Professional Documents
Culture Documents
Β’ Εξάμηνο
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Δικαιοπρακτικές
παραλείψεις
ΔΙΑΚΡΊΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΏΝ
Ανάκληση:
Α. Ιδιωτικό έγγραφο
Β. Συμβολαιογραφικό έγγραφο
Τροποποίηση
Στις περιπτώσεις που ο συστατικός τύπος απαιτείται από τον νόμο, τότε
η δικαιοπραξία για τα ουσιώδη στοιχεία της οποίας δεν τηρήθηκε
τύπος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό (159, παρ.1
ΑΚ). Αν δεν τηρήθηκε τύπος για επουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας,
η ακυρότητα αυτού του στοιχείου ενδέχεται να επιφέρει και την
ακυρότητα σε όλη την δικαιοπραξία (181 ΑΚ). Εδώ η ακυρότητα
λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο.
Στην περίπτωση που ο συστατικός τύπος είναι εκούσιος, η μη τήρησή
του συνεπάγεται επίσης, σε περίπτωση αμφιβολίας, την ακυρότητα της
δικαιοπραξίας (159, παρ.2 εδ.α ΑΚ).
Η ακυρότητα λόγω μη τηρήσεως του απαιτούμενου νόμιμου
συστατικού τύπου θεραπεύεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει
ειδικά ο νόμος. Αντίθετα, η ακυρότητα για την μη τήρηση του εκούσιου
συστατικού τύπου θεραπεύεται σε κάθε περίπτωση που τα μέρη
καταρτίσουν τη δικαιοπραξία έχοντας επίγνωση της έλλειψης τύπου
αυτής. Για την θεραπεία της ακυρότητας αρκεί και μερική εκπλήρωση.
Α. Πρόταση
Πρόταση είναι η μονομερής απευθυντέα δήλωση βουλήσεως, με την
οποία ένα πρόσωπο εξωτερικεύει την βούλησή του να καταρτίσει μια
σύμβαση με ένα άλλο πρόσωπο. Ειδικότερα στοιχεία:
Β. Αποδοχή
ΔΙΜΕΡΗΣ ΠΛΑΝΗ
ΤΟ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ
Ειδικότερα:
Ειδικότερα:
ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΣ
Ειδικότερα:
Η ΣΥΜΒΑΣΗ-ΠΛΑΣΙΟ
Ειδικότερα:
Α. Απόλυτη
Απόλυτη είναι η εικονικότητα στην περίπτωση που η εικονική
δικαιοπραξία δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, περιλαμβάνει δηλαδή η
απόλυτη εικονικότητα μόνο την εικονική δήλωση και τίποτε άλλο. Με
την απόλυτη εικονικότητα ο δικαιοπρακτών δεν θέλει να επέλθει καμία
έννομη συνέπεια.
Β. Σχετική
Σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει
άλλη δικαιοπραξία (π.χ. συνάπτει ο Α μια σύμβαση πώλησης με τον Β
ενώ στην πραγματικότητα είναι δωρεά). Η σχετική εικονικότητα
προβλέπεται στο άρθρο 139 ¶ 2: «Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται
κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και
συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της». Τα μέρη
καταρτίζουν μια φαινομενικά άκυρη δικαιοπραξία, επιθυμούν όμως να
ισχύει έγκυρη υποκρυπτόμενη άλλη δικαιοπραξία, η οποία παράγει όλα
τα έννομα αποτελέσματά της, τηρουμένου βέβαια του απαραίτητου
τύπου. Π.χ. ένας οικογενειάρχης πωλεί ένα διαμέρισμα στην ερωμένη
του ενώ στην πραγματικότητα και οι δύο επιθυμούν τη δωρεά, οπότε
τηρήθηκε ο τύπος της δωρεάς και καταρτίστηκαν 2 δικαιοπραξίες: μια
φαινόμενη και μία υποκρυπτόμενη.
Η κάλυψη μπορεί να είναι είτε πλήρης (περιέχει δηλαδή δύο
διαφορετικές δικαιοπραξίες) είτε μερική (περιέχει ίδιου τύπου
δικαιοπραξία, όμως με ίδιους όρους). Προϋποθέσεις εφαρμογής:
1. Να συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την σύστασή της π.χ.
τύπος. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει πως αρκεί να
αναγράφονται οι ουσιώδεις όροι της καλυπτόμενης
δικαιοπραξίας.
2. Η δικαιοπραξία να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Ειδικότερα:
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΡΙΤΩΝ
ΚΡΥΨΙΒΟΥΛΊΑ
ΑΣΤΕΙΣΜΟΣ
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΌΤΗΤΑΣ
ΥΠΟΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
ΦΑΙΝΌΜΕΝΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΑΝΟΧΗΣ
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ
ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Α. Η ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Ανυπόστατη είναι η δικαιοπραξία όταν λείπει ουσιαστικά η μορφή της,
ή διαφορετικά είτε ένα είτε περισσότερα ουσιώδη στοιχεία του
πραγματικού της (π.χ. μια σύμβαση πώλησης είναι άκυρη όταν σε αυτή
δεν έχει συμφωνηθεί το οφειλόμενο τίμημα).
Ειδικότερα:
Θα πρέπει η έλλειψη των απαραίτητων αυτών στοιχείων να είναι
οριστική, μόνιμη και να μην προβλέπεται με οποιονδήποτε τρόπο
ο καθορισμός τους στο μέλλον.
Η πρακτική σημασία ανάμεσα στην ανυπόστατη και την άκυρη
δικαιοπραξία είναι αρκετά μικρή καθώς και οι δύο διαθέτουν
ίδιες συνέπειες, δηλαδή λείπει η παραγωγή της έννομης
συνέπειας και συναντάται μόνο σε δύο σημεία του αστικού μας
κώδικα: στο άρθρο 1372 για τον γάμο και στο άρθρο 101 για την
απόφαση της συνέλευσης σωματείου. Στις συγκεκριμένες
περιπτώσεις, η διαφορά που εντοπίζεται είναι καθαρά πρακτικής
σημασίας, διότι ο άκυρος γάμος και αντίστοιχα η άκυρη απόφαση
συνέλευσης σωματείου απαιτούν δικαστική απόφαση
προκειμένου να ακυρωθούν νομίμως, ενώ ο ανυπόστατος γάμος
και η ανυπόστατη απόφαση συνέλευσης σωματείου δεν
απαιτούν τέτοια απόφαση.
Β. Η ΑΚΥΡΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Άκυρη νοείται η δικαιοπραξία που διαθέτει μεν την εξωτερική μορφή
της δικαιοπραξίας, πληροί δηλαδή τα ουσιώδη στοιχεία του
πραγματικού της, αλλά λόγω κάποιων ελαττωμάτων που παρουσιάζει
δεν παράγει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματά της. Ουσιαστικά, στην
άκυρη δικαιοπραξία λείπουν τα βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα
για το κύρος της (π.χ. δικαιοπρακτική ικανότητα του δηλούντος κλπ.)
Ειδικότερα:
Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας επέρχεται κατά κανόνα
αυτοδικαίως, δίχως δηλαδή την έκδοση δικαστικής απόφασης,
ενώ μπορεί να ζητηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώρισή
της (ΚΠολΔ 70).
Ειδικότερα:
Την επίκληση τόσο της απόλυτης όσο και της σχετικής
ακυρότητας μπορούν να επικαλεστούν όσοι στηρίζουν δικαίωμα
στην άκυρη δικαιοπραξία, ανεξάρτητα από το αν ήταν καλόπιστοι
ή όχι ως προς την ακυρότητα (η ακυρότητα μπορεί να στραφεί και
κατά των ενδεχόμενων καθολικών ή ειδικών διαδόχων του
δικαιοπρακτούντος μια άκυρη δικαιοπραξία).
Θεραπεία:
Ως θεραπεία της ακυρότητας ορίζεται η μεταγενέστερη ισχυροποίησή
της άκυρης δικαιοπραξίας και μάλιστα αναδρομικώς.
Αν η ακυρότητα είναι απόλυτη, τότε δεν χωρεί θεραπεία της με
οποιονδήποτε τρόπο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να
θεραπευθεί η απόλυτη ακυρότητα, αν το προβλέπει ειδικά διάταξη
νόμου, όπως ΑΚ 498.2, 849, 1373 κλπ.
Αν η ακυρότητα είναι σχετική, μπορεί να θεραπευθεί εφόσον αυτός
που δικαιούται να την επικαλεσθεί παραιτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο
από το σχετικό δικαίωμά του. Η παραίτηση είναι μονομερής
δικαιοπραξία, η οποία υπάγεται στον ίδιο τύπο, στον οποίο πρέπει να
υποβληθεί και η (σχετικώς άκυρη) δικαιοπραξία. Συνέπεια της
παραίτησης είναι ότι η άκυρη δικαιοπραξία καθίσταται απρόσβλητη.
Επικύρωση:
Άρθρο 183 ΑΚ: Επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα
κατάρτισή της.
Αν οι συμβαλλόμενοι επικυρώσουν άκυρη σύμβαση, σε περίπτωση
αμφιβολίας δημιουργείται αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε
παροχή που θα όφειλαν, αν η σύμβαση ήταν έγκυρη από την αρχή.
Μετατροπή:
Άρθρο 182 ΑΚ: Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης
δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την
ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα.
Η ΑΚΥΡΩΣΙΜΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Ειδικότερα:
Όπως προαναφέρθηκε, η δήλωση είναι συνήθως η έκφραση της
βούλησης. Ωστόσο, συχνές είναι οι παθολογικές εκείνες
καταστάσεις όπου η βούληση που εξωτερικεύθηκε δεν
ανταποκρίνεται στη πραγματική βούληση του δηλούντος.
Υπάρχει δηλαδή διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως.
Ειδικότερα:
1)αντικειμενικό κριτήριο: η πλάνη είναι ουσιώδης σύμφωνα με το
αντικειμενικό κριτήριο εφόσον αναφέρεται σε ιδιότητα του προσώπου
ή του πράγματος τόσο σπουδαία για την ολότητα της δικαιοπραξίας. Το
αν η συγκεκριμένη ιδιότητα είναι ή όχι σπουδαία κρίνεται με βάση την
συμφωνία των μερών ή την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Διμερής πλάνη
Στη διμερή πλάνη καθένας από τους συμβαλλομένους πλανάται ως
προς τη δική του δήλωση. Και αυτή η πλάνη διακρίνεται σε πλάνη στη
δήλωση και πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αλλά
διακρίνεται περαιτέρω και σε ομοειδή και ετεροειδή.
Διμερής πλάνη στη δήλωση: αμφότερα τα μέρη πλανώνται στη
δήλωσή τους, υφίσταται δηλαδή διάσταση μεταξύ της δήλωσης
και της βούλησής τους. Ειδικότερα:
1) Διμερής ομοειδής πλάνη εν τη δηλώσει: υφίσταται όταν και τα
δύο μέρη βρίσκονται στην ίδια πλάνη ως προς τις δηλώσεις
τους (π.χ. οι Α και Β συμφωνούν στην πώληση 300 κιλών
ζάχαρης αλλά πραγματικά επιθυμούν και οι δύο την πώληση
30 κιλών). Επομένως, οι βουλήσεις των μερών συμπίπτουν,
αλλά η κοινή βούληση εκφράστηκε εσφαλμένως από τις
εκατέρωθεν δηλώσεις. Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα ότι «ο
εσφαλμένος προσδιορισμός δεν βλάπτει» η σύμβαση δεν
είναι ακυρώσιμη, αλλά θεωρείται καταρτισμένη με το
περιεχόμενο που θέλησαν τα μέρη. Πραγματώνεται με αυτό
τον τρόπο, λοιπόν, η ιδιωτική αυτονομία.
*ο κανόνας του ότι ο «εσφαλμένος προσδιορισμός δεν
βλάπτει» εφαρμόζεται και στις τυπικές δικαιοπραξίες, αρκεί
μόνο η δήλωση να έχει εκφραστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να
μπορεί η πραγματική βούληση να διαπιστωθεί από τους
τρίτους.
2) Διμερής ετεροειδής πλάνη εν τη δηλώσει: υφίσταται αν
κάθε μέρος της σύμβασης βρίσκεται σε διαφορετική πλάνη ως
προς τη δήλωσή του (π.χ. οι Α και Β συμφωνούν στην πώληση
300 κιλών ζάχαρης αλλά ο Α επιθυμούσε πραγματικά 30 κιλά
και ο Β 3.000 κιλά). Σε αυτή την περίπτωση η σύμβαση
καταρτίζεται με το δηλωθέν περιεχόμενο και μπορεί να
ακυρωθεί για πλάνη από το κάθε μέρος.
Διμερής πλάνη στη βούληση: στην συγκεκριμένη περίπτωση και
οι δύο δηλούντες πλανώνται ως προς τα παραγωγικά αίτια της
βούλησής τους. Διακρίνεται σε ομοειδή (αποτελεί και περίπτωση
δικαιοπρακτικού θεμελίου) και ετεροειδή (δεν θεωρείται
ουσιώδης πλάνη και συνεπώς δεν επηρεάζει το κύρος της
δικαιοπραξίας).
Ειδικότερα ζητήματα:
ΑΚ 144: Η δικαιοπραξία δεν ακυρώνεται λόγω της πλάνης: 1. αν ο
άλλος δέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως την εννοεί ο
πλανώμενος· 2. αν η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη. Η
διάταξη του άρθρου 144, παρ.2 παρέχει στον δικαστή την
δυνατότητα να αμβλύνει πιθανές δυσμενείς συνέπειες από την
εφαρμογή των διατάξεων για την πλάνη.
Απάτη τρίτου
Στις μη απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως παρέχεται το δικαίωμα
ακύρωσης της δικαιοπραξίας κατά την ΑΚ 147, πρώτο εδάφιο,
ανεξάρτητα από το ποιος μετήλθε την απάτη. Στις απευθυντέες όμως
δηλώσεις βουλήσεως, αν την απάτη μετήλθε τρίτος, τότε η ακύρωση
μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η
δήλωση ή ο τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτή γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει την απάτη (εδάφιο δεύτερο)
Δυνητική ακύρωση
ΑΚ 148: Αν η πλάνη που προκλήθηκε από την απάτη δεν είναι ουσιώδης
και το άλλο μέρος αποδέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως τη θέλησε
αυτός που απατήθηκε, το δικαστήριο μπορεί να μην ακυρώσει τη
δικαιοπραξία.
Εφόσον συντρέχουν οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις, το δικαστήριο
έχει διακριτική ευχέρεια να μην ακυρώσει τη δικαιοπραξία, αλλά να την
αναμορφώσει σύμφωνα με την υποτιθέμενη βούληση του
εξαπατηθέντος και την αποδοχή της από το άλλο μέρος.
Δικαίωμα αποζημίωσης
ΑΚ 148: Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την
ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης
ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης
δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να
ανορθωθεί η ζημία.
Προκειμένου να ενεργοποιηθεί αυτό το δικαίωμα πρέπει να
συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αδικοπραξιών (ΑΚ 914 επ.), κάτι το
οποίο θα συμβαίνει διότι η απάτη συνιστά κατά κανόνα αδικοπραξία. Η
αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει τόσο το διαφέρον
εμπιστοσύνης/αρνητικό διαφέρον (μπορεί να αξιώσει ό, τι θα είχε αν
δεν έδειχνε εμπιστοσύνη στην έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας, π.χ.
αμοιβή δικηγόρου) καθώς και την περαιτέρω ζημία που υπέστη επειδή
επιχείρησε την δικαιοπραξία που ακυρώθηκε (π.χ. απόρριψη άλλης
προσφοράς).
ΑΠΕΙΛΉ
ΑΚ 150: Όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή που
ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλον ή
από τρίτο έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία.
Απειλή επομένως είναι η παράνομη ή η αντίθετη όρος τα χρηστά ήθη
εξαγγελία σπουδαίου και άμεσου κακού για την προσωπικότητα και την
περιουσία του απειλούμενου ή των προσώπων που συνδέονται
στενότατα με αυτόν, η επέλευση του οποίου (κακού) εξαρτάται από τη
βούληση του εξαγγελούντος.
Η απειλή αποτελεί περίπτωση κατά την οποία η βούληση του
δηλούντος δεν σχηματίζεται ελεύθερα , αλλά επηρεάζεται από την
άσκηση ψυχολογικής βίας. Όταν υπάρχει απόλυτη σωματική βία δεν
τίθεται θέμα απειλής διότι δεν υφίσταται καν βούληση , άρα ούτε και
δήλωση.
Σκοπός του αστικού κώδικα δεν είναι η επιβολή κυρώσεων στον
απειλήσαντα αλλά η προστασία του σχηματισμού της ελεύθερης
δικαιοπρακτικής βούλησης του απειληθέντος.
Βασικές προϋποθέσεις:
i. Να εξαγγέλλεται κάποιο κακό: γνωστοποίηση στον απειλούμενο
με τον προφορικό λόγο, εγγράφως, με χειρονομίες ή με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι θα επέλθει βλάβη στα αγαθά του
ίδιου ή κάποιου από τα πρόσωπα που συνδέονται μαζί του
στενότατα. Το απειλούμενο κακό μπορεί να συνίσταται και σε
παράλειψη παροχής βοήθειας, εφόσον υφίσταται υποχρέωση
του απειλούντος να παράσχει βοήθεια στον απειλούμενο.
ii. Το κακό να θέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο ανθρώπινα
αγαθά: δεν υφίσταται κινδυνος αν το εξαγγελλόμενος κακό
πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο απώτερο μέλλον, έτσι ώστε
είναι δυνατόν να αποτραπεί με την κλήση της αρχής. Ο κινδυνος
πρέπει να είναι άμεσος και επικείμενος (π.χ. Γιατρός αρνείται
περίθαλψη βαριά τραυματισμένου). Επίσης, ο κινδυνος πρέπει να
είναι σπουδαίος, δηλαδή πραγματικός.
Δικαίωμα αποζημίωσης:
ΑΚ 152: Παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας εκείνος που
απειλήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης
ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης
δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την
ανόρθωση της ζημίας.
Υποχρέωση αποζημίωσης του καλόπιστου λήπτη απευθυντέας
δήλωσης:
ΑΚ 153: Όποιος εξαναγκάστηκε με απειλή που ασκήθηκε από τρίτον, να
απευθύνει δήλωση βούλησης σε άλλον, αν ακυρωθεί για το λόγο αυτό
η δήλωση, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να αποζημιώσει
τον άλλον, αν αυτός ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την απειλή.
ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Η δικαιοπρακτική βούληση ενός προσώπου μπορεί να διαμορφωθεί
ελαττωματικά και εξαιτίας πράξης διαφθοράς. Σύμφωνα με τον
ν.2957/2001, «όποιος προβαίνει σε δήλωση βούλησης που
επηρεάσθηκε από πράξη διαφθοράς, κατά την έννοια του παρόντος
νόμου, έχει δικαίωμα ακύρωσης της δικαιοπραξίας κατά τις διατάξεις
των άρθρων 154 ως 157 του αστικού κώδικα.
Προϋποθέσεις, λοιπόν, για την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω
διαφθοράς είναι:
Πράξη διαφθοράς
Η πράξη διαφθοράς να μην συνιστά αντικείμενο της
δικαιοπραξίας ή κάποιου όρου αυτής
Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης διαφθοράς και της
δήλωσης βουλήσεως
(επί απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως) γνώση ή υπαίτια
άγνοια της πράξης διαφθοράς από τον λήπτη της δήλωσης
βούλησης ή τον τρίτο που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτή.
Έννομες συνέπειες
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, το θύμα διαφθοράς
μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την
ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας που υπέστη. Εναλλακτικά, δύναται να
δεχθεί την ακυρώσιμη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανόρθωση της
ζημίας.
Τρόποι ακύρωσης
Με δικαστική απόφαση: σύμφωνα με την ΑΚ 154, εδ. α’, η
ακύρωση της δικαιοπραξίας επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση. Η δικαστική αυτή απόφαση είναι διαπλαστική (καθώς
και το σχετικό δικαίωμα είναι διαπλαστικό) και ισχύει έναντι
όλων. Επειδή για την ακύρωση απαιτείται δικαστική απόφαση, το
δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο με αγωγή, ανταγωγή ή
ένσταση.
Η ΑΙΡΕΣΗ
Μερικές φορές οι δικαιοπρακτούντες ενδιαφέρονται να εξαρτήσουν την
ενέργεια της δικαιοπραξίας από την επέλευση ενός μελλοντικού
γεγονότος ή από την ενέργεια κάποιου τρίτου προσώπου. Αυτό
επιτυγχάνεται με την προσθήκη στην δικαιοπραξία μιας αίρεσης.
Καταχρηστικές αιρέσεις
Οι όροι της δικαιοπραξίας που συγκεντρώνουν τις παραπάνω
προϋποθέσεις καλούνται γνήσιες αιρέσεις και αντιδιαστέλλονται από
τις λεγόμενες καταχρηστικές αιρέσεις, οι οποίες είναι:
Α) οι νομικές αιρέσεις ή αιρέσεις δικαίου, οι οποίες αναφέρονται σε
γεγονός που αποτελεί κατά τον νόμο απαραίτητο στοιχείο ή
προϋπόθεση για την ενέργεια ή την τελείωση της δικαιοπραξίας (π.χ.
όρος πως θα συμφωνηθεί το τίμημα σε σύμβαση πώλησης). Ο όρος
αυτός προβλέπεται ευθέως από τον νόμο και συνεπώς περιττεύει η
συνομολόγησή του από τους δικαιοπρακτούντες.
Είδη αιρέσεων
Αναβλητικές αιρέσεις: αναβλητική είναι η αίρεση, βάσει της
οποίας η ενέργεια της δικαιοπραξίας αναβάλλεται ως το χρονικό
σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός
από το οποίο εξαρτήθηκε.
ΑΚ 201: Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν
από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα
αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός
(πλήρωση της αίρεσης).
Συνέπειες ματαίωσης
Αν η αίρεση είναι αναβλητική, η ενέργεια της δικαιοπραξίας
ματαιώνεται οριστικώς και δεν αναπτύσσονται τα αποτελέσματά της.
Συνεπώς, διαθέσεις που έγιναν από τον υπό αίρεση δικαιούχο είναι
άκυρες, ενώ καθίστανται έγκυρες οι διαθέσεις από τον υπό αίρεση
υπόχρεο.
Αν η αίρεση είναι διαλυτική, διατηρούνται οριστικά τα αποτελέσματα
της δικαιοπραξίας και αποτρέπεται η ανατροπή τους. Επομένως,
διαθέσεις που έγιναν από τον υπό διαλυτική αίρεση δικαιούχο είναι
οριστικώς έγκυρες, ενώ αυτές που έγιναν από το άλλο μέρος
καθίστανται οριστικώς άκυρες (εκτός αν εφαρμόζεται η ΑΚ 1036).
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ
Ο όρος «προθεσμία» στον αστικό κώδικα λαμβάνει πολλά νοήματα:
1) ΑΚ 240-246: ως προθεσμία εννοείται το χρονικό σημείο ή το
χρονικό διάστημα που καθορίζεται με νόμο, δικαστική απόφαση
ή δικαιοπραξία.
2) ΑΚ 279-280: ως προθεσμία εννοείται το χρονικό διάστημα, που
τάσσεται από τον νόμο ή τους δικαιοπρακτούντες και μέσα στο
οποίο πρέπει να ασκηθεί ορισμένο δικαίωμα (αποσβεστική
προθεσμία).
3) ΑΚ 210: ως προθεσμία εννοείται ο πρόσθετος όρος, ο οποίος
τίθεται στην δικαιοπραξία και σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια
της τελευταίας αρχίζει ή λήγει όταν επέλθει ορισμένο μελλοντικό
γεγονός.