You are on page 1of 27

Aναστάσιος Σωτήρχος

Υποπυραγός – Πτυχιούχος Νομικού Τμήματος


Πανεπιστημίου Αθηνών

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2002
ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ι. ΄Εννοια
1. Ορισμός
Ποινικό Δίκαιο είναι εκείνο το τμήμα του δημοσίου δικαίου, του οποίου οι
κανόνες προσδιορίζουν τα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης
συμπεριφοράς που εμφανίζει ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία (έγκλημα), η
οποία γι’ αυτόν τον λόγο τιμωρείται από το νομοθέτη με ειδική κύρωση (ποινή).
Τελική αποστολή του ποινικού δικαίου είναι η εμπέδωση της κοινωνικής
ειρήνης που επιτυγχάνεται μέσω της προστασίας των κοινωνικών αγαθών
(κοινωνικό αγαθό: κάθε αξία - ατομική ή κοινωνική - ο σεβασμός της οποίας
προκύπτει από την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνικής ζώης και
ομαλής συμβιώσεως των ατόμων).
Μοναδική κοινωνική σπουδαιότητα του ποινικού φαινομένου: έντονη
δημοσιότητα και πανηγυρικότητα των γεγονότων που συνδέονται με την ποινική
δίκη (ανακάλυψη του θύματος, αποκάλυψη και σύλληψη του δράστη,
προδικασία, διαδικασία στο ακροατήριο κ.λπ.).
Δύο είναι οι κεντρικές έννοιες του ποινικού δικαίου :
- έγκλημα: άρνηση (προσβολή) κοινωνικών αγαθών.
- ποινή: άρνηση της ανωτέρω αρνήσεως εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου.
Το έγκλημα αποτελεί ένα ιδιάζον παθολογικό κοινωνικό φαινόμενο που
συνίσταται σε μία ηθικοκοινωνικά ιδιαίτερα αφόρητη παραβίαση κάποιου από
τους βασικούς κανόνες ανθρώπινης συμπεριφοράς που συντελούν στη
διατήρηση της ομαλής κοινωνικής συμβιώσεως. Υπό την έννοια το έγκλημα
αποτελεί και κοινωνιολογική έννοια. Όμως το ποινικό δίκαιο ενδιαφέρει άμεσα
το έγκλημα υπό νομική έννοια, ως μορφή δηλ. συμπεριφοράς, την
απαγόρευση της οποίας ο νομοθέτης επέλεξε να υποστηρίξει με την
πρόβλεψη ποινικής κυρώσεως. ΄Ετσι η έννοια του εγκλήματος φαίνεται να
συμπροσδιορίζεται από την έννοια της ποινής, εφόσον η πρόβλεψη της
τελευταίας προσδίδει στην πρώτη την τυπική της νομιμοποίηση (βλ. και
ορισμό της έννοιας του εγκλήματος στο άρθρο 14: «έγκλημα είναι πράξη
άδικη και καταλογιστή, τιμωρούμενη από το νόμο»).
2. Θεμελιώδη αξιώματα του ποινικού δικαίου:
α) Το αποκλειστικό δικαίωμα της Πολιτείας προς επιβολή ποινών.
β) Η υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει εγγυήσεις κατά την επιβολή των
ποινών.
Αποκλειστικά αρμόδια για τη διαπίστωση της παραβάσεως των σχετικών
κανόνων και για την επιβολή της προσήκουσας ποινής είναι αποκλειστικά η
Πολιτεία.
Οι εγγυήσεις της πολιτείας κατά την επιβολή των ποινών:
Διπλή λειτουργία των εγγυήσεων:
1. Εγγυήσεις κατά τη διαδικασία επιλογής εκείνων των προσβολών που πρέπει
να επισύρουν ποινή (προϋποθέσεις ποινικοποιήσεως).
- όχι αυθαιρεσίες κατά την ποινικοποίηση
α) δεν επιτρέπεται να ποινικοποιούνται μορφές συμπεριφοράς που δεν
προσβάλλουν στην πραγματικότητα την ουσία της ομαλής κοινωνικής
συμβίωσης
β) δεν πρέπει ο νομοθέτης να προσπαθεί μέσω της ποινικοποιήσεως να
επιβάλλει στα μέλη της κοινωνίας ορισμένο είδος συμπεριφοράς, η
αναγκαιότητα της οποίας δεν είναι εμπεδωμένη στο κοινωνικό σύνολο.
2. Εγγυήσεις κατά τη διαδικασία επιβολής της προβλεπόμενης ποινής στη
συγκεκριμένη περίπτωση (προϋποθέσεις τιμώρησης του δράστη).
Θεμελιώδης αρχή: «Ουδέν έγκλημα ουδεμία ποινή άνευ νόμου άρθρο 7, παρ.
1 Σωτ. 1975 και άρθρο 1 Π.Κ.
Η προληπτική λειτουργία της ποινής.
Σήμερα όταν μιλάμε περί «γενικής πρόληψης» των εγκλημάτων εννοούμε κάτι
περισσότερο από την ασκούμενη δια της ποινής εκφοβίσεως όπως αυτή
ασκούνταν παλαιότερα με την έννοια του παραδείγματος προς αποφυγή και για
το λόγο αυτό εφαρμόζονταν η δημόσια εκτέλεση της ποινής που εκτός της
προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είχε και ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα
την έξαρση της βιαιότητας των θεατών καθιστώντας αυτούς πιο επιρρεπείς στην
διάπραξη εγκληματικών πράξεων.
΄Ετσι λοιπόν εκτός από την άμεση πρόληψη που επιτυγχάνεται με τον
εκφοβισμό υπάρχει και μια έμμεση που εννοείται ως η ικανότητα της ποινής να
δημιουργεί αναστολές απέναντι σε αξιόποινες πράξεις και με την έννοια αυτή να
διαπαιδαγωγεί τις ευρείες μάζες των πολιτών.
Η ειδική πρόληψη.
Ο σκοπός της ποινής δεν περιορίζεται όμως στο να αποτραπούν «οι άλλοι» από
το έγκλημα αλλά εκτείνεται και στην πρόληψη νέων εγκλημάτων από αυτόν που
ήδη εγκλημάτισε και στον οποίο επιβλήθηκε ποινή.

ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΞΙΩΜΑ «ΟΥΔΕΜΙΑ ΠΟΙΝΗ ΑΝΕΥ ΝΟΜΟΥ».

1. Νομική ρύθμιση.
Ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου («nullum crime, nulla poena sine
lege).
2. Τέσσερις επί μέρους αρχές:
Α. Απαγόρευση αορίστων ποινικών νόμων :
H αοριστία είναι δυνατό να αναφέρεται είτε στις προϋποθέσεις του
αξιοποίνου (π.χ. «οποιαδήποτε συμπεριφορά βλάπτει το κοινό συμφέρον
τιμωρείται με φυλάκιση») είτε στις συνέπειες της πράξεως (π.χ. «η αφαίρεση
ξένου κινητού πράγματος προς τον σκοπό παρανόμου ιδιοποιήσεως
τιμωρείται»). Δηλαδή απαγορεύεται τόσο η αοριστία της περιγραφής του
εγκλήματος, όσο και η αοριστία της περιγραφής της ποινής.
Η απαγόρευση αοριστίας των ποινικών νόμων καθιερώθηκε για πρώτη
φορά ρητά με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. Α΄ Συντ. 1975 που πρόσθεσε στον
παραδοσιακό ορισμό αυτής της αρχής n.c.n.p.s.I και τη φράση «και
ορίζοντος τα στοιχεία αυτής».
Παραδείγματα εντελώς αορίστων ποινικών νόμων που έμειναν γνωστά από
την Ιστορία:
«΄Εγκλημα είναι κάθε πράξη ή παράλειψη που κατευθύνεται κατά του
καθεστώτος ή που προσβάλλει την έννομη τάξη που καθίδρυσε η εξουσία
των εργατών και των αγροτών».
«Τιμωρείται κάθε πράξη που είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο τη δύναμη
αντιστάσεως του λαού”.
Πολύ συχνά τα όρια της αοριστίας είναι ρευστά. Ιδιαίτερο πρόβλημα
ανακύπτει εκεί όπου η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εμπεριέχει και
«αξιολογικά στοιχεία» είτε νομικής (όταν ο προσδιορισμός της έννοιας τους
ανατρέχει σε άλλον νομικό κανόνα, π.χ. ξένο κινητό πράγμα, άρθρο 372 Π.Κ.,
παράνομο περιουσιακό όφελος, άρθρο 386 Π.Κ.), είτε εξωνομικής (όταν
αναφέρονται σε γενικότερες έννοιες, π.χ. βάναυση προσβολή της δημόσιας
αιδούς, άρθρο 353 Π.Κ.) μορφής.
Β. Απαγόρευση αναδρομικής ισχύος νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το
αξιόποινο.
Αντίθετα επιτρέπεται η αναδρομική ισχύος νόμου που αίρει ή μειώνει του
αξιόποινο.
Γ. Απαγόρευση αναλογίας για τη θεμελίωση ή την επαύξηση του αξιοποίνου.
Δ. Το αξιόποινο θεμελιώνεται ή επαυξάνεται μόνο με γραπτό κανόνα δικαίου.
Το έθιμο δεν θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο.

ΙΙ. ΓΡΑΠΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Τι σημαίνει «νόμος» στα άρθρα 7. Παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Π.Κ.
Σημαίνει «νόμος υπό τυπική έννοια» δηλαδή κανόνας δικαίου που εκδόθηκε
από τα αρμόδια όργανα της νομοθετικής εξουσίας (Βουλή) καθώς και «νόμος
υπό ουσιαστική έννοια» δηλαδή πράξη εκδιδόμενη από τα όργανα της Διοίκησης
κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Κατά συνέπεια εννοούνται:
α) Οι νόμοι που εκδόθηκαν από τη Βουλή με τη νόμιμη διαδικασία.
β) Τα Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται με νομοθετική εξουσιοδότηση.
γ) Οι Υπουργικές αποφάσεις και λοιπές πράξεις της Διοίκησης που εκδίδονται
μετά από ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση.

ΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

Ισχύον σύστημα.
Α. Πράξεις που τελέσθηκαν στην ημεδαπή:
Για τις πράξεις που τελέσθηκαν στην ημεδαπή ισχύει η αρχή της
εδαφικότητας (5 παρ. 1) : «Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις
πράξεις που τελέσθηκαν στο έδαφος της επικρατείας, ακόμη και από
αλλοδαπούς».
Εναρμόνιση με άρθρο 5 παρ. 2 Συντ. : «Πάντες οι ευρισκόμενοι εντός της
ελληνικής επικράτειας απολαμβάνουν απολύτου προστασίας της ζωής, της τιμής
και της ελευθερίας των, ανεξαρτήτως εθνικότητος, φυλής ή γλώσσας και
θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».
Στην έννοια του εδάφους συμπεριλαμβάνεται και η αιγιαλίτιδα ζώνη (για
την Ελλάδα έχει έκταση 6 ναυτικών μιλίων από τις ακτές), η υφαλοκρηπίδα, ο
εναέριος χώρος και το υπέδαφος. Επίσης, πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά
θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε και αν βρίσκονται (ακόμη δηλ.
και αν ναυλοχούν σε ξένο λιμένα ή είναι προσγειωμένα σε αλλοδαπό αερολιμένα,
βλ. ΑΠ 537/1979, Ποιν. Χρ. ΚΘ΄, 666) εκτός εάν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο
υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο (5 παρ. 2).

Β. Πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή:


α) Αρχή της ενεργητικής υπηκοότητας
Δράστης ημεδαπός: εφαρμόζεται ο ελληνικός νόμος (6) (προϋπόθεση: η
πράξη να είναι κακούργημα ή πλημμέλημα-να τημωρείται κατά την νομοθεσία
της χώρας που τελέσθηκε ή να τελέσθηκε σε πολιτιειακά ασύντακτη χώρα).
Αποφασιστικός είναι ο χαρακτηρισμός της πράξεως στην Ελλάδα. Εάν κατά
το ελληνικό δίκαιο η πράξη είναι κακούργημα δεν χρειάζεται έγκληση, ακόμη και
εάν στην χώρα του εξωτερικού όπου διαπράχθηκε το έγκλημα αυτό
χαρακτηρίζεται πλημμέλημα (ΑΠ 1014/1980, Ποιν., Χρ. ΛΑ΄ , 155).
Ενδιαφέρει το συγκεκριμένο αξιόποινο, δηλ. η συγκεκριμένη υπό κρίση
πράξη θα πρέπει να είναι τιμωρητή κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως (ΑΠ
442/1979, Ποιν. Χρ. ΚΘ΄, 575), λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν λόγων
άρσεως του αδίκου ή του καταλογισμού που ισχύουν κατά το δίκαιο του τόπου
τελέσεως.
Παράδειγμα: ΄Ελληνας υπήκοος προβαίνει στην Ιταλία, σε φθορές που
προκαλούν το κοινό αίσθημα («σπάσιμο πιάτων», ΒΛ. Άρθρο 384Α Π.Κ.).
Η πράξη του θα μείνει ατιμώρητη, διότι δεν είναι αξιόποινη κατά το ιταλικό
δίκαιο.
΄Ομως δεν απαιτείται ταυτότητα του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως.
΄Ετσι μια πράξη μπορεί να είναι απάτη κατά το ελληνικό δίκαιο και λ.χ.
υπεξαίρεση κατά το αλλοδαπό δίκαιο.
Δράστης αλλοδαπός: Εφαρμόζεται ο ελληνικός νόμος μόνο όταν η πράξη
στρέφεται κατά έλληνα πολίτη (7).
Η ιθαγένεια του παθόντος κρίνεται σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς
νόμους. Κρίσιμο χρονικό σημείο είναι ο χρόνος τελέσεως της πράξεως.
Και το έμβρυο θεωρείται κατά την κρατούσα άποψη «ημεδαπός» παρότι
αποκτά την ελληνική ιθαγένεια μετά τη γέννησή του (αντίθετος Μυλωνόπουλος).
Επίσης «ημεδαπός» θεωρούνται και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που
έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή.
«Κατά έλληνα πολίτη» σημαίνει ότι υπάγονται εδώ μόνο οι προσβολές
ατομικών και όχι κρατικών ή κοινωνικών εννόμων αγαθών.
Επίσης δεν υπάγονται ατομικά έννομα αγαθά, φορέας των οποίων όμως είναι το
ελληνικό δημόσιο (βλ. όμως την αντίθετη νομολογία του ΑΠ, π.χ. ΑΠ 448/1970).
Παραδείγματα μη εφαρμογής του άρθρου 7:
α) Ψευδορκία ενώπιον έλληνα πολίτη για διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον της
αλλοδαπής δικαστικής αρχής.
β) Φθορά από αλλοδαπό ξένης ιδιοκτησίας εις βάρος του κτιρίου του ελληνικού
προξενείου στην αλλοδαπή.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ

1. Γραμματική ερμηνεία
Είναι η διακρίβωση του κειμένου του νόμου με βάση γλωσσικούς κανόνες
(«κάθε ερμηνεία ξεκινά από τη λέξη»).
2. Συστηματική ερμηνεία
Είναι η συναγωγή συμπερασμάτων ως προς την ερμηνεία μιας διάταξης με
βάση τη θέση αυτής στο συνολικό σύστημα ρυθμίσεως του ποινικού δικαίου.
3. Τελολογική ερμηνεία
Αναζητείται ο σκοπός που επιδιώκει ο ποινικός νομοθέτης με τη θέσπιση μιας
συγκεκριμένης διάταξης.
4. Ιστορική ερμηνεία
Αναζητούνται οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση μιας
διάταξης σε συνδυασμό με τις συνθήκες που επικρατούσαν συγκεκριμένη
χρονική περίοδο.

Η ΤΡΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

1. Διακρίσεις
- κακουργήματα (ποινή: κάθειρξη)
-πλημμελήματα (ποινή: φυλάκιση, χρηματκή ποινή, περιορισμός σε
σωφρονιστικό κατάστημα)
- πταίσματα (ποινή: κράτηση ή πρόστιμο)
Κριτήριο: η ποινή που προβλέπεται αφηρημένα από τον νόμο και όχι αυτή που
επιβάλλει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Εάν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα για τον χαρακτηρισμό της
πράξεως λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από τις μικρότερες πράξεις (ΑΠ
172/1983, Ποιν. Χρ. ΛΓ΄, 725, ΑΠ 1375/1983, Ποιν. Χρ. ΛΔ΄ 301).
2. Πρακτικές συνέπειες της τριχοτομήσεως:
- υποκειμενική υπαιτιότητα (τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνο όταν
τελούνται με δόλο, δεν νοείται κακούργημα από αμέλεια).
- απόπειρα (απόπειρα πταίσματος δεν τιμωρείται, 42 παρ. 1).
- συμμετοχή (η απλή συνέργεια σε πταίσμα τιμωρείται μόνο όταν ορίζεται
ειδικά στο νόμο, 47 παρ.3).
- θέματα ποινικού διεθνούς δικαίου (για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία των
ελληνικών δικαστηρίων για εγκλήματα που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή
πρέπει αυτά να χαρακτηρίζονται ως κακούργημα ή πλημμέλημα, 6,7).
- παραγραφή (20 ή 15 έτη για τα κακουργήματα, 5 έτη για τα πλημμελήματα,
1 έτος για τα πταίσματα).
- καθ’ ύλην αρμοδιότητα ποινικών δικαστηρίων (103 επ. ΚΠΔ) :
τα πταίσματα δικάζονται ενώπιον του Πταισματοδικείου, τα πλημμελήματα
δικάζονται σε πρώτο βαθμό από το (Μονομελές ή Τριμελές)
Πλημμελειοδικείο, με εξαίρεση τα πλημμελήματα ατόμων με ειδική
διαδικασία (111 ΚΠΔ), ενώ τα κακουργήματα δικάζονται σε πρώτο βαθμό
από το ΜΟΔ ή το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
- προσωρινή κράτηση (282 ΚΠΔ) είναι δυνατή μόνο στα κακουργήματα.

ΙΙΙ. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ


ΠΡΑΞΕΩΣ

1. Κοινά – Ιδιαίτερα
Α. Κοινά: το υποκείμενό τους (δηλ. ο αυτουργός) μπορεί να είναι
οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο.
Β. Ιδιαίτερα: το υποκείμενό τους δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε, αλλά
μόνο πρόσωπο που ανήκει σε ορισμένο κύκλο ατόμων ή που φέρει μια
ιδιαίτερη ιδιότητα που το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα άτομα.
Το εύρος των ιδιαιτέρων εγκλημάτων ποικίλλει: από πολύ στενό μέχρι
ευρύτατο (π.χ. άρρεων) που περιλαμβάνει το ήμισυ του πληθυσμού.
Τα ιδιαίτερα εγκλήματα διακρίνονται περαιτέρω σε γνήσια και μη γνήσια.
αα. γνήσια: σε αυτή η ιδιαίτερη ιδιότητα ή σχέση θεμελιώνει το αξιόποινο.
Παραδείγματα:
- Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας (371)
- Απόδραση κρατουμένου (173) και στάση κρατουμένων (174)
- Απιστία δικηγόρων (233)
- ΄Εκδοση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως (221)
- Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας (343)
- Χρεωκοπία (398)
ββ. Μη γνήσια: σε αυτά η ιδιαίτερη ιδιότητα ή σχέση επαυξάνει ή μειώνει
το αξιόποινο.
Παραδείγματα:
- Υπεξαίρεση στην υπηρεσία (258)
- Παιδοκτονία (303)
- Πρακτικές συνέπειες διακρίσεως: κυρίως συμμετοχή (49).
2. Τυπικά – ουσιαστικά
Α. Τυπικά (συμπεριφοράς): συνήθως δεν έχουν υλικό αντικείμενο
πράξεως ή εάν έχουν αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πράξη.
Παραδείγματα:
- Εξύβριση (361)
- Πλαστογραφία (216)
Β. Ουσιαστικά (αποτελέσματος): εκτός από το ιδεατό αποτέλεσμα (=η
προσβολή του εννόνου αγαθού) έχουν και ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα
(=μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο), το οποίο μάλιστα διακρίνεται λογικά
από την ενέργεια.
Παραδείγματα:
- Ανθρωποκτονία (299)
- Απάτη (386)
- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας (381)
3. Βλάβης – Διακινδυνεύσεως
Α. Βλάβης: Τα αποτέλεσμά τους έγκειται στη βλάβη ενός εννόμου αγαθού
Παραδείγματα:
- Σωματική βλάβη (308)
- Ανθρωποκτονία (299)
- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας (381)
- Απάτη (386)
Β. Διακινδυνεύσεως: Το αποτέλεσμά τους συνίσταται μόνο στην
διακινδύνευση ενός εννόμου αγαθού.
4. Ενέργειας – Παραλείψεως
Α. Ενέργειας:
Η εγκληματική συμπεριφορά προβλέπεται ως μυική κίνηση.
Παραδείγματα:
- κλοπή (375) : (αφαίρεση ξένου πράγματος)
- απάτη (386) : (παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών)
- βιασμός (336) : (άσκηση παράνομης βίας και συνουσία)
Β. Παραλείψεως:
Παραδείγματα:
- Παρασιώπηση εγκλημάτων (232)
- Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας (243)
- Παράλειψη λυτρώσεως από κινδύνου ζωής (307)
5. Στιγμιαία - Διαρκή
Α. Στιγμιαία: τα εγκλήματα, η τυπική υπόσταση των οποίων περιγράφει την
περάτωσή τους ως συντελούμενη σε μια (μοναδική) χρονική στιγμή.
Β. Διαρκή: τα εγκλήματα, η τυπική υπόσταση των οποίων περιγράφει την
περάτωσή τους ως δυνάμενη να παραταθεί και να διαρκέσει κατά την
βούληση του δράστη, ο οποίος σε οποιαδήποτε στιγμή είναι σε θέση να
επαναφέρει τα πράγματα στην νόμιμη κατάσταση.
Παραδείγματα:
- Εσχάτη προδοσία με την μορφή ασκήσεως της παράνομης εξουσίας (134
παρ. 2 στοιχ. γ΄) (βλ. σχετικά ΑΠ 684/1975, Ποιν. Χρ. ΚΕ΄, 422)
- στάση (170)
- σύσταση και συμμορία (187)
- συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο (188)
- συμμετοχή σε ένοπλη ομάδα (195)
- παράνομη κατακράτηση (325)
- απαγωγή (327, 328)
Πρακτικές συνέπειες διακρίσεως:
- Στα διαρκή εγκλήματα η παραγραφή αρχίζει αφού αρθεί η παράνομη
κατάσταση. Αυτό μπορεί να έχει πρακτική σημασία σε διαρκές έγκλημα
μεγάλης χρονικής διάρκειας (π.χ. μια έσχατη προδοσία υπό την μορφή
ασκήσεως της παράνομης εξουσίας εκ μέρους πραξικοπηματιών, οι οποίοι
παραμένουν στην εξουσία επί πολλά έτη).
- Συμμετοχή στα διαρκή εγκλήματα είναι δυνατή καθόλο το χρονικό
διάστημα της παράνομης καταστάσεως.
Παραδείγματα: Ο Α κατακρατά παράνομα τον Β έγκλειστο σε ένα δωμάτιο
(325). Την Τρίτη ημέρα που διαρκεί η κατακράτηση προσέρχεται σε βοήθεια
του Α ο Γ, ο οποίος φυλάει βάρδια, προκειμένου να μην ανοίξει κανείς τρίτος
την πόρτα του δωματίου (άμεση συνεργεία του Γ στην παράνομη
κατακράτηση).
- ΄Αμυνα σε διαρκές έγκλημα είναι επίσης δυνατή όσο διαρκεί η παράνομη
κατάσταση.
Παράδειγμα: Ο Α απογάγει την Β και την φυλάσσει έγκλειστη στο σπίτι του.
Εάν ο Γ, θέλοντας να την απελευθερώσει , κτυπήσει και τραυματίσει τον Α,
καλύπτεται από νόμιμη άμυνα.
- Το αυτόφωρο σε διαρκές έγκλημα ισχύει μέχρι την άρση της παράνομης
καταστάσεως.
Παράδειγμα: Εάν ο δράστης διαρκούς εγκλήματος συλλφθεί εντός 48 ωρών
από την άρση της παράνομης καταστάσεως, μπορεί να κινηθεί εναντίον του
η επ’ αυτοφόρω διαδικασία.
- Στα διαρκή εγκλήματα ο δόλος δεν απαιτείται να υπάρχει κατά την στιγμή
που ενεργεί ο δράστης, αλλά αρκεί να επέλθει όσο διαρκεί η παράνομη
κατάσταση.
Παράδειγμα: Ο Α κλειδώνει τον Β κατά λάθος σε έναν χώρο. Αργότερα το
αντιλαμβάνεται και όμως δεν τον ελευθερώνει: ο Α τιμωρείται για παράνομη
κατακράτηση με πρόθεση.

Η ΠΡΑΞΗ

1. Η έννοια της πράξεως


Πράξη = ανθρώπινη συμπεριφορά με ορισμένο κοινωνικό νόημα.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη) αποτελεί την βάση διερευνήσεως της
ποινικής ευθύνης.
Στοιχεία της έννοιας της πράξεως:
Α. Το ανθρώπινο: συνεπώς δεν αποτελεί πράξη
α. Η συμπεριφορά των ζώων
β. Η συμπεριφορά των νομικών προσώπων
Αυστηρά προσωπικός χαρακτήρας της ποινής που δεν θα μπορούσε να γίνει
αισθητή ως «κακό» από το άψυχο νομικό πρόσωπο.
Στα νομικά πρόσωπα τις ποινικές κυρώσεις υφίστανται τα φυσικά πρόσωπα
που κατά τον νόμο ευθύνονται για τις πράξεις του (μέλη Δ.Σ., διαχειριστές
κ.λ.π.)
Β. Το εξωτερικό
΄Εγκλημα είναι πράξη που προσβάλλει την κοινωνική διαβίωση. ΄Αρα στα
πλαίσια της έννοιας του εγκλήματος ενδιαφέρουν μόνο μορφές
συμπεριφοράς που απευθύνονται στο κοινωνικό περιβάλλον. Κατά συνέπεια
απλά συναισθήματα, φρονήματα ή διαθέσεις, εάν δεν εξωτερικευθούν μέσω
μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο
ενδιαφέροντος του ποινικού δικαίου.
΄Ετσι δεν μπορούν να θεωρηθούν «πράξεις» υπό την έννοια του άρθρου 14
π.χ. : α) Η καταχώρηση υβριστικών φράσεων στο προσωπικό ημερολόγιο
του δράστη, το περιεχόμενο του οποίου δεν γνωστοποιείται σε τρίτους, β) Η
κατάρτιση πλαστού εγγράφου το οποίο δεν τίθεται σε κυκλοφορία αλλά
φυλάσσεται αχρησιμοποίητο στο συρτάρι του δράστη.
Γ. Εξωτερίκευση: Η πράξη πρέπει να εξωτερικεύει τον εσωτερικό – ψυχικό
κόσμο του δράστη. Βέβαια, το ότι ένας άνθρωπος προβαίνει σε μία
συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί κατ’ αρχήν ένδειξη του ότι αυτή
εκφράζει τον ψυχισμό του. Όμως αυτό ισχύει με την προϋπόθεση ότι
πράγματι αυτός κυριαρχεί επί του σήματός του. ΄Ετσι αποτελούν πράξεις:
α. ακαταμάχητη βία
Παράδειγμα: Ο ρωμαλέος Ρ ωθεί ξαφνικά και βίαια τον Α επάνω στην
προθήκη του καταστήματος του Β, με συνέπεια την καταστροφή της. Εδώ ο Α
χρησιμοποιείται από τον Ρ σαν «αντικείμενο» χωρίς δική του βούληση ή
έλεγχο στις κινήσεις του, γι’ αυτό δεν θεωρείται ότι καν «πράττει» υπό την
έννοια του ποινικού δικαίου.
Η ακαμάχητη διακρίνεται από την «εξαναγκάζουσα βία»: στην τελευταία ο
δράστης έχει ίδια βούληση και έλεγχο επί των κινήσεων του, απλώς η
βούλησή του κάμπτεται από την πίεση τρίτου (μπορεί να οδηγήσει στην άρση
του καταλογισμού).
Παράδειγμα: Ο Χ με την απειλή περιστρόφου εξαναγκάζει τον Α να
καταστρέψει αντικείμενο που ανήκει στον Β.
β. μη συνειδητή σωματική κίνηση
αα. Απάλειψη της συνειδήσεως – ύπνος – ύπνωση – νάρκωση.
΄Ετσι, η μητέρα κατά την διάρκεια του ύπνου καταπλακώσει το παραπλεύρως
αυτής κοιμώμενο βρέφος, δεν μπορεί ναν θεωρηθεί ότι «πράττει» υπό την
έννοια του ποινικού δικαίου (ανεξάρτητα τυχόν ευθύνης της για την
προγενέστερη συμπεριφορά της, για το ότι δηλ. δεν φρόντισε πριν κοιμηθεί
να προφυλάξει το βρέφος από τέτοιο κίνδυνο).
ββ. Οι αντανακλαστικές κινήσεις (reflex), όμως, αντίθετα, είναι πράξη οι
«παρορμητικές», «βραχυκυκλωτικές», ή «αυτοματοποιημένες» κινήσεις.
2. Η συμμετοχή της βουλήσεως στην έννοια της πράξεως.
Η πράξη είναι συνδεδεμένη με τη βούληση του δράστη αλλά και με την ενοχή
του.
3. Το αποτέλεσμα
Το τι είναι «αποτέλεσμα» μιας αξιόποινης πράξεως προσδιορίζεται από το
νόμο, που επιλέγει από όλα τα κοινωνικά νοήματα μιας συμπεριφοράς εκείνο
που τον ενδιαφέρει.
Παράδειγμα: Ο Α πυροβολεί και τραυματίζει τον Β, καθιστώντας τον ανίκανο
προς εργασία, με συνέπεια την οικονομική του καταστροφή, τη ματαίωση
γάμου της κόρης του, τη διακοπή των σπουδών του του υιού του και το
θάνατο της γυναίκας του από λύπη και μαρασμό. Από όλες αυτές τις
συνέπειες «αποτελέσματα» της πράξεως του Α υπό την έννοια του Π.Κ. είναι
μόνο ο τραυματισμός του Β.

Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ

Ορισμός
Αιτιώδης συνάφεια είναι ο νοητός σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ της
πράξεως και του αποτελέσματός της.
Το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου ενδιαφέρει κυρίως στα εγκλήματα
αποτελέσματος, εκεί δηλ. όπου μεταξύ της ενέργειας του δράστη και της
μεταβολής καταστάσεως του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού
παρεμβάλλεται κάποιο χρονικό διάστημα. Αντίθετα στα τυπικά εγκλήματα,
όπου ενέργεια και αποτέλεσμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, διότι η φυσική
μεταβολή επέρχεται άμεσα, θέμα αιτιώδους συνδέσμου δεν τίθεται.
Παραδείιγματα:
- ψευδορκία (224)
- πλαστογραφία (217)
- εξύβριση (361)

Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ

Ι. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ


1. Φύση της παραλείψεως
Πρόκειται για μυική αδράνεια (σε αντίθεση με την θετική ενέργεια που
απορρέει από μυική κίνηση) με ορισμένο κοινωνικό νόημα, δηλ. για μη
πραγματοποίηση μιας κοινωνικά αναμενόμενης ενέργειας.
2. Σχέση της παραλείψεως προς την θετική ενέργεια
Σύγχρονη άποψη: η παράλειψη δεν αποτελεί απλή λογική άρνηση της
ενέργειας, αλλά έχει ιδαίτερη και ανεξάρτητη υπόσταση.
Παράλειψη = εναντίωση (μέσω αδράνειας) σε μία κοινωνική αναμονή.
Παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της έννοιας της πράξεως:
- ανθρώπινο
- εξωτερικό: η αδράνεια του παραλείποντος γίνεται αντιληπτή από το
κοινωνικό περιβάλλον
- εξωτερίκευση: δυνατότητα γνώσεως εκ μέρους του δράστη της ανάγκης να
προβεί σε ενέργεια και δυνατότητα ενέργειας.

ΙΙ. ΕΙΔΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ


1. Γνήσια εγκλήματα παραλείψεως
Η παράλειψη ως αξιόποινη συμπεριφορά προβλέπεται ευθέως στην σχετική
τυπική υπόσταση.
Γνήσια εγκλήματα παραλείψεως που προβλέπει ο Π.Κ. :
- Παράβαση συμβάσεων (145 παρ.1)
- Απείθεια (169)
- Θρασύτητα κατά της αρχής (171 παρ. 1)
- Παράνομη αποδημία (205 παρ. 1 περ. β΄)
- Ψευδορκία με απόκρυψη αληθινών γεγονότων (224 παρ. 2)
2. Τα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως (δια παραλείψεως τελούμενα
εγκλήματα ενεργείας)
Αποτελούν, ως προς την νομοτυπική εμφάνιση, εγκλήματα ενέργειας,
δύνανται όμως να τελεσθούν και με παράλειψη, όταν ο δράστης είχε ιδιαίτερη
νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Βλ. άρθρο 15: «΄Οπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να
έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η
ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του
αποτελέσματος».
3. Χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως:
- Δεν αρκεί η παράβαση ηθικής υποχρώσεως, αλλά πρέπει η υποχρέωση να
είναι νομική.
- Η υποχρέωση πρέπει να είναι ιδιαίτερη (ειδική) και όχι γενική, πρέπει δηλ.
να συνδέει τον συγκεκριμένο φορέα της με το γεγονός από το οποίο επίκειται
να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.
4. Πηγές ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως
Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να προέρχεται από (βλ. και ΑΠ
248/1966,Ποιν. Χρ. ΙΣΤ΄, 467) :

Α. Νόμο
΄Ολο το ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο (π,χ, διατάξεις του Α.Κ. για τις σχέσεις
γονέων και τέκνων, άρθρα 1505 επ. Α.Κ., ή των συζύγων μεταξύ τους, άρθρα
1386 επ. Α.Κ.).
Δεν είναι απαραίτητο η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πηγάζει ευθέως από
μια συγκεκριμένη διάταξη, αρκεί να συνάγεται σαφώς από σύμπλεγμα
νομικών καθηκόντων ή από ένα γενικότερο νομικό καθεστώς που συνδέεται
με ορισμένη έννομο θέση του υποχρέου.

Β. Σύμβαση
Παράδειγμα: δάσκαλος κολυμβήσεως.
Για να έχει ευθύνη ο συμβαλλόμενος πρέπει να έχει αναλάβει και ουσιαστικά
την υποχρέωση που αποτελεί το περιεχόμενο της συμβάσεως.
Π.χ.: η baby sitter έχει αναλάβει να προσέχει το παιδί από τις οκτώ, όμως
καθυστερεί και προσέρχεται στις εννέα. Η ευθύνη της αρχίζει από τη στιγμή
που αυτή πράγματι προσήλθε. Οι γονείς δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το
παιδί ήδη από τις οκτώ και υπέχουν ποινική ευθύνη για ότι τυχόν του συμβεί
μέχρι την ώρα που η baby sitter αναλάβει πραγματικά υπηρεσία.
Όμως η ευθύνη στοιχειοθετείται και πριν από την πραγματική ανάληψη των
καθηκόντων όταν ο φορέας του εννόμου αγαθού εμπιστεύθηκε εκείνον που
ανέλαβε την υποχρέωση και δεν φρόντισε να το διαφυλάξει διαφορετικά.
Παράδειγμα: ο ιατρός ειδοποιείται να πάει σε έναν ασθενή και τον
διαβεβαιώνει ότι θα περάσει αργότερα, πράγμα που δεν κάνει. Ο ασθενής
πεθαίνει διότι οι συγγενείς του εμπιστεύθηκαν τον γιατρό και δεν φρόντισαν
να ειδοποιήσουν άλλον γιατρό ή να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Γ. Προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια.
Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ανατροπή του αποτελέσματος
θεμελιώνεται και από προγενέστερη ενέργεια του δράστη, από την οποία
ξεκινά κινδυνώδης εξέλιξη των πραγμάτων που οδηγεί τελικά στη βλάβη του
εννόμου αγαθού.
Τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε σπανιότερα στα διά παραλείψεως τελούμενα
εγκλήματα δόλου.
Παράδειγμα (ΑΠ 248/1966, Ποιν. Χρ. ΙΣΤ΄, 467) : Ο Α γνώριζε ότι η ερωμένη
του (Ε) είχε εισβάλει στην οικία του εφοδιασμένη με βιτριόλι, το οποίο
προτίθετο να ρίξει επάνω του. Προκειμένου να απαλλαγεί από αυτήν
τηλεφωνικά στην άμεσο δράση και λέγει στους αστυνομικούς ότι δήθεν
υπάρχει διαρρήκτης στο σπίτι του. Οι αστυνομικοί προσέρχονται για να
συλλάβουν τον υποτιθέμενο διαρρήκτη και συναντούν την Ε, η οποία
προκειμένου να διαφύγει τη σύλληψη τους τραυματίζει με το βιτριόλι.
Εδώ ο Α, δίνοντας τηλεφωνικά παραπλανητικά στοιχεία για τα πραγματικά
γεγονότα προκάλεσε στους ανυποψίαστους αστυνομικούς κίνδυνο για τη
σωματική τους ακεραιότητα, όταν δε αυτοί προσήλθαν για την σύλληψη του
δήθεν διαρρήκτη, παρέλειψε (με ενδεχόμενο δόλο ως προς τον τραυματισμό
τους) να τους επισημάνει την προσοχή ως προς το βιτριόλι. ΄Ετσι ορθά
καταδικάσθηκε για σωμαιτκή βλάβη με παράλειψη.
Περιπτώσεις ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως από προγενέστερη επικίνδυνη
ενέργεια συναντάμε συχνά στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα
αμέλειας.
Παράδειγμα (ΑΠ 1017/1983, Ποιν. Χρ. ΛΔ΄ , 64) : Οι Α και Β έβαλαν φωτιά
σε ένα χωράφι για να το καθαρίσουν, αργότερα όμως αποχώρησαν χωρίς
να φροντίσουν να σβήσουν ολοσχερώς τη φωτιά, με αποτέλεσμα αυτή να
επεκταθεί και σε παρακείμενα κτίσματα.

Ο ΔΟΛΟΣ

1. Εισαγωγικά περί υπαιτιότητας:


Α. Ορισμός: Η αντικειμενική αιτιώδης συνάφεια πρέπει να επικαλύπτεται
υποκειμενικά και από την αντίστοιχη εσωτερική – βουλητική στάση του
δράστη απέναντι στο αποτέλεσμα (=υποκειμενική υπαιτιότητα).
Μορφές υπαιτιότητας: δόλος – αμέλεια.
Β. Απαιτούμενη μορφή υπαιτιότητας (26)
Τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνο με δόλο.
Τα πλημμελήματα τιμωρούνται κατά κανόνα μόνο με δόλο, κατ’ εξαίρεση
όμως και από αμέλεια όταν αυτό προβλέπεται ρητά από το νόμο (π.χ. 172
παρ. 2, 286, 302, 314, 360 παρ. 2).
Τα πταίσματα αντίστροφα, τιμωρούνται από δόλο και αμέλεια, εκτός αν ο
νόμος απαιτεί ρητά δόλο (όπως π.χ. 416, 456).
2. ΄Εννοια του δόλου
Δόλος είναι η γνώση και η επιθυμία του δράστη να προβεί σε μια
συγκεκριμένη πράξη, προκαλώντας έτσι ένα αξιόποινο αποτέλεσμα.
Βλ. και ορισμό άρθρου 27: «Με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των
περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης
πράξεως, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να
παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται».
3. Στοιχεία του δόλου
Σήμερα γίνεται δεκτό ότι ο δόλος αποτελείται από δύοι στοιχεία:
Το διανοητικό και το βουλητικό.
Α. Διανοητικό στοιχείο (γνώση) :
- πρόβλεψη βεβαιότητας (x)
- γνώση δυνατότητας (y)
Β. Βουλητικό στοιχείο :
- επιδίωξη (ν)
- αποδοχή (z)
Από τους συνδυασμούς των παραπάνω στοιχείων προκύπτουν τα διάφορα
είδη του δόλου.
4. Είδη του δόλου:
Α. Η επιδίωξη ή δόλος σκοπού (πρόβλεψη βεβαιότητας ή πιθανότητας
όσον αφορά την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος και επιδίωξη
προκλήσεως αυτού, χ/y + ν). Τέλεση της πράξεως «επί σκοπώ επελεύσεως
ορισμένου αποτελέσματος». Αποτελεί την «καθαρότερη» μορφή του δόλου.
Παράδειγμα : απάτη (386) – κλοπή (372) – παράβαση καθήκοντος (259).
Η επιδίωξη είναι κατά την κρατούσα άποψη δυνατό να συνδυάζεται και με
απλή πιθανολόγηση ως προς το γνωστικό στοιχείο («επιδίωξη
ενδεχομένου»).
Η επιδίωξη αναφέρεται κατά κανόνα τόσο στον στόχο, όσο και στο μέσο που
χρησιμοποιείται για την επίτευξή του. Αντίθετα δεν περιλαμβάνει τις
(αδιάφορες για τον δράστη) παρενέργειες της πράξεως).
Παράδειγμα: Ο Α φονεύει τον Β με πλήγματα μαχαιριού προκειμένου να
αφαιρέσει χρήματα και τιμαλφή. Τόσον ο φόνος (μέσον) όσο και η αφαίρεση
των χρημάτων (τελικός σκοπός) καλύπτονται από επιδίωξη του δράστη.
Αντίθετα δεν συμπεριλαμβάνεται στην επιδίωξη ή καταστροφή των ρούχων
του θύματος από το μαχαίρωμα (παρενέργεια).
Β. ΄Αμεσος δόλος (πρόβλεψη βεβαιότητας+αποδοχή, χ+z). Ο δράστης
θεωρεί την επέλευση του αποτελέσματος ασφαλή (βέβαιη) και την
αποδέχεται ως αναγκαστική απόρροια της πράξεώς του.
Παράδειγμα: Ο Α βάζει φωτιά στο σπίτι του, προκειμένου να εισπράξει τα
ασφάλιστρα. Γνωρίζει ότι μέσα στο σπίτι κοιμάται η παράλυτη γριά μητέρα
του και αποδέχεται τον βέβαιο θάνατό της.
Γ. Ενδεχόμενος δόλος (πιθανολόγηση επελεύσεως του αποτελέσματος +
αποδοχή του, y + z).
Παράδειγμα: Ο ληστής Λ προσπαθεί να διαφύγει από τους διώκτες του,
πυροβολώντας προς την κατεύθυνσή τους. Γνωρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα
να τραυματίσει ή αν φονεύσει κάποιον από τους αστυνομικούς και το
αποδέχεται (διότι τον ενδιαφέρει περισσότερο η διαφυγή του).
Πρακτικά σημαντικός ο διαχωρισμός του ενδεχόμενου δόλου από την
ενσεινείδητη αμέλεια (βλ. τις θεωρίες για την διάκριση στο κεφάλαιο για την
αμέλεια).
Δ. ΄Οπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεσθεί η πράξη «εν γνώσει» ορισμένου
περιστατικού δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος.
΄Οπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεσθεί «με σκοπό» την πρόκληση
ορισμένου αποτελέσματος, απαιτείται επιδίωξη (27 παρ. 2).

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ


1. Ορισμός
Αμέλεια ως προς ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι η μη ηθελημένη
πρόκληση αυτού λόγω ελλείψεως προσοχής την οποία ο δράστης ήταν σε
θέση και έπρεπε να καταβάλει.
Βλ. και άρθρο 28: «Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής
την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν
πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το
πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν».
2. Στοιχεία της αμέλειας
Α. ΄Ελλειψη προσοχής
α. ΄Οφειλε: προσδιορίζεται αντικειμενικά (με βάση τον οικείο τομέα κοινωνικής
δραστηριότητας).
΄Ετσι π.χ. το τι «όφειλε» ένας ιατρός προσδιορίζεται αφ’ ενός μεν από τον
Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, αφ’ ετέρου δε από τα καθιερωμένα πορίσματα
της επιστήμης και του συγκεκριμένου κλάδου τον οποίο θεραπεύει, το τι
«όφειλε» ένας δικηγόρος προσδιορίζεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, το
τι «όφειλες» ένα οδηγός αυτοκινήτου προσδιορίζεται από τον Κώδικα Οδικής
Κυκλοφορίας, το τι «όφειλε» ένας αρχιτέκτων ή ενας πολιτικός μηχανικός
προσδιορίζεται από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό και τα πορίσματα της
επιστήμης του κ.λπ.
β. Ηδύνατο: προσδιορίζεται υποκειμενικά με βάση της ατομικές ικανότητες
του συγκεκριμένου δράστη είναι κατώτερες από αυτές του μέσου ανθρώπου,
τότε λαμβάνονται αυτές υπόψη. Εάν οι ατομικές ικανότητες είναι ανώτερες
από του μέσου ανθρώπου (διάσημος καρδιοχειρούργος), ο δράστης όμως
αρκέσθηκε στο να ενεργήσει με βάση της ικανότητες μέσου ανθρώπου, τότε
λαμβάνονται υπόψη οι τελευταίες.
Συμπέρασμα: το υποκειμενικό κριτήριο του «ηδύνατο»λειτουργεί πάντοτε σε
όφελος του κατηγορουμένου, περιορίζοντας έτσι τον ευρύτερο τομέα ευθύνης
που έχει διανοιχθεί με την εφαρμογή του «όφειλε».
Β. Σφάλμα: «σφάλμα» αποτελεί οτιδήποτε αντιτίθεται στους οικείους κανόνες
κοινωνικής δραστηριότητας.
Παραδείγματα:
α) Ο πλοίαρχος Α αποφασίζει του απόπλου του πλοίου του, παρά το γεγονός
ότι επικρατούσε σφοδρή θαλασσοταραχή και το πλοίο δεν ήταν σε θέση να
ταξιδέψει, διότι υπήρχαν ρήγματα στη δεξαμενή του και μόνιμα προβλήματα
στο μηχανοστάσιο, με αποτέλεσμα το πλοίο να βυθισθεί και να πνιγούν οι
επιβάτες (ΑΠ 48/1988, Χρ. ΛΗ΄, 575).
Γ. Μεταξύ ελλείψεως προσοχής και σφάλματος πρέπει να υπάρχει αιτιώδης
συνάφεια.
Δ. Περιπτώσεις «αλλοτρίου σφάλματος» που επηρεάζει το αποτέλεσμα =
ισχύει η αρχή της εμπιστοσύνης: κάθε κοινωνός εφόσον τηρεί ο ίδιος τους
κανόνες συμπεριφοράς δικαιούται να πιστεύει ότι και οι τρίτοι θα επιδείξουν
την ίδια σύνεση (δηλ. δεν οφείλει καταρχήν να προβλέψει το ενδεχόμενο του
σφάλματος εκ μέρους τρίτου).
Ο οδηγός Ο πλησιάζει σε διασταύρωση, όταν, βλέποντας ότι έχει
προτεραιότητα, περνά. Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι άλλος οδηγός Δ που
ερχόταν από κάθετη κατεύθυνση θα παραβίαζε το σήμα που τον υποχρέωνε
να παραχωρήσει προτεραιότητα.
Ε. Περιπτώσεις «συντρέχοντος πταίσματος» : ο δράστης τιμωρείται ακόμη
και όταν στην επέλευση του αποτελέσματος συνέβαλε και η αμελής
συμπεριφορά του θύματος.
Παραδείγματα :
α) ΑΠ 216/1981, Ποιν. Χρ. ΛΑ΄, 565: ο Α σταθμεύει το αυτοκίνητό του στο
οδόστρωμα της εθνικής οδού επάνω σε μια απότομη στροφή, ο δε Β,
οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα πέφτει επάνω του. Στην περίπτωση αυτή
και οι δύο οδηγοί ευθύνονται για την σύγκρουση.

ΙΙ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ


1. Σνσυνείδητη αμέλεια.
Α. Κοινό γνωστικό στοιχείο με τον ενδεχόμενο δόλο (πιθανολόγηση του
αποτελέσματος). Διαφορά ως προς το βουλητικό (επίστευσε ότι δεν
επέρχονταν).
Β. Διάκριση από ενδεχόμενο δόλο.
Θεωρίες :
- δυνατότητας : ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης θεώρησε την
επέλευση του αποτελέσματος «δυνατή».
- πιθανότητας: ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης θεώρησε την
επέλευση του αποτελέσματος «πιθανή». «Πιθανότητα» : κάτι ενδιάμεσα
στη «δυνατότητα» και στην «βεβαιότητα».
- αδιαφορίας: ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης αδιαφορεί τελείως
για την τύχη του εννόμου αγαθού.
- επιδοκιμασίας: ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν δράστης επιδοκιμάζει
την πιθανή επέλευση του αποτελέσματος.
- Κριτική: αποδεικτική δυσκολία του πότε ο δράστης επιδοκίμασε το
αποτέλεσμα.
- αποδοχής: ενδεχόμενο δόλο έχουμε όταν ο δράστης αποδέχεται την
πιθανότητα προσβολής του εννόμου αγαθού έστω και αν αυτή του είναι
δυσάρεστη (κρατούσα, εναρμονίζεται και με την διατύπωση στον Π.Κ.).
- Παράδειγμα: Οι Α και Β σκοπεύουν να ληστέψουν τον Γ. Για να τον
εξουδετερώσουν τον κτυπούν με ρόπαλο στο κεφάλι, παρότι διαβλέπουν
την σοβαρή πιθανότητα να τον τραυματίσουν θανάσιμα, την οποία όμως
όχι μόνο δεν επιδιώκουν αλλά και τους είναι δυσάρεστη (διότι φοβούνται
την βαρύτερη ποινή στην περίπτωση που θα αποκαλυφθούν). Πράγματι
ο Γ τραυματίζεται θανάσιμα από το κτύπημα.

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ


Ι. ΕΝΝΟΙΕΣ
1. Εισαγωγή
Ο άδικος χαρακτήρας μιας πράξεως σχετίζεται με την κοινωνική απαξία που
έχει η συγκεκριμένη συμπεριφορά λόγω το ότι οδηγεί σε διατάραξη της
ειρηνικής κοινωνικής συμβιώσεως και κατά συνέπεια αντιβαίνει στο δίκαιο,
αποστολή του οποίου αποτελεί ακριβώς η διατήρηση των ομαλών
κοινωνικών σχέσεων.
Βασικός λόγος χαρακτηρισμού μιας συμπεριφοράς ως άδικης είναι ότι αυτή
είναι ιδιαίτερα βλαπτική για την ομαλή κοινωνική συμβίωση. Κατά συνέπεια
οι λόγοι άρσης του αδίκου μπορούν να στηριχθούν είτε στο ότι μια
συμπεριφορά που γενικά είναι βλαπτική για τα έννομα αγαθά στην
συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσβάλλει κανένα έννομο συμφέρον («αρχή
του ελλείποντος συμφέροντος») είτε στο ότι είναι μεν και στη συγκεκριμένη
περίπτωση βλαπτική όμως εξυπηρετεί ταυτόχρονα έναν σκοπό
σπουδαιότερο από την αξία του βλαπτόμενου εννόμου αγαθού («αρχή του
υπέρτερου συμφέροντος»). Σε αυτές τις δύο αρχές στηρίζεται όλο το
οικοδήμημα των λόγων άρσεως του αδίκου.

ΙΙΙ. Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΡΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ


1. Το σύστημα
Α. Θεωρία του σκοπού: όταν η συμπεριφορά αποτελεί μέσο προς επίτευξη
σκοπού που αναγνωρίζεται από τον νομοθέτη ως ορθός και δίκαιος, τότε δεν
είναι άδικη.
Β. Θεωρία του ελλείποντος ή υπέρτερου συμφέροντος: Η συμπεριφορά
ποινικοποιείται διότι είναι κοινωνικά επιζήμια. ΄Αρα δεν είναι άδικη όταν
αποτρέπει βαρύτερη ζημία ή δεν υπάρχει καν ζημιά. (Στην άμυνα προστίθεται ως
δικαιολόγηση και η αυθεντία της εννόμου τάξεως).

΄ΑΜΥΝΑ

1. ΄Εννοια
΄Αρθρο 22: «Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία
προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή τρίτο από άδικη και
παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του».
Διπλή καθολικότητα του δικαιώματος άμυνας:
- οποιοσδήποτε μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα υπερασπιζόμενος τον εαυτό
του ή τρίτο
- οποιοδήποτε έννομο αγαθό μπορεί να τύχει υπερασπίσεως (με τις εξαιρέσεις
που θα γνωρίσουμε παρακάτω).
2. Βασικές αρχές:
- δικαίωμα αυτοπροστασίας του ατόμου: Κάθε άτομο του οποίου τα έννομα
αγαθά απειλούνται έχει δικαίωμα να αμυνθεί και να αποκρούσει την απειλή.
- Με την παραχώρηση του δικαιώματος άμυνας στο άτομο η πολιτεία
αναγνωρίζει την αδυναμία της να παρεμβαίνει ακαριαία παντού όπου
λαμβάνουν χωρίς προσβολές εννόμων αγαθών.
- Επιβεβαίωση της αυθεντίας της εννόμου τάξεως: συντελείται με την
απόκρουση της άδικης επιθέσεως που την θέτει υπό αμβισβήτηση.

ΙΙ. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ


1. Επίθεση
«Επίθεση» είναι κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που απειλεί έννομο
αγαθό.
Όχι «επίθεση» οι πράξεις ζώων, εκτός εάν το ζώο είναι το μέσο (όργανο)
της επιθέσεως, οπότε «επιτίθεται» ο ιδιοκτήτης.
Δεν είναι επίθεση μια ανθρώπινη συμπεριφορά που δεν αποτελεί καν
πράξη λόγω του ότι η σωματική κίνηση του «επιτιθέμενου» δεν είναι
συνειδητή (π.χ. υπνοβάτης) διότι δεν θέτει υπό αμβισβήτηση την αυθεντία
της εννόμου τάξεως (η κρατούσα άποψη όμως δέχεται εδώ επίθεση).
2. Άδικη
Πρόβλημα: πρέπει να υπάρχει εγκληματικό άδικο;
Παραδείγματα:
α) Απόκρουση φορτικού ρεπόρτερ που προσπαθεί επίμονα να
φωτογραφήσει διάσημο πρωταγωνιστή του κινηματογράφου. Εδώ
πρόκειται για προσβολή του ιδιωτικού απορρήτου που δεν συνιστά
έγκλημα. Καλύπτεται από άμυνα τυχόν βιοπραγία εκ μέρους του
φωτογραφιζόμενου (ή των συνοδών του) κατά του ρεπόρτερ;
Ορθότερη λύση: Καταρχήν απαιτείται εγκληματικό άδικο, διότι η άμυνα ως
δυνατότητα βλάβης τρίτου πρέπει να παρέχεται με φειδώ.
Κατ’ εξαίρεση όμως μπορεί να αναγνωρισθεί δικαίωμα άμυνας και σε
περιπτώσεις μη εγκληματικών επιθέσεων (π.χ. ενοχλητικός ηδονοβλεψίας,
φορτικός ρεπόρτερ κ.λπ.) όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος αμέσου
αποκρούσεως της επιθέσεως. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή ισχύει (σε
απόκλιση από τα γενικά ισχύοντα) η απαγόρευση δυσανάλογης βλάβης του
επιτιθέμενου (βλ. παρακάτω ΙΙΙ, 5).
2. Παρούσα
Παρούσα είναι η επίθεση όταν επίκειται άμεσα ή έχει αρχίσει και
συνεχίζεται.
Πρόβλημα: πότε η επίθεση «επίκειται άμεσα;»

Παράδειγμα: Ο Α απειλεί το Β δημόσια ότι «θα σου φάω το κεφάλι». Μετά


από μερικές ημέρες συναντώνται στο δρόμο. Ο Β βλέπει τον Α να βάζει το
χέρι στην τσέπη, όπου, όπως είναι γνωστό, αυτός φέρει περίστροφο. Ο Β
προλαβαίνει και τον πυροβολεί.
Α΄ άποψη:
Το άμεσο της επιθέσεως συμπίπτει με την αρχή εκτελέσεως στην
απόπειρα.
Β΄ άποψη:
Η επίθεση επίκειται άμεσα όταν κάθε καθυστέρηση ενδέχεται να αποβεί
μοιραία για το απειλούμενο έννομο αγαθό.
4. Να στρέφεται εναντίον ατομικών εννόμων αγαθών.
Πρόβλημα: Είναι δυνατή άμυνα και κατά πράξεων που ανήκουν στο
κοινωνικό
σύνολο ή στην Πολιτεία;
Ορθότερη μάλλον η εξής διάκριση:
α) Όταν το απειλούμενο έννομο αγαθό του κοινωνικού συνόλου έχει ατομική
– περιουσακή υπόσταση (π.χ. κοινωφελείς εγκαταστάσεις, μουσειακά
εκθέματα) επιτρέπεται άμυνα.
β) Όταν το απειλούμενο έννομο αγαθό του κοινωνικού συνόλου έχει άυλη-
ιδεατή μορφή (π.χ. κοινή ησυχία) ή αποτελεί στοιχείο της συνταγματικής
υποστάσεως του κράτους δεν χωρεί άμυνα κατά της προσβολής του (εξαίρεση
άρθρο 120 Συντ).

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ

Ι. ΕΝΝΟΙΑ
Πρόκειται εδώ για περίπτωση συγκρούσεως εννόμων αγαθών, κατά τρόπο
ώστε η σωτηρία του ενός να είναι δυνατή μόνο με την θυσία του άλλου.
Ισχύει η αρχή του υπέρτερου συμφέροντος: το έννομο αγαθό που έχει
χαμηλότερη αξία θυσιάζεται υπέρ του άλλου, του οποίου η αξία είναι σημαντικά
υψηλότερη.
΄Αρθρο 25 ) Π.Κ. : «Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει
παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο
ή την πειρουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα αν η
βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και
την σπουδαιότητα από την βλάβη που απειλήθηκε».
ΙΙ. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
1. Κίνδυνος
Η ύπαρξη του κινδύνου διαπιστώνεται με αντικειμενική εκ των προτέρων κρίση.
2. Αντικείμενο του κινδύνου
Ο κίνδυνος πρέπει να απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του πράξαντος ή
τρίτου. Εξ αυτού συνάγεται:
α) Η κατάσταση ανάγκης δεν εφαρμόζεται όταν απειλούνται άλλα αγαθά εκτός
από τα προσωπικά ή τα περιουσιακά.
β) Επιτρέπεται η σε κατάσταση ανάγκης καταστροφή ξένου πράγματος όταν
απειλείται αγαθό που ανήκει στο κοινωνικό σύνολο αλλά έχει περιουσιακή
υπόσταση (π.χ. κοινωφελής εγκατάσταση).
3. Ο κίνδυνος πρέπει να είναι παρών.
Το παρών εξισούται με τη «παρούσα» επίθεση στην άμυνα (ΑΠ 1709/1989,
Ποιν. Χρ. Μ΄ 831).
4. Ο κίνδυνος πρέπει να είναι άλλως αναπότρεπτος
΄Αλλως αναπότρεπτος είναι ο κίνδυνος όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν
υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας του αγαθού που κινδυνεύει εκτός από την
προσβολή του αγαθού που τελικά θυσιάζεται.
Παραδείγματα:
α) ΑΠ 25/1983, Ποιν. Χρ. ΛΓ΄, 689: Δεν είναι άλλως αναπότρεπτος ο κίνδυνος
όταν ο δράστης εκδίδει ακάλυπτες επιταγές για να αντιμετωπίσει την οικονομική
δυσχέρεια στην οποία περιήλθε λόγω της ασθένειας του πατρός του.
5. Αντιστάθμιση αξιών
Η επελθούσα βλάβη πρέπει κατά το είδος και την σπουδαιότητα να είναι
σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα.

Παραδείγματα:
α) Το θύμα ενός δυστυχήματος (Θ) κείται αιμόφυρτο στο δρόμο. Ο ιατρός (Γ)
διαπιστώνει ότι η σωτηρία του είναι δυνατή μόνο με άμεση μετάγγιση αίματος και
παρακαλεί τον τρίτο (Α), ο οποίος έχει κατά σύμπτωση την ίδια ομάδα αίματος
με τον Θ, να προσφέρει αίμα, ο Α όμως αρνείται. Παρότι ο άμεσα απειλούμενος
θάνατος του Θ έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερη αντικειμενική σπουδαιότητα από
μια ελαφρά σωματική βλάβη του Α, ορθότερο είναι να αποκλεισθεί το δίκαιωμά
του Γ να αποσπάσει βίαια αίμα από τον Α (από μέρος της θεωρίας
υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη).

III. ΥΠΑΙΤΑΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ


Ο νόμος για την αποδοχή κατάστασης ανάγκης απαιτεί αυτή να επήλθε χωρίς
την υπαιτιότητα του ενεργούντος.

ΙV. ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΝΑ ΕΚΤΕΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ


Κατάσταση ανάγκης δεν υπάρχει για τα πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα
να εκτεθούν στον κίνδυνο (αστυνομικοί, στρατιωτικοί, ιατροί, πυροσβέστες κ.λπ)
(25 παρ. 2).
Πάντως η υποχρέωση αυτή αφορά τον κίνδυνο που είναι συνυφασμένος με
την εκτέλεση του νομίμου καθήκοντος ή μπορεί να προκύψει λόγω της
εκτελέσεως και κατά την εκτέλεση τούτου και όχι άσχετους με την εκτέλεση
κινδύνους.

Ι. Η ΠΡΟΣΤΑΓΗ
1. ΄Εννοια
Προσταγή υπάρχει όταν ιεραρχικά προϊστάμενος δημόσιος υπάλληλος δίνει
εντολή σε υφιστάμενό του να προβεί σε κάποια ενέργεια (πράξη ή παράλειψη).
Απαραίτητη η ύπαρξη ιεραρχικής σχέσεως όπου ο προϊστάμενος να έχει
προστακτική εξουσία και ο υφιστάμενος καθήκον υπακοής.
Δικαιολογητική βάση της ρυθμίσεως για την προσταγή στον ΠΚ είναι η αξίωση
του κράτους να επιδείξουν οι υφιστάμενοι υπακοή προς τους προϊσταμένους,
προκειμένου να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
2. Διακρίσεις
Η προσταγή μπορεί να πάσχει ως προς την νομιμότητά της από δύο αιτίες:
είτε επειδή αυτή είναι ουσιαστικά παράνομη είτε επειδή είναι τυπικά παράνομη.
Α. Ουσιαστικά παράνομη είναι η προσταγή που αντιτίθεται σε ουσιαστικό κανόνα
δικαίου.
Β. Τυπικά παράνομη είναι η προσταγή που δίνεται είτε από αναρμόδια αρχή είτε
δεν δίνεται κατά τους νόμιμους τύπους.
Παραδείγματα: α) Ο Υπουργός Συγκοινωνιών εκδίδει εγκύκλιο αναγόμενη
αποκλειστικά σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας, β) ο
Προϊστάμενος μιας Υπηρεσίας δίνει προφορική εντολή σε υφιστάμενο του σε
περίπτωση όπου ο νόμος απ[αιτεί έγγραφη.
3. Περιπτώσεις
Α. Προσταγή τυπικά και ουσιαστικά παράνομη
Ο προστασσόμενος υπέχει πλήρη ποινική ευθύνη (φυσικός αυτουργός), ο δε
προστάζων τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός.
Β. Προσταγή τυπικά νόμιμη, αλλά ουσιαστικά παράνομη: ο άδικος χαρακτήρας
της πράξεως του προστασσόμενου αίρεται και ο προστάξας τιμωρείται ως
έμμεσος αυτουργός (21).
3. Χωρεί άμυνα κατά της προσταγής:
Κατά της πράξεως στα πλαίσια προσταγής δεν επιτρέπεται άμυνα, διότι η πράξη
αυτή δεν είναι άδικη.

ΙΙ. Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ

1. ΄Εννοια
Συναίνεση υπάρχει όταν ένας φορέας εννόμου αγαθού δέχεται να προβεί τρίτος
ή την καταστροφή του.
Παραδείγματα:
α) ανθρωποκτονία που γίνεται με συναίνεση μπορεί να μεταβληθεί στο έγκλημα
του άρθρου 300.
β) άμβλωση που γίνεται με συναίνεση (εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 304).
2. Προϋποθέσεις:
Α. Να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη.
Παραδείγματα:
α) Αιμοδότης συναινεί να δώσει αίμα υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρωθεί με
υπέρογκο χρηματικό ποσό (εδώ η συναίνεση κάθεαυτή προσκρούει στα χρηστά
ήθη, η πράξη όμως καθεαυτή δεν είναι ηθικοκοινωνικά μεμπτή, άρα αίρεται ο
άδικος χαρακτήρας αυτής).
Β. Να υπάρχει κατά το χρόνο της πράξεως.
Μπορεί να δοθεί και σε χρόνο πολύ προγενέστερο της πράξεως, αρκεί να μην
έχει εν τω μεταξύ ανακληθεί.
Η συναίνεση ισχύει για μια συγκεκριμένη περίπτωση και δεν καλύπτει όλες τις
φάσεις της υπάρξεως του εννόμου αγαθού.
Παράδειγμα : Εάν ο Α επιτρέψει στον Β να χρησιμοποιήσει το βάζο του ως
στόχο σκοποβολής, δεν σημαίνει ότι ο Β μπορεί μια άλλη ημέρα να σπάσει το
βάζο χωρίς την συναίνεσή του χρησιμοποιώντας το ως μέσο επιθέσεως κατά του
Γ.
Γ. Να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στην αντικειμενικά υφιστάμενη βούληση του
συναινούντος.
Όχι συναίνεση σε περίπτωση αστεϊσμού ή πλάνης, βίας ή απειλής.

3. Η εικαζόμενη συναίνεση.
Το άδικο της πράξεως αίρεται, εφόσον σε αυτή θα συμφωνούσε και ο παθών
αν γνώριζε την καταστάσή του ή ήταν σε θέση να εκφράσει την βούλησή του.
Παράδειγματα:
α) Ο Α διαπιστώνει ότι από βλάβη στην υδραυλική εγκατάσταση κινδυνεύει να
πλημμυρίσει η κατοικία του γείτονά του Β, ο οποίος λείπει στο εξωτερικό. Για να
προλάβει το κακό διαρρηγνύει την πόρτα του σπιτικού του Β και διορθώνει την
βλάβη.
Η εικαζόμενη συναίνεση διερευνάται αντικειμενικά (με βάση την πιθανή στάση
σώφρονα ανθρώπου). Τυχόν υποκειμενικές ιδιοτροπίες του παθόντος
λαμβάνονται υπόψη.
Παράδειγμα: στο πρώτο από τα ανωτέρω παραδείγματα ο Α γνωρίζει ότι ο Β
είναι τόσο ιδιότροπος, ώστε δεν θέλει με κανέναν τρόπο να μπαίνουν ξένοι στο
σπίτι του, έστω και αν υπάρχει μεγάλη ανάγκη.

4. Συγκατάθεση
Διακρίνεται από την συναίνεση ως προς το ότι αίρει ήδη την τυπικότητα της
πράξεως έτσι ώστε να μην τίθεται καν θέμα αδίκου χαρακτήρα της
συμπεριφοράς. Συνιστάται κυρίως σε εγκλήματα όπου η πλήρωση της τυπικής
υποστάσεως προβλέπει ευθέως την ύπαρξη αντίθετης βουλήσεως του
παθόντος.
Παράδειγματα:
- βιασμός (336)
- διατάραξη οικιακής ειρήνης (334)
- παράνομη κατακράτηση (325)
- ακούσια απαγωγή (327)
- εξαναγκασμός σε ασέλγεια (337)
- παραβίαση του απορρήτου των επιστολών (370).
ΙΙΙ. ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
1. ΄Εννοια
Η σύγκρουση καθηκόντων αποτελεί ιδιάζουσα μορφή καταστάσεως ανάγκης:
δύο καθήκοντα του ιδιίου προσώπου έχουν συσχετισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η
εκπλήρωση του ενός να έχει αναγκαία συνέπεια την άμεση προσβολή του άλλου.
2. Περιπτώσεις
Α. Σύγκρουση δύο νομικών καθηκόντων.
Παράδειγματα:
α) Ο δικηγόρος Δ πληροφορείται από την πελάτη του Π ότι ο τελευταίος
σχεδιάζει να φονεύσει το θανάσιμο εχθρό του Θ. Εάν ο δικηγόρος καταγγείλει
τον Π για την σχεδιαζόμενη πράξη του προσκρούει στο άρθρο 371 (παραβίαση
επαγγελματικής εχεμύθειας), εάν πάλι δεν το καταγγείλει έρχεται σε αντίθεση με
τη διάταξη του άρθρου 232 (παρασιώπηση εγκλημάτων).

ΙV. ΑΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΑΙΡΟΥΝ ΤΟ ΑΔΙΚΟ


1. Καθήκον επιβεβλημένο από το νόμο (20).
Ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή
αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται
από το νόμο.
- Δικαίωμα κρατικών οργάνων που προβαίνουν σε πράξεις δικονομικού
καταναγκασμού (σύλληψη, κατ’ οίκον έρευνα, κατάσχεση κ.λπ).

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ


Ι. ΕΝΝΟΙΕΣ
1. Καταλογισμός
Καταλογισμός είναι η προσωπική μομφή που προσάπτει η έννομη τάξη στο
δράστη αδικοπραγίας για την τελεσή της.

2. Αρχή της ενοχής


Ο καταλογισμός σε ενοχή αποτελέι απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο
του εγκλήματος και την δικαιολογητική βάση της ποινικής μεταχειρίσεως
μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ι. Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ

1. ΄Εννοια
Νομική ρύθμιση: (34) «Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη εάν, όταν την
διέπραξε, λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή
διαταράξεως της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο
της πράξεώς του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο
αυτό».
2. Νοσηρά διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών:
Α. Ψυχώσεις
Β. Ολιγοφρένεια
Γ. Ψυχοπάθειες
Δ. Γενετήσιες ανωμαλίες
Ε. Νευρώσεις
3. Διατάραξη της συνειδήσεως:
Η διατάραξη της συνειδήσεως εμφανίζεται είτε ως διατάραξη της
αυτοσυνειδήσεως είτε ως διατάραξη της συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου
είτε ως διατάραξη της κατανοήσεως της σχέσεως μεταξύ εσωτερικού κόσμου
και περιβάλλοντος.
Α. Καταστάσεις ύπνου
Β. Πλήρης και οξεία υπερκόπωση
Γ. Ψυχική παραφορά
Δ. Πυρετικό παραλήρημα
Ε. Οξεία μέθη
ΣΤ. Διατάραξη από τοξικές ουσίες.
4. Η ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό:
Α. Νομική ρύθμιση (36). «Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις
που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως
σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό,
επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη». Λόγος μειώσεως της ποινής (κατά το μέτρο
του 83).

ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ

Ι. Η ΠΛΑΝΗ
1. Πραγματική πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης αγνοεί πραγματικά
περιστατικά που συνιστούν την αξιόποινη πράξη (δηλ. στοιχεία της
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος) ή έχει εσφαλμένη αντίληψη ως
προς την σημασία τους.
Παράδειγμα: Ο κυνηγός βλέπει να κινείται κάτι πίσω από τους θάμνους και,
νομίζοντας ότι πρόκειται για αγριογούρουνο, πυροβολεί. Στην πραγματικότητα
πρόκειται για αμέριμνο περιπατητή που τραυματίζεται θανάσιμα από τα σκάγια.
Εδώ ο δράστης πραγματώνει μεν την πράξη του (πυροβολισμός) την
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, όμως αγνοεί κατά
την τέλεσή της το ουσιώδες πραγματικο στοιχείο αυτής, ότι δηλ. πυροβόλησε
«άνθρωπο».
2. Νομική πλάνη
Ο καταλογισμός σε ενοχή προύποθέτει γνώση του αδίκου ή τουλάχιστο
δυνατότητα γνώσεως αυτού, όταν αυτό δεν συμβαίνει η πράξη δεν μπορεί να
καταλογισθεί στο δράστη.
Παράδειγμα: Ο αλλοδαπός Α παίζει βιολί κατά τις ώρες μεσημβρινής ησυχίας.
Στη βορειοευρωπαϊκή χώρα από την οποία προέρχετα δεν υπάρχει, βέβαια, ώρα
κοινής ησυχίας τα μεσημέρια και φυσικά ούτε αντίστοιχες διατάξεις που
ποινικοποιούν την μη τήρησή της.

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Η έμμεση αυτουργία
΄Εμμεσος αυτουργός είναι εκείνος που πραγματώνει την τυπική υπόσταση του
εγκλήματος όχι ο ίδιος, αλλά μέσω τρίτου, συνήθως ποινικά ανεύθυνου
προσώπου.
Πέρα από τις παραπάνω ορθότερο είναι να θεωρηθεί ότι υπάρχει έμμεση
αυτουργία όταν ο άμεσα δρων είναι παράφρων ή ποινικά ανεύθυνος ανήλικος.
Παράδειγμα: Ο Α λέει στον πεντάχρονο Π να πετάξει «για πλάκα» μια πέτρα στο
κεφάλι του Β. Ο Π προβαίνει στην πράξη, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του
Β.
Η ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑ
1. Προϋποθέσεις
- Συναπόφαση
- Συνεκτέλεση
Νομική ρύθμιση: 45 Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη
πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως.
Α. Συναπόφαση: κοινή βούληση για την τέλεση της αξιόποινης πράξεως.
Β. Συνεκτέλεση η από κοινού πραγμάτωση των στοιχείων της τυπικής
υποστάσεως του εγκλήματος (ΑΠ 92/1985, Ποιν. Χρ. ΛΕ΄/774).
Δεν είναι απαραίτητη η πλήρωση όλων των στοιχείων από έκαστο των
συναυτουργών, αρκεί ο καθένας να πραγματώνει ένα ή μερικά από αυτά.
Παράδειγμα: Ληστεία (380) : ο ένας συναυτουργός ασκεί παράνομη βία και ο
άλλος αφαιρεί τα χρήματα.

ΙV. Η ΠΑΡΑΥΤΟΥΡΓΙΑ

1. ΄Εννοια
Δύο (ή και περισσότεροι) δράστες κινούνται ξεχωριστά και χωρίς
προσυννενόηση (δηλαδή από σύμπτωση) προς την πλήρωση του ίδιου
εγκλήματος.
Παραδείιγματα:
α) Ο Α ρίχνει δηλητήριο στον καφέ του Β προκειμένου να τον θανατώσει. Ο Β
πέφτει σε κώμα που οδηγεί με βεβαιότητα στο θάνατό του. Εκείνη τη στιγμή
έρχεται ο Γ μη γνωρίζοντας την ενέργεια του Α, και τον πυροβολεί θανάσιμα.
β) Δύο τρομοκράτες τοποθετούν βόμβες στο σπίτι γνωστού πολιτικού, χωρίς
να γνωρίζει ο ένας την ενέργεια του άλλου.

2. Συνέπειες
Στη περίπτωση της παραυτουργίας δεν υπάρχει συναυτουργία, η δε ποινική
μεταχείριση του ενός είναι τελείως ανεξάρτητη από την μεταχείριση του
άλλου.

V. Η ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ
1. ΄Εννοια
Α. Ορισμός: 46 παρ. 1 εδ. α: ΄Οποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον
την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε (τιμωρείται με την
ποινή του αυτουργού).
Β. Προϋποθέσεις:
- πρόκληση αποφάσεως
- τέλεση τουλάχιστον απόπειρας
- διπλός δόλος του ηθικού αυτουργού (να προκαλέσει την απόφαση και
να γίνει το έγκλημα).
Η πράξη του αυτουργού πρέπει να είναι άδικη.
2. Τρόπος «προκλήσεως της αποφάσεως»
Α. Ως προς την σχέση του ηθικού με τον φυσικό αυτουργό.
Απαραίτητη η πνευματική επικοινωνία μεταξύ ηθικού και φυσικού
αυτουργού.
Β. Η συμπεριφορά του ηθικού αυτουργού πρέπει να «προκαλεί» την
απόφαση: εάν ο τρίτος ήταν ούτως ή άλλως αποφασισμένος να προβεί στην
πράξη δεν υπάρχει ηθική αυτουργία. (Υπάρχει όμως απόπειρα ηθικής
αυτουργίας, 186).
Παράδειγμα: Ο Α έχει αποφασίσει να δολοφονήσει τον ερωτικό αντίζηλο του
Γ. Προκειμένου να οργανώσει καλά την δολοφονία, μεταβαίνει σε ένα
καφενείο που συχνάζει ο Γ και ζητά πληροφορίες για το υποψήφιο θύμα του.
Εκεί τον συναντά ο Β, επαγγελματικός ανταγωνιστής του Γ, που
διαβλέποντας μια αντιπάθεια του Α προς το Γ, μη γνωρίζοντας όμως ότι
αυτός έχει ήδη αποφασίσει να τον δολοφονήσει, του προσφέρει υπέρογκο
ποσό, προκειμένου να «βγάλει από την μέση» τον Γ.
Β. Όχι ηθική αυτουργία όταν η πρόσκληση απευθύνεται σε αόριστο αριθμό
προσώπων προς τα οποία ο παροτρύνων δεν έχει άμεση προσωπική
επικοινωνία.
Παράδειιγμα: Ο Α, δημοφιλής εκφωνητής τηλεοπτικού σταθμού που
ενστερνίζεται απηρχαιωμένες θρησκοληπτικές απόψεις, έχει ενοχληθεί από
το γεγονός ότι κεντρικός κινηματογράφος προβάλλει σκανδαλοθηρικές
ταινίες. Σε μια τηλεοπτική εκπομπή ο Α απευθυνόμενος στο κοινό του λέγει
ότι «θα πρέπει κάποιος καλός χριστιανός να θέσει τέρμα στο έργο του
Σατανά καίγοντας το άντρο της ακολασίας». Ο τηλεθεατής Τ επηρεασμένος
από τα λεγόμενα του Α, βάζει φωτιά στον κινηματογράφο. Ορθότερο εδώ
είναι να δεχθούμε απλή διέγερση (184) και όχι ηθική αυτουργία σε
εμπρησμό, διότι δεν υπήρξε άμεση και συγκεκριμένη προσωπική
επικοινωνία του Α με τον δράστη (Τ).
4. Αποκλίσεις από την «πρόκληση»
Α. Ο αυτουργός υπερβαίνει τα όρια της προσκλήσεως και διαπράττει
βαρύτερο έγκλημα (με αντικείμενο την ίδια μονάδα εννόμου αγαθού).
Παράδειιγμα: ο Α παροτρύνει τον Β σε κλοπή και αυτός διαπράττει ληστεία.
Ο παροτρύνων τιμωρείται μόνο για ηθική αυτουργία στην κλοπή που
εμπεριέχεται στην ληστεία.
Β. Ο αυτουργός υπερβαίνει τα όρια προκλήσεως και διαπράττει άλλο έγκλημα
(διαφορετική μονάδα εννόμου αγαθού).
Παράδειιγμα: ο Α παροτρύνει τον Β να ληστέψει την Γ και αυτός την βιάζει.
Ο Α δεν έχει ποινική ευθύνη για ηθική αυτουργία στον βιασμό (παρά μόνο για
186).
Γ. Ο αυτουργός διαπράττει ελαφρότερο έγκλημα από εκείνο στο οποίο
παροτρύνθηκε από τον τρίτο (με αντικείμενο την ίδιας μονάδας εννόμου
αγαθού).
Παράδειιγμα: ο Α παροτρύνει τον Β να κακοποιήσει βάναυσα τον Γ και αυτός
του επιφέρει μόνο απλή σωματική βλάβη.
Ο Α τιμωρείται εδώ για ηθική αυτουργία στο ελαφρότερο έγκλημα σε συρροή με
186 για το βαρύτερο.
6. Agent provocateur
Νομική ρύθμιση, άρθρο 46 παρ. 2: «΄Οποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον
την απόφαση να τελέσει έγκλημα, με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ
αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευστική
του πράξη και με την θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του
εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη κατά το ήμισυ».
Παράδειγμα: Η Α, θέλοντας να εκδικηθεί το σύζυγό της Σ για τις ερωτικές του
ατασθαλίες, τον πείθει να διαρρήξει το κοσμηματοπωλείο του Γ. Την ώρα που ο
Σ επιχειρεί την πράξη, η Α ειδοποιεί την αστυνομία, η οποία και τον συλλαμβάνει
επ’ αυτόφωρο.
Διαφορά του Agent provocateur από τον ηθικό αυτουργό είναι ότι δεν έχει διπλό
αλλά μονό δόλο : Θέλει μεν να προκαλέσει την απόφαση, αλλά δεν θέλει να
ολοκληρωθεί το έγκλημα.

VI. ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ
1. ΄Αμεση συνέργεια.
46 παρ. 1 εδ. Β.
Α. Προϋποθέσεις:
α. Συνδρομή στην κύρια πράξη.
β. ΄Αμεση
γ. Κατά την τέλεση
Παραδείγματα:
α. Ο Α δέρνει τον Γ, τον οποίο κρατά από πίσω ο Β, προκειμένου να μην φέρει
αυτός αντίσταση.
Για τη στοιχειοθέτηση άμεσης συνέργειας απαιτείται εκ δόλου υποστήριξη της
κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα που διαπράττει ο
αυτουργός σε τρόπο ώστε χωρίς αυτήν να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η
εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Όταν η συνδρομή προσφέρεται πριν από την κύρια πράξη δεν υπάρχει άμεση
συνέργεια.
Παραδείγμα: Η Α μεταφέρει κρυμμένο κάτω από παλτό της σιδεροσωλήνα με
τον οποίο ο Β κτυπά και φονεύει τον Γ. Όχι άμεση (αλλά μόνο απλή) συνέργεια.
Απλή συνέργεια.
Παραδείγματα:
α) Ο Α φυλάει έξω από το σπίτι, την ώρα που ο Β διαρρηγνύει μέσα το
χρηματοκιβώτιο.
β) Ο Α αγοράζει τα εργαλεία με τα οποία ο Β ανοίγει την πόρτα και το
χρηματοκιβώτιο της οικείας του Γ.
γ) Ο Α προσφέρει στον Β την ώρα που ο τελευταίος διαρριγνύει το αυτοκίνητο
του Γ ένα αναψυκτικό (όχι συνέργεια).
Τιμωρητή και η «ψυχική συνέργεια», δηλ. η ενδυνάμωση του αυτουργού κατά
την τέλεση του εγκλήματος, με επιδοκιμασίες, παραινέσεις κ.λπ.
Παράδειγμα: Ο Α επιφέρει πλήγματα κατά του Β. Ο Γ, που περνά από τον τόπο
του εγκλήματος εκείνη τη στιγμή, επιδοκιμάζει με επιφωνήματα («φύγε», «δώσ’
του και άλλες») την πράξη του Α.
Πρόβλημα δημιουργείται εδώ ως προς τα όρια της ψυχικής συνέργειας με την
ηθική αυτουργία. Εάν ο φυσικός αυτουργός έχει ήδη αποφασίσει την τέλεση της
πράξεως και ο συμμέτοχος απλώς ενδυναμώνει την απόφασή του τότε έχουμε
ψυχική συνέργεια. Εάν όμως ο φυσικός αυτουργός αμφιταλαντεύεται ή έχει
ακόμη σοβαρές αναστολές η παρέμβαση δε του συμμετόχου τον βοηθά
αποφασιστικά να τις ξεπεράσει τότε έχουμε ηθική αυτουργία.

ΣΥΡΡΟΗ

Δεν είναι σπάνια η περίπτωση κατά την οποία ένας δράστης με την
συμπεριφορά του δεν πραγματώνει ένα μόνο έγκλημα αλλά περισσότερα.
Πραγματική συρροή έχουμε όταν ο δράστης με πολλές διαφορετικές πράξεις
τελεί πολλά εγκλήματα.
Κατ’ ιδέαν συρροή έχουμε όταν ο δράστης με μία πράξη πραγματώνει την
αντικειμενική υπόσταση περισσότερων από ένα εγκλημάτων.
Αληθινή συρροή έχουμε όταν η κοινωνική απαξία για την πολυδιάστατη
συμπεριφορά του δράστη εκφράζεται με την τιμώρηση των περισσοτέρων
εγκλημάτων που διέπραξε.
Παράδειγμα αληθινής πραγματικής συρροής: Ο Α εισέρχεται στην οικία της Β,
την βιάζει και στη συνέχεια κλέβει τα κοσμήματά της. ΄Εχουμε αληθινή,
πραγματική συρροή βιασμού 336 Π.Κ. και κλοπής 372 Π.Κ. Ο Α θα τιμωρηθεί
και για τα δύο εγκλήματα.
Παράδειγμα αληθινής κατ’ ιδέα συρροής: Ο Α πυροβολεί και σκοτώνει τους Β και
Γ. Κατ’ ιδέαν συρροή γιατί με μια πράξη, τον πυροβολισμό, πολλές
ανθρωποκτονίες. Αληθινή συρροή γιατί θα τιμωρηθεί για καθ’ ένα ξεχωριστά.
Φαινομένη συρροή έχουμε όταν η κοινωνική απαξία για την πολυδιάστατη
συμπεριφορά του δράστη καλύπτεται με την τιμώρηση ενός μόνο απ’ αυτά.
Παράδειγμα φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής: Η μητέρα που θανατώνει το
βρέφος της μετά τον τοκετό. Σ’ αυτήν την περίπτωση έχουμε τα εγκλήματα της
ανθρωποτκονίας εκ προθέσεως 299 Π.Κ. αλλά και το ειδικότερο της
παιδοκτονίας 303 Π.Κ. τα οποία συρρέουν κατ’ ιδέαν (με μια πράξη
περισσότερα εγκλήματα) αλλά και φαινομενικά (θα τιμωρηθεί μόνο για το
έγκλημα της παιδοκτονίας 303 Π.Κ.).
Παράδειγμα φαινομένης πραγματικής συρροής : Ο κλέφτης σπάει την πόρτα της
οικείας στην οποία εισέρχεται και κλέβει. ΄Εχουμε φαινομένη πραγματική συρροή
κλοπής ιδιοκτησίας 381 Π.Κ. Θα τιμωρηθεί μόνο για κλοπή. (το έγκλημα της
φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απορροφάται από την κλοπή ως μέσο εκτέλεσης
αυτής).

Βιβλιογραφία
Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τεύχος Ι και ΙΙ (1991).
Χαραλαμπάκης Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Δ΄ έκδοση (1999)
Μυλωνόπουλος, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου , (1997).

You might also like