You are on page 1of 47

Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης

ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΓΕΝΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ενοχικό Δίκαιο: Ο κλάδος του ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζει τις ενοχές. Περιλαμβάνεται,
κατά βάση, στις ΑΚ 287-946. Διακρίνεται σε γενικό και ειδικό.

Ενοχική σχέση και ενοχή (ΑΚ 287): Έννομη σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα (δανειστή και
οφειλέτη) με αντικείμενο την παροχή (πράξη, παράλειψη, ανοχή). Ενοχή υπό στενή έννοια ή
βασική ενοχική σχέση: Απαίτηση του δανειστή – υποχρέωση του οφειλέτη. Ενοχή εν ευρεία
εννοία: Το νομικό γεγονός από το οποίο απορρέουν περισσότερες (πρωτογενείς ή και
δευτερογενείς) ενοχές. Υποκείμενα της ενοχικής σχέσης είναι αφενός ο δανειστής, αφετέρου
ο οφειλέτης. Ενοχές είναι και οι περισσότερες σχέσεις του Εργατικού και του Εμπορικού
Δικαίου.

Αντικείμενο της ενοχής – Υποχρέωση προς παροχή: Παροχή με τη μορφή θετικής πράξης
(λ.χ. δόση πράγματος, εκτέλεση υπηρεσιών, κατάρτιση υλικής πράξης ή δικαιοπραξίας), με
τη μορφή ανοχής ή παράλειψης. Η ενοχή υπάρχει για όσο διάστημα ο οφειλέτης έχει
υποχρέωση προς παροχή (προσωρινότητα των ενοχών). Η παροχή πρέπει να είναι ορισμένη ή
τουλάχιστον οριστή (βλ. ΑΚ 371 επ.). Πρωτογενείς και δευτερογενείς υποχρεώσεις προς
παροχή, ανάλογα με το αν γεννώνται το πρώτον με την έναρξη του ενοχικού δεσμού. Κύριες
και παρεπόμενες υποχρεώσεις προς παροχή ανάλογα με τον σκοπό της ενοχικής σχέσης. Οι
παρεπόμενες υποχρεώσεις πηγάζουν ευθέως από τον νόμο (λ.χ. ΑΚ 519, 718) ή μπορεί να
απορρέουν από την καλή πίστη (ΑΚ 288).

Υποχρεωτικότητα, εξαναγκασμός και ευθύνη: Η ενοχή χαρακτηρίζεται, ως έννομη σχέση,


από το στοιχείο της υποχρεωτικότητας/δέσμευσης (υποχρέωση του οφειλέτη έναντι του
δανειστή) και από το στοιχείο του εξαναγκασμού, με την έννοια ότι, αν ο οφειλέτης δεν
εκπληρώσει την υποχρέωσή του, μπορεί να εναχθεί από τον δανειστή και να υποστεί τη
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ευθύνη ονομάζεται το δραστικότερο στοιχείο της
ενοχής, που επιτρέπει στον δανειστή να επιληφθεί της περιουσίας του οφειλέτη προς
ικανοποίησης του ενοχικού δικαιώματός του. Ο οφειλέτης ευθύνεται και μπορεί να
εξαναγκαστεί σε συμμόρφωση προς την πρωτογενή υποχρέωσή του (εκπλήρωση της αρχικής
παροχής) και, αν αυτή είναι αδύνατη, υπέχει ευθύνη (δευτερογενή) προς αποζημίωση του
δανειστή.

Ατελείς ενοχές: Ατελής ή φυσική ενοχή είναι η ενοχή από την οποία λείπει το στοιχείο του
δικαστικού εξαναγκασμού. Ωστόσο, παραμένει το στοιχείο της δέσμευσης και, άρα, αν η
παροχή καταβλήθηκε δεν μπορεί να αναζητηθεί ως αχρεώστητη. Ο οφειλέτης δεν έχει
υποχρέωση εκπλήρωσης, άρα ούτε και ευθύνη για μη εκπλήρωση. Περιπτώσεις: ΑΚ 272,
844-845.

Πηγές ενοχών: Η σύμβαση και ο νόμος.


Συμβατικές ενοχές με σκοπό:
α) τη μεταβίβαση δικαιώματος (λ.χ. ΑΚ 496, 513, 573),
β) την παραχώρηση χρήσης (λ.χ. ΑΚ 574, 806, 810),

1
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

γ) την παροχή υπηρεσιών (λ.χ. 648, 681, 713, 822),


δ) την επιδίωξη κοινού σκοπού (λ.χ. ΑΚ 741),
ε) την εξασφάλιση ενοχής (ΑΚ 847).
Εξωσυμβατικές ή εκ του νόμου ενοχές:
α) από αδικοπραξία (ΑΚ 914 επ.),
β) από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904),
γ) από διοίκηση αλλοτρίων (ΑΚ 730),
δ) από προσυμβατικό πταίσμα (ΑΚ 197-198),
ε) από τις σχέσεις από την κοινωνία δικαιώματος (ΑΚ 785),
στ) από την κατοχή πράγματος ή εγγράφου (ΑΚ 91-902).

2
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

1. Αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361): Έκφανση της αρχής της ιδιωτικής
αυτονομίας και κατ’ επέκταση της αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 Συντ.). Το
πρόσωπο μπορεί να διαμορφώνει κατά βούληση τις περιουσιακές έννομες σχέσεις του
(ΟλΑΠ 26/2007). Η εν λόγω αρχή εκδηλώνεται με τις μορφές της ελευθερίας κατάρτισης
σύμβασης και της ελευθερίας διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης (ΟλΑΠ
16/2013). Για τη σύσταση, αλλοίωση, κατάργηση ενοχής απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο
νόμος δεν ορίζει άλλως. Η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και
υποχρεώσεις κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα μονομερής
δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις
με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση προσκρούει στην
αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά
δικαιώματα (ΟλΑΠ 16/2013). Εξαιρέσεις: Αναγκαστικές συμβάσεις, κανόνες αναγκαστικού
δικαίου, εγγενή όρια συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 174, 178-179, 281, 288, 366, 368). Οι
διατάξεις του Ενοχικού Δικαίου περιλαμβάνουν, κατά κύριο λόγο, κανόνες ενδοτικού
δικαίου.
2. Αρχή της ευθύνης: Η αρχή αυτή συνδέεται με την προηγούμενη, με την έννοια ότι το
πρόσωπο θα πρέπει να ευθύνεται για τις πράξεις που ελεύθερα και αυτόνομα επιλέγει.
Υποχρέωση και εξαναγκασμός του οφειλέτη σε συμμόρφωση προς εκτέλεση της παροχής
(δέσμευση της βούλησης του οφειλέτη και υπεγγυότητα της περιουσίας του). Πρωτογενής
ευθύνη προς συμμόρφωση σε ανειλημμένη υποχρέωση και δευτερογενής ευθύνη σε
περίπτωση τροπής της αρχικής υποχρέωσης σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημίωσης. Η
ευθύνη προϋποθέτει, κατά κανόνα, υπαιτιότητα (υποκειμενική ευθύνη). Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, ο νομοθέτης καθιερώνει ευθύνη ανεξάρτητη από υπαιτιότητα (αντικειμενική
ευθύνη).
3. Αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 288): Κοινωνικός προσανατολισμός της ενοχικής σχέσης.
Κάθε υποχρέωση πρέπει να εκπληρώνεται αφού ληφθούν υπόψη τα έννομα συμφέροντα του
δικαιούχου. Απορρέει από κανόνες που εισάγουν επιεικές δίκαιο, δηλαδή δίκαιο που
κατατείνει στην άμβλυνση των ανισοτήτων που μπορεί να προκαλούνται από την άκαμπτη
εφαρμογή κανόνων αυστηρού δικαίου. Τέτοιοι κανόνες επιεικούς δικαίου περιλαμβάνονται
σε διατάξεις που περιέχουν αόριστες νομικές έννοιες ή γενικές ρήτρες.
4. Αρχή της σχετικότητας των ενοχών: Προσωπικός δεσμός μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.
Η ενέργεια της ενοχής ισχύει μόνο μεταξύ των μερών. Αντιδιαστέλλεται προς την απόλυτη
ενέργεια των εμπράγματων δικαιωμάτων. Τα ενοχικά δικαιώματα παρέχουν, έτσι, έμμεση
εξουσία, με την έννοια ότι αυτή κατευθύνεται στη δέσμευση της βούλησης του οφειλέτη. Τα
πρόσωπα της ενοχικής σχέσεις πρέπει να είναι ορισμένα ή τουλάχιστον οριστά. Εξαιρέσεις
από την αρχή της σχετικότητας: α) τριμερείς συμβατικές σχέσεις (λ.χ. ΑΚ 455, 471, καθώς
και σχέσεις σύμβασης-υποσύμβασης, όπως λ.χ. ΑΚ 599 παρ. 2, 702, 716 παρ. 3, 819,
εκποίηση μισθίου (ΑΚ 614), γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου), β) δόλια ή κακόπιστη
συμπεριφορά τρίτου (ΑΚ 919 σε συνδυασμό με ΑΚ 297 εδ. β), γ) πλαγιαστική άσκηση
δικαιωμάτων (ΚΠολΔ 72), δ) ζημία τρίτου από παράβαση κύριας παροχής (λ.χ.
ενδοσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα από την υπαίτια καταστροφή του πωληθέντος
πράγματος που αποτελούσε πέμψιμο χρέος κατ’ ΑΚ 524).

3
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ – ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ (ΑΚ 330)

Υπαιτιότητα ή πταίσμα είναι ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή το
αποτέλεσμά της, που δικαιολογεί τη σε βάρος του αποδιδόμενη μομφή. Προαπαιτούμενο για
τον έλεγχο της υπαιτιότητας είναι η διαπίστωση παρανομίας είτε με τη μορφή της αθέτησης
συμβατικής υποχρέωσης είτε με τη μορφή της παράβασης άλλου κανόνα δικαίου
(αντικειμενικός καταλογισμός της πράξης στον δράστη). Στη συνέχεια ελέγχεται ο
υποκειμενικός καταλογισμός (ΑΚ 331, 915-918). Τέλος, ελέγχεται η ίδια η υπαιτιότητα.
Μορφές υπαιτιότητας:
Η ΑΚ 330 έχει εφαρμογή τόσο επί συμβάσεων όσο και επί αδικοπραξιών, δηλαδή σε κάθε
περίπτωση όπου γίνεται λόγος για υπαιτιότητα. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές
πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας (AK 330 εδ. β),
τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία.
Δόλος: Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με
εκείνη της ΠΚ 27 § 1 που ορίζει ότι «με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή
των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης.
Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά
και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο.
Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού
αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο
αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα,
με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή
συνέπεια της πράξης του και το «αποδέχεται». Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του
ενδεχόμενου δόλου, ο ποινικός κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής
επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής
υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί αφενός ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως
δυνατή συνέπεια της πράξης του, αφετέρου ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή εκφράζει το
βουλητικό στοιχείο του δόλου και υποδηλώνει τη συγκατάθεση του δράστη στην επέλευση
του αποτελέσματος, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν το αποτέλεσμα που προέβλεψε ως πιθανό
του ήταν επιθυμητό ή όχι. Σε όσες, όμως, περιπτώσεις ο δράστης προέβη στην πράξη του, αν
και δεν επιθυμούσε πράγματι το αποτέλεσμα, το βουλητικό στοιχείο αναζητείται στην εκ
μέρους του στάθμιση των αιτίων που τον ώθησαν και του σκοπού που επιδίωξε, προκειμένου
να κριθεί αν αυτά συνιστούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την αποδοχή του. Έτσι, η αποδοχή
αυτή, στην οποία αποτυπώνεται ο ψυχικός σύνδεσμος του δράστη με το παράνομο
αποτέλεσμα, πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται και δεν τεκμαίρεται από τον βαθμό
πιθανότητας με την οποία τούτο προβλέφθηκε. Ο βαθμός αυτός, όταν μάλιστα αξιολογείται
ως ιδιαίτερα υψηλός, παρέχει ισχυρή ένδειξη για την ψυχική στάση του δράστη και
συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος
αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, ουδέποτε όμως υποκαθιστά το βουλητικό στοιχείο του δόλου
(ΟλΑΠ 8/2005).

Αμέλεια: Αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις που είτε ο δράστης προβλέπει το ενδεχόμενο
επέλευσης του παράνομου αποτελέσματος αλλά ελπίζει ότι θα το αποφύγει (ενσυνείδητη
αμέλεια ή απερισκεψία) είτε, επειδή δεν καταβάλλει την απαιτούμενη προσοχή, δεν

4
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

προβλέπει την επέλευση του αποτελέσματος (ασυνείδητη αμέλεια ή απροσεξία). Μέτρο της
επιμέλειας είναι η συμπεριφορά του μέσου, συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου
δραστηριότητας του δράστη (ΑΠ 78/2020). Κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο κρίνεται η
αμέλεια, είναι ο χρόνος κατά τον οποίον ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ο δράστης και όχι ο
χρόνος κατά τον οποίον επήλθαν τα αποτελέσματα της πράξης του. Για τη συγκρότηση της
αμέλειας δεν χρειάζεται η δυνατότητα πρόβλεψης από τον δράστη στις λεπτομέρειες όλων
των επιζήμιων συνεπειών του παρανόμου αποτελέσματος. Από αυτό, όμως, δεν προκύπτει ότι
ο δράστης ευθύνεται και για τις πλέον απώτερες συνέπειες της πράξης του. Ο περιορισμός
γίνεται μέσω της προσφορότητας της συνέπειας αυτής κατά τη θεωρία της πρόσφορης
συνάφειας (ΑΠ 2131/2014). Διπλή λειτουργία της αμέλειας: Σύνδεση παρανομίας και
αμέλειας. Παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και
ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας
των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους
δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων
μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων
(ΑΠ 153/2019· ΑΠ 974/2014). Η ίδια αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά
συγκεκριμένου προσώπου θεμελιώνει συγχρόνως και υπαιτιότητα αυτού σε βαθμό αμέλειας
ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, η οποία, στον χώρο του
αστικού δικαίου, κρίνεται με το ίδιο αντικειμενικό μέτρο-κριτήριο των δυνατοτήτων του
μέσου συνετού και ευσυνείδητου προσώπου (ΑΠ 1510/2014). Η αντικειμενικοποίηση της
αμέλειας δικαιολογείται στο πεδίο του αστικού δικαίου, διότι σκοπός είναι η αποκατάσταση
της ζημίας και όχι η επιβολή κύρωσης. Διάκριση της αμέλειας σε βαριά και ελαφρά: Η
αμέλεια μπορεί να χαρακτηριστεί βαριά, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου
επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη που φανερώνει πλήρη
αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα εις βάρος τρίτων αποτελέσματά της (ΑΠ 78/2020·
ΑΠ 1891/2013). Η ελαφρά αμέλεια διακρίνεται σε ελαφρά αφηρημένη και ελαφρά
συγκεκριμένη ανάλογα με το αν ενδιαφέρουν οι ιδιαίτερες ιδιότητες του προσώπου
(«επιμέλεια στις προσωπικές του υποθέσεις»). Κατά κανόνα, ο οφειλέτης ευθύνεται για
ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Κατ’ εξαίρεση ευθύνεται μόνο για ελαφρά συγκεκριμένη
αμέλεια στις περιπτώσεις των ΑΚ 746, 823, 1396 και 1531. Δεν ισχύει η απαλλαγή από την
ευθύνη στις περιπτώσεις των απαλλακτικών ρητρών, αν ο οφειλέτης επέδειξε βαριά αμέλεια
(ΑΚ 333).

Τυχηρά γεγονότα – Ανωτέρα βία:


Τυχηρό είναι το γεγονός που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του προσώπου και, για τον λόγο
αυτόν, δεν δημιουργείται ευθύνη. Τυχηρό είναι, ειδικότερα, το γεγονός που δεν προβλέφθηκε
ούτε μπορούσε να είχε προβλεφθεί ή να είχε αποφευχθεί σε σχέση με τη μη εκπλήρωση ή η
τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής από ένα μέσο συνετό άνθρωπο, όταν δηλαδή την
ίδια συμπεριφορά θα επεδείκνυε κάθε επιμελής άνθρωπος, ευρισκόμενος υπό τις ίδιες
συνθήκες, καταβάλλοντας τη συνήθη προσπάθεια εκπλήρωσης (ΑΠ 572/2020). Τυχηρό
γεγονός εν ευρεία εννοία είναι και η ανωτέρα βία. Ειδικότερα, η κατηγορία των τυχηρών, για
την οποία χρησιμοποιείται ο όρος ανώτερη βία (vis major), περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες
περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατον να
αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερα από ό,τι τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή
έννοια, που βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια. Η υποκειμενική θεωρία περί
ανωτέρας βίας, που είναι και η κρατούσα στην Ελλάδα τόσο στη θεωρία όσο και στη

5
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

νομολογία, διευρύνει κατ’ αποτέλεσμα τον κύκλο των περιστατικών ανώτερης βίας,
περιλαμβάνοντας σ’ αυτά και γεγονότα «εσωτερικά». Δηλαδή, δεν απαιτεί γι’ αυτά το
στοιχείο της «έξωθεν» προελεύσεώς τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το ότι τα περιστατικά
αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα ακόμη και «με μέτρα άκρας επιμέλειας και
συνέσεως του δράστη», όχι δηλαδή με μέτρα της συνηθισμένης επιμέλειας του μέσου
συνετού ανθρώπου, που αποτελεί το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ της αμέλειας και των
τυχηρών γενικά (ΟλΑΠ 1738/1980, ΑΠ 513/2016).
Ευθύνη από τυχηρά γεγονότα και γεγονότα ανωτέρας βίας: Κατά κανόνα δεν υπάρχει
ευθύνη για τα τυχηρά γεγονότα. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να συμφωνηθεί (ΑΚ 361) ευθύνη και
για τα τυχηρά γεγονότα αλλά και για τα γεγονότα ανωτέρας βίας, όπως λ.χ. συμβαίνει με τις
ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης, ευθύνη για τα τυχηρά γεγονότα και για ανωτέρα βία
γεννάται όταν με νόμο επεκτείνεται η ευθύνη του οφειλέτη (λ.χ. ΑΚ 344 εδ. β). Ευθύνη μόνο
για τα συνήθη τυχηρά γεγονότα αλλά όχι για ανωτέρα βία δημιουργείται στις περιπτώσεις
των ΑΚ 630, 656, 834.

Απαλλακτικές ρήτρες (ΑΚ 332): Δυνατός ο περιορισμός της ευθύνης του οφειλέτη με
συμφωνία με τον δανειστή. Επιτρεπτή η απαλλακτική ρήτρα όταν με αυτήν αποκλείεται η
ευθύνη του οφειλέτη για ελαφρά αμέλεια (ΑΚ 332 παρ. 1). Απαγόρευση απαλλακτικών
ρητρών για α) δόλο και βαριά αμέλεια, β) για ελαφρά αμέλεια όταν ο δανειστής βρίσκεται
στην υπηρεσία του οφειλέτη ή όταν η ευθύνη προέρχεται και από την άσκηση επιχείρησης
για την οποία παραχωρήθηκε άδεια της αρχής ή όταν η απαλλακτική ρήτρα περιεχόταν σε
όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή όταν με τη
ρήτρα απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την ευθύνη για προσβολή των αγαθών που απορρέουν
από την προσωπικότητα. Η απαγορευμένη απαλλακτική ρήτρα είναι απόλυτα άκυρη. Τυχόν
μεταγενέστερη της ζημίας απαλλακτική ρήτρα αξιολογείται ως άφεση χρέους (ΑΚ 454).

Ευθύνη από αλλότριες πράξεις:


1. Ευθύνη από πταίσμα του νόμιμου αντιπροσώπου (ΑΚ 330 εδ. α): Η ευθύνη του
αντιπροσωπευόμενου δημιουργείται μόνο στην περίπτωση που η συμπεριφορά του
αντιπροσώπου θεμελιώνει ευθύνη από προϋφιστάμενη ενοχή. Ο αντιπροσωπευόμενος δεν
ευθύνεται για τις αδικοπραξίες του νόμιμου αντιπροσώπου.
2. Ευθύνη για το πταίσμα του βοηθού εκπλήρωσης – Πρόστηση (ΑΚ 334 - 922):
ΑΚ 334: Προϋφιστάμενη σχέση μεταξύ του κυρίου της υπόθεσης και του ζημιωθέντος
(οφειλέτης – βοηθός εκπλήρωσης – τρίτος)
ΑΚ 922: Ανυπαρξία προϋφιστάμενης σχέσης μεταξύ του κυρίου της υπόθεσης και του
ζημιωθέντος (προστήσας/κύριος της υπόθεσης – προστηθείς – τρίτος).
Η δικαιολογία των διατάξεων συνιστάται στο ότι ο κύριος της υπόθεσης αυξάνει τον χώρο
εξουσίας, επιρροής και δραστηριότητάς του με τη χρησιμοποίηση βοηθών, με αποτέλεσμα να
επεκτείνει τις εργασίες του και τη δυνατότητα κέρδους.
Προϋποθέσεις ΑΚ 334 – 922:
α) Ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου με τη βούληση του κυρίου της υπόθεσης. Η
αυτόβουλη επέμβαση δεν αρκεί (ΑΠ 1717/2012). Η σχέση που συνδέει τον κύριο της
υπόθεσης με τον βοηθό εκπλήρωσης δεν απαιτείται να είναι δικαιοπρακτική, αλλά μπορεί να
γίνεται επ’ ευκαιρία, να είναι παροδική, να στηρίζεται σε πραγματική συζυγική ή φιλική
σχέση (ΑΠ 1104/2015). Η προϋπόθεση αυτή συντρέχει και όταν ο κύριος της υπόθεσης
επιτρέπει την εκπλήρωση της ενοχής σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, από τον οποίον ένας θα

6
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

αναλάβει την εκπλήρωση, ή αναγνωρίζει την ελευθερία στον βοηθό εκπλήρωσης να ορίσει
υποκατάστατους (ΑΠ 1104/2015).
β) Νόμιμος λόγος ευθύνης ενδιάμεσου προσώπου. Στην περίπτωση της ΑΚ 334, νόμιμος
λόγος ευθύνης είναι η αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης από προϋφιστάμενη σχέση. Ως αθέτηση
της ενοχικής νοείται τόσο η παραβίαση της κύριας υποχρέωσης όσο και των παρεπόμενων
υποχρεώσεων επιμέλειας (ΑΠ 763/2014). Η ενοχική σχέση μπορεί να πηγάζει από τον νόμο ή
από δικαιοπραξία. Απαιτείται ικανότητα προς καταλογισμό και πταίσμα του ενδιάμεσου
προσώπου, ο βαθμός του οποίου εξαρτάται από τη σχέση δανειστή και οφειλέτη-κυρίου της
υπόθεσης. Στην περίπτωση της ΑΚ 922, νόμιμος λόγος ευθύνης είναι η αδικοπραξία του
ενδιάμεσου προσώπου σε βάρος οποιουδήποτε τρίτου (ΑΚ 914, 919, 920). Και στην ΑΚ 922
απαιτείται πταίσμα του ενδιάμεσου προσώπου, παρότι δεν αναφέρεται ρητά στη διάταξη,
εκτός αν θεμελιώνεται αντικειμενική ή νόθος αντικειμενική ευθύνη του ενδιάμεσου
προσώπου (λ.χ. ΑΚ 924, 925).
γ) Ένταξη της ενέργειας του ενδιάμεσου προσώπου στο πεδίο δράσης του κυρίου της
υπόθεσης. Ειδικά για την ΑΚ 334: Δεν απαιτείται σχέση εξάρτησης, αλλά ο οφειλέτης
ευθύνεται γιατί επωφελείται από τη χρησιμοποίηση του ενδιάμεσου προσώπου. Αρκεί,
επομένως, η ένταξη της δραστηριότητας του ενδιάμεσου προσώπου στον χώρο δράσης και
κινδύνων του οφειλέτη. Η πράξη του ενδιάμεσου προσώπου θα πρέπει να ενταχθεί στην
εκπλήρωση της παροχής σύμφωνα με τη φύση, το είδος και τον σκοπό της ενοχής (ΑΠ
763/2014). Αυτό σημαίνει ότι στον οφειλέτη δεν μπορεί να επιρριφθούν παρά οι τυπικοί για
τη συγκεκριμένη παροχή του κίνδυνοι (εσωτερική σχέση ή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ
ζημιογόνου πράξης του ενδιάμεσου προσώπου και των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί).
Για να χαρακτηριστεί ένας κίνδυνος ως τυπικός θα πρέπει να ελέγχεται, αν με την πράξη του
ενδιάμεσου προσώπου παραβιάζεται υποχρέωση του οφειλέτη. Ειδικά για την ΑΚ 922: Η
ενέργεια του προστηθέντος θα πρέπει να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε
ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η
ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ή επ’
ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών
που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου
ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική
συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την
πρόστηση, ή ότι η πρόστηση υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, που
κατέστη δυνατή (η τέλεση), εξαιτίας ακριβώς της θέσης, των μέσων και των ευκαιριών που
χορήγησε ο αντιπρόσωπος στα πλαίσια της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόμενο και
με τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν.
Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του
προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που
του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια
ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας
του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της
επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με
την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτήν και,
συγκεκριμένα, σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί
να φέρει ο προστήσας (AΠ 780/2019· ΑΠ 225/2014). Εξάλλου, ο κύριος ή ο προστήσας
άλλον σε κάποια υπηρεσία απαλλάσσεται της ευθύνης όταν ο βοηθός εκπλήρωσης ή ο
προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπό την

7
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

προϋπόθεση ότι ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή (AΠ
780/2019· ΑΠ 2259/2014).
Συνέπειες: α) Σχέσεις κυρίου της υπόθεσης και ζημιωθέντος τρίτου: Αντικειμενική
ευθύνη του κυρίου της υπόθεσης. Δυνατή η εφαρμογή της ΑΚ 300 σε περίπτωση που και ο
ζημιωθείς είχε χρησιμοποιήσει βοηθό εκπλήρωσης. β) Σχέσεις ενδιάμεσου προσώπου και
ζημιωθέντος: Το ενδιάμεσο πρόσωπο ενδέχεται να ευθύνεται με βάση την ΑΚ 914. Ευθύνη
από προϋφιστάμενη ενοχή δεν νοείται, ακριβώς διότι το ενδιάμεσο πρόσωπο δεν συνδέεται
με ενοχικό δεσμό με τον ζημιωθέντα. Πολλοί προστηθέντες θα ευθύνονται με την ΑΚ 926 εις
ολόκληρον. γ) Σχέσεις κυρίου της υπόθεσης και ενδιάμεσου προσώπου: Θα ρυθμίζονται
με βάση την ενοχική σχέση που τους συνδέει (λ.χ. ΑΚ 652, 714). Δυνατότητα αναγωγής με
ΑΚ 927. δ) Εις ολόκληρον ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος στην περίπτωση της
ΑΚ 922 (ΑΚ 926).

8
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΝΟΧΗ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ

Σύμβαση: Δικαιοπραξία που περιέχει δύο τουλάχιστον αντιτιθέμενες δηλώσεις βούλησης για
την παραγωγή έννομου αποτελέσματος. Η σύμβαση γεννά την ευθύνη του οφειλέτη για
εκπλήρωση της παροχής του. Μονομερής αλλοίωση ή ανατροπή της σύμβασης επιτρέπεται
όταν το προβλέπει ο νόμος (ΑΚ 361).

Διακρίσεις συμβάσεων:
 Με κριτήριο το αν αρκεί η συμφωνία ή αν απαιτείται και παράδοση του πράγματος:
o Συναινετική (solo consensu): Υποσχετική σύμβαση, για τη σύναψη της οποίας αρκεί
η συμφωνία (συναίνεση) των συμβαλλομένων, χωρίς να απαιτείται παράδοση του
πράγματος ή δημιουργίας άλλης πραγματικής κατάστασης που αποτελεί το
αντικείμενο της ενοχής (λ.χ. ΑΚ 513, 574).
o Παραδοτική (re καταρτιζόμενη): Απαιτείται επιπλέον της συμφωνίας και παράδοση
του πράγματος για τη σύναψή τους και τη γέννηση της εξ αυτών ενοχής (λ.χ. ΑΚ 806,
810, 822). Στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων μπορεί να συμφωνηθεί ότι μια
παραδοτική σύμβαση θα ισχύει και χωρίς την παράδοση του πράγματος.
 Με κριτήριο την καταβολή ανταλλάγματος:
o Χαριστική: Υποσχετική σύμβαση, στην οποία ο οφειλέτης αναλαμβάνει υποχρέωση
χωρίς να λαμβάνει αντάλλαγμα (ΑΚ 496, 713, 810).
o Επαχθής: Υποσχετική σύμβαση, στην οποία η επίδοση γίνεται έναντι ορισμένου
ανταλλάγματος (λ.χ. ΑΚ 513, 574, 681).
 Με κριτήριο την αλληλεξάρτηση των επιμέρους υποχρεώσεων:
o Ετεροβαρής: Υποσχετική επαχθής σύμβαση, από την οποία απορρέει ενοχική
υποχρέωση σε βάρος ενός μόνο συμβαλλομένου και αντίστοιχη ενοχική απαίτηση
υπέρ του άλλου (λ.χ. ΑΚ 496, 713, 806).
o Αμφοτεροβαρής: Υποσχετική επαχθής σύμβαση, με την οποία δημιουργούνται
δικαιώματα και υποχρεώσεις προς παροχή υπέρ και σε βάρος των δύο
συμβαλλομένων, όπου η παροχή του ενός τελεί σε σχέση αλληλεξάρτησης με την
παροχή του άλλου (παροχή-αντιπαροχή) (λ.χ. ΑΚ 513, 574, 681). Όλες οι επαχθείς
είναι αμφοτεροβαρείς. Εξαίρεση (επαχθής αλλά ετεροβαρής): το άτοκο δάνειο ως
προς την απόδοσή του.
 Με κριτήριο τον χρόνο εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής:
o Στιγμιαία: Η παροχή εκπληρώνεται με στιγμιαία ή σύντομης διάρκειας ενέργεια του
οφειλέτη (λ.χ. ΑΚ 496, 513, 681).
o Διαρκής: Η παροχή εκπληρώνεται με συνεχή ενέργεια ή παράλειψη του οφειλέτη
στην οποία διάρκεια αποσκοπεί η βούληση των μερών (λ.χ. ΑΚ 574). Ενοχές που
εκπληρώνονται με επαναλαμβανόμενες περιοδικές παροχές (λ.χ. προμηθευτικές
συμβάσεις που εκπληρώνονται με διαδοχικές τμηματικές παροχές) συνιστούν
στιγμιαίες συμβάσεις.

9
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ

Αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη: Τόσο η αδικοπρακτική ευθύνη όσο και η


ευθύνη από αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης εντάσσονται στο ευρύτερο σύστημα της αστικής
ευθύνης. Έχουν αποκαταστατικό και όχι τιμωρητικό σκοπό, όπως συμβαίνει στο πεδίο της
ποινικής ευθύνης. Η αδικοπρακτική ευθύνη είναι πρωτογενής, αφού η ενοχή γεννάται το
πρώτον όταν συντρέξουν οι όροι της ΑΚ 914. Η ενδοσυμβατική ευθύνη είναι δευτερογενής,
διότι προϋποθέτει αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης. Στην ενδοσυμβατική
ευθύνη η υπαιτιότητα του οφειλέτη τεκμαίρεται, ενώ στην αδικοπρακτική ευθύνη την
υπαιτιότητα του οφειλέτη θα πρέπει να αποδείξει ο δανειστής. Στην ενδοσυμβατική ευθύνη
δεν αποκαθίσταται η ηθική βλάβη (ΑΚ 299), σε αντίθεση με την αδικοπρακτική (ΑΚ 932).
Στην αδικοπρακτική ευθύνη προβλέπεται σύντομη παραγραφή (ΑΚ 937), ενώ στην
ενδοσυμβατική ευθύνη ισχύει η γενική παραγραφή (ΑΚ 249).

Συρροή: Η αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, αν και είναι παράνομη πράξη, δεν συνιστά
αδικοπραξία. Ωστόσο, είναι δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την
οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία.
Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα
ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει η ΑΚ 914 να μην
προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί
αδικοπραξιών όρους (ΑΠ 14/2021). Θεωρία περισσότερων αυτοτελών αξιώσεων ή
επενεργούσας συρροής: Περισσότερες αυτοτελείς αξιώσεις, η ικανοποίηση μίας εξ αυτών
επιφέρει την απόσβεση των υπολοίπων στο μέτρο που αλληλοκαλύπτονται. Ο περιορισμός
της δικαιοπρακτικής ευθύνης (λ.χ. ΑΚ 332) επεκτείνεται και στην αδικοπρακτική ευθύνη. Η
τυχόν συντομότερη παραγραφή επί ενδοσυμβατικής ευθύνης ισχύει και για την
αδικοπρακτική (λ.χ. ΑΚ 602). Θεωρία της πολλαπλής θεμελίωσης: Μία αξίωση που
στηρίζεται σε περισσότερες νομικές βάσεις. Η γέννηση, το περιεχόμενο, η μεταβίβαση, η
παραγραφή, η εξασφάλιση και η απόσβεση της ενιαίας αξίωσης γίνεται με βάση το σύνολο
των εφαρμοστέων διατάξεων, όπου σε περίπτωση σύγκρουσής τους δεν πρέπει να
χειροτερεύει η θέση του δανειστή. Αν, όμως, η τελολογική ερμηνεία των περισσότερων
διατάξεων επιβάλλει την εφαρμογή μιας διάταξης που ρυθμίζει κάποιο θέμα δυσμενέστερο
για τον δανειστή, προκρίνεται η ρύθμιση αυτή.

Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης: Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΚ


914): Ανθρώπινη πράξη που προϋποθέτει την ύπαρξη συνείδησης, παράνομη πράξη,
υπαιτιότητα του δράστη, ζημία, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και της ζημίας.

Η προϋπόθεση της παρανομίας ειδικότερα:


1. Οι προταθείσες θεωρίες: Αντικειμενική θεωρία: Η ΑΚ 914 δεν καθορίζει πότε μια
συμπεριφορά είναι παράνομη, αλλά παραπέμπει σχετικά στο σύνολο των επιτακτικών ή
απαγορευτικών κανόνων δικαίου, έτσι ώστε παράνομη να θεωρείται η θετική ενέργεια
αντίθετη προς απαγορευτικό κανόνα δικαίου ή η παράλειψη ορισμένης θετικής ενέργειας που
επιβάλλεται από ορισμένο επιτακτικό κανόνα δικαίου. Υποκειμενική θεωρία: Κάθε
συμπεριφορά που επιφέρει την πρόκληση ζημίας είναι παράνομη, αν η συμπεριφορά αυτή
έγινε χωρίς δικαίωμα. Διευρυμένη αντικειμενική θεωρία: Παράνομη είναι η συμπεριφορά

10
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ή όταν με τη συμπεριφορά αυτή


δεν τηρείται η επιμέλεια που μπορεί και πρέπει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός άνθρωπος για
την ασφάλεια των προσώπων και των αγαθών – γενική υποχρέωση πρόνοιας και επιμέλειας
που απορρέουν από τις ΑΚ 281 και 288 (ΑΠ 153/2019· ΑΠ 2027/2014). Όταν η παρανομία
συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας προϋποτίθεται ιδιαίτερη νομική υποχρέωση
του δράστη που πηγάζει είτε από τον νόμο είτε από την αντικειμενική καλή πίστη (ΑΠ
949/2015).
2. Περιπτώσεις παράνομης συμπεριφοράς: α) προσβολή απόλυτου δικαιώματος, όχι
όμως και σχετικού δικαιώματος, αφού ο τρίτος είναι αμέτοχος του ενοχικού δεσμού μεταξύ
του ζημιωθέντος δανειστή και του οφειλέτη. Η αθέτηση της υποχρέωσης συζυγικής πίστης
είναι παράνομη μόνο όταν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν είναι πρόσφορα και ικανά,
αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να συνιστούν
αδικοπραξία και ως τέτοια δεν αξιολογούνται η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης ή η
σύναψη ερωτικών σχέσεων (ΑΠ 1444/2008). β) παράβαση
προστατευτικού/απαγορευτικού νόμου, όπως λ.χ. των διατάξεων των ποινικών νόμων. γ)
Παράβαση της ΑΚ 281. δ) Παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας.

11
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΝΟΧΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Ορισμός: Υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας. Για τη γένεση υποχρέωσης προς
αποζημίωση προϋποτίθεται η ύπαρξη ζημίας, η συνδρομή νόμιμου λόγου ευθύνης και
αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημίας και νόμιμου λόγου ευθύνης.
Σκοπός: Αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος. Δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Γι’
αυτό και δεν ενδιαφέρει ο βαθμός της υπαιτιότητας.

Νόμιμος λόγος ευθύνης: Πρωτογενής (λ.χ. αδικοπρακτική ευθύνη: ΑΚ 914, 149, 152·
προσυμβατική ευθύνη: 197-198· ευθύνη λόγω διάψευσης της πίστης ότι καταρτίστηκε
έγκυρη δικαιοπραξία: 132, 145, 225, 231 παρ. 2, 234· ευθύνη από διακινδύνευση) και
δευτερογενής (λ.χ. σε περίπτωση αθέτησης ενοχικής υποχρέωσης: ΑΚ 330, 335, 362, 380,
543· ασφαλιστικές συμβάσεις) ευθύνη προς αποζημίωση.

Αρνητικό και θετικό διαφέρον: Θετικό διαφέρον (ή διαφέρον εκπλήρωσης) καλείται η


αποζημίωση που περιλαμβάνει ό,τι θα είχε ο ζημιωθείς αν εκπληρωνόταν η αρχική ενοχή.
Αρνητικό διαφέρον (ή διαφέρον εμπιστοσύνης) υπάρχει όταν η πρωτογενής ενοχή προς
αποζημίωση περιλαμβάνει ό,τι θα είχε ο ζημιωθείς αν δεν είχε μεσολαβήσει η ζημιογόνος
συμπεριφορά. Αρνητικό διαφέρον οφείλεται και στις περιπτώσεις διάψευσης της πίστης του
καλόπιστου συναλλασσόμενου ότι καταρτίστηκε έγκυρη σύμβαση (λ.χ. ΑΚ 197-198). Η
έκταση του αρνητικού διαφέροντος είναι ίση με τη ζημία. Πάντως, ο νόμος μπορεί να θέτει
περιορισμούς στην έκταση του αρνητικού διαφέροντος, όπως λ.χ. στις ΑΚ 145, 146, 231 παρ.
2, 234, όπου το αρνητικό διαφέρον δεν μπορεί να υπερβαίνει το θετικό. Επίσης, μπορεί να
προβλέπεται ότι η επιδίκαση του αρνητικού διαφέροντος είναι δυνητική (λ.χ. ΑΚ 132, 153,
225). Άλλος περιορισμός μπορεί να είναι ότι το διαφέρον περιλαμβάνει μόνο θετική ζημία
(λ.χ. ΑΚ 1347).

Ζημία:
Έννοια: Κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά, περιουσιακά ή μη περιουσιακά, ενός
προσώπου. Για την εξεύρεση της περιουσιακής ζημίας εφαρμόζεται η θεωρία της διαφοράς,
σύμφωνα με την οποία γίνεται σύγκριση της τωρινής (μετά το ζημιογόνο γεγονός)
περιουσιακής κατάστασης και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό, ενώ η διαφορά που θα
προκύψει θα είναι η ζημία (ΑΠ 74/2014).
Διακρίσεις: Περιουσιακή ζημία – ηθική βλάβη (και ψυχική οδύνη) – βλ. ΑΚ 299. Σκοπός
της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης είναι η απόλαυση μίας δίκαιης και επαρκούς
ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η
προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική
βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα (ΟλΑΠ 9/2015). Η αθέτηση της
σύμβασης, καθεαυτή, δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι
έννομες συνέπειες της παράβασης ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά
από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του
οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της σύμβασης κλπ). Πλην όμως, μερικές φορές είναι
δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της
αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτήν το πραγματικό
γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις.
Η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία

12
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα
από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία,
αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως
αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η ΑΚ 914, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως
άλλον (ΑΠ 1731/2008). Ηθική βλάβη μπορεί να υφίσταται και νομικό πρόσωπο, όταν λ.χ.
προβάλλεται η υπόληψή του, η φήμη του, η εμπορική και εν γένει επαγγελματική του πίστη,
το εμπορικό του μέλλον ή άλλες εκφάνσεις της προσωπικότητας που αρμόζουν σε νομικό
πρόσωπο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 764/2014).
Θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος: Θετική ζημία είναι η μείωση της υπάρχουσας
περιουσίας του ζημιωθέντος (μείωση του ενεργητικού ή αύξηση του παθητικού). Διαφυγόν
κέρδος ή αποθετική ζημία καλείται η αποτροπή της αύξησης της περιουσίας του ζημιωθέντος
(ΑΚ 298 εδ. α). Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα και
κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και, ιδίως, τα
προπαρασκευαστικά μέτρα, τα οποία έχουν ληφθεί (ΑΠ 823/2015). Η ΑΚ 298 εδ. β είναι
διάταξη δικονομικού δικαίου στον βαθμό που αρκεί η πιθανολόγηση (ΑΠ 823/2015).

Αιτιώδης σύνδεσμος: Άμεση ζημία υπάρχει σε περίπτωση που μια πράξη κατευθύνεται
άμεσα (χωρίς τη μεσολάβηση άλλου γεγονότος) στην προσβολή ενός αγαθού. Τυχόν
περαιτέρω ζημίες από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός καλούνται έμμεσες ζημίες. Το ποιες ζημίες
αποκαθίστανται συναρτάται με τη θεωρία που θα γίνει δεκτή για την αιτιώδη συνάφεια.
Προταθείσες θεωρίες: Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, η θεωρία της πρόσφορης αιτίας,
η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου. Κρατούσα στη νομολογία είναι η θεωρία της
πρόσφορης αιτίας (ΑΠ 949/2015, ΑΠ 1479/2013). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της
παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε υπάρχει, όταν η
συμπεριφορά αυτή, κατά τον χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη
συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να
επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως
αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας,
ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου,
γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας
των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.
Διακοπή αιτιώδους συνδέσμου ορίζεται η περίπτωση εκείνη, που, αν και η ζημία επρόκειτο
να επέλθει λόγω της ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη, επέρχεται τελικά λόγω κάποιου
μεταγενέστερου και απροσδόκητου γεγονότος (ΑΠ 1479/2013).

Συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους: Δικαιολογείται από τη θεωρία της διαφοράς. Κάθε
φορά που από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο
προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας (ΑΠ
74/2014). Τέτοιος σύνδεσμος δεν υπάρχει όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε
διαφορετική η καθεμία αιτία. Τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση που η ωφέλεια στηρίζεται
σε αυτοτελή από τον νόμο παροχή, η οποία αποβλέπει στην ενίσχυση του ζημιωθέντος (ΑΠ
74/2014). Ειδικά για καταστροφή αυτοκινήτου βλ. ΑΠ 1116/2009: Εάν ο ενάγων έχει
υποβάλει αίτημα παράδοσης των υπολειμμάτων στον εναγόμενο, τότε το δικαστήριο δύναται
να υποχρεώσει τον εναγόμενο στην καταβολή της συνολικής αξίας του αυτοκινήτου, υπό τον
όρο παράδοσης σ` αυτόν των υπολειμμάτων. Εάν ο ενάγων έχει αφαιρέσει ήδη εκ των

13
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

προτέρων, στο δικόγραφο της αγωγής του, την αξία των υπολειμμάτων από το αιτούμενο
ποσό της αποζημίωσης, για την καταστροφή του αυτοκινήτου του, ή εάν ο εναγόμενος έχει
υποβάλει ένσταση, περί συνυπολογισμού, στην αιτούμενη αποζημίωση, της αξίας των
υπολειμμάτων, (την οποία πρέπει να προσδιορίζει ακριβώς), τότε το δικαστήριο δύναται να
αφαιρέσει από τη συνολική αξία του καταστραφέντος αυτοκινήτου, την αξία των
υπολειμμάτων και να επιδικάσει το απομένον υπόλοιπο. Η αξίωση για αποζημίωση, που έχει
ο παθών εναντίον αυτού που τον ζημίωσε, με συνέπεια, εκτός άλλων, να αδυνατεί να
εργασθεί, δεν μπορεί να αποκρουσθεί απ` αυτόν για το λόγο ότι άλλος, που ήταν
υποχρεωμένος από το νόμο, κατέβαλε στον παθόντα τις αποδοχές του, που αντιστοιχούν στο
διάστημα της αναγκαστικής αποχής του από την εργασία του, αφού κατά τη βούληση του
νομοθέτη δεν πρέπει να αποβαίνει προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι τρίτος είναι
υπόχρεος από το νόμο ή για άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε.
Μάλιστα η υποχρέωση του τρίτου προς παροχή μπορεί να στηρίζεται και σε σχέση δημοσίου
δικαίου, όπως στην περίπτωση που παρέχεται από το Δημόσιο μισθός ή σύνταξη σε πρόσωπο
που δεν μπορεί να προσφέρει εργασία λόγω ανικανότητάς του από ατύχημα. Η δυνατότητα
όμως αυτή για την απόκτηση, δηλαδή, από τον παθόντα αθροιστικά της αποζημίωσης που
του οφείλει αυτός που τον ζημίωσε και της παροχής του τρίτου, δεν υφίσταται όταν ο
νομοθέτης ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 1361/2013).

Συντρέχον πταίσμα (ΑΚ 300): Προϋποθέσεις: 1. Υποχρέωση προς αποζημίωση. 2. Συμβολή


του ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία υπέχει αυτός ευθύνη στην πρόκληση της
ζημίας ή στην έκτασή της. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται υπαίτια
συμπεριφορά του ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται και αιτιώδης
συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά αυτή και την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας χωρίς
να απαιτείται απαραιτήτως και αιτιώδης συνάφεια της εν λόγω συμπεριφοράς με τη
συμπεριφορά του ζημιώσαντος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του
ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία υπέχει ευθύνη αυτός κατά τα διδάγματα της
κοινής πείρας ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1903/2013).

Είδη αποζημίωσης: Χρηματική (ΑΚ 297 εδ. α) και αυτούσια (ΑΚ 297 εδ. β). Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως κανόνας τίθεται η αποζημίωση να οφείλεται σε χρήμα, διότι η
λύση αυτή εξυπηρετεί πληρέστερα το μηχανισμό της σύγχρονης οικονομίας, η οποία
στηρίζεται στη λειτουργία του χρήματος ως καθολικού μέτρου αξιών και εξοφλήσεως των
ενοχών. Κατ’ εξαίρεση, παρέχεται στον δικαστή η ευχέρεια, εκτιμώντας κυριαρχικώς τις
ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας, εφόσον αυτό είναι
από τα πράγματα δυνατό και επιπλέον δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή,
προϋπόθεση που είναι αυτονόητο ότι συντρέχει όταν η αυτούσια αποκατάσταση μπορεί να
ζητηθεί οποιοσδήποτε και αν είναι ο γενεσιουργός λόγος της αποζημιώσεως και συνεπώς και
στην περίπτωση απώλειας εμπραγμάτου δικαιώματος από αδικοπραξία. Κατά την εκτίμηση,
εξάλλου, των ειδικών περιστάσεων, τις οποίες επικαλείται ο ενδιαφερόμενος για τη
θεμελίωση της παρέκκλισης, από την αρχή της χρηματικής αποζημίωσης, πρέπει ο δικαστής
να προβεί κυρίως σε στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων και να δεχθεί την αυτούσια
αποκατάσταση όταν αυτή, ενώ δεν βλάπτει ή βλάπτει ελάχιστα τον ένα, για τον άλλο
παρουσιάζει σημαντικώς υπέρτερα πλεονεκτήματα. Εάν πάλι δεν υπάρχει αυτή η σημαντική
υπεροχή του οφέλους του έναντι της ζημίας του άλλου, το ζήτημα θα εξετασθεί με το πνεύμα

14
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

της ευνοίας του δανειστή, υπέρ του οποίου έχει τεθεί το άρθρο 297 ΑΚ και, συνεπώς, αν η
επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης είναι επιζήμια στο δικαιούχο από ειδικούς λόγους, η
παραδοχή της αυτούσιας αποκατάστασης αποτρέπει την ανεπιεική λύση (ΑΠ 813/2013).

Χρόνος υπολογισμού της ζημίας: Είναι ο χρόνος της παροχής δικαστικής προστασίας και,
ειδικότερα, ο χρόνος συζήτησης της αγωγής (ΟλΑΠ 38/1996· ΑΠ 576/2016).

15
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΝΟΧΗ ΜΕ ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ – ΕΝΟΧΕΣ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΙΔΟΥΣ –


ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΗ ΕΝΟΧΗ

Ορισμένη, οριστή, αόριστη παροχή: Όταν όλα τα αναγκαία για την εκπλήρωση της ενοχής
χαρακτηριστικά είναι εξατομικευμένα από την αρχή, η ενοχή καλείται ορισμένη. Μπορεί,
όμως, να είναι αόριστη είτε ως προς το αντικείμενο της παροχής είτε ως προς τις περιστάσεις,
υπό τις οποίες πρέπει να εκπληρωθεί. Θα πρέπει, όμως, να είναι τουλάχιστον οριστή. Αν δεν
είναι ούτε οριστή, τότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συμφωνία (ΑΚ 195), εκτός και αν
τα μέρη συμφώνησαν ότι ο προσδιορισμός της παροχής θα γίνει με μεταγενέστερη συμφωνία,
οπότε εφαρμοστέα είναι η ΑΚ 371 εδ. β (ΟλΑΠ 1381/1983, ΑΠ 867/2017). Η εκπλήρωση
προϋποθέτει άρση της αοριστίας, η οποία γίνεται ως εξής: Αν η ενοχή πηγάζει εκ του νόμου,
η αοριστία αίρεται με ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας (λ.χ. εύλογη αποζημίωση). Αν
η ενοχή πηγάζει από δικαιοπραξία, η αοριστία αίρεται με ερμηνεία της δικαιοπραξίας (ΑΚ
173, 200) ή με εφαρμογή συμπληρωματικών ή ερμηνευτικών διατάξεων ενδοτικού δικαίου
(λ.χ. ΑΚ 371 επ.).
Αοριστία αντιπαροχής (ΑΚ 379): Αν η αντιπαροχή είναι αόριστη ως προς την έκτασή της,
τότε το δικαίωμα του προσδιορισμού της ανήκει στον δανειστή της, δηλαδή στον οφειλέτη
της κύριας παροχής. Για τα κριτήρια προσδιορισμού ισχύει η ΑΚ 371. Εξαιρέσεις στην ΑΚ
379: ΑΚ 653.

Ανάθεση προσδιορισμού της παροχής σε συμβαλλόμενο ή τρίτο (ΑΚ 371 επ.):


Προϋποθέσεις: 1. Ύπαρξη αοριστίας και ανάγκη άρσης της. Η αοριστία μπορεί να αφορά
στην έκταση, είδος, ποιότητα, τρόπο, χρόνο, τόπο της παροχής ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο
του περιεχομένου της σύμβασης. Η ενοχή θα πρέπει να είναι συμβατική. 2. Η άρση της
αοριστίας ανατέθηκε από τα μέρη σε έναν από τους συμβαλλομένους ή τρίτον. Από τη
διατύπωση του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι η εφαρμογή του εκτείνεται
στις συμβατικές ενοχές, ενώ επίσης είναι δυνατή η εφαρμογή του και στην περίπτωση που
στη σύμβαση ορίζεται ότι η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη
συμφωνία. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της
παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την
κατάρτιση της σύμβασης και μετά τη σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν
προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ’ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος,
βάρος ή κατ’ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την
ερμηνεία κατά τις ΑΚ 173 και 200. Όρος εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου είναι όχι μόνο η
ύπαρξη της ως άνω αοριστίας της παροχής, αλλά και η ανάθεση με τη σύμβαση της
συμπλήρωσής της δια του προσδιορισμού της παροχής σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή
σε τρίτο, σε έναν ή περισσότερους. Εξάλλου, ο προσδιορισμός της παροχής δύναται να
συμφωνηθεί ότι αφήνεται στην κρίση και των δύο μερών και είναι δυνατόν να ανατέθηκε με
τη συμφωνία από κοινού στους συμβαλλομένους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το
δεύτερο εδάφιο της ΑΚ 371, αν ο προσδιορισμός της παροχής δεν έγινε (από συμβαλλόμενο
ή τρίτο) κατά δίκαιη κρίση ή βραδύνει, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, γίνεται από το
δικαστήριο. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή του ή των συμβαλλομένων,
υποκαθιστά δε εκείνον, στον οποίο είχε ανατεθεί το δικαίωμα του προσδιορισμού της
παροχής, όταν αυτός προέβη στον προσδιορισμό με κρίση άδικη ή αν βραδύνει ή αρνείται ή
αδυνατεί προς τούτο. Επίσης το δικαστήριο επιλαμβάνεται μετά από αγωγή και όταν ο
προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε στη δίκαιη κρίση και των δύο μερών και το ένα

16
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

αρνείται ή βραδύνει να αποδεχθεί τις απόψεις του άλλου. Η απόφαση του δικαστηρίου, κατά
το ως άνω εδ. 2 της ΑΚ 371, που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη
σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας τη βούληση των
συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1354/2015).
Διακρίσεις συνεπειών κατά το πρόσωπο του κρίνοντος: Αν ο προσδιορισμός έχει ανατεθεί
σε έναν συμβαλλόμενο, η άρση της αοριστίας θα γίνει κατά τη δίκαιη κρίση του (ΑΚ 371 εδ.
α). Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή αυτή βραδύνει, ο προσδιορισμός γίνεται από το
δικαστήριο (ΑΚ 371 εδ. β). Η ανάθεση του προσδιορισμού στην απόλυτη κρίση του ενός
συμβαλλομένου απαγορεύεται (ΑΚ 372), αλλά επιτρέπεται αν ο προσδιορισμός γίνεται κατά
την απόλυτη κρίση τρίτου, εκτός και αν αυτός βραδύνει ή αρνείται, οπότε η σύμβαση είναι
άκυρη (ΑΚ 373).
Δίκαιη και απόλυτη κρίση: Αόριστη νομική έννοια. Το αν είναι δίκαιη η κρίση δεν
ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 998/2006, αντιθ. η θεωρία). Δίκαιη κρίση σημαίνει ότι η
αναζήτηση του περιεχομένου της σύμβασης γίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα από
υποκειμενικές παραστάσεις και επιθυμίες ή αυθαίρετες επιλογές, αλλά πάντως εντός του
σκοπού της ενοχής λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης επί τη βάσει των
αξιολογικών κριτηρίων των ΑΚ 200, 281, 288 (ΑΠ 2119/2014). Ως απόλυτη κρίση νοείται η
κρίση που δεν υποβάλλεται σε περιορισμό και δη σε αυτόν της δίκαιης κρίσης. Ο κρίνων
μπορεί να προσδιορίσει την ενοχή, όπως θέλει, αρκεί να μην προσκρούει η κρίση του σε
απαγορευτική διάταξη νόμου.

Ενοχή γένους και ενοχή είδους: Ενοχή είδους υπάρχει όταν το αντικείμενο της παροχής
είναι εξατομικευμένο, ενώ, αντίθετα, αν προσδιορίζεται με γενικά γνωρίσματα ευρύτερης
κατηγορίας αντικειμένων πρόκειται για ενοχή γένους. Παροχή περιορισμένου
(καταχρηστικού) γένους υπάρχει και όταν το γένος προσδιορίζεται από μικρότερο κύκλο
πραγμάτων, όπως όταν ο προσδιορισμός του πράγματος αναφέρεται σε προϊόντα ενός
εργοστασίου (ΑΠ 851/2009). Η διάκριση μεταξύ αντικαταστατών και αναντικατάστατων
πραγμάτων δεν είναι κρίσιμη. Στις ενοχές γένους υπάρχει αοριστία που πρέπει να αρθεί.

Επιλογή στην ενοχή γένους (ΑΚ 289-290): Το δικαίωμα επιλογής ανήκει στον οφειλέτη (αν
δεν ορίστηκε κάτι άλλο), ο οποίος δεν υποχρεούται να δώσει ένα από τα καλύτερα
αντικείμενα ούτε δικαιούται ένα από τα χειρότερα. Η επιλογή θα γίνει για μέσης ποιότητας
πράγμα. Αν ο οφειλέτης δώσει στον δανειστή χειρότερης ποιότητας αντικείμενο, δεν
εκπληρώνει προσηκόντως την παροχή και ο δανειστής εξακολουθεί να έχει αξίωση για
εκπλήρωση. Αν το δικαίωμα επιλογής το έχει ο δανειστής και αρνείται ή καθυστερεί να το
ασκήσει, εφαρμόζεται ανάλογα η ΑΚ 309, δηλαδή ο οφειλέτης του τάσσει προθεσμία να
ασκήσει το δικαίωμα επιλογής και, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαίωμα επιλογής
περιέρχεται στον οφειλέτη..
Συγκέντρωση της ενοχής: Εξειδίκευση (απλοποίηση) της ενοχής γένους και μετατροπής της
σε ενοχή είδους. Αν, μετά τη συγκέντρωση, καταστραφεί ή χαθεί το αντικείμενο της
παροχής, υπάρχει αδυναμία παροχής. Αν, αντίθετα, δεν έχει λάβει χώρα συγκέντρωση, τότε
δεν υπάρχει αδυναμία παροχής, αφού το γένος δεν μπορεί να χαθεί.
Τρόποι συγκέντρωσης: 1. Αποχωρισμός και υπερημερία δανειστή (ΑΚ 290 παρ. 1). 2.
Συμφωνία των μερών. 3. Εκπλήρωση της υποχρέωσης με παράδοση ή αποστολή (ΑΚ 290
παρ. 2). 4. Καταστροφή όλων πλην ενός.

17
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

Διαζευκτική ενοχή (ΑΚ 305): Διαζευκτική ενοχή υπάρχει όταν εξ υπαρχής αντικείμενό της
είναι δύο ή περισσότερες παροχές, οι οποίες, όμως, βρίσκονται μεταξύ τους σε διάζευξη, με
την έννοια ότι θα καταβληθεί η μία ή η άλλη, δηλαδή θα καταβληθεί μόνο μία, κατ’ επιλογή
του δικαιούχου, ο οποίος, εν αμφιβολία, είναι ο οφειλέτης, ασκούμενη με μονομερή, άτυπη
και απευθυντέα και διαπλαστικής φύσης δικαιοπραξία, από της οποίας (επιλογής) η ενοχή
γίνεται απλή και οφείλεται έκτοτε η επιλεγείσα παροχή, μη δικαιουμένου του επιλέξαντος να
μεταβάλει γνώμη. Απλοποίηση της διαζευκτικής ενοχής, δηλαδή συγκέντρωσή της ώστε να
οφείλεται πλέον η μία παροχή, επέρχεται και με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών,
σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ (ΑΠ 526/2018).
Οι ΑΚ 308 και 309 θέτουν χρονικά όρια στον δικαιούχο άσκησης του δικαιώματος επιλογής.
Αν ο οφειλέτης, έχοντας το δικαίωμα επιλογής, δεν το ασκήσει έως την έναρξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης, το δικαίωμα επιλογής περιέρχεται στον δανειστή (ΑΚ 308). Αν ο
δανειστής έχει το δικαίωμα επιλογής, δεν αρκεί η υπερημερία του, αλλά απαιτείται να του
τάξει ο οφειλέτης εύλογης προθεσμίας και, αφού αυτή παρέλθει άπρακτη, το σχετικό
δικαίωμα περιέρχεται στον οφειλέτη. Απλοποίηση της διαζευκτικής ενοχής επέρχεται και με
την καταστροφή της μίας ή της άλλης (ΑΚ 310 με την επιφύλαξη των ΑΚ 311-315).

18
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ

Τόπος παροχής: Ο τόπος, όπου ο οφειλέτης υποχρεούται να επιχειρήσει τις αναγκαίες για
την εκπλήρωση της παροχής του πράξεις, ανεξάρτητα από το πού επέρχονται τα
αποτελέσματά τους. Ο τόπος της παροχής καθορίζεται από τη σύμβαση ή τις περιστάσεις,
αποτελεί φυσικό στοιχείο της σύμβασης και καθορίζεται, ελλείψει συμφωνίας, από κανόνες
ενδοτικού δικαίου (ΑΚ 320-322).
Διακρίσεις χρεών ανάλογα με τον τόπο της παροχής: 1. Άρσιμο χρέος: Τόπος κατοικίας
του οφειλέτη. 2. Κομίσιμο χρέος: Τόπος κατοικίας του δανειστή. 3. Πέμψιμο χρέος: Η
παροχή πρέπει να αποσταλεί από τον τόπο κατοικίας του οφειλέτη στον τόπο κατοικίας του
δανειστή. Στην ουσία πρόκειται για άρσιμο χρέος.
Μη χρηματικά χρέη (ΑΚ 320): Τόπος κατοικίας (ή επαγγελματικής εγκατάστασης) του
οφειλέτη κατά τον χρόνο γένεσης της ενοχής. Άρσιμο χρέος.
Χρηματικά χρέη (ΑΚ 321): Τόπος κατοικίας (ή επαγγελματικής εγκατάστασης) του
δανειστή κατά τον χρόνο της καταβολής. Κομίσιμο χρέος.
Η μεταβολή του τόπου κατοικίας δεν μεταβάλλει τον τόπο της παροχής. Εξαίρεση η ΑΚ 322:
σε περίπτωση κομίσιμου χρέους και η εκπλήρωση της παροχής έγινε σημαντικά
δυσχερέστερη λόγω της μεταβολής του τόπου κατοικίας του δανειστή.

Χρόνος παροχής: Χρόνος, κατά τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την
παροχή και ο δανειστής δικαιούται να την απαιτήσει. Κατά το χρονικό αυτό σημείο, η
παροχή και, αντίστοιχα, το χρέος ή η απαίτηση, καθίσταται ληξιπρόθεσμη. Το ληξιπρόθεσμο
προϋποθέτει πλήρωση της τυχόν αναβλητικής αίρεσης από την οποία εξαρτάται η παροχή
(λ.χ. εκποιητική δικαιοπραξία) και επέλευση του χρόνου εκπλήρωσης. Η παροχή μπορεί να
είναι εκπληρώσιμη και πριν το ληξιπρόθεσμο. Η παροχή είναι απαιτητή κατά το
ληξιπρόθεσμο, αλλά ληξιπρόθεσμο και απαιτητό δεν συμπίπτουν πάντοτε, αν ο οφειλέτης
προβάλλει αναβλητικές ενστάσεις (λ.χ. ΑΚ 325, 374).
Καθορισμός χρόνου παροχής: Από τη σύμβαση ή της περιστάσεις και, ελλείψει συμφωνίας,
από τις ενδοτικού δικαίου ΑΚ 323-324. Ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση
αμέσως (ΑΚ 323). Επιτρέπεται η πριν το ληξιπρόθεσμο εκπλήρωση από τον οφειλέτη (ΑΚ
324 εδ. α). Ο οφειλέτης που εκπληρώνει πριν το ληξιπρόθεσμο δεν δικαιούται να αφαιρέσει
τον προεξοφλητικό τόκο, δηλαδή τον τόκο που θα κέρδιζε ο δανειστής αν η παροχή
εκπληρωνόταν κατά το ληξιπρόθεσμο.

19
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΝΣΤΑΣΗ ΕΠΙΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ


ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΗ ΕΚΠΛΗΡΩΘΕΝΤΟΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ

Ένσταση επίσχεσης (ΑΚ 325)


Προϋποθέσεις: 1. Ύπαρξη αμοιβαίων αξιώσεων. Αμοιβαίες είναι οι αξιώσεις όταν ο
υπόχρεος της τελευταίας είναι δικαιούχος της πρώτης. Δεν αρκεί αξίωση από φυσική ενοχή.
Κατ’ εξαίρεση, την ένσταση επίσχεσης μπορεί να προβάλει και ο φορέας παραγεγραμμένης
αξίωσης μόνον κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 443. 2. Οι αξιώσεις πρέπει να είναι
ληξιπρόθεσμες. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν αποκλείεται ακόμη και στην περίπτωση κατά
την οποία ο οφειλέτης έχει ήδη εκτελεστό τίτλο για ικανοποίηση της ανταξίωσής του. Και
αυτό γιατί, ως εκ της φύσης και του σκοπού του δικαιώματος επίσχεσης, το οποίο αποτελεί
μέσο εξασφάλισης ή εξαναγκασμού της ικανοποίησης της ανταξίωσης του εναγομένου,
ουδόλως εκπληρώνεται ο σκοπός αυτός με μόνη την άσκηση αγωγής για την ανταξίωση ή,
έστω, την απόκτηση εκτελεστού τίτλου για την ανταξίωση αυτή (ΑΠ 768/2002). 3. Οι
αξιώσεις πρέπει να είναι συναφείς. Θα πρέπει, δηλαδή, να συνδέονται με κάποια νομική ή
οικονομική ή απλώς βιοτική σχέση, ενώ δεν απαιτείται να απορρέουν από την ίδια σύμβαση
(ΑΠ 1377/2012). Κριτήριο ελέγχου της συνάφειας των δύο αξιώσεων είναι η καλή πίστη (ΑΠ
884/2004). Προς άρση αμφιβολίας για την ύπαρξη συνάφειας η ΑΚ 326 (βλ. και ΑΚ 1106).
Άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης: Δικαστικά ή εξώδικα. Δικαστικά μόνον όταν η αγωγή
είναι καταψηφιστική. Προβάλλεται και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον
αποδεικνύεται παρά χρήμα.
Αποκλεισμός του δικαιώματος επίσχεσης: 1. Με συμφωνία των μερών ή με συμφωνία για
προεκπλήρωση της μίας εκ των παροχών. 2. Όταν η επίσχεση στρέφεται κατά αξιώσεων,
κατά των οποίων δεν αντιτάσσεται συμψηφισμός (ΑΚ 327), δηλαδή αξιώσεων από αδίκημα ή
αξιώσεων ακατάσχετων. 3. Όταν ο δανειστής, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα
επίσχεσης, παράσχει ασφάλεια στον προτείνοντα την επίσχεση (ΑΚ 328). Ως ασφάλεια
νοείται το ενέχυρο και η υποθήκη, όχι όμως η εγγύηση. 4. Όταν ασκείται καταχρηστικά (ΑΚ
281). Αν το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται καταχρηστικά από τον εργαζόμενο, τότε ο
εργοδότης δεν περιέρχεται σε υπηρημερία οφειλέτη. Ως καταχρηστικώς ενασκούμενο
θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του εργαζομένου και όταν, μεταξύ άλλων, δεν
υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη
(όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε
υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη
οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση
προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο
αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται
σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 324/2017).
Συνέπειες άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης: Αναβολή της εκπλήρωσης της
υποχρέωσης του οφειλέτη έως τον χρόνο, κατά τον οποίον ο δανειστής θα εκπληρώσει τη
δική του υποχρέωση (αναβλητική ένσταση). Κατά το διάστημα της αναβολής, ο οφειλέτης
δεν δικαιούται να αποκερδαίνει καρπούς ή άλλα ωφελήματα, τα οποία πρέπει να αποδώσει.
Αν γίνει δεκτή η ένσταση επίσχεσης, το δικαστήριο καταδικάζει τον οφειλέτη σε παροχή με
τον όρο της ταυτόχρονης εκπλήρωσης της παροχής του δανειστή (ΑΚ 329). Ο οφειλέτης που
ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης δεν γίνεται υπερήμερος, αφού η αξίωση του δανειστή δεν είναι
απαιτητή, ενώ αν ήταν ήδη υπερήμερος, η υπερημερία του αίρεται για το μέλλον. Η άσκηση

20
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

του δικαιώματος επίσχεσης συνιστά όχληση του δανειστή, ο οποίος γίνεται υπερήμερος
οφειλέτης της δικής του αξίωσης.

Ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 374)


Προϋποθέσεις: 1. Έγκυρη αμφοτεροβαρής σύμβαση. Παραγραφή της ανταξίωσης του
οφειλέτη δεν εμποδίζει την πρόταση της ένστασης. Η ένσταση προτείνεται και κατά του
εκδοχέα (ΑΚ 463). Η ανατροπή της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (λ.χ. με υπαναχώρηση)
αποκλείει την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος. 2. Προηγούμενη άσκηση της
αξίωσης του δανειστή της κύριας παροχής. Η αγωγή του δανειστή θα πρέπει να είναι
καταψηφιστική και όχι απλώς αναγνωριστική (ΑΠ 1855/2009). H ένσταση του μη
εκπληρωθέντος συναλλάγματος έχει έδαφος εφαρμογής μόνον όταν δεν δημιουργείται
υποχρέωση για κανένα από τους συμβαλλομένους, είτε από τη σύμβαση είτε από τον νόμο,
σε προεκπλήρωση της παροχής. Αν υπάρχει υποχρέωση σε προεκπλήρωση της παροχής, η
AK 374 δεν εφαρμόζεται, εκτός αν η γενόμενη από τον υπόχρεο προεκπλήρωση είναι
ελλιπής ή πλημμελής, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος που την αποδέχθηκε, έχει την ένσταση της
μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής (ΑΠ 2208/2013). 3. Μη (προσήκουσα)
εκπλήρωση και μη προσφορά της παροχής του δανειστή. Η ένσταση προβάλλεται όταν ο
ενάγων δεν εκπληρώνει τόσο την κύρια όσο και τις τυχόν παρεπόμενες υποχρεώσεις του στο
σύνολό τους. Η ένσταση προτείνεται και όταν η παροχή βαρύνεται με νομικά ελαττώματα,
ενώ, σε περίπτωση πώλησης, αν το πράγμα έχει πραγματικά ελαττώματα και έχει μετατεθεί ο
κίνδυνος στον αγοραστή, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις, όπως λ.χ. ΑΚ 534 επ. (ΑΠ
328/2007, ΑΠ 1272/1999 – αντιθ. θεωρία). Αντίστοιχα ισχύουν και στη σύμβαση έργου (βλ.
ΑΠ 688).
Συνέπειες: Αναβολή εκπλήρωσης της παροχής του ενάγοντος δανειστή. Αν γίνει δεκτή η
ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, το δικαστήριο καταδικάζει τον οφειλέτη σε
παροχή με τον όρο της ταυτόχρονης εκπλήρωσης της αντιπαροχής του δανειστή (ΑΚ 378). Η
ένσταση δεν μπορεί να αποκρουστεί από τον εναγόμενο οφειλέτη με παροχή ασφάλειας από
τον ενάγοντα δανειστή (ΑΚ 375).
Απαγόρευση ένστασης μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 376): Προϋπόθεση: ο
ενάγων δανειστής έχει εκπληρώσει κατά ένα μέρος την παροχή του και η άρνηση του
εναγομένου οφειλέτη αντίκειται στην καλή πίστη.
Ένσταση ανασφάλειας (ΑΚ 377): Αν δεν συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 374 επειδή
προβλέπεται προεκπλήρωση, ο υπόχρεος σε προεκπλήρωση μπορεί να την αρνηθεί, ώσπου ο
αντισυμβαλλόμενος να παράσχει ασφάλεια. Προϋποθέσεις ένστασης ανασφάλειας: 1.
Αμφοτεροβαρής σύμβαση. 2. Υποχρέωση προεκπλήρωσης. 3. Ουσιώδης ελάττωση της
περιουσιακής κατάστασης του άλλου μέρους. 4. Ο υπόχρεος σε προεκπλήρωση να μη
γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την ελάττωση της περιουσίας του αντισυμβαλλομένου. 5.
Κίνδυνος της αξίωσης για την αντιπαροχή του υπόχρεου προς προεκπλήρωση. Συνέπειες:
Αναβολή της υποχρέωσης προεκπλήρωσης.

21
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Φυσιολογική απόσβεση της ενοχής: Εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη.


Λόγοι φυσιολογικής απόσβεσης: Καταβολή, υποκατάστατα της καταβολής (δόση ή
υπόσχεση αντί καταβολής), άφεση χρέους, αντίθετη συμφωνία (actus contrarius).

Αντίθετη συμφωνία (ΑΚ 361): Καταργητική συμφωνία των μερών. Είναι άτυπη, ακόμη κι
αν η καταργούμενη συμφωνία είναι τυπική.

Καταβολή (ΑΚ 416-418): Εκπλήρωση της παροχής σύμφωνα με τον σκοπό και το
περιεχόμενο της ενοχής. Ως προς τη νομική της φύση κρατεί η άποψη ότι είναι κατ’ αρχήν
υλική πράξη (ΑΠ 326/2018). Ωστόσο, είναι δυνατόν η παροχή να συνίσταται σε διενέργεια
δικαιοπραξίας, οπότε σε αυτή την περίπτωση η καταβολή θα συνίσταται σε επιχείρηση της
οφειλόμενης δικαιοπραξίας (λ.χ. καταβολή στην πώληση θα γίνει με την κατάρτιση της
μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας). Θα πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή όπως προβλέπεται
από τη σύμβαση ή τον νόμο. Το βάρος απόδειξης της προσήκουσας καταβολής φέρει ο
οφειλέτης, εκτός και αν ο δανειστής αποδέχθηκε την παροχή που έγινε με σκοπό καταβολής
(ΑΚ 418). Η καταβολή μπορεί να γίνει και προς τρίτον υπό τους όρους των ΑΚ 417, 426 (ΑΠ
537/2013). Η καταβολή με επιφύλαξη επιτρέπει στον οφειλέτη να αναζητήσει την παροχή
που κατέβαλε σε περίπτωση που είναι αχρεώστητη, αποκλείοντας, έτσι, την εφαρμογή της
ΑΚ 905. Αντίστροφα, αποδοχή της παροχής από τον δανειστή με επιφύλαξη αποκλείει την
εφαρμογή της ΑΚ 418.
Καταλογισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών (ΑΚ 422-423): Ο οφειλέτης έχει
περισσότερα χρέη προς τον ίδιο δανειστή, αλλά η διαθέσιμη παροχή δεν επαρκεί για την
ικανοποίηση όλων των χρεών, οπότε τίθεται ζήτημα καταλογισμού της καταβολής σε κάποιο
από τα χρέη. Τα χρέη θα πρέπει να είναι ομοειδή (ΑΠ 234/2014). Ο καταλογισμός γίνεται με
βάση την τυχόν συμφωνία των μερών (ΑΠ 529/2016). Αν λείπει τέτοια συμφωνία, ο
καταλογισμός γίνεται μονομερώς από τον οφειλέτη (ΑΚ 422 εδ. α). Αν δεν καθορίζει τη
σειρά ο οφειλέτης, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τους όρους της ΑΚ 422 εδ. β, δηλαδή
ως εξής: Πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος. Επί πολλών ληξιπρόθεσμων χρεών, σε εκείνο που
παρέχει τη μικρότερη για τον δανειστή ασφάλεια. Επί χρεών με ίση ασφάλεια, στο
επαχθέστερο για τον οφειλέτη (λ.χ. μεγαλύτερο τόκο ή ποινική ρήτρα). Επί εξίσου επαχθών
χρεών, στο αρχαιότερο (κρίσιμος ο χρόνος γέννησης του χρέους και όχι ο χρόνος του
ληξιπροθέσμου). Επί σύγχρονων χρεών, ο καταλογισμός θα γίνει σύμμετρα. Αν ο δανειστής
αρνηθεί την προσφερόμενη κατά τα ανωτέρω σειρά παροχή, περιέρχεται σε υπερημερία.
Εξαίρεση στην ΑΚ 422 εδ. β εισάγει η ΑΚ 423. Αν το χρέος αποτελείται από κεφάλαιο,
τόκους και έξοδα, η καταβολή θα γίνει πρώτα στα έξοδα, μετά στους τόκους και τελευταία
στο κεφάλαιο.

Δόση αντί καταβολής (ΑΚ 419): Καταβολή άλλης παροχής στον δανειστή αντί της
οφειλόμενης παροχής. Η δόση αντί καταβολής προϋποθέτει τόσο τη βούληση του οφειλέτη
όσο και τη βούληση του δανειστή (απαιτείται συμφωνία). Η δόση αντί καταβολής είναι
παραδοτική εκποιητική σύμβαση. Αντικείμενο της δόσης αντί καταβολής μπορεί να είναι
κάθε άλλη παροχή αντί της οφειλομένης, ήτοι δύναται να συνίσταται στην οιαδήποτε
προσπόριση αγαθού και, επομένως, αντί των οφειλομένων χρημάτων μπορεί να δοθεί
πράγμα, κινητό ή ακίνητο. Αν το διδόμενο αντί καταβολής αντικείμενο είναι κινητό πράγμα,

22
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

πρέπει να παραδοθεί στον δανειστή η νομή του, οπότε με την παράδοση και την αποδοχή
συντελείται η αντί καταβολής δόση (ΑΚ 1034). Αν το πράγμα είναι ακίνητο, η αντί
καταβολής δόση απαιτεί επιπλέον και μεταγραφή (ΑΚ 1033). Δεν έχει κατά κανόνα σημασία
αν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας
από το αντικείμενο της παλαιάς ενοχής. Όμως, μπορεί να συμφωνηθεί, στα πλαίσια της αρχής
της ιδιωτικής αυτονομίας και ειδικότερα της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, αν μεν το
αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι μεγαλύτερης αξίας, ο δανειστής να
υποχρεούται να αποδώσει τη διαφορά, εφόσον δε είναι μικρότερης, η δόση αντί καταβολής
να δίνεται προς μερική απόσβεση της παλαιάς ενοχής, ίσης με την αξία του άλλου
αντικειμένου (ΑΠ 66/2013). Αν η νέα παροχή έχει πραγματικά ή νομικά ελαττώματα, ο
οφειλέτης ευθύνεται όπως ο πωλητής (ΑΚ 420). Η τυχόν υπαναχώρηση του δανειστή δεν
επιφέρει ανασύσταση της παλαιάς οφειλής, αλλά υποχρέωση των μερών να επιστρέψουν τις
παροχές κατά τις ΑΚ 904 επ., δηλαδή ο δανειστής να επιστρέψει τη νέα παροχή και ο
οφειλέτης να ανασυστήσει την παλαιά ενοχή μέσω της ΑΚ 297 εδ. β. Αν, όμως, η παλαιά
υποχρέωση του οφειλέτη αναλήφθηκε από χαριστική αιτία, τότε, κατά τελολογική συστολή
της ΑΚ 420, η ευθύνη του οφειλέτη για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα θα διαμορφώνεται
όπως αυτή του δωρητή (ΑΚ 499).

Υπόσχεση αντί ή χάριν καταβολής (ΑΚ 421):


Υπόσχεση αντί καταβολής είναι η υπόσχεση που δίνει ο οφειλέτης στον δανειστή ότι θα του
καταβάλει αντί για την αρχικά οφειλόμενη παροχή, άλλη παροχή. Στην υπόσχεση αντί
καταβολής αποσβήνεται η παλαιά ενοχή και γεννάται νέα. Πρόκειται περί υποσχετικής
σύμβασης. Για την ευθύνη του υποσχόμενου εφαρμόζεται ανάλογα η ΑΚ 420. Υπόσχεση
χάριν καταβολής είναι η υπόσχεση που δίνει ο οφειλέτης για νέα παροχή χωρίς ταυτόχρονη
απόσβεση της παλαιάς υποχρέωσης. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, ο δανειστής μπορεί να
αξιώσει την αρχική παροχή, η εκπλήρωση της οποίας απαλλάσσει τον οφειλέτη από τη νέα
παροχή. Η νέα υπόσχεση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της παλαιάς, αλλά ο δανειστής έχει δύο
αξιώσεις κατά του οφειλέτη, από τις οποίες μόνο της μιας την ικανοποίηση μπορεί να
ζητήσει. Aν ο οφειλέτης, προς τον σκοπό εκπλήρωσης της υποχρέωσής του από κάποια
σύμβαση αποδεχθεί συναλλαγματική ή εκδώσει τραπεζική επιταγή και παραδώσει τα
αξιόγραφα αυτά στον δανειστή, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, δεν επέρχεται
απόσβεση της αρχικής υποχρέωσής του παρά μόνον όταν ο δανειστής με την εκπλήρωση από
τον οφειλέτη της νέας υποχρέωσης ικανοποιηθεί για την αρχική. Στην περίπτωση αυτή,
εφόσον διασώζεται η εκ της αρχικής ενοχής υποχρέωση του οφειλέτη, ο δανειστής έχει
παραλλήλως δύο απαιτήσεις, μία από την παλαιά και μία από τη νέα ενοχή, οφείλει όμως,
σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, κατ’ ΑΚ 288, και φερόμενος επιμελώς, να
επιδιώξει την ικανοποίησή του από την νέα ενοχή και, εφόσον δεν το κατορθώσει ή αυτό δεν
είναι πλέον δυνατό, όπως λόγω παραγραφής της απαίτησής του από τη νέα ενοχή, δικαιούται
να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του από την παλαιά ενοχή. Διαφορετικά, αν
δηλαδή ο δανειστής επιδιώξει την ικανοποίησή του από την παλαιά ενοχή, ενόσω είναι
ακόμη δυνατή η ικανοποίησή του από τη νέα ενοχή, αποκρούεται με σχετική αναβλητική
ένσταση του εναγόμενου οφειλέτη (ΑΠ 341/2010). Έτσι, επέρχεται αναστολή του απαιτητού
της οφειλόμενης παροχής από την πρώτη ενοχή μέχρις ότου εκπληρωθεί (ή φανεί ότι είναι
αδύνατο να εκπληρωθεί) η νέα υποχρέωση. Ενόψει, όμως, του ότι η ΑΚ 421 είναι ενδοτικού
δικαίου, ουδέν εμποδίζει να συμφωνηθεί ρητώς ότι ο δανειστής δεν υποχρεούται, αλλά
δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή του από τη νέα ενοχή, με την έννοια της

23
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

δυνατότητας παράλληλης άσκησης των δικαιωμάτων του και από την παλαιά και από τη νέα
ενοχή.

Δόση χάριν καταβολής: Δεν προβλέπεται στον ΑΚ. Ο δότης δεν απαλλάσσεται από την
αρχική οφειλή του, αλλά ο δανειστής δικαιούται να ικανοποιηθεί μία μόνο φορά. Ο δανειστής
κρατεί τη δεύτερη παροχή ως ασφάλεια. Η εκχώρηση απαίτησης μπορεί να έχει ως αιτία την
ικανοποίηση του εκδοχέα ως δανειστή του εκχωρητή χρηματικής απαίτησης. Και αν μεν
προκύπτει σαφώς ότι αυτή έγινε σε αντικατάσταση του χρέους προς τον εκδοχέα, δηλαδή
αντί καταβολής, τότε επέρχεται απόσβεση του χρέους αυτού, αν δε δεν προκύπτει σαφώς μια
τέτοια πρόθεση, τότε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 421 , θεωρείται ότι η εκχώρηση έγινε
με σκοπό καταβολής, δηλαδή προς διευκόλυνση της ικανοποιήσεως του δανειστή (εκδοχέα).
Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο εκδοχέας έχει υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη της
απαίτησης που εκχωρήθηκε και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας δικαιούται να επανέλθει στην
αξίωση του από την αρχική ενοχή. Η υποχρέωση αυτή του δανειστή στηρίζεται στη φύση της
εκχώρησης χάριν καταβολής ως οιονεί εντολής του οφειλέτη προς τον δανειστή να εισπράξει
την εκχωρούμενη απαίτηση, άλλως στη συναλλακτική καλή πίστη. Εφόσον συνήφθη
σύμβαση, με την οποία ο οφειλέτης αναλαμβάνει έναντι του δανειστή του από άλλη ενοχική
σχέση νέα υποχρέωση, ο δανειστής έχει πλέον υπέρ αυτού δύο ενοχές. Τα εκ των δύο όμως
ενοχών δικαιώματά του δεν δύναται να ασκήσει κατά τη σειρά της εκλογής του, όπως
συμβαίνει επί διαζευκτικής ενοχής (ΑΚ 305 επ.), αλλά οφείλει να επιδιώξει την ικανοποίησή
του πρώτα από τη συναφθείσα νέα ενοχή. Αλλιώς, αποκρούεται με σχετική αναβλητική
ένσταση του εναγομένου οφειλέτη, διότι η αξίωσή του να ικανοποιηθεί από την πρώτη ενοχή,
αντιτίθεται, κατά τα ανωτέρω, στο πνεύμα της συναφθείσας σύμβασης, που περιέχει την
υπόσχεση χάριν καταβολής.

Ανανέωση (ΑΚ 436-439): Βλ. θεσμούς της υπόσχεσης χάριν καταβολής (ΑΚ 421),
εκχώρησης απαίτησης (ΑΚ 455 επ.) και αναδοχής χρέους (ΑΚ 471 επ.).

Άφεση χρέους (454): Η άφεση χρέους, η οποία είναι σύμβαση μεταξύ δανειστή και
οφειλέτη, με την οποία ο πρώτος παραιτείται από την ενοχική αξίωση που έχει κατά του
δευτέρου, έχει ως αποτέλεσμα την άμεση απόσβεση της ενοχής. Έτσι, ο δανειστής δεν
δικαιούται πλέον να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει απ` αυτήν την ενοχή. Αν, παρόλα
αυτά, το ασκήσει αποκρούεται επιτυχώς με την από το άρθρο αυτό (ΑΚ 454 ) παρακωλυτική
της άσκησης του δικαιώματος σχετική ένσταση. Η σύμβαση περί άφεσης χρέους
καταρτίζεται με άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, η οποία μπορεί να γίνει
ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη, όπως συμβαίνει με κάθε
απαλλοτρίωση περιουσίας και μάλιστα με κάθε παραίτηση από δικαίωμα (ΑΠ 934/2014).
Μονομερής παραίτηση δεν είναι επιτρεπτή. Σιωπηρή πρόταση για σύναψη άφεσης χρέους
αποτελεί η εγχείριση από τον δανειστή εξοφλητικής απόδειξης ή απόδοση του χρεωστικού
εγγράφου, μολονότι δεν είχε προηγηθεί η εξόφληση του χρέους (ΑΠ 300/2007). Πρόκειται
περί άτυπης και αφηρημένης δικαιοπραξίας (ΑΠ 1118/2010).

24
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΜΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Έννοια: Απόσβεση της ενοχής όταν ο τρόπος της απόσβεσης δεν ανταποκρίνεται στην κοινή
βούληση δανειστή και οφειλέτη. Λόγοι μη φυσιολογικής απόσβεσης της ενοχής είναι η
δημόσια κατάθεση, ο συμψηφισμός, η σύγχυση και η ματαίωσή ή η επίτευξη του σκοπού της
ενοχής με άλλον τρόπο.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ (ΑΚ 427-435)

Έννοια: Η εκ μέρους του οφειλέτη κατάθεση της παροχής σε δημόσια αρχή υπέρ του
δανειστή προς τον σκοπό απόσβεσης της ενοχής (ΑΚ 430). Καθοριζόμενη αρχή είναι το
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Προϋποθέσεις:
1. Νόμιμη αιτία κατάθεσης: α) Όταν ο δανειστής έχει περιέλθει σε υπερημερία δανειστή
(ΑΚ 427). β) Όταν υπάρχει εύλογη αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του δανειστή (ΑΚ
434), όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο δανειστής είναι δικαιοπρακτικά ανίκανος και δεν έχει
διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, ή αμφισβητείται το κύρος της εκχώρησης της
απαίτησης, ή αμφισβητείται το πρόσωπο του κληρονόμου του δανειστή, ή όταν προκύπτουν
διχογνωμίες ως προς το είδος της πολυπρόσωπης ενεργητικής ενοχή παρά τους
ερμηνευτικούς κανόνες της ΑΚ 480.
2. Πράγμα δεκτικό κατάθεσης: Κινητό πράγμα, δηλαδή χρήματα, αλλοδαπά χρήματα,
αξιόγραφα (λ.χ. συναλλαγματικές, επιταγές), τιμαλφή.
Αν το κινητό πράγμα δεν είναι δεκτικό κατάθεσης (λ.χ. ευπαθές εμπόρευμα), ο οφειλέτης
μπορεί, αφού ειδοποιήσει τον υπερήμερο δανειστή, να προβεί σε δημόσιο πλειστηριασμό του
πράγματος και να καταθέσει το πλειστηρίασμα (ΑΚ 428). Αν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς
το πρόσωπο του δανειστή, ο οφειλέτης ζητά άδεια από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών (δηλ. από
το Ειρηνοδικείο κατά την εκούσια δικαιοδοσία – ΚΠολΔ 739, 798) να πωλήσει το πράγμα
και να καταθέσει το τίμημα (ΑΚ 434 παρ. 2).
Αν το πράγμα είναι ακίνητο, ο οφειλέτης δικαιούται, αφού ειδοποιήσει τον υπερήμερο
δανειστή, να προκαλέσει τον δικαστικό διορισμό μεσεγγυούχου (Ειρηνοδικείο κατά την
εκούσια δικαιοδοσία – ΚΠολΔ 739, 793), ο οποίος παραλαμβάνει το ακίνητο στην κατοχή
του (ΑΚ 359 παρ. 1) και έχει θέση θεματοφύλακα (ΑΚ 831-833). Το ίδιο ισχύει και όταν
συντρέχει αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του δανειστή (ΑΚ 359 παρ. 2).

Διαδικασία δημόσιας κατάθεσης (ΑΚ 430): Στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του
τόπου εκπλήρωσης της παροχής. Ο οφειλέτης υποχρεούται να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση τον υπερήμερο δανειστή για την κατάθεση, εκτός αν η γνωστοποίηση είναι
ιδιαίτερα δύσκολη. Διαφορετικά ευθύνεται σε αποζημίωση για την καθυστέρηση (μικρή
αποζημίωση). Τα έξοδα της κατάθεσης βαρύνουν τον δανειστή (ΑΚ 435).

Νομική φύση δημόσιας κατάθεσης: Σύμβαση παρακαταθήκης υπέρ τρίτου (ΑΚ 822 σε
συνδυασμό με ΑΚ 410 επ.).

Συνέπειες: Απόσβεση της ενοχής και, συνακόλουθα, της υποχρέωσης του οφειλέτη (ΑΚ
431).

25
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ (ΑΚ 440-452)

Έννοια: Απόσβεση αμοιβαίων απαιτήσεων μεταξύ δύο προσώπων μέσω συνυπολογισμού


τους. Σκοπός του συμψηφισμού είναι η επίτευξη απλούστερης, οικονομικότερης και
ορθολογικής συναλλαγής.

Προϋποθέσεις (ΑΚ 440):


1. Αμοιβαιότητα απαιτήσεων: Αμοιβαίες είναι οι απαιτήσεις όταν ο οφειλέτης της μίας
είναι δανειστής της άλλης. Κάμψη της αρχής της αμοιβαιότητας: α) ΑΚ 447: Ο εγγυητής
μπορεί να αντιτάξει σε συμψηφισμό ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή. Αν ο
εγγυητής δεν προτείνει την ένσταση συμψηφισμού δεν χάνει το δικαίωμα αναγωγής κατά του
πρωτοφειλέτη κατ’ ΑΚ 859, διότι ο τελευταίος δεν ζημιώνεται από την μη προβολή της
ένστασης συμψηφισμού. Ο πρωτοφειλέτης δεν δικαιούται να αντιτάξει σε συμψηφισμό
απαίτηση του εγγυητή κατά του δανειστή. β) ΑΚ 448: Ο οφειλέτης μπορεί έναντι του
εκδοχέα να αντιτάξει σε συμψηφισμό απαιτήσεις κατά του εκχωρητή που γεννήθηκαν πριν
την αναγγελία. Αν γεννήθηκαν μετά την αναγγελία, ο συμψηφισμός αποκλείεται. Αν, όμως,
γεννήθηκαν πριν την αναγγελία, αλλά κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά από την αναγγελία, ο
συμψηφισμός επιτρέπεται υπό τους όρους της ΑΚ 463 παρ. 2. Αποκλεισμός του
συμψηφισμού παρά την ύπαρξη αμοιβαιότητας (ΑΚ 449): Ο οφειλέτης κατεσχημένης
απαίτησης δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό κατά του κατάσχοντος ανταπαίτηση που
απέκτησε κατά του δανειστή της κατεσχημένης απαίτησης μετά την κατάσχεση (ΑΠ
435/2015).
2. Εγκυρότητα απαιτήσεων: Οι απαιτήσεις πρέπει να είναι έγκυρες, με την έννοια ότι
πρέπει να απορρέουν από υπαρκτή και έγκυρη σύμβαση ή από εξωσυμβατική ενοχή, για την
οποία πληρούνται όλοι οι όροι για τη γέννηση της αξίωσης (ΑΠ 1418/2015). Εξαίρεση η ΑΚ
443: Ανταπαίτηση που είχε παραγραφεί αντιτάσσεται σε συμψηφισμό, αν κατά τον χρόνο
που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Ως
συνύπαρξη των απαιτήσεων πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής νοείται η
παράλληλη ύπαρξη και των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό τους,
μπορεί δε να προταθεί σε συμψηφισμό η απαίτηση που παραγράφηκε, ακόμη και αν έχει ήδη
απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση λόγω της παραγραφής (ΑΠ 2111/2014).
3. Ληξιπρόθεσμο των απαιτήσεων: Οι απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες. Για
την ακρίβεια, ο σκοπός του νόμου αρκείται στο να είναι ληξιπρόθεσμη η ανταπαίτηση του
οφειλέτη που αντιτάσσει σε συμψηφισμό (ΑΠ 1418/2015).
4. Ομοειδές των απαιτήσεων: Ομοειδείς απαιτήσεις σημαίνει ότι οι παροχές των δύο μερών
ανήκουν στο ίδιο είδος, λ.χ. και οι δύο οφείλουν χρήματα ή τα ίδια αντικαταστατά πράγματα.
Δεν απαιτείται να απορρέουν από την ίδια αιτία ή να είναι συναφείς (ΑΠ 2111/2014).
5. Παραδεκτό του συμψηφισμού (ΑΚ 450-451): Δεν αντιτάσσεται σε συμψηφισμό
απαίτηση από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο (ΑΚ 450 παρ. 1). Τον συμψηφισμό, όμως,
μπορεί να προτείνει το θύμα του αδικήματος, δηλαδή ο δανειστής της κύριας απαίτησης (ΑΠ
844/1999), εκτός και αν αμφότερες οι απαιτήσεις προήλθαν από αδίκημα που τελέστηκε με
δόλο, οπότε, στην περίπτωση αυτή, επιτρέπεται ο συμψηφισμός. Η ΑΚ 450 παρ. 1 είναι
αναγκαστικού δικαίου. Επίσης, είναι απαράδεκτος ο συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης

26
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

παραιτήθηκε από αυτόν εκ των προτέρων (ΑΚ 450 παρ. 2). Ομοίως, δεν επιτρέπεται ο
συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης (ΑΚ 451).

Άσκηση του συμψηφισμού (ΑΚ 441 εδ. α): Το δικαίωμα του συμψηφισμού είναι
διαπλαστικό και ασκείται με μονομερή δικαιοπραξία που περιέχει απευθυντέα δήλωση προς
τον φορέα της κύριας απαίτησης (δανειστή). Δεν επιτρέπεται πρόταση του συμψηφισμού υπό
αίρεση ή προθεσμία (ΑΚ 444 εδ. α). Είναι δυνατή, όμως, η προβολή του συμψηφισμού υπό
την ενδοδιαδικαστική αίρεση αποδοχής της αγωγής του δανειστή με την οποία ζητείται η
ικανοποίηση της αξίωσής του (ΑΚ 444 εδ. β). Το σχετικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί
δικαστικά ή εξώδικα. Αν, όμως, ασκηθεί εξώδικα, η επίκληση του συμψηφισμού από τον
οφειλέτη στο δικαστήριο συνιστά ένσταση εξόφλησης (ΑΠ 435/2015).

Αποτελέσματα συμψηφισμού: 1. Απόσβεση απαιτήσεων κατά το μέρος που


αλληλοκαλύπτονται (ΑΚ 440). 2. Η απόσβεση ενεργεί αναδρομικά, δηλαδή οι απαιτήσεις
αποσβήνονται από τότε που συνυπήρξαν (ΑΚ 441 εδ. β). Η αναδρομική ενέργεια καλύπτει
όλη την περίοδο από τη γέννηση του δικαιώματος συμψηφισμού (συνάντηση απαιτήσεων)
μέχρι την άσκησή του. Οι τυχόν δυσμενείς συνέπειες μέσα στο παραπάνω διάστημα
ανατρέπονται (λ.χ. δεν οφείλονται τόκοι, άρση υπερημερίας, δεν επέρχεται κατάπτωση
ποινής).

ΣΥΓΧΥΣΗ

Έννοια: Η ένωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του δανειστή και οφειλέτη (ΑΚ 453).
Συναποσβήνονται και τα παρεπόμενα δικαιώματα (εγγυήσεις, ενέχυρα, υποθήκες) επί της
αποσβεσθείσας απαίτησης (ΑΚ 864, 1243 αριθ. 1 και 1317.)

27
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΑΠΡΟΟΠΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ


ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Σκοπός της ΑΚ 388: Επαναφορά της ισορροπίας στην αμφοτεροβαρή σύμβαση μετά από
έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, προστατεύοντας τον ασθενέστερο από την
υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του μετά τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης.
Αποτελεί ειδική εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (ΑΚ 288). Αν δεν συντρέχουν οι όροι
της ΑΚ 388, δυνατόν να εφαρμοστούν οι ίδιες έννομες συνέπειες με προσφυγή στην ΑΚ 288
(ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 155/2018). Διαφορές με την ΑΚ 179: α) Η δυσαναλογία στην ΑΚ 179
υφίσταται ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ενώ στην ΑΚ 388 επέρχεται εκ των
υστέρων. β) στην ΑΚ 388 δεν τίθεται ως προϋπόθεση η εκμετάλλευση του ενός
συμβαλλομένου από τον άλλον. γ) η ΑΚ 179 επιφέρει ως συνέπεια την ακυρότητα της
σύμβασης, ενώ η ΑΚ 388 επιτρέπει τη δικαστική αναθεώρηση ή λύση της σύμβασης.

Προϋποθέσεις ΑΚ 388:
1. Αμφοτεροβαρής σύμβαση: Κάθε υποσχετική, αμφοτεροβαρής σύμβαση,
περιλαμβανομένου και του προσυμφώνου και του συμφώνου προαίρεσης όταν αυτά
κατευθύνονται στη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης.
2. Μεταβολή των συνθηκών: Κρίσιμα περιστατικά είναι εκείνα στα οποία στηρίχθηκαν οι
συμβαλλόμενοι, τα οποία αποτέλεσαν για αυτούς δικαιοπρακτικό θεμέλιο. Υποκειμενικό
κριτήριο. Ωστόσο, αυτά τα περιστατικά αντικειμενικοποιούνται με βάση την αντικειμενική
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κρίσιμος ο σκοπός της σύμβασης. Αρκεί τα
περιστατικά να μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από τον αντισυμβαλλόμενο (βλ. και ΑΚ
200). Τα περιστατικά αυτά που αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο δεν έγιναν
περιεχόμενο της σύμβασης, διότι στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστούν οι διατάξεις για
ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής. Έτσι, λ.χ., κρίσιμη είναι η νομισματική σταθερότητα
(τιμάριθμος), η φορολογική ή δασμολογική σταθερότητα, η ασφάλεια της χώρας, η ειρήνη, οι
πολιτικές και κοινωνικές παράμετροι. Αν τα περιστατικά αυτά είναι σπουδαία μόνο για τα
μέρη, τότε η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου μπορεί να συνιστά κοινή πλάνη.
3. Ύστερη μεταβολή συνθηκών – Αρχική κοινή πλάνη: Η μεταβολή των συνθηκών θα
πρέπει να γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης, ενώ αν η μεταβολή υπήρχε ήδη κατά τον
χρόνο σύναψης της σύμβασης δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 388, διότι τότε μπορούν να
εφαρμοστούν οι ΑΚ 142, 179.
4. Έκτακτοι και απρόβλεπτοι λόγοι: Τα περιστατικά δεν επέρχονται κατά τη συνήθη πορεία
των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα (πολιτικά, κοινωνικά,
οικονομικά), με αποτέλεσμα τα μέρη να μην μπορούσαν να τα προβλέψουν. Δεν θεωρούνται
έκτακτα περιστατικά η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης ή αυξομείωση της
αξίας ενός ακινήτου λόγω μεταβολής της ζήτησης ανάλογων ακινήτων ή η αυξομείωση του
κόστους ζωής. Συνιστά έκτακτο περιστατικό η απρόβλεπτη επιδείνωση της οικονομικής
κατάστασης της χώρας, όταν είναι ιδιαιτέρως μεγάλη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως,
περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 388 δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της οικονομικής
κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες
και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική
(ΑΠ 841/2017, ΑΠ 207/2017).
5. Υπέρμετρα επαχθής παροχή: Ουσιώδης ανατροπή ή διατάραξη της σχέσης ισορροπίας
μεταξύ των ανταλλασσόμενων παροχών.

28
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

Τέλος, δεν απαιτείται υπερημερία οφειλέτη ούτε απαιτείται να είναι η σύμβαση ανεκτέλεστη
κατά ένα μέρος της, δηλαδή να εξακολουθούν να οφείλονται κάποιες παροχές. Στην
τελευταία περίπτωση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η καλή πίστη δεν δικαιολογεί την
ανατροπή ή αναπροσαρμογή της σύμβασης (Αντιθ. η νομολογία. Βλ. ΟλΑΠ 14/2015 με
αντιθ. μειοψηφία).

Συνέπειες της ΑΚ 388: Γέννηση δικαιώματος δικαστικής διάπλασης για αναπροσαρμογή ή


λύση της αμφοτεροβαρούς σύμβασης (αντιθ. στην ΑΚ 288, η διάπλαση επέρχεται
αυτοδικαίως). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, μπορεί να
διατάξει την αναπροσαρμογή της σύμβασης, ακόμη κι αν ο ενάγων έχει αιτηθεί τη λύση της,
διότι η πρώτη περίπτωση είναι ηπιότερη σε σχέση με τη δεύτερη. Η διάπλαση ισχύει για το
μέλλον, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη δικαστική απόφαση. Ο δικαστής μπορεί να
αποφασίσει την ολική ή μερική λύση της σύμβασης (λ.χ. μόνο ως προς το ανεκτέλεστο
μέρος της). Συνέπειες της λύσης είναι η απόσβεση των συμβατικών υποχρεώσεων και η
επιστροφή των παροχών που τυχόν λήφθηκαν με εφαρμογή των ΑΚ 904 επ.. Σε περίπτωση
μερικής λύσης, ο δικαστής πρέπει να καθορίσει το ύψος της παροχής που αντιστοιχεί στο
σωζόμενο αντίστοιχο τμήμα της άλλης. Το δικαστήριο, αντί να λύσει τη σύμβαση, μπορεί να
την αναπροσαρμόσει, με την έννοια ότι η παροχή του οφειλέτη θα μειωθεί στο προσήκον
μέτρο ή ότι η αντιπαροχή θα αυξηθεί στο προσήκον μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο
μπορεί να λάβει και άλλα μέτρα, όπως λ.χ. να δώσει νέα προθεσμία εκπλήρωσης στον
οφειλέτη, ώστε ο τελευταίος να αποφύγει τις συνέπειες της υπερημερίας, να καταργήσει έναν
βαρύ για τον οφειλέτη όρο της σύμβασης ή να προβλέψει άλλο τρόπο εξισορρόπησης των
θεμιτών συμφερόντων των συμβαλλομένων.

Αποκλεισμός εφαρμογής της ΑΚ 388: Η ΑΚ 388 περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου


(ΟλΑΠ 350/1985, ΑΠ 762/2015). Για τον λόγο αυτόν, αποκλείεται εκ των προτέρων
παραίτηση από το δικαίωμα για δικαστική λύση ή αναπροσαρμογή της σύμβασης, εκτός αν
αναλαμβάνονται ειδικά προβλεπόμενοι κίνδυνοι (λ.χ. στις χρηματιστηριακές συμβάσεις) (ΑΠ
1738/2014).

29
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Αθέτηση των υποχρεώσεων του οφειλέτη

Γενικά: Ο ΑΚ αντιμετωπίζει την παθολογία της ενοχικής σχέσης κατά τρόπο


περιπτωσιολογικό και ρυθμίζει μόνο δύο τυπικές περιπτώσεις ανωμαλίας που πηγάζουν από
την πλευρά του οφειλέτη: την αδυναμία παροχής και την υπερημερία οφειλέτη. Η θεωρία
υπάγει άλλες μορφές αθέτησης των υποχρεώσεων του οφειλέτη στην κατηγορία της
πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής. Κάθε φορά θα πρέπει να εξετάζεται αν μία παροχή
έχει αχθεί ή μπορεί να αχθεί κατά προσήκοντα τρόπο στην εκπλήρωσή της και, επομένως,
όταν πρόκειται για δύο παροχές (λ.χ. παροχή-αντιπαροχή) μπορεί να ανακύπτει το ίδιο ή και
διαφορετικό είδος ανωμαλίας. Στην ίδια παροχή, το ένα είδος ανωμαλίας αποκλείει τα άλλα.
Έτσι, λ.χ., η υπερημερία οφειλέτη αποκλείει την υπερημερία δανειστή, ενώ η υπερημερία
δανειστή αίρει την υπερημερία οφειλέτη. Επίσης, η αδυναμία παροχής αποκλείει την
υπερημερία οφειλέτη ή την πλημμελή εκπλήρωση, καθώς οι δύο τελευταίες μορφές
ανωμαλίας προϋποθέτουν δυνατή παροχή. Αντίθετα, υπερημερία οφειλέτη και πλημμελής
εκπλήρωση μπορεί να συνυπάρχουν.
Τρόποι προστασίας του δανειστή γενικά: Ο δανειστής μπορεί είτε α) να εμμείνει στην
εκπλήρωση των ενοχικών υποχρεώσεων ασκώντας πρωτογενή αξίωση εκπλήρωσης, είτε β)
να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την ασυνέπεια του οφειλέτη ασκώντας
δευτερογενή αξίωση αποζημίωσης, είτε γ) να ανατρέψει τη σύμβαση που εξελίχθηκε
ανώμαλα, εφόσον η παραβιασθείσα ενοχή απέρρεε από σύμβαση, ασκώντας το δικαίωμα
υπαναχώρησης. Το πρώτο και το τρίτο βοήθημα αλληλοαποκλείονται.

ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ
Έννοια και κρίσιμος χρόνος: Οριστική αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής. Κρίσιμος
χρόνος για να εξεταστεί η αδυναμία είναι ο χρόνος εκπλήρωσης (ληξιπρόθεσμο). Αρχική
αδυναμία παροχής (ΑΚ 362-365), επιγενόμενη αδυναμία παροχής (ΑΚ 335-339).
Πρώτος κανόνας – Ευθύνη μόνο επί υπαιτιότητας: Αρχή της ευθύνης, απαλλαγή του
οφειλέτη σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής. Βλ. ΑΚ 336 και 363. Για τον έλεγχο
της υπαιτιότητας κρίσιμη είναι η ΑΚ 330. Διαφορά 336 και 363: Στην ΑΚ 336 ο οφειλέτης
ευθύνεται για την υπαίτια πρόκληση της αδυναμίας, ενώ στην ΑΚ 363 ο οφειλέτης ευθύνεται
αν γνώριζε ή από αμέλεια αγνοούσε την ύπαρξη της αδυναμίας. Συνέπειες της υπαίτιας
επιγενόμενης ή αρχικής αδυναμίας (ΑΚ 335, 362): Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, αλλά
οφείλει αποζημίωση για την επιγενόμενη αδυναμία παροχής. Μετά την αδυναμία, η αγωγή
εκπλήρωσης είναι νόμω αβάσιμη. Οφείλεται θετικό διαφέρον, όχι όμως και αρνητικό
διαφέρον. Επομένως, η ενοχική σχέση διατηρεί το κύρος της παρά την αδυναμία.
Συνέπειες της ανυπαίτιας επιγενόμενης ή αρχικής αδυναμίας (ΑΚ 336, 363): Απαλλαγή του
οφειλέτη με απόσβεση της ενοχής. Ο οφειλέτης υποχρεούται, πάντως, να ειδοποιήσει τον
δανειστή μόλις λάβει γνώση της αδυναμίας (ΑΚ 336 εδ. β, 363 εδ. β). Παράβαση της
υποχρέωσης αυτής, δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη προς αποζημίωση ειδικά από την
έλλειψη ή την καθυστέρηση ειδοποίησης. Επίσης, ο οφειλέτης πρέπει να αποδώσει στον
δανειστή το περιελθόν είτε αυτό απορρέει από το ίδιο το πράγμα (lucrum ex re) είτε από
δικαιοπραξία που άμεσα ή έμμεσα προκάλεσε την αδυναμία (lucrum ex negotiatione) (ΑΚ
338). Και τούτο, προς αποφυγή πλουτισμού του οφειλέτη από την ανυπαίτια αδυναμία
παροχής. Το περιελθόν πρέπει να αποτελεί αξία που αντισταθμίζει την απολεσθείσα παροχή.

30
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

Δεύτερος κανόνας – Τεκμήριο υπαιτιότητας: Καθιερώνεται τεκμήριο υπαιτιότητας του


οφειλέτη για την αδυναμία παροχής. Ο δανειστής αρκεί να αποδείξει την αδυναμία. Το
τεκμήριο είναι μαχητό. Ο οφειλέτης μπορεί, με κύρια περί του αντιθέτου απόδειξη, να
αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητας.
Έννοια και εύρος της αδυναμίας: Αδυναμία παροχής υπάρχει μόνο στις ενοχές είδους (ΑΠ
514/2010). Δυνατή όμως είναι η αδυναμία στην περίπτωση του καταχρηστικού γένους.
Φυσική αδυναμία: Η εκπλήρωση της παροχής είναι αδύνατη για λόγους φυσικούς (λ.χ.
καταστροφή). Το ίδιο ισχύει και στις ενοχές με αντικείμενο παροχής την παράλειψη (λ.χ.
επιχείρηση παραλειπτέας πράξης κατά τρόπο μη αναστρέψιμο). Με φυσική αδυναμία
εξομοιώνεται και η περίπτωση, όπου η εκπλήρωση είναι θεωρητικά μόνο δυνατή, αλλά την
εμποδίζουν οι νόμοι της φυσικής πραγματικότητας ή απαιτούνται παράλογες δαπάνες (λ.χ. το
οφειλόμενο πράγμα χάνεται στον ωκεανό). Φυσική αδυναμία υπάρχει και όταν ο δανειστής
αντιμετωπίζει τη ρητή οριστική άρνηση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή του.
Νομική αδυναμία – απαγορευμένη παροχή: Η εκπλήρωση της παροχής είναι αδύνατη για
λόγους νομικούς (λ.χ. ο πωλητής μεταβιβάζει την κυριότητα σε τρίτον) (ΑΠ 568/2014).
Νομική αδυναμία υπάρχει και όταν ο οφειλέτης και ο δανειστής έχουν συνάψει έγκυρη
σύμβαση, αλλά για παροχή που απαγορεύεται από τον νόμο (ΑΚ 365). Αν υπάρχει
υπαιτιότητα του οφειλέτη οφείλεται θετικό διαφέρον. Αν απαγορεύεται η ίδια η υποσχετική
σύμβαση τότε εφαρμοστέα είναι η ΑΚ 174. Η διάκριση είναι δυσχερής (λ.χ. πώληση όπλων,
ναρκωτικών, πραγμάτων εκτός συναλλαγής). Αν η απαγόρευση συνίσταται σε εκποιητική
δικαιοπραξία (λ.χ. απαγόρευση μεταβίβασης κατασχεθέντος), τότε ερευνάται αν ο νόμος
ήθελε να απαγορεύσει μονό την εκποιητική ή και την υποσχετική δικαιοπραξία. Έτσι, λ.χ. η
απαγόρευση κατάτμησης ιδιωτικής δασικής έκτασης και, συνακόλουθα, η ακυρότητα
καταλαμβάνει και την υποσχετική δικαιοπραξία της κατάτμησης, καθώς και το σχετικό
προσύμφωνο (ΕφΑθ 2567/2015). Άρα εδώ πρόκειται για απαγορευμένη σύμβαση και όχι
απαγορευμένη παροχή. Απαγορευμένη παροχή, αλλά έγκυρη υποσχετική σύμβαση, είναι
δυνατή μόνο στις περιπτώσεις που η παροχή απαγορεύεται να εκπληρωθεί υπό ορισμένες
συνθήκες (λ.χ. χωρίς άδεια από την αρχή). Στο μέτρο που σκοπό της ενοχικής υποσχετικής
σύμβασης αποτελεί απαγορευμένη παροχή, η ενοχική σύμβαση στερείται ένα από τα
εννοιολογικά στοιχεία της, αυτό της παροχής.
Οικονομική αδυναμία: Η παροχή είναι φυσικά και νομικά δυνατή, αλλά η εκπλήρωσή της
απαιτεί μεγάλες οικονομικές θυσίες. Δύο ενδεχόμενα: Είτε θεωρείται ανυπαίτια αδυναμία με
εφαρμογή της ΑΚ 288 είτε εφαρμόζεται η ΑΚ 388.
Μερική αδυναμία (ΑΚ 337, 362 εδ. β): Αν η αδυναμία είναι μερική και ο δανειστής δεν έχει
συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, δικαιούται, μέσα σε εύλογη προθεσμία από την προσφορά
του οφειλέτη, να την αποποιηθεί και να θεωρήσει την αδυναμία ολική. Τούτο σημαίνει ότι ο
δανειστής μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για όλη την παροχή και όχι για το αδύνατο μέρος
της, εφόσον φυσικά η αδυναμία ήταν υπαίτια. Προϋποθέσεις ΑΚ 337: 1. Μερική αδυναμία
παροχής. 2. Υπαιτιότητα οφειλέτη. 3. Παρέλευση εύλογης προθεσμίας από τη στιγμή που ο
οφειλέτης θα προσφέρει στον δανειστή την παροχή. 4. Έλλειψη συμφέροντος δανειστή στη
μερική εκπλήρωση. Συνέπεια: Ο δανειστής μπορεί να αποποιηθεί την παροχή (διαπλαστικό
δικαίωμα) και να ζητήσει αποζημίωση.
Προσωρινή αδυναμία: Αν η αδυναμία παροχής είναι πρόσκαιρη, τότε δεν τίθεται θέμα
αδυναμίας κατά τις ΑΚ 335 επ., αλλά ενδεχομένως υπερημερίας του οφειλέτη. Ωστόσο, η
παροδική αδυναμία θα θεωρηθεί οριστική στις συμβάσεις απόλυτα ακριβόχρονης

31
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

εκπλήρωσης (ΑΚ 401) και όταν η προσωρινότητα της αδυναμίας παρατείνεται τόσο που κατά
την καλή πίστη να μην είναι πλέον ανεκτή η αναμονή του δανειστή.

ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
(ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ)
Προϋποθέσεις (ΑΚ 340-342): Ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οφειλή, όχληση του δανειστή ή
δήλη ημέρα, υπαιτιότητα του οφειλέτη.
Όχληση: Όχληση είναι η πρόσκληση του δανειστή προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την
παροχή του. Είναι οιονεί δικαιοπραξία που περιλαμβάνει ανακοίνωση βούλησης. Μπορεί να
είναι σιωπηρή και άτυπη και να γίνεται δικαστικά ή εξώδικα. Η επίδοση καταψηφιστικής
απόφασης χωρίς επιταγή προς εκτέλεση δεν συνιστά όχληση, καθώς δεν αρκεί η φράση ότι η
επίδοση γίνεται προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες (ΑΠ 1235/2008). Ως όχληση
νοείται και η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, όχι όμως και αναγνωριστικής αγωγής, αφού
με την τελευταία ο οφειλέτης δεν καλείται σαφώς να εκπληρώσει την παροχή του (ΟλΑΠ
7/2000· ΑΠ 1233/2012). Η όχληση που έγινε με επίδοση αγωγής διατηρεί τα αποτελέσματά
της παρά το γεγονός ότι ο δανειστής παραιτήθηκε από το δικόγραφο (ΟλΑΠ 13/1994· ΑΠ
106/2014) ή και όταν η αγωγή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (ΑΠ 178/2016) ή το
καταψηφιστικό αίτημα περιορίστηκε σε αναγνωριστικό (ΟλΑΠ 23/2004· ΑΠ 1207/2017). Η
όχληση θα πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής, με την έννοια ότι θα πρέπει να
καλείται ο οφειλέτης να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη παροχή (ΑΠ 999/2015). Δεν ισχύει η
όχληση υπό αίρεση (ΑΠ 1876/2014). Συνέπειες της όχλησης: Ο οφειλέτης περιέρχεται σε
υπερημερία.
Δήλη ημέρα: Η συμφωνία για εκπλήρωση σε δήλη ημέρα μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή.
Δήλη ημέρα υπάρχει και όταν ταχθεί στον οφειλέτη προθεσμία για εκπλήρωση, οπότε ως
δήλη ημέρα θεωρείται η επομένη της παρόδου της προθεσμίας (ΑΠ 81/2010).
Υπαιτιότητα: Τεκμήριο υπαιτιότητας (ΑΚ 342). Η ταμειακή δυσχέρεια του οφειλέτη ή η
πτώχευση δεν αποτελούν γεγονότα που από μόνα τους αποκλείουν το πταίσμα. Αν εκδοθεί
μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά ταύτα κηρυχθεί σε πτώχευση ο εκδότης της,
δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαιά του υπέρ της ομάδας των πιστωτών και δεν είναι δυνατή
η πληρωμή της επιταγής, κατά τη μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος
έκδοσής της, με αποτέλεσμα η μη πληρωμή της μετά την πτώχευση του εκδότη να λογίζεται
ανυπαίτια και να μην ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, σύμφωνα με την ΑΚ 914 (ΑΠ
1711/2005) ή, αντίστοιχα, δεν περιάγει τον οφειλέτη σε κατάσταση υπερημερίας. Επίσης, η
εύλογη αμφιβολία ως προς την ύπαρξη του χρέους αποκλείει την υπαιτιότητα (ΑΠ
207/2017).
Συνέπειες (ΑΚ 343-345): 1α. Υποχρέωση εκπλήρωσης και υποχρέωση μικρής
αποζημίωσης για κάθε ζημία που προκαλείται από την καθυστέρηση της παροχής. Οφείλεται
θετικό διαφέρον. Ο δανειστής διατηρεί την αξίωση εκπλήρωσης της παροχής. 1β.
Απόκρουση της παροχής και υποχρέωση μεγάλης αποζημίωσης: Αν ο δανειστής δεν έχει
πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, δικαιούται να την αποκρούσει και να
απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, δηλαδή αποζημίωση κατ’ ΑΚ 335, 362 (ΑΚ 343
παρ. 2). Η αποζημίωση, εδώ, θα δίνεται αντί της παροχής και όχι παράλληλα με την παροχή.
Προϋποθέσεις της ΑΚ 343 παρ. 2 είναι η υπερημερία οφειλέτη και η παροχή από τον
δανειστή προθεσμίας εντός της οποίας ο οφειλέτης καλείται να εκπληρώσει, έλλειψη
συμφέροντος δανειστή από την εκτέλεση της καθυστερημένης παροχής και απόκρουση της
παροχής. 1γ. Τοκογονία: Ειδικά στις χρηματικές ενοχές οφείλεται τόκος υπερημερίας για

32
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

όλο το διάστημα της υπερημερίας του ανεξάρτητα από την τυχόν αξίωση αποζημίωσης του
δανειστή για θετική ζημία (ΑΚ 345). Αποκλείεται, όμως, η αξίωση αποζημίωσης για
διαφυγόν κέρδος. 2. Επίταση της ευθύνης του οφειλέτη (ΑΚ 344): Ο υπερήμερος
οφειλέτης ευθύνεται για κάθε αμέλεια, δηλαδή ακόμη και στις περιπτώσεις όπου θα
απαλλασσόταν για ελαφρά αμέλεια. Επίσης, ο οφειλέτης ευθύνεται και για τα τυχηρά
γεγονότα (περιλαμβανομένης της ανωτέρας βίας). Δηλαδή, επιρρίπτεται σε αυτόν ο κίνδυνος
από την τυχαία καταστροφή της παροχής.
Άρση της υπερημερίας του οφειλέτη: 1. Με την απόσβεση όλων των υποχρεώσεων του
οφειλέτη περιλαμβανομένων και όσων συνεπάγεται η υπερημερία (ΑΠ 433/2007). 2. Με
συμφωνία δανειστή και οφειλέτη. 3. Με μεταγενέστερη προβολή αναβλητικής ένστασης. 4.
Με μεταγενέστερη υπερημερία δανειστή ως προς την ίδια παροχή.
Ανυπαίτια καθυστέρηση – Συνέπειες επιδικίας: Επί χρηματικών ενοχών οφείλονται τόκοι
επιδικίας και αν ο οφειλέτης δεν ήταν υπερήμερος (ΑΚ 346). Οι τόκοι οφείλονται από την
επίδοση της αγωγής.

ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ
Έννοια – κενό δικαίου: Κάθε περίπτωση αθέτησης ενοχικής υποχρέωσης του οφειλέτη που
δεν υπάγεται στην αδυναμία παροχής ή στην υπερημερία χαρακτηρίζεται πλημμελής
εκπλήρωση της ενοχής. Νομοθετικά θεμέλια της ευθύνης για την περίπτωση της πλημμελούς
εκπλήρωσης παραμένουν οι ΑΚ 287-288, 330. Επειδή η πλημμελής εκπλήρωση, ως μορφή
ανωμαλίας της εξέλιξης της ενοχής, δεν ρυθμίζεται στον νόμο δημιουργείται κενό δικαίου, το
οποίο καλύπτεται με αναλογία δικαίου, δηλαδή ο εφαρμοστέος κανόνας συνάγεται από
περισσότερες της μιας διατάξεις.
Περιπτώσεις: 1. Παράβαση παρεπόμενης υποχρέωσης. 2. Μη προσήκουσα εκπλήρωση της
κύριας παροχής (λ.χ. έλλειψη ανταπόκρισης στη σύμβαση και ιδίως πραγματικά
ελαττώματα). Εδώ θα εφαρμοστούν οι ειδικές διατάξεις (λ.χ. ΑΚ 534, 535 επ.). 3. Μη
εκπλήρωση μιας ή μερικών από τις κύριες υποχρεώσεις. Εδώ υπάρχει αδυναμία ή υπερημερία
ως προς τη μη εκπληρούμενη ενοχή (λ.χ. ο πωλητής μεταβιβάζει την κυριότητα αλλά δεν
παραδίδει τη νομή). Για το σύνολο, όμως, της ενοχικής σχέσης δεν υπάρχει αδυναμία ή
υπερημερία. Επίσης, μπορεί να γίνει λόγος για μερική αδυναμία ή υπερημερία (βλ. ΑΚ 337).
Ειδικά για τις τμηματικές παροχές βλ. ΑΚ 386. 4. Παραβάσεις υποχρέωσης προς διαρκή
παράλειψη. Στην περίπτωση αυτή, αν η παραλειπτέα πράξη είναι διαρκής ή μπορεί να
επιχειρηθεί επανειλημμένα, η έναρξη εκτέλεσης της πρώτης ή η επιχείρηση μία φορά της
δεύτερης πράξης δεν συνιστά αδυναμία παροχής ούτε υπερημερία, αφού ως την επιχείρηση
υπήρχε συμμόρφωση του οφειλέτη και ύστερα από αυτή μπορεί να επιβληθεί και πάλι
συμμόρφωση του οφειλέτη.
Συνέπειες: Ισχύει η αρχή της υπαιτιότητας, καθώς και το τεκμήριο υπαιτιότητας. Αν η
αθέτηση της υποχρέωσης είναι ανυπαίτια, εφαρμόζονται ανάλογα οι ΑΚ 336 και 363
(απαλλαγή από ευθύνη – εξακολούθηση της υποχρέωσης για εκπλήρωση της παροχής). Αν η
αθέτηση είναι υπαίτια, ο οφειλέτης, εκτός από την εκπλήρωση και την άρση της
πλημμέλειας, οφείλει αποζημίωση, ενώ αν η παροχή είναι χρηματική θα οφείλονται τόκοι
υπερημερίας από τότε που η παροχή καθίσταται ληξιπρόθεσμη.

ΑΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΤΗ – ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΔΑΝΕΙΣΤΗ


Έννοια: Υπερημερία δανειστή σημαίνει καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής λόγω μη
αποδοχής από τον δανειστή της προσφερόμενης από τον οφειλέτη παροχής. Σύγκριση με

33
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

υπερημερία οφειλέτη: Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει καθυστέρηση εκπλήρωσης. Στην
υπερημερία οφειλέτη, ο τελευταίος αθετεί ενοχική υποχρέωση. Στην υπερημερία δανειστή, ο
τελευταίος δεν ασκεί δικαίωμα, οπότε η αποδοχή της παροχής συνιστά γι’ αυτόν βάρος, η
αθέτηση του οποίου δημιουργεί απλώς ορισμένες δυσμενείς συνέπειες (ΑΠ 877/2013). Στην
υπερημερία οφειλέτη απαιτείται πταίσμα, ενώ στην υπερημερία δανειστή όχι. Η μη αποδοχή
του δανειστή δεν σημαίνει παραίτησή του από την ενοχική αξίωση ούτε απόσβεση της
ενοχής, με την έννοια της απαλλαγής του οφειλέτης, αλλά απλώς μείωση της ευθύνης του
τελευταίου.
Προϋποθέσεις (ΑΚ 349-354): 1. Προσφορά της παροχής ή πρόσκληση από τον οφειλέτη
(ΑΚ 349 παρ. 1, 351). Η προσφορά μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, αλλά πάντως
πραγματική. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται προσφορά όταν ο δανειστής, μετά από πρόσκληση
του οφειλέτη, δεν συμπράττει στην απαιτούμενη πράξη για την προετοιμασία της προσφοράς
και εκπλήρωσης. Σύμπραξη του δανειστή είναι και η παραλαβή της παροχής επί άρσιμων
χρεών. 2. Πραγματική προσφορά. Πραγματική προσφορά σημαίνει πλήρης ετοιμότητα του
οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή. Κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται πραγματική προσφορά,
όταν ο δανειστής δήλωσε ήδη (πριν την προσφορά) ότι δεν δέχεται την παροχή (ΑΚ 350). 3.
Προσήκουσα προσφορά. Προσήκουσα προσφορά σημαίνει ότι η παροχή προσφέρεται στον
κατάλληλο τόπο, στον κατάλληλο χρόνο και να έχει τη σωστή ποσότητα και ποιότητα. Κατ’
εξαίρεση, αν ο οφειλέτης είναι υπερήμερος και προσφέρει την παροχή εκπρόθεσμα, ο
δανειστής περιέρχεται σε υπερημερία αν δεν την αποδέχεται και δεν συντρέχει περίπτωση
εφαρμογής της ΑΚ 343 παρ. 2. 4. Η παροχή θα πρέπει να είναι δυνατή (ΑΚ 349, 352). Εδώ
η αδυναμία δεν απαιτείται να ταυτίζεται με αυτή των ΑΚ 335 επ., αλλά είναι ευρύτερη, με
την έννοια ότι περιλαμβάνεται και η προσωρινή αδυναμία. 5. Μη αποδοχή της παροχής ή
μη σύμπραξη του δανειστή (ΑΚ 349 παρ. 1, 351, 353, 354). Κάθε συμπεριφορά του
δανειστή, ακόμη και έμμεση ή παθητική, από την οποία συνάγεται η μη αποδοχή εμπίπτει
στην έννοια της ΑΚ 349. Δεν απαιτείται πταίσμα για τη μη αποδοχή ή τη μη σύμπραξη, εκτός
αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας (ΑΠ 464/2022). Κατ’ εξαίρεση, προσωρινό κώλυμα του
δανειστή δεν τον περιάγει σε υπερημερία, αν ο χρόνος της παροχής δεν ήταν ορισμένος και ο
οφειλέτης δεν ειδοποίησε έγκαιρα τον δανειστή σχετικά με την εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ
354). Επίσης, κατ’ εξαίρεση, ο δανειστής περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή, παρά την
αποδοχή της παροχής από τον οφειλέτη, όταν ο ίδιος δεν προσφέρει την αντιπαροχή του (σε
περίπτωση αμφοτεροβαρούς σύμβασης). Εδώ ο δανειστής γίνεται υπερήμερος δανειστής ως
προς την παροχή και υπερήμερος οφειλέτης ως προς την αντιπαροχή που οφείλει (ΑΚ 353).
Συνέπειες: 1. Ο δανειστής οφείλει να καταβάλει στον οφειλέτη τις δαπάνες για την
ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής (ΑΚ 358). 2. Μείωση της ευθύνης του οφειλέτη
(ΑΚ 355-357). Όσο ο δανειστής είναι υπερήμερος, ο οφειλέτης ευθύνεται μόνο για δόλο και
βαριά αμέλεια. Σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, ο οφειλέτης δεν οφείλει τόκους (νόμιμους,
υπερημερίας, συμβατικούς) (ΑΚ 356). Αν ο οφειλέτης ευθύνεται για τα ωφελήματα, κατά τη
διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή ευθύνεται μόνο για τα εξαχθέντα και όχι για τα
εξακτέα (ΑΚ 357). 3. Συγκέντρωση της ενοχής γένους (ΑΚ 290 παρ. 1). 4. Μη απαλλαγή
του οφειλέτη. Ο οφειλέτης εξακολουθεί να οφείλει την παροχή, την οποία μπορεί να
καταθέσει δημόσια προς απόσβεση της ενοχής του (ΑΚ 427 επ.).
Άρση της υπερημερίας δανειστή: Με την εκπλήρωση της παροχής (άρα αποδοχή της από
τον δανειστή) ή με άλλο τρόπο απόσβεσης της ενοχής, όπως λ.χ. μεταγενέστερη αδυναμία
παροχής. Με συμφωνία δανειστή και οφειλέτη. Με δήλωση του δανειστή ότι δέχεται πλέον
την παροχή (ΑΠ 1589/2009).

34
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

35
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ ΣΤΙΣ ΑΜΦΟΤΕΡΟΒΑΡΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

Γενικά: Οι ΑΚ 380-387 απαντούν στο ερώτημα ως προς την τύχη της αντιπαροχής σε
περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχικής σχέσης.

Αδυναμία παροχής (380-382, 387):


Ανυπαίτια αδυναμία παροχής (ΑΚ 380-381): Όταν υπάρχει ανυπαίτια αδυναμία παροχής
του οφειλέτη, απαλλάσσεται και ο δανειστής από την εκπλήρωση της αντιπαροχής (κανόνας
της κοινής απαλλαγής) (ΑΚ 380 εδ. α). Η απαλλαγή επέρχεται αυτοδικαίως. Αν ο δανειστής
έχει καταβάλει τη δική του παροχή (αντιπαροχή) την αναζητεί κατά τις ΑΚ 904 επ..
Εξαιρέσεις: 1. Δεν υπάρχει κοινή απαλλαγή, αν στη θέση της αδύνατης παροχής ο οφειλέτης
διατήρησε ή αποκόμισε όφελος (περιελθόν), οπότε οφείλεται αυτό (ΑΚ 380 εδ. β). Ο
δανειστής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχθεί το περιελθόν. 2. Αν η παροχή έγινε αδύνατη
από πταίσμα του δανειστή, τότε δεν υπάρχει κοινή απαλλαγή, αλλά ο δανειστής
εξακολουθεί να οφείλει την αντιπαροχή του (ΑΚ 381 παρ. 1 εδ. α). Αν η αντιπαροχή του
δανειστή είναι αδύνατη, θα εφαρμοστούν οι ΑΚ 335 επ. και οι ΑΚ 380 επ.. Από την
αντιπαροχή εξακολουθεί να οφείλεται ό,τι ωφελήθηκε ο οφειλέτης από την αδυναμία ή ό,τι
δόλια παρέλειψε να ωφεληθεί (ΑΚ 381 παρ. 1 εδ. β). 3. Υπερημερία δανειστή. Δεν υπάρχει
κοινή απαλλαγή, αν η ανυπαίτια αδυναμία επέρχεται κατά την υπερημερία του δανειστή ως
προς την αποδοχή της (ΑΚ 381 παρ. 2).
Υπαίτια αδυναμία παροχής (ΑΚ 382): Όταν υπάρχει υπαίτια αδυναμία παροχής του
οφειλέτη, ο δανειστής έχει τα ακόλουθα τρία δικαιώματα που συρρέουν μεταξύ τους
διαζευκτικά: 1. Επίκληση των δικαιωμάτων της ΑΚ 380. Δηλαδή κοινή απαλλαγή ή
(κυρίως) το περιελθόν. 2. Δικαίωμα αποζημίωσης. Η αποζημίωση συνίσταται στο θετικό
διαφέρον. Τρόπος υπολογισμού της ζημίας: α) θεωρία της ανταλλαγής ή υποκατάστασης: Η
αποζημίωση περιλαμβάνει όλη την αξία της αδύνατης παροχής (θετική ζημία και διαφυγόν
κέρδος) και ο δανειστής εξακολουθεί να οφείλει την αντιπαροχή του. β) θεωρία της
διαφοράς: από την αξία της αδύνατης παροχής αφαιρείται η αξία της αντιπαροχής και
οφείλεται ως αποζημίωση στον δανειστή η διαφορά. γ) θεωρία της επιλογής: ο δανειστής θα
επιλέξει είτε τη θεωρία της ανταλλαγής είτε τη θεωρία της διαφοράς. 3. Δικαίωμα
υπαναχώρησης και εύλογης αποζημίωσης (ΑΚ 387). Ο δανειστής μπορεί να υπαναχωρήσει
από τη σύμβαση, με συνέπεια την απαλλαγή και των δύο συμβαλλομένων από τις συμβατικές
τους υποχρεώσεις. Ο δανειστής δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης (θετικό διαφέρον), αφού δεν
μπορεί να επικαλεστεί μια ανύπαρκτη πλέον σύμβαση για να αποκομίσει τα ωφελήματά της.
Πάντως, στον δανειστή μπορεί με αίτησή του να του επιδικαστεί εύλογη αποζημίωση. Το
δικαστήριο μπορεί είτε εκκινώντας από το θετικό διαφέρον να προβεί σε συγκεκριμένη
μείωση της αποζημίωσης της αποκαταστατέας πραγματικής ζημίας, είτε εκκινώντας από το
αρνητικό διαφέρον να επιδικάσει μεγαλύτερη αποζημίωση προσεγγίζοντας, έτσι, την ως άνω
ζημία.

Υπερημερία οφειλέτη (ΑΚ 383-385, 387):


Προϋποτίθεται εφαρμογή των ΑΚ 340 επ.. Πέρα από τα δικαιώματα του δανειστή από τις ΑΚ
343-344, δηλαδή αξίωση για εκπλήρωση της παροχής και αξίωση αποζημίωσης για την
καθυστέρηση, ενδεχομένως και τόκους, ο δανειστής μπορεί με την ΑΚ 383 να αποκρούσει
την παροχή ζητώντας αποζημίωση για μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση
χωρίς να ζητήσει την παροχή. Αν υπαναχωρήσει δικαιούται την εύλογη αποζημίωση της ΑΚ

36
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

387. Διαζευκτική συρροή δικαιωμάτων στην ΑΚ 383. Για τη γέννηση των σχετικών
δικαιωμάτων απαιτείται να τάξει ο δανειστής προθεσμία και αυτή να παρέλθει άπρακτη (ΑΚ
383), εκτός αν από όλη τη στάση του η προθεσμία θα ήταν άσκοπη ή αν ο δανειστής, εξαιτίας
της υπερημερίας του οφειλέτη, δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (ΑΚ
385). Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον όχι μόνο στην εκπλήρωση
της παροχής αλλά και στην εκπλήρωση της αντιπαροχής.
Απόκρουση της παροχής και αποζημίωση: Καλύπτεται όχι μόνο η ζημία από την
καθυστέρηση της παροχής, αλλά κάθε ζημία από τη μη εκπλήρωση.
Υπαναχώρηση – Το ζήτημα της ανυπαίτιας καθυστέρησης: Ο οφειλέτης δεν βαρύνεται με
υπαιτιότητα ως προς την καθυστέρηση της παροχής, αλλά ο δανειστής επιθυμεί να
αποδεσμευθεί από τη σύμβαση, οπότε τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να υπαναχωρήσει. Η
υπαναχώρηση μπορεί να θεμελιωθεί ως εξής: α) στις συμβάσεις ακριβόχρονης εκπλήρωσης
εφαρμοστέα είναι η ΑΚ 401 που παρέχει το δικαίωμα υπαναχώρησης για μόνη την
καθυστέρηση ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη. β) ο δανειστής μπορεί να
υπαναχωρήσει αν δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής (ανάλογη
εφαρμογή της ΑΚ 343 παρ. 2 και 380).

Υπερημερία δανειστή (ΑΚ 381 παρ. 2): Ο υπερήμερος δανειστής εξακολουθεί να οφείλει
την αντιπαροχή. Ζήτημα γεννάται ως προς το αν ο υπερήμερος δανειστής οφείλει την
αντιπαροχή αν, κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του, η παροχή του οφειλέτη καταστεί
αδύνατη από ελαφρά αμέλεια του οφειλέτη. Η κρατούσα γνώμη απαλλάσσει τον υπερήμερο
δανειστή από την υποχρέωση εκπλήρωσης της αντιπαροχής. Αντίθετα, αν η παροχή γίνει
αδύνατη από τυχαίο γεγονός, ο υπερήμερος δανειστής θα εξακολουθεί να οφείλει την
αντιπαροχή του.

37
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Αρραβώνας (ΑΚ 402-403): Παρεπόμενη σύμβαση με την οποία ο ένας εκ των


συμβαλλομένων δίνει στον άλλον ένα αντικείμενο (αρραβώνας), συνήθως χρήματα, με την
έννοια ότι, ανεξάρτητα από την επέλευση ζημίας, αν ο δότης του αρραβώνα δεν εκπληρώσει
την παροχή του (προσηκόντως), θα παραμείνει το αντικείμενο αυτό στον λήπτη του και,
αντίστροφα, αν δεν εκπληρώσει την αντιπαροχή του ο λήπτης του αρραβώνα, θα πρέπει να
τον επιστρέψει στο διπλάσιο. Ενδοτικού δικαίου διατάξεις. Η παρεπόμενη αυτή συμφωνία,
που αποτελεί συνήθως μέσο πίεσης για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής,
θεμελιώνει ενοχή, η οποία τελεί υπό την ιδιόρρυθμη (αρνητική) αίρεση της μη εκπλήρωσης ή
της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής, που πηγάζει από την κύρια σύμβαση, μπορεί
δε να συμφωνηθεί και κατά την κατάρτιση προσυμφώνου (ΑΠ 16/2022).
Είδη: 1. Ενισχυτικός ή ποινικός αρραβώνας, ο αρραβώνας κατά την παραπάνω έννοια.
Εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την ποινική ρήτρα (ΑΠ 257/2021). Λαμβάνει τη
μορφή είτε αμιγώς κυρωτικού αρραβώνα (σωρευτικό δικαίωμα για λήψη του αρραβώνα και
πλήρους ικανοποίησης του δανειστή λόγω μη εκπλήρωσης) ή αμιγώς αποζημιωτικού
αρραβώνα (αντιστροφή του βάρους απόδειξης της αθέτησης της σύμβασης – οφείλεται μόνον
ο αρραβώνας αν η ζημία είναι μικρότερη από αυτόν). 2. Αρραβώνας μεταμέλειας, ο οποίος
δίνεται ως ποινή για την περίπτωση είτε ματαίωσης σύναψης της κύριας σύμβασης είτε
υπαναχώρησης από την ήδη καταρτισθείσα σύμβαση, οπότε και έχει το χαρακτήρα επιτιμίου
μεταμελείας της ΑΚ 398. Ο αρραβώνας μεταμέλειας για σύμβαση που ματαιώθηκε δεν
ρυθμίζεται στον ΑΚ, αλλά είναι επιτρεπτός κατ’ ΑΚ 361. Προϋποτίθεται, όμως, να έχουν
καθορισθεί οι όροι της κύριας σύμβασης (ΑΠ 2097/2009).
Προϋποθέσεις: Ύπαρξη άλλης κύριας έγκυρης σύμβασης, σύμβαση και δόση αρραβώνα.
Κατάπτωση: Αν ο λήπτης αποκτά την κυριότητα του αρραβώνα, είτε αμέσως με τη δόση
είτε αν η δόση τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατάπτωσης, και υπαίτιος της μη
εκπλήρωσης είναι ο δότης του αρραβώνα, ο τελευταίος χάνει το δικαίωμά του να ζητήσει την
απόδοση του αρραβώνα, την κυριότητα του οποίου διατηρεί ο λήπτης του. Αν είχε παραδοθεί
μόνον η κατοχή του αρραβώνα, με την κατάπτωση γεννάται αξίωση του λήπτη για σύναψη
της μεταβιβαστικής σύμβασης. Αντίστροφα, αν υπαίτιος της μη εκπλήρωσης είναι ο λήπτης,
γίνεται διάκριση: Αν ο λήπτης είχε αποκτήσει κυριότητα με τη δόση, ο δότης έχει ενοχική
αξίωση εκ του νόμου για απόδοση διπλού του αρραβώνα, δηλαδή του ίδιου του αρραβώνα
και καταβολής παροχής ίσης αξίας με τον αρραβώνα. Αν η δόση σήμαινε μεταβίβαση
κυριότητας υπό την αναβλητική αίρεση της κατάπτωσης, η πλήρωση της αίρεσης
ματαιώνεται και ο δότης διατηρεί την κυριότητα.

Ποινική ρήτρα (ΑΚ 404-409): Παρεπόμενη σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος
υπόσχεται στον άλλον ότι, αν δεν εκπληρώσει την παροχή του (προσηκόντως), θα του
καταβάλει ένα αντικείμενο, συνήθως χρηματικό ποσό (ποινή).
Είδη: 1. Ενισχυτική ρήτρα (ΑΚ 404). 2. Ρήτρα μεταμέλειας για την περίπτωση ματαίωσης
σύναψης σύμβασης ή υπαναχώρησης από αυτήν δεν ρυθμίζεται στον ΑΚ, αλλά είναι
επιτρεπτή κατ’ ΑΚ 361.
Σχέση αξίωσης στην ποινή με άλλα δικαιώματα: 1. Με την αξίωση εκπλήρωσης: Αν η
ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής δεν μπορεί
να ζητήσει σωρευτικά και την εκπλήρωση της παροχής και την ποινή, αλλά μόνο διαζευκτικά
(ΑΚ 406 παρ. 1). Αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας

38
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

εκπλήρωσης ή της υπερημερίας οφειλέτη, πρόκειται για ποινή με σκοπό την κάλυψη της
πλημμέλειας της παροχής (λ.χ. τη ζημία), οπότε οφείλονται σωρευτικά και η παροχή και η
ποινή (ΑΚ 407 εδ. α). 2. Με την αξίωση αποζημίωσης: Αν ο δανειστής ζητήσει την ποινή,
δεν χρειάζεται να αποδείξει τη ζημία, ενώ αν αποδείξει μεγαλύτερης έκτασης ζημία, μπορεί
να ζητήσει ως αποζημίωση το επιπλέον (ΑΚ 406 παρ. 2, 407 εδ. β). Το ίδιο ισχύει και για την
αξίωση για τόκους υπερημερίας επί χρηματικών χρεών. Ωστόσο, η ποινή δεν μπορεί να
υπερβαίνει τον νόμιμο τόκο και κατά το επιπλέον θα είναι άκυρη. 3. Με το δικαίωμα
υπαναχώρησης: Η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τον δανειστή δεν επηρεάζει
την ισχύ της ποινικής ρήτρας, εφόσον αυτή είχε καταπέσει πριν την υπαναχώρηση,
διαφορετικά επέρχεται απόσβεση της ποινικής ρήτρας, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν
διαφορετικά (ΑΠ 905/2011).
Μείωση υπέρμετρης ποινής (ΑΚ 409): Προϋποθέσεις: 1. Έγκυρη ποινική ρήτρα κατ’ ΑΚ
404. 2. Η ποινή θα πρέπει να είναι δυσανάλογα μεγάλη. Κρίσιμα στοιχεία για τη δυσαναλογία
δεν είναι μόνο το μέγεθος της συμφωνηθείσας ποινής, αλλά η στάθμιση συμφερόντων των
μερών ανάλογα με τη φύση και τον σκοπό της ενοχικής σχέσης που τα συνδέει (λ.χ. βαθμός
πταίσματος, ηθική ζημία του δανειστή, έκταση της παραβίασης της υποχρέωσης του
οφειλέτη, οικονομική κατάσταση των μερών – ΑΠ 854/2017). 3. Αίτηση προς το δικαστήριο

Κοινά χαρακτηριστικά ποινικής ρήτρας και αρραβώνα: 1. Σκοπός των συμβάσεων αυτών
είναι η ενίσχυση της θέσης του δανειστή. 2. Πρόκειται για υποσχετικές συμβάσεις,
συναινετική για την ποινική ρήτρα και παραδοτική για τον αρραβώνα. 3. Παρεπόμενη ενοχή,
δηλαδή έπεται άλλης κύριας ενοχικής σχέσης, κατά βάση ενοχικής σύμβασης ή και
προσυμφώνου (ΑΠ 297/2016). Αν η κύρια ενοχή πηγάζει από άκυρη ή ακυρώσιμη σύμβαση
που ακυρώθηκε είναι άκυρη και η ποινική ρήτρα (ΑΚ 408). Και τούτο, παρά τη γνώση περί
της ακυρότητας. Αντίστροφα, η ακυρότητα της παρεπόμενης σύμβασης δεν επηρεάζει το
κύρος της κύριας σύμβασης. Αν αποσβεσθεί η κύρια ενοχή, αποσβήνεται και η ποινική ρήτρα
ή ο αρραβώνας. Οι ενισχυτικές της ενοχής συμβάσεις υποβάλλονται στον τύπο της κύριας
σύμβασης. 4. Υπαίτια αθέτηση κύριας ενοχής (ΑΚ 403 και 405), μπορεί όμως να
συμφωνηθεί κατάπτωση και σε περίπτωση ανυπαίτιας αθέτησης (ΑΠ 1124/2010).

Διαφορές ποινικής ρήτρας και αρραβώνα: 1. Ο αρραβώνας είναι παραδοτική σύμβαση,


ενώ ποινική ρήτρα συναινετική. 2. Ο αρραβώνας λειτουργεί αμφιμερώς, δηλαδή κατά και του
δότη και του λήπτη, ενώ η ποινική ρήτρα μόνο σε βάρος του υπόχρεου καταβολής.

39
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ

Έννοια: Σύμβαση με την οποία συμφωνείται να επέλθει ορισμένο έννομο αποτέλεσμα υπέρ
τρίτου προσώπου, μη συμβαλλόμενου στη σύμβαση. Κάθε σύμβαση μπορεί να διαμορφωθεί
ως σύμβαση υπέρ τρίτου. Γίνεται δεκτό ότι και εκποιητική σύμβαση μπορεί να διαμορφωθεί
ως σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΠ 45/2019, ΑΠ 1374/2014). Ο τρίτος μπορεί να προσδιορίζεται
ονομαστικά ή αριθμητικά ή να είναι πρόσωπο που δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1511/2013).

Μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 410): Την καταβολή της παροχής από τον
υποσχεθέντα (οφειλέτη) μπορεί να ζητήσει μόνο ο δέκτης της υπόσχεσης (δανειστής) και όχι
ο τρίτος. Δεν γεννάται δικαίωμα υπέρ του τρίτου. Η ΑΚ 411 εισάγει ερμηνευτικό κανόνα
υπέρ της μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου.
Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411-414): Την καταβολή της παροχής από τον
υποσχεθέντα μπορεί να ζητήσει ο τρίτος. Το σχετικό δικαίωμα μπορεί να ανήκει παράλληλα
και στον δέκτη της υπόσχεσης.

Κριτήρια για την αποδοχή της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου: 1. Βούληση των μερών, η
οποία μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις (AK 173-200), όπως λ.χ. ο δέκτης της
υπόσχεσης δεν έχει συμφέρον στην παροχή που αποσκοπεί αποκλειστικά τον τρίτο ή όταν η
παροχή θα εκπληρωθεί μετά τον θάνατο του δέκτη της υπόσχεσης. 2. Η φύση και ο σκοπός
της σύμβασης. Αντικειμενικά κριτήρια (είδος της σύμβασης, κοινωνικές και οικονομικές
ανάγκες που εξυπηρετούνται, αντιλήψεις συναλλαγών), όπως λ.χ. δωρεά υπό τρόπο
περιέλευσης του δωρηθέντος πράγματος σε τρίτο μετά τον θάνατο του δωρεοδόχου (ΑΠ
616/2005), η σύμβαση του αποστολέα με τον μεταφορέα υπέρ του παραλήπτη (ΑΠ
1795/2012).

Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου:


Το δικαίωμα του τρίτου: Το δικαίωμα του τρίτου είναι ενοχικό, άμεσο, με την έννοια ότι
γεννάται απευθείας στο πρόσωπό του, και αυτοτελές, με την έννοια ότι δεν εξαρτάται από το
τυχόν παράλληλο δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης να απαιτήσει την εκπλήρωση της
παροχής στον τρίτο (ΑΠ 880/2013). Δεν δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή,
διότι ο δέκτης της υπόσχεσης μπορεί μόνο να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής στον
τρίτον. Ο τρίτος μπορεί, ασκώντας μονομερώς διαπλαστικό δικαίωμά του, να αποποιηθεί το
δικαίωμά που του επήχθη με τη σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 413). Η δήλωση αυτή, που γίνεται
μόνον προς τον υποσχεθέντα και όχι προς τον δέκτη της υπόσχεσης, έχει αναδρομική
ενέργεια. Αν ο τρίτος δήλωσε ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του, ο δέκτης της υπόσχεσης δεν
μπορεί να το ανακαλέσει (ΑΚ 412).
Οι σχέσεις των μερών: 1. Μεταξύ υποσχεθέντος και δέκτη της υπόσχεσης: Σχέση κάλυψης,
που μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. 2. Μεταξύ δέκτη της υπόσχεσης και τρίτου: Σχέση
αξίας, που μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η σύμβαση υπέρ τρίτου δεν απαιτείται να
περιβληθεί τον τύπο που απαιτείται για τη σχέση αξίας. Αν η σχέση αξίας είναι άκυρη, η
καταβολή από τον υποσχεθέντα δεν στηρίζεται σε νόμιμη αιτία και μπορεί να αναζητηθεί από
τον δέκτη της υπόσχεσης η παροχή κατ’ ΑΚ 904. 3. Μεταξύ υποσχεθέντος και τρίτου (ΑΚ
414: Δεν συνδέονται μεταξύ τους με κάποια έννομη σχέση. Αν η σύμβαση υπέρ τρίτου έχει
κάποιο ελάττωμα, ο υποσχεθείς δικαιούται να το αντιτάξει κατά του τρίτου (λ.χ. ακυρότητα,
υπαναχώρηση, ανυπαίτια αδυναμία παροχής, ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος

40
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

από την πλευρά του δέκτη της υπόσχεσης). Ο υποσχεθείς δεν μπορεί να αντλήσει δικαιώματα
από τη σχέση αξίας, με αποτέλεσμα ο υποσχεθείς να μην μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό
ανταπαίτησή του τρίτου κατά του δέκτη της υπόσχεσης. Αν τόσο οι σχέσεις κάλυψης όσο και
οι σχέσεις αξίας είναι άκυρες, ο υποσχεθείς μπορεί να αναζητήσει απευθείας κατά του τρίτου
τον πλουτισμό (ΑΚ 904).

Ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης υπέρ τρίτου: Η αξίωση εκπλήρωσης σε περίπτωση


υπερημερίας ή μερικής αδυναμίας παροχής και η αξίωση αποζημίωσης (ΑΚ 335, 343)
ανήκουν στον τρίτο. Αντίθετα, το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ
382, 383) ανήκει από κοινού στον τρίτο και στον δέκτη της υπόσχεσης.

41
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ

Έννοια: Αλλοίωση της ενοχικής σχέσης ως προς το πρόσωπο του δανειστή (μεταβίβαση της
απαίτησης). Ο παλαιός δανειστής ονομάζεται εκχωρητής και ο νέος εκδοχέας. Δεν
μεταβιβάζεται ολόκληρη η ενοχική σχέση, αλλά μόνο η απαίτηση του δανειστή. Η εκχώρηση
γίνεται με σύμβαση ή εκ του νόμου (ΑΚ 319 παρ. 2, 488, 858, 1234 εδ. β, 1298).

Προϋποθέσεις σύμβαση εκχώρησης (ΑΚ 455):


1. Υποκείμενα: Σύμβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα, δίχως τη συμμετοχή του οφειλέτη.
Στην εκχώρηση από μη δικαιούχο δεν εφαρμόζεται ανάλογα η ΑΚ 1036.
2. Αντικείμενο: Αντικείμενο της σύμβασης μπορεί να είναι οποιαδήποτε ορισμένη ή οριστή
απαίτηση ή μέρος απαίτησης ή σύνολο απαιτήσεων. Επίσης, μπορεί να εκχωρηθεί
μελλοντική απαίτηση. Υπό τον όρο μελλοντική απαίτηση νοείται η απαίτηση εκείνη, που είτε
δεν ολοκληρώθηκε πλήρως η διαδικασία παραγωγής της είτε δεν υφίστανται καθόλου τα
γεγονότα που κατά νόμο απαιτούνται για τη γέννησή της. Εάν έχουν συντρέξει ορισμένες,
αλλά πάντως όχι όλες, από τις προϋποθέσεις γέννησης της απαίτησης, τότε γίνεται λόγος για
μελλοντική απαίτηση εν ευρεία εννοία. Τέτοιες είναι οι απαιτήσεις που θα πηγάσουν από τη
σύμβαση για την οριστική σύναψη της οποίας υπάρχει ήδη προσύμφωνο, οι απαιτήσεις που
θα προκύψουν από διαρκή σύμβαση και οι απαιτήσεις από δικαιοπραξίες που εξαρτώνται από
αναβλητική αίρεση. Αντίθετα, όταν δεν υφίσταται καθόλου η έννομη σχέση από την οποία
πρόκειται να γεννηθεί η απαίτηση, τότε γίνεται λόγος για μελλοντική απαίτηση εν στενή
εννοία. Σε αυτήν την κατηγορία συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις από συμβάσεις που δεν
έχουν ακόμη συναφθεί. Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης τελεί υπό την αναβλητική
αίρεση της γέννησης της απαίτησης και, μέχρι την πλήρωσή της, ο εκδοχέας έχει απλώς
δικαίωμα προσδοκίας (ΑΠ 661/2004).
3. Νομική φύση: Η εκχώρηση είναι εκποιητική και αφηρημένη σύμβαση. Η αιτία της
εκχώρησης μπορεί να λάβει τη μορφή της causa aquirendi, causa donandi, causa credendi
(καταπιστευτική εκχώρηση), καθώς και της δόσης αντί ή χάριν καταβολής. Ο κανόνας, όμως,
αυτός ότι σύμβαση εκχώρησης είναι ανεξάρτητη της αιτίας της δεν εφαρμόζεται εάν η αιτία
της εκχώρησης είναι αθέμιτη, όπως και εάν από το περιεχόμενο της σύμβασης εκχώρησης,
προκύπτει ότι τα μέρη εξάρτησαν το κύρος και την ενέργεια της εκχώρησης από το κύρος και
την ενέργεια εκείνης, οπότε παύει πλέον ο αφηρημένος χαρακτήρας της εκχωρήσεως και
επομένως, όχι μόνο τα συμβληθέντα μέρη μεταξύ τους, αλλά και ο οφειλέτης νομιμοποιείται
να επικαλεσθεί κατά του εκδοχέα την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, η οποία
είναι δυνατόν να μην περιέχεται στην εκποιητική περί εκχωρήσεως σύμβαση, αλλά να
προηγηθεί σε άλλη υποσχετική σύμβαση (ΑΠ 1423/2017).
4. Τύπος: Η εκχώρηση είναι άτυπη δικαιοπραξία, ακόμη και όταν η αιτία της είναι τυπική
σύμβαση (ΑΠ 1109/2020).
5. Αναγγελία (ΑΚ 460): Η αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη είναι νόμιμος όρος του
ενεργού της σύμβασης εκχώρησης και αποτελεί οιονεί δικαιοπραξία που περιέχει
ανακοίνωση παράστασης. Απέναντι στον οφειλέτη και στους τρίτους, ο ενοχικός δεσμός
μεταξύ εκχωρητή και οφειλέτη διαρρηγνύεται από τον χρόνο της αναγγελίας. Ο οφειλέτης
απαλλάσσεται αν καταβάλει στον εκχωρητή πριν την αναγγελία ή συνάψει με τον εκχωρητή
άφεση χρέους (ΑΚ 461).
6. Ανεκχώρητες απαιτήσεις (ΑΚ 464-466): α) Ακατάσχετες απαιτήσεις (και αντιστρόφως,
οι ανεκχώρητες απαιτήσεις είναι ακατάσχετες – λ.χ. ΑΚ 664 παρ. 3). β) όσες συνδέονται

42
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

στενά με το πρόσωπο του δανειστή (λ.χ. ΑΚ 933). γ) Ανεκχώρητες είναι οι απαιτήσεις αν


μεταξύ δανειστή και οφειλέτη συμφωνήθηκε το ανεκχώρητο (εξαίρεση από την ΑΚ 177).
Κατ’ εξαίρεση, που συνεπάγεται επάνοδο στον κανόνα της ΑΚ 177, η εκχώρηση είναι
έγκυρη, παρά τη γενομένη περί του αντιθέτου συμφωνία, αν για την εκχωρηθείσα απαίτηση
υπήρχε μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έγγραφο που δεν περιείχε τον όρο για τον ανεκχώρητο.

Συνέπειες της εκχώρησης:


1. Μεταβίβαση της απαίτησης και παρεπόμενων δικαιωμάτων (ΑΚ 455, 458): Ειδική
διαδοχή στο πρόσωπο του δανειστή. Μεταβιβάζονται αυτοδίκαια παρεπόμενα δικαιώματα
(λ.χ. εμπράγματες και προσωπικές ασφάλειες, ποινικές ρήτρες, απαίτηση προς λογοδοσία),
καθώς και μη προσωποπαγή προνόμια (λ.χ. προνόμιο σε περίπτωση αναγκαστικής
εκτέλεσης). Μεταβιβάζονται και οι τόκοι, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά (ΑΚ 459). Δεν
μεταβιβάζονται άλλα διαπλαστικά δικαιώματα (λ.χ. επί εκχώρησης μισθωμάτων δεν
μεταβιβάζεται το δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης λόγω μη καταβολής τους).
2. Σχέσεις μεταξύ των μερών: α) Μεταξύ εκχωρητή και οφειλέτη: Κρίσιμος ο χρόνος της
αναγγελίας (ΑΚ 460-461). β) Μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη (ΑΚ 462-463): Ο εκδοχέας
έχει κατά του οφειλέτη τα ίδια δικαιώματα που είχε ο εκχωρητής πριν την αναγγελία (ΑΚ
462). Ο οφειλέτης έχει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν
την αναγγελία (ΑΚ 463). Τέτοιες ενστάσεις είναι λ.χ. οι ΑΚ 272, 325, 374, η ακυρότητα ή
ακυρωσία της σύμβασης εκχωρητή-οφειλέτη, η απόσβεση της απαίτησης, η ανατροπή της
σύμβασης από την οποία απορρέει η εκχωρούμενη απαίτηση λόγω υπαναχώρησης ή
καταγγελίας. Αν, όμως, ο οφειλέτης υπαναχωρήσει μετά την αναγγελία, δεν μπορεί να
επικαλεστεί τα αποτελέσματά της κατά του εκδοχέα, διότι τα διαπλαστικά δικαιώματα
καλύπτουν την όλη ενοχική σχέση ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την εκχωρηθείσα
απαίτηση (1431/2015). Επίσης, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει ένσταση ακυρότητας ή
ακύρωσης της εκχώρησης. γ) Μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα: Παρεπόμενες υποχρεώσεις
(ΑΚ 456-457). Ευθύνη εκχωρητή (ΑΚ 467-469). Αν η αιτία της εκχώρησης ήταν επαχθής
εφαρμόζεται η ΑΚ 467 παρ. 1. Αν ήταν χαριστική, ο εκχωρητής δεν ευθύνεται ούτε για την
ύπαρξη της απαίτησης ούτε για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη (ΑΚ 467 παρ. 2). Αν η
εκχωρηθείσα απαίτηση, που απορρέει από επαχθή αιτία, ήταν ανύπαρκτη (λ.χ. από
ανυπόστατη, άκυρη ή ακυρωθείσα σύμβαση), εφαρμόζονται οι ΑΚ 380 επ..

43
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΑΝΑΔΟΧΗ ΧΡΕΟΥΣ

Έννοια και είδη: Αλλοίωση της ενοχικής σχέσης ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη.
Διακρίνεται σε στερητική (ΑΚ 471), όπου ο νέος οφειλέτης υπεισέρχεται στη θέση του
παλαιού ο οποίος απαλλάσσεται, και σε σωρευτική (ΑΚ 477), όπου ο νέος οφειλέτης
αναλαμβάνει την υποχρέωση του παλαιού οφειλέτη, χωρίς ο τελευταίος να απαλλάσσεται. Η
σύμβαση αναδοχής χρέους γίνεται μεταξύ δανειστή και νέου οφειλέτη, χωρίς σύμπραξη του
παλαιού οφειλέτη. Σύμβαση μεταξύ παλαιού και νέου οφειλέτη, με την οποία ο τελευταίος
αναλαμβάνει το χρέος του πρώτου δεν είναι αναδοχή χρέους, αλλά υπόσχεση ελευθέρωσης
(ΑΚ 478).

Στερητική αναδοχή χρέους (ΑΚ 471-476):


1. Σχέση παλιού και νέου οφειλέτη: Ο νέος οφειλέτης αναδέχεται το χρέος του παλαιού, με
αποτέλεσμα αυτός να απαλλάσσεται. Μεταξύ τους υπάρχει μια σύμβαση που αποτελεί και
την αιτία της αναδοχής χρέους, η οποία είναι πάντως αφηρημένη (βλ. ΑΚ 474) και άτυπη
(ΑΠ 1770/2014). Από την αιτία αυτή θα κριθεί αν ο νέος οφειλέτης θα έχει δικαίωμα
αναγωγής κατά του παλαιού.
2. Σχέση παλαιού οφειλέτη και δανειστή: Απαλλαγή οφειλέτη.
3. Σχέση νέου οφειλέτη και δανειστή: Ανάληψη νέας υποχρέωσης από τον νέο οφειλέτη, ο
οποίος έχει τις ίδιες υποχρεώσεις έναντι του δανειστή (ΑΚ 472) και μπορεί να του αντιτάξει
ενστάσεις που είχε ήδη ο παλαιός οφειλέτης (ΑΚ 473 παρ. 1). Αν, όμως, ο παλαιός οφειλέτης
είχε ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ο νέος οφειλέτης δεν δικαιούται να την αντιτάξει σε
συμψηφισμό, αφού λείπει η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας (ΑΚ 473 παρ. 2). Δεν
διατηρούνται οι τυχόν ασφάλειες, εκτός αν συναινέσει ο εγγυητής ή ο κύριος του ενεχύρου ή
του ενυπόθηκου ακινήτου (ΑΚ 475). Διατηρούνται, όμως, τα παρεπόμενα της απαίτησης
δικαιώματα (λ.χ. τόκοι, ποινική ρήτρα).

Εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου (ΑΚ 476): Εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου από τον κύριό
του σε τρίτον με τον όρο να καταβάλει το ασφαλιζόμενο χρέος ο αποκτών, ο οποίος το
αποκτά με το βάρος της υποθήκης. Αν ο μεταβιβάζων οφειλέτης ανακοινώσει τη μεταβίβαση
στον ενυπόθηκο δανειστή και ο τελευταίος δεν αποκρούσει εγγράφως εντός έξι μηνών από τη
μεταγραφή την αλλαγή του οφειλέτη, ο μεταβιβάζων απαλλάσσεται και ο αποκτών
υπεισέρχεται στη θέση του ευθυνόμενος και ενοχικά έναντι του δανειστή. Πρόκειται για
στερητική αναδοχή χρέους χωρίς την άμεση συναίνεση του δανειστή.

Σωρευτική αναδοχή χρέους (ΑΚ 477): Και η σωρευτική αναδοχή χρέους είναι αφηρημένη
(ΑΠ 473/2003). Εφαρμόζονται ανάλογα οι ΑΚ 472-473 (ΑΠ 155/2014). Μεταξύ παλαιού και
νέου οφειλέτη δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατ’ ΑΚ 481 (ΑΠ 640/2016).

Υπόσχεση ελευθέρωσης (ΑΚ 478): Σύμβαση μεταξύ παλαιού οφειλέτη και νέου οφειλέτη
ότι ο τελευταίος θα καταβάλει την παροχή στον δανειστή. Δεν αλλοιώνεται υποκειμενικά η
ενοχική σχέση και ο δανειστής δεν αποκτά δικαίωμα έναντι του υποσχεθέντος. Πρόκειται για
μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου.

44
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

ΠΟΛΥΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

Έννοια: Πολυπρόσωπες ενοχές ονομάζονται οι ενοχικές σχέσεις με περισσότερους δανειστές


ή οφειλέτες (ενεργητική, παθητική ή αμφιμερώς πολυπρόσωπη ενοχή).

Είδη πολυπρόσωπων ενοχών:


1. Διαιρεμένη ενοχή:
Έννοια και νομική φύση: Πολυπρόσωπη ενοχή, στην οποία η παροχή διαιρείται σε
περισσότερες μερίδες, τόσες όσοι οι περισσότεροι δανειστές ή οφειλέτες (ΑΠ 921/2021). Στη
διαιρεμένη ενοχή ο κάθε δανειστής έχει απαίτηση και ο κάθε οφειλέτης έχει υποχρέωση μόνο
για τη μερίδα που του αναλογεί. Στη διαιρεμένη ενοχή, τα δικαιώματα των περισσότερων
δανειστών ή οι υποχρεώσεις των περισσότερων οφειλετών έχουν μεταξύ τους αυτοτέλεια.
Για τον λόγο αυτό, αν ένας εκ των οφειλετών καταβάλει ολόκληρο το χρέος δεν έχει
δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 217/2003).
Αντικείμενο: Η διαιρεμένη ενοχή προϋποθέτει διαιρετή παροχή, δηλαδή παροχή που από τη
φύση της μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα ομοειδή τμήματα χωρίς να βλαβεί η ουσία της
ή να μεταβληθεί η αξία ή η χρησιμότητά της (λ.χ. χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα
ή διαιρετό δικαίωμα ακόμα και όταν το διαιρετό δικαίωμα έχει ως αντικείμενο αδιαίρετο
πράγμα). Αδιαίρετες παροχές είναι συνήθως οι συνιστάμενες σε θετική πράξη (λ.χ.
παραχώρηση χρήσης ή κατοχής πράγματος, εκτέλεση έργου, λογοδοσία) ή σε παράλειψη ή
σε δόση αδιαίρετου πράγματος (λ.χ. αυτοκινήτου).

2. Εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481, 482, 489, 490):


Έννοια: Στην παθητική εις ολόκληρον ενοχή, καθένας εκ των συνοφειλετών οφείλει στον
δανειστή την (ίδια) παροχή ολόκληρη, αλλά ο δανειστής μπορεί να τη ζητήσει μία μόνο φορά
(ΑΚ 481). Στην ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, καθένας εκ των συνδανειστών μπορεί να
ζητήσει από τον οφειλέτη ολόκληρη την (ίδια) παροχή, αλλά ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να
την καταβάλει μόνο μία φορά (ΑΚ 489).
Χαρακτηριστικά: Για να υπάρξει ενοχή εις ολόκληρον, πρέπει η απαίτηση καθενός των
περισσοτέρων δανειστών ή η υποχρέωση καθενός των περισσοτέρων οφειλετών να αφορά το
σύνολο της ίδιας παροχής (ταυτότητα παροχής) και, επιπλέον, οι περισσότερες ενοχές
(απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν στους περισσότερους δανειστές ή οφειλέτες να
έχουν μεταξύ τους καθολική συνδετική σχέση (ταυτότητα έννομου αποτελέσματος), δηλαδή
να συνδέονται με τον ίδιο κοινό σκοπό και τον ίδιο γενεσιουργό λόγο, με την έννοια ότι
εξυπηρετείται το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ΑΠ 921/2021· ΑΠ
598/2017· αντιθ. 1694/2017 και η θεωρία). Επί εις ολόκληρον οφειλής: Ο δανειστής
διατηρεί το δικαίωμά του να επιλέξει όποιον εκ των συνοφειλετών επιθυμεί και να αξιώσει
από αυτόν την εκπλήρωση της εις ολόκληρον οφειλής. Μάλιστα, ο δανειστής μπορεί να
μεταβάλει γνώμη και να στραφεί κατά άλλου συνοφειλέτη. Αν κάποιος άλλος εκ των
συνοφειλετών προσφέρει την παροχή και ο δανειστής δεν την δεχθεί επειδή επέλεξε άλλον
από τους συνοφειλέτες, καθίσταται υπερήμερος δανειστής. Πέραν της ταυτότητας της
παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες
πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Επί εις ολόκληρον
απαίτησης: Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να επιλέξει όποιον από τους συνδανειστές επιθυμεί
για να εκπληρώσει την παροχή του. Τούτο ισχύει, όμως, υπό τον περιορισμό ότι δεν έχει
ασκηθεί σε βάρος του αγωγή από κάποιον εκ των συνδανειστών, διότι τότε η οφειλή

45
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του συγκεκριμένου δανειστή (ΑΚ 490). Αν, όμως, ασκήσουν
όλοι οι δανειστές από κοινού αγωγή, τότε ο οφειλέτης διατηρεί το δικαίωμα επιλογής.
Αντικείμενο: Η παροχή στην ενοχή εις ολόκληρον μπορεί να είναι διαιρετή ή αδιαίρετη.

3. Αδιαίρετη ενοχή (ΑΚ 494-495):


Αδιαίρετη απαίτηση: Καθένας από τους περισσότερους δανειστές μπορεί να ζητήσει την
καταβολή της κατά κανόνα αδιαίρετης παροχής όχι μόνο στον εαυτό του αλλά σε όλους τους
δανειστές από κοινού και ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να τη δώσει σε όλους τους δανειστές
από κοινού (λ.χ. παροχή συνιστάμενη στη μεταβίβαση κυριότητας αδιαίρετου πράγματος ή
είσπραξη χρηματικής απαίτησης βαρυνόμενη με επικαρπία κατ’ ΑΚ 1180 ή είσπραξη
χρηματικής απαίτησης που έχει ενεχυραστεί κατ’ ΑΚ 1253 ή αγωγή λογοδοσίας
περισσότερων ομορρύθμων εταίρων κατά του διαχειριστή της εταιρίας) (ΑΚ 495 παρ. 1).
Αδιαίρετη οφειλή: Όλοι οι οφειλέτες οφείλουν το σύνολο της παροχής (λ.χ. αυτοκίνητο),
ενώ ο δανειστής δικαιούται μόνο μία φορά να τη ζητήσει (ΑΚ 494 παρ. 1). Σε αυτή την
περίπτωση, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την εις ολόκληρον οφειλή, εφόσον
συμβιβάζονται με τη φύση της. Λ.χ., στην περίπτωση υποχρεώσεων από την αναγκαστική
συνιδιοκτησία για συντήρηση και επισκευή των κοινών μερών, η κύρια υποχρέωση όλων των
συγκυρίων συνίσταται σε επιχείρηση πράξης, η οποία ως εκ της φύσης της είναι αδιαίρετη
παροχή. Συνεπώς ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος, βλαπτόμενος από τη χρήση κοινού πράγματος
της οικοδομής έχει δικαίωμα να αξιώσει την κατάλληλη επισκευή αυτού προς άρση της
προσβολής του, είτε από όλους τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, είτε από ένα ή ορισμένους από
αυτούς κατά την προτίμησή του (ΑΠ 680/2021).

4. Κοινή ενοχή (δεν ρυθμίζεται στον ΑΚ):


Στην κοινή ενοχή επιβάλλεται η σύμπραξη των περισσότερων δανειστών ή οφειλετών είτε
από τον νόμο είτε από δικαιοπραξία (λ.χ. οι συνδικαιούχοι ενός κοινού τραπεζικού
λογαριασμού συμφωνούν με την τράπεζα ότι σε ανάληψη της κατάθεσης θα προβαίνουν
μόνο από κοινού).

Ερμηνευτικοί κανόνες (ΑΚ 480, 494, 495):


Επί διαιρετών παροχών, η ΑΚ 480 καθιερώνει τον κανόνα ότι, εν αμφιβολία, η ενοχή είναι
διαιρεμένη και, αν δεν συνάγεται κάτι, άλλο, η διαίρεση γίνεται σε ίσα μέρη. Επί αδιαίρετων
παροχών γίνεται διάκριση: α) Περισσότεροι δανειστές: η ενοχή είναι αδιαίρετη (ΑΚ 495 παρ.
1). β) Περισσότεροι οφειλέτες: εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την εις ολόκληρον
οφειλή (ΑΚ 494 παρ. 1).

Η ενοχή εις ολόκληρον ειδικότερα:


Γεγονότα που ενεργούν υποκειμενικά ή αντικειμενικά: Γεγονότα τα οποία επηρεάζουν την
εξέλιξη της εις ολόκληρον ενοχής. Αν το γεγονός συμβαίνει στο πρόσωπο ενός υποκειμένου
της ενοχής, ερωτάται αν επιδρά (βλάπτει ή ωφελεί) και τα υπόλοιπα υποκείμενα. Σε
περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρόκειται για αντικειμενικά γεγονότα.
Επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 483-486): Γεγονότα που ενεργούν αντικειμενικά
είναι κυρίως όσα ωφελούν τον οφειλέτη, λ.χ. καταβολή και υποκατάστατα της καταβολής, οι
λοιποί αποσβεστικοί λόγοι της ενοχής (δημόσια κατάθεση, συμψηφισμός) (ΑΚ 483) και η
υπερημερία δανειστή (ΑΚ 485). Η άφεση χρέους ενεργεί αντικειμενικά μόνο αν
συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό, δηλαδή υπέρ όλων των οφειλετών (ΑΚ 484 εδ. α), καθώς ο

46
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου

δανειστής μπορεί να ήθελε να απαλλάξει μόνο συγκεκριμένο οφειλέτη. Σε περίπτωση


αμφιβολίας, η άφεση χρέους ενεργεί υποκειμενικά. Όλα τα άλλα γεγονότα ενεργούν
υποκειμενικά (ΑΚ 486, λ.χ. όχληση, καταγγελία, υπερημερία οφειλέτη, αδυναμία παροχής,
πταίσμα, παραγραφή).
Επί ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 491-492): Γεγονότα που ενεργούν
αντικειμενικά είναι η καταβολή και τα υποκατάστατά της, οι λοιποί αποσβεστικοί λόγοι της
ενοχής (δημόσια κατάθεση, συμψηφισμός). Το ίδιο ισχύει και για την άφεση χρέους, εφόσον
συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό. Η υπερημερία δανειστή ενεργεί και κατά των λοιπών. Όλα τα
άλλα γεγονότα ενεργούν υποκειμενικά.
Αναγωγή-Υποκατάσταση: Επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 487-488): Δικαίωμα
αναγωγής του καταβάλοντος οφειλέτη να αναχθεί κατά των λοιπών συνοφειλετών ζητώντας
τη συμμετοχή τους στο χρέος που κατέβαλε. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και σε
περίπτωση ικανοποίησης του δανειστή από έναν συνοφειλέτη με άλλο τρόπο (λ.χ.
συμψηφισμό), εφόσον συνεπάγεται επιβάρυνση του οφειλέτη (άρα όχι άφεση χρέους). Αν ο
οφειλέτης που κατέβαλε δεν μπόρεσε να εισπράξει με αναγωγή από έναν εκ των
συνοφειλετών, το οφειλόμενο ποσό κατανέμεται ανάλογα στους λοιπούς συνοφειλέτες (ΑΚ
487 παρ. 2). Επίσης, έχει δικαίωμα υποκατάστασης (ΑΚ 488), δηλαδή εκχωρούνται εκ του
νόμου οι ασφάλειες και τα παρεπόμενα δικαιώματα που είχε ο δανειστής. Επί ενεργητικής εις
ολόκληρον ενοχής (ΑΚ 493): Ανάλογο αναγωγικό δικαίωμα υπάρχει και κατά του δανειστή
που εισέπραξε την απαίτηση εις ολόκληρον.

47

You might also like