You are on page 1of 33

Δίκαιο Αποδείξεως: το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη διαδικασία

και τα μέσα με τα οποία με τα οποία αποδεικνύουν οι διάδικοι τους ισχυρισμούς τους.


Δημιουργία δικανικής πεποίθησης: όποτε ο δικαστής θεωρήσει ότι έχει πειστεί για
την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών. Μέτρο απόδειξης: ποσοστό
πειστικότητας (100% βεβαιότητα του δικαστή ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι
αληθινά).

Αντικείμενο δικαίου απόδειξης:


Ορισμός: μετατρέπει τον ισχυρισμό σε γεγονός, η κρίση του διαδίκου περί της
αλήθειας. αξιολόγηση των πραγματικών ισχυρισμών, αυτοί είναι το θεμέλιο του
δικανικού συλλογισμού.

87Συντ: ανεξαρτησία δικαστή, ο δικαστής δεσμεύεται από τον νόμο.


340ΚπολΔ: αφήνει τον δικαστή να κρίνει ελεύθερα τους πραγματικούς ισχυρισμούς.
335ΚπολΔ: τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα
216ΚπολΔ: από τον ενάγοντα ζητώ να μου καταθέσει πραγματικά περιστατικά.
Πραγματικά γεγονότα ` νομικό γεγονός: εξέταση από τον Άρειο Πάγο (559 περ.1, 19
ΚπολΔ).
Γνώση περί τα πράγματα (ο δικαστής δέχεται ερεθισμούς με τις 5 αισθήσεις) ` γνώση
περί το νόμο (ο δικαστής δέχεται με συλλογισμούς).

1. άμεση αντίληψη των πραγμάτων: επεξεργασία των ερεθισμών των αισθήσεων,


παρατήρηση ενός αντικειμένου με τις αισθήσεις ή τη νόηση του. Δεν συλλογίζεται
νομικά ο δικαστής. Θα προσπαθήσει να το εντάξει παράλληλα σε αξιολόγηση.

2. έμμεση αντίληψη των πραγμάτων: ο δικαστής δεν έχει καμία αντίληψη με το


αντικείμενο (με τα μάτια, με τα αυτιά). Διαπίστωση της αλήθειας του γεγονότος με
βάση μόνο συλλογιστικές μεθόδους, θα δημιουργηθεί αντίληψη για τα γεγονότα
(αλλά όχι για τα κρίσιμα). Με δεδομένο ότι αποδείχθηκε το Α, θα περάσει στην κρίση
του πραγματικού γεγονότος για το οποίο δεν έχει αντίληψη (δηλαδή για τα κρίσιμα
πραγματικά περιστατικά). Την αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών την
δέχεται με την βοήθεια των διδαγμάτων κοινής πείρας.

Δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης:


-336ΚπολΔ:αποδεικτικοί λόγοι.
Η κρίση για την αλήθειας ενός πραγματικού ισχυρισμού. Άμεση ή έμμεση. Τα
βοηθήματα (γνώσεις γενικής ή ειδικής πείρας) δεν αποτελούν  πραγματικά γεγονότα,
συλλογισμούς του δικαστή, όχι  αντικείμενο του δικαίου απόδειξης.

3. διδάγματα κοινής πείρας: οι γνώσεις του μέσης μορφώσεως ανθρώπου σε ορισμένο


τόπο και χρόνο που απορρέουν από τη σχολική εκπαίδευση και την κοινωνική πείρα.

4. γνώσεις ειδικής πείρας: γνώσεις που συνιστούν αντικείμενο ορισμένης επιστήμης


και εισφέρονται από τους  πραγματογνώμονες.

-336+2ΚπολΔ: δέσμευση από το δεδικασμένο (οτιδήποτε έχει κύρος δημόσιας


αρχής). Δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε έγγραφο επιβάλλει την εφαρμογή του
336+2ΚπολΔ.
-336+1ΚπολΔ: τα πέραν κάθε αμφιβολίας γεγονότα.
-336+3ΚπολΔ: διαδικασία του  έμμεσου συλλογισμού (έμμεσα : με τη λογική μας, με
την βοήθεια των διδαγμάτων κοινής πείρας. Δεν εμπίπτει στην έννοια των
πραγματικών γεγονότων, ο δικαστής έχει αυτό το δικαίωμα.

a. Διαδικαστικές προϋποθέσεις
b. Διαδικαστικές πράξεις
c. Επιδόσεις
d. Προθεσμίες
e. Ακυρότητες
f. Δίκαιο αποδείξεως

Το να έχεις ένα δικαίωμα δεν αρκεί, πρέπει να το αποδείξεις.


-106ΚπολΔ: αρχή διαθέσεως ` αυτεπάγγελτη ενέργεια δικαστηρίου
αρχή συζητήσεως ` ανακριτικό σύστημα. Ο δικαστής να κινήσει τη διαδικασία, να
χρησιμοποιήσει αποδεικτικά μέσα που δεν χρησιμοποίησαν οι διάδικοι (κατόπιν
αιτήσεως του διαδίκου). αναιρετικά ενώπιον του Αρείου Πάγου Ί για συγκεκριμένους
λόγους θεμελιώνεται : ουσιαστικούς και δικονομικούς. Το δικαστήριο αποφαίνεται με
βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προβάλλονται  να έχει δημιουργηθεί
πλήρης δικανική πεποίθηση.
Αρνησιδικία δεν επιτρέπεται.
Βάρος απόδειξης: ποιος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τον ισχυρισμό. Αν δεν
πεισθεί το δικαστήριο η αγωγή θα απορριφθεί.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:

1. Τακτική απόδειξη (270ΚπολΔ). Μόνο, δεν υπάρχει προαπόδειξη.


2. Κύρια απόδειξη (378ΚπολΔ): διεξάγει όποιος φέρει τι βάρος απόδειξης με στόχο
να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση του δικαστή.
Ανταπόδειξη: διεξάγει ο αντίδικος με στόχο απλώς να κλονίσει την πλήρη δικανική
πεποίθηση που προσπαθεί να αποδείξει ο φέρων το βάρος απόδειξης.
3.  πλήρης απόδειξη: η πλήρης απόδειξη είναι όταν κανείς λογικός άνθρωπος δεν
μπορεί να αμφιβάλλει για την αλήθεια κάποιων πραγματικών περιστατικών.  Μέτρο
απόδειξης θεωρείται το ποσοστό απόδειξης, δηλαδή από πότε μπορεί ο δικαστής να
θεωρηθεί ότι πείστηκε για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών. Στο ελληνικό
δίκαιο με το 340ΚπολΔ ισχύει η υποκειμενική θεωρία της πλήρους απόδειξης,
δηλαδή η μη αμφιβολία του δικαστή για την αλήθεια ορισμένων πραγματικών
περιστατικών.
Εκ πλαγίου παράβαση του νόμου = ανεπάρκεια αιτιολόγησης της απόφασης ¨λόγοι»
(340βΚπολΔ) = 559+19ΚπολΔ
Πιθανολογική: υπάρχει όταν ένα περιστατικό θεωρείται πολύ πιθανό.
Κανόνας είναι η πλήρης απόδειξη,  πιθανολογήσει χρησιμοποιείται μόνο όταν την
προβλέπει ο νόμος (347ΚπολΔ).
4. αυστηρή: η αυστηρή απόδειξη διεξάγεται με τα αποδεικτικά μέσα, αλλά και τη
διαδικασία που προβλέπει ο δικονομικός νόμος. Ο δικονομικός νόμος απαριθμεί στο
339ΚπολΔ με μια προσθήκη του 270+2β ΚπολΔ  προβλέπει ένα περιορισμένο αριθμό
αποδεικτικών  μέσων. Η αυστηρή απόδειξη διεξάγεται με αυτά τα αποδεικτικά μέσα
και με την διαδικασία η οποία προβλέπεται στο δικονομικό νόμο.
Ελεύθερη: η ελεύθερη απόδειξη διεξάγεται με αποδεικτικά μέσα τα οποία και δεν
προβλέπονται από το νόμο χωρίς δέσμευση διαδικασίας και χωρίς δέσμευση από τους
κανόνες αποδεικτικής δύναμης (=από ορισμένα αποδεικτικά μέσα δημιουργείται
υποχρεωτικά στο δικαστή πεποίθηση για την αλήθεια ορισμένων πραγματικών
περιστατικών). Στην ελεύθερη απόδειξη οι κανόνες αυτοί (δεσμευτικής  δικανικής
πεποίθησης) δεν ισχύουν.
π.χ.  μικροδιαφορές : 469+2ΚπολΔ
π.χ. 8ΚπολΔ: προσδιορισμός αξίας αντικειμένου της δικής
μερικά ελεύθερη: η μερικά ελεύθερη απόδειξη λαμβάνει υπ' όψιν και αποδεικτικά
μέσα εκτός καταλόγου, αλλά δεν μπορεί να καταργήσει τους κανόνες περί
αποδεικτικής δυνάμεως.
5. άμεση απόδειξη: κατ' ευθείαν δημιουργείται δικανική πεποίθηση με βάση τα
αποδεικτικά μέσα περί του αντικειμένου της αποδείξεως
έμμεση δια τεκμηρίων απόδειξη: λειτουργεί με την βοήθεια των διδαγμάτων κοινή
πείρας. Πρέπει να αντιδιαστέλλεται με τα δικαστικά τεκμήρια του 339 ΚπολΔ. Η
χρησιμοποίηση των διδαγμάτων κοινής πείρας ελέγχεται αναιρετικά  μόνο όταν
χρησιμοποιούνται για την εξειδίκευση  ορισμένων νομικών εννοιών.
Οι συλλογισμοί της έμμεσης απόδειξης από το δικαστή άλλοτε γίνονται με δική του
πρωτοβουλία, χωρίς νομοθετική πρωτοβουλία (έμμεση δια τεκμηρίων απόδειξη) και
άλλοτε του την επιβάλλει ο νόμος (νομικό τεκμήριο).
Δικαστικό τεκμήριο = ιδιώνυμο αποδεικτικό μέσο (339 ΚπολΔ)

ΚΑΝΟΝΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

i. τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να είναι υποστατά (339, 270+2β ΚπολΔ).


Όταν προβλέπεται πιθανολόγηση ο κανόνας των υποστατών δεν ισχύει.
ii. Ελεύθερη χρήση των αποδεικτικών μέσων. Μπορούμε να χρησιμοποιούμε
οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Εξαιρούνται οι μάρτυρες (393). Στην μερικά
ελεύθερη απόδειξη η εξαίρεση δεν ισχύει.
iii. Σωρευτική χρήση αποδεικτικών μέσων
iv. Αρχή της αυτεπάγγελτης διάταξης αποδεικτικών μέσων (2107ΚπολΔ) για τους
πραγματικούς ισχυρισμούς που προτάθηκαν μόνο.
v. Αρχή της αμεσότητας διεξαγωγής της απόδειξης (270ΚπολΔ). Η απόδειξη
διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου που θα κρίνει την υπόθεση.
vi. Κοινότητα των αποδεικτικών μέσων. Ξ χρησιμοποίηση των αποδεικτικών μέσων
που θα διατάξει το δικαστήριο βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων. όταν
προσαχθεί, αξιολογούνται και εξετάζονται και από τους δυο διαδίκους. Λαμβάνονται
υπ' όψιν και χρησιμοποιούνται και για την απόδειξη ισχυρισμών και του άλλου
διαδίκου.
vii. Ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από τον δικαστή. Το δικαστήριο
είναι ελεύθερο να εκτιμήσει τα αποδεικτικά μέσα, να δημιουργήσει δηλαδή δικανική
πεποίθηση. Εξαίρεση προβλέπεται  όταν ισχύουν οι λεγόμενες ¨νομικές αποδείξεις¨,
όταν ο δικανικός νόμος επιβάλλει συγκεκριμένη αποδεικτική δύναμη σε ορισμένα
αποδεικτικά μέσα.

Η ελεύθερη εκτίμηση δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αλλά μόνο από το εφετείο.
Η μη τήρηση των κανόνων νομικών αποδείξεων ελέγχεται και από τον Άρειο Πάγο.
Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπ' όψιν του τα αποδεικτικά μέσα (559+19ΚπολΔ) και
τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτάθηκαν (559+8ΚπολΔ) και είναι χρήσιμοι
για την κρίση της υπόθεσης.
· ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (είδη αποδεικτικών διαδικασιών)
· ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (αποδεικτικά μέσα 339ΚΠολΔ)

Αποδεικτική διαδικασία: διαδικαστικές ενέργειες του δικαστηρίου, των διαδίκων και


τρίτων προσώπων που διαβλέπουν στη διαπίστωση της αλήθειας των πραγματικών
ισχυρισμών, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την επίδικη διαφορά.
 Ο δικαστής αποφαίνεται με βάση το αποδεικτικό υλικό που βρίσκεται ενώπιον του.
Στην πολιτική δίκη ισχύουν οι αρχές της διαθέσεως (= το δικαστήριο αποφαίνεται
μόνο μετά από αίτημα των διαδίκων και μόνο στα πλαίσια του αιτήματος και πάντα
με βάση τους ισχυρισμούς που αποδεικνύουν οι διάδικοι). Το πώς θα αποδείξει κανείς
το επίδικο δικαίωμα εναπόκειται στη θέληση του. Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία
(αποδεικτική: οι διαδικαστικές ενέργειες του δικαστηρίου, των διαδίκων και των
τρίτων προσώπων που αποβλέπουν στην διαπίστωση της αλήθειας των πραγματικών
ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και είναι αποφασιστικής
σημασίας για την επίδικη διαφορά.

Είδη αποδείξεως:

ΟΜΟΛΟΓΙΑ (352-4ΚΠολΔ, 99ΚΠολΔ)

Ορισμός: η έκθεση ή η αποδοχή από μέρους κάποιου εκ των διαδίκων γεγονότων,


επιζήμιων γι' αυτόν. Είναι αποδεικτικό μέσο και το δικαστήριο υποχρεούται να το
λάβει υπ όψιν του (559+11). Έχει αυξημένη αποδεικτική ισχύ.
Στοιχεία ομολογίας:
1. έκθεση προβάλλει για πρώτη φορά ο ίδιος τα επιζήμια γεγονότα
2. αποδοχή το επιζήμιο γεγονός αναφέρεται στην αγωγή
3. επιζήμιο γεγονός κρίσιμος χρόνος όταν αυτό εκτίθεται ή γίνεται αποδεκτό, όχι αν
αργότερα έγινε το γεγονός επιζήμιο.
Νομική φύση: αποτελεί αποδεικτικό μέσο (335,338 ΚΠολΔ). Αν ο διάδικος που
αμφισβητεί τελικά ομολογήσει, το γεγονός θεωρείται αποδεδειγμένο με την ομολογία

Διαφορά με τα άλλα αποδεικτικά μέσα: η ομολογία ενώπιον δικαστηρίου αποτελεί


πλήρη απόδειξη εναντίον αυτού που ομολόγησε και το δικαστήριο δεν μπορεί να την
κρίνει.

Διακρίσεις ομολογίας:
1) Ανάλογα με τον τόπο: δικαστική: λαμβάνει ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει
την συγκεκριμένη υπόθεση, γίνεται είτε με δικόγραφο είτε με δήλωση των διαδίκων
που απευθύνεται ενώπιον των δικαστηρίου και καταχωρείται στα πρακτικά. Έχει
πλήρη αποδεικτική ισχύ. Εξώδικη: λαμβάνει χώρα σε άλλο δικαστήριο ποινικό ή
διοικητικό. Δεν έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ.
2) Ανάλογα με το περιεχόμενο: απλή: περιορίζεται αυστηρά στην έκθεση ή αποδοχή
του επιζήμιου γεγονότος. Σύνθετη: μαζί με την έκθεση ή αποδοχή του επιζήμιου
γεγονότος ο διάδικος προσθέτει και ένα επωφελές γεγονός με αποτέλεσμα να
περιορίζει ή να αναστέλλει ή να αναιρεί το επιζήμιο γεγονός.
3) Ανάλογα με τον τρόπο. Ρητή: με ρητή δήλωση βουλήσεως γραπτή ή προφορική.
Σιωπηρή ή συναγόμενη: συνάγεται από απλή δήλωση (261 ΚΠολΔ). Η ρητή και η
σιωπηρή αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τον νόμο.
Προϋποθέσεις:
1) ικανότητα προς ομολογία: δυο απόψεις για την νομική φύση της ομολογίας.
Ανάλογα με το ποια αποδεχόμαστε ορίζεται η ικανότητα της ομολογίας.
-1η άποψη. Ανακοίνωση γνώσης (κρατούσα άποψη) οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί
να ομολογήσει χωρίς παραπάνω προϋποθέσεις.
-2η άποψη. Δήλωση βουλήσεως ότι παραιτείται από το δικαίωμα να αντιλέξει τους
ισχυρισμούς/ το δικαίωμα/ την αποδεικτική διαδικασία. Απαιτείται ικανότητα προς
δικαιοπραξία, ικανότητα παραστάσεως στο δικαστήριο, ικανότητα να είναι διάδικος
(ικανότητα δικαίου) και εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος.
2) Πρόθεση ομολογίας: με την πρόθεση να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της
ομολογίας, όχι χάριν αστεϊσμού. Ενώπιον δικαστηρίου όταν κάποιος διάδικος
επικαλείται εξώδικη ομολογία, η πρόθεση τεκμαίρεται και άρα εναπόκειται στον
ομολογήσαντα να ανακαλέσει αποδεικνύοντας το αντίθετο. Στην εξώδικη ομολογία, η
πρόθεση πρέπει να αποδεικνύεται από αυτόν που την επικαλείται.
3) Πρέπει να αφορά έννομη συνέπεια /σχέση, δηλαδή υποχρέωση ή δικαίωμα που να
υπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία, που να διέπεται από την βούληση των μερών,
που να συστήνεται ή να αλλοιώνεται με την βούληση των μερών.
παρ. 600ΚΠολΔ : η ομολογία στο πλαίσιο των γαμίκων διαφορών εκτιμάται
ελεύθερα, δεν έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ όπως τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και
την εξώδικη ομολογία, αφού αυτή η έννομη σχέση δεν υπόκειται στην ιδιωτική
αυτονομία.

ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΟΜΟΛΟΓΕΙ: ποιος ομολογεί, ο διάδικος ή ο δικηγόρος;


Μπορεί και ο διάδικος και ο δικηγόρος. Ακόμα και όταν ο διάδικος πρέπει να
παρίσταται μετά δικηγόρου μπορεί να ομολογήσει όταν εξετάζεται ως διάδικος. Ο
δικηγόρος μπορεί να ομολογήσει μέσω δικογράφου. Ενώπιον του δικαστηρίου, ο
διάδικος παρίσταται είτε μετά δικηγόρου είτε δια δικηγόρου. Δεν είναι αναγκαία η
παράσταση του διαδίκου. παρ.270ΚΠολΔ- σημαντικό για την ομολογία.
-99ΚΠολΔ. Όταν παρίσταται μετά δικηγόρου, όταν ο δικηγόρος ομολογεί, ο διάδικος
μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του δικηγόρου.
-352ΚΠολΔ. Αν δεν είναι στο δικαστήριο όταν ο δικηγόρος ομολογεί, η ανάκληση
από τον διάδικο πρέπει να γίνει με απόδειξη του αντιστρόφου.

Α) αναγνώριση επίδικης αξίωσης αποδοχή της αγωγής ` ομολογία (αναφέρεται στα


αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά). Η αναγνώριση αναφέρεται στην έννομη
συνέπεια που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης στο σύνολο της. Δηλαδή αποδέχεται
ο Χ την αιτούμενη έννομη συνέπεια. π.χ. αποδέχομαι ότι οφείλω 1000¬ ως υπόλοιπο
τιμήματος πώλησης.

Δικαστική ομολογία: δεσμεύει το δικαστήριο.


Αποδοχή αγωγής: δεν είναι αποδεικτικό μέσο αλλά τρόπος περάτωσης της δίκης.
Ακριβέστερα είναι τρόπος κατάργησης της δίκης.
298ΚΠολΔ. από την στιγμή που ο εναγόμενος αποδεχθεί την αγωγή, το δικαστήριο
υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με αυτήν. Η ομολογία αναφέρεται στα
πραγματικά περιστατικά (ουσία βάσιμο και πραγματικά περιστατικά) και όχι νόμω
βάσιμο. Η αποδοχή αναφέρεται στο νόμω βάσιμο, ακόμη κι αν έχουμε νόμω αβάσιμο,
το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει απόφαση. Στην ομολογία ελέγχεται το
νόμω βάσιμο.
Β) αιτιολογημένη άρνηση αγωγής ` ομολογία
Δύσκολη η διάκριση ανάμεσα τους.  Αρνητική τοποθέτηση στα πραγματικά
περιστατικά.
π.χ. (1). ναι, μου έδωσε χρήματα αλλά έχω εξοφλήσει.
        (2). ναι, μου έδωσε χρήματα επειδή μου τα χρωστούσε.

 (1) ένσταση εξοφλήσεως, απ΄ τη μια πλευρά εκθέτει ένα επιλήψιμο γι' αυτόν γεγονός
αλλά απ' την άλλη ένα επωφελές Ίσύνθετη ομολογία.
Έχουμε και την έκθεση νέων πραγματικών περιστατικών, πραγματικό άλλου κανόνα
δικαίου, ένσταση εξοφλήσεως(σε άλλο π.χ. θα μπορούσε να ήταν ένσταση
παραγραφής)
 (2) αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς προσθέτοντας άλλους ισχυρισμούς
αδιάφορο όμως για το δάνειο αιτιολογημένη άρνηση αγωγής.
Στην σύνθετη ομολογία, οπότε,  έχουμε και επίκληση νέων πραγματικών
περιστατικών, πραγματικό νέου κανόνα δικαίου, ο ενάγων απαλλάσσεται από το
βάρος να αποδείξει τους πραγματικούς ισχυρισμούς. Θεωρούνται αποδεδειγμένοι και
αφού ο εναγόμενος προβάλλει και έναν αντίθετο κανόνα δικαίου, ο οποίος μπορεί να
επηρεάσει την εξέλιξη της δίκης. Στην αιτιολογημένη άρνηση ισχύει το 338ΚΠολΔ.
Υπάρχει και η λεγόμενη μερική άρνηση (π.χ. δεν μου έδωσε 2000¬ αλλά 1000¬).

Γ) εξέταση των διαδίκων ως ειδικότερο αποδεικτικό μέσο ` ομολογία.


Οι διάδικοι ομολογούν, όμως εξετάζονται και από το δικαστήριο, μπορεί να ζητηθεί
να δοθούν κάποιες διασαφηνίσεις κυρίως σχετικά με τους αγωγικούς ισχυρισμούς,
εξετάζονται επώνυμο αποδεικτικό μέσο (270+3, 245ΚΠολΔ)
α. ομολογία: κατάθεση επιζήμιων γεγονότων, αποδεικνύει σε βάρος των διαδίκων.
εξέταση: κατάθεση και επωφελών γεγονότων
β.  ομολογία: δεσμευτική ισχύς, ισχύει η δικονομική νομική απόδειξη.
εξέταση: εκτιμάται ελεύθερα (340ΚΠολΔ)

Η εξέταση ήταν επικουρικό αποδεικτικό μέσο, αλλά δεν ισχύ σήμερα (270+3
ΚΠολΔ). Όταν ο διάδικος εξετάζεται μπορεί να ομολογήσει. Τι ομολογία είναι αυτή;

1η άποψη: εξώδικη, εκείνη τη στιγμή που καταθέτει δεν έχει την ιδιότητα του
διαδίκου, αλλά είναι φορέας αποδεικτικού μέσου.
2η άποψη: δικαστική, διοτι παρέχεται από τον διάδικο και έχει πλήρη αποδεικτική
ισχύ(κρατούσα).

353ΚΠολΔ: διαιρετό της ομολογίας.


Αν το επωφελές γεγονός δεν είναι αυτοτελές, δεν αποτελεί το πραγματικό κάποιου
κανόνα δικαίου, εκτιμάται ελεύθερα, δηλαδή δεν έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ.
Αν η ομολογία γίνεται απ' τον πληρεξούσιο δικηγόρο παρισταμένου διαδίκου,
ανακαλείται ελεύθερα (99ΚΠολΔ).
Αν η ομολογία γίνεται απ' τον πληρεξούσιο δικηγόρο χωρίς να παρίσταται αντίστοιχα
ο διάδικος (354ΚΠολΔ) αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης(πρέπει ο ισχυριζόμενος
να το αποδείξει π.χ. ότι δεν πήρε χρήματα).

ΑΥΤΟΨΙΑ
 Αποδεικτικό μέσο: ο δικαστής με τις αισθήσεις του και τα διδάγματα της κοινής
πείρας διαμορφώνει δικανική πεποίθηση ως προς τα αποδεικτικά γεγονότα. Δεν είναι
υποχρεωτικό, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αν υπάρξει
ανάγκη μπορεί να διαταχθεί αυτοψία είτε με πρόταση του διαδίκου είτε
αυτεπαγγέλτως. Συνήθως από ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο λόγω φύσης
υποθέσεων και αφορούν κυρίως εμπράγματες υποθέσεις π.χ. σχετικά με όρια ή
απαλλοτριώσεις. Κατά κανόνα εκτός ακροατηρίου (αφού συνήθως αφορά ακίνητα)
εκτός αν αφορά κινητά. Συνδυάζεται και με πραγματογνωμοσύνη και με εξέταση
μαρτύρων. Το ότι διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως είναι απόρροια του 107ΚΠολΔ.

Ν. 2915/2005 καταργείται με προδικαστική απόφαση η αυτοψία και όταν το


δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να διαταχθεί αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη
(270+4ΚΠολΔ) τη διατάζει με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα
πρακτικά.
364 ΚΠολΔ: για να γίνει αυτοψία πρέπει να κληθούν και οι ενδιαφερόμενοι. Εάν
όμως ο αντίδικος μας λείπει (ερημοδικία) και το δικαστήριο διατάξει αυτοψία ή το
αντικείμενο βρίσκεται στα χέρια τρίτου τότε πρέπει να πάρουμε αντίγραφο των
πρακτικών και να το κοινοποιήσουμε στον αντίδικο ή στο τρίτο (360ΚΠολΔ).

Πώς διατάσσεται η αυτοψία; Αν το δικαστήριο διατάξει πραγματογνωμοσύνη ενώ δεν


θα έπρεπε ή εάν δεν διατάξει ενώ ζητείται, δεν ελέγχεται διότι εναπόκειται στην
διακριτική του ευχέρεια.

Μέχρι Ν.2915/01 : διαφοροποίηση αποδεικτικής διαδικασίας.


  -ενώπιον μονομελών πρωτοδικείων: προαπόδειξη
  -ενώπιον πολυμελών πρωτοδικείων: τακτική απόδειξη

Μετά Ν.2915/01 : ενιαία διαδικασία σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια:


προαπόδειξη. Όσα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούσαν οι διάδικοι να προσκομίσουν, το
δικαστήριο (μονομελές) ανακοίνωνε προφορικά ότι επρόκειτο να τα χρησιμοποιήσει
(270+4ΚΠολΔ)

Πως συνεχίζεται η διαδικασία μετά την αυτοψία; (360 ΚΠολΔ).


Μόνο μια συζήτηση 270+4ΚΠολΔ : υποχρεωμένο το δικαστήριο να ορίσει και την
δικάσιμο στην οποία θα προχωρήσει η συζήτηση (γιατί όταν έχουμε αυτοψία
λαμβάνει χώρα έξω από το δικαστήριο) αφού με αυτοψία/ πραγματογνωμοσύνη
διακόπτεται η συζήτηση.
ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ (368 επ. ΚΠολΔ)

 Αποδεικτικό μέσο με το οποίο εισφέρονται γνώσεις ειδικής πείρας, εμπειρίας, τέχνης


ή επιστήμης προς απόδειξη των αποδεικτικών ζητημάτων.
Πραγματογνωμοσύνη ` μάρτυρες : ομοιάζουν στο ότι γίνονται από τρίτα πρόσωπα.
Πραγματογνωμοσύνη ` αυτοψία : η αυτοψία γίνεται από το ίδιο το δικαστήριο.

369ΚΠολΔ: οι πραγματογνώμονες βοηθούν τους δικαστές, δεν δικαιοδοτούν οι ίδιοι.


Εφαρμόζεται και το γενικό μέρος της απόδειξης.
Πραγματογνωμοσύνη ` μάρτυρες : ο πραγματογνώμονας εισφέρει κρίσεις για
παρόντα γεγονότα (για την διάγνωση μιας παρούσας κατάστασης π.χ. έκταση
ακινήτου). `οι μάρτυρες εισφέρουν γνώσεις για παρωχημένα γεγονότα. Οι μάρτυρες
δεν αντικαθίστανται αντίθετα με τους πραγματογνώμονες.

Μάρτυρες πραγματογνώμονες (413ΚΠολΔ)

Κατηγορία ανάμεσα σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες. Δεν είναι αποδεικτικό


μέσο, εξετάζονται χωρίς προφορική ανακοίνωση. Η δίκη δεν διακόπτεται.

π.χ. γιατρός που είναι παρών σε φιλονικία Α-Β και ο Α παθαίνει έμφραγμα λόγω
σύγχυσης που προκλήθηκε από την φιλονικία, πεθαίνει και ο γιατρός το
επιβεβαιώνει.

π.χ. ο μηχανικός που βεβαιώνει βλάβη φρένων του αυτοκινήτου που προκάλεσε το
ατύχημα. Μάρτυρας που μπορεί να του ζητηθεί να εκφράσει μια κρίση.

Δικαστική πραγματογνωμοσύνη ` διαιτητική πραγματογνωμοσύνη


 
Διατάσσεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως.

Στηρίζεται στην συμφωνία διαδίκων H διαιτησία (όταν το επίδικο αντικείμενο είναι


δεκτικό εξουσίασης, ανάθεση επίλυσης διαφοράς σε ιδιώτες από τα μέρη της
διαφοράς). Δύο άτομα με συμφωνία ορίζουν πραγματογνωμοσύνη, όχι μόνο γενικές
και αφηρημένες γνώσεις,  εξειδικεύουν αόριστες έννοιες. Δεσμευτικές οι κρίσεις τους
για το δικαστήριο.
 

Πότε διατάσσεται; (369ΚΠολΔ)


α)διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου
β)υποχρέωση δικαστηρίου
αλλά και το 270+4 ΚΠολΔ που δεν ταυτίζεται με το 368ΚΠολΔ (ειδικές γνώσεις :
μπορεί να διατάξει ` ιδιάζουσες γνώσεις : οφείλει να διατάξει). Η κρίση του
δικαστηρίου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί
πραγματογνωμοσύνη είναι ανέλεγκτη (κρίση επί τεχνικού , όχι επί νομικού
ζητήματος).
Αν έχει προηγηθεί αίτημα διαδίκου, το δικαστήριο οφείλει να διατάξει
πραγματογνωμοσύνη και αν δεν διαταχθεί: ελέγχεται αναιρετικά.

 Διορισμός πραγματογνώμονα: Από το δικαστήριο. Καταρτίζονται κατάλογοι


ανάλογα με συγκεκριμένες ιδιότητες. Ο πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος να
εκτελέσει τα καθήκοντα του εκτός εάν τις αποποιηθεί, πριν ορκιστεί. Η
αντικατάσταση πριν ή μετά απ' την ορκωμοσία.
 Πρέπει να γνωμοδοτήσει εγγράφως, κατάθεση εγγράφου στο δικαστήριο. Αντίδικη
πλευρά με δικαίωμα ανταπόδειξης μπορεί να ζητήσει διορισμό τεχνικού συμβούλου
(έξοδα αντίδικης πλευράς): 391ΚΠολΔ.
 Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι: δικαίωμα να παρίστανται σε κάθε
πράξη και να παρίστανται στο δικαστήριο και να υποστηρίζουν την άποψη τους.
Τεχνικοί σύμβουλοι      `

Στα πλαίσια της πραγματογνωμοσύνης.   ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις (390ΚΠολΔ)

Γνωμοδοτήσεις για νομικά ζητήματα ελεύθερη εκτίμηση δικαστηρίου.


 

Οι πραγματογνωμοσύνες εκτιμώνται και αυτές ελεύθερα. Οι πραγματογνώμονες


διορίζονται από το δικαστήριο από την μεριά αυτού που φέρει το βάρος απόδειξης.
390 κ 387 ΚΠολΔ : το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την γνωμοδότηση του
πραγματογνώμονα.
615 ΚΠολΔ: για σχέσεις γονέων τέκνων.
π.χ. αγωγήΑ κατά Β για αναγνώριση τέκνου από τον Β πατέρα ως φυσικό τέκνο. Το
δικαστήριο διατάζει εξέταση DNA. Ο Β αρνείται να υποβληθεί στην εξέταση
αδικαιολόγητα. Άρα οι ισχυρισμοί της Α λογίζονται ως αποδεδειγμένοι (1η άποψη
αμάχητο τεκμήριο). Το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι θετικό. Εξομοίωση με
πραγματογνωμοσύνη (2η άποψη/ νομολογία μαχητό τεκμήριο, το δικαστήριο εκτιμά
ελεύθερα). Αν ο Β ήταν ανίκανος θα έπρεπε να το θεωρήσει αμάχητα ως πατέρα αν
και ανίκανος (1η άποψη). Το δικαστήριο θα κρίνει ελεύθερα (2η άποψη).

ΜΑΡΤΥΡΕΣ 393 ΚΠολΔ

Τρίτα πρόσωπα που συνεισφέρουν στη δίκη ότι ακριβώς γνωρίζουν για το γεγονός
που βρίσκεται προς απόδειξη. Καταθέτουν τα γεγονότα που είτε υπέπεσαν στην
αντίληψη τους (τα είδαν ή τα άκουσαν) είτε τα αφηγήθηκε κάποιος άλλος. Πρέπει να
αναφέρεται η πηγή της γνώσης τους (409+2ΚΠολΔ).
Στο νόμο προβλέπονται περιορισμοί της εμμάρτυρης κατάθεσης (393ΚΠολΔ).

Οι περιορισμοί οφείλονται σε 4 λόγους:

ό Συμβάσεις: ο περιορισμός δεν καταλαμβάνει τις οιονεί δικαιοπραξίες ή μονομερείς


δικαιοπραξίες ή υλικές πράξεις, αφορά την κατάρτιση σύμβασης.
Για την εξόφληση υποστηρίζονται δυο απόψεις:
α) υλική πράξη, όχι δήλωση βουλήσεως, γι' αυτό δεν υπόκειται στον περιορισμό.
β) δεν είναι ξεχωριστή υλική πράξη, αλλά στοιχείο της σύμβασης, είναι καταλυτικό
γεγονός, γι' αυτό εντάσσεται στον περιορισμό (κρατούσα άποψη).
ό Συλλογικές πράξεις: αποφάσεις των συλλογικών οργάνων (π.χ. ΔΣ, ΓΣ) ο νόμος
απαιτεί τον έγγραφο τύπο.
Αντικείμενο: όχι πάνω από 5900¬ : βάση του 7 κ.ε. ΚΠολΔ : τα άρθρα που
προσδιορίζουν την καθ' ύλην αρμοδιότητα και τον περιορισμό του αντικειμένου της
δίκης.
Περιορισμός εμμάρτυρης κατάθεσης: κατά του περιεχομένου του εγγράφου
(393+2ΚΠολΔ): ότι περιέχει το έγγραφο δεν διαφοροποιείται από τους μάρτυρες. Η
εικονικότητα επιτρέπεται να αποδειχθεί με μάρτυρες γιατί δεν θεωρείται άποψη κατά
του περιεχομένου, αλλά της εγκυρότητας.
ό Λόγω πρόσθετων συμφωνιών (393+3ΚΠολΔ).
π.χ. προσθήκη αιρέσεως: συμφωνία και στη συνέχεια θέλουμε να αποδείξουμε ότι
έγινε υπό προϋπόθεση αβέβαιου γεγονότος : δεν μπορώ να προσθέσω προφορικά
περιορισμό σε δικαιοπραξία που γίνεται / έχει καταρτισθεί εγγράφως.
ό Όταν από τον νόμο ή από το δικαστήριο ή σε συμφωνία των μερών καθιερώνει το
έγγραφο ως συστατικό ή αποδεικτικό τύπο (394+2ΚΠολΔ)
π.χ. μεταβίβαση κυριότητας 849ΑΚ, ενέχυρο, δωρεά (συστατικός τύπος)
π.χ. αμοιβή δικηγόρων (αποδεικτικός τύπος)

Επιτρέπεται η εμμάρτυρη κατάθεση μόνο αν έχει χαθεί το έγγραφο τυχαία. Όχι


απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου και όχι απόδειξη γεγονότος
που δεν περιλαμβάνεται στο έγγραφο.
Αρχή εγγράφου αποδείξεως όταν για συγκεκριμένο γεγονός αντικείμενο απόδειξης
προσκομίζεται έγγραφο που ναι μεν δεν αποδεικνύει πλήρως αλλά έστω πιθανολογεί
2 στοιχεία που την βεβαιώνουν:
1)  έγγραφο με αποδεικτική ισχύ (432,438,443 ΚΠολΔ)
2) από το έγγραφο να μην αποδεικνύεται πλήρως το αποδεικτικό γεγονός, αλλά να
πιθανολογείται.

Πότε υπάρχει έγγραφο με αποδεικτική δύναμη;


Έγγραφο: ότι έχει καταχωρηθεί στη συνήθη μορφή (γράμματα εικόνες) σε χαρτί οι
άλλες παραδεκτές από το νόμο επιφάνειες. α) ιδιωτικό β) δημόσιο.
Ιδιόχειρη ή μηχανική (όπου επιτρέπεται) υπογραφή
και από διαδίκους και από τρίτα πρόσωπα (δικαιοπαρόχους, πληρεξουσίους) και οι
δικαστικές αποφάσεις για γεγονότα που αναφέρονται στην ελάσσονα πρότασή τους.

Φυσική αδυναμία: όταν οι συνθήκες κατάρτισης δικαιοπραξίας δεν επιτρέπουν την


έγγραφη διατύπωση της π.χ. συμβάσεις στρατιωτών μέσα σε πόλεμο.
(<) πρόβλημα ως προς την μορφή αδυναμίας: δηλαδή απόλυτη αδυναμία τόσο
ιδιωτικού όσο και δημοσίου εγγράφου;
Υπάρχει διχογνωμία: κρατούσα άποψη: δέχεται την απόλυτη αδυναμία, δηλαδή να
μην υπάρχει δυνατότητα να καταρτισθεί ούτε ιδιωτικό ούτε δημόσιο έγγραφο.

Ηθική αδυναμία: όταν ο δεσμός των συμβαλλομένων ήταν τέτοιος ώστε η από
κάποιον από αυτούς απάντηση προς έγγραφη διατύπωση της σύμβασης να
εμφανίζονταν ως αναίτια δυσπιστία, π.χ. ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα, συζύγους
κ.α.

Τυχαία απώλεια (394+1γ ΚΠολΔ): δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ατόμου που το
επικαλείται αντλώντας κάποιο δικαίωμα από αυτό. Οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή
υπαιτιότητα τρίτου προσώπου ή αντιδίκου.
+ 435ΚπολΔ: φαίνονται κάπως διαφορετικές. Δεν αναφέρεται ο όρος ¨τυχαία¨ , είναι
συμπληρωματικό προς το 1ο, απαιτείται η απώλεια να είναι τυχαία, διευρύνει το
περιεχόμενο του 394+1γ ΚπολΔ.

Απόδειξη ύπαρξης ή/ και περιεχομένου με μάρτυρες.


π.χ. ο Α έχει έγγραφη εγγύηση από τον Γ για οφειλή του Β. το έγγραφο χάνεται χωρίς
υπαιτιότητα του Α.
394+1γ ΚπολΔ: ταυτίζεται με β, ηθική αδυναμία.
Οι 4 εξαιρέσεις αφορούν τους 3 περιορισμούς (παρακάμπτονται) του 393ΚπολΔ. Ο
4ος περιορισμός (όταν απαιτείται το έγγραφο ως συστατικός τύπος): μόνο αν το
έγγραφο χάθηκε τυχαία.
650+1ΚπολΔ(διαδικασία μισθωτικών διαφορών)
671+1 ΚπολΔ(διαδικασία εργατικών διαφορών)
= ειδικές διαδικασίες
270+2ΚπολΔ: ισχύει μόνο για μονομελή δικαστήρια
Ν.2915/2001: επέκταση αυτού που ίσχυε μόνο στα μονομελή και στα πολυμελή
(ενιαία διαδικασία), περιόρισε την διαδικασία στο περιεχόμενο.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΜΜΑΡΤΥΡΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 Ο τρίτος έχει καθήκον μαρτυρίας δηλαδή υποχρέωση να προσέλθει στο δικαστήριο


και να καταθέσει ότι γνωρίζει (398+2ΚπολΔ). Αν αρνηθεί αναιτιολόγητα: επιβολή
εξόδων που προκλήθηκαν απ' την άρνηση του και επιβολή χρηματική ποινής (398+3
ΚπολΔ). Καθήκον μαρτυρίας έχει όποιος καλέστηκε για να εξεταστεί (398+2ΚπολΔ).

 Κατά το 124+2ΚπολΔ κατά κανόνα η επίδοση πρέπει να γίνεται στην κατοικία ή στο
χώρο που αυτός ασκεί το επάγγελμα του. Η επίδοση σε άλλο μέρος κατ' αρχήν
απαγορεύεται εκτός εάν συναινέσει προς τούτο ο ενδιαφερόμενος. Εάν όμως ο
ενδιαφερόμενος ΔΕΝ έχει κατοικία ή επαγγελματική στέγη τότε η επίδοση μπορεί να
γίνει όπου ήθελε βρεθεί ο διάδικος με περιορισμό ως προς τους χώρους λατρείας
κατά την διάρκεια ιεροτελεστίας και τις αίθουσες δικαστηρίων την ώρα των
συνεδριάσεων.
 Για το έγκυρο της επιδόσεως είναι αναγκαίο να διενεργείται κατ' αρχήν κατά τις
εργάσιμες ημέρες. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επίδοση κατά τις Κυριακές ή αργίες
αν συναινεί προς τούτο το πρόσωπο προς το οποίο θα πρέπει να επιδοθεί το
δικόγραφο. Κατ' εξαίρεση επίσης μπορεί να παραβιασθεί η ανωτέρω αρχή με άδεια
του δικαστηρίου ή του προέδρου του πολυμελούς εφόσον βέβαια συντρέχει προς
τούτο ειδική και επείγουσα περίπτωση. Κατ' άρθρο 125ΚπολΔ οι επιδόσεις πρέπει να
διενεργούνται από της 7ης πρωινής ως και της 7ης νυχτερινής ώρας. Η τυχόν άρνηση
του διαδίκου να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο σε Κυριακή ή αργία ή κατά τις
νυχτερινές ώρες δεν δημιουργεί δικαίωμα του δικαστικού επιμελητή για επίδοση με
θυροκόλληση.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΡΝΗΣΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 Κατηγορίες που έχουν αυτό το δικαίωμα:


Προτείνουν στο δικαστήριο το δικαίωμα της άρνησης τους (403ΚπολΔ). Δεν έχουν
υποχρέωση κατάθεσης(402ΚπολΔ).
-400ΚπολΔ: εξαιρετέοι μάρτυρες
-399ΚπολΔ: ανεπιτήδειοι μάρτυρες: ανίκανοι προς μαρτυρία.
Απαγορεύεται να εξετασθούν ως μάρτυρες:
1. κληρικοί για γεγονότα που έμαθαν κατά την εξομολόγηση

2. πρόσωπα που δεν είχαν το αισθητήριο να αντιληφθούν το γεγονός ή δεν είχαν τη


δυνατότητα να το ανακοινώσουν.

3. πρόσωπα από τους οποίους λείπει το λογικό τόσο κατά την διάρκεια αντίληψης του
γεγονότος, όσο και κατά την έκθεση του στο δικαστήριο.

Οι ανεπιτήδειοι μάρτυρες απαγορεύεται να εξετασθούν και αυτό λαμβάνεται υπ' όψιν


από το δικαστήριο. Οι εξαιρετέοι μάρτυρες δεν εξετάζονται μόνο όταν ένας από τους
διαδίκους προτείνει ένσταση πριν από την όρκιση του μάρτυρα.
Το έννομο συμφέρον (400+3ΚπολΔ) πρέπει να είναι άμεσο και δεν έχει σημασία αν
είναι υλικό ή ηθικό. Προκύπτει συνήθως από την απόφαση και τις έννομες συνέπειες
αυτής.
Όταν ένας μάρτυρας μπορεί νόμιμα να εξετασθεί, αρχικά ζητούνται τα στοιχεία του
και έπειτα ορκίζεται με εξαίρεση το 405 ΚπολΔ.
Τρόπος εξέτασης: 409-411ΚολΔ.

ΝΟΜΙΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ (338+2ΚπολΔ)

 Ο νόμος υποχρεώνει το δικαστή προς κατανομή βάρους απόδειξης. Ο διάδικος που


τον επικαλείται φέρει το βάρος απόδειξης γι' αυτά που ο νόμος ορίζει, όχι για τα
συμπεράσματα, αυτά τα αποδεικνύει ο αντίδικος δημιουργώντας στον δικαστή πλήρη
δικανική πεποίθηση.
π.χ. 1046ΑΚ: θεμελίωση νομής, για το μέσο χρονικό διάστημα το βάρος απόδειξης ο
αντίδικος αυτού που τον επικαλείται, ο 2ος πρέπει να αποδείξει μόνο τη νομή στην
αρχή και στο τέλος.
π.χ. 1110ΑΚ
 το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί από τον διάδικο που μάχεται το τεκμήριο
δημιουργώντας πλήρη δικανική πεποίθηση στο δικαστή ότι τα συμπεράσματα από τα
δικαστικά τεκμήρια δεν ισχύουν π.χ. 537ΑΚ.
Αμάχητα: τα τεκμήρια για τα οποία δεν επιδέχεται αντίθετη απόδειξη π.χ. 352ΚπολΔ.

 Πρέπει να διακρίνουμε τα αμάχητα τεκμήρια:

1. πλάσμα δικαίου επιβολή από τον νόμο της αποδοχής της αλήθειας πραγματικών
περιστατικών, υπάρχει απόλυτη βαρύτητα για την αλήθεια των πραγματικών
περιστατικών.

2. ο νόμος υποχρεώνει να δεχτούμε αναληθή γεγονότα για αληθή προς εξυπηρέτηση


του δικαιοπολιτικού σκοπού.

π.χ. 774γ ΑΚ , 207ΑΚ. Και στα αμάχητα τεκμήρια και στο πλάσμα δικαίου δεν
υπάρχει κατανομή βάρους απόδειξης.
Κατατομή βάρους απόδειξης από επίκληση αναβλητικής αιρέσεως- γνήσια μη
αυτοτελής δικαιοκωλυτική ένσταση (δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο αυτοτελούς
αγωγής).

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ Ν.2915/01

 -275+2: Σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, ισχύουν οι κανόνες περί αποδεικτικής


ισχύος ων αποδεικτικών μέσων.
650, 672ΚπολΔ ` 275+2ΚπολΔ : δυο είδη αποδεικτικής διαδικασίας στα
πρωτοβάθμια δικαστήρια
αντίκρουση περιεχομένου εγγράφου απαγορεύεται να γίνεται με μάρτυρες, έστω και
αν είμαστε στις εργατικές (671ΚπολΔ) ή στις μισθωτικές διαφορές (650ΚπολΔ).
 Η μερικά ελεύθερη απόδειξη (270ΚπολΔ) έχει γίνει αυστηρότερη στην τακτική
διαδικασία: περιορισμός το 393ΚπολΔ: δεν δέχεται τους μάρτυρες και τα μα
πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα, δεν ισχύει για εργατικές και μισθωτικές
διαφορές, ισχύουν τα 650 κ 671ΚπολΔ
 Στα αποδεικτικά μέσα που απαριθμούνται στο 339ΚπολΔ πρέπει να προστεθεί η
ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη.
Δικαστικά τεκμήρια:η ύπαρξη τους δεν έχει πλέον καμία νομική σημασία.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ (339 ΚπολΔ)

Πάσης φύσεως πηγές γνώσεις, πάσης φύσεως αποδεικτικά στοιχεία/ μέσα


συμβάλλουν στην ανακάλυψη της αλήθειας αποδεικτέων θεμάτων που όμως δεν
εμπίπτουν στα αποδεικτικά μέσα που προβλέπει ο ΚπολΔ.

Διακρίνονται από την έμμεση ή δια τεκμηρίων απόδειξη.


336+3ΚπολΔ: χαρακτηρίζεται ως ¨δικαστικά τεκμήρια¨ ή ¨δια τεκμηρίων απόδειξη¨.
Καθιερώνει την έμμεση δια τεκμηρίων απόδειξη.
Άμεση: οι γνώσεις που εισφέρονται αφορούν αυτό καθ' αυτό το αποδεικτέο θέμα.
Πολλές φορές δεν είναι δυνατή, π.χ. ένας αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο ατύχημα
( «είδα τον εναγόμενο να συγκρούεται με το αυτοκίνητο του ενάγοντος»).
Το δικαστήριο με βάση το αποδεδειγμένο θέμα μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για
άλλα γεγονότα με βάση τους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα τις κοινής
πείρας.
Έμμεση: με βάση κανόνες κοινής λογικής ή διδαγμάτων κοινής πείρας π.χ. δεν
μπορεί κάποιος να είναι και στην Ζιμπάμπουε και στην Κομοτηνή.

 Δικαστικά τεκμήρια: π.χ. ανολοκλήρωτη κατάθεση μάρτυρα, ανυπόγραφο χαρτί


(ανώνυμο αποδεικτικό μέσο) _ ελέγχονται ως αποδεικτικά μέσα αναιρετικά.
 Διακρίνονται από τα νόμιμα τεκμήρια(338+2ΚπολΔ). Νόμιμα τεκμήρια:
ονομάζονται τα συμπεράσματα που συνάγει ο νομοθέτης από γνωστά γεγονότα για
άγνωστα.
π.χ. ναυάγιο ή τροχαίο με πολλά θύματα: θεωρείται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα, αν
δεν μπορεί να προσδιορισθεί η ακριβής ώρα θανάτου κάποιου (38ΑΚ).
π.χ. 1110ΑΚ: νόμιμο τεκμήριο κυριότητας υπέρ του νομέα, αρκεί να αποδείξει ότι
είναι ο νομέας.

 Είναι κανόνες κατανομής βάρους απόδειξης: η ύπαρξη τους επηρεάζει το βάρος


απόδειξης αλλάζοντας το αντικείμενο της απόδειξης και το βάρος αποδείξεως.
π.χ. 1110ΑΚ: το βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος ο οποίος πρέπει να αποδείξει
ότι ο ενάγων δεν είναι κύριος, ο ενάγων αποδεικνύει μόνο ότι είναι νομέας.
 
 Τα δικαστικά τεκμήρια άλλοτε είναι μαχητά και άλλοτε αμάχητα.
 Τα αμάχητα δικαστικά τεκμήρια είναι ελάχιστα τόσο στο ουσιαστικό, όσο και στο
δικονομικό δίκαιο.
Στο ουσιαστικό: κλονισμός γάμου λόγω 4ετους διάστασης (1439ΑΚ)
Στο δικονομικό: ομολογία (352ΚπολΔ), δεδικασμένο, πατρότητα (από ορισμένους
μόνο θεωρητικούς 615ΚπολΔ), 143,146,147ΚπολΔ. Ο δικηγόρος που υπογράφει μια
αγωγή τεκμαίρεται αμάχητα ως πληρεξούσιος δικηγόρος απέναντι στον αντίδικο.
Παραδείγματα μαχητών τεκμηρίων: 38ΚπολΔ, 1110ΑΚ

 Προϋποθέσεις χρήσης δικαστικών τεκμηρίων:


-270+2, 650, 671ΚπολΔ.
Προϋποθέσεις ρύθμισης αποτέλεσμα του τι χαρακτηρίζουμε δικαστικό τεκμήριο και
τι μη.

-270+2ΚπολΔ: λαμβάνονται υπ' όψιν τόσο τα πληρούντα τους όρους αποδεικτικά


μέσα όσο και τα υπόλοιπα (δικαστικά τεκμήρια, ανώνυμα αποδεικτικά μέσα).
Συμπληρωματικά τα δικαστικά τεκμήρια δεν επιτρέπονται εκεί που δεν επιτρέπεται η
εξέταση μαρτύρων.

-395ΚπολΔ: αν τα θεωρήσουμε αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, πρέπει να είναι


αποδεκτή η εξέταση των μαρτύρων. Αν ταυτίζονται (δικαστικά τεκμήρια και μη
πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα) πάλι η ίδια απαγόρευση (270+2ΚπολΔ)

αποτέλεσμα: επιφέρουν χαλάρωση στην αυστηρή απόδειξη που ακολουθείται στην


τακτική διαδικασία, αλλά δεν αναιρούν την αυστηρή απόδειξη. Δεν είναι δυνατό να
καταστρατηγεί το υποστατό των αποδεικτικών μέσων καθώς και τη νομιμότητά της
(αν απαγορεύεται γενικά η χρήση τους, δεν χρησιμοποιούνται ούτε ως μη πληρούντα
τους όρους). Με τον χαρακτηρισμό αυτό δεν μπορεί να αίρονται οι βασικές αρχές
αποδείξεως. (π.χ. δεν μπορεί να εισφέρει ο δικαστής ιδιωτικές/ προσωπικές του
γνώσεις).

ΕΞΕΤΑΣΗ ΔΙΑΔΙΚΩΝ (415επ ΚπολΔ)

Επώνυμο αποδεικτικό μέσο.


Είναι το αποδεικτικό μέσο εκείνο κατά το οποίο εισφέρουν τις γνώσεις τους ενώπιον
του δικαστηρίου για παρωχημένα γεγονότα, κατά τις ίδιες διατάξεις που εξετάζονται
και οι μάρτυρες. (415, 270+3 ΚπολΔ).
Πρέπει να ακολουθούνται οι κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας.
Υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Πρέπει να διακρίνεται από την πληροφοριακή εξέταση των διαδίκων (270+3,
232+1α,245ΚπολΔ) η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Οι διάδικοι εξετάζονται χωρίς περιορισμούς, εν αντιθέσει με τους μάρτυρες
(393ΚπολΔ), δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας.
Διάδικοι μπορεί να είναι και τρίτα πρόσωπα που εξομοιώνονται με τους διαδίκους, αν
ο διάδικος δεν έχει είτε την νομική είτε την φυσική ικανότητα παράστασης στο
δικαστήριο, π.χ. ανήλικος, νομικό πρόσωπο, κυοφορούμενο. Εκπροσωπούνται από
τον νομικό τους εκπρόσωπο, όπως ορίζει ο νόμος ή το καταστατικό (415ΚπολΔ).
Μπορούν να εξετασθούν είτε κατ' απαίτηση κάποιου από τους διαδίκους είτε
αυτεπαγγέλτως.

 Αντίφαση του νόμου μεταξύ 415 κ 270 ΚπολΔ:

-415+1ΚπολΔ: η εξέταση των μαρτύρων είναι επικουρικό αποδεικτικό μέσο

-270+1εδ' γ και +3ΚπολΔ: μπορούν οι διάδικοι να εξετασθούν από την αρχή. Το


415+1 κατέστη ανενεργό τουλάχιστον στα πρωτοβάθμια δικαστήρια.

ΕΓΓΡΑΦΑ (432ΚπολΔ)
 Το πιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.
 Ανθρώπινα έργα που διατηρούν την μνήμη παρωχημένων γεγονότων με γράμματα ή
και σχέδια πάνω σε χαρτί (έγγραφο στην κλασική του μορφή). Θεωρούνται και οι
φωτογραφίες, οι φωνοληψίες και γενικά πάσης φύσεως μηχανικές απεικονίσεις, αρκεί
να είναι ανθρώπινα έργα.
 Πρέπει να εξετάσουμε αν το έγγραφο είναι περιουσιακής διάθεσης ή κατάθεση
μαρτυρίας, δηλαδή τη φύση του εγγράφου. Δεν έχουμε τυπικές προϋποθέσεις για να
είναι έγγραφο (αν έχουμε έγγραφο ή γραπτό κείμενο). Το ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να
έχει υπογραφή.  Έγγραφο με όλα τα τυπικά στοιχεία χωρίς διάθεση ή μαρτυρία
συγκαταλέγεται στα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα
δικαστικό τεκμήριο (270ΚπολΔ). π.χ. μαρτυρία σε άλλη δίκη, πρακτικά άλλου
δικαστηρίου, απόφαση άλλου δικαστηρίου, ημιτελής κατάθεση μάρτυρα,
ανυπόγραφο κείμενο.
 Οι κρίσεις που εκφέρει άλλη απόφαση για ελάσσονα πρόταση μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως δικαστικό τεκμήριο παρόλο που δεν δεσμευόμαστε από
δεδικασμένο. Η καταγραφή των νόμων μας ενδιαφέρει.
 Κάθε γραπτό κείμενο είναι εν δύναμη δικαστικό τεκμήριο ή μη πληρούν τους όρους
του νόμου αποδεικτικό μέσο. Άρα, η δικαστική απόφαση, παρόλο που είναι δημόσιο
έγγραφο επειδή δεν καλυπτόμαστε από δεδικασμένο , μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
δικαστικό τεκμήριο.

Σχέση εγγράφου δικαιώματος:

f έγγραφο που ενσωματώνει το δικαίωμα κύριος του εγγράφου= δικαιούχος του


δικαιώματος (συνήθως αξιόγραφα)

f συστατικός τύπος- το έγγραφο είναι ο απαιτούμενος τύπος για το έγκυρο της


δικαιοπραξίας και συνεπώς για την γέννηση του δικαιώματος που προκύπτουν από
την δικαιοπραξία.

f Το έγγραφο είναι αποδεικτικός τύπος - δεν ενσωματώνει το δικαίωμα στο έγγραφο,


ούτε γεννάται το δικαίωμα από αυτό.

Για το δίκαιο της απόδειξης ενδιαφέρουν τα 2 τελευταία.

Πρέπει να διακρίνονται από τα διαδικαστικά.


Διαδικαστικά έγγραφα: πιστοποιούν την τέλεση μιας διαδικαστικής πράξης, πολλές
φορές είναι ο συστατικός τύπος. Αποτύπωση μα γράμματα ανθρωπίνων έργων, αλλά
όχι αποδεικτικά μέσα. Μπορούν να έχουν επώνυμο αποδεικτικό μέσο ή δεν μπορεί να
θεωρηθεί αποδεικτικό έγγραφο- ανώνυμο αποδεικτικό μέσο, δηλαδή δικαστικό
τεκμήριο.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1. με κριτήριο τον συντάκτη: δημόσια και ιδιωτικά
2. με κριτήριο το περιεχόμενο: έγγραφα διαθέσεως και έγγραφα μαρτυρίας.
a. έγγραφα διαθέσεως: περιέχουν μια δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, μια
έννομη σχέση.
b. έγγραφα μαρτυρίας: περιέχουν μόνο μια βεβαίωση του εκδότη τους π.χ. μια
εξοφλητική απόδειξη.
3. με κριτήριο τον τρόπο σύνταξη σε πρωτότυπα και αντίγραφα.
-πρωτότυπα: προέρχονται άμεσα από τον συντάκτη τους
-αντίγραφα: συντάσσονται κατά απομίμηση του πρωτοτύπου.
    α)απλά
    β)επικυρωμένα ή αντιπεφωνημένα (449ΚπολΔ)     με ίση ισχύ με το έγγραφο, ίση
αποδεικτική      δύναμη.

4. με κριτήριο την σχέση των εγγράφων σε:


-αναφέροντα = αναφέρει και άλλα έγγραφα
-αναφερόμενα = μνημονεύεται σε άλλα έγγραφα.

5. με κριτήριο τον προορισμό τους σε:


-κύρια (κυρίως έγγραφα)
-αντέγγραφα = προορίζονται για να εκμηδενίσουν την αποδεικτική δύναμη του
κύριου εγγράφου. Εκμηδενίζει το κύρος της δικαιοπραξίας του κυρίου εγγράφου.

  ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

· κοινές προϋποθέσεις
· κατ' ιδίαν προϋποθέσεις = άλλες για τα δημόσια και άλλες για τα ιδιωτικά
για να είναι έγκυρα πρέπει (γενικός κανόνας 432ΚπολΔ):
1. συντεταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους ο τύπος ανάλογα με το είδος του
εγγράφου.
2. να έχουν τα απαραίτητα στοιχεία για το κύρος τους π.χ. υπογραφή, σφραγίδα κτλ.
Δεν πρέπει να υπάρχει πρόθεση του ανθρώπου για να δηλώσει ότι το καταγράφει για
να εκμηδενίσει την αποδεικτική του δύναμη (π.χ. σκίσιμο εγγράφου)
3. να είναι δυνατή η ανάγνωση τους.

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Η υπογραφή ανήκει στο κύρος του εγγράφου.


Τα δημόσια έγγραφα ως μαρτυρούντα γεγονότα:
Όταν λέμε γνησιότητα εγγράφων:
· ως προς τον τύπο: έχουν εκδοθεί από τον φερόμενο ως εκδότη
· σ προς το περιεχόμενο: τα περιεχόμενο του εγγράφου δεσμεύει τον δικαστή,
δημιουργεί δικανική πεποίθηση.
-438ΚπολΔ: προϋπόθεση για να θεωρηθεί δημόσιο έγγραφο, αλλιώς δεν έχουν κύρος.
Ανταπόδειξη πλαστότητα εγγράφου (460επ ΚπολΔ). π.χ. δικαστικός επιμελητής μόνο
ως πλαστή η έκθεση του που λέει ότι πήγε για επίδοση έστω κι αν ο καθ' ου τον είδε
κάπου αλλού/ βεβαιώνει για πράξεις που έγιναν ενώπιον του μόνο προσβολή
πλαστότητας.
Το δημόσιο όργανο ή το ίδιο ενεργεί ή ενώπιον του γίνονται πράξεις ή αξιολογεί.

-440ΚπολΔ: απλώς ανταπόδειξη με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, αντιστρέφεται το


βάρος απόδειξης. π.χ. δικαστικός επιμελητής βλέπει το όνομα στο κουδούνι σε
συγκεκριμένο διαμέρισμα και λέει ότι επέδωσε στο γιο του ο οποίος είναι ενήλικος. Η
αλήθεια για το ότι είναι ένοικος, γιος , κατοικία έπρεπε να διαπιστωθεί. Διαπίστωση
ως μη έγκυρη.
-441ΚπολΔ: τυπική γνησιότητα

-445κπολΔ: ως προς τον τύπο θεωρείται γνήσιο.


Αν στο δημόσιο έγγραφο βεβαιώνει, πωλεί και μεταβιβάζει και ο άλλος αποδέχεται,
αυτό περιέχει σύσταση δικαιοπραξίας.
Ανταπόδειξη για τη σύσταση δικαιώματος :393ΑΚ
Στο 440ΚπολΔ:βεβαιωτικός χαρακτήρας, έγγραφο μαρτυρίας με οποιοδήποτε
αποδεικτικό μέσο μπορεί να πολεμηθεί ενώ το 441ΚπολΔ σύστασης δικαιοπραξίας
(393ΑΚ) δεν μπορεί να πολεμηθεί με μάρτυρες, περιορισμοί του 393ΑΚ.
π.χ. γράφει στο συμβόλαιο ότι ο Α πωλεί και μεταβιβάζει ακίνητο στον Β και αυτός
συμφωνεί και να καταβάλει ποσό. Η αποδεικτική δύναμη από το 441 δικαιοπρακτική
δήλωση βουλήσεως απαγορεύονται οι μάρτυρες γιατί η απόδειξη αναφέρεται στο
περιεχόμενο δικαιοπραξίας βουλήσεως (393+2). Όμως η δήλωση βούλησης μπορεί
να έχει ελάττωμα με αποτέλεσμα ακυρωσία ή ακυρότητα (κύρος) αυτά δεν
αναφέρονται στο περιεχόμενο παραδεκτά με μάρτυρες γιατί βρίσκονται εκτός
περιεχομένου εγγράφου.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ (438ΚπολΔ): πρέπει τα όργανα που συνέταξαν τα έγγραφα


πρέπει να είναι κατά λειτουργία, καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδια. Αν δεν είναι, το
έγγραφο μπορεί να είναι από ανυπόστατο ως άκυρο. (το άκυρο δημόσιο έγγραφο, αν
έχει τις προϋποθέσεις του ιδιωτικού, τότε μπορεί να ισχύσει ως τέτοιο). Πρέπει να
έχει συνταχθεί στα πλαίσια άσκησης καθηκόντων.
ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ(443ΚπολΔ):πρέπει να έχουν υπογραφή. Εξαίρεση: διάφορα
επαγγελματικά βιβλία και μηχανικές απεικονίσεις έστω κι αν δεν είναι
υπογεγραμμένα. 
 
 Τα έγγραφα για να έχουν αποδεικτική δύναμη που τους αποδίδει ο νόμος πρέπει να
είναι γνήσια και πρέπει να μην είναι πλαστά.

Γνήσιο έγγραφο= εκδόθηκε από εκείνον που φέρεται ως εκδότης του και δεν
αλλοιώθηκε το αρχικό του περιεχόμενο.

Δημόσιο γνήσιο έγγραφο= πρέπει επιπροσθέτως να ανταποκρίνεται το περιεχόμενο


του στην πραγματικότητα. Τα δημόσια έγγραφα έχουν από τον νόμο τεκμήριο
γνησιότητας.(455ΚπολΔ). Μαχητό ως προς το δικαστήριο αφού μπορεί να ζητήσει
εξηγήσεις ως προς την γνησιότητα. Αμάχητο ως προς τους τρίτους αφού η
γνησιότητα του μόνο με πλαστότητα μπορεί να προβληθεί. Τα αλλοδαπά δημόσια
έγγραφα δεν έχουν το τεκμήριο γνησιότητας, μπορούν οι διάδικοι να προβάλλουν την
μη γνησιότητα τους, όχι αποκλειστικά την πλαστότητα.

Ιδιωτικά έγγραφα= δεν έχουν σε καμία περίπτωση το τεκμήριο γνησιότητας


(457ΚπολΔ). Ο διάδικος σε βάρος του οποίου εμφανίζεται ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει
να δηλώσει αν αναγνωρίζει το γνήσιο της υπογραφής. Αν δεν το κάνει , θεωρείται ως
έγκυρο. Αν αρνείται την γνησιότητα τότε ο διάδικος που το φέρει στο δικαστήριο ,
φέρει το βάρος απόδειξης της γνησιότητας του. Μα αναγνώριση ή απόδειξη του
γνησίου της υπογραφής, θεωρείται γνήσιο και το περιεχόμενο του (τεκμήριο
γνησιότητας). Αν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής, η απόδειξη μπορεί να
γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο (458ΚπολΔ).
459ΚπολΔ: ειδικότεροι τρόποι απόδειξης της γνησιότητας της υπογραφής:
- αντιπαραβολή με άλλα γνήσια έγγραφα
- αν δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα - 459+2

Γνησιότητα ως προς τον τύπο: 457ΚπολΔ, βάρος απόδειξης φέρει αυτός που το
προσκομίζει, εφόσον ο αντίδικος το αρνείται. Δεν υπάρχει τεκμήριο γνησιότητας,
αλλά υπάρχει χρονικό όριο αναγνώρισης του ή μη από τον αντίδικο (457+2ΚπολΔ).
457+3, 445ΚπολΔ: πλαστός μπορεί να είναι ο τύπος, μόνο όταν έχει αναγνωρισθεί ή
αποδειχθεί ο τύπος ως γνήσιος, μπορεί να προσβληθεί ο τύπος ως πλαστός κατ'
αναλογία με όσα ισχύουν για τα δημόσια έγγραφα. Τα γνήσια ιδιωτικά έγγραφα μόνο
ως πλαστά μπορούν να προσβληθούν. Ένα γνήσιο ιδιωτικό έγγραφο οπωσδήποτε
αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι το κείμενο/ δήλωση προέρχεται από αυτόν που
υπογράφει. Χωρεί ανταπόδειξη (445).
Περιεχόμενο έγγραφο (393+2ΚπολΔ): έγγραφα διαθέσεως και κατά το ουσιαστικό
δίκαιο, διάθεση ή υπόσχεση διαθέσεως, όχι τα έγγραφα μαρτυρίας.

ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων μαρτυρίας: δεν υπάρχει άρθρο στο ΚπολΔ.
αν το έγγραφο έχει περιεχόμενο εναντίον του εκδότη, θεωρείται εξώδικη ομολογία,
αν το έγγραφο έχει περιεχόμενο υπέρ του εκδότη, θεωρείται μη πληρούν τους όρους
του νόμου αποδεικτικό μέσο.
Αν ο εκδότης είναι τρίτος, θεωρείται μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό
μέσο. Περιεχόμενο έχει την παραδοχή ορισμένων πραγματικών γεγονότων. π.χ.
δημόσιο έγγραφο πιστοποιεί την γνησιότητα της υπογραφής ενός ιδιωτικού εγγράφου
ως προς τον τύπο: πλήρης απόδειξη, ως προς το περιεχόμενο: εξώδικη ομολογία
(352ΚπολΔ).

-449: αντίγραφα χωρίς βεβαίωση: μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά
μέσα.

-444+3: όλη η ηλεκτρονική ψηφιακή τεχνολογία


160+1ΑΚ: απαιτεί ιδιόχειρη υπογραφή για έγγραφα διάθεσης. Μετά το 20001
εξομοιώνεται με ιδιόχειρη υπογραφή το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο εφόσον κατά την
πολύπλοκη διαδικασία του Π.Δ. 150/2001.
ΦΑΞ: αντίγραφο γιατί παράγεται με μέθοδο σαρώματος (449+1)

ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ

 Ένα δημόσιο έγγραφο χαρακτηρίζεται ως πλαστό αν τα γεγονότα που αναφέρονται


δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όμως σε ένα ιδιωτικό έγγραφο αν
αναφέρονται γεγονότα που δεν το χαρακτηρίζει πλαστό, απαιτείται νόθευση του
εγγράφου. Στα ιδιωτικά έγγραφα ως γνησιότητα θεωρείται η γνησιότητα της
υπογραφής. Η αμφισβήτηση της γνησιότητας είναι μια απλή άρνηση.
Πλαστότητα εγγράφου= κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό
(460ΚπολΔ).Η πλαστότητα μπορεί να αφορά είτε την υπογραφή είτε το περιεχόμενο.
Η πλαστότητα είναι ένσταση. Το έγγραφο έχει αποδειχθεί γνήσιο και το
προσβάλουμε με ένσταση. Το βάρος αποδείξεως το φέρει αυτός που προβάλλει την
ένσταση, δηλαδή αυτός σε βάρος του οποίου εμφανίζεται το έγγραφο.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΠΛΑΣΤΟΤΗΤΑΣ

 Η διαδικασία αναγνωρίσεως της γνησιότητας προηγείται της διαδικασίας


αναγνωρίσεως της πλαστότητας. Η γνησιότητα τεκμαίρεται σε κάθε περίπτωση για τα
δημόσια και για τα ιδιωτικά μετά την αναγνώριση της γνησιότητας της υπογραφής `
για την προσβολή του περιεχομένου  του εγγράφου γίνεται με ένσταση πλαστότητας.
 Στα δημόσια έγγραφα μπορεί να γίνει προσβολή του εγγράφου ως πλαστό σε κάθε
περίπτωση. Εξαίρεση: αν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα και αποδείχθηκε η
γνησιότητα, επιτρέπεται η ένσταση πλαστότητας  μόνο αν η απόδειξη έγινε με το
459ΚπολΔ. Αν η απόδειξη έγινε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, δεν χωρεί η
αμφισβήτηση του εγγράφου ως πλαστού.
 Στόχοι: που μπορούν να επιτευχθούν με ένσταση πλαστότητας:

1. ακύρωση της αποδεικτικής ισχύς του εγγράφου , με απλή προβολή ενστάσεως

2. τιμωρία του πλαστογράφου, με το να κατονομαστεί ο πλαστογράφος από τον


ενιστάμενο.

Υποχρέωση εκ των προτέρων μνημόνευσης των αποδεικτικών μέσων, δεν είναι


αναγκαίο να κατονομαστεί  ο πλαστογράφος 463 ΚπολΔ.
Για την ένσταση πλαστότητας χρειάζεται ειδική πληρεξουσιότητα  (94επ. ΚπολΔ).
Για την αμφισβήτηση γνησιότητας χρειάζεται γενική πληρεξουσιότητα. Αν δεν
κατονομάζεται ο πλαστογράφος, απλά προβάλλεται η πλαστότητα, το δικαστήριο
διατάζει αποδείξεις αν αυτός που το εισφέρει στη δίκη επιμένει να το χρησιμοποιήσει
και θεωρηθεί από το δικαστήριο ουσιώδες (463ΚπολΔ). Αν ονομάζεται ο
πλαστογράφος μπορεί να προβληθεί η πλαστότητα σε κάθε στάση της δίκης.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

107ΚπολΔ διάταξη απόδειξης από το δικαστήριο


μη απόδειξη βάσει των αποδεικτικών μέσων το δικαστήριο δεν μπορεί να
δημιουργήσει δικανική πεποίθηση.
Όταν ένας ισχυρισμός δεν αποδεικνύεται από τον φέρων το βάρος αποδείξεως, τότε η
αγωγή κρίνεται νόμω αβάσιμη, διότι ο δικαστής δεν δημιουργεί πλήρη δικανική
πεποίθηση.

Υποκειμενικό βάρος απόδειξης(106ΚπολΔ): σύστημα διαθέσεως και σύστημα


συζήτησης το υποκειμενικό βάρος αποδείξεως εμπίπτει σε έναν από τους διαδίκους.
Το δικαστήριο αποφασίζει ποιος φέρει το βάρος  αποδείξεως με βάση τους
ισχυρισμούς που τέθηκαν στην κρίση του.

Αντικειμενικό βάρος απόδειξης φέρει αυτός που φέρει και το υποκειμενικό, δηλαδή
πρέπει ο ίδιος να αποδείξει τους ισχυρισμούς.

 Αν ο δικαστής δεν μορφώσει δικανική πεποίθηση ως προς το αποδεικτέο ζήτημα,


θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά ως μη αποδεδειγμένα και ο φέρων το βάρος
απόδειξης και την ευθύνη και τις συνέπειες της μη απόδειξης.
 Δεν πρέπει να συγχέεται το βάρος απόδειξης με το βάρος επικλήσεως πραγματικών
περιστατικών ή ισχυρισμών.
Βάρος απόδειξης αφορά όχι τη σύννομη αίτηση παροχής νομικής προστασίας, αλλά
την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής.
Βάρος επικλήσεως πραγματικών περιστατικών ή ισχυρισμών καθορίζεται από το
ουσιαστικό δίκαιο ώστε να καταστεί το αίτημα νομικής προστασίας νομικά βάσιμο.
Οι κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο.
Η λανθασμένη κατανομή βάρους απόδειξης επιδέχεται αναίρεση (559+13 ΚπολΔ)
όπου κι αν οι κανόνες βρίσκονται, δηλαδή στο ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο.
Αν θεωρηθούν ουσιαστικού δικαίου, τότε στο αλλοδαπό δίκαιο εφαρμόζονται οι
κανόνες βάρους αποδείξεως.
 Βασικός κανόνας κατανομής βάρους αποδείξεως (338ΚπολΔ). Η μη τήρηση της
υποχρέωσης που ορίζει ο κανόνας (338ΚπολΔ) τότε υπάρχει ως κύρωση η απόρριψη
της αγωγής ως ουσία αβάσιμη.
Ειδικοί κανόνες στο ουσιαστικό δίκαιο που ρυθμίζουν την κατανομή βάρους
αποδείξεως. Οι κανόνες αυτοί θεωρούνται κανόνες ουσιαστικού δικαίου, διότι βάσει
τις ουσιαστικές εκτιμήσεις κατανέμεται το βάρος αποδείξεως.
Άλλη άποψη όλοι οι κανόνες, ακόμα κι αυτοί που βρίσκονται στο ουσιαστικό δίκαιο,
είναι δικονομικοί, γιατί προωθούν τη διαδικασία της δίκης (όχι άποψη Μανιώτη).

ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΒΑΡΟΥΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

¨αίτηση¨ - αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας ανεξάρτητα ύπαρξης ή όχι


προδικασίας, πρέπει να είναι αυτοτελής (μπορεί να είναι και ενστάσεις).  ` ¨αίτηση /
ανταίτηση¨  (338ΚπολΔ) διακρίσεις των κανόνων βάσει του 330ΚπολΔ.
 Υπάρχουν κανόνες δικαίου που θεμελιώνουν ένα αίτημα και άλλοι που
αντιστρατεύονται ένα αίτημα. Αυτοί που το θεμελιώνουν φέρουν και το βάρος
απόδειξης.

π.χ. Α κατά Β με θεμέλιο το δάνειο (806ΑΚ)


πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Α έδωσε χρήματα, τα μεταβίβασε και ότι ο Β έχει
υποχρέωση επιστροφής (νομοτυπική υπόσταση κανόνα δικαίου). Ο Β υποστηρίζει ότι
πήρε χρήματα αλλά ως δωρεά. Ο Α φέρει το βάρος αποδείξεως, ενώ ο Β χρησιμοποιεί
την ανταπόδειξη για να κλονίσει το αίτημα του Α. ο Β δεν έχει αίτημα, θέλει να
απορριφθεί η αγωγή του Α, δικαιολογημένη άρνηση. Άρα, δεν υπάρχει αίτηση του Β.
ο Β αρνείται την αγωγή. Αξιολογική παρατήρηση του Β, όχι ισχυρισμός με αίτημα. Ο
Β δεν φέρει κανένα βάρος απόδειξης.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. δικαιογόνοι καθορίζουν τις προϋποθέσεις γενέσεως δικαιώματος

2. διακαιοκωλυτικοί η συνδρομή τους εμποδίζει η γέννηση του δικαιώματος παρά την


ύπαρξη προϋποθέσεων της νομοτυπικής υπόστασης των δικαιογόνων, δηλαδή οι περί
ακυρότητας.

3. δικαιοανασταλτικοί αναστέλλουν την ενέργεια γεγενημένου δικαιώματος π.χ.


παραγραφή αξίωσης, δεν σημαίνει ότι η αξίωση δεν υφίσταται, αλλά ότι δεν
μπορούμε να ασκήσουμε τη δικαστική της επιδίωξη. Δεν επηρεάζουν τη γέννηση
δικαιώματος.

4. δικαιοφθόροι καταλύουν/ αποσβήνουν γεγενημένο δικαίωμα.


Οι (2),(3),(4) όταν τους επικαλείται ο αντίδικος αυτού που επικαλείται το δικαίωμα
πρέπει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά της νομοτυπικής υπόστασης τους,
ενώ ο αντίδικος πρέπει να αποδείξει τον (1).

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΑΡΟΥΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ


Στη σύμβαση (330,336ΑΚ) και στη δικαιοπραξία (914ΑΚ)

Νομοτυπική υπόσταση του 330ΑΚ υπαιτιότητα, υποχρέωση που προκύπτει από μια
δικαιοπραξία. Όταν συντρέχουν, θεμελιώνουν ευθύνη από σύμβαση ή δικαιοπραξία.

-336ΑΚ: δρα ως δικαιοφθόρος του 330ΑΚ, απαλλάσσει από κάθε υποχρέωση, το


βάρος απόδειξης για ευθύνη από δικαιοπραξία μετατίθεται εν γένει στον οφειλέτη.

-914ΑΚ: παράνομη και υπαίτια ζημία, δικαιογόνος κανόνας δικαίου, πρέπει να


αποδείξει ο ζημιωθείς/ ενάγων.

-330ΑΚ: δανειστής παροχής να αποδείξει και την αθέτηση, ο οφειλέτης ότι


απαλλάσσεται από υπαιτιότητα γιατί το 336ΑΚ καθιερώνει απαλλαγή οφειλέτη και
μεταφέρει το βάρος απόδειξης σ' αυτόν.

1)δικαιοκωλυτικά και 2)δικαιοανασταλτικά γεγονότα


μπορούν να συμβούν στο στάδιο γενέσεως του δικαιώματος και γεννάται ζήτημα
κατανομής βάρους απόδειξης.
Δεν χρειάζεται να τους επικαλεστεί ο ευνοούμενος, λαμβάνονται απ' όψιν
αυτεπάγγελτα, δεν συμβαίνει συνήθως, δεν ανήκουν στην νομοτυπική υπόσταση του
κανόνα δικαίου (δικαικωλυτικοί κανόνες δικαίου)

-1033, 369ΑΚ: αυτά είναι τα στοιχεία που χρειάζονται για την νομοτυπική υπόσταση
του κανόνα δικαίου
επίκληση αυτοτελούς κανόνα δικαίου (ανηλικότητα: λόγος ακυρότητας
δικαιοπραξίας εκ της νομοτυπικής υπόστασης δικαιοπραξίας που κωλύει τη γένεση
δικαιώματος και γεννάται το πρόβλημα κατανομής βάρους απόδειξης. Πρόκειται για
δικαιοκωλυτικό κανόνα δικαίου με βάση το 338ΚπολΔ βάρος απόδειξης σ' αυτόν που
τον επικαλείται.

ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ: αν ο Β ισχυρίζονταν εικονικότητα σύμβασης, αγωγή Α για


δικαιώματα που προέκυπταν από την εν λόγω σύμβαση.
-138ΑΚ: ακυρότητα δικαιοκωλυτικός κανόνας δικαίου, εκτός της νομοτυπικής
υπόστασης βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος (Β).
ακυρότητα σύμβασης (159+1ΑΚ) βάρος απόδειξης αυτός που ισχυρίζεται την
ακυρότητα.

ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ:

 Κατά πόσο ο κανόνας εμπίπτει στην νομοτυπική υπόσταση του κανόνα δικαίου
338ΚπολΔ. Αυτοτελής: η προϋπόθεση συνδρομής κανόνα δικαίου η οποία ανήκει ή
όχι στην νομοτυπική υπόσταση του κανόνα δικαίου. Αν δεν είναι αυτοτελής κατά το
338 ΚπολΔ πρέπει να αποδειχθεί από τον ενάγοντα. Σαφές κριτήριο: η νομοτυπική
υπόσταση του κανόνα δικαίου.

-849, 160ΑΚ: εγγύηση με χαρτί και ιδιόγραφη. Αν δεν τηρηθεί αυτό, αυτός που το
ισχυρίζεται αυτό, δεν χρειάζεται και να το αποδείξει γιατί είναι στοιχείο της
νομοτυπικής υπόστασης. Αντίστοιχα με το 1033, 369ΑΚ.

ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΕΣ (914ΑΚ)

Έννοια:
1. παρανομία: όχι μόνο η παράβαση των κανόνων δικαίου αλλά και όταν κάποιος από
τους συναλλασσόμενους δεν αναλαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που
απαιτούνται στις συναλλαγές, έτσι ώστε να αποτραπεί η ζημία σ' ένα από τα
συμβαλλόμενα μέρη (281, 288ΑΚ: προκύπτουν οι κανόνες επιμέλειας). Δεν
θεμελιώνεται μόνο από τα αποτέλεσμα ζημία αλλά και από την πράξη που έγινε κατά
παράβαση του νόμου χωρίς να επιφέρει ζημία. Σ' αυτή την περίπτωση δεν γεννάται
αξίωση αποζημίωση.

2. αιτιώδης συνάφεια προσφορότητα του ζημιογόνου γεγονότος με τη ζημία.

Προσφορότητα πρέπει να ελέγχεται ο προστατευτικός σκοπός του νόμου ή σκοπός


δημιουργίας αξίωσης αποζημίωσης. π.χ. απαγόρευση πολεοδομίας για ανέγερση
ψηλότερης οικοδομής σκοπός η τήρηση του, όχι αξίωση αποζημίωσης, όποιος τον
παραβιάσει δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και δεν γεννάται αξίωση
αποζημίωσης. Η προσφορότητα ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο, όχι η
αιτιώδης συνάφεια.

3. υπαιτιότητα: 330ΑΚ: επιμέλεια ή αμέλεια


διπλή λειτουργία επιμέλειας ή αμέλειας θεμελίωση α)της υπαίτια συμπεριφοράς του
914ΑΚ β)της παράνομης συμπεριφοράς του 914ΑΚ, και κατά το 281ΑΚ, όχι μόνο
κρίνοντας από το αποτέλεσμα.
 Η επιμέλεια που παρέχεται στις συναλλαγές διακρίνεται σε εσωτερική και
εξωτερική.
Η πρώτη αφορά την νοητική και συναισθηματική στάση του ανθρώπου ως προς το
συμβάν (ζημιά). Η δεύτερη αφορά τη συμπεριφορά όπως αυτή απαιτείται από τους
κανόνες δικαίου, δηλαδή αν ανταποκρίνεται στους αναμενόμενους κανόνες τυπικής
συμπεριφοράς.
Για την ύπαρξη αμελούς συμπεριφοράς πρέπει να μην υπάρχει ούτε εσωτερική ούτε
εξωτερικά επιμέλεια.
π.χ. έλλειψη  εσωτερικής επιμέλειας  - οδηγώ κουρασμένος: όχι αξίωση
αποζημίωσης, όχι παρανομίας με πρόσφορο σκοπό την αποζημίωση
π.χ. έλλειψη εξωτερικής επιμέλειας οφθαλμίατρος σε επέμβαση προκάλεσε ζημία
επειδή έτρεμε το χέρι του ξαφνικά χωρίς δική του αμέλεια (έχει εσωτερικά επιμέλεια)
έχουν πραγματωθεί οι εξωτερικοί όροι και για τον προσδιορισμό της έννοιας της
παρανομίας εφαρμόζεται η έμμεση δια τεκμηρίων απόδειξη.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ: ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι έχει αξίωση αποζημίωσης


λόγω αδικοπραξίας πρέπει να αποδείξει ζημία  και αιτιώδη συνάφεια και μη
συμμόρφωση προ σ κανόνες εξωτερικής επιμέλειας.
Η προσφορότητα δεν χρήζει απόδειξης, αλλά νομικής αξιολόγησης και ερμηνείας,
άρα τίθεται εκτός δικαίου αποδείξεως.
Υπαιτιότητα:  το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγων. Θα προσπαθήσει  να
δημιουργήσει στο δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση με ισχυρισμούς που θα
τεκμηριώνουν την εσωτερική ή την εξωτερική αμέλεια του αντίδικου και θα
επικαλεσθεί και διδάγματα κοινής πείρας που θα συνάγουν στην υπαιτιότητα του
εναγόμενου και στην παρανομία του. με την έμμεση δια τεκμηρίων απόδειξη
επιχειρείται η δημιουργία πλήρους δικανική πεποίθησης. Η κρίση του δικαστηρίου
για την ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας υπόκειται σε αναίρεση αφού η υπαιτιότητα είναι
νομική έννοια (ελέγχεται και η χρήση των διδαγμάτων κοινής πείρας) : 559+1β
ΚπολΔ. Ο εναγόμενος  θα πρέπει ανταποδεικτικά να κλονίσει τη δικανική πεποίθηση
του δικαστηρίου δεν φέρει το βάρος απόδειξης, θα αντιστρατευτεί τα διδάγματα
κοινής πείρας. Για τα διδάγματα κοινής πείρας κανείς δεν φέρει το βάρος απόδειξης.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ / ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗ

 Υπάρχει ευθύνη με συνδρομή της παρανομίας της ζημίας και της


αιτιώδους συνάφειας, χωρίς όμως την ύπαρξη πταίσματος π.χ. 924, 922, 334ΑΚ.
Για το 924ΑΚ, ο προστιθείς πρέπει να ευθύνεται βάσει του 914ΑΚ, δηλαδή όχι με
αντικειμενική αλλά με υποκειμενική ευθύνη. Όμως, ο προστίσας φέρει αντικειμενική
ευθύνη.

ΝΟΘΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

 Όταν η υπαιτιότητα αποσκοπεί στη θεμελίωση του παρανόμου, το βάρος αποδείξεως


της φέρει ο ενάγων, παρά το γενικό της μετακύλισης του βάρους απόδειξης στον
εναγόμενο των υποκειμενικών στοιχείων. Η παρανομία μπορεί να θεμελιώνεται είτε
στη συμπεριφορά είτε στο αποτέλεσμα. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει την
υπαιτιότητα του δράστη με τη διπλή έννοια της υπαιτιότητας.
 Νόθος: αντιστροφή του βάρους απόδειξης από την αντικειμενική ευθύνη σε βάρος
του εναγομένου. το βάρος αποδείξεως της υπαιτιότητας μεταφέρεται στον εναγόμενο
ζημιώσα. Το βάρος αποδείξεως της ζημίας, της παρανομίας και της αιτιώδους
συνάφειας παραμένει στον ενάγων. π.χ. 925ΑΚ 2 απόψεις στη θεωρία
1η άποψη: αντιστροφή βάρους αποδείξεως, γιατί ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει
ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρηση :
νόθος αντικειμενική άποψη (κρατούσα άποψη +άποψη Μανιώτη) 
2η άποψη: ευθύνη από διακινδύνευση δεν υπάρχει ρήτρα ότι βαρύνεται από πταίσμα.
ΛΑΘΟΣ: αναφέρεται η μη ¨πλημμελής¨ συντήρηση που θεμελιώνει την υπαιτιότητα.
- π.χ. 336ΑΚ αντιστροφή βάρους απόδειξης νόθος αντικειμενική ευθύνη.

6, 8 ν. 2251/94:  προστασία καταναλωτή:

λεπτομερής και με περιπτωσιολογία ο ορισμός της έννοιας της παρανομίας.


Προστασία καταναλωτή από την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών ελαττωματικών ή
πλημμελών.
Κατανομή βάρους απόδειξης ν.2251/94:
-6+1: προϊόντα καταναλωτής: ζημία, αιτιώδης συνάφεια, προσφορότητα (δεν
αποδεικνύεται αφού είναι νομική έννοια, την αναφέρει),  παράνομο (914ΑΚ) που
αφορά το ελάττωμα του προϊόντος (6+5 : αντικειμενικός ορισμός ελαττώματος).

-6+8: υποκειμενικά στοιχεία, την υπαιτιότητα επιμελής παραγωγή προϊόντων το


βάρος αποδείξεως το φέρει ο εναγόμενος παραγωγός ευθύνη από διακινδύνευση
(κρατούσα άποψη). Άποψη Μανιώτη: νόθος αντικειμενική ευθύνη (βλ. 1η άποψη
925ΑΚ)

-8: παροχή υπηρεσιών

-8+1: ευθύνη παρέχοντα κάθε ζημία ευθύνη από το αποτέλεσμα

-8+4: βάρος αποδείξεως στον παρέχων την υπηρεσία νόθος αντικειμενική ευθύνη

-145ΑΚ: ευθύνη από διακινδύνευση

-537ΑΚ: ευθύνη από διακινδύνευση

 Η παρανομία μπορεί να μην υφίσταται όταν κάποιοι λόγοι δικαιολογούν μια τέτοια
επέμβαση (282κ.ε. ΑΚ) το βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος αφού επικαλείται
δικαιοκωλυτικό κανόνα δικαίου δεν έχει γεννηθεί το δικαίωμα, άρα δεν υφίσταται
παρανομία καταχρηστική ένσταση (δεν απαιτείται ορισμένο αίτημα).

ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

 Όταν η δικαιοπραξία είναι άκυρη, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την


ακυρότητα πρέπει να τα αποδείξει αυτός που τα επικαλείται. Πρέπει να επικαλείται
διαφορετικό κανόνα δικαίου από αυτόν της αγωγής και να στηρίζει την ακυρότητα σε
αυτόν, όχι άρνηση κάποιου στοιχείου της νομοτυπικής υποστάσεως του κανόνα
δικαίου της αγωγής.
π.χ. σε μια περίπτωση δωρεάς (498ΑΚ) απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν
κάποιος υποστηρίξει την μη ύπαρξη αυτού και επικαλείται ακυρότητα, δεν
υποστηρίζει κανόνα διαφορετικό από αυτόν της αγωγής, αρνείται ένα από τα στοιχεία
της νομοτυπικής υποστάσεως του νόμου το βάρος αποδείξεως φέρει ο ενάγων. αν ο
εναγόμενος επικαλείται εικονικότητα αυτός φέρει το βάρος αποδείξεως (επικαλείται
διαφορετικό κανόνα δικαίου).

Ως αυτοτελής αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας:


 
 Οι λόγοι ακυρότητας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής δίκης. Η
ακυρότητα έχει ενιαία αντιμετώπιση κατανομής του βάρους αποδείξεως ενάγων
αναγνωριστική αγωγή.

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

 Χρειάζεται έννομο συμφέρον προς αναγνώριση μη ύπαρξης υφιστάμενης σχέσης.


π.χ. μη σύναψη δανείου (806ΑΚ) δεν συντρέχει η νομοτυπική υπόσταση του κανόνα
δικαίου. Ο ενάγων δεν επικαλείται το 806ΑΚ, δεν επικαλείται πραγματικά
περιστατικά για θεμελίωση του κανόνα δικαίου, δεν θέλει να θεμελιώσει το 806ΑΚ.
Ο εναγόμενος επικαλείται γεγονότα για θεμελίωση κανόνα δικαίου και πρέπει να το
αποδείξει (338ΚπολΔ). Το 338 ΚπολΔ επικαλείται αυτοτελή αίτηση, όχι με το
111ΚπολΔ.
ΠΡΟΣΟΧΗ: διαφορά με αρνητικά εκφερόμενο αίτημα σε αναγνωριστική αγωγή: ο
εναγόμενος στηρίζεται σε απαλλακτική ρήτρα κανόνα δικαίου και γι' αυτό δεν φέρει
ευθύνη ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως. Η αίτηση έχει αυτοτέλεια με αρνητικά
διατυπωμένο αίτημα. π.χ. 691ΑΚ: βάρος αποδείξεως φέρει ο ενάγων.

(1)  Κατά την παροχή ένδικης προστασίας είτε υπό την μορφή διαγνωστικής δίκης
είτε υπό την μορφή προστασίας ή εξασφάλισης δικαιώματος (ασφαλιστικά μέσα) είτε
υπό την μορφή πραγμάτωσης του ουσιαστικού δικαιώματος με την διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης είναι αναγκαίο να διενεργούνται πλείονες πράξεις και
μάλιστα κατά συγκεκριμένη λογική σειρά, αφού μεταξύ τους υπάρχει σχέση
προϋπόθεσης και ακολουθίας. Αυτές οι πράξεις είναι αναγκαίο να χαρακτηρισθούν
νομικά, δηλαδή να διερευνηθεί ποια είναι η νομική τους μορφή. Η ως άνω
διερεύνηση δεν αποτελεί απλώς θεωρητική αναγκαιότητα, αλλά έχει σημαντικές
πρακτικές συνέπειες, αφού ανάλογα με το νομικό χαρακτηρισμό που θα δοθεί
καθορίζεται το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ρυθμίζονται τόσο οι προϋποθέσεις
εγκύρου αυτού όσο και οι έννομες τους συνέπειες. Κατά γενική αποδοχή, οι πράξεις
αυτές χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικές πράξεις.  Γίνεται μάλιστα απολύτως
αποδεκτό ότι ως διαδικαστικές πράξεις θεωρούνται οι πράξεις των διαδίκων, των
νομικών αντιπροσώπων ή πληρεξουσίων αυτών, του δικαστηρίου ή και τρίτων
προσώπων στα πλαίσια συγκεκριμένης δίκης των οποίων τόσο οι προϋποθέσεις όσο
και οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ΚπολΔ και οι οποίες
πράξεις έχουν ως σκοπό την έναρξη, την εξέλιξη ή και την περάτωση καθ'
οποιονδήποτε τρόπο της δίκης. Υπάρχουν πάντως περιπτώσεις που ο χαρακτηρισμός
μιας πράξης είναι ιδιαίτερα δύσκολος ή μπορεί η ίδια πράξη να σωρεύει και δήλωση
ουσιαστικού δικαίου και διαδικαστική πράξη π.χ. ένσταση συμψηφισμού.

(2) Διακρίσεις διαδικαστικών πράξεων από δικαιοπραξίες ουσιαστικού δικαίου.

Α) οι διαδικαστικές πράξεις απευθύνονται προς το δικαστήριο ενώ οι δικαιοπραξίες


καταρτίζονται μεταξύ των συμβαλλομένων και πάντως αποδέκτης της δήλωσης είναι
πάντοτε ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος.

Β) οι διαδικαστικές πράξεις απαιτούν για το κύρος τους πάντοτε την τήρηση


συγκεκριμένου τύπου τον οποίο σε κάθε περίπτωση ορίζει το δικονομικό δίκαιο.
Αντιθέτως, οι δικαιοπραξίες του ουσιαστικού δικαίου είναι κατά κανόνα άτυπες, πλην
ελαχίστων εξαιρέσεων που το ουσιαστικό δίκαιο επιβάλλει τύπο όπως π.χ.
μεταβίβαση ακινήτου, σύνταξη διαθήκης, τέλεση γάμου.

Γ) οι διαδικαστικές πράξεις είναι ελευθέρως ανακλητές αλλά όχι προσβλητέες,


αντίθετα οι δικαιοπραξίες είναι μη ανακλητές αλλά προσβλητέες.

Δ) οι συνέπειες των διαδικαστικών πράξεων γίνονται αντιληπτές όχι αμέσως μετά τη


διενέργεια τους αλλά κατά κανόνα με την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
Αντιθέτως, οι συνέπειες των δικαιοπραξιών επέρχονται και γίνονται αντιληπτές από
και δια της καταρτίσεως τους.
  Στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σύμφωνα με το
180ΑΚ ότι δεν έγινε ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι η άκυρη δικαιοπραξία αφενός μεν δεν
παράγει έννομες συνέπειες αφετέρου δε δεν χρήζει ανατροπής με δικαστική
απόφαση. Μοναδική εξαίρεση η περίπτωση του γάμου όπου ο άκυρος γάμος
θεωρείται έγκυρος μέχρι την ανατροπή. Στο χώρο της πολιτικής δίκης η ακυρότητα
εμφανίζεται με μια εντελώς διαφορετική έννοια. Συγκεκριμένα η άκυρη διαδικαστική
πράξη ως προς το πραγματικό της είναι πλήρης αλλά συνέπεια εμφιλοχωρήσαντος
ελαττώματος θα μπορούσε να εμποδίζεται η επέλευση τρων συνεπειών της. Επειδή
όμως κατά την εξέλιξη της δίκης  οι διαδικαστικές πράξεις επιχειρούνται κατά
προϋποθέσεως και ακολουθίας που υπάρχει μεταξύ αυτών. Έτσι ο νομοθέτης στα
159επ. καθιερώνει περιορισμένους λόγους ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων
και η επέλευση της ακυρότητας προϋποθέτει δικαστική απαγγελία. Οι προβλεπόμενοι
από το 159 λόγοι ακυρότητας διακρίνονται σε δυο βασικές κατηγορίες:
 
 α) σε εκείνες τις περιπτώσεις που η παράβαση συγκεκριμένης δικονομικής διατάξεως
επισύρει ως ποινή το απαράδεκτο ή την ακυρότητα που προβλέπεται από τον ίδιο το
νόμο.

 β) σ' εκείνες τις διαδικαστικές πράξεις που παρά το ελάττωμα τους η απαγγελία της
ακυρότητας προϋποθέτει δικονομική βλάβη. Δηλαδή σ' αυτές τις διαδικαστικές
πράξεις δεν αρκεί για την ακυρότητα η ύπαρξη  δικονομικού ελαττώματος αλλά είναι
αναγκαίο το ελάττωμα αυτό όχι μόνο να προκαλεί δικονομική βλάβη (έκπτωση από
δικονομικού δικαιώματος, απώλεια δικονομικής δυνατότητας , απώλεια δικονομικής
ευκαιρίας) αλλά είναι απαραίτητο η δικονομική βλάβη να μην μπορεί να διορθωθεί
παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας έτσι π.χ. σε περίπτωση ελαττωματικής
επιδόσεως μπορεί η βλάβη να ανατραπεί με την επανάληψη της επιδόσεως.
 Θεμελιώδης αρχή στο χώρο της πολιτικής δίκης είναι η κατ΄ αίτηση των διαδίκων
παρέμβαση του δικαστηρίου. Η αρχή αυτή  εφαρμόζεται και για την έρευνα
δικονομικών ακυροτήτων μ' ένα όμως περιορισμό ότι ο διάδικος που προκάλεσε την
ακυρότητα δεν δικαιούται να την επικαλείται. Κατ' εξαίρεση όπου ο νόμος επιτρέπει
στο δικαστήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα της τηρήσεως συγκεκριμένης δικονομικής
διατάξεως δεν απαιτείται προβολή της δικονομικής ακυρότητας. Συγκεκριμένα
μπορεί ο διάδικος να προβάλει την δικονομική ακυρότητα, αν το επιθυμεί, το
αργότερο κατά τη διενέργεια της αμέσως επόμενης της άκυρου διαδικαστικής
πράξης. Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η δικονομική
ακυρότητα είναι θεσμός απόλυτος διαφορετικός από την προβλεπόμενη στο
ουσιαστικό δίκαιο ακυρότητα.
 Όπως έχει σημειωθεί και ανωτέρω στο χώρο του αστικού δικαίου με ρητές διατάξεις
προβλέπεται η δυνατότητα προσβολής και ανατροπής των δικαιοπραξιών εάν η
δήλωση  ενός των συμβαλλομένων ήταν προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής. Στο χώρο
του δικονομικού δικαίου παρόμοιες διατάξεις δεν υφίστανται. Υπάρχουν όμως στα
πλαίσια της δίκης διαδικαστικές πράξεις που εμφανίζονται υπό την μορφή δηλώσεως
βουλήσεως. Ενόψει αυτού του γεγονότος, το ερώτημα εάν είναι νοητή η ανατροπή
διαδικαστικών πράξεων με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του αστικού δικαίου
περί πλάνης, απάτης ή απειλής.
 Περίπου  απολύτως κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία είναι η άποψη
σύμφωνα με την οποία δεν είναι νοητή η ανατροπή των διαδικαστικών πράξεως για
λόγους ακυρωσίας αυτών. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η ανωτέρω άποψη είναι τα
ακόλουθα:
Α) η φύση του δικονομικού δικαίου ως δημόσιο δίκαιο δεν ανέχεται την αναλογική
εφαρμογή διατάξεων που προέρχονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Β) η ασφάλεια του
δικαίου και η ασφάλεια της δίκης δεν πρέπει να επιτρέπουν την ανατροπή των
διαδικαστικών πράξεων εξαιτίας ελαττωμάτων της βουλήσεως. Γ) η πολιτική
δικονομία διαθέτει ως μέσο θεραπείας το ελευθέρως ανακλητό των διαδικαστικών
πράξεων.
Το 1ο επιχείρημα καταρρίπτεται εάν αναλογιστεί κανείς ότι αρκετές διατάξεις των
γενικών αρχών του αστικού δικαίου (π.χ. 281ΑΚ) εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται
σε όλους τους κλάδους του δικαίου  ανεξαρτήτως της φύσεως τους ως δημοσίου ή
ιδιωτικού.  Επίσης η δυνατότητα ανακλήσεως τελεί υπό περιορισμούς αφενός μεν της
μη ανατροπής αμετακλήτων δικονομικών καταστάσεων και αφετέρου της μη
προσβολής συμφερόντων του αντιδίκου. Πράγματι, το επιχείρημα για την ασφάλεια
της δίκης και των συναλλαγών είναι σοβαρό, απλά μπορούν να υπάρχουν
περιπτώσεις όπου μια ανατροπή διαδικαστικής πράξεως για ελαττώματα της
βούλησης να μην θιγεί την ασφάλεια της δίκης π.χ. προσβολή δικονομικής
συμβάσεως περί προεκτάσεως της αρμοδιότητας πριν από την άσκηση της αγωγής ή
κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, επίσης, προσβολή της δεύτερης δηλώσεως
στο συναινετικό διαζύγιο με την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Ορθότερη,
επομένως πρέπει να θεωρείται η άποψη ότι το επιτρεπτό ή μη της προσβολής μιας
διαδικαστικής πράξης συνέπεια πλάνης, απάτης ή απειλής θα πρέπει να ερευνάται σε
κάθε περίπτωση ξεχωριστά και όπου η ανατροπή της διαδικαστικής πράξης δεν θίγει
αμετάκλητες δικονομικές καταστάσεις ή δεν προκαλεί ανασφάλεια της δίκης θα
πρέπει να είναι επιτρεπτή.

(3)  ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

 Όπως ακριβώς συμβαίνει με το παραδεκτό μιας δίκης που προϋποτίθεται, δηλαδή η


συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού, έτσι ακριβώς επιβάλλεται από τον
νόμο η συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού μιας εκάστης διαδικαστικής
πράξης. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να αναφέρονται π.χ. στα πρόσωπα που
διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις, στον τύπο που πρέπει να τηρηθεί για την
καθεμία διαδικαστική πράξη, στον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να τηρηθεί και ούτω
καθ' εξής. Εάν δεν συντρέξει ή δεν τηρηθεί μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις,
τότε η διαδικαστική πράξη κατά κανόνα θεωρείται απαράδεκτη. Η πρώτη σημαντική
διαδικαστική προϋπόθεση της διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης είναι η
διενέργεια αυτής σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της δίκης ή μέσα σε συγκεκριμένη
προθεσμία. Τα ζητήματα των προθεσμιών ρυθμίζονται στον ΚπολΔ στα άρθρα
144επ. Στην πρώτη διάταξη καθιερώνεται κατ' αρχήν η διάκριση μεταξύ νόμιμων και
δικαστικών προθεσμιών. Οι μεν πρώτες είναι εκείνες των οποίων τόσο η διάρκεια
όσο και το εναρκτήριο της διαδρομής τους γεγονότα καθορίζονται ρητά από το
δικονομικό νομοθέτη. Διαδικαστικές προθεσμίες είναι εκείνες των οποίων τα δυο
προηγούμενα στοιχεία ορίζονται σε κάθε περίπτωση από το δικαστήριο.
 Κοινό πάντως χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο ειδών των προθεσμιών είναι
ότι η διαδρομή τους αρχίζει την επόμενη μέρα μετά την επίδοση ή μετά την
συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί  την αφετερία της προθεσμίας (144ΚπολΔ).
Αφ' ης λάβει χώρα το γεγονός που θέτει σε εκκίνηση την προθεσμία αυτή τρέχει σε
βάρος και των δύο διαδίκων, δηλαδή τόσο του επιδίδοντας όσο και του προς ου η
επίδοση. Στις διατάξεις των άρθρων 146 και 147 ΚπολΔ προβλέπονται  αντίστροφα η
διακοπή και η αναστολή των προθεσμιών. Οι θεσμοί αυτοί αναφέρονται σε κάθε
είδος προθεσμία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της διακοπής είναι ότι από την στιγμή
που θα λάβει χώρα το διακοπτικό γεγονός ο ήδη διαδρομών χρόνος της προθεσμίας
θεωρείται ως μηδέποτε διαδρομών και για την έναρξη της εκ νέου διαδρομής
απαιτείται νέα επίδοση. Αντίθετα, εάν επισυμβεί ανασταλτικό γεγονός τότε για όσο
χρόνο διαρκεί το γεγονός αυτό δεν προσμετράτε στο χρόνο της προθεσμίας. Αμέσως
μετά την παύση του η προθεσμία συνεχίζει τη διαδρομή της από το σημείο που είχε
όταν έλαβε χώρα το ανασταλτικό γεγονός.
π.χ επίδοση αποφάσεως 25 Ιουλίου, ο χρόνος 1-31 Αυγούστου αναστέλλεται,
επομένως αν έχουμε προθεσμία 30 ημερών τότε η λήξη της προθεσμίας θα είναι 24
Σεπτεμβρίου.

(4)  ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ:  

 όταν ένας μάρτυρας  π.χ. είναι υπέργηρος ή ασθενής και υπάρχει περίπτωση να μη
ζει μέχρι ότου έρθει η σειρά του για κλήση στο δικαστήριο, είναι δυνατόν μετά από
απόφαση του δικαστηρίου να κληθεί νωρίτερα.

 Παρά τη φύση των διατάξεων του ΚπολΔ ως αναγκαστικού δικαίου οι


προβλεπόμενες δυνατότητες ή τα παρεχόμενα δικαιώματα δεν διενεργούνται με
εξαναγκασμό. Η χρήση ή η άσκηση αφήνεται στην ελεύθερη κρίση των
ενδιαφερομένων. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση των προθεσμιών.
Δικαιούται δηλαδή ο καθένας να αφήσει να παρέλθει άπρακτη μια προθεσμία. Η
έννομη σχέση της δίκης δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τους
διαδίκους και για το δικαστήριο, επομένως οι ανωτέρω δικαιούνται να έχουν άποψη
ενδεχομένως παράταση γίνεται πάντοτε με συμφωνία των διαδίκων, αλλά
συναινούντος του δικαστή. Η δε σύντμηση γίνεται κατά κανόνα με δικαστική
απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και κατ'
εξαίρεση με συμφωνία των διαδίκων. Ως κύρωση για την άπρακτη παρέλευση μιας
προθεσμίας προβλέπεται από την διάταξη  του άρθρου 151ΚπολΔ η έκπτωση από το
δικαίωμα, η οποία μεταφράζεται με άλλα λόγια στο απαράδεκτο της
δημιουργούμενης διαδικαστικής πράξης εκτός των ορίων προθεσμίας.

ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ:

 Όταν οι δικονομικές προθεσμίες χαθούν για λόγους που δεν οφείλονται σε


υπαιτιότητα του διαδίκου υπάρχει δυνατότητα αναβίωσης τους με το θεσμό της
επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση που προβλέπεται και
ρυθμίζεται στα άρθρα 1532επ. ΚπολΔ. ο νομοθέτης αναφορικά με τους νόμους καθώς
και το χρόνο μέσα στον οποίο δικαιούται κανείς να ζητήσει την  επαναφορά υπήρξε
δικαιολογημένα ιδιαίτερα φειδωλός. Έτσι επιτρέπει την επαναφορά μόνο αν η
απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανωτέρα βία ή δόλια συμπεριφορά του
αντιδίκου. Ως ανωτέρα βία εννοείται η εμφάνιση γεγονότος που δεν θα μπορούσε να
προβλεφθεί από τον ενδιαφερόμενο ακόμα και με ιδιαίτερη επιμελή συμπεριφορά.
Δεν ταυτίζεται πάντως την ανωτέρα βία με αμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου ή
του νόμιμου αντιπροσώπου.  Από την  στιγμή που θα αρθεί το γεγονός που αποτελεί
την ανωτέρω βία ο ενδιαφερόμενος διάδικος είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει την
αίτηση επαναφοράς μέσα σε 30 μέρες. Η προθεσμίας αυτή έστω και αν απολεσθεί για
λόγους ανωτέρω βίας δεν μπορεί να επαναφερθεί κατ' εφαρμογή των  άρθρων 152επ.
για το παραδεκτό και το νόμω αβάσιμο της αίτησης επαναφοράς είναι αναγκαίο πέρα
των λοιπών στοιχείων κάθε δικογράφου να μνημονεύονται  στην αίτηση ποιοι λόγοι
επαναφοράς, δηλαδή τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που θα μπορούσαν να
κριθούν κατ' αντικειμενική κρίση και πάντοτε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ότι
συνιστούν ανωτέρα βία. Επιπλέον πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση και τα
αποδεικτικά μέσα βάσει των οποίων επαληθεύονται οι λόγοι επαναφοράς,
διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη.

(5)  ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

 Προκειμένου ο διάδικος να ειδοποιείται και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του


σύμφωνα με το 110+2ΚπολΔ είναι αναγκαίο να υπάρχει αδιαμφισβήτητο όργανο και
αδιαμφισβήτητη διαδικασία γνωστοποίησης των δικογράφων και προσκλήσεως του
διαδίκου για να ασκήσει τα δικαιώματα του. Προς εξυπηρέτηση του ανωτέρου
σκοπού στον ΚπολΔ και στα 122επ. ΚπολΔ προβλέπονται:

F Όργανα που έχουν δικαιοδοσία επιδόσεως

F Τόπος στον οποίο πρέπει να λάβει χώρα η επίδοση

F Τρόπος που θα πρέπει να λάβει χώρα η επίδοση

F Χρόνος που επιτρέπεται να γίνει η επίδοση.

 Ως προς τα όργανα , η διάταξη του 122+1ΚπολΔ ορίζει ότι οι επιδόσεις


διενεργούνται από δικαστικό επιμελητή. Προκειμένου όμως ο δικαστικός επιμελητής
να προβαίνει εγκύρως σε επίδοση θα πρέπει να είναι διορισμένός στο πρωτοδικείο
στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει ο διάδικος προς το οποίο θα πρέπει
να επιδοθεί το δικόγραφο και μάλιστα κατά το χρόνο της επίδοσης. Επίδοση που
διενεργείται από κατά τόπο αναρμόδιο δικαστικό επιμελητή είναι απολύτως άκυρη
ανεξαρτήτως βλάβης του διαδίκου. Κατ' εξαίρεση στις επιδόσεις που λαμβάνουν
χώρα στο εξωτερικό η παράδοση του εγγράφου προς τον διάδικο δεν γίνεται απ' το
δικαστικό επιμελητή αλλά από πρόσωπα που αναφέρονται στο 134ΚπολΔ. Σύμφωνα
με την αρχή της διαθέσεως και της πρωτοβουλίας των διαδίκων ο δικαστικός
επιμελητής δεν προβαίνει αυτόκλητα σε επιδόσεις αλλά κατόπιν ιδιαίτερης εντολής
παραγγελίας του ενδιαφερομένου διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτού.
Κατά το 123ΚπολΔ η παραγγελία αυτή χορηγείται εγγράφως και διατυπώνεται στο
τέλος του εγγράφου που πρόκειται να επιδοθεί. Η παραγγελία αυτή μπορεί να έχει το
παρακάτω περιεχόμενο: « Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής να επιδώσει το παρόν
δικόγραφο προς τον Χ για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες. Εάν δε το
επιδιδόμενο έγγραφο είναι εισαγωγικό της δίκης είναι αναγκαίο να περιέχει (η
παραγγελία) και πρόσκληση ή κλήση προκειμένου να εμφανισθεί ο διάδικος
συγκεκριμένη μέρα και ώρα σε συγκεκριμένο τόπο. Η επίδοση πραγματώνεται με την
παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται
σύμφωνα με το 127ΚπολΔ. κατ' εξαίρεση βέβαια είναι νοητή η επίδοση χωρίς να
λάβει χώρα πραγματική παράδοση του εγγράφου στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. Αυτό
μπορεί να συμβεί  σε τρεις περιπτώσεις :

1. αν ο ενδιαφερόμενος απουσιάζει από την κατοικία του

2. αν ο ενδιαφερόμενος αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο (σε αυτές τις δυο


περιπτώσεις η επίδοση πραγματοποιείται με θυροκόλληση)
3. εάν ελλείπει μεν από την κατοικία του το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το
δικόγραφο, αλλά παρευρίσκονται μέλη της οικογενείας ή σύνοικος οπότε η επίδοση
πραγματώνεται με την παράδοση του εγγράφου σ' ένα απ' τα ανωτέρω πρόσωπα.

 Ως προς τον τόπο επίδοσης: Κατά το 124+2ΚπολΔ κατά κανόνα η επίδοση πρέπει να
γίνει στην κατοικία ή στο χώρο που αυτός ασκεί το επάγγελμα του. Η επίδοση σ΄
άλλο μέρος κατ΄ αρχήν απαγορεύεται εκτός  εάν συναινέσει προς τούτο ο
ενδιαφερόμενος. Εάν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν έχει κατοικία ή επαγγελματική
στέγη, τότε η επίδοση μπορεί να γίνει όπου ήθελε βρεθεί ο διάδικος με περιορισμό,
βέβαια, ως προς τους χώρους λατρείας κατά τη διάρκεια της λατρείας και τις
αίθουσες δικαστηρίων την ώρα των συνεδριάσεων.
 Για το έγκυρο της επίδοσης είναι αναγκαίο να διενεργείται κατ΄ αρχήν κατά τις
εργάσιμες ημέρες. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η επίδοση κατά τις Κυριακές ή τις
αργίες αν συναινέσει προς τούτο το πρόσωπο προς το οποίο θα πρέπει να επιδοθεί το
δικόγραφο. Κατ' εξαίρεση επίσης, μπορεί να παραβιαστεί η ανωτέρω αρχή με άδεια
του δικαστικού επιμελητή ή του προέδρου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφόσον
συντρέχει προς τούτο η ειδική επείγουσα περίπτωση. Κατά το 125ΚπολΔ οι επιδόσεις
πρέπει να διενεργούνται από 7οο με 19οο. Η τυχόν άρνηση του διαδίκου να
παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο σε Κυριακή ή αργία ή κατά τις νυχτερινές ώρες
δεν δημιουργεί δικαίωμα του δικαστικού επιμελητή για επίδοση με θυροκόλληση.

 (6)
 
 Σκοπός της επιδόσεως είναι να φτάνει το επιδιδόμενο έγγραφο στο πρόσωπο προς το
οποίο απευθύνεται. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού το 126ΚπολΔ επιβάλλει την
υποχρέωση παραδόσεως του εγγράφου προσωπικά σ' εκείνο προς τον οποίο
απευθύνεται. Για το έγκυρο της επιδόσεως όπως συμβαίνει σε κάθε διαδικαστική
πράξη απαιτείται η συνδρομή των γενικών προϋποθέσεων διενέργειας ή συμμετοχής
σε μια διαδικαστική πράξη. Εξ' αυτού του λόγου για το έγκυρο της επίδοσης σε
πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα δικαστικής παράστασης πρέπει να γίνεται η
επίδοση σε πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα δικαστικής παράστασης πρέπει να
γίνεται η επίδοση σε πρόσωπα που κατά το νόμο εκπροσωπούν τους ανίκανους. Το
ίδιο συμβαίνει και για τα Ν.Π., δηλαδή και εκεί τα έγγραφα πρέπει να επιδίδονται στα
πρόσωπα που κατά το καταστατικό ή το νόμο έχουν την εκπροσώπηση τους. Εάν
κάποιος απουσιάζει από την κατοικία ή την επαγγελματική του απασχόληση η
επίδοση μπορεί να γίνει και σύνοικους οι οποίοι κατά το 128+3 περιλαμβάνουν τα
πρόσωπα που είτε διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα
μέλη οικογενείας τους, το υπηρετικό ή υπαλληλικό προσωπικό κλπ. Πάντως δεν
θεωρούνται σύνοικοι οι κάτοικοι γειτονικών διαμερισμάτων, οι μισθωτές δωματίου
της ίδιας κατοικίας.
 Η έννοια της κατοικίας κατά το 128ΚπολΔ είναι διαφορετική από την έννοια της
κατοικίας κατά την έννοια του 51 Α.Κ. αφού εδώ ο νομοθέτης αρκείται όχι στη
μόνιμη εγκατάσταση, αλλά και στην προσωρινή διημέρευση ή διανυκτέρευση του
προσώπου προς το οποίο θα γίνει η επίδοση. Όλοι οι παραλήπτες του εγγράφου που
έχουν την ιδιότητα του συνοίκου θα πρέπει να είναι ικανοί παραστάσεως, αφού με
την παραλαβή μετέχουν στην κατάργηση διαδικαστικής πράξης. Η πλήρης απουσία
όλων των ανωτέρω μνημονευμένων προσώπων ή η άρνηση αυτών να παραλάβουν το
έγγραφο  αιτιολογημένη ή μη παρέχει το δικαίωμα στο δικαστικό επιμελητή να
επιχειρήσει την επίδοση με θυροκόλληση. Η πλήρης απουσία ή άρνηση βεβαιώνεται
από ένα μάρτυρα. Η θυροκόλληση επιβεβαιώνεται με την παράδοση αντιγράφου του
εγγράφου που έχει επιδοθεί στο Α.Τ της περιοχής, στον πρόεδρο της κοινότητας ή
τον γραμματέα καθώς και με την αποστολή συστημένης επιστολής ή αποστολής επί
αποδείξη στην κατοικία του προς ον η επίδοση. Εάν κάποιος διαμένει στο εξωτερικό
τότε η επίδοση προς αυτόν ακολουθεί διαφορετική διαδικασία. Συγκεκριμένα, τότε η
επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του τόπου του δικαστηρίου που εκκρεμεί η δίκη και
αν έχουμε πράξη εκτελέσεως στον εισαγγελέα του τόπου που διενεργούνται αυτές. Ο
εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει το επιδοθέν έγγραφο στο υπουργείο
εξωτερικών και το τελευταίο δια της διπλωματικής οδού θα πρέπει να προωθήσει το
εγγράφου στο προσώπου προς το οποίο απευθύνεται. Πάντως, οι συνέπειες της
επίδοση προκαλούνται όχι κατά το χρόνο που το έγγραφο φτάνει στον εισαγγελέα
(έμμεση ή πλασματική επίδοση: 136ΚπολΔ).

 (7) 94επ. ΚπολΔ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

 Για το έγκυρο των διαδικαστικών πράξεων είναι η συνδρομή ικανότητας προς


δικολογείν. Η ικανότητα αυτή συνδέεται με την παράσταση ενώπιον των πολιτικών
δικαστηρίων με πληρεξούσιο δικηγόρο ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Κατά τη
διάταξη του 94ΚπολΔ καθιερώνεται γνήσια δικονομική υποχρέωση των διαδίκων να
παρίσταται ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η αθέτηση
της υποχρέωσης αυτής επιφέρει ως κύρωση της, δικονομική απουσία του διαδίκου,
χωρίς δηλαδή δικαστική πληρεξουσιότητα ενώπιον των ειρηνοδικείων, κατά την
εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου κι αν είναι
αναγκαία η αποτροπή επικειμένου κινδύνου πάλι ενώπιον οποιοδήποτε δικαστηρίου.
Τον αριθμό και την επιλογή των πληρεξουσίων δικηγόρων ορίζει πάντοτε ο
ενδιαφερόμενος διάδικός. Είναι ενδεχόμενο σε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο να
ορίζονται πλείονες πληρεξούσιοι δικηγόροι. Εφόσον δεν μνημονεύονται σ' αυτό το
είδος και η έκταση του εκάστου τότε είναι αυτονόητο ότι οι πλείονες πληρεξούσιοι
μπορούν να διενεργούν είτε από κοινού είτε ο καθένας ξεχωριστά όλες τις
διαδικαστικές πράξεις που είναι αναγκαίες για την υπεράσπιση των συμφερόντων του
εντολέα τους. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου όπου
η τήρηση ιδιαιτέρου τύπου πληρεξουσιότητας επιβάλλεται για την διενέργεια
δικαιοπραξιών για της οποίες προβλέπεται ιδιαίτερος τύπος, η διαδικαστική
πληρεξουσιότητα μπορεί να χορηγείται κατά δύο τρόπους:
 
· με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο το οποίο μπορεί να είναι γενικό ή ειδικό.

· Με δήλωση του διαδίκου ενώπιον του δικαστηρίου η οποία καταχωρίζεται στα


πρακτικά. Κατ' εξαίρεση ενώπιον των ειρηνοδικείων μπορεί να χορηγηθεί
πληρεξουσιότητα και με απλή εξουσιοδότηση, εφόσον βεβαιώνεται το γνήσιο της
υπογραφής του εντολέα.

 Για την διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξεως κατά τη διάταξη του


97ΚπολΔ αρκεί γενική πληρεξουσιότητα. Κατ' εξαίρεση απαιτείται ειδική
πληρεξουσιότητα αφενός μεν όταν η διενεργούμενη διαδικαστική πράξη έχει ως
αντικείμενο γαμικές διαφορές ή σχέσεις γονέων τέκνων ακριβώς γιατί οι έννομες
αυτές σχέσεις αφορούν τη δημόσια τάξη και αφετέρου όταν με την επιχειρούμενη
διαδικαστική πράξη προκαλείται διάθεση του ουσιαστικού δικαιώματος. Έτσι
απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα για το συμβιβασμό, τη διαιτησία, τη παραίτηση ή
την αναγνώριση του δικαιώματος της αγωγής και τέλος για τη διάθεση του
δικονομικού δικαιώματος προσβολής μιας αποφάσεως με ένδικα μέσα αφού και η
διάθεση αυτού έμμεσα εμπεριέχει διάθεση του ουσιαστικού δικαιώματος. Τέλος,
απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα για δυο συγκεκριμένες ενέργειες που εμπεριέχουν
ιδιαίτερη μορφή:

· Για την άσκηση αγωγής κακοδικίας, αφού μ' αυτήν ο διάδικος μέμφεται δικαστικό
λειτουργό για δόλια συμπεριφορά που του έχει προκαλέσει ιδιαίτερη βλάβη.

· Για την προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού είτε υπό τη μορφή της νόθευσης είτε
υπό τη μορφή της εξ' ολοκλήρου πλαστής κατάρτισης. Πάντως όταν προσβάλλεται
έγγραφο ως πλαστό είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να μνημονεύεται ο
πλαστογράφος καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την
απόδειξη της πλαστότητας.

 (8)

 Η πληρεξουσιότητα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη σχέση εμπιστοσύνης που


υπάρχει μεταξύ διαδίκου και πληρεξουσίου. Είναι επομένως αυτονόητο ότι αν
κλονιστεί η εμπιστοσύνη αυτή θα πρέπει να επιτρέπεται και η παύση της
πληρεξουσιότητας. Το 100ΚπολΔ περιγράφει τις περιπτώσεις παύσεως της
πληρεξουσιότητας οι οποίες αναφέρονται είτε σε γεγονότα που αφορούν το πρόσωπο
του διαδίκου είτε σε γεγονότα που αφορούν το αντικείμενο της πληρεξουσιότητας
είτε σε γεγονότα που αφορούν το πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου. Ο διάδικος
είναι αυτονόητο ότι δικαιούται να ανακαλεί οποτεδήποτε την πληρεξουσιότητα.
Αντίστοιχα και ο πληρεξούσιος δικαιούται να παραιτείται από την πληρεξουσιότητα
οποτεδήποτε. Εφόσον έχουν συμβεί γεγονότα παύσεως ή παραιτήσεως και
προκειμένου να μην δημιουργείται κενό πληρεξουσιότητας στη δίκη ο μέχρι τον
διορισμό νέου, αλλά πάντως όχι για χρονικό διάστημα πέραν του ενός μηνός. Σε μια
δίκη, μέρος των διαδικαστικών πράξεων που έχουν ήδη ενεργηθεί θα γίνει για πρώτη
φορά κατά τη συζήτηση της αγωγής. Έτσι το σημείο αυτό είναι κρίσιμο και για τον
έλεγχο των διαδικαστικών προϋποθέσεων της πληρεξουσιότητας. Εάν διαπιστωθεί η
ύπαρξη της τότε καλύπτονται και οι διαδικαστικές πράξεις που έγιναν εκτός δίκης.
Εάν όμως το δικαστήριο διαπιστώσει την έλλειψη πληρεξουσιότητας μπορεί κατ'
αρχήν να χορηγήσει προθεσμία χορήγησης της αλλά πάντως δεν μπορεί να εκδώσει
οριστική απόφαση πριν από την συμπλήρωση της ή πριν από την πάροδο της
προθεσμίας που δόθηκε για την συμπλήρωση της.

(9) ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Αρνητική διατύπωση: αναστροφή βάρους απόδειξης.


 Το τεχνικό επιμελητήριο, εργατικά σωματεία εκ του νόμου νομιμοποιούνται να
ασκήσουν πλαγιαστική αγωγή, μη υπόχρεοι και δικαιούχοι ενάγοντες (και ο σύνδικος
στην πτώχευση).
 Διαφέρει από την προσεπίκληση (;). ο προσεπικαλούμενος δεν καθίσταται διάδικος
στην αρχική δίκη.
 Η κτήση της ιδιότητας του διαδίκου πραγματώνεται με την άσκηση της αγωγής και
ως ενάγων από τυπικής απόψεως καθίσταται πάντοτε εκείνος ο οποίος ισχυρίζεται ότι
είναι φορέας συγκεκριμένου ουσιαστικού δικαιώματος και ως εναγόμενος καθίσταται
εκείνος εναντίον του οποίου ισχυρίζεται ο ενάγων ότι στρέφεται το ουσιαστικό
δικαίωμα ή εκείνος που φέρεται υπόχρεος έναντι του ενάγοντα. Πάντοτε, δηλαδή, για
την άσκηση συγκεκριμένης αγωγής απαιτείται η προβολή σ' αυτήν συγκεκριμένου
συνδέσμου των διαδίκων με το επίδικο δικαίωμα. Ο σύνδεσμος αυτός προκύπτει από
ουσιαστικό και ουχί από δικονομικό δικαίωμα. Η ύπαρξη του δημιουργεί τη
νομιμοποίηση.
 Εάν δεν προβάλλεται αυτός ο σύνδεσμος στο δικόγραφο, η αίτηση παροχής έννομης
προστασίας απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως. Εάν όμως
προβάλλεται ο σύνδεσμος αυτός κι αποδεχθεί ανύπαρκτός, η αγωγή απορρίπτεται ως
ουσία αβάσιμη. Ενώ λοιπόν η νομιμοποίηση συνδέεται με το ουσιαστικό δικαίωμα
και είναι καθαρά σχέση ουσιαστικού δικαίου, το έννομο συμφέρον συνδέεται με το
ενδεχόμενο θετικών ή αρνητικών επιπτώσεων της απόφασης που θα εκδοθεί επί των
περιουσιακών δικαιωμάτων του διαδίκου. Κατ' εξαίρεση είναι νοητή η νομιμοποίηση
προς άσκηση αγωγής και προσώπων που δεν συνδέονται άμεσα με το ουσιαστικό
δικαίωμα. Αυτές είναι οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων διαδίκων.
π.χ. 72ΚπολΔ: πλαγιαστική αγωγή την οποία νομιμοποιείται να ασκήσει όχι ο
συνδεόμενος άμεσα με την επίδικη αξίωση, αλλά ο δανειστής του δικαιούχου της
αξιώσεως. Σ΄ αυτήν την περίπτωση, ο πλαγιαστικός ενάγων δεν επιδιώκει την
καταδίκη του εναγομένου στην καταβολή στον πρώτο, αλλά στην καταβολή στον
πράγματι δικαιούχο της αξιώσεως. Επίσης, η άσκηση αγωγής από επιμελητήρια και
πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι μορφές μη
δικαιούχων διαδίκων.  

You might also like