ΜΗΤΣΟΣ: Με πή ρε ο ύ πνος λίγο παραπά νω, φαίνεται. Μα, πού να τον χορτά σουμε; ΜΙΛΤΟΣ: Από τό τε που βγή καμε στην κλεφτουριά , το κορμί μας ού τε τον ύ πνο χό ρτασε , ού τε την ξεκού ραση. ΠΕΤΡΗΣ: Τα ΄χει αυτά η κλεφτουριά ορέ Μίλτο , τουλά χιστον ό μως έχουμε τη λευτεριά μας. Δεν έχουμε κανέναν στο κεφά λι μας , ού τε Τού ρκο, ού τε ά λλο αφεντικό . ΜΙΛΤΟΣ: Καλά τα λες Πετρή , μα έρχονται ώ ρες που νοσταλγώ το σπίτι μου στο χωριό , την κυρά μου τη Λένω και το μονά κριβό μου το Γιωργή . Σκέφτομαι τη μά να μου τη χαροκαμένη , τον μακαρίτη τον πατέρα μου που ού τε στην κηδεία του δε μπό ρεσα να πά ω. ΚΙΤΣΟΣ: Και μένα το ίδιο μαρά ζι με τρώ ει Μίλτο την ώ ρα που κά θομαι στην κορφή κι φυλά ω καραού λι. ΠΕΤΡΗΣ: Τέτοιες σκέψεις μου περνά ν απ’ τον νου ό λων μας, μα τού τη την ώ ρα ά λλα είναι εκείνα που πρέπει να βά λουμε στον νου μας. ΜΑΡΚΟΣ : Σαν τι ορέ ; ΠΕΤΡΗΣ: Να , ό λο το πρωί ά κουγα πιστολιές ξέμακρα , στον κά μπο . Κι ο καπετά νιος δε φά νηκε ακό μη , πά νε ώ ρες που κατέβηκε στο χωριό . Έπρεπε να ‘χε γυρίσει τα χαρά ματα μα ακό μα να φανεί. ΜΑΡΚΟΣ : Μην κακομελετά ς μωρέ , κά που θα αντά μωσε κά ποιον γνωστό και θα τρά βηξαν καμιά ρακί , τον ξέρεις τώ ρα τον καπετά νιο . ΚΙΤΣΟΣ: Θ’ αντά μωνε κά ποιον πολύ σπουδαίο… Έναν παπά που ά φησε τις εκκλησιές και γυρνά ει στα βουνά … ΜΙΛΤΟΣ: Τον Παπαφλέσσα λες ; ΜΗΤΣΟΣ: Ναι, αυτό ν. Οργώ νει τον τό πο απ’ ά κρη σ’ ά κρη και ξεσηκώ νει τον κό σμο. Κουβεντιά ζει με τους καπεταναίους στα αρματολίκια και ό ποιον ά λλον μπορεί να βαστά ξει ό πλο! ΠΕΤΡΗΣ: Φαίνεται πως η ώ ρα που περιμέναμε ό λοι, πλησιά ζει. Όλη η Ρού μελη είναι ανά στατη , ο Μοριά ς βρά ζει, η Θεσσαλία σιγοκαίει και τα νησιά είναι μπουρλό τα έτοιμα να εκραγού ν. ΜΙΛΤΟΣ: Η λευτεριά δεν είναι απλό πρά μα, αδελφέ, θέλει πολλά , θυσίες… παρά δες… ό πλα…. Και να έχουμε κά ποιον πά νω από το κεφά λι μας να μας κουμαντά ρει. ΜΗΤΣΟΣ : Ησύ χασε, κι ό λα βρίσκουν το δρό μο τους . Και τα χρή ματα μαζώ χτηκαν και ό πλα βρέθηκαν … Για να δού με τι μαντά τα θα φέρει με το καλό ο καπετά νιος! ΜΑΡΚΟΣ: Είναι κά τι δικοί μας στη Ρωσία, τους λένε Φιλικού ς. Έκαναν μια εταιρεία και μαζώ νουν απ’ ό λα. ΠΕΤΡΗΣ: Ακό μα και ο Τσά ρος της Ρωσίας θα στηρίξει τον ξεσηκωμό ! Φαίνεται πως τον φώ τισε ο Θεό ς και θα μας βοηθή σει ΚΙΤΣΟΣ: : Απ΄ το στό μα σου και στου Θεού τ’ αυτί. ΜΙΛΤΟΣ: Αλλά είναι μέρες τώ ρα που μας γυροφέρνει η Τουρκιά . Δεν έχουν καλό σκοπό τα ζαγά ρια . ΠΕΤΡΗΣ: Σσσστ ! Κά τι πή ρε τ΄ αυτί μου. (πάει προς την είσοδο της σπηλιάς και παραφυλάει. Ακούγονται συνθηματικά σφυρίγματα.) ΜΗΤΣΟΣ : Ο καπετά νιος είναι . Δό ξα Σοι ο Θεό ς . ( Μπαίνει ο καπετάνιος στη σκηνή ) ΠΑΝΟΣ : Καλώ ς σας ανταμώ νω αδέρφια . ΜΗΤΣΟΣ : Καλώ ς τον . Άργησες κι ανησυχή σαμε . Τι νέα μας φέρνεις ; ΜΙΛΤΟΣ: Αντά μωσες κανέναν Τού ρκο; ΠΑΝΟΣ: Να πά ρω μιαν ανά σα πρώ τα και θα σας τα πω ό λα , σιγά -σιγά . ΠΕΤΡΗΣ: Να, πιες μια γουλιά να σβή σεις τη δίψα σου . ΜΑΡΚΟΣ: Το φαΐ είναι ζεστό ακό μα , πά ρε . ΚΙΤΣΟΣ: Λοιπό ν ; ΠΑΝΟΣ: Αδέρφια μου , τα νέα μου είναι και καλά , είναι κι ά σχημα . ΜΗΤΣΟΣ : Άρχισε πρώ τα από τα καλά καπετά νιο… ΠΑΝΟΣ : Αντά μωσα αυτό ν τον Αρχιμανδρίτη , τον Παπαφλέσσα, σ’ ένα σπίτι στο κεφαλοχώ ρι. Μαζί του είχε κι έναν ξένο. Τρέχουν τον τό πο απ’ ά κρη σ’ ά κρη και ξεσηκώ νουν τους ραγιά δες . Να τον ακού γατε αυτό ν τον παπά μωρέ ! Τι λό για που ‘ βγανε το στό μα του , με τι πά θος μιλού σε . Σε μια στιγμή , δεν κρατή θηκα, και μου ‘φυγε ένα δά κρυ. Τό τες εκείνος με ζύ γωσε μου σκού πισε το δά κρυ, με βά ρεσε στον ώ μο και μου είπε : «Δε θέλει τα δά κρυά μας η πατρίδα καπετά νιο μου , αυτά είναι γυναικώ ν δουλειές, από μας ζητά ει το αίμα μας ». ΚΙΤΣΟΣ: Σώ πα και δά κρυσα κι εγώ καπετά νιο. Έκανε τέτοιο πρά μα ; ΜΗΤΣΟΣ : Ανατρίχιασα καπετά νιο ! ΠΑΝΟΣ: Όπως σας τα λέω. Η αρχή έγινε στη Μολδοβλαχιά και αυτές τις μέρες είναι έτοιμος ο Μοριά ς . Θα πρέπει να τραβή ξουμε κατά την Καλαμά τα, να ζώ σουμε την πό λη και να κά νουμε τους ά πιστους να παραδοθού ν . ΜΙΛΤΟΣ: Δό ξα Σοι ο Θεό ς ! Πά ει καιρό ς που θέλω να φύ γω από δω , το βαρέθηκα τού το το λημέρι , μαυρίζει η ψυχή μου εδώ πά νου. ΜΑΡΚΟΣ: Με το καλό να φύ γουμε και με τη νίκη, αδέλφια! Μα κά τι ανά φερες και για ά σχημα χαμπέρια καπετά νιο . ΚΙΤΣΟΣ: Τι ‘ναι καπετά νιο , πες το μας κι εμά ς να μη σε τρώ ει . ΠΑΝΟΣ : Φά νηκαν Τού ρκοι . Έχουν φιρμά νι απ’ τον πασά της Λά ρισας να καθαρίσουν τον τό πο απ’ την κλεφτουριά . Πή ραν χαμπά ρι ό τι κά τι ετοιμά ζουμε και λαβαίνουν τα μέτρα τους. Ίσως πρέπει να φύ γουμε τώ ρα κιό λας . ΜΗΤΣΟΣ: Να αρχίσουμε το μά ζεμα . Ότι μας χρειά ζεται για τον πό λεμο . Τα ά λλα ας μείνουν εδώ . ΜΙΛΤΟΣ: Τό τες φεύ γουμε τώ ρα , τού τη την ώ ρα καπετά νιο, μα… σαν να ακού ω ποδοβολητό , κά ποιος έρχεται . ΠΑΝΟΣ : Πιά σε την μπιστό λα σου ορέ . ΜΑΡΚΟΣ: Ποιος είσαι ορέ ; ΚΩΣΤΗΣ: Καπετά νιο , καπετά νιο … ΠΑΝΟΣ : Ποιος είναι μωρέ ; ΚΩΣΤΗΣ : Ο Κωστή ς του Παπαγιά ννη είμαι Καπετά νιο , μη βαρέσετε. ΜΙΛΤΟΣ : Τι θέλεις εδώ πέρα μοναχό σου, πώ ς μας βρή κες ; ΚΩΣΤΗΣ: Στις λαγκαδιές μεγά λωσα καπετά νιο, αυτό το μέρος το ξέρω σαν το σπίτι μου . Όσο για το πώ ς σας βρή κα, είναι καιρό ς που σας παρακολουθώ από μακριά , μα δεν είχα το θά ρρος να σας πλησιά σω . ΠΑΝΟΣ: Και τώ ρα πού το βρή κες το θά ρρος μωρέ ; ΚΩΣΤΗΣ: Ήρθα να σας προφτά σω. Κινδυνεύ ετε καπετά νιο. Οι Τού ρκοι ή ρθαν στο χωριό . Είναι πολλοί , σας ψά χνουν. Ρωτού σαν για σας. Δε μίλησε κανείς, μα ό ταν μά ζεψαν τα κορίτσια για το χαρέμι του πασά , ο κυρ-Ανέστης ο μυλωνά ς δεν ά ντεξε, φοβή θηκε για τις κό ρες του και σας μαρτύ ρησε… Όπου να ‘ναι φτά νουν πρέπει να φύ γετε… ΚΙΤΣΟΣ: Πά με καπετά νιο μη χά σουμε ού τε λεπτό . ΠΑΝΟΣ: Εσύ τι θα απογίνεις, είσαι αμού στακο ακό μα . Οι Τού ρκοι θα σε πιά σουν . ΚΩΣΤΗΣ: Καπετά νιο, πά ρε με μαζί σου . Πέφτω στα πό δια σου και σε παρακαλώ … Δεν αντέχω ά λλο ραγιά ς στο χωριό . Θα μαζεύ ω τα πρά ματά σας, θα ταΐζω και θα ποτίζω τ’ ά λογα, θα σας γιομίζω τα ό πλα στη μά χη. Θα φυλά γω τις νύ χτες ό ταν θα είστε αποκαμωμένοι απ’ τον πό λεμο. Πά ρτε με μαζί σας…. ΜΗΤΣΟΣ: Να το πά ρουμε το παλικά ρι, καπετά νιο! Έχει ψυχή και δύ ναμη… ΜΑΡΚΟΣ: Αν μείνει κινδυνεύ ει να τον πιά σουν… Χαμένος είναι…. Ας δώ σει τη ζωή του πολεμώ ντας για τη Λευτεριά ! ΜΙΛΤΟΣ: Καλύ τερα αγρίμι στα βουνά , παρά σκλά βος στο χωριό ! Όλοι αυτό συλλογιστή καμε και αφή σαμε γυναίκες και παιδιά ! ΠΑΝΟΣ: Άντε λεβέντη μου! Είσαι κλέφτης πια! Πά νω απ’ ό λα η πατρίδα! Πά νω απ’ ό λα η λευτεριά και τίποτ’ ά λλο. Άντε να φύ γουμε, να γλιτώ σουμε απ’ τους Τουρκαλά δες!