You are on page 1of 18

ΑΣΚΗΣΗ 4

(Το πρακτικό αυτό στηρίζεται στο ιστορικό των αρεοπαγιτικών αποφάσεων ΑΠ 1496/2009 Πειραϊκή
Νομολογία 2010, 232· ΑΠ 1673/2010 ΠοινΧρ 2011, 665· ΜονΠλημΗγουμ 682/2012 ΠοινΔικ 2012,
194 = ΠοινΧρ 2013, 301)

O έμπορος ναρκωτικών Ν, φοβούμενος ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει αντιληπτός από
αστυνομικούς που ντυμένοι με πολιτικά πραγματοποιούν αιφνιδιαστικούς ελέγχους, ζητά από την
ερωμένη του, την Ε, να τον συνοδεύει από δω και στο εξής κάθε φορά που θα πηγαίνει στην
κακόφημη πλατεία Χ για να πωλεί ναρκωτικά * , ούτως ώστε να μην κινεί τις υποψίες των
αστυνομικών. Την τελευταία, όμως, φορά που ο Ν πωλεί ναρκωτικά έχοντας στο πλευρό του την
Ε, με την οποία τόσο πριν από την παράδοση της ναρκωτικής ουσίας όσο και μετά από αυτήν
περπατά αγκαζέ ως αγαπημένο ζευγαράκι που έχει βγει για μια καθημερινή βόλτα, συλλαμβάνεται
από τον αστυνομικό Χ, ο οποίος τους παρακολουθούσε διακριτικά εξ αποστάσεως. Λίγες ημέρες
μετά, σε έλεγχο που διενεργεί η Τροχαία, συλλαμβάνεται στην Εγνατία κοντά στην
Αλεξανδρούπολη και ο Α, αδελφός του Ε, ο οποίος μετέφερε λαθρομετανάστες που τους είχε
στοιβάξει σε ειδική κρύπτη του ημιφορτηγού του ** . Εκτός, όμως, από αυτόν, συνελήφθη και η
σύζυγός του, η Σ, η οποία, μολονότι γνώριζε για την ύπαρξη των λαθρομεταναστών εντός του
ημιφορτηγού, είχε επιβιβασθεί στην θέση του συνοδηγού μαζί με τον ανήλικο γιο τους,
προκειμένου ο Α να τους μεταφέρει στην Κομοτηνή, όπου θα συμμετείχαν σε παιδικό πάρτυ. Λίγες
ημέρες μετά, έγινε γνωστό ότι οι υπόλοιποι λαθρομετανάστες Λ1-Λ15, τους οποίους προ μηνός είχε
προωθήσει ο Φ, φίλος του Α, στην Θεσπρωτία και κρατούνταν όλο αυτό το διάστημα υπό άθλιες-
απάνθρωπες συνθήκες σε κρατητήρια της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσπρωτίας που βρίσκονται
στο λιμένα Ηγουμενίτσας (το κρατητήριό τους, εμβαδού 15 m2 με 30 κρατουμένους, ουδέποτε
καθαριζόταν, υπήρχε μόνο μία χημική τουαλέτα μέσα στο χώρο όπου κοιμούνταν, δεν υφίστατο
παροχή νερού, οι κρατούμενοι υπέφεραν από λοιμώδεις μεταδοτικές ασθένειες, και ήσαν
περιορισμένοι στο κρατητήριο επί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο χωρίς δυνατότητα εξόδου, άσκησης,
αναψυχής ή αυλισμού), μην αντέχοντας άλλο να διαβιούν μέσα στον χώρο αυτόν, όταν οι φύλακες
των κρατητηρίων απασφάλισαν και εισήλθαν σε αυτά, προκειμένου να αφαιρέσουν τα
απορρίμματα, τους απώθησαν βίαια κατορθώνοντας να τους αδρανοποιήσουν, εν συνεχεία δε
εξήλθαν των κρατητηρίων και διέφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ι. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ποιο το αξιόποινο των E, Σ και Λ1-Λ15;

ΙΙ. ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Α. 1. Ενώπιον του δικαστηρίου, ο Ν προβάλλει αντιρρήσεις στην εξέταση του αστυνομικού Χ,


ισχυριζόμενος ότι άσκησε ανακριτικά καθήκοντα. Θα γίνουν δεκτές οι αντιρρήσεις του;
2. Θα διέφερε η απάντηση στις περιπτώσεις που ο Χ:
α) Είχε δράσει ως agent provocateur;
β) Είχε ενεργήσει ανακριτική διείσδυση χωρίς προηγούμενο βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών;
Β. Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει τους Ν και Ε; Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι ο Ν
τέλεσε το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο
όφελος άνω των 73.000 ευρώ, τι οφείλει να κάνει και πώς μπορεί ο Ν να αντιδράσει δικονομικά;

*
Σύμφωνα με το άρ. 20 παρ. 1 Ν. 4139/2013, «Όποιος […] διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη
τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ».
**
Σύμφωνα με το άρ. 88 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 3386/2005 (“είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων
χωρών στην Ελληνική Επικράτεια”), «πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε
είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν
δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία καθώς και
αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και
αντιστρόφως προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά
ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε άλλους κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός
έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ι. Ποινική ευθύνη της Ε

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Ε δεν πληροί τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως της
διακίνησης ναρκωτικών, αφού απλώς βρίσκεται στο πλευρό του Ν, χωρίς να
εμπλέκεται στην πώληση των ναρκωτικών. Ερευνητέον, λοιπόν, αν η Ε είναι άμεση ή
απλή συνεργός στην διακίνηση των ναρκωτικών.

Δεδομένου ότι η κάλυψη που παρείχε η Ε στον Ν ως συνοδός του κατά την τέλεση
της πώλησης ναρκωτικών απλώς περιόρισε (και ούτε καν αισθητά) τον
κίνδυνο συλλήψεως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι με την συμπεριφορά
της συνδιαμόρφωσε την πραγμάτωση της πώλησης ναρκωτικών, “βάζοντας χέρι”
–κυριολεκτικά ή μεταφορικά– στην τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος 1 ή ότι
διέρρηξε τον κοινωνικό περίγυρο προστασίας του συγκεκριμένου εννόμου
αγαθού, καθιστώντας το ευάλωτο στην πράξη προσβολής του δράστη 2 .
Όποιος συνοδεύει “για τα μάτια του κόσμου” (εν προκειμένω: της αστυνομίας, η
οποία άλλωστε μπορεί να παρακολουθεί, μπορεί όμως και όχι!) έναν πωλητή
ναρκωτικών, ώστε αυτός να διεκπεραιώνει με μεγαλύτερη ασφάλεια την πώληση
ναρκωτικών, δεν μπορεί να παραλληλισθεί κατ’ ουσίαν με έναν
συναυτουργό. Συνεπώς, η εν λόγω συμπεριφορά της Ε μπορεί να αξιολογηθεί μόνο
υπό το πρίσμα της απλής συνέργειας και δη με την μορφή της ψυχικής
συνέργειας.

Ωστόσο, ακόμη και αυτή η μορφή συμμετοχής μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω, για τους
εξής λόγους:

Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ιστορικού συνίσταται στο ότι η Ε εκδήλωσε μια


συμπεριφορά που αφ’ εαυτής είναι καθημερινή-συνήθης: μια γυναίκα
συνοδεύει στον δρόμο τον εραστή της, περπατώντας δίπλα του! Θα
μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς: Δικαίωμά της! Όπως, φέρ’ ειπείν, είναι δικαίωμα
και του οφειλέτη να εξοφλήσει ανά πάσα ώρα και στιγμή πριν από την καταληκτική
προθεσμία το χρέος του, ακόμη κι αν είναι ενδεχόμενο, την δεδομένη χρονική
στιγμή, ο δανειστής να χρειάζεται επειγόντως τα χρήματα για την εξασφάλιση του
εγκληματικού μέσου με το οποίο θα θανατώσει τον εχθρό του! 3 Περαιτέρω: Δικαίωμα
ενός άνδρα είναι να εγκαταλείψει την γυναίκα του, ακόμη κι αν εκείνη τον έχει
προειδοποιήσει με την φράση: “αν με παρατήσεις, θα σκοτώσω άνθρωπο”, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι ο άνδρας θα υπέχει ποινική ευθύνη ως συμμέτοχος στο έγκλημα
που θα τελέσει η γυναίκα του.

Ως εκ τούτου, το υπό εξέτασιν περιστατικό δεν αφορά μια κλασική “ουδέτερη


ενέργεια” που τελείται στο πλαίσιο άσκησης ενός επαγγέλματος, αλλά ενός
καθημερινού-νόμιμου δικαιώματος. Το αν η προβληματική των “ουδετέρων
ενεργειών” αναπτύσσεται μόνο επί ασκήσεως ενός επαγγέλματος ή και επί
ασκήσεως ενός καθημερινού δικαιώματος είναι ένα ζήτημα που έχει
προβληματίσει ιδιαιτέρως την ποινική επιστήμη.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν δικαιολογείται διακρίνουσα τοποθέτηση ανάλογα


με το αν ο δολοφόνος σκότωσε το θύμα με δρεπάνι αγορασμένο από ένα

1
Ως προς το κριτήριο αυτό βλ. π.χ. Ανδρουλάκη, ΠοινΔ, ΓενΜ ΙΙ, 2004, σ. 256.
2
Ως προς το κριτήριο αυτό βλ. π.χ. Μπιτζιλέκη, ό.π., Υπερ. 1997, σ. 277.
3
Πρβλ. Κάβουρα, Αξιολογικά ουδέτερες πράξεις συμμετοχής, 2008, σ. 266.
κατάστημα που πουλά τέτοια εργαλεία ή αν το σκότωσε με δρεπάνι δανεισμένο από
τον γείτονά του, λέγοντας ότι η αντίθετη άποψη, που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής
των “ουδετέρων ενεργειών” σε περιπτώσεις ασκήσεως ενός επαγγέλματος με
επίκληση της συνταγματικά αναγνωριζομένης ελευθερίας ασκήσεως ενός
επαγγέλματος, παραγνωρίζει την ισοδύναμα κατοχυρωμένη ελευθερία
δράσεως οιουδήποτε πολίτη κατ’ άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος. Αντιστοίχως, η
“ουδετερότητα” της επίμαχης ενέργειας μπορεί να χαθεί εξίσου, είτε όταν τελείται
από έναν επαγγελματία είτε από έναν απλό ιδιώτη: οποιοσδήποτε στηρίζει εκ
προθέσεως την διάπραξη εγκλήματος, δημιουργώντας έναν αποδοκιμαζόμενο κίνδυνο
είναι κατ’ αρχήν αξιόποινος για συνέργεια, χωρίς να διαδραματίζει ρόλο η
υποτιθέμενη ουδετερότητα. Κι έτσι το κρίσιμο ερώτημα που αναζητά απάντηση είναι
πότε ακριβώς δημιουργείται αυτός ο αποδοκιμαζόμενος κίνδυνος και ποια τα
βοηθητικά μας κριτήρια.

Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι τάσσονται υπέρ της διακρίνουσας τοποθέτησης,


δεχόμενοι ότι ο πωλητής όπλων ή δηλητηρίων δεν έχει νομική υποχρέωση να
αρνηθεί την πώληση, όταν θεωρεί ότι από αυτήν υπάρχει συγκεκριμένος κίνδυνος
τελέσεως φόνου, ενώ διαφορετικά έχει το πράγμα ως προς τον μη επαγγελματία
πολίτη, ο οποίος υπό τις ίδιες περιστάσεις δανείζει μαχαίρι ή δίνει όπλο σε έναν
άλλον. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι εφόσον εκείνος που ενεργεί στο πλαίσιο ενός
συγκεκριμένου επαγγέλματος θεωρεί ότι εντοπίζει τον κίνδυνο σύμπραξης σε μια
αξιόποινη πράξη, διαφυλάττει το υπέρτερο συμφέρον μέσω της άσκησης της
επαγγελματικής του δραστηριότητας, το οποίο έχει το προβάδισμα έναντι του
συμφέροντος να μη καταστεί δυνατή ή να μη διευκολυνθεί η τέλεση μιας αξιόποινης
πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι ο πράττων συμμορφώνεται προς τις δικαιικές
ρυθμίσεις που διέπουν ειδικότερα την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.
Προς την ίδια κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι, σε αντίθεση με τον ιδιώτη που μπορεί
να επικαλεσθεί μόνο το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του,
ο έμπορος μπορεί να επικαλεσθεί επιπροσθέτως την ελευθερία ασκήσεως ενός
επαγγέλματος, συμπληρώνοντας ότι, για τον λόγο αυτόν, η τιμώρηση μιας
καθημερινής ενέργειας ως συνέργειας, στην περίπτωση του εμπόρου, απαιτεί μια
ενισχυμένη δικαιολόγηση, αφού στο πλευρό αυτού του τελευταίου υπάρχει,
αντιστοίχως, ένα ενισχυμένο δικαίωμα.

Πειστική φαίνεται μια ενδιάμεση θέση: Η προβληματική των “ουδετέρων ενεργειών”


τίθεται μεν σε σχέση και με δράση που αναπτύσσεται από έναν οποιοδήποτε
ιδιώτη, πλην όμως ο τομέας της “ουδέτερης δράσης” διαμορφώνεται οπωσδήποτε
με μεγαλύτερη σαφήνεια και ευρύτητα στις περιπτώσεις που ενεργεί ένας
επαγγελματίας. Κρίσιμη παράμετρος που δικαιολογεί την επιεικέστερη
αντιμετώπιση του επαγγελματία εν συγκρίσει προς τον απλό ιδιώτη αποτελεί η
προειλημμένη απόφαση του πρώτου να προβεί στην επίμαχη δράση
αφηρημένως, σχετικά σταθερώς και αδιακρίτως, ανεξάρτητα από το ποιος
είναι ο αποδέκτης της παροχής του και ποια η πράξη που θέλει αυτός να
τελέσει. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τον επαγγελματία, η παράδοση αντικειμένων
μεταξύ απλών ιδιωτών είναι, κατά κανόνα, απολύτως εξαρτημένη από το πρόσωπο
που ζητά το επίμαχο αντικείμενο.

Το πράγμα, ωστόσο, περιπλέκεται, αφ’ ης στιγμής λάβουμε υπ’ όψιν μας την γνώση
της Ε ότι το περπάτημα δίπλα στον Ν ενδέχεται να παραπλανήσει κάποιους
αστυνομικούς και, επομένως, να αποτραπεί η σύλληψή του, αποτέλεσμα το οποίο
αυτή τουλάχιστον αποδέχθηκε. Έτσι, μια κατ’ αρχήν (εξ αντικειμενικής
επόψεως) ουδέτερη ενέργεια συνδέεται, μέσω της γνώσης του εμπλεκομένου, με
τον εγκληματικό σκοπό ενός τρίτου και ερωτάται αν η εν λόγω ενέργεια χάνει
την ουδετερότητά της εμπίπτουσα πλέον στο πεδίο της (εν προκειμένω: απλής)
συνέργειας. Υπό το πρίσμα αυτό, εύστοχα οι ουδέτερες ενέργειες παραλληλίζονται με
την κεφαλή του Ιανού 4 , μια κεφαλή δηλαδή, της οποίας η μία όψη έχει
χαρακτηριστικά φιλικά/συμβατά προς την έννομη τάξη (ένας άνθρωπος ασκεί το
νόμιμο επάγγελμα ή ένα καθημερινό δικαίωμά του), η άλλη όμως όψη έχει
χαρακτηριστικά εχθρικά/ασύμβατα προς αυτήν (ένας άνθρωπος συμβάλλει διά της
ασκήσεως του επαγγέλματος ή του δικαιώματός του στην προσβολή ενός εννόμου
αγαθού).

Η κατάφαση της “ουδέτερης ενέργειας” της Ε προκύπτει από μια ακραιφνώς


αντικειμενική προσέγγιση, η οποία αναλύεται ως εξής:

Δεδομένου ότι η Ε σε αντικειμενικό επίπεδο δεν προέβη σε μια συγκεκριμένη


πράξη που μαρτυρά ανεπίτρεπτη εμπλοκή της στην δράση του αυτουργού
κατά τρόπον τέτοιο, ώστε να στερείται της δυνατότητας να επικαλεσθεί άσκηση ενός
καθημερινού δικαιώματος (κάτι τέτοιο θα ήταν συζητήσιμο, αν αποδεικνυόταν φέρ’
ειπείν ότι η Ε είχε μαζί της μια τσάντα που λειτουργούσε εν γνώσει της ως
αποθηκευτικός χώρος των υπό πώληση ναρκωτικών ουσιών), η άνευ ετέρου
απλή συνοδεία, έστω κι αν αξιοποιείται (εν γνώσει του συνοδού) από τον αυτουργό
ως κάλυψη για την πώληση ναρκωτικών, συνιστά επιτρεπτή διαμόρφωση του
οργανωτικού πεδίου της συνοδού και, συνεπώς, αυτή δεν αναγορεύεται σε
εγγυητή της μη βλαπτικής αξιοποίησής του 5 . Συνακόλουθα, δεν πληρούται η
αντικειμενική υπόσταση της απλής συνέργειας σε πώληση ναρκωτικών (και
ειδικότερα το στοιχείο της “συνδρομής”), εξ αυτού δε του λόγου παρέλκει η
ενασχόληση με το υποκειμενικό στοιχείο της κατηγορουμένης, όντας
αδιάφορο τι γνώριζε και τι ήθελε σε σχέση με την εγκληματική δράση του
αυτουργού 6 .

4
Για μια κριτική της ποινικής μεταχείρισης «υποστηρικτικών πράξεων που παρέχονται στο κανονικό
πλαίσιο συνήθων συναλλαγών» επί τη βάσει του αν πρόκειται για «κανονική εμπορική δραστηριότητα»
βλ. Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ, ΓενΜ ΙΙ, 2008, σ. 273, ο οποίος εμπλουτίζει την σχετική συζήτηση με απόψεις
από τον αγγλοσαξονικό χώρο, αναφερόμενος στις έννοιες “normal course of business” / “normal
commercial activity”.
5
Βλ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός. Κατανομή ποινικής ευθύνης επί
αιτιώδους συμβολής στο εγκληματικό αποτέλεσμα, 1999, σ. 236 κ.ε.
6
Πρβλ. Παρασκευόπουλο, Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου, ΓενΜ, 2008, σ. 395, σύμφωνα με τον οποίο
στις περιπτώσεις των συνηθισμένων-καθημερινών πράξεων «που εμφανίζονται κάποτε να συμβάλλουν
στην παραγωγή ενός άδικου αποτελέσματος [...] δεν πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση της
απλής συνέργειας». Αλλιώς ο Κάβουρας, ό.π., σ. 233: «η γνώση δεσμεύει»! Ο ίδιος συγγραφέας στην σ.
254, θεωρεί ότι ευθύνεται ο βενζινοπώλης εκείνος ο οποίος γεμίζει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου ενός
οδηγού που από την πρώτη στιγμή έχει αναγνωρίσει ότι είναι καταζητούμενος δραπέτης, επειδή «με την
παροχή καυσίμων κίνησης σε έναν δραπέτη φυλακών δημιουργείται ένας δικαιικά ανεπίτρεπτος κίνδυνος
για την ποινική δίωξη και την εκτέλεση ποινών, διότι υπό τις περιγραφόμενες περιστάσεις είναι
διαγνώσιμη η άμεση αξιοποίηση της παροχής για τη διαφυγή στο εξωτερικό», οπότε κατ’ αυτόν ο
βενζινοπώλης διαπράττει υπόθαλψη εγκληματία (οι εμφάσεις του γράφοντος). Τι τον αφορά, όμως, τον
βενζινοπώλη τι είναι ο οδηγός, ποιος είναι ο προορισμός του και πόσο άμεσα θα πάει σε αυτόν με το
αυτοκίνητό του; Σε ό,τι αφορά το χρονικό κριτήριο: Τι θα άλλαζε, αν υποτεθεί ότι το συγκεκριμένο
πρατήριο ήταν το μοναδικό στην περιοχή που είχε απόθεμα βενζίνης σε μια χρονική περίοδο γενικής
απεργίας των βενζινοπωλών και ο συγκεκριμένος οδηγός είχε σκοπό να περάσει τα σύνορα και να
διαφύγει όχι αμέσως μετά το γέμισμα του ρεζερβουάρ, αλλά λίγες μέρες αργότερα, αφού μελετούσε
καλύτερα τις οδούς διαφυγής του; Μπορεί, όμως, μια σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνία να βάζει χαλινάρι
στον όποιο επαγγελματία (βενζινοπώλη, ταξιτζή, ξενοδόχο κ.ο.κ.) που απλώς “κάνει την δουλειά του”,
επειδή τάχα με τον τρόπο αυτόν προλαμβάνεται η διάπραξη εγκλημάτων; Πρβλ. Μπιτζιλέκη, Η
συμμετοχική πράξη, 1990, σ. 116, υποσ. 159, σύμφωνα με τον οποίο στο παράδειγμα του γεμίσματος
του ρεζερβουάρ, καθώς και στα λοιπά γνωστά παραδείγματα της προμήθειας κλειδιών, φαγητού, [...]
εκμίσθωσης ταξί [...], στο βαθμό που συνιστούν πράξεις άσκησης μιας ευρύτερης επαγγελματικής
Διαφορετική θα ήταν η αξιολόγηση της συμπεριφοράς της Ε, αν υιοθετείτο η
ιδιαιτέρως διαδεδομένη άποψη που υποστηρίζεται από μερίδα Γερμανών και Ελλήνων
θεωρητικών 7 , σύμφωνα με την οποία ευθύνη για συνέργεια επί τελέσεως “ουδετέρων
ενεργειών” στοιχειοθετείται, όταν ο εμπλεκόμενος στο επίμαχο συμβάν δρα μέσα σε
ένα νοηματικό πλαίσιο που είναι αποκλειστικώς εγκληματικό για τον αυτουργό
και ο πρώτος γνωρίζει με βεβαιότητα (αναγκαίος δόλος) ότι η per se “ουδέτερη
ενέργειά” του θα χρησιμεύσει στην τέλεση εγκλήματος ή, εν πάση περιπτώσει, όταν
οι εγκληματικοί σκοποί του ρέποντος προς το έγκλημα αυτουργού είναι
διαγνώσιμοι, ειδικότερα: όταν κατά την τέλεση της επίμαχης ενέργειας υπάρχουν
συγκεκριμένες ενδείξεις που καθιστούν εύλογη την πιθανότητα κατάχρησής
της για εγκληματικούς σκοπούς (δεν αρκεί, εν προκειμένω, ένα ύποπτο
παρουσιαστικό ή μια απλή εικασία) και παρ’ όλα αυτά ο εμφορούμενος από
ενδεχόμενο δόλο δεν αναστέλλεται, αλλά προχωρεί στην τέλεσή της.

Κατά το κλασικό παράδειγμα, ο καταστηματάρχης που πουλάει σφυρί, κουζινομάχαρο


ή οποιοδήποτε άλλο επικίνδυνο αντικείμενο πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα,
καίτοι γνωρίζει –εξ ιδίας αντιλήψεως ή εξ άλλων πηγών (τρίτος ή ο ίδιος ο πελάτης
τού αποκαλύπτει τα εγκληματικά του σχέδια)– ή πιθανολογεί βάσει συγκεκριμένων
ενδείξεων (έχει ακούσει με τα ίδια του τ’ αφτιά τον πελάτη-γείτονα να απειλεί το
προηγούμενο βράδυ την σύζυγό του ότι “θα της ανοίξει το κεφάλι με σφυρί” ή ότι
“θα την ξεκοιλιάσει με κουζινομάχαιρο”) ότι ο αγοραστής το θέλει για να σκοτώσει
άνθρωπο, όπερ και εγένετο, ευθύνεται ως συνεργός σε ανθρωποκτονία. Δεν θα
ευθυνόταν, όμως, ο καταστηματάρχης, αν, αποδεχόμενος την αρνητική εξέλιξη των
πραγμάτων, πουλούσε πιπέρι σε τρίτον, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο, αλλά και
χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη ένδειξη, ότι ο αγοραστής θέλει το πιπέρι, για να
το ρίξει στα μάτια του θύματος και έτσι τυφλώνοντάς το, να αφαιρέσει τα χρήματά
του (ληστεία!), όπερ και εγένετο – στο παράδειγμα αυτό (όμοια θα ήταν η
αξιολόγηση, αν, αντί πιπεριού, ο καταστηματάρχης πουλούσε το σφυρί ή το
κουζινομάχαιρο της προηγούμενης εκδοχής), υπάρχει ενδεχόμενος δόλος, όχι όμως
και οι απαιτούμενες συγκεκριμένες ενδείξεις.

Δεκτού γενομένου, λοιπόν, ότι η Ε γνώριζε για ποιον αποκλειστικό λόγο


(“κάλυψη” και μόνο “κάλυψη”!) την ήθελε δίπλα του ο Ν, η στοιχειοθέτηση
ευθύνης της για απλή συνέργεια σε πώληση ναρκωτικών καθίσταται υποστηρίξιμη
εκδοχή επί του προμνημονευθέντος θεωρητικού υποβάθρου, η οποία, ωστόσο, είναι
εκτεθειμένη στις εξής αντιρρήσεις:

Πέρα από το γεγονός ότι η υπό συζήτησιν θεωρία εμφανίζει διάφορες αδυναμίες (π.χ.
περιορίζει αφόρητα το πεδίο ελεύθερης δράσης των κοινωνών, χωρίς να μπορεί να
συμβάλλει στην σταθεροποίηση της προσδοκίας περί μη διαπράξεως εγκλημάτων 8
και, επιπλέον, για την κατάφαση της συνέργειας αξιώνει την πλήρωση ενός
διακεκριμένου υποκειμενικού στοιχείου contra legem, αφού κατ’ αρχήν για την
πραγμάτωση της υποκειμενικής υποστάσεως της απλής συνέργειας αρκεί ο
ενδεχόμενος δόλος), εάν εφαρμοσθεί με συνέπεια, πάσχει και από ένα έλλειμμα
πειστικότητας, αφού ο πωλητής σφυριού, κατσαβιδιού, κουζινομάχαιρου, πιπεριού

δραστηριότητας, η οποία λειτουργεί ως τέτοια ανεξάρτητα από μια συγκεκριμένη εγκληματική πράξη με
την οποία “τυχαία” συνδέθηκε δεν αποτελούν συμμετοχικές ενέργειες».
7
Βλ. π.χ. Roxin, Σχετικά με τον λόγο τιμώρησης της συμμετοχής, μτφ. Δ. Συμεωνίδη, Υπερ. 1994, σ.
18· Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 273 κ.ε.· Χαραλαμπάκη, Η ψυχική συνέργεια – Οριακό σημείο του αξιοποίνου,
ΠοινΧρ ΝΗ΄, 679.
8
Επ’ αυτού βλ. π.χ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής, ό.π., 1999, σ. 243.
κ.ο.κ. δεν θα έπρεπε να υπέχει ευθύνη για συνέργεια στο έγκλημα του αγοραστή,
αν ο δεύτερος διαβεβαίωνε αντιστοίχως τον πρώτο ότι: με το σφυρί –εκτός από το
χτύπημα του κρανίου της συζύγου του– ήθελε (πριν ή μετά) να καρφώσει
μερικούς πίνακες στον τοίχο του καινούργιου του σπιτιού, με το κατσαβίδι –
εκτός από την εξόρυξη των οφθαλμών του θύματος– επρόκειτο (πριν ή μετά) να
συναρμολογήσει μια ντουλάπα, με το κουζινομάχαιρο –εκτός από το
ξεκοίλιασμα του αξιομίσητου γείτονά του– είχε σκοπό (πριν ή μετά) να καθαρίσει
φασολάκια, με το πιπέρι –εκτός από την ρίψη του στα μάτια του θύματος της
ληστείας– σχεδίαζε (πριν ή μετά) να μαγειρέψει καυτερό φαγητό· με αυτά τα
δεδομένα, ο πωλητής των επίμαχων αντικειμένων θα ενεργούσε σε ένα πλαίσιο που
δεν θα ήταν αποκλειστικώς εγκληματικό για τον αυτουργό, οπότε θα ετίθετο το
εξής ερώτημα: Άραγε, σε όλες αυτές τις παραλλαγές, η δισημία και, αντιστοίχως,
στην παραπάνω βασική εκδοχή του παραδείγματος, η μονοσημία της αξιοποίησης του
πωλούμενου αντικειμένου είναι ένα τόσο κρίσιμο στοιχείο, προσδιοριστικό του
αδίκου, ώστε επί των πρώτων ο πωλητής να κρίνεται άμοιρος ποινικής ευθύνης για
συνέργεια στο έγκλημα που τελεί ο αγοραστής και μόνο επί της δεύτερης να κρίνεται
αυτός ένοχος;

Το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί και εξ αφορμής όχι μόνο “ουδετέρων ενεργειών”
που αφορούν την άσκηση ενός επαγγέλματος, αλλά και την άσκηση ενός
καθημερινού δικαιώματος: π.χ. ο Α δανείζει στον τρομοκράτη Β ένα ρολόι-
ξυπνητήρι – είναι δυνατόν ο Α να ευθύνεται ως συνεργός στην περίπτωση που ο Β
αποκαλύψει στον Α ότι χρειάζεται το ρολόι αποκλειστικώς για να κατασκευάσει μια
ωρολογιακή βόμβα, όχι όμως στην περίπτωση που του πει ότι, προτού την
κατασκευάσει, χρειάζεται το ξυπνητήρι και για έναν άλλον λόγο, δηλαδή για να
ξυπνάει το πρωί εγκαίρως και να πηγαίνει στην δουλειά του χωρίς καθυστέρηση;
Μεταφέροντας τον προβληματισμό αυτόν και στην περίπτωση της Ε, η μη
πειστικότητα της εδώ εξεταζόμενης θεωρίας οδηγεί στο εξής ερώτημα (η διατύπωση
του οποίου ισοδυναμεί με αρνητική απάντηση): Είναι δυνατόν να ευθύνεται η Ε για
(απλή) συνέργεια σε πώληση ναρκωτικών βάσει της πραγματικής εκδοχής, τώρα
δηλαδή που η παρουσία της δίπλα στον αυτουργό είχε ως αποκλειστική στόχευση
την κάλυψή του, να μην ευθύνεται όμως στην περίπτωση που ο πωλητής των
ναρκωτικών ήθελε να συνδυάσει “το τερπνόν μετά του ωφελίμου”, δηλαδή εάν
ήθελε και την βόλτα του να κάνει με την σύντροφό του (κουβεντιάζοντας μαζί της
για οτιδήποτε), αλλά και λεφτά να βγάλει, πουλώντας ναρκωτικά; Τέτοιες διακρίσεις
θα ήταν σίγουρα αποτέλεσμα αυθαίρετων εκτιμήσεων.

Συγκρίσιμη με τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού και χαρακτηριστική για την


δευτερεύουσα σημασία που (πρέπει να) έχει το υποκειμενικό στοιχείο κατά την
αξιολόγηση καθημερινής-συνήθους φύσεως μορφών συμπεριφοράς ως περιπτώσεων
απλής συνέργειας είναι μια πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού 9 : Με
αυτήν αναιρέθηκε η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για συνέργεια σε
πώληση ναρκωτικών εκ μέρους της κατηγορουμένης, η οποία επί 6-7 χρόνια
μοιραζόταν ένα διαμέρισμα με τον αυτουργό του εγκλήματος (εκείνη κοιμόταν
στο σαλόνι ή στην κουζίνα, αυτός στο υπνοδωμάτιο, της έδινε δε τα χρήματα που
έπαιρνε από το επίδομα ανεργίας), γνωρίζοντας ότι τα τελευταία 1-3 χρόνια ο
συγκάτοικός της πωλούσε ναρκωτικά που έφερνε από την Ολλανδία και ότι
χρησιμοποιούσε το υπνοδωμάτιο του εν λόγω διαμερίσματος τόσο ως
αποθηκευτικό χώρο των ναρκωτικών όσο και για την διεκπεραίωση των
δοσοληψιών του με διάφορους χρήστες (μάλιστα, κάποιες φορές ο αυτουργός

9
BGH NStZ 2010, 221.
μετρούσε μπροστά στα μάτια της τα χρήματα που εισέπραττε από την πώληση των
ναρκωτικών).
Παρότι το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε την κατηγορουμένη για απλή συνέργεια
σε πώληση ναρκωτικών, επειδή αυτή είχε διαθέσει στον συγκατηγορούμενό της
το συγκεκριμένο διαμέρισμα και, επιπλέον, επειδή δεν προσπάθησε ποτέ να
αναχαιτίσει την εγκληματική δράση του, το γερμανικό Ακυρωτικό απεφάνθη ότι
η παραχώρηση τμήματος του διαμερίσματος στον αυτουργό δεν αρκεί για την
θεμελίωση απλής συνέργειας τελεσθείσας με θετική συμπεριφορά: «η γνώση και η
επιδοκιμασία της αποθήκευσης και πώλησης ναρκωτικών εντός του
διαμερίσματος δεν πληροί για τον κάτοχο αυτού τις προϋποθέσεις της
αξιόποινης συνέργειας». Πέραν τούτου, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι δεν
θεμελιώνει τέτοια ευθύνη η εκ μέρους της κατηγορουμένης μη αποτροπή
της δράσης του αυτουργού. Τούτο θα συνέβαινε, μόνο αν εκείνη είχε ιδιαίτερη
νομική υποχρέωση να επέμβει και να σταματήσει την πώληση ναρκωτικών που
ελάμβανε χώρα στο υπνοδωμάτιο. Απευθυνόμενο, μάλιστα, στους δικαστές που θα
κρίνουν εκ νέου την υπόθεση, το γερμανικό Ακυρωτικό τούς υπέδειξε να εξετάσουν
αν η κατηγορουμένη προέβη στην τέλεση συγκεκριμένων υποστηρικτικών
πράξεων για τα εγκλήματα του συγκατηγορουμένου της, επισήμανε δε
συμπληρωματικώς ότι αυτή θα βαρυνόταν με εγγυητική θέση ως κάτοχος του
διαμερίσματος, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι είχε εξουσία διαθέσεως
ολόκληρου του διαμερίσματος και το εν λόγω διαμέρισμα –λόγω θέσης ή
κατασκευής του– συνιστούσε μια ιδιαίτερη πηγή κινδύνων για ευχερέστερη
τέλεση αξιόποινων πράξεων (προφανώς σαν και αυτής που τέλεσε ο
συγκεκριμένος συγκατηγορούμενός της).

Αντιστοίχως, μπορούμε να αναρωτηθούμε σε σχέση με την περίπτωση του


πρακτικού: Ποιες ήταν οι συγκεκριμένες πράξεις της Ε που λειτούργησαν
υποστηρικτικά για την πώληση των ναρκωτικών εκ μέρους του αυτουργού;
Σίγουρα όχι το ότι συνόδευε απλώς τον εραστή-αυτουργό της στις συναντήσεις του
με τους αγοραστές των ναρκωτικών, αφού το να συνοδεύει τον σύντροφό της ήταν,
ούτως ή άλλως, αναφαίρετο δικαίωμά της και, ταυτοχρόνως, μια πράξη που από μόνη
της δεν έχει αντικειμενικό-εγκληματικό πρόσημο, αφού δεν υπάρχει κάποια
κοινωνική συνθήκη, σύμφωνα με την οποία να ισχύει ότι, όταν ένας άνδρας και
μία γυναίκα κυκλοφορούν ως ζευγάρι στον δρόμο (και δη σε κακόφημη
πλατεία), αυτό σημαίνει ότι είναι “καθαροί” και, ειδικότερα, ότι ο άνδρας του
ζευγαριού δεν πουλά ναρκωτικές ουσίες! Αντίστοιχη “κοινωνική συνθήκη”
αναζητείται και στο πλαίσιο της απάτης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν
στοιχειοθετείται η πράξη εξαπάτησης με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση.
Ελλείψει, λοιπόν, τέτοιας κοινωνικής συνθήκης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά
ότι η κατηγορουμένη συνέβαλε στο ξεγέλασμα της αστυνομίας και,
συνακόλουθα, ότι δυσχέρανε την σύλληψη του συντρόφου της.

Και, βεβαίως, το ότι η Ε δεν απέτρεψε τον Ν από την πραγματοποίηση της πώλησης
των ναρκωτικών δεν αρκεί για την κατάφαση διά παραλείψεως ευθύνης της, αφού η
ιδιότητα της ερωμένης δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τέτοιας
αποτροπής και, ούτως ή άλλως, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση συνάπτεται με την
παρεμπόδιση ενός εγκληματικού αποτελέσματος που πλήττει –και όχι που
εκπορεύεται από– τον υπέρ ου η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση 10 .

10
Επ’ αυτού βλ. και Βαθιώτη, Σχόλιο υπό το βούλ. ΑΠ 1633/2008 ΠοινΧρ 2009, 790.
Μια προσέγγιση διαφορετική από την εδώ προκριθείσα θα ήταν σαν να ευνοούσε (ή
σαν να προϋπέθετε) την διαμόρφωση ενός κανόνα με το εξής περιοριστικό, και
πάντως μη πειστικό, περιεχόμενο: “Γυναίκες, μη βγαίνετε βόλτα με τον
εκάστοτε ερωτικό σας σύντροφο, όταν αυτός πουλάει ναρκωτικές ουσίες!”.
Το προβληματικό θεμέλιο ενός τέτοιου κανόνα μπορεί να προκύψει και από την
νοερή προσθήκη του προστατευτικού σκοπού του: “(μη βγαίνετε βόλτα κ.λπ.) διότι
τότε μπορεί να παραπλανηθεί η αστυνομία και ο εγκληματίας-σύντροφός
σας να μείνει ασύλληπτος”. Η ratio αυτή, όμως, εδράζεται σε δύο σωρευτικώς
συντρέχουσες προϋποθέσεις, που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια: πρώτον ότι η
αστυνομία είναι πάντοτε, ή έστω συνήθως, παρούσα σε χώρους όπου
γίνεται πώληση ναρκωτικών ουσιών και, δεύτερον, ότι η αστυνομία, όντας
παρούσα, απέχει από την στοχοποίηση, την παρακολούθηση και την
σύλληψη ανδρών που περπατούν συνοδευόμενοι από γυναίκες, δίνοντας
την εντύπωση ότι είναι ζευγάρι!

Ωστόσο, ενώ ως προς το μη αληθές της προμνημονευθείσας δεύτερης προϋπόθεσης


δεν θα μπορούσαν να διατυπωθούν σοβαρές επιφυλάξεις (άλλωστε, η
κατηγορουμένη συνελήφθη την κρίσιμη ημέρα, παρότι με την παρουσία της παρείχε
“κάλυψη” στον αυτουργό!), ως προς την πρώτη προϋπόθεση θα μπορούσε να
αντιτείνει κανείς ευλόγως ότι, πάντως, αυτή δεν συντρέχει ούτε στην περίπτωση του
τσιλιαδόρου, κι όμως όλοι συμφωνούν ότι εκεί πρόκειται για την κλασική όσο και
σχολική περίπτωση απλής συνέργειας11 . Μάλιστα, για να καταδειχθεί μια δυσαρμονία
στην αντιμετώπιση των “ουδετέρων ενεργειών” σε σχέση με την μεταχείριση του
τσιλιαδόρου, διατυπώνεται το ακόλουθο ερώτημα: Ποιο είναι το κοινωνικώς
απρόσφορο στοιχείο στην συμπεριφορά του τσιλιαδόρου, ο οποίος στέκεται έξω
από μια πόρτα και κοιτάζει αριστερά και δεξιά τον δρόμο, για να δει αν
έρχεται κάποιος;». Προς την ίδια κατεύθυνση, θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει:
το να φυλάει κανείς τσίλιες έξω, στον καθαρό αέρα, είναι κάτι που κάνει
καλό στην υγεία!

Εν τούτοις, το ότι ο τσιλιαδόρος είναι παρών για να πληροφορήσει –εάν παραστεί


ανάγκη– τον αυτουργό περί της ελεύσεως αστυνομικού ή άλλου ανεπιθύμητου
προσώπου συνιστά μια πράξη που αφ’ εαυτής δεν έχει ουδέτερο, αλλά in concreto
εγκληματικά προωθητικό χαρακτήρα, όντας απολύτως προσαρμοσμένη στο
εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού (“ευσταθεί και πίπτει” μαζί με την
αυτουργική ενέργεια).

Για την αξιολογική θεώρηση της συμπεριφοράς του τσιλιαδόρου, καθοριστικής


σημασίας είναι το στοιχείο ότι η συμπεριφορά αυτή δεν εξαντλείται στο ότι ο
τσιλιαδόρος στέκεται απλώς εκεί γύρω, αλλά εκτείνεται στην εκ μέρους του
ετοιμότητα για προειδοποίηση των πραγματικών πρωταγωνιστών του
εγκλήματος και, συνεπώς, πρόκειται για μια συμπεριφορά που περιέχει

11
Βλ., όμως, την παντελώς εσφαλμένη επικύρωση της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με την
ΑΠ 742/2007 ΠοινΧρ ΝΗ/227 (βλ. την κριτική του γράφοντος εις: ΠοινΔικ 2009/1193), διά της οποίας
εκρίθη ορθή και αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για κατά συναυτουργία (!) κλοπή που τέλεσαν
δύο γυναίκες, εκ των οποίων η μία επιτηρούσε τον χώρο, ενόσω η άλλη άνοιγε το χρηματοκιβώτιο και
αφαιρούσε τα χρήματα (οι δύο γυναίκες μοιράσθηκαν το αφαιρεθέν ποσό), παρότι η επιτήρηση δεν
πληροί τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως της κλοπής· πρβλ., όμως, σήμερα την ΑΠ 393/2010, με
την οποία επικυρώθηκε η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για απλή συνέργεια σε απόπειρα
κλοπής τελεσθείσα από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος, όσο ο συγκατηγορούμενός του επιχειρούσε να
αφαιρέσει χρήματα από ταβέρνα, «παρέμενε έξωθι του κατά τα άνω καταστήματος και κατόπτευε την
περιοχή, προκειμένου να ειδοποιήσει τον αυτουργό συγκατηγορούμενό του για τυχόν προσεγγίζοντα
άτομα».
συγκεκριμένα αντικειμενικά χαρακτηριστικά, τα οποία λειτουργούν προωθητικά για
το έγκλημα που διαπράττει ο αυτουργός. Ήδη σε αντικειμενικό επίπεδο ο
τσιλιαδόρος κάνει κάτι (πολύ) περισσότερο από το να περιφέρεται ασκόπως: είναι σε
εγρήγορση, ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να ενημερώσει τον φυσικό
αυτουργό περί της ελεύσεως ανεπιθύμητων προσώπων. Το κρίσιμο, λοιπόν,
δεν είναι τι ξέρει, αλλά τι έχει συμφωνήσει να πράξει επ’ ωφελεία του
αυτουργού – διότι ακόμη κι αν ήξερε, αλλά απλώς έστεκε π.χ. έξω από το σπίτι,
χωρίς να κάνει τίποτε άλλο (δηλ. τίποτε που να λειτουργεί προωθητικά για το
συγκεκριμένο έγκλημα), η γνώση του αυτή θα ήταν ποινικώς αδιάφορη και δεν θα
αρκούσε για να μετατρέψει την απλή παρουσία του έξω από το σπίτι σε συμμετοχική
πράξη.

Αντιθέτως, η Ε δεν είχε συμφωνήσει να πράξει τίποτε άλλο υπέρ του αυτουργού
παρά μόνο να περπατά/στέκεται δίπλα του. Κι όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, για
να μπορεί να μεταφρασθεί η απλή συνοδεία σε πράξη με εγκληματικό πρόσημο,
απαιτείται εκείνος ο νοηματοδότης καταλύτης που θα μετατρέψει την
συνοδεία αυτή σε συνέργεια, υπό την έννοια της δυσχέρανσης της σύλληψης
του δράστη από την αστυνομία. Αλλά τέτοιος καταλύτης, δηλαδή μια “κοινωνική
συνθήκη”, βάσει της οποίας να ισχύει ότι η βόλτα ενός ζευγαριού στον δρόμο
(και δη σε κακόφημη πλατεία) καθαγιάζει τρόπον τινά την υπόσταση του
άρρενος και έτσι τον αποστοχοποιεί δεν υπάρχει!

Περαιτέρω, το ότι κάθεται κάποιος έξω από ένα σπίτι και κοιτάζει αριστερά και δεξιά
αν έρχεται κανείς, δεν έχει νόημα εκτός του συγκεκριμένου εγκληματικού γίγνεσθαι:
ο τσιλιαδόρος φυλάει τσίλιες έξω από ένα σπίτι μέσα στο οποίο βρίσκεται ο κλέφτης,
ο βιαστής, ο δολοφόνος κ.λπ., επειδή χρησιμεύει σε αυτούς ως “έμψυχο ραντάρ”,
που θα τους δώσει την πολύτιμη πληροφορία την κρίσιμη στιγμή, ώστε να
αποφευχθεί ή να δυσχερανθεί η σύλληψή τους! Αντιθέτως, το να συνοδεύει μια
γυναίκα τον ερωτικό της σύντροφο σε ανοιχτό χώρο είναι μια καθημερινή-συνήθης
ενέργεια (αν όχι ανάγκη), που έχει νόημα ανεξάρτητα από το τι θέλει ο
συνοδευόμενος, αλλά και ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να ερμηνευθεί η
συνοδεία αυτή από τρίτους 12 . Υπό κανονικές συνθήκες, έξω από ένα σπίτι δεν
πηγαίνεις ποτέ, για να “κόβεις βόλτες”, κοιτώντας απλώς τους πεζούς και τους
εποχούμενους που περνούν κάθε λίγο και λιγάκι από μπροστά σου, ενώ υπό
κανονικές συνθήκες η βόλτα μιας γυναίκας δίπλα σε έναν άνδρα δεν έχει ανάγκη από
καμία άλλη πληροφορία για να “αναγνωσθεί” ως φυσιολογική ενέργεια.

Για να συγκριθεί εποικοδομητικά με τον τσιλιαδόρο η περίπτωση του πρακτικού και


να καταδειχθεί η ειδοποιός διαφορά των δύο περιπτώσεων, έστω δύο παραδείγματα
μέσα από τα οποία θα τεθεί ένα ερώτημα με υποδηλούμενη την αρνητική απάντηση:
Εάν υποτεθεί ότι όση ώρα ο αυτουργός κλέβει και έξω από το σπίτι δεν υπάρχει
τσιλιαδόρος, αλλά ένα ερωτευμένο ζευγάρι που (λειτουργώντας δίκην
“ανθρώπινου αλεξικέραυνου”) φιλιέται περιπαθώς, για να δημιουργεί έτσι
αναστολές στα αστυνομικά όργανα να πλησιάσουν το σπίτι και να ελέγξουν τι μπορεί
να γίνεται μέσα σε αυτό ή, αντιστοίχως, αν –για τον ίδιο αποπροσανατολιστικό λόγο–
έξω από το σπίτι έχει “στήσει πάρτυ” μια ομάδα νεαρών, θα μπορούσε κανείς να
υποστηρίξει πειστικά ότι το ερωτευμένο ζευγάρι και η ομάδα των νεαρών είναι απλοί
συνεργοί κλοπής;

12
Στα μάτια ενός αντικειμενικού παρατηρητή η ύπαρξη κάποιου που κοιτάει αριστερά και δεξιά έξω από
ένα σπίτι είναι αν μη τι άλλο ύποπτη, όχι όμως και η ύπαρξη μιας γυναίκας δίπλα σε έναν άνδρα!
Ο τσιλιαδόρος είναι αναμφισβήτητα ένας εν δυνάμει “σαμποτέρ” της σωστικής
(υπέρ του κινδυνεύοντος εννόμου αγαθού) επέμβασης εκ μέρους τρίτων
(ιδίως: των αστυνομικών), όχι όμως το ερωτευμένο ζευγάρι ή η ομάδα των
νεαρών που, αντιστοίχως, φιλιέται περιπαθώς ή διασκεδάζουν στο πάρτυ τους, ούτε
βεβαίως και η γυναίκα που συνοδεύει τον ερωτικό της σύντροφο σε εξωτερικό χώρο.
Το αν η αστυνομία δίδει αφελώς πίστη στο “γνήσιο” των ερωτοτροπιών, του πάρτυ ή
της συνοδείας είναι πρόβλημα της αστυνομίας και η επίλυση του δεν μπορεί να
μετατεθεί, τουτέστιν να καταλογισθεί αντικειμενικά σε όποιον προσποιείται ότι
ερωτοτροπεί, διασκεδάζει ή συνοδεύει άλλον. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο στην
περίπτωση του τσιλιαδόρου, όπου η ματαίωση της σύλληψης δεν οφείλεται σε
οργανωτικό έλλειμμα της αστυνομίας, αλλά σε οργανωτική υπεροχή που
αποκτούν οι δράστες (αυτουργός και συνεργός) χάρη στην μεταξύ τους
συμφωνία: του αυτουργού και του συνεργού. Μόνο, λοιπόν, σε αυτήν την δεύτερη
περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για ανεπίτρεπτα επικίνδυνη διαμόρφωση του
οργανωτικού πεδίου των προσώπων που συμμετέχουν στο συμβάν.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ουδέτερη η ενέργεια του λεγόμενου
“προπομπού” που ενημερώνει για την ύπαρξη αστυνομικών μπλόκων τους
όπισθεν αυτού κινούμενους μεταφορείς λαθρομεταναστών. Σε όποιον θα
υποστήριζε ότι είναι δικαίωμα του καθενός να τηλεφωνεί με το κινητό του τηλέφωνο
σε άλλους οδηγούς, ο αντίλογος είναι ο εξής: όχι, δεν είναι δικαίωμά του, αν με
αυτόν τον τρόπο αποκτά οργανωτική υπεροχή έναντι της αστυνομίας ή, ακριβέστερα,
εξουδετερώνει το οργανωτικό προβάδισμα αυτής της τελευταίας 13 .

Κατόπιν τούτων, προβάλλει ως ορθή η ακόλουθη θέση: ουδείς μπορεί να τρέφει


την προσδοκία ότι επιτυγχάνεται η πρόληψη του εγκλήματος, όταν
περιορίζεται το πεδίο ελεύθερης δράσης κάθε γυναίκας που βγαίνει βόλτα με τον
ερωτικό της σύντροφο, την ώρα που ξέρει ότι αυτός θα προβεί σε πώληση
ναρκωτικών. Συνεπώς, αν η γυναίκα αυτή συνοδεύσει τον σύντροφό της-εγκληματία

13
Δυστυχώς, η αξιολόγηση του “προπομπού” από την ελληνική νομολογία είναι απολύτως συγχυτική,
αφού έχουν διατυπωθεί τρεις διαφορετικές απόψεις: άμεση συνέργεια (βλ. π.χ. ΑΠ 1235/2005 ΠοινΧρ
ΝΣΤ/216· ΑΠ 1243/2007 ΠΛογ 2007, 880· ΑΠ 1615/2010· ΑΠ 1515/2011), απλή συνέργεια (ΑΠ
1417/2007 ΠοινΧρ ΝΗ/424· ΑΠ 1485/2010· ΑΠ 1142/2011), αλλά και συναυτουργική προώθηση
λαθρομεταναστών (βλ. π.χ. ΑΠ 1118/2011). Υπέρ της άμεσης συνέργειας τάσσεται ο Χατζηνικολάου, Η
ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης. Δογματική προσέγγιση και βασικά ερμηνευτικά
προβλήματα, 2009, σ. 215, με το επιχείρημα ότι ο προπομπός «συγκαθορίζει ουσιαστικά την πορεία του
μεταφορικού μέσου του φυσικού αυτουργού [...], αφού συμβάλλει αποφασιστικά στην προσβολή της
πολιτειακής εξουσίας με τον τρόπο που αυτή τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 88»
(η έμφαση στο πρωτότυπο). Βλ., όμως, Μπέκα, Η ποινική ευθύνη του μεταφορέα λαθρομεταναστών,
εις: Αλλοδαποί στην Ελλάδα: ένταξη ή περιθωριοποίηση;, επιμ. Αθ. Συκιώτου, 2008, σ. 273, σύμφωνα
με τον οποίο, αν πρόκειται για την πρώτη παράγραφο του άρ. 88 Ν. 3386/2005 (μεταφορά υπηκόων
τρίτων χωρών από το εξωτερικό στην Ελλάδα), ο προπομπός είναι συναυτουργός, διότι ο νομοθέτης
έχει αναγάγει σε αυτοτελές έγκλημα την συμμετοχική δράση (βλ. π.χ. ΑΠ 1397/2007 ΠοινΧρ ΝΗ/419),
ενώ, αν πρόκειται για την δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου (αποδοχή για μεταφορά προσώπων
που δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή δεν έχουν υποστεί τον κανονικό
αστυνομικό έλεγχο), «όπου δεν υπάρχει τέτοια αναγωγή, ο προπομπός θα είναι συνεργός και, αν μεν η
δράση του συνέβη πλησίον των συνόρων, θα είναι άμεσος συνεργός, αν όμως μόνο κατά τη διαδρομή
προς τα σύνορα ή το σημείο ελέγχου, τότε μόνον απλός συνεργός». Φρονώ, ωστόσο, ότι στην δεύτερη
περίπτωση κρίσιμο δεν είναι το αν η βοήθεια του προπομπού παρέχεται πλησίον των συνόρων ή μακριά
από αυτά, αλλά αν η βοήθεια αυτή είναι τόσο καθοριστική που να μπορεί να παραλληλισθεί με δράση
συναυτουργού: όποιος, όμως, απλώς προπορεύεται με το όχημά του για να ενημερώνει μέσω κινητού
τους κινούμενους όπισθεν αυτού περί της ενδεχόμενης ύπαρξης ελεγκτικού μπλόκου, ενεργεί ως ένας
“κινούμενος τσιλιαδόρος”, ο οποίος δεν συνδιαμορφώνει καθοριστικά την τέλεση του υπό εξέτασιν
εγκλήματος, το οποίο θα μπορούσε να είχε τελεσθεί (βεβαίως υπό συνθήκες μικρότερης ασφάλειας) και
χωρίς την συνδρομή του, αφού ελεγκτικά μπλόκα ούτε υπάρχουν πάντοτε αλλ’ ούτε ενεργοποιούνται
πάντοτε, ακόμη κι όταν υπάρχουν!
μέχρι το σημείο όπου πραγματοποιείται εν τέλει η πώληση ναρκωτικών, δεν μπορεί
να χαρακτηρισθεί ως συμμέτοχος στο εν λόγω έγκλημα – ο ρόλος της ως συνοδού
διατηρείται ανέπαφος και εξ επόψεως Ποινικού Δικαίου “άχρωμος”.

Εις επίρρωσιν των προλεχθέντων, αξίζει να τεθεί το ακόλουθο ερώτημα: Άραγε, αν η


E είχε βγει όντως βόλτα με τον σύντροφό της, χωρίς να γνωρίζει τους
εγκληματικούς σκοπούς του, και τον έβλεπε ξαφνικά να επιχειρεί να πουλήσει την
ναρκωτική ουσία σε τρίτον, θα όφειλε να τον αποτρέψει από την
πραγματοποίηση της πώλησης, εν πάση δε περιπτώσει να τον εγκαταλείψει μόνο
του, τερματίζοντας την βόλτα μαζί του; Επιπροσθέτως: Προτού η κατηγορουμένη
δεχόταν να βγει βόλτα μαζί με τον σύντροφό της, όφειλε να τον ρωτήσει γιατί θέλει
να βγει βόλτα μαζί της και αναλόγως της απάντησης να κρίνει αν θα τον ακολουθήσει
ή όχι; Η προδήλως αρνητική απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα καθιστά εναργές
το γιατί ούτε τώρα, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το πρακτικό, φέρει ευθύνη η
κατηγορουμένη για απλή συνέργεια στο έγκλημα που τέλεσε ο σύντροφός της.
Κοινός παρονομαστής αμφοτέρων των περιπτώσεων είναι η έλλειψη ιδιαίτερης
νομικής υποχρέωσης της συνοδού να επέμβει προς αποτροπήν της πώλησης των
ναρκωτικών. Και όποιος δεν οφείλει να αποκτήσει γνώση (εν προκειμένω: να μάθει το
“γιατί” της βόλτας) προτού πράξει (εν προκειμένω: να βγει βόλτα), έτσι δεν οφείλει
και να παραλείψει, αφού αποκτήσει την σχετική γνώση. Το κρίσιμο δεδομένο δεν
είναι η γνώση, αλλά η εγγυητική θέση του γνώστη έναντι ενός εννόμου αγαθού
που χρήζει προστασίας. Εάν, λοιπόν, ο γνώστης δεν βρίσκεται σε τέτοια εγγυητική
θέση (είτε γιατί δεν έχει διαμορφώσει επικίνδυνα το οργανωτικό του πεδίο είτε γιατί
δεν έχει παραβιάσει ένα θεσμικό του καθήκον και τούτο ισχύει, τόσο όταν ο εγγυητής
παραλείπει όσο και όταν ενεργεί 14 ), τότε είναι κάτοχος μιας “ιδιαίτερης γνώσης”,
την οποία διαχειρίζεται (ατιμωρητί) κατά βούλησιν. Η πρωτοκαθεδρία της
δεσμεύουσας γνώσης μπορεί να ήταν χαρακτηριστικό αρχαϊκών κοινωνιών, σίγουρα
όμως είναι στοιχείο ασύμβατο προς μια σύγχρονη κοινωνία ανώνυμων επαφών και μη
εποπτεύσιμης διάδρασης, δηλαδή προς μια κοινωνία που, για να λειτουργήσει,
χρειάζεται ευελιξία και ταχύτητα, συνεπώς όχι μηχανισμούς πατερναλιστικού
ελέγχου 15 .

Ωστόσο, το ότι, συνοδεύοντας τον ερωτικό της σύντροφο, η Ε τέλεσε μια ουδέτερη
ενέργεια, αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Αφ’ ης στιγμής γνώριζε
ότι ο σύντροφός της επρόκειτο να προβεί σε πώληση ναρκωτικών ουσιών, όφειλε
κατ’ εφαρμογήν του άρ. 232 ΠΚ να το αναγγείλει εγκαίρως στην αρχή.

ΙΙ. Ποινική ευθύνη της Σ

Με την ΑΠ 1673/2010, παραλλαγή της οποίας αποτελεί το παραπάνω πρακτικό,


εκρίθη ότι ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για απλή συνέργεια σε
μεταφορά αλλοδαπών στερούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων η κατηγορουμένη, η
οποία, μολονότι γνώριζε ότι ο μεταφορέας είχε κρύψει τους αλλοδαπούς μέσα σε
ειδικά διαμορφωμένους χώρους του αυτοκινήτου του, δέχθηκε να παρίσταται
αδιαμαρτύρητα ως συνεπιβάτης καθήμενη στην θέση του συνοδηγού, μαζί με το
ανήλικο τέκνο της, παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν ψυχική ενθάρρυνση στον φυσικό
αυτουργό.

14
Για μια πρόταση ενιαίας αντιμετώπισης της ενέργειας και της παράλειψης στην βάση της διάκρισης
αυτής βλ. Βαθιώτη, Λίγες ακόμη σκέψεις για την διάκριση ανάμεσα στην ενέργεια και την παράλειψη,
ΠοινΧρ 2008, 858 κ.ε.
15
Βλ. ήδη Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, ό.π., σ. 248.
Η κρίση αυτή συνδέεται με την αξιολόγηση της συμπεριφοράς ενός προσώπου ως
ενίσχυσης της αποφάσεως του αυτουργού να τελέσει την αξιόποινη πράξη, όταν
αυτό περιορίζεται αποκλειστικώς στην φυσική (“σώματι”) παρουσία του στον
τόπο του εγκλήματος.

Μέχρι το 2000, εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων 16 , κατά κανόνα τα δικαστήριά


μας ακολουθούσαν την θέση ότι «ψυχική συνδρομή αποτελεί και η ενίσχυση της
αποφάσεως που έλαβε ο αυτουργός να τελέσει ορισμένο έγκλημα, όπως και η
παρεχόμενη με οποιονδήποτε τρόπο ενθάρρυνση κατά την τέλεσή του, ακόμη και
με απλή παρουσία στον τόπο της πράξης» 17 .

Η αχίλλειος πτέρνα της επωδού αυτής είναι ότι η απλή παρουσία στον τόπο του
εγκλήματος εκλαμβάνεται ως ισοδύναμη της ενθάρρυνσης κατά την τέλεση:
όποιος παρίσταται ενθαρρύνει, ενώ θα έπρεπε η ενθάρρυνση να ερείδεται σε ένα
plus της παρουσίας: όποιος παρίσταται και ενθαρρύνει. Με άλλα λόγια, δεν είναι
η παρουσία ενός προσώπου στον τόπο τού εγκλήματος καθ’ εαυτήν το στοιχείο
εκείνο που μας επιτρέπει να απαξιολογήσουμε την επίμαχη συμπεριφορά ως μορφή
απλής συνέργειας, αλλ’ είναι η επίδραση της συγκεκριμένης (όχι απλής) φυσικής
παρουσίας στον ψυχικό κόσμο του δράστη, ο οποίος εξαιτίας ακριβώς της
παρουσίας αυτής ενθαρρύνεται να προβεί στην τέλεση της εγκληματικής
πράξεως: ο απλός συνεργός πρέπει, λοιπόν, όχι μόνο να παρίσταται, αλλά και να
συμπαρίσταται στον φυσικό αυτουργό – δεν αρκεί να περιορίζεται στον ρόλο του
“απλού θεατή”, αλλά πρέπει να προσφέρει, με κάποιον τρόπο, ενεργά στήριγμα
στην δράση τού αυτουργού 18 . Συναφώς υποστηρίζεται ότι «εγκλήματα δεν
διαπράττονται με την απλή ύπαρξη ή παρουσία σε έναν τόπο, αλλά με ανθρώπινη
συμπεριφορά, δηλαδή είτε με πράξη είτε με παράλειψη! Aν ο
παρευρισκόμενος περιορίζεται στο να “χαζεύει” ανέκφραστος το τελούμενο έγκλημα
έτσι, ώστε το μόνο που μπορεί να συναχθεί το πολύ από την αδρανή παρουσία του
είναι ότι δεν πρόκειται να παρέμβει υπέρ του θύματος, καμιά πράξη δεν συνδέεται με
(δεν προκύπτει από) την συμπεριφορά του τέτοια, ώστε να μπορεί να εκληφθεί ως
ενεργή ψυχική συνέργεια στην πράξη του αυτουργού» 19 .

Περίπτωση “ενεργού παρουσίας” στον τόπο του εγκλήματος είναι η ακόλουθη 20 : Ο


Α στέκεται δίπλα στον αυτουργό Β, κρατώντας και ο ίδιος κυνηγετικό όπλο που είχε
πάρει μαζί του, όταν πληροφορήθηκε τα εγκληματικά σχέδια του δεύτερου, το οποίο
και πρότεινε απειλητικά κατά του παθόντος, λίγα λεπτά πριν να πληγεί ο τελευταίος
από σφαίρα που εκτόξευσε εναντίον του ο Β με το περίστροφό του.

Το προαπαιτούμενο της “ενεργού παρουσίας” προκύπτει από την ακόλουθη σκέψη:


Αν η “απλή παρουσία” στον τόπο του εγκλήματος επαρκούσε κάθε φορά για την
αναγωγή της σε απλή συνέργεια, θα αλλοιωνόταν η δομή του διά παραλείψεως
τελουμένου εγκλήματος, αφού κατ’ εξαίρεσιν για την αδράνεια του απλώς
παρακολουθούντος εκ του σύνεγγυς τα εγκληματικά δρώμενα θα ήταν περιττή η
πλήρωση της προϋποθέσεως εκείνης που απαιτείται κατά τα λοιπά πάντοτε στα μη
γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, ήτοι της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως. Επιπλέον,
16
ΑΠ 878/1993 ΠοινΧρ ΜΓ/675 = Yπερ. 1993/1124 με σχόλιο Α. Παπαδαμάκη· ΣυμβΠλημΘεσ 724/1992
ΕισΠροτ Ε. Μετσοβίτου-Φλουρή Αρμ. 1993, 78· ΜΟΕφΑθ 42-44/1998 ΠοινΧρ 1999, 1097. Περαιτέρω
παραπομπές στην Σημείωση υπό την ΑΠ 543/2000 ΠοινΧρ 2000, 987.
17
Βλ. παραπομπές στο σχόλιο υπό την ΑΠ 777/1998 ΠοινΧρ 1999, 525, υποσ. 8· πρβλ. και
ΣυμβΠλημΝαυπ 357/1990 ΕισΠροτ Π. Μπρακουμάτσου Υπερ. 1991, 484.
18
Βαθιώτης, ΠοινΧρ 1999, 525, υπό Α 2 α.
19
Ανδρουλάκης, ΠοινΔ ΙΙ, 2004, σ. 245.
20
ΑΠ 1201/1986 ΠοινΧρ 1986, 1024.
κάθε άνθρωπος που θα τύχαινε να είναι αυτόπτης μάρτυς του σχεδιασμού ή της
διαπράξεως ενός εγκλήματος θα έπρεπε να λογαριάζει ότι από την σιωπηλή
παρακολούθηση των δρωμένων ο δράστης ενδέχεται να ενθαρρύνεται προς την
κατεύθυνση υλοποίησης των σκοπών του. Έτσι, όμως, ο απαγορευτικός κανόνας του
άρ. 47 ΠΚ θα μετασχηματιζόταν σε μια γενικής φύσεως επιταγή, σύμφωνα με την
οποία ο καθένας μας θα όφειλε να αντιστρατεύεται ενεργά τα σχέδια ή τις πράξεις
που αφορούν την τέλεση εγκλήματος από τρίτους. Τούτο, βεβαίως, έρχεται σε
αντίθεση με τις αρχές του ισχύοντος Ποινικού Δικαίου, το οποίο αφ’ ενός προβλέπει
κατ’ εξαίρεσιν την υποχρέωση αποτροπής αλλότριων εγκληματικών
πράξεων (άρ. 15 ΠΚ) και, αφ’ ετέρου, θεσπίζει ιδιαίτερες προϋποθέσεις σχετικά
με την υποχρέωση των πολιτών να αναγγέλλουν στις αρχές τα μελετώμενα
εγκλήματα των τρίτων (άρ. 232 ΠΚ) ή να παρέχουν σ’ αυτούς μια γενική βοήθεια ως
ένα minimum κοινωνικής αλληλεγγύης (άρ. 307 και 288 ΠΚ).

Είναι, ωστόσο, ευνόητο ότι η “απλή παρουσία” στον τόπο του εγκλήματος θα
μπορεί να στοιχειοθετήσει αξιόποινη απλή συνέργεια, εφόσον ο απλώς παριστάμενος
βαρύνεται με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του
εγκληματικού αποτελέσματος. Έτσι, κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για
απλή συνέργεια σε επικίνδυνη σωματική βλάβη του κατηγορουμένου αστυνομικού
διευθυντού, ο οποίος «ως προϊστάμενος των υπό τας αμέσους διαταγάς του
εκτελούντων υπηρεσίαν αστυνομικών οργάνων» δεν απέτρεψε αυτά από το να
«πλήξουν διά των χειρών, των ποδών και συμπαγών ράβδων εις τας κεφαλάς και
άλλα καίρια σημεία του σώματός των» αόπλους διαδηλωτές έξω από το Πολυτεχνείο,
καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο 21 .

Περαιτέρω, θα πρόκειται για μια κατά τα φαινόμενα απλή, αλλά στην πραγματικότητα
για μια εξισούμενη με θετική ενέργεια παρουσία, οσάκις το παρευρισκόμενο στον
τόπο του εγκλήματος πρόσωπο είναι εκεί, για να δραστηριοποιηθεί υπέρ του
φυσικού αυτουργού, εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη, η εξίσωση δε αυτή
θεμελιώνεται στην υπόσχεση για παροχή βοήθειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η
παρουσία του εν δυνάμει συναυτουργού ενισχύει την επιθετική διάθεση του
πράττοντος και μειώνει τις αμυντικές δυνατότητες του θύματος. Παράδειγμα: 22 Ο Α,
καταδικασθείς για ψυχική συνέργεια, είχε συνοδεύσει τον συγκατηγορούμενό του Β
και τον μάρτυρα Γ σε σχεδιαζόμενη επίθεση με βόμβα μολότοφ, την οποία ήθελαν να
ρίξουν σε ταξιδιωτικό γραφείο, και, ειδικότερα, είχε προθυμοποιηθεί να προστατεύσει
τον Β κατά την εκδήλωση της επιθέσεως και, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να επέμβει
εναντίον προσώπων που θα ήθελαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση του
χτυπήματος.

Την “ενεργό παρουσία” στον τόπο του εγκλήματος ως προϋπόθεση για την
κατάφαση απλής συνέργειας αναγνωρίζει πλέον παγίως από το 2000 ο Άρειος
Πάγος 23 . Από τις αποφάσεις της τελευταίας πενταετίας ιδιαιτέρως σημαντική είναι η

21
ΑΠ 885/1977 ΠοινΧρ ΚΗ/154.
22
BGH NStZ 1998, 362.
23
Με την ΑΠ 747/2000 ΠοινΧρ 2001, 69. Μετά από αυτήν βλ.: ΑΠ 2447/2003 ΠοινΧρ 2004, 913 = ΠΛογ
2003/2599· ΑΠ 1401/2003 ΠοινΧρ 2004, 347· ΑΠ 1174/2003 ΠοινΧρ 2004, 313· ΣυμβΠλημΘεσ
530/2002 ΕισΠροτ Α. Ζήση ΠοινΔικ 2002/593, 596· πρβλ. ΣυμβΠλημΣερ 241/2003 ΕισΠροτ Η. Σεφερίδη
ΠραξΛογΠΔ 2003/567 και ΣυμβΠλημΣερ 8/2001 ΕισΠροτ Η. Σεφερίδη ΠραξΛογΠΔ 2001/28, όπου
γίνεται δεκτό ότι «ο δράστης της απλής συνέργειας στην τέλεση ορισμένης αξιόποινης πράξης πρέπει να
συμβάλει λειτουργικά στην τελούμενη ή προς τέλεση της κυρίας πράξης, που τέλεσε ή θα τελέσει ο
φυσικός αυτουργός. Η παραδοχή της άποψης πως υφίσταται απλή συνέργεια μόνον με την παρουσία
του δράστη στον τόπο του εγκλήματος, ή με την γνώση της τελέσεως της εγκληματικής ενέργειας θα
οδηγούσε σε επικίνδυνα και παράλογα αποτελέσματα».
ΑΠ 917/2010 24 , με την οποία εκρίθη αναιρετέα λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η
προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απλή συνέργεια σε επικίνδυνη και απλή
σωματική βλάβη, επειδή στην διαπίστωση ότι τα πρόσωπα που συνόδευαν τον
δράστη (μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων) «όχι μόνον δεν προσπάθησαν να
τον αποτρέψουν αλλά με την παρουσία τους παρείχαν σε αυτόν ψυχική
συνδρομή στην τέλεση των παραπάνω πράξεων» δεν εμπεριέχονται «περιστατικά
από τα οποία να προκύπτει ότι η παρουσία του αναιρεσείοντος κατά τη διάπραξη των
άνω αξιοποίνων πράξεων, η οποία αναφέρεται στο σκεπτικό και το διατακτικό της ως
πράξη απλής συνδρομής του, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά, από
τα οποία να προκύπτει με ποιο τρόπο η παρουσία του αυτή ενθάρρυνε
αντικειμενικά τον αυτουργό στην τέλεση τόσο της επικίνδυνης όσο και της απλής
σωματικής βλάβης σε βάρος των άνω παθόντων». Επιπροσθέτως, το Ακυρωτικό
διέλαβε ότι «δεν αναφέρονται στην απόφαση περιστατικά από τα οποία να
προκύπτει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς αποτροπή
των συνεπειών της επιθέσεως του αυτουργού κατά τον τρόπο που έγινε δεκτό
ότι εκδηλώθηκε σε βάρος καθενός από τους παθόντες», εξειδίκευσε δε την κρίση του
αυτή με την εξής αιτιολογία: «το γεγονός ότι κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου
της ουσίας συνόδευαν τον άνω δράστη ο αναιρεσείων και τα τρία άλλα άτομα [...]
από μόνο του δεν ήταν τέτοιο ώστε να δημιουργεί ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για
τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο να επέμβει προς προστασία της σωματικής
ακεραιότητος τρίτων». Τέλος, σφράγισε την διαπίστωσή του περί ελλείψεως
αιτιολογίας, αποφαινόμενο ότι δεν θεμελιώθηκε «η γνώση του αναιρεσείοντος για
την τέλεση τέτοιων αξιόποινων πράξεων από τον αυτουργό» και ότι δεν έγινε
«παράθεση περιστατικών που να αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά
μέσα ως προς το ότι ο ήδη αναιρεσείων είχε υποσχεθεί στον δράστη
προκαταβολικώς ότι θα τον βοηθούσε μετά την τέλεση της κύριας πράξεως
για την συγκάλυψη των εγκλημάτων του ή για τη ματαίωση της διώξεώς του».

Αναμφίβολα, η εν λόγω αρεοπαγιτική απόφαση αποτελεί υπόδειγμα άψογα


θεμελιωμένης αναιρετικής κρίσεως, η οποία εμπεριέχει ορισμένα θεμελιώδη
συστατικά στοιχεία που πρέπει να διαπιστώνονται και να αιτιολογούνται δεόντως από
το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταφάσκεται η ευθύνη για απλή
συνέργεια ενός προσώπου που βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος, όταν
δραστηριοποιείται εκεί ο αυτουργός· συνοψίζοντας, τα στοιχεία αυτά είναι: α) η
ενεργός και όχι απλή παρουσία στον τόπο του εγκλήματος 25 , β) επί απλής και μόνο
παρουσίας, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του παρευρισκομένου να αποτρέψει
την τέλεση του εγκλήματος ή η υπόσχεσή του για “προκαταβολική υπόθαλψη”
/ “προεξασφάλιση ματαίωσης διώξεως”, γ) σε κάθε περίπτωση, η γνώση του
παρευρισκομένου για την πράξη που θέλει να τελέσει ο αυτουργός 26 .

Συγκρίσιμο με το ιστορικό του πρακτικού είναι εκείνο που είχε αχθεί προς κρίσιν
ενώπιον του γερμανικού Ακυρωτικού προ τριών δεκαετιών 27 : η κατηγορουμένη είχε
καταδικασθεί για συνέργεια σε εισαγωγή ναρκωτικών, επειδή, κατά την επιστροφή
της στην Γερμανία από την Ολλανδία με το αυτοκίνητο των συγκατηγορουμένων της,
ενώ αντελήφθη ότι αυτοί είχαν σκοπό να εισαγάγουν στην γερμανική επικράτεια
24
ΠοινΧρ 2011, 268.
25
Βλ. ήδη ΑΠ 747/2000 ΠοινΧρ 2001, 69· ΑΠ 1676/2005 ΠοινΧρ 2006, 439· ΑΠ 2130/2007 ΠοινΧρ
2008, 873· ΑΠ 1633/2008 ΠοινΧρ 2009, 786· ΑΠ 281/2009 ΠοινΧρ 2010, 30.
26
Από την ελληνική επιστήμη βλ. επί της συγκεκριμένης προβληματικής π.χ. Ανδρουλάκη, ΠοινΔ, ΓενΜ
ΙΙ, 2004, σ. 245· Μυλωνόπουλο, ΠοινΔ, ΓενΜ Ι, 2007, σ. 257· Παρασκευόπουλο, Τα θεμέλια του
ποινικού δικαίου, ΓενΜ: Το έγκλημα, 2008, σ. 395· Χαραλαμπάκη, ΠοινΧρ 2008, 681· του ιδίου, Σύνοψη
ΠοινΔ, ΓενΜ Ι, 2010, σ. 890 κ.ε.
27
BGH StV 1982, σ. 516, με σχόλιο Rudolphi.
ηρωίνη και αφού πληροφορήθηκε το σχέδιό τους να προσποιηθούν ότι πηγαίνουν για
κάποια επίσκεψη στην πόλη Eupen, εφόσον ερωτηθούν κατά τον έλεγχο στα σύνορα,
δεν είπε κουβέντα την στιγμή του ελέγχου. Το γερμανικό Ακυρωτικό είχε
αναιρέσει τότε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας,
αποφαινόμενο ότι, ελλείψει εγγυητικής θέσεως, η απλή παράλειψη της
κατηγορουμένης να μιλήσει δεν μπορούσε να θεμελιώσει ευθύνη της για συνέργεια
σε εισαγωγή ναρκωτικών (σύμφωνα με την παγία νομολογία και του γερμανικού
Ακυρωτικού, η απλή μη ενεργός παρουσία δεν αρκεί για την θεμελίωση αξιόποινης
συνέργειας).

Το ότι άλλοι κινητοποιούνται από την παθητική συμπεριφορά ενός ανθρώπου δεν
είναι κάτι που αρκεί για να προσδώσει στην παθητικότητα ποιότητα ενεργού
επεμβάσεως σε ξένα έννομα αγαθά, αλλά θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένος
λόγος για τον οποίο η κινητοποίηση των τρίτων αφορά αυτόν που τηρεί την
παθητική στάση, ο λόγος δε αυτός απορρέει από μια πηγή ιδιαίτερης νομικής
υποχρέωσης.

Αν εφαρμόσουμε την εύστοχη αυτή επισήμανση στην περίπτωση του πρακτικού,


προκύπτει ευχερώς ότι ούτε η “αδιαμαρτύρητη παρουσία” της Σ κινητοποίησε τον Ν
για την μεταφορά των λαθρομεταναστών ούτε ότι υφίστατο συγκεκριμένος λόγος για
τον οποίο η κινητοποίησή του θα μπορούσε να την αφορά. Άραγε, σε τι συνέδραμε –
είτε υλικώς είτε ψυχικώς– τον Α η ύπαρξη της Σ στην θέση του συνοδηγού; Η μόνη
συνδρομή που θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος θα ήταν το ότι μια γυναίκα που έχει
επιβιβασθεί στο όχημα ενός άνδρα-μεταφορέως λαθρομεταναστών και κάθεται στην
θέση του συνοδηγού έχοντας μαζί το παιδί της παρέχει σε αυτόν αίσθημα
αυξημένης ασφάλειας, υπό την έννοια ότι η παρουσία της λειτουργεί ως κάλυψη
σε ενδεχόμενο έλεγχο αστυνομικών, οπότε ισχύουν όσα αναφέρθηκαν
παραπάνω για την Ε.

Συνεπώς, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η “αδιαμαρτύρητη παρουσία” της Σ


στην θέση του συνοδηγού αποτελεί απλή και όχι ενεργό παρουσία στον τόπο του
εγκλήματος. Επίσης καμία ιδιαίτερη νομική υποχρέωση δεν είχε να αποτρέψει τον Α
από την μεταφορά των λαθρομεταναστών, αφού οι πηγές της ιδιαίτερης νομικής
υποχρέωσης δεν στοχεύουν στην αναχαίτιση της εγκληματικής δράσης του υπέρ ου η
ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, αλλά στην προστασία του από την διάπραξη
εγκλημάτων σε βάρος του.

ΙΙΙ. Ποινική ευθύνη των Λ1-Λ15

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Λ1-Λ15 τέλεσαν την υπό εξέτασιν πράξη, προκειμένου να
εξουδετερώσουν τον παρόντα κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή ή η υγεία τους,
οφειλόμενος στην παραμονή τους σε έναν χώρο ο οποίος δεν πληρούσε τους
στοιχειώδεις κανόνες καθαριότητας και υγιεινής, ήταν δε σοβαρή εστία μικροβίων.

Κατ’ αρχήν η ζωή ή η υγεία των κρατουμένων είναι ένα αγαθό που υπερτερεί
ουσιωδώς του συμφέροντος της πολιτείας να διατηρεί υπό κράτηση
αλλοδαπούς που έχουν εισέλθει παρανόμως στην ελληνική επικράτεια. Η στάθμιση
της απειλούμενης βλάβης σε βάρος του αγαθού των κρατουμένων και της
προκληθείσας βλάβης σε βάρος της πολιτειακής εξουσίας αποβαίνει έτι περαιτέρω
υπέρ της πρώτης, αν συνυπολογίσουμε και την παράμετρο της προσβολής της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας που, κατά παράβασιν των άρ. 3, 8, 13 ΕΣΔΑ και 2 παρ.
1 Συντ., υφίστανται οι κρατούμενοι από την κράτησή τους υπό τις περιγραφόμενους
στην απόφαση άθλιες/απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.

Αν η στάθμιση γίνει μεταξύ ζωής/υγείας των κρατουμένων και του συμφέροντος της
πολιτείας να έχει υπό τον έλεγχό της όσους έχουν τελέσει έγκλημα και βρίσκονται
υπό κράτησιν έτσι όπως αποτυπώνεται στην απόδραση κρατουμένων του άρ. 173
ΠΚ, πράγματι μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προκληθείσα βλάβη στην πολιτειακή
εξουσία είναι σημαντικά κατώτερη της βλάβης που απειλήθηκε κατά της ζωής/υγείας
των κρατουμένων. Η φειδωλή στάση του νομοθέτη σε ό,τι αφορά την τιμώρηση ενός
κρατουμένου που δραπετεύει (φυλάκιση μέχρι ενός έτους) εξηγείται υπό ένα πρίσμα
κατανόησης για την φυσική εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου προς την
ανάκτηση της ελευθερίας του, συνεπικουρουμένης από το διαδεδομένο
επιχείρημα ότι ουδείς επιτρέπεται να εξαναγκασθεί να συμπράξει στην
τιμώρηση ή την σύλληψη/κράτηση του ίδιου του εαυτού του, κατ’
εφαρμογήν του αξιώματος nemo tenetur se ipsum prodere vel accusare 28 .

Από μια προσεκτικότερη ματιά, όμως, στα πραγματικά περιστατικά της άσκησης
προκύπτει ότι το διαπραχθέν έγκλημα δεν ήταν το ήπιο πλημμέλημα της απόδρασης,
αλλά του κακουργήματος της στάσης κρατουμένων, αφού οι κρατούμενοι
απώθησαν βίαια τους φύλακες των κρατητηρίων, με αποτέλεσμα αυτοί να
αδρανοποιηθούν, οι δε κατηγορούμενοι να εξέλθουν των κρατητηρίων και να
διαφύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι κρατούμενοι
ενήργησαν με ενωμένες δυνάμεις (σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, δεν
απαιτείται συναυτουργική δράση, αλλά αρκεί ενεργός υποστηρικτική παρουσία
σε επίπεδο απλής συνέργειας 29 ), οπότε στοιχειοθετείται το κατ’ αρχήν άδικο της
στάσης κρατουμένων. Επομένως αυτής (και όχι απλώς της απόδρασης) το τελικό
άδικο μένει να εξετασθεί. Τούτη η διαπίστωση έχει την εξής συνέπεια:

Σε αντίθεση με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω για την δυνατότητα δικαιολόγησης της


απόδρασης ενόψει της αναγκαιότητας να αποτραπεί η βλάβη της υγείας των
κρατουμένων, εδώ το πράγμα αλλάζει, αφού η στάση κρατουμένων δεν επισύρει την
εξαιρετικά ήπια πλημμεληματική ποινή της απόδρασης, αλλά μία ποινή που είναι
βαρύτατη, και δη κακουργηματική: κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια! Μάλιστα, η ποινή
αυτή προβλέπεται αδιακρίτως, είτε οι κρατούμενοι απλώς ασκούν παράνομη βία ή
βιαιοπραγούν (προ της τροποποιήσεως που επήλθε με το άρ. 2 παρ. 6 και 7 του Ν.
2479/1997, στην μεν παρ. 1 του άρ. 174 προβλεπόταν φυλάκιση τουλάχιστον έξι
μηνών, στην δε παρ. 2 του ιδίου άρθρου φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών 30 ) είτε
οπλοφορούν είτε θέτουν σε κίνδυνο την ζωή ή την υγεία των υπαλλήλων κατά των
οποίων εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά. Χαρακτηριστική είναι η θέση που περιέχεται
στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Ελληνικού Ποινικού Κώδικος (1933, σελ. 287):
«Η επιθυμία της ελευθερίας εξηγεί βεβαίως πάσαν ενέργειαν κρατουμένου
τείνουσαν εις ανάκτησιν του απολεσθέντος αγαθού, δεν αναιρεί όμως τον χαρακτήρα
της πράξεως η οποία προδήλως αποτελεί προσβολήν κατά της πολιτειακής
εξουσίας, σπουδαίαν μεν πάντοτε, ουχί όμως εις όλας τας περιπτώσεις εξ ίσου
επικίνδυνον. Η επικινδυνωδεστάτη δε εμφάνισις αυτής είναι η από κοινού υπό

28
Πρβλ. τις αναπτύξεις του Γάφου, ό.π., σελ. 107, ο οποίος επισημαίνει ότι «εις το ημέτερον δίκαιον ενώ
προηγουμένως εθεωρείτο ατιμώρητος η αυτοαπελευθέρωσις του κρατουμένου αύτη εν συνεχεία
κατέστη αξιόποινος διά του νόμου 3090 του 1924».
29
Βλ. π.χ. Κωστάρα, ΠοινΔ, Επιτομή ΕιδΜ, 2007, σ. 156, πλαγιάρ. 16.
30
Η διατήρηση της αυτοτέλειας της παρ. 2 του άρ. 174 ΠΚ δεν δικαιολογείται πλέον, δεδομένου ότι η
ποινή που προβλέπεται σε αυτήν είναι ίδια με εκείνη της παρ. 1.
των κρατουμένων απόδρασις δι’ ασκήσεως βίας εναντίον προσώπων ή
πραγμάτων» 31 .

Tούτων ούτως εχόντων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η πλάστιγγα της


αξιολόγησης των αντιπαρατιθέμενων εννόμων αγαθών δεν μπορεί να γείρει
σημαντικά υπέρ της ανάγκης να αποτραπεί η βλάβη της υγείας των κρατουμένων,
αφού στην άλλη πλευρά ζυγίζεται μια κακουργηματική πράξη στην οποία εμφωλεύει
ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης της βίας μέσα στις φυλακές, ενώ ταυτοχρόνως
η ίδια πράξη θίγει και την προσωπική ελευθερία των σωφρονιστικών υπαλλήλων, των
φυλάκων των κρατητηρίων κ.ο.κ. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει
περιθώριο κατάφασης της καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει τον
καταλογισμό.

Πέραν των προαναφερθέντων, όμως, πρέπει να ερευνηθεί και μία ακόμη προϋπόθεση
που αποτελεί κοινό προαπαιτούμενο της κατάστασης ανάγκης των άρθρων 25 και 32
ΠΚ. Πρόκειται για τον λεγόμενο “ανυπαίτιο κίνδυνο”, όπως αποτυπώνεται στο γράμμα
και των δύο διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι άδικη η πράξη του δράστη
(άρ. 25 ΠΚ) ή, αντιστοίχως, δεν του καταλογίζεται η άδικη πράξη (άρ. 32 ΠΚ) που
τέλεσε, «για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος
απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή
συγγενούς του…».

Σύμφωνα με την αυστηρότερη άποψη, η εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης είναι


αδύνατη, οσάκις η πρόκληση του κινδύνου οφείλεται σε μια παράνομη
συμπεριφορά εκείνου που ενεργεί υπό το κράτος της κατάστασης ανάγκης: “όστις
μετέστησε εαυτόν εις κίνδυνον, εν τούτω δέον ν’ απολεσθή” 32 . Εφόσον,
λοιπόν, οι κρατούμενοι βρέθηκαν να διαβιούν υπό τις άθλιες/απάνθρωπες συνθήκες
των κρατητηρίων στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, επειδή εισήλθαν παρανόμως στο
ελληνικό έδαφος, ούτε συγχωρείται ούτε, πολύ περισσότερο, δικαιολογείται η
απόδρασή τους σε πλαίσιο κατάστασης ανάγκης.

Αλλιώς θα είχε το πράγμα, αν κρινόταν ότι δεν αρκεί η αυτοπεριαγωγή του δράστη
σε κατάσταση κινδύνου και υιοθετείτο η υπόδειξη της ΑιτιολΕκθ 1933, σελ. 191:
«υπαιτιότης δ’ εν τη καταστάσει ανάγκης υφίσταται όταν τις εγνώριζεν ή ηδύνατο
να γνωρίζη τον κίνδυνον εις ον εκουσίως περιήλθε και ότι δεν θα ηδύνατο να
αποφύγη αυτόν ειμή διά της προσβολής ξένων δικαιωμάτων». Σε αυτήν την
γραμμή κινείται και ο Ανδρουλάκης, ο οποίος σημειώνει: «Ως αντικείμενο της
αποκλείουσας την κατάσταση ανάγκης υπαιτιότητας δεν πρέπει να ληφθεί εδώ απλώς
και μόνο (όπως φαίνεται να λέει το κείμενο του νόμου) η πρόκληση του κινδύνου,
αλλά αυτό (το αντικείμενο της υπαιτιότητας) πρέπει να περιλάβει την κατάσταση
ανάγκης στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή και του αποτρέψιμου του
κινδύνου μόνο με την θυσία άλλου έννομου αγαθού» 33 .

31
Φυσικά, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς γιατί η στάση κρατουμένων μετετράπη
το 1997 σε κακούργημα – αν η απόδραση πρέπει να αντιμετωπίζεται επιεικώς λόγω της φυσικής ανάγκης
του ανθρώπου να ανακτά την στερημένη ελευθερία του, τότε η στάση κρατουμένων υπό την μορφή της
βίαιης απόδρασης δεν είναι νοητό να διαθέτει κακουργηματική απαξία εκ μόνης της προσθήκης του
παράγοντα της παράνομης βίας!
32
Στην περίφημη αυτή ρήση του Binding, Handbuch StR, Vd. I, 1885, σ. 778 (“Wer sich in Gefahr
begeben hat, komme drin um”), αναφερόταν ο Ι. Ζησιάδης, Η κατάστασις ανάγκης. Ιστορική,
συγκριτική, δογματική και νομολογιακή έρευνα, 1943, σ. 110.
33
Ανδρουλάκης, ΠοινΔ Ι, 22006, σ. 429.
Το ζητούμενο, λοιπόν, στην υπό εξέτασιν περίπτωση είναι αν οι δραπέτες
μπορούσαν να προβλέψουν ότι, συλλαμβανόμενοι μετά την παράνομη είσοδό
τους στην χώρα, θα κατέληγαν σε κρατητήρια εντός των οποίων θα
επικρατούσαν άθλιες/απάνθρωπες συνθήκες θέτουσες σε κίνδυνο την
υγεία ή την ζωή τους, ένα ερώτημα που μάλλον πρέπει να απαντηθεί αρνητικά.
Επομένως, υπό το πρίσμα αυτό, οι Λ1-Λ15 δεν είναι αξιόποινοι, διότι έδρασαν υπό το
καθεστώς καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό.

You might also like