμηλό.
–Πήγαινε στην ευκή του Θεού, παιδί μου, μου ’πε· ο Χριστός μαζί σου.
Έφυγα. Στην άκρα του χωριού ένας γέρος πρόβαλε· έβαλε το χέρι στο στήθος, με
χαιρέτησε.
–Και πού πέρασες τη νύχτα, παιδί μου; με ρώτησε.
–Στου παπά το σπίτι, γέροντα, αποκρίθηκα.
Ο γέρος αναστέναξε.
–Ε, τον κακομοίρη, είπε, και δεν κατάλαβες τίποτα;
–Τι να καταλάβω;
–Ο υιός του, ο μοναχογιός του, πέθανε χτες το πρωί· δεν άκουσες τις γυναίκες που
τον μοιρολογούσαν;
–Δεν άκουσα τίποτα, γέροντα· τίποτα.
–Θα τον είχαν στη μέσα κάμαρα του σπιτιού και θα τον μοιρολογούσαν σιγανά, να
μην ακούσεις και να στενοχωρηθείς. ΄Αε στο καλό!
Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει.
–Τι κλαις; έκαμε ο γέρος ξαφνιασμένος· είσαι νέος, δε συνήθισες ακόμη το θάνατο·
άε στο καλό! […]
(α΄ έκδοση 1961)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή. (10
μονάδες)
α.2. Να χαρακτηρίσετε τον παπά από τη συμπεριφορά του απέναντι στον ξένο. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που συνομιλούν στα διαλογικά μέρη του παραπάνω
αποσπάσματος. Τι επιτυγχάνει -κατά τη γνώμη σας- με τη χρήση του διαλόγου ο
συγγραφέας; (15 μονάδες)
β.2.Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις ιδιωματικές. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937)

Ο ξενιτεμένος (απόσπασμα)

ΕΙΤΑΝ ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186… Καμμιά δεκαριά γυναίκες του
Μικρού Χωριού, που είναι ψηλά στην αγκαλιά της ράχης, έπαιρναν νερό στην άκρη του
Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ’ αυτὲς ήθελαν και
παραήθελαν ποια να γιομίση πρίτερα, γιατί είταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά
μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι’ από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλες1
τους, κατεβαίνοντας μια−μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό. Οι νύφες
όμως κι’ οι τσιούπρες2, αν κι’ είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες
μεγαλύτερες, αν κι’ αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα
στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.
Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι’ αυτό και το νερό του ποταμού
είταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι’ έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με
ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.
Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σαν φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ’
ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι’ έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι’ η Νύχτα, που
άρχισε ν’ απλώνη τα φτερά της έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που
έφευγε, γέροντας3 πίσω από τον φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι’
επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.
Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι’ η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε
ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο
μελαγχολίας στην ψυχή.
Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ’
ανυπομονησιά:
− Ντέτεστε4! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!
Πρέπει όμως να ξέρη κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι γυναίκες του
Μικρού − Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας που οι παραμονές των
γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες φροντίδες.
Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία:
− Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζατε γλήγορα! Δυό δρασκέλες είναι το χωριό…
Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά:
− Μ’ εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά5 του παιδιού μου.

1
μεγάλα δοχεία για τη μεταφορά υγρών.
2
τσούπ(ρ)α: η νέα κοπέλα
3
γέρνοντας
4
εμπρός, πάμε
5
διαβάζω τα σκουτιά: περνώ τα πλυμένα ρούχα από το καθαρό νερό, τα ξεβγάζω.
Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού − Χωριού, όταν παίρνουν
νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, όσο μεγάλη κι’ αν είναι,
εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο
εκεινών, πώχουν μαύρα μαλλιά.
Όσο ξακουλουθούσε το γιόμισμα των βουτσελών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή
από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά−αργά τον δρόμο,
που βγαίνει στο Μικρό−Χωριό. Υστερνή είταν η μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση
τα σκουτιά του παιδιού της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά
στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον
ανήφορο, βλέποντας όχι πλειό με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες
γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και
καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον τον στενόδρομο.[…]

(Από τη συλλογή Διηγήματα της ξενιτειάς, 1907)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η παραπάνω σκηνή. (10
μονάδες)
α.2. Οι νύφες όμως κι’ οι τσιούπρες, αν κι’ είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού,
άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι’ αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά
δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.: Να σχολιάσετε το απόσπασμα. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Ένα χαρακτηριστικό της ηθογραφίας, στην οποία εντάσσεται το έργο του Χρήστου
Χρηστοβασίλη, είναι η χρήση ιδιωματικών λέξεων ή εκφράσεων. Να εντοπίσετε δέκα
(10) ιδιωματικές λέξεις ή εκφράσεις στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
β.2. Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα …που χύνει απέραντο πέλαγο
μελαγχολίας στην ψυχή.: Να βρείτε στο παραπάνω απόσπασμα πέντε (5) σχήματα
προσωποποίησης με τα οποία περιγράφονται φυσικά φαινόμενα. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Νέα ελληνική λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ
Το Πλατύ Ποτάμι, (απόσπασμα)

…Ξύπνησα το πρωί μ' ένα περίεργο συναίσθημα πως κάτι παράξενο με ξύπνησε. Κάτι
ακουγόταν σαν όλο ν' ανεβαίνει από κάτω, απ' το βάθος της χαράδρας, κι όλο το δωμάτιο ήταν
έρημο κι όπως-όπως τακτοποιημένο, το τζάκι ήταν σβυστό, κι ούτε κι αυτός ακόμη ο Νώντας ήταν
εδώ. Τα σκούρα των παραθυριών ήτανε κλειστά, αλλά χάσκανε και κάποιο φως έμπαινε. Πέταξα τις
κουβέρτες μου, φόρεσα γρήγορα τα παπούτσια μου και καθώς καθόμουν ακόμη έτσι μες στο έρημο
σιωπηλό σπίτι, όλο προσπαθούσα να συνέλθω, να θυμηθώ και ν' ακούσω καλύτερα. - Μα, ναι!
Ορισμένως ήταν τραγούδι από πολλές φωνές αυτό που ακουγόταν βαθιά κι όλο ανέβαινε. Μα
βέβαια! Ο Εθνικός μας Ύμνος! - Άνοιξα γρήγορα το παράθυρο και κοίταξα κάτω.
Ήταν πολύ πρωί ακόμη και το τοπίο τ' αντίκρυζα για πρώτη φορά. Κι εκεί στο βάθος της
χαράδρας, κοντά σ' ένα μακρόστενο σπίτι και σ' ένα ίσιωμα που απλωνόταν μπροστά του, είδα, από
ψηλά, παραταγμένους όλους τους στρατιώτες, έτσι, σαν ένα μεγάλο ευθύγραμμο Π, ακίνητους και
σε προσοχή, να τραγουδάνε ακόμη μ' όλη τη δύναμη του στήθους τους:
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
χαίρε! ω! χαίρε! Ελευθεριά!
Δεν ξέρω γιατί ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο πρεβάζι του παραθυριού, έχωσα το
κεφάλι μου μες στα δυο μου χέρια κι άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί.
Ε! βέβαια, είπα σε λίγο, σήμερα είναι η 25η Μαρτίου (είχα χάσει πια και τις ημερομηνίες και τα
πάντα, μου φαινόταν) μα ήταν τόσο παράξενο εδώ πάνω, στα έρημα και φαλακρά τούτα βουνά,
αυτό το ομαδικό τραγούδι που έκανε πάντα να περνάει μπρος στα μάτια σου, σαν εκτυφλωτική
αστραπή, η λευκή μορφή της Ελλάδας...
Ήμουν αξούριστος, με σιχαμένα αραιά γένια, βρωμερός· η γραβάτα μου, που 'χα τόσες μέρες να
τη λύσω, είχε γίνει πια μαυροκαφέ απ' τους αδιάκοπους ιδρώτες που την είχανε ποτίσει, το κολάρο
μου ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση κι όλο το κορμί μου μ' έτρωγε φοβερά, έτσι που να
ξύνουμαι συνεχώς και ν' αναταράζω όλη την ώρα τις πλάτες μου καθώς κοιταγόμουνα στο μικρά
μου καθρεφτάκι της τσέπης. Είχα καθήσει πάνω στον κατασκονισμένο σάκο μου και κοίταζα
οπωσδήποτε να σουλουπωθώ κάπως για να παρουσιαστώ σε λίγο στη Μεραρχία, μα έβλεπα καλά
πως δεν γίνεται τίποτα. Αρκέστηκα να χτενιστώ, να φορέσω το δίκωχο αντί της κάσκας και να
σφίξω καλύτερα την εξάρτυσή μου. Οι μπότες μου ήτανε σε μιαν απερίγραπτη κατάσταση απ' τις
λάσπες και τα γδαρσίματα κι η κυλότα1 μου, εδώ δίπλα στο δεξιό μου γόνατο, είχε ξεραφτεί σχεδόν
από πάνω ως κάτω σ' όλη τη ραφή της, αφήνοντας να φαίνεται όλο το γυμνό μου μπούτι, που δεν
ήξερα πώς να το σκεπάσω. Ίσως ο Νώντας, αυτός που πάντοτε τα καταφέρνει να βρει καμιά βελόνα
και καμιά κλωστή και κάπως να μπαλώσουμε τα πράγματα, σκέφτηκα.
Σε λίγο, ένας-ένας οι στρατιώτες που καθόντουσαν σ' αυτό το σπίτι, άρχισαν να επιστρέφουν.
Μπροστά στην είσοδο, που έμενε φαίνεται πάντοτε ορθάνοιχτη, ένας μεγάλος αναμαλλιάρης
μαντρόσκυλος, μ' ένα ολοστρόγγυλο κεφάλι που σου 'ρχόταν να το σφίξεις μες στην αγκαλιά σου
και να τον χαϊδεύεις για ώρες και για ώρες έτσι που θα ᾿ σαστε ολομόναχοι οι δυο σας, τους
υποδεχότανε με χαρωπά γαυγίσματα, πηδώντας πολλές φορές με τα δυό μπροστινά του πόδια πάνω
στο στήθος τους και κουνώντας συνεχώς τη φουντωτή ουρά του.
Τον είχα δει και πριν που μπαινόβγαινε και σαν αφέντης του σπιτιού, μ' ένα απότομο τίναγμα
του ποδιού του, άνοιγε μια πορτούλα που 'ταν στο βάθος του δωματίου, κι ύστερα, όταν έμπαινε
και καθόταν λίγη ώρα, την ξανάνοιγε με το μουσούδι του για να βγει πάλι έξω. Όπως είδα μετά,
ήταν ένας μικρούλικος σκοτεινός ορθογώνιος χώρος πίσ᾿ απ' την πορτίτσα, μα ορισμένως εκεί

1
στρατιωτική περισκελίδα κυρίως για τους άνδρες που υπηρετούν στο ιππικό.
μέσα ήταν το βασίλειό του και δεν θ' άφηνε κανένα να το πλησιάσει. Όσες φορές μπαινόβγαινε τον
φώναζα χαδιάρικα κοντά μου απλώνοντας το χέρι και σκάζοντας τα δάχτυλά μου, μα κείνος πάντα
με κοίταγε λοξά και δύσπιστα, κατέβαζε δυσαρεστημένος την ουρά του κι ανασηκώνοντας πλάγια
την τριχωτή μουσούδα του μου 'δειχνε τ' άσπρα δόντια του μόνο απ' τη μια μεριά, έτσι σε κάποια
στάση αμφιβολίας αν έπρεπε να μου τα δείξει όλα μεμιάς και να κανονίσει στο κάτω-κάτω, μια και
καλή αυτόν τον π α ρ ε ί σ α κ τ ο, που δεν μπορούσε να καταλάβει πότε τρύπωσε εδώ μέσα και
πώς δεν τον πήρε χαμπάρι, αυτός τη νύχτα.
Ήξερα από σκύλους και δεν κουνιόμουνα απ' τη θέση μου, και κείνος μούγκριζε και τραβούσε
δύσθυμος προς την έξοδο, πάντα κοιτώντας με λοξά, σα να γκάβιζε, και σαν να μην ήθελε να δείξει
πως με παρακολουθεί.
- Ε! Ζωζέφ! Ε! Ζωζέφ! λέγανε όλοι τους καθώς πηδούσε επάνω τους και του χτυπούσανε
χαδιάρικα το κεφάλι. Σήμερα μου φαίνεται πως θα 'χεις γλέντι, Ζωζέφ! - κι εκείνος όλο πήδαγε κι
αναταραζότανε ολόκληρος κι έτρεχε να υποδεχτεί τον άλλον, μη χάνοντας όμως ποτέ την επίσημη
και σοβαρή: και σχεδόν λιονταρίσια αγριάδα του. Εσύ μην κοιτάς, εσύ να μην κοιτάς, ήτανε σα να
μου λέει το μάτι του που πάντα με παρακολουθούσε. Τούτοι-δω είναι φίλοι μου - ενώ για σένα ούτε
καν ξέρω πού κρατάει η σκούφια σου.
Μα όπως και να 'τανε, κι επειδή μέσα μου αγαπάω βαθιά τα ζώα, δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι
κι εμείς.

(1946)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Το πλατύ ποτάμι αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στον οποίο ο Μπεράτης
έλαβε μέρος. Να εντοπίσετε και να καταγράψετε στοιχεία του κειμένου τα οποία αναφέρονται στο
χρόνο και τον τόπο. (μονάδες 15)
α2. « Δεν ξέρω γιατί.. σαν μικρό παιδί». Γιατί, κατά τη γνώμη σας, αντιδρά με αυτό τον τρόπο ο
αφηγητής; (μονάδες 10)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25

β1. Στο Πλατύ ποτάμι ο συγγραφέας συμπίπτει με τον αφηγητή. Να εντοπίσετε την παράγραφο
στην οποία ο συγγραφέας περιγράφει την εξωτερική του εμφάνιση και να τη σχολιάσετε. ( μονάδες
10)
β2. Στο απόσπασμα ο αφηγητής –ήρωας αναφέρεται στον Ζωζέφ, τον σκύλο, αποδίδοντάς του
ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Να επαληθεύσετε αυτή την άποψη με λέξεις ή φράσεις από το κείμενο.
(μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25
Νέα ελληνική λογοτεχνία

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ (1904-1968)

Το πλατύ ποτάμι, (απόσπασμα)

Ζεστό συσσίτιο δεν υπήρχε για μας. Ένα σολομό στα δυο και μισή κουραμάνα, ήτανε ό,τι
μπορούσανε να μας δώσουνε. Καθήσαμε έξω απ' τα μαγειρεία πάνω σε κάτι υπολείμματα του
κατεστραμμένου τοίχου της αυλής. Σε λίγο κατέφτασε ο Νώντας φέρνοντας, για να τα
μοιραστούμε, ό,τι του 'χανε δώσει κι αυτουνού στο συσσίτιο των στρατιωτών, δηλαδή κι αυτουνού
ξηρά τροφή: ελιές και χαλβά, κι απ' την άλλη μεριά παρουσιάστηκε, εντελώς αδιάφορος σα να μη
συνέβηκε τίποτα, ο Ανανίου, που 'τρεξε αμέσως μέσα και κατόρθωσε να βγει με μια ολόκληρη
κονσέρβα κρέας αυτός, που την φύλαγε μακριά μας, καθισμένος μόνος του και τρώγοντας
λαίμαργα σαν κακομαθημένο παιδί.
Τ' αεράκι, όταν φύσαγε, ήτανε πολύ ψυχρό, μα είχε και μια λιακάδα υπέροχη. Φέραμε τα δίκωχά
μας πάνω στα μάτια μας και ξαπλώσαμε πάνω στη φρυγμένη γη και τα σκόρπια αγριόχορτα.
Κοιτούσα απ' το πλάι το Νώντα το δεκανέα μου. Όσο μπόι του 'λειπε κι όσο πάχος, τόση
περισσότερη ζωτικότητα είχε, και πάντα φαινόταν σαν τελείως ξεκούραστος. Ήτανε πολύ ευγενής,
πολύ περιποιητικός, σβέλτος και γρήγορος και φαίνεται πως δεν τον φόβιζε ποτέ οποιαδήποτε
δουλειά κι οποιαδήποτε κούραση. Το μάτι του ήταν έξυπνο, γρήγορο - πονηρό όταν χρειαζότανε·
ήτανε μαύρο και γυαλιστερό. Είχε φτιάξει τα στρατιωτικά ρούχα του στο σώμα του, που τώρα του
ερχόντουσαν κολλητά, κι ήτανε παράξενα κομψός και ντελικάτος εδώ πάνω, έτσι καθώς σπανίως
φόραγε τον μανδύα του, έτσι και μ' αυτές τις πάντα καλοτυλιγμένες γκέτες του και με τη
γυαλιστερή στρατιωτική του ζώνη που, σφιγμένη, του 'δειχνε μια μέση τόση-δα. Μα τα χέρια του
ήτανε νευρώδη κι οι μασέλες του είχαν ένα παράξενο θεληματικό τέντωμα που τις ξεπετούσε απ'
όλο το κοκκαλιάρικο πρόσωπό του σε κάθε του προσπάθεια, που οπωσδήποτε έπρεπε να πετύχει.
Τον είχα παρατηρήσει αρκετές φορές ως τα τώρα, και λίγο πριν ακόμη, όταν κανένας μας δε
μπορούσε ν' ανοίξει το κουτί της κονσέρβας, γιατί μας έσπασε το κλειδί, κι είπε εκείνος πως θα τ'
ανοίξει και τ' άνοιξε με το μικρό του, το τόσο δα σουγιαδάκι. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος που μου
'τυχε να 'χω πάντα από δω κι εμπρός έναν τέτοιο άνθρωπο δίπλα μου, και πραγματικά, γίναμε οι
καλύτεροι φίλοι. Το περίεργο είναι (κι αυτό το λέω για να τον χαρακτηρίσω), πως παρ' όλες τις
κοινές ταλαιπωρίες μας, τις κοινές κακουχίες μας και τις κοινές μας μοίρες που είχαν πια έτσι
αξεδιάλυτα συνταυτιστεί, ούτε μια φορά δε μου μίλησε με το «συ», ούτε μια φορά δεν έπαψε να
'ναι ευγενικός και περιποιητικός όπως την πρώτη μέρα. Α! ήταν ένα ανεκτίμητο παιδί ο Νώντας
Πινάτσης, ο κοντούλης μου δεκανέας, που πάντα μου μίλαγε για τη γυναίκα του που λάτρευε και
για την κορούλα του που θα κάνει έτσι κι έτσι (σήκωνε κι έστριβε από δω κι από κει τις παλάμες
του, όπως όταν παιγνιδίζουμε σ' ένα μωρό), όταν θα τον δει ν' ανοίγει την πόρτα και να ξαναμπαίνει
πάλι σπίτι του.
(1946)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α. Να περιγράψετε τον δεκανέα Νώντα ως προς την εξωτερική του εμφάνιση (10 μονάδες) και
ως προς τα ψυχικά του χαρακτηριστικά (15 μονάδες) τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με
αναφορές στο κείμενο.
ΣΥΝΟΛΟ: 25 μονάδες
β1. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο απόσπασμα, όπως και σε όλο το μυθιστόρημα, το πρώτο
ρηματικό πρόσωπο. Για ποιον, κατά τη γνώμη σας, λόγο κάνει αυτή την επιλογή; (10 μονάδες)
β2. Να αναφέρετε τρεις (3) λέξεις ή φράσεις του κειμένου με τις οποίες ο συγγραφέας εκφράζει
τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι στρατιώτες στο μέτωπο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 μονάδες
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι…

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι,


που πια να ταξιδεύουν δε μπορούνε
κι αράξαν στο νησί τους – και τις μέρες τους
ανώφελοι και άνεργοι περνούνε·

που είναι σαν ξένοι στη ζωή τη γύρω τους


και στο νησί τους σαν φυλακισμένοι,
που σέρνουνται σκυφτοί και λιγομίλητοι
κι ο νους τους στα ταξίδια τους πηγαίνει·

που πάντα τη φανέλα με την κόκκινη


την άγκυρα στο στήθος τους φοράνε
και που, όταν περπατάν, σκαμπανεβάζουνε
σα μέσα σε καράβι ακόμα να’ ναι·

που, στεριανοί, δεν παύουνε να γνοιάζουνται


για τον καιρό στη θάλασσα που κάνει,
που κι ούτε μιαν ημέρα δεν αφήνουνε
χωρίς να κατεβούνε στο λιμάνι·

και που, όταν ο χειμώνας μες στα σπίτια τους


τους κλείνει, μπρος στο τζάκι τους, τα βράδυα,
μ’ υπομονή κι αγάπη – για τ’ αγγόνια τους
είτε γι’ αυτούς – μικρά φτιάνουν καράβια…

Αποδημίες, 1953
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τρεις (3) καθημερινές συνήθειες των γέρων ναυτικών του
ποιήματος. Ποια από αυτές τις συνήθειες μεταβάλλει τη συναισθηματική τους
κατάσταση; (15 μονάδες)
α2. …που είναι σαν ξένοι στη ζωή τη γύρω τους και στο νησί τους σαν φυλακισμένοι:
Να σχολιάσετε τους στίχους σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να εντοπίσετε τα επίθετα και τις παρομοιώσεις που χαρακτηρίζουν τη ψυχική
διάθεση των γέρων ναυτικών. (10 μονάδες)
β2. Να επισημάνετε στο κείμενο τις λέξεις που σχετίζονται με το επάγγελμα του
ναυτικού. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΕΛΛΙΣΑΝΘΗ (1910-1990)

Μονάχα ένα τραγούδι

Ξερίζωσε ο σεισμός τα σπίτια μας


πήρε τα υπάρχοντά μας το νερό,
η θάλασσα
ναυάγησε όλα τα καράβια μας
έπνιξε τα παιδιά μας
– μέδουσες και θαλάσσιες ανεμώνες
κοράλλια κόκκινα άγγιξαν τα χείλη τους –

Η λάβα ρέει ακόμα χοχλαστή στην επιφάνεια


Γρήγορα ξαναχτίζουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους
κάτω απ’ των ηφαιστείων το βρουχηθμό
Στήνουν τους γκρεμισμένους φράχτες
βάζουν νέα σύνορα, μέσα στον τρόμο
άλλα παιδιά γεννοβολάνε
Στέλνουνε δύτες στο βυθό τ’ ωκεανού
για καταποντισμένα μυστικά
Όπλα χαλκεύουνε για τη ζωή καινούργια.

Αν όλη η γη είναι το σπίτι μας


αν ο ουρανός είναι η μεγάλη σκέπη
μπορώ σήμερα να’ μαι εδώ κι αύριο εκεί
όπου με πάει η πιο μικρή πνοή του ανέμου.
Αν βρέχει επί δικαίους και αδίκους
τότε, έχω όλα όσα μου χρειάζονται
Αν είναι η Θάλασσα η μεγάλη μάνα μας
στην αγκαλιά της που κοιμίζει την επιστροφή μας
δεν θα διακόψω το νανούρισμά της.
Αν όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μου
δεν μου χρειάζονται να με βαραίνουν όπλα.

Ένα χαμόγελο μόνο χρειάζεται, να κοιταζόμαστε


να γνωριζόμαστε μ’ αυτό, να χαιρετούμε
αυγή και νύχτωμα – ένα τραγούδι
χρειάζεται μονάχα – ένα τραγούδι
για να ζήσουμε και να πεθάνουμε.
Από τη συλλογή Ανθρώπινο Σχήμα, 1961.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Η Μελισσάνθη στην τρίτη στροφή του ποιήματος κάνει τέσσερις (4) υποθέσεις
και δίνει αντίστοιχα τέσσερις απαντήσεις (αποδόσεις) σε αυτές, χρησιμοποιεί δηλαδή
τέσσερις υποθετικούς λόγους. Να καταγράψετε τις υποθέσεις και τις απαντήσεις της
ποιήτριας. (12 μονάδες) Να σχολιάσετε συνοπτικά τον τελευταίο από τους
υποθετικούς αυτούς λόγους. (8 μονάδες)
α.2. Να σχολιάσετε συνοπτικά τον τίτλο του ποιήματος, συσχετίζοντάς τον με την
τελευταία στροφή του. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β
β.1. Στην ποίηση της Μελισσάνθης κυριαρχεί μια αγωνία για το μέλλον του
ανθρώπου και του κόσμου. Να εντοπίσετε στο κείμενο τρεις (3) εικόνες φυσικής
καταστροφής (δύο οπτικές και μία ακουστική). (15 μονάδες)
β.2. Να επισημάνετε στο κείμενο δύο (2) σχήματα λόγου (μεταφορά, παρομοίωση ή
προσωποποίηση). (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

Ηλιοβασίλεμα

Ο Φοίβος1 ροδοκόκκινος αργοκυλά στη δύση


σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι’ ασύγκριτη χλαμύδα
σε λίγο πίσ’ απ’ το βουνό κει κάτω θε ν’ αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερινή τ’ αχτίδα.

Η θάλασσα π’ απλώνεται βουβή και νεκρωμένη


ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα
κι οι ψαροπούλες2, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ως πέρα.

Η νύχτ’ απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι


και αφανίζει άπονα καθ’ ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη3
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ’ ολόχλωμο φεγγάρι.

Εφηβικοί στίχοι 1913-1916


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος λαμβάνοντας υπόψη την πρώτη και την
τελευταία λέξη του ποιητικού κειμένου. (10 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε με δικά σας λόγια το φυσικό τοπίο το οποίο αποτελεί το σκηνικό
του ποιήματος. (10 μονάδες). Γιατί, κατά τη γνώμη σας, δεν υπάρχει ανθρώπινη
παρουσία στο ποίημα; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

β
β.1. Ο Καρυωτάκης με τη χρήση επιθέτων αποτυπώνει στο ποίημά του ένα έντονα
μελαγχολικό κλίμα. Να καταγράψετε πέντε (5) ονοματικά σύνολα (επίθετο +
ουσιαστικό) με τα οποία εκφράζεται αυτή η θλιμμένη διάθεση. (10 μονάδες)
β.2. Στο ποίημα κυριαρχούν οι προσωποποιήσεις. Να τις επισημάνετε. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
προσωνυμία του Απόλλωνα ως θεού του ήλιου
2
μικρά αλιευτικά σκάφη
3
είδος νυκτόβιου πουλιού
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ (1909-1986)

Ο Κρητικός-Το δέντρο (απόσπασμα)

Τι είτανε το σκολειό του μοναστηριού τα χρόνια κείνα, η όρεξη με τραβάει να το


γράψω καταλεπτώς, να μάθει ο σημερνός, που τάχει όλα εύκολα, πώς παιδευότανε τότε
το παιδί. Το μάθημα γινότανε πρωί κι απόγεμα στην τράπεζα του μοναστηριού, εκεί
που μαζώνουνται για το δείπνο οι ξωτάρηδες1 κ’ οι μοναχοί. Ο δάσκαλος καθότανε
διπλογονατισμένος σ’ ένα πατάρι, όπου είχε στρωμένη την ψάθα του. Αποκάτω του είχε
τα σκολαρόπαιδα καθισμένα στους μπάγκους, που τους είχαν ακουμπισμένους τοίχο-
τοίχο. Στο σκολειό του μοναστηριού, μαθαίνανε να διαβάζουνε, να γράφουνε και να
λογαριάζουν. Για το διάβασμα, είχανε σύνεργο τη φυλλάδα, δηλαδή το αλφαβητάρι· για
τη γραφή, μια στρώση άμμο πάνω στο χώμα μέσα σ’ ένα τελάρο· για τη λογαριαστική,
μερικά χαλίκια. Το σκολαρόπουλο έπιανε τη φυλλάδα, αρχίνιζε με το «σταυρέ, βοήθα
με», κ’ ύστερα έλεγε τα γράμματα, ένα από την αρχή κ’ ένα από το τέλος της
αλφαβήτας, γυρεύοντάς τα με το δειχνί2: «Σταυρέ, βοήθα με, άλφα κι ωμέγα, βήττα και
ψι, γάμμα και χι .. » Μάθαινε κατόπι να συλλαβίζει και να διαβάζει. Ο δάσκαλος έδινε
στους προχωρημένους είκοσι ή τριάντα λέξες να τις διαβάσουν, από μια ο καθένας. Ο
ένας διάβαζε την πρώτη, ο διπλανός του τη δεύτερη, ο παρακάτω την τρίτη ώσπου να
τελειώσουν. Αν έσφελνε3 κανένας, ο πλαϊνός είχε τα μάτια του τετρακόσια να τόνε
διορθώσει. Από καιρό σε καιρό αλλάζανε θέση για να μη συνηθίζουνε τη λέξη που τους
είχε πέσει στην αρχή.
Κοντά στο διάβασμα, ο δάσκαλος, για να τους λύσει τη γλώσσα, τα ᾿βανε να λένε
μονορούφι το «Πιστεύω» η να μονοφωνάζουνε γλωσσοδέτες σαν ετούτους:
– Φλασκί πιπιλοπίφλασκο και πιπιλοφλασκάκι.
– Ο παπάς εμέτρα μέρτα κ’ ύστερα τα ξαναμέτρα.
Στο διάβασμα, προχωρούσαν από την αλφαβήτα στο Χτωήχι, κι από κει στο Ψαλτήρι
και στον Απόστολο, και πιο πέρα στο Τριώδι, στο Ανθολόγι, στην Πεντάτευχο και
στους προφήτες4. Πολλοί απομέναν με τούτη τη γνώση, χωρίς να μάθουνε να
γράφουνε. τους έφτανε για να γίνουν αναγνώστες ή ψαλτάδες, ακόμα και παπάδες.
Όποιοι προχωρούσανε στο γράψιμο βάνανε μπροστά τους καινούρια βάσανα. Για να
γυμνάζουνται στο γράψιμο, είχανε κάτου στο χώμα την αμμουδόστρωση και τα
σύνεργα για να γράφουνε και να σβήνουνε. Τον άμμο τόνε χαρακώναν μ’ ένα ξύλινο
τελάρο χωρισμένο με πήχες. Το πατούσαν στον άμμο και τυπώναν τις αράδες. Γράφαν
ό,τι είχανε να γράψουνε, κ’ ύστερα σέρναν απάνω το ομαλιστήρι5 και σβήναν τη
γραφή. Από την αμμουδόστρωση περνούσαν στο χαρτί, για να γυμνάζουν καλήτερα το

1
ξωτάρης και ξωμάχος: γεωργός, χωρικός
2
δείκτης, το δεύτερο δάκτυλο
3
αν έκανε λάθος
4
όλα είναι εκκλησιαστικά βιβλία.
5
σανίδι για το ίσιωμα της άμμου.
χέρι τους. Στη ζώνη τους είχανε κρεμασμένη την καλαμαριά, με το σφουγγάρι μέσα,
μουσκεμένο στο μελάνι, κι αντί για πένα βαστούσανε στο χέρι ένα χηνόφτερο ξυσμένο
στην άκρη. Στη λογαριαστική, μετρούσανε με τα χαλίκια του ποταμού και με τα
κότσια. Όταν αρχίζαν να λογαριάζουν πάνω στον άμμο με νούμερα γραμμένα, την
πράξη την έκανε όλη ή τάξη μαζί, όπως γινότανε και το διάβασμα. Το ᾿να δασκαλούδι
πρόσθετε την κολόνα με τις μονάδες, το δεύτερο την άλλη με τις δεκάδες, το παρακάτω
τις εκατοντάδες. Με τόση κατέχια στολισμένο, το σκολαρόπαιδο έπρεπε τότε να βρει
και τα νιώσματα6 που τούβανε ο δάσκαλος:
– Ένας πατέρας κεφαλή· δώδεκα γιοι ποδάρια, και κάθε γιος στη ράχη του τριάντα
κόρες˙ κάθε βράδυ πεθαίνει ή μια, το πρωί γεννιέται ή άλλη. Τί νάναι;
– Ο χρόνος, οι μήνες, οι μέρες! ... […]

(Ο Κρητικός - Το δέντρο, 6η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1995˙ α΄ έκδοση 1948)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Ποιος είναι, κατά τον αφηγητή, ο σκοπός της παραπάνω αφήγησης; (5 μονάδες)
Να τον σχολιάσετε. (10 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε τον τρόπο που μάθαιναν γραφή τα παιδιά στο σχολείο του
μοναστηριού. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Να βρείτε στην πρώτη παράγραφο του κειμένου τρεις (3) εικόνες με τις οποίες
περιγράφεται η σχολική διδασκαλία. (15 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο κείμενο δέκα (10) λέξεις σχετικές με τη σχολική ζωή. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

6
νιώσμα :το αίνιγμα
ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΦΝΙΑ

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

Άξιον εζηί (απόζπαζμα)

Τα πάθη ζη΄

Τεο Δηθαηνζύλεο ήιηε λνεηέ * θαη κπξζίλε1 ζπ δνμαζηηθή


κε παξαθαιώ ζαο κε * ιεζκνλάηε ηε ρώξα κνπ!

Αεηόκνξθα έρεη ηα ςειά βνπλά * ζηα εθαίζηεηα θιήκαηα ζεηξά


θαη ηα ζπίηηα πην ιεπθά * ζηνπ γιαπθνύ2 ην γεηηόλεκα!

Τεο Αζίαο αλ αγγίδεη από ηε κηα * ηεο Επξώπεο ιίγν αλ αθνπκπά


ζηνλ αηζέξα ζηέθεη λα * θαη ζηε ζάιαζζα κόλε ηεο!

Καη δελ είλαη κήηε μέλνπ ινγηζκόο * θαη δηθνύ ηεο κήηε αγάπε κηα
κόλν πέλζνο αρ παληνύ * θαη ην θσο αλειέεην!

Τα πηθξά κνπ ρέξηα κε ηνλ Κεξαπλό * ηα γπξίδσ πίζσ απ’ ηνλ Καηξό
ηνπο παιηνύο θίινπο θαιώ * κε θνβέξεο θαη κ’ αίκαηα!

Μα ’ρνπλ όια ηα αίκαηα μαληηκεζεί * θη νη θνβέξεο αρ ιαηνκεζεί


θαη ζηνλ έλαλ ν άιινο κπαί * λνπλ ελαληίνλ νη άλεκνη!

Τεο Δηθαηνζύλεο ήιηε λνεηέ * θαη κπξζίλε ζπ δνμαζηηθή


κε παξαθαιώ ζαο κε * ιεζκνλάηε ηε ρώξα κνπ!

(1959)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να νλνκάζεηε ηε ρώξα ζηελ νπνία αλαθέξεηαη ν πνηεηήο. (5 μονάδες) Να
αλαθεξζείηε ζε ηξία ραξαθηεξηζηηθά ηεο (12 μονάδες) θαη λα πξνζδηνξίζεηε ηε
γεσγξαθηθή ηεο ζέζε, ηεθκεξηώλνληαο ηελ απάληεζή ζαο κε δεδνκέλα ηνπ
πνηήκαηνο. (8 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Λακβάλνληαο ππόςε πσο αθεηεξία ζηε ζύλζεζε ηνπ Άξιον εστί απνηεινύλ νη
ηζηνξηθέο κλήκεο ηνπ Πνιέκνπ 1940-41, ηεο Καηνρήο θαη ηεο Αληίζηαζεο, αιιά θαη
ησλ κεηέπεηηα ρξόλσλ ηεο Εκθύιηαο δηακάρεο, λα εληνπίζεηε ζην πνίεκα ιέμεηο ή
εθθξάζεηο ζπλδεδεκέλεο κε ηα γεγνλόηα απηά (10 μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ην ζρήκα ηνπ θύθινπ ζην πνίεκα (5 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε
ηε ιεηηνπξγία ηνπ. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
κπξζίλε: κπξηηά
2
γιαπθόο: αλνηρηόο γαιάδηνο
Μάθημα: Νέα Δλληνική Λογοηεχνία

ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ

AΝΓΡΔΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)


H παηρίδα (απόζπαζμα)

΢ηη Ρούμελ’ είναι η λεβενηιά


και ζηο Μοριά είν’ η γνώζη

- Μσξ’ εζύ ’ζαη, Πέηξν;


- Γησξγάθε, εζύ!
Καη κε ην ζπηζνβόιεκα ησλ καηηώλ, πνπ έδεηρλε ηελ ειπίδα ηεο ςπρήο· κε ηελ
απνθαζηζηηθή ξνπή, πνπ θαλέξσλε ηελ αλππνκνλεζία ησλ λεύξσλ· κε ην ηξεκνύιηαζκα
ηεο θσλήο, πνπ πξόδηλε ηεο ζάξθαο ηε ζπγθίλεζε, άλνημαλ νξγηέο ηα ρέξηα θαη ξίρηεθαλ
ζηελ αγθαιηά ν έλαο η’ αιινπλνύ. Καη από ηνλ ηόζν ιαό, πνπ πεξλνδηάβαηλε έμσ ζην
ιηζνζηξσκέλν δξόκν ηεο Σπειηάο, ηνπο Εβξαίνπο, πνπ μππόιπηνη θνπβαινύζαλε η’ αζθηά
από ην Τεισλείν, ηνπ ςσκά θαη ηνπ καλάβε θαη ηνπ θνπξέα, πνπ έθξαδαλ κε μεθσλεηά
ηνπο πειάηεο, ηνπ ζαξάθε1, πνπ κπξνζηά ζην ηξαπεδάθη ηνπ έπαηδε ηα ηάιηξα,
βαζαλίδνληαο κε ηνλ ήρν θαη ηε ιακπξόηε ηνπο ηνλ αληηθξηλό κπαισκαηή, θαλείο νύηε
πξόζεμε, νύηε ήηαλ ηθαλόο λα αηζζαλζεί ηε ιαρηάξα, πνπ είραλ ζην αγθάιηαζκά ηνπο νη
δπν θίινη.
Εδώ θαη πέληε ιεθηά πξηλ ν έλαο δε γλώξηδε ηνλ άιινλ. Ο Γησξγάθεο Λακπξόπνπινο
θαζόηαλε αλάκεζα ζηηο πξακάηεηεο ηνπ, ζηα ζηξώκαηα θαη ηα ζθνηληά, ηηο ζηνίβεο ησλ
θεθαινηπξηώλ θαη ηνπο ζσξνύο ησλ γπαιηθώλ, ηνπο ώκνπο ζηεξίδνληαο ζηελ θάζα ηνπ, ην
θεθάιη κηζνγπξηζκέλν, ηα κάηηα κηζνθιεηζκέλα, θάησ από ηελ πιέρηξα ησλ ζθόξδσλ θαη
ηνπ θεξάηνπ, ζαλ πνιεκηζηήο αλάκεζα ζηηο δάθλεο ηεο λίθεο ηνπ, θάησ από ηελ
αγαπεκέλε ηνπ ζεκαία. Καζώο όκσο πάηεζε ζην θαηώθιη ν Πεηξνιέηζνο ςειόο,
ιεβεληόθνξκνο, μεζθιηάξεο2 κα κεγαιόπξεπνο, δεηώληαο έλα όβνιν ηπξί λα θνιαηζίζεη,
ζαλ λα πιάθσζε ν ίζθηνο ηνπ ηνλ κπαθάιε, ζήθσζε ην θεθάιη θαη ε θσλή ζπγθιόληζε γηα
κηαο η’ απνθαξσκέλα λεύξα ηνπ. Σαλ αζηξαπή πέξαζε ζην λνπ ηνπ ε ππνςία πσο θάπνπ η’
απάληεζε ην πξόζσπν εθείλν, θάπνπ ηελ άθνπζε θείλε ηε θσλή, πσο η’ αγάπεζε άιινηε
θείλν ην θνξκί. Η θαληαζία ηνπ άξρηζε λα πιέθεη ηελ θισλά3 ηεο θσηεηλή ζηα πεξαζκέλα,
παληνύ ςειαθώληαο θαη παζπαηεύνληαο, ζηα θιώζκαηα θαη ηα παξαζηξαηίζκαηα ηεο
εβδνκεληάξηθεο δσήο ηνπ. Νεθξνύο μέζαςε από ηα κλήκαηα, μαλάλησζε γεξόληνπο, έζπξε
ζε ιύπεο θαη ζε ραξέο, ζε θηιίεο θαη ζ’ έρζξεηεο, ζε γάκνπο θαη ζε λεθξνπνκπέο. Μα δελ
θαηόξζσζε άιιν παξά λα δαιηζηεί θαη λα πνλέζεη· γηα ηα ρξόληα πνπ έθπγαλ, γηα ηα
παζήκαηα πνπ ηνλ ήβξαλ. Άμαθλα πέηαμε κπξνζηά ηνπ μαλζνκνύζηαθνο θαη γαιαλνκάηεο

1
αξγπξακνηβόο, θνιιπβηζηήο πνπ εμαξγπξώλεη μέλα λνκίζκαηα
2
ξαθέλδπηνο, κε ξνύρα ζθηζκέλα
3
ε θισζηή
παιηθαξάο, ν Πεηξνιέηζνο, ν θίινο ηνπ, ν αδεξθόο ηνπ! Καη ηώξα αλάκεζα ζην καγαδί νη
δπν θίινη, ςαξνκάιιεδεο, ζαξαθνθαγσκέλνη, ζθηρηαγθαιηάδνληαη θαη γιπθνθηιηώληαη κε
ηα δάθξπα βξνρή ζηα κάηηα.
- Μσξ’ εζύ ’ζαη, Πέηξν;
- Γησξγάθε, εζύ!
Τέινο ρσξηζηήθαλε θη ν έλαο θνίηαμε ηνλ άιινλ κε πεξηέξγεηα. Μεγάιε απνξία
δσγξαθήζεθε ζηα πξόζσπά ηνπο, ζαλ λα κε κπνξνύζαλ λα θαηαιάβνπλ πσο έγηλε θη από
ηα ζπαξηαξηζηά ληάηα γθξεκίζηεθαλ γηα κηαο ζη’ άραξα γεξάκαηα.
- Καεκέλε, γεξάζακε! είπε αξγνθνπλώληαο ην θεθάιη ν Λακπξόπνπινο.
- Γεξάζακε θη αιιάμακε! πξόζζεζε ν Πεηξνιέηζνο πηθξακέλνο. Σσζηόο Κνξθηάηεο4
κνπ θαίλεζαη.
Καη ζθνπγγίδνληαο κε ην καληθνπνπθάκηζν ηα δάθξπά ηνπ, θνίηαδε θαη μαλαθνίηαδε ην
θίιν ηνπ, ζαλ λα δεηνύζε θάησ από ην βαξύ εθείλν ζώκα, ην ζηξνγγπιό θεθάιη, ηα
θξεκαζηά θξεζθνμνπξηζκέλα κάγνπια, θαη ηνλ παρύ ιαηκό, ην ιπγεξό παιηό ηνπ
ζύληξνθν· ζαλ λα δεηνύζε θάησ από ηελ πγξή θαη ζνπξηή κηιηά λ’ αθνύζεη ηνπο
ζηξνγγπινύο κνξαΐηηθνπο ήρνπο· ζαλ λα ήζειε λα ηδεί ηνλ αιαθξό αέξα ηνπ θνξκηνύ θαη
ησλ καηηώλ ην ζπηζνβόιεκα θαη ην δηαβνιηθό γνξγνπαίμηκν ηνπ πξνζώπνπ, θάησ από ην
λπζηαγκέλν πξόζσπν ελνύ Κνξθηάηε λνηθνθύξε. […]
Καξθαβίηζαο Αλδξέαο, Παλιές αγάπες, Εζηία, Αζήλα, 1900
ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Να αλαθέξεηε ηα δύν πξσηαγσληζηηθά πξόζσπα ηεο αθήγεζεο (6 μονάδες) θαη ηνλ
ηόπν ζην νπνίν δηαδξακαηίδεηαη ε ηζηνξία. (3 μονάδες)
α2. Να πεξηγξάςεηε ηνπ δύν ήξσεο σο πξνο ηελ εμσηεξηθή ηνπο εκθάληζε
ηεθκεξηώλνληαο ηελ απάληεζή ζαο κε αλαθνξέο ην θείκελν. (16 μονάδες)
25 ΜΟΝΑΓΔΣ

β
β1. Βαζηθά ραξαθηεξηζηηθά ζηα δηεγήκαηα ηνπ Αλδξέα Καξθαβίηζα είλαη ε αθξηβήο
παξαηήξεζε θαη ε ξεαιηζηηθή απεηθόληζε. Σην απόζπαζκα παξαηεξνύκε ξεαιηζηηθή
απεηθόληζε ηεο αγνξάο. Να θαηαγξάςεηε ηα επαγγέικαηα πνπ αλαθέξνληαη ζην
θείκελν.(15 μονάδες)
β2. Εδώ και πένηε λεθηά… βροχή ζηα μάηια. Να εληνπίζεηε ζηε ζπγθεθξηκέλε
παξάγξαθν πέληε (5) εθθξαζηηθά κέζα (παξνκνηώζεηο, κεηαθνξέο, εηθόλεο, αζύλδεην
ζρήκα) κε ηα νπνία ν ζπγγξαθέαο αηζζεηνπνηεί ηε ζηαδηαθή αλαγλώξηζε αλάκεζα ζηνπο
δύν ήξσεο. (10 μονάδες)
25 ΜΟΝΑΓΔΣ

4
Κεξθπξαίνο
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

Βαριά καρδιά1

Πώς με κυττάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!


Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο2 κι᾿ ευτυχισμένο νάσαι.

Πώς με κυττάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νέο και χαρωπό;


Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλλοί3! έχω βάρος στην καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο νάσαι κ᾿ ευτυχισμένο.

Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα


και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος, σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φράχτη, τον τρελλό παλμό της νειάς σου ζωής ν᾿ ακούσω.

Τολμώ τ᾿ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν᾿ απλώσω


τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν᾿ αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που είσαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω...

Από τη συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος. (10
μονάδες)
α.2 Να περιγράψετε το λουλούδι αναφέροντας τις ιδιότητες που του αποδίδονται στο
ποίημα. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις δύο επιφωνηματικές εκφράσεις. (4 μονάδες)
Ποιο χαρακτήρα προσδίδουν, κατά τη γνώμη σας, στη συναισθηματική ατμόσφαιρα
του ποιήματος; (6 μονάδες)
β.2. Να βρείτε στο κείμενο τρεις (3) μεταφορές που σχετίζονται με τη
συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25

1
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της έκδοσης.
2
ξέγνοιαστο
3
αλίμονο
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω…

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,


δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ᾿ είμαι μοναχή μου.
Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι᾿ αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ᾿ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
Ηχώ στο χάος, 1929

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τα ρηματικά πρόσωπα που κυριαρχούν στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, επιλέγεται η χρήση των ρηματικών αυτών προσώπων
από την ποιήτρια; Σε ποιους κατά τη γνώμη σας απευθύνεται; Να αιτιολογήσετε την
απάντησή σας. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β1. Στα ποιήματά της η Πολυδούρη εξομολογείται τα συναισθήματά της σα να τα
κατέγραφε στις σελίδες του προσωπικού της ημερολογίου. Να επαληθεύσετε την
άποψη αυτή τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. (15
Μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε τις επαναλήψεις του κειμένου και να τις σχολιάσετε. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ (1867-1911)

Η κερένια κούκλα (απόσπασμα)

…Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κι έβγαζε ταχτικά ίσαμε οχτώ δραχμές την
ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του
δούλευε του ᾿δωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κι έτσι αποφάσισε να κάνη
αυτό που του ᾿λεγε η καρδιά του, να στεφανωθεί τη Βεργινία. Είχε κι η Βεργινία
κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα της, που την είχε αφήσει
ολάρφανη σε μια δεύτερή της αξαδέρφη, που ᾿χε μια φορά κι’ αυτή τον τρόπο της,
μα σαν απόμεινε χήρα έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, που ᾿ταν απόστρατος
ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή ..
Καθόντουσαν τότε με τη θεία της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάει
μια μέρα με κάτι φίλους που ᾿χαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ’ είδε τη Βεργινία
στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε
γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια. Το βράδυ τής έκανε ταχτικά καντάδες με
τους φίλους, στεκούμενοι όλοι μαζί μπουλούκι στην αγκωνή1, κάτω απ’ το φανάρι·
μέσ’ απ όλες τις φωνές, τις μπάσσες και τις τσιριχτές και τις τρεμουλάντες, αυτή
ξεχώριζε τη δική του που ᾿ταν γλυκειά .. και σαν κύτταζε απ’ τη μισανοιγμένη
γρίλλια του παντζουριού, θάρρευε πως ξάνοιγε2 τα μάτια του να λάμπουν κάτω απ᾿
τη φλόγα του φαναριού που χοροπηδούσε.
Έτσι παντρεύτηκαν κ’ εκάμανε το σπιτικό τους.…

(εκδ. Ελευθερουδάκης , Αθήνα 1925)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να αναφέρετε τον λόγο για τον οποίο ο Νίκος αποφάσισε να στεφανωθεί τη
Βεργινία (5 μονάδες) και να τον σχολιάσετε. (10 μονάδες)
α.2. Να περιγράψετε τον τρόπο επικοινωνίας ανάμεσα στο Νίκο και τη Βεργινία. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

β
β.1. Το έργο του Χρηστομάνου διακρίνεται από ανάμιξη ρεαλιστικών και ποιητικών
στοιχείων. Να βρείτε στο κείμενο δυο (2) στοιχεία ρεαλιστικά και τρία (3) στοιχεία
ποιητικά. (15 μονάδες)
β.2. Να βρείτε πέντε (5) ιδιωματικές λέξεις ή φράσεις. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ

1
στη γωνία
2
άνοιγε διάπλατα

You might also like