You are on page 1of 4

« Ο ΟΡΚΟΣ »

(Ξύ λινοι κορμοί βαλμένοι ημικυκλικά θα χρησιμεύ σουν σαν καθίσματα – οι


γυναίκες κρατού ν καλά θια μέσα στα οποίο θα αποσπυρίσουν καλαμπό κι – η μία
έχει μαζί της και το μικρό παιδί της- μπαίνει πρώ τη η Αργυρώ με το παιδί της )
ΑΡΓΥΡΩ : Μα που είναι οι ά λλες, είχαμε συνεννοηθεί με το βασίλεμα του ή λιου να
βρεθού με στης Βασίλως, έχει πολύ καλαμπό κι εφέτος, αρρώ στησε κι ο ά ντρας
της και τον έχει στο κρεβά τι και είπαμε ό λες να βοηθή σουμε. Κοίταξε παιδά κι
μου, για βά λε μια φωνή ….
ΠΑΙΔΙ : Θεια -Βασίλω … Θεια -Βασίλω….
ΒΑΣΙΛΩ : (Από πίσω) Εδώ είμαι, μια στιγμή κι έφτασα, να φτιά ξω ένα τσά ι στο
νοικοκύ ρη μου ….. βολευτείτε ελό γου σας …. Ήρθαν οι ά λλες οι γυναίκες ;
(μπαίνει αναψοκοκκινισμένη – με τα μανίκια σηκωμένα και τη μαντίλα πεσμένη
στους ώ μους).Α… εσύ είσαι Αργυρώ μου …
ΑΡΓΥΡΩ : Όπου νά ναι θα φανού ν και οι ά λλες ….πώ ς τα πά ει ο Κωνσταντή ς ; Του
πέρασε ο πυρετό ς ;
ΒΑΣΙΛΩ : Καλύ τερα …καλύ τερα είναι … τού δωσε ένα μαντζού νι η γριά η
Μαγδά λω και αναστή θηκε ο καημένος…. Του κά νει και βεντού ζες δυο φορές την
εβδομά δα. Φοβή θηκα ό τι θα τον έχανα …αλλά είναι γερό ς ο κύ ρης μου. Μα ποιο
είναι αυτό το λουλού δι…έλα δω πουλά κι μου να σε ιδώ … (την πλησιά ζει η
Αννού λα)
ΑΡΓΥΡΩ : Η κό ρη μου είναι η Αννού λα, η μό νη μου παρηγοριά μετά που μου
πή ρανε το Δημή τρη μου οι ά τιμοι οι Τού ρκοι, οκτώ χρονώ ν ή τανε δεν ή τανε…πού
νά ναι ά ραγε τώ ρα το παλικά ρι μου ….
ΒΑΣΙΛΩ : Πά νε τώ ρα δέκα χρό νια και ακό μα πονά ς έρημη Αργυρώ …Μα να
ακού γονται και οι ά λλες…(μπαίνουν τρεις γυναίκες) καλώ ς τες … κοπιά στε…
ΔΕΣΠΟΙΝΑ : Αργή σαμε λίγο γιατί έχουμε ά σχημα μαντά τα , ο Βελή ς του
Τρικό ρφου, μαζί με δυο τζοχατζαραίους φά νηκε να ανεβαίνει κατά το χωριό μας.
Οι ά ντρες του χωριού είναι ανά στατοι…από κά τι μισό λογα που έπιασε το αυτί
μου, κά ποιος σπουδαίος κρύ βεται στο χωριό μας…
ΜΑΡΙΩ : Κι εγώ παραξενεύ τηκα με τα σού ρτα-φέρτα των αντρώ ν … μα πού ναι το
καλαμπό κι Βασίλω, εμπρό ς ας αρχίσουμε τη δουλειά , δεν έχουμε ό λη τη νύ χτα
δικιά μας.
( Η Βασίλω φέρνει το καλαμπό κι και το βά ζει στα καλά θια – οι γυναίκες
καθισμένες ξεσπυρίζουν το καλαμπό κι και το ρίχνουν σε ένα μεγά λο ταψί που
έχουν μπροστά τους – η πρώ τη ξεκινά ει ένα «μοιρολό γι» και ακολουθού ν οι
υπό λοιπες – η μικρού λα αποκοιμιέται σε μια γωνιά – η μητέρα της σηκώ νεται και
τη σκεπά ζει με το σά λι της).
ΒΑΣΙΛΩ : (σηκώ νεται – κρυφοκοιτά ζει προς το δωμά τιο ό που είναι ο ά ρρωστος
και λέει συνωμοτικά ) Ακού στε γυναίκες, κι εγώ παραξενεύ τηκα με τον
Κωνσταντή μου αυτές τις μέρες. Δεν κοίταζε να γιά νει, μον’ γκρίνιαζε που
αρρώ στησε αυτό τον καιρό …λες και η αρρώ στια πά ει με το μή να…
Πέρασε και τον είδε και ο Λά μπρος ,της Στά θαινας ο γιος, και ό λο κά τι έλεγαν, για
κά ποιον παπά που θα έρθει στα μέρη μας.
(Εμφανίζεται ο Κωνσταντή ς, με σκού φο και κασκό λ)
ΒΑΣΙΛΩ : Μα τι κά νεις Χριστιανέ μου, τρελά θηκες, γιατί σηκώ θηκες ;
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Ακού στε γυναίκες, τελειώ στε τη δουλειά σας κι ά ντε σπίτια σας,
θέλω λιγά κι να ησυχά σω. (απευθύ νεται στη μικρή ) Άντε πουλά κι μου στο σπίτι
σου να γύ ρεις στο κρεβά τι σου…
ΒΑΣΙΛΩ : Μα Κωνσταντή μου …
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Άντε γυναίκα, γιατί πά ει να σπά σει το κεφά λι μου…
(Οι γυναίκες σηκώ νονται και φεύ γουν)
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Άκου, γυναίκα, (βή χει) περιμένω κά ποιον από την πολιτεία σή μερα,
ετοίμασε το γιατά κι των ξένων, σφά ξε κι εκείνον τον κό κορα και βά λ’ τον στο
τσουκά λι. Να δυναμώ σει ο ά νθρωπος, έρχεται από μακριά , και θά ναι
κουρασμένος.
ΒΑΣΙΛΩ : Μα ά ντρα μου ….
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Κά νε ό πως σου λέω, και προσεχε… τσιμουδιά στις γειτό νισσες!
(Φεύ γει )
Άμα τελειώ σεις κά νε μου κι ένα φασκό μηλο … αυτό ς ο καταραμένος ο βή χας δε
λέει να μου φύ γει … διά λεξε βλέπεις και την εποχή …τώ ρα που …
(Βηματίζει ανή συχος, κοιτά ζει από το παρά θυρο, μονολογεί)
Μα γιατί αργού ν ; Με το σού ρουπο έπρεπε να είναι εδώ !
(Βηματίζει- Ακού γονται συνθηματικά χτυπή ματα στην πό ρτα- πετά γεται
γρή γορα να ανοίξει- μπαίνει μέσα ο Παπαφλέσσας μ’ έναν χωριανό )
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Κλείσε γρή γορα. Άσχημα τα πρά γματα. Έμαθαν οι Τού ρκοι ό τι
τριγυρνά ει στα μέρη μας ο Παπά ς και αλωνίζουν τον τό πο για να τον βρουν! Με
χίλιες δυσκολίες φτά σαμε στο σπίτι σου.
(Ο Κωνσταντή ς φιλά ει το χέρι του Παπαφλέσσα)
ΠΑΠΑΣ : Άκου Κωνσταντή , αν με βρουν εδώ κινδυνεύ ει ό λη σου η οικογένεια,
καλύ τερα να φύ γω.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Παπά μου, χρό νια τώ ρα περιμένω νέα για το ξεσηκωμό κι εσύ τώ ρα
μου λες ό τι κινδυνεύ ω, μή πως και κά θε μέρα δεν κινδυνεύ ω ή είναι ζωή αυτή με
τους Τού ρκους στο κεφά λι μας. Έλα παπά μου, κά τσε και λέγε, τι νέα φέρνεις ;
ΠΑΠΑΣ : Μια στιγμή παιδί μου… τα πρά γματα είναι πολύ σοβαρά τώ ρα
(διστά ζει) αν μά θουν το παραμικρό οι Τού ρκοι θα πά ρουμε πολλού ς ανθρώ πους
στο λαιμό μας.
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Παπά μου, ο Κωνσταντή ς είναι ά ξιο παλικά ρι και πρέπει να τον
εμπιστευτείς, πρέπει να μά θει …
ΠΑΠΑΣ : Από τα λό για του κι εγώ αυτό κατά λαβα. Άκου παλικά ρι μου, σε ό λη την
Ελλά δα γυρνά νε ά νθρωποι μας και ετοιμά ζουν τον ξεσηκωμό … μα … (Διστά ζει)
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Λέγε Παπά μου, ξεροστά λιασα …
ΠΑΠΑΣ : Για να μά θεις περισσό τερα παιδί μου πρέπει να δώ σεις τον ό ρκο. Μα
μό νο αν είσαι βέβαιος ό τι αξίζει η πατρίδα πιο πολύ από τη ζωή σου.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Τι να την κά νω τη ζωή μου αν είμαι σκλά βος, αν το παιδί μου και το
παιδί του παιδιού μου γεννηθού ν σκλά βοι ; Έλα παπά μου, είμαι έτοιμος από
χρό νια γι’ αυτή τη στιγμή .

ΠΑΠΑΣ : ( βγά ζει από την τσέπη του μια μικρή Βίβλο – τη φιλά ει αυτό ς και ο
χωριανό ς – κά νει νό ημα στον Κωνσταντή να γονατίσει – ο Κωνσταντή ς βά ζει το
χέρι του πά νω στη Βίβλο- ο χωριανό ς ανά βει ένα κερί- ο Κωνσταντή ς
επαναλαμβά νει τον ό ρκο μετά τον παπά )
Πατρίδα μου, ενώ πιον του αληθινού θεού ορκίζομαι ό τι θα αφιερωθώ ολό ψυχα
σε σένα, ό τι θα μείνω πιστό ς στην Εταιρεία για πά ντα και δεν θα φανερώ σω
ποτέ τα μυστικά της. Θα πολεμή σω του Τού ρκους ό που κι αν του βρω. Κι αν
παραβώ τον ό ρκο μου και δεν εκπληρώ σω το χρέος μου στην πατρίδα, η τιμωρία
μου ας είναι ο θά νατος.
Σή κω παιδί μου! (ο παπά ς και ο χωρικό ς τον φυλά νε σταυρωτά ) . Τώ ρα πια
ανή κεις στην εταιρεία και να είσαι έτοιμος , πλησιά ζει η ώ ρα που θα σε χρειαστεί
η πατρίδα.
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Μα πώ ς παπά μου ;
ΠΑΠΑΣ : Άκου παιδί μου, στη Μά νη ή ρθε ο Κολοκοτρώ νης κι ά λλοι πολλοί
κλέφτες. Σε λίγο καιρό θα χτυπή σουν του Τού ρκους στη Καλαμά τα και θα
χρειαστού ν
παλικά ρια. Να ‘σαι έτοιμος. Όταν δεις στην πό ρτα σου δύ ο πέτρες σε σχή μα
σταυρού να κατέβεις στη Μά νη. Η πατρίδα , θα σε χρειά ζεται παλικά ρι μου !
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Θα ‘μαι εκεί παπά μου. Κι αλίμονο στους Τού ρκους που θα βρεθού ν
μπροστά μου .
ΧΩΡΙΑΝΟΣ : Πρέπει να φύ γουμε παπά μου. Έχουμε να δού με κι ά λλους δύ ο στο
χωριό μας. Γεια σου Κωνσταντή !
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Μα παπά μου , μείνε λίγο να ξαποστά σεις, να φας κά τι…
ΠΑΠΑΣ : Δεν έχουμε καιρό , γεια σου λεβέντη(τον χτυπά ει στον ώ μο) βλέποντας
παλικά ρια σαν εσένα ξέρω πως δεν θα αργή σει η μέρα της λευτεριά ς. Καλή
αντά μωση παιδί μου.
(ο Κωνσταντή ς του φυλά ει το χέρι – ο παπά ς τον σηκώ νει και τον φιλά ει
σταυρωτά – φεύ γουν – μένει μό νος στρέφεται προς τον ουρανό )
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Παναγιά μου, ή ρθε λοιπό ν η ώ ρα, δώ σε μου τη δύ ναμη να φανώ ά ξιος
Έλληνας.
(Μπαίνει η γυναίκα του)
ΒΑΣΙΛΩ : Άκουσα φωνές, ποιος ή ταν, ή ρθε ο ξένος ;
ΚΩΝ/ΤΗΣ : Ήρθε γυναίκα ή ρθε, μα μαζί έρχεται και η ελευθεριά . Μα εσύ ού τε
είδες , ού τε ξέρεις τίποτε. Πά με γυναίκα να φά με τον κό κορα. ( την παίρνει και
φεύ γουν). Σή μερα ή ταν μια σπουδαία μέρα….

You might also like