You are on page 1of 20

Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Αντικείμενο της Πολιτικής Δικονομίας είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου
που ρυθμίζουν την οργάνωση και απονομή δικαιοσύνης στο πεδίο του ιδιωτικού
δικαίου.
Αρμόδια για την απονομή της δικαιοσύνης είναι τα τακτικά πολιτικά
δικαστήρια. Αυτά είναι το Ειρηνοδικείο, το Μονομελές και Πολυμελές
Πρωτοδικείο, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος. Το Ειρηνοδικείο , το
Μονομελές και το Τριμελές εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό, ενώ το Τριμελές
μπορεί να εκδικάσει και ως δευτεροβάθμιο τις εφέσεις κατά των αποφάσεων
του Ειρηνοδικείου. Το Εφετείο εκδικάζει πάντα ως δευτεροβάθμιο τις εφέσεις
κατά των αποφάσεων του Μονομελούς και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Τέλος ο Άρειος Πάγος είναι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, εκδικάζει τις
αναιρέσεις και ασχολείται μόνο με νομικά ζητήματα και ποτέ δεν υπεισέρχεται
σε ζητήματα ουσίας.
Τα πολιτικά δικαστήρια δεν επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς,
αλλά θα πρέπει να προηγείται αίτημα από τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη για παροχή
έννομης προστασίας. Η Πολιτεία παρέχει στους πολίτες ορισμένα ένδικα
βοηθήματα, μέσω των οποίων θα πρέπει αυτοί να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη.
Το ένδικο βοήθημα με το οποίο οι ιδιώτες ζητούν την επίλυση της μεταξύ τους
διαφοράς από τα πολιτικά δικαστήρια είναι η αγωγή. Το δικαστήριο που θα
δικάσει την αγωγή ονομάζεται πρωτοβάθμιο και η απόφαση του οριστική. Όταν
η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι προβληματική για ένα διάδικο,
τότε αυτός μπορεί να την προσβάλλει με ένδικα μέσα, τα οποία θα οδηγήσουν
σε δεύτερο βαθμό κρίσης συνήθως από άλλο, ιεραρχικά ανώτερο, δικαστήριο.
Τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε τακτικά, που είναι η έφεση και η ανακοπή
ερημοδικίας και σε έκτακτα, που είναι η αναίρεση και η αναψηλάφηση. Μετά
την άσκηση του τακτικού ένδικου μέσου η απόφαση είναι τελεσίδικη και μετά
την άσκηση του έκτακτου ένδικου μέσου είναι και αμετάκλητη.
Όταν το δικαστήριο λάβει ένα αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας τότε
προβαίνει σε έλεγχο του, που περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον ελέγχεται κατά
πόσο η αγωγή ασκείται παραδεκτά. Ελέγχεται δηλαδή κατά πόσο πληρούνται
όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Αν αυτές δεν συντρέχουν, τότε η αγωγή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς το δικαστήριο να προχωρήσει στο δεύτερο
στάδιο ελέγχου, που είναι έλεγχος ουσίας. Στον έλεγχο ουσίας εξετάζεται το
νόμω βάσιμο, κατά πόσο δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά πληρούν το
πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα δικαίου και το ουσία βάσιμο, κατά πόσο
δηλαδή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά είναι αληθή.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΈΣ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ
Προκειμένου το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας να ζητείται
παραδεκτά, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει τη συνδρομή ορισμένων
προϋποθέσεων, των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. Οι διαδικαστικές
προϋποθέσεις αφορούν είτε ί)το δικαστήριο είτε ϋ)τους διαδίκους είτε iii) το
αντικείμενο της δίκης.
Προϋποθέσεις του δικαστηρίου είναι: 1)η δικαιοδοσία και 2) η αρμοδιότητα
(καθ' ύλη και κατά τόπο).
Προϋποθέσεις των διαδίκων είναι: 1)η ικανότητα διαδίκου, 2)η ικανότητα
δικαστικής παράστασης, 3)η νομιμοποίηση και 4)το έννομο συμφέρον.
Προϋποθέσεις του αντικειμένου της δίκης είναι: 1)το ορισμένο της αγωγής,
2)η έλλειψη εκκρεμοδικίας και 3)η έλλειψη δεδικασμένου.
Προϋποθέσεις δικαστηρίου
Α)Καταρχήν τα πολιτικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν δικαιοδοσία. Ως
δικαιοδοσία νοείται η εξουσία του δικαστηρίου να δικάσει μια διαφορά. Γενικά
τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάζουν τις ιδιωτικές διαφορές.
Ως ιδιωτική διαφορά χαρακτηρίζεται η έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου,
στην οποία κατά βάση μετέχουν ιδιώτες. Απ' αυτήν αντιδιαστέλλεται η
διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ως προς το ποια
δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, τότε αυτή επιλύεται από το ΑΕΔ (Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο).
Β)Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου άγεται προς επίλυση η διαφορά θα
πρέπει να είναι και αρμόδιο. Η αρμοδιότητα διακρίνεται σε καθ' ύλη και σε
κατά τόπο. Καθ' ύλη αρμοδιότητα καλείται το ποσοστό δικαιοδοσίας που
αντιστοιχεί σε ορισμένο είδος δικαστηρίου. Κατά τόπο αρμοδιότητα καλείται το
ποσοστό της καθ' ύλη αρμοδιότητας που ανήκει τοπικώς σε ορισμένο
δικαστήριο.
Καθ' ύλη αρμοδιότητα: Η καθ' ύλη αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση το
ποσό που ζητά ο ενάγων με την αγωγή του. Το Ειρηνοδικαίο εκδικάζει διαφορές
μέχρι 12000 ευρώ, το Μονομελές Πρωτοδικείο διαφορές από 12000 μέχρι 80000
ευρώ και το Πολυμελές Πρωτοδικείο διαφορές πάνω από 80000 ευρώ, καθώς και
όλες τις διαφορές που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο (π.χ. αγωγή διαζυγίου).
Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένες κατηγορίες διαφορών που υπάγονται στο
Ειρηνοδικείο ή στο Μονομελές Πρωτοδικείο ανεξάρτητα από το ποσό τους.
Πρόκειται για την εξαιρετική αρμοδιότητα (δες άρθρα 15 και 16 ΚΠολΔ).
Πρέπει ωστόσο να προσεχθεί ότι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς
λειτουργεί μόνο σε βάρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Αν λοιπόν το αίτημα
μιας διαφοράς εξαιρετικής αρμοδιόητας του Μονομελούς είναι κάτω από 12000

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 3

ευρώ, η αγωγή θα ασκηθεί κανονικά στο Ειρηνοδικείο. Αν όμως το αίτημα είναι


πάνω από 80000 ευρώ, τότε η αγωγή θα ασκηθεί στο Μονομελές και όχι στο
Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο
θα γίνει ο υπολογισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς. Αντικείμενο
του υπολογισμού είναι το αίτημα της αγωγής και μάλιστα το κύριο αίτημα.
Παρεπόμενες αιτήσεις, όπως τόκοι, δεν λαμβάνονται υπόψη. Σε περίπτωση που
στην ίδια αγωγή σωρεύονται περισσότερα αιτήματα, τότε αυτά αθροίζονται. Αν
μια αγωγή ασκείται από περισσότερους, τότε θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ
αδιαίρετου και διαιρετού δικαιώματος. Αν το δικαίωμα είναι αδιαίρετο, δηλαδή
δεν επιδέχεται κτήση κατ' ιδανικά μέρη, λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η αξία
του. Αν όμως επιδέχεται διαίρεση (π.χ. κυριότητα), τότε η αξία προκύπτει με
βάση τον αριθμό των εναγόντων (συνολική αξία : αριθμός εναγόντων= τελική
αξία με βάση την οποία καθορίζεται η αρμοδιότητα).
Τέλος στις διαφορές από μίσθωση ο καθορισμός της αρμοδιότητας γίνεται με
βάση το μηνιαίο μίσθωμα. Έτσι στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου υπάγονται
οι διαφορές όπου το μίσθωμα είναι κάτω από 450 ευρώ, ενώ οι διαφορές όπου το
μίσθωμα είναι άνω των 450 ευρώ υπάγονται στο Μονομελές Πρωτοδικείο.
Κρίσιμος χρόνο για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης είναι
ο χρόνος άσκησης της αγωγής, δηλαδή της κατάθεσης του δικογράφου.
Κατά τόπο αρμοδιότητα: Η κατά τόπο αρμοδιότητα διακρίνεται σε γενική,
όπου υπάγονται καταρχήν όλες οι αγωγές που στρέφονται κατά ενός προσώπου
και στις ειδικές, όπου υπάγονται μόνο ορισμένες κατηγορίες διαφορών.
Με βάση τη γενική δωσιδικία το κάθε φυσικό πρόσωπο ενάγεται στο
δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του. Για το νομικό
πρόσωπο ως κατοικία νοείται η πραγματική του έδρα, ο τόπος δηλαδή όπου
συνεδριάζει και λαμβάνει τις αποφάσεις του το διοικητικό του συμβούλιο.
Οι ειδικές δικαιοδοσίες διακρίνονται σε αποκλειστικές και σε συντρέχουσες.
Οι αποκλειστικές θεμελιώνουν αρμοδιότητα μόνο για το συγκεκριμένο
δικαστήριο και αποκλείουν όλες τις άλλες αρμοδιότητες που τυχόν θα
θεμελιώνονταν. Έτσι π.χ. σε μια αγωγή του Α κατά του Β, κάτοικου
Θεσσαλονίκης για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου που βρίσκεται στην
Κατερίνη, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Κατερίνης, δυνάμει αποκλειστικής
δωσιδικίας, αφού στην περιφέρεια τους βρίσκεται το ακίνητο και όχι τα
δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, όπως θα επίτασσε η γενική δωσιδικία της
κατοικίας του εναγομένου.
Οι πιο σημαντικές αποκλειστικές δωσιδικίες είναι: 1)των εταιρικών
διαφορών, όπου αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται η πραγματική έδρα του νομικού προσώπου, 2)των διαφορών που
αφορούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, όπου αρμόδιο είναι το δικαστήριο

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 4

στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, 3)των διαφορών που


αφορούν σε κληρονομικά δικαιώματα, όπου αρμόδια είναι το δικαστήριο στην
περιφέρεια του οποίου είχε την κατοικία του ο κληρονομούμενος.
Πιο χαλαρά εμφανίζονται τα πράγματα στις συντρέχουσες δωσιδικίες. Εδώ η
αρμοδιότητα του συντρέχοντος δικαστηρίου υφίσταται παράλληλα με την
αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έχει γενική δωσιδικία και ο ενάγων έχει
διακριτική ευχέρεια να επιλέξει που θα ασκήσει την αγωγή του. Έτσι π.χ. αν ο
Α επιθυμεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του Β, κάτοικου
Θεσσαλονίκης για ζημία που του προκάλεσε σε τροχαίο ατύχημα (αυτοκινητική
διαφορά, 40Α ΚΓΤολΔ) και η ζημία επήλθε στη Λάρισα, τότε αρμόδια είναι τόσο
τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, με βάση τη γενική δωσιδικία της κατοικίας
του εναγομένου, όσο και τα δικαστήρια της Λάρισας, με βάση τη συντρέχουσα
δωσιδικία των αυτοκινητικών διαφορών.
Άλλες σημαντικές συντρέχουσες δωσιδικίες είναι: 1)της δικαιοπραξίας, όπου
αρμόδια είναι τα δικαστήρια του τόπου κατάρτισης της και του τόπου
εκπλήρωσης της παροχής, 2)της αξιόποινης πράξης, 3)των γαμικών διαφορών.
Ωστόσο και ένα αρχικά αναρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο μπορεί να καταστεί
αρμόδιο. Το φαινόμενο αυτό λέγεται παρέκταση αρμοδιότητας και απαιτείται
συμφωνία, ρητή ή σιωπηρή των διαδίκων. Αν δηλαδή ο ενάγων ασκήσει την
αγωγή του σε αναρμόδιο δικαστήριο και ο εναγόμενος παραστεί αδιαμαρτύρητα
και χωρίς να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου,
προβάλλοντας την ένσταση αναρμοδιότητας, τότε η αρμοδιότητα έχει
παρεκταθεί σιωπηρά. Ο κανόνας αυτός όμως γνωρίζει δύο εξαιρέσεις. Καταρχήν
όταν υπάρχει αποκλειστική δωσιδικία, τότε για να υπάρξει παρέκταση, οι
διάδικοι θα πρέπει να το συμφωνήσουν ρητά και όχι σιωπηρά. Δε'υτερον όταν
πρόκειται να παρεκταθεί η αρμοδιότητα για μελλοντικές διαφορές θα πρέπει η
συμφωνία να είναι έγγραφη και να αφορά ορισμένη έννομη σχέση.
Τι συμβαίνει όμως σε περίπτωση που η αγωγή ασκηθεί σε δικαστήριο
αναρμόδιο, καθ' ύλη ή κατά τόπο; Καταρχήν το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει
αυτεπάγγελτα την αρμοδιότητα του. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της
αρμοδιότητας είναι ο χρόνος κατάθεσης του δικογράφου και μεταγενέστερες
μεταβολές δεν ασκούν καμιά επιρροή σ' αυτήν. Ωστόσο σε περίπτωση που το
δικαστήριο κρίνει εαυτόν αναρμόδιο, δεν θα απορρίψει την αγωγή ως
απαράδεκτη, αλλά θα την παραπέμψει στο αρμόδιο, κατά την κρίση του,
δικαστήριο. Η απόφαση περί παραπομπής είναι οριστική, αφού το δικαστήριο
που την εξέδωσε απεκδύεται από κάθε εξουσία επί της συγκεκριμένης διαφοράς.
Η απόφαση περί παραπομπής αν τελεσιδικήσει δεσμεύει τόσο ως προς την
αναρμοδιότητα του παραπέμποντος όσο και την αρμοδιότητα του δικαστηρίου
όπου αυτή παραπέμπεται. Ωστόσο δεν απαιτείται τελεσιδικία προκειμένου να
επιληφθεί της διαφοράς το δεύτερο δικαστήριο. Μάλιστα μέχρι την τελεσιδικία
αυτό δικαιούται ακόμα και να αναπέμψει την απόφαση στο αρχικό δικαστήριο ή

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 5

να την παραπέμψει σε τρίτο.


Σε ένδικα μέσα υπόκειται τόσο η απόφαση περί παραπομπής όσο και η
απόφαση που δεν διέταξε παραπομπή, αλλά έκρινε αναρμοδίως. Εδώ όμως
χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Αν αρμόδιο κανονικά ήταν ιεραρχικά κατώτερο
δικαστήριο, απ' αυτό που δίκασε τελικά, τότε η απόφαση δεν προσβάλλεται. Αν
π.χ. κανονικά αρμόδιο ήταν το Ειρηνοδικείο και η υπόθεση εκδικάσθηκε από το
Μονομελές Πρωτοδικείο, τότε δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση. Εδώ η απόφαση
ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου περιβάλλεται με περισσότερες εγγυήσεις
ορθοκρισίας.

Προϋποθέσεις διαδίκων
Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη ονομάζονται διάδικοι. Διάδικος είναι
αυτός που ζητά δικαστική προστασία και εκείνος κατά του οποίου ζητείται η
προστασία. Στην πολιτική δίκη ο ρόλος του διάδικου είναι ιδιαίτερα
σημαντικός, αφού με δική του πρωτοβουλία αρχίζει αλλά και σημειώνει πρόοδο
η δίκη.
Καταρχήν για να καταστεί κάποιος διάδικος θα πρέπει να έχει ικανότητα
διαδίκου. Η συγκεκριμένη ιδιότητα στο δικονομικό δίκαιο αντιστοιχεί με την
ικανότητα δικαίου στο ουσιαστικό δίκαιο. Όποιος μπορεί να είναι υποκείμενο
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μπορεί να είναι και διάδικος.
Αυτή όμως δεν αρκεί, αφού θα πρέπει ο διάδικος να έχει και ικανότητα
δικαστικής παράστασης. Πρόκειται για την ικανότητα του διαδίκου να
επιχειρεί μόνος του τις απαραίτητες για την πρόοδο της δίκης διαδικαστικές
πράξεις. Αντιστοιχεί προς τη δικαιοπρακτική ικανότητα του ουσιαστικού
δικαίου. Αν ένα πρόσωπο έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, τότε
μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει
ικανότητα για δικαιοπραξία. Οι ανίκανοι εκπροσωπούνται από τους νόμιμους
αντιπροσώπους τους.
Τρίτον ο διάδικος θα πρέπει να έχει νομιμοποίηση, δηλαδή εξουσία
διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης. Η συγκεκριμένη εξουσία κατά κανόνα ανήκει
στο φορέα της επίδικης έννομης σχέσης. Ο δικαιούχος νομιμοποιείται
ενεργητικά και ο υπόχρεος παθητικά. Για τη θεμελίωση ωστόσο της
νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι είναι φορέας του
δικαιώματος, χωρίς να χρειάζεται να είναι και πράγματι δικαιούχος. Αν τελικά
αποδειχτεί ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν είναι αληθής, τότε η αγωγή θα
απορριφθεί όχι ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης, αλλά ως ουσία
αβάσιμη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο επιτρέπεται η άσκηση αγωγής και από
πρόσωπου που δεν είναι δικαιούχος. Η πιο χαράκτηριστική τέτοια περίπτωση
είναι η πλαγιαστική αγωγή. Εδώ ο δανειστής έχει δικαίωμα να ζητήσει

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 6

δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη του, εφόσον ο


τελευταίος αδρανεί. Έτσι π.χ. αν ο Α οφείλει 100 ευρώ στον Β και ο Γ οφείλει
200 ευρώ στον Α, τότε ο Β θα δικαιούται να στραφεί κατά του Γ και να αξιώσει
τα 200 ευρώ. Αυτά όμως δεν θα καταβληθούν στον Β, αλλά στον Α που είναι ο
δικαιούχος τους.
Τέλος ο ενάγων θα πρέπει να έχει και έννομο συμφέρον. Κρίνεται δηλαδή η
αναγκαιότητα παροχής έννομης προστασίας.
Ωστόσο οι διάδικοι δεν έχουν ικανότητα προς το δικολογείν, δηλαδή την
ικανότητα γραπτής και προφορικής επικοινωνίας με το δικαστήριο. Ο διάδικος
δεν μπορεί να καταθέτει ο ίδιος δικόγραφα και προτάσεις. Τη συγκεκριμένη
ικανότητα την έχουν μόνο οι δικηγόροι. Αυτή δεν είναι διαδικαστική
προϋπόθεση, αλλά προϋπόθεση κύρους της κάθε μεμονωμένης πράξης. Αν
λείπει δεν είναι απαράδεκτη η αγωγή, αλλά θεωρείται ότι ο διάδικος ερημοδικεί.
Αγωγή που δεν υπογράφεται από δικηγόρο είναι ανυπόστατη.
Ο διάδικος οφείλει να παρέχει τη δικαστική πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο
με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με προφορική δήλωση ενώπιον του
δικαστηρίου. Αν διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο
δύναται να ορίσει με (μη οριστική) απόφαση του σύντομη προθεσμία στον
εμφανιζόμενο ως πληρεξούσιο προς απόδειξη της πληρεξουσιότητας του. Η
πληρεξουσιότητα καταρχήν είναι γενική και μ' αυτήν ο πληρεξούσιος μπορεί να
επιχειρεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της
δίκης. Για ορισμένες όμως πράξεις η γενική πληρεξουσιότητα δεν αρκεί αλλά
θα πρέπει να είναι ειδική. Αυτές οι πράξεις είναι: 1)η παραίτηση από το
δικαίωμα, 2)η αποδοχή της αγωγής, 3)η κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού,
4)η συνομολόγηση διαιτητικής συμφωνίας.

ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
Υπάρχει περίπτωση είτε οι ενάγοντες είτε οι εναγόμενοι να είναι περισσότεροι
του ενός. Σ' αυτήν την περίπτωση έχουμε ομοδικία, ενεργητική και παθητική
αντίστοιχα. Η ομοδικία μπορεί να είναι απλή ή αναγκαστική. Στην απλή
ομοδικία απλώς ενώνονται περισσότερες δίκες σε μία ενιαία διαδικασία με
σκοπό την κοινή εκδίκαση και την έκδοση κοινής απόφασης για όλους τους
ομοδίκους. Η συνένωση των περισσότερων δικών εξυπηρετεί απλώς λόγους
οικονομίας της δίκης. Αντιθέτως στην αναγκαστική ομοδικία οι επιμέρους
υποθέσεις συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να επιβάλλεται όχι μόνο η
συνεκδίκασή τους, αλλά και η έκδοση απόφασης ταυτόσημου περιεχομένου για
όλους τους ομοδίκους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υπάρχει υποχρέωση
κοινής αγωγής ή εναγωγής. Τρεις είναι οι περιπτώσεις απλής ομοδικίας:
1 )Όταν υπάρχει κοινό δικαίωμα ή υποχρέωση (π.χ. οφειλή εις ολόκληρον).

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 7

2)Όταν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στηρίζονται στην ίδια ιστορική και


νομική βάση (π.χ. αγωγή αποζημίωσης περισσοτέρων τραυματισθέντων
επιβατών λεωφορείου κατά του υπεύθυνου οδηγού).
3)Όταν τα δικαιώματα ή οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς και στηρίζονται σε όμοια
κατά τα ουσιώδη στοιχεία ιστορική και νομική βάση (π.χ. αγωγή διατροφής
συζύγου και τέκνου)
Διαδικαστικές συνέπειες της απλής ομοδικίας είναι η αυτοτέλεια και
ανεξαρτησία των επιμέρους δικών και η υποκειμενική ενέργεια των
διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων. Ο ομόδικος θεωρείται τρίτος για τις
δίκες των άλλων ομοδίκων. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της κάθε αγωγής
κρίνονται χωριστά και τα αποτελέσματα της δίκης του κάθε ομοδίκου δεν
καταλαμβάνουν και τους άλλους ομοδίκους. Άλλωστε ο κάθε ομόδικος ενεργεί
χωριστά από τους άλλους και οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρεί έχουν
αποτέλεσμα μόνο στη δική του δίκη. Πράξεις ή παραλείψεις του ενός ομοδίκου
ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.
Ωστόσο οι απλοί ομόδικοι δικαιούνται να παρίστανται με κοινό πληρεξούσιο
δικηγόρο και η προσαγωγή αποδεικτικών μέσων από τον ένα ομόδικο ωφελεί και
τους άλλους.
Τέσσερις είναι οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας:
1)Όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να
εναχθούν. Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται ρητά στο νόμο (π.χ. 771ΑΚ για
την αγωγή αποκλεισμού εταίρου). Αν δεν υπάρξει κοινή αγωγή ή εναγωγή, το
απαράδεκτο θεραπεύεται μέσω της προσεπίκλησης.
2)Όταν υπάρχει ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς (π.χ. αδιαίρετα
δικαιώματα όπως οι πραγματικές δουλείες)
3)Όταν η ισχύς της απόφασης εκτείνεται σε όλους τους ομόδικους. Πρόκειται
για τις περιπτώσεις όπου τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου καλύπτουν και
τρίτους (π.χ. η απόφαση μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου δεσμεύει και τα
μέλη του νομικού προσώπου).
4)Όταν δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις (π.χ. ζητείται διάρρηξη
καταδολιευτικής δικαιοπραξίας κατά του οφειλέτη και του τρίτου)
Στην αναγκαστική ομοδικία η διαδικασία είναι ενιαία και κάθε διαδικαστική
πράξη ενός ομοδίκου ευνοεί και τους υπόλοιπους. Εδώ όμως πρέπει να
επισημανθεί ότι η αντικειμενική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων αφορά
μόνο τις πράξεις των ομοδίκων. Αντιθέτως ο αντίδικος τους οφείλει να ενεργεί
διαδικαστικά ως προς κάθε ομόδικο χωριστά (π.χ. να κλητεύσει τον καθένα
χωριστά). Πάντως οι απόντες ομόδικοι δεν ερημοδικάζονται, αλλά θεωρείται ότι
αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους. Αν οι ομόδικοι
προβάλλουν ταυτόχρονα αντιφατικούς ισχυρισμούς, τότε το δικαστήριο τους
εκτιμά ελεύθερα.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 8

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ


Στη δίκη μπορούν να συμμετάσχουν και τρίτα πρόσωπα. Αυτά συμμετέχουν
είτε με δική τους πρωτοβουλία (παρέμβαση, κύρια και απλή) είτε καλούνται να
συμμετάσχουν από τους διαδίκους (προσεπίκληση).
Στην κύρια παρέμβαση ο τρίτος μετέχει στην εκκρεμή δίκη, αντιποιούμενος
εν όλω ή εν μέρει το επίδικο δικαίωμα και καθίσταται κύριος διάδικος.
Απαραίτητο είναι ο κυρίως παρεμβαίνων να μην ζητά κάτι διαφορετικό ή κάτι
ευρύτερο από το αίτημα της αρχικής δίκης. Η κύρια παρέμβαση ασκείται με
αυτοτελές δικόγραφο σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης
και προκαλεί της ίδιες δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες με την άσκηση
της αγωγής. Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι αν η αρχική δίκη καταργηθεί για
κάποιο λόγο (π.χ. απόρριψη της αγωγής ή παραίτηση του ενάγοντος απ' αυτήν),
η συζήτηση της κύριας παρέμβασης συνεχίζεται κανονικά.
Στην πρόσθετη παρέμβαση ο τρίτος παρεμβαίνει για να υποστηρίξει έναν από
τους διαδίκους, καθώς έχει έννομο συμφέρον να νικήσει αυτός (απλή πρόσθετη
παρέμβαση). Έννομο συμφέρον για παρέμβαση υπάρχει όταν η απόφαση θα έχει
σ' αυτόν αντανακλαστικές συνέπειες. Εδώ ο παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός
διαδίκου και οι ισχυρισμοί του μπορούν μόνο να ωφελήσουν τον υπέρ ου η
παρέμβαση. Και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με αυτοτελές δικόγραφο σε
κάθε στάση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δίκης.
Ειδική μορφή απλής παρέμβασης αποτελεί η αυτοτελής. Εδώ η απόφαση στη
δίκη μεταξύ του υπέρ ου η παρέμβαση και του αντιδίκου του θα αναπτύξει
ενέργεια και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος με τον αντίδικο. Κι εδώ πρόκειται
για τις περιπτώσεις όπου διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου
(π.χ. παρέμβαση μέλους νομικού προσώπου υπέρ του νομικού προσώπου σε
αντιδικία του τελευταίου με τρίτο).
Σε αντίθεση με την παρέμβαση στην προσεπίκληση ο τρίτος καλείται από
έναν διάδικο συμμετάσχει στη δίκη. Τρεις είναι οι περιπτώσεις της
προσεπίκλησης: i) η προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου, ii) η προσεπίκληση
αληθούς κυρίου ή νομέα και iii) η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή. Ενώ
όμως στις δύο πρώτες περιπτώσεις ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος με
μόνη την προσεπίκληση και μάλιστα αναγκαίος ομόδικος του
προσεπικαλούντος, ο δικονομικός εγγυητής θα πρέπει να ασκήσει και αυτοτελή
παρέμβαση προκειμένου να καταστεί διάδικος. Καθίσταται ωστόσο διάδικος στη
μεταξύ του δίκη με τον προσεπικαλέσαντα, όσον αφορά το αίτημα καταβολής
της εγγύησης.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 9

ΑΣΚΗΣΗ ΑΓΩΓΗΣ
Έννοια και είδη αγωγής: Αγωγή είναι η αίτηση έννομης προστασίας, που
υποβάλλεται στο δικαστήριο και αποβλέπει στην ανόρθωση προσβαλλόμενου
ιδιωτικού δικαιώματος μέσω δικαστικής απόφασης. Με κριτήριο τη μορφή
δικαστικής προστασίας η αγωγή διακρίνεται σε καταψηφιστική,
αναγνωριστική και διαπλαστική.
Με την καταψηφιστική αγωγή ο ενάγων επιδιώκει την καταδίκη του
εναγομένου σε παροχή, δηλαδή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Με την έκδοση
απόφασης επί καταψηφιστικής αγωγής ο ενάγων εξοπλίζεται με εκτελεστό τίτλο,
ενώ αυτός υποχρεούται και σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Η
παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήμου έχει ως συνέπεια την ερημοδικία του
ενάγοντα.
Σε αντίθεση με την καταψηφιστική, η αναγνωριστική αγωγή δεν
κατευθύνεται στην καταδίκη του εναγομένου σε ορισμένη παροχή, αλλά απλώς
στην αυθεντική αναγνώριση ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομης σχέσης. Δεν
παράγει εκτελεστό τίτλο, ούτε όμως υποχρεώνει τον ενάγοντα και στην
καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.
Τέλος η διαπλαστική αγωγή επιδιώκει τη μεταβολή της ουσίας της έννομης
σχέσης και τη δημιουργία μιας νέας νομικής κατάστασης. Η συνηθέστερη
διαπλαστική αγωγή είναι η αγωγή διαζυγίου.
Η άσκηση της αγωγής είναι μια σύνθετη διαδικαστική πράξη. Η αγωγή
ασκείται με κατάθεση της στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση της
στον εναγόμενο. Με την κατάθεση της αγωγής οριοθετείται κατά τρόπο
οριστικό το αντικείμενο της δίκης και επέρχονται οι δικονομικές συνέπειες της,
ενώ με την επίδοση ενημερώνεται ο εναγόμενος και επέρχονται οι ουσιαστικές
συνέπειες της άσκησης της αγωγής.
Τα στοιχεία που θα πρέπει μια αγωγή να περιέχει διακρίνονται σε
υποχρεωτικά και σε προαιρετικά. Η ελλιπής ή ασαφής αποτύπωση των πρώτων
καθιστά την αγωγή αόριστη, ενώ η απουσία των δευτέρων ουδέποτε προκαλεί
αοριστία. Συμπλήρωση των ελλείψεων, που πλήττουν τα προαιρετικά στοιχεία,
επιτυγχάνεται με την επιστράτευση των άρθρων 227, 236, 245 και 254 ΚΠολΔ.
Υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής είναι: α)η ιστορική βάση, β)η
νομιμοποίηση, γ)το αντικείμενο της διαφοράς και δ)το αίτημα.
Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης απαιτείται σαφής επίκληση όλων των
γεγονότων που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν τη
ζητούμενη έννομη προστασία (θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού).
Σχετικά με τη συνήθη νομιμοποίηση, όσα γεγονότα αξιώνονται για τη
θεμελίωση της ταυτίζονται με εκείνα της ιστορικής βάσης, οπότε η αοριστία
πλήττει ταυτόχρονα δύο στοιχεία του δικογράφου, Στην περίπτωση αντίθετα της

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 10

εξαιρετικής νομιμοποίησης απαιτείται η επίκληση των ιδιαίτερων περιστατικών


που θεμελιώνουν την εξουσία των μη δικαιούχων διαδίκων.
Η ορισμένη αναφορά του αντικειμένου της διαφοράς συνδέεται άρρηκτα με
την ορισμένη αναφορά του αιτήματος. Η ακριβής μνεία του αντικειμένου της
διαφοράς περιορίζεται μόνο στο επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Η ατελής
περιγραφή του επίδικου πράγματος καθιστά πάντως την αγωγή αόριστη μόνο
όταν δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του πράγματος.
Πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος δεν απαιτείται. Το είδος και η έκταση
της ζητούμενης έννομης προστασίας πρέπει να προκύπτουν με ακρίβεια από το
συνολικό ιστορικό της αγωγής.
Κατά τη νομολογία η ελλιπής ή ασαφής έκθεση κάποιου από τα υποχρεωτικά
αγωγικά στοιχεία οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής ως αόριστης και
απαράδεκτης, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο. Η αοριστία της αγωγής
αντιμετωπίζεται από τα δικαστήρια άλλοτε ως παράβαση της αρχής τηρήσεως
της προδικασίας (111 ΚΠολΔ) και άλλοτε ως έλλειψη της διαδικαστικής
προϋπόθεσης του ορισμένου της αγωγής. Ειδικά όταν η αοριστία πλήττει την
ιστορική βάση, υποστηρίζεται η διάκριση της σε νομική αοριστία, όταν
υφίσταται παντελής απουσία ενός ουσιώδους γεγονότος και σε πραγματική
αοριστία, όταν το ουσιώδες γεγονός εξειδικεύεται ανεπαρκώς ή ασαφώς. Είτε
πρόκειται για νομική είτε πρόκειται για πραγματική αοριστία ως κύρωση
επέρχεται το απαράδεκτο της αγωγής.
Αντιθέτως η θεωρία συμφωνεί μεν με τη νομολογία ως προς την απόρριψη
της αγωγής ως απαράδεκτης, όταν υπάρχει ανεπαρκής εξειδίκευση ως προς τα
υποχρεωτικά αγωγικά στοιχεία, είναι όμως αυστηρότερη ως προς την
ολοκληρωτική μη αναφορά ενός ουσιώδους γεγονότος στην ιστορική βάση,
οπότε υποστηρίζει την απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης, με απόφαση
επί της ουσίας.
Ορθότερη φαίνεται η άποψη της νομολογίας. Το ορισμένο της αγωγής
αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η δε ελλιπής αγωγή απορρίπτεται
σε κάθε περίπτωση ως αόριστη και απαράδεκτη, αφού το δικαστήριο
αμφιβάλλει λόγω των ελλείψεων ως προς την πλήρωση ή μη του πραγματικού
του κανόνα. Πρόκειται αντίθετα για νόμω αβάσιμη αγωγή, όταν από τη
συγκεκριμένη έκθεση των γεγονότων το δικαστήριο δεν αμφιβάλλει αλλά είναι
σε θέση να συνάγει αρνητικό συμπέρασμα ως προς την πλήρωση του
πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.
Η αόριστη αγωγή, όπως και κάθε απαράδεκτη αγωγή, προκαλεί δικονομικές
και ουσιαστικές συνέπειες. Άλλωστε από την αόριστη αγωγή, όπου ένα από τα
υποχρεωτικά στοιχεία απλώς δεν εξειδικεύεται με σαφήνεια, πρέπει να
αντιδιαστείλουμε την ανυπόστατη αγωγή, όπου ένα από τα υποχρεωτικά
στοιχεία δεν υφίσταται καθόλου.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 11

Επί σειρά ετών η κρατούσα νομολογία απαγόρευε οποιαδήποτε συμπλήρωση


της αόριστης ιστορικής βάσης με τις προτάσεις του ενάγοντος. Τελευταία
ωστόσο αρχίζει να επικρατεί η θετική άποψη, ότι ο ενάγων είτε αυτοβούλως είτε
με δικαστική καθοδήγηση μπορεί να εξειδικεύει όσα γεγονότα ασαφώς ή
ανεπαρκώς εκτέθηκαν στην αγωγή, θεραπεύοντας την πραγματική, ουδέποτε
όμως τη νομική αοριστία. Άλλωστε η αοριστία ουδέποτε θεραπεύεται με
παραπομπή σε άλλα έγγραφα και αποδεικτικά μέσα.
Στα προαιρετικά στοιχεία της αγωγής ανήκουν: α)η χρηματική αξία του
επίδικου πράγματος και β)τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του
δικαστηρίου.
Τέλος όταν πρόκειται για εμπράγματη αγωγή τότε αυτή θα πρέπει να
εγγράφεται και στο βιβλίο διεκδικήσεων.
Αντικειμενική σώρευση αγωγών: Προκειμένου να εξυπηρετηθεί η
οικονομία της δίκης, αναγνωρίζεται στον ενάγοντα το δικαίωμα να ενώσει στο
ίδιο αγωγικό δικόγραφο περισσότερα αντικείμενα δίκης, είτε πρόκειται για
διάφορα αιτήματα είτε για διάφορες βάσεις που θεμελιώνουν το ίδιο αίτημα.
Προϋποθέσεις για το παραδεκτό της αντικειμενικής σώρευσης είναι:
1)Η ταυτότητα των διαδίκων για όλα τα σωρευομένα αιτήματα.
2)Οι σωρευόμενες αγωγές θα πρέπει να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ως
αντιφατικές θεωρούνται οι κρίσεις που δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα ως
αληθείς. Η αντίφαση είναι δυνατόν να αφορά είτε τους πραγματικούς
ισχυρισμούς είτε το αίτημα. Ωστόσο η αντίφαση δεν επιφέρει ακυρότητα του
δικογράφου, αλλά διατάσσεται ο χωρισμός τους.
3)Το δικαστήριο στο οποίο εισάγονται να είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Αν οι
αξιώσεις αποτιμώνται χρηματικά, τότε γίνεται συνυπολογισμός. Αν δεν είναι
εφικτή η χρηματική αποτίμηση μιας αξίωσης ή αν εμπίπτει στην εξαιρετική
αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, τότε
εξετάζεται η αρμοδιότητα αυτοτελώς για κάθε αξίωση. Αν για ορισμένη αξίωση
εγκαθιδρύεται άλλη καθ' ύλην αρμοδιότητα, διατάσσεται ο χωρισμός τους.
4)Το δικαστήριο θα πρέπει να είναι κατά τόπο αρμόδιο για όλες τις
σωρευόμενες αγωγές. Κοινή πάντως κατά τόπο αρμοδιότητα μπορεί να
θεμελιωθεί στην ειδική αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας.
5)Οι σωρευόμενες αγωγές θα πρέπει να υπάγονται στην ίδια διαδικασία. Δεν
μπορεί η μια αγωγή να δικάζεται με την τακτική διαδικασία και η άλλη με ειδική
διαδικασία.
6)Η σύγχρονη εκδίκαση δεν μπορεί να επιφέρει σύγχυση.
Αν σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αξιώσεις χωρίς να
συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις διατάσσεται με μη οριστική απόφαση ο
χωρισμός των δικών.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 12

Επικουρική σώρευση αγωγών: Ο ενάγων δικαιούται να κλιμακώσει τις


αγωγές σε επικουρική διάταξη, δεσμεύοντας το δικαστήριο στη σειρά εξέτασης
τους. Η εξέταση της επικουρικής αγωγής τελεί υπό την αίρεση της απόρριψης
της κύριας. Το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει την επικουρική αγωγή
μετά την πλήρωση της αίρεσης.
Στην επικουρική σώρευση, όπως και στην αντικειμενική, συνυπάρχουν στο
ίδιο δικόγραφο είτε διάφορα αιτήματα είτε διάφορες ιστορικές βάσεις. Ενώ
όμως στην αντικειμενική σώρευση δεν επιτρέπεται οι αγωγές να είναι
αντιφατικές, αντιθέτως κάτι τέτοιο δεν θεωρείται επιλήψιμο στην επικουρική
σώρευση.
Δεν ισχύουν επίσης οι προϋποθέσεις για την καθ' ύλη και κατά τόπο
αρμοδιότητα. Για τον καθορισμό της καθ' ύλη αρμοδιότητας κατά μια άποψη
λαμβάνεται υπόψη η αγωγή που οδηγεί σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο και
κατά μια άλλη άποψη υπολογίζεται διαδοχικά για τις σωρευόμενες αγωγές. Η
κατά τόπο αρμοδιότητα προσδιορίζεται με επιστράτευση της αποκλειστικής
ειδικής δωσιδικίας της συνάφειας.
Δεν επιτρέπεται η επικουρική εναγωγή, η απεύθυνση δηλαδή της αγωγής
κατά ορισμένου εναγομένου και επικουρικώς κατά άλλου. Σ' αυτήν την
περίπτωση το δικόγραφο της αγωγής θεωρείται στο σύνολο του άκυρο και η
αγωγή απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη.
Συνέπειες άσκησης της αγωγής: Η άσκηση της αγωγής επιφέρει δικονομικές
και ουσιαστικές συνέπειες. Η επέλευση των δικονομικών συνεπειών
εντοπίζεται στο χρονικό σημείο της κατάθεσης του αγωγικού δικογράφου,
εφόσον όμως ολοκληρώθηκε η άσκηση της αγωγής με επίδοση της προς τον
εναγόμενο. Οι συνέπειες αντίθετα του ουσιαστικού δικαίου επέρχονται από το
χρόνο κατά τον οποίο ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής,
δηλαδή από την έγκυρη επίδοση της.
Μολονότι η επίδοση αποτελεί όρο του υποστατού της αγωγής, γίνεται
εντούτοις δεκτό ότι η παράλειψη της δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη,
εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει στην πρώτη συζήτηση νόμιμα και δεν
προβάλλει κατ' αυτήν ένσταση μη επιδόσεως, επικαλούμενος δικονομική
βλάβη.
Δικονομικές συνέπειες άσκησης της αγωγής είναι 1)η εκκρεμοδικία, 2)το
αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, 3)η προτίμηση
ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια.
Η εκκρεμοδικία αποτελεί την πιο σημαντική δικονομική συνέπεια. Με και από
την κατάθεση της αγωγής και εφόσον ολοκληρωθεί η άσκηση της με επίδοση
αντιγράφου, η δίκη καθίσταται εκκρεμής και αναμένεται δικαιοδοτική κρίση.
Ενδεχόμενα ελαττώματα της αγωγής δεν επηρεάζουν την εκκρεμοδικία. Η

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 13

αόριστη αγωγή, όπως και κάθε άλλη απαράδεκτη αγωγή, σε αντίθεση προς την
ανυπόστατη, δημιουργεί επίσης εκκρεμοδικία. Εκτός από την αγωγή
εκκρεμοδικία προκαλούν και όλες οι αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας που
υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της δίκης, όπως η ανταγωγή, η κύρια
παρέμβαση καθώς και η προβολή της ένστασης συμψηφισμού (η μόνη από τις
ενστάσεις που προκαλεί εκκρεμοδικία).
Με την άσκηση της αγωγής επίσης αποκρυσταλλώνεται η δικαιοδοσία, η καθ'
ύλη και η κατά τόπο αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου. Ακόμα και αν
οι διάδικοι συμφωνούν, αποκλείεται η μεταβολή του επιληφθέντος δικαστηρίου
μετά την έναρξη της δίκης.
Όσον αφορά τις ουσιαστικές συνέπειες ο νομοθέτης απέφυγε τη λεπτομερή
απαρίθμηση τους. Η πιο σημαντική ουσιαστική συνέπεια που επέρχεται με την
άσκηση της αγωγής είναι η διακοπή της παραγραφής και της χρησικτησίας. Από
την επόμενη ημέρα της επίδοσης αρχίζει και πάλι να τρέχει ισόχρονη
παραγραφή «εν επιδικία», για να διακοπεί με την επόμενη (έστω και άκυρη)
διαδικαστική πράξη.
Επίσης η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής με χρηματικό αντικείμενο
συνεπάγεται υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλλει δικαστικούς τόκους
(346ΑΚ). Ο οφειλέτης υποχρεούται σε καταβολή τόκων ανεξάρτητα από την
υπερημερία του. Αν ο ενάγων παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής, δεν
οφείλονται οι δικονομικοί τόκοι του 346ΑΚ, αλλά οι τόκοι υπερημερίας του
345ΑΚ.
Η εκκρεμοδικία ειδικότερα: Ο χρόνος έναρξης της εκκρεμοδικίας
τοποθετείται στο χρονικό σημείο κατάθεσης της αγωγής. Αμφιβολίες εγείρονται
ως προς το ζήτημα της λήξης της εκκρεμοδικίας. Κατά μια άποψη η
εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης και αναβιώνει με την
άσκηση έφεσης. Στο διάστημα όμως μεταξύ έκδοσης της οριστικής απόφασης
και της άσκησης του ενδίκου μέσου δεν προτείνεται επιτυχώς η ένσταση
εκκρεμοδικίας. Ωστόσο η θεωρία υποστηρίζει την άποψη ότι η εκκρεμοδικία
διατηρείται και κατά το χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στην έκδοση της
οριστικής απόφασης και στην άσκηση της έφεσης. Εδώ η λήξη της
εκκρεμοδικίας συμπίπτει με την έναρξη του δεδικασμένου.
Εκτός από την έκδοση οριστικής απόφασης η εκκρεμοδικία λήγει σε όλες τις
περιπτώσεις κατάργησης της δίκης χωρίς την έκδοση απόφασης, όπως με την
κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού, με την παραίτηση από το αγωγικό
δικόγραφο ή δικαίωμα, καθώς και με την παραδεκτή μεταβολή του αιτήματος.
Για την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας απαιτείται: 1)ταυτότητα διαφοράς,
2)ταυτότητα αιτήματος και 3)ταυτότητα διαδίκων.
Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Η
συνδρομή της λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ως

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 14

προνομιακός ισχυρισμός προτείνεται παραδεκτά σε κάθε στάδιο πρωτοβάθμιας


και δευτεροβάθμιας δίκης.
Η κρίση του δικαστηρίου της δεύτερης δίκης ότι συντρέχει εκκρεμοδικία
οδηγεί σε απόφαση (μη οριστική) αναστολής της δεύτερης δίκης, μέχρι
εκδόσεως οριστικής απόφασης επί της πρώτης.
Μεταβολή αιτήματος και μεταβολή βάσης: Το αντικείμενο της δίκης
οριοθετείται διπολικά από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση. Όπως
επιτάσσει η αρχή τηρήσεως της προδικασίας, το αντικείμενο της δίκης εισάγεται
προς κρίση με αυτοτελές δικόγραφο. Έκφραση αυτής της αρχής είναι ότι δεν
μπορεί να μεταβληθεί το αγωγικό αίτημα με τις προτάσεις, γιατί τότε ένα νέο
επίδικο αντικείμενο θα έχει εισαχθεί χωρίς την τήρηση της δέουσας
προδικασίας. Ωστόσο αυτός ο κανόνας γνωρίζει τρεις εξαιρέσεις, όπου το
αγωγικό αίτημα παραδεκτά περιορίζεται με τις προτάσεις. Ο περιορισμός αυτός
ισοδυναμεί με μερική παραίτηση από την αγωγή. Στην πράξη ιδιαίτερα συχνά
παρατηρείται η μετατροπή του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος σε
αναγνωριστικό (ενώ η αντίστροφη μεταβολή του αναγνωριστικού σε
καταψηφιστικό με τις προτάσεις θεωρείται απαράδεκτη).
Επίσης ο ενάγων παραδεκτά διευρύνει το αγωγικό αίτημα, ζητώντας με τις
προτάσεις του παρεπόμενα του κυρίου αντικειμένου της αγωγής, όπως π.χ.
τόκους.
Τέλος ο ενάγων μπορεί παραδεκτά να ζητήσει με τις προτάσεις άλλο
αντικείμενο από το αρχικό ή το διαφέρον εξαιτίας μεταβολής που επήλθε μετά
την άσκηση της αγωγής.
Και η μεταβολή της αγωγικής βάσης συνιστά απαράδεκτη μεταβολή του
αντικειμένου της δίκης. Το δικαστήριο δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του τον
ισχυρισμό που προτάθηκε απαράδεκτα. Η απαγορευμένη μεταβολή αφορά μόνο
στην ιστορική βάση της αγωγής. Ωστόσο είναι επιτρεπτές συμπληρώσεις,
διευκρινίσεις και διορθώσεις των αγωγικών ισχυρισμών. Αυτές
πραγματοποιούνται με τις προτάσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
που κατατίθενται τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση, ενώπιον δε
του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου με τις προτάσεις που
κατατίθενται κατά τη συζήτηση.
Τέλος η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από το
δικαίωμα διάθεσης του επίδικου πράγματος. Επειδή όμως μια τέτοια
μεταβίβαση θα σήμαινε απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης νομιμοποίησης κα
διεξαγωγή νέας δίκης με συμμετοχή του ειδικού διαδόχου, προβλέπεται το
αμετάβλητο της δίκης, με σκοπό την προστασία του αντιδίκου του
μεταβιβάσαντος, εφόσον ο ειδικός διάδοχος δεσμεύεται από το δεδικασμένο της
απόφασης. Ο ειδικός διάδοχος δεν καθίσταται από το νόμο διάδικος ούτε είναι
δυνατόν να του εκχωρηθεί η αγωγή που ασκήθηκε, αλλά η δίκη συνεχίζεται,
χωρίς να διακοπεί με τη συμμετοχή των αρχικών διαδίκων. Μετά τη διάθεση ο

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 15

ειδικός διάδοχος δικαιούται να ασκήσει είτε κύρια παρέμβαση είτε αυτοτελή


πρόσθετη παρέμβαση.

ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του απαντά στην αγωγή καταφατικά ή
αρνητικά. Η καταφατική απάντηση συνίσταται στην ομολογία των πραγματικών
περιστατικών που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα ή σε αποδοχή της αγωγής. Η
αρνητική σε άρνηση της αγωγικής βάσης, απλή ή αιτιολογημένη.
Από την άρνηση της αγωγής πρέπει να αντιδιαστείλουμε την ένσταση. Η
άρνηση συνιστά μη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό. Μ' αυτήν προβάλλεται η
άλλη όψη του αγωγικού ισχυρισμού, χωρίς να εμπλουτίζεται το πραγματικό της
διαφοράς. Η ένσταση αντίθετα περιλαμβάνει αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό
του ενιστάμενου. Θεμελιώνεται σε κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, αντίθετο
προς το βασικό κανόνα που επικαλείται ο ενάγων και εισφέρει στη δίκη
πρόσθετα στοιχεία, τα οποία οδηγούν σε ματαίωση της ζητούμενης έννομης
συνέπειας.
Η άρνηση του εναγομένου μπορεί να είναι απλή ή αιτιολογημένη. Απλή, όταν
ο εναγόμενος προβαίνει σε αμφισβήτηση της αλήθειας των γεγονότων που
συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής. Αιτιολογημένη, όταν εν περιορίζεται
σε λιτή αμφισβήτηση, αλλά επικαλείται πρόσθετα γεγονότα αιτιολογικά της
άρνησης.
Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των
γεγονότων που τη θεμελιώνει, αλλιώς απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστη
και απαράδεκτη. Η ένσταση ουδέποτε εισάγει νέο αντικείμενο δίκης. Έτσι η
σχετική απόφαση που τη δέχεται ή την απορρίπτει είναι μη οριστική και
ανακαλείται σε κάθε στάση της δίκης. Μεταξύ των ενστάσεων μόνο η ένσταση
συμψηφισμού εισάγει νέο αντικείμενο δίκης και γι αυτό προκαλεί
εκκρεμοδικία.
Ο εναγόμενος επίσης μπορεί να αμυνθεί με την άσκηση ανταγωγής. Η
ανταγωγή αποτελεί αυτοτελή και αυθύπαρκτη αγωγή με την οποία εισάγεται
ιδιαίτερο αντικείμενο προς δικαστική διάγνωση και η οποία απλώς
συνεκδικάζεται υποχρεωτικά με την δίκη επί της αγωγής. Η αυτοτέλεια της
ανταγωγής επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η παραίτηση του ενάγοντος από
το αγωγικό δικόγραφο μετά την άσκηση της ανταγωγής την αφήνει
ανεπηρέαστη. Το ίδιο και σε περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί για ουσιαστικό
λόγο.
Για να ασκηθεί παραδεκτά η ανταγωγή απαιτείται ταυτότητα προσώπων,
ταυτότητα διαδικασίας και κάποιες λοιπές προϋποθέσεις (π.χ. να είναι
ορισμένη).

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 16

Με την εκκρεμοδικία της αγωγής, ανοίγει ο δρόμος για την άσκηση της
ανταγωγής. Αυτή μπορεί να ασκηθεί εντός προθεσμίας τουλάχιστον τριάντα
ημερών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και οκτώ εργάσιμων ημερών
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, πριν από τη συζήτηση. Αν η ανταγωγή
δεν κατατεθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας, απορρίπτεται ως απαράδεκτη,
λόγω παραβάσεως τη αρχής τηρήσεως της προδικασίας. Σε αντίθεση με την
αγωγή η ανταγωγή μπορεί να ασκηθεί και με τις προτάσεις, οι οποίες
επιδίδονται στον ενάγοντα. Η επίδοση των προτάσεων εναπόκειται στη
διακριτική ευχέρεια του αντενάγοντος και αποσκοπεί στη διεξαγωγή της
συζήτησης επί της ανταγωγής, ακόμη κι αν ο ενάγων ερημοδικεί. Επίδοση
δηλαδή απαιτείται μόνο για τη συζήτηση, όχι και για την ολοκλήρωση της
άσκησης της δια των προτάσεων.
Μέσα επίθεσης και άμυνας: Ως «μέσα επίθεσης και άμυνας» νοούνται οι
πραγματικοί ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια και εισάγονται
στη δίκη με τη μορφή ένστασης, αντένστασης κλπ. Ενώπιον του Ειρηνοδικείου
και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όπου οι προτάσεις εξακολουθούν να
κατατίθενται στο ακροατήριο, τα μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται κατά
τη συζήτηση ως πρώτο και ύστατο χρονικό σημείο. Ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου ο κανόνας της προβολής των αμυντικών ισχυρισμών με τις
προτάσεις διασπάται από δύο εξαιρέσεις. Οι δικονομικά προνομιούχοι
ισχυρισμοί προβάλλονται σε κάθε στάση της δίκης, ενώ οι ισχυρισμοί της
παραγράφου 2 του άρθρου 269ΚΠολΔ ως και τη συζήτηση με προτάσεις ή
προφορικά. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις αφορούν τις διαδικαστικές
προϋποθέσεις. Αυτέ εκφεύγουν από την εξουσία διαθέσεως των διαδίκων και
υπόκεινται σε αυτεπάγγελτο έλεγχο. Όσοι ισχυρισμοί θεμελιώνονται σε
περιστατικά που γεννήθηκαν μετά την πάροδο της προθεσμίας για κατάθεση
προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, παραδεκτά προβάλλονται
ως και τη συζήτηση είτε με τις προτάσεις είτε αυτεπαγγέλτως (οψιγενείς
ισχυρισμοί). Στην εξαίρεση δεν εμπίπτουν τα απλώς οψιφανή περιστατικά, όσα
δηλαδή είχαν γεννηθεί είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά παρέμειναν
άγνωστα στο διάδικο που επικαλείται τον ισχυρισμό.

ΚΑΤΆΡΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΆΤΩΣΗ ΔΙΚΗΣ


Πέραν του κλασσικού τρόπου τερματισμού της δίκης με οριστική δικαστική
απόφαση, η δίκη μπορεί επίσης να τερματισθεί με συμβιβασμό, παραίτηση από
το δικόγραφο, παραίτηση από το δικαίωμα και με αποδοχή της αγωγής.
Συμβιβασμός: Ο συμβιβασμός διακρίνεται σε δικαστικό και εξώδικο. Για την
κατάρτιση του δικαστικού συμβιβασμού απαιτείται η σύναψη σύμβασης, η
οποία προϋποθέτει συμφωνία των μερών ως προς τα ουσιώδη σημεία της. Σε
κατάρτιση του συμβιβασμού νομιμοποιούνται μόνο οι διάδικοι της εκκρεμούς
δίκης. Επί απλής ομοδικίας ο συμβιβασμός επιφέρει κατάργηση της δίκης μόνο

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 17

ως προς τον ομόδικο που συμβιβάσθηκε. Επί αναγκαίας ομοδικίας θα πρέπει να


συμπράξουν όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι προκειμένου να καταρτισθεί έγκυρα ο
συμβιβασμός.
Αρμόδια όργανα για την κατάρτιση του δικαστικού συμβιβασμού είναι τα
δικαστήρια στα οποία εκκρεμεί η αγωγή καθώς και ο συμβολαιογράφος και οι
ελληνικές προξενικές αρχές. Η σύσταση του δικαστικού συμβιβασμού
επέρχεται με την καταχώρηση των δηλώσεων των διαδίκων στο πρακτικό ή στο
συμβολαιογραφικό έγγραφο. Εννοείται πως τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως.
Με τη σύναψη του δικαστικού συμβιβασμού καταργείται η εκκρεμοδικία
αυτοδικαίως και δημιουργείται εκτελεστός τίτλος. Τελεσιδικία και δεδικασμένο
δεν παράγονται γιατί δεν εκδίδεται δικαστική απόφαση. Αφού δεν πρόκειται για
δικαστική απόφαση, δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα ούτε υπόκειται σε
ανάκληση. Οι αξιώσεις που πηγάζουν από τον δικαστικό συμβιβασμό
παραγράφονται 20 χρόνια από την κατάρτιση του, ακόμα κι αν η απαίτηση
υπόκειται σε βραχυπρόθεσμη παραγραφή.
Εξώδικος είναι ο συμβιβασμός που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της
δίκης και χωρίς τις παραπάνω διατυπώσεις. Αυτός δεν επιφέρει αυτοδίκαιη
κατάργηση της δίκης, αλλά θεμελιώνει ένσταση, η αποδοχή της οποίας
υποχρεώνει το δικαστήριο να προσαρμόσει την απόφαση του στο περιεχόμενο
του συμβιβασμού.
Παραίτηση από το δικόγραφο: Η παραίτηση από την αγωγή αποτελεί
μονομερή, απευθυντέα στον αντίδικο διαδικαστική πράξη με αντικείμενο την
προβληθείσα δικονομική αξίωση. Ως την έναρξη της προφορικής συζήτησης για
την ουσία της υπόθεσης ο ενάγων παραιτείται από το δικόγραφο χωρίς
συναίνεση του εναγομένου. Για το έγκυρο της παραίτησης δεν απαιτείται η
αγωγή να ασκείται παραδεκτά. Συχνά μάλιστα ο ενάγων παραιτείται από το
δικόγραφο, όταν έγκαιρα αντιλαμβάνεται ότι η αγωγή του θα απορριφθεί ως
απαράδεκτη. Αφού το δικαστήριο θα εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, η
παραίτηση είναι απαράδεκτη, αν ο εναγόμενος αντιλέγει και πιθανολογεί το
έννομο συμφέρον του για περάτωση της δίκης με οριστική απόφαση. Η
παραίτηση από την αγωγή είναι παραδεκτή μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης. Γι αυτήν αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα, ενώ η παραίτηση από το
αγωγικό δικαίωμα προϋποθέτει ειδική πληρεξουσιότητα.
Η νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο δεν θίγει την ίδια υπόσταση της
αγωγής, αλλά ανατρέπει αναδρομικά τις δεκτικές παραίτησης δικονομικές και
ουσιαστικές συνέπειες που επάγεται η άσκηση της. Από πλευρά δικονομικού
δικαίου η εκκρεμοδικία ανατρέπεται αναδρομικά. Απόφαση δεν εκδίδεται εκτός
αν αντιλέγει ο εναγόμενος με επίκληση εννόμου συμφέροντος. Μετά την
παραίτηση ασκείται ανεμπόδιστα νέα αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων και με
το ίδιο περιεχόμενο. Η παραίτηση δεν θίγει την κύρια παρέμβαση, η οποία
συζητείται μόνη της. Από άποψη ουσιαστικού δικαίου η παραγραφή που

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 18

διακόπηκε με την επίδοση της αγωγής θεωρείται σαν να μην διακόπηκε, εφόσον
ο ενάγων επανασκήσει την αγωγή εντός έξι μηνών, οπότε η παραγραφή
θεωρείται ότι διακόπηκε από την επίδοση της πρώτης αγωγής. Αν το δικαστήριο
παρόλη τη νομότυπη παραίτηση προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, η τελευταία
θεωρείται ανυπόστατη.
Παραίτηση από το δικαίωμα: Η παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε
με την αγωγή επέρχεται με μονομερή δικονομική δήλωση βούλησης, χωρίς να
απαιτείται συναίνεση του εναγομένου. Η εκκρεμής δίκη καταργείται, ενώ η
αγωγή που μετά την παραίτηση επανασκείται με την ίδια βάση και το ίδιο
αίτημα απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη. Για να είναι έγκυρη η παραίτηση θα
πρέπει ο ενάγων να έχει εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος κατά το
ουσιαστικό δίκαιο.

ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Το δεδικασμένο λειτουργεί ουσιαστικά και δικονομικά. Η ουσιαστική
λειτουργία του δεδικασμένου συνίσταται στην υποχρέωση των διαδίκων να
συμπεριφέρονται εφεξής σύμφωνα με το αυθεντικό περιεχόμενο της δικαστικής
απόφασης. Δικονομικώς ενεργεί το δεδικασμένο όταν το δικαίωμα που κρίθηκε
τελεσίδικα εξετάζεται σε άλλη δίκη είτε ως κύριο είτε ως προϋπόθεση άλλου
δικαιώματος. Η δικονομική του πλευρά εκδηλώνεται στις περιπτώσεις της
ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης ή της προδικαστικότητας.
Ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης υπάρχει όταν η καθόλου έννομη
σχέση ή το τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα που απορρέει από αυτή
επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δίκη ως κύριο αντικείμενο της. Σ' αυτήν την
περίπτωση το δεδικασμένο λειτουργεί ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, η
οποία καθιστά τη νέα αγωγή απαράδεκτη. Η αρνητική αυτή λειτουργία
εκδηλώνεται και όταν στη δεύτερη δίκη άγεται προς διάγνωση όχι η ίδια έννομη
σχέση, αλλά η ακριβώς αντίθετη της.

Προδικαστικότητα υπάρχει όταν το αντικείμενο της δεύτερης δίκης δεν


ταυτίζεται, αλλά εξαρτάται νομικά από την έννομη σχέση που κρίθηκε
τελεσίδικα. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η κριθείσα έννομη σχέση αποτελεί τη
βάση περαιτέρω δικαιωμάτων τα οποία αφορά η δεύτερη αγωγή.
Βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία δεδικασμένου είναι καταρχήν η
ύπαρξη δικαστικής απόφασης. Μόνον οι οριστικές δικαστικές αποφάσεις είναι
δυνάμει σε θέση να περιβληθούν την ισχύ δεδικασμένου. Αυτές θα πρέπει να
έχουν καταστεί τελεσίδικες, δηλαδή να μην προσβάλλονται με τακτικά ένδικα
μέσα (έφεση και ανακοπή ερημοδικίας). Αδυναμία άσκησης ενδίκων μέσων
υπάρχει όταν αυτά ασκήθηκαν άπαξ ή ο διάδικος παραιτήθηκε από το δικαίωμα
να τα ασκήσει ή έχασε την προβλεπόμενη προθεσμία είτε όταν εκδόθηκαν

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 19

ανέκκλητες αποφάσεις. Η ενέργεια της τελεσιδικίας ανατρέχει στην ημερομηνία


δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης.
Προϋποθέσεις του δεδικασμένου είναι η ταυτότητα των προσώπων και η
ταυτότητα της διαφοράς. Το δεδικασμένο δεσμεύει τα πρόσωπα που βρίσκονται
σε αντιδικία. Η ταυτότητα της διαφοράς αναλύεται σε ταυτότητα δικαιώματος
και του αντικειμένου του και σε ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας.
Αποκλείεται η εκ νέου διάγνωση δικαιώματος που κρίθηκε στην πρώτη δίκη.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υφίσταται, όταν τα πραγματικά περιστατικά που
συγκροτούν το πραγματικό της διάταξης, που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη
δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της διάταξης η οποία
πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Ταυτότητα της νομικής αιτίας υπάρχει
όταν ο ενάγων επικαλείται τον ίδιο κανόνα δικαίου που επικαλέσθηκε στην
προηγούμενη δίκη. Η τελεσίδικη διάγνωση ρυθμίζει εφεξής αυθεντικά τον
έννομο βίο των διαδίκων.
Τέλος πρέπει να αναφερθούμε και στη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων
του δεδικασμένου. Ενώ καταρχήν το δεδικασμένο δεσμεύει μόνο τα πρόσωπα
που συμμετείχαν στη δίκη με την ιδιότητα του διαδίκου, προβλέπεται σε
ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις το δεδικασμένο να δεσμεύει και τρίτους που
δεν έλαβαν μέρος σ' αυτήν. Σκοπός αυτής της πρόβλεψης είναι η προσπάθεια
αποφυγής αντιφατικών αποφάσεων. Οι δύο πιο κλασικές περιπτώσεις
διεύρυνσης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου είναι του πρωτοφειλέτη
ή εγγυητή και των μελών του νομικού προσώπου. Αν η αγωγή του δανειστή
κατά του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή απορριφθεί, γιατί η κύρια οφειλή κρίθηκε
ανύπαρκτη, το ευνοϊκό δεδικασμένο μπορεί να το επικαλεσθεί στη
μεταγενέστερη δίκη αντίστοιχα είτε ο εγγυητής είτε ο πρωτοφειλέτης. Επίσης
απόφαση που αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου δεσμεύει
και τα μέλη του.

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Αρχή της διαθέσεως: Το δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί μιας διαφοράς
αυτεπαγγέλτως. Η έναρξη της δίκης προϋποθέτει πρωτοβουλία του
ενδιαφερόμενου προσώπου. Έτσι το δικαστήριο ενεργεί ύστερα από αίτηση
διαδίκου και αποφαίνεται με βάση τις υποβαλλόμενες από τους διαδίκους
αιτήσεις. Το δικαστήριο δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι παραπάνω ή κάτι
διαφορετικό απ' αυτό που του ζητήθηκε. Δεν είναι όμως μόνο το άνοιγμα αλλά
και η συνέχιση της δίκης υπόθεση των διαδίκων.
Αρχή της συζητήσεως: Στην πολιτική δίκη η πρωτοβουλία συλλογής των
πραγματικών στοιχείων ανήκει στους ίδιους τους διαδίκους (σε αντίθεση με την
ποινική δίκη όπου η πρωτοβουλία ανήκει στο δικαστήριο οπότε και γίνεται
λόγος για σύστημα ανάκρισης). Γεγονότα που δεν προτείνονται από τους
διαδίκους δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο.

www.pasp-nomikis.gr
Σημειώσεις Πολιτικής Δικονομίας 20

Αρχή της ισότητας των διαδίκων: Η ισότητα των διαδίκων εκφράζεται ως


ίση μεταχείριση τους από το νόμο και ως ίση μεταχείριση τους από το δικαστή.
Αυτό σημαίνει ότι έχουν τα ίδια δικονομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αν
και σε ορισμένες περιπτώσεις καθιερώνεται εύνοια υπέρ ενός διαδίκου.
Αρχή της προφορικής και έγγραφης διεξαγωγής της δίκης: Καταρχήν οι
διάδικοι πρέπει να καταθέτουν την αγωγή και τις προτάσεις τους γραπτά. Η
κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική σε όλα τα δικαστήρια πλην του
Ειρηνοδικείου. Αν ο διάδικος δεν καταθέσει προτάσεις θεωρείται ότι δικάζεται
ερήμην. Ενώπιον του δικαστηρίου όμως η δίκη διεξάγεται προφορικά.
Αρχή της δημοσιότητας: Η δίκη είναι δημόσια και ο καθένας έχει
πρόσβαση σ' αυτήν. Οι διάδικοι πρέπει να είναι παρόντες σε όλη τη διάρκεια
της δίκης. Δεν παρίστανται μόνο όταν γίνεται η διάσκεψη του δικαστηρίου,
ώστε να καταλήξει σε απόφαση. Απαγορεύεται ωστόσο η τηλεοπτική μετάδοση
της δίκης, ενώ κατ' εξαίρεση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εκδίκαση
μιας υπόθεσης με κλειστές πόρτες.
Αρχή τηρήσεως της προδικασίας: Για κάθε αίτηση θα πρέπει να τηρηθεί η
προδικασία. Αυτή υπαγορεύει το κάθε αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας
θα πρέπει να γίνεται με αυτοτελές δικόγραφο αγωγής. Η μη τήρηση της
συνεπάγεται την απόρριψη του αιτήματος ως απαράδεκτου αυτεπάγγελτα.
Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως: Θα πρέπει οι διάδικοι να καλούνται στη
δίκη για να μπορούν να ακουστούν. Αυτό πραγματοποιείται με την κλήτευση
των διαδίκων. Αν η διαδικασία κλήτευσης δεν τηρήθηκε σωστά, τότε το
δικαστήριο αυτεπάγγελτα κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη και διατάζει την
εκ νέου κλήτευση του διαδίκου.

www.pasp-nomikis.gr

You might also like