Professional Documents
Culture Documents
a. Διαδικαστικές προϋποθέσεις
b. Διαδικαστικές πράξεις
c. Επιδόσεις
d. Προθεσμίες
e. Ακυρότητες
f. Δίκαιο αποδείξεως
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ:
Η ελεύθερη εκτίμηση δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αλλά μόνο από το εφετείο.
Η μη τήρηση των κανόνων νομικών αποδείξεων ελέγχεται και από τον Άρειο Πάγο.
Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπ' όψιν του τα αποδεικτικά μέσα (559+19ΚπολΔ) και
τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτάθηκαν (559+8ΚπολΔ) και είναι χρήσιμοι
για την κρίση της υπόθεσης.
· ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (είδη αποδεικτικών διαδικασιών)
· ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (αποδεικτικά μέσα 339ΚΠολΔ)
Είδη αποδείξεως:
Διακρίσεις ομολογίας:
1) Ανάλογα με τον τόπο: δικαστική: λαμβάνει ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει
την συγκεκριμένη υπόθεση, γίνεται είτε με δικόγραφο είτε με δήλωση των διαδίκων
που απευθύνεται ενώπιον των δικαστηρίου και καταχωρείται στα πρακτικά. Έχει
πλήρη αποδεικτική ισχύ. Εξώδικη: λαμβάνει χώρα σε άλλο δικαστήριο ποινικό ή
διοικητικό. Δεν έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ.
2) Ανάλογα με το περιεχόμενο: απλή: περιορίζεται αυστηρά στην έκθεση ή αποδοχή
του επιζήμιου γεγονότος. Σύνθετη: μαζί με την έκθεση ή αποδοχή του επιζήμιου
γεγονότος ο διάδικος προσθέτει και ένα επωφελές γεγονός με αποτέλεσμα να
περιορίζει ή να αναστέλλει ή να αναιρεί το επιζήμιο γεγονός.
3) Ανάλογα με τον τρόπο. Ρητή: με ρητή δήλωση βουλήσεως γραπτή ή προφορική.
Σιωπηρή ή συναγόμενη: συνάγεται από απλή δήλωση (261 ΚΠολΔ). Η ρητή και η
σιωπηρή αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τον νόμο.
Προϋποθέσεις:
1) ικανότητα προς ομολογία: δυο απόψεις για την νομική φύση της ομολογίας.
Ανάλογα με το ποια αποδεχόμαστε ορίζεται η ικανότητα της ομολογίας.
-1η άποψη. Ανακοίνωση γνώσης (κρατούσα άποψη) οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί
να ομολογήσει χωρίς παραπάνω προϋποθέσεις.
-2η άποψη. Δήλωση βουλήσεως ότι παραιτείται από το δικαίωμα να αντιλέξει τους
ισχυρισμούς/ το δικαίωμα/ την αποδεικτική διαδικασία. Απαιτείται ικανότητα προς
δικαιοπραξία, ικανότητα παραστάσεως στο δικαστήριο, ικανότητα να είναι διάδικος
(ικανότητα δικαίου) και εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος.
2) Πρόθεση ομολογίας: με την πρόθεση να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της
ομολογίας, όχι χάριν αστεϊσμού. Ενώπιον δικαστηρίου όταν κάποιος διάδικος
επικαλείται εξώδικη ομολογία, η πρόθεση τεκμαίρεται και άρα εναπόκειται στον
ομολογήσαντα να ανακαλέσει αποδεικνύοντας το αντίθετο. Στην εξώδικη ομολογία, η
πρόθεση πρέπει να αποδεικνύεται από αυτόν που την επικαλείται.
3) Πρέπει να αφορά έννομη συνέπεια /σχέση, δηλαδή υποχρέωση ή δικαίωμα που να
υπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία, που να διέπεται από την βούληση των μερών,
που να συστήνεται ή να αλλοιώνεται με την βούληση των μερών.
παρ. 600ΚΠολΔ : η ομολογία στο πλαίσιο των γαμίκων διαφορών εκτιμάται
ελεύθερα, δεν έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ όπως τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και
την εξώδικη ομολογία, αφού αυτή η έννομη σχέση δεν υπόκειται στην ιδιωτική
αυτονομία.
(1) ένσταση εξοφλήσεως, απ΄ τη μια πλευρά εκθέτει ένα επιλήψιμο γι' αυτόν γεγονός
αλλά απ' την άλλη ένα επωφελές Ίσύνθετη ομολογία.
Έχουμε και την έκθεση νέων πραγματικών περιστατικών, πραγματικό άλλου κανόνα
δικαίου, ένσταση εξοφλήσεως(σε άλλο π.χ. θα μπορούσε να ήταν ένσταση
παραγραφής)
(2) αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς προσθέτοντας άλλους ισχυρισμούς
αδιάφορο όμως για το δάνειο αιτιολογημένη άρνηση αγωγής.
Στην σύνθετη ομολογία, οπότε, έχουμε και επίκληση νέων πραγματικών
περιστατικών, πραγματικό νέου κανόνα δικαίου, ο ενάγων απαλλάσσεται από το
βάρος να αποδείξει τους πραγματικούς ισχυρισμούς. Θεωρούνται αποδεδειγμένοι και
αφού ο εναγόμενος προβάλλει και έναν αντίθετο κανόνα δικαίου, ο οποίος μπορεί να
επηρεάσει την εξέλιξη της δίκης. Στην αιτιολογημένη άρνηση ισχύει το 338ΚΠολΔ.
Υπάρχει και η λεγόμενη μερική άρνηση (π.χ. δεν μου έδωσε 2000¬ αλλά 1000¬).
Η εξέταση ήταν επικουρικό αποδεικτικό μέσο, αλλά δεν ισχύ σήμερα (270+3
ΚΠολΔ). Όταν ο διάδικος εξετάζεται μπορεί να ομολογήσει. Τι ομολογία είναι αυτή;
1η άποψη: εξώδικη, εκείνη τη στιγμή που καταθέτει δεν έχει την ιδιότητα του
διαδίκου, αλλά είναι φορέας αποδεικτικού μέσου.
2η άποψη: δικαστική, διοτι παρέχεται από τον διάδικο και έχει πλήρη αποδεικτική
ισχύ(κρατούσα).
ΑΥΤΟΨΙΑ
Αποδεικτικό μέσο: ο δικαστής με τις αισθήσεις του και τα διδάγματα της κοινής
πείρας διαμορφώνει δικανική πεποίθηση ως προς τα αποδεικτικά γεγονότα. Δεν είναι
υποχρεωτικό, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αν υπάρξει
ανάγκη μπορεί να διαταχθεί αυτοψία είτε με πρόταση του διαδίκου είτε
αυτεπαγγέλτως. Συνήθως από ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο λόγω φύσης
υποθέσεων και αφορούν κυρίως εμπράγματες υποθέσεις π.χ. σχετικά με όρια ή
απαλλοτριώσεις. Κατά κανόνα εκτός ακροατηρίου (αφού συνήθως αφορά ακίνητα)
εκτός αν αφορά κινητά. Συνδυάζεται και με πραγματογνωμοσύνη και με εξέταση
μαρτύρων. Το ότι διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως είναι απόρροια του 107ΚΠολΔ.
π.χ. γιατρός που είναι παρών σε φιλονικία Α-Β και ο Α παθαίνει έμφραγμα λόγω
σύγχυσης που προκλήθηκε από την φιλονικία, πεθαίνει και ο γιατρός το
επιβεβαιώνει.
π.χ. ο μηχανικός που βεβαιώνει βλάβη φρένων του αυτοκινήτου που προκάλεσε το
ατύχημα. Μάρτυρας που μπορεί να του ζητηθεί να εκφράσει μια κρίση.
Τρίτα πρόσωπα που συνεισφέρουν στη δίκη ότι ακριβώς γνωρίζουν για το γεγονός
που βρίσκεται προς απόδειξη. Καταθέτουν τα γεγονότα που είτε υπέπεσαν στην
αντίληψη τους (τα είδαν ή τα άκουσαν) είτε τα αφηγήθηκε κάποιος άλλος. Πρέπει να
αναφέρεται η πηγή της γνώσης τους (409+2ΚΠολΔ).
Στο νόμο προβλέπονται περιορισμοί της εμμάρτυρης κατάθεσης (393ΚΠολΔ).
Ηθική αδυναμία: όταν ο δεσμός των συμβαλλομένων ήταν τέτοιος ώστε η από
κάποιον από αυτούς απάντηση προς έγγραφη διατύπωση της σύμβασης να
εμφανίζονταν ως αναίτια δυσπιστία, π.χ. ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα, συζύγους
κ.α.
Τυχαία απώλεια (394+1γ ΚΠολΔ): δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ατόμου που το
επικαλείται αντλώντας κάποιο δικαίωμα από αυτό. Οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή
υπαιτιότητα τρίτου προσώπου ή αντιδίκου.
+ 435ΚπολΔ: φαίνονται κάπως διαφορετικές. Δεν αναφέρεται ο όρος ¨τυχαία¨ , είναι
συμπληρωματικό προς το 1ο, απαιτείται η απώλεια να είναι τυχαία, διευρύνει το
περιεχόμενο του 394+1γ ΚπολΔ.
Κατά το 124+2ΚπολΔ κατά κανόνα η επίδοση πρέπει να γίνεται στην κατοικία ή στο
χώρο που αυτός ασκεί το επάγγελμα του. Η επίδοση σε άλλο μέρος κατ' αρχήν
απαγορεύεται εκτός εάν συναινέσει προς τούτο ο ενδιαφερόμενος. Εάν όμως ο
ενδιαφερόμενος ΔΕΝ έχει κατοικία ή επαγγελματική στέγη τότε η επίδοση μπορεί να
γίνει όπου ήθελε βρεθεί ο διάδικος με περιορισμό ως προς τους χώρους λατρείας
κατά την διάρκεια ιεροτελεστίας και τις αίθουσες δικαστηρίων την ώρα των
συνεδριάσεων.
Για το έγκυρο της επιδόσεως είναι αναγκαίο να διενεργείται κατ' αρχήν κατά τις
εργάσιμες ημέρες. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επίδοση κατά τις Κυριακές ή αργίες
αν συναινεί προς τούτο το πρόσωπο προς το οποίο θα πρέπει να επιδοθεί το
δικόγραφο. Κατ' εξαίρεση επίσης μπορεί να παραβιασθεί η ανωτέρω αρχή με άδεια
του δικαστηρίου ή του προέδρου του πολυμελούς εφόσον βέβαια συντρέχει προς
τούτο ειδική και επείγουσα περίπτωση. Κατ' άρθρο 125ΚπολΔ οι επιδόσεις πρέπει να
διενεργούνται από της 7ης πρωινής ως και της 7ης νυχτερινής ώρας. Η τυχόν άρνηση
του διαδίκου να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο σε Κυριακή ή αργία ή κατά τις
νυχτερινές ώρες δεν δημιουργεί δικαίωμα του δικαστικού επιμελητή για επίδοση με
θυροκόλληση.
3. πρόσωπα από τους οποίους λείπει το λογικό τόσο κατά την διάρκεια αντίληψης του
γεγονότος, όσο και κατά την έκθεση του στο δικαστήριο.
1. πλάσμα δικαίου επιβολή από τον νόμο της αποδοχής της αλήθειας πραγματικών
περιστατικών, υπάρχει απόλυτη βαρύτητα για την αλήθεια των πραγματικών
περιστατικών.
π.χ. 774γ ΑΚ , 207ΑΚ. Και στα αμάχητα τεκμήρια και στο πλάσμα δικαίου δεν
υπάρχει κατανομή βάρους απόδειξης.
Κατατομή βάρους απόδειξης από επίκληση αναβλητικής αιρέσεως- γνήσια μη
αυτοτελής δικαιοκωλυτική ένσταση (δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο αυτοτελούς
αγωγής).
ΕΓΓΡΑΦΑ (432ΚπολΔ)
Το πιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.
Ανθρώπινα έργα που διατηρούν την μνήμη παρωχημένων γεγονότων με γράμματα ή
και σχέδια πάνω σε χαρτί (έγγραφο στην κλασική του μορφή). Θεωρούνται και οι
φωτογραφίες, οι φωνοληψίες και γενικά πάσης φύσεως μηχανικές απεικονίσεις, αρκεί
να είναι ανθρώπινα έργα.
Πρέπει να εξετάσουμε αν το έγγραφο είναι περιουσιακής διάθεσης ή κατάθεση
μαρτυρίας, δηλαδή τη φύση του εγγράφου. Δεν έχουμε τυπικές προϋποθέσεις για να
είναι έγγραφο (αν έχουμε έγγραφο ή γραπτό κείμενο). Το ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να
έχει υπογραφή. Έγγραφο με όλα τα τυπικά στοιχεία χωρίς διάθεση ή μαρτυρία
συγκαταλέγεται στα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα
δικαστικό τεκμήριο (270ΚπολΔ). π.χ. μαρτυρία σε άλλη δίκη, πρακτικά άλλου
δικαστηρίου, απόφαση άλλου δικαστηρίου, ημιτελής κατάθεση μάρτυρα,
ανυπόγραφο κείμενο.
Οι κρίσεις που εκφέρει άλλη απόφαση για ελάσσονα πρόταση μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως δικαστικό τεκμήριο παρόλο που δεν δεσμευόμαστε από
δεδικασμένο. Η καταγραφή των νόμων μας ενδιαφέρει.
Κάθε γραπτό κείμενο είναι εν δύναμη δικαστικό τεκμήριο ή μη πληρούν τους όρους
του νόμου αποδεικτικό μέσο. Άρα, η δικαστική απόφαση, παρόλο που είναι δημόσιο
έγγραφο επειδή δεν καλυπτόμαστε από δεδικασμένο , μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
δικαστικό τεκμήριο.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1. με κριτήριο τον συντάκτη: δημόσια και ιδιωτικά
2. με κριτήριο το περιεχόμενο: έγγραφα διαθέσεως και έγγραφα μαρτυρίας.
a. έγγραφα διαθέσεως: περιέχουν μια δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, μια
έννομη σχέση.
b. έγγραφα μαρτυρίας: περιέχουν μόνο μια βεβαίωση του εκδότη τους π.χ. μια
εξοφλητική απόδειξη.
3. με κριτήριο τον τρόπο σύνταξη σε πρωτότυπα και αντίγραφα.
-πρωτότυπα: προέρχονται άμεσα από τον συντάκτη τους
-αντίγραφα: συντάσσονται κατά απομίμηση του πρωτοτύπου.
α)απλά
β)επικυρωμένα ή αντιπεφωνημένα (449ΚπολΔ) με ίση ισχύ με το έγγραφο, ίση
αποδεικτική δύναμη.
· κοινές προϋποθέσεις
· κατ' ιδίαν προϋποθέσεις = άλλες για τα δημόσια και άλλες για τα ιδιωτικά
για να είναι έγκυρα πρέπει (γενικός κανόνας 432ΚπολΔ):
1. συντεταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους ο τύπος ανάλογα με το είδος του
εγγράφου.
2. να έχουν τα απαραίτητα στοιχεία για το κύρος τους π.χ. υπογραφή, σφραγίδα κτλ.
Δεν πρέπει να υπάρχει πρόθεση του ανθρώπου για να δηλώσει ότι το καταγράφει για
να εκμηδενίσει την αποδεικτική του δύναμη (π.χ. σκίσιμο εγγράφου)
3. να είναι δυνατή η ανάγνωση τους.
Γνήσιο έγγραφο= εκδόθηκε από εκείνον που φέρεται ως εκδότης του και δεν
αλλοιώθηκε το αρχικό του περιεχόμενο.
Γνησιότητα ως προς τον τύπο: 457ΚπολΔ, βάρος απόδειξης φέρει αυτός που το
προσκομίζει, εφόσον ο αντίδικος το αρνείται. Δεν υπάρχει τεκμήριο γνησιότητας,
αλλά υπάρχει χρονικό όριο αναγνώρισης του ή μη από τον αντίδικο (457+2ΚπολΔ).
457+3, 445ΚπολΔ: πλαστός μπορεί να είναι ο τύπος, μόνο όταν έχει αναγνωρισθεί ή
αποδειχθεί ο τύπος ως γνήσιος, μπορεί να προσβληθεί ο τύπος ως πλαστός κατ'
αναλογία με όσα ισχύουν για τα δημόσια έγγραφα. Τα γνήσια ιδιωτικά έγγραφα μόνο
ως πλαστά μπορούν να προσβληθούν. Ένα γνήσιο ιδιωτικό έγγραφο οπωσδήποτε
αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι το κείμενο/ δήλωση προέρχεται από αυτόν που
υπογράφει. Χωρεί ανταπόδειξη (445).
Περιεχόμενο έγγραφο (393+2ΚπολΔ): έγγραφα διαθέσεως και κατά το ουσιαστικό
δίκαιο, διάθεση ή υπόσχεση διαθέσεως, όχι τα έγγραφα μαρτυρίας.
Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων μαρτυρίας: δεν υπάρχει άρθρο στο ΚπολΔ.
αν το έγγραφο έχει περιεχόμενο εναντίον του εκδότη, θεωρείται εξώδικη ομολογία,
αν το έγγραφο έχει περιεχόμενο υπέρ του εκδότη, θεωρείται μη πληρούν τους όρους
του νόμου αποδεικτικό μέσο.
Αν ο εκδότης είναι τρίτος, θεωρείται μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό
μέσο. Περιεχόμενο έχει την παραδοχή ορισμένων πραγματικών γεγονότων. π.χ.
δημόσιο έγγραφο πιστοποιεί την γνησιότητα της υπογραφής ενός ιδιωτικού εγγράφου
ως προς τον τύπο: πλήρης απόδειξη, ως προς το περιεχόμενο: εξώδικη ομολογία
(352ΚπολΔ).
-449: αντίγραφα χωρίς βεβαίωση: μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά
μέσα.
ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Αντικειμενικό βάρος απόδειξης φέρει αυτός που φέρει και το υποκειμενικό, δηλαδή
πρέπει ο ίδιος να αποδείξει τους ισχυρισμούς.
Νομοτυπική υπόσταση του 330ΑΚ υπαιτιότητα, υποχρέωση που προκύπτει από μια
δικαιοπραξία. Όταν συντρέχουν, θεμελιώνουν ευθύνη από σύμβαση ή δικαιοπραξία.
-1033, 369ΑΚ: αυτά είναι τα στοιχεία που χρειάζονται για την νομοτυπική υπόσταση
του κανόνα δικαίου
επίκληση αυτοτελούς κανόνα δικαίου (ανηλικότητα: λόγος ακυρότητας
δικαιοπραξίας εκ της νομοτυπικής υπόστασης δικαιοπραξίας που κωλύει τη γένεση
δικαιώματος και γεννάται το πρόβλημα κατανομής βάρους απόδειξης. Πρόκειται για
δικαιοκωλυτικό κανόνα δικαίου με βάση το 338ΚπολΔ βάρος απόδειξης σ' αυτόν που
τον επικαλείται.
ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ:
Κατά πόσο ο κανόνας εμπίπτει στην νομοτυπική υπόσταση του κανόνα δικαίου
338ΚπολΔ. Αυτοτελής: η προϋπόθεση συνδρομής κανόνα δικαίου η οποία ανήκει ή
όχι στην νομοτυπική υπόσταση του κανόνα δικαίου. Αν δεν είναι αυτοτελής κατά το
338 ΚπολΔ πρέπει να αποδειχθεί από τον ενάγοντα. Σαφές κριτήριο: η νομοτυπική
υπόσταση του κανόνα δικαίου.
-849, 160ΑΚ: εγγύηση με χαρτί και ιδιόγραφη. Αν δεν τηρηθεί αυτό, αυτός που το
ισχυρίζεται αυτό, δεν χρειάζεται και να το αποδείξει γιατί είναι στοιχείο της
νομοτυπικής υπόστασης. Αντίστοιχα με το 1033, 369ΑΚ.
ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΕΣ (914ΑΚ)
Έννοια:
1. παρανομία: όχι μόνο η παράβαση των κανόνων δικαίου αλλά και όταν κάποιος από
τους συναλλασσόμενους δεν αναλαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που
απαιτούνται στις συναλλαγές, έτσι ώστε να αποτραπεί η ζημία σ' ένα από τα
συμβαλλόμενα μέρη (281, 288ΑΚ: προκύπτουν οι κανόνες επιμέλειας). Δεν
θεμελιώνεται μόνο από τα αποτέλεσμα ζημία αλλά και από την πράξη που έγινε κατά
παράβαση του νόμου χωρίς να επιφέρει ζημία. Σ' αυτή την περίπτωση δεν γεννάται
αξίωση αποζημίωση.
-8+4: βάρος αποδείξεως στον παρέχων την υπηρεσία νόθος αντικειμενική ευθύνη
Η παρανομία μπορεί να μην υφίσταται όταν κάποιοι λόγοι δικαιολογούν μια τέτοια
επέμβαση (282κ.ε. ΑΚ) το βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος αφού επικαλείται
δικαιοκωλυτικό κανόνα δικαίου δεν έχει γεννηθεί το δικαίωμα, άρα δεν υφίσταται
παρανομία καταχρηστική ένσταση (δεν απαιτείται ορισμένο αίτημα).
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
(1) Κατά την παροχή ένδικης προστασίας είτε υπό την μορφή διαγνωστικής δίκης
είτε υπό την μορφή προστασίας ή εξασφάλισης δικαιώματος (ασφαλιστικά μέσα) είτε
υπό την μορφή πραγμάτωσης του ουσιαστικού δικαιώματος με την διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης είναι αναγκαίο να διενεργούνται πλείονες πράξεις και
μάλιστα κατά συγκεκριμένη λογική σειρά, αφού μεταξύ τους υπάρχει σχέση
προϋπόθεσης και ακολουθίας. Αυτές οι πράξεις είναι αναγκαίο να χαρακτηρισθούν
νομικά, δηλαδή να διερευνηθεί ποια είναι η νομική τους μορφή. Η ως άνω
διερεύνηση δεν αποτελεί απλώς θεωρητική αναγκαιότητα, αλλά έχει σημαντικές
πρακτικές συνέπειες, αφού ανάλογα με το νομικό χαρακτηρισμό που θα δοθεί
καθορίζεται το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ρυθμίζονται τόσο οι προϋποθέσεις
εγκύρου αυτού όσο και οι έννομες τους συνέπειες. Κατά γενική αποδοχή, οι πράξεις
αυτές χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικές πράξεις. Γίνεται μάλιστα απολύτως
αποδεκτό ότι ως διαδικαστικές πράξεις θεωρούνται οι πράξεις των διαδίκων, των
νομικών αντιπροσώπων ή πληρεξουσίων αυτών, του δικαστηρίου ή και τρίτων
προσώπων στα πλαίσια συγκεκριμένης δίκης των οποίων τόσο οι προϋποθέσεις όσο
και οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ΚπολΔ και οι οποίες
πράξεις έχουν ως σκοπό την έναρξη, την εξέλιξη ή και την περάτωση καθ'
οποιονδήποτε τρόπο της δίκης. Υπάρχουν πάντως περιπτώσεις που ο χαρακτηρισμός
μιας πράξης είναι ιδιαίτερα δύσκολος ή μπορεί η ίδια πράξη να σωρεύει και δήλωση
ουσιαστικού δικαίου και διαδικαστική πράξη π.χ. ένσταση συμψηφισμού.
β) σ' εκείνες τις διαδικαστικές πράξεις που παρά το ελάττωμα τους η απαγγελία της
ακυρότητας προϋποθέτει δικονομική βλάβη. Δηλαδή σ' αυτές τις διαδικαστικές
πράξεις δεν αρκεί για την ακυρότητα η ύπαρξη δικονομικού ελαττώματος αλλά είναι
αναγκαίο το ελάττωμα αυτό όχι μόνο να προκαλεί δικονομική βλάβη (έκπτωση από
δικονομικού δικαιώματος, απώλεια δικονομικής δυνατότητας , απώλεια δικονομικής
ευκαιρίας) αλλά είναι απαραίτητο η δικονομική βλάβη να μην μπορεί να διορθωθεί
παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας έτσι π.χ. σε περίπτωση ελαττωματικής
επιδόσεως μπορεί η βλάβη να ανατραπεί με την επανάληψη της επιδόσεως.
Θεμελιώδης αρχή στο χώρο της πολιτικής δίκης είναι η κατ΄ αίτηση των διαδίκων
παρέμβαση του δικαστηρίου. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται και για την έρευνα
δικονομικών ακυροτήτων μ' ένα όμως περιορισμό ότι ο διάδικος που προκάλεσε την
ακυρότητα δεν δικαιούται να την επικαλείται. Κατ' εξαίρεση όπου ο νόμος επιτρέπει
στο δικαστήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα της τηρήσεως συγκεκριμένης δικονομικής
διατάξεως δεν απαιτείται προβολή της δικονομικής ακυρότητας. Συγκεκριμένα
μπορεί ο διάδικος να προβάλει την δικονομική ακυρότητα, αν το επιθυμεί, το
αργότερο κατά τη διενέργεια της αμέσως επόμενης της άκυρου διαδικαστικής
πράξης. Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η δικονομική
ακυρότητα είναι θεσμός απόλυτος διαφορετικός από την προβλεπόμενη στο
ουσιαστικό δίκαιο ακυρότητα.
Όπως έχει σημειωθεί και ανωτέρω στο χώρο του αστικού δικαίου με ρητές διατάξεις
προβλέπεται η δυνατότητα προσβολής και ανατροπής των δικαιοπραξιών εάν η
δήλωση ενός των συμβαλλομένων ήταν προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής. Στο χώρο
του δικονομικού δικαίου παρόμοιες διατάξεις δεν υφίστανται. Υπάρχουν όμως στα
πλαίσια της δίκης διαδικαστικές πράξεις που εμφανίζονται υπό την μορφή δηλώσεως
βουλήσεως. Ενόψει αυτού του γεγονότος, το ερώτημα εάν είναι νοητή η ανατροπή
διαδικαστικών πράξεων με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του αστικού δικαίου
περί πλάνης, απάτης ή απειλής.
Περίπου απολύτως κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία είναι η άποψη
σύμφωνα με την οποία δεν είναι νοητή η ανατροπή των διαδικαστικών πράξεως για
λόγους ακυρωσίας αυτών. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η ανωτέρω άποψη είναι τα
ακόλουθα:
Α) η φύση του δικονομικού δικαίου ως δημόσιο δίκαιο δεν ανέχεται την αναλογική
εφαρμογή διατάξεων που προέρχονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Β) η ασφάλεια του
δικαίου και η ασφάλεια της δίκης δεν πρέπει να επιτρέπουν την ανατροπή των
διαδικαστικών πράξεων εξαιτίας ελαττωμάτων της βουλήσεως. Γ) η πολιτική
δικονομία διαθέτει ως μέσο θεραπείας το ελευθέρως ανακλητό των διαδικαστικών
πράξεων.
Το 1ο επιχείρημα καταρρίπτεται εάν αναλογιστεί κανείς ότι αρκετές διατάξεις των
γενικών αρχών του αστικού δικαίου (π.χ. 281ΑΚ) εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται
σε όλους τους κλάδους του δικαίου ανεξαρτήτως της φύσεως τους ως δημοσίου ή
ιδιωτικού. Επίσης η δυνατότητα ανακλήσεως τελεί υπό περιορισμούς αφενός μεν της
μη ανατροπής αμετακλήτων δικονομικών καταστάσεων και αφετέρου της μη
προσβολής συμφερόντων του αντιδίκου. Πράγματι, το επιχείρημα για την ασφάλεια
της δίκης και των συναλλαγών είναι σοβαρό, απλά μπορούν να υπάρχουν
περιπτώσεις όπου μια ανατροπή διαδικαστικής πράξεως για ελαττώματα της
βούλησης να μην θιγεί την ασφάλεια της δίκης π.χ. προσβολή δικονομικής
συμβάσεως περί προεκτάσεως της αρμοδιότητας πριν από την άσκηση της αγωγής ή
κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, επίσης, προσβολή της δεύτερης δηλώσεως
στο συναινετικό διαζύγιο με την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Ορθότερη,
επομένως πρέπει να θεωρείται η άποψη ότι το επιτρεπτό ή μη της προσβολής μιας
διαδικαστικής πράξης συνέπεια πλάνης, απάτης ή απειλής θα πρέπει να ερευνάται σε
κάθε περίπτωση ξεχωριστά και όπου η ανατροπή της διαδικαστικής πράξης δεν θίγει
αμετάκλητες δικονομικές καταστάσεις ή δεν προκαλεί ανασφάλεια της δίκης θα
πρέπει να είναι επιτρεπτή.
(3) ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
όταν ένας μάρτυρας π.χ. είναι υπέργηρος ή ασθενής και υπάρχει περίπτωση να μη
ζει μέχρι ότου έρθει η σειρά του για κλήση στο δικαστήριο, είναι δυνατόν μετά από
απόφαση του δικαστηρίου να κληθεί νωρίτερα.
(5) ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ως προς τον τόπο επίδοσης: Κατά το 124+2ΚπολΔ κατά κανόνα η επίδοση πρέπει να
γίνει στην κατοικία ή στο χώρο που αυτός ασκεί το επάγγελμα του. Η επίδοση σ΄
άλλο μέρος κατ΄ αρχήν απαγορεύεται εκτός εάν συναινέσει προς τούτο ο
ενδιαφερόμενος. Εάν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν έχει κατοικία ή επαγγελματική
στέγη, τότε η επίδοση μπορεί να γίνει όπου ήθελε βρεθεί ο διάδικος με περιορισμό,
βέβαια, ως προς τους χώρους λατρείας κατά τη διάρκεια της λατρείας και τις
αίθουσες δικαστηρίων την ώρα των συνεδριάσεων.
Για το έγκυρο της επίδοσης είναι αναγκαίο να διενεργείται κατ΄ αρχήν κατά τις
εργάσιμες ημέρες. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η επίδοση κατά τις Κυριακές ή τις
αργίες αν συναινέσει προς τούτο το πρόσωπο προς το οποίο θα πρέπει να επιδοθεί το
δικόγραφο. Κατ' εξαίρεση επίσης, μπορεί να παραβιαστεί η ανωτέρω αρχή με άδεια
του δικαστικού επιμελητή ή του προέδρου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εφόσον
συντρέχει προς τούτο η ειδική επείγουσα περίπτωση. Κατά το 125ΚπολΔ οι επιδόσεις
πρέπει να διενεργούνται από 7οο με 19οο. Η τυχόν άρνηση του διαδίκου να
παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο σε Κυριακή ή αργία ή κατά τις νυχτερινές ώρες
δεν δημιουργεί δικαίωμα του δικαστικού επιμελητή για επίδοση με θυροκόλληση.
(6)
Σκοπός της επιδόσεως είναι να φτάνει το επιδιδόμενο έγγραφο στο πρόσωπο προς το
οποίο απευθύνεται. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού το 126ΚπολΔ επιβάλλει την
υποχρέωση παραδόσεως του εγγράφου προσωπικά σ' εκείνο προς τον οποίο
απευθύνεται. Για το έγκυρο της επιδόσεως όπως συμβαίνει σε κάθε διαδικαστική
πράξη απαιτείται η συνδρομή των γενικών προϋποθέσεων διενέργειας ή συμμετοχής
σε μια διαδικαστική πράξη. Εξ' αυτού του λόγου για το έγκυρο της επίδοσης σε
πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα δικαστικής παράστασης πρέπει να γίνεται η
επίδοση σε πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα δικαστικής παράστασης πρέπει να
γίνεται η επίδοση σε πρόσωπα που κατά το νόμο εκπροσωπούν τους ανίκανους. Το
ίδιο συμβαίνει και για τα Ν.Π., δηλαδή και εκεί τα έγγραφα πρέπει να επιδίδονται στα
πρόσωπα που κατά το καταστατικό ή το νόμο έχουν την εκπροσώπηση τους. Εάν
κάποιος απουσιάζει από την κατοικία ή την επαγγελματική του απασχόληση η
επίδοση μπορεί να γίνει και σύνοικους οι οποίοι κατά το 128+3 περιλαμβάνουν τα
πρόσωπα που είτε διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα
μέλη οικογενείας τους, το υπηρετικό ή υπαλληλικό προσωπικό κλπ. Πάντως δεν
θεωρούνται σύνοικοι οι κάτοικοι γειτονικών διαμερισμάτων, οι μισθωτές δωματίου
της ίδιας κατοικίας.
Η έννοια της κατοικίας κατά το 128ΚπολΔ είναι διαφορετική από την έννοια της
κατοικίας κατά την έννοια του 51 Α.Κ. αφού εδώ ο νομοθέτης αρκείται όχι στη
μόνιμη εγκατάσταση, αλλά και στην προσωρινή διημέρευση ή διανυκτέρευση του
προσώπου προς το οποίο θα γίνει η επίδοση. Όλοι οι παραλήπτες του εγγράφου που
έχουν την ιδιότητα του συνοίκου θα πρέπει να είναι ικανοί παραστάσεως, αφού με
την παραλαβή μετέχουν στην κατάργηση διαδικαστικής πράξης. Η πλήρης απουσία
όλων των ανωτέρω μνημονευμένων προσώπων ή η άρνηση αυτών να παραλάβουν το
έγγραφο αιτιολογημένη ή μη παρέχει το δικαίωμα στο δικαστικό επιμελητή να
επιχειρήσει την επίδοση με θυροκόλληση. Η πλήρης απουσία ή άρνηση βεβαιώνεται
από ένα μάρτυρα. Η θυροκόλληση επιβεβαιώνεται με την παράδοση αντιγράφου του
εγγράφου που έχει επιδοθεί στο Α.Τ της περιοχής, στον πρόεδρο της κοινότητας ή
τον γραμματέα καθώς και με την αποστολή συστημένης επιστολής ή αποστολής επί
αποδείξη στην κατοικία του προς ον η επίδοση. Εάν κάποιος διαμένει στο εξωτερικό
τότε η επίδοση προς αυτόν ακολουθεί διαφορετική διαδικασία. Συγκεκριμένα, τότε η
επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του τόπου του δικαστηρίου που εκκρεμεί η δίκη και
αν έχουμε πράξη εκτελέσεως στον εισαγγελέα του τόπου που διενεργούνται αυτές. Ο
εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει το επιδοθέν έγγραφο στο υπουργείο
εξωτερικών και το τελευταίο δια της διπλωματικής οδού θα πρέπει να προωθήσει το
εγγράφου στο προσώπου προς το οποίο απευθύνεται. Πάντως, οι συνέπειες της
επίδοση προκαλούνται όχι κατά το χρόνο που το έγγραφο φτάνει στον εισαγγελέα
(έμμεση ή πλασματική επίδοση: 136ΚπολΔ).
· Για την άσκηση αγωγής κακοδικίας, αφού μ' αυτήν ο διάδικος μέμφεται δικαστικό
λειτουργό για δόλια συμπεριφορά που του έχει προκαλέσει ιδιαίτερη βλάβη.
· Για την προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού είτε υπό τη μορφή της νόθευσης είτε
υπό τη μορφή της εξ' ολοκλήρου πλαστής κατάρτισης. Πάντως όταν προσβάλλεται
έγγραφο ως πλαστό είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να μνημονεύεται ο
πλαστογράφος καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την
απόδειξη της πλαστότητας.
(8)
(9) ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ