You are on page 1of 4

Συγκριτική μελέτη των δραματικών έργων: Οι Αλυσίδες (1907) του

Δημήτριου Ταγκόπουλου και Ο Γήταυρος (1908) του Ρήγα Γκόλφη

Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας:

«Το αστικό δράμα του δημοτικισμού» (Χατζπανταζής, Διάγραμμα, σ. 394) βρίσκεται σε


άνθιση, νέοι δημιουργοί υπό την επιρροή των ευρωπαϊκών ρευμάτων του ρεαλισμού,
νατουραλισμού και συμβολισμού (Ίψεν, Μάτερλινκ, Τολστόι, Χάουπτμαν, Στρίντμεργκ κα).
Οι προσπάθειες έχουν ξεκινήσεί ήδη από την τελευταία πενταετία του προηγούμενου αιώνα.
1894 παράσταση Βρικόλακες του Ίψεν, Ξενόπουλος γράφει Ο Τρίτος (1895) και Η κωμωδία
του Θανάτου (1897) σε πρόζα, σε καθημερινή γλώσσα της εποχής, ενώ ασχολούνταν με
πρόσωπα αντλημένα από τη σύγχρονη αστική κοινωνία. Βέβαια, το «νεόκοπο βαλκανικό
βασίλειο πάσχιζε ακόμη να υιοθετήσει και ν’ αφομοιώσει τα αστικά ήθη και τις ευρωπαϊκές
αξίες». Περιγράφοντας την καθιέρωση του Ρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Γλυτζουρής
(ημερίδα ) κάνει λόγο για μια «ιδιόρυθμη πορεία», όπου γίνεται ταυτόχρονη εισαγωγή
διαφορετικών ειδολογικών και υφολογικών δραματουργικών στοιχείων, που είχαν
διαμρφωθεί σε διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους του ευρωπαικου θεάτρου (Βουλεβάρτο
παράλληλα σχεδόν με έργα πρώιμου συμβατικού ρεαλισμού- έργο με θέση / καλοφτιαγμένο
έργο /// πρόσληψη Ίψεν: παίζονται ταυτόχρονα σχεδόν τα ρεαλιστικά και συμβολιστικά του
έργα)

Όσον αφορά την ελληνική ιδιόρυθμη περίπτωση, στην κουβέντα πρέπει να μπει και το
ζήτημα της ηθογραφίας. Ο Γλυτζουρής ξεκαθαρίζει «η ηθογραφία δεν σχετίζεται απαραίτητα
με την αναπαράσταση των ηθών της υπαίθρου και τον κόσμο της λαογραφίας. Αντίθετα, το
πιο ενδιαφέρον ίσως κεφάλαιο της πρώιμης τουλάχιστον ιστορίας της στο θέατρό μας, αφορά
στην αστική ηθογραφία.». Οι Έλληνες δραματουργοί των αρχών του 20 ου αιώνα καταλήγουν
συχνά στην ηθογραφία «σ’ έναν εθνοκεντρικό και ανολοκλήρωτο ρεαλισμό. Η στροφή προς
την ηθογραφία, δεν προέκυψε μόνον ως μια ανάγκη κοινωνικής παρατήρησης των εγχώριων
ηθών αλλά και ως μια ανάγκη επιβεβαίωσης και διαφύλαξης μιας συλλογικής ταυτότητας,
της εθνικής, απέναντι στα ευρωπαϊκά ήθη. (Καμπύσης- ταλάντευση ανάμεσα σε ποιητικό
θέατρο και ρεαλισμό, στον αστικό ατομικισμό και στην προ-αστική συλλογική και
παραδοσιακή συνείδηση)

Σύγκριση των δύο έργων:

Ομοιότητες:

 γλώσσα καθημερινή δημοτική

 Και τα δύο έργα παραστάθηκαν, προκαλώντας «ντόρο».

 Χώρος το αστικό σαλόνι. Φεύγουμε από την ύπαιθρο και τις χαμηλότερες κοινωνικές
τάξεις και μπαίνουμε στα σαλόνια των μέσο/μεγαλοαστών.
 Έντονη η πρόθεση για κοινωνικοπολιτική κριτική (Αλυσίδες: σαθροί πολιτευόμενοι
και σάπιες κοινωνικές σχέσεις-Πρόληψη – Γήταυρος: εργατικά δικαιώματα,
ξεκάθαρη σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, πατριαρχική καταδυνάστευση)

 Έντονες επιρροές του σοσιαλισμού (Αστρούλα – Σταύρος: νέα γενιά, ποθούν την
αλλαγή, καταδεικνύουν εμφανώς τη «σαπίλα» του κοινωνικού τους περιβάλλοντος:
«Το θεματικό μοτίβο του επαναστατημένου γιου ήταν φυσικό να αξιοποιείται με
ειλικρινέστερη ανατρεπτικότητα πριν από το 1909, στα χρόνια που κυοφορούνταν
ακόμη το κίνημα στο Γουδί, πριν πάρει στα χέρια της το πηδάλιο της εξουσίας η
αστική τάξη, με τους «νέους άντρες» του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κι ήταν
αναμενόμενο να καλλιεργείται με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στους κύκλους των
συνεργατών του συνειδητά πολιτικοποιημένου και σοσιαλίζοντα Νουμά, στα έργα
ανθρώπων σαν το Δημήτριο Ταγκόπουλο (Ο άσωτος, 1906) ή το Ρήγα Γκόλφη (Ο
Γήταυρος, 1908). Χατζηπανταζής, 399-400 / χαρακτηρίζονται «τρελοί» και
ληδορούνται από τους γύρω τους για τις απόψεις τους.

Διαφορές:

 Ροπή στην ηθογραφία ως προς τη σκιαγράφηση των ηρώων, ωστόσο υπάρχει


σημαντική διαφορά:

Αλυσίδες:

Το έργο φαίνεται να μην μπορεί να αποτινάξει δραματουργικά στοιχεία από τα καθιερωμένα


δραματικά πρότυπα:

-Ηθοπλαστικές εξάρσεις/διδακτισμός (έργο με θέση): Στρατίδης για ψυχή Ρωμιού/ραγιά,


Στρωτός για το Δημόσιο

«τον αγώνα που κάνει σήμερα η Ρωμαίϊκη ψυχή, λαχταρώντας την Αλήθεια, μα μένοντας
αλυσοδεμένη στην Πρόληψη.»

-Μελοδραματικοί τόνοι: Το ερωτικό τρίγωνο (Στρωτός-Αστρούλα-Ρωξάνη)

-Τυποποιημένοι χαρακτήρες (βουλεβάρτο/καλοφτιαγμένο έργο):

«Τους ανθρώπους μου και δω δεν κουράστηκα καθόλου ναν τους πλάσω, τους βρήκα έτοιμους,
μου τους έδωσε η Ζωή.»

Παρά την παραπάνω διατύπωση του συγγραφέα τα περιγραφικά ονόματα των χαρακτήρων
του, ιδίως των πολιτικών (Στρωτός, Καλόλαρδος, Αγλύκαντος, Γυαλιστός) και κατ’ επέκταση
η σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους παραπέμπουν σε εύπεπτα δραματικά είδη.

Ο Ταγκόπουλος «αντιμετώπιζε τη δραματουργία του ως προέκταση των δημοσιογραφικών


του αγώνων και συλλάμαβανε τους ήρωές του σαν την ενσάρκωση συγκεκριμένων απόψεων
και θέσεων, όχι σαν σύνθετες ανθρώπινες προσωπικότητες, με αισθήματα, σκέψεις και
πράξεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να βρίσκονται ακόμη και σε σύγχυση ή σε
σύγκρουση μεταξύ τους.» Οι ήρωές του «χυμένοι σε καλούπια ιδεολογικής
μονολιθικότητας… Ξεκάθαρα δίπολα καλών-κακών , λειτουργούν στην τυπωμένη σελίδα
σαν συναισθηματολογικά στερεότυπα που δε χρειάζονται την υποστήριξη ηθοποιών με
σάρκα και αίμα για να ολοκληρωθούν.» σ. 409

«Ο Ταγκόπουλος ποτέ δεν επιδίωξε την παρουσίαση των έργων του τη σκηνή.» σ. 409

Ο Γήταυρος:

Ο Γκόλφης φαίνεται να έχει πολύ πιο ξεκάθαρη κοινωνικοπολιτική συνείδηση και άποψη.
Θίγει συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά ζήτημα και δεν «βάλει» γενικώς για την «Πρόληψη»
και τη «σαπίλα» της κοινωνίας. Κύριο ζήτημα: το εργατικό και το οικογενειακό.

Αρχές 20ου αιώνα: κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην
Ελλάδα, 1906-1907 έντονες κινητοποιήσεις. Εφημερίδα «Μέλλον» (σύμπραξη της
νεοϊδρυμένης τότε «Κοινωνιολογικής εταιρίας») χαιρέτησε «με άμετρη χαρά την παρήγορη
αυτή αρχή της σοσιαλιστικής φιλολογίας στην Ελλάδα». Γενικότερα χαιρατίστηκε ως ένα
δυναμικό σοσιαλιστικό δράμα με απήχηση στις εργατικές τάξεις.

Ο σοσιαλιστικός ρεαλιστικός άξονας του έργου του διαγράφεται στιβαρότερα εξαιτίας της
μικρότερης έκτασης του έργου και του σφιχτότερου λόγου, χωρίς υπέρμετρες μονολογικές
εξάρσεις. Για αυτό και οι χαρακτήρες του φαίνονται ρεαλιστικότερη και πιο «ειλικρινείς»
από του Ταγκόπουλου, αν και πάλι είναι ορατά τα δίπολα:

αφεντικό – εργάτης

κοινωνική άνοδος/κυνήγι κέρδους – εργατική φτώχεια

επιστήμη – πραχτική δουλειά

μεγαλοαστικός κομφορμισμός – παραμύθι

Σημαντικότερη διαφορά:

Γήταυρος: ένα μακρύ μονόπρακτο που φιλοδοξούσε να διασταυρώσει το παραμυθόδραμα


των συμβλιστών με την κοινωνική κριτική των πρωτοπόρων σοσιαλιστών.» Χατζηπανταζής
σ. 393

Παραμύθι/Σύμβολα: Έντονα συμβολικά/μεταφυσικά στοιχεία: οι ονειροπόλες τάσεις


της Αννούλας που νιωθει σα να είναι πουλί, ξεχνώντας πως είναι άνθρωπος, ενώ
συχνά έχει προαισθήματα για το τι μέλλεται να συμβεί. Εικόνα στολισμού της με
λουλούδια-σα φάντασμα. «Υπάρχει ένας δράκοντας στο σπίτι μας. Είδα τον ήσκιο του
ένα βράδυ εδώ μέσα με τα μάτια μου. Μα γιατί δε με πιστεύετε;» / Η όλη αναφορά
στον Γήταυρο.
Τα παραμύθια αποτελούν ένα πρόσθετο, ουσιαστικό δραματουργικό στοιχείο που
συνδέει τους τρεις από τους τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες του έργου (Αννούλα,
Γιαγιά, Σταύρος), μάλιστα με την πρώτη τους συνάντηση «συνδέονται» μέσω αυτών.
Από την άλλη ο Φιντής φαίνεται όχι μόνο να απέχει από μια τέτοια κοσμοθεωρία,
αλλά ακόμα και να την εχθρεύεται. Καθόλου τυχαίο που όλοι «αφουγκράζονται» από
την αρχή του έργου τα μουγκρητά του Γήταυρου, ενώ αυτός μόνο στο τέλος.

Οι δραματουργικές αδυναμίες και η μονοδιάστατη προσέγγιση των χαρακτήρων του


Ταγκόπουλου, ίσως μεγιστοποιούνται από τα αυτηρά ρεαλιστικά πλαίσια του αστικού
σαλονιού.

 Το «ανοιχτό» τέλος

Κοινό αλλά και σημαντική διαφορά. Οι αλυσίδες τελειώνουν με ένα χαστούκι που δεν
επιφέρει καμία ουσιαστική αλλαγή, παρά μόνο εκφράζει, για μια ακόμα φορά και
«έμπρακτα», την αντίδραση της Αστρούλας στον ψεύτικο και διεφθαρμένο κοινωνικό της
περίγυρο. Και μάλλον λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για την ενίσχυση του θεματικού
άξονα του έργου, μιας και φαίνεται να υποβιβάζει τα κοινωνικά ζητήματα που
διαπραγματεύεται σε ένα «καυγαδάκι αντίζηλων». Το τέλος του Γήταυρου είναι επίσης
ανοιχτό ως προς την έκβαση, ωστόσο η ηχητική εικόνα του όχλου των εργατών να πλησιάζει
σαν ενσαρκωμένος «Γήταυρος» μοιάζει να συνοψίζει τον θεματικό άξονα του έργου και να
εκφράζει ένα προμήνυμα «για την αλλαγή που έρχεται».

You might also like