Professional Documents
Culture Documents
Στην σχετική θεματική και συναφώς την οικεία προβληματική διακρίνονται 4 επιμέρους
πεδία επιστημονικού διαλόγου: πρώτον, η κάμψη και συνεπώς η σχετικοποίηση της
προστασίας θεμελιωδών ατομικών αγαθών, του υπόπτου/κατηγορουμένου, που επιφέρουν
Δεύτερον τα όρια ανοχής της έννομης τάξης και συναφώς τα θεσμικά όρια και οι κανόνες
περιορισμού της ανακριτικής προδικαστικής δράσης. Τρίτον τα συνταγματικά ή δικονομικά
εχέγγυα, θέμα συναφές με το προηγούμενο και Τέταρτον οι έννομες συνέπειες παραβίασης ή
υπέρβασης των ανεκτών ορίων, με τη θέσπιση αποδεικτικών απαγορεύσεων .
Η εργασία επιχειρεί να δει συνοπτικά και τις 4 όψεις του ζητήματος, καθώς και την
εφαρμογή τος στην πράξη μέσα από τη εθνική και διεθνή νομολογιακή πρακτική. αναφορικά
με την συγκεκαλυμμένη αστυνομική δράση, όπως αυτή ρυθμίζεται από τα άρθρα 254, 255 και
τα άρθρα 239, 241 και 243 του νέου ΚΠΔ που ρυθμίζουν τις ειδικές ανακριτικές πράξεις, και
από τις οποίες προκύπτει ότι αυτές διεξάγονται στα πλαίσια της ανακριτικής διαδικασίας, είτε
κατά την κύρια Ανάκριση, είτε κατά την Προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση.
2. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις μέσα από την έννομη τάξη - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
Αυτές οι ανακριτικές πράξεις διενεργούνται είτε κατόπιν έκδοσης Βουλεύματος (για τις
περιπτώσεις πιο πάνω του άρθρου 254) είτε χωρίς να προηγηθεί έκδοση Βουλεύματος (για την
περίπτωση διερεύνησης εγκλημάτων διαφθοράς, του άρθρου 255).
Η μυστικότητα της επιχείρισής τους, δεν πρέπει να συγχέεται με τον γενικό κανόνα της
μυστικότητας της προανάκρισης, και να γίνεται ακρίτως δεκτή ως νόμιμη (Παπαδαμάκης Α.,
Ανακριτική διείσδυση: Όρια και υπερβάσεις, μελ. εις ΠοινΔικ 2010, σελ. 1326-1327).
Από τη συνδυασμένη θεώρηση των ανωτέρω άρθρων του ΚΠΔ, προκύπτει ότι σε
κεκαλυμμένη ανακριτική δράση δύνανται να προβούν ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι (όπως
περιοριστικά αναφέρονται στο οικείο άρθρο) στα πλαίσια των νομίμων καθηκόντων τους.
Για τα αδικήματα του άρθρου 254 § 1 ΚΠΔ, ως αυξημένο εχέγγυο τήρησης των
περιορισμών, τίθεται η διεξαγωγή της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης υπό την
εποπτεία Εισαγγελικού λειτουργού. Στην περίπτωση των αδικημάτων του άρθρου 254 αυτή
διενεργείται από Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ενώ στις περιπτώσεις του άρθρου 255 η
συγκεκαλυμμένη αστυνομική έρευνα διενεργείται με παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα
(δηλαδή Εισαγγελέα εντεταγμένου υπηρεσιακά στην Οικονομική Εισαγγελία), αφού πλέον
καταργήθηκε ο Εισαγγελέας Διαφθοράς) και μάλιστα κατόπιν έγγραφης προηγούμενης
ενημέρωσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Παρατηρείται δηλαδή, πως στο άρθρο 255 εντέθηκε ένα πρόσθετο εχέγγυο, αφού ο
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είναι ιεραρχικώς ανέλεγκτος ως ο ανώτατος Εισαγγελικός
Λειτουργός της Χώρας.
Αντίστοιχα, στο άρθρο 254 τα δύο είδη και της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, ως
αντιστάθμισμα της έλλειψης προηγούμενης έγγραφης γνωστοποίησης προς τον Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου επιβάλλουν ως αυξημένο εχέγγυο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων
του υπόπτου, την διέλευση της υπόθεσης από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο με
έκδοση σχετικού Βουλεύματος, εκφέρει δικανική κρίση (άρθρο 254 § 3) όπου μάλιστα η ειδική
και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που γενικώς απαιτείται ως αιτιολογία στήριξης του δικανικού
συλλογισμού (άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ) οφείλει in concreto να
εκτείνεται και σε εμπεριστατωμένη αναφορά συνδρομής των περιπτώσεων α & β της § 2
(«σοβαρές ενδείξεις» για την τέλεση αξιόποινης πράξης της § 1, νομολογιακώς ερμηνευόμενου
του όρου «τέλεση» ως στιγμιαίας ή στο παρελθόν γενόμενης και επαναλαμβανόμενης δράσης,
βλ. Παρασκευόπουλου Ν. : Η καταστολή της δράσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, έκδ.
Σάκκουλα 2014, σελ. 286), αλλά και σε εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ούτως ώστε να
αιτιολογείται επαρκώς ότι η χρήση της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης ήταν απολύτως
αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούσης δυσχερούς είτε αδύνατης της καταφυγής σε όλα
τα ηπιώτερα δικονομικά ανακριτικά μέσα, αλλά και να βεβαιώνεται δικαστικώς πως
συντρέχουν οι περιπτώσεις α, β, γ, δ, ε, της § 3 (αξιόποινη πράξη, σοβαρές ενδείξεις ενοχής και
όχι απλές υπόνοιες, κατά συγκεκριμένου προσώπου εναντίον του οποίου πρόκειται να
διενεργηθεί η ανακριτική πράξη, του σκοπού που επιδιώκει η ανακριτική πράξη, και της
έλλειψης ηπιώτερης δυνατότητας δράσης).
Πρέπει να σημειωθεί πάντως πως ερίζεται, το αν η έλλειψη ηπιώτερης δυνατότητας
δράσης, αναγκαίως οδηγεί στην παραδοχή ότι η κεκαλυμμένη αστυνομική δράση είναι και
ανάλογη, που είναι και το ex lege ζητούμενο στην οικεία εκφορά της δικανικής κρίσης (βλ.
Καϊάφα - Γκμπάντι Μ. : Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη,
έκδ. Νομικής Σχολής ΑΠΘ 2010, σελ.81). Στη νομολογιακή πρακτική, η μόνη απόφαση που
φαινεται να ασχολήθηκε με το ζήτημα της αναλογικότητας, χωρίς ωστόσο ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι η ΑΠ 1122/2021 εις ΤΝΠ NOMOS, ενώ για το ζήτημα της
αναγκαιότητας υπάρχουν αρκετές αποφάσεις με τυπική όμως κατά κανόνα αιτιολογία, βλ. αντί
πολλών ΑΠ 902/2018 για ναρκωτικά.
Στην περίπτωση των εγκλημάτων διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, κατ΄ αντιστοιχία, η
Εισαγγελική παραγγελία δίδεται όταν συντρέχουν αξιόποινη πράξη διαφθοράς, σοβαρές
ενδείξεις τελέσεως ή επαναλήψεως τοιούτων πράξεων, και της έλλειψης ηπιώτερης
δυνατότητας δράσης (να είναι αυτή «ιδιαιτέρως δυσχερής»). Τονίζεται, ότι ως εκ της φύσης της
καθόσον η Εισαγγελική παραγγελία δεν συνιστά δικαστική απόφαση, αλλά γενικώτερα
δικαιοδοτική πράξη στον τομέα της ποινικής διαδικασίας (πρβλ. την πρόσφατη νομολογία του
ΟλΣτΕ 799-803/2021 για την φύση της) η Εισαγγελική παραγγελία εκφεύγει της απαίτησης
σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διατηρώντας τη νομιμότητά της όσο συνοπτική και
εάν είναι. Όπως όλες οι ειδικές ανακριτικές πράξεις η κεκαλυμμένη έρευνα διενεργείται και
από ιδιώτη, υπό τις οδηγίες του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου (άρθρο 254 § 1 εδ. α΄, β΄, 255
§ 1.
Σε κάθε περίπτωση προβλέπεται, όπως και για κάθε άλλη ανακριτική πράξη, η σύνταξη
έκθεσης η οποία όμως για τις ειδικές αυτές ανακριτικές πράξεις οφείλει να είναι εκτενέστερη
των «συνήθων» εκθέσεων, περιλαμβάνοντας όλα τα αναγκαία προς στοιχειοθέτηση της
νομιμότητας της ανακριτικής πράξης στοιχεία.
3. Τα θεσμικά όρια
Η συγκεκαλυμμένη έρευνα του άρθρου 254 ορίζει ότι η αστυνομική δράση πρέπει να
εξικνείται στην διευκόλυνση της τέλεσης, πράξης για την οποία η απόφαση είναι
προειλημμένη, οριοθετώντας έτσι τα όρια της δράσης των οργάνων. Η ανάληψη αυτόβουλα
πράξεων, ή η επέκταση της δράσης, οδηγεί και σε ακυρότητα της ανακριτικής πράξης, αλλά και
στο παράνομο της δράσης εκείνων που την επιχειρούν. Ακόμα και αν κάποιοι θα υποστήριζαν,
πως εξ ορισμού οι ανακριτικοί υπάλληλοι δρούν με τρόπο που αποκλείει την άμεση
επικοινωνία με τον Εισαγγελέα για λήψη περαιτέρω εντολών, και επομένως αδυνατούν να
προσαρμόσουν την δράση τους αν οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, εν τούτοις λόγω του
εξαιρετικού χαρακτήρα της δράσης τους, και της σαφούς οριοθέτησης της δράσης τους ως
«παθητικής» ή κατ΄ άλλους «διεκπεραιωτικής» (για την ακρίβεια, η μοναδική χώρα όπου είναι
νόμιμη η ενεργή δράση ή συμμετοχή, είναι οι ΗΠΑ) ο περιορισμός αυτός είναι απολύτως
θεμιτώς, ενόψει και των συνταγματικών διακυβευμάτων του ζητήματος.
Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Πυργιωτάκης κατά Ελλάδος (21-2-2008) που αφορούσε ναρκωτικά
δέχθηκε ότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα του προσφεύγοντος εξαιτίας της υπέρβασης αυτών
των ορίων, ομοίως και στην πρόσφατη Patrascu κατά Ρουμανίας (14-02-2017), ενώ στην
υπόθεση Βλάχος κατά Ελλάδος (18-12-2008) απέρριψε τις αιτιάσεις. Σύμφωνα με την Πολιτική
Προτίμησης Υποθέσεων του Ε.Δ.Δ.Α. από Ιουνίου 2009, ως τροποποιήθηκε στις 22 Μαϊου 2017
(έγγραφο Priority_policy_ENG.pdf, απόληψη από τον ιστότοπο του ΕΔΔΑ στις 29/12/2021), το
Δικαστήριο δεν δίδει προτίμηση σε περιπτώσεις όπου έχει αποκρυσταλλωθεί η νομολογία του
(“well-established case-law cases”) και έτσι για το ζήτημα της οριοθέτησης της δράσης των
αστυνομικών οργάνων που εκτός από την απόφαση Texeira κατά Πορτογαλίας (βλ. Δημάκη:
μελ. εις ΠΧ ΝΗ.595 & επ.) είχε κριθεί και με τις Ramanauskas κατά Λιθουανίας (5-2-2008),
Edwards & Lewis κατά Ηνωμένου Βασιλείου (27-10-2004), Malininas κατά Λιθουανίας (1-7-
2008), Αli κατά Ρουμανίας (9-11-2010), Khudobin κατά Ρωσσίας (26-10-2006), και τις
πρόσφατες Patrascu κατά Ρουμανίας (14-2-2017, καταδικαστική), Mills κατά Ιρλανδίας (2-11-
2017, αποφατική), Guerni κατά Βελγίου (23-10-2018), το ζήτημα έχει κριθεί. Τα εθνικά
Δικαστήρια, με τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθούν τη
νομολογία του ΕΔΔΑ, ακόμα και αν σε κάποιες περιστάσεις διαφαίνεται ότι αιτιάσεις των
κατηγορουμένων δεν εξετάσθηκαν λόγω υπέρμετρου φορμαλισμού.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι ανακριτικές τεχνικές που αντικειμενικά κρίνονται όχι ως
αμυντικές, του Κράτους Δικαίου έναντι του εγκλήματος, αλλά ως επιθετικές, είναι
απαγορευμένες. Τούτο είναι και από συνταγματικής επόψεως εύλογο και ορθό, καθόσον οι
πράξεις αυτές πάντοτε υπερακοντίζουν τον σκοπό τους, συγκρινόμενες με τα θιγόμενα ατομικά
δικαιώματα του κατηγορούμενου κατά του οποίου στρέφονται.
Μόνον στις περιπτώσεις όπου ο Νομοθέτης του ΚΠΔ, και ειδικών νομοθετημάτων όπως 1)
του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (άρθρο 28 Ν. 4139/2013 ΚΝΝ), 2) του νόμου για την
προστασία της αρχαίας κληρονομιάς (άρθρο 68 Ν. 3028/2002 ), 3) του νόμου για την Υπηρεσία
Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. (άρθρο 5 Ν. 2713/1999), 4) του νόμου για το Λιμενικό Σώμα
(άρθρο 51 Ν. 2935/2001), στάθμισε την σοβαρότητα των εννόμων αγαθών που απειλούνται και
έκρινε ότι πρέπει τα ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου να υποχωρήσουν,
οριοθετούνται ως εξαιρέτως θεμιτές αυτές οι κατ΄ αρχήν απαγορευμένες πρακτικές
(Παπαδαμάκης, Α. - Ποινική Δικονομία, Η Δομή της Ποινικής Δίκης, έκδ. 7η εκδ. Σάκκουλα σελ.
291-292). Ειδάλλως, εμπίπτουν στην γενική απαγορευτική κύρωση του κανόνα του άρθρου 171
αρ. 1 ς΄ στ. δ΄ & 177 § 2 του ΚΠΔ, και αποκλείονται ως αποδεικτικά μέσα. Αυτές οι πρακτικές
είναι:
1) Η συγκεκαλυμμένη έρευνα,
5) Η καταγραφή σε χώρους εκτός κατοικίας ήχου, ή εικόνας, ή άλλων στοιχείων του ατόμου.
6) Την συσχέτιση ή/και τον συνδυασμό δεδομένων, δημόσια προσβάσιμων ή και μη, για
σκοπούς σχηματισμού προφίλ (profiling) ή συναγωγής συμπερασμάτων για τη σχέση και
συναλλαγή μεταξύ προσώπων (Ελληνική Αστυνομία, ανακοινώσεις).
Σε σύγκριση και αντιδιαστολή με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου (Κ.Π.Δ., άρθρα
253Α΄ για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις και 253Β΄ ειδικώς επί εγκλημάτων διαφθοράς),
παρατηρείται σαφής νομοτεχνική βελτίωση στην διατύπωση των νέων άρθρων 254 και 255
ΚΠΔ, με την προσθήκη δικλείδων διασφάλισης της νομιμότητας διαμέσου όχι μόνο μίας αδρής
εποπτείας του Εισαγγελέα, αλλά κυρίως με την υποχρέωση σύνταξης "αναλυτικής" έκθεσης
ανακριτικής πράξης, όπως άλλωστε επιβάλλει και η εμφιλοχωρήσασα νομολογία του ΕΔΔΑ υπό
το καθεστώς της προϊσχύσασας ρύθμισης, που προαναφέρθηκε. Ειδικά για τη διάταξη του
άρθρου 254, λεκτέο είναι πως για να αρθεί αναγκαίως η αντίθεσή της προς το ατομικό
δικαίωμα της σιωπής του κατηγορουμένου (κατοχυρωμένο και στην ΕΣΔΑ, αλλά και στο
Σύνταγμα και στον ΚΠΔ ρητώς, βλ. άρθρο 104 του Νέου ΚΠΔ, πρώην 273 § 2 εδ. 2 β΄ & 366 § 3,
αλλά και την απόφαση ΕΔΔΑ της 17.12.1996, Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου όπου
κρίθηκε πως στις ποινικές υποθέσεις η διωκτική αρχή αναζητεί αποδείξεις ώστε να στηρίξει την
κατηγορία, χωρίς να προσφύγει σε αποδείξεις που συγκεντρώνονται .. παρά τη θέληση του
κατηγορουμένου), το οποίο εξ ορισμού και εκ προοιμίου καταλύεται απόλυτα όταν τελούνται
αυτές οι ανακριτικές πράξεις.
Όπως επίσης, κοινός παρονομαστής είναι και τα όρια της δράσης, τα οποία σε κάθε
περίπτωση απαγορεύεται να προσβάλλουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος. Επιτρέπεται
σε κάθε περίπτωση, μόνον συγκεκριμένος ρόλος και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Το ατομικό δικαίωμα που κατ΄ εξοχήν παραβιάζεται είναι το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο,
άρθρο 9 § 1 του Συντάγματος (αρχή της ιδιωτικότητας), παράλληλα όμως και το δικαίωμα
προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων, άρθρο 9Α΄ του
Συντάγματος, που προσβάλλεται όταν με ηλεκτρονικά μέσα γίνεται κρυφή ηχογράφηση,
βιντεοσκόπηση ή παρακολούθηση του υπόπτου (Σωτηρέλλη Γ. - Ξηρού Θ.: Σύνταγμα της
Ελλάδος Β΄ έκδοση 2020, σελ. 18). Εξ αντιπόδων ο νομοθέτης σταθμίζει την αρχή της
αναγκαιότητας, ως έκφανση της αρχής της αναλογικότητας που πλέον ρητά προβλέπεται στο
Σύνταγμά μας (άρθρο 25 § 1 αλλά και § 2 διότι τα ατομικά δικαιώματα προστατεύονται, αλλά
και υποχωρούν αντίστοιχα κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο, χάριν της Ελευθερίας και της
Δικαιοσύνης) (Σωτηρέλλη Γ. - Ξηρού Θ.: ibid σελ. 33), και χάριν και της προστασίας της ζωής,
τιμής, ελευθερίας, υγείας, ιδιοκτησίας κάθε ανθρώπου (άρθρα 5 §§ 2 & 5, 17 § 1 του
Συντάγματος) και της Δημόσιας Ασφάλειας (βλ. το Ν. 2800/2000 όπου και ο νομοθετικός
ορισμός της ως «πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος και προστασίας των ατομικών και
συλλογικών δικαιωμάτων των Πολιτών»). Σε κάθε περίπτωση, βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί
και ότι αν ο Πολίτης θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο, δρώντας ή προετοιμάζοντας δράση
κατά της συντεταγμένης Τάξης και του Νόμου, τότε είναι καταρχήν δικαιολογημένη η
προσωρινή, εύλογη, υποχώρηση της προστασίας των ανωτέρω ατομικών δικαιωμάτων του,
πάντοτε όμως με τον αυστηρό έλεγχο της τήρησης του μέτρου που επιβάλλει η Αναλογικότητα.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και δοθέντος ότι η αναζήτηση της αλήθειας στην
ποινική δίκη, είναι μεν εξόχως σημαντική αξίωση της έννομης τάξης, ποτέ όμως απόλυτος
αυτοσκοπός, τα εχέγγυα προστασίας για το πρόσωπο - αντικείμενο της ειδικής ανακριτικής
πράξης είναι:
α) η σύνταξη εκθέσεως και δη αναλυτικής (σε όλες τις περιπτώσεις) και η χρήση στην ποινική
διαδικασία που θα επακολουθήσει, μόνον εκείνων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, που
αναφέρονται στην έκθεση (αν και, στην ελληνική πρακτική ο κανόνας αυτός αρκετές φορές
φαίνεται να κάμπτεται).
Πράγματι κοινός παρονομαστής των εχεγγύων αυτών είναι η τήρηση της αρχής της
Αναλογικότητας ως μέτρο στάθμισης και κρίσης της νομιμότητας της κεκαλυμμένης
αστυνομικής δράσης, ως το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις ανακριτικό μέσο για την
αποκάλυψη εγκληματικής δράσης που άλλως δε μπορούσε να διελευκανθεί.
Από την νομολογιακή πρακτική εφαρμογής του θεσμού στην Ελλάδα διαφαίνεται η εν
πολλοίς έλλογη και ορθή εφαρμογή από τις Αρχές των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Εύλογα
αναμένεται, ότι προϊόντος του χρόνου, και στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και του
«Παγκόσμιου Χωριού», σε συνδυασμό και με την ελεύθερη διακίνηση προσώπων και
εμπορευμάτων μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συνθήκη του Schengen, ο
αντίποδας της οποίας εντοπίζεται στη θεσμοθέτηση διεθνών μεθόδων συνεργασίας κατά του
οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς), όχι λόγω συγκυρίας, αλλά λόγω δυναμικής
μεταμόρφωσης των θεσμών και της κοινωνίας, θα μετατοπιστεί το επίκεντρο της
προβληματικής εκτεινόμενο πλέον όχι στα παραδοσιακά προστατευόμενα δικαιώματα του
κατηγορουμένου, αλλά και στην εφαρμογή καλυμμένων μεθόδων και πανοπτικής τεχνολογίας
κατά του Ατόμου, η οποία πρέπει πάντοτε να οριοθετείται στα αυστηρά στενά πλαίσια της
ποινικής διαδικασίας, όσο και αν προτείνεται η εξ αυτής δήθεν ωφέλεια.
Και τούτο, διότι υπό τον μανδύα και την πρόφαση των ωφελημάτων της τεχνολογίας,
υλοποιείται η άλωση σημαντικών κατακτήσεων όπως η αρχής της δίκαιης δίκης με κορωνίδα το
τεκμήριο αθωότητας ως ασπίδα προστασίας κατά της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και σειρά
άλλων αρχών που διέπουν και εξυπηρετούν την διαγνωστική δίκη, από την βασικώτατη αρχή
της ερμηνείας υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo) μέχρι στα ειδικώτερα δικαιώματα
και ενστάσεις του.
Σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να εξαιρείται το πρώϊμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας
από την θεσμική προστασία του κατηγορουμένου, και για το λόγο αυτό κάθε τυχόν μελλοντική
νομοθετική επέκταση των ειδικών ανακριτικών πράξεων πρέπει να θεωρηθεί με δυσπιστία και
αμφισβήτηση.
Διαφαίνεται εξάλλου και μία μελλοντική προβληματική, με την χρήση συστημάτων και
προγραμμάτων αυτόματης αναγνώρισης προσώπων (π.χ. φυσιογνωμικά με αυτόματη
αναγνώριση, όπως πρόσφατα στην Κίνα, πρβλ. Μαγδαληνή Σκόνδρα: Αναγνώριση Προσώπου
και Προσωπικά Δεδομένα, απόληψη 28/12/2021 από:
https://www.lawspot.gr/nomika-blogs/magdalini_skondra/anagnorisi-prosopoy-face-
recognition-kai-prosopika-dedomena η οποία αναφέρει δεδηλωμένη πρόθεση χρήσης της
τεχνολογίας και από την ΕΛ.ΑΣ.). Η τεχνολογία αυτή ενώ παρουσιάζεται ως ωφέλιμη και
προωθείται για ευρύτατη χρήση στον ιδιωτικό τομέα (όπως στην αναγνώριση προσώπου σε
συναλλαγές ΑΤΜ χωρίς κάρτα) ταυτόχρονα είναι και άκρως επιβλαβής (αυτόματη αναγνώριση
Ουϊγούρων που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις στην Κίνα). Η μαζική εφαρμογή της τεχνολογίας
αυτής περιορίζεται μόνον από την απαγόρευση χρήσης τέτοιων δεδομένων εί μη μόνον για τον
σκοπό που συνελέγησαν.