You are on page 1of 19

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΗΣ ΕΣΔΑ

Άρθρο 1 ΕΣΔΑ
Tα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο εντός της δικαιοδοσίας τους
απολαμβάνει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται από τον Τίτλο Ι της παρούσας Σύμβασης.

Το άρθρο 1 της ΕΣΔΑ οριοθετεί α) το πεδίο εφαρμογής όλων των ουσιαστικών δικαιωμάτων και
θεμελιωδών ελευθεριών της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της // β) την αρμοδιότητα των οργάνων
της ΕΣΔΑ και ειδικότερα του Δικαστηρίου.

Η έννοια της ‘δικαιοδοσίας’ αφορά το πεδίο εφαρμογής της ΕΣΔΑ και μπορεί να είναι:
 ratione personae  το Κράτος ασκεί δικαιοδοσία όχι μόνο στους πολίτες του, αλλά και σε
ανιθαγενείς, αλλοδαπούς και νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στην επικράτειά του => τα
προστατευόμενα δικαιώματα τυγχάνουν γενικής εφαρμογής
 ratione loci  οι διεθνείς συμβάσεις παράγουν τα αποτελέσματά τους εντός των ορίων της
επικράτειας κάθε συμβαλλόμενου μέρους, ενώ εφαρμόζονται –επίσης- σε σχέση με πράξεις ή
παραλείψεις οργάνων του Κράτους που λαμβάνουν χώρα εκτός των ορίων της επικράτειάς του.
Ο καταλογισμός μιας πράξης ή παράλειψης στο Κράτος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεθνή του
ευθύνη, αλλά –συγχρόνως- συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας.

Το δικαστήριο εξετάζει αν το κράτος, κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή, ασκεί ουσιαστική
(=αποτελεσματική) δικαιοδοσία επί του προσώπου.

Υπαγωγή στη δικαιοδοσία των κρατών-μελών:


 Ιθαγένεια  αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς δεσμούς ατόμου- κράτους και πρέπει να
είναι πραγματικός)
 Άτομα εντός εδαφικής επικράτειας

Άρθρο 2 ΕΣΔΑ - Το δικαίωμα στη ζωή


1. Το δικαίωμα κάθε προσώπου* στη ζωή προστατεύεται από τον νόμο. Σε κανένα πρόσωπο δεν
επιβάλλεται στέρηση της ζωής του με την εξαίρεση της εκτέλεσης δικαστικής ποινής λόγω τη καταδίκης
του για έγκλημα που ο νόμος τιμωρεί με θάνατο.
2. Η στέρηση της ζωής δεν θεωρείται ότι παραβιάζει το παρόν Άρθρο όταν αποτελεί επακόλουθο χρήσης
βίας που είναι απολύτως αναγκαία για:
(α) την υπεράσπιση κάθε προσώπου από παράνομη βία,
(β) να επιτευχθεί νόμιμη σύλληψη ή να αποτραπεί η δραπέτευση προσώπου που κρατείται νόμιμα,
(γ) νόμιμες πράξεις καταστολής στάσης ή ανταρσίας.
* ΠΡΟΣΟΧΗ! Δεν παρέχεται προστασία στο κυοφορούμενο, αλλά μόνο στη μητέρα.

Το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει την αξία της ζωής, την οποία τα κράτη οφείλουν να προστατεύουν,
απέχοντας από κάθε πράξη που θα μπορούσε να προκαλέσει σκόπιμα και παράνομα το θάνατο ενός
προσώπου. Επιβάλλονται, όμως, και θετικές υποχρεώσεις στο Κράτος:

 υιοθέτηση και (αποτελεσματική) εφαρμογή κατάλληλου νομικού και διοικητικού πλαισίου,


προκειμένου να προλαμβάνει, να καταστέλλει και να τιμωρεί τις παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή·

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 1


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία της ζωής από δραστηριότητες –εγκληματικές ή
όχι- τρίτου, από πράξεις ή παραλείψεις του ίδιου του κράτους, από πράξεις του φορέα του δικαιώματος
και από άλλου είδους καταστάσεις, όπως φυσικές καταστροφές·
 οργάνωση και σχεδιασμός των επιχειρήσεων της αστυνομίας και επιχειρήσεων διάσωσης,
ώστε να αποτρέπεται η αυθαιρεσία και η κατάχρηση βίας => η επιχείρηση των κρατικών οργάνων πρέπει
να έχει προετοιμαστεί και να έχει τεθεί υπό έλεγχο από τις αρχές, προκειμένου να μειώνεται στο ελάχιστο
δυνατό η προσφυγή στη θανατηφόρο βία.

Το Δικαστήριο προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων προστασίας της ζωής από τρίτους ή
από κίνδυνο προερχόμενο από ασθένεια ή φυσική/άλλη καταστροφή από τη μια μεριά, και των
περιπτώσεων μη θανατηφόρου χρήσης βίας από όργανα του κράτους από την άλλη. Η πρώτη κατηγορία
εξετάζεται υπό το φως του άρθρου 2, ενώ η δεύτερη από το άρθρο 3.

Στην πραγματικότητα, η §1 είναι άχρηστη, διότι έχει καταργηθεί η θανατική ποινή από όλους τους
ποινικούς κώδικες.

Αναφορικά με την §2, στο πλαίσιο της εκτίμησης της αναγκαιότητας της προσφυγής στη θανατηφόρο βία
δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο η πρόθεση· η χρησιμοποιούμενη βία πρέπει να είναι αυστηρώς ανάλογη
προς τους σκοπούς της εν λόγω παραγράφου. Σημειώνεται, επίσης, ότι η χρήση βίας δικαιολογείται, όταν
θεμελιώνεται σε μια ‘ειλικρινή πεποίθηση’ του κρατικού οργάνου, η οποία θεωρείται –για θεμιτούς
λόγους- ως αποδεκτή τη στιγμή των γεγονότων, αλλά η οποία στη συνέχεια μπορεί να αποδειχθεί
λανθασμένη.

Νομολογία ΕΔΔΑ:
 Αστυνομική χρήση βίας > Αστυνομία, στρατός, ιδιωτική αστυνομία (ευθύνη λόγω θετικών
υποχρεώσεων κράτους· όλα τα όργανα που δρουν υπό την εξουσία του πρέπει να συμμορφώνονται).
Όμως δεν υπάρχει μόνο η ουσιαστική αλλά και η δικονομική πλευρά. Το κράτος, εφόσον αναγνωρίσει
πρόβλημα ακόμα και σπανιότερα, σε μη θανατηφόρα χρήση βίας, οφείλει να εξετάσει εάν η επιχείρηση
οργανώθηκε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της σύμβασης.
 Πρόληψη καταστροφών > Θάνατος, ακρωτηριασμοί βαριές σωματικές βλάβες από φυσικά
φαινόμενα.
 Ένοπλες συρράξεις (βίαιες εξαφανίσεις) > Εδώ το δικαστήριο καλείται να εξετάσει αν η χρήση
βίας είναι νόμιμη. Συνήθως η ατομική προσφυγή είναι συνεπεία πολλών ομοειδών προσφυγών. Σε
τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν διαφορετικά αποδεικτικά στάνταρ και έχουμε αντιστροφή του βάρους
απόδειξης από τον προσφεύγοντα στο κράτος (Τσετσενία, Αρμενία, Κύπρος).
 Ιατρική αμέλεια > Ζητήματα υποχρεωτικής στείρωσης. Εδώ η λογική του ΕΔΔΑ βασίστηκε στο
ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για την υγεία των ατόμων ακόμα και αν πρόκειται για ιδιωτικές
κλινικές. Δηλαδή, οι θετικές υποχρεώσεις δεν περιορίζονται στα όργανα του κράτους, αλλά και στην
επίβλεψη των ιδιωτών (οριζόντια εφαρμογή ΕΔΔΑ για σχέσεις ανάμεσα σε ιδιώτες). Κλασική υπόθεση
 Χ & Υ κατά Ολλανδίας.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 2


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άρθρο 3 ΕΣΔΑ – Απαγόρευση των βασανιστηρίων


Κανένα πρόσωπο δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή
τιμωρία.

Ορισμοί:
Βασανιστήρια είναι κάθε πράξη, με την οποία σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη
επιβάλλονται με πρόθεση σε ένα πρόσωπο, ιδίως με σκοπό να αποκτηθούν από αυτό ή από τρίτο
πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη, να εκφοβιστεί ή να εξαναγκαστεί· ο
πόνος ή η οδύνη πρέπει να επιβάλλονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί με
επίσημη ιδιότητα ή με την υποκίνηση, τη συναίνεση ή την ανοχή του. Δεν περιλαμβάνονται ο πόνος ή η
οδύνη που προέρχονται μόνο από πράξεις που είναι συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις.
Απάνθρωπη ειναι η μεταχείριση όταν η διάρκειά της είναι εσκεμμένα πολύωρη είτε εφόσον
προκάλεσε σωματικές βλάβες/έντονη σωματική ή ψυχική οδύνη· από την άλλη, ως εξευτελιστική
νοείται η μεταχείριση που είναι ικανή να προκαλέσει στα θύματά της αισθήματα φόβου, άγχους και
κατωτερότητας.

Η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης/τιμωρίας είναι


απόλυτη, ακόμη κι όταν πρόκειται για εγκληματίες, για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή άλλου κινδύνου
που απειλεί την επιβίωση του έθνους, καθώς και ανεξαρτήτως από τη συμπεριφορά του ατόμου.

Η ουσιαστική υποχρέωση είναι:


 θετική  οι εθνικές αρχές οφείλουν να προστατεύουν την ακεραιότητα των προσώπων που
στερούνται της ελευθερίας τους και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέπουν την υποβολή
των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους σε κακομεταχείριση (ακόμη κι αν αυτή προέρχεται
από τρίτους, εφόσον οι αρχές το γνώριζαν ή όφειλαν να το γνωρίζουν)
 αρνητική  οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να μην επιβάλλουν κακομεταχείριση στα άτομα
που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.
Τα Κράτη έχουν, όμως, και τη διαδικαστική υποχρέωση να ερευνούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
έλαβε χώρα η ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 3.

Για να εμπίπτει η καταγγελόμενη συμπεριφορά στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 απαιτείται ένας
ελάχιστος βαθμός σοβαρότητας, η εκτίμηση του οποίου είναι σχετική και εξαρτάται κάθε φορά από τα
πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (ιδίως το είδος και τη διάρκεια της μεταχείρισης, από τις
σωματικές ή και τις πνευματικές επιπτώσεις της, καθώς και –ενδεχομένως- από το φύλο, την ηλικία και
την κατάσταση της υγείας του θύματος).

Οι περισσότερες περιπτώσεις που εξετάζει το Δικαστήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 3 αφορούν πράξεις
της αστυνομίας, του Στρατού ή των σωφρονιστικών αρχών· η χρήση βίας γίνεται αποδεκτή σε ορισμένες
πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις (π.χ. για να πραγματοποιηθεί μια σύλληψη), εφόσον είναι απολύτως
απαραίτητη και όχι υπερβολική.
Μάλιστα, το Κράτος υποχρεούται να οργανώσει το σωφρονιστικό του σύστημα κατά τρόπο που να
διασφαλίζει για τους κρατούμενους το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους => να μην
υποβάλλεται σε αγωνία ή δοκιμασία, της οποίας η ένταση υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο οδύνης
που είναι συνυφασμένο με την κράτηση.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 3


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άρθρο 5 ΕΣΔΑ - Δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας


Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα στη προσωπική ελευθερία και ασφάλεια. Κανένα προσωπο δεν
στερείται την ελευθερία του, με την εξαίρεση των παρακάτω περιπτώσεων και σύμφωνα με μια
διαδικασία που περιγράφεται στο νόμο:
(α) η νόμιμη κράτηση προσώπου ύστερα από την καταδίκη του από αρμόδιο δικαστήριο,
(β) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση προσώπου για μη συμμόρφωση με τη νόμιμη εντολή δικαστηρίου, ή
προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση κάθε υποχρέωσης που προβλέπεται από το νόμο,
(γ) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση προσώπου που αποσκοπεί στο να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας
νομικής αρχής, εφόσον υπάρχει η εύλογη υποψία ότι έχει τελέσει ένα αδίκημα η όταν εύλογα θεωρείται
αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί από την νέα τέλεση του αδικήματος ή η διαφυγή του.
(δ) η κράτηση ανηλίκου με νόμιμη διαταγή για σκοπούς εκπαιδευτικής εποπτείας ή η νόμιμη κράτησή
του για να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας νομικής αρχής,
(ε) η νόμιμη κράτηση προσώπων για την αποτροπή της διάδοσης μεταδοτικών νοσημάτων προσώπων με
διανοητικές διαταραχές, αλκοολικών ή τοξικομανών ή αλητών.
(στ) η νόμιμη σύλληψη ή κράτηση ενός προσώπου για να αποτραπεί η μη εξουσιοδοτημένη είσοδός του
στη χώρα ή ενός προσώπου εναντίον του οποίου έχουν κινηθεί διαδικασίες με σκοπό την απέλαση ή την
έκδοσή του.
2. Κάθε πρόσωπο που έχει συλληφθεί πρέπει να ενημερώνεται έγκαιρα, σε γλώσσα που κατανοεί, για
τους λόγους της σύλληψής του και τις τυχόν κατηγορίες εναντίον του.
3. Κάθε πρόσωπο που έχει συλληφθεί ή κρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 (γ) του
παρόντος Άρθρου, οδηγείται άμεσα ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο
να ασκεί δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και έχει δικαίωμα να δικαστεί εντός εύλογου χρόνου ή να αφεθεί
ελεύθερος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Η άφεση μπορεί να προϋποθέτει εγγυήσεις για την
εμφάνιση στη δίκη.
4. Κάθε πρόσωπο που είναι θύμα σύλληψης ή κράτησης κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος
Άρθρου έχει αγώγιμο δικαίωμα αποζημίωσης.
Ο βασικός σκοπός του άρθρου 5 είναι η αποτροπή αυθαίρετων ή αδικαιολόγητων στερήσεων της
ελευθερίας· μάλιστα, η Σύμβαση απαιτεί κάθε μέτρο στέρησης της ελευθερίας να είναι συμβατό με την
προστασία του ατόμου από την αυθαιρεσία. Οι εθνικές αρχές δεν πρέπει να αποκρύπτουν συνειδητά την
πρόθεσή τους να στερήσουν την ελευθερία ενός ανθρώπου, ώστε να μπορεί ο τελευταίος να καταφύγει
στα διαθέσιμα και νόμιμα μέσα για να διατηρήσει την ελευθερία του. Επιπλέον, υφίσταται θετική
υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει την ελευθερία των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία
του.

Για να θεωρηθεί μια περίπτωση ως στέρηση (και όχι απλός περιορισμός) της ελευθερίας, κριτήριο είναι η
συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου, το είδος, η διάρκεια, τα αποτελέσματα και ο τρόπος εφαρμογής
του επίμαχου μέτρου. Άλλωστε, η διαφορά μεταξύ στέρησης και περιορισμού της ελευθερίας είναι
ζήτημα βαθμού ή έντασης και όχι φύσης ή ουσίας.

Λόγω της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι προϋποθέσεις στέρησης της ελευθερίας πρέπει να
είναι σαφώς καθορισμένες κατά το εθνικό/διεθνές δίκαιο και ο ίδιος ο νόμος να είναι προβλέψιμος στην
εφαρμογή του και προσβάσιμος, ώστε να ανταποκρίνεται στην αρχή της νομιμότητας· με άλλα λόγια, οι
νόμοι πρέπει να είναι επαρκώς ακριβείς, για να αποφεύγεται ο κίνδυνος αυθαιρεσίας.
Αναφορικά με την κράτηση, αυτή δεν αρκεί να είναι νόμιμη, αλλά πρέπει να μην είναι και αυθαίρετη·
αυθαίρετη είναι όταν –παρά τη συμμόρφωση με το γράμμα του νόμου- έχει υπάρξει ένα στοιχείο κακής

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 4


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

πίστης ή εξαπάτησης από την πλευρά των αρχών, ή όταν οι εθνικές αρχές έχουν αμελήσει να
επιχειρήσουν να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία σύμφωνα με το πνεύμα της.
Η κράτηση επιτρέπεται μόνο κατόπιν καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο => κήρυξη της ενοχής μετά από
θεμελίωση σύμφωνα με το νόμο ότι υπήρξε αδίκημα.

Σχετικά με την §1 περ. στ’ σημειώνεται ότι το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι τα Κράτη
απολαμβάνουν του αναντίρρητου δικαιώματος να ελέγχουν κυριαρχικά την είσοδο και την παραμονή
αλλοδαπών στο έδαφός τους. Στο πλαίσιο αυτό επιτρέπεται η κράτηση, η οποία –όμως- πρέπει να είναι
σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, να διεξάγεται καλόπιστα, να συνδέεται στενά με τον επικαλούμενο λόγο
κράτησης, ο χώρος και οι συνθήκες της να είναι κατάλληλοι και η διάρκειά της να μην ξεπερνάει το
χρόνο που εύλογα απαιτείται για το σκοπό που επιδιώκεται. Το ΕΔΔΑ λαμβάνει, επιπλέον, υπόψη του
τους κανόνες που θέτει μια σύμβαση έκδοσης ή –αν δεν υπάρχει- τη συνεργασία μεταξύ των κρατών που
εμπλέκονται· το γεγονός ότι η παράδοση ενός φυγά είναι απλώς αποτέλεσμα της συνεργασίας Κρατών
δεν καθιστά από μόνο του τη σύλληψη παράνομη.

Κάθε άτομο που συλλαμβάνεται πρέπει να ξέρει γιατί στερείται την ελευθερία του, ώστε να μπορέσει –αν
το επιθυμεί- να απευθυνθεί σε δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της. Μάλιστα, πρέπει να
υπάρχει σύντομη παραπομπή ενώπιον (ανεξάρτητου και αμερόληπτου) δικαστή, ώστε να προστατεύεται
το δικαίωμα του κρατουμένου να δικαστεί εντός εύλογης προθεσμίας· σημειώνεται ότι η συνεχιζόμενη
κράτηση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις γνήσιας εξυπηρέτησης
δημόσιου συμφέροντος (π.χ. κίνδυνος τέλεσης νέου αδικήματος πριν τη διεξαγωγή της δίκης ή
απόκρυψης/καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων) => οι λόγοι διατήρησης της κράτησης πρέπει να είναι
σχετικοί και επαρκείς.

Σε περίπτωση παραβίασης κάποιας από τις παραγράφους του άρθρου 5, παρέχεται δικαίωμα σε
αποζημίωση.

Άρθρο 6 ΕΣΔΑ - Δίκαιη Δίκη


Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δικαστική ακρόαση, εντός εύλογου χρόνου, από
ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από το νόμο, για την εκδίκαση υποθέσεων για
τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ή ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Η απόφαση πρέπει να
απαγγέλλεται δημόσια, αλλά ο τύπος και το κοινό μπορεί να αποκλείεται από το σύνολο ή ένα μέρος της
δίκης για λόγους ηθικής, δημόσιας ασφάλειας ή εθνικής ασφάλειας σε μια δημοκρατική κοινωνία, όταν
επιβάλλεται για λόγους συμφερόντων ανηλίκων ή για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των μερών ή
στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία της Δικαιοσύνης, όταν σε ειδικές περιστάσεις η
δημοσιότητα θα μπορούσε να επιδράσει στην γνώμη του δικαστηρίου.
2. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ένα ποινικό αδίκημα, θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί η
ενοχή του σύμφωνα με το νόμο.
3. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ένα ποινικό αδίκημα έχει τα παρακάτω ελάχιστα δικαιώματα:
(α) να πληροφορείται εγκαίρως, σε γλώσσα που κατανοεί, και λεπτομερώς, για την φύση και την αιτία
της κατηγορίας εναντίον του,
(β) να έχει επαρκή χρόνο και μέσα για την προστασία της υπεράσπισής του,
(γ) να υπερασπίζεται τον εαυτό του ή με νομική βοήθεια της δικής του επιλογής ή εφόσον δεν έχει τα
επαρκή μέσα για την πληρωμή της νομικής βοηθειας, να του παρέχεται αυτή δωρεάν, εφόσον

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 5


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

επιβάλλεται από τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης,


(δ) να εξετάζει ή να εξετάζονται οι εναντίον του μάρτυρες και να μπορεί να παρακολουθεί και να
εξετάζει μάρτυρες υπέρ του υπό τους ίδιους όρους όπως τους εναντίον του μάρτυρες,
(ε) να του παρέχεται δωρεάν βοήθεια ενός διερμηνέα εάν δεν μπορεί να κατανοήσει ή να μιλήσει τη
γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο.

*Η απονομή/στέρηση της ιθαγένειας κατ’ αρχήν δεν εντάσσεται στο άρθρο 6, εκτός αν παραβιάζονται
και άλλα δικαιώματα π.χ. στην ιδιωτική/οικογενειακή ζωή.
*Αφαίρεση άδειας οδήγησης με την αιτιολογία ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ενδεχόμενη
τέλεση εγκλημάτων στο μέλλον ανήκει εκτός του πεδίου του 6.

Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ενσαρκώνει την αρχή του κράτους δικαίου, αποβλέποντας στο να εξασφαλίσει την
ομαλή λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου περιέχει
εγγυήσεις γενικής εφαρμογής, ενώ οι άλλες παράγραφοι αφορούν ειδικότερα την ποινική δίκη.
Η έννοια της δίκαιης δίκης σχετίζεται πρωτίστως με το θεσμικό και δικονομικό πλαίσιο λειτουργίας του
συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, και όχι την ουσία των υποθέσεων που εξετάστηκαν από τα
εθνικά δικαστήρια· το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει –εξάλλου- ότι τα Κράτη έχουν ευρυ περιθώριο εκτίμησης ως
προς τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν τη λειτουργία των εθνικών τους δικαστηρίων (όπως π.χ. σε
σχέση με τους κανόνες που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία). Γενικότερα, ο δίκαιος χαρακτήρας της
δίκης κρίνεται με βάση το σύνολο της διαδικασίας και τις εν γένει δυνατότητες που είχε ο προσφεύγων,
και όχι με βάση μεμονωμένα δικονομικά ατοπήματα ως τέτοια. Κατά κανόνα, ο προσφεύγων θεωρείται
‘θύμα’ παραβίασης του άρθρου 6 μόνο με την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας και την έκδοση
τελεσίδικης απόφασης· πάντως, αυτό δεν είναι αναγκαίο σε περιπτώσεις παραβίασης του δικαιώματος
‘πρόσβασης στο δικαστήριο’ ή για τη διαπίστωση υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.

Το άρθρο 6 εφαρμόζεται επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσης ή κατηγοριών ποινικού
χαρακτήρα εναντίον του προσφεύγοντος· οι παραπάνω έννοιες πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των
σύγχρονων συνθηκών ζωής στις δημοκρατικές κοινωνίες και όχι με απλή αναφορά στο εσωτερικό δίκαιο
του εναγόμενου Κράτους. Από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 εκφεύγουν οι διαφορές που αφορούν
την υποχρέωση καταβολής φόρων, την είσοδο, τη διαμονή και την απομάκρυνση αλλοδαπών από το
έδαφος ενός Κράτους.

Aμφισβητήσεις επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσης:


 αναγνώριση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων από το εθνικό δίκαιο
 ύπαρξη αμφισβήτησης μεταξύ δύο ιδιωτών ή του προσφεύγοντος και του Κράτους
 η αμφισβήτηση πρέπει να είναι πραγματική και σοβαρή (=να ενέχει κάποιο διακύβευμα για τον
προσφέυγοντα + ο τελευταίος να παρουσιάζει σχετικές αποδείξεις), ενώ μπορεί να αφορά τόσο τα
πραγματικά περιστατικά όσο και τα αμιγώς νομικά ζητήματα
 η αμφισβήτηση πρέπει να έχει αγώγιμο χαρακτήρα, δηλ. να μπορεί να υπαχθεί σε δικαστική
επίλυση
 δεν απαιτείται η ύπαρξη οικονομικής ζημίας· αρκεί να επιδιώκεται η αποκατάσταση ηθικής
βλάβης, έστω και κατά τρόπο συμβολικό.

Κατηγορίες ποινικού χαρακτήρα που στρέφονται εναντίον του προσφεύγοντος:

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 6


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 ο χαρακτηρισμός του αδικήματος ως ποινικού από την εσωτερική έννομη τάξη


 η εγγενής φύση του αδικήματος => σύγκριση των διατάξεων της εθνικής έννομης τάξης που
προβλέπουν το σχετικό αδίκημα με άλλες συναφείς διατάξεις της ίδιας έννομης τάξης, στο πεδίο του
ποινικού δικαίου. Αν ο σκοπός των επίμαχων διατάξεων είναι ποινικός, τότε και το αδίκημα θα
χαρακτηριστεί ποινικής φύσης, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς του.
 η βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης, ακόμη κι αν η φύση του αδικήματος δεν είναι
απαραίτητα ποινική· αυτό που ενδιαφέρει είναι η μέγιστη ποινή που θα μπορούσε να έχει επιβληθεί στον
προσφεύγοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Τα παραπάνω κριτήρια δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά.

Εγγυήσεις του άρθρου 6:


 Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο => υποβολή μιας αξίωσης σε δικαστήριο, το οποίο να έχει
δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να εξετάσει τόσο την ουσιαστική όσο και τη νομική βασιμότητά της και να
καταλήξει σε δεσμευτική απόφαση που να τέμνει τη διαφορά.
 Δικαίωμα ικανοποιητικής παρουσίασης της υπόθεσης του προσφεύγοντος ενώπιον του
δικαστηρίου.
 Δικαίωμα επικοινωνίας του κρατουμένου με το δικηγόρο του, με τρόπο αποτελεσματικό και
εμπιστευτικό, χωρίς την παρουσία σωφρονιστικών υπαλλήλων.
Οι τυχόν περιορισμοί των παραπάνω δικαιωμάτων δεν μπορούν να πλήττουν τον πυρήνα τους και –
επιπλέον- πρέπει να επιδιώκουν ένα νόμιμο σκοπό + να υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ σκοπού και
μέσων.
 Εκδίκαση της υπόθεσης από ανεξάρτητο {από τα μέρη και την εκτελεστική εξουσία} και
αμερόληπτο εθνικό δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα. Με άλλα λόγια, ο δικαστής δεν πρέπει να έχει
διαμορφώσει εκ των προτέρων γνώμη, ενώ –αν έχει ασκήσει εισαγγελικά καθήκοντα σε συγκεκριμένη
υπόθεση- δεν μπορεί να αποφανθεί επ’ αυτής ως δικαστής έδρας.
 Εξασφαλίζεται η δημοσιότητα της ακροαματικής διαδικασίας, αν και είναι δυνατό να
απαγορευθεί η πρόσβαση του τύπου και του κοινού στην αίθουσα του δικαστηρίου.
 Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης => τεκμήριο αθωότητας. Το τεκμήριο αθωότητας
παραβιάζεται όταν ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζεται ως ένοχος από το δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι
το ίδιο δεν έχει επισήμως και οριστικά αποφανθεί σχετικά· το τεκμήριο παραμένει ισχυρό μέχρι την
αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου. Ως προς τις ομολογίες, το Δικαστήριο θεωρεί ότι –αν αυτές
αποσπάστηκαν με βασανιστήρια ή άλλη μορφή κακομεταχείρισης- η χρήση τους πλήττει το κύρος της
δίκαιης δίκης.
 Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.
 Διατήρηση της ασφάλειας δικαίου => δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω μια απόφαση που έχει
καταστεί αμετάκλητη· τυχόν επανεξέταση της υπόθεσης δικαιολογείται μόνο για τη διόρθωση σοβαρών
δικαστικών λαθών και δικαστικής πλάνης
 Εύλογη διάρκεια της δίκης και χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς καθυστερήσεις.
Κριτήρια με βάση τα οποία αποφαίνεται το Δικαστήριο είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η
συμπεριφορά του προσφεύγοντος, η στάση των αρμόδιων κρατικών οργάνων και το διακύβευμα της
υπόθεσης για τον προσφεύγοντα.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 7


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Δικονομικές αρχές:
 Αρχή της ισοπλίας = ευκαιρία σε κάθε μέρος να παρουσιάσει την επιχειρηματολογία του,
συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών μέσων, υπό συνθήκες που δεν το θέτουν σε μειονεκτική θέση
έναντι του άλλου διαδίκου. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να μην προσκομίζονται έγγραφα στο δικαστήριο
από την κατηγορούσα αρχή, χωρίς να το γνωρίζει η υπεράσπιση.
 Αρχή της αντιδικίας = εκατέρωθεν ακρόαση. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν γνώση και να
εκθέσουν τις απόψεις τους ως προς κάθε έγγραφο ή παρατήρηση που υποβάλλεται στο δικαστήριο, με
στόχο να επηρεάσει την έκβαση της δίκης. + Δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται στο
ακροατήριο και να συμμετέχει ενεργά στη δίκη, ασκώντας όλα τα σχετικά δικαιώματά του.

Tα δικαιώματα του άρθρου 6 §3:


 Λεπτομερής πληροφόρηση του κατηγορουμένου ‘εν τη βραχυτέρα προθεσμία’ για τη φύση
(=νομικός χαρακτηρισμός) και το λόγο (=πραγματικά περιστατικά) της κατηγορίας ≠ αοριστία. Δεν
απαιτείται κάποιος συγκεκριμένος τύπος ως προς τον τρόπο πληροφόρησης.
 Διάθεση επαρκούς χρόνου στον κατηγορούμενο για να προετοιμάσει δεόντως την υπεράσπισή
του ≠ βεβιασμένη δίκη.
 Υπεράσπιση του κατηγορουμένου αυτοπροσώπως ή με συνήγορο της εκλογής του (=νομική
εκπροσώπηση).
 Δωρεάν παροχή συνηγόρου, λόγω οικονομικής αδυναμίας του κατηγορουμένου, εφόσον αυτό
αποβαίνει προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας και της
βαρύτητας της επαπειλούμενης ποινής.
 Εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης.
 Παροχή δωρεάν διερμηνέα, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν κατανοεί τη γλώσσα που
χρησιμοποιεί το δικαστήριο. Προϋποτίθεται έλεγχος επάρκειας της διερμηνείας.

Άρθρο 8 ΕΣΔΑ - Δικαίωμα σεβασμού τη ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής


1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του
και της αλληλογραφίας του.
2. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον
εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής
ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή
του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και
ελευθεριών των άλλων.

Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την
αλληλογραφία. Το ΕΔΔΑ εξετάζει αρχικά αν συντρέχει επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος, και –
εφόσον αποκριθεί θετικά- ερευνά αν αυτή προβλέπεται από το νόμο, αν είναι αναγκαία για να
εξασφαλίσει συγκεκριμένη κοινωνική απαίτηση και αν είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Από το άρθρο 8 απορρέει μια αρνητική υποχρέωση των κρατών μερών στη Σύμβαση να απέχουν από
οποιαδήποτε επέμβαση στα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα συμφέροντα· επέμβαση μπορεί να
συνιστά και η παράλειψη εκ μέρους των αρχών να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Περαιτέρω, μπορεί να
ανακύψουν και θετικές υποχρεώσεις (=λήψη μέτρων), οι οποίες να είναι συνυφασμένες με τον
πραγματικό σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Τέλος, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για
άμεση τριτενέργεια του προστατευόμενου δικαιώματος στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 8


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 Ιδιωτική ζωή (όχι αποκλειστική απαρίθμηση, όχι κλειστός αριθμός): Νομολογιακά έχει
κριθεί ότι περιλαμβάνει το όνομα / τη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα / την έμφυλη ταυτότητα /
το γενετήσιο προσανατολισμό / το δικαίωμα στην ταυτότητα και την προσωπική ανάπτυξη (είτε με τη
μορφή της ανάπτυξης της προσωπικότητας είτε υπό το πρίσμα της ατομικής αυτονομίας) / το δικαίωμα
στην απόκτηση ή μη απόκτηση παιδιών / την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα. Ο σεβασμός της
ιδιωτικής ζωής συμπεριλαμβάνει μέχρι ενός σημείου και το δικαίωμα του ατόμου να θεμελιώνει και να
αναπτύσσει σχέσεις με άλλα άτομα.
Το κράτος –πλην των υποχρεώσεων αποχής από κάθε επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα του ατόμου-
υπέχει και θετική υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία της
σωματικής ακεραιότητας, ακόμη κι αν η βλάβη προέρχεται από τη συμπεριφορά τρίτου ιδιώτη.
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν αίρεται από το γεγονός και μόνο ότι ο ενδιαφερόμενος είναι
δημόσιο πρόσωπο· το Δικαστήριο έχει διαπλάσει νομολογιακά μια σειρά κριτηρίων βάσει των οποίων
εξετάζει τη δίκαιη ή μη στάθμιση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ελευθεροτυπίας. Τα
κριτήρια αυτά είναι  α) ο βαθμός στον οποίο η δημοσίευση των φωτογραφιών στον τύπο συμβάλλει σε
μια συζήτηση δημόσιου ενδιαφέροντος / β) η ιδιότητα του προσώπου ως ‘κοινού’ ή ‘δημόσιου’
προσώπου / γ) η συμπεριφορά του εν λόγω προσώπου πριν τη δημοσίευση της φωτογραφίας / δ) το
περιεχόμενο της δημοσίευσης και η εμβέλεια του ΜΜΕ, καθώς και ε) οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη
η επίμαχη φωτογραφία.

 Οικογενειακή ζωή: Καλύπτει καταρχήν την αρχετυπική μορφή της οικογένειας, δηλ. αυτή
που θεμελιώνεται με γάμο και εντός της οποίας αναπτύσσονται στενοί δεσμοί μεταξύ των κοντινότερων
συγγενών > οικογενειακοί δεσμοί α) de jure: έγγαμα ζευγάρια, σχέσεις με τέκνα γεννημένα εντός γάμου,
σχέσεις μεταξύ υιοθετούμενου και υιοθετούντος // β) de facto: συμβίωση, σχέσεις με τέκνα γεννημένα
εκτός γάμου, σχέσεις μεταξύ ανύπαντρων γυναικών και των τέκνων τους, ομοφυλικά ζευγάρια.
Η έννοια της oικογενειακής ζωής είναι αυτόνομη, δηλ. δεν ερμηνεύεται κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τρόπο
που ερμηνεύεται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μερών· η ύπαρξη ή μη οικογενειακής ζωής εξαρτάται
από την ύπαρξη πραγματικών στενών δεσμών. Με βάση το κριτήριο αυτο, η έννοια της οικογενειακής
ζωής έχει διευρυνθεί σημαντικά στη νομολογία του ΕΔΔΑ, αποτυπώνοντας τις σύγχρονες εξελίξεις.

Aπό το δικαίωμα στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής απορρέει μια σειρά θετικών υποχρεώσεων που
αφορούν την αναγνώριση και τη διατήρηση των οικογενειακών δεσμών:
- Eπιμέλεια και επικοινωνία με τα τέκνα  υποχρέωση επαφής με τον γονέα που στερείται της
επιμέλειας. Συναφής είναι και η αρχή της οικογενειακής επανένωσης = ισχύει όχι μόνο στις περιπτώσεις
που γίνεται υποχρεωτική ανάθεση της επιμέλειας ενός τέκνου σε δημόσιο όργανο, αλλά και σε
περιπτώσεις που υπάρχουν διενέξεις μεταξύ των γονέων ως προς την επικοινωνία και την κατοικία.
Οποιοδήποτε μέτρο, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση της επιμέλειας τέκνου, δεν μπορεί παρά να
είναι προσωρινό και, έτσι, παύει μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.
- Μετανάστευση και οικογενειακή ζωή  Ενδεχομένως θεμελιώνεται παραβίαση του άρθρου 8, εφόσον οι
αρχές κράτους αποφασίζουν την απομάκρυνση αλλοδαπού, ο οποίος διατηρεί στενούς οικογενειακούς
δεσμούς ή έχει εγκαθιδρύσει οικογένεια ή έχει θεμελιώσει ιδιωτικό βίο εντός της επικράτειας του
ενδιαφερόμενου κράτους, συγχρόνως δε δεν έχει πλέον τέτοιους δεσμούς στο κράτος της καταγωγής του.

 Κατοικία: Αποτελεί αυτόνομη έννοια και η το αν ένας τόπος αποτελεί κατοικία εξαρτάται

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 9


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

από την ύπαρξη επαρκών και συνεχών δεσμόν με αυτόν. Κατοικία είναι συνήθως ο τόπος, όπου
αναπτύσσεται η ιδιωτική και η οικογενειακή ζωή· πάντως, η έννοια της κατοικίας δεν περιορίζεται στη
νόμιμη κατοικία, ούτε καλύπτει αποκλειστικά και μόνο την παραδοσιακή μορφή οίκησης. Το δικαίωμα
σεβασμού στην κατοικία περιλαμβάνει τις εξής πτυχές >
- Πρόσβαση και οίκηση ≠ βίαιη αποστέρηση της κατοικίας
- Ειρηνική απόλαυση της κατοικίας, χωρίς έξωθεν παρενοχλήσεις (είτε πρόκειται για την είσοδο των
αρχών σε κατοικία χωρίς τη συναίνεση του εκεί διαμένοντος είτε για τη διασάλευση της οικιακής ειρήνης
που οφείλεται στην περιβαλλοντική ρύπανση ή τον υπερβολικό θόρυβο).

 Αλληλογραφία: Προστασία του εμπιστευτικού, αδιάλειπτου και ανεμπόδιστου χαρακτήρα


της ιδιωτικής επικοινωνίας (≠ υποκλοπές), ακόμη κι αν ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τελεί υπό
κράτηση. Το περιεχόμενο της αλληλογραφίας δεν έχει καμία επίπτωση επί του ζητήματος της επέμβασης,
εφόσον ο σκοπός της διάταξης είναι να προστατευτεί η αλληλογραφία ως μέσο επικοινωνίας.

Δικαιολογημένη επέμβαση κράτους. Πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι 3 προϋποθέσεις:


 Ύπαρξη νόμου στην εθνική έννομη τάξη (θετική και ουσιαστική έννοια, γραπτός και άγραφος)
-προσβασιμότητα
-προβλεψιμότητα
-σαφήνεια
 Νόμιμος σκοπός (αποκλειστική απαρίθμηση)
 Αναγκαιότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία
-επιτακτική κοινωνική ανάγκη
-αρχή της αναλογικότητας: φύση του δικαιώματος και σοβαρότητα του περιορισμού
-έννοια περιθωρίου εκτίμησης: οι εθνικές αρχές κάνουν την αρχική εκτίμηση της επιτακτικότητας
ορισμένης κοινωνικής ανάγκης.

Άρθρο 9 ΕΣΔΑ - Ελευθερία σκέψης και συνείδησης & Θρησκευτική ελευθερία


1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Το
δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία μεταβολής του θρησκεύματος ή της πεποίθησης, καθώς και
την ελευθερία της εκδήλωσης, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, του θρησκεύματος ή των
πεποιθήσεων, της λατρείας, της διδασκαλίας, της ενάσκησης και της παρακολούθησης θρησκευτικών
καθηκόντων και τελετουργιών.
2. Η ελευθερία της εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων υπόκειται μόνο στους
περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την
προστασία της δημόσιας ασφάλειας, την προστασία της δημόσιας τάξης, της υγείας ή των ηθών, ή για
την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.

Η ελευθερία σκέψης και συνείδησης κατοχυρώνεται ως lex generalis, ενώ η θρησκευτική ελευθερία ως
lex specialis· ουσιαστικά κάθε ερμηνεία στα άρθρα 9-11 -που κατοχυρώνουν σχετικά δικαιώματα-
γίνεται υπό το πνεύμα του άρθρου 9.

Η θρησκευτική ελευθερία αφορά τόσο το (εσωτερικό) φρόνημα (=ατομική συνείδηση) όσο και την
ελευθερία της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήεων- είτε ατομικά και ιδιωτικά, είτε συλλογικά και
δημόσια (π.χ. λατρεία, εκπαίδευση, άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, τελετουργίες που τελούνται από

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 10


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ιερωμένους εξουσιοδοτημένους για το σκοπό αυτό με βάση τους κανόνες της θρησκευτικής κοινότητας,
άσκηση επιρροής –μέσω της διδασκαλίας- προκειμένου ένα τρίτο πρόσωπο να αλλάξει τη θρησκεία του).
Κατά τη ρύθμισή της το κράτος πρέπει να μένει ουδέτερο και αμερόληπτο· έτσι, οι εθνικές αρχές δεν
μπορούν να ελέγχουν τη νομιμότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή του τρόπου με τον οποίον αυτές
εκφράζονται.
Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική της μορφή, δηλ. ως
δικαίωμα να ανήκει ή να μην ανήκει κανείς σε μια θρησκεία, να την ασκεί ή μη.
Η ελεύθερη εσωτερική λειτουργία διασφαλίζει την αποτελεσματική δράση των θρησκευτικών
κοινοτήτων => προστατεύεται το δικαίωμα συλλογικής εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων
(=δικαίωμα συνένωσης των πιστών, χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις του κράτους).

Ζητήματα:
 Η αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα  Συνδέεται άμεσα με την αρνητική όψη της
θρησκευτικής ελευθερίας, δηλ. το δικαίωμα να μην υποχρεώνεται κανείς να εκδηλώνει τις θρησκευτικές
του πεποιθήσεις ή να ενεργεί κατά τρόπο που να οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων περί του αν ένα
άτομο έχει –ή δεν έχει- κάποιες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η ταυτότητα, ως επίσημο κρατικό έγγραφο,
δεν συνιστά μέσο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας· επιτρέπει την ταυτοποίηση του κατόχου ως
προς τις σχέσεις του με το Κράτος, στις οποίες –όμως- δεν μπορούν να υπεισέλθουν οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις. Πέραν αυτού, η αναγραφή του θρησκεύματος μπορεί να εκθέσει τους κατόχους της
ταυτότητας σε διακριτική μεταχείριση· τέλος, η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος έρχεται σε
αντίθεση με την ίδια τη φύση της ταυτότητας ως κρατικού εγγράφου, τα στοιχεία του οποίου ορίζονται
ομοιόμορφα από τις αρμόδιες αρχές και δεν μπορούν να διαφοροποιούνται κατά βούληση.
 Η ορκοδοσία  Ο θεσμός της υποχρεωτικής ορκοδοσίας δεν συμβιβάζεται πάντοτε με το
δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία. Ειδικότερα, είναι αντιφατικό για ένα Κράτος μέρος να υποχρεώνει
τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού (βουλευτές) να δώσουν όρκο πίστεως σε μια ορισμένη
θρησκεία, με δεδομένο ότι η αποστολή τους συνίσταται στην εκπροσώπηση όλων των τάσεων που
ενυπάρχουν σε μια δημοκρατική κοινωνία.
 Θρησκευτικές κοινότητες και απασχόληση  Μια άλλη όψη της οργανωτικής αυτονομίας των
θρησκευτικών κοινοτήτων είναι το δικαίωμα να διαμορφώνουν τις σχέσεις τους με τους
απασχολούμενους σε αυτές κατά τρόπο σύμφωνο με την πίστη, τις πεποιθήσεις και τις αξίες τους, κάτι
που μπορεί να οδηγήσει σε επέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων (=> ανάγκη
στάθμισης των συγκρουόμενων συμφερόντων). Έχει κριθεί ότι κάθε θρησκευτική κοινότητα μπορεί να
μην ανέχεται, από πλευράς όσων εργάζονται με τη θέλησή τους σε αυτήν, μια συμπεριφορά που έρχεται
σε αντίθεση με τη διδασκαλία της, ούτως ώστε οι πράξεις των τελευταίων να μην υπονομεύουν την
αξιοπιστία της (ιδίως τη συνέπεια λόγων και έργων).
 Αντιρρησίες συνείδησης  Το άρθρο 9 εφαρμόζεται αυτοτελώς στους αντιρρησίες συνείδησης
για θρησκευτικούς λόγους, αρκεί η αντίρρηση συνείδησης να φέρει τα στοιχεία της δύναμης, της
σοβαρότητας, της συνεκτικότητας και της σπουδαιότητας· μάλιστα, γίνεται δεκτό το δικαίωμα των
αντιρρησιών συνείδησης να αρνούνται την εκτέλεση της στρατιωτικής τους θητείας. Το Δικαστήριο
τόνισε ότι ένα σύστημα που δεν προβλέπει τη δυνατότητα εναλλακτικής θητείας ούτε θεσπίζει μια
αποτελεσματική και προσιτή διαδικασία, με την οποία θα εξετάζεται κατά πόσο οι ενδιαφερόμενοι
μπορούν να απολαύσουν το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης παραβιάζει το άρθρο 9, είτε οι
τελευταίοι επικαλούνται τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις είτε όχι.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 11


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άρθρα 34 & 35 ΕΣΔΑ – Ατομική προσφυγή


Τo Δικαστήριo μπoρεί να επιληφθεί της εξέτασης πρoσφυγής πoυ υπoβάλλεται από κάθε φυσικό
πρόσωπo, μη κυβερνητικό oργανισμό ή oμάδα ατόμων, πoυ ισχυρίζεται ότι είvαι θύμα παραβίασης, από
ένα από τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη, τωv δικαιωμάτων πoυ αvαγνωρίζovται στη Σύμβαση ή στα
Πρωτόκoλλά της. Τα Υψηλά Συμβαλλόμεvα Μέρη αvαλαμβάvoυν την υπoχρέωση να μην
παρεμπoδίζoυv με κανένα μέτρo την απoτελεσματική άσκηση τoυ δικαιώματoς αυτoύ.

1. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά
ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός
προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης. 2. Το
Δικαστήριο δεν θα επιληφθεί καμίας ατομικής προσφυγής που υποβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου
34, εφόσον αυτή : α. είναι ανώνυμη ή β. είναι ουσιαστικά όμοια με προσφυγή που έχει προηγουμένως
εξετασθεί από το Δικαστήριο ή έχει ήδη υποβληθεί σε άλλη διεθνή διαδικασία που διερευνά ή επιλύει
διαφορές και εφόσον δεν περιέχει νέα στοιχεία.
3. Το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη οποιαδήποτε ατομική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του
άρθρου 34, όταν εκτιμά ότι: α. η προσφυγή είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Σύμβασης ή των
Πρωτοκόλλων της, προφανώς αβάσιμη ή καταχρηστική, ή β. ο προσφεύγων δεν έχει υποστεί σημαντική
βλάβη, εκτός εάν ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται από τη Σύμβαση και
τα Πρωτοκολλά της, απαιτεί την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν
μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο αυτό καμία υπόθεση η οποία δεν έχει εξεταστεί δεόντως από
εσωτερικό δικαστήριο.
4. Το Δικαστήριο απορρίπτει κάθε προσφυγή που θεωρεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του παρόντος
άρθρου. Μπορεί να πράξει καθ΄ όμοιο τρόπο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.
Το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα ατομικής προσφυγής των θυμάτων παραβίασης των
ατομικών τους δικαιωμάτων στην περίπτωση που οι αιτιάσεις τους δεν τύχουν ικανοποίησης ενώπιον των
εθνικών δικαστηρίων.

Η ατομική προσφυγή, αρχικά, σχεδιάστηκε ως μέσο ανίχνευσης περιπτώσεων προβληματικής


κατοχύρωσης ατομικών δικαιωμάτων στην έννομη τάξη του εγκαλούμενου κράτου, καθώς και της
συναφού υποχρέωσης του τελευταίου προς τα υπόλοιπα Συμβαλλόμενα κράτη να προσαρμόσει τη
νομοθεσία του στα πλαίσια που θα διαμόρφωνε η νομολογία του Δικαστηρίου. Έτσι, ο ιδιώτης
αντιμετωπιζόταν ως μέσο ανάδειξης της πιθανής ασυμβατότητας των εθνικών δικαίων με τις επιταγές της
ΕΣΔΑ, χωρίς –όμως- να τοποθετείται στο επίκεντρο αυτού του μηχανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το
πρώην άρθρο της Σύμβασης κατοχύρωνε το δικαίωμα ατομικής προσφυγής υπό την αίρεση της αποδοχής
του με μονομερή δήλωση από τα Συμβαλλόμενα κράτη· εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τη
δυνατότητα απευθείας υποβολής της προσφυγής του στο ΕΔΔΑ, αλλά αποκλειστικά και μόνο διαμέσου
της ΕΔΔΑ.

Προϋποθέσεις παρδεκτού:
 Locus standi ενώπιον του ΕΔΔΑ έχουν τα ‘θύματα’ της παραβίασης· με άλλα λόγια, ατομική
προσφυγή μπορεί να εισαχθεί από οποιοδήποτε άτομο κατά Κράτους-μέρους της Σύμβασης, εφόσον η
προβαλλόμενη παραβίαση εμπίπτει στα όρια δικαιοδοσίας του ΕΔΔΑ, όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο
1 της ΕΣΔΑ. Προσφυγή μπορεί να καταθέσει και μη κυβερνητικός οργανισμός (=δεν αποτελεί μέρος του
κρατικού συστήματος και δεν συμμετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας), ενώση προσώπων,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 12


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

σωματείο, πολιτικό κόμμα, επαγγελματικό συνδικάτο, θρησκευτική οργάνωση, ίδρυμα και εμπορική
επιχείρηση ≠ τα κεντρικά όργανα του κράτους, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η ιδιότητα του ‘θύματος παραβίασης’ προϋποθέτει ότι ο προσφεύγων πλήττεται προσωπικά και ευθέως
από την προβαλλόμενη παραβίαση· πάντως, ο κανόνας επιδέχεται εξαίρεση, εφόσον το ΕΔΔΑ θεωρήσει
ότι η ‘ηθική διάσταση’ της εξεταζόμενης υπόθεσης επιβάλλει την εξέτασή της επί της ουσίας. Μπορεί το
θύμα να είναι ‘εν δυνάμει’, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη ορατού/απτού κινδύνου για περιορισμό
του δικαιώματος που επικαλείεται από πράξη ή παράλειψη του εγκαλούμενου στο μέλλον. Τέλος, το
Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι ο προσφεύγων απώλεσε την ιδιότητα του θύματος, ενώ η υπόθεση
εκκρεμεί ενώπιόν του· σε αυτή την περίπτωση, το εγκαλούμενο Κράτος σωρευτικά οφείλει να α) έχει
επανορθώσει τη βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της προβαλλόμενης παραβίασης της Σύμβασης /
β) αναγνωρίσει είτε ευθέως είτε κατ’ ουσίαν την καταγγελόμενη παραβίαση της ΕΣΔΑ.
 Μη παρεμπόδιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος ατομικής προσφυγής  Τα
κράτη-μέλη έχουν την υποχρέωση αποχής από ενέργειες που θα μπορούσαν να έμποδίσουν την άσκηση
του δικαιώματος ατομικής προσφυγής. Η αποτελεσματική λειτουργία της τελευταίας προϋποθέτει,
εξάλλου, την ελεύθερη επικοινωνία των προσφευγόντων με το Δικαστήριο, χωρίς να υφίσταται
οποιαδήποτε πίεση από τις κρατικές αρχές προκειμένου να παραιτηθούν από την προσφυγή τους ή να
τροποποιήσουν τις αιτιάσεις τους.
 Εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων  Προς εξάντληση ένδικα μέσα θεωρούνται μόνον
αυτά που είναι α) στην πράξη προσβάσιμα από τον προσφεύγοντα (=δυνατότητα κατευθείαν προσφυγής
στο αρμόδιο όργανο, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου δικαστικού ή διοικητικού σώματος) // β) διαθέσιμα
(=κρίνεται βάσει της δυνατότητας έγκαιρης και επαρκούς πληροφόρησης για την πρόβλεψη του ενδίκου
μέσου στην εσωτερική έννομη τάξη + της δυνατότητας εκπροσώπησης από δικαστικό παραστάση) // γ)
αποτελεσματικότητα (=παρέχουν εύλογες πιθανότητες επιτυχίας στον ενδιαφερόμενο και δεν είναι εκ
προοιμίου καταδικασμένα σε αποτυχία). Σημειωτέον ότι η πρωτοβουλία για την έγερση ένστασης μη
εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων ανήκει στο εγκαλούμενο κράτος· ο προσφεύγων μπορεί να
υποστηρίξει ότι ναι μεν παρέλειψε να ασκήσει το ένδικο μέσο που επικαλείται το εγκαλούμενο κράτος,
αλλά –παρά ταύτα- ακολούθησε άλλη ισοδύναμη ένδικη οδό μέσω της οποίας οι αρμόδιες αρχές
προσκλήθηκαν να θεραπεύσουν την προβληθείσα παραβίαση της Σύμβασης.
 Η προσφυγή πρέπει να εισαχθεί έξι μήνες από την απόφαση με την οποία ολοκληρώνεται η
διαδικασία ενώπιον των εθνικών οργάνων· δεν απαιτείται απαραίτητα τελεσιδικία. Η εν λόγω προθεσμία
διακόπτεται με την εισαγωγή της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου = με την ‘αρχική επικοινωνία’,
κατά την οποία ο προσφεύγων αποστέλλει την επιστολή του, στην οποία εκθέτει –έστω και περιληπτικά-
το αντικείμενο της προσφυγής και την ουσία των αιτιάσεών του.
 Μη ανώνυμη προσφυγή  Οι προσφυγές που δεν αναφέρουν την ταυτότητα του προσφεύγοντος
απορρίπτονται· σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί προσφυγές στις οποίες οι
προσφεύγοντες φέρονται μεν με ψευδώνυμα, είναι δε προφανές από το φάκελο της υπόθεσης ότι η
ταυτότητά τους συμπίπτει με αυτήν των ατόμων που θίγονται από τις προβαλλόμενες παραβιάσεις της
Σύμβασης.
 Ανόμοια προσφυγή  Αιτιάσεις, οι οποίες κρίνονται ως όμοιες κατ’ ουσίαν (σε ό,τι αφορά τα
διάδικα μέρη, ταα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα) με άλλες που έχουν προηγουμένως
εξεταστεί από το Δικαστήριο ή άλλο διεθνές όργανο, απορρίπτονται.
Τέλος, η μη συμμόρφωση με τους κανόνες του παραδεκτού συνεπάγεται απόρριψη της προσφυγής από
το Δικαστήριο ως απαράδεκτης.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 13


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άλλες περιπτώσεις ασυμβίβαστου με τις διατάξεις της Σύμβασης:


 Αρμοδιότητα ratione temporis  Όταν τα επίδικα πραγματικά περιστατικά έχουν λάβει χώρα
πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης ως προς το εγκαλούμενο κράτος ή πριν την αναγνώριση από το
τελευταίο του δικαιώματος άσκησης ατομικής προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ, τότε η προσφυγεί θα
απορριφθεί ως απαράδεκτη.
 Η αιτίαση πρέπει να κατευθύνεται εναντίον κράτους που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση·
καταλογίζεται σε αυτό, εφόσον απορρέει από θεσμό ή όργανο του οποίου οι πράξεις ή παραλείψεις
μπορούν να αποδοθούν στο εγκαλούμενο κράτος. Το Δικαστήριο προβαίνει σε καταρχήν έλεγχο της
ουσίας της αιτίασης και την απορρίπτει ως αβάσιμη, αν κρίνει ότι δεν προκύπτει prima facie παραβίαση
της σύμβασης.
 Μη καταχρηστική άσκηση της προσφυγής  Καταχρηστικές είναι οι επαναλαμβανόμενες
προσφυγές, οι οποίες αφορούν ζητήματα προδήλως αβάσιμα. Άλλες περιπτώσεις κατάχρησης αφορούν
την ενσυνείδητη και προκλητική παραβίαση δικονομικών κανόνων διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον
του Δικαστηρίου (π.χ. δημοσιοποίηση εμπιστευτικών εγγράφων, χρήση προκλητικής γλώσσας), καθώς
και την απόπειρα παραπλάνησης μέσω της απόκρυψης σημαντικών εξελίξεων της υπόθεσης.

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

1. Al-Saadoon & Mufdhi κατά Η.Β. (χερσαία επιχείρηση Ιράκ). Έλαβε μέρος το Η.Β., η Γαλλία, το
Βέλγιο κ.α. Στη δεύτερη φάση του πολέμου δεν ήταν ξεκάθαρο αν τα συμμετέχοντα κράτη
λειτουργούσαν με εντολή των Η.Ε. Είχαν συλλάβει ορισμένα άτομα χωρίς εχέγγυα προστασίας και
κάποιοι Ιρακινοί έχασαν τη ζωή τους. Αναγνωρίστηκε, λοιπόν, η υποχρέωση στα κράτη-μέρη να
εφαρμόζουν τη σύμβαση και έξω από το έδαφός τους και για άτομα άλλης εθνικότητας. Tα κράτη και το
Η.Β., εν προκειμένω, έχουν διεθνή ευθύνη.
+ Κατά την εισβολή στο Ιράκ, αυτοί οι δύο σκότωσαν δύο Βρετανούς στρατιώτες. Η Αγγλία τους
παρέδωσε στο Ιράκ για να δικαστούν, όπου θα μπορούσε να τους επιβληθεί η θανατική ποινή. Το ΕΔΔΑ
έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3.

2. Bankovic & άλλοι κατά Βελγίου κ.α.: Η υπόθεση αυτή αφορούσε την προσφυγή έξι Σέρβων
πολιτών, από τους οποίους οι πέντε δρούσαν για λογαριασμό τους και στο όνομα στενών συγγενών τους
που είχαν σκοτωθεί κατά το βομβαρδισμό της σερβικήςς ραδιοφωνίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ο δε
έκτος προσφεύγων –ο οποίος είχε τραυματιστεί λόγω του βομβαρδισμού- δρούσε ιδίω ονόματι. Το
καθοριστικό ερώτημα για το παραδεκτό της προσφυγής αφορούσε το κατά πόσον η ΕΣΔΑ ήταν
εφαρμοστέα ratione loci στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το ΕΔΔΑ απάντησε αρνητικά, ωστόσο, θεωρήθηκε
ως περίπτωση αρνησικυρίας από πλευράς δικαστηρίου. Το κύριο επιχείρημα του Δικαστηρίου βασίστηκε
στο ότι η δικαιοδοσία των Κρατών ασκείται κατά κανόνα επί του εδάφους τους και μόνο σε εξαιρετικές
περιστάσεις μπορεί να ασκηθεί έξω από αυτό· εξάλλου, η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
είναι κατά βάση εδαφική. Όμως, η ΕΣΔΑ εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις παράνομων στρατιωτικών
επιχειρήσεων στο εξωτερικό => εκείνο που ενδιαφέρει ως προς την εξωεδαφική εφαρμογή της ΕΣΔΑ
είναι κατά πόσο ένα κράτος ασκεί δικαιοδοσία (de facto και όχι απαραίτητα de jure) στο έδαφος άλλου
Κράτους, ή κατά πόσο οι πράξεις του πρώτου παράγουν αποτελέσματα στο έδαφος του δεύτερου.
Μάλιστα, ας σημειωθεί ότι η ΕΣΔΑ έχει εφαρμογή και σε πρόσωπα που βρίσκονται απλώς στο έδαφος
του Κράτους, έστω κι αν δεν έχουν εκεί τη μόνιμη διαμονή τους.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 14


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

3. Pretty κατά Η.Β.: Έπασχε από σύνδρομο που προκαλεί βαθμιαία παράλυση και ζητούσε τη βοήθεια
του συζύγου της προκειμένου να πεθάνει· με άλλα λόγια, ζητούσε δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι το άρθρο 2 κατοχυρώνει το δικαίωμα στο θάνατο ως την άλλη όψη
του δικαιώματος της ζωής, καθώς η διάταξη αυτή προστατεύει τη ζωή ατομικά του καθενός. Το
Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα στο θάνατο δεν καλύπτεται από τη συγκεκριμένη διάταξη. Τα
συμβαλλόμενα κράτη διαθέτουν περιθώριο να νομοθετήσουν επ’ αυτού κατά το δοκούν => η
ποινικοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στο Η.Β. δεν αντίκειται στη Σύμβαση.
Περαιτέρω, η επιδώξη της προσφεύγουσας να επιτραπεί η υποβοηθούμενη από τον σύζυγό της
αυτοκτονία κρίθηκε ότι δεν συνδέεται με κάποια μορφή εκδήλωσης θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων
μέσω της λατρείας. Στο μέτρο που οι απόψεις της ενδιαφερόμενης αντανακλούσαν την αφοσίωσή της
στην αρχή της προσωπικής αυτονομίας, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

4. Soering κατά Η.Β.: Ο Soering, ένας 17χρονος Γερμανός υπήκοος σύνηψε σχέσεις με ανήλικη
Αμερικανίδα. Και οι δύο αντιμετώπιζαν ψυχιατρικό πρόβλημα και αποφάσισαν ότι έπρεπε να σκοτώσουν
τους γονείς της κοπέλας. Ξέφυγαν, βρέθηκαν και συνελλήφθησαν στο Η.Β. Κλασικά, βάσει διμερούς
συμφωνίας έκδοσης μεταξύ Η.Π.Α. και Η.Β., τους μετέφεραν και τους 2 στις Η.Π.Α. Το ΕΔΔΑ
αντιμετώπισε για πρώτη φορά ένα τέτοιο θέμα, γιατί στις Η.Π.Α. δεν υπήρχε υποχρέωση εφαρμογής του
άρθρου 2. Ωστόσο με την έκδοση από το Η.Β. , αυτό παρέβη τη δική του υποχρέωση να προστατέψει τον
Sοering από την υποβολή στο βέβαιο κίνδυνο της θανατικής ποινής {η κατηγορία για ανθρωποκτονία εκ
προθέσεως τιμωρείται με τη συγκεκριμένη ποινή, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Πολιτείας της Βιρτζίνια}
=> τα κράτη μέρη στην ΕΣΔΑ δεν μπορούν να επαναπροωθούν, να απελαύνουν ή να εκδίδουν πρόσωπα
σε άλλο κράτος, αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος τα άτομα αυτά να υποστούν βασανιστήρια ή
απάνθρωπη/εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα προορισμού. Άρα, η πρακτική του Η.Β. θεωρήθηκε ως
απάνθρωπη μεταχείριση της ανθρώπινης ζωής· εξάλλου, το κράτος του forum θα πρέπει να ερευνήσει τα
στοιχεία που αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά και τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα
προορισμού. Η Σύμβαση δεν αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα σε άσυλο· όταν, όμως, υπάρχουν σοβαροί
και αποδεδειγμένοι λόγοι ότι ο υπό απέλαση αλλοδαπός θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να
υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη/εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα προορισμού, η απέλαση
ελέγχεται υπό το πρίσμα των εγγυήσεων του άρθρου 3. Τέλος, θεωρήθηκε ότι υπήρξε παραβίαση και του
άρθρου 6, το οποίο καθιερώνει υποχρέωση του Κράτους να μην απελάσει/εκδώσει ύποπτο για διάπραξη
αδικήματος, εφόσον αυτός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να δικαστεί στο εξωτερικό κατά τρόπο που να
συνιστά ‘κατάφωρη παραβίαση’ του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

5. Χ & Υ κατά Ολλανδίας: Η Υ με διανοητικά προβλήματα είναι έγκλειστη σε ίδρυμα. Εκεί ο Β την
αναγκάζει σε συνουσία. Ο Χ (πατέρας της) κάνει καταγγελία για βιασμό. Ο νόμος προβλέπει ότι, αφού η
Υ ήταν 16 χρονών, έπρεπε να κάνει η ίδια την καταγγελία (άσχετα από το ότι δεν ήταν ικανή). Έτσι, η
καταγγελία του Χ απέβη άκαρπη. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αστικού χαρακτήρα διατάξεις περί
αδικοπραξίας ήταν ακατάλληλες για να εξασφαλίσουν την προστασία του θύματος· έτσι, θεωρήθηκε ότι
η μη πρόβλεψη από τον εθνικό νόμο δυνατότητας ποινικής δίωξης για άσκηση σεξουαλικής βίας κατά
ατόμου με νοητική στέρηση παραβιάζει το άρθρο 8.

6. Vilho Eskelinen κατά Φινλανδίας: Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην καταρχήν εφαρμογή του
δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στις εργασιακές σχέσεις και στον δημόσιο τομέα. Έτσι, το Δικαστήριο
τεκμαίρει, πλέον, την εφαρμογή του άρθρου 6, εκτός αν συντρέχουν σωρευτικά δύο περιπτώσεις: α) το

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 15


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

εσωτερικό δίκαιο αποκλείει ρητά την πρόσβαση σε δικαστήριο για τη θέση ή την κατηγορία προσωπικού
περί της οποίας πρόκειται και β) ο εν λόγω αποκλεισμός δικαιολογείται από ‘αντικειμενικούς λόγους’.
Τέτοιοι λόγοι πρέπει να συνδέονται όχι με τη φύση της εργασίας του δημοσίου υπαλλήλου, αλλά με το
αντικείμενο της διαφοράς του δημοσίου υπαλλήλου με το Κράτος· ειδικότερα, για να αποκλειστεί η
εφαρμογή του άρθρου 6, το Κράτος πρέπει να αποδείξει ότι η διαφορά συνάπτεται προς την άσκηση
κρατικών εξουσιών ή ότι αφορά τον ειδικό δεσμό ‘εμπιστοσύνης και πίστης’ μεταξύ αυτού και του
υπαλλήλου.

7. McCann & άλλοι κατά Η.Β.: Οι βρετανικές αρχές υποπτεύονταν ότι ο ιρλανδικός στρατός (IRA)
ετοίμαζε τρομοκρατική επίθεση (με την ενεργοποίηση –με τηλεχειριστήριο- βόμβας) σε δημόσιο χώρο
στο Γιβραλτάρ. Παρόλα αυτά, επέτρεψαν στους τρεις υπόπτους-μέλη του IRA να περάσουν τα σύνορα
από την Ισπανία, για να τους συλλάβουν. Ωστόσο, εξαιτίας ορισμένων κινήσεων των υπόπτων, οι οποίες
εκλήφθηκαν ως κινήσεις ενεργοποίησης της βόμβας, οι βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον των
πρώτων και τους σκότωσαν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η βία δεν ήταν ‘αυστηρώς αναγκαία’ για την
επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου (=διάσωση αθώων ζωών), καθώς η όλη επιχείρηση θα μπορούσε να
είχε σχεδιαστεί και εκτελεστεί χωρίς να αφαιρεθεί η ζωή των υπόπτων
Περαιτέρω, το Δικαστήριο αρνήθηκε ότι το Σύνταγμα του Γιβραλτάρ -το οποίο προβλέπει ότι η
προσφυγή στη βία που προκαλεί το θάνατο πρέπει να είναι ‘ευλόγως δικαιολογήσιμη’, όρος
ελαστικότερος από αυτόν του άρθρου 2 §2- συνιστά παραβίαση του τελευταίου.
Τέλος, έχει κριθεί ότι τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση,
ούτως ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν είναι ή όχι απολύτως αναγκαία η χρήση των όπλων,
λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή της ανθρώπινης ζωής ως θεμελιώδους αξίας. Έτσι, το Δικαστήριο
θεώρησε αντίθετη με την ερμηνεία του άρθρου 2 την εκπαίδευση στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν λάβει την
οδηγία ‘να πυροβολήσουν και να σκοτώσουν’.

8. Finogenov & άλλοι κατά Ρωσίας: Τσετσένοι τρομοκράτες εισέβαλαν σε θέατρο στη Ρωσία και
κράτησαν ομήρους τους θεατές, με αίτημα να φύγουν τα ρωσικά στρατεύματα από την Τσετσενία.
Σκότωναν όποιον έφερνε αντίρρηση. Οι ρωσικές δυνάμεις έριξαν αναισθησιογόνο αέριο, σκότωσαν τους
δράστες και έσωσαν τους ομήρους. Αυτό, όμως, δημιούργησε προβλήματα υγείας σε πολλούς. Τέθηκε,
λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσο η χρήση άγνωστης ένωσης ναρκωτικού αερίου μπορούσε να θεωρηθεί
‘βία’· για το Δικαστήριο, η ουσία μπορεί να μην ήταν θανατηφόρα ως τέτοια, αλλά ήταν επικίνδυνη και –
άρα- ενέπιπτε στην έννοια του άρθρου 2.
Επίσης, η εκκένωση ήταν χαώδης, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν. Το ΕΔΔΑ δέχτηκε παράβαση του
άρθρου 2, εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού μεταξύ των διαφόρων ομάδων διάσωσης –τόσο στο στάδιο
της προετοιμασίας όσο και σε αυτό της εφαρμογής του σχεδίου. Υπογράμμισε την έλλειψη επαρκούς
ανταλλαγής πληροφόρησης ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες, την καθυστερημένη έναρξη της
εκκένωσης, τον περιορισμένο επιτόπιο συντονισμό, την έλλειψη επιτόπου παροχής κατάλληλης ιατρικής
φροντίδας και εξοπλισμού, καθώς και την ανεπαρκή διοικητική έρευνα.

9. Vo κατά Γαλλίας: Η Vo πήγε στο νοσοκομείο για τακτικές εξετάσεις ως έγκυος. Λόγω συνωνυμίας, ο
γιατρός τη μπέρδεψε με άλλη ασθενή και προέβη σε επέμβαση που της τρύπησε τον αμνιακό σάκο, με
αποτέλεσμα να χάσει το παιδί. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι το κυοφορούμενο δεν θεωρείται πρόσωπο
ευθέως προστατευόμενο από το άρθρο 2 {μάλιστα, στο γαλλικό δίκαιο το έμβρυο δεν μπορεί να είναι
αντικείμενο ανθρωποκτονίας εξ αμελείας} και –ακόμη κι αν δεχτούμε ότι έχει ένα δικαίωμα στη ζωή

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 16


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

αντίστοιχο με αυτό του γεννημένου παιδιού- αυτό είναι εμμέσως περιορισμένο από τα δικαιώματα της
μητέρας. Δεν αποκλείει, ωστόσο, τη δυνατότητα σε ορισμένες περιστάσεις εγγυήσεις προστασίας
απορρέουσες από την ΕΣΔΑ να επεκτείνονται και στο αγέννητο παιδί, αλλά υπό το πρίσμα του άρθρου 8.

10. Οτσαλάν κατά Τουρκίας: Αυτός έφυγε από τη Συρία και ζήτησε άσυλο σε Ελλάδα, Ρωσία και
Ιταλία, αλλά δεν του έδωσαν. Οδηγήθηκε στην Κένυα από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και από εκεί
τον παρέλαβαν οι Τούρκοι, οι οποίοι τον φυλάκισαν με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Το ΕΔΔΑ
αποφάνθηκε ότι η Σύμβαση δεν περιέχει διατάξεις αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να
τελεστεί έκδοση ή τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί· ακόμη και μια μη τυπική έκδοση δεν
μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής αντίθετη προς τη Σύμβαση, υπό τον όρο –όμως- ότι είναι αποτέλεσμα
συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων Κρατών και ότι η νομική βάση για την εντολή της σύλληψης
είναι ένα σχετικό ένταλμα που έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους καταγωγής του φυγά.
Έτσι, κρίθηκε ότι παραβιάστηκαν το άρθρο 5 §3-4.
Περαιτέρω, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1,3  οι τουρκικές αρχές, αρχικά, δεν τον άφηναν να δει
τους δικηγόρους του, κατά τη διάρκεια της κράτησης-, ενώ όσες συναντήσεις τελικά επέτρεψαν, τις
μαγνητοσκοπούσαν. Τελικά, τον καταδίκασαν σε θάνατο (δεν δικάστηκε από αμερόληπτο δικαστήριο +
του επιβλήθηκε η θανατική ποινή μετά από άδικη δίκη, γεγονότα που αποτελούσαν απάνθωπη
μεταχείριση).

11. MSS κατά Βελγίου: Αυτός ήρθε από την Καμπούλ στην Ελλάδα, αλλά δεν κατέθεσε αίτηση ασύλου
και του ζητήθηκε να φύγει. Πήγε στο Βέλγιο και ζήτησε άσυλο εκεί, αλλά μετά ζήτησε να γίνει αυτή
δεκτή στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν απάντησε και θεωρήθηκε ότι υπήρξε σιωπηρή συμφωνία. Η Ύπατη
Αρμοστεία υπέδειξε στο Βέλγιο να μην τον στείλει στην Ελλάδα, λόγω κακού συστήματος ασύλου· το
Βέλγιο θεώρησε ότι η Ελλάδα ήταν υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης (ως χώρα πρώτης υποδοχής)
και τον έδιωξε. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε το Βέλγιο για παραβίαση του άρθρου 3 (επειδή τον εξέθεσε σε
απάνθρωπες συνθήκες) και την Ελλάδα επίσης για το άρθρο 3, λόγω των απαράδεκτων συνθηκών
κράτησης.

12. Lautsie & άλλοι κατά Ιταλίας: Οι γονείς ζήτησαν να αφαιρεθούν οι σταυροί από τις τάξεις των
σχολείων των παιδιών τους. Τέθηκε το ζήτημα των συμβόλων και, συγκεκριμένα, η συμβατότητα της
έκθεσης του Εσταυρωμένου στις σχολικές άιθουσες με την αρχή του εκπαιδευτικού πλουραλισμού και
την υποχρέωση σεβασμού των πεποιθήσεων των γονέων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάζεται το άρθρο 9. Ο Εσταυρωμένος αποτελεί ουσιαστικά παθητικό
θρησκευτικό σύμβολο, το οποίο –ως εκ τούτου- δεν μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους μαθητές, αφού
δεν μπορεί να συγκριθεί με διδαχή ή συμμετοχή σε δραστηριότητα θρησκευτικού περιεχομένου·
εξάλλου, η βαρύνουσα θέση της επικρατούσας θρησκείας δεν ισοδυναμεί με προσηλυτισμό. Μάλιστα, η
έκθεση του Εσταυρωμένου δεν συνδέεται με υποχρεωτική διδασκαλία σχετικά με το χριστιανισμό, ενώ
δεν προκύπτει καμία ένδειξη έλλειψης ανεκτικότητας έναντι των άλλων θρησκειών· το σχολικό
περιβάλλον είναι ανοικτό ως προς τις άλλες θρησκείες, αφού α) επιτρέπονται η ισλαμική μαντήλα και
άλλα θρησκευτικά σύμβολα ή ενδυματολογικοί συμβολισμοί με θρησκευτικό περιεχόμενο / και β)
προβλέπεται η οργάνωση διδασκαλίας άλλων γνωστών θρησκευμάτων πέραν του χριστιανισμού. Το
Δικαστήριο αναγνώρισε, τέλος, ότι η απόφαση του Κράτους να συνεχίσει μια παράδοση –και εν
προκειμενω την έκθεση του Εσταυρωμένου στις δημόσιες σχολικές αίθουσες- ιδίως ελλείψει ευρωπαϊκής
συναίνεσης, εμπίπτει στο πεδίο του περιθωρίου εκτίμησης του κάθε Κράτους

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 17


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

13. Von Hannover κατά Γερμανίας: Η δημοσιοποίηση φωτογραφιών που αφορούσαν την καθημερινή
ζωή της Πριγκίπισσας Καρολίνας του Μονακό κρίθηκε αντίθετη με το άρθρο 8. Συγκεκριμένα, οι
φωτογραφίες που δημοσιεύονταν σε σκανδαλοθηρικές εφημερίδες λαμβάνονταν σε κλίμα διαρκούς
παρενόχλησης ή κρυφά, χωρίς τη συναίνεσή της· άλλωστε, αφορούσαν την καθημερινή ζωή της
προσφεύγουσας και όχι στην άσκηση εκ μέρους της κάποιου δημόσιου αξιώματος.
Ωστόσο, σε μεταγενέστερη απόφαση που αφορούσε τη δημοσίευση φωτογραφιών της ίδιας
προσφεύγουσας, το Δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα. Οι φωτογραφίες, οι οποίες
απεικόνιζαν την Πριγκίπισσα και τον σύζυγό της κατά τη διάρκεια διακοπών τους, συνόδευαν ένα άρθρο
για την άσχημη κατάσταση της υγείας του πατέρα της, Πρίγκιπα Ρενιέ· θεωρήθηκε ότι αφορούσαν θέμα
γενικού ενδιαφέροντος, καθώς ήταν ενδεικτικές ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα τέκνα του Πρίγκιπα
Ρενιέ συνδύαζαν την οικογενειακή αλληλεγγύη με τις ανάγκες της ιδιωτικής τους ζωής.

14. Βαλλιανάτος κατά Ελλάδας: Ο ν. 3719/2008 (μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την οικογένεια, τα
παιδιά και την κοινωνία) προέβλεπε για πρώτη φορά το σύμφωνο συμβίωσης, αλλά μόνο για ετερόφυλα
ζευγάρια. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 14 σε συνδ. με το άρθρο 8.

15. Leyla Sahin κατά Τουρκίας: Αυτή κατάγεται από την Τουρκία και σπουδάζει ιατρική στη Βιέννη.
Θεωρεί θρησκευτικό της καθήκον να φορά τη μαντίλα· όμως, εξαιτίας αυτού της αρνήθηκαν την είσοδο
σε εξέταση και ομιλίες.
A) Eπέμβαση στην ελευθερία εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων: η απαγόρευση της ισλαμικής
μαντήλας στους χώρους του πανεπιστημίου βάσει κανονισμού, ο οπoίος στηρίζεται σε νόμο (τήρηση
προβλεψιμότητας και προσβασιμότητας του περιορισμού δικαιώματος) εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό
(δικαιώματα τρίτων, κοσμικό κράτος, δημόσια τάξη και κοινωνική ειρήνη) και δεν παραβιάζει την αρχή
αναλογικότητας (εξυπηρετεί μια κοινωνική ανάγκη και βρίοσκεται εντός των ορίων ευχέρειας του
κράτους => όχι παραβίαση του 9.
β) Επέμβαση στο δικαίωμα εκπαίδευσης: μέσω της εξελικτικής ερμηνείας της ΕΣΔΑ επιβάλλεται η
ένταξη της ανώτατης εκπαίδευσης στο δικαίωμα εκπαίδευσης, εφόσον αυτή παρέχεται στο καθ’ου
κράτος. Αφούτο δικαίωμα επιδέχεται ρύθμισης, το κράτος έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς την
οργάνωση και λειτουργία, αρκεί να μην εισάγονται αθέμιτες διακρίσεις και παρέχεται αποτελεσματική
πρόσβαση. Εν προκειμένω το μέτρο προβλέπεται με νόμο, εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό και δεν είναι
δυσανάλογο => όχι παραβίαση του 2ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
γ) Παραβίαση δικαιώματος ελευθερίας γνώμης, προστασίας ιδιωτικής ζωής και μη διάκρισης: δεν
παραβιάζονται τα άρθρα 8, 10, 14.

16. Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδας: Η εταιρία είχε έκταση στην Ελούντα για την ανέγερση
ξενοδοχείου και στη χερσόνησο της Σπιναλόγκας. Όταν αγόρασαν την τελευταία δεν υπήρχαν
περιορισμοί· αργότερα, η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και το Υπουργείο
Πολιτισμού απαγόρευσε την ανοικοδόμηση. Έτσι, η εταιρία ζήτησε απαλλοτρίωση, η οποία δεν έγινε
δεκτή.
Α) Διάρκεια δίκης : η εύλογη διάρκεια κρίνεται βάσει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της
συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των αρχών + του διακυβεύματος της υπόθεσης για τον
προσφεύγοντα. Τα κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαιοδοτικό τους σύστημα, ώστε να δίνεται η
δυνατότητα σε καθέναν να επιτυγχάνει τελεσίδικη απόφαση (σχετικά με διεκδίκηση αστικής φύσης ή με
ποινική κατηγορία) σε εύλογη προθεσμία, και να διαρρυθμίζουν τα χρονικά διαστήματα μεταξύ

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 18


ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

διαδικαστικών πράξεων για τον ίδιο σκοπό. Η κατάθεση πρόσθετων λόγων δεν μπορεί να καταλογίζεται
στον προσφεύγοντα => διάρκεια πάνω από 6 έτη για ένα βαθμό (ΣτΕ) = υπερβολική διάρκεια +
παραβίαση του άρθρου 6 §1.
Β) Επέμβαση στην περιουσία: i) παραδεκτό: για να έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα πρέπει να
έχει δοθεί στο κράτος η ευκαιρία να επανορθώσει, με χρήση των διαθέσιμων, επαρκών και
αποτελεσματικών ένδικων μέσων, τα οποία σχετίζονται με την καταγγελλόμενη παραβίαση και παρέχουν
επαρκή βαθμό βεβαιότητας και προσβασιμότητας . Το βάρος επίκλησης κι απόδειξης φέρει το κράτος. Η
επίμαχη απόφαση (ΣτΕ μετά από αίτηση ακύρωσης) δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, ενώ η προσφεύγουσα
παραπονείται για το κριτήριο που εφάρμοσε το ΣτΕ (ότι οι εκτός σχεδίου εκτάσεις «προορίζονται» για
άλλη εκμετάλλευση εκτός δόμησης). Το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να ασκήσει αγωγή
αποζημίωσης των 105-106ΕισΝΑΚ σε συνδ. με 24παρ6Σ για στέρηση χρήσης ιδιοκτησίας απορρίπτεται
διότι το δικαστήριο της αποζημίωσης θα δεσμευόταν από το κριτήριο που εφήρμοσε το ΣτΕ, συνεπώς η
άσκηση θα ήταν αλυσιτελής => έγινε φυσιολογική χρήση εσωτερικών ένδικων μέσων  παραδεκτό
(άρθρο 35 §3)
ii) ουσία: η προστασία περιουσίας περιλαμβάνει τον γενικό κανόνα του σεβασμού στο δικαίωμα, τη
δυνατότητα επιβολής περιορισμών που οδηγούν σε στέρηση για λόγους δημόσιας ωφέλειας και την
εξουσία των κρατών να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας για σκοπούς γενικού συμφέροντος (οι
περιορισμοί και η στέρηση ερμηνεύονται υπό το φως της γενικής προστασίας). Η εκμετάλλευση του
οικοπέδου παρακωλύθηκε με διαδοχικές πράξεις της διοίκησης σε βάθος χρόνου (αρχικά έγκριση
δόμησης το 1977 και τελικώς απαγορευση δόμησης το 1986), και ναι μεν τα κράτη έχουν ευρύ περιθώριο
εκτίμησης στο σχεδιασμό της πολεοδομικής πολιτικής και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς,
όμως το δημόσιο δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει, εφόσον το δικαίωμα
προσβάλλεται υπερβολικά , ακόμη κι αν συντρέχει νόμιμος σκοπός. Το κριτήριο που υιοθετεί το ΣτΕ
(όλες οι εκτάσεις εκτός σχεδίου , όπως η επίμαχη έκταση, δεν προορίζεται για δόμηση, αλλά για άλλες
χρήσεις, συνεπώς η πλήρης απαγόρευση της δόμησης δεν περιορίζει υπέρμετρα τη χρήση άρα δεν
οφείλεται αποζημίωση) είναι ιδιαίτερα αυστηρό, ο όρος «προορισμός» είναι πολύ ασαφής (απαγορεύει
την in concreto εκτίμηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης πριν την επιβολή του περιορισμού και
επιβάλλει αδιακρίτως μη οικοδομησιμότητα κάθε έκτασης εκτός σχεδίου με επίκληση του
«προορισμού»). Η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης (επιβολή απαγόρευσης δόμησης με διαδοχικές
διοικ.πράξεις που αδρανοποίησαν το αρχικώς αναγνωρισμένο δικαίωμα με επίκληση του σκοπού
προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος) και το κριτήριο του ΣτΕ (που δημιουργεί αμάχητο
τεκμήριο) διέρρηξαν την δίκαιη ισορροπία μεταξύ δικαιώματος και γενικού συμφέροντος => παραβίαση
του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 19

You might also like