You are on page 1of 2

Μάρκος Αυγέρης, Μπροστά στους ανθρώπους (1904)

Πράξη 1η:

Πρωί Χριστουγέννων σε ένα ρωμαίϊκο χωριό.

Το έργο ξεκινάει με τον γιο του άρχοντα να ντύνεται στο σπίτ της Αννέτας, η ίδια κλαίει
δίπλα του. Λογομαχούν, η Αννέτα θέλει να τη ζητήσει σε γάμο, ενώ το αρχοντόπουλο της
λέει να κάνει υπομονή και ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Η Αννέτα φοβάται ότι θα μάθει για τη
κρυφή τους σχέση ο αδερφός της και οι άνθρωποι του χωριού και θα την διαπομπεύσουν.
Λογοφέρνουν για ώρα, ώσπου χτυπάει η καμπάνα της εκκλησίας για τον όρθρο των
Χριστουγέννων. Ο γιος του άρχοντα φεύγει γρήγορα, η Ανέταα μένει μόνη. Μπαίνει ο
μπάρμπα-Μήτρης, από τα λόγια του φαίνεται ότι έχει ξαναδεί το αρχοντόπουλο να βγαίνει
από το σπίτι, ψέγει σκληρά την Αννέτα που δεν σεβάστηκε την αγιοσύνη της μέρας και της
λέει ότι θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα της που ήταν φίλος του. Της λέει ότι σύντομα οι
άνθρωποι θα το μάθουν και οι άνθρωποι είναι κακοί και κατόπν της αποκαλύπτει ότι μια
γειτόνισσα είδα το αρχοντόπουλο να βγαίνει από το σπίτι της και έχει ήδη γίνει σούσουρο
στο χωριό. Η Αννέτα τον παρακαλάει να τη βοηθήσει και αυτός της λέει να ζητήσει βοήθεια
από τον Θεό. Φεύγει και έρχεται η Λένα χαρωπή και στολισμένη. Ρωτάει αν γύρισε ο Λουκάς
και ότι θέλει να το πειράξει «ανάβοντάς του τη φωτιά», η Αννέτα της λέει ότι δεν θα πάει
στην εκκλησία γιατί δε νιώθει καλά και ζητάει να ανάψει η Λένα το καντηλάκι. Η Λένα το
κάνει αμέσως σχολιάζοντας πόσο τρομερό είναι να έχει σβηστό το καντήλι τέτοια μέρα.
Φεύγει. Έρχεται ο Λουκάς χαρούμενος, δίνει ευχές και ρωτάει αν πέρασε η Λένα και αν
ρώτησε για αυτόν. Δίνει δώρο ένα μεταξωτό μαντήλι στην Αννέτα, της το βάζει στο κεφάλι
και της εύχεται να γίνει γρήγορα νύφη. Έπειτα της λέει ότι η Πετρούτσα, μια κοπέλα του
χωριού, πνίγηκε στο ποτάμι γιατί κάποιος που αγάπησε την απάτησε. Συζητάνε για ώρα για
το ορμητικό, σκοτεινό ποτάμι και την τύχη της όμορφης Πετρούτσα. Έπειτα ο Λουκάς της
λέει για ένα όνειρο που είδε το περασμένο βράδυ. Ότι οι δυο τους βρίσκονταν στο χωριό τους
αλλά ήταν πολύ χιονισμένο και έρημο και τους είχαν στριμώξει στη μέση μια αγέλη λύκων.
Και ένω ο Λουκάς προσπάθησε να σώσει την Αννέτα οι λύκοι της όρμησαν και την
κατσπάραξαν και το αίμα της έβαψε το χιόνι. Η Αννέτα λέει ότι αυτό μπορεί και να συβεί.
Της λέει επίσς ότι στο όνειρο ήταν ντυμμένη γιορτινά. Ενώ συνεχίζει να μιλάει για τους
λύκους, η Αννέτα ντύνεται γιορτινά και φεύγει χωρίς να το καταλάβει ο Λουκάς. Έρχεται η
Λένα, ο Λουκάς τη φιλά και αυτή θίγεται γιατί δεν του έδωσε άδεια. Κάνουν πως μαλώνουν
ναζιάρικα, ο Λουκάς της δίνει δώρο ένα βρχιόλι. Ακούγεται απέξω η θυμωμένη φωνή της
μητέρας της Λένας που τη φωνάζει να βγει έξω.

Πράξη 2η:

Μπαίνει ο Λουκάς οργισμένος και πιωμένος. Λέει στην Αννέτα ότι θα την πιστέψει ό,τι και
αν του πει, ακόμα και ψέματα, ότι αυτός δεν σκοτώνει ούτε μύγα, μόνο Παναγίες ζωγραφίζει.
Αυτή σέρνεται αλλά δεν λέει τι συνέβη. Ο Λουκάς γίνεται πιο βίαιος, της τραβάει, την
χτυπάει και τη ρωτάει αν έκανε κάτι όσο έλειπε στην πόλη. Την λέει πόρνη, αυτή του ζητάει
να τη σκοτώσει, ότι προσπάθησε να πνγεί στο ποτάμι αλλά φοβήθηκε. Του ζητάει να τη
σκοτώσει με τσεκούρι, αυτός λέει ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό, ότι θα παέι να βρει τον γιο
του άρχοντα και αν αυτός τον αρνηθεί θα τον μαχαιρώσει στο λαιμό που την ατίμασε. Η
Αννέτα κλαίει που τον έκανε να σκέφτεται έτσι και λέει ότι αυτός δεν είναι φονιάς. Έρχεται η
θεία Μάρθα και λέει στον Λουκά ότι ο πατέρας της Λένας του επιστρέφει το δαχτυλίδι του
αρραβώνα τους.Ο Λουκάς ξεσπά για το ότι όλοι έχουν στραφεί εναντίον του και για το πόσο
γρήγορα του επέστρεψε το δαχτυλίδι. Ρωτά τι πρέπει να κάνει και η θεία του λέει πως όλοι
πιστεύουν ότι πρέπει να σκοτώσει την Αννέτα για να καθαρίσει η τιμή του σπιτιού του.
Αυτός λέει ότι αυτή η πράξη είναι τρομερή, η θεία του προτείνει να την διώξει αλλά και πάλι
αυτός δεν μπορεί να την διώξει λες και είναι ζώο. Μονολογεί για το ότι οι άνθρωποι
ανακτεύονται σε υποθέσεις που δεν τους αφορούν. Πάει να βρει τον άρχοντα για να
ξεκαθαρίσει το θέμα. Ακούγονται φωνές πλήθους, ο Λουκάς ορμά και παλεύει με χωρικούς
που τον βρίζουν και τον δένουν. Αρπάζουν την Αννέτα, τη γδύνουν και τη μαστιγώνουν
μπροστά στον Λουκά, έπειτα την βγάζουν έξω για να την διαπομπεύσουν σε όλο το χωριό.
Ένας γέρος ρωτά έναν νεαρό πως έγιναν αυτά και αυτός αφηγείται πως ένας χωρικός που είχε
έχθρα με τον Λουκά ξεκίνησε να τον προκαλεί για την τιμή του και της αδερφής του και έτσι
ήρθαν στα χέρια και ξεκίνησε ο χαμός. Το πλήθος ξαναφέρνει την Αννέτα ετοιμοθάνατη, ενώ
εξακολουθούν να την φτύνουν. Ο Λουκάς σηκώνεται και παραμιλά για του λύκους, παίρνει
την Αννέτα και βγαίνει. Χωριάτισσες μπαίνουν στο σπίτι και κλέβουν πράγματα. Γυρνά ο
Λουκάς μόνος, παιδιά τον ακολουθούν και λένε ότι έριξε την Αννέτα στο ποτάμι, κάποιοι
χωρικοί του δίνουν συγχαρητήρια, ο Λουκάς εξακολουθεί να παραληρεί για του λύκους.

You might also like