Professional Documents
Culture Documents
Δεκέμβριος 2015
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
1. Έννοια: Η εξουσία της πολιτείας να παρέχει μέσω των δικαστηρίων (87 § 1 Σ) έννομη
προστασία (20 § 1 Σ).
(α) με κριτήριο τον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου: Ποινική, πολιτική, διοικητική (βλ.
άρθρ. 93 § 1 Σ). Ωστόσο, η καθιέρωση διαφόρων διακριτών μορφών δικαιοδοσίας δεν
διασπά την ενότητά της αλλά, κατά την χαρακτηριστική έκφραση του Καθηγητή
Κεραμέως, συγκροτεί παράλληλες εκφάνσεις της ίδιας πολιτειακής λειτουργίας που
επιβάλλεται από την ανάγκη ειδίκευσης του δικαιοδοτικού έργου. Σκοπός της ειδίκευσης
η ορθότερη απονομή δικαιοσύνης.
(β) Με κριτήριο την εθνικό ή υπερεθνικό χαρακτήρα (δηλαδή την ενδεχόμενη ύπαρξη
στοιχείων αλλοδαπότητας στην δικαζόμενη διαφορά) η πολιτική δικαιοδοσία διακρίνεται
σε εσωτερική και διεθνή
(γ) Με κριτήριο την φύση των υπαγόμενων υποθέσεων, σε εκουσία και αμφισβητουμένη.
Άρθρ. 94 § 2 - 4 Σ: «2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις
εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας
μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή
κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης,
όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της
διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. […]».
Άρθρ. 1 ΚΠολΔ: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) Οι διαφορές του
ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’ αυτά, γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει
B.A. Xατζηϊωάννου 2
υπαγάγει σ` αυτά και δ) οι διοικητικές διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικών
δικαστηρίων.»
(γ) Η προσφυγή στην δικαιοδοσία: Το ιδιωτικό δίκαιο βασίζεται στην αρχή της
ιδιωτικής αυτονομίας και στην αρχή του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων,
αρχές οι οποίες εκδηλώνονται και με τον προαιρετικό χαρακτήρα της άσκησής τους.
Επομένως, η πολιτική δικαιοδοσία δεν κινείται αυτεπάγγελτα προς επίλυση μιας
διαφοράς, αλλά απαιτείται προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερόμενου. Την θεμελιώδη
αυτή αρχή προβλέπει το άρθρ. 20 § 1Σ και το άρθρ. 106 ΚΠολΔ.
Είναι προφανές ότι όσο ο ενδιαφερόμενος δεν ενεργοποιεί τον δικαιοδοτικό μηχανισμό
με αίτησή του, διαφορά προς επίλυση δεν υπάρχει.
B.A. Xατζηϊωάννου 3
3. Πολιτική δικαιοδοσία: διάκριση ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών
Όταν η αντικειμενική δυσαρμονία μεταξύ του δικαιϊκού δέοντος και του πραγματικού
όντος αφορά σε έννομες σχέσεις αποκλειστικά ιδιωτών ο χαρακτηρισμός μιας διαφοράς
ως ιδιωτικής είναι αυτονόητος.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένα από τα δύο (ή περισσότερα) μέρη είναι το Δημόσιο ή
ν.π.δ.δ.;
Δεδομένου ότι το Σύνταγμα και ο νόμος δεν οριοθετούν την έννοια της ιδιωτικής ή
διοικητικής διαφοράς, αυτό είναι έργο της επιστήμης και της νομολογίας. Το ζήτημα
είναι μεγάλης πρακτικής σημασίας, καθώς το Σύνταγμα διαχωρίζει την πολιτική από την
διοικητική δικαιοδοσία με κριτήριο τον χαρακτηρισμό της διαφοράς, στον οποίο όμως
δεν προχωρά. Τα κριτήρια της ως άνω οριοθέτησης δεν είναι ομοιόμορφα, με
αποτέλεσμα να παρατηρούνται δυσαρμονίες στη νομολογία του ΣτΕ και του ΑΠ, που
αίρονται αρκετές φορές από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ - 100 Σ).
Έτσι, κατά το ΣτΕ (βλ. ΟλΣτΕ 3045/1992 ΝοΒ 1993. 1130) «Επειδή μεταξύ των διοικητικών
διαφορών ουσίας (…) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και οι διαφορές που αναφύονται εκ της ευθύνης του
Δημοσίου των ΟΤΑ και των ν.π.δ.δ., προς αποζημίωση, (…) τέτοιες δε διαφορές είναι (…) και αυτές που
προκύπτουν από υλικές ενέργειες των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των ΟΤΑ
και των ν.π.δ.δ., στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν εκ της
οργανώσεως και λειτουργίας των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική
διαχείριση του Δημοσίου κλπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου
των υπηρεσιακών καθηκόντων του.»
Κατά τον ΑΠ όμως (βλ. ΟλΑΠ 20/1993 Δ 1994.275) «μπορεί μεν να γεννηθεί υποχρέωση του
δημοσίου σε αποζημίωση και από υλική πράξη οργάνου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και
συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας, είτε γιατί εντάσσεται σε
έννομη σχέση του δημόσιου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ` ευκαιρία της
οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθεαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής
υπεροχής έναντι των πολιτών, αρμόζον αποκλειστικά στο κράτος ή τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου,
ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του
δημόσιου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθεαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση,
δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς
αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις προπαρατεθείσες διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η
ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξ` άλλου η
οδήγηση αυτοκινήτου από όργανο του δημοσίου προς εκτέλεση υπηρεσίας είναι υλική πράξη, που ούτε στα
πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης του κράτους προς τους πολίτες εντάσσεται, ούτε σε
B.A. Xατζηϊωάννου 4
εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής, υπόκειται. Αντιθέτως και το όργανο του
δημοσίου, όταν οδηγεί αυτοκίνητο για την εκτέλεση της υπηρεσίας του, έχει κατά τον Κ.Ο.Κ. και τις συναφείς
διατάξεις τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους ιδιώτες, μετέχοντας στην οδική κυκλοφορία
ισότιμα με αυτούς. Συνεπώς η αξίωση αποζημιώσεως κατά του δημοσίου από αυτοκινητιστικό ατύχημα, που
διαπράττει το όργανό του κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, θεμελιώνεται στις διατάξεις του ιδιωτικού
δικαίου και αποτελεί ιδιωτική διαφορά, για την οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια.»
Τελικώς, στις ανωτέρω περιπτώσεις, ενώπιον του ΑΕΔ η άποψη του ΣτΕ επικράτησε με
οριακή πλειοψηφία (7 προς 6) [βλ. ΑΕΔ 5/1995 ΕλλΔνη 1995.562 = ΑρχΝ 1995. 258].
Ωστόσο, παρά την ανωτέρω νομολογία, δεν είναι πάντοτε ευχερής η εν λόγω διάκριση
των διαφορών. Και τούτο συμβαίνει εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε
υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται δημόσιος φορέας αλλά και της «ιδιωτικοποίησης»
μεγάλων τμημάτων της πάλαι ποτέ δημόσιας λειτουργίας (βλ. ν.π.ι.δ. υπό τους ΟΤΑ,
οργανισμούς κοινής ωφέλειας κλπ.). Κατωτέρω αναφέρονται ενδεικτικά μερικές
κατηγορίες διαφορών, όπου ανακύπτει το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της
διαφοράς και κατ’ επέκταση της δέουσας δικαιοδοσίας.
Διοικητική εκτέλεση: ιδιωτική διαφορά, όταν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται
ο εκτελεστός τίτλος υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο (π.χ. μίσθωμα, δάνειο, εγγύηση κλπ.).
Δημόσια διαφορά, όταν ο τίτλος στηρίζεται σε σχέσεις δημοσίου δικαίου (φόροι,
πρόστιμα, δασμοί, τέλη κλπ.).
Αστική ευθύνη του κράτους: Οι διαφορές από υλικές πράξεις οργάνων που δεν
σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, είναι ιδιωτικές
(βλ. ανωτέρω νομολογία ΑΕΔ και ΣτΕ). Η διαφορά εκ του 105 ΕισΝΑΚ με το πρόσωπο
οργάνου, χωρίς την εναγωγή του Δημοσίου και η μη περιουσιακή διαφορά από την
παρεμπόδιση χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων από τα όργανα της διοίκησης, είναι
ιδιωτικές.
Διοικητικές συμβάσεις: Οι διαφορές είναι ιδιωτικές, όταν κύριος του έργου είναι ν.π.ι.δ. ή
το έργο δεν εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό. (Εξαιρέσεις πάντως απαντώνται σε ειδικότερη
νομολογία)
B.A. Xατζηϊωάννου 5
Ασφαλιστικές διαφορές είναι ιδιωτικές, όταν ο φορέας ασφάλισης είναι ν.π.ι.δ.
Διαφορές από την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου είναι ιδιωτικές.
Τραπεζικές διαφορές (με την ΤτΕ), είναι ιδιωτικές όταν η ΤτΕ παρεμβαίνει με
κανονιστικές Πράξεις της σε τραπεζικές συναλλαγές με ιδιώτες (ΟλΑΠ 5/1995).
B.A. Xατζηϊωάννου 6
ενέργειας πράξεων διαπλαστικής κυρίως αλλά και βεβαιωτικής μορφής, επί σκοπώ
κατοχυρώσεως ή προστασίας ιδιωτικού συμφέροντος» (βλ. ΝΔ 1971, 333).
Η καθιέρωση της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας (739 επ. ΚΠολΔ) υπαγορεύεται
από την ανάγκη να περιβληθούν τον μανδύα και τις εγγυήσεις της δικαστικής κρίσης
ορισμένες σημαντικές και γενικότερου συμφέροντος υποθέσεις [βλ. Νίκα, ΠολΔ Ι (2003)
§ 7 αριθ. 32 σελ. 89]. Π.χ. η προστασία της οικογένειας και του γάμου (21 § 1 Σ)
επιβάλλει την συναινετική λύση του γάμου με δικαστική απόφαση (1441 ΑΚ).
Οι δικαστικές αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν έχουν αμιγή δικαιοδοτικό
χαρακτήρα, καθώς ο δικαστής ενεργεί προληπτικά προς διασφάλιση ιδιωτικού
συμφέροντος και χωρίς εξουσία αυθεντικής διάγνωσης κάποιας διαφοράς.
[Για τις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας βλ. άρθρ. 782 επ. ΚΠολΔ. Εκτός από τον
ΚΠολΔ, τέτοιες υποθέσεις υπάρχουν διάσπαρτες σε επιμέρους νομοθετήματα].
Ας σημειωθεί, πάντως, πως λόγω της ταχύτητας και της απλότητας της διαδικασίας της
εκουσίας δικαιοδοσίας ο νομοθέτης έχει υπαγάγει σειρά διαφορών προς εκδίκαση σε
αυτήν, μολονότι αποτελούν κατ’ ουσίαν υποθέσεις αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι περισσότερες υποθέσεις του ΠτΚ, οι
υποθέσεις των υπερχρεωμένων νοικοκυριών (ν. 3869/2010) κλπ. Παρομοίως, ο
νομοθέτης έχει υπαγάγει υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας στην διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (μη γνήσιες υποθέσεις ασφ. μέτρων). Οι νομοθετικές αυτές
επιλογές, πάντως, δεν αναιρούν τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων διαφορών ή
υποθέσεων.
B.A. Xατζηϊωάννου 7
6. Υποθέσεις δημόσιου δικαίου (άρθρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ)
Κυρίως υπάγονται εδώ οι υποθέσεις της εκλογικής νομοθεσίας που παραμένουν στην
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (π.χ. ν. 3852/2010).
1. Σαφής διαχωρισμός
Παροχή έννομης δικαστικής προστασίας για διαφορά που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία
των πολιτικών δικαστηρίων απορρίπτεται ως απαράδεκτη (4 ΚΠολΔ) και δεν
παραπέμπεται στο έχον τη δικαιοδοσία δικαστήριο.
Απόφαση πολιτικού δικαστηρίου επί αντικειμένου που εκφεύγει της δικαιοδοσίας των
πολιτικών δικαστηρίων χαρακτηρίζεται ως ανυπόστατη (313 § 1 ΚΠολΔ), υπόκειται
όμως σε αναίρεση (559 § 4 ΚΠολΔ).
Π.χ. Όταν ανακύπτει κληρονομική διαφορά, η οποία ερείδεται σε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για
μετά θάνατον χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπό, το πολιτικό δικαστήριο, υπό
προϋποθέσεις, έχει την εξουσία παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής πράξης του
Υπουργού, εφόσον από το κύρος της πράξης αυτής εξαρτάται η διάγνωση της κρινόμενης διαφοράς
ιδιωτικού δικαίου.
B.A. Xατζηϊωάννου 8
πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της
διοικήσεως, που εξέδωσαν την διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη των πραγματικών
προϋποθέσεων εκδόσεως αυτής ούτε βεβαίως έχουν δικαιοδοσία να τις ακυρώσουν (ΑΠ
171/2006 ΝΟΜΟΣ).
Ανεξαρτήτως πάντως των ανωτέρω ρυθμίσεων, το πολιτικό δικαστήριο έχει πάντα την
ευχέρεια να αποφασίσει την αναστολή της ενώπιόν του πολιτικής δίκης, μέχρις ότου
περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η διοικητική δίκη ή εκδοθεί η σχετική διοικητική
πράξη που εκκρεμεί (249 ΚΠολΔ).
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης της μίας δικαιοδοσίας από την άλλη είναι
αυτό της διάκρισης μεταξύ πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας.
Το δεδικασμένο των ποινικών δικαστηρίων δεν εκτείνεται και στα πολιτικά δικαστήρια,
τα οποία για τα αστικής φύσεως ζητήματα δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις των
ποινικών δικαστηρίων. Ομοίως ισχύει και το αντίστροφο. Εξαίρεση αποτελεί η απόφαση
του ποινικού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε και η πολιτική
B.A. Xατζηϊωάννου 9
αγωγή κρίθηκε ήδη απ’ αυτό. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί πια να ασκηθεί στο
πολιτικό δικαστήριο νέα αγωγή παρά μόνο για την εκκαθάριση των ζημιών που
γεννήθηκαν μετά την καταδικαστική απόφαση, οι οποίες δεν καλύπτονται από την
ποινική απόφαση (67 §1 ΚΠΔ).
Και πάλι όμως το δεδικασμένο αυτό αναφέρεται μόνο στο μέρος κατά το οποίο η
αξίωση του παθόντος κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο και συνεπώς αυτός, που ρητά
ή σιωπηρά επιφυλάχθηκε να επιδιώξει το υπόλοιπο της αξίωσής του στα πολιτικά
δικαστήρια, δεν εμποδίζεται να προσφύγει ακολούθως στα δικαστήρια αυτά για το
υπόλοιπο της αξίωσής του.
Βλ. σχετ. Άρθρ. 65 §1 και 2 ΚΠΔ: «1. Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την
πολιτική αγωγή όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει δίωξη ή απαλλάσσει για οποιονδήποτε λόγο τον
κατηγορούμενο. 2. Το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει
γι' αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την
απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα σαράντα τέσσερα (44)
ευρώ. Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση
αποζημίωσης».
Βλ. σχετ. ΑΠ 1098/2011 ΝΟΜΟΣ: «(…) Από τη διάταξη του άρθρ. 321 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι είναι
τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν
να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, συνάγεται ότι οι αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών
δικαστηρίων εμποδίζουν μεν κατά το άρθρ. 57 ΚΠΔ την άσκηση κατά του κατηγορουμένου νέας δίωξης για
την αυτή πράξη και κατ` αυτή την έννοια αποτελούν δεδικασμένο, όμως το δεδικασμένο αυτό δεν εκτείνεται
και στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 1161/1980), τα οποία συνεπώς δεν δεσμεύονται σε αστικής φύσης θέματα
από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής αγωγής που
άσκησε κατά το άρθρ. 63 ΚΠΔ ο παθών από το έγκλημα. Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 65
και 67 ΚΠΔ, το ποινικό δικαστήριο, καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο, είναι υποχρεωμένο να αποφασίσει
και για την πολιτική αγωγή, με μόνη επιφύλαξη αυτή της §2 του άρθρ.65 ΚΠΔ, ορίζεται δε με την §1 του
άρθρ. 67 ΚΠΔ ότι η πολιτική αγωγή που κρίθηκε ήδη από το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασκηθεί πια
στα πολιτικά δικαστήρια παρά μόνο για την εκκαθάριση ζημιών που γεννήθηκαν μετά την καταδικαστική
απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημιουργείται δεδικασμένο, το
οποίο δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια, όμως το δεδικασμένο αυτό αναφέρεται μόνο στο μέρος κατά το
οποίο η αξίωση του παθόντος κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο και συνεπώς αυτός, που ρητά ή σιωπηρά
επιφυλάχθηκε να επιδιώξει το υπόλοιπο της αξίωσής του στα πολιτικά δικαστήρια, δεν εμποδίζεται να
προσφύγει ακολούθως στα δικαστήρια αυτά για το υπόλοιπο της αξίωσής του (ΑΠ 1044/2000, ΑΠ
1474/2000, πρβλ. και ΑΠ 1585/2000).(…)».
Ανεξαρτήτως πάντως των ανωτέρω ρυθμίσεων, το πολιτικό δικαστήριο έχει πάντα την
ευχέρεια να αποφασίσει την αναστολή της ενώπιόν του πολιτικής δίκης, μέχρις ότου
περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία (250 ΚΠολΔ).
B.A. Xατζηϊωάννου 10
V. Οριοθέτηση της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων: Eτεροδικία
1. Ορισμός
Η δικαιοδοτική λειτουργία μιας πολιτείας ασκείται εντός δεδομένων ορίων εντός των
οποίων ασκεί κυριαρχία. Τα όρια αυτά (κατ’ έδαφος και κατ’ αντικείμενο) καθορίζονται
από το διεθνές δίκαιο. Υπ’ αυτή την έννοια, τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια, ακόμα κι
αν μια διαφορά συνδέεται με την ελληνική επικράτεια, δεν έχουν δικαιοδοσία επί
προσώπων που απολαμβάνουν ετεροδικίας (άρθρ. 3 § 2 ΚΠολΔ. Βλ. επίσης και άρθρ. 28
§ 1 Σ). Εξαιρούνται απ’ αυτή την εξαίρεση (κι επομένως επιστρέφουμε στον κανόνα της
δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων) οι διαφορές που ανακύπτουν όταν αφορούν
σε δικαιώματα επί ακινήτων κειμένων εντός Ελλάδος (29 ΚΠολΔ), ακόμα κι αν ένα από
τα εμπλεκόμενα πρόσωπα στην διαφορά ετεροδικεί.
Οι αρχηγοί των διπλωματικών αποστολών ξένων κρατών όπως και λοιπά μέλη τους,
εφόσον όμως έχουν αναγγελθεί στο κράτος διαπίστευσης. Επίσης, τα συγκατοικούντα με
το διπλωματικό προσωπικό μέλη των οικογενειών τους και τα μέλη του διοικητικού και
τεχνικού προσωπικού της αποστολής, όχι όμως και το ιδιωτικό υπηρετικό προσωπικό
τους. Επίσης, οι προξενικοί λειτουργοί και οι ειδικοί προξενικοί υπάλληλοι σχετικά με
τις πράξεις τους κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, όχι όμως και τα μέλη των
οικογενειών τους ούτε και το ιδιωτικό υπηρετικό προσωπικό τους. (βλ. ειδικώς την από
18.4.1961 Σύμβαση της Βιέννης που κυρώθηκε με το ν.δ. 503/1970 και την από
24.4.1963 Σύμβαση της Βιέννης που κυρώθηκε με το ν. 90/1975). Επίσης, οι ηγεμόνες
και οι ηγέτες ξένων κρατών.
Για περιπτώσεις άρσης τις ετεροδικίας βλ. Νίκα, ΠολΔ Ι (2003) § 9, αριθ. 6, σ. 102.
H αγωγή (και η αίτηση ασφ. μέτρων) κατά προσώπου που απολαμβάνει ετεροδικίας είναι
απαράδεκτη. Η ετεροδικία, ως αναγόμενη στην διαδικαστική προϋπόθεση της
δικαιοδοσίας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αν, παρόλα αυτά, το
δικαστήριο παραβλέψει την ετεροδικία, η απόφαση καθίσταται ανυπόστατη (313 § 1 περ.
ε’ ΚΠολΔ). Αν, αντίθετα, το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ της δικαιοδοσίας του,
απορρίπτοντας ισχυρισμό περί ετεροδικίας ή αφού εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα,
τότε η απόφασή του παράγει τις έννομες συνέπειές της κανονικά.
B.A. Xατζηϊωάννου 11
4. Ειδικά η ετεροδικία ξένου κράτους: Η υπόθεση των «Γερμανικών
αποζημιώσεων»
Αφορμή υπήρξε η άσκηση αγωγών κατά της Γερμανίας εκ μέρους συγγενών θυμάτων
από πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής κατά τα έτη 1941-1944.
Κατ’ αρχάς, εκδόθηκε η ΟλΑΠ 11/2000 [βλ. ΝοΒ 2001.212. Την εισηγητική έκθεση
Γεωργίλη βλ. ο.π.π. σ. 219-228 και την εισαγγελική πρόταση βλ. ο.π.π. σ. 228-229].
(«υπόθεση του Διστόμου»)
ΟλΑΠ 11/2000 (πλειοψ. - αποσπ.): […]Για να υπάρξει, λοιπόν, διεθνές έθιμο είναι απαραίτητα δύο
στοιχεία: (α) Ένα πραγματικό, εξωτερικό, που είναι η σταθερή και ομοιόμορφη πρακτική και (β) Ένα
στοιχείο ψυχολογικό, η πεποίθηση ότι η πρακτική αυτή ανταποκρίνεται σε ορισμένη νομική υποχρέωση ή
δικαίωμα (opinio juris sive necessitatis). Έτσι, όταν τα κράτη στις μεταξύ τους σχέσεις ακολουθούν ορισμένη
πρακτική, θετική ή αρνητική, με την πεποίθηση ότι αυτή αποτελεί νόμιμη ενέργεια κατά το διεθνές δίκαιο,
τότε δημιουργούν έθιμο. Στη διαμόρφωση του διεθνούς εθίμου, από τη φύση των πραγμάτων, μεγαλύτερη
βαρύτητα έχουν τα κράτη που συνδέονται περισσότερο με το αντικείμενό της. Για την εκτίμηση της αξίας της
πρακτικής των κρατών λαμβάνεται υπόψη και το στοιχείο χρόνος, αφού η διάρκεια δείχνει και συνέπεια
εφαρμογής και επαλήθευση της αξίας του εθιμικού κανόνα, χωρίς όμως να αποκλείονται περιπτώσεις που για
τη δημιουργία εθιμικού κανόνα δεν είναι αναγκαία η μακροχρόνια πρακτική. Κεφαλαιώδους σημασίας είναι
η διαπίστωση του διεθνούς εθίμου, το οποίο ως γενικά παραδεγμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου,
αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού
δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. […]. Επειδή κανόνα του διεθνούς εθιμικού
δικαίου και κατά συνέπεια γενικά παραδεγμένο κανόνα του δημόσιου διεθνούς δικαίου, ο οποίος, σύμφωνα
με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου με αυξημένη
τυπική ισχύ, αποτελεί και η ετεροδικία ή κυριαρχική ασυλία των αλλοδαπών κρατών, δηλαδή η μη υπαγωγή
τους στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του forum. Υπό τη σύγχρονη εκδοχή του ο θεσμός αποτελεί
συνέπεια της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και ισότητας μεταξύ των κρατών, αποσκοπεί δε στην αποφυγή
διαταραχής των διεθνών σχέσεων. Επικρατεί επίσης στη διεθνή έννομη τάξη η άποψη ότι η ετεροδικία των
αλλοδαπών κρατών δεν καλύπτει όλες τις πράξεις τους (σύστημα της απόλυτης ετεροδικίας) αλλά μόνο
εκείνες τις πράξεις που συνιστούν άσκηση κυριαρχικής εξουσίας έναντι των τρίτων (acta jure imperii), ενώ
δεν ισχύει για εκείνες τις πράξεις που ενεργεί το αλλοδαπό δημόσιο ως fiscus στα πλαίσια των ιδιωτικού
δικαίου (acta jure gestionis) σχέσεών του (σύστημα σχετικής ή περιορισμένης ετεροδικίας). Η διάκριση
μεταξύ των πράξεων jure imperii και jure gestionis γίνεται με βάση το δίκαιο του forum και με βασικό
κριτήριο τη φύση της πράξης της αλλοδαπής πολιτείας, αν δηλαδή αυτή ενέχει άσκηση κυριαρχικής εξουσίας.
B.A. Xατζηϊωάννου 12
Εξάλλου η διεθνής τάση για περαιτέρω περιορισμό της ετεροδικίας των αλλοδαπών κρατών οδήγησε, στα
πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην υπογραφή (στη Βασιλεία στις 16.5.1972) της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης για την Ετεροδικία των Κρατών. Η εν λόγω Σύμβαση ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύοντος εθιμικού
δικαίου της Ηπειρωτικής Ευρώπης και έχει επικυρωθεί από οκτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης:
το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Κύπρο, το
Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και τη Σουηδία. Η μη επικύρωση μέχρι σήμερα της Σύμβασης αυτής από άλλα
ευρωπαϊκά κράτη δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, διαφωνία προς τις βασικές αρχές αυτής, αφού οι ευρωπαϊκές
χώρες στο σύνολό τους αποδέχονται και εφαρμόζουν εθιμικά το σύστημα της περιορισμένης ετεροδικίας και
μάλιστα ορισμένες από αυτές είναι και πρωτοπόροι στην εφαρμογή του εν λόγω συστήματος, όπως λ.χ. (εκτός
από το Βέλγιο που έχει επικυρώσει τη Σύμβαση) η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα. Κατά το άρθρο 11 της
κωδικοποιητικής αυτής Σύμβασης ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία του
στο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση
της ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε
βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση ή αμέλεια σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία, φθορά ξένης
ιδιοκτησίας, εμπρησμός κλπ), ανεξάρτητα από το αν η αδικοπραξία τελέστηκε από το συμβαλλόμενο κράτος
jure imperii ή jure gestionis. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύνης του
αλλοδαπού κράτους είναι η ύπαρξη συνδέσμου με το κράτος του forum και συγκεκριμένα απαιτείται
σωρευτικά α) η τέλεση της πράξης ή παράλειψης να έχει λάβει χώρα στο έδαφος του κράτους forum και β) ο
δράστης να ήταν παρών στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο τέλεσης. Περαιτέρω η Ευρωπαϊκή αυτή Σύμβαση του
1972 ενέπνευσε και επηρέασε σημαντικές αλλοδαπές πολιτείες που θεσμοθέτησαν εσωτερικούς νόμους για
την ετεροδικία των αλλοδαπών κρατών, εξαιρώντας ειδικότερα από αυτή (ετεροδικία), εκτός άλλων, και την
αδικοπρακτική ευθύνη της αλλοδαπής πολιτείας κάτω από τις ίδιες πιο πάνω προϋποθέσεις που αποτελούν
έκφραση της αρχής της εδαφικότητας (τέλεση της αδικοπραξίας στο έδαφος του forum και από δράστη που
ήταν παρών στο ίδιο έδαφος κατά το χρόνο τέλεσης). […] Παράλληλα τα δικαστήρια των χωρών της
διεθνούς κοινότητας με πρώτα τα δικαστήρια των ΗΠΑ εξέδωσαν αποφάσεις, με τις οποίες δέχθηκαν ότι
είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν αγωγές ατόμων κατά αλλοδαπών κρατών προς αποζημίωσή τους για
άδικες πράξεις που τελέστηκαν jure imperii στο έδαφος του forum και από δράστες που ήταν παρόντες στο
ίδιο έδαφος κατά το χρόνο τέλεσης αυτών. Έτσι αναφέρεται ενδεικτικά η υπόθεση Letelier v. Republic of
Chile (488 F. Supp. 665 (DDC1980)), στην οποία τα αμερικανικά δικαστήρια έκριναν ότι είχαν δικαιοδοσία
για την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής που αφορούσε τη δολοφονία του πρώην πρεσβευτή της Χιλής Orlando
Letelier σε βομβιστική επίθεση στις ΗΠΑ, η οποία είχε διαταχθεί από την τότε κυβέρνηση της Χιλής και είχε
εκτελεστεί από όργανα αυτής, ήταν δηλ. πράξη jure imperii που διαπράχθηκε κατά παραβίαση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στις ΗΠΑ και εναντίον των αρχών του διεθνούς δικαίου. Ομοίως το Εφετείο
της 9ης περιφέρειας των ΗΠΑ έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση Liu v. Republic of
China (642 F. Supp. 297 (N.D. Cal. 1986)) που αφορούσε την εκτέλεση (με πυροβολισμό σε αμερικανικό
έδαφος, του ταϊβανού διαφωνούντος Henry Liu από πράκτορες της Κίνας που ενήργησε κατ? ενάσκηση της
κρατικής κυριαρχίας της (jure imperii). Την εν λόγω εξαίρεση από την ετεροδικία υιοθετεί και μεγάλος
αριθμός διακεκριμένων δημοσιολόγων. Ενόψει τούτων διαπιστώνεται γενική πρακτική των κρατών της
διεθνούς κοινότητας που γίνεται δεκτή ως δίκαιο, δηλ. η διαμόρφωση διεθνούς εθίμου που αποτελεί,
σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου με αυξημένη
τυπική ισχύ, κατά το οποίο τα εγχώρια δικαστήρια, κατ? εξαίρεση από την αρχή της ετεροδικίας, έχουν
διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική
ικανοποίηση) για αδικοπραξίες που τελέστηκαν σε βάρος προσώπων και της περιουσίας αυτών σε έδαφος
B.A. Xατζηϊωάννου 13
του forum από όργανα αλλοδαπού κράτους που ήταν παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά τον χρόνο τέλεσης των
αδικοπραξιών τούτων και αν ακόμη πρόκειται για πράξεις κυριαρχικής εξουσίας (acta jure imperii). […]
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο της ουσίας, […], δέχθηκε τα εξής : […] Ενόψει των
παραδοχών αυτών και δεδομένου ότι οι ανωτέρω αδικοπραξίες (ανθρωποκτονίες που συνιστούν ταυτόχρονα
και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας) αφορούσαν συγκεκριμένα άτομα περιορισμένου σχετικά αριθμού και
κατοίκους ορισμένου τόπου, τα οποία δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με την αντάρτικη ομάδα που
προκάλεσε, στα πλαίσια της αντιστασιακής της δράσης, τη θανάτωση των μετεχόντων σε επιχείρηση
κατατρομοκράτησης του πληθυσμού μεταμφιεσμένων γερμανών στρατιωτών, ότι οι εν λόγω ειδεχθείς
ανθρωποκτονίες, οι οποίες, κατ’ αντικειμενική κρίση, δεν ήσαν σε καμιά περίπτωση αναγκαίες για τη
διατήρηση της στρατιωτικής κατοχής ή την καταστολή της αντιστασιακής δράσης, τελέστηκαν στο έδαφος του
κράτους του forum , από όργανα του Γερμανικού Γ’ Ράιχ, κατά κατάχρηση της κυριαρχικής τους εξουσίας
και ότι τα όργανα αυτά του αναιρεσείοντος ήταν παρόντα κατά το χρόνο των αδικημάτων τούτων, οι σχετικές
αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης υπάγονταν στη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της
ουσίας που δίκασε, ως εξαιρούμενες από το προνόμιο της ετεροδικίας, σύμφωνα με τον κανόνα του διεθνούς
εθιμικού δικαίου που κατά τα ανωτέρω έχει διαμορφωθεί. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο
δέχθηκε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τις σχετικές αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής
ικανοποίησης των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων με τη διαφορετική αιτιολογία ότι το αναιρεσείον-εναγόμενο
δεν μπορούσε να επικαλεστεί το δικαίωμα της ετεροδικίας, το οποίο είχε έμμεσα αποποιηθεί, αφού οι πράξεις
για τις οποίες ενάγεται είχαν τελεστεί από τα όργανά του κατά παραβίαση κανόνων του διεθνούς
αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 46 του προσαρτημένου στη Δ’ Σύμβαση της Χάγης του 1907 Κανονισμού) και
δεν είχαν το χαρακτήρα πράξεων κυριαρχικής εξουσίας, έκρινε ορθά κατ’ αποτέλεσμα σχετικά με το ζήτημα
της ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας του».
Στην ίδια απόφαση παρατίθεται η μειοψηφούσα γνώμη του τότε Προέδρου του ΑΠ,
Στέφανου Ματθία και τεσσάρων αρεοπαγιτών.
Η ως άνω θέση της ΟλΑΠ ανετράπη από την ΑΕΔ 6/2002 [«υπόθεση Λιδωρικίου
Φωκίδος»] (Δ 2002. 1268 επ. Βλ. επίσης εισηγήσεις προς το ΑΕΔ των Συμβούλων
Επικρατείας Χριστοφόρου και Ράντου: Δ 2002. 774-782 και 890-895 αντίστοιχα). Η
υπόθεση παραπέμφθηκε στο ΑΕΔ από την ΑΠ 131/2001 ΝοΒ 2001. 1166 δυνάμει του
άρθρ. 100 § 1 περ. στ’ Σ (στο ΑΕΔ υπάγεται "η άρση της αμφισβήτησης για το
χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά πqραδεγμένων κατά το άρθρ. 28 §
1 Σ»). Σημειώνεται η ισχνή πλειοψηφία της ως άνω απόφασης (6 προς 5).
ΑΕΔ 6/2002 (πλειοψ. - αποσπ.): «9.[…] Στους κανόνες του ,γενικού διεθνούς δικαίου
περιλαμβάνονται τα διεθνή έθιμα και οι γενικές αρχές του δικαίου των πολιτισμένων κρατών, όχι όμως οι
διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα, τις οποίες το Σύνταγμα διακρίνει και ρυθμίζει διαφορετικά
από τους γενικώς παραδεγμένους κανόνες. Ειδικότερα για τον σχηματισμό των κανόνων αυτών απαιτείται να
αποδεικνύεται ότι υπάρχει γενική πρακτική στη διεθνή έννομη τάξη με την παραδοχή ότι αυτή έχει
διαμορφωθεί ως δεσμευτικός κανόνας δικαίου (πρβλ. αρ. 38 παρ. 1 του Καταστατικού του Διεθνούς
Δικαστηρίου,που κυρώθηκε με τον α.ν .585/1945, A 242). […] Εφόσον έργο του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου στην περίπτωση αυτή είναι ή υπό την ανωτέρω έννοια άρση αμφισβητήσεως για τον
B.A. Xατζηϊωάννου 14
χαρακτηρισμό κανόνων τoυ διεθνoύς δικαίου ως γενικώς παραδεγμένων, συγάγεται ότι το Δικαστήριο,
ασκώντας την αρμοδιότητά του αυτή, δεν μπoρεί ούτε να δημιουργήσει αυτό το πρώτον τέτοιο κανόνα αλλ’
ούτε να συναγάγει συμπερασματικώς την ύπαρξή του αν δεν υπάρχουν τα ανωτέρω στοιχεία ή πολλώ μάλλον,
αν αυτά είναι αντίθετα.[…]
10. Επειδή, στο άρθρο 3 της μη κυρωθείσης από την Ελλάδα Τετάρτης Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης της
18.10.1907 για τους νόμους και τα έθιμα του κατά ξηράν πολέμου, πρoβλέπεται ότι ένα εμπόλεμο μέρος που
παραβιάζει τους κανόνες αυτούς, είναι υπεύθυνο για όλες τις πράξεις που έχουν διαπραχθεί από μέλη των
ενόπλων του δυνάμεων και υποχρεούται σε αποζημίωση, η οποία, τελικώς, πρέπει να περιέλθει στους
ζημιωθέντες. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 του προσαρτημένου στη Σύμβαση αυτή Κανονισμού, η ζωή, η τιμή
και η περιουσία των κατοίκων κατεχομένου εδάφους πρέπει να γίνεται σεβαστή, ενώ, κατά το άρθρο 50 του
αυτού Kανoνισμού δεν επιτρέπεται να τιμωρείται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την διάρκεια πολεμικών
επιχειρήσεων ο άμαχος πληθυσμός για πράξεις ατόμων για τις οποίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαίως
υπεύθυνος. Οι παραπάνω ρυθμίσεις αποτυπώνουν κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με τους
οποίους υπάρχει υποχρέωση αποζημιώσεως για ενέργειες των στρατευμάτων κατοχής, εις βάρος κατοίκων
της κατεχόμενης εμπόλεμης χώρας, που έγιναν κατά παράβαση του δικαίου του πολέμου. Οι κανόνες όμως
αυτοί δεν ρυθμίζουν, συγχρόνως, το διαφορετικό ζήτημα του τρόπου καταβολής της αποζημιώσεως, αν
δηλαδή αυτή θα καταβάλλεται κατόπιν διακρατικής συμφωνίας ή ευθέως στους ζημιωθέντες, ούτε πολλώ
μάλλον το ζήτημα του δικαστηρίου που θα είναι αρμόδιο στην τελευταία αυτή περίπτωση να επιδικάσει την
αποζημίωση, επίλαμβανόμενο τυχόν ατομικών αγωγών ζημιωθέντων από τέτοιες πράξεις που θα στρέφονται
κατά του υπευθύνου Κράτους. Το τελευταίο αυτό ζήτημα διέπεται είτε από εθιμικούς κανόνες του διεθνούς
δικαίου είτε και από περιορισμένης τοπικής ισχύος συμβατικά διεθνή κείμενα που αφορούν την δικαιοδοτική
ασυλία (ετεροδικία) των Κρατών. Τέτοιο κείμενο είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ετεροδικία των
Kρατών που υπογράφηκε στην Βασιλεία την 16.5.1972 και δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα ούτε διέπει, εν
πάση περιπτώσει, ευθέως την υπόθεση, εν όψει του άρθρου 35 παρ. 3 που ορίζει ρητώς ότι η σύμβαση αυτή
εφαρμόζεται σε πράξεις ή παραλείψεις μεταγενέστερες της υπογραφής της. Κατά το άρθρο 11 της
Συμβάσεως, ένα συμβάλλόμενο Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί, την ετεροδικία σε δικαστήριο άλλου
συμβαλλομένου Κράτους, σε δίκες με αντικείμενο την αποζημίωση για σωματικές ή περιουσιακές βλάβες, εφ`
όσον τα ζημιογόνα περιστατικά έλαβαν χώρα στο έδαφος του forum (της χώρας του δικαστηρίου) και εφ`
όσον το υπαίτιο πρόσωπο ήταν παρόν στο ίδιο έδαφος κατά τον χρόνο που τα περιστατικά αυτά έλαβαν
χώρα. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 31 της ίδιας Συμβάσεως, η οποία εντάσσεται στο πέμπτο κεφάλαιο
που οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της, ορίζει ότι καμιά διάταξη της Συμβάσεως δεν θίγει οποιαδήπότε
πρoνόμια ή ασυλίες συμβαλλομένου Κράτους εν σχέσει προς οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που έγινε από
ή σε σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις του, ενόσω αυτές ευρίσκονται στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου
Κράτους. Η αιτιολογική έκθεση της Συμβάσεως (παρ. 116) αναφέρει σχετικά με την τελευταία αυτή διάταξη
ότι η σύμβαση δεν έχει εφαρμογή σε διαφορές που προκύπτουν από καταστάσεις ενόπλων συγκρούσεων ή
από την Παραμονή ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους.
11. Επειδή, ενόψει του παραπεμπομένου ενώπιον του Δικαστηρίου ζητήματος, τίθενται τα επί μέρους
ζητήματα αν εξακολουθεί να υπάρχει ως γενικώς παραδεγμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου η απόλυτη
ετεροδικία των Κρατών, αν έχει ήδη απολύτως επικρατήσει ο κανόνας της σχετικής ετεροδικίας των Κρατών
μόνο για πράξεις οργάνων τους με τις οποίες ασκείται κυριαρχική εξουσία ("πράξεις iure imρerii"), αν έχει
ήδη σχηματισθεί κανόνας εξαιρέσεως από την ετεροδικία υποθέσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, αν η
τελευταία αυτή εξαίρεση θα κατελάμβανε και πράξεις iure imρerii, καθώς και αν η διάπραξη από όργανα
B.A. Xατζηϊωάννου 15
Κράτους αδικημάτων που παραβιάζουν κανόνες του αναγκαστκού διεθνούς δικαίου (ius cogens) συνεπάγεται
άρση της ετεροδικίας. […]
13. Επειδή, από τα αναφερόμενα στην ενδέκατη σκέψη ζητήματα, το μεν ζήτημα της εξαιρέσεως από την
ετεροδικία περιπτώσεων όπου το αλλοδαπό Κράτος ενάγεται για αποζημίωση από αδικοπραξία τελεσθείσα
στο έδαφος του forum από Όργανα του εναγομένου Κράτους που ενεργούν iure imperii, αντιμετωπίσθηκε
ήδη αρνητικά με την ανωτέρω απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Mc
Elhinney κατά Ιρλανδίας. Στην υπόθεση αυτή (τραυματισμός ιρλανδού υπηκόου από βρετανό στρατιωτικό εν
υπηρεσία στο έδαφος της Ιρλανδίας και αγωγή αποζημιώσεως ενώπιoν των ιρλανδικών δικαστηρίων) το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, […] έκρινε ότι η απόρριψη της αγωγής από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας,
λόγω ετεροδικίας της εναγομένης κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, ανταποκρίνεται στην αρχή του
διεθνούς δικαίου "par in parem nοn habet imperium", κατ’ εφαρμογήν της οποίας ένα Κράτος δεν μπορεί να
υποβληθεί στα δικαιοδοτικά όργανα άλλου Κράτους, περαιτέρω ότι η ετεροδικία εξυπηρετεί το νόμιμο σκοπό
της διασφαλίσεως των καλών σχέσεων μεταξύ των Kρατών και τέλος ότι ο περιoρισμός αυτός στην
πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια δεν είναι δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρατηρεί ότι στο διεθνές δίκαιο υπάρχει μια τάση περιορισμού της κρατικής
ασυλίας στην περίπτωση σωματικών ζημιών οφειλομένων σε ενέργειες που προκλήθηκαν στο έδαφος του
forum, αλλά ότι η πρακτική αυτή δεν είναι καθόλου οικουμενική. Επιπροσθέτως, η τάση αυτή, κατά την
εκτίμηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, φαίνεται να αφορά ζημιές από κινδύνους, "ασφαλίσιμους", όπως τα
τροχαία ατυχήματα, και όχι ζητήματα που ανάγονται στην κεντρική σφαίρα της κυριαρχίας των Κρατών,
όπως η αστική ευθύνη από πράξεις ενός στρατιώτη στο έδαφος άλλου Κράτους. Με ανάλογο τρόπο
αντιμετωπίσθηκε με την απόφαση Al-Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου το ζήτημα άρσεως της ετεροδικίας
σε περίπτωση διαπράξεως από όργανα τoυ εναγομένου αλλοδαπού Κράτους αδικημάτων που παραβιάζουν
κανόνες του ius cogens. Στην υπόθεση αυτή (αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων
κατά του Κουβέιτ από άτομο με βρετανική και κουβειτιανή, υπηκοότητα για βασανιστήρια στο έδαφος του
Κουβέϊτ) το Ευρωπαικό Δικαστήριο, ενώ αναγνώρισε ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι απόλυτη
και έχει χαρακτήρα διεθνούς αναγκαστικού δικαίου, επαναβεβαίωσε εν τούτοις τον κανόνα της ετεροδικίας.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ορισμένα νομολογιακά προηγούμενα για την άρση της ετεροδικίας σε περιπτώσεις
ποινικής ευθύνης για βασανισμούς, αλλά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση της αστικής
ευθύνης, κανένα ισχυρό στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι έπαυσαν τα Κράτη να απολαύουν της ετεροδικίας. Σε
αμφότερες τις υποθέσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εφαρμογή της αρχής της ετεροδικίας
δεν παραβιάζει το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Τέλος, στην υπόθεση
Κογκό κατά Βελγίου (ποινική δίωξη ενώπιον βελγικών δικαστηρίων Υπουργού Εξωτερικών του Κογκό για
εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στο Κογκό) το Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης, με την πρόσφατη απόφαση της 14.2.2002, έκρινε ότι δεν αναγνωρίζεται στ o διεθνές
εθιμικό δίκαιο εξαίρεση από την ετεροδικία των εν ενεργεία Υπουργών Εξωτερικών ακόμη και όταν
διέπραξαν εγκλήματα πολέμου. Για τη δικαιολόγηση της κρίσεως αυτής το Δικαστήριο δέχεται, μεταξύ
άλλων, ότι ετεροδικία σε ποινική υπόθεση και ατομική ποινική ευθύνη είναι εντελώς διαφορετικές έννοιες.
Ενώ η ετεροδικία είναι από τη φύση της έννοια δικονομική, η ποινική ευθύνη είναι ζήτημα ουσιαστικού
δικαίου. Η ετεροδικία μπορεί να παρακωλύσει την άσκηση της δίωξης για ορισμένη χρονική περίοδο ή για
ορισμένα αδικήματα, δεν μπορεί όμως να απαλλάξει τον δικαιούχο από κάθε ποινική ευθύνη.
14. Επειδή, ανεξαρτήτως των κριθέντων με τις τρεις αποφάσεις που εκτίθενται στην προηγουμένη σκέψη, το
Δικαστήριο, από την εξέταση όλων των ανωτέρω στοιχείων, συνάγει ότι στο παρόν στάδιο εξελίξεως του
B.A. Xατζηϊωάννου 16
διεθνούς δικαίου δεν έχει σχηματισθεί γενικώς παραδεγμένος κανόνας του δικαίου αυτού, που να επιτρέπει,
κατ` εξαίρεση από την αρχή της ετεροδικίας, να εναχθεί παραδεκτώς ένα Κράτος ενώπιον δικαστηρίου άλλου
Κράτους για αποζημίωση από κάθε είδους αδικοπραξία που έλαβε χώρα στο έδαφος του forum και στην
οποία εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο ένοπλες δυνάμεις του εναγομένου Κράτους, είτε σε καιρό πολέμου
είτε σε καιρό ειρήνης, η απάντηση δε αυτή αρκεί για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που εκτίθενται στην
παραπεμπτική απόφαση. Αντιθέτως, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιxεία, προκύπτει ότι το αλλοδαπό Κράτος
εξακολουθεί να απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας, όταν ενάγεται για πράξεις, οι οποίες έλαβαν χώρα
στο έδαφος του forum και στις οποίες είχαν κατά οποιονδήποτε τρόπο εμπλοκή οι ένοπλες δυνάμεις του,
χωρίς να γίνεται διάκριση αν οι πράξεις αυτές παραβιάζουν το ius cogens ή αν οι ένοπλες δυνάμεις
ενεπλάκησαν ή όχι σε σύρραξη με άλλα ένοπλα τμήματα. Άλλωστε και η σχετική διάταξη του άρθρου 31 της
Συμβάσεως της Βασιλείας έχει απόλυτη διατύπωση και δεν είναι επιδεκτική διακρίσεων. Ο κανόνας αυτός
δικαιολογείται από την ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας του αλλοδαπού Κράτους, κύρια εκδήλωση της
οποίας είναι η δράση των ενόπλων δυνάμεών του, ο σεβασμός δε αυτός απoτελεί τo θεμέλιo της ισότητας των
Κρατών και, εντεύθεν, της ομαλότητας των διεθνών σχέσεων στην οποία κατατείνουν όλες οι αρχές κανόνες
του διεθνούς δικαίου. Εξ άλλου, η αναγνώριση του προνομίου της ετεροδικίας υπέρ αλλοδαπού Κράτους
εναγομένου για αδικήματα οποιασδήποτε φύσεως που έχουν διαπραχθεί από τις ένοπλες δυνάμεις του στο
έδαφος ξένου Κράτους, δεν σημαίνει ότι αίρεται η διεθνής ευθύνη του για αποζημίωση, αν συντρέχει νόμιμη
περίπτωση. Η ευθύνη αυτή παραμένει, είναι δε διάφορο το ζήτημα αν το σχετικό δικαίωμα θα ασκηθεί από το
Κράτος του οποίου πολίτες είναι οι ζημιωθέντες ή ευθέως από τους ίδιους, αν η άσκηση του δικαιώματος θα
επιχειρηθεί δικαστικά ως ή μέσω διεθνούς συμφωνίας και αν, σε περίπτωση προσφυγής, αυτή θα επιχειρηθεί
στο δικαστήριo της Χώρας όπου διεπράχθη το αδίκημα με παραίτηση στην περίπτωση αυτή του εναγομένου
Kράτoυς από το προνόμιο της ετεροδικίας, ή σε δικαστήριο του εναγομένου Κράτους ή σε άλλο ειδικό
δικαστήριο. Αντίστοιχες άλλωστε αρχές ισχύουν και στον χώρο της ποινικής ευθύνης υψηλόβαθμων
αξιωματούχων ξένου Κράτους, για τους οποίους, και παρά τα σημαντικώς ταχύτερα βήματα που έχουν
σημειωθεί εκεί στο πεδίο του δημοσίου διεθνούς δικαίου, κυρίως με την σύσταση διεθνών ποινικών
δικαστηρίων, εξακολουθεί να αναγνωρίζεται η ετεροδικία, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτό κατηγορούνται
για εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (βλ. την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη
απόφαση της 14.2.2002 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση Κογκό κατά Βελγίου, όπου
γίνεται δεκτό ότι η αναγνώριση, στην περίπτωση αυτή, της ετεροδικίας, δεν σημαίνει και ατιμωρησία).
Εφόσον δε σε κανένα κείμενο ή στοιχείο δεν διατυπώνεται κανόνας άρσεως της ετεροδικίας στην περίπτωση
αστικής ευθύνης των Κρατών από πολεμικές συγκρούσεις δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο, κατά τα εκτεθέντα
σε προηγουμένη σκέψη, ούτε να διατυπώσει αυτό το πρώτον τέτοιο κανόνα ούτε να συναγάγει την ύπαρξή του
χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων από τη διεθνή πρακτική, αλλ` ούτε και να τον εξαγάγει
ερμηνευτικώς από μόνη την αρχή της υποχρεώσεως των Κρατών σε αποζημίωση για παραβιάσεις του
δικαίου τoυ κατά ξηράν πολέμου. […]
15. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι στο παρόν στάδιο
εξελίξεως του διεθνούς δικαίου εξακολουθεί να υφίσταται γενικώς παραδεγμένος κανόνας του δικαίου αυτού,
κατά τον οποίο ένα κράτος δεν δύναται να εναχθεί παραδεκτώς ενώπιον δικαστηρίου άλλου Κράτους για
αποζημίωση από καθε είδους αδικοπραξία που έλαβε χώρα στο έδαφος του forum και στην οποία
εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο ένοπλες δυνάμεις του εναγομένου Κράτους, είτε σε καιρό πολέμου είτε
σε καιρό ειρήνης. […]»
B.A. Xατζηϊωάννου 17
Μετά την ως άνω απόφαση του ΑΕΔ εκδόθηκαν επί παρεμφερούς υπόθεσης η ΕφΛαρ
374/2004 (Δικογραφία 2005. 247), η οποία διέλαβε ότι το Γερμανικό Δημόσιο
απολαμβάνει ετεροδικίας και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία να
δικάσει την διαφορά, απορρίπτοντας την αγωγή των συγγενών των θυμάτων ως
απαράδεκτη.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης από την επίσημη σελίδα του ΔΔ (στα Αγγλικά)
http://www.icj-cij.org/docket/files/143/16883.pdf
http://www.icj-cij.org/docket/files/143/16897.pdf
[Εφόσον ενδιαφέρεστε, διαβάστε σχετικώς: Βασιλική Σαράντη, Η ετεροδικία του κράτους στο διεθνές
δίκαιο: σύγχρονο καθεστώς και νέες τάσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του διεθνούς
ανθρωπιστικού δικαίου (2008).]
B.A. Xατζηϊωάννου 18
(1) Η παρούσα Σύμβαση και κάθε εξωσυμβατική αξίωση που γεννάται σε σχέση με αυτή θα
διέπονται και θα ερμηνεύονται σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο.
(2) Τα Μέρη υποχρεούνται να υπαγάγουν κάθε διαφορά που ενδέχεται να προκύψει σε σχέση
με τη νομιμότητα, εγκυρότητα, ερμηνεία ή εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης στην
αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
(3) Ο Όρος 13(2) εφαρμόζεται προς όφελος του ΕΤΧΣ (Ευρωπαϊκό Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Κατά συνέπεια, τίποτε από όσα αναφέρονται στον όρο
13(2) δεν εμποδίζει το ΕΤΧΣ από το να εκκινήσει διαδικασίες αντιδικίας (οι "Διαδικασίες")
στα δικαστήρια του Δικαιούχου Κράτους Μέλους ή του εφαρμοστέου δικαίου της παρούσας
Σύμβασης και το Δικαιούχο Κράτος Μέλος αποδέχεται αμετάκλητα την υπαγωγή στην
αρμοδιότητα των ανωτέρω δικαστηρίων. Στο μέτρο που το επιτρέπει ο νόμος, το ΕΤΧΣ θα
μπορεί να εκκινήσει παράλληλες Διαδικασίες σε περισσότερες από μια από τις ανωτέρω
δικαιοδοσίες».
(4) Το Δικαιούχο Κράτος Μέλος και η Τράπεζα της Ελλάδος παραιτούνται με την
παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή
μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι
δικαστικών ενεργειών σχετικά με την παρούσα Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων
ενδεικτικά απο κάθε δικαίωμα ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής
απόφασης ή άλλης διάταξης, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι
κάθε εκτέλεσης ή αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών τους στοιχείων στο
μέτρο που αυτό δεν απαγορεύεται από αναγκαστικό νόμο.»
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Αρχή των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (12) και ορισμός των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (13)
Α. ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑ
B.A. Xατζηϊωάννου 19
2. Οι διαφορές από σύμβαση μίσθωσης εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα είναι από
0,01 μέχρι 600 ευρώ. <Προσοχή: Επειδή αυτό που ενδιαφέρει είναι το μίσθωμα, μπορεί π.χ. διαφορά από φθορές
στο μίσθιο αξίας 30.000 ευρώ να υπάγεται στο Ειρηνοδικείο επειδή το συμφωνημένο μίσθωμα είναι π.χ. 300 ευρώ>
3. Oι διαφορές από την οροφοκτησία μέχρι 20.000 ευρώ (νέο άρθ. 14)
ΙΙ. Εξαιρετική αρμοδιότητα σε βάρος αρμοδιότητας των μονομελών και των πολυμελών
πρωτοδικείων (άρθρο 15 ΚΠολΔ)
1. Αγροτικές διαφορές
(α) από επίμορτη αγροληψία λόγω παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου,
(β) από ζημίες σε δέντρα, κλήματα, καρπούς, σπαρτά, ρίζες και γενικά φυτά
(γ) από την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρήσης δρόμων και μονοπατιών, καθώς και οι ζημίες
που προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτή
(γ) σχετικά με τον καθορισμό των αποστάσεων για το φύτεμα δένδρων ή φυτειών ή για την
ανέγερση φραχτών ή για τη διάνοιξη τάφρων
(δ) τη χρήση ή την παρεμπόδιση χρήσης του τρεχούμενου νερού,
(ε) από πώληση ζώων, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων
ιδιοτήτων.
B.A. Xατζηϊωάννου 20
4. Ενδοσωματειακές διαφορές
(α) Απαιτήσεις των σωματείων και συνεταιρισμών εναντίον των μελών τους ή των
καθολικών διαδόχων τους, για οφειλόμενη εισφορά
(β) απαιτήσεις των μελών ή οι καθολικών διαδόχων τους εναντίον των σωματείων και των
συνεταιρισμών για χρηματική ή άλλη παροχή.
Β. ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ
ΙI. Εξαιρετική αρμοδιότητα (17) σε βάρος της συνήθους αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων
(άρθρ.14) και της αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων (άρθρ. 18).
Οι ακόλουθες διαφορές (βλ. άρθρ. 17 ΚΠολΔ) υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα των
ΜΠρ, ανεξαρτήτως ποσού, δηλαδή ακόμα και όταν το αντικείμενο της διαφοράς υπολείπεται
των 20.000, 01 ευρώ ή υπερβαίνει τα 250.000 ευρώ.
1. Οι διαφορές οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα αυτές που αφορούν στο διαζύγιο, στην
ακύρωση του γάμου, στην αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, στις σχέσεις
των συζύγων στον γάμο και στο σύμφωνο συμβίωσης καθώς και οι διαφορές του άρθ. 592 αρ. 2
(διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων).
B.A. Xατζηϊωάννου 21
4. Οι διαφορές εκ της ακύρωσης αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή
συνεταιρισμών.
<Κατά τη νομολογία υπάγονται εδώ διαφορές από την ακύρωση αποφάσεων και του διοικητικού συμβουλίου
σωματείων ή συνεταιρισμών καθώς και γενικής συνέλευσης συνιδιοκτητών πολυκατοικίας.>
2. Οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία που δεν σχετίζονται με παράδοση ή απόδοση χρήσης
του μισθίου (πρβλ. άρθρ. 15 περ. 1 ΚΠολΔ: όταν οι διαφορές αυτές σχετίζονται με παράδοση ή
απόδοση χρήσης του μισθίου υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου).
3. Εργατικές διαφορές
(α) από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την
εργασία αυτή μεταξύ αφενός εργαζομένων (ή τους διαδόχους τους) και αφετέρου των
εργοδότες (ή των διαδόχων τους).
<Προσοχή: Εξηρτημένη εργασία υφίσταται όταν ο εργοδότης καθορίζει δεσμευτικά τον τόπο, χρόνο, τρόπο και
την έκταση παροχής της εργασίας και ο εργαζόμενος υποχρεώνεται σε συμμόρφωση προς τις σχετικές εντολές
του (ΑΠ 156/1998, ΕΕργΔ 1999, 276, πάγια νμλ). Σε περίπτωση που τα μέρη χαρακτηρίζουν μία σύμβαση
εργασίας ως «εξαρτημένη», το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό αυτό, αν η συγκεκριμένη
σύμβαση δεν έχει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά >
(β) από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή την
εργασία αυτή, μεταξύ από κοινού εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη.
(γ) από συλλογική σύμβαση εργασίας είτε ανάμεσα σ’ αυτούς που δεσμεύονται από αυτές,
είτε ανάμεσα σ’ αυτούς και τρίτους.
(δ) οι διαφορές ανάμεσα στους επαγγελματίες ή τους βιοτέχνες, είτε μεταξύ τους είτε με τους
πελάτες τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που κατασκεύασαν αυτοί
<Προσοχή: Επαγγελματίες και βιοτέχνες υπαγόμενοι στην διάταξη αυτή είναι οι αυτοπροσώπως παραγωγοί των
ειδών και πάροχοι της εργασίας (π.χ. ράφτες, υποδηματοποιοί, φανοποιός, επισκευαστής ηλεκτρικών συσκευών
κλπ) και όχι οι οργανωμένες βιοτεχνικές επιχειρήσεις. Ο νομοθέτης ηθέλησε να ευνοήσει την παραγωγική (και όχι
την μεταπρατική) δραστηριότητα και τα παρεχόμενα είδη πρέπει να προήλθαν από προσωπική (ανεξάρτητη)
εργασία.>
4. Ασφαλιστικές διαφορές
B.A. Xατζηϊωάννου 22
(α) ανάμεσα σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και τους ασφαλισμένους σ’ αυτούς ή
τους διαδόχους τους ή εκείνους που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από τη σχέση
ασφάλισης < όταν ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ν.π.δ.δ. >
(β) για το ποσοστό ή την πληρωμή του ασφαλίστρου για κάθε είδος ιδιωτικής ασφάλισης,
6. Αυτοκινητικές διαφορές
(α) από απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημιές από αυτοκίνητο, ανάμεσα
στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για
αποζημίωση ή τους διαδόχους τους,
(β) από απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές
εταιρίες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους.
IV. Αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων για τις εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων
Μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 3994/2011 (άρθρ. 3 παρ. 3 αυτού) κρίθηκε σκόπιμη
η αφαίρεση των συγκεκριμένων υποθέσεων από τα πολυμελή πρωτοδικεία και η υπαγωγή τους
στα μονομελή με ειδική όμως σύνθεση (βλ. εδ. β’ του νέου άρθρ. 17Α), ώστε ο δευτεροβάθμιος
δικαστής να μην υπολείπεται σε εμπειρία από τον πρωτοβαθμίως δικάσαντα ειρηνοδίκη.
1. Εξ αντιδιαστολής, όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα
μονομελή πρωτοδικεία
B.A. Xατζηϊωάννου 23
2. Προσοχή: Αν και δεν μνημονεύονται ρητώς στο νόμο, εδώ υπάγονται και όλες οι μη
αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που δεν έχουν υπαχθεί στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρ
και ΜΠρ
<π.χ. Αγωγές παραλείψεως (δυνάμει ΑΚ 57- 60, διατάξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, διανοητικής ιδιοκτησίας),
επιδείξεως εγγράφων (ΑΚ 902), διαρρήξεως (ΑΚ 939), αναγνώρισης της ακυρότητας δικαιοπραξιών, όπως διαθήκης ή
καταγγελίας εμπορικών συμβάσεων (δυνάμει των 281 και 174 ΑΚ) ή ακυρότητας συμβάσεων ως εικονικών κ.α.>
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
B.A. Xατζηϊωάννου 24
ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Α. ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗ
Ι. Ορισμός κι έννοια
Πρόκειται για την εξουσία ενός συγκεκριμένου τοπικά καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου
να δικάσει μια συγκεκριμένη διαφορά.
Κατά τόπον αρμοδιότητα ή δωσιδικία (ίδιο περιεχόμενο, διαφέρει η οπτική γωνία
αναφοράς)
- Το δικαστήριο της Λάρισας δεν έχει κατά τόπον αρμοδιότητα για την τάδε διαφορά.
- Ο τάδε διάδικος δωσιδικεί στο δικαστήριο της Λάρισας.
ΙΙ. Διακρίσεις
1. Πρώτη κατηγορία διακρίσεων (περισσότερο «εκπαιδευτική»)
Νόμιμη (όταν την καθορίζει ο νόμος βλ. άρθ. 22- 40 ΚΠολ)
Αιρετή ή κατά παρέκταση, που απορρέει από επιτρεπτή ρητή η σιωπηρή βούληση των
διαδικών (42-44 ΚΠολΔ)
Δοτή ή εκ δικαστικής αποφάσεως, στην περίπτωση παραπομπής από αναρμόδιο σε
αρμόδιο δικαστήριο (46 ΚΠολΔ)
B.A. Xατζηϊωάννου 25
Π.χ. άρθρο 29 ΚΠολΔ «διαφορές από εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ακίνητα υπάγονται στην
αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο»
(Αποκλειστική δωσιδικία)
Άρθρο 33 ΚΠολΔ «διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα
δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου
καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή» (Συντρέχουσα δωσιδικία)
Ι. Κατοικία ή, επικουρικά, διαμονή εναγομένου (22 και 23), εφόσον πρόκειται για
φυσικό πρόσωπο.
Ratio θέσπισης ως γενικής νόμιμης δωσιδικίας αυτής της κατοικίας ή διαμονής του
εναγομένου: Ο ενάγων, ως επιτιθέμενος, έχει συγκριτικό πλεονέκτημα επιλογής του
χρόνου και τρόπου έναρξης του δικαστικού αγώνα. Αν ο ενάγων επέλεγε αυθαίρετα και
τον πιο βολικό τόπο έναρξης της επίθεσης, τότε ο αμυνόμενος θα ήταν έρμαιο των
διαθέσεων του ενάγοντα με αποτέλεσμα να δυσχερανθεί η θέση του εναγομένου.
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν προστατεύεται:
(α) το δικαίωμα άμυνας του εναγομένου, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του ενάγοντος για
δικαστική προστασία και
(β) η αρχή της ισότητας των διαδίκων.
B.A. Xατζηϊωάννου 26
Κρίσιμος χρόνος ύπαρξης κατοικίας ή διαμονής του εναγομένου ο χρόνος κατάθεσης της
αγωγής (πρβλ. 45 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Έδρα νομικών προσώπων ως γενική δωσιδικία αυτών. (25 § 2 ΚΠολΔ, 64 ΑΚ).
Η έδρα Ν.Π.Δ.Δ. καθορίζεται στον ιδρυτικό νόμο. Η έδρα του Ν.Π.Ι.Δ. στο καταστατικό
τους. Πρόκειται για την λεγόμενη καταστατική έδρα. Ωστόσο, έχει επικρατήσει στη
νομολογία να αποτελεί κριτήριο της γενικής δωσιδικίας η πραγματική έδρα, δηλαδή ο
τόπος από τον οποίο στην πραγματικότητα λαμβάνει χώρα η διοίκηση των υποθέσεων
του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/2003)
Διαφορές από την αυτοτελή δράση υποκαταστημάτων ν.π. εισάγονται και στο
δικαστήριο του τόπου, όπου βρίσκεται το υποκατάστημα (23 § 2 σε συνδυασμό με 25 §
2 ΚΠολΔ). Όμως, η αγωγή δεν στρέφεται κατά του υποκαταστήματος αυτοτελώς, αλλά
κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την σημείωση στο δικόγραφο της αγωγής της έδρας του
υποκαταστήματος.
ΙΙΙ. Δημόσιο.
Δεν έχει ενιαία έδρα. Ενάγεται κατ’ αρχήν στην Αθήνα όπου η έδρα του Υπουργού
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (βλ. άρθρ. 1 του κ.δ. 26.6/10.7.1944 «περί
κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Υπάρχουν όμως και άλλες δωσιδικίες ανάλογα με την υπόθεση, όπως η έδρα του
διευθυντή του δημόσιου ταμείου (διαφορές από τον ΚΕΔΕ), ο οικονομικός έφορος κατά
τον δασικό κώδικα κλπ. Σε κάθε περίπτωση η αγωγή επιδίδεται στο ως άνω δημόσιο
όργανο και συγκοινοποιείται στον Υπουργό Οικονομικών.
Ετεροδικία: Κάθε κράτος ασκεί στα όρια της κυριαρχίας του, δικαιοδοσία μέσω των
δικαστηρίων. Κάθε κράτος, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, έχει δικαιοδοσία επί
προσώπων που ενώ, τυπικά, θα μπορούσαν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία αλλοδαπής
πολιτείας (π.χ. επειδή ως διπλωματικοί υπάλληλοι της Ελλάδος κατοικούν στην
αλλοδαπή) υπόκεινται στην δική της δικαιοδοσία.
Πρόσωπα που απολαμβάνουν ετεροδικίας καθορίζονται από την Σύμβαση της Βιέννης
της 18.4.1961 (ν.δ. 503/1970) και 24.4.1963 (Ν. 90/1975).
B.A. Xατζηϊωάννου 27
Σκοπός: Να αποφευχθούν οι συνεχείς μετακινήσεις που θα δυσχεράνουν την άσκηση των
καθηκόντων τους. Δωσιδικία που υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 22, αλλά ισχύει
παράλληλα προς τις ειδικές συντρέχουσες δωσιδικίες και εκτοπίζεται από τις ειδικές
αποκλειστικές δωσιδικίες.
I. Γενικός κανόνας
Αποκλείουν (παραμερίζουν) υποχρεωτικά τις γενικές και τις ειδικές (συντρέχουσες)
δωσιδικίες
B.A. Xατζηϊωάννου 28
διαφορές μεταξύ διαχειριστή και τρίτου. Θεωρείται ότι αποκλείει τις υπόλοιπες
αποκλειστικές δωσιδικίες (27,29,30,31).
IV. Δωσιδικία της τοποθεσίας του ακινήτου (forum rei sitae) (29)
Aποτελεί εκδήλωση της δικαστηριακής εξουσιάσεως του χώρου (Κεραμεύς)
Σκοπός: Ευχερής διεξαγωγή αποδείξεων επί τόπου (ακόμα και μέσω
πραγματογνωμοσύνης ή αυτοψίας). Επίσης συνιστά εκδήλωση εθνικής κυριαρχίας
[βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας] επί ακινήτων εντός του εδάφους του ελληνικού κράτους
(άρθρ. 3 σε συνδυασμό με 29ΚΠολΔ). Έχει ευρεία εφαρμογή και καλύπτει πλήθος
διαφορών που σχετίζονται με το επίδικο ακίνητο.
Όμως, δεν υπάγονται εδώ κατά τη νομολογία :
(α) Αγωγή αναγνωρίσεως κύρους ή ακυρότητας εμπράγματης δικαιοπραξίας σε ακίνητο
(βλ. 33 ΚΠολΔ) [προέχει το ενοχικό στοιχείο]
(β) Αγωγή του αγοραστή κατά του πωλητή ακινήτου για παράδοση του (βλ. επίσης 33
ΚΠολΔ) [ομοίως προέχει το ενοχικό στοιχείο της διαφοράς]
(γ) Αγωγή σε καταδίκη δήλωσης βουλήσεως επί ακινήτου (βλ. 949 ΚΠολΔ). Αποτελεί
διαφορά από σύμβαση (πρβλ. 33 ΚΠολΔ).
Είναι ισχυρή αποκλειστική δωσιδικία και κατά την κρατούσα άποψη υποχωρεί έναντι
όλων των αποκλειστικών δωσιδικιών, ακόμα και της δωσιδικίας της παρέκτασης, όταν η
κατά παρέκταση αρμοδιότητα προκύπτει ως αποκλειστική (44). Υπερισχύει όμως των
άρθρ. 25 §1, 26,27 και 37 ΚΠολΔ.
B.A. Xατζηϊωάννου 29
VI. Δωσιδικία της συνάφειας (forum connexitatis) (31)
(β) Περιπτώσεις κύριων δικών συναφών μεταξύ τους (άρθρ. 31 §3) και σχέση συνάφειας.
Έννοια συνάφειας: Εξέλιξη δικών που αν συνεχιστούν παράλληλα ενδεχομένως
οδηγήσουν σε ασυμβίβαστα αποτελέσματα.
– Δίκες για δικαιώματα εντασσόμενα στην ίδια έννομη σχέση (π.χ. αγωγή
εργαζόμενου για δεδουλευμένες αμοιβές εκ συμβάσεως εργασίας και αγωγή
εργοδότη για ζημία του λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης εργασίας
από τον εργαζόμενο.)
– Δίκες που συνδέονται με προδικαστικότητα (π.χ. αγωγή εμπορικού αντιπροσώπου
για αποζημίωση λόγω καταχρηστικής καταγγελίας σύμβασης αντιπροσωπείας –
αγωγή προμηθευτή για αναγνώριση της εγκυρότητας της καταγγελίας για
σπουδαίο λόγο – Αγωγή του Α για ακύρωση σύμβασης και αντίθετη αγωγή του Β
για αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω παροχής που έδωσε διαρκούσης της
συμβάσεως).
– Δίκες που ερείδονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν: (π.χ. αντίθετες αγωγές για
αυτοκινητιστικό ατύχημα).
– Δίκες επί του ιδίου αντικειμένου (π.χ. αντίθετες αγωγές κυριότητας που αφορούν
το ίδιο ακίνητο).
Για τη συνάφεια δεν είναι απαραίτητη η πλήρης ταύτιση των προσώπων των διαδίκων. Η
επόμενη κύρια δίκη μπορεί να ανοιχθεί μεταξύ ενός ή όλων των αρχικών διαδίκων και
τρίτου
(ΕφΑθ 4485/1992, Δ 1992, 1049: «(…) Επομένως, ενόψει του άρθρου 33 ΠολΔ, που καθιερώνει την ειδική
δωσιδικία της δικαιοπραξίας, στη δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων υπάγεται και η αγωγή,
με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση αποζημίωσης σε βάρος του εναγομένου (από σύμβαση πώλησης
κινητών) αλλοδαπού δανειστή (πωλητή) μετά την απόσβεση της κύριας προς αυτόν υποχρέωσης (για
B.A. Xατζηϊωάννου 30
καταβολή του τιμήματος) του ενάγοντος αγοραστή, για την καλή εκτέλεση της οποίας υποχρέωσης είχε
παρασχεθεί με εντολή του τελευταίου εγγυητική επιστολή τράπεζας, την οποία ο εναγόμενος πωλητής
αρνείται αδικαιολόγητα μετά απ` αυτό να αποδώσει (επιστρέψει) κατά παράβαση της μεταξύ αυτού και του
ενάγοντος αγοραστή σχετικής σύμβασης, ζημιώνοντας έτσι τον τελευταίο εφόσον η κατάρτιση της
σύμβασης αυτής έγινε στην Ελλάδα. Ενόψει δε του άρθρου 31 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την ειδική
δωσιδικία της συνάφειας, (…), υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων να δικάσουν την
ίδια αγωγή αποζημίωσης και κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αλλοδαπής τράπεζας, προς την
οποία απευθύνεται και δόθηκε, για λογαριασμό του εναγομένου πωλητή (πελάτη της) η πιο πάνω εγγυητική
επιστολή και η οποία αρνείται (όπως και ο πωλητής) αδικαιολόγητα να αποδώσει την επιστολή αυτή μετά
την λήξη της ισχύος της, ζημιώνοντας έτσι και αυτή τον ενάγοντα αγοραστή, εφόσον η αλλοδαπή αυτή
τράπεζα παραδεκτώς και νόμιμως εναγεται απο κοινού με το δανειστή πωλητή ενώπιον του δικαστηρίου
της συντρέχουσας ειδικής δωσιδικίας αυτού, λόγω συναφείας κατα το άρθρο 31 ΚΠολΔ, δοθέντος και
του ότι αντικείμενο της επίδικης διαφοράς είναι ομοειδείς υποχρεώσεις, που στηρίζονται σε παρόμοια
κατά τα ουσιώδη στοιχεία της ιστορική και νομική βάση(…)»).
Η δωσιδικία της συνάφειας δεν εφαρμόζεται, όταν η συναφής αγωγή υπάγεται σε άλλη
δικαιοδοσία ή άλλη διαδικασία.
Π.χ.. Αγωγή του Α κατά της εφημερίδας Β, με έδρα τη Θεσ/νίκη για συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου
εισάγεται στην ειδική διαδικασία του άρθρ. 614 (§ 7). Αντίθετη αγωγή της Β για προσβολή της
επαγγελματικής της φήμης εξαιτίας προφορικής διάδοσης του Α προσβλητικών χαρακτηρισμών κατά της Β
(που έλαβε χώρα μετά το συγκεκριμένο δημοσίευμα της Β) υπάγεται στην τακτική διαδικασία.
Εφόσον η πρώτη δίκη υπάγεται σε ειδική διαδικασία (614) και η δεύτερη στην τακτική,
συνάφεια δεν υφίσταται και δεν λειτουργεί το 31 (ενδεχομένως 249 ΚΠολΔ).
Η ύπαρξη συνάφειας δεν επηρεάζει μόνο την κατά τόπον, αλλά και την καθ’ ύλη
αρμοδιότητα (βλ. άρθρ. 31 §2), καθώς το ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο της κύριας
υπόθεσης εφελκύει τη συναφή υπόθεση που κανονικά υπάγεται σε κατώτερο ιεραρχικά
δικαστήριο. Πάντως, όταν έχει προηγηθεί αγωγή σε ιεραρχικά κατώτερο και ασκείται
άλλη αγωγή που υπάγεται σε ιεραρχικά ανώτερο, κατά την κρατούσα νομολογία, το
πρώτο (κατώτερο ιεραρχικά) δικαστήριο είτε αναστέλλει την πορεία της δίκης,
αναμένοντας την απόφαση του ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου (249ΚΠολΔ) ή
παραπέμπει στο δεύτερο ιεραρχικά ανώτερο (46) κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 31
ΙΙ. (Νίκας, ΠολΔ Ι (2003), σελ. 201, σημ. 142).
B.A. Xατζηϊωάννου 31
Συμπορεύονται με την γενική δωσιδικία. Η διαφορά εισάγεται είτε στο δικαστήριο της
γενικής είτε της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας. Παραμερίζονται αν εφαρμόζεται
ειδική αποκλειστική δωσιδικία.
Η σπουδαιότερη από πρακτική άποψη από τις ειδικές συντρέχουσες. Για την
εγκαθίδρυσή της αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή ότι η διαφορά έχει προκύψει από
δικαιοπραξία εν ζωή, ακόμα και αν ο εναγόμενος αμφισβητεί την ύπαρξη της
συγκεκριμένης δικαιοπραξίας.
Εκτός από τις δικαιοπραξίες εν ζωή, υπάγονται και λοιπές υπαγόμενες διαφορές (που δεν
αποτελούν δικαιοπραξία εν ζωή)
- Η αποζημίωση λόγω ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις (ΑΚ 197-198) και από
αρνητικό διαφέρον (ΑΚ 132, 145, 153, 171 §2).
- Μέχρι σήμερα (πριν δηλαδή την θέσπιση του άρθρ. 39Α) οι αγωγές για διατροφή
(ΑΚ 1485-1504), αν και δεν πρόκειται για δικαιοπραξία, αλλά για ενοχή εκ του
νόμου. Είναι αμφίβολο αν μετά την ειδική διάταξη του άρθρ. 39Α χρειάζεται
πλέον μια τέτοια υπαγωγή των αγωγών διατροφής στην 33 ΚΠολΔ.
- Κατά μία άποψη, υπάγεται εδώ και η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον
συναρτάται με προϋπάρχουσα σύμβαση, όπως π.χ. συμβαίνει με την αγωγή για
απόδοση του τιμήματος που είχε καταβληθεί από τον ενάγοντα δυνάμει άκυρης
συμβάσεως.
Δεν υπάγονται δικαιοπραξίες αιτία θανάτου (πρβλ. 30 ΚΠολΔ) και λοιπές ενοχές εκ του
νόμου (π.χ. 1063 ΑΚ, 914 επ. ΑΚ, πρβλ. 35 ΚΠολΔ)
Αρμόδιο δικαστήριο είναι αυτό του τόπου καταρτίσεως ή του τόπου όπου είναι
εκπληρωτέα η παροχή (το αν έχει ή όχι εκπληρωθεί δεν ενδιαφέρει – βλ. διατύπωση της
διάταξης). Αν τούτο προκύπτει από τη σύμβαση δεν υπάρχει δυσκολία (π.χ. παράδοση
εμπορευμάτων στις αποθήκες του πωλητή στο Βόλο ή σύναψη σύμβασης στην Αθήνα ή
καταβολή μη καταβληθέντος έπρεπε να γίνει στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί ο
ενάγων στο κατάστημα τραπέζης της πόλης Χ).
Ζήτημα αναφύεται, όπου δεν υπάρχει συγκεκριμένη συμβατική ρύθμιση των μερών.
Τότε πρέπει να θυμόμαστε τις αρχές του ουσιαστικού δικαίου:
Τόπος κατάρτισης βάσει της θεωρίας της λήψεως (167, 192 ΑΚ) : «η δήλωση βουλήσεως
έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να
B.A. Xατζηϊωάννου 32
απευθυνθεί». «η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει στον προτείνοντα η δήλωση
αποδοχής της πρότασής του»
[Επί αξιογράφων στον τόπο εκδόσεως ή αποδοχής της συναλλαγματικής ή οπισθογραφήσεως.]
Τόπος εκπλήρωσης: Κατ’ αρχάς, προκύπτει από τη βούληση των μερών. Αν δεν
προκύπτει, συνάγεται από τις περιστάσεις (ΑΚ 200,288) και τέλος απευθείας από το
νόμο (320-322 ΑΚ – χρέος άρσιμο, κομίσιμο)
Ανταγωγή: η αγωγή του εναγομένου που συνεκδικάζεται με την αγωγή του ενάγοντος. Ο
εναγόμενος φέρει ενδεχόμενες αξιώσεις του κατά του ενάγοντος στο δικαστήριο που
εκκρεμεί η αγωγή του τελευταίου. Για τον τρόπο άσκησής της και λοιπές ειδικότερες
προϋποθέσεις παραδεκτού βλ. άρθρ. 268 ΚΠολΔ.
Το άρθρ. 34 ΚΠολΔ εισάγει αποκλειστική δωσιδικία, εφόσον ασκηθεί ανταγωγή.
Εφόσον όμως ασκηθεί αυτοτελής (αντίθετη) αγωγή, τότε η αγωγή αυτή μπορεί να
εισαχθεί σε άλλη δωσιδικία, γενική ή ειδική, καθώς δεν πρόκειται τυπικά για ανταγωγή.
Το Δικαστήριο της δωσιδικίας της ανταγωγής εξετάζει κανονικά την ανταγωγή, ακόμα
και αν η αγωγή απορρίπτεται για ουσιαστικούς ή και για τυπικούς λόγους. Όταν όμως η
αγωγή ασκείται σε αναρμόδιο δικαστήριο, παραπέμπεται στο αρμόδιο, στο οποίο
παραπέμπεται και η ανταγωγή (εφόσον υπάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου της
παραπομπής ή και κατώτερου απ’ αυτό δικαστηρίου). Επίσης, αν μεσολάβησε παραίτηση
ή ανάκληση της κύριας αγωγής, η ανταγωγή εξετάζεται αυτοτελώς.
B.A. Xατζηϊωάννου 33
III. Δωσιδικία αδικήματος (forum delicti) (35)
Νέα διάταξη που εισήχθη με το ν. 3994/2011 και αποδεσμεύει την εν λόγω δωσιδικία
από το ποινικό αδίκημα. Σκοπός είναι η ευχέρεια συλλογής των αποδείξεων από τον
τόπο του αδικήματος. Τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι τόσο ο τόπος της πράξης όσο
και τόπος του αποτελέσματος, οπότε ενδέχεται να μη συμπίπτουν. Π.χ. αδικήματα δια
του τύπου (ν.1178/81) [Ενδεχομένως αρμόδια δύο ή περισσότερα δικαστήρια καθώς η
έκδοση της εφημερίδος γίνεται π.χ. στην έδρα της εφημερίδας, όμως η κυκλοφορία και
επομένως η ιστορούμενη στην αγωγή συκοφαντική δυσφήμιση σε περισσότερα μέρη (σε
όσα μέρη κυκλοφόρησε η εφημερίδα)]. Με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζονται οι
σύνδεσμοι με διαφορετικά δικαστήρια. Επίσης, εναλλακτικά, η διάταξη εισάγει ως
σύνδεσμό και τον τόπο στον οποίο επίκειται η επέλευση της ζημίας, υπό την έννοια της
πρώτης σοβαρής υλικής εκδήλωσής της και όχι τυχόν μεταγενέστερων δευτερευουσών
ζημιών.
Π.χ. Ο Α, κάτοικος Κομοτηνής, θέλει να ασκήσει αγωγή κατά του Β (κατοίκου Αθηνών) και Γ (κατοίκου
Θεσσαλονίκης) για άδικη πράξη που έλαβε χώρα από τον Γ ως προστηθέντα στην Κομοτηνή. Οι Β και Γ
ενέχονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση και δημιουργούν απλή παθητική ομοδικία. Ο Α προτιμά να
ασκήσει την αγωγή κατά του Γ στην Κομοτηνή (λόγω της 35 ΚΠολΔ) και να συνεναγάγει στην Κομοτηνή
και τον Β, ο οποίος όμως κανονικά δεν δωσιδικεί στην Κομοτηνή, αλλά στην Αθήνα.
Προσοχή: Αν για κάποιον από τους ομοδίκους ισχύει αποκλειστική δωσιδικία, ενώ για
τους υπόλοιπους όχι, τότε διατυπώθηκαν τρεις απόψεις:
(α) και οι λοιποί ομόδικοι πρέπει να εναχθούν στην αποκλειστική αυτή δωσιδικία του
ενός ομοδίκου (Κεραμεύς και νομολ) ΔΕΝ ισχύει το δικαίωμα επιλογής του 37 §1
(β) ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής 37 §1 (Μητσόπουλος, Μπέης)
(γ) σε απλή ομοδικία ματαιώνεται η δυνατότητα κοινής εναγωγής και επομένως επιλογής
(διότι οι δίκες βαίνουν ξεχωριστά) ενώ επί αναγκαίας ομοδικίας υφίσταται δικαίωμα
επιλογής 37 §1 (Γέσιου- Φαλτσή)
B.A. Xατζηϊωάννου 34
Αν πάλι έχει συμφωνηθεί με έναν ομόδικο παρέκταση αρμοδιότητας (βλ. πιο κάτω), αυτή
δεσμεύει μόνο αυτόν και όχι τους λοιπούς ομόδικους (σχετικότητα των ενοχών), οπότε
το δικαίωμα επιλογής ισχύει για τους υπόλοιπους ομοδίκους που δεν δεσμεύονται από
την συμφωνία παρέκτασης (ΑΠ 755/1993 και Γαζής/Μητσόπουλος, μάλλον ορθότερη και
κρατούσα). Κατά άλλη άποψη, όλοι υπάγονται στην δωσιδικία της παρεκτάσεως
(Κεραμεύς)
B.A. Xατζηϊωάννου 35
αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα) [εκτός αν συνεκδικάζονται με γαμική διαφορά
(592 §4 ΚΠολΔ) οπότε υπάγονται σε αυτή τη δωσιδικία]
Κρίσιμη η τελευταία κοινή διαμονή, όχι η κατοικία. Αν πάλι δεν ευρίσκεται κοινή
διαμονή, τότε αποκτούν αρμοδιότητα τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους, αν
έστω και ένας από τους συζύγους ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας (612 ΙΙ
ΚΠολΔ).
B.A. Xατζηϊωάννου 36
Περιουσία κατ’ άρθ. 40§1: Κάθε αντικείμενο που έχει χρηματική αξία (πράγμα ή
δικαίωμα). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη της περιουσίας ο χρόνος κατάθεσης της
αγωγής στην γραμματεία του δικαστηρίου. Μεταγενέστερη απομάκρυνση της περιουσίας
δεν ασκεί επιρροή στην θεμελίωση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου της δωσιδικίας
αυτής.
Απαιτήσεις εναγομένου κατά τρίτου, μαχητό τεκμήριο ότι η περιουσία βρίσκεται στον
τόπο κατοικίας του τρίτου.
Ε. ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ
Ι. Γενικά
1. Οι δικονομικοί κανόνες υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο, το οποίο αποτελεί
αναγκαστικό δίκαιο. Παρέχουν πάντως περιορισμένη συναλλακτική ελευθερία (=
«δικονομικές συμβάσεις»: π.χ. π.χ. συμφωνία υπαγωγής διαφορών από μια έννομη σχέση
σε διαιτησία, αποδεικτικές συμβάσεις, συμβάσεις περί αναβολής ή ματαίωσης της
συζήτησης ενός ένδικου βοηθήματος ή μέσου κλπ.). Κατεξοχήν δικονομική σύμβαση
αποτελεί η συμφωνία (ρήτρα) παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας. Ο
νομοθέτης επέτρεψε τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών από τους διαδίκους (με μια σειρά
περιορισμών ωστόσο, τους οποίους αναλύουμε κατωτέρω), καθώς γίνεται δεκτό ότι η
διαμόρφωση της κατά τόπον αρμοδιότητας κατ’ αρχήν διευκολύνει την διεξαγωγή της
δίκης σε τόπο που εξυπηρετεί τους διαδίκους.
B.A. Xατζηϊωάννου 37
δικαστηρίου και ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες παραπομπής ενός ένδικου
βοηθήματος από αναρμόδιο σε αρμόδιο δικαστήριο.
1. Ισχύει ΜΟΝΟ για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας. Συνεπώς,
απαγορεύεται (α) η υπαγωγή διαφοράς σε δικαστήριο άλλο από το καθ’ υλην αρμόδιο
(π.χ. υπόθεση υπαγώμενη κατά νόμο στο ΜΠρ δεν μπορεί να υπαχθεί με συμφωνία στο
ΠολΠρ ή το αντίστροφο), (β) η υπαγωγή με συμφωνία μιας διαφοράς κατευθείαν σε
δικαστήριο δευτέρου βαθμού, (γ) η μεταβολή της προβλεπόμενης διαδικασίας (π.χ. από
τακτική διαδικασία σε ειδική – πιο ευέλικτη- διαδικασία).
2. Ισχύει για διαφορές με περιουσιακό αντικείμενο. Συνεπώς, μη περιουσιακές
διαφορές, όπως οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές μεταξύ γονέων και τέκνων και οι
υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας δεν υπόκεινται σε παρέκταση. Υπάγονται πάντως σε
συμφωνία παρεκτάσεως οι διαφορές με αντικείμενο την άρση μιας παράβασης και την
παράλειψή της στο μέλλον.
3. Πρέπει να συνάπτεται είτε εκ των προτέρων είτε κατά την έναρξη της δίκης με ειδική
συμφωνία με σαφώς προσδιορισμένο δικαστήριο.
4. Δυνατή η επιλογή δικαστηρίου που δεν έχει καμία σχέση με την διαφορά.
5. Μπορεί να είναι και σιωπηρή: τεκμαίρεται αμάχητα όταν ο εναγόμενος παρίσταται
στην συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ο ισχυρισμός περί τοπικής αναρμοδιότητας του
δικαστηρίου (263 α’ ΚΠολΔ: «Κατα την συζήτηση πρέπει να προτείνονται, με ποινή
απαραδέκτου η αναρμοδιότητα, εκτός αν δεν επιτρέπεται παρέκταση»). (Πρόκειται για
άρνηση, όχι ένσταση). Στην πράξη, δύσκολη η διαπίστωση ή απόδειξη προηγούμενης
σιωπηρής συμφωνίας, όταν ο αντίδικος παρίσταται και αντιλέγει. Επ’ αυτού, προσοχή
στα εξής:
(α) Αν παραιτηθεί ο ενάγων από το δικόγραφο της αγωγής (294 ΚΠολΔ) και ο
εναγόμενος δεν έχει προβάλει ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας πριν την
προφορική συζήτηση ή επ’ ακροατηρίω, σε περίπτωση εκ νέου άσκησης της
B.A. Xατζηϊωάννου 38
αγωγής, το δικαστήριο στο οποίο είχε ασκηθεί η προηγούμενη αγωγή δεν
εξακολουθεί να έχει αρμοδιότητα κατά παρέκταση. Και τούτο διότι η «σιωπηρή
συμφωνία» κατά την προηγούμενη δίκη δεν επιβιώνει (συμπαρασύρεται) από την
ως άνω παραίτηση. Με άλλα λόγια, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει σε άλλο
δικαστήριο τη νέα αγωγή του μη δεσμευόμενος από τη «σιωπηρή συμφωνία» του
αντιδίκου του.
(β) Αν δεν υπάρχει συμφωνία παρέκτασης, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητος
μπορεί να προβληθεί πάντως πρώτη φορά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως
λόγος έφεσης. Τούτο π.χ. μπορεί να συμβεί όταν ο εναγόμενος δικάστηκε ερήμην
και το δικαστήριο, το οποίο ως αναρμόδιο όφειλε να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως,
έκανε δεκτή την αγωγή εφαρμόζοντας το τεκμήριο ερημοδικίας (271 ΚΠολΔ).
Για τις εξουσίες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον εξαφανίσει την
πρωτοβάθμια απόφαση για αναρμοδιότητα βλ.άρθρ. 46 ΚΠολΔ.
6. Όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (π.χ.
διαφορά που υπάγεται στο 29 ΚΠολΔ), για να είναι ισχυρή η συμφωνία πρέπει να είναι
«ρητή» (δηλαδή να επιβεβαιώνεται ενεργητικά από τον εναγόμενο είτε με τις προτάσεις
του στην τακτική διαδικασία ή (και) με ρητή αναφορά του που καταγράφεται στα
πρακτικά της δίκης σε όλες τις άλλες διαδικασίες). Στην περίπτωση αυτή, απλή σιωπηρή
παράσταση του εναγομένου δεν εγκαθιδρύει αρμοδιότητα δικαστηρίου άλλου απ’ αυτό
που έχει αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα.
7. Όταν αναφέρεται σε μελλοντικές διαφορές πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται
σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία πρόκειται να προέλθουν οι υπαγόμενες σε
παρέκταση διαφορές. Τούτο στην πράξη συμβαίνει με την περίληψη σε ένα
συμφωνητικό πώλησης, μίσθωσης, εμπορικής αντιπροσωπείας κλπ. μιας ρήτρας που να
αναφέρεται σε διαφορές από την εκτέλεσης της σύμβασης αυτής ή επ’ευκαιρία της
εκτελέσεως αυτής.
8. Η συμφωνία ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (173 -200
ΑΚ). Πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελεύθερων διαπραγματεύσεων και να είναι
απαλλαγμένη από ελαττώματα της βουλήσεως. Είναι, περαιτέρω, άκυρη:
(α) όταν επαφίεται στον έναν συμβαλλόμενο να καθορίσει μελλοντικά και κατ’
αρεσκεία του το αρμόδιο δικαστήριο.
(β) όταν είναι αποτέλεσμα απεριόριστης υποταγής του ενός συμβαλλομένου
Άκυρη η συμφωνία παρεκτάσεως υπέρ του δικαστηρίου της έδρας της τράπεζας για όλες
τις διαφορές από σύμβαση δανείου με καταναλωτή (ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001, 1128 επ.)
B.A. Xατζηϊωάννου 39
Η εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας προβολή ενστάσεως ελλείψεως κατά τόπον
αρμοδιότητας λόγω συμφωνημένης παρεκτάσεως ήταν καταχρηστική όταν η αγωγή ασκήθηκε στον
τόπο κατοικίας του (ενάγοντος) ασφαλισμένου, όπου η ασφαλιστική εταιρεία διέθετε και
υποκατάστημα (ΜΠρΘεσ 8007/2001 Αρμ 2002, 747).
(γ) Επειδή η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, η επίκληση
από τον εναγόμενο ισχυρισμού περί αναρμοδιότητος μπορεί να αποκρουσθεί από
τον αντίδικο με ένσταση όχι εκ του άρθρ. 281 ΑΚ, αλλά με ισχυρισμό εκ του
άρθρ. 70 ΚΠολΔ
[βλ. ΜΠρΛαρ 2619/1999 ΝοΒ 2000
Συμφωνήθηκε παρέκταση αρμοδιότητας των δικαστηρίων της κατοικίας του δανειστή.
Ο δανειστής έκανε αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής στον τόπο κατοικίας του οφειλέτη.
Εκδίδεται διαταγή πληρωμής επί της οποίας ασκεί ανακοπή ο οφειλέτης στο δικαστήριο του δικού
του τόπου κατοικίας, επειδή είναι και το δικαστήριο που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής.
Ο οφειλέτης προβάλλει ως λόγο ανακοπής την έλλειψη αρμοδιότητας του δικαστηρίου που
εξέδωσε την διαταγή πληρωμής.
Η συμφωνία παρεκτάσεως δεν ήταν προς το συμφέρον του οφειλέτη, αλλά προς το συμφέρον του
δανειστή. Απεμπολώντας ο δανειστής το πλεονέκτημα να ανοίξει τη δίκη στο πλησιέστερο σε
αυτόν δικαστήριο, ευνόησε τον οφειλέτη, καθώς οι δίκες ήχθησαν ενώπιον του πλησιέστερου σε
αυτόν δικαστηρίου. Συνεπώς, ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλει αυτή τον ισχυρισμό αυτό
παραδεκτά, διότι δεν έχει έννομο συμφέρον προς τούτο. Αν πάλι γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός
αυτός, το πιθανότερο θα ήταν μια κατά τα λοιπά νόμιμη διαταγή πληρωμής να ακυρωνόταν και
επομένως να παρατεινόταν χρονικά η διαφορά και να αναγκαζόταν ο δανειστής να προβεί εκ νέου
σε αίτηση στο δικαστήριο της δικής του κατοικίας.]
Η συμφωνία καλύπτει τις διαφορές εκ της συμβάσεως αλλά και εξ αδικοπραξίας που
προήλθαν από την ίδια έννομη σχέση. Περιλαμβάνει και τα ασφαλιστικά μέτρα
((ΜΠρΘεσ 1256/2007 ΧρΙΔ 2007.442, ΜΠρΑγρ 153/2015 ΝοΒ 2015. 1006) και την
διαταγή πληρωμής. Όχι όμως και τις διαφορές από την αναγκαστική εκτέλεση. Επειδή
για τις διαφορές αυτές ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα του άρθρ. 933 § 2 ΚΠολΔ
πρέπει να γίνεται ρητή αναφορά σε αυτές (42 ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και για τις
διαφορές από μελλοντική αναγκαστική εκτέλεση. Πρέπει να συμφωνούνται εγγράφως
(43ΚΠολΔ).
B.A. Xατζηϊωάννου 40
εκδοχέας απαίτησης, εταιρεία που κατόπιν συγχώνευσης απορρόφησε την
συμβληθείσα εταιρεία κλπ.)
Επί απλής ομοδικίας η (σιωπηρή) παρέκταση δεν δεσμεύει και τον
ερημοδικασθέντα ομόδικο (βλ. άρθρ. 74), αλλά μόνο εκείνον ο οποίος
παρεστάθη και συμφώνησε σιωπηρώς ή ρητώς (εφόσον τούτο απαιτείται).
B.A. Xατζηϊωάννου 41
Ι. Προσδιορισμός του αντικειμένου (8-11)
B.A. Xατζηϊωάννου 42
ποσοτικά ανώτερο αίτημα (είτε κύριο είτε επικουρικό).
Σχετικά με τον ειδικότερο προσδιορισμό της αξίας δικαιωμάτων (βλ. 11). Για τον
ειδικότερο υπολογισμό του μηνιαίου μισθώματος (14 § 1 β’) κατισχύει του άρθ. 11 §
6 ως προς τις μισθωτικές διαφορές.
B.A. Xατζηϊωάννου 43
ΙΙ. Έρευνα της αρμοδιότητας κι ένδικα μέσα
B.A. Xατζηϊωάννου 44
επανακατάθεση της αγωγής, της οποίας τα αποτελέσματα, όπως προαναφέρθηκε,
διατηρούνται από την αρχική άσκηση στο αναρμόδιο δικαστήριο.
Σε ένδικα μέσα υπόκειται και η απόφαση που ενώ έπρεπε να παραπέμψει δεν το έπραξε.
Αν όμως ανώτερο ιεραρχικά (αλλά αναρμόδιο) δικαστήριο διακράτησε και δίκασε
υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου ιεραρχικά δικαστηρίου, η απόφαση
αυτή δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση κατώτερου
[αρμόδιου;] δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο [αναρμόδιο;] (47
ΚΠολΔ). Η ερμηνεία αυτή εδράζεται στην γενική ratio της διάταξης, δηλαδή στην για
λόγους οικονοµίας της δίκης και προς αποφυγή παρέλκυσής της αποφυγή ενδίκου μέσου
κατά απόφασης δικαστηρίου περί αναρμοδιότητας που παραπέµπει την απόφαση σε
ανώτερο. Και τούτο, διότι είτε αρμόδιο είτε αναρμόδιο, το ανώτερο δικαστήριο ως τέτοιο
διαθέτει κατά τεκµήριο τα εχέγγυα ορθής δικαστικής κρίσης. Καθώς το άρθ. 47 δεν
διακρίνει, η μη προσβολή με έφεση θα ισχύει και στην περίπτωση που κατώτερο
δικαστήριο που είχε εξαιρετική αρμοδιότητα ως προς μία διαφορά (π.χ. ειρηνοδικείο
κατ’ άρθ. 15) την παρέπεμψε (για να διευκολύνει ενδεχομένως συνεκδίκαση με άλλη
διαφορά) σε ανώτερο δικαστήριο, ενώ θα μπορούσε να την δικάσει.
B.A. Xατζηϊωάννου 45