You are on page 1of 8

Εισαγωγή

Το ακανθώδες ζήτημα συλλογής αποδεικτικού υλικού δια των ειδικών ανακριτικών


πράξεων στη φάση της προδικασίας της διαγνωστικής ποινικής δίκης είναι κυρίως ζήτημα
νόμιμης συλλογής του. Αυτό θα χρησιμοποιηθεί διαλεκτικά σε όλες τις φάσεις της ποινικής
διαδικασίας (προδικασία, παραπομπή, κύρια δίκη) για την υποστήριξη, βασιμότητα ή την
κατάρριψη της κατηγορίας επί τη βάσει αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας του
δικαιοδοτούντος λειτουργού, στα πλαίσια της γενικής δικονομικής αρχής της ηθικής απόδειξης,
αλλά και θα δώσει έρεισμα νόμιμης αιτιολογίας της κρίσης του

Στην σχετική θεματική και συναφώς την οικεία προβληματική διακρίνονται 4 επιμέρους
πεδία επιστημονικού διαλόγου: πρώτον, η κάμψη και συνεπώς η σχετικοποίηση της
προστασίας θεμελιωδών ατομικών αγαθών, του υπόπτου/κατηγορουμένου, που επιφέρουν
Δεύτερον τα όρια ανοχής της έννομης τάξης και συναφώς τα θεσμικά όρια και οι κανόνες
περιορισμού της ανακριτικής προδικαστικής δράσης. Τρίτον τα συνταγματικά ή δικονομικά
εχέγγυα, θέμα συναφές με το προηγούμενο και Τέταρτον οι έννομες συνέπειες παραβίασης ή
υπέρβασης των ανεκτών ορίων, με τη θέσπιση αποδεικτικών απαγορεύσεων .

Η εργασία επιχειρεί να δει συνοπτικά και τις 4 όψεις του ζητήματος, καθώς και την
εφαρμογή τος στην πράξη μέσα από τη εθνική και διεθνή νομολογιακή πρακτική. αναφορικά
με την συγκεκαλυμμένη αστυνομική δράση, όπως αυτή ρυθμίζεται από τα άρθρα 254, 255 και
τα άρθρα 239, 241 και 243 του νέου ΚΠΔ που ρυθμίζουν τις ειδικές ανακριτικές πράξεις, και
από τις οποίες προκύπτει ότι αυτές διεξάγονται στα πλαίσια της ανακριτικής διαδικασίας, είτε
κατά την κύρια Ανάκριση, είτε κατά την Προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση.

2. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις μέσα από την έννομη τάξη - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

Αυτές οι ανακριτικές πράξεις διενεργούνται είτε κατόπιν έκδοσης Βουλεύματος (για τις
περιπτώσεις πιο πάνω του άρθρου 254) είτε χωρίς να προηγηθεί έκδοση Βουλεύματος (για την
περίπτωση διερεύνησης εγκλημάτων διαφθοράς, του άρθρου 255).

Ο νέος ΚΠΔ (Ν. 4620/2019 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4637/2019) οριοθετεί επακριβώς


τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η τέλεση αυτών των τεχνικών. Σύστοιχα, άν δεν
πληρούνται οι προϋποθέσεις, πέραν του γενικώς παρανόμου της επιχείρισής τους, είναι αυτές
και αθέμιτες και παράνομες ως αποδεικτικά μέσα σε βάρος του κατηγορουμένου.

Η μυστικότητα της επιχείρισής τους, δεν πρέπει να συγχέεται με τον γενικό κανόνα της
μυστικότητας της προανάκρισης, και να γίνεται ακρίτως δεκτή ως νόμιμη (Παπαδαμάκης Α.,
Ανακριτική διείσδυση: Όρια και υπερβάσεις, μελ. εις ΠοινΔικ 2010, σελ. 1326-1327).

Από τη συνδυασμένη θεώρηση των ανωτέρω άρθρων του ΚΠΔ, προκύπτει ότι σε
κεκαλυμμένη ανακριτική δράση δύνανται να προβούν ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι (όπως
περιοριστικά αναφέρονται στο οικείο άρθρο) στα πλαίσια των νομίμων καθηκόντων τους.

Η δράση αυτή συνίσταται α) σε συγκεκαλυμμένη έρευνα, ή β) σε ανακριτική διείσδυση.


Για τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 254 § 1 ΚΠΔ μπορεί να είναι και τα δύο. Για τα
εγκλήματα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα του άρθρου 254 ΚΠΔ (δωροδοκία και δωροληψία
πολιτικών προσώπων, υπαλλήλων, δικαστικών λειτουργών, εμπορία επιρροής) μπορεί να
ενεργηθεί μόνο συγκεκαλυμμένη έρευνα, καθόσον η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια που
υποδεικνύει τέλεση από μεμονωμένο δράστη και επομένως δεν είναι νοητή η διείσδυση στην
εγκληματική ομάδα. Ήδη εδώ συνάγεται, πως ο νομοθέτης με τη ρύθμισή του προέβη ex
cathedra σε μία νομοθετική στάθμιση βαρύτητας εγκλημάτων αφού στις μεμονωμένες
περιπτώσεις διαφθοράς, ήτοι αυτές που δεν τελούνται στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης,
και προσήκει, αλλά και αρκεί, η ηπιώτερη μορφή ειδικής ανακριτικής πράξης που είναι η
συγκεκαλυμμένη έρευνα.

Για τα αδικήματα του άρθρου 254 § 1 ΚΠΔ, ως αυξημένο εχέγγυο τήρησης των
περιορισμών, τίθεται η διεξαγωγή της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης υπό την
εποπτεία Εισαγγελικού λειτουργού. Στην περίπτωση των αδικημάτων του άρθρου 254 αυτή
διενεργείται από Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ενώ στις περιπτώσεις του άρθρου 255 η
συγκεκαλυμμένη αστυνομική έρευνα διενεργείται με παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα
(δηλαδή Εισαγγελέα εντεταγμένου υπηρεσιακά στην Οικονομική Εισαγγελία), αφού πλέον
καταργήθηκε ο Εισαγγελέας Διαφθοράς) και μάλιστα κατόπιν έγγραφης προηγούμενης
ενημέρωσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Παρατηρείται δηλαδή, πως στο άρθρο 255 εντέθηκε ένα πρόσθετο εχέγγυο, αφού ο
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είναι ιεραρχικώς ανέλεγκτος ως ο ανώτατος Εισαγγελικός
Λειτουργός της Χώρας.

Σε συνδυασμό με το άρθρο 35, που προβλέπει ότι σε περιπτώσεις μείζονος διαφθοράς σε


βάρος του Ελληνικού Δημοσίου την αρμοδιότητα έχουν οι Εισαγγελείς του Οικονομικού
Εγκλήματος.

Αντίστοιχα, στο άρθρο 254 τα δύο είδη και της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, ως
αντιστάθμισμα της έλλειψης προηγούμενης έγγραφης γνωστοποίησης προς τον Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου επιβάλλουν ως αυξημένο εχέγγυο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων
του υπόπτου, την διέλευση της υπόθεσης από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο με
έκδοση σχετικού Βουλεύματος, εκφέρει δικανική κρίση (άρθρο 254 § 3) όπου μάλιστα η ειδική
και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που γενικώς απαιτείται ως αιτιολογία στήριξης του δικανικού
συλλογισμού (άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ) οφείλει in concreto να
εκτείνεται και σε εμπεριστατωμένη αναφορά συνδρομής των περιπτώσεων α & β της § 2
(«σοβαρές ενδείξεις» για την τέλεση αξιόποινης πράξης της § 1, νομολογιακώς ερμηνευόμενου
του όρου «τέλεση» ως στιγμιαίας ή στο παρελθόν γενόμενης και επαναλαμβανόμενης δράσης,
βλ. Παρασκευόπουλου Ν. : Η καταστολή της δράσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, έκδ.
Σάκκουλα 2014, σελ. 286), αλλά και σε εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ούτως ώστε να
αιτιολογείται επαρκώς ότι η χρήση της κεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης ήταν απολύτως
αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούσης δυσχερούς είτε αδύνατης της καταφυγής σε όλα
τα ηπιώτερα δικονομικά ανακριτικά μέσα, αλλά και να βεβαιώνεται δικαστικώς πως
συντρέχουν οι περιπτώσεις α, β, γ, δ, ε, της § 3 (αξιόποινη πράξη, σοβαρές ενδείξεις ενοχής και
όχι απλές υπόνοιες, κατά συγκεκριμένου προσώπου εναντίον του οποίου πρόκειται να
διενεργηθεί η ανακριτική πράξη, του σκοπού που επιδιώκει η ανακριτική πράξη, και της
έλλειψης ηπιώτερης δυνατότητας δράσης).
Πρέπει να σημειωθεί πάντως πως ερίζεται, το αν η έλλειψη ηπιώτερης δυνατότητας
δράσης, αναγκαίως οδηγεί στην παραδοχή ότι η κεκαλυμμένη αστυνομική δράση είναι και
ανάλογη, που είναι και το ex lege ζητούμενο στην οικεία εκφορά της δικανικής κρίσης (βλ.
Καϊάφα - Γκμπάντι Μ. : Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη,
έκδ. Νομικής Σχολής ΑΠΘ 2010, σελ.81). Στη νομολογιακή πρακτική, η μόνη απόφαση που
φαινεται να ασχολήθηκε με το ζήτημα της αναλογικότητας, χωρίς ωστόσο ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι η ΑΠ 1122/2021 εις ΤΝΠ NOMOS, ενώ για το ζήτημα της
αναγκαιότητας υπάρχουν αρκετές αποφάσεις με τυπική όμως κατά κανόνα αιτιολογία, βλ. αντί
πολλών ΑΠ 902/2018 για ναρκωτικά.

Στην περίπτωση των εγκλημάτων διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, κατ΄ αντιστοιχία, η
Εισαγγελική παραγγελία δίδεται όταν συντρέχουν αξιόποινη πράξη διαφθοράς, σοβαρές
ενδείξεις τελέσεως ή επαναλήψεως τοιούτων πράξεων, και της έλλειψης ηπιώτερης
δυνατότητας δράσης (να είναι αυτή «ιδιαιτέρως δυσχερής»). Τονίζεται, ότι ως εκ της φύσης της
καθόσον η Εισαγγελική παραγγελία δεν συνιστά δικαστική απόφαση, αλλά γενικώτερα
δικαιοδοτική πράξη στον τομέα της ποινικής διαδικασίας (πρβλ. την πρόσφατη νομολογία του
ΟλΣτΕ 799-803/2021 για την φύση της) η Εισαγγελική παραγγελία εκφεύγει της απαίτησης
σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διατηρώντας τη νομιμότητά της όσο συνοπτική και
εάν είναι. Όπως όλες οι ειδικές ανακριτικές πράξεις η κεκαλυμμένη έρευνα διενεργείται και
από ιδιώτη, υπό τις οδηγίες του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου (άρθρο 254 § 1 εδ. α΄, β΄, 255
§ 1.

Η μεσολάβηση δικανικής κρίσης ή εποπτείας Εισαγγελικού Λειτουργού, ως νομοθετική


εξέλιξη που επήλθε και σε συνάρτηση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Teixeira de
Castro κατά Πορτογαλίας της 9 Ιουνίου 1998 (βλ. ΠΧ ΜΘ.486), ενόψει των σκέψεων που
προηγήθηκαν είναι απολύτως ορθή και εύλογη. Στην υπόθεση Teixeira το ΕΔΔΑ έκρινε ότι
παραβιάσθηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, inter alia, και επειδή η κεκαλυμμένη αστυνομική
δράση δεν εποπτεύονταν από Δικαστικό Λειτουργό (δηλαδή όπως ρυθμιζόταν στο προϊσχύσαν,
στην Ελλάδα, καθεστώς του Ν. 1729/1987 όπου αρκούσε η χορήγηση γραπτής εντολής από τον
Αστυνομικό Προϊστάμενο), και επειδή δεν υφίστατο κανένα στοιχείο ή υποψία του
παρελθόντος του υπόπτου, που ήταν άγνωστος στις Αρχές, και επειδή δεν προέκυψε ότι ο
ύποπτος είχε προαποφασίσει την τέλεση της πράξης, πριν την εμπλοκή των αστυνομικών.
Σημειώνεται συναφώς, πως ο νομικός όρος «προαπόφαση» είναι εννοιολογικώς μείζων
εκείνου της απλής προδιάθεσης του υπόπτου προς την τέλεση του εγκλήματος, η οποία δεν
αρκεί (βλ. Παπαδαμάκη, Α. : Ανακριτική διείσδυση, όρια και υπερβάσεις, μελ. εις ΠοινΔικ
2010.1326).

Σε κάθε περίπτωση προβλέπεται, όπως και για κάθε άλλη ανακριτική πράξη, η σύνταξη
έκθεσης η οποία όμως για τις ειδικές αυτές ανακριτικές πράξεις οφείλει να είναι εκτενέστερη
των «συνήθων» εκθέσεων, περιλαμβάνοντας όλα τα αναγκαία προς στοιχειοθέτηση της
νομιμότητας της ανακριτικής πράξης στοιχεία.

Στη νομολογιακή πρακτική, η οποία προεχόντως τέμνει περιπτώσεις ανακριτικής


διείσδυσης σε υποθέσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, καλούνται τα Δικαστήρια να κρίνουν
τη νομιμότητα της ανακριτικής διείσδυσης κατόπιν αρνητικών της κατηγορίας, είτε αυτοτελών,
ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Ως προς την προβολή τέτοιων ισχυρισμών, κρίθηκε ότι δεν
χρήζουν απάντησης με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν είναι αυτοτελείς, αλλά
αρνητικοί της κατηγορίας (βλ. ΑΠ 1742/2003, ΑΠ 1498/2005, ΑΠ 2496/2005, όλες εις ΤΝΠ
NOMOS), κατά τα λοιπά, με κατά κανόνα φορμαλιστική και στοιχειώδη αιτιολογία, γίνεται
δεκτό ότι οι ειδικές ανακριτικές πράξεις διείσδυσης ήταν νόμιμες διότι οι δράστες είχαν
προαποφασίσει την τέλεση του εγκλήματος (έτσι η ΑΠ 470/2016 για ναρκωτικά, ΑΠ 1337/2016
για διαφθορά - άδειες ικανότητας οδηγού, ΑΠ 1804/2016 για ναρκωτικά, ΑΠ 726/2017 για
ναρκωτικά, ΑΠ 1122/2021 για ναρκωτικά, όλες εις ΤΝΠ NOMOS). Αντίθετη είναι η απόφαση ΑΠ
754/2014 που έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν νόμιμες ανακριτικές πράξεις διείσδυσης, ωστόσο εκεί
οι καταδικασθέντες δράστες ήταν Λιμενικοί και Τελωνειακοί υπάλληλοι ώστε μάλλον επρόκειτο
περί υπόθεσης διαφθοράς ή εγκληματικής συμπεριφοράς, ή ότι για φορμαλιστικό λόγο ήταν
νόμιμη η ανακριτική πράξη (ΑΠ 205/2015 για δωροληψία, ΑΠ 105/2019 για ναρκωτικά, ΑΠ
904/2020 για ναρκωτικά & ΑΠ 1140/2020 για δωροδοκία ως προς την ηχογράφηση).

Με το ζήτημα αν προσβάλλεται το άρθρο 19 § 1 του Συντάγματος, ασχολήθηκαν οι ΑΠ


1804/2016 για ναρκωτικά, ΑΠ 1014/2020 για κλοπές, αμφότερες αποφατικά.

Με το ζήτημα αν είναι θεμιτή και επιτρεπτή η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων


από ιδιώτη, ασχολήθηκε καταφατικά η ΑΠ 754/2014 η οποία όμως ταυτόχρονα είχε κρίνει ότι
έδρασαν μη νόμιμα τα υπηρεσιακά όργανα (Λιμενικοί) και ενδεχομένως αδυνατούσε να
δικαιολογήσει άλλως πως τη νομιμότητα της ειδικής ανακριτικής πράξης. Αντίθετα, σε άλλες
περιπτώσεις εμπλοκής ιδιωτών ή μη υπηρεσιακών οργάνων (συνήθως αλλοδαπών
αστυνομικών, ενδ. η ΑΠ 1122/2021 με συμμετοχή οργάνων της DEA).

3. Τα θεσμικά όρια

Η συγκεκαλυμμένη έρευνα του άρθρου 254 ορίζει ότι η αστυνομική δράση πρέπει να
εξικνείται στην διευκόλυνση της τέλεσης, πράξης για την οποία η απόφαση είναι
προειλημμένη, οριοθετώντας έτσι τα όρια της δράσης των οργάνων. Η ανάληψη αυτόβουλα
πράξεων, ή η επέκταση της δράσης, οδηγεί και σε ακυρότητα της ανακριτικής πράξης, αλλά και
στο παράνομο της δράσης εκείνων που την επιχειρούν. Ακόμα και αν κάποιοι θα υποστήριζαν,
πως εξ ορισμού οι ανακριτικοί υπάλληλοι δρούν με τρόπο που αποκλείει την άμεση
επικοινωνία με τον Εισαγγελέα για λήψη περαιτέρω εντολών, και επομένως αδυνατούν να
προσαρμόσουν την δράση τους αν οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, εν τούτοις λόγω του
εξαιρετικού χαρακτήρα της δράσης τους, και της σαφούς οριοθέτησης της δράσης τους ως
«παθητικής» ή κατ΄ άλλους «διεκπεραιωτικής» (για την ακρίβεια, η μοναδική χώρα όπου είναι
νόμιμη η ενεργή δράση ή συμμετοχή, είναι οι ΗΠΑ) ο περιορισμός αυτός είναι απολύτως
θεμιτώς, ενόψει και των συνταγματικών διακυβευμάτων του ζητήματος.

Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Πυργιωτάκης κατά Ελλάδος (21-2-2008) που αφορούσε ναρκωτικά
δέχθηκε ότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα του προσφεύγοντος εξαιτίας της υπέρβασης αυτών
των ορίων, ομοίως και στην πρόσφατη Patrascu κατά Ρουμανίας (14-02-2017), ενώ στην
υπόθεση Βλάχος κατά Ελλάδος (18-12-2008) απέρριψε τις αιτιάσεις. Σύμφωνα με την Πολιτική
Προτίμησης Υποθέσεων του Ε.Δ.Δ.Α. από Ιουνίου 2009, ως τροποποιήθηκε στις 22 Μαϊου 2017
(έγγραφο Priority_policy_ENG.pdf, απόληψη από τον ιστότοπο του ΕΔΔΑ στις 29/12/2021), το
Δικαστήριο δεν δίδει προτίμηση σε περιπτώσεις όπου έχει αποκρυσταλλωθεί η νομολογία του
(“well-established case-law cases”) και έτσι για το ζήτημα της οριοθέτησης της δράσης των
αστυνομικών οργάνων που εκτός από την απόφαση Texeira κατά Πορτογαλίας (βλ. Δημάκη:
μελ. εις ΠΧ ΝΗ.595 & επ.) είχε κριθεί και με τις Ramanauskas κατά Λιθουανίας (5-2-2008),
Edwards & Lewis κατά Ηνωμένου Βασιλείου (27-10-2004), Malininas κατά Λιθουανίας (1-7-
2008), Αli κατά Ρουμανίας (9-11-2010), Khudobin κατά Ρωσσίας (26-10-2006), και τις
πρόσφατες Patrascu κατά Ρουμανίας (14-2-2017, καταδικαστική), Mills κατά Ιρλανδίας (2-11-
2017, αποφατική), Guerni κατά Βελγίου (23-10-2018), το ζήτημα έχει κριθεί. Τα εθνικά
Δικαστήρια, με τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθούν τη
νομολογία του ΕΔΔΑ, ακόμα και αν σε κάποιες περιστάσεις διαφαίνεται ότι αιτιάσεις των
κατηγορουμένων δεν εξετάσθηκαν λόγω υπέρμετρου φορμαλισμού.

Αντίστοιχα, στο άρθρο 255 η εξειδικεύεται ο όρος της «διευκόλυνσης», νοούμενη ως


«εμπλοκή» του ανακριτικού υπαλλήλου, ως ωφελούμενο από την τέλεση της δωροδοκίας, της
δωροληψίας ή επιρροής, ή ως τρίτο μεσολαβητή ωφελούμενου προσώπου, ενώ παραμένει το
θεσμικό όριο της προειλημμένης απόφασης.

4. Γενικά συμπεράσματα ως προς τις 4 όψεις του ζητήματος

Το πεδίο του δικονομικού ποινικού δικαίου, με το οποίο δομείται η διαγνωστική ποινική


δίκη και συνεπώς ενυλώνεται η ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του εγκλήματος και του
δράστη του, εκτιμάται ως το κατεξοχήν πεδίο δικαίου σύγκρουσης ανταγωνιστικών ατομικών
αλλά και κοινωνικών δικαιωμάτων, αφού εκ του νόμου περιστέλλονται ατομικά δικαιώματα
του ενεργητικού υποκειμένου / υπόπτου, κατηγορουμένου, καταδικασθέντος, για την
προστασία εννόμων αγαθών του θύματος και του κοινωνικού συνόλου, για τα οποία
δικαιώματα βλ. το προοίμιο της ΕΣΔΑ, Ν.Δ. 53/1974, το άρθρο 14 § 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., Ν.
2462/1997, 48-49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 202 της
7.6.2016, σ. 389-405), καθώς και την Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, βλ. Σισιλιάνο

Ο γενικός κανόνας είναι ότι ανακριτικές τεχνικές που αντικειμενικά κρίνονται όχι ως
αμυντικές, του Κράτους Δικαίου έναντι του εγκλήματος, αλλά ως επιθετικές, είναι
απαγορευμένες. Τούτο είναι και από συνταγματικής επόψεως εύλογο και ορθό, καθόσον οι
πράξεις αυτές πάντοτε υπερακοντίζουν τον σκοπό τους, συγκρινόμενες με τα θιγόμενα ατομικά
δικαιώματα του κατηγορούμενου κατά του οποίου στρέφονται.

Μόνον στις περιπτώσεις όπου ο Νομοθέτης του ΚΠΔ, και ειδικών νομοθετημάτων όπως 1)
του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (άρθρο 28 Ν. 4139/2013 ΚΝΝ), 2) του νόμου για την
προστασία της αρχαίας κληρονομιάς (άρθρο 68 Ν. 3028/2002 ), 3) του νόμου για την Υπηρεσία
Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. (άρθρο 5 Ν. 2713/1999), 4) του νόμου για το Λιμενικό Σώμα
(άρθρο 51 Ν. 2935/2001), στάθμισε την σοβαρότητα των εννόμων αγαθών που απειλούνται και
έκρινε ότι πρέπει τα ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου να υποχωρήσουν,
οριοθετούνται ως εξαιρέτως θεμιτές αυτές οι κατ΄ αρχήν απαγορευμένες πρακτικές
(Παπαδαμάκης, Α. - Ποινική Δικονομία, Η Δομή της Ποινικής Δίκης, έκδ. 7η εκδ. Σάκκουλα σελ.
291-292). Ειδάλλως, εμπίπτουν στην γενική απαγορευτική κύρωση του κανόνα του άρθρου 171
αρ. 1 ς΄ στ. δ΄ & 177 § 2 του ΚΠΔ, και αποκλείονται ως αποδεικτικά μέσα. Αυτές οι πρακτικές
είναι:

1) Η συγκεκαλυμμένη έρευνα,

2) Η ανακριτική αστυνομική διείσδυση,

3) Η ελεγχόμενη, δηλαδή όχι αυθόρμητη μεταφορά ως εγκληματική πράξη,


4) Η άρση του απορρήτου δεδομένων θέσης κίνησης και σύνδεσης, και περαιτέρω, η άρση του
απορρήτου του περιεχομένου των τηλεφωνικών επικοινωνιών - ήδη σε συνδυασμό με την επί
ευρωπαϊκού επιπέδου θεσμοθετημένη προληπτική αποθήκευση δεδομένων σύνδεσης θέσης
και επικοινωνίας (άρθρο 5 του Ν. 3917/2011 σε υλοποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2006/24 η οποία
πάντως ήδη κρίθηκε από το Δικαστήριο της Ε.Ε., με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, C-
293/12 & C-594/12), «ασύμβατη με τα άρθρα 7 & 8 της Χάρτας Δικαιωμάτων της Ε.Ε.».

5) Η καταγραφή σε χώρους εκτός κατοικίας ήχου, ή εικόνας, ή άλλων στοιχείων του ατόμου.

6) Την συσχέτιση ή/και τον συνδυασμό δεδομένων, δημόσια προσβάσιμων ή και μη, για
σκοπούς σχηματισμού προφίλ (profiling) ή συναγωγής συμπερασμάτων για τη σχέση και
συναλλαγή μεταξύ προσώπων (Ελληνική Αστυνομία, ανακοινώσεις).

Σε σύγκριση και αντιδιαστολή με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου (Κ.Π.Δ., άρθρα
253Α΄ για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις και 253Β΄ ειδικώς επί εγκλημάτων διαφθοράς),
παρατηρείται σαφής νομοτεχνική βελτίωση στην διατύπωση των νέων άρθρων 254 και 255
ΚΠΔ, με την προσθήκη δικλείδων διασφάλισης της νομιμότητας διαμέσου όχι μόνο μίας αδρής
εποπτείας του Εισαγγελέα, αλλά κυρίως με την υποχρέωση σύνταξης "αναλυτικής" έκθεσης
ανακριτικής πράξης, όπως άλλωστε επιβάλλει και η εμφιλοχωρήσασα νομολογία του ΕΔΔΑ υπό
το καθεστώς της προϊσχύσασας ρύθμισης, που προαναφέρθηκε. Ειδικά για τη διάταξη του
άρθρου 254, λεκτέο είναι πως για να αρθεί αναγκαίως η αντίθεσή της προς το ατομικό
δικαίωμα της σιωπής του κατηγορουμένου (κατοχυρωμένο και στην ΕΣΔΑ, αλλά και στο
Σύνταγμα και στον ΚΠΔ ρητώς, βλ. άρθρο 104 του Νέου ΚΠΔ, πρώην 273 § 2 εδ. 2 β΄ & 366 § 3,
αλλά και την απόφαση ΕΔΔΑ της 17.12.1996, Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου όπου
κρίθηκε πως στις ποινικές υποθέσεις η διωκτική αρχή αναζητεί αποδείξεις ώστε να στηρίξει την
κατηγορία, χωρίς να προσφύγει σε αποδείξεις που συγκεντρώνονται .. παρά τη θέληση του
κατηγορουμένου), το οποίο εξ ορισμού και εκ προοιμίου καταλύεται απόλυτα όταν τελούνται
αυτές οι ανακριτικές πράξεις.

Κοινός παρονομαστής νομιμότητας, σε όλες τις περιπτώσεις, διαφαίνεται να είναι η


«προειλημμένη απόφαση» του δράστη για τη μελλοντική, απώτερη ή επικείμενη, τέλεση του
εγκλήματος Σημειώνεται συναφώς, πως ο νομικός όρος «προαπόφαση» είναι εννοιολογικώς
μείζων εκείνου της απλής προδιάθεσης του υπόπτου προς την τέλεση του εγκλήματος, η
οποία δεν αρκεί (βλ. Παπαδαμάκη, Α. : Ανακριτική διείσδυση, όρια και υπερβάσεις, μελ. εις
ΠοινΔικ 2010.1326, και του αυτού: Ποινική δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, εκδ.
Σάκκουλα, έκδ. ΣΤ,2012, σελ.282: «δημιουργία και η παροχή ευκαιρίας τελέσεως εγκλήματος
από όσους έχουν οίκοθεν προαποφασίσει να το πράξουν».).

Κατά συνέπεια, κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης στρέφεται πάντοτε,


κατά συγκεκριμένων υπόπτων προσώπων. Τούτο προκύπτει σαφώς στην περίπτωση της
συγκεκαλυμμένης έρευνας, ευθέως από τη γραμματική ερμηνεία της οικείας νομικής διάταξης
των άρθρων 254 και 255 ΚΠΔ, που αποκλείει την δράση του προβοκάτορα (agent provocateur)
από το πεδίο του νόμιμα επιτρεπτού τρόπου δράσης της συγκεκαλυμμένης ανακριτικής
πράξης. Στη δε περίπτωση της ανακριτικής διείσδυσης, προϋποτίθεται η ύπαρξη οργανωμένης
μορφής εγκληματικής δράσης, ακόμα και αν εισέτι δεν έχει εξωτερικευθεί, στην οποία τελείται
η διείσδυση. Επομένως και πάλι, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγκληματική οργάνωση έχει
αυτοτέλεια ως έγκλημα, γίνεται λόγος για προειλημμένη απόφαση συμμετοχικής δράσης,
πέραν του ότι και εδώ γραμματικώς προκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη, από την χρήση της
φράσης «διεκπεραιωτικά καθήκοντα» η οποία προφανώς αποκλείει ευρύτερη ενεργή δράση.

Όπως επίσης, κοινός παρονομαστής είναι και τα όρια της δράσης, τα οποία σε κάθε
περίπτωση απαγορεύεται να προσβάλλουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος. Επιτρέπεται
σε κάθε περίπτωση, μόνον συγκεκριμένος ρόλος και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Το ατομικό δικαίωμα που κατ΄ εξοχήν παραβιάζεται είναι το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο,
άρθρο 9 § 1 του Συντάγματος (αρχή της ιδιωτικότητας), παράλληλα όμως και το δικαίωμα
προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων, άρθρο 9Α΄ του
Συντάγματος, που προσβάλλεται όταν με ηλεκτρονικά μέσα γίνεται κρυφή ηχογράφηση,
βιντεοσκόπηση ή παρακολούθηση του υπόπτου (Σωτηρέλλη Γ. - Ξηρού Θ.: Σύνταγμα της
Ελλάδος Β΄ έκδοση 2020, σελ. 18). Εξ αντιπόδων ο νομοθέτης σταθμίζει την αρχή της
αναγκαιότητας, ως έκφανση της αρχής της αναλογικότητας που πλέον ρητά προβλέπεται στο
Σύνταγμά μας (άρθρο 25 § 1 αλλά και § 2 διότι τα ατομικά δικαιώματα προστατεύονται, αλλά
και υποχωρούν αντίστοιχα κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο, χάριν της Ελευθερίας και της
Δικαιοσύνης) (Σωτηρέλλη Γ. - Ξηρού Θ.: ibid σελ. 33), και χάριν και της προστασίας της ζωής,
τιμής, ελευθερίας, υγείας, ιδιοκτησίας κάθε ανθρώπου (άρθρα 5 §§ 2 & 5, 17 § 1 του
Συντάγματος) και της Δημόσιας Ασφάλειας (βλ. το Ν. 2800/2000 όπου και ο νομοθετικός
ορισμός της ως «πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος και προστασίας των ατομικών και
συλλογικών δικαιωμάτων των Πολιτών»). Σε κάθε περίπτωση, βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί
και ότι αν ο Πολίτης θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο, δρώντας ή προετοιμάζοντας δράση
κατά της συντεταγμένης Τάξης και του Νόμου, τότε είναι καταρχήν δικαιολογημένη η
προσωρινή, εύλογη, υποχώρηση της προστασίας των ανωτέρω ατομικών δικαιωμάτων του,
πάντοτε όμως με τον αυστηρό έλεγχο της τήρησης του μέτρου που επιβάλλει η Αναλογικότητα.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και δοθέντος ότι η αναζήτηση της αλήθειας στην
ποινική δίκη, είναι μεν εξόχως σημαντική αξίωση της έννομης τάξης, ποτέ όμως απόλυτος
αυτοσκοπός, τα εχέγγυα προστασίας για το πρόσωπο - αντικείμενο της ειδικής ανακριτικής
πράξης είναι:

α) η σύνταξη εκθέσεως και δη αναλυτικής (σε όλες τις περιπτώσεις) και η χρήση στην ποινική
διαδικασία που θα επακολουθήσει, μόνον εκείνων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, που
αναφέρονται στην έκθεση (αν και, στην ελληνική πρακτική ο κανόνας αυτός αρκετές φορές
φαίνεται να κάμπτεται).

β) Η Εισαγγελική εποπτεία, η Εισαγγελική παραγγελία όπου απαιτείται, και η έκδοση ειδικώς


και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένου Βουλεύματος στην περίπτωση του άρθρου 253 ΚΠΔ.

Πράγματι κοινός παρονομαστής των εχεγγύων αυτών είναι η τήρηση της αρχής της
Αναλογικότητας ως μέτρο στάθμισης και κρίσης της νομιμότητας της κεκαλυμμένης
αστυνομικής δράσης, ως το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις ανακριτικό μέσο για την
αποκάλυψη εγκληματικής δράσης που άλλως δε μπορούσε να διελευκανθεί.

Από την νομολογιακή πρακτική εφαρμογής του θεσμού στην Ελλάδα διαφαίνεται η εν
πολλοίς έλλογη και ορθή εφαρμογή από τις Αρχές των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Εύλογα
αναμένεται, ότι προϊόντος του χρόνου, και στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και του
«Παγκόσμιου Χωριού», σε συνδυασμό και με την ελεύθερη διακίνηση προσώπων και
εμπορευμάτων μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συνθήκη του Schengen, ο
αντίποδας της οποίας εντοπίζεται στη θεσμοθέτηση διεθνών μεθόδων συνεργασίας κατά του
οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς), όχι λόγω συγκυρίας, αλλά λόγω δυναμικής
μεταμόρφωσης των θεσμών και της κοινωνίας, θα μετατοπιστεί το επίκεντρο της
προβληματικής εκτεινόμενο πλέον όχι στα παραδοσιακά προστατευόμενα δικαιώματα του
κατηγορουμένου, αλλά και στην εφαρμογή καλυμμένων μεθόδων και πανοπτικής τεχνολογίας
κατά του Ατόμου, η οποία πρέπει πάντοτε να οριοθετείται στα αυστηρά στενά πλαίσια της
ποινικής διαδικασίας, όσο και αν προτείνεται η εξ αυτής δήθεν ωφέλεια.

Και τούτο, διότι υπό τον μανδύα και την πρόφαση των ωφελημάτων της τεχνολογίας,
υλοποιείται η άλωση σημαντικών κατακτήσεων όπως η αρχής της δίκαιης δίκης με κορωνίδα το
τεκμήριο αθωότητας ως ασπίδα προστασίας κατά της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και σειρά
άλλων αρχών που διέπουν και εξυπηρετούν την διαγνωστική δίκη, από την βασικώτατη αρχή
της ερμηνείας υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo) μέχρι στα ειδικώτερα δικαιώματα
και ενστάσεις του.

Σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να εξαιρείται το πρώϊμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας
από την θεσμική προστασία του κατηγορουμένου, και για το λόγο αυτό κάθε τυχόν μελλοντική
νομοθετική επέκταση των ειδικών ανακριτικών πράξεων πρέπει να θεωρηθεί με δυσπιστία και
αμφισβήτηση.

Διαφαίνεται εξάλλου και μία μελλοντική προβληματική, με την χρήση συστημάτων και
προγραμμάτων αυτόματης αναγνώρισης προσώπων (π.χ. φυσιογνωμικά με αυτόματη
αναγνώριση, όπως πρόσφατα στην Κίνα, πρβλ. Μαγδαληνή Σκόνδρα: Αναγνώριση Προσώπου
και Προσωπικά Δεδομένα, απόληψη 28/12/2021 από:
https://www.lawspot.gr/nomika-blogs/magdalini_skondra/anagnorisi-prosopoy-face-
recognition-kai-prosopika-dedomena η οποία αναφέρει δεδηλωμένη πρόθεση χρήσης της
τεχνολογίας και από την ΕΛ.ΑΣ.). Η τεχνολογία αυτή ενώ παρουσιάζεται ως ωφέλιμη και
προωθείται για ευρύτατη χρήση στον ιδιωτικό τομέα (όπως στην αναγνώριση προσώπου σε
συναλλαγές ΑΤΜ χωρίς κάρτα) ταυτόχρονα είναι και άκρως επιβλαβής (αυτόματη αναγνώριση
Ουϊγούρων που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις στην Κίνα). Η μαζική εφαρμογή της τεχνολογίας
αυτής περιορίζεται μόνον από την απαγόρευση χρήσης τέτοιων δεδομένων εί μη μόνον για τον
σκοπό που συνελέγησαν.

You might also like