You are on page 1of 90

Σημειώσεις Γενικών Αρχών Αστικού Δικαίου

Β’ Εξάμηνο

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ

Κομβικό σημείο και θεμελιώδη αρχή του αστικού δικαίου συνιστά η


αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, του γεγονότος, δηλαδή, πως το
πρόσωπο είναι ελεύθερο να προβεί στη διαμόρφωση των
περιουσιακών και προσωπικών του σχέσεων σύμφωνα με τη βούλησή
του, ακολουθώντας πάντα τις επιταγές του Συντάγματος και των νόμων.
Ειδικότερες έννοιες που απορρέουν από την αρχή της ιδιωτικής
αυτονομίας είναι η ελευθερία των συμβάσεων, η ελευθερία του
συνεταιρίζεσθαι, η ελευθερία του διατιθέναι κλπ. Συνεπώς, το
βασικότερο εργαλείο διαμόρφωσης των εννόμων σχέσεων της ιδιωτικής
βούλησης μέσα σε μία κρατικά οργανωμένη κοινωνία είναι η
δικαιοπραξία και ειδικότερα η σύμβαση. 

ΟΡΙΣΜΟΣ: ο αστικός κώδικας δεν παρέχει νομοθετικό ορισμό της


έννοιας της δικαιοπραξίας, παρόλα αυτά κρίνεται γενικώς αποδεκτό
πως πρόκειται για μια δήλωση βουλήσεως που κατευθύνεται στην
παραγωγή κάποιου εννόμου αποτελέσματος, επειδή το θέλησε ο
δηλών. Γραπτή ή προφορική δήλωση ενός υποκειμένου του δικαίου με
απώτερο σκοπό την τροποποίηση /κατάργηση / δημιουργία μιας
έννομης σχέσης.

Συστατικά στοιχεία της δικαιοπραξίας: 


I. Δήλωση ή πράξη βούλησης → ως δήλωση ή πράξη βουλήσεως
ορίζεται η εξωτερίκευση συγκεκριμένης βούλησης, ώστε η
τελευταία να καταστεί γνωστή. Συνιστά το πιο ουσιώδες στοιχείο
της δικαιοπραξίας. 
II. Έννομη συνέπεια → η δήλωση βούλησης πρέπει να καταλήγει
στη δημιουργία μιας έννομης συνέπειας, η οποία να συνδέεται
από τον νόμο με τη δήλωση βούλησης. Το στοιχείο αυτό
ονομάζεται δικαιοπρακτική βούληση. Αυτό δε συνεπάγεται,
βέβαια, πως ο δηλών πρέπει να επιθυμεί την επέλευση όλων των
εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που προβλέπονται
στον νόμο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δικαιοπρακτούντες δεν επιδιώκουν την


επέλευση καμίας έννομης συνέπειας. Οι περιπτώσεις αυτές
διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

I. Απλώς φιλικές ή εθιμοτυπικές σχέσεις → βρίσκονται στον


εξωδικαιικό χώρο (επί παραδείγματι, μια φιλική συμβουλή,
έκφραση ευχών σε μια ονομαστική εορτή). Οι προαναφερθείσες
σχέσεις δεν ενδιαφέρουν το δίκαιο και ως εκ τούτου δεν
ρυθμίζονται από τους κανόνες του αλλά από κανόνες
κοινωνικούς, οι οποίοι δεν αποτελούν προϊόν νομικού
εξαναγκασμού.
II. Σχέσεις φιλοφροσύνης → αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση ενός
προσώπου για λόγους φιλοφροσύνης (επί παραδείγματι, ο Α
φιλοξενεί στο σπίτι του τον Β). Κατ’ εξαίρεση, είναι πιθανό να
προκύψει ευθύνη σε περίπτωση που κάποιο από τα δύο
συμβαλλόμενα πρόσωπα προκαλέσει βλάβη στο άλλο πρόσωπο
(π.χ. στο δωμάτιο που φιλοξενείται Β δεν υπάρχει επαρκής
φωτισμός από αμέλεια του Α, με αποτέλεσμα ο Β να σκοντάψει
και να τραυματιστεί). Διχογνωμία υπάρχει αναφορικά με το αν
πρέπει να γίνει χρήση των διατάξεων για τις αδικοπραξίες (ΑΚ
914 επ.) ή αν είναι δυνατό να αποκλεισθεί η ύπαρξη ευθύνης
λόγω συναίνεσης του παθόντος σε περίπτωση ζημίας ή αν πρέπει
να γίνει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της δωρεάς (ΑΚ 499
επ.).
III. «Συμφωνίες κυρίων» (gentlemen’s agreement)→ τα
συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν στην τήρηση ορισμένης
συμπεριφοράς δίχως νομική δέσμευση. Δεν συνιστούν
δικαιοπραξίες. Η βάση των συγκεκριμένων σχέσεων στηρίζεται
στην εμπιστοσύνη και την εντιμότητα καθενός από τα μέλη. Τα
συμφέροντα που διακυβεύονται είναι κυρίως οικονομικής φύσης
ή άλλων ειδών (π.χ. συμφωνίες μεταξύ μεγάλων πολυεθνικών
επιχειρήσεων ή μεταξύ αντίπαλων κομμάτων)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

I. Ουσιώδη στοιχεία → αν η συγκεκριμένη δικαιοπραξία


περιβάλλεται, από τον νόμο, από ορισμένο τύπο, πρέπει η
δήλωση βουλήσεως να περιβληθεί τα απαραίτητα ουσιώδη
στοιχεία (essentialia negotii) του συγκεκριμένου τύπου.
Παραδείγματος χάριν, για να θεωρηθεί τυπικά νόμιμη μια
σύμβαση πώλησης (ΑΚ 513) πρέπει οι δηλώσεις βουλήσεως των
μερών να αναφέρουν το πωλούμενο πράγμα και το συμφωνηθέν
τίμημα.
II. Επουσιώδη στοιχεία → εισάγουν αποκλίσεις από τις διατάξεις
του ενδοτικού δικαίου ή ρυθμίζουν ζητήματα τα οποία δεν έχει
προβλέψει ο νόμος. Τα επουσιώδη στοιχεία διακρίνονται σε
φυσικά και πρόσθετα.
 Φυσικά (συνήθη, naturalia negotii): ρυθμίζονται από τον
νόμο.
 Πρόσθετα (τυχαία, accidentalia negotii): προστίθενται στη
δικαιοπραξία από τους δικαιοπρακτούντες (με
τροποποιήσεις, προσθέσεις, καταργήσεις).

Προϋποθέσεις κύρους της δικαιοπραξίας: οι συγκεκριμένες


προϋποθέσεις αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της δικαιοπραξίας και
μέρος του ειδικού πραγματικού της, η έλλειψη των οποίων προκαλεί
αναπόφευκτα την ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Παραδείγματα τέτοιων
προϋποθέσεων είναι η δικαιοπρακτική ικανότητα του
δικαιοπρακτούντος (ΑΚ 127 επ.), η μη αντίθεση της δικαιοπραξίας στα
χρηστά ήθη και τον νόμο κλπ.
Όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας: είναι καταστάσεις και γεγονότα,
τα οποία πρέπει να συντρέξουν μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας
ώστε να αποκτήσει αυτή ενέργεια. Παραδείγματα όρων του ενεργού
της δικαιοπραξίας είναι η έγκριση από τον αντιπροσωπευόμενο της
δικαιοπραξίας που κατάρτισε στο όνομά του ο ψευδοαντιπρόσωπος (ΑΚ
229, 233), η μεταγραφή της εμπράγματης δικαιοπραξίας για τα ακίνητα
(ΑΚ 1192, 1198) κλπ. Ο όρος του ενεργού μπορεί να προστεθεί στην
δικαιοπραξία και με την ιδιωτική βούληση (με τη μορφή αίρεσης ή
προθεσμίας). Μέχρι την εκπλήρωση ή την ματαίωση του όρου του
ενεργού υπάρχει μόνο προσδοκία δικαιώματος, ανάλογη με την
πιθανότητα να αποκτήσει η δικαιοπραξία ενέργεια. Αν πληρωθεί ο όρος
τότε αποκτά ενέργεια ενώ αν ματαιωθεί λογίζεται ως άκυρη.

ΑΛΛΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Εκτός από τις δικαιοπραξίες, τις οποίες ρυθμίζει ο νόμος με ειδικές


διατάξεις, υπάρχουν και άλλες μορφές νομικών πράξεων (π.χ.
δικανικές πράξεις, πράξεις δικαίου), οι οποίες ρυθμίζονται από το
δίκαιο και επιφέρουν έννομα αποτελέσματα, είτε αυτοτελώς είτε σε
συνδυασμό με άλλα γεγονότα. Ως πράξη ορίζεται μια συγκεκριμένη
ενέργεια που επιφέρει ορισμένη μεταβολή στο εξωτερικό κόσμο. Ως
πράξη νοείται και η παράλειψη όταν αυτή συνίσταται σε παράλειψη
ορισμένης θετικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρουν τον
νομοθέτη καθημερινές ανθρώπινες συμπεριφορές (π.χ. ένα κάλεσμα
για δείπνο, μια βόλτα κλπ.) επειδή δεν συνεπάγονται και βούληση για
νομική δέσμευση. Ωστόσο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν οι
συγκεκριμένες συμπεριφορές να καταστούν αντικείμενο νομοθετικής
ρύθμισης και δικαιικού ενδιαφέροντος (ΚΠολΔ 52 παρ. 1).

Οι νομικές πράξεις διακρίνονται σε δίκαιες ή θεμιτές, οι οποίες


επιδοκιμάζονται από το δίκαιο και σε άδικες ή αθέμιτες, που
αποδοκιμάζονται και απαγορεύονται (π.χ. αστική αδικοπραξία, ποινικό
αδίκημα, έγκλημα, προσβολή ενοχικού δικαιώματος κλπ.). Οι δίκαιες
νομικές πράξεις διακρίνονται σε: δικαιοπραξίες, οιονεί δικαιοπραξίες,
υλικές πράξεις, μεικτές υλικές πράξεις και δικαιοπρακτικές παραλείψεις
ή παραλείψεις δηλώσεων. Σχηματικά:

ΔΙΚΑΙΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Δικαιοπρακτικές
παραλείψεις

Δικαιοπραξίες Οιονεί δικαιοπραξίες Υλικές πράξεις Μεικτές


υλικές πράξεις
Ειδικότερα:
 Οιονεί δικαιοπραξία: Είναι η εξωτερίκευση βουλήσεως,
παραστάσεως ή συναισθήματος, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την
επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας, ανεξάρτητα από το αν ο
πράττων την επεδίωξε ή όχι. Επιφέρουν, δηλαδή, τα
αποτελέσματά τους εκ του νόμου και όχι αναφορικά με την
βούληση των δικαιοπρακτούντων. Λείπει το στοιχείο του
ηθελημένου (π.χ. όχληση δανειστή προς οφειλέτη, εκούσια
αναγνώριση εξώγαμου τέκνου).
 Υλική πράξη: με την συγκεκριμένη πράξη προκαλείται μεταβολή
στον εξωτερικό κόσμο, προς την οποία μεταβολή και μόνο
συνδέεται ορισμένη έννομη συνέπεια, δεν συνιστά όμως
δικαιοπραξία οπότε δεν χρειάζεται να συντρέχει η προϋπόθεση
της δικαιοπρακτικής ικανότητας για την τέλεση της πράξης, ούτε
χωρεί αντιπροσώπευση (π.χ. ειδοποιία, εύρεση απολωλότος,
πνευματική δημιουργία κλπ.).
 Μεικτή υλική πράξη: είναι η υλική πράξη, η τέλεση της οποίας
οδηγεί σε αποτέλεσμα το οποίο ανάγεται στην βούληση του
πράττοντος. Για την ρύθμιση των μεικτών υλικών πράξεων
ισχύουν – υπό όρους- όσα ισχύουν για τις οιονεί δικαιοπραξίες.
 Δικαιοπρακτικές παραλείψεις: είναι η περίπτωση στην οποία
όταν στη παράλειψη δηλώσεως ή διαφορετικά στη σιωπή του
προσώπου, ο νόμος αποδίδει την έννοια δηλώσεως βουλήσεως
ορισμένου θετικού ή αρνητικού περιεχομένου. Πρόκειται για ένα
νομικό πλάσμα, στο οποίο τα αποτελέσματα της παράλειψης
δικαιοπρακτικής δήλωσης εξομοιώνονται με αυτά της ενέργειας
μιας εκ του νόμου δικαιοπραξίας (π.χ. παράλειψη του
κληρονόμου να αποποιηθεί την κληρονομιά, την οποία ο νόμος
εξομοιώνει με δήλωση αποδοχής).

ΔΙΑΚΡΊΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΏΝ

I. Μονομερείς και πολυμερείς δικαιοπραξίες

→Μονομερείς δικαιοπραξίες: οι μονομερείς δικαιοπραξίες περιέχουν


στο πραγματικό τους την δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου (π.χ.
ιδρυτική πράξη ιδρύματος, πληρεξουσιότητα, διαθήκη κλπ.). Οι
μονομερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται περαιτέρω σε απευθυντέες
(ληψιδεείς) και μη απευθυντέες (μη ληψιδεείς).

Α)Απευθυντέες: απευθυντέες είναι οι δικαιοπραξίες που παράγουν


έννομα αποτελέσματα (ηθελημένα) μόλις φθάσουν στην σφαίρα
ευθύνης του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται (π.χ. καταγγελία,
πρόταση ή αποδοχή για σύναψη σύμβασης κλπ.). ΠΡΟΣΟΧΗ! Στην
σφαίρα ευθύνης του προσώπου συμπεριλαμβάνονται και οι
συγκάτοικοι, ο υπάλληλος της οικίας, ο θυρωρός της πολυκατοικίας, το
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το γραμματοκιβώτιο κλπ. Οι απευθυντέες
είναι οι συνηθέστερες μονομερείς δικαιοπραξίες.

Β)Μη απευθυντέες: μη απευθυντέες είναι οι δικαιοπραξίες, οι οποίες


παράγουν ηθελημένα αποτελέσματα ανεξάρτητα από το αν περιέλθουν
στην σφαίρα ευθύνης του ή κάποιου άλλου προσώπου (π.χ. διαθήκη,
σύσταση ιδρύματος κλπ.). Συνήθως, οι δικαιοπραξίες αυτές παράγουν
αποτελέσματα με μόνη τη συντέλεσή τους, δηλαδή την εξωτερίκευση
της δήλωσης βουλήσεως, εφόσον βέβαια τηρούνται οι προϋποθέσεις
του πραγματικού της δικαιοπραξίας.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Από τη στιγμή που η δήλωση περιέλθει στην σφαίρα
ευθύνης του προσώπου είναι έγκυρη, δεν είναι ανάγκη το πρόσωπο να
λάβει και γνώση, διότι στο δίκαιο ισχύει και εφαρμόζεται η θεωρία της
λήψεως και όχι η θεωρία της γνώσεως.

→Πολυμερείς δικαιοπραξίες: οι πολυμερείς δικαιοπραξίες περιέχουν


στο πραγματικό τους δύο ή περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως,
απαιτείται, δηλαδή, για την εγκυρότητά τους η σύμπραξη
περισσότερων προσώπων. Στις συγκεκριμένες συμβάσεις, έχουμε το
ίδιο ηθελημένο αποτέλεσμα αλλά τα συμφέροντα των μερών είναι
αντίθετα, αντικρουόμενα (π.χ. πώληση). Διακρίνονται σε συμβάσεις,
συνδικαιοπραξίες (την ίδια δικαιοπραξία την καταρτίζουν περισσότεροι
από κοινού και έχουν κοινά συμφέροντα, π.χ. δυο ιδιοκτήτες με 50%
πλήρη κυριότητα ο καθένας πωλούν από κοινού ένα διαμέρισμα σε
έναν αγοραστή και συνεπώς τη στιγμή εκείνη η δικαιοπραξία είναι μία
αλλά οι δηλώσεις είναι τρεις) και συλλογικές πράξεις (π.χ. συστατικό
του σωματείου). Η πιο σημαντική κατηγορία των πολυμερών
δικαιοπραξιών είναι οι συμβάσεις.

II. Δικαιοπραξίες εν ζωή και αιτία θανάτου

→Δικαιοπραξίες εν ζωή: Ανάλογα με το χρονικό σημείο κατάρτισης


των δικαιοπραξιών αυτές διακρίνονται σε δικαιοπραξίες εν ζωή και
αιτία θανάτου. Δικαιοπραξίες εν ζωή είναι αυτές, με τις οποίες
ρυθμίζονται περιουσιακές ή προσωπικές σχέσεις, οι οποίες επιφέρουν
τα έννομα αποτελέσματά τους όσο ο δικαιοπρακτών βρίσκεται ακόμη
εν ζωή. Όλες οι δικαιοπραξίες, εκτός από τις δικαιοπραξίες αιτία
θανάτου που αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους εν ζωή του
δικαιοπρακτούντος.

→Δικαιοπραξίες αιτία θανάτου: είναι οι δικαιοπραξίες, με τις


ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις του δικαιοπρακτούντος για τον χρόνο
μετά τον θάνατό του, σημείο από το οποίο επιφέρουν και τα έννομα
αποτελέσματά τους. Παράδειγμα τέτοιου είδους δικαιοπραξίας είναι η
διαθήκη (ΑΚ 1710).

III. Δικαιοπραξίες ενοχικές και εμπράγματες

→Εμπράγματες δικαιοπραξίες: δικαιοπραξίες με τις οποίες συνίσταται,


αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα (π.χ.
μεταβίβαση κυριότητας κινητού ΑΚ 1034 ή ακινήτου ΑΚ 1033 κλπ.).

→Ενοχικές δικαιοπραξίες: δικαιοπραξίες με τις οποίες συνίσταται,


αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα (π.χ.
πώληση ΑΚ 513, μίσθωση ΑΚ 574, εκχώρηση απαιτήσεως ΑΚ 455 κλπ.).

IV. Δικαιοπραξίες υποσχετικές και εκποιητικές

→Υποσχετικές δικαιοπραξίες: η συγκεκριμένη διάκριση γίνεται μόνο


για τις δικαιοπραξίες του περιουσιακού δικαίου. Υποσχετική είναι η
δικαιοπραξία, με την οποία ιδρύεται ενοχική υποχρέωση του
υποσχόμενου (οφειλέτης) και αντιστοίχως ενοχικό δικαίωμα του δέκτη
της υποσχέσεως (δανειστής). Είναι η δικαιοπραξία με την οποία
αναλαμβάνεται η υποχρέωση με την οποία θα εκπληρωθεί μια παροχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποσχετικής δικαιοπραξίας είναι η
σύμβαση πώλησης. Η υποσχετική δικαιοπραξία είναι ισχυρή, ακόμη και
αν επιχειρηθεί από πρόσωπο που δεν είναι δικαιούχος. Αν όμως η
υπόσχεση δεν εκπληρωθεί, ο υποσχεθείς ευθύνεται σε αποζημίωση με
το άρθρο 35 του ΑΚ.

→Εκποιητικές δικαιοπραξίες: εκποιητική είναι η δικαιοπραξία με την


οποία διατίθεται (μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, καταργείται) ένα
υφιστάμενο, ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα. Εκποιητικές είναι όλες οι
εμπράγματες δικαιοπραξίες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητα
κινητού/ακινήτου). Αντικείμενο της συγκεκριμένης διάθεσης είναι
πάντοτε ένα δικαίωμα και όχι το αντικείμενο του δικαιώματος. Η
εκποιητική δικαιοπραξία είναι κατά κανόνα σύμβαση, αλλά κατ’
εξαίρεση ενδέχεται να είναι και μονομερής δικαιοπραξία (π.χ.
παραίτηση από την κυριότητα).

Εξουσία διάθεσης: μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη


διαφορά μεταξύ εκποιητικής και υποσχετικής δικαιοπραξίας είναι το
γεγονός πως, στην εκποιητική δικαιοπραξία προκειμένου να παραχθούν
τα έννομα αποτελέσματά της, ο δικαιοπρακτών πρέπει να έχει εξουσία
διαθέσεως του δικαιώματός του. Απαιτούνται, επομένως, σωρευτικά,
δύο προϋποθέσεις: 1) ο εκποιών να είναι δικαιούχος του δικαιώματος
που εκποιεί και 2) να έχει εξουσία διαθέσεως αυτού του δικαιώματος.
Η εξουσία διαθέσεως στηρίζεται στην αρχή της ελεύθερης διάθεσης των
περιουσιακών δικαιωμάτων. Υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις αναφορικά με
την αποκλειστικότητα της εξουσίας διαθέσεως:
Α) Ο δικαιούχος να μην έχει εξουσία διαθέσεως.
Β) Η εξουσία διαθέσεως να ανήκει αντί του δικαιούχου σε άλλο
πρόσωπο.
Γ) Η εξουσία διαθέσεως να ανήκει, εκτός από τον δικαιούχο, και σε
άλλο πρόσωπο.

Διάθεση από μη δικαιούχο: κατά κανόνα είναι άκυρη. Εξαίρεση συνιστά


η κτήση δικαιώματος από τον καλόπιστο αποκτώντα. Σε αυτή την
περίπτωση, η καλή πίστη καλύπτει την έλλειψη δικαιώματος (ΑΚ 139,
1036, 1963).

V. Δικαιοπραξίες επιδοτικές και μη επιδοτικές

→Επιδοτικές δικαιοπραξίες: η διάκριση αυτή αφορά μόνο


δικαιοπραξίες του περιουσιακού δικαίου. Επιδοτικές είναι οι
δικαιοπραξίες, με τις οποίες πραγματοποιείται περιουσιακό όφελος, το
οποίο μπορεί να συνίσταται π.χ. σε δημιουργία δικαιώματος, στη
μεταβίβαση υφιστάμενου δικαιώματος κλπ.

→Μη επιδοτικές δικαιοπραξίες: μη επιδοτικές είναι οι δικαιοπραξίες


που δεν επιφέρουν περιουσιακό όφελος σε κάποιο άλλο πρόσωπο και
συνεπώς δεν περιέχουν επίδοση, π.χ. παραίτηση από την κυριότητα
ακινήτου, υπαναχώρηση κλπ.
*όλες οι υποσχετικές δικαιοπραξίες περιέχουν επίδοση αλλά οι
εκποιητικές όχι πάντα.
VI. Δικαιοπραξίες χαριστικές και επαχθείς

→Επαχθείς δικαιοπραξίες: επαχθής ονομάζεται η δικαιοπραξία, η


επίδοση της οποίας γίνεται με κάποιο αντάλλαγμα, το οποίο μπορεί να
είναι χρηματικό ποσό ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό όφελος (π.χ.
πώληση, μίσθωση κλπ.).

→Χαριστικές δικαιοπραξίες: χαριστική ονομάζεται η δικαιοπραξία, η


επίδοση της οποίας γίνεται δίχως κάποιο αντάλλαγμα. Τέτοιου είδους
δικαιοπραξίες είναι π.χ. η δωρεά, το χρησιδάνειο, το άτοκο δάνειο κλπ.
Το δίκαιο διατηρεί μια επιφύλαξη αναφορικά με τις χαριστικές
δικαιοπραξίες και γι’ αυτό επιβάλλει η σύναψή τους να περιβληθεί τον
συμβολαιογραφικό τύπο, θεσπίζει μειωμένη ευθύνη του δωρητή και
επιτρέπει την ανάκλησή της για διαφόρους λόγους.

VII. Δικαιοπραξίες αιτιώδεις και αναιτιώδεις

→ Αιτιώδεις δικαιοπραξίες: αιτιώδεις είναι οι δικαιοπραξίες, των


οποίων το κύρος για την νομική υπόστασή τους εξαρτάται από την
ύπαρξη και το κύρος της αιτίας. Στις συγκεκριμένες δικαιοπραξίες η
ύπαρξη έγκυρης αιτίας συνιστά στοιχείο του πραγματικού της, η
έλλειψη του οποίου μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της
δικαιοπραξίας. Αιτιώδεις είναι οι περισσότερες υποσχετικές
δικαιοπραξίες.
→Αναιτιώδεις δικαιοπραξίες: αναιτιώδεις ή αφηρημένες είναι οι
δικαιοπραξίες, το κύρος των οποίων δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και
το κύρος της αιτίας. Εδώ, η αιτία δεν συνιστά στοιχείο του πραγματικού
της δικαιοπραξίας. Σημειωτέον, ο δικαιοπρακτών ή οι
δικαιοπρακτούντες έχουν την δυνατότητα να μετατρέψουν μία
δικαιοπραξία από αναιτιώδη σε αιτιώδη εξαρτώντας το κύρος της από
την ύπαρξη νόμιμης αιτίας με την προσθήκη σχετικής αίρεσης, αφού και
εδώ ισχύουν οι διατάξεις της συμβατικής ελευθερίας.

VIII. Δικαιοπραξίες τυπικές και άτυπες

→Τυπικές δικαιοπραξίες: τυπικές είναι οι δικαιοπραξίες για την έγκυρη


κατάρτιση των οποίων απαιτείται τύπος, π.χ. σύμβαση μεταβίβασης
κυριότητας ακινήτου κλπ. Η τήρηση τύπου απαιτείται όπου το ορίζει
ρητά ο νόμος, επομένως στο δίκαιό μας εφαρμόζεται η αρχή του
ατύπου των δικαιοπραξιών, που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της
συμβατικής ελευθερίας.

→Άτυπες δικαιοπραξίες: άτυπες ονομάζονται οι δικαιοπραξίες για την


έγκυρη κατάρτιση των οποίων δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος.

IX. Δικαιοπραξίες συναινετικές και παραδοτικές

→Συναινετικές δικαιοπραξίες: συναινετικές ονομάζονται οι


δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με μόνη τη συμφωνία των
συμβαλλομένων (πώληση, μίσθωση κλπ.).
→Παραδοτικές δικαιοπραξίες: παραδοτικές ονομάζονται οι
δικαιοπραξίες, για την κατάρτιση των οποίων εκτός από συμφωνία των
μερών απαιτείται και παράδοση ενός πράγματος (π.χ. δάνειο,
παρακαταθήκη, χρησιδάνειο κλπ.). Στις συγκεκριμένες δικαιοπραξίες αν
δεν παραδοθεί το πράγμα, δεν υφίσταται δικαιοπραξία τέτοιου τύπου.

X. Συμβάσεις αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς

→Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις: αμφοτεροβαρής είναι η σύμβαση, η


οποία δημιουργεί υποχρεώσεις σε βάρος και των δύο συμβαλλομένων
με αντίστοιχα ενοχικά δικαιώματα υπέρ του καθενός από αυτούς (π.χ.
μίσθωση, σύμβαση εργασίας κλπ.).

→Ετεροβαρείς συμβάσεις: ετεροβαρής ονομάζεται η σύμβαση, η οποία


δημιουργεί υποχρέωση σε βάρος μόνο ενός συμβαλλομένου και
αντίστοιχο ενοχικό δικαίωμα υπέρ του άλλου (π.χ. δωρεά).
*Όλες οι χαριστικές συμβάσεις είναι ετεροβαρείς ενώ όλες οι
αμφοτεροβαρείς είναι επαχθείς.

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Πέρα από το ουσιώδες και ελάχιστο πραγματικό το οποίο συνιστά η


δήλωση βουλήσεως, δίχως το οποίο δεν υφίσταται καν η δικαιοπραξία,
ο νόμος προβλέπει και συγκεκριμένα άλλα προαπαιτούμενα κριτήρια,
τα οποία πρέπει μια δικαιοπραξία να πληροί προκειμένου να θεωρείται
εγκύρως και νομίμως καταρτισθείσα. Αυτά τα επιπλέον στοιχεία είναι:
1)η ικανότητα για δικαιοπραξία, 2)η έλλειψη διάσταση ανάμεσα στην
δήλωση και την βούληση, 3)η έλλειψη ελαττωμάτων της βούλησης και
4)το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας να είναι σύμφωνο με τον νόμο,
τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη.

Α. Περιεχόμενο της δήλωσης βουλήσεως:

Δήλωση βουλήσεως είναι η πράξη με την οποία εξωτερικεύεται και


τίθεται σε εφαρμογή η βούληση των μερών, η βούληση δηλαδή για την
παραγωγή συγκεκριμένων εννόμων αποτελεσμάτων. Όπως τονίζει και ο
Γεωργιάδης: «Η δήλωση βουλήσεως αποτελεί εξωτερίκευση
δικαιοπρακτικής βούλησης, μέσο με το οποίο μια ενδιάθετη
κατάσταση του προσώπου αποκαλύπτεται στον εξωτερικό κόσμο». Η
εκδήλωση της βούλησης αυτής μπορεί να λάβει χώρα με ποικίλους
τρόπους, αλλά εμφανίζεται κυρίως με τρεις μορφές: 1)ρητά, 2)σιωπηρά
ή 3)πλασματικά. Πρέπει η δήλωση βουλήσεως να μπορεί να γίνει
αντιληπτή σαφώς προς εκείνους στους οποίους απευθύνεται.

Στοιχεία της δήλωσης βουλήσεως: αποτελείται από το εσωτερικό


στοιχείο που είναι η βούληση και το εξωτερικό στοιχείο που είναι η
δήλωση.
Βούληση: διακρίνεται σε βούληση της πράξης ή βούληση της ενέργειας,
σε βούληση της δήλωσης ή συνείδηση της δήλωσης και σε
δικαιοπρακτική βούληση.
 Βούληση της πράξης ή βούληση ενέργειας: το πρόσωπο που
επιθυμεί να συνάψει μια δικαιοπραξία προβαίνει εκουσίως σε
κάποια ενέργεια, προκειμένου να εξωτερικεύσει την βούλησή
του. Αντίστοιχα, μια συμπεριφορά που δεν βρίσκεται σε
συμφωνία με την βούληση του πράττοντος (επειδή π.χ. υπέστη
θύμα υπνωτισμού για να υπογράψει μια επιταγή, ή ασκήθηκε
πάνω του απόλυτη σωματική βία) έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη
ανυπαρξία της δήλωσης βούλησης.
 Βούληση της δήλωσης ή συνείδηση της δήλωσης: η βούληση του
δηλούντος ότι η συγκεκριμένα συμπεριφορά του έχει
δικαιοπρακτική σημασία, ενδιαφέρει δηλαδή τον νομικό κόσμο.
Η έλλειψή της καθιστά την δικαιοπραξία ελαττωματική (άκυρη ή
ακυρώσιμη).
 Δικαιοπρακτική βούληση: είναι η βούληση που κατευθύνεται
στην παραγωγή συγκεκριμένων εννόμων αποτελεσμάτων, τα
οποία ο δηλών επιδιώκει να επιτεύξει με την δήλωσή του.

Δήλωση: διακρίνεται σε ρητή ή σιωπηρή, ανάλογα με τον τρόπο κατά


τον οποίο εκδηλώνεται και σε απευθυντέα και μη απευθυντέα,
ανάλογα με τον χρόνο κατά τον οποίο αναπτύσσει την ενέργειά της.

 Ρητή: ονομάζεται διαφορετικά και άμεση, εκφράζεται άμεσα η


βούληση του δικαιοπρακτούντος για την σύναψη μιας ορισμένης
δικαιοπραξίας. Δεν επιδέχεται πολλών ερμηνειών και νοημάτων.
Ρητή είναι και η δήλωση που γίνεται αθόρυβα, με χειρονομίες ή
νεύματα, εφόσον μπορεί άμεσα να συναχθεί ο σκοπός της
κατάρτισης δικαιοπραξίας.

 Σιωπηρή: ονομάζεται διαφορετικά και έμμεση, συνάγεται


έμμεσα και συμπερασματικά από την συμπεριφορά του
δηλούντος, η οποία αποβλέπει συνήθως σε άλλο σκοπό. Η
διαπίστωση μιας δήλωσης βουλήσεως από μια συμπεριφορά
καθίσταται ακόμη πιο έκδηλη όταν συνδυαστεί με ορισμένα
περιστατικά ή συγκεκριμένες συνθήκες, δεν αποκλείεται δε η
ακριβώς ίδια συμπεριφορά να έχει ανάλογα με τις περιστάσεις,
διαφορετική νομική σημασία.

 Πλασματική/η σιωπή ως δήλωση βουλήσεως: πλασματική είναι


η δήλωση που γίνεται με πλάσμα δικαίου. Εδώ ο νομοθέτης
επηρεάστηκε από τα πλάσματα δικαίου τα οποία ίσχυαν και
ισχύουν σε όλο το δίκαιο κυρίως από την εποχή του 19ου αιώνα.
Μερικές φορές, η απραξία είναι νομικά πιο εκφραστική από μια
ρητή ή σιωπηρή δήλωση βουλήσεως. Η πλασματική δήλωση δεν
προϋποθέτει δήλωση, αντίθετα αρκείται στις περιπτώσεις που το
προβλέπει ρητά ο ίδιος ο νόμος, στην απλή σιωπή. Την
εξομοίωση της σιωπής με δήλωση βουλήσεως είναι δυνατό να
προβλέπει ο ίδιος ο νόμος (ΑΚ 476, 564 κλπ.) ή αυτή ενδέχεται να
συνάγεται με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

ΑΠΕΥΘΥΝΤΈΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΠΕΥΘΥΝΤΈΕΣ ΔΗΛΏΣΕΙΣ ΒΟΥΛΉΣΕΩΣ


Κρίσιμο σημείο διάκρισης σε απευθυντέες και μη απευθυντέες
δηλώσεις βουλήσεως είναι ο χρόνος έναρξης της ισχύος τους.

i. Απευθυντέες δηλώσεις: τα χρονικά σημεία της συντέλεσης και


της παραγωγής των εννόμων αποτελεσμάτων δεν ταυτίζονται.
Από την ΑΚ 167 συνάγεται πως ο Αστικός Κώδικας ακολουθεί την
θεωρία της λήψης ή παραλαβής, η ενέργεια δηλαδή της
συγκεκριμένης δικαιοπραξίας ξεκινά από τη στιγμή που θα
περιέλθει αυτή στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να
απευθυνθεί. Επομένως, για την έγκυρη και νόμιμη κατάρτιση
μιας απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως, η περιέλευση συνιστά
όρο του ενεργού αυτής. Τα έννομα αποτελέσματα ξεκινούν
εφόσον η δήλωση περιέλθει στη σφαίρα επιρροής του λήπτη.

ii. Μη απευθυντέες δηλώσεις: στις συγκεκριμένες δηλώσεις, η


συντέλεση και η απόκτηση ενέργειας επέρχονται την ίδια
χρονική στιγμή. Για να μην δημιουργείται σύγχυση αναφορικά με
το ακριβές χρονικό σημείο συντέλεσης της δήλωσης, οι
τελευταίες καταρτίζονται συνήθως εγγράφως, χωρίς αυτό να
σημαίνει πως όλες οι απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως είναι και
τυπικές.

Ανάκληση:

Από την περιέλευση της απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως στον λήπτη,


ο δηλών δεσμεύεται και δεν μπορεί να την ανακαλέσει. Αν όμως,
σύμφωνα με το άρθρο 168 του ΑΚ, η ανάκληση ληφθεί πριν ή
ταυτόχρονα με την περιέλευση, τότε τεκμαίρεται πως η αρχική δήλωση
βουλήσεως δεν έχει καμία ενέργεια.

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Ορισμός: ο τύπος αναφέρεται στην δήλωση βουλήσεως και συνιστά το


μέσο με το οποίο εξωτερικεύεται μερικές φορές (από τον νόμο ή την
συμφωνία των μερών) η δήλωση βουλήσεως, η ανυπαρξία της οποίας
εκεί που απαιτείται μπορεί να οδηγήσει στην ακυρότητα ολόκληρης της
δικαιοπραξίας.

Αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών: η συγκεκριμένη αρχή αποτελεί


εξειδίκευση και ειδικότερη εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας που
διέπει το αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, τύπος απαιτείται μόνο εφόσον το
ορίζει ρητά ο νόμος (ΑΚ 158). Ο τύπος επιβάλλεται από τον νόμο για
λόγους προστασίας του δικαιοπρακτούντος ή του δημοσίου
συμφέροντος.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

1. Συστατικός τύπος: ονομάζεται διαφορετικά και πανηγυρικός,


είναι ο τύπος, με τον οποίο απαιτείται να εξωτερικευθούν οι
δηλώσεις βουλήσεως για να είναι έγκυρες, τόσο αυτές όσο και οι
δικαιοπραξίες που τις περιβάλλουν. Είναι, δηλαδή, εκείνος ο
τύπος που απαιτείται για να καταρτισθεί η δικαιοπραξία. Το
έγγραφο αποτελεί τον κυριότερο νόμιμο συστατικό τύπο. Ο
συστατικός τύπος διακρίνεται επίσης σε νόμιμο και εκούσιο.
Νόμιμος: απαιτείται από διάταξη νόμου.
Εκούσιος: τον προβλέπουν τα μέρη, επιβάλλεται από την ιδιωτική
βούληση.
*Παρατήρηση: μια δικαιοπραξία που πρέπει να περιέχει
υποχρεωτικά τύπο ώστε να εξασφαλισθεί η νομιμότητά της,
πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγράφονται σε αυτή τόσο τα
ουσιώδη όσο και τα επουσιώδη στοιχεία (π.χ. ένας όρος, μια
αίρεση, μια προθεσμία κλπ.). Αν από τον νόμιμο τύπο λείψει ένα
ουσιώδες στοιχείο τότε η δικαιοπραξία λογίζεται ως άκυρη,
αντίθετα αν λείψει ένα επουσιώδες στοιχείο, τότε η δικαιοπραξία
θα υφίσταται αλλά ο συγκεκριμένο όρος δεν θα ισχύει.
2. Αποδεικτικός τύπος: είναι ο τύπος, ο οποίος χρησιμεύει στην
απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της δικαιοπραξίας.
Δεν αναφέρεται στο κύρος της δικαιοπραξίας. (βλ.
υποχρεωτικότητα αποδεικτικού τύπου στο άρθρο 393 ΚΠολΔ.)

ΕΙΔΗ ΝΟΜΙΜΟΥ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Α. Ιδιωτικό έγγραφο

Το ιδιωτικό έγγραφο συνιστά την απλούστερη μορφή τύπου. Όπου ο


νόμος δεν προβλέπει ρητά την ύπαρξη άλλου τύπου, αρκεί το ιδιωτικό
έγγραφο.
Ως έγγραφο νοείται το γραπτό κείμενο το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά
τις αντιλήψεις των συναλλαγών και περιέχει σαφώς την δήλωση
βούλησης. Για να υφίσταται το ιδιωτικό έγγραφο αρκεί αυτό να
περιέχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ώστε να εξασφαλισθεί η
γνησιότητα του εγγράφου και η εξακρίβωση της ταυτότητας του
έκδοτη. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση είναι προϋπόθεση κύρους της
δικαιοπραξίας, η έλλειψη της οποίας επιφέρει την ακυρότητά της.
Ειδικότερα: αν ο εκδότης για οποιοδήποτε λόγο αδυνατεί να υπογράψει
ιδιοχείρως τότε πρέπει να προβεί εγκύρως στη σύναψη τυπικής
δικαιοπραξίας μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Η υπογραφή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον το επώνυμο του
εκδότη. Κατά εξαίρεση, μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη και η υπογραφή με
μόνο το κύριο όνομα (π.χ. από έναν ζωγράφο, γλύπτη κλπ.). Είναι όμως
δυνατή και η υπογραφή με γνωστό στις συναλλαγές ψευδώνυμο.
Η υπογραφή πρέπει να τεθεί στο τέλος του κειμένου. Στις συμβάσεις, αν
ο συστατικός τύπος είναι νόμιμος, η υπογραφή πρέπει να τεθεί στο ίδιο
έγγραφο.

Β. Συμβολαιογραφικό έγγραφο

Συμβολαιογραφικό είναι το έγγραφο που συντάσσεται από


συμβολαιογράφο, σύμφωνα με τις διατάξεις του «Κώδικα
Συμβολαιογράφων». Το συμβολαιογραφικό έγγραφο υπογράφεται από
όλους τους δικαιοπρακτούντες, τους τυχόν μάρτυρες και τον
συμβολαιογράφο. Η τυχόν άρνηση του συμβολαιογράφου να προβεί σε
σύνταξη δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση σύνταξης. Στη σύμβαση,
ειδικότερα, η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει και με χωριστό
συμβολαιογραφικό έγγραφο

Τροποποίηση

Την τροποποίηση των δικαιοπραξιών προβλέπει ρητά το άρθρο 164 ΑΚ,


όπου: «ο τύπος που ορίζει ο νόμος για την δικαιοπραξία, απαιτείται και
για τις τροποποιήσεις της». Ως τροποποίηση νοείται κάθε αλλαγή,
μεταβολή, συμπλήρωση ή αντικατάσταση των όρων της αρχικής
δικαιοπραξίας. Η σύμβαση για την οποία δεν προβλέπεται από τον
νόμο η τήρηση κανενός τύπου, μπορεί να τροποποιηθεί, χωρίς τον
τύπο, ρητά ή σιωπηρά.

Συνέπειες μη τήρησης τύπου

Στις περιπτώσεις που ο συστατικός τύπος απαιτείται από τον νόμο, τότε
η δικαιοπραξία για τα ουσιώδη στοιχεία της οποίας δεν τηρήθηκε
τύπος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό (159, παρ.1
ΑΚ). Αν δεν τηρήθηκε τύπος για επουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας,
η ακυρότητα αυτού του στοιχείου ενδέχεται να επιφέρει και την
ακυρότητα σε όλη την δικαιοπραξία (181 ΑΚ). Εδώ η ακυρότητα
λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο.
Στην περίπτωση που ο συστατικός τύπος είναι εκούσιος, η μη τήρησή
του συνεπάγεται επίσης, σε περίπτωση αμφιβολίας, την ακυρότητα της
δικαιοπραξίας (159, παρ.2 εδ.α ΑΚ).
Η ακυρότητα λόγω μη τηρήσεως του απαιτούμενου νόμιμου
συστατικού τύπου θεραπεύεται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει
ειδικά ο νόμος. Αντίθετα, η ακυρότητα για την μη τήρηση του εκούσιου
συστατικού τύπου θεραπεύεται σε κάθε περίπτωση που τα μέρη
καταρτίσουν τη δικαιοπραξία έχοντας επίγνωση της έλλειψης τύπου
αυτής. Για την θεραπεία της ακυρότητας αρκεί και μερική εκπλήρωση.

Επιπροσθέτως, η ακυρότητα είναι απόλυτη και στην περίπτωση


παραβίασης του νόμιμου όσο και του εκούσιου συστατικού τύπου.
Όποιος έχει έννομο συμφέρον από αυτή, μπορεί να την επικαλεσθεί.

Η ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Η σύμβαση συνιστά την σπουδαιότερη και συνηθέστερη μορφή


έκφρασης της ιδιωτικής βούλησης δύο ή περισσότερων ατόμων.
Καταρτίζεται με την σύμπτωση δύο ή περισσότερων αντιτιθέμενων
δηλώσεων βουλήσεως , που αποβλέπουν στην επίτευξη ορισμένου
εννόμου αποτελέσματος. Η δήλωση βουλήσεως που προηγείται
χρονικά ονομάζεται πρόταση, ενώ εκείνη που έπεται ονομάζεται
αποδοχή. Σε ποικίλες περιπτώσεις, βέβαια, οι δηλώσεις βουλήσεως
τυχαίνει να συμπίπτουν χρονικά, με αποτέλεσμα κάθε συμβαλλόμενος
να βρίσκεται ταυτόχρονα και στον ρόλο του προτείνοντος και του
αποδεχόμενου.

Α. Πρόταση
Πρόταση είναι η μονομερής απευθυντέα δήλωση βουλήσεως, με την
οποία ένα πρόσωπο εξωτερικεύει την βούλησή του να καταρτίσει μια
σύμβαση με ένα άλλο πρόσωπο. Ειδικότερα στοιχεία:

 Η πρόταση για να είναι έγκυρη πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις


προϋποθέσεις κύρους που ισχύουν για τις δηλώσεις βουλήσεως,
να είναι σαφής, ορισμένη και πλήρης αλλά και να περιέχει τόσο
τα ουσιώδη όσο και τα επουσιώδη στοιχεία, τα οποία ο
προτείνων θεωρεί σημαντικά, είτε με βάση τις διαπραγματεύσεις
είτε με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
 Η πρόταση συνήθως απευθύνεται προς ορισμένο πρόσωπο (π.χ.
πρόταση για σύναψη σύμβασης εργασίας που απευθύνεται σε
συγκεκριμένο εργαζόμενο), αλλά είναι έγκυρη και η πρόταση που
κατευθύνεται προς ένα αόριστο πρόσωπο (π.χ. στο κοινό).
 Ο προτείνων πρέπει να έχει σοβαρή και οριστική πρόθεση
συμβατικής δέσμευσης, διαφορετικά δεν υπάρχει πρόταση αλλά
πρόσκληση για υποβολή προτάσεως.

Β. Αποδοχή

Αποδοχή είναι η δήλωση βούλησης του λήπτη της πρότασης, πως


δέχεται την σύναψη της συμφωνίας και την κατάρτιση της σύμβασης
σύμφωνα με το περιεχόμενο της πρότασης. Ειδικότερα στοιχεία:

 Κατά κανόνα, η αποδοχή της πρότασης είναι απευθυντέα στον


προτείνοντα. Κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται η περιέλευση στη
σφαίρα επιρροής του προτείνοντα όταν κάτι τέτοιο συνάγεται
από τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, ή από τα συναλλακτικά
ήθη, ή από ορισμένες ειδικές περιστάσεις.
 Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, δίχως όμως η σιωπή
να συνιστά αποδοχή, εκτός αν κάτι τέτοιο προβλέπεται ρητά στον
νόμο ή αν το προέβλεψαν τα μέρη στη συμφωνία τους, ή αν σε
εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι επιβάλλεται από την
καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη (κυρίως μεταξύ των εμπόρων).
 Βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, καθένας είναι
καταρχήν ελεύθερος να δεχθεί ή να μη δεχθεί την πρόταση
κάποιου.
 Η αποδοχή με όρους που αφορούν τροποποίηση της πρότασης
λογίζεται ως αποποίηση και ταυτόχρονη υποβολή νέας πρότασης
(κανόνας ενδοτικού δικαίου).
 Η δήλωση αποδοχής πρέπει να περιέλθει εγκαίρως, εντός της
προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί, ενώ αν δεν έχει συμφωνηθεί
κάποια προθεσμία, εντός εκείνου του χρονικού διαστήματος που
ο προτείνας είναι υποχρεωμένος να αναμένει την αποδοχή (ΑΚ
189). Αυτός ο χρόνος προσδιορίζεται με βάση αντικειμενικά
κριτήρια (π.χ. από τη φύση της σύμβασης, την ιδιότητα των
συναλλασσόμενων κλπ.).
 Η απευθυντέα δήλωση αποδοχής ενδέχεται να ανακληθεί και με
αυτό τον τρόπο να μην αποκτήσει καμία έννομη συνέπεια, αν
περιέλθει στον προτείνοντα πριν ή ταυτόχρονα με τη δήλωση
αποδοχής.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Προκειμένου να υφίσταται η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ δύο ή


περισσότερων προσώπων, η πρόταση και αποδοχή πρέπει να
καλύπτονται αμοιβαίως και πλήρως ως προς όλα τα σημεία τους. Το
γεγονός αυτό ονομάζεται «συμφωνία των μερών (consensus)». Αν μια
τέτοια συμφωνία δεν υπάρχει, τότε υπάρχει η ασυμφωνία (dissensus),
και η σύμβαση θεωρείται μη καταρτισθείσα. Η ασυμφωνία διακρίνεται
σε φανερή και λανθάνουσα.
Για να εντοπίσουμε την ύπαρξη συμφωνίας και ως εκ τούτου την
βούληση των μερών, κρίσιμο στοιχείο είναι η ερμηνεία των εκατέρωθεν
δηλώσεων βουλήσεως, αναφορικά με το πραγματικό νόημά τους,
κάνοντας χρήση του άρθρου 173.
Επιγραμματικά:
 Φανερή ασυμφωνία: τα μέρη γνωρίζουν πως δεν ήρθαν σε
συμφωνία αναφορικά με όλους τους όρους της σύμβασης. Αν
αυτοί οι όροι περιλαμβάνονται στα ουσιώδη στοιχεία της
σύμβασης, τότε αυτή θεωρείται πως δεν έχει καταρτισθεί. Αν οι
παραπάνω όροι αφορούν σε μη ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης,
τα οποία ειπώθηκαν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων,
εφαρμόζεται η διάταξη του ΑΚ 195.
 Λανθάνουσα συμφωνία: ονομάζεται διαφορετικά και κρυφή
συμφωνία ή λανθάνουσα παρανόηση, είναι όταν τα μέρη
πιστεύουν πως ήρθαν σε συμφωνία πάνω σε όλα τα στοιχεία της
σύμβασης και ότι η τελευταία έχει καταρτισθεί έγκυρα, αλλά
στην πραγματικότητα αμέλησαν (μερική ασυμφωνία) ή
παρανόησαν να συμφωνήσουν σε κάποιους όρους. Αν ο όρος
αυτός συνιστά ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας, τότε η
συμφωνία δεν έχει καταρχήν καταρτισθεί. Αν ο όρος συνιστά μη
ουσιώδες στοιχείο, εφαρμόζεται το άρθρο 196 του ΑΚ.

ΔΙΜΕΡΗΣ ΠΛΑΝΗ

Διμερής πλάνη υπάρχει όταν οι δηλώσεις βουλήσεως και των δύο


μερών βρίσκονται σε ακούσια διάσταση με την πραγματική τους
βούληση. Αν η πλάνη τους αυτή αφορά το ίδιο περιεχόμενο, τότε η
σύμβαση καταρτίζεται με περιεχόμενο αυτό που ανταποκρίνεται στην
πραγματική τους βούληση, εφαρμόζοντας τον κανόνα σύμφωνα με τον
οποίο «η εσφαλμένη δήλωση δεν βλάπτει».
Αν όμως η πλάνη τους αφορά διαφορετικό περιεχόμενο, τότε είτε θα
εφαρμοστούν οι διατάξεις σχετικά με την (μονομερή) πλάνη και το κάθε
μέρος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης (ΑΚ
140 επ.) είτε πρόκειται για φανερή ή λανθάνουσα ασυμφωνία που θα
κριθεί ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις (η ορθότερη άποψη).

ΤΟ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ

Σε μερικές περιπτώσεις τυχαίνει η κατάρτιση της σύμβασης να μην είναι


δυνατό να λάβει χώρα, για διάφορους λόγους, άμεσα, παρόλο που οι
ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να δεσμευτούν από τα μελλοντικά έννομα
αποτελέσματά της. Παραδείγματος χάριν, ο Α ενδιαφέρεται να
καταρτίσει μια σύμβαση πώλησης με τον Β, όμως το ακίνητο που
επιθυμεί να πωλήσει βρίσκεται κάτω από οικοδομικές εργασίες, με
αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η παραχώρησή του τη δεδομένη στιγμή,
ενώ παράλληλα ο Β, ενώ επιθυμεί να καταβάλλει το τίμημα για την
αγορά του ακινήτου, επιθυμεί λίγο ακόμη χρόνο προκειμένου να
συγκεντρώσει το συμφωνηθέν ποσό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δύο
μέρη συμφωνούν στην κατάρτιση μιας προκαταρκτικής ή
προπαρασκευαστικής σύμβασης που ονομάζεται «προσύμφωνο», με
την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν στο μέλλον την
οριστική σύμβαση, ΑΚ 166 (στο παρόν παράδειγμα, την σύμβαση
πώλησης).

Ειδικότερα:

Όπως κάθε άλλη σύμβαση, έτσι και το προσύμφωνο είναι


απόλυτα δεσμευτικό ως προς την πλήρωση των υποχρεώσεών
του, δεσμεύουν δηλαδή του συμβαλλομένους σε σύμπραξη για
την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Αυτό το γεγονός έχει ως
αποτέλεσμα να δίνεται στον έναν από τους συμβαλλομένους η
δυνατότητα να αξιώσει από τον άλλο, ο οποίος ενδεχομένως
αθέτησε την υποχρέωση που απορρέει από το προσύμφωνο, την
εκπλήρωση της παροχής είτε ακόμη και αποζημίωση. Στην
περίπτωση της υποχρέωσης για εκπλήρωση της σύμβασης, η
καταδίκη του εναγομένου θα είναι σε δήλωση βουλήσεως για
την κατάρτιση της κύριας σύμβασης (ΚΠολΔ 949). Με την έκδοση
της τελεσίδικης αυτής απόφασης, η κατάρτιση θεωρείται κατά
πλάσμα δικαίου πως έγινε.
Για την εγκυρότητα του προσυμφώνου χρειάζεται η πλήρης
περιγραφή της μελλοντικής σύμβασης που πρόκειται να
συναφθεί., δηλαδή οι ουσιώδεις όροι της κύριας σύμβασης. Αν
τα στοιχεία αυτά λείπουν, τότε το προσύμφωνο είναι άκυρο. Η
προθεσμία για την κατάρτιση οριστικής σύμβασης δεν συνιστά
ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας.

Το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη


μελλοντική σύμβαση που πρέπει να συναφθεί (π.χ. για
προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου απαιτείται ως νόμιμος
συστατικός τύπος συμβολαιογραφικό έγγραφο). Στο ΑΚ 166 ως
νόμιμος συστατικός τύπος νοείται μόνο το ιδιωτικό ή
συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Το προσύμφωνο παρέχει δικαίωμα στον ένα συμβαλλόμενο να


απαιτήσει από τον άλλο συμβαλλόμενο την κατάρτιση της
σύμβασης. Το δικαίωμα αυτό είναι περιουσιακής φύσης και
μπορεί να μεταβιβαστεί με εκχώρηση ή να κληρονομηθεί, ενώ
μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης
με κατάσχεση (ΚΠολΔ 1022). Ο δανειστής μπορεί να προβεί σε
πλαγιαστική άσκηση αγωγής για να ικανοποιήσει την απαίτησή
του. Η απαίτηση από το προσύμφωνο υπόκειται σε εικοσαετή
παραγραφή.
ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ

Το σύμφωνο προαιρέσεως συνιστά μια ιδιόμορφη προπαρασκευαστική


σύμβαση, μέσω της οποίας παρέχεται στον συμβαλλόμενο η εξουσία να
επιφέρει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας με μόνη την δήλωση
βουλήσεώς του. Αυτό ονομάζεται δικαίωμα προαιρέσεως.

Ειδικότερα:

Το σύμφωνο προαιρέσεως είναι μια ενοχική σύμβαση, η οποία


ενδέχεται να παρέχει δικαίωμα για σύναψη ενοχικής ή και
εμπράγματης σύμβασης. Συνήθως εντάσσεται σε κάποια άλλη
σύμβαση (π.χ. σε μια σύμβαση μίσθωσης). Ειδική περίπτωση του
συμφώνου προαιρέσεως είναι η σύμβαση εξωνήσεως (ΑΚ 565).

Το σύμφωνο προαιρέσεως περιέχει το δικαίωμα προαιρέσεως, το


οποίο είναι διαπλαστικό δικαίωμα και του οποίου η άσκηση
επιφέρει άμεσα τη σύναψη της κύριας σύμβασης, χωρίς να
ακολουθείται η διαδικασία σύναψης συμβάσεων, για την οποία
έγινε λόγος παραπάνω.

Το σύμφωνο προαιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνει το


περιεχόμενο της κύριας σύμβασης που πρόκειται να συναφθεί,
ορισμένο κατά τρόπο που να γίνεται σαφώς αντιληπτός από τους
συμβαλλομένους, στοιχείο αναγκαίο καθώς η κατάρτιση της
δικαιοπραξίας θα επέλθει αμέσως, δίχως να προηγηθεί το στάδιο
των διαπραγματεύσεων.

Επίσης, το σύμφωνο προαιρέσεως πρέπει να περιέχει και τους


αντίστοιχους όρους αναφορικά με τον τόπο και τον χρόνο
κατάρτισης της κύριας σύμβασης (π.χ. μια ενδεχόμενη προθεσμία
για τον ακριβή χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως).

Το δικαίωμα προαιρέσεως ασκείται με μονομερή δήλωση


βουλήσεως, η οποία θα απευθύνεται προς τον δεσμευόμενο από
το σύμφωνο προαιρέσεως. Τύπος απαιτείται μόνο όταν το
προβλέπει και η κύρια σύμβαση. Όπου δεν προβλέπεται τύπος, η
άσκηση μπορεί να γίνει και σιωπηρώς.

Το δικαίωμα προαιρέσεως είναι περιουσιακό. Η μεταβίβασή του


(είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου) είναι δυνατή, εκτός αν το
δικαίωμα έχει προσωποπαγή χαρακτήρα ή διαρκή χαρακτήρα.

Το δικαίωμα προαιρέσεως προστατεύεται από προσβολές τρίτων,


με βάση τις διατάξεις ΑΚ 914, 919, 939 επ.

Η κύρια σύμβαση καταρτίζεται με μόνη την άσκηση του


δικαιώματος προαιρέσεως από τον δικαιούχο, δηλαδή με
μονομερή δήλωση βουλήσεως. Πολύ συχνά, το σύμφωνο
προαιρέσεως και η μονομερής δήλωση του δικαιούχου
αποτελούν από κοινού την κύρια σύμβαση (π.χ. πώληση και
μεταβίβαση ακινήτου), οπότε, στην περίπτωση που απαιτείται,
πρέπει να υποβληθούν σε μεταγραφή και οι δύο αυτές
δικαιοπραξίες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την νομιμότητά
τους.

ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΣ

Το σύμφωνο προτιμήσεως είναι μια σύμβαση μέσα σε άλλη σύμβαση,


με την οποία το ένα μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση, αν
αποφασίσει να προβεί στην κατάρτιση μιας σύμβασης για ένα ορισμένο
αντικείμενο, να προτιμήσει να την καταρτίσει με το άλλο συγκεκριμένο
μέρος (το οποίο ονομάζεται δικαιούχος δικαιώματος προτιμήσεως),
εφόσον όμως δεν υπάρχει κάποια άλλη πιο ευνοϊκή προσφορά από
τρίτο.

Ειδικότερα:

Στον ΑΚ δεν περιέχεται κάποια ειδική ρύθμιση για το σύμφωνο


προτιμήσεως. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη σύμβαση, από την
οποία απορρέει αξίωση για παράλειψη, μπορεί δηλαδή ο
δικαιούχος του δικαιώματος προτιμήσεως να παραλείψει να
καταρτίσει την σύμβαση με τον υπόχρεο, αν βρεθεί μια καλύτερη
προσφορά από κάποιον τρίτο.

Αν ο υπόχρεος δεν συμμορφωθεί με αυτές τις επιταγές, οφείλεται


αποζημίωση, χωρίς να θίγεται το κύρος της σύμβασης που
καταρτίστηκε με τον τρίτο.
Ο δικαιούχος του δικαιώματος προτιμήσεως μπορεί να προτείνει
ο ίδιος όποιους όρους επιθυμεί ο ίδιος.

Η ΣΥΜΒΑΣΗ-ΠΛΑΣΙΟ

Μια τελευταία περίπτωση σύναψης σύμβασης αποτελεί η σύμβαση-


πλαίσιο ή σύμβαση μανδύας, με την οποία, όπως υποδηλώνει και η
ονομασία της, επιχειρείται ο προσδιορισμός του γενικότερου πλαισίου
και των επιμέρους τρόπων σύναψης μελλοντικών συμβάσεων.
Η συγκεκριμένη σύμβαση εξυπηρετεί συνήθως περιπτώσεις συμβάσεων
με αντικείμενο μια διαρκή συνεργασία των μερών και έχει ως στόχο την
ειδικότερη ρύθμιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή,
προκειμένου να επιτευχθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό η εύρυθμη
λειτουργία της συνεργασίας των συμβαλλομένων και ως εκ τούτου, η
επίτευξη του σκοπού της.
Η σύμβαση-πλαίσιο περιέχει πολλές φορές και παρεπόμενες
υποχρεώσεις, όπως, η υποχρέωση πίστης, μη ανταγωνισμού, διαρκούς
υποστήριξης κλπ.
Συνήθως, πρόκειται για μεικτή σύμβαση. Καταρτίζεται εγγράφως για
την εξασφάλιση ασφάλειας και βεβαιότητας, ακόμη και αν δεν
προβλέπεται από τον νόμο ως τυπική.
Η ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

Με απαρχή το άρθρο 138 ¶ 1 του ΑΚ, το οποίο αναφέρει ρητά:


«Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά
(εικονική) είναι άκυρη», ξεκινά ο ΑΚ να μιλά για την εικονικότητα της
δικαιοπραξίας. Τι είναι, όμως, εικονικότητα;
Ορισμός: εικονική είναι η δήλωση βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του
δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στόχος της είναι
να μεταβάλλει την άποψη των τρίτων αναφορικά με την κατάσταση που
προϋπήρχε, δίχως όμως να έχει αλλάξει κάποιο πραγματικό γεγονός και
χωρίς να έχει επέλθει κάποια μεταβολή, όπως π.χ. μια μεταβίβαση
περιουσιακών στοιχείων κλπ.

Ειδικότερα:

Εικονικότητα ενδέχεται να υπάρχει σε σύμβαση, σε μονομερή


απευθυντέα δικαιοπραξία αλλά και σύμφωνα με την κρατούσα
άποψη μπορεί ακόμη να υπάρχει και σε μονομερή μη
απευθυντέα δικαιοπραξία (π.χ. σε μια διαθήκη).

Υποστηρίζεται ευρέως πως η εικονικότητα πρέπει να είναι


διμερής, δηλαδή να μην έχει γνώση μόνο ο δηλών αλλά και
ενδεχομένως ο αντισυμβαλλόμενός του, ο λήπτης σε περίπτωση
απευθυντέας δήλωσης ή και οποιοσδήποτέ τρίτος.

Εικονικότητα δεν χωρεί σε δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με


σύμπραξη της δημόσιας αρχής π.χ. γάμος, υιοθεσία.
Η συνέπεια της εικονικότητας είναι η απόλυτη ακυρότητα, που
μπορεί να πλήττει τόσο την υποσχετική όσο και την εκποιητική
δικαιοπραξία.

Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας επέρχεται


αυτοδικαίως. Η επίκλησή της μπορεί να γίνει με αναγνωριστική
αγωγή ή καταχρηστική ένσταση και δεν υπόκειται σε χρονικούς
περιορισμούς.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Α. Απόλυτη
Απόλυτη είναι η εικονικότητα στην περίπτωση που η εικονική
δικαιοπραξία δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, περιλαμβάνει δηλαδή η
απόλυτη εικονικότητα μόνο την εικονική δήλωση και τίποτε άλλο. Με
την απόλυτη εικονικότητα ο δικαιοπρακτών δεν θέλει να επέλθει καμία
έννομη συνέπεια.

Β. Σχετική
Σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει
άλλη δικαιοπραξία (π.χ. συνάπτει ο Α μια σύμβαση πώλησης με τον Β
ενώ στην πραγματικότητα είναι δωρεά). Η σχετική εικονικότητα
προβλέπεται στο άρθρο 139 ¶ 2: «Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται
κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και
συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της». Τα μέρη
καταρτίζουν μια φαινομενικά άκυρη δικαιοπραξία, επιθυμούν όμως να
ισχύει έγκυρη υποκρυπτόμενη άλλη δικαιοπραξία, η οποία παράγει όλα
τα έννομα αποτελέσματά της, τηρουμένου βέβαια του απαραίτητου
τύπου. Π.χ. ένας οικογενειάρχης πωλεί ένα διαμέρισμα στην ερωμένη
του ενώ στην πραγματικότητα και οι δύο επιθυμούν τη δωρεά, οπότε
τηρήθηκε ο τύπος της δωρεάς και καταρτίστηκαν 2 δικαιοπραξίες: μια
φαινόμενη και μία υποκρυπτόμενη.
Η κάλυψη μπορεί να είναι είτε πλήρης (περιέχει δηλαδή δύο
διαφορετικές δικαιοπραξίες) είτε μερική (περιέχει ίδιου τύπου
δικαιοπραξία, όμως με ίδιους όρους). Προϋποθέσεις εφαρμογής:
1. Να συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την σύστασή της π.χ.
τύπος. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει πως αρκεί να
αναγράφονται οι ουσιώδεις όροι της καλυπτόμενης
δικαιοπραξίας.
2. Η δικαιοπραξία να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη.

Αυτός που ισχυρίζεται πως υπάρχει εικονικότητα και καλυπτόμενη


δικαιοπραξία φέρει όλο το βάρος της απόδειξης των παραπάνω
προϋποθέσεων. Αν όμως, αυτός που πάει να ισχυριστεί την
εικονικότητα, έχει προηγουμένως αναγνωρίσει την σπουδαιότητά της,
είτε ρητά είτε σιωπηρά, η προβολή αυτού του ισχυρισμού αποκλείεται.

ΠΩΛΗΣΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΤΙΜΗΜΑ

Η πώληση με εικονικό τίμημα, μικρότερο του πραγματικού, συνιστά τον


κανόνα στις συμβάσεις αγοραπωλησίας και έχει απώτερο στόχο την
αποφυγή πληρωμής των επιβαλλόμενων φόρων μεταβίβασης (ν.
1587/1950).

Ειδικότερα:

Η πώληση με μικρότερο τίμημα είναι άκυρη ως εικονική, ενώ η


καλυπτόμενη πώληση με το μεγαλύτερο τίμημα είναι άκυρη στην
έκταση που το μη αναγραφόμενο τίμημα στο συμβολαιογραφικό
έγγραφο δεν έχει περιβληθεί τον προσήκοντα συμβολαιογραφικό
τύπο. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται μερική ακυρότητα της
καλυπτόμενης σύμβασης, ήτοι, η καλυπτόμενη πώληση είναι
έγκυρη, αλλά μόνο αναφορικά με το τίμημα που αναγράφεται
ρητά στο συμβόλαιο.

Επειδή η εικονική σύμβαση πώλησης είναι άκυρη έναντι όλων


(απόλυτη ακυρότητα), την ακυρότητα αυτή μπορεί να
επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον από την
ακύρωσή της, ακόμη και εκείνος που με δική του πρωτοβουλία
καταρτίστηκε η εικονική σύμβαση (στο συγκεκριμένο
παράδειγμα, πώλησης).

ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ειδικότερη περίπτωση σχετικής εικονικότητας συνιστά η εικονικότητα


στη δικαιοπραξία με παρένθετο πρόσωπο, εφόσον βέβαια ο
συμβαλλόμενος με τον παρένθετο γνωρίζει ότι αυτός ενεργεί για
κάποιο τρίτο πρόσωπο, δίχως ο τρίτος να αποτελεί μέρος της σύμβασης
διότι έτσι θα υπήρχε αντιπροσώπευση. Τα μέλη της σύμβασης
επιθυμούν την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της
δικαιοπραξίας υπέρ ενός τρίτου προσώπου (υποκρυπτόμενος
συμβαλλόμενος).
Για να επέλθουν τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας υπέρ του
υποκρυπτόμενου, πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να συμφωνήσουν ότι η
σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ των πραγματικώς συμβαλλομένων
μερών.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΡΙΤΩΝ

Η διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ προβλέπει πως η εικονικότητα δεν


βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας τη, δηλαδή προστατεύει
τον καλόπιστο συναλλασσόμενο τρίτο. Για την εφαρμογή όμως της 139
πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις:
i. Το πρόσωπο να έχει την ιδιότητα του συναλλαχθέντος, όρος ο
οποίος ερμηνεύεται με ευρύτητα (συμπεριλαμβάνει και τους
ειδικούς διάδοχους αλλά και κάθε τρίτο πρόσωπο που απέκτησε
δικαίωμα στηριζόμενο στην αναληθή/φαινομενική κατάσταση
που διαμορφώθηκε από τη δικαιοπραξία).
ii. Ο συναλλαχθείς να αγνοούσε την εικονικότητα. Η έννοια της
άγνοιας συνιστά αμφισβητούμενο όρο. Η επικρατέστερη και
ορθότερη άποψη είναι πως η άγνοια για την εφαρμογή της 139
ΑΚ υφίσταται, ακόμη και αν οφείλεται σε οποιουδήποτε βαθμού
αμέλεια του συναλλαχθέντος. Κρίνεται έτσι περισσότερο άξια
προστασίας έναντι των αντίθετων συμφερόντων των προσώπων
που συμμετείχαν στην εικονικότητα.

ΚΡΥΨΙΒΟΥΛΊΑ

Ονομάζεται αλλιώς και ενδιάθετη επιφύλαξη ή μονομερής εικονικότητα


καθώς δεν λαμβάνει κανένας τρίτος γνώση αυτής της εικονικότητας,
υπάρχει όταν ο δηλών προβαίνει στη δήλωση βουλήσεως, τις έννομες
συνέπειες της οποίας ενδιάθετα δεν επιθυμεί, δεν έχει δηλαδή
δικαιοπρακτική βούληση.
Ο ΑΚ δεν περιέχει ειδική ρύθμιση για την κρυψιβουλία, αλλά
εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις ΑΚ 138, 139. Αν αυτός στον οποίο
απευθύνεται η κρυψιβουλία έχει λάβει γνώση αναφορικά με την
ενδιάθετη επιφύλαξη, τότε η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη. Οι
καλόπιστοι τρίτοι εξακολουθούν να προστατεύονται με την ΑΚ 139.

ΑΣΤΕΙΣΜΟΣ

Αστεϊσμός υπάρχει όταν κάποιος προβαίνει σε δήλωση βούλησης χάριν


αστεϊσμού, θεωρώντας πως οι τρίτοι αντιλαμβάνονται σαφώς την
ελλιπή πρόθεσή του να μην δεσμευτεί νομικά. Ούτε ο αστεϊσμός
ρυθμίζεται στον ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση βούλησης νοείται
ως άκυρη καθώς εκλείπει η πραγματική δικαιοπρακτική βούληση. Αν ο
αποδέκτης του αστεϊσμού δεν αντιληφθεί την πρόθεση του να μη
δεσμευθεί νομικά, μπορεί να στραφεί εναντίον του με τις ΑΚ 197, 198
αλλά και 919 ζητώντας αποζημίωση, εφόσον βέβαια τηρούνται και οι
λοιπές προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών.

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Αντιπροσώπευση είναι ο θεσμός, με τον οποίο επιτυγχάνεται τα


αποτελέσματα της δικαιοπραξίας να επέρχονται όχι στο πρόσωπο
εκείνου που δικαιοπρακτεί (του αντιπροσώπου δηλαδή) αλλά ευθέως
και αμέσως στο πρόσωπο ενός άλλου ενδιαφερομένου (στον
αντιπροσωπευόμενο). Οι δικαιοπραξίες που καταρτίζει ο
αντιπροσωπευόμενος δεν δεσμεύουν νομικά τον ίδιο, αλλά εκείνον
που αντιπροσωπεύει.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ

 Ενεργητική και παθητική αντιπροσώπευση

→ Ενεργητική: ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως στο


όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

→Παθητική: παθητική είναι η αντιπροσώπευση, όταν ο


αντιπροσωπευόμενος δέχεται δήλωση βουλήσεως τρίτου προσώπου
στο όνομα και για λογαριασμό του ίδιου (του αντιπροσωπευόμενου).
 Νόμιμη και εκούσια αντιπροσώπευση

→Νόμιμη: νόμιμη αντιπροσώπευση υπάρχει όταν η σχέση της


αντιπροσώπευσης και η σχετική εξουσία των αντιπροσώπων απορρέουν
απευθείας από τον νόμο (π.χ. ΑΚ 1510). Η νόμιμη αντιπροσώπευση
καλύπτει συνήθως περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπροσωπευόμενος
βρίσκεται σε δικαιοπρακτική ανικανότητα ή αδυνατεί για διάφορους
λόγους να ρυθμίσει τις υποθέσεις του.

→Εκούσια: εκούσια είναι η αντιπροσώπευση όταν αυτή πηγάζει από


την βούληση του αντιπροσωπευόμενου και παρέχεται στον
αντιπρόσωπο με δικαιοπραξία.

 Άμεση και έμμεση αντιπροσώπευση

→Άμεση: άμεση είναι η πιο γνωστή και συνήθης μορφή


αντιπροσώπευσης και υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη
δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και μέσα στα όρια
της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του, με αποτέλεσμα τα έννομα
αποτελέσματα να επέρχονται απευθείας στο πρόσωπο του
αντιπροσωπευόμενου.
Προϋποθέσεις άμεσης αντιπροσώπευσης:
1) Ύπαρξη δήλωσης βουλήσεως του αντιπροσώπου :
αντιπροσώπευση είναι δυνατή μόνο σε δήλωση βουλήσεως.
Αντιπροσώπευση είναι δυνατή και στις οιονεί δικαιοπραξίες (π.χ.
όχληση) αλλά πάντοτε αδύνατη στις αδικοπραξίες και κατά
κανόνα στις υλικές πράξεις.
2) Η δήλωση να ανήκει στο ειδικό πραγματικό δικαιοπραξίας
δεκτικής αντιπροσώπευσης: ο κανόνας είναι πως όλες οι
δικαιοπραξίες είναι δεκτικές αντιπροσώπευσης. Κατ’ εξαίρεση,
ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες που έχουν αυστηρώς
προσωποπαγή χαρακτήρα, δεν επιδέχονται αντιπροσώπευσης
και πρέπει να καταρτισθούν αυτοπροσώπως από τον
ενδιαφερόμενο (π.χ. εκούσια αναγνώριση τέκνου που γεννήθηκε
χωρίς γάμο ΑΚ 1476, σύνταξη διαθήκης ΑΚ 1716, κλπ.). Επίσης,
αντιπροσώπευση απαγορεύεται και όταν τα συμφέροντα
αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου έρχονται σε
σύγκρουση. Η αντιπροσώπευση μπορεί να αποκλεισθεί με
συμφωνία των μερών.
*ΠΡΟΣΟΧΗ: αν καταρτιστεί μια δικαιοπραξία από αντιπρόσωπο,
η οποία δικαιοπραξία όμως δεν επιδέχεται αντιπροσώπευσης,
είναι άκυρη και δεν καθίσταται ισχυρή ούτε με την έγκριση του
αντιπροσωπευόμενου.

3) Η δήλωση να γίνεται επ’ ονόματι του αντιπροσωπευόμενου: η


συγκεκριμένη προϋπόθεση ονομάζεται αλλιώς και «αρχή του
εμφανούς». Στην άμεση αντιπροσώπευση απαιτείται η δήλωση
του αντιπροσώπου να γίνεται φανερά στο όνομα του
αντιπροσωπευόμενου.

4) Ο αντιπρόσωπος να έχει εξουσία προς αντιπροσώπευση: η


εξουσία αυτή ενδέχεται να πηγάζει είτε από τον νόμο (νόμιμη
αντιπροσώπευση) είτε από την βούληση του
αντιπροσωπευόμενου (εκούσια αντιπροσώπευση). Για να
δεσμεύεται ο αντιπροσωπευόμενος θα πρέπει ο αντιπρόσωπος
να ενήργησε μέσα στα περιθώρια της εξουσίας αυτής, η οποία
προσδιορίζεται με βάση έννομη σχέση που συνδέει τα δύο μέρη,
ειδάλλως η δήλωση βουλήσεως δεν επιφέρει καμία μεταβολή
στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου, αλλά δεσμεύει εκείνο
που εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος.

5) Ο αντιπρόσωπος να έχει τουλάχιστον περιορισμένη


δικαιοπρακτική ικανότητα: ρυθμίζεται από την ΑΚ 213. Η διάταξη
αυτή εφαρμόζεται τόσο στην εκούσια όσο και στην νόμιμη
αντιπροσώπευση, αν και στην τελευταία ενδέχεται να απαιτείται
και πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα.

6) Τα προαπαιτούμενα της δικαιοπραξίας να πληρούνται στο


πρόσωπο του αντιπροσώπου: σύμφωνα με την ΑΚ 214. «Τα
ελαττώματα, της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια
ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδρασή τους στη
δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου»,
αυτά ισχύουν ακόμη και αν τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν
συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου (π.χ. νόμιμη
είναι η ακύρωση της σύμβασης πώλησης λόγω πλάνη του
αντιπροσώπου, ακόμη και αν ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε την
πραγματική κατάσταση). Εξαίρεση αποτελεί η ΑΚ 215.
→Έμμεση: έμμεση είναι η αντιπροσώπευση, όταν ο αντιπρόσωπος
επιχειρεί την κατάρτιση της δικαιοπραξίας στο όνομά του αλλά για
λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, προκειμένου να απαιτείται στη
συνέχεια άλλη δικαιοπραξία μεταξύ αντιπροσώπου και
αντιπροσωπευόμενου για να μεταβιβαστούν στον τελευταίο τα
δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απέκτησε ο αντιπρόσωπος μέσα
από την αρχική δικαιοπραξία.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία αντιπροσώπευσης που παρέχεται με


δικαιοπραξία (ΑΚ 216). Είναι η μονομερής δικαιοπραξία με την οποία
παρέχεται ορισμένη εξουσία προς κατάρτιση δικαιοπραξίας ή
δικαιοπραξιών. Η πληρεξουσιότητα αναφέρεται στην εκούσια
αντιπροσώπευση. Σύμφωνα με την ΑΚ 217, η πληρεξουσιότητα μπορεί
να δοθεί με δήλωση προς τον εξουσιοδοτούμενο (εσωτερική
πληρεξουσιότητα) ή με δήλωση προς τρίτο (εξωτερική
πληρεξουσιότητα).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΌΤΗΤΑΣ

 Γενική και ειδική πληρεξουσιότητα

→Γενική: γενική είναι η πληρεξουσιότητα όταν αναφέρεται σε έναν


κύκλο ή ένα σύνολο δικαιοπραξιών του εξουσιοδότη. Είναι η
συνηθέστερη μορφή πληρεξουσιότητας.
→Ειδική: ειδική είναι η πληρεξουσιότητα όταν αναφέρεται σε
συγκεκριμένες δικαιοπραξίες ή σε συγκεκριμένο είδος δικαιοπραξιών.

 Ρητή και σιωπηρή πληρεξουσιότητα

→Ρητή: η διάκριση αυτή γίνεται ανάλογα με τον τρόπο παροχής της


πληρεξουσιότητας. Ρητή είναι η πληρεξουσιότητα που παρέχεται είτε
με ρητή δήλωση του ίδιου του εξουσιοδοτούντα είτε με επίδειξη
πληρεξούσιου εγγράφου.

→Σιωπηρή: σιωπηρή (ή φαινόμενη) είναι η πληρεξουσιότητα, η οποία


συνάγεται είτε από την ενδότερη σχέση του εξουσιοδοτούντα και του
πληρεξούσιου είτε από τη συμπεριφορά του εξουσιοδοτούντος που
δημιουργεί την εύλογη πεποίθηση σε τρίτο πως χορήγησε σε κάποιον
πληρεξουσιότητα.

 Ανακλητή και ανέκκλητη (ή αμετάκλητη) πληρεξουσιότητα

→Ανακλητή: ο πληρεξουσιοδότης μπορεί να ανακαλέσει την


πληρεξουσιότητα.

→Ανέκκλητη: δεν μπορεί να ανακληθεί. Η πληρεξουσιότητα καταρχήν


είναι ελευθέρως ανακλητή, μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να μην
ανακληθεί, όταν ο εξουσιοδότης παραιτήθηκε εγκύρως από αυτό το
δικαίωμα και όταν η εσωτερική σχέση ή ο νόμος αποκλείουν αυτή τη
δυνατότητα.

 Ατομική και συλλογική πληρεξουσιότητα

→Ατομική: πληρεξούσιος είναι μόνο ένα πρόσωπο.

→Συλλογική: οι πληρεξούσιοι είναι περισσότεροι και είτε μπορούν να


ενεργούν ο καθένας ατομικά («εις ολόκληρον πληρεξουσιότητα»), είτε
όλοι μαζί από κοινού.

ΥΠΟΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Υποπληρεξουσιότητα είναι η περίπτωση στην οποία, αν ο πληρεξούσιος


έχοντας σχετική εξουσία, παράσχει σε τρίτο πρόσωπο εξουσία
αντιπροσώπευσης του αντιπροσωπευόμενου, τότε αυτός ο τρίτος
καλείται υποπληρεξούσιος ή μεταπληρεξούσιος.

Ειδικότερα για την πληρεξουσιότητα:

Η πληρεξουσιότητα ως δικαιοπραξία είναι αφηρημένη, το κύρος


της δηλαδή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κάποιας εσωτερικής
σχέσης.

Εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, η


πληρεξουσιότητα υποβάλλεται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για
την δικαιοπραξία την οποία αφορά η συγκεκριμένη
πληρεξουσιότητα.

Από την παραπάνω διάταξη, συνάγεται πως η πληρεξουσιότητα


είναι καταρχήν άτυπη, εκτός και αν η δικαιοπραξία την οποία
αφορά είναι τυπική (π.χ. πώληση ακινήτου που πρέπει να
περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο).

Αναφορικά με την πληρεξουσιότητα για τη σύσταση ή


μεταβίβαση κάποιου εμπραγμάτου δικαιώματος σε ακίνητο, δεν
απαιτείται εξειδίκευση του ακινήτου που αναγράφεται σε αυτή.
Προκειμένου, όμως, να καταρτιστεί έγκυρα η μεταβίβαση, το
πληρεξούσιο έγγραφο πρέπει να προσαρτηθεί στο σχετικό
συμβόλαιο, αλλιώς θα θεωρηθεί πως υπάρχει έλλειψη αναγκαίου
και ουσιώδους στοιχείου της σύμβασης.

Διαφορετική από την πληρεξουσιότητα είναι η εξουσιοδότηση, η


οποία συνιστά μονομερή δήλωση βουλήσεως, με την οποία ένα
πρόσωπο παρέχει σε ένα άλλο πρόσωπο την εξουσία να
καταρτίζει στο όνομά του και για το συμφέρον το δικαιοπραξίες,
επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο την περιουσιακή σφαίρα του
εξουσιοδότη.

Σε περίπτωση έλλειψης πληρεξουσιότητας η εγκυρότητα της


σύμβασης εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου.
ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ

Η πληρεξουσιότητα μπορεί να παύσει είτε για λόγους γενικούς που


ισχύουν για την παύση κάθε έννομης σχέσεις (π.χ. διαλυτική αίρεση ή
προθεσμία) είτε για λόγους ειδικούς (π.χ. ανάκληση, λήξη της βασικής
σχέσης, θάνατος του εξουσιοδοτούντος ή του πληρεξουσίου κλπ.).

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ

Η ανάκληση της πληρεξουσιότητας είναι καταρχήν ελεύθερη. Είναι


μονομερής απευθυντέα δήλωση βούλησης προς τον αντιπρόσωπο. Ο
αντιπροσωπευόμενος (πληρεξουσιοδότης) δεν μπορεί να παραιτηθεί
από το δικαίωμα της ανάκλησης, καθώς η πληρεξουσιότητα αποτελεί
δικό του συμφέρον. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να παραιτηθεί έγκαιρα ο
αντιπροσωπευόμενος από το δικαίωμα ανάκλησης, όταν η
πληρεξουσιότητα που έχει δώσει αφορά το συμφέρον και του
αντιπροσώπου. Η ανάκληση είναι επίσης δυνατή, όταν εκλείψει ο λόγος
που δικαιολογούσε την παροχή αμετάκλητης πληρεξουσιότητας. Το
δικαίωμα της ανάκλησης είναι διαπλαστικό και ασκείται με μονομερή
δήλωση βουλήσεως, απευθυντέα προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο.

Παύση/λήξης εσωτερικής σχέσης: η πληρεξουσιότητα παύει από τη


στιγμή που περατωθεί η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται, εφόσον
δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό.

Θάνατος του αντιπροσωπευόμενου ή του πληρεξούσιου: σύμφωνα με


την ΑΚ 223 η πληρεξουσιότητα παύει με τον θάνατο του
αντιπροσωπευόμενου είτε του πληρεξουσίου, εφόσον δεν συνάγεται
κάτι διαφορετικό (βλ. ΑΚ 726, 727). Με θάνατο εξομοιώνεται η κήρυξη
σε αφάνεια (ΑΚ 48) καθώς και η διάλυση νομικού προσώπου, ενώ η
πληρεξουσιότητα παύει επίσης με την πτώχευση του
αντιπροσωπευόμενου.

Ανικανότητα για δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου ή του


πληρεξούσιου: από την ΑΚ 223 συνάγεται πως η πληρεξουσιότητα
παύει με την επέλευση της δικαιοπρακτικής ανικανότητας του
αντιπροσωπευόμενου ή του πληρεξούσιου. Για τον πληρεξούσιο, η
δικαιοπρακτική ανικανότητα πρέπει να είναι μόνο πλήρης, ενώ για τον
αντιπροσωπευόμενο η επέλευση τόσο της πλήρους όσο και της
περιορισμένης ανικανότητας μετά την παροχή της πληρεξουσιότητας
επιφέρει παύση της τελευταίας.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ

Μετά την παύση της πληρεξουσιότητας, ο πληρεξούσιος και κάθε άλλος


κάτοχος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει το πληρεξούσιο έγγραφο ή
να το καταθέσει σε δημόσια αρχή, ενώ δεν έχει το δικαίωμα να
αντιτάξει την επίσχεσή του.

ΦΑΙΝΌΜΕΝΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Στο συγκεκριμένο είδος πληρεξουσιότητας, ο αντιπροσωπευόμενος δεν


παρέσχε μεν πληρεξουσιότητα λόγω της μη κτήσης εξουσίας για
πληρεξουσιότητα ή υπέρβασης των ορίων της πληρεξουσιότητας, δίχως
να γνωρίζει η να έχει ανεχθεί τη συμπεριφορά του «αντιπροσώπου»
του, αλλά θα μπορούσε να την γνωρίζει και να την έχει εμποδίσει, αν
επιδείκνυε την προσήκουσα, από τις συναλλακτικές αρχές, επιμέλεια.

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ ΑΝΟΧΗΣ

Πρόκειται για έναν θεωρητικό κατασκεύασμα, σύμφωνα με το οποίο η


πληρεξουσιότητα θεωρείται υπάρχουσα, αν ο αντιπροσωπευόμενος
γνωρίζει ότι κάποιος συναλλάσσεται γι’ αυτόν και στο όνομά του και το
ανέχεται.

ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ

Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας αποτελεί διφορούμενο ζήτημα


στον τομέα του αστικού δικαίου. Κατά την κρατούσα και ορθότερη
άποψη, κατάχρηση πληρεξουσιότητας νοείται η αντιπροσώπευση που
κινείται μεν στα τυπικά όρια της παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας ,
αλλά ασκείται κατά τρόπο καταχρηστικό αναφορικά με τα συμφέροντα
του αντιπροσωπευόμενου ή αντίθετα προς τον σκοπό της
αντιπροσωπευτικής εξουσίας. Κατάχρηση υπάρχει όταν η
πληρεξουσιότητα ασκείται ενάντια στις επιταγές της καλής πίστης και
των συναλλακτικών ηθών της εκάστοτε χρονικής περιόδου.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ

Γίνεται δεκτό πως ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από τη


δικαιοπραξία που κατάρτισε ο αντιπρόσωπος, αλλά έχει κατά του
τελευταίου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη βασική/εσωτερική σχέση.
Ο τρίτος, αν είναι καλόπιστος δεν ευθύνεται, ενώ αν γνώριζε ή όφειλε
να γνωρίζει την κατάχρηση, η δικαιοπραξία δεν δεσμεύει τον
αντιπροσωπευόμενο και εφαρμόζονται οι ΑΚ 229 επ.

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

Ελαττωματικές ονομάζονται οι δικαιοπραξίες που δεν παράγουν τα


νόμιμα αποτελέσματά τους ή εκείνες που τα παράγουν αλλά μπορούν
να ακυρωθούν με δικαστική απόφαση για συγκεκριμένους λόγους που
αφορούν ορισμένες ατέλειες ή λάθη που ενδεχομένως έχουν. Η
διάκρισή τους γίνεται σε τρία είδη: στις ανυπόστατες, στις άκυρες και
στις ακυρώσιμες.

Α. Η ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Ανυπόστατη είναι η δικαιοπραξία όταν λείπει ουσιαστικά η μορφή της,
ή διαφορετικά είτε ένα είτε περισσότερα ουσιώδη στοιχεία του
πραγματικού της (π.χ. μια σύμβαση πώλησης είναι άκυρη όταν σε αυτή
δεν έχει συμφωνηθεί το οφειλόμενο τίμημα).

Ειδικότερα:
Θα πρέπει η έλλειψη των απαραίτητων αυτών στοιχείων να είναι
οριστική, μόνιμη και να μην προβλέπεται με οποιονδήποτε τρόπο
ο καθορισμός τους στο μέλλον.
Η πρακτική σημασία ανάμεσα στην ανυπόστατη και την άκυρη
δικαιοπραξία είναι αρκετά μικρή καθώς και οι δύο διαθέτουν
ίδιες συνέπειες, δηλαδή λείπει η παραγωγή της έννομης
συνέπειας και συναντάται μόνο σε δύο σημεία του αστικού μας
κώδικα: στο άρθρο 1372 για τον γάμο και στο άρθρο 101 για την
απόφαση της συνέλευσης σωματείου. Στις συγκεκριμένες
περιπτώσεις, η διαφορά που εντοπίζεται είναι καθαρά πρακτικής
σημασίας, διότι ο άκυρος γάμος και αντίστοιχα η άκυρη απόφαση
συνέλευσης σωματείου απαιτούν δικαστική απόφαση
προκειμένου να ακυρωθούν νομίμως, ενώ ο ανυπόστατος γάμος
και η ανυπόστατη απόφαση συνέλευσης σωματείου δεν
απαιτούν τέτοια απόφαση.

Οι ανυπόστατη δικαιοπραξία θεωρείται ανύπαρκτη και δεν


παράγει κανέναν έννομο αποτέλεσμα. Αξιώσεις, βέβαια, μπορούν
να θεμελιωθούν από προσυμβατική ευθύνη (ΑΚ 197, 198), από
αδικοπρακτική ευθύνη (ΑΚ 914) ή από αδικαιολόγητο
πλουτισμό (ΑΚ 904).

Μπορεί να ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση


της ανυπόστατης δικαιοπραξίας (ΚΠολΔ 70).

Οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες διαφοροποιούνται από τις


ελλιπείς /ανενεργείς/ατελείς δικαιοπραξίες. Οι προαναφερθείσες
δικαιοπραξίες υφίστανται αλλά δεν αναπτύσσονται τα έννομα
αποτελέσματά τους, μέχρι να συμπληρωθεί το ελλιπές στοιχείο.
Όταν αυτό συμπληρωθεί τότε η δικαιοπραξία καθίσταται εξ
υπαρχής έγκυρη, ενώ αν δεν συμπληρωθεί το στοιχείο η
δικαιοπραξία θεωρείται άκυρη.

Β. Η ΑΚΥΡΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ
Άκυρη νοείται η δικαιοπραξία που διαθέτει μεν την εξωτερική μορφή
της δικαιοπραξίας, πληροί δηλαδή τα ουσιώδη στοιχεία του
πραγματικού της, αλλά λόγω κάποιων ελαττωμάτων που παρουσιάζει
δεν παράγει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματά της. Ουσιαστικά, στην
άκυρη δικαιοπραξία λείπουν τα βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα
για το κύρος της (π.χ. δικαιοπρακτική ικανότητα του δηλούντος κλπ.)

Ειδικότερα:
Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας επέρχεται κατά κανόνα
αυτοδικαίως, δίχως δηλαδή την έκδοση δικαστικής απόφασης,
ενώ μπορεί να ζητηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώρισή
της (ΚΠολΔ 70).

Οι λόγοι της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας είναι ποικίλοι και


εντοπίζονται σε διάφορα άρθρα του αστικού κώδικα (π.χ.
έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας, έλλειψη απαιτούμενου
τύπου, εικονικότητα κλπ.).

ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ


 Αρχική και επιγενόμενη ακυρότητα:

→Αρχική: αρχική είναι η ακυρότητα όταν το ελάττωμά της υφίσταται


κατά την κατάρτισή της (π.χ. δικαιοπρακτική ανικανότητα ΑΚ 130).

→Επιγενόμενη: επιγενόμενη είναι η ακυρότητα όταν το ελάττωμά της


εμφανίζεται μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.

 Απόλυτη και σχετική ακυρότητα

→Απόλυτη: απόλυτη είναι η ακυρότητα την οποία μπορούν να


επικαλεστούν όσοι έχουν έννομο συμφέρον, όχι μόνο οι
συναλλασσόμενοι (π.χ. σε μια σύμβαση πώλησης που είναι αντίθετη
στα χρηστά ήθη, την ακυρότητά της μπορεί να επικαλεστεί, όχι μόνο ο
αγοραστής ή ο πωλητής αλλά και οι δανειστές τους). Η απόλυτη
ακυρότητα λαμβάνεται υπόψιν από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως
καθώς εξυπηρετεί κυρίως λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η παραίτηση
από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας είναι άκυρη.

→Σχετική: σχετική είναι η ακυρότητα που μπορούν να επικαλεστούν


μόνο συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία αφορά άμεσα η σύμβαση και
έχουν έννομο συμφέρον από αυτή, ή διαφορετικά οι δανειστές τους με
πλαγιαστική αγωγή (ΚΠολΔ 72). Η σχετική ακυρότητα πρέπει να
προταθεί στο δικαστήριο, καθώς εξυπηρετεί λόγους ιδιωτικού
συμφέροντος, εν αντιθέσει με την απόλυτη ακυρότητα. Μέχρι την
επίκλησή της παράγονται όλα τα έννομα αποτελέσματά της.
Οι πιο συνήθεις περιπτώσεις σχετικής ακυρότητας είναι η καταρτισμένη
δικαιοπραξία από ή με πρόσωπο πλήρως ή μερικώς ανίκανο προς
δικαιοπραξία, η εκποιητική δικαιοπραξία που καταρτίσθηκε παρά την
απαγόρευση διάθεσής της από τον νόμο ή με δικαστική απόφαση κλπ.

Ειδικότερα:
Την επίκληση τόσο της απόλυτης όσο και της σχετικής
ακυρότητας μπορούν να επικαλεστούν όσοι στηρίζουν δικαίωμα
στην άκυρη δικαιοπραξία, ανεξάρτητα από το αν ήταν καλόπιστοι
ή όχι ως προς την ακυρότητα (η ακυρότητα μπορεί να στραφεί και
κατά των ενδεχόμενων καθολικών ή ειδικών διαδόχων του
δικαιοπρακτούντος μια άκυρη δικαιοπραξία).

Η προστασία του καλόπιστου τρίτου ισχύει μόνο κατά εξαίρεση.


Αντιθέτως, ο κανόνας είναι πως οι δημοσίας τάξεως διατάξεις
που προβλέπουν τις ακυρότητες επικρατούν εις βάρος των
συμφερόντων του καλόπιστου τρίτου.

Το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας (και της απόλυτης και της


σχετικής) δεν υπόκειται σε παραγραφή ούτε σε αποσβεστική
προθεσμία. Ενδέχεται, ωστόσο, να αποδυναμωθεί με την χρήση
του 281 ΑΚ, αν ο δικαιούχος αδρανήσει για μεγάλο χρονικό
διάστημα να επικαλεσθεί την ακυρότητα και δημιουργήσει την
εύλογη πεποίθηση στον τρίτο ότι δεν πρόκειται να κάνει χρήση
του δικαιώματος αυτού στο μέλλον.
 Ολική και μερική ακυρότητα

→Ολική: ολική ονομάζεται η ακυρότητα που καταλαμβάνει όλη την


δικαιοπραξία. Η ολική ακυρότητα επέρχεται όταν ο λόγος αυτής
αναφέρεται σε ένα τόσο ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας, ώστε αν
οι δικαιοπρακτούντες γνώριζαν την έλλειψη του, δεν θα προχωρούσαν
στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
Επίσης, ολική ακυρότητα επέρχεται και αν ο λόγος της αναφέρεται σε
ένα στοιχείο, χωρίς το οποίο δεν υφίσταται δικαιοπραξία.
Παραδείγματος χάριν, η ακυρότητα της πρότασης καθιστά άκυρη όλη
την δικαιοπραξία, ακόμη και αν η αποδοχή ήταν έγκυρη, λόγω του ότι η
πρόταση και η αποδοχή στις δικαιοπραξίες συνιστούν ουσιώδη στοιχεία
του πραγματικού τους και όχι δύο διακριτά τμήματα αυτών.
Ολική ακυρότητα επέρχεται κατά κανόνα και στις μεικτές συμβάσεις οι
οποίες αποτελούνται από περισσότερες παροχές που λειτουργούν στο
πλαίσιο μιας ενιαίας σύμβασης, ακόμη και αν ο λόγος αφορά μια μόνο
παροχή, διότι σκοπός των συμβαλλομένων ήταν η αλληλεξάρτηση των
περισσότερων παροχών.

→Μερική: μερική ονομάζεται η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει τμήμα


μόνο της δικαιοπραξίας και όχι την ολότητά της. Κατά συνέπεια, μερική
ακυρότητα υπάρχει μόνο όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε
περισσότερα τμήματα, έτσι ώστε και χωρίς το άκυρο μέρος η
δικαιοπραξία να υφίσταται και να μπορεί να λειτουργεί αυτοτελώς
παράγοντας τα έννομα αποτελέσματά της, π.χ. η πώληση περισσότερων
πραγμάτων ως προς ένα από τα οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος
τύπος.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ, ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ

Θεραπεία:
Ως θεραπεία της ακυρότητας ορίζεται η μεταγενέστερη ισχυροποίησή
της άκυρης δικαιοπραξίας και μάλιστα αναδρομικώς.
Αν η ακυρότητα είναι απόλυτη, τότε δεν χωρεί θεραπεία της με
οποιονδήποτε τρόπο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να
θεραπευθεί η απόλυτη ακυρότητα, αν το προβλέπει ειδικά διάταξη
νόμου, όπως ΑΚ 498.2, 849, 1373 κλπ.
Αν η ακυρότητα είναι σχετική, μπορεί να θεραπευθεί εφόσον αυτός
που δικαιούται να την επικαλεσθεί παραιτηθεί με οποιονδήποτε τρόπο
από το σχετικό δικαίωμά του. Η παραίτηση είναι μονομερής
δικαιοπραξία, η οποία υπάγεται στον ίδιο τύπο, στον οποίο πρέπει να
υποβληθεί και η (σχετικώς άκυρη) δικαιοπραξία. Συνέπεια της
παραίτησης είναι ότι η άκυρη δικαιοπραξία καθίσταται απρόσβλητη.

Επικύρωση:
Άρθρο 183 ΑΚ: Επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα
κατάρτισή της.
Αν οι συμβαλλόμενοι επικυρώσουν άκυρη σύμβαση, σε περίπτωση
αμφιβολίας δημιουργείται αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε
παροχή που θα όφειλαν, αν η σύμβαση ήταν έγκυρη από την αρχή.

Ως επικύρωση εννοείται η ισχυροποίηση μιας άκυρης δικαιοπραξίας με


μια μεταγενέστερη δήλωση βούλησης, με την οποία επαναλαμβάνεται
η δικαιοπραξία όταν δεν συντρέχει πια λόγος ακυρότητας και
εκφράζεται με αυτό τον τρόπο η βούληση του δικαιοπρακτούντος να
καταστεί η άκυρη δικαιοπραξία έγκυρη, αναδρομικά.
Προϋπόθεση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 183 είναι οι
δικαιοπρακτούντες να έχουν βούληση επικύρωσης της άκυρης
δικαιοπραξίας. Έτσι, αν αγνοούν την ακυρότητα, δεν εφαρμόζεται η
διάταξη. Η επικύρωση μπορεί να γίνει και ρητά και σιωπηρά, να
συνάγεται δηλαδή από τις πράξεις των δικαιοπρακτούντων.
Θα πρέπει, επίσης, να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που
απαιτούνται από τον νόμο καθώς πρόκειται για κατάρτιση καινούργιας
δικαιοπραξίας.

Μετατροπή:
Άρθρο 182 ΑΚ: Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης
δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την
ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα.

Όταν μια άκυρη δικαιοπραξία, είτε μονομερής είτε σύμβαση, περιέχει


τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, τότε η τελευταία ισχύει, εφόσον
συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν γνώριζαν την ακυρότητα της
καταρτισθείσας δικαιοπραξίας.
Στόχος της μετατροπής είναι να επιτευχθεί κατά το δυνατόν το
επιδιωκόμενο από τους δικαιοπρακτούντες έννομο αποτέλεσμα, το
οποίο κινδυνεύει να ματαιωθεί λόγω της ακυρότητας, λειτουργώντας
έτσι η μετατροπή ως μηχανισμός πραγμάτωσης της ιδιωτικής
αυτονομίας.
Ειδικότερα:
Για να εφαρμοστεί η ΑΚ 182 πρέπει η ακυρότητα της
δικαιοπραξίας να είναι απόλυτη (όχι σχετική).
Η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει όλα τα στοιχεία της
δικαιοπραξίας που πρόκειται να ισχύσει αντί της άκυρης.
Τα μέρη να ήθελαν να ισχύσει η άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν
την ακυρότητα.

Η ΑΚΥΡΩΣΙΜΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

Έννοια: ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία, η οποία λόγω ορισμένου


ελαττώματός της μπορεί να ακυρωθεί με την έκδοση σχετικής
δικαστικής απόφασης. Συνεπώς, μέχρι να ακυρωθεί συνιστά
δικαιοπραξία, η οποία υπάρχει και επιφέρει όλα τα έννομα
αποτελέσματα μιας έγκυρης δικαιοπραξίας.
Οι λόγοι που καθιστούν μια δικαιοπραξία ακυρώσιμη είναι
αποκλειστικά και μόνο:
i. Πλάνη
ii. Απάτη
iii. Απειλή
iv. Πράξη διαφθοράς
ΠΛΑΝΗ

Ως πλάνη ορίζεται η εσφαλμένη γνώση ή η ασυνείδητη άγνοια της


πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της
πραγματικότητας και της παράστασης που έχει γι’ αυτή ο πλανώμενος.
Ως πραγματικότητα νοούνται τα διάφορα αντικείμενα, οι ιδιότητές τους
και η αντίληψή μας για αυτά αλλά και ανθρώπινες πράξεις που
ανάγονται είτε στο παρελθόν, είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον.
Διακρίσεις της πλάνης:
Α) πλάνη στη δήλωση: όταν υπάρχει ακούσια διάσταση μεταξύ
δηλώσεως και βουλήσεως. Δηλαδή, η δήλωση βουλήσεως δεν
ανταποκρίνεται στο πραγματικό και αληθές περιεχόμενο της βούλησης
του δηλούντος.
ΑΚ 140: Αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν
συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να
ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας.
Από το άρθρο 140 ΑΚ συνάγονται οι δύο προϋποθέσεις του
ακυρώσιμου της δικαιοπραξία: 1) ύπαρξη πλάνης στη δήλωση κατά το
χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας και 2) το ουσιώδες της πλάνης. Αν
συντρέχουν οι δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις τότε ο δηλών έχει
το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η ύπαρξη
υπαιτιότητας είναι αδιάφορη.

Ειδικότερα:
Όπως προαναφέρθηκε, η δήλωση είναι συνήθως η έκφραση της
βούλησης. Ωστόσο, συχνές είναι οι παθολογικές εκείνες
καταστάσεις όπου η βούληση που εξωτερικεύθηκε δεν
ανταποκρίνεται στη πραγματική βούληση του δηλούντος.
Υπάρχει δηλαδή διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως.

Για να εξετάσουμε αν θα ισχύσει τελικά η ελαττωματική αυτή


δικαιοπραξία, ο αστικός κώδικας προβαίνει σε μια αξιολογική
στάθμιση των συμφερόντων των δυο πλευρών με βάση την αρχή
της ιδιωτικής αυτονομίας και της αρχής της προστασίας της
εμπιστοσύνης των τρίτων.

Πρώτη περίπτωση πλάνης στη δήλωση είναι, όταν ο δηλών


προβαίνει σε δήλωση ενώ στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί την
πράξη της δήλωσης. Τέτοια μορφή πλάνης μπορεί να υφίσταται
και όταν ο δηλών από πλάνη χρησιμοποιεί εσφαλμένως τα
δηλωτικά της βούλησής του μέσα. Π.χ. δηλώσεις βουλήσεως που
έγιναν εκ παραδρομής: ο Α σε έγγραφη πρόταση αγοράς γράφει
από παραδρομή την ποσότητα 1.000 αντί για 100 κιλά λάδι. Στη
συγκεκριμένη μορφή πλάνης, ο δηλών θέλει μεν την πράξη της
δήλωσης αλλά βρίσκεται σε πλάνη ως προς τις έννομες συνέπειες
της πράξης ή αγνοεί πως η πράξη του μπορεί να εκληφθεί ως
δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως.

Δεύτερη περίπτωση πλάνης στη δήλωση είναι όταν υφίσταται


διάσταση μεταξύ δηλώσεως και δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ο
δηλών προβαίνει δηλαδή σε δήλωση βουλήσεως ορισμένου
περιεχομένου, ενώ δεν θέλει το περιεχόμενο αυτής της
δικαιοπρακτικής βουλήσεως. Π.χ. πλάνη ως προς την ταυτότητα
προσώπου ή αντικειμένου, πλάνη ως προς τον υπολογισμό (τιμής
ή ποσότητας), πλάνη ως προς τις έννομες συνέπειες που ανήκουν
στο περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και όχι για αυτές που
επέρχονται εκ του νόμου, όπως π.χ. η ευθύνη του πωλητή για τα
πραγματικά ελαττώματα, και τέλος πλάνη περί το δίκαιο
(συγγενής με την πλάνη ως προς τις έννομες συνέπειες), π.χ.
κάποιος συνάπτει σύμβαση μίσθωσης πράγματος νομίζοντας ότι
πρόκειται για σύμβαση πώλησης με δόσεις κλπ.

Το ουσιώδες της πλάνης:


ΑΚ 141: Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο
σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο
γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη
δικαιοπραξία. Από την παρούσα διάταξη συνάγεται πως
καθιερώνονται δύο κριτήρια, ένα υποκειμενικό και ένα
αντικειμενικό, για να αντιληφθούμε αν η πλάνη είναι ουσιώδης ή
όχι:
1)αντικειμενικό: προκειμένου η πλάνη να είναι ουσιώδης θα
πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένο σημείο της δικαιοπραξίας
που να έχει σπουδαιότητα για την ολότητά της. Για να κριθεί η
σπουδαιότητα του κριτηρίου θα λάβουμε υπόψη τις εκτιμήσεις
του μέσου συναλλασσόμενου ανθρώπου στον παρόντα τομέα
συναλλαγής, δηλαδή, αν ο μέσος συναλλασσόμενος δεν θα
προέβαινε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας εφόσον είχε πλήρη
γνώση της πραγματικότητας σε σχέση με το κρίσιμο σημείο, τότε
αυτό κρίνεται σπουδαίο.
2)υποκειμενικό: σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο η πλάνη
είναι ουσιώδης, αν ο δικαιοπρακτών δεν θα επιχειρούσε τη
δικαιοπραξία εφόσον γνώριζε τα πραγματικά γεγονότα σε σχέση
με το αντικειμενικό στοιχείο. Στο παρόν σημείο, λοιπόν, θα
αναζητηθεί η υποθετική βούληση το συγκεκριμένου
δικαιοπρακτούντος. Συνεπώς, μια δικαιοπραξία δεν θα ακυρωθεί,
έστω και αν η πλάνη αναφέρεται σε αντικειμενικά σπουδαίο
σημείο της, αν αποδειχθεί βέβαια πως ο συγκεκριμένος
δικαιοπρακτών θα την επιχειρούσε ακόμη και αν γνώριζε την
αληθινή κατάσταση. Το υποκειμενικό κριτήριο λειτουργεί
περιοριστικά ως προς την επίδραση της πλάνης στο κύρος της
δικαιοπραξίας.

Β) πλάνη στη βούληση/πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης:


δεν υπάρχει διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως αλλά απλώς
σχηματίσθηκε βούληση που δεν θα σχηματιζόταν αν δεν είχε προηγηθεί
και εμφιλοχωρήσει η πλάνη. Η δήλωση βουλήσεως, δηλαδή,
ανταποκρίνεται στη βούληση του δικαιοπρακτούντος αλλά η τελευταία
έχει σχηματισθεί ελαττωματικά λόγω εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας της
πραγματικότητας στην οποία βασίστηκε ο δικαιοπρακτών για να
σχηματίσει την βούλησή του. Αν έλειπε αυτή η εσφαλμένη γνώση, τότε
ο δικαιοπρακτών δεν θα διαμόρφωνε καμία βούληση ή θα τη
διαμόρφωνε εντελώς διαφορετικά.

ΑΚ 143: Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, πλάνη που αναφέρεται


αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης.
Ορίζοντας, επομένως, ο ΑΚ την πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια μη
ουσιώδη, αποκλείει την ακύρωση της σχετικής δικαιοπραξίας, αφού
κατά την ΑΚ 140 η πλάνη προκειμένου να αποκτήσει ενέργεια
ακύρωσης πρέπει να είναι ουσιώδης.

Παραγωγικά αίτιας της βούλησης: όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά


περιστατικά (ανθρώπινες πράξεις, γεγονότα, προσδοκίες κλπ.) στα
οποία στηρίχθηκε ο δικαιοπρακτών για να σχηματίσει την βούλησή του.
Η πλάνη στα παραγωγικά αίτια καθιστά ακυρώσιμη την δικαιοπραξία
μόνο στις περιπτώσεις που το προβλέπει ρητά ο νόμος (π.χ. 1784 ΑΚ
κλπ.). Τα παραγωγικά αίτια μπορούν να επηρεάσουν το κύρος της
δικαιοπραξίας αν περιληφθούν σε αυτή ως αιρέσεις (αναβλητικές ή
διαλυτικές), είτε στην περίπτωση που συμφωνηθεί η τροποποίηση της
δικαιοπραξίας λόγω απρόοπτης εξέλιξης των μελλοντικών πραγματικών
συνθηκών.

Πλάνη ως προς τις ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος


ΑΚ 142: Η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του
πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με
βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι
τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο
γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη
δικαιοπραξία.
Ο κανόνας της παρούσας διάταξης συνιστά εξαίρεση στον κανόνα της
143 ΑΚ. Στην έννοια του προσώπου εντάσσονται τόσο τα φυσικά όσο
και τα νομικά πρόσωπα, που αποτελούν τον δηλούντα ή τον αποδέκτη
της δήλωσης, αλλά και πρόσωπα που είναι τρίτα ως προς την
δικαιοπραξία. Στην έννοια του πράγματος εντάσσονται τόσα τα
πράγματα λαμβάνοντας υπόψη τον αστικό κώδικα αλλά και κάθε άλλο
αντικείμενο, ενσώματο, άυλο (π.χ. ένα δικαίωμα), απαίτηση, σήμα,
πνευματική ιδιοκτησία κλπ.
Εφόσον συντρέχουν το αντικειμενικό και το υποκειμενικό στοιχείο που
καθιερώνει η ΑΚ 142, τότε η πλάνη ως προς τις ιδιότητες είναι
ουσιώδης και συνεπώς η δικαιοπραξία καθίσταται ακυρώσιμη.

Ειδικότερα:
1)αντικειμενικό κριτήριο: η πλάνη είναι ουσιώδης σύμφωνα με το
αντικειμενικό κριτήριο εφόσον αναφέρεται σε ιδιότητα του προσώπου
ή του πράγματος τόσο σπουδαία για την ολότητα της δικαιοπραξίας. Το
αν η συγκεκριμένη ιδιότητα είναι ή όχι σπουδαία κρίνεται με βάση την
συμφωνία των μερών ή την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

2)υποκειμενικό κριτήριο: το υποκειμενικό κριτήριο είναι η


σπουδαιότητα που έχει και για τον συγκεκριμένο δικαιοπρακτούντα η
ιδιότητα που κρίθηκε σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο σπουδαία,
ώστε αυτός να μην επιχειρούσε την δικαιοπραξία αν γνώριζε φυσικά
την πραγματική κατάσταση.

Διμερής πλάνη
Στη διμερή πλάνη καθένας από τους συμβαλλομένους πλανάται ως
προς τη δική του δήλωση. Και αυτή η πλάνη διακρίνεται σε πλάνη στη
δήλωση και πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αλλά
διακρίνεται περαιτέρω και σε ομοειδή και ετεροειδή.
 Διμερής πλάνη στη δήλωση: αμφότερα τα μέρη πλανώνται στη
δήλωσή τους, υφίσταται δηλαδή διάσταση μεταξύ της δήλωσης
και της βούλησής τους. Ειδικότερα:
1) Διμερής ομοειδής πλάνη εν τη δηλώσει: υφίσταται όταν και τα
δύο μέρη βρίσκονται στην ίδια πλάνη ως προς τις δηλώσεις
τους (π.χ. οι Α και Β συμφωνούν στην πώληση 300 κιλών
ζάχαρης αλλά πραγματικά επιθυμούν και οι δύο την πώληση
30 κιλών). Επομένως, οι βουλήσεις των μερών συμπίπτουν,
αλλά η κοινή βούληση εκφράστηκε εσφαλμένως από τις
εκατέρωθεν δηλώσεις. Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα ότι «ο
εσφαλμένος προσδιορισμός δεν βλάπτει» η σύμβαση δεν
είναι ακυρώσιμη, αλλά θεωρείται καταρτισμένη με το
περιεχόμενο που θέλησαν τα μέρη. Πραγματώνεται με αυτό
τον τρόπο, λοιπόν, η ιδιωτική αυτονομία.
*ο κανόνας του ότι ο «εσφαλμένος προσδιορισμός δεν
βλάπτει» εφαρμόζεται και στις τυπικές δικαιοπραξίες, αρκεί
μόνο η δήλωση να έχει εκφραστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να
μπορεί η πραγματική βούληση να διαπιστωθεί από τους
τρίτους.
2) Διμερής ετεροειδής πλάνη εν τη δηλώσει: υφίσταται αν
κάθε μέρος της σύμβασης βρίσκεται σε διαφορετική πλάνη ως
προς τη δήλωσή του (π.χ. οι Α και Β συμφωνούν στην πώληση
300 κιλών ζάχαρης αλλά ο Α επιθυμούσε πραγματικά 30 κιλά
και ο Β 3.000 κιλά). Σε αυτή την περίπτωση η σύμβαση
καταρτίζεται με το δηλωθέν περιεχόμενο και μπορεί να
ακυρωθεί για πλάνη από το κάθε μέρος.
 Διμερής πλάνη στη βούληση: στην συγκεκριμένη περίπτωση και
οι δύο δηλούντες πλανώνται ως προς τα παραγωγικά αίτια της
βούλησής τους. Διακρίνεται σε ομοειδή (αποτελεί και περίπτωση
δικαιοπρακτικού θεμελίου) και ετεροειδή (δεν θεωρείται
ουσιώδης πλάνη και συνεπώς δεν επηρεάζει το κύρος της
δικαιοπραξίας).

Ειδικότερα ζητήματα:
ΑΚ 144: Η δικαιοπραξία δεν ακυρώνεται λόγω της πλάνης: 1. αν ο
άλλος δέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως την εννοεί ο
πλανώμενος· 2. αν η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη. Η
διάταξη του άρθρου 144, παρ.2 παρέχει στον δικαστή την
δυνατότητα να αμβλύνει πιθανές δυσμενείς συνέπειες από την
εφαρμογή των διατάξεων για την πλάνη.

Υποχρέωση ανόρθωσης της ζημίας που προκλήθηκε από την


ακύρωση. Η ζημίες που ενδεχομένως να προκλήθηκαν
ονομάζονται διαφέρον εμπιστοσύνης (αρνητικό διαφέρον).

ΑΚ 146: Αν δήλωση βούλησης διαβιβάστηκε λανθασμένα,


εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πλάνη. Επομένως
συνάγεται πως η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόζεται όταν ο
δηλών χρησιμοποιεί για τη διαβίβαση της δήλωσης ένα
ενδιάμεσο πρόσωπο (τρίτο) το οποίο θα ονομάζεται άγγελος και
το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στον δηλούντα και στον αποδέκτη
της δήλωσης αναπαράγοντας τη δήλωση.
ΑΠΆΤΗ
ΑΚ 147: Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει
δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση
απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί
να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση
ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε
να γνωρίζει την απάτη.
Ορισμός: απάτη ορίζεται ως η δόλια παραπλάνηση άλλου σε δήλωση
βουλήσεως. Επομένως, προϋποθέσεις της απάτης είναι: 1) να έχει
παραπλανηθεί ο δηλών, 2) η παραπλάνηση αυτή να είναι δόλια και
3)να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης
βουλήσεως.

Παραπλάνηση του δηλούντος


Παραπλάνηση συνιστά η συμπεριφορά, με την οποία προκαλείται στον
δηλούντα η πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται η πλάνη στην οποία
βρίσκεται ήδη ο ίδιος. Η παραπλάνηση μπορεί να γίνει με διάφορους
τρόπους, όπως με την παράσταση ψευδών γεγονότων που μπορούν να
επηρεάσουν την βούληση του δηλούντος, με απόκρυψη γεγονότων,
ατελή ανακοίνωση αληθινών περιστατικών κλπ. Δεν συνιστούν
παραπλάνηση οι απλές διαφημίσεις και οι έπαινοι.
Για να υπάρχει απάτη, δεν απαιτείται η πλάνη που προκαλείται από την
παραπλάνηση να είναι ουσιώδης αλλά αρκεί και η δημιουργία,
ενίσχυση ή διατήρηση επουσιώδους πλάνης. Αν η πλάνη είναι
ουσιώδης, τότε θα είναι δυνατή η ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω
πλάνης.
Η παραπλάνηση να είναι δόλια
Πρέπει δηλαδή ο εξαπατήσας να είχε πρόθεση να παραπλανήσει τον
δηλούντα γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων που
παρουσίασε ως αληθή ή την υποχρέωσή του να ανακοινώσει στοιχεία,
τα οποία τελικά απέκρυψε ή παραποίησε. Επομένως, απαιτείται δόλος
(έστω και ενδεχόμενος) και δεν αρκεί η αμέλεια.

Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βούλησης


Η απάτη πρέπει να υπήρξε το αποφασιστικό (όχι απαραίτητα το μόνο)
αίτιο που οδήγησε τον παραπλανηθέντα στην δήλωση βουλήσεως.
Επομένως, αν αποδειχθεί ότι ο δηλών θα προέβαινε στην σχετική
δήλωση βούλησης ακόμη και αν δεν μεσολαβούσε απατηλή
συμπεριφορά, δεν υπάρχει δικαίωμα ακυρώσεως. Υφίσταται όμως το
παρόν δικαίωμα, αν ο δηλών θα προέβαινε χωρίς την απάτη σε δήλωση
βουλήσεως διαφορετικού περιεχομένου.

Απάτη τρίτου
Στις μη απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως παρέχεται το δικαίωμα
ακύρωσης της δικαιοπραξίας κατά την ΑΚ 147, πρώτο εδάφιο,
ανεξάρτητα από το ποιος μετήλθε την απάτη. Στις απευθυντέες όμως
δηλώσεις βουλήσεως, αν την απάτη μετήλθε τρίτος, τότε η ακύρωση
μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η
δήλωση ή ο τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτή γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει την απάτη (εδάφιο δεύτερο)

Δυνητική ακύρωση
ΑΚ 148: Αν η πλάνη που προκλήθηκε από την απάτη δεν είναι ουσιώδης
και το άλλο μέρος αποδέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως τη θέλησε
αυτός που απατήθηκε, το δικαστήριο μπορεί να μην ακυρώσει τη
δικαιοπραξία.
Εφόσον συντρέχουν οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις, το δικαστήριο
έχει διακριτική ευχέρεια να μην ακυρώσει τη δικαιοπραξία, αλλά να την
αναμορφώσει σύμφωνα με την υποτιθέμενη βούληση του
εξαπατηθέντος και την αποδοχή της από το άλλο μέρος.

Δικαίωμα αποζημίωσης
ΑΚ 148: Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την
ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης
ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης
δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να
ανορθωθεί η ζημία.
Προκειμένου να ενεργοποιηθεί αυτό το δικαίωμα πρέπει να
συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αδικοπραξιών (ΑΚ 914 επ.), κάτι το
οποίο θα συμβαίνει διότι η απάτη συνιστά κατά κανόνα αδικοπραξία. Η
αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει τόσο το διαφέρον
εμπιστοσύνης/αρνητικό διαφέρον (μπορεί να αξιώσει ό, τι θα είχε αν
δεν έδειχνε εμπιστοσύνη στην έγκυρη κατάρτιση της δικαιοπραξίας, π.χ.
αμοιβή δικηγόρου) καθώς και την περαιτέρω ζημία που υπέστη επειδή
επιχείρησε την δικαιοπραξία που ακυρώθηκε (π.χ. απόρριψη άλλης
προσφοράς).
ΑΠΕΙΛΉ
ΑΚ 150: Όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή που
ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλον ή
από τρίτο έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία.
Απειλή επομένως είναι η παράνομη ή η αντίθετη όρος τα χρηστά ήθη
εξαγγελία σπουδαίου και άμεσου κακού για την προσωπικότητα και την
περιουσία του απειλούμενου ή των προσώπων που συνδέονται
στενότατα με αυτόν, η επέλευση του οποίου (κακού) εξαρτάται από τη
βούληση του εξαγγελούντος.
Η απειλή αποτελεί περίπτωση κατά την οποία η βούληση του
δηλούντος δεν σχηματίζεται ελεύθερα , αλλά επηρεάζεται από την
άσκηση ψυχολογικής βίας. Όταν υπάρχει απόλυτη σωματική βία δεν
τίθεται θέμα απειλής διότι δεν υφίσταται καν βούληση , άρα ούτε και
δήλωση.
Σκοπός του αστικού κώδικα δεν είναι η επιβολή κυρώσεων στον
απειλήσαντα αλλά η προστασία του σχηματισμού της ελεύθερης
δικαιοπρακτικής βούλησης του απειληθέντος.

Βασικές προϋποθέσεις:
i. Να εξαγγέλλεται κάποιο κακό: γνωστοποίηση στον απειλούμενο
με τον προφορικό λόγο, εγγράφως, με χειρονομίες ή με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι θα επέλθει βλάβη στα αγαθά του
ίδιου ή κάποιου από τα πρόσωπα που συνδέονται μαζί του
στενότατα. Το απειλούμενο κακό μπορεί να συνίσταται και σε
παράλειψη παροχής βοήθειας, εφόσον υφίσταται υποχρέωση
του απειλούντος να παράσχει βοήθεια στον απειλούμενο.
ii. Το κακό να θέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο ανθρώπινα
αγαθά: δεν υφίσταται κινδυνος αν το εξαγγελλόμενος κακό
πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο απώτερο μέλλον, έτσι ώστε
είναι δυνατόν να αποτραπεί με την κλήση της αρχής. Ο κινδυνος
πρέπει να είναι άμεσος και επικείμενος (π.χ. Γιατρός αρνείται
περίθαλψη βαριά τραυματισμένου). Επίσης, ο κινδυνος πρέπει να
είναι σπουδαίος, δηλαδή πραγματικός.

iii. Τα αγαθά αυτά να ανάγονται στην προσωπικότητα ή στην


περιουσία συγκεκριμένων προσώπων: αυτά τα αγαθά πρέπει να
είναι η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία, η τιμή
(δηλαδή η προσωπικότητα) και η περιουσία του απειλουμένου ή
των προσώπων που συνδέοντα στενότατα μαζί του. Αυτά τα
πρόσωπα δεν είναι μόνο οι συγγενείς αλλά και οποιοδήποτε
πρόσωπο με το οποίο αυτός έχει στενό συναισθηματικό δεσμό.
Δεν αποκλείεται ο φορέας του απειλούμενου αγαθού να είναι και
ο ίδιος ο απειλών (π.χ. ο Α απειλεί τον πατέρα του πως αν δεν του
αγοράσει το αυτοκίνητο, θα αυτοκτονήσει).

iv. Η επέλευση του κακού να εξαρτάται από τη βούληση του


απειλούντος: το απειλούμενο κακό πρέπει να εξαρτάται άμεσα ή
έμμεσα από τη βούληση και τις δυνατότητες του απειλούντος.
Έτσι, δεν αποτελεί απειλή η προειδοποίηση ή υπόδειξη που
αναφέρεται σε κάποια υφιστάμενη δυσμενή κατάσταση ή στην
επέλευση γεγονότων, τα οποία θα συμβούν ανεξάρτητα από τις
ενέργειες του απειλούντος.
v. Να προκαλείται από την απειλή, φόβος σε γνωστικό άνθρωπο:
η απειλή πρέπει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες να προκαλεί
φόβο σε γνωστικό άνθρωπο, δηλαδή η απειλή να είναι σοβαρή.
Ως φόβος ορίζεται η ψυχολογική κατάσταση έντονης ανησυχίας
για την τύχη των αγαθών που απειλούνται. Το κριτήριο της
πρόκλησης φόβου είναι αντικειμενικό. Αν η απειλή δεν ήταν
ικανή να προκαλέσει φόβο σε εχέφρονα άνθρωπο, η
δικαιοπραξία δεν πάσχει από ακυρωσία, ακόμη και αν ο
δικαιοπρακτών προέβη στη δήλωση βουλήσεως επειδή ο ίδιος
αισθάνθηκε ψυχολογικό εξαναγκασμό. Το υποκειμενικό κριτήριο
λαμβάνεται υπόψη μόνο σε βάρος του απειληθέντος. Κατά την
εκτίμηση βάσει του αντικειμενικού κριτηρίου πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιαίτερες συνθήκες του
απειληθέντος. Η πρόκληση φόβου σε γνωστικό άνθρωπο δεν
κρίνεται αφηρημένα αλλά με αναφορά στον μέσο άνθρωπο του
οικείου τομέα κοινωνικής δραστηριότητας (με βάση τη ηλικία, το
επάγγελμα, την μόρφωση κλπ. του απειληθέντος).

vi. Η απειλή να αντίκειται στον νόμο ή στα χρηστά ήθη: η απειλή


είναι παράνομη όταν το εξαγγελλόμενο κακό αντίκειται σε
διάταξη νόμου, ανεξάρτητα από το αν ο απειλούμενος έχει
υποχρέωση από τον νόμο ή από σύμβαση να προβεί στη
συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως. Δεν υπάρχει παράνομη
απειλή, όταν το εξαγγελλόμενο κακό αναφέρεται στην άσκηση
νόμιμου δικαιώματος ή καθήκοντος (π.χ. άσκηση αγωγής).
vii. Η απειλή να αποβλέπει και τελικώς να οδηγεί, στη δήλωση
βούλησης του απειλούμενου προσώπου: η απειλή πρέπει να
αποβλέπει να ωθήσει τον απειλούμενο, μέσω της ψυχολογικής
πίεσης που ασκείται, σε δήλωση βουλήσεως ορισμένου
περιεχομένου. Αν δεν υπήρχε τέτοιος σκοπός ή ο απειλών
απέβλεπε σε δήλωση βουλήσεως με διαφορετικό περιεχόμενο, η
δήλωση βουλήσεως είναι έγκυρη. Επίσης, πρέπει να υπάρχει
αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην απειλή και στη δήλωση
βουλήσεως, δηλαδή η απειλή θα πρέπει να αποτέλεσε το
αποφασιστικό (αλλά όχι απαραίτητα το αποκλειστικό) κίνητρο
της δήλωσης βουλήσεως
Οι μη απευθυντέες δικαιοπραξίες είναι ακυρώσιμες, ανεξάρτητα
από το ποιο πρόσωπο μετήλθε την απειλή. Οι απευθυντέες
δικαιοπραξίες είναι ακυρώσιμες, ακόμη και αν την απειλή
μετήλθε τρίτος και ο λήπτης της δήλωσης ούτε τη γνώριζε ούτε
όφειλε να τη γνωρίζει.

Δικαίωμα αποζημίωσης:
ΑΚ 152: Παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας εκείνος που
απειλήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης
ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης
δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την
ανόρθωση της ζημίας.
Υποχρέωση αποζημίωσης του καλόπιστου λήπτη απευθυντέας
δήλωσης:
ΑΚ 153: Όποιος εξαναγκάστηκε με απειλή που ασκήθηκε από τρίτον, να
απευθύνει δήλωση βούλησης σε άλλον, αν ακυρωθεί για το λόγο αυτό
η δήλωση, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να αποζημιώσει
τον άλλον, αν αυτός ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την απειλή.

ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Η δικαιοπρακτική βούληση ενός προσώπου μπορεί να διαμορφωθεί
ελαττωματικά και εξαιτίας πράξης διαφθοράς. Σύμφωνα με τον
ν.2957/2001, «όποιος προβαίνει σε δήλωση βούλησης που
επηρεάσθηκε από πράξη διαφθοράς, κατά την έννοια του παρόντος
νόμου, έχει δικαίωμα ακύρωσης της δικαιοπραξίας κατά τις διατάξεις
των άρθρων 154 ως 157 του αστικού κώδικα.
Προϋποθέσεις, λοιπόν, για την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω
διαφθοράς είναι:
 Πράξη διαφθοράς
 Η πράξη διαφθοράς να μην συνιστά αντικείμενο της
δικαιοπραξίας ή κάποιου όρου αυτής
 Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης διαφθοράς και της
δήλωσης βουλήσεως
 (επί απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως) γνώση ή υπαίτια
άγνοια της πράξης διαφθοράς από τον λήπτη της δήλωσης
βούλησης ή τον τρίτο που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτή.
Έννομες συνέπειες
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, το θύμα διαφθοράς
μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την
ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας που υπέστη. Εναλλακτικά, δύναται να
δεχθεί την ακυρώσιμη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανόρθωση της
ζημίας.

Τρόποι ακύρωσης
 Με δικαστική απόφαση: σύμφωνα με την ΑΚ 154, εδ. α’, η
ακύρωση της δικαιοπραξίας επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση. Η δικαστική αυτή απόφαση είναι διαπλαστική (καθώς
και το σχετικό δικαίωμα είναι διαπλαστικό) και ισχύει έναντι
όλων. Επειδή για την ακύρωση απαιτείται δικαστική απόφαση, το
δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο με αγωγή, ανταγωγή ή
ένσταση.

Ενάγοντες: ενάγοντες μπορούν να είναι μόνο ο πλανηθείς, ο


απατηθείς, ο απειληθείς ή το θύμα διαφθοράς καθώς και οι
κληρονόμοι τους. Επομένως, ενάγοντες δεν μπορούν να είναι οι
ειδικοί διάδοχοι των προσώπων αυτών, εκτός αν μεταβιβάστηκε
ολόκληρη η συμβατική σχέση στην οποία περιλαμβάνεται και η
ακυρώσιμη δικαιοπραξία. Η αγωγή μπορεί να ασκηθεί και
πλαγιαστικώς (ΚΠολΔ 72), εκτός αν η δικαιοπραξία έχει αυστηρά
προσωποπαγή χαρακτήρα.
Εναγόμενοι: σχετικά με τα πρόσωπα εναντίον των οποίων ζητείται η
ακύρωση, η ΑΚ 155 διακρίνει ανάμεσα σε συμβάσεις και μονομερείς
δικαιοπραξίες. Ειδικότερα:
 Αν η ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι σύμβαση, εναγόμενος είναι ο
αντισυμβαλλόμενος του πλανηθέντος, του απατηθέντος κλπ. και
οι κληρονόμοι του αλλά όχι οι ειδικοί διάδοχοι.
 Αν η ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι μονομερής απευθυντέα,
εναγόμενος είναι ο λήπτης της δήλωσης και οι κληρονόμοι του.
Αν είναι μονομερής μη απευθυντέα, εναγόμενος είναι αυτός που
αντλεί άμεσα έννομο συμφέρον από την δικαιοπραξία.

Συνέπειες της ακύρωσης


ΑΚ 184: Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της
εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, με την επιφύλαξη των διατάξεων
που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα που τρίτος απέκτησε από
σύμβαση που ακυρώθηκε.
Γίνεται δεκτό πως η αναδρομικότητα της ακύρωσης δεν ισχύει στις
διαρκείς συμβάσεις (π.χ. σύμβαση εργασίας) επειδή η σχέση έχει ήδη
αρχίσει να λειτουργεί στην πράξη. Σε αυτή την περίπτωση, η ακύρωση
ενεργεί για το μέλλον και έχει τις συνέπειες καταγγελίας. Μετά την
ακύρωση η δικαιοπραξία αντιμετωπίζεται ως απολύτως άκυρη (ΑΚ 180).
Επομένως, η ακυρότητα προτείνεται από οποιονδήποτε έχει έννομο
συμφέρον και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Η ΑΙΡΕΣΗ
Μερικές φορές οι δικαιοπρακτούντες ενδιαφέρονται να εξαρτήσουν την
ενέργεια της δικαιοπραξίας από την επέλευση ενός μελλοντικού
γεγονότος ή από την ενέργεια κάποιου τρίτου προσώπου. Αυτό
επιτυγχάνεται με την προσθήκη στην δικαιοπραξία μιας αίρεσης.

Ορισμός: αίρεση είναι ο όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία,


σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από ένα
γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Συνεπώς, τα στοιχεία της αίρεσης είναι
τα εξής:
1. Ο όρος να έχει τεθεί από τους δικαιοπρακτούντες (ή τον
δικαιοπρακτούντα),
2. Να αναφέρεται σε γεγονός μελλοντικό και αντικειμενικώς
αβέβαιο, δηλαδή να μην είναι δυνατή η πρόβλεψη της επέλευσης
του συγκεκριμένου γεγονότος από έναν άνθρωπο.

Η αίρεση μπορεί να προστεθεί τόσο σε υποσχετική όσο και σε


εκποιητική δικαιοπραξία. Όταν η αίρεση προστεθεί σε τυπική
δικαιοπραξία, τότε πρέπει να περιβληθεί τον ίδιο τύπο με αυτή, διότι
αποτελεί μέρος του περιεχομένου της δικαιοπραξίας.

Καταχρηστικές αιρέσεις
Οι όροι της δικαιοπραξίας που συγκεντρώνουν τις παραπάνω
προϋποθέσεις καλούνται γνήσιες αιρέσεις και αντιδιαστέλλονται από
τις λεγόμενες καταχρηστικές αιρέσεις, οι οποίες είναι:
Α) οι νομικές αιρέσεις ή αιρέσεις δικαίου, οι οποίες αναφέρονται σε
γεγονός που αποτελεί κατά τον νόμο απαραίτητο στοιχείο ή
προϋπόθεση για την ενέργεια ή την τελείωση της δικαιοπραξίας (π.χ.
όρος πως θα συμφωνηθεί το τίμημα σε σύμβαση πώλησης). Ο όρος
αυτός προβλέπεται ευθέως από τον νόμο και συνεπώς περιττεύει η
συνομολόγησή του από τους δικαιοπρακτούντες.

Β) οι αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός του παρελθόντος ή του


παρόντος, το οποίο αγνοούν οι δικαιοπρακτούντες. Ενώ δηλαδή οι
γνήσιες αιρέσεις αναφέρονται σε γεγονός αντικειμενικώς αβέβαιο, οι εν
λόγω αιρέσεις αναφέρονται σε γεγονός υποκειμενικώς αβέβαιο

Γ) οι αναγκαίες αιρέσεις, δηλαδή αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός


το οποίο θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε (π.χ. θάνατος προσώπου)
οπότε στην πραγματικότητα πρόκειται για προθεσμία, δεδομένου ότι η
επέλευση του μελλοντικού γεγονότος είναι βέβαιη.

Είδη αιρέσεων
 Αναβλητικές αιρέσεις: αναβλητική είναι η αίρεση, βάσει της
οποίας η ενέργεια της δικαιοπραξίας αναβάλλεται ως το χρονικό
σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός
από το οποίο εξαρτήθηκε.
ΑΚ 201: Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν
από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα
αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός
(πλήρωση της αίρεσης).

 Διαλυτικές αιρέσεις: διαλυτική είναι η αίρεση, βάσει της οποίας


τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως,
ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη
κατάσταση, όταν και εφόσον συμβεί το μελλοντικό γεγονός από
το οποίο αυτή εξαρτήθηκε
ΑΚ 202: Αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των
αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση
διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της
δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη
κατάσταση.

Η διάκριση των αιρέσεων σε αναβλητικές και διαλυτικές είναι η


σημαντικότερη διάκριση των γνήσιων αιρέσεων. Για να διαπιστώσουμε
τον χαρακτήρα μιας αίρεσης ως αναβλητικής ή διαλυτικής θα πρέπει να
ερμηνεύσουμε την συγκεκριμένη δικαιοπραξία.

 Θετικές αιρέσεις: θετική είναι η αίρεση, όταν η ενέργεια της


δικαιοπραξίας εξαρτάται από την επέλευση ενός γεγονότος (π.χ.
αν πάρεις το πτυχίο σου).

 Αρνητικές αιρέσεις: αρνητική είναι η αίρεση, όταν η ενέργεια της


δικαιοπραξίας εξαρτάται από τη μη επέλευση ενός γεγονότος
(π.χ. αίρεση αγαμίας).
 Εξουσιαστικές αιρέσεις: εξουσιαστικές είναι οι αιρέσεις των
οποίων η πλήρωση εξαρτάται από τη συμπεριφορά που θα
τηρήσει το ένα μέρος, και οι οποίες είναι έγκυρες αν δεν έρχονται
σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη (π.χ. αίρεση αγαμίας). Οι
εξουσιαστικές αιρέσεις προσφέρονται για την άσκηση πίεσης
προς κάποιο πρόσωπο να προβεί σε ορισμένη μη νομικώς
εξαναγκαστή πράξη.

 Τυχαίες αιρέσεις: τυχαίες είναι οι αιρέσεις των οποίων η


πλήρωση είναι ανεξάρτητη από τη βούληση των μερών, όπως
όταν αναφέρεται σε φυσικό γεγονός (π.χ. μίσθωση εκδρομικού
λεωφορείου υπό την αίρεση της καλοκαιρίας) ή σε πράξη τρίτου
(π.χ. μίσθωση διαμερίσματος υπό την αίρεση της λύσης της
υφιστάμενης μίσθωσης).

 Μεικτές αιρέσεις: με αυτό τον τρόπο χαρακτηρίζονται οι


αιρέσεις, των οποίων η πλήρωση εξαρτάται και εν μέρει από
άλλα περιστατικά (π.χ. επιτυχία στις εξετάσεις).

Δικαιοπραξίες ανεπίδεκτες αιρέσεως: ο κανόνας είναι πως κάθε


δικαιοπραξία επιδέχεται αίρεση. Κατ’ εξαίρεση, αυτό δεν ισχύει στις
περιπτώσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο, ιδίως για την προστασία
των τρίτων ή των οικογενειακών σχέσεων. Επίσης, δεν ισχύει η αίρεση
στις περιπτώσεις που συνάγεται ότι από την φύση και τον σκοπό της
δικαιοπραξίας, η τελευταία δεν επιδέχεται αίρεση (συνήθως σε
μονομερείς δικαιοπραξίες με τις οποίες ασκείται διαπλαστικό
δικαίωμα, π.χ. υπαναχώρηση). Ανεπίδεκτες αιρέσεως είναι επίσης και
οι οιονεί δικαιοπραξίες.

ΑΚ 208: Αίρεση ακατανόητη ή αντιφατική ή αίρεση, που προσδίνει


παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία την καθιστά άκυρη.
Αίρεση αδύνατη ως αναβλητική καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία· ως
διαλυτική δεν έχει καμιά ενέργεια.

Στάδιο ηρτημένης αιρέσεως


Στο χρονικό διάστημα από την κατάρτιση της υπό αίρεση δικαιοπραξίας
μέχρι την πλήρωση ή ματαίωση της αίρεσης υπάρχει στάδιο
εκκρεμότητας, κατά τη διάρκεια του οποίου λέγεται ότι η αίρεση
«ήρτηται».

→Ηρτημένη αναβλητική αίρεση: αν ήρτηται αναβλητική αίρεση, δεν


επέρχονται πριν από την πλήρωσή της τα αποτελέσματα της
δικαιοπραξίας (ΑΚ 201). Ο υπό αίρεση δικαιούχος έχει κατά το χρονικό
διάστημα που ήρτηται η αναβλητική αίρεση προσδοκία
δικαιώματος/δικαίωμα προσδοκίας. Για να προστατεύσει το δικαίωμα
του ο υπό αίρεση δικαιούχος μπορεί να προβεί στη λήψη ασφαλιστικών
μέτρων, να εγείρει αναγνωριστική αγωγή για το δικαίωμα προσδοκίας
και να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή ζητώντας την καταβολή παροχής
αν και όταν πληρωθεί η αίρεση.
Σε υποσχετική δικαιοπραξία, ο υπό αίρεση υπόχρεος, δηλαδή αυτός
που θα υποστεί περιουσιακή ζημία αν πληρωθεί η αίρεση, δεν έχει
ακόμη την ιδιότητα του οφειλέτη και δεν υποχρεούται να καταβάλλει
την παροχή.
Στην εκποιητική δικαιοπραξία, ο υπό αίρεση υπόχρεος εξακολουθεί να
είναι δικαιούχος του δικαιώματος και μπορεί εγκύρως να το διαθέσει
σε τρίτο.

→Ηρτημένη διαλυτική αίρεση: κατά το χρονικό αυτό διάστημα η


δικαιοπραξία παράγει όλα τα αποτελέσματά της. Συνεπώς, ο δικαιούχος
δικαιώματος υπό διαλυτική αίρεση μπορεί να επιδιώξει τη δικαστική
και εξώδικη ικανοποίηση του δικαιώματός του. Επειδή όμως υπάρχει
πιθανότητα να πληρωθεί η διαλυτική αίρεση, υφίσταται δικαίωμα
προσδοκίας και σε αυτή την περίπτωση, μόνο που τώρα η προσδοκία
ανήκει σε αυτόν που θα ωφεληθεί από την πλήρωση της αιρέσεως.
Εφαρμόζουμε επομένως ΑΚ 204 και 206.

Πλήρωση της αίρεσης


Πλήρωση της αίρεσης είναι η επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου
γεγονότος (ΑΚ 201 ΚΑΙ 202). Η κρίση για την πλήρωση ή την ματαίωση
της αίρεσης αποτελεί ζήτημα ερμηνείας του περιεχομένου της
δικαιοπραξίας με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αν η
αίρεση είναι διατυπωμένη σε αρνητική μορφή, πληρούται όταν είναι
βέβαιο ότι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται δεν θα επέλθει.

Πλασματική πλήρωση αίρεσης


ΑΚ 207: Η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή
της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν
από την πλήρωσή της.
Η αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την πλήρωση της προκάλεσε
αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή
της.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της παραπάνω διάταξης είναι οι εξής:
Α) η παρακώληση της πλήρωσης να γίνεται από αυτόν που ζημιώνεται
από την πλήρωση της αίρεσης, χωρίς να απαιτείται πρόθεση ή
συνείδηση ότι ορισμένη συμπεριφορά ενδέχεται να παρακωλήσει την
αίρεση. Αρκεί η συμπεριφορά να αντίκειται στο πνεύμα της σύμβασης
και στην αντίληψη των μερών για την στάση που πρέπει να τηρήσουν.

Β) η παρακωλητική συμπεριφορά να αντίκειται στην καλή πίστη. Η


αντίθεση στην καλή πίστη κρίνεται με βάση όλες τις συνθήκες της
συγκεκριμένης περίπτωσης, συνεκτιμημένου και του ενδεχόμενου
πταίσματος.

Γ) να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παρακωλητική


συμπεριφορά και στη μη πλήρωση της αίρεσης. Απαιτείται η
παρακωλητική συμπεριφορά να προκάλεσε την μη πλήρωση.

Ως χρόνος πλασματικής πλήρωσης πρέπει να θεωρηθεί το χρονικό


σημείο, κατά το οποίο θα πληρωνόταν η αίρεση αν δεν μεσολαβούσε η
παρακώληση. Η ΑΚ 207, παρ.1 δεν εφαρμόζεται στις καθαρώς
εξουσιαστικές αιρέσεις και σε αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονότα,
για τα οποία δεν χωρεί καταναγκασμός (π.χ. τέλεση γάμου).
Εφαρμόζεται, όμως, στις εξουσιαστικές αιρέσεις, η πλήρωση των
οποίων εξαρτάται από κριτήρια και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (π.χ.
κρίση εργοδότη). Ωστόσο, ακόμη και αν δεν εφαρμόζεται η
συγκεκριμένη διάταξη, η συμπεριφορά των μερών ενδέχεται να
προσκρούει στα όρια που θέτει η ΑΚ 281.

Συνέπειες πλήρωσης της αίρεσης


Με την πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως καθίσταται οριστικά
ενεργός η δικαιοπραξία και επέρχονται τα αποτελέσματά της, ενώ με
την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης ανατρέπονται οριστικά τα
αποτελέσματα της δικαιοπραξίας και τα πράγματα επανέρχονται στην
κατάσταση που βρισκόταν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Η
επέλευση των αποτελεσμάτων που εξαρτώνται από την πλήρωση της
αίρεσης επέρχεται αυτοδικαίως (χωρίς να χρειάζεται κάποια ενέργεια)
και ανεξάρτητα από την γνώση των ενδιαφερομένων. Αν σε μια
σύμβαση έχουν τεθεί περισσότερες αιρέσεις τότε είναι ζήτημα
ερμηνείας αν αυτές ισχύουν αθροιστικά ή διαζευκτικά, δηλαδή αν
πρέπει να πληρωθούν όλες ή έστω και μια από αυτές αντιστοίχως, για
να επέλθουν τα αποτελέσματα που εξαρτώνται από τις αιρέσεις.
Οι συνέπειες αυτές επέρχονται αναδρομικά και ισχύουν για το μέλλον
όχι αναδρομικά. Αυτό συμβαίνει τόσο στις υποσχετικές όσο και στις
εκποιητικές δικαιοπραξίες, οι οποίες τελούν υπό αίρεση. Ο υπό
αναβλητική αίρεση δικαιούχος δεν δικαιούται να πάρει τα
ωφελήματα που παρήγαγε το πράγμα πριν από την πλήρωση της
αίρεσης. Ενδέχεται, όμως, με συμφωνία των μερών να υπάρξει και
αναδρομική ενέργεια της πλήρωσης της αίρεσης με την ΑΚ 203, με
ενοχική και όχι εμπράγματη ενέργεια.
Αποζημίωση για ματαίωση ή βλάβη του υπό αίρεση δικαιώματος
Με την πλήρωση της αίρεσης ενδεχομένως βρίσκουν εφαρμογή οι
διατάξεις 204 και 206 ΑΚ, οι οποίες προστατεύουν το δικαίωμα
προσδοκίας. Ο βαθμός πταίσματος που απαιτείται κρίνεται από τη
δικαιοπραξία στην οποία έχει τεθεί η αίρεση. Όσο η αίρεση είναι
ηρτημένη, δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο δικαιούχος του υπό
αίρεση δικαιώματος.

Διάθεση του υπό αίρεση δικαιώματος


ΑΚ 206: Μετά την πλήρωση της αίρεσης κάθε διάθεση του αντικειμένου
της δικαιοπραξίας, που επιχειρήθηκε όσο εκκρεμούσε η αίρεση, είναι
αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το αποτέλεσμα που
εξαρτάται από την αίρεση. Το ίδιο ισχύει και αν, όσο εκκρεμούσε η
αίρεση, το αντικείμενο εκποιήθηκε με αναγκαστική εκτέλεση.
Η διάταξη αυτή, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, εφαρμόζεται μόνο
σε εκποιητικές υπό αίρεση δικαιοπραξίες, αντιθέτως δεν εφαρμόζεται
στις ενοχικές δικαιοπραξίες (π.χ. μίσθωση).
Ματαίωση συνιστά π.χ. η μεταβίβαση κυριότητας του αντικειμένου της
υπό αίρεση δικαιοπραξίας, ενώ βλάβη π.χ. η παραχώρηση υποθήκης σε
τρίτο. Μια τέτοια διάθεση είναι αυτοδικαίως άκυρη.

Ματαίωση της αίρεσης


Για ματαίωση της αίρεσης γίνεται λόγος, όταν δεν συμβεί το (μέλλον και
αβέβαιο) γεγονός ή αν καταστεί βέβαιο πως αυτό δεν πρόκειται να
συμβεί (π.χ. πέθανε το πρόσωπο πριν συμπληρώσει την ηλικία, στην
οποία είχε ορισθεί ότι θα αποκτούσε ορισμένο δικαίωμα).
Πλασματική ματαίωση
Ρυθμίζεται από την ΑΚ 207, παρ.2.

Συνέπειες ματαίωσης
Αν η αίρεση είναι αναβλητική, η ενέργεια της δικαιοπραξίας
ματαιώνεται οριστικώς και δεν αναπτύσσονται τα αποτελέσματά της.
Συνεπώς, διαθέσεις που έγιναν από τον υπό αίρεση δικαιούχο είναι
άκυρες, ενώ καθίστανται έγκυρες οι διαθέσεις από τον υπό αίρεση
υπόχρεο.
Αν η αίρεση είναι διαλυτική, διατηρούνται οριστικά τα αποτελέσματα
της δικαιοπραξίας και αποτρέπεται η ανατροπή τους. Επομένως,
διαθέσεις που έγιναν από τον υπό διαλυτική αίρεση δικαιούχο είναι
οριστικώς έγκυρες, ενώ αυτές που έγιναν από το άλλο μέρος
καθίστανται οριστικώς άκυρες (εκτός αν εφαρμόζεται η ΑΚ 1036).

Κρίσιμος χρόνος για τα στοιχεία της δικαιοπραξίας


Αν η δικαιοπραξία τελεί υπό αναβλητική αίρεση εφαρμόζεται η ΑΚ 209.
Στην περίπτωση πλασματικής πλήρωσης αναβλητικής αίρεσης, ως
χρόνος πλήρωσης νοείται το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα
επερχόταν το γεγονός αν δεν μεσολαβούσε η παρακώληση. Αν η
δικαιοπραξία τελούσε υπό διαλυτική αίρεση, όλα τα παραπάνω
στοιχεία κρίνονται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ
Ο όρος «προθεσμία» στον αστικό κώδικα λαμβάνει πολλά νοήματα:
1) ΑΚ 240-246: ως προθεσμία εννοείται το χρονικό σημείο ή το
χρονικό διάστημα που καθορίζεται με νόμο, δικαστική απόφαση
ή δικαιοπραξία.
2) ΑΚ 279-280: ως προθεσμία εννοείται το χρονικό διάστημα, που
τάσσεται από τον νόμο ή τους δικαιοπρακτούντες και μέσα στο
οποίο πρέπει να ασκηθεί ορισμένο δικαίωμα (αποσβεστική
προθεσμία).
3) ΑΚ 210: ως προθεσμία εννοείται ο πρόσθετος όρος, ο οποίος
τίθεται στην δικαιοπραξία και σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια
της τελευταίας αρχίζει ή λήγει όταν επέλθει ορισμένο μελλοντικό
γεγονός.

Το ζήτημα για το ποια κατηγορία προθεσμίας συμφωνήθηκε από τα


μέρη σε μια σύμβαση είναι πραγματικό και ως τέτοιο διαφεύγει από
τον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Αναβλητική και διαλυτική προθεσμία


Μας ενδιαφέρει η προθεσμία με την τρίτη έννοια, δηλαδή ως
πρόσθετος όρος της δικαιοπραξίας, με τον οποίο η έναρξη ή η λήξη της
ενέργειας της εξαρτάται από ορισμένο χρονικό σημείο ή από ορισμένο
μέλλον και βέβαιο γεγονός (π.χ. από τον θάνατο του δωρητή).
Αν ορισθεί στη δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από
ορισμένο χρονικό σημείο ή από ορισμένο μέλλον και βέβαιο γεγονός
τότε η προθεσμία είναι αναβλητική.
Αν ορισθεί στην δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της παύουν από
ορισμένο χρονικό σημείο (π.χ. η εταιρεία θα λήξει 15 χρόνια μετά την
σύστασή της) ή από ορισμένο μέλλον και βέβαιο γεγονός, τότε η
προθεσμία είναι διαλυτική.

*ο χαρακτηρισμός της προθεσμίας ως αναβλητικής ή διαλυτικής


αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας.

Δικαιοπραξίες ανεπίδεκτες προθεσμίας


Ο κανόνας είναι πως η προσθήκη προθεσμίας είναι δυνατή σε κάθε
δικαιοπραξία, εκτός από εκείνες που δεν επιδέχονται αίρεση. Εξαίρεση
ισχύει για την καταγγελία διαρκούς σύμβασης, η οποία, ενώ δεν μπορεί
να γίνει υπό αίρεση, μπορεί να γίνει υπό προθεσμίας.

You might also like