You are on page 1of 26

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
ΕΓΓΡΑΦΑ

1. ΓΕΝΙΚΑ
• Υπό δικονοµική έννοια ως έγγραφο θεωρείται κάθε αποτύπωση σκέψης µέσο της
γραφής (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 1, Κεραµεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Τέντες),
άρθρο 432 αρ. 1). Το σηµαντικότερο και πλέον αξιόπιστο µέσο απόδειξης. Ρυθµίζεται
στα άρθρα 432-465 ΚΠολΔ.
• Στις σχέσεις του µε το αποδεικτέο δικαίωµα το έγγραφο εµφανίζεται στο νοµικό
κόσµο µε τις εξής βασικές µορφές: α) Ως έγγραφο που ενσωµατώνει ορισµένο
δικαίωµα, οπότε το εµπράγµατο δικαίωµα επί του εγγράφου, συνδέεται µε το
ενοχικό στο οποίο αφορά. Το έγγραφο αυτό λέγεται αξιόγραφο (βλ. λ.χ. επιταγή,
συναλλαγµατική, µετοχές κ.λπ.). β) Ως συστατικός τύπος, οπότε η τήρηση του
εγγράφου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της δικαιοπραξίας στην
οποία αφορά και την γένεση των δικαιωµάτων που απορρέουν από αυτήν (άρθρο
160 ΑΚ. Βλ. λ.χ. άρθρο 369 ΑΚ για τις εµπράγµατες συµβάσεις επί ακινήτων, 1211
ΑΚ για το ενέχυρο, 498 ΑΚ, σύσταση δωρεάς µόνο µε συµβολαιογραφικό έγγραφο,
βλ. επίσης άρθρα 158 ΑΚ –τύπος δικαιοπραξίας- 159 ΑΚ –ακυρότητα-). γ) Ως
αποδεικτικός τύπος. Αποδεικτικό ορισµένου δικαιώµατος. Στην περίπτωση αυτή το
έγγραφο όχι µόνο δεν ενσαρκώνει το δικαίωµα, αλλά ούτε και είναι απαραίτητη
προϋπόθεση της ύπαρξης του. Το δικαίωµα παράγεται και χωρίς το έγγραφο, όµως
σε περίπτωσης αµφισβητήσεως του µόνο κατ’ εξαίρεση µπορεί να αποδειχθεί µε
µάρτυρες (βλ. άρθρο 394 § 2 µε παραποµπή στην § 1 εδ. γ’: τυχαία απώλεια).
Επιτρεπτή η δικαστική οµολογία.
• Το δίκαιο της απόδειξης ενδιαφέρει το έγγραφο ως συστατικός ή
αποδεικτικός τύπος.
• Αντιδιαστολή εγγράφων ως µέσου αποδείξεως µε διαδικαστικά έγγραφα: Τα
διαδικαστικά έγγραφα πιστοποιούν την τέλεση των διαδικαστικών πράξεων. Ακόµα
και αν περικλείουν µέσα απόδειξης (π.χ. έκθεση πραγµατογνωµοσύνης, πρακτικά
µαρτυρικών καταθέσεων, έκθεση αυτοψίας, πρακτικό οµολογίας κ.ο.κ.) κατά
κανόνα δεν αποτελούν το αποδεικτικό µέσο του εγγράφου, αλλά το επώνυµο µέσο
που κάθε φορά εµπεριέχουν (µαρτυρική εξέταση, πραγµατογνωµοσύνη, οµολογία
κ.ο.κ.).

1
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

2. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Τα έγγραφα διακρίνονται:
• Ανάλογα µε τον συντάκτη τους: Σε δηµόσια (438 επ. ΚΠολΔ) και ιδιωτικά (443
επ. ΚΠολΔ).
• Με κριτήριο το περιεχόµενο τους: Σε έγγραφα διάθεσης, δηλαδή σε αυτά που
περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ενσωµατώνουν νοµική πράξη (π.χ.
µισθωτήριο, έγγραφο εγγυήσεως άρθρο 849 § 1 ΑΚ) και σε έγγραφα µαρτυρίας,
δηλαδή σε αυτά που περιλαµβάνουν βεβαίωση του εκδότη τους για συγκεκριµένο
γεγονός (π.χ. απόδειξη είσπραξης ορισµένου ποσού, ληξιαρχική πράξη θανάτου
κ.ο.κ.).
• Ανάλογα µε τον τρόπο σύνταξης τους: Σε πρωτότυπα, δηλαδή σε αυτά που
προέρχονται αµέσως από τον εκδότη τους και σε αντίγραφα, δηλαδή σε αυτά που
συντάσσονται κατ’ αποµίµηση του πρωτοτύπου. Τα αντίγραφα διακρίνονται σε
απλά (όταν συντάσσονται από τον οποιονδήποτε) και κεκυρωµένα ή
αντιπεφωνηµένα (όταν συντάσσονται από αρµόδιο λειτουργό που βεβαιώνει την
ακρίβεια της αντιγραφής του πρωτοτύπου. Π.χ. δηµόσια αρχή ή δικηγόρο). Τα
αντιπεφωνηµένα έχουν ίση αποδεικτική ισχύ µε το πρωτότυπο (άρθρο 449 ΚΠολΔ).
• Ανάλογα µε τη σχέση που υπάρχει µεταξύ τους: Σε αναφέροντα, δηλαδή σε όσα
µνηµονεύουν στο περιεχόµενο τους άλλα έγγραφα (δηµόσια ή ιδιωτικά) και σε
αναφερόµενα, δηλαδή τα έγγραφα που µνηµονεύονται σε άλλο δηµόσιο ή ιδιωτικό
έγγραφο (άρθρο 436 ΚΠολΔ).
• Με κριτήριο τον προορισµό τους σε κυρίως έγγραφα και σε αντέγγραφα, δηλαδή
τα έγγραφα που εκµηδενίζουν την αποδεικτική δύναµη του κυρίως εγγράφου, π.χ.
το έγγραφο που προορίζεται να αποδείξει την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, η
οποία περιέχεται στο κυρίως έγγραφο.

3. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ


• Βλ. άρθρο 432 ΚΠολΔ.
• Να έχουν συνταχθεί µε τους νόµιµους τύπους, αυτούς δηλαδή που καθορίζει
κάθε φορά ο νόµος ανάλογα µε τον τύπο του εγγράφου (δηµόσιο ή ιδιωτικό).
• Να µην είναι τεµαχισµένα, διαγραµµένα, τρυπηµένα, να µην έχουν
ξύσµατα ή εξαλείψεις. Τα παραπάνω τεκµαίρεται ότι έγιναν µε σκοπό την

2
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

εκµηδένιση της αποδεικτικής δύναµης του εγγράφου (433 ΚΠολΔ). Το τεκµήριο
όµως είναι µαχητό. Όποιος επικαλείται τέτοιο έγγραφο πρέπει να επικαλεσθεί και
να αποδείξει πλήρως, ότι στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν υπήρχε σκοπός
εκµηδένισης της αποδεικτικής του δύναµης (π.χ. σχίστηκε ή µουτζουρώθηκε από
λάθος). Αυτό επιτρέπεται µε κάθε µέσο απόδειξης (και µε µάρτυρες) ακόµα και αν
το έγγραφο είναι συστατικό.
• Να είναι δυνατή η ανάγνωση τους. Το έγγραφο δεν µπορεί να θεωρηθεί
αναγνώσιµο όταν για την κατανόηση του χρειάζεται µαντική δύναµη ή φαντασία.

4. ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
• Ορισµός: (βλ. και άρθρο 438 ΚΠολΔ). Δηµόσιο είναι κάθε έγγραφο που
συντάσσεται από δηµόσιο υπάλληλο ή δηµόσιο λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί
δηµόσια υπηρεσία ή λειτουργία, καθ’ ύλην και κατά τόπο αρµόδιο, στο πλαίσιο της
άσκησης των καθηκόντων του, σύµφωνα µε τους νόµιµους τύπους (ΑΠ 1152/2008,
ΕλλΔνη 2008. 753, ΑΠ 358/2007, ΧρΙΔ 2007. 803, ΑΠ 259/2007, ΧρΙΔ 2007. 730).
• Άσκηση από δηµόσιο υπάλληλο κ.λπ.: Η ιδιότητα πρέπει να υφίσταται κατά τον
χρόνο της σύνταξης, δηλαδή της υπογραφής του εγγράφου (όχι απολυθείς, παυθείς
κ.λπ. έστω και προσωρινά). Η κατάθεση ιδιωτικού εγγράφου σε δηµόσια υπηρεσία
δεν το κάνει δηµόσιο έγγραφο.
• Έκδοση εντός των ορίων της καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικής
αρµοδιότητας του οργάνου που το έχει εκδώσει. Διαφορετικά δεν έχει καµία
αποδεικτική δύναµη, ούτε ως αρχή έγγραφης απόδειξης µπορεί να χρησιµεύσει (π.χ.
έκθεση επιδόσεως που συντάχθηκε από δικηγόρο δεν είναι δηµόσιο έγγραφο, έχει
επίσης κριθεί ότι τα έγγραφα του ΝΣΚ και των τοπογράφων του Υπουργείου
Γεωργίας που καταρτίζουν κτηµατολογικά διαγράµµατα και πίνακες για κάποιες
περιοχές δεν συνιστούν πλήρη απόδειξη της κυριότητας ακινήτων, διότι οι
παραπάνω αρχές δεν είναι αρµόδιες να αποφαίνονται ως προς την κυριότητα. Βλ.
ΑΠ 358/2007, ό.π.)
• Τήρηση των νοµίµων τύπων που προβλέπονται για την έκδοση του.
Καταρχήν τα δηµόσια έγγραφα δεν υποβάλλονται σε ορισµένο τύπο. Για το κύρος
τους αρκεί η υπογραφή του εκδότη τους (δηµοσίου οργάνου). Η σύνταξη του
εγγράφου µε τις νόµιµες διατυπώσεις και η απόδειξη της τηρήσεως τους πρέπει να
προκύπτουν από το ίδιο το έγγραφο. Χρονολογία, τόπος έκδοσης, αριθµ. πρωτ.,

3
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

σφραγίδα είναι συνηθισµένα και κανονικά στοιχεία του δηµόσιου εγγράφου, όχι
όµως και απαραίτητα προσόντα για το κύρος του. Βλ. εδώ και τις ιδιαίτερες
διατυπώσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα Συµβολαιογράφων (άρθρα 8-11 Ν.
2830/2000) ή για τις δηµόσιες και µυστικές διαθήκες (άρθρα 1724-1748 ΑΚ). Η µη
τήρηση των υποχρεωτικών εκεί όρων µπορεί να προκαλέσει ακυρότητα.
• Τα άκυρα δηµόσια έγγραφα µπορεί να ισχύσουν ως ιδιωτικά κατά µετατροπή (442
ΚΠολΔ). Εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 432 ΚΠολΔ. Π.χ.
το άκυρο συµβολαιογραφικό έγγραφο µπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρο ιδιωτικό
έγγραφο, εφόσον φέρει τις υπογραφές των συµβαλλοµένων. Επίσης µπορεί να
εκτιµηθεί ως δικαστικό τεκµήριο ή ως µη πληρούν τους όρους του νόµου αποδεικτικό
µέσο.
• Δηµόσια έγγραφα, κατ' ενδεικτική απαρίθµηση, είναι (βλ. Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, §
85, αρ. 14): Οι εκθέσεις επιδόσεως, οι εκθέσεις πλειστηριασµού, τα
συµβολαιογραφικά έγγραφα, η έκθεση αυτοψίας της τροχαίας (ΤΟΤΑ) µαζί µε το
συνοδευτικό σχεδιάγραµα κ.α. Αντίθετα δηµόσια έγγραφα δεν είναι: Τα έγγραφα
που εκδίδουν οι υπάλληλοι τραπεζών ή των κοινοφελών οργανισµών (ΔΕΗ), οι
διαιτητικές αποφάσεις κ.λπ.

5. ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


• Παράγουν πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων για τα γεγονότα που περιέχουν (βλ.
και άρθρο 438 ΚΠολΔ).
• Ο δικαστής οφείλει να θεωρήσει τα γεγονότα αυτά ως αληθή (δηλαδή όπως στο
έγγραφο αναφέρονται), είτε δικάζει µεταξύ αυτών που συνέταξαν το έγγραφο είτε
µεταξύ τρίτων.
• Εφόσον στο δηµόσιο έγγραφο αναφέρονται γεγονότα που βεβαιώνεται ότι έγιναν
από τον συντάκτη του δηµοσίου εγγράφου ή ενώπιον του, δηµιουργείται για
αυτά πλήρης απόδειξη (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 26 επ., ΑΠ 547/2003,
ΕλλΔνη 45. 1036, ΑΠ 796/2006, ΝοΒ 54. 1282, ΑΠ 11/2004, Δ 35. 704). Π.χ. η
βεβαίωση του συµβολαιογράφου ότι καταβλήθηκε ενώπιον του το τίµηµα του
συµβολαίου, η βεβαίωση του δικαστικού επιµελητή ότι δεν βρήκε τον νόµιµο
εκπρόσωπο του νοµικού προσώπου για να κάνει την επίδοση, ότι κατά τη
θυροκόλληση ο χ µάρτυρας παρευρισκόταν, η µνεία του συµβολαιογράφου για τον

4
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

τόπο και τον χρόνο σύνταξης του εγγράφου (βλ. εγγύτερα (Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, §
85, αρ. 27).
• Ανταπόδειξη στην παραπάνω περίπτωση δεν επιτρέπεται, παρά µόνο προσβολή
τους ως πλαστών (455 εδ. α’) κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 460-
465 ΚΠολΔ. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που επικαλείται την πλαστότητα.
Συνεπώς δεν κινδυνεύει αυτός που επικαλείται το έγγραφο, αλλά αυτός που το
προσβάλει ως πλαστό. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τα αλλοδαπά δηµόσια έγγραφα
(439 ΚΠολΔ).
• Το δικαστήριο όµως µπορεί αν έχει αµφιβολίες για τη γνησιότητα του εγγράφου –
ακόµα και αν δεν προσβάλλεται ως πλαστό- να ζητήσει αυτεπαγγέλτως εξηγήσεις
από αυτόν που εµφανίζεται ως συντάκτης του (455 εδ. β’).
• Εάν στο δηµόσιο έγγραφο βεβαιώνονται γεγονότα, την αλήθεια των οποίων ο
συντάκτης του εγγράφου όφειλε να διαπιστώσει, δηµιουργείται και για
αυτό πλήρης απόδειξη έναντι πάντων, επιτρέπεται όµως η ανταπόδειξη
(440 ΚΠολΔ), µε κάθε αποδεικτικό µέσο (και µε µάρτυρες Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, §
85, αρ. 28). Το βάρος απόδειξης φέρει ο ισχυριζόµενος το αντίθετο από το
βεβαιούµενο στο έγγραφο (βλ. σχετ. και Μπαλογιάννη/Ρεντούλης σε Απαλαγάκη
ΚΠολΔ5, άρθρο 440 αρ. 1). Π.χ. έκθεση επιδόσεως, ως προς τη βεβαίωση του
δικαστικού επιµελητή ότι το σπίτι που έγινε η θυροκόλληση, είναι η κατοικία του
παραλήπτη, πράγµα που όφειλε να ελέγξει. Π.χ. επίδοση από τον δικαστικό
επιµελητή σε σύνοικο. Ο επιµελητής όφειλε να ελέγξει την ιδιότητα του συνοίκου.
Βεβαίωση από το συµβολαιογράφο σε σύνταξη δηµόσιας διαθήκης ότι ο διαθέτης
είχε πλήρη διαύγεια- δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΠ 654/1993, ΕΕΝ 1994. 356)
• Στον κανόνα της διάταξης 438 ΚΠολΔ υπόκειται το δηµόσιο έγγραφο και ως προς
την σε αυτό βεβαίωση του συντάκτη δηµοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ότι
συντάχθηκε σε ορισµένη χρονολογία, αφού ο χρόνος σύνταξης είναι από τα
γεγονότα που υποπίπτουν στην αντίληψη του συντάκτη του και
βεβαιώνονται από αυτόν. Μη επιτρεπτή συνεπώς και εδώ η ανταπόδειξη. Μόνο
η προσβολή για πλαστότητα είναι δυνατή (ΕφΑθ 8265/1985, ΕλλΔνη 28. 1250).
• Περαιτέρω, πλήρη έναντι πάντων απόδειξη παρέχουν τα δηµόσια έγγραφα,
που συντάσσονται για τη σύσταση ή για τη βεβαίωση δικαιοπραξίας
(δικαιοπρακτικά έγγραφα ή έγγραφα διαθέσεως, λ.χ. πωλήσεως, µισθώσεως,
συστάσεως εταιρείας κ.λπ.), ως προς το κύριο περιεχόµενό τους, συγκεκριµένα ως

5
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

προς το περιεχόµενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των µερών (441 § 1).
Επιτρέπεται όµως ανταπόδειξη µε κάθε αποδεικτικό µέσο, όχι όµως και µε µάρτυρες,
τεκµήρια, ένορκες βεβαιώσεις και µη πληρούντα τους όρους του νόµου αποδεικτικά
µέσα, ενόψει του άρθρ. 393 § 2 ΚΠολΔ.
• Δεν προσδιορίζεται στο νόµο η αποδεικτική δύναµη των δηµόσιων
εγγράφων µαρτυρίας. Από το σύνολο των ρυθµίσεων του δικαίου της αποδείξεως
συνάγεται ότι, αν η δήλωση, που περιέχεται στο έγγραφο µαρτυρίας, είναι επιζήµια
για το πρόσωπο από το οποίο προέρχεται, υφίσταται εξώδικη οµολογία (352 § 2
ΚΠολΔ), ενώ αν η δήλωση αυτή είναι για το ίδιο επωφελής ή αυτή έγινε για τρίτο ή
προέρχεται από τρίτο, µπορεί να αξιολογηθεί µόνον ως τεκµήριο, εφόσον βεβαίως
επιτράπηκε η απόδειξη µε µάρτυρες (395 ΚΠολΔ).
• Ως προς τα διηγηµατικώς αναφερόµενα, δηλαδή ως προς τα µη
συνιστώντα το κύριο περιεχόµενο του εγγράφου γεγονότα, ο νόµος διακρίνει
αν αυτά έχουν ή όχι άµεση σχέση µε το κύριο αντικείµενο του εγγράφου (441 § 2
ΚΠολΔ). Αν τα γεγονότα αυτά έχουν άµεση σχέση µε το κύριο αντικείµενο του
εγγράφου (όπως συµβαίνει λ.χ. µε τη δήλωση του πωλητή σε συµβόλαιο πωλήσεως
ότι έχει ήδη καταβληθεί το τίµηµα), παράγεται πλήρης απόδειξη, επιτρέπεται όµως
ανταπόδειξη. Αν δεν υφίσταται άµεση σχέση (λ.χ. δήλωση του πωλητή ότι το
πωλούµενο ακίνητο έχει εκµισθωθεί σε τρίτο), τα διηγηµατικώς αναφερόµενα
θεωρούνται ως αρχή έγγραφης αποδείξεως (441 § 2 ΚΠλοΔ), λαµβάνονται δε υπόψη
για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων (βλ. για όλα τα ανωτέρω Νίκα, ΠολΔ ΙΙ,
2005, § 85, αρ. 29 επ.).

6. ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
• Ορισµός: Όλα τα έγγραφα που δεν είναι δηµόσια (εξ αντιδιαστολής).
• Για το κύρος του ιδιωτικού εγγράφου απαιτείται η υπογραφή του εκδότη του ή άλλο
σηµείο κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 443 ΚΠολΔ.
• Εκδότης είναι το πρόσωπο που αναλαµβάνει µε την υπογραφή του τις υποχρεώσεις
που πηγάζουν από το έγγραφο και όχι το πρόσωπο που απλά έγραψε ή συνέταξε το
έγγραφο (ΕφΠατρ 143/2008, ΕπισκΕΔ 2008. 571, ΕφΑθ 7897/1986, ΑρχΝ 1987.
779).
• Υπογραφή είναι η σηµείωση του ονόµατος του στο τέλος εγγράφου µε δική
του γραφική ενέργεια που εµφανίζει τον γραφικό του χαρακτήρα. Η υπογραφή

6
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

σύγκειται κατ’ αρχήν από το πλήρες όνοµα του υπογράφοντα (κύριο όνοµα και
επώνυµο), επιτρέπεται όµως και η σύντµηση, εφόσον είναι δυνατή η διάγνωση της
ταυτότητας του εκδότη. Απλή µονογραφή δεν αρκεί. Η υπογραφή είναι έγκυρη και
στις περιπτώσεις που εµφανίζεται ως ιερογλυφικό µελάνωµα, του οποίου η
ανάγνωση είναι αδύνατη. Έγκυρη επίσης και η υπογραφή µε ψευδώνυµο (εφόσον ο
συντάκτης εµφανίζεται δηµόσια µε το ψευδώνυµο αυτό). Μπορούµε να αρκεστούµε
σε υπογραφή που τίθεται µε σφραγίδα µόνο εκεί όπου µε έθιµο διαµορφωµένο στις
συναλλαγές αναγνωρίζεται τέτοια υπογραφή.
• Η υπογραφή πρέπει να είναι ιδιόχειρη (βλ. και άρθρο 160 § 1 ΑΚ). Δεν είναι
απαραίτητο να γραφεί το ιδιωτικό έγγραφο µε το χέρι του εκδότη (εκτός από την
ιδιόγραφη διαθήκη) και να µνηµονεύει χρονολογία. Π.χ. σε αναγνώριση χρέους,
αρκεί η ιδιόχειρη υπογραφή. Η µη αναγραφή ηµεροµηνίας ή τόπου εκδόσεως δεν
καθιστούν άκυρο ή ανυπόστατο το έγγραφο (ΑΠ 236/1979, ΝοΒ 1979. 1273).
• Η υπογραφή πρέπει να τίθεται στο τέλος του εγγράφου, ώστε να καλύπτει το
περιεχόµενο του. Όταν το έγγραφο έχει περισσότερα φύλλα που δεν είναι ενωµένα
µεταξύ τους, ώστε να είναι πρόδηλο ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο, πρέπει να έχει
υπογραφή το καθένα.
• Δεν υπάρχει υπογραφή, όταν το όνοµα σηµειώνεται µε γραφοµηχανή, πολύγραφο ή
άλλο µηχανικό µέσο που µόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται (163 ΑΚ: ανώνυµοι τίτλοι:
τραπεζογραµµάτια, λαχεία, χρεόγραφα, ανώνυµες µετοχές κ.λπ.).
• Με την ιδιόχειρη υπογραφή εξοµοιώνεται πλέον και η ηλεκτρονική
υπογραφή, σύµφωνα µε το άρθρο 2 αρ. 1 ΠΔ 151/2001, το οποίο ρυθµίζει
περαιτέρω τις ειδικότερες µορφές της απλής ηλεκτρονικής υπογραφής, προηγµένης
ηλεκτρονικής υπογραφής, της ασφαλούς προηγµένης ηλεκτρονικής υπογραφής και
της ηλεκτρονικής βεβαίωσης, καθώς και τη διαδικασία διαπίστευσης και ελέγχου,
τους αρµόδιους φορείς και την ευθύνη τους. Η εξοµοίωση αυτή έχει συνέπεια την
εξοµοίωση των ηλεκτρονικών εγγράφων µε τα ιδιωτικά.

7. ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ:

7
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

• Τα βιβλία που τηρούν οι έµποροι και οι επαγγελµατίες (444 § 1 περ. α’
ΚΠολΔ), καθώς και τα βιβλία που τηρούν οι δικηγόροι, δικαστικοί
επιµελητές, γιατροί κ.λπ. (444 § 1 περ. β’ ΚΠολΔ).
o Τα εµπορικά βιβλία και τα βιβλία των επαγγελµατιών έχουν την πλήρη
αποδεικτική δύναµη των ιδιωτικών εγγράφων (445 ΚΠολΔ) και εάν έχουν
συνταχθεί µε τους νόµιµους τύπους (448 § 1 ΚΠολΔ), µολονότι αποτελούν
ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν και υπέρ του εκδότη τους κατ’
εξαίρεση του αντίθετου κανόνα που ισχύει για τα υπόλοιπα
έγγραφα.
o Η έκταση της αποδεικτικής τους δύναµης ποικίλει ανάλογα µε το πρόσωπο
κατά του οποίου προβάλλονται: α) Κατά προσώπου υποχρέου σε τήρηση
όµοιων βιβλίων παρέχουν απόδειξη τόσο ως προς την ύπαρξη, όσο και ως
προς το µέγεθος της απαίτησης (448 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), οπότε επιτρέπεται και
ανταπόδειξη. β) Κατά προσώπου µη υποχρέου, αποδεικνύουν µόνο το
µέγεθος της απαίτησης, εφόσον η ύπαρξη αυτής αποδεικνύεται µε άλλον
τρόπο και µόνο για ένα έτος από την εγγραφή της απαίτησης (εκτός αν
µεσολάβησε αναγνώριση της οφειλής µε την υπογραφή του υποχρέου). Μετά
την πάροδο του έτους µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως δικαστικά τεκµήρια.
• Οι µηχανικές απεικονίσεις (444 § 1 περ. γ’ ΚΠολΔ): Φωτογραφικές ή
κινηµατογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη µηχανική
απεικόνιση.
o Η απαρίθµηση είναι ενδεικτική (ΑΠ 203/2006, ΝοΒ 54. 1503).
o Προϋπόθεση της εξοµοίωσης των µηχανικών απεικονίσεων µε ιδιωτικά
έγγραφα είναι να έχουν αυτές ως άµεσο αντικείµενο το αποδεικτέο γεγονός.
Αλλιώς εξοµοιώνονται µε έγγραφα µαρτυρίας και συνακόλουθα µπορούν να
ληφθούν υπόψη µόνο ως δικαστικά τεκµήρια (339 ΚΠολΔ), υπό την
προϋπόθεση ότι κατασκευάστηκαν συγχρόνως µε το αποδεικτέο γεγονός και
δεν κατασκευάστηκαν για να χρησιµοποιηθούν ως αποδεικτικό µέσο στη
δίκη.
o Ο όρος µηχανική απεικόνιση αναλύεται στο άρθρο 444 § 2 ΚΠολΔ
(προστέθηκε µε το άρθρο 40 § 1 Ν. 3994/2011). Η διευκρίνηση έγινε
προκειµένου να απαλλαγεί η θεωρία και η νοµολογία από την αναζήτηση
θεωρητικών κατασκευών για την έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου και για

8
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

λόγους νοµοθετικής ενότητας για το θέµα του ηλεκτρονικού εγγράφου (βλ.
προϋπάρχον άρθρο 13 περ. γ’ ΠΚ).
• Περιπτωσιολογία:
o Τηλεοµοιότυπο (telefax). Τηλεοµοιοτυπία είναι η πιστή αναπαραγωγή
από απόσταση, κειµένων, σχεδίων και κάθε µορφής εντύπων µε τη βοήθεια
κατάλληλων τερµατικών συσκευών. Τα λαµβανόµενα αντίτυπα στο σταθµό
λήψεως ονοµάζονται τηλεοµοιότυπα. Το telefax, δηλαδή το αντίτυπο που
λαµβάνεται στο σταθµό λήψης και µε αυτονόητη προϋπόθεση ότι
απεικονίζει την υπογραφή του εκδότη, αποτελεί µηχανική απεικόνιση
κατά την έννοια του άρθρου 444 § 2 ΚΠολΔ. Προκειµένου να γίνεται δεκτό
το τηλετύπηµα που καταχωρίζεται στη συσκευή του αποδέκτη και
εκτυπώνεται από αυτήν, ως αποδεικτικό µέσο κατ’ άρθρο 444 § 2 ΚΠολΔ, να
εκτυπώνονται επ’ αυτού, τόσον ο αριθµός της τηλεφωνικής
συνδέσεως του αποστολέως, όσον και ο αριθµός και η ηµεροµηνία
της αποστολής (ΠειθΣυµβΔΣΑ 68/2008 ΝοΒ 56, 1392. Βλ. και ΑΠ
2206/2009 ΝοΒ 2010, 1330).
o Φωνοληψία, φωτογραφία, κινηµατογραφική αναπαράσταση.
Αντιπροσωπευτικές µηχανικές απεικονίσεις ήταν αρχικά, κατά την έννοια του
άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ, η µαγνητοταινία (ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 55. 2390
= ΕλλΔνη 48. 1443), η κινηµατογραφική απεικόνιση, η βιντεοταινία ή
βιντεοκασέτα, CD, DVD κ.λπ. Για να ληφθούν οι παραπάνω φορείς ήχου και
εικόνας υπόψη ως αποδεικτικό µέσο, πρέπει να προταθούν προσκοµιστούν µε
επίκληση στη δίκη (ΑΠ 813/2010 ΝοΒ 2010. 2480, ΑΠ 71/1973 ΝοΒ 21. 758),
και το περιεχόµενό τους να εκτίθεται στις προτάσεις του διαδίκου που
επικαλείται τα µέσα αυτά, καθώς επίσης να βεβαιώνεται από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο ότι η αποµαγνητοφώνηση αφορά το περιεχόµενο του µέσου (βλ. και
ΑΠ 1133/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ 72/2014, ΝΟΜΟΣ).
o Η εν αγνοία, όµως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνοµιλητών
µαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνοµιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς,
αποτελεί δέσµευση και περιορισµό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας.
Για αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνοµιλία, η µαγνητοταινία και
λοιποί φορείς ήχου και εικόνας, στους οποίους αυτή, χωρίς τη συναίνεση του
ετέρου των συνοµιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγµατικά

9
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

απαγορευµένο αποδεικτικό µέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιµοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του
προσώπου που επιχείρησε τη µαγνητοφώνηση, δηλαδή έστω κι αν
πρόκειται για πρόσωπο που µετείχε στη µαγνητοφωνηθείσα
συζήτηση (ολΑΠ 1/2001 Δ 32. 517 = ΕλλΔνη 42,374).
o Ηλεκτρονικά έγγραφα. Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των
έγγραφων δεδοµένων στο µαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα
οποία, αφού γίνουν αντικείµενο επεξεργασίας από την κεντρική µονάδα
επεξεργασίας, αποτυπώνονται µε βάση τις εντολές του προγράµµατος, κατά
τρόπο αναγνώσιµο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του µηχανήµατος είτε
σε προσαρτηµένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει
µεν τα στοιχεία του εγγράφου υπό την παραδοσιακή του µορφή κατά τον
ΚΠολΔ, λόγω κυρίως έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την
ενσωµάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί
αντικείµενο αυτοψίας (όπως κατά µία άποψη υποστηρίζεται), αλλά
πρόκειται για µία ενδιάµεση µορφή, την οποία ο νοµοθέτης
εξοµοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά
(ΕφΑθ 32/2011 ΔΕΕ2011. 591, ΜΠρΑθ 1963/2004 Δ 2005. 587).
o Ο καθορισµός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο µοναδικό,
από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόµενο
ηλεκτρονικό µήνυµα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και
κατ’ αναλογίαν µε τα οριζόµενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443
ΚΠολΔ, η µηχανική του απεικόνιση σε έντυπο, σύµφωνα µε τις διατάξεις του
άρθρου 444 § 1 περ. γ΄ και παρ. 2 ΚΠολΔ εµπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού
εγγράφου, µε αποδεικτική δύναµη εις βάρος του εκδότη του (συνδυασµός των
άρθρων 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η µοναδική για κάθε
χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρµοστεί από τον ίδιο
τον αποστολέα, έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν
έχει την παραδοσιακή µορφή της τελευταίας. Το επικυρωµένο κατά το νόµο
αντίγραφο του αποσταλθέντος ηλεκτρονικού µηνύµατος, το οποίο περιέχεται
στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η
περιλαµβανόµενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα
του σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 445 του ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 1963/2004
Δ 2005. 587, ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρµ 2005. 239).

10
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

o Άτυπες συµβάσεις µπορούν να καταρτισθούν µέσω ηλεκτρονικών
εγγράφων και ειδικά µέσω του διαδικτύου µε ανταλλαγή δηλώσεων
βούλησης µέσω ηλεκτρονικού ταχυδροµείου. Με τη µέθοδο αυτή τα
συµβαλλόµενα µέρη αναγνωρίζουν ότι συµβάλλονται εγκύρως, ακριβώς διότι
δεν αµφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόµενο της
δήλωσης βούλησής του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται κατά τα ανωτέρω
εκτιθέµενα µε την αναφορά στο ηλεκτρονικό µήνυµα της ηλεκτρονικής
διεύθυνσής του. Κατόπιν αυτών, στις συµβάσεις που καταρτίζονται µέσω
ηλεκτρονικού ταχυδροµείου και στις οποίες εφαρµογή έχει το ελληνικό
δίκαιο, η απόδειξη της δήλωσης βούλησης των συµβαλλοµένων είναι δυνατόν
να συντελεσθεί µέσω επικυρωµένων από πληρεξούσιο δικηγόρο αντιγράφων
των περιεχοµένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή
µηνυµάτων των συµβαλλοµένων (ΜΠρΑθ 6302/2004 Αρµ 2005. 239)
o Βιβλιάριο Καταθέσεως Ταµιευτηρίου. Το βιβλιάριο καταθέσεως
Ταµιευτηρίου αποτελεί «απόδειξη καταθέσεως χρηµάτων», το οποίο εκδίδει
και παραδίδει στον καταθέτη η Τραπεζική Ανώνυµη Εταιρία και στο οποίο
απεικονίζονται, από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, τόσον η αρχική
κατάθεση όσον και οι µεταγενέστερες καταθέσεις ή αναλήψεις χρηµάτων µε
βάση τα γραµµάτια καταθέσεως ή αναλήψεως χρηµάτων, που ο τελευταίος
υπογράφει και διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στην µνήµη του
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επιτρέπεται µόνον ανταπόδειξη κατά της
αληθείας των εγγράφων (ΑΠ 844/2006 Αρµ 2007. 243 = ΝοΒ 55.423, ΑΠ
405/2007 ΝοΒ 55. 1163].
o Ταχογράφος. Οι εκτυπώσεις των αυτόµατων συσκευών καταγραφής
στοιχείων αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο για τον προσδιορισµό της
παροχής εργασίας από τον οδηγό του οχήµατος (ΑΠ 925/2008 ΕΕργΔ 2010.
445).

8. ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


• Ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία έχουν συνταχθεί µε τους νόµιµους τύπους, εάν
αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε η γνησιότητά τους (ΑΠ 1211/1975 ΝοΒ 24. 518,
Εφθεσ 864/1983 Αρµ 37. 860), αποτελούν πλήρη απόδειξη (άρθρο 445
ΚΠολΔ). Πρέπει να τονισθεί, ότι η πλήρης απόδειξη, δεν αναφέρεται στα

11
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

γεγονότα, που περιέχονται στο έγγραφο αλλά µόνο στο ότι η δήλωση
προέρχεται από τον εκδότη (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 34).
• Ιδιωτικά έγγραφα µαρτυρίας. Τα ιδιωτικά έγγραφα µαρτυρίας, τα ιδιωτικά,
δηλαδή, έγγραφα που περιέχουν απλά πραγµατικά γεγονότα χωρίς δικαιοπρακτικό
χαρακτήρα, έχουν την τυπική ή εξωτερική αποδεικτική δύναµη που ορίζει η διάταξη
του άρθρου 445 ΚΠολΔ, αποτελούν, δηλαδή, πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση
προέρχεται από τον εκδότη τους, ενώ η ουσιαστική ή εσωτερική αποδεικτική τους
δύναµη είναι ίδια µε αυτή των δηµόσιων εγγράφων µαρτυρίας, δηλαδή της εξώδικης
οµολογίας (ΑΠ 54/1990, ΕλλΔνη 1991, 62), η οποία εκτιµάται ελεύθερα (352 § 2
ΚΠολΔ). Ως έγγραφο µαρτυρίας χαρακτηρίζεται και η εξοφλητική απόδειξη (ΑΠ
1179/1994 ΕΕΝ 1995, 691). Η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί έγγραφη µαρτυρία του
δανειστή, η οποία παρέχει, αν δεν αµφισβητηθεί η γνησιότητα της υπογραφής,
πλήρη απόδειξη υπέρ του οφειλέτη για το γεγονός της αναφερόµενης καταβολής,
επιτρέπεται όµως ανταπόδειξη ότι η βεβαίωση αυτή δεν είναι αληθής (αντίθετα ΑΠ
439/1987 ΝοΒ 1988. 915).
• Ιδιωτικά έγγραφα διαθέσεως (βλ. παράθεση απόψεων σε Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005,
§ 85, αρ. 34 επ.). Τα ιδιωτικά έγγραφα διάθεσης αποτελούν πλήρη απόδειξη τόσο ως
προς την προέλευση της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, όσο και ως προς
την αλήθεια του περιεχοµένου των δικαιοπρακτικών δηλώσεων, ενώ τα ιδιωτικά
έγγραφα µαρτυρίας αποτελούν πλήρη απόδειξη µόνο ως προς την προέλευση της
δήλωσης από τον εκδότη τους και κατά τα λοιπά εκτιµώνται ελεύθερα. Σε όλες δε τις
περιπτώσεις επιτρέπεται ανταπόδειξη ή αντίθετη (κύρια) απόδειξη (βλ. ΑΠ
1283/1993, ΕλλΔνη 1995. 154, ΑΠ 508/1993 ΕΕΝ 1994. 333). Παρέχουν δηλαδή τα
έγγραφα αυτά πλήρη απόδειξη ως προς την κατάρτιση της δικαιοπραξίας που
περιέχεται σε αυτά, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω απόδειξη της
αλήθειας. Αν, ενδεχοµένως, αυτή δεν είναι αληθινή αλλά εικονική ή υφίσταται άλλο
ελάττωµα βούλησης (πλάνη, απάτη, απειλή, κ.λπ.), η µόνη δυνατότητα που έχει
αυτός που την αµφισβητεί είναι να επικαλεστεί, µε ένσταση, και να αποδείξει, όχι µε
απλή ανταπόδειξη, αλλά µε κύρια απόδειξη, την επικαλούµενη εικονικότητα, πλάνη
κ.λπ. (ΑΠ 93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48. 1932). Αναφορικά µε το περιεχόµενο
των καταχωρηµένων σε αυτά δηλώσεων των συµβαλλοµένων, τα ιδιωτικά έγγραφα
έχουν έτσι την ίδια αποδεικτική βαρύτητα µε τα δηµόσια έγγραφα, παράγοντας
πλήρη απόδειξη. Ως προς την έννοια του περιεχοµένου του ιδιωτικού έγγραφου δεν

12
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

αποτελεί αυτό πλήρη απόδειξη, γιατί η ερµηνεία του ανήκει αποκλειστικά στο
δικαστήριο. Το ιδιωτικό έγγραφο του οποίου ο εκδότης δεν αµφισβητεί τη
γνησιότητα υπογραφής, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του (ΑΠ 1211/1975 ΝοΒ
24. 518, ΕφΘεσ 864/1983 Αρµ 37. 860).
• Ανταπόδειξη. Κατά της αποδείξεως αυτής (ιδιωτικά έγγραφα διάθεσης = πλήρης
απόδειξη ως προς το περιεχόµενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων) επιτρέπεται
ανταπόδειξη, όπως και στα δηµόσια έγγραφα (441 ΚΠολΔ). Αντικείµενο της
ανταποδείξεως, είναι ο ισχυρισµός του διαδίκου, ότι η υπογραφή του είναι γνήσια,
αλλά από αβλεψία ή οποιοδήποτε άλλο ανυπαίτιο ως προς αυτόν λόγο (λ.χ. ότι το
έγγραφο του αφαιρέθηκε ακούσια) έχει τεθεί κάτω από άσχετο κείµενο (Μπέης,
ΠολΔ 445, σελ. 1750-1751, Σινανιώτης, ΕρµΚΠολΔ 445, II σελ. 350). Η ανταπόδειξη
µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε κάθε µέσο αποδείξεως, εκτός από µάρτυρες (ΕφΑθ
2624/1975 ΕΕµπΔ 1976, 404, Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αποδείξεως3, § 17 σ. 290,
αντίθετα, Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 445, 1750, 1751), επειδή πρόκειται για απόδειξη κατά
του περιεχοµένου εγγράφου (393 § 2 ΚΠολΔ). Από τα παραπάνω προκύπτει
συµπερασµατικά ότι η αποδεικτική δύναµη των ιδιωτικών εγγράφων
διαθέσεως διαφέρει από αυτήν των δηµόσιων, ως προς το ότι στα ιδιωτικά
έγγραφα δεν µπορεί να υπάρξει θέµα αποδεικτικής δυνάµεως για
γεγονότα που επιχειρήθηκαν από τον εκδότη τους δηµόσιο υπάλληλο ή
λειτουργό ή υπέπεσαν στην άµεση αντίληψη του (438, 440 ΚΠολΔ), ούτε
συνακόλουθα και για προσβολή τους για πλαστότητα (Ράµµος, ό.π., σελ. 902-
903, σηµ. 28). Αντ’ αυτού εισάγεται η πλήρης αποδεικτική δύναµη ως προς το ότι τα
ιδιωτικά έγγραφα προέρχονται από τον εκδότη τους (445 ΚΠολΔ), κατά της οποίας
µάλιστα, αντίθετα από ό,τι συµβαίνει στα δηµόσια έγγραφα (438 ΚΠολΔ),
επιτρέπεται απλή ανταπόδειξη χωρίς να χρειάζεται να χρησιµοποιηθεί η τυπική
διαδικασία της προσβολής για πλαστότητα (Ράµµος, ό.π., σ. 903). Κατά τα άλλα, ως
προς το περιεχόµενο δηλαδή των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των µερών, τόσο τα
δηµόσια, όσο και τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη (Γέσιου-
Φάλτση, ό.π., σ. 290).
• Αποδεικτική δύναµη υπέρ του εκδότη. - Έννοια. Ο κανόνας είναι ότι το
ιδιωτικό έγγραφο αποδεικνύει µόνο αν περιέχει γεγονός σε βάρος του εκδότη του.
Μάλιστα δεν µπορεί να χρησιµεύσει ούτε ως αρχή εγγράφου αποδείξεως. Η ρύθµιση
αυτή του νόµου είναι εύλογη. Αν το ιδιωτικό έγγραφο απεδείκνυε υπέρ του εκδότη,

13
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

ο καθένας θα µπορούσε να καταγράψει σε ένα έγγραφο ό,τι είναι ευνοϊκό για αυτόν,
θα το υπέγραφε και θα το προσκόµιζε στο δικαστήριο, για να αποδείξει τους
ισχυρισµούς του. Μόνο κατ’ εξαίρεση αποτελεί το ιδιωτικό έγγραφο
απόδειξη υπέρ του εκδότη, αν το προσήγαγε ο αντίδικος, οπότε, είναι
κοινό µέσο αποδείξεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 346 ΚπολΔ ή αν
πρόκειται για επαγγελµατικά βιβλία (άρθρο 444 παρ. 1 περ. α΄ και β΄
ΚΠολΔ). Στην παραπάνω εξαίρεση δεν συµπεριλαµβάνονται οι φωτογραφικές ή
κινηµατογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη µηχανική
απεικόνιση (άρθρο 447 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 41 παρ. 1 του
Ν 3994/2011). Εφόσον το ιδιωτικό έγγραφο αποδεικνύει µόνο εις βάρος του εκδότη,
περιέχει εξώδικη οµολογία, οπότε εκτιµάται ελεύθερα κατά το άρθρο 352 παρ. 2
ΚΠολΔ.
• Αποδεικτική δύναµη κυρωµένου αντιγράφου. Κατά τη διάταξη του άρθρου
449 ΚΠολΔ, αντίγραφο την ακρίβεια του οποίου βεβαιώνει αρµόδιος υπάλληλος,
έχει αποδεικτική δύναµη ίση µε το πρωτότυπο (ΕφΑθ 10172/2002 ΕλλΔνη 46. 208,
ΕφΑθ 13547/1995 ΠοινΧρ 1996. 105), εφόσον δεν προσβάλλεται ως πλαστό (438
ΚΠολΔ). Φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναµη ίση προς
το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο αρµόδιο για την
έκδοση αντιγράφου (ΑΠ 1579/2005 ΕλλΔνη 2008. 752, ΕφΘρ 79/2003 ΕλλΔνη 47.
1105) (κατά συνέπεια διάδικος δεν µπορεί να εκδώσει κυρωµένο αντίγραφο, αφού ο
νόµος απαιτεί την ιδιότητα του δηµοσίου υπαλλήλου και ειδικός νόµος σε κάθε
περίπτωση ορίζει ποιος είναι ο αρµόδιος προς τούτο υπάλληλος). Τέτοιο αρµόδιο
πρόσωπο είναι και ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Δικηγορικού Κώδικα), για τα έγγραφα
που έχει στην κατοχή του έστω και για ελάχιστο χρόνο.
• Αντίγραφα, φωτογραφίες ή φωτοτυπίες µη επικυρωµένα (απλά
αντίγραφα) δεν έχουν αποδεικτική δύναµη εγγράφου. Έχει κριθεί ότι η
επίδοση αντιγράφου οριστικής αποφάσεως, του οποίου δεν βεβαιώνεται η ακρίβεια
σε σχέση µε το πρωτότυπο από το δικηγόρο που το εξέδωσε, ισούται µε παράλειψη
επιδόσεως και δεν κινεί την προθεσµία του ενδίκου µέσου (ΑΠ 2/1993 ΕλλΔνη 1995.
1084). Τα µη επικυρωµένα αντίγραφα, αν προσκοµίζονται µε νόµιµη χαρτοσήµανση
και η γνησιότητα τους δεν αµφισβητείται, ή εάν αµφισβητηθεί αποδειχθεί η
γνησιότητά τους, µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως τεκµήρια (ΑΠ 1286/2003
ΕλλΔνη 46. 406, ΑΠ 1064/1987, ΕΕΝ 1988. 525).

14
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

9. ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΤΗΤΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


• Γνησιότητα δηµοσίων εγγράφων. Τα δηµόσια έγγραφα είναι γνήσια αν
πραγµατικά προέρχονται από τον δηµόσιο λειτουργό που εµφανίζεται ως εκδότης
τους και αν τα πραγµατικά περιστατικά που αναφέρονται σε αυτά και που φέρονται
ότι έχουν υποπέσει στην άµεση αντίληψη του συντάκτη τους πραγµατικά έχουν
συµβεί ενώπιον του.
• Η γνησιότητα των δηµοσίων εγγράφων είναι αυταπόδεικτη. Τεκµαίρονται
γνήσια ως την προσβολή τους για πλαστότητα (455 ΚΠολΔ). Ανατρέπονται
δηλαδή όχι µε απλή ανταπόδειξη, αλλά µόνο µε την προβολή και απόδειξη
της πλαστότητας τους.
• Γνησιότητα ιδιωτικών εγγράφων. Είναι γνήσια, εάν πραγµατικά εκδόθηκαν
από το πρόσωπο που εµφανίζεται ως εκδότης τους (ΕφΑθ 4587/1977 Αρµ 13. 68) και
δεν αλλοιώθηκε η αρχική µορφή τους. Αντίθετα από τα δηµόσια, τα ιδιωτικά
έγγραφα δεν έχουν αυταπόδεικτη γνησιότητα (τεκµήριο γνησιότητας, ΑΠ
718/2010 ΝοΒ 2010. 2337, ΑΠ 780/1994 ΕλλΔνη 1995. 840). Αν αµφισβητηθεί η
γνησιότητα ιδιωτικών εγγράφων από διάδικο κατά του οποίου προσάγονται, αυτή
πρέπει να αποδειχθεί, ανεξάρτητα αν πρόκειται για έγγραφο που προέρχεται από
εκείνον κατά του οποίου προσάγεται ή από τρίτο ή εάν πρόκειται για έγγραφο που
χρησιµεύει για άµεση ή έµµεση απόδειξη (ΑΠ 310/1996 ΕλλΔνη 1997. 87).
• Απόδειξη. Η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αµφισβητείται, πρέπει
να αποδεικνύεται (Νίκας, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 23, Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 457,
σ. 1759, ΑΠ 780/1994 ΕλλΔνη 1995. 840, ΑΠ 806/1976 ΝοΒ 25. 180) από εκείνον
που το επικαλείται και το προσάγει (457 § 1, ΑΠ 1149/2002 ΕλλΔνη 45. 484, ΕφΠατρ
27/1976 Αρµ 1976. 345), διαφορετικά δεν λαµβάνεται υπόψη ούτε ως τεκµήριο ή µη
πληρούν τους όρους του νόµου αποδεικτικό µέσο (Νίκας, ό.π.). Η απόδειξη είναι
περιττή, αν το έγγραφο του οποίου αµφισβητείται η γνησιότητα είναι προδήλως
τόσο αλλοιωµένο, ώστε το δικαστήριο να µπορεί αµέσως και ασφαλώς να
διαπιστώσει ότι δεν είναι γνήσιο (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 282-283, ΑΠ 578/1993
ΕλλΔνη 1994. 1544). Ο ισχυρισµός του διαδίκου ότι η υπογραφή δεν είναι
γνήσια συνιστά άρνηση. Η αµφισβήτηση της γνησιότητας πρέπει να είναι σαφής,
ρητή και ειδική.

15
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

• Αποδεικτικά µέσα. Η γνησιότητα των ιδιωτικών εγγράφων αποδεικνύεται µε
κάθε αποδεικτικό µέσο (458 ΚΠολΔ). Μπορούν εποµένως να χρησιµοποιηθούν και
µάρτυρες.
• Αντιπαραβολή. Μπορεί ακόµη να γίνει και παραβολή του αµφίβολου εγγράφου µε
άλλα γνήσια που φέρουν την υπογραφή του ίδιου προσώπου (459 ΚΠολΔ). Η
αντιπαραβολή γίνεται µε «αναµφισβητήτως» γνήσια έγγραφα (459 § 2 ΚΠολΔ).
• Βάρος απόδειξης. Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο,
πρέπει να δηλώσει αµέσως, αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της
υπογραφής, αλλιώς θεωρείται ότι διαπιστώθηκε η γνησιότητα του περιεχοµένου
(457 § 2 ΚΠολΔ).
• Συνέπειες αναγνώρισης ή απόδειξης γνησιότητας υπογραφής. Η
αναγνώριση ή απόδειξη γνησιότητας υπογραφής δηµιουργεί αµάχητο τεκµήριο για
τη γνησιότητα του καλυπτόµενου από την υπογραφή περιεχοµένου του εγγράφου
(ΑΠ 1086/2004 ΧρΙΔ 2005. 157, ΑΠ 62/1989 ΕΕΝ 1989. 941), οπότε δυνατή είναι
µόνον η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.
• Πλαστότητα: Βλ. αναλυτικά Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 72 επ.
• Προβολή γνήσιων ιδιωτικών εγγράφων ως πλαστών. Σύµφωνα µε τη διάταξη
του άρθρου 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο, είτε δηµόσιο, είτε ιδιωτικό, µπορεί να
προσβληθεί ως πλαστό, καθόσον ο νόµος περιέχει γενική και χωρίς διακρίσεις
διατύπωση. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στα µεν δηµόσια
έγγραφα τεκµαίρεται η γνησιότητά τους και ο καθ’ ου µπορεί να καταλύσει
τη γνησιότητά τους µόνο µε την προσβολή τους για πλαστότητα. Αντίθετα
στα ιδιωτικά έγγραφα δεν τεκµαίρεται η γνησιότητα τους και αυτός που
τα προσάγει, σε περίπτωση αµφισβήτησης, πρέπει να αποδείξει τη
γνησιότητά τους.
• Πληρεξουσιότητα. Για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού απαιτείται ειδική
πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, εκτός αν έχει υποβληθεί µήνυση για πλαστογραφία
στον εισαγγελέα, οπότε η σχετική ένσταση προβάλλεται και χωρίς ειδική
πληρεξουσιότητα.
• Διαφορές πλαστότητας και γνησιότητας εγγράφων. α) Η προσβολή του
εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται και στο περιεχόµενο του εγγράφου ενώ η
αµφισβήτηση της γνησιότητας µόνο στην υπογραφή. β) Είναι ένσταση ενώ η
αµφισβήτηση γνησιότητας άρνηση (ΑΠ 649/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΤΝΠ ΔΣΑ). γ)

16
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

Προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και µετά την τελεσιδικία της απόφασης (544
αρ. 6 ΚΠολΔ). δ) Απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, ενώ για την αµφισβήτηση της
γνησιότητας αρκεί και γενική (ΑΠ 1273/1998 ΕλλΔνη 1999. 82). ε) Το βάρος
απόδειξης φέρει αυτός που προσβάλλει το έγγραφο, ενώ στην αµφισβήτηση
γνησιότητας αυτός που επικαλείται και προσάγει το έγγραφο (Μπέης, ΠολΔ, υπό
άρθρο 460 παρ. II 2 Ε΄, σ. 1761 και ΑΠ 649/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ
1542/2000 ΕλλΔνη 43. 1458).
• Χρόνος υποβολής εγγράφου ως πλαστού. Ο τρόπος και ο χρόνος προσβολής
ενός εγγράφου ως πλαστού διαφοροποιείται, ανάλογα µε το εάν η πλαστογραφία
αποδίδεται σε ορισµένο πρόσωπο ή όχι (ΑΠ 578/1993 ΕλλΔνη 1994. 1544, 1545): α)
Εάν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισµένο πρόσωπο (δηλαδή κατονοµάζεται ο
πλαστογράφος), µπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης και β) Εάν η
πλαστογραφία δεν αποδίδεται σε ορισµένο πρόσωπο, µπορεί να προταθεί µόνο κατ’
ένσταση και υπό τους περιορισµούς των διατάξεων των άρθρων (269 ΚΠολΔ, πλέον
βλ. άρθρο 237 ΚΠολΔ για την τακτική διαδικασία και 591 ΚΠολΔ για τις ειδικές) και
527.
• Αγωγή κήρυξης πλαστότητας. Η αγωγή περί πλαστότητας είναι αναγνωριστική
(ΠΠρΑθ 14566/1975 ΕλλΔνη 1980. 736, ΜΠρΘεσ 654/1976 Αρµ 1977. 473), κατ’
εξαίρεση όµως από τον κανόνα, έχει ως αίτηµα την αναγνώριση της πλαστότητας,
που αποτελεί πραγµατικό γεγονός και όχι έννοµη σχέση (ΠΠρΑθ 14566/1975
ΕλλΔνη 1980, 763).
• Προαπόδειξη πλαστότητας. Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ,
εκείνος που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό, πρέπει να προσάγει ταυτόχρονα τα
έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονοµαστικά τους
µάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά µέσα (ΕφΘεσ 394/2009 Αρµ 2010. 1337). Ο
ισχυρισµός για πλαστότητα είναι απαράδεκτος, αν δεν συνοδεύεται από την
ταυτόχρονη προσαγωγή των εγγράφων και την επίκληση των άλλων αποδεικτικών
µέσων.
10. ΚΤΗΣΗ ΒΕΒΑΙΑΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
• Με τη βέβαιη χρονολογία ενός εγγράφου βεβαιώνεται η σύνταξή του πριν από ένα
ορισµένο χρονικό σηµείο και όχι µετά.
• Τα δηµόσια έγγραφα έχουν βέβαιη χρονολογία όχι µόνο µεταξύ αυτών που
συνέπραξαν στη σύνταξή τους, αλλά και έναντι των τρίτων έως την προσβολή τους

17
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

για πλαστότητα, διότι το γεγονός του χρόνου σύνταξής τους είναι από εκείνα που
υποπίπτουν στην άµεση αντίληψη του συντάκτη τους δηµόσιου υπαλλήλου ή
λειτουργού (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 296, Κεραµεύς, ΕρµΚΠολΔ, άρθρο 446, σ. 802-
803, Ράµµος, ό.π., σ. 903, Κοροτζής, Η έγγραφη απόδειξη (1986), σ. 56-57, ΑΠ
93/2007 ΝοΒ 55. 1347, ΕλλΔνη 48. 1932, ΕφΠειρ 1136/1981, ΠειρΝ 1981. 302, 304).
• Κτήση βέβαιης χρονολογίας από ιδιωτικό έγγραφο. Οι τρόποι κτήσης
βέβαιης χρονολογίας αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 446
ΚΠολΔ, διότι σε αυτή χρησιµοποιείται το στερητικό µόριο «µόνο», δηλωτικό του
περιοριστικού χαρακτήρα της απαρίθµησης (ΕφΔωδ 213/2006 ΕφΑδ 2008. 288).
Ειδικότερα: α) Η θεώρηση από συµβολαιογράφο (ΑΠ 1482/1996 ΕλλΔνη 1997.
602). β) Η θεώρηση από αρµόδιο κατά το νόµο υπάλληλο (π.χ. υπάλληλο της
γραµµατείας των δικαστηρίων για τις προτάσεις, ΜΠρΣυρ 143/1971 ΑρχΝ 1972. 82),
της εισαγγελίας, υπουργείου, νοµαρχίας, οικονοµικής εφορίας (π.χ. µισθωτηρίου,
ΠΠρΚω 107/1988 ΕλλΔνη 1989. 380) ή αστυνοµικό υπάλληλο (θεώρηση του
γνησίου της υπογραφής). γ) Αν το περιεχόµενο του ιδιωτικού εγγράφου αναφέρεται
κατά τα ουσιώδη του σηµεία σε δηµόσιο έγγραφο (π.χ. έκθεση επιδόσεως), οπότε το
ιδιωτικό έγγραφο αποκτά ως βέβαιη χρονολογία τη χρονολογία του αναφερόντος
δηµοσίου εγγράφου. δ) Αν ένας από τους εκδότες απεβίωσε, οπότε το έγγραφο
αποκτά ως βέβαιη χρονολογία την ηµέρα του θανάτου του και ε) Αν µεσολάβησε
γεγονός, το οποίο κατ’ ανάλογο τρόπο καθιστά βέβαιη τη χρονολογία του εγγράφου,
δηλαδή γεγονός που καθιστά αδύνατη τη διαφορετική χρονολογία του εγγράφου,
και µάλιστα την προχρονολόγησή του (ΕφΠειρ 1136/1981 ΠειρΝ 1981, 302. 304),
π.χ. παράλυση ή αποκοπή των χεριών του εκδότη, οπότε το ιδιωτικό έγγραφο
αποκτά βέβαιη χρονολογία από την ηµέρα που συνέβη το γεγονός αυτό (ΕιρΛαµίας
109/2007 ΑρχΝ 2007. 474). Στις προαναφερόµενες περιπτώσεις η χρονολογία του
ιδιωτικού εγγράφου, έχει ως αφετηρία το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα
γεγονότα.
• Αµφισβήτηση βέβαιης χρονολογίας. Το αβέβαιο της χρονολογίας ιδιωτικού
εγγράφου έναντι τρίτων δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Απόδειξη
για τη χρονολογία του εγγράφου διεξάγεται µόνο όταν ο τρίτος, κατά του οποίου
προσκοµίζεται το έγγραφο, αµφισβητεί τη χρονολογία και έχει έννοµο συµφέρον. Ο
σχετικός ισχυρισµός δεν αποτελεί ένσταση πλαστότητας (ΑΠ 1754/2007 ΕλλΔνη 48.
1393, ΑΠ 867/1992 ΕΕΝ 1993. 606). Ο εκδότης όµως του εγγράφου και οι προς

18
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

αυτόν ταυτιζόµενοι, αν ισχυρίζονται ότι η χρονολογία του εγγράφου είναι αναληθής,
φέρουν το βάρος αποδείξεως, διότι και η χρονολογία αποτελεί περιεχόµενο του
εγγράφου καλυπτόµενο από την ουσιαστική αποδεικτική δύναµη του άρθρου 445
ΚΠολΔ (ΕιρΛαµίας 109/2007 ΑρχΝ 2007. 474).

11. ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ


• Προϋποθέσεις υποχρέωσης επιδείξεως εγγράφων. Η εφαρµογή των
διατάξεων των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ για την επίδειξη εγγράφων εκτείνεται στην
περίπτωση που η ανάγκη επίδειξης αυτών ανακύπτει στη διάρκεια εκκρεµούς δίκης.
Οι προϋποθέσεις είναι οι εξής: α) Υποβολή αιτήµατος έως την (πρώτη) συζήτηση
στον πρώτο βαθµό (για τη νέα τακτική διαδικασία βλ. άρθρο 237 § 1). Η επίδειξη
µπορεί να ζητηθεί και µε την έφεση (ΑΠ 414/2016, ΝΟΜΟΣ) β) Ο αιτών πρέπει να
έχει έννοµο συµφέρον για την επίδειξη. Το έννοµο συµφέρον συνδέεται βασικά µε
την κατωτέρω υπό ε΄ προσφορότητα του εγγράφου. γ) Ο καθ’ ου η αίτηση ή ο τρίτος
να κατέχει το έγγραφο (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995. 195, 196) κατά τον χρόνο δίκης.
Στην περίπτωση που αµφισβητηθεί η κατοχή, πρέπει αυτή να αποδειχθεί από τον
αιτούντα. δ) Προσδιορισµός του περιεχοµένου του. ε) Το έγγραφο να είναι
πρόσφορο για την άµεση ή έµµεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισµού.
• Περιπτώσεις υποχρεωτικής επίδειξης εγγράφων. Η πρώτη περίπτωση του
άρθρου 450 § 1 αφορά το διάδικο, ο οποίος υποχρεούται σε επίδειξη των
εγγράφων που χρησιµοποίησε και ενδεχοµένως µετά απέσυρε ή που επικαλέσθηκε
στη δίκη χωρίς να προσκοµίσει. Η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 450 § 2 που
πρακτικά είναι πολύ πιο σηµαντική, αφορά τόσο το διάδικο, όσο και τον τρίτο.
Αναφέρεται στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά κατέχουν έγγραφα, τα οποία
µπορούν να χρησιµεύσουν για απόδειξη.
• Άρνηση επίδειξης. Ο υπόχρεος διάδικος προς επίδειξη εγγράφων που
χρησιµοποίησε ήδη ή επικαλέσθηκε στη δίκη δεν έχει δικαίωµα να προβάλει
οποιονδήποτε λόγο αρνήσεως. Αντίθετα η γενική υποχρέωση των διαδίκων ή των
τρίτων (Γεσίου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 304) να επιδείξουν τα έγγραφα, τα οποία µπορούν
να χρησιµεύσουν για απόδειξη, τελεί υπό την επιφύλαξη της µη συνδροµής
σπουδαίου λόγου που θα δικαιολογούσε τη µη επίδειξή τους. Ο σπουδαίος λόγος
(Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 450, 1754, Ράµµος, ό.π., 913, ΑΠ 781/1974 ΝοΒ 1975. 328),
ως αόριστη νοµική έννοια, διευκρινίζεται από τον ίδιο το νόµο (450 § 2 εδ. β΄) µε την

19
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

εξήγηση ότι τέτοιος λόγος συντρέχει «ιδία» στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται
άρνηση µαρτυρίας. Προκύπτει λοιπόν ότι νόµιµο λόγο αρνήσεως επιδείξεως
συνιστούν πρώτα ο κίνδυνος ποινικής ευθύνης ή προσβολής της τιµής του κατόχου
του εγγράφου ή στενών συγγενών του ή η ύπαρξη επαγγελµατικού ή καλλιτεχνικού
απορρήτου. Αποτελεί λόγο αρνήσεως η διαφύλαξη του απορρήτου πληροφοριών
σχετικών µε τραπεζικά δάνεια ή πιστώσεις (ΕφΑθ 1483/1976, ΝοΒ 1976. 444),
εµπιστευτικών εισηγήσεων ή προτάσεων περί της σκοπιµότητας ενεργειών που
γίνονται από υπαλλήλους ΝΠ προς όργανά του (ΜΠρΑθ 14918/1970 ΝοΒ 1971, 491.
492) ή του φορολογικού απορρήτου, και µάλιστα ανεξαρτήτως αν το αίτηµα
επιδείξεως απευθύνεται κατά της φορολογικής αρχής ή του αντίδικου
φορολογουµένου (ΑΠ 567/1995 ΕΕΝ 1996. 497).
• Σχέση της διάταξης του άρθρου 450 ΚΠολΔ µε τις διατάξεις των άρθρων
902 και 903 ΑΚ. Εκτός από τα άρθρα 901-903 ΑΚ, υπάρχουν και οι διατάξεις των
άρθρων 450-452 του ΚΠλοΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων. Οι
τελευταίες αυτές διατάξεις δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι
ειδικότερες και ρυθµίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή των τρίτων προς επίδειξη
κατά τη διάρκεια εκκρεµούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να
χρησιµεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι
περιορισµοί που αναφέρονται σε αυτές ως προς τη δηµιουργία της αξιώσεως για
επίδειξη, εφαρµόζονται µόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεµής δίκη. Στην
περίπτωση άσκησης της αγωγής αυτοτελώς στο πλαίσιο του άρθρου 902 ΑΚ καθ’
ύλην αρµόδιο είναι πάντοτε το πολυµελές πρωτοδικείο ως δικαστήριο γενικής
αρµοδιότητας (άρθρο 18 ΚΠολΔ) (Βλ. Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 64, υποσηµ.
223. Βλ. επίσης σε γενικότερη βάση Κρουσταλάκη, Δ 1. 648 και
Δεληκωστόπουλο/Σινανιώτη, ΕρµΚΠολΔ, τόµ. Α’, 1968, υπό άρθρο 18, σ. 75,
ΜΠρΑθ 14918/1970 ΝοΒ 1971. 491),
• Αίτηση επίδειξης εγγράφων. Η αξίωση προς επίδειξη εγγράφων, στα πλαίσια
εκκρεµούς δίκης, δύναται να ζητηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 451 § 1 ΚΠολΔ,
µε παρεµπίπτουσα αγωγή, στην περίπτωση που υπόχρεος προς επίδειξη
είναι τρίτος, δηλαδή πρόσωπο που είναι αµέτοχο της κύριας δίκης ή και µε τις
προτάσεις, αν υπόχρεος προς τούτο είναι ο αντίδικος του διαδίκου, οι οποίες επίσης
πρέπει να περιέχουν όλα τα στοιχεία της αγωγής για το ορισµένο αυτής. Όπου δεν
είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων µπορεί η επίδειξη εγγράφου να ζητηθεί

20
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

και µε προφορική δήλωση, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά του δικαστηρίου
(πλέον µόνο στις υποθέσεις των µικροδιαφορών, βλ. άρθρο 115 § 3).
• Η αίτηση επιδείξεως εγγράφου κατά τρίτου υποβάλλεται µόνον µε
παρεµπίπτουσα αγωγή (282-285 ΚΠολΔ), ενώ κατά του αντιδίκου µε
παρεµπίπτουσα αγωγή ή µε τις προτάσεις (451 § 1 ΚΠολΔ) ή και µε το δικόγραφο
της εφέσεως καθώς και µε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων εφέσεως.
• Το αίτηµα επιδείξεως υποβάλλεται από κάθε διάδικο σε κάθε στάση της
πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας δίκης, το ίδιο δε συµβαίνει και µε την
παρεµπίπτουσα αγωγή. Η παρεµπίπτουσα αγωγή κατά του τρίτου µπορεί να ενωθεί
και µε το δικόγραφο της κύριας αγωγής. Αν υποβληθεί µε αυτοτελές δικόγραφο,
µπορεί να συνεκδικασθεί µε την κύρια αγωγή.
• Διαδικασία και αρµοδιότητα. Ως προς τη διαδικασία η συζήτηση και η απόδειξη
γίνονται κατά τις γενικές διατάξεις (451 § 2 ΚΠολΔ), δηλαδή ακολουθείται η τακτική
διαδικασία αποδείξεως και δεν αρκεί πιθανολόγηση, αλλ’ απαιτείται πλήρης
απόδειξη των σχετικών ορισµών (Σινανιώτης, ΕρµΚΠολΔ, τόµ. Γ’, 1974, υπό άρθρο
451, σ. 356-357 και Σταυρόπουλος, ΕρµΚΠολΔ, 1969, υπό άρθρο 468 (451), σ. 646,
3α). Αρµόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το δικαστήριο
της κυρίας δίκης (Σινανιώτης, ό.π., υπό άρθρο 451, σ. 357). Για την εκδίκηση της
παρεµπίπτουσας αγωγής προς επίδειξη, είτα αυτή στρέφεται κατά του αντιδίκου της
κύριας δίκης είτε κατά τρίτου, αποκλειστικώς αρµόδιο λόγω συνάφειας είναι το
δικαστήριο στο οποίο εκκρεµεί η αγωγή (ΜΠρΘεσ 8620/2006 Αρµ 2006. 1257).
• Χρόνος υποβολής αίτησης ή αγωγής για επίδειξη εγγράφου. Η αίτηση ή η
αγωγή για επίδειξη µπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και µάλιστα το
πρώτον και ενώπιον του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου.
• Περιεχόµενο αίτησης επίδειξης εγγράφου. Η αίτηση διαδίκου µε την οποία
ζητείται από το δικαστήριο να διατάξει την, από τον αντίδικο του αιτούντος ή τον
τρίτο, επίδειξη εγγράφου, για να είναι παραδεκτή και σύννοµη, προϋπόθεση έχει την
επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικό του ή τον τρίτο, τον σαφή
προσδιορισµό του περιεχοµένου του εγγράφου που είναι πρόσφορο προς απόδειξη
(άµεση ή έµµεση) λυσιτελούς ισχυρισµού του αιτούντος ή ανταπόδειξη που
αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισµό (ΑΠ 1771/1988 ΕΕΝ 1989. 850).
• Αγωγή περί επιδείξεως εγγράφων. Για το ορισµένο περί αγωγής επιδείξεως
εγγράφων, πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του

21
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

αντιδίκου (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995. 195, 196, ΑΠ 1073/1973 ΝοΒ 1974. 758) και β)
να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει µε ακρίβεια το περιεχόµενό του
(Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309, ΑΠ 1565/1998 ΔΕΕ 1999. 491, ΑΠ 291/1993
ΕλλΔνη 1994. 1299, 1300).
• Συντηρητική απόδειξη. Η επίδειξη εγγράφου µπορεί να ζητηθεί και µε αίτηση
συντηρητικής απόδειξης (437 ΚΠολΔ) (Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 308-309). Και στην
περίπτωση αυτή η βασιµότητα της αίτησης κρίνεται κατά τη διάταξη του άρθρου
450 ΚΠολΔ και όχι εκείνης του άρθρου 902 ΑΚ.
• Βάρος απόδειξης. Το βάρος απόδειξης µε την υποβολή αίτησης επίδειξης
εγγράφου φέρει ο διάδικος που ζητεί την επίδειξη, ο οποίος και βαρύνεται µε
την απόδειξη της συνδροµής των προϋποθέσεων του νόµου για την επίδειξη του
εγγράφου (ΑΠ 1254/1983 Δ 15. 399).
• Εκτέλεση απόφασης επιδείξεως εγγράφων. Σύµφωνα µε το άρθρο 452 παρ. 1
ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις
διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που
συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγµατος ή την ενέργεια πράξης.
Τέτοιες είναι αυτές των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασµό των οποίων
σαφώς προκύπτει ότι το αντικείµενο της εκτελέσεως πρέπει να είναι εντελώς
εξατοµικευµένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005 ΕλλΔνη 2008.
157).
• Πιο συγκεκριµένα η απόφαση που διατάσσει τον καθ’ ου να επιδείξει συγκεκριµένο
έγγραφο, εκτελείται αναγκαστικά, όπως εκτελούνται οι αποφάσεις που
διατάσσουν παράδοση ή απόδοση κινητού πράγµατος (941) ή ενέργεια
πράξεως (946) ( βλ. αναλυτικά Νίκα, ΠολΔ ΙΙ, 2005, § 85, αρ. 70 επ.). Ο δικαιούχος
έχει εποµένως το δικαίωµα να επιλέξει τον δρόµο της άµεσης εκτελέσεως,
αφαιρώντας το έγγραφο µέσω του δικαστικού επιµελητή (941) ή της έµµεσης
εκτελέσεως (946), που προϋποθέτει, όµως, ότι το δικαστήριο απάγγειλλε ήδη
χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση σε βάρος του υποχρέου για την
περίπτωση, που δεν επιδείξει το κρίσιµο έγγραφο µέσα σε ορισµένη προθεσµία.
• Η απόφαση που καταδικάζει σε επίδειξη τον αντίδικο του αιτούντος θα ήταν ευχής
έργο να εκτελείται αµέσως ως διαταγή κατά το άρθρο 904 § 2 περ. ζ, ενώ και εκείνη
που καταδικάζει τρίτο σε επίδειξη σκόπιµο είναι να κηρύσσεται προσωρινώς
εκτελεστή. Εύλογα διατυπώνονται όµως αντιρρήσεις κατά της εκδοχής αυτής. Η

22
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

καταδίκη του αντιδίκου ή του τρίτου γίνεται µε τους κανόνες της κύριας δίκης και
δεν µπορεί να γίνει (ιδίως όταν απειλείται και προσωπική κράτηση) µε απλή διαταγή
αλλά µε δικαστική απόφαση. Για την επίσπευση εκτελέσεως απαιτείται
εποµένως τελεσίδικη ή προσωρινώς εκτελεστή απόφαση. Έτσι όµως
µαταιώνεται ουσιαστικά η επίδειξη και ο επώνυµος θεσµός, όπως διασκευάζεται στα
άρθρα 450 επ., αποβαίνει µάλλον άχρηστος. Μοιραία η επίδειξη εγγράφων
επιζητείται µέσω των ασφαλιστικών µέτρων. Αν από την εκτέλεση της αποφάσεως
δεν καταστεί δυνατή η ικανοποίηση του δικαιώµατος προς επίδειξη, παραµένει
ανοικτό το θέµα της αποζηµιώσεως του δικαιούχου κατά τις διατάξεις του
ουσιαστικού δικαίου (948).
• Σε περίπτωση αρνήσεως του υποχρέου να επιδείξει το κρίσιµο έγγραφο, το
δικαστήριο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια να κρίνει ελεύθερα, αν το αποδεικτέο
γεγονός αποδείχθηκε ή όχι (452 § 2 ΚΠολΔ σε συνδ. µε άρθρ. 366). Συναγωγή
σιωπηρής οµολογίας από την άρνηση επιδείξεως δεν µπορεί να αποκλεισθεί.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
• Νίκας, Πολιτική Δικονοµία ΙΙ, 2005, § 85 επ., σ. 498 επ.
• Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονοµίας, Ερµηνεία κατ’ άρθρο, 5η εκδ. 2017,
άρθρα 432 επ., σ. 1107 επ.
• Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ εκδ., 2011, § 18, σ. 281 επ.
• Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, 3η εκδ., 1986, § 17 επ., σ. 271 επ.

SMS ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ: Η ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. ΠΠΡΘΕΣ 3256/2015


Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά µε την επίκληση και προσκόµιση
µηνυµάτων SMS εξέδωσε το Πολυµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Συγκεκριµένα, το
δικαστήριο έκρινε ότι τα µηνύµατα SMS δεν µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως αποδεικτικό
υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση του συνταγµατικού
δικαιώµατος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώµατος στο απόρρητο της επικοινωνίας.

Η απόφαση ΠΠρΘεσ 3256/2015

23
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

Κατά το άρθρο 444 § 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές
ή κινηµατογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη µηχανική απεικόνιση,
συνεπώς και οι µαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια µορφή της φωνοληψίας.
Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου µηχανική απεικόνιση, είναι και κάθε µέσο το οποίο
χρησιµοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή µνήµη υπολογιστή, µε ηλεκτρονικό,
µαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων,
που δεν µπορούν να διαβαστούν άµεσα, όπως επίσης και κάθε µαγνητικό, ηλεκτρονικό ή
άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύµβολο ή ήχος,
αυτοτελώς ή σε συνδυασµό, εφόσον τα µέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι
πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννοµη σηµασία.
Κατά τη θεµελιώδη, όµως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγµατος «ο σεβασµός και η
προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
Στην προστατευόµενη από το Σύνταγµα και µάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου
περιλαµβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού µέσω και αυτής εκφράζεται και
πραγµατώνεται η αξία του ανθρώπου.
Η συνταγµατική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β΄
του Συντάγµατος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόµου είναι
απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι «το απόρρητο
των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο
τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόµος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική
αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση
ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων».
Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται µεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας, είναι, όµως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή
επικοινωνίας ως συνταγµατικάπροστατευόµενο έννοµο αγαθό.
Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθµιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής
Συµβάσεως για τα Δικαιώµατα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε µε το ν.δ.
53/1974 και έχει υπερνοµοθετική ισχύ, σύµφωνα µε το άρθρο 28 § 1 του Συντάγµατος,
Εφόσον αποδεικτικό µέσο αποτελεί δέσµευση και περιορισµό στην ελεύθερη άσκηση της
επικοινωνίας, είναι συνταγµατικά απαγορευµένο αποδεικτικό µέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιµοποιηθεί σε πολιτική δίκη.
Πράγµατι, η απονοµή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιµήµατος.
Η αντίθετη άποψη θα µπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης
αποδεικτικού µέσου για ενδεχόµενα δικαιώµατα– στη γενίκευση της χρήσης π.χ.

24
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

µαγνητοφώνων από τους συνοµιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν
χωρίς τη συναίνεση τους.
Κατ’ αυτόν, όµως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο
καθένας θα ζούσε µε το καταθλιπτικό συναίσθηµα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω,
έκφραση του, στα πλαίσια µιας ιδιωτικής συζήτησης, θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί στη
συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό µέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο
µάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά µέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του
περιεχοµένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο
να διαγνωσθούν.
Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού µέσου) η
προπαρατεθείσα, συνταγµατικής ισχύος, ρύθµιση θα είχε περιορισµένη
αποτελεσµατικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που
προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγµατικής ισχύος, κανόνα
της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών µέσων ισχύει µόνο χάριν της προστασίας
συνταγµατικά υπέρτερων έννοµων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη
εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόµενη τυχόν µε διάταξη κοινού νόµου, όπως
είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το µέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της
προστασίας συνταγµατικά υπέρτερου έννοµου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374,
ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 2007. 2390).
Κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005
«Διαδικασίες-εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του», το οποίο
εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003: «1. Τα συγκεκριµένα στοιχεία
επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται µία διάταξη άρσης του απορρήτου
εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ.
Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριµένου φυσικού ή νοµικού προσώπου, που είναι
συνδροµητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν
να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριµένα στοιχεία εισερχόµενων και απερχόµενων κλήσεων.
αα. Καλών και καλούµενος αριθµός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις. ββ. Καλών και
καλούµενος συνδροµητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις. γγ. Ώρα έναρξης και
ώρα λήξης της επικοινωνίας. δδ. Γεωγραφικός εντοπισµός καλούντος και καλούµενου (στις
κινητές επικοινωνίες) είτε οµιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε
πραγµατοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόµενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)
…».

25
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
Π. ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ, LL.M.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ

Στην ένδικη περίπτωση αµφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν
πλήθος αποτυπώσεων µηνυµάτων SMS, είτε σε εκτυπωµένο κείµενο είτε σε
φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου, χωρίς κανένας
από αυτούς να επικαλείται και να προσκοµίζει συγκεκριµένη εισαγγελική ή
ανακριτική διάταξη ή βούλευµα δικαστικού συµβουλίου επιτρεπτικό µιας τέτοιας
αποτύπωσης, δεδοµένου ότι κατά το παραπάνω άρθρο του 4 του π.δ. 47/2005 το κείµενο
των µηνυµάτων αυτών, ως περιεχόµενο της εν λόγω µορφής τηλεφωνικής επικοινωνίας,
εµπίπτει στα προστατευόµενα από το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία.
Αυτή η χωρίς τις νόµιµες προϋποθέσεις αποτύπωση (εξωτερίκευση) των κειµένων αυτών
και αποδεικτική χρήση τους σε υπόθεση που δεν αφορά απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν
µπορεί να γίνει ανεκτή, όχι µόνο κατά το γράµµα των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την
προαναφερόµενη ratio απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησής τους, και ως εκ τούτου,
καµία από τις προσκοµιζόµενες αποτυπώσεις κειµένου SMS δεν µπορεί νασυναξιολογηθεί
αποδεικτικά, καθώς αυτές συνιστούν απαγορευµένα αποδεικτικά µέσα.
Σχόλιο
Όπως επισηµαίνει ο καθηγητής Νοµικής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσ/νίκης,
κύριος Ιωάννης Ιγγλεζάκης, η παραπάνω απόφαση θεωρεί ότι τα µηνύµατα SMS δεν
µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως
συνέπεια την παραβίαση του συνταγµατικού δικαιώµατος στην ιδιωτική ζωή και του
δικαιώµατος στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρα 9 § 1 εδ. β' και 19 του Συντάγµατος),
καθώς της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Σύµφωνα µε τον κύριο Ιγγλεζάκη, είναι εξαιρετικά θετικό το ότι το δικαστήριο εφαρµόζει
τη διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 47/2005 βάσει της οποίας το περιεχόµενο των µηνυµάτων
SMS αποτελούν περιεχόµενο τηλεφωνικής επικοινωνίας και ως τέτοιο, η αποκάλυψή τους
προϋποθέτει να έχει γίνει άρση απορρήτου.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση κατέληξε στην κρίση περί µη αξιοποίησης του εν λόγω
αποδεικτού υλικού, δίχως να έχει προηγηθεί ένσταση ή άλλος ισχυρισµός από έναν από τους
διαδίκους, αλλά κρίνει ότι το κύρος των αποδεικτικών µέσων κρίνεται αυτεπάγγελτα από το
Δικαστήριο. Αυτό, βεβαίως, ισχυροποιεί έτι περαιτέρω την προστασία του απορρήτου των
επικοινωνιών και τον κανόνα της απαγόρευσης χρήσης παράνοµων αποδεικτικών µέσων.

26

You might also like