You are on page 1of 4

« ΚΑΡΑΟΥΛΙ »

(ΚΛΕΦΤΕΣ)
(Μια παρέα κλεφτώ ν είναι καθισμένη γύ ρω από τη φωτιά - σιγοβρά ζει μια χύ τρα
που είναι κρεμασμένη από τρία ξύ λα σε σχή μα τρίποδου, κά ποιοι καθαρίζουν τα
ό πλα τους , ά λλοι ακονίζουν τα σπαθιά τους και ένας φυλά ει καρού λι -σε μια
ά κρη είναι καθισμένος ένα τραυματισμένος με δεμένο το κεφά λι του με επίδεσμο
και μπανταρισμένο το πό δι του)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : (Σηκώ νει το φλασκί με το κρασί που πίνει) Στην υγειά σας
παλικά ρια μου! (απευθύ νεται στον τραυματία) Στην υγειά σου λεβέντη μου,
καιρό θα κά νουν οι Τού ρκοι να μας ξεχά σουν μετά το χτεσινό χτύ πημα ! Στην
υγειά σας, καλή λευτεριά !
ΠΡ/ΠΑΛΙΚΑΡΟ : (σηκώ νοντας το τουφέκι του)Στην υγειά σου καπετά νιε, από το
στό μα σου και στου θεού το αυτί.
ΟΛΟΙ : (σηκώ νοντας τα ό πλα και τα σπαθιά ) Στην υγειά σου καπετά νιε!
ΔΗΜΟΣ : Παραλίγο να με φά νε οι ά πιστοι καπετά νιε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Η σφαίρα σε πή ρε ξώ φαλτσα, σε λίγο καιρό θα είσαι μαζί μας στα
γιουρού σια. Είσαι γερό σκαρί, μοιά ζεις του παππού σου του γερο-Δή μου, που
ά κουγαν το ό νομά του οι Τού ρκοι και αμπά ρωναν τις πό ρτες τους. Με παλικά ρια
σαν εσένα δε θα αργή σει να έρθει η λευτεριά .
ΚΛΕΦΤΗΣ 1ος : Αργεί αυτή η ώ ρα καπετά νιο ; Τέσσερα χρό νια είμαι πά νω στο
βουνό , ά φησα γονείς και βιος, κοιμά μαι σε σπηλιές και λαγκά δια αγκαλιά με το
τουφέκι μου, πό σο ακό μα;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Μη κιοτεύ εις τώ ρα παλικά ρι μου. Ξέρω ό τι έχεις να κοιμηθείς σε
στρώ μα και να φας σπιτικό φαγητό πολύ καιρό , ό μως η πατρίδα θέλει θυσίες.
Και ο καιρό ς που θα ελευθερωθεί πλησιά ζει. Χθες είχα
μαντά τα από το δεσπό τη της Πά τρας πώ ς κά τι μεγά λο ετοιμά ζεται και να
είμαστε έτοιμοι να προστρέξουμε.
Μα ¨κά θε πρά γμα στον καιρό του¨, πιά σε μωρέ Δή μο ένα σκοπό λεβέντικο να
σηκωθεί λίγο η ψυχή μας. (ξεκινά ει το τραγού δι ¨παιδιά της Σαμαρίνας¨) Άντε
λεβέντες μου, σηκωθείτε να ρίξουμε μια γυροβολιά . (βγά ζει ένα μαντίλι και
ξεκινά ει το χορό και μαζί του ό λοι οι κλέφτες).
ΤΡΑΓΟΥΔΙ 3ο : «Παιδιά της Σαμαρίνας »
ΠΡ/ΠΑΛΙΚΑΡΟ : Στην υγειά σου καπετά νιο !
(μό λις τελειώ σει ο χορό ς ακού γεται σφύ ριγμα κλέφτικο από το καραού λι)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ :Τι είναι μωρέ Οδυσσέα ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Καπετά νιο, κά τω στο μονοπά τι φά νηκε ά νθρωπος, ανεβαίνει με βια
τον ανή φορο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι είναι μωρέ, Έλληνας ή Τού ρκος ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Έλληνας μου φαίνεται, φέσι έχει στο κεφά λι, ό χι σαρίκι.
(απευθύ νεται στον τσολιά που πλησιά ζει) Στά κα στο τό πο ορέ. Πού θε
πηγαίνεις ;
(Είναι λαχανιασμένος, έτοιμος να σωριαστεί, μιλά ει με δυσκολία, σταματά ει για
να πά ρει ανά σες)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Τον καπετά ν-Νική τα ψά χνω, έχω μαντά τα για δαύ τον.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Τι τον θέλεις ορέ, μή πως είσαι βαλτό ς από τους Τού ρκους;
ΠΑΝΑΓΗΣ : Όχι, αδελφέ μου, Έλληνας είμαι, μα πρέπει να τον δω γρή γορα, είναι
μεγά λη ανά γκη.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι είναι ορέ Οδυσσέα ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Εσένα θέλει καπετά νιο, σου φέρνει μαντά τα λέει.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Στείλτον τό τε, τι περιμένεις ; (ο Παναγή ς πλησιά ζει με δυσκολία,
ο καπετά νιος απευθύ νεται σε έναν από τους κλέφτες)
Αυτό ς είναι έτοιμος να σωριαστεί μωρέ, δώ στε του λίγο νερό να στυλώ σει. Πιες
παλικά ρι μου και ύ στερα μου λες τα μαντά τα. (Πίνει νερό βιαστικά , λίγο χύ νεται
πά νω του)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Καπετά νιο… με έστειλε ο παπα-Φώ της να σου πω πως έγινε
προδοσιά … και οι Τού ρκοι έμαθαν που είναι το λημέρι σου. Κίνησαν την αυγή …
ό που νά ναι θα φανού ν από δω. Εγώ έκοψα δρό μο μέσα από του Φαρά γγι του Αϊ-
Λιά και βγή κα μπροστά τους. Τους είδα από μακριά … είναι πολλοί καπετά νιο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Τι λες ορέ.
(ακού γεται το καρού λι που έχει τους Τού ρκους ν’ ανεβαίνουν)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : Καπετά νιοοοο , ένα λεφού σι από σαρίκια ανεβαίνει κατά δω.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Στ’ ά ρματα λεβέντες μου. (ό λοι οι κλεφτες σηκώ νονται με τ’
ά ρματά τους και κυκλώ νουν τον καπετά νιο- μό νο ο τραυματίας μένει στη θέση
του)
ΠΑΝΑΓΗΣ : Δεν μπορείς να τα βά λεις μαζί τους καπετά νιο, είναι ολό κληρο
λεφού σι. Άλλωστε ο παπα-Φώ της σε περιμένει στην Κά τω Ρεματιά για να
κινή σετε για την Αγία Λαύ ρα, οπού σας θέλει ο Δεσπό της.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ : (έχει έρθει τρέχοντας) Καπετά νιο, να πά ρουμε θέσεις στα μετερίζια,
οι μεμέτηδες είναι κά τω στο διά σελο. Τώ ρα είναι ευκαιρία να τους ρίξουμε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Όχι Οδυσσέα, δεν είναι η ώ ρα. Φορτώ σου τον λαβωμένο και σεις
παλικά ρια μου τα ό πλα σας. Φεύ γουμε.
ΔΗΜΟΣ : Όχι καπετά νιο, εγώ θα μείνω! (ανοίγουν δεξιά κι αριστερά ο
τραυματισμένος πλησιά ζει σέρνοντας το πό δι του- στέκεται απέναντι από τον
καπετά νιο – ο καπετά νιος πά ει να αντιδρά σει μα ο λαβωμένος συνεχίζει) Με
μένα εμπό διο θα σας φτά σουν οι Τού ρκοι. Δώ στε μου ένα ό πλο κι αρκετά
φουσέκια κι αφή στε με εδώ . Θα τους καθυστερή σω και δεν θα σας προλά βουν.
Θα πά ρω ό σους μπορώ μαζί μου…. Μον’ πέστε της μά νας μου ό τι πέθανα για την
πατρίδα …ό πως και ο πατέρας μου …
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : (έχει καταλά βει ό τι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά ). Πά ρε το
δικό μου τουφέκι λεβέντη μου.(πά ει να φύ γει μα γυρνά ει και τον
αγκαλιά ζει- σκουπίζει ένα δά κρυ από τα μά τια του- με βραχνή φωνή ) Εμπρό ς
παλικά ρια …. (φεύ γοντας τον αποχαιρετού ν ό λοι οι κλέφτες)
ΔΗΜΟΣ : (ταμπουρώ νεται πίσω από ένα βρά χο στην ά κρη της σκηνή ς) Θεέ μου,
βοή θησέ με να μη δειλιά σω! (στηρίζει το ό πλο του και περιμένει)
(εμφανίζεται ο πρώ τος Τού ρκος στην ά κρη της σκηνή ς-ακού γεται πυροβολισμό ς
και πέφτει- ορμού ν οι Τού ρκοι-βγά ζει ο κλέφτης το πιστό λι του και πυροβολεί-
πέφτει κι ά λλος βγά ζει το σπαθί του και πά ει να σηκωθεί- ένας τρίτος τον
πυροβολεί και τον
τραυματίζει θανά σιμα- γέρνει πά νω στο βρά χο- μπαίνει ο αρχηγό ς των
Τού ρκων- κοιτά ζει γύ ρω του και πλησιά ζει το νεκρό - στέκεται από πά νω του –
σκύ βει και σηκώ νει το σπαθί του νεκρού - με το σπαθί
κατεβασμένο απομακρύ νεται σκεπτικό ς – τον πλησιά ζει ένας στρατιώ της)
ΤΟΥΡΚΟΣ 1 : Τι είναι εφέντη μ’ ;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Τι νά ναι βρε Βελή . Βλέπεις το παλικά ρι ; έμεινε για να γλιτώ σουν
οι ά λλοι. Και πώ ς να πολεμή σεις κά ποιον που δε φοβά ται το θά νατο. Πώ ς να
κρατή σεις σκλαβωμένο ένα λαό που δε φοβά ται να πεθά νει για την πατρίδα του.
ΤΟΥΡΚΟΣ 1 : Τι ‘ ναι αυτά που λες εφέντη μου ; δεν καταλαβαίνω ;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Πά ρτε το παλικά ρι και αφού το πλύ νετε να το παραδώ σετε
στους γονείς του να το θά ψουν. Δεν κά νει μα τον Αλλά χ τέτοιο λεβέντη να τον
φά νε τα σκυλιά ! Πά με !

You might also like