Professional Documents
Culture Documents
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Αντικείμενο της Πολιτικής Δικονομίας είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου
που ρυθμίζουν την οργάνωση και απονομή δικαιοσύνης στο πεδίο του ιδιωτικού
δικαίου.
Αρμόδια για την απονομή της δικαιοσύνης είναι τα τακτικά πολιτικά
δικαστήρια. Αυτά είναι το Ειρηνοδικείο, το Μονομελές και Πολυμελές
Πρωτοδικείο, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος. Το Ειρηνοδικείο , το
Μονομελές και το Τριμελές εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό, ενώ το Τριμελές
μπορεί να εκδικάσει και ως δευτεροβάθμιο τις εφέσεις κατά των αποφάσεων
του Ειρηνοδικείου. Το Εφετείο εκδικάζει πάντα ως δευτεροβάθμιο τις εφέσεις
κατά των αποφάσεων του Μονομελούς και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Τέλος ο Άρειος Πάγος είναι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, εκδικάζει τις
αναιρέσεις και ασχολείται μόνο με νομικά ζητήματα και ποτέ δεν υπεισέρχεται
σε ζητήματα ουσίας.
Τα πολιτικά δικαστήρια δεν επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς,
αλλά θα πρέπει να προηγείται αίτημα από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη για παροχή
έννομης προστασίας. Η Πολιτεία παρέχει στους πολίτες ορισμένα ένδικα
βοηθήματα, μέσω των οποίων θα πρέπει αυτοί να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη.
Το ένδικο βοήθημα με το οποίο οι ιδιώτες ζητούν την επίλυση της μεταξύ τους
διαφοράς από τα πολιτικά δικαστήρια είναι η αγωγή. Το δικαστήριο που θα
δικάσει την αγωγή ονομάζεται πρωτοβάθμιο και η απόφαση του οριστική. Όταν
η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι προβληματική για ένα διάδικο,
τότε αυτός μπορεί να την προσβάλλει με ένδικα μέσα, τα οποία θα οδηγήσουν
σε δεύτερο βαθμό κρίσης συνήθως από άλλο, ιεραρχικά ανώτερο, δικαστήριο.
Τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε τακτικά, που είναι η έφεση και η ανακοπή
ερημοδικίας και σε έκτακτα, που είναι η αναίρεση και η αναψηλάφηση. Μετά
την άσκηση του τακτικού ένδικου μέσου η απόφαση είναι τελεσίδικη και μετά
την άσκηση του έκτακτου ένδικου μέσου είναι και αμετάκλητη.
Όταν το δικαστήριο λάβει ένα αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας τότε
προβαίνει σε έλεγχο του, που περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον ελέγχεται κατά
πόσο η αγωγή ασκείται παραδεκτά. Ελέγχεται δηλαδή κατά πόσο πληρούνται
όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Αν αυτές δεν συντρέχουν, τότε η αγωγή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς το δικαστήριο να προχωρήσει στο δεύτερο
στάδιο ελέγχου, που είναι έλεγχος ουσίας. Στον έλεγχο ουσίας εξετάζεται το
νόμω βάσιμο, κατά πόσο δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά πληρούν το
πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα δικαίου και το ουσία βάσιμο, κατά πόσο
δηλαδή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά είναι αληθή.
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΈΣ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ
Προκειμένου το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας να ζητείται
παραδεκτά, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει τη συνδρομή ορισμένων
προϋποθέσεων, των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. Οι διαδικαστικές
προϋποθέσεις αφορούν είτε ί)το δικαστήριο είτε ϋ)τους διαδίκους είτε iii) το
αντικείμενο της δίκης.
Προϋποθέσεις του δικαστηρίου είναι: 1)η δικαιοδοσία και 2) η αρμοδιότητα
(καθ' ύλη και κατά τόπο).
Προϋποθέσεις των διαδίκων είναι: 1)η ικανότητα διαδίκου, 2)η ικανότητα
δικαστικής παράστασης, 3)η νομιμοποίηση και 4)το έννομο συμφέρον.
Προϋποθέσεις του αντικειμένου της δίκης είναι: 1)το ορισμένο της αγωγής,
2)η έλλειψη εκκρεμοδικίας και 3)η έλλειψη δεδικασμένου.
Προϋποθέσεις δικαστηρίου
Α)Καταρχήν τα πολιτικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν δικαιοδοσία. Ως
δικαιοδοσία νοείται η εξουσία του δικαστηρίου να δικάσει μια διαφορά. Γενικά
τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάζουν τις ιδιωτικές διαφορές.
Ως ιδιωτική διαφορά χαρακτηρίζεται η έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου,
στην οποία κατά βάση μετέχουν ιδιώτες. Απ' αυτήν αντιδιαστέλλεται η
διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ως προς το ποια
δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, τότε αυτή επιλύεται από το ΑΕΔ (Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο).
Β)Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου άγεται προς επίλυση η διαφορά θα
πρέπει να είναι και αρμόδιο. Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε καθ' ύλη και σε
κατά τόπο. Καθ' ύλη αρμοδιότητα καλείται το ποσοστό δικαιοδοσίας που
αντιστοιχεί σε ορισμένο είδος δικαστηρίου. Κατά τόπο αρμοδιότητα καλείται το
ποσοστό της καθ' ύλη αρμοδιότητας που ανήκει τοπικώς σε ορισμένο
δικαστήριο.
Καθ' ύλη αρμοδιότητα: Η καθ' ύλη αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση το
ποσό που ζητά ο ενάγων με την αγωγή του. Το Ειρηνοδικαίο εκδικάζει διαφορές
μέχρι 12000 ευρώ, το Μονομελές Πρωτοδικείο διαφορές από 12000 μέχρι 80000
ευρώ και το Πολυμελές Πρωτοδικείο διαφορές πάνω από 80000 ευρώ, καθώς και
όλες τις διαφορές που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο (π.χ. αγωγή διαζυγίου).
Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένες κατηγορίες διαφορών που υπάγονται στο
Ειρηνοδικείο ή στο Μονομελές Πρωτοδικείο ανεξάρτητα από το ποσό τους.
Πρόκειται για την εξαιρετική αρμοδιότητα (δες άρθρα 15 και 16 ΚΠολΔ).
Πρέπει ωστόσο να προσεχθεί ότι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς
λειτουργεί μόνο σε βάρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αν λοιπόν το αίτημα
μιας διαφοράς εξαιρετικής αρμοδιόητας του Μονομελούς είναι κάτω από 12000
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 3
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 4
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 5
Προϋποθέσεις διαδίκων
Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη ονομάζονται διάδικοι. Διάδικος είναι
αυτός που ζητά δικαστική προστασία και εκείνος κατά του οποίου ζητείται η
προστασία. Στην πολιτική δίκη ο ρόλος του διάδικου είναι ιδιαίτερα
σημαντικός, αφού με δική του πρωτοβουλία αρχίζει αλλά και σημειώνει πρόοδο
η δίκη.
Καταρχήν για να καταστεί κάποιος διάδικος θα πρέπει να έχει ικανότητα
διαδίκου. Η συγκεκριμένη ιδιότητα στο δικονομικό δίκαιο αντιστοιχεί με την
ικανότητα δικαίου στο ουσιαστικό δίκαιο. Όποιος μπορεί να είναι υποκείμενο
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μπορεί να είναι και διάδικος.
Αυτή όμως δεν αρκεί, αφού θα πρέπει ο διάδικος να έχει και ικανότητα
δικαστικής παράστασης. Πρόκειται για την ικανότητα του διαδίκου να
επιχειρεί μόνος του τις απαραίτητες για την πρόοδο της δίκης διαδικαστικές
πράξεις. Αντιστοιχεί προς τη δικαιοπρακτική ικανότητα του ουσιαστικού
δικαίου. Αν ένα πρόσωπο έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, τότε
μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει
ικανότητα για δικαιοπραξία. Οι ανίκανοι εκπροσωπούνται από τους νόμιμους
αντιπροσώπους τους.
Τρίτον ο διάδικος θα πρέπει να έχει νομιμοποίηση, δηλαδή εξουσία
διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης. Η συγκεκριμένη εξουσία κατά κανόνα ανήκει
στο φορέα της επίδικης έννομης σχέσης. Ο δικαιούχος νομιμοποιείται
ενεργητικά και ο υπόχρεος παθητικά. Για τη θεμελίωση ωστόσο της
νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι είναι φορέας του
δικαιώματος, χωρίς να χρειάζεται να είναι και πράγματι δικαιούχος. Αν τελικά
αποδειχτεί ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν είναι αληθής, τότε η αγωγή θα
απορριφθεί όχι ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης, αλλά ως ουσία
αβάσιμη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο επιτρέπεται η άσκηση αγωγής και από
πρόσωπου που δεν είναι δικαιούχος. Η πιο χαράκτηριστική τέτοια περίπτωση
είναι η πλαγιαστική αγωγή. Εδώ ο δανειστής έχει δικαίωμα να ζητήσει
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 6
ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
Υπάρχει περίπτωση είτε οι ενάγοντες είτε οι εναγόμενοι να είναι περισσότεροι
του ενός. Σ' αυτήν την περίπτωση έχουμε ομοδικία, ενεργητική και παθητική
αντίστοιχα. Η ομοδικία μπορεί να είναι απλή ή αναγκαστική. Στην απλή
ομοδικία απλώς ενώνονται περισσότερες δίκες σε μία ενιαία διαδικασία με
σκοπό την κοινή εκδίκαση και την έκδοση κοινής απόφασης για όλους τους
ομοδίκους. Η συνένωση των περισσότερων δικών εξυπηρετεί απλώς λόγους
οικονομίας της δίκης. Αντιθέτως στην αναγκαστική ομοδικία οι επιμέρους
υποθέσεις συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να επιβάλλεται όχι μόνο η
συνεκδίκασή τους, αλλά και η έκδοση απόφασης ταυτόσημου περιεχομένου για
όλους τους ομοδίκους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υπάρχει υποχρέωση
κοινής αγωγής ή εναγωγής. Τρεις είναι οι περιπτώσεις απλής ομοδικίας:
1 )Όταν υπάρχει κοινό δικαίωμα ή υποχρέωση (π.χ. οφειλή εις ολόκληρον).
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 7
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 8
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 9
ΑΣΚΗΣΗ ΑΓΩΓΗΣ
Έννοια και είδη αγωγής: Αγωγή είναι η αίτηση έννομης προστασίας, που
υποβάλλεται στο δικαστήριο και αποβλέπει στην ανόρθωση προσβαλλόμενου
ιδιωτικού δικαιώματος μέσω δικαστικής απόφασης. Με κριτήριο τη μορφή
δικαστικής προστασίας η αγωγή διακρίνεται σε καταψηφιστική,
αναγνωριστική και διαπλαστική.
Με την καταψηφιστική αγωγή ο ενάγων επιδιώκει την καταδίκη του
εναγομένου σε παροχή, δηλαδή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Με την έκδοση
απόφασης επί καταψηφιστικής αγωγής ο ενάγων εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο,
ενώ αυτός υποχρεούται και σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Η
παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήμου έχει ως συνέπεια την ερημοδικία του
ενάγοντα.
Σε αντίθεση με την καταψηφιστική, η αναγνωριστική αγωγή δεν
κατευθύνεται στην καταδίκη του εναγομένου σε ορισμένη παροχή, αλλά απλώς
στην αυθεντική αναγνώριση ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομης σχέσης. Δεν
παράγει εκτελεστό τίτλο, ούτε όμως υποχρεώνει τον ενάγοντα και στην
καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Τέλος η διαπλαστική αγωγή επιδιώκει τη μεταβολή της ουσίας της έννομης
σχέσης και τη δημιουργία μιας νέας νομικής κατάστασης. Η συνηθέστερη
διαπλαστική αγωγή είναι η αγωγή διαζυγίου.
Η άσκηση της αγωγής είναι μια σύνθετη διαδικαστική πράξη. Η αγωγή
ασκείται με κατάθεση της στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση της
στον εναγόμενο. Με την κατάθεση της αγωγής οριοθετείται κατά τρόπο
οριστικό το αντικείμενο της δίκης και επέρχονται οι δικονομικές συνέπειες της,
ενώ με την επίδοση ενημερώνεται ο εναγόμενος και επέρχονται οι ουσιαστικές
συνέπειες της άσκησης της αγωγής.
Τα στοιχεία που θα πρέπει μια αγωγή να περιέχει διακρίνονται σε
υποχρεωτικά και σε προαιρετικά. Η ελλιπής ή ασαφής αποτύπωση των πρώτων
καθιστά την αγωγή αόριστη, ενώ η απουσία των δευτέρων ουδέποτε προκαλεί
αοριστία. Συμπλήρωση των ελλείψεων, που πλήττουν τα προαιρετικά στοιχεία,
επιτυγχάνεται με την επιστράτευση των άρθρων 227, 236, 245 και 254 ΚΠολΔ.
Υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής είναι: α)η ιστορική βάση, β)η
νομιμοποίηση, γ)το αντικείμενο της διαφοράς και δ)το αίτημα.
Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης απαιτείται σαφής επίκληση όλων των
γεγονότων που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν τη
ζητούμενη έννομη προστασία (θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού).
Σχετικά με τη συνήθη νομιμοποίηση, όσα γεγονότα αξιώνονται για τη
θεμελίωση της ταυτίζονται με εκείνα της ιστορικής βάσης, οπότε η αοριστία
πλήττει ταυτόχρονα δύο στοιχεία του δικογράφου, Στην περίπτωση αντίθετα της
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 10
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 11
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 12
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 13
αόριστη αγωγή, όπως και κάθε άλλη απαράδεκτη αγωγή, σε αντίθεση προς την
ανυπόστατη, δημιουργεί επίσης εκκρεμοδικία. Εκτός από την αγωγή
εκκρεμοδικία προκαλούν και όλες οι αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας που
υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της δίκης, όπως η ανταγωγή, η κύρια
παρέμβαση καθώς και η προβολή της ένστασης συμψηφισμού (η μόνη από τις
ενστάσεις που προκαλεί εκκρεμοδικία).
Με την άσκηση της αγωγής επίσης αποκρυσταλλώνεται η δικαιοδοσία, η καθ'
ύλη και η κατά τόπο αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου. Ακόμα και αν
οι διάδικοι συμφωνούν, αποκλείεται η μεταβολή του επιληφθέντος δικαστηρίου
μετά την έναρξη της δίκης.
Όσον αφορά τις ουσιαστικές συνέπειες ο νομοθέτης απέφυγε τη λεπτομερή
απαρίθμηση τους. Η πιο σημαντική ουσιαστική συνέπεια που επέρχεται με την
άσκηση της αγωγής είναι η διακοπή της παραγραφής και της χρησικτησίας. Από
την επόμενη ημέρα της επίδοσης αρχίζει και πάλι να τρέχει ισόχρονη
παραγραφή «εν επιδικία», για να διακοπεί με την επόμενη (έστω και άκυρη)
διαδικαστική πράξη.
Επίσης η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής με χρηματικό αντικείμενο
συνεπάγεται υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλλει δικαστικούς τόκους
(346ΑΚ). Ο οφειλέτης υποχρεούται σε καταβολή τόκων ανεξάρτητα από την
υπερημερία του. Αν ο ενάγων παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής, δεν
οφείλονται οι δικονομικοί τόκοι του 346ΑΚ, αλλά οι τόκοι υπερημερίας του
345ΑΚ.
Η εκκρεμοδικία ειδικότερα: Ο χρόνος έναρξης της εκκρεμοδικίας
τοποθετείται στο χρονικό σημείο κατάθεσης της αγωγής. Αμφιβολίες εγείρονται
ως προς το ζήτημα της λήξης της εκκρεμοδικίας. Κατά μια άποψη η
εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης και αναβιώνει με την
άσκηση έφεσης. Στο διάστημα όμως μεταξύ έκδοσης της οριστικής απόφασης
και της άσκησης του ενδίκου μέσου δεν προτείνεται επιτυχώς η ένσταση
εκκρεμοδικίας. Ωστόσο η θεωρία υποστηρίζει την άποψη ότι η εκκρεμοδικία
διατηρείται και κατά το χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στην έκδοση της
οριστικής απόφασης και στην άσκηση της έφεσης. Εδώ η λήξη της
εκκρεμοδικίας συμπίπτει με την έναρξη του δεδικασμένου.
Εκτός από την έκδοση οριστικής απόφασης η εκκρεμοδικία λήγει σε όλες τις
περιπτώσεις κατάργησης της δίκης χωρίς την έκδοση απόφασης, όπως με την
κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού, με την παραίτηση από το αγωγικό
δικόγραφο ή δικαίωμα, καθώς και με την παραδεκτή μεταβολή του αιτήματος.
Για την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας απαιτείται: 1)ταυτότητα διαφοράς,
2)ταυτότητα αιτήματος και 3)ταυτότητα διαδίκων.
Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Η
συνδρομή της λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ως
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 14
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 15
ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του απαντά στην αγωγή καταφατικά ή
αρνητικά. Η καταφατική απάντηση συνίσταται στην ομολογία των πραγματικών
περιστατικών που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα ή σε αποδοχή της αγωγής. Η
αρνητική σε άρνηση της αγωγικής βάσης, απλή ή αιτιολογημένη.
Από την άρνηση της αγωγής πρέπει να αντιδιαστείλουμε την ένσταση. Η
άρνηση συνιστά μη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό. Μ' αυτήν προβάλλεται η
άλλη όψη του αγωγικού ισχυρισμού, χωρίς να εμπλουτίζεται το πραγματικό της
διαφοράς. Η ένσταση αντίθετα περιλαμβάνει αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό
του ενιστάμενου. Θεμελιώνεται σε κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, αντίθετο
προς το βασικό κανόνα που επικαλείται ο ενάγων και εισφέρει στη δίκη
πρόσθετα στοιχεία, τα οποία οδηγούν σε ματαίωση της ζητούμενης έννομης
συνέπειας.
Η άρνηση του εναγομένου μπορεί να είναι απλή ή αιτιολογημένη. Απλή, όταν
ο εναγόμενος προβαίνει σε αμφισβήτηση της αλήθειας των γεγονότων που
συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής. Αιτιολογημένη, όταν εν περιορίζεται
σε λιτή αμφισβήτηση, αλλά επικαλείται πρόσθετα γεγονότα αιτιολογικά της
άρνησης.
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των
γεγονότων που τη θεμελιώνει, αλλιώς απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστη
και απαράδεκτη. Η ένσταση ουδέποτε εισάγει νέο αντικείμενο δίκης. Έτσι η
σχετική απόφαση που τη δέχεται ή την απορρίπτει είναι μη οριστική και
ανακαλείται σε κάθε στάση της δίκης. Μεταξύ των ενστάσεων μόνο η ένσταση
συμψηφισμού εισάγει νέο αντικείμενο δίκης και γι αυτό προκαλεί
εκκρεμοδικία.
Ο εναγόμενος επίσης μπορεί να αμυνθεί με την άσκηση ανταγωγής. Η
ανταγωγή αποτελεί αυτοτελή και αυθύπαρκτη αγωγή με την οποία εισάγεται
ιδιαίτερο αντικείμενο προς δικαστική διάγνωση και η οποία απλώς
συνεκδικάζεται υποχρεωτικά με την δίκη επί της αγωγής. Η αυτοτέλεια της
ανταγωγής επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η παραίτηση του ενάγοντος από
το αγωγικό δικόγραφο μετά την άσκηση της ανταγωγής την αφήνει
ανεπηρέαστη. Το ίδιο και σε περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί για ουσιαστικό
λόγο.
Για να ασκηθεί παραδεκτά η ανταγωγή απαιτείται ταυτότητα προσώπων,
ταυτότητα διαδικασίας και κάποιες λοιπές προϋποθέσεις (π.χ. να είναι
ορισμένη).
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 16
Με την εκκρεμοδικία της αγωγής, ανοίγει ο δρόμος για την άσκηση της
ανταγωγής. Αυτή μπορεί να ασκηθεί εντός προθεσμίας τουλάχιστον τριάντα
ημερών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και οκτώ εργάσιμων ημερών
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, πριν από τη συζήτηση. Αν η ανταγωγή
δεν κατατεθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη,
λόγω παραβάσεως τη αρχής τηρήσεως της προδικασίας. Σε αντίθεση με την
αγωγή η ανταγωγή μπορεί να ασκηθεί και με τις προτάσεις, οι οποίες
επιδίδονται στον ενάγοντα. Η επίδοση των προτάσεων εναπόκειται στη
διακριτική ευχέρεια του αντενάγοντος και αποσκοπεί στη διεξαγωγή της
συζήτησης επί της ανταγωγής, ακόμη κι αν ο ενάγων ερημοδικεί. Επίδοση
δηλαδή απαιτείται μόνο για τη συζήτηση, όχι και για την ολοκλήρωση της
άσκησης της δια των προτάσεων.
Μέσα επίθεσης και άμυνας: Ως «μέσα επίθεσης και άμυνας» νοούνται οι
πραγματικοί ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια και εισάγονται
στη δίκη με τη μορφή ένστασης, αντένστασης κλπ. Ενώπιον του Ειρηνοδικείου
και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όπου οι προτάσεις εξακολουθούν να
κατατίθενται στο ακροατήριο, τα μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται κατά
τη συζήτηση ως πρώτο και ύστατο χρονικό σημείο. Ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου ο κανόνας της προβολής των αμυντικών ισχυρισμών με τις
προτάσεις διασπάται από δύο εξαιρέσεις. Οι δικονομικά προνομιούχοι
ισχυρισμοί προβάλλονται σε κάθε στάση της δίκης, ενώ οι ισχυρισμοί της
παραγράφου 2 του άρθρου 269ΚΠολΔ ως και τη συζήτηση με προτάσεις ή
προφορικά. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αφορούν τις διαδικαστικές
προϋποθέσεις. Αυτέ εκφεύγουν από την εξουσία διαθέσεως των διαδίκων και
υπόκεινται σε αυτεπάγγελτο έλεγχο. Όσοι ισχυρισμοί θεμελιώνονται σε
περιστατικά που γεννήθηκαν μετά την πάροδο της προθεσμίας για κατάθεση
προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, παραδεκτά προβάλλονται
ως και τη συζήτηση είτε με τις προτάσεις είτε αυτεπαγγέλτως (οψιγενείς
ισχυρισμοί). Στην εξαίρεση δεν εμπίπτουν τα απλώς οψιφανή περιστατικά, όσα
δηλαδή είχαν γεννηθεί είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά παρέμειναν
άγνωστα στο διάδικο που επικαλείται τον ισχυρισμό.
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 17
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 18
διακόπηκε με την επίδοση της αγωγής θεωρείται σαν να μην διακόπηκε, εφόσον
ο ενάγων επανασκήσει την αγωγή εντός έξι μηνών, οπότε η παραγραφή
θεωρείται ότι διακόπηκε από την επίδοση της πρώτης αγωγής. Αν το δικαστήριο
παρόλη τη νομότυπη παραίτηση προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, η τελευταία
θεωρείται ανυπόστατη.
Παραίτηση από το δικαίωμα: Η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε
με την αγωγή επέρχεται με μονομερή δικονομική δήλωση βούλησης, χωρίς να
απαιτείται συναίνεση του εναγομένου. Η εκκρεμής δίκη καταργείται, ενώ η
αγωγή που μετά την παραίτηση επανασκείται με την ίδια βάση και το ίδιο
αίτημα απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη. Για να είναι έγκυρη η παραίτηση θα
πρέπει ο ενάγων να έχει εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος κατά το
ουσιαστικό δίκαιο.
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Το δεδικασμένο λειτουργεί ουσιαστικά και δικονομικά. Η ουσιαστική
λειτουργία του δεδικασμένου συνίσταται στην υποχρέωση των διαδίκων να
συμπεριφέρονται εφεξής σύμφωνα με το αυθεντικό περιεχόμενο της δικαστικής
απόφασης. Δικονομικώς ενεργεί το δεδικασμένο όταν το δικαίωμα που κρίθηκε
τελεσίδικα εξετάζεται σε άλλη δίκη είτε ως κύριο είτε ως προϋπόθεση άλλου
δικαιώματος. Η δικονομική του πλευρά εκδηλώνεται στις περιπτώσεις της
ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης ή της προδικαστικότητας.
Ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης υπάρχει όταν η καθόλου έννομη
σχέση ή το τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα που απορρέει από αυτή
επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δίκη ως κύριο αντικείμενο της. Σ' αυτήν την
περίπτωση το δεδικασμένο λειτουργεί ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, η
οποία καθιστά τη νέα αγωγή απαράδεκτη. Η αρνητική αυτή λειτουργία
εκδηλώνεται και όταν στη δεύτερη δίκη άγεται προς διάγνωση όχι η ίδια έννομη
σχέση, αλλά η ακριβώς αντίθετη της.
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 19
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Αρχή της διαθέσεως: Το δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί μιας διαφοράς
αυτεπαγγέλτως. Η έναρξη της δίκης προϋποθέτει πρωτοβουλία του
ενδιαφερόμενου προσώπου. Έτσι το δικαστήριο ενεργεί ύστερα από αίτηση
διαδίκου και αποφαίνεται με βάση τις υποβαλλόμενες από τους διαδίκους
αιτήσεις. Το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι παραπάνω ή κάτι
διαφορετικό απ' αυτό που του ζητήθηκε. Δεν είναι όμως μόνο το άνοιγμα αλλά
και η συνέχιση της δίκης υπόθεση των διαδίκων.
Αρχή της συζητήσεως: Στην πολιτική δίκη η πρωτοβουλία συλλογής των
πραγματικών στοιχείων ανήκει στους ίδιους τους διαδίκους (σε αντίθεση με την
ποινική δίκη όπου η πρωτοβουλία ανήκει στο δικαστήριο οπότε και γίνεται
λόγος για σύστημα ανάκρισης). Γεγονότα που δεν προτείνονται από τους
διαδίκους δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο.
www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 20
www.pasp-nomikis.gr