Professional Documents
Culture Documents
Πρόσωπα:
Σκηνικά:
Σκηνή Α΄ : Δωμάτιο σπιτιού με παραδοσιακά σκαμνάκια, χαλάκια, τραπέζι
Σκηνή Β΄ : Βράχοι αριστερά και δεξιά (από καφετί χαρτί του μέτρου), ποτάμι, δέντρα (ζωγραφιστά σε
άσπρο χαρτί του μέτρου)
ΣΚΗΝΗ Α΄
Αφηγητής: ( Είναι Απρίλης του 1822.Βρισκόμαστε στο σπίτι του Ζαφειράκη Θεοδοσίου στη Νάουσα.
Ο Αβδούλ πασάς πολιορκεί στενά την επαναστατημένη πόλη. Οι Ναουσαίοι την υπερασπίζονται με
ηρωισμό αλλά αβοήθητοι. Βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Μέσα στο σπίτι οι οπλαρχηγοί της Νάουσας
μαζεύτηκαν για να συζητήσουν. )
Καρατάσος: – Γιατί μας κάλεσες απόψε Ζαφειράκη; Τι μαντάτα έχεις να μας πεις; Μήπως έφτασε
βοήθεια από την Πελοπόννησο;
Ζαφειράκης: – Όχι!
Ζαφ.: – Ούτε.
Ζαφ.: (σηκώνεται) – Αδέρφια, ένα χρόνο τώρα κρατάμε στα δόντια τη Νάουσα! Δείξαμε στον
Κεχαγιάμπεη τι θα πει ελληνικό ντουφέκι! Πολεμήσαμε μόνοι κι αβοήθητοι μακριά απ' τ' αδέρφια
μας του Μοριά και της Ρούμελης.
Ζαφ.: – Ναι, καπετάν-Καρατάσο, αλλά τα πράγματα ζόρισαν τώρα. Ο εχθρός άλλαξε σχέδια.
Καρ.: – Δηλαδή!
Ζαφ.: – Ο σουλτάνος είδε κι απόειδε πως ο Κεχαγιάμπεης δεν κάνει τίποτα και τον έπαψε. Στέλνει
τώρα στο πόδι του τον Αβδούλ με μεγάλο λεφούσι.
Γάτσος: – Ο Αβδούλ έφτασε κιόλας έξω από την πόλη! Χιλιάδες πεζοί και καβαλαραίοι!
Μαυρολογάει ο κάμπος απ' το τούρκικο ασκέρι. Έστησε αγνάντια μας δυο κανόνια και χτυπάει τώρα
τις καστρόπορτες. Δεν ακούτε; (ακούγονται κανονιές απ' έξω)
Αγγελ.: – Μάλιστα, καπετάνιε μου. Με πιάσανε οι Τούρκοι στο χωράφι μου, εκεί που βοτάνιζα. Με
πήγαν ίσια για την κρεμάλα, όταν με είδε ξάφνου ο πασάς: «Αφήστε τον, λέει, τον γκιαούρη. Θα τον
στείλω με γραφή μέσα στην πόλη.» Έβγαλε τότε και μου 'δωσε το γράμμα. Ορίστε!
Ζαφ.: – Αδέρφια, οι στιγμές που περνάμε είναι κρίσιμες. Πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε.
Ζαφ.: (στον αγγελιαφόρο) – Ετοιμάσου να πας την απάντησή μας στον πασά. Θα σου δώσω γραφή.
Ζαφ.: – Θα πας!
Αγγ.: (πέφτει στα πόδια) – Λυπήσου με, έχω παιδιά! Λυπηθείτε με ...
Καρ.: – Άφησέ τον, Ζαφειράκη, έχει δίκιο ο άνθρωπος. Θα γίνει αλλιώς η δουλειά. Καπετάν-Γάτσο,
το βράδυ, πριν πέσει ο ήλιος, βάλε τελάλη ψηλά απ' το κάστρο να φωνάξει στον πασά: «Τα κλειδιά
της Νάουσας είναι κρεμασμένα στις μπούκες των καριοφιλιών μας! έλα να τα πάρεις!»
Γάτσ.: – Σύμφωνοι, αδέρφια. Μένει τώρα να δούμε πώς θα οργανώσουμε την άμυνα.
Καρ.: – Οι Ναουσαίοι θα πολεμήσουν και πάλι σα λιοντάρια. Θα νικήσουμε τον Αβδούλ όπως
νικήσαμε και τον Κεχαγιάμπεη. Λίγο ακόμη να κρατήσουμε και φτάνει η βοήθεια από την
Πελοπόννησο.
Ζαφ.: – Καπεταναίοι! τούτη τη μεγάλη ώρα, που η πατρίδα κινδυνεύει, δεν πρέπει να κρυβόμαστε ...
Ζαφ.: – Δε λέω πως θα μας γελάσει! αλλά και να θελήσει δε θα μπορέσει να μας βοηθήσει. Μην
ξεχνάτε πως τ' αδέρφια μας εκεί κάτω πολεμούν σκληρά. Δεν περισσεύει ούτε ένας άντρας.
Ζαφ.: – Λέω να στείλουμε τα γυναικόπαιδα σε σίγουρο μέρος. Εδώ θα μείνουν οι άντρες. Έτσι θα
πολεμήσουμε καλύτερα και τα τρόφιμα θα μας φτάσουν.
Καρ.: – Το μέρος είναι σχεδόν αδιάβατο απ' τον εχθρό. Ολόγυρα γκρεμός και κάτω το ποτάμι. Λίγα
ντουφέκια εκεί θα κρατήσουν μακριά τους Τούρκους.
Ζαφ.: – Χρειαζόμαστε μια γυναίκα ψυχωμένη να μπει μπροστά, να δώσει θάρρος στις άλλες.
Γάτσ.: – Σωστά.
Καρ.: – Η κόρη σου η Κρινιώ! Το λέει η καρδιά της. Το 'δειξε και την άλλη φορά. Τι λες, Ζαφειράκη;
Ζαφ.: – Μ' όλη μου την καρδιά, αδέρφια! Ό,τι έχουμε χαλάλι για την πατρίδα! Τα σπίτια μας, οι
γυναίκες μας, τα παιδιά μας ... (συγκινημένος) Όλα για τη Μακεδονία μας, όλα για την Ελλάδα.
Καρ.: - Εμπρός, αδέρφια, πάμε! Καθένας στη θέση του! Λευτεριά ή Θάνατος!!!
ΣΚΗΝΗ Β΄
Αφηγ.: ( Η Νάουσα ύστερα από ηρωικό αγώνα έγινε ολοκαύτωμα στο βωμό της λευτεριάς. Τα
γυναικόπαιδά της, πολιορκημένα στην Αραπίτσα, περνούν τις τελευταίες τους στιγμές. Οι Τούρκοι τους
έχουν κλείσει από παντού.)
Μόρφω: (σφουγγίζει τα δάκρυά της) – Στέρεψε ο κόρφος μου, Κρινιώ ... Δεν έχω πια άλλη δύναμη ...
Πάω να ξεψυχήσω μαζί του.
Κατερίνα: Στέρεψαν και τα μάτια μας από τα δάκρυα, Κρινιώ. Έλιωσε το κορμί μας σαν κερί στη
φλόγα ... Η Νάουσα χάθηκε ... Πάνε οι δικοί μας ... Πάει η Πατρίδα μας ... (κλαίει)
Κρινιώ: – Κουράγιο, γυναίκες. Ο θεός θα μας σπλαχνιστεί. Θα λυπηθεί τούτα τ' αγγελούδια τ' άκακα.
Λενιώ: – Κοιτάξτε! μας έχουν κυκλώσει από παντού! Πλησιάζουν! Δεν τους βλέπετε; Θεέ μου,
είμαστε χαμένες ... (τρέχει να φύγει)
Αννούλα: – Λενιώ, πού πας; τρελάθηκες; θα σε πιάσουν! Κάθισε εδώ! (την πιάνει από το χέρι)
Λενιώ: (κλαίγοντας) – Δε θέλω να πεθάνω ... δε θέλω ... αφήστε με! Θέλω να πάω στη μάνα μου!
Μόρφω: (με απελπισία) – Τι θα κάνουμε τώρα, θεέ μου; Να 'τοι πλησιάζουν ... ανεβαίνουν κιόλας το
μονοπάτι ... Κρινιώ, αδερφούλα μου!
Δέσπω: (με θάρρος) – Αδερφούλες μου, ελάτε ολόγυρά μου. Πέστε μου, θέλετε να τουρκέψουμε;
ΟΛΕΣ: – Όχι!
Δέσπω: – Θέλετε να μας σύρουν οι άπιστοι στα χαρέμια τους; θέλετε να κάμουν τα παιδιά μας
γενίτσαρους;
ΟΛΕΣ: – Ποτέ!
Μόρφω: – Εδώ ψηλά από την κορφή του γκρεμού θα γκρεμιστούμε όλες μαζί στο ρέμα της
Αραπίτσας! Κάλλιο ο θάνατος παρά η ατίμωση! Εμπρός, γυναίκες! Να πρώτη εγώ με το παιδί μου (το
φιλάει και πάει προς τον γκρεμό)
Κρινιώ: –Στάσου, Μόρφω, μια στιγμή. Αδερφούλες μου, πριν από είκοσι χρόνια 'κεί πέρα στο
Ζάλογγο, οι αδερφές μας οι Σουλιώτισσες πήγαν στο θάνατο χορεύοντας! Εμείς θα φανούμε
κατώτερες;