Professional Documents
Culture Documents
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Εμπράγματο Δίκαιο: Είναι το σύνολο των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζουν τις
εμπράγματες σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις προσώπων προς πράγματα (ή άλλα αντικείμενα) ή
τις σχέσεις μεταξύ προσώπων αναφορικά με ορισμένο πράγμα. Περιεχόμενο του
Εμπράγματου Δικαίου είναι η εξουσίαση των πραγμάτων ή άλλων αντικειμένων. Η
εξουσίαση των πραγμάτων εκδηλώνεται με τις μορφές των εμπράγματων δικαιωμάτων, της
νομής και της κατοχής.
Αρχή του κλειστού αριθμού των εμπράγματων δικαιωμάτων: Εξυπηρετεί την ανάγκη
ασφάλειας των συναλλαγών. Τα εμπράγματα δικαιώματα είναι μόνον όσα ορίζει
περιοριστικά ο νόμος (ΑΚ 973) και ότι το περιεχόμενό τους καθορίζεται δεσμευτικά στον
νόμο. Επίσης, ο τρόπος σύστασης, αλλοίωσης και κατάργησής τους ρυθμίζεται περιοριστικά
στον νόμο. Έτσι, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να δημιουργήσει άλλα εμπράγματα
δικαιώματα ή να μεταβάλλει το περιεχόμενό τους ή να αλλάξει τον τρόπο σύστασης,
αλλοίωσης ή κατάργησής τους.
Αρχή της δημοσιότητας: Εξυπηρετεί την ανάγκη ασφάλειας των συναλλαγών, διότι οι
τρίτοι θα πρέπει να γνωρίζουν όχι μόνο ποια είναι τα εμπράγματα δικαιώματα και ποιο είναι
το περιεχόμενό τους, αλλά και ποια είναι τα συγκεκριμένα εμπράγματα δικαιώματα τη στιγμή
της συναλλαγής. Θα πρέπει, δηλαδή, να είναι εμφανής στους τρίτους η από άποψη
εμπράγματων σχέσεων νομική κατάσταση του προσώπου ή του πράγματος (τυπική
δημοσιότητα). Η τυπική δημοσιότητα ικανοποιείται στο πεδίο των ακινήτων με τη
μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου στα βιβλία μεταγραφών και υποθηκών. Όμως, η τυπική
δημοσιότητα στα ακίνητα ικανοποιείται μόνο εν μέρει λόγω του προσωποκεντρικού
χαρακτήρα της έρευνας στα σχετικά βιβλία (λ.χ. μεταγραφή αποδοχής της κληρονομίας από
τον εξ αδιαθέτου κληρονόμο και μεταγραφή αποδοχής της ίδιας κληρονομίας από τον εκ
διαθήκης κληρονόμο). Στο πεδίο των κινητών, το αίτημα της τυπικής δημοσιότητας,
ικανοποιείται με την κτήση ή την απώλεια της νομής τους. Η τυπική δημοσιότητα στα
ακίνητα ικανοποιείται πλήρως στο σύστημα του Κτηματολογίου λόγω του κτηματοκεντρικού
χαρακτήρα της έρευνας και λόγω του ελέγχου νομιμότητας που πραγματοποιεί ο
προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου. Η ουσιαστική δημοσιότητα, δηλαδή η
εμπιστοσύνη των τρίτων στην ακρίβεια των σχετικών εγγραφών, δεν ικανοποιείται καθόλου
στο πεδίο των ακινήτων με το σύστημα μεταγραφής, αλλά εν μέρει μόνο στο
κτηματοκεντρικό σύστημα. Το αίτημα της ουσιαστικής δημοσιότητας ικανοποιείται εν μέρει
μόνο στα κινητά (λ.χ. ΑΚ 1036).
Αρχή της ειδικότητας: Εμπράγματο δικαίωμα είναι δυνατό μόνο σε ατομικά ορισμένο
πράγμα και εμπράγματη δικαιοπραξία παράγει την ενέργειά της μόνον όταν αφορά σε
ορισμένο πράγμα. Επομένως, αντικείμενο εμπράγματου δικαιώματος ή εμπράγματης
δικαιοπραξίας δεν είναι το σύνολο πραγμάτων και λοιπών αντικειμένων (λ.χ. επιχείρηση,
περιουσία, κληρονομία).
1
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Αρχή της οικονομικής ενότητας του αντικειμένου: Διαφύλαξη της φυσικής ενότητας και,
συνεπώς, της οικονομικής ενότητας των πραγμάτων (λ.χ. συστατικά και παραρτήματα,
ένωση, συνάφεια, σύμμιξη και σύγχυση).
Αρχή της οικονομικής αξιοποίησης: Μεταξύ περισσότερων προσώπων που επιδιώκουν την
κτήση ή τη διατήρηση ενός εμπράγματος δικαιώματος σε ένα πράγμα, ο νόμος προκρίνει
εκείνο που παρουσιάζει τα περισσότερα εχέγγυα οικονομικής εκμετάλλευσης του πράγματος
(λ.χ. χρησικτησία, ειδοποιΐα, προσκύρωση, κατάληψη αδεσπότου).
Αρχή της προστασίας της καλής πίστης: Εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών ή η
ανταμοιβή του καλόπιστου συναλλασσόμενου και αναφέρεται μόνο στην υποκειμενική καλή
πίστη (λ.χ. τακτική χρησικτησία, κτήση κινητού από μη κύριο, ΑΚ 1204).
2
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
3
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
4
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Έννοια: Ενσώματο, απρόσωπο και αυθύπαρκτο αντικείμενο που είναι δεκτικό ανθρώπινης
εξουσίασης (ΑΚ 947). Κατά πλάσμα δικαίου, ως πράγματα λογίζονται και οι φυσικές
δυνάμεις, εφόσον υπόκεινται σε ανθρώπινη εξουσίαση και περιορίζονται σε ορισμένο χώρο.
5
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
σύνθετο πράγμα. Συστατικό είναι το μέρος του πράγματος που δεν μπορεί να αποχωριστεί
από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη δική του ή του κυρίου πράγματος και, κατ’ ορθότερη
άποψη, ολόκληρου του συνθέτου πράγματος. Για την ύπαρξη του συστατικού απαιτείται
σωματική σύνδεση, φυσική ή τεχνητή, με το κύριο πράγμα (ΑΠ 838/2009), ενώ κατά τον
αποχωρισμό να υπάρχει βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού, είτε του ιδίου του
συστατικού είτε του κυρίου του πράγματος. Βλάβη, κατά την έννοια του άνω άρθρου, είναι η
ολική ή μερική καταστροφή του μέρους που αποχωρίστηκε ή του σύνθετου πράγματος, η
οποία πρέπει να είναι ουσιώδης. Εάν ο αποχωρισμός προκαλεί μόνο ασήμαντη βλάβη, τότε
το μέρος που αποχωρίζεται δεν είναι συστατικό σύμφωνα με τον όρο αυτό. Το μέρος
πράγματος υφίσταται αλλοίωση της ουσίας του όταν, με τον αποχωρισμό από το υπόλοιπο
πράγμα, αίρεται εντελώς ή μειώνεται σοβαρά η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως που είχε αυτό
μέχρι τον αποχωρισμό. Η αλλοίωση της ουσίας του μέρους του πράγματος ή του συνθέτου
πράγματος πρέπει αν ερευνάται με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και να
κρίνεται σύμφωνα με την αντίληψη των συναλλαγών, με τεχνικοοικονομικά κριτήρια.
Προορισμός είναι ο οικονομικός προορισμός του τμήματος ή του κυρίου πράγματος, δηλ.
εκείνος τον οποίο το πράγμα είναι προορισμένο να εξυπηρετεί. Ως προς τη νομική φύση
πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με την ΑΚ 953, τα συστατικά δεν μπορούν να είναι
αντικείμενα ιδιαίτερου εμπράγματου δικαιώματος. Ο κύριος του σύνθετου πράγματος μπορεί
βεβαίως να καταλύσει τον σύνδεσμο του συστατικού με το κύριο πράγμα, μέχρι τη
αποσύνδεση όμως ούτε ιδιαίτερη κυριότητα, ούτε περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα μπορεί
να υπάρξει πάνω στο συστατικό. Ο κανόνας δε της ΑΚ 953 είναι δημοσίας τάξεως και κάθε
αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη
3. Παραρτήματα: Πρόκειται για κινητό πράγμα, το οποίο δεν αποτελεί συστατικό του
κύριου πράγματος και έχει προοριστεί για διαρκή εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού του
κύριου πράγματος ευρισκόμενο μαζί του σε τοπική εγγύτητα (ΑΚ 956). Το παράρτημα
μπορεί να είναι αντικείμενο χωριστού εμπράγματου δικαιώματος και να μεταβιβαστεί
αυτοτελώς. Σε περίπτωση αμφιβολίας, δικαιοπραξία που αφορά το κύριο πράγμα
καταλαμβάνει και το παράρτημα (ΑΚ 958).
4. Πράγματα εκτός συναλλαγής: 1. Κοινά σε όλους (ΑΚ 966) και 2. Κοινόχρηστα (ΑΚ
967). Ειδικά για τα κοινόχρηστα: Ως κοινόχρηστα χαρακτηρίζονται τα πράγματα εκείνα που
βρίσκονται στην ελεύθερη διάθεση κάθε προσώπου για ελεύθερη χρήση. Αναφέρονται
ενδεικτικά στην ΑΚ 967. Αποκτούν την ιδιότητά τους ως κοινόχρηστων με νόμο ή με πράξη
της Διοίκησης και, κατά κρατούσα γνώμη και με δικαιοπραξία, περιλαμβανομένης της
παραίτησης από την κυριότητα (ΑΠ 46/2018). Είναι δεκτικά ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΑΚ
970), αλλά η κυριότητά τους ανήκει στον δήμο ή στην κοινότητα, ή στο δημόσιο (ΑΚ 968).
Τα κοινόχρηστα προστατεύονται μέσω των ΑΚ 57-59.
6
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Έννοια της κατοχής: Φυσική εξουσία επί του πράγματος (ΑΚ 974), η οποία είναι
ενσυνείδητη και εκούσια. Ο καθορισμός της φυσικής εξουσίασης γίνεται κατά τις αντιλήψεις
των συναλλαγών και ασκείται εντός των ορίων του νόμου (ΑΠ 275/2010). Ως προς τη νομική
φύση της υποστηρίζεται ότι είναι πραγματική κατάσταση ή έννομη σχέση. Εννοιολογικά
στοιχεία της νομής είναι α) η τοπική-υλική σχέση του προσώπου προς το πράγμα (φυσική
εξουσίαση), χωρίς, όμως, να είναι απαραίτητη και η σωματική επαφή, διότι αρκεί και η απλή
εποπτεία του πράγματος, β) η θέληση για φυσική ή υλική εξουσίαση, χωρίς να συντρέχει
απαραίτητα και η διάνοια κυρίου ή άλλου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος, γ)
καθορισμός της φυσικής εξουσίασης κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών (λ.χ. δεν είναι
κάτοχος, αλλά απλώς διακατέχει ή διακρατεί το πράγμα, αυτός που χρησιμοποιεί εντελώς
προσωρινά το πράγμα).
Νομή: Φυσική εξουσία επί του πράγματος που ασκείται με διάνοια κυρίου (ΑΚ 974). Τα
εννοιολογικά στοιχεία της νομής είναι αφενός το υλικό στοιχείο της φυσικής εξουσίας επί
του πράγματος (κατοχή – corpus), αφετέρου το πνευματικό στοιχείο της διάνοιας κυρίου
(animus). Διάνοια κυρίου σημαίνει βούληση εξουσίασης του πράγματος όπως αρμόζει στον
κύριο (ΑΠ 275/2010). Ο νομέας, δηλαδή, συμπεριφέρεται στο πράγμα σαν να είναι κύριος
ανεξάρτητα από το αν είναι ή πιστεύει ότι είναι κύριος. Ως προς τη νομική φύση της νομής
γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι δεν πρόκειται για εμπράγματο δικαίωμα, διότι δεν
7
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Ιδιαίτερα είδη νομής: 1. Οιονεί νομή (ΑΚ 975). Οιονεί νομή είναι η με διάνοια δικαιούχου
περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος (ενεχύρου ή δουλειών) φυσική εξουσίαση επί του
πράγματος, ώστε ο οιονεί νομέας να απολαμβάνει ορισμένες μόνο από τις χρησιμότητες του
πράγματος (ΑΠ 1125/2017, ΑΠ 809/2005). 2. Νομή μέρους πράγματος (ΑΚ 993).
Πρόκειται για νομή επί συστατικού, εφόσον το συστατικό είναι εξωτερικά διακριτό και
χωριστό. Η νομή μέρους πράγματος δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με
χρησικτησία (ΑΠ 1748/2005). Νοητή είναι και η οιονεί νομή μέρους πράγματος. 3. Συννομή
(ΑΚ 994). Συννομή είναι η νομή περισσοτέρων επί του ίδιου πράγματος κατ’ ιδανικά μέρη.
Μεταξύ των συννομέων υπάρχει κοινωνία δικαιώματος. Οι συννομείς έχουν διάνοια
συγκυρίου. 5. Πλασματική νομή. Πρόκειται για νομή για την οποία δεν συντρέχει το
σωματικό στοιχείο, αλλά ο νόμος δέχεται ότι υπάρχει. Παραδείγματα πλασματικής νομής: Η
νομή του δημοσίου στα αδέσποτα κτήματα (άρθρο 2 παρ. 1 α.ν. 1539/1938 – ΑΠ 7/2017), η
νομή του κληρονόμου (ΑΚ 983).
8
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
νομής γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για σύμβαση και όχι απλό νομικό γεγονός, και μάλιστα
άτυπη και αφηρημένη ακόμη και αν αφορά σε ακίνητο (ΑΠ 1171/2012).
Κτήση της νομής με ιδιαίτερους τρόπους: 1. Κτήση της νομής με αντιπρόσωπο (ΑΚ
979). Περιλαμβάνεται τόσο η εκούσια όσο και η νόμιμη αντιπροσώπευση (ΑΠ 890/2013).
Εφαρμόζονται ανάλογα οι ΑΚ 211 επ., δηλαδή προϋποτίθεται η ύπαρξη πληρεξουσιότητας
μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και αυτού που αποκτά τη νομή στο όνομα και για
λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. 2. Κτήση της νομής με κληρονομική διαδοχή (ΑΚ
983). Πρόκειται για πλασματική νομή, αφού ο κληρονόμος ενδέχεται να μην ασκεί τη φυσική
εξουσία. Η μεταβίβαση της νομής με κληρονομική διαδοχή επέρχεται κατά τις ΑΚ 1710 επ.,
δηλαδή αυτοδίκαια. Ο κληρονόμος προστατεύεται με τις αγωγές της νομής, ακόμη και αν δεν
έχει αποκτήσει φυσική εξουσία (ΑΠ 2110/2009). Αν η νομή του κληρονομούμενου ήταν
ελαττωματική, το ελάττωμα βαρύνει και τη νομή του κληρονόμου, ακόμη και αν ο τελευταίος
αγνοούσε το ελάττωμα (ΑΚ 984 παρ. 2 εδ. α). Δεν απαιτείται για την κτήση της νομής
αποδοχή της κληρονομίας (ΑΠ 1468/2006).
Άσκηση και διατήρηση της νομής: Η νομή που αποκτήθηκε διατηρείται μέχρι να παύσουν
και τα δύο στοιχεία της (βλ. ΑΚ 981 – ΑΠ 1275/2007). 1. Αυτοπρόσωπη άσκηση της
νομής: Άσκηση με υλικές πράξεις, όπως λ.χ. περίφραξη, οριοθέτηση, καλλιέργεια, εποπτεία,
επίβλεψη, εγκατάσταση φύλακα (ΑΠ 396/2018). Επίσης, η νομή ασκείται αυτοπροσώπως και
μέσω βοηθού νομής, ο οποίος δεν είναι ούτε νομέας ούτε κάτοχος (βλ. ΑΚ 986 – ΑΠ
1275/2007). Ο βοηθός νομής έχει σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης με τον νομέα. 2.
Άσκηση μέσω άλλου (ΑΚ 980). Η νομή ασκείται μέσω άλλου όταν ο νομέας έχει
παραχωρήσει σε άλλον την κατοχή του, οπότε ο αντιπρόσωπος είναι αυτός μέσω του οποίου
ασκείται η νομή του νομέα. Η νομή ασκείται μέσω άλλου δυνάμει ορισμένης ενοχικής ή
εμπράγματης σχέσης (λ.χ. μίσθωσης ή επικαρπίας). Ο συγκληρονόμος, αν έχει στη νομή του
ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει επ’ ονόματι και των λοιπών συγκληρονόμων και
δεν μπορεί να αντιτάξει εναντίον τους χρησικτησία, προτού καταστήσει σ’ αυτούς γνωστό ότι
νέμεται για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό ολόκληρο τούτο (βλ. ΑΠ 982 – ΑΠ
396/2018). Όμως, τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται, όταν το φερόμενο ως κοινό πράγμα
δεν εντάσσεται στα αντικείμενα της κληρονομίας και ο τρίτος δεν αντιποιείται τη νομή αλλά
την αποκτά παράγωγα ή πρωτότυπα, αφού, στην εν λόγω περίπτωση, αυτός δεν
χρησιδεσπόζει, αντιποιούμενος τη νομή των λοιπών συγκληρονόμων.
Απώλεια της νομής (ΑΚ 981-982): 1. Απώλεια της νομής που ασκείται αυτοπροσώπως:
Απώλεια της νομής επέρχεται είτε με οριστική απώλεια της φυσικής εξουσίας είτε με
εκδήλωση αντίθετης διάνοιας κυρίου. Οριστική απώλεια της φυσικής εξουσίας (κατοχής)
μπορεί να επέλθει εκούσια ή ακούσια, λ.χ. με εγκατάλειψη, καταστροφή, τυχαία απώλεια. Σε
περίπτωση κατάληψης κινητού πράγματος από τρίτον, η νομή απόλλυται ανεξάρτητα από τη
γνώση του νομέα. Αντίθετα, σε περίπτωση κατάληψης ακινήτου από τρίτον, η νομή
απόλλυται μόλις ο νομέας λάβει γνώση της κατάληψης κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 982
(ΑΠ 388/2010, αντιθ. η ΑΠ 1897/1999, με επιχείρημα ότι η ΑΚ 982 εφαρμόζεται μόνο στις
περιπτώσεις αντιποίησης της νομής από τον αντιπρόσωπο). Οριστική παύση της διάνοιας
κυρίου επέρχεται επίσης με εγκατάλειψη. Η εγκατάλειψη της νομής πρέπει να εκδηλώνεται
κατά τρόπο σοβαρό, δηλαδή να μην αντίκειται στη συνολική συμπεριφορά του νομέα. 2.
Απώλεια της νομής που ασκείται μέσω άλλου: Απώλεια της νομής μπορεί να επέλθει με τη
βούληση του αντιπροσωπευόμενου νομέα (παύση της διάνοιας κυρίου). Επίσης, απώλεια της
νομής μπορεί να επέλθει με απώλεια της κατοχής από τον αντιπρόσωπο. Εξάλλου, η νομή
9
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
απόλλυται και με αντιποίηση από τον αντιπρόσωπο (ΑΚ 982), ο οποίος εκδηλώνει αντίθετη
διάνοια, δηλαδή αρχίζει να συμπεριφέρεται στο πράγμα όπως αρμόζει σε κύριο και όχι όπως
αρμόζει σε κάτοχο (λ.χ. μισθωτή). Αντιποίηση υπάρχει και όταν ο κάτοχος δηλώνει ότι
νέμεται για λογαριασμό τρίτου. Στα κινητά, η νομή απόλλυται ακόμη και αν ο νομέας δεν
γνωρίζει την αντιποίηση (ΑΠ 552/2016). Αντίθετα, στα ακίνητα, η νομή δεν χάνεται αν ο
νομέας δεν μάθει την αντιποίηση (ΑΠ 401/2018).
Προσβολή της νομής (ΑΚ 984): Ως προσβολή θεωρείται κάθε αποβολή του νομέα ή
διατάραξη της νομής που γίνεται παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα. Αποβολή
αποτελεί κάθε πράξη, που συνεπάγεται για τον νομέα στέρηση, ολική ή μερική, της
δυνατότητας να εξουσιάζει το πράγμα, ενώ διατάραξη συνιστά κάθε παρεμπόδιση ή
παρακώλυση της επί του πράγματος εξουσίας του νομέα, που όμως δεν φθάνει μέχρι την
αποβολή του (ΑΠ 1514/2009). Στη διατάραξη εξακολουθεί ο νομέας να διατηρεί τη νομή του
(ΑΠ 275/2010). Η διατάραξη εκδηλώνεται θετικά είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα
είτε με παρεμπόδιση του νομέα, ενώ αρνητικά με παράλειψη όταν ο προσβολέας δεν
προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως
συμβαίνει και όταν παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που
συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής
του (ΑΠ 150/2017). Η προσβολή θα πρέπει να γίνεται χωρίς τη βούληση του νομέα, δηλαδή
δεν θα επιτρέπεται δυνάμει ορισμένης ενοχικής ή εμπράγματης σύμβασης μεταξύ νομέα και
τρίτου (λ.χ. χρησιδάνειο, επικαρπία) ή λόγω της συγκατάθεσης του νομέα. Η προσβολή θα
πρέπει να είναι, επίσης, παράνομη, δηλαδή να μην γίνεται κατ’ ενάσκηση δικαιώματος. Δεν
υπάρχει προσβολή όταν η πράξη είναι νόμιμη αλλά γίνεται χωρίς τη βούληση του νομέα (λ.χ.
ΑΚ 1003). Η νομή που αποκτήθηκε κατά τα παραπάνω είναι επιλήψιμη, δηλαδή
ελαττωματική. Το επιλήψιμο της νομής ισχύει έναντι του νομέα και των διαδόχων του όχι
όμως και κατά των τρίτων. Το στίγμα της επιλήψιμης νομής διατηρείται όχι μόνον ενόσω το
πράγμα βρίσκεται στα χέρια του προσβολέα, αλλά και όταν περιέρχεται στους καθολικούς
διαδόχους του ή ακόμα και στους ειδικούς διαδόχους, εφόσον οι τελευταίοι γνώριζαν το
επιλήψιμο της νομής (ΑΚ 984 παρ. 2 εδ. β).
Ένδικη προστασία της νομής (ΑΚ 987-992): 1. Αγωγή αποβολής (ΑΚ 987). Σε περίπτωση
προσβολής που συνίσταται σε αποβολή, ο νομέας που αποβλήθηκε μπορεί να ασκήσει κατά
του επιλήψιμου νομέα αγωγή αποβολής. Αίτημα της αγωγής είναι η απόδοση του πράγματος.
2. Αγωγή διατάραξης (ΑΚ 989). Σε περίπτωση προσβολής που συνίσταται σε διατάραξη, ο
νομέας, ο οποίος παρεμποδίστηκε στην άσκηση της νομής του, μπορεί να ασκήσει κατά του
επιλήψιμου νομέα αγωγή διατάραξης. Αίτημα της αγωγής είναι η άρση της προσβολής και η
παράλειψή της στο μέλλον.
Διάδικοι, στοιχεία της αγωγής, αίτημα. Ενάγων είναι ο νομέας, αλλά μπορεί να είναι και ο
κάτοχος, δηλαδή ο αντιπρόσωπος του νομέα κατά την άσκηση της νομής του (ΑΚ 997), όχι
όμως και ο βοηθός νομής. Εναγόμενος είναι ο επιλήψιμος νομέας, οι καθολικοί διάδοχοί του
και οι ειδικοί διάδοχοι εφόσον γνώριζαν το ελάττωμα της νομής. Στην αγωγή θα πρέπει να
αναφέρεται ότι, κατά τον χρόνο της αποβολής, ο ενάγων ήταν νομέας του πράγματος. Θα
πρέπει να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων (ΚΠολΔ 220). Καθ’ ύλην αρμόδιο το
Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου του ακινήτου, εκτός και αν η αξία του πράγματος
θεμελιώνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (ΚΠολΔ 16 αριθ. 12 και 29).
10
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Άμυνα του εναγομένου. 1. Άρνηση της αγωγής (λ.χ. ισχυρισμοί ότι ο ενάγων δεν ήταν
νομέας κατά τον χρόνο αποβολής, ότι δεν επήλθε προσβολή, ότι η προσβολή δεν ήταν
παράνομη, ότι κατέχει το επίδικο στο όνομα τρίτου). 2. Ένσταση επιλήψιμης νομής (ΑΚ
988, 990). Ο ενάγων δεν μπορεί να ασκήσει τις αγωγές της νομής αν ο ίδιος απέκτησε
επιλήψιμα τη νομή από τον εναγόμενο εντός έτους από την αποβολή ή τη διατάραξη. 3.
Ένσταση δικαιώματος ως προς το πράγμα (ΑΚ 991). Στη δίκη της νομής, ο εναγόμενος
δεν μπορεί να επικαλεστεί εμπράγματο δικαίωμα προς αντίκρουση της αγωγής, εκτός και αν
το δικαίωμα αυτό αναγνωρίστηκε τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και τον ενάγοντα.
Εξαίρεση: Το Δημόσιο, όταν ενάγεται, μπορεί να επικαλεστεί ίδια κυριότητα (άρθρο 3 ν.
1539/1938). 4. Ένσταση παραγραφής (ΑΚ 992). Ενιαύσια παραγραφή των αγωγών της
νομής από την αποβολή ή τη διατάραξη. Σε περίπτωση διατάραξης με περισσότερες πράξεις
διατάραξης, η παραγραφή εκκινεί από την τελευταία (ΑΠ 1068/2012). Σε περίπτωση
αποβολής λόγω αντιποίησης της νομής από τον αντιπρόσωπο, η παραγραφή εκκινεί από τότε
που ο νομέας πληροφορήθηκε την αντιποίηση (ΑΠ 532/2003).
11
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Αντικείμενο της κυριότητας: Το κύριο πράγμα και τα συστατικά του, καθώς και όροφοι ή
διαμερίσματα οικοδομής (ΑΚ 1002). Η κυριότητα ακινήτου εκτείνεται στον χώρο πάνω και
κάτω από το έδαφος (ΑΚ 1001).
Γειτονικό δίκαιο (ΑΚ 1003 επ. – ιδιωτικό γειτονικό δίκαιο): Περιορισμοί της κυριότητας
ακινήτων που δικαιολογούνται από τη φυσική συνέχεια του εδάφους και τον σύνδεσμο των
ακινήτων μεταξύ τους.
Άμεσοι περιορισμοί: Απορρέουν απευθείας από τον νόμο (λ.χ. ΑΚ 1003, 1024).
Έμμεσοι περιορισμοί: Δεν γεννιούνται αυτοδικαίως, αλλά ο νόμος παρέχει στον γείτονα
αξίωση κατά του άλλου για παραχώρηση εμπράγματου δικαιώματος και, συγκεκριμένα,
πραγματικής ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας (λ.χ. ΑΚ 1012, 1028). Στους έμμεσους
περιορισμούς, ο γείτονας έχει ενοχικό δικαίωμα κατά του άλλου γείτονα για σύσταση
πραγματικής ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας.
12
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΣΥΓΚΥΡΙΟΤΗΤΑ
Έννοια και φύση: Κυριότητα περισσοτέρων σε ιδανικά μέρη του πράγματος. Η εξουσία των
συγκυρίων εκτείνεται σε κάθε συστατικό μόριο του όλου πράγματος κατά την αναλογία των
μερίδων τους. Επί του ιδανικού μεριδίου εφαρμόζονται οι διατάξεις περί μεταβίβασης,
επιβάρυνσης, προστασίας και κατάσχεσης που αφορούν στην κυριότητα. Επίσης,
εφαρμόζονται οι διατάξεις περί κοινωνίας δικαιώματος (ΑΚ 785 επ.), εφόσον δεν
προβλέπονται ειδικότερες ρυθμίσεις στις ΑΚ 1113-1117. Οι ΑΚ 785 επ. αφορούν στις
σχέσεις των συγκυρίων μεταξύ τους, ενώ οι ΑΚ 1113 επ. αφορούν στις σχέσεις των
συγκυρίων προς το πράγμα ρυθμίζοντας το νομικό καθεστώς της ιδανικής μερίδας, τη
σύσταση της συγκυριότητας και την προστασία της έναντι τρίτων.
Δικαιώματα συγκυρίων:
α) Χρήση του κοινού πράγματος από καθέναν εκ των συγκυρίων, εφόσον η άσκηση της
χρήσης αυτής δεν αποκλείει τη σύγχρηση των λοιπών (ΑΚ 787)·
β) Λήψη μέτρων για τη συντήρηση του κοινού πράγματος σε περίπτωση κινδύνου από
καθέναν εκ των συγκυρίων (ΑΚ 788 παρ. 2)·
γ) Συμμετοχή στα ωφελήματα από καθέναν εκ των συγκυρίων (ΑΚ 786)·
δ) Ελεύθερη διάθεση της ιδανικής μερίδας από καθέναν εκ των συγκυρίων (η διάθεση
ολόκληρου του κοινού πράγματος είναι δυνατή μόνο με σύμπραξη όλων των συγκυρίων κατ’
ΑΚ 793 εδ. β).
ε) Αξίωση για λύση της συγκυριότητας με διανομή αυτούσια ή με πλειστηριασμό (ΑΚ 795).
Το δικαίωμα αυτό μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία όλων των συγκυρίων το πολύ για 10
χρόνια (ΑΚ 795 παρ. 2).
Υποχρεώσεις συγκυρίων:
α) Συμμετοχή στις δαπάνες του πράγματος κατά την αναλογία των ιδανικών μεριδίων κάθε
συγκυρίου (ΑΚ 794)·
β) Λήψη αναγκαίων μέτρων για την περίπτωση επικείμενου κινδύνου (απορρέει από την ΑΚ
288).
Διοίκηση του κοινού πράγματος: Διοίκηση είναι κάθε πράξη διαχείρισης, υλική ή νομική,
που επιχειρείται με σκοπό τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση ή αύξηση
της αξίας του κοινού πράγματος (λ.χ. ανέγερση οικοδομής, επισκευή ή κατεδάφιση
κτίσματος, εκμίσθωση, πρόσληψη φύλακα, καταγγελία σύμβασης φύλακα ή μίσθωσης).
Διοίκηση εν ευρεία εννοία: Εξουσία με σύνθετο περιεχόμενο, η οποία περιλαμβάνει κάθε
ρυθμιστικό μέτρο που επιφέρει μεταβολή στη νομική ή υλική κατάσταση του κοινού
πράγματος και η οποία αποσκοπεί στην ικανοποίηση του συμφέροντος όλων των κοινωνών-
συγκυρίων (λ.χ. καλλιέργεια, ανοικοδόμηση). Για τις σχετικές πράξεις απαιτείται ομοφωνία
των συγκυρίων.
Τακτική διοίκηση: Λήψη κάθε μέτρου που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο και αποβλέπει
στην κάλυψη των αναγκών της πλειοψηφίας, εφόσον δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές
στο κοινό πράγμα ή δεν συνεπάγονται ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες. Για τις σχετικές πράξεις
απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία με βάση τις ιδανικές μερίδες.
13
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
14
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Ειδικά για την πυλωτή: Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α, βα, ββ και παρ. 5 του
ν. 960/1979 σε συνδυασμό προς τη διάταξη του εδαφίου γ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ίδιου
νόμου, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, με τις οποίες
επιβλήθηκε η εκπλήρωση υποχρέωσης για τη δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων
κατά την ανέγερση των κτιρίων, συνάγεται ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια υπό το
πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισόγειου χώρου ακάλυπτου (PILOTTIS) προς
δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων, ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει
διαιρεμένες ιδιοκτησίες, δηλαδή ιδιοκτησίες που να ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα
ενός ή περισσότερων ιδιοκτητών, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε είναι τρίτοι, αλλά
παραμένει κοινόχρηστος. Ο ως άνω ακάλυπτος χώρος ως κοινόχρηστος είναι και κοινόκτητος
ανήκων στη συγκυριότητα των ιδιοκτητών της οικοδομής. Με συμφωνία βέβαια όλων των
συνιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταγραφόμενο νομίμως, δύναται
εγκύρως, κατ’ άρθρα 5 και 13 ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση των χώρων αυτών ως
15
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Έννοια κάθετης ιδιοκτησίας: Κάθετη ιδιοκτησία είναι η χωριστή κυριότητα σε ένα από τα
περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί σε ένα ενιαίο οικόπεδο, η οποία
αποτελείται από αποκλειστική κυριότητα στο οικοδόμημα και αναγκαστική συγκυριότητα
στο έδαφος και στα κοινόκτητα μέρη κατ’ αναλογία της μερίδας κάθε συγκυρίου. Ρυθμίζεται
στο ν.δ. 1024/1971.
Σύσταση: α) Με σύμβαση όλων των συγκυρίων του ακινήτου (άρθρο 14 εδ. α ν. 3741/1929)·
β) με σύμβαση μεταξύ του κυρίου ή των συγκυρίων του ακινήτου και του αποκτώντος όροφο
ή διαμέρισμα (άρθρο 14 εδ. α ν. 3741/1929). Εν προκειμένω δεν απαιτείται κατάρτιση
ιδιαίτερης σύμβασης για τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και ιδιαίτερη μεταγραφή ή διπλή
μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο
έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 1120/2021)· γ) με
μονομερή δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου (άρθρο 2 ν.δ. 1024/1971)· δ) με
διαθήκη του κυρίου του όλου ακινήτου (άρθρο 14 ν. 3741/1929, άρθρο 2 ν.δ. 1024/1971)· ε)
με δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε δίκη διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει
οικοδομή (ΚΠολΔ 480Α). Διχογνωμία υπάρχει αν μπορεί να συσταθεί με χρησικτησία, με
την πάγια νομολογία να αρνείται τη σχετική δυνατότητα, ενώ αναγνωρίζει τη δυνατότητα
κτήσης κυριότητας ορόφου ή διαμερίσματος με χρησικτησίας, εφόσον ο όροφος ή το
διαμέρισμα έχει ήδη υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας (ΑΠ 1207/2021, ΑΠ
25/2019, ΑΠ 203/2016).
16
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
17
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
18
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
19
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Επίσης, απολωλώς είναι το πράγμα που εγκαταλείφθηκε από τον βοηθό νομής ή τον κάτοχο
χωρίς τη βούληση του κυρίου.
Επάνοδος στον κανόνα της ΑΚ 1036 (ΑΚ 1039): Αν πρόκειται για χρήματα ή ανώνυμους
τίτλους που εκλάπησαν ή απωλέσθηκαν επέρχεται η κτήση κυριότητας κατ’ ΑΚ 1036. Το
ίδιο ισχύει και για πράγματα που εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό ή εμποροπανήγυρη
ή αγορά (δηλαδή σύμφωνα με τις συνηθισμένες εμπορικές συνθήκες).
20
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
21
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
22
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Παραίτηση: Για τα ακίνητα δεν ρυθμίζεται ρητά στον νόμο, αλλά εφαρμόζεται αναλόγως η
ΑΚ 1033 και 369. Η παραίτηση είναι μονομερής δικαιοπραξία, που περιέχει μη απευθυντέα
δήλωση βούλησης, υποβάλλεται στον συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγράφεται. Δεν
περιέχει επίδοση. Με τη μεταγραφή της δικαιοπραξίας παραίτησης, η κυριότητα αποσβήνεται
και το ακίνητο καθίσταται αδέσποτο, δηλαδή δεν ανήκει σε κανέναν. Ωστόσο, η ιδιότητα του
αδεσπότου υπάρχει για μία μόνο λογική στιγμή, διότι τα αδέσποτα ακίνητα περιέρχονται στο
Δημόσιο κατ’ ΑΚ 972.
Για τα κινητά ισχύει η ΑΚ 1076, από την οποία συνάγεται ότι η παραίτηση από την
κυριότητα γίνεται με μονομερή δικαιοπραξία που περιέχει πράξη βούλησης, δηλαδή την
υλική εγκατάλειψη της νομής του κινητού με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα. Είναι
άτυπη και δεν περιέχει επίδοση.
23
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΓΕΙΤΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
24
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
διόδου και ορίζεται μόνον εφάπαξ καταβλητέα. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί μέσα σε
εύλογο χρόνο από την τελεσιδικία της απόφασης κρινόμενο κατά την καλή πίστη, ο κύριος
του ακινήτου που ορίστηκε ως δουλεύον μπορεί να ζητήσει με αγωγή την κατάργηση της
διόδου που συστάθηκε. Με την απόφαση συνιστάται πραγματική δουλεία διόδου με τη
μορφή της επιδίκασης υπέρ του ενάγοντος ως κυρίου του περικλείστου ακινήτου και
υπόκειται σε μεταγραφή. Εάν ο ενάγων μετέγραψε μεν την τελεσίδικη δικαστική απόφαση με
την οποία συνιστάται η δουλεία, αλλά δεν κατέβαλε ακόμη την αποζημίωση, δεν μπορεί να
αξιώσει από τον εναχθέντα γείτονα την άσκησή της (ΑΠ 1013/2014).
25
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ
Ενάγων είναι ο κύριος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν υπήρξε νομέας ή κάτοχος.
Ενάγων μπορεί να είναι και ο ψιλός κύριος (ΑΠ 1332/2015), ο ιδιοκτήτης ορόφου ή
διαμερίσματος και ο επικαρπωτής (βλ. ΑΚ 1173 – ΟλΑΠ 8/2002, ΑΠ 746/2018). Επίσης,
ενάγων είναι και ο συγκύριος ανεξάρτητα από το αν η προσβολή προέρχεται από τρίτον ή
από άλλο συγκύριο (ΑΠ 443/2011). Δυνατή η άσκηση η διεκδικητικής αγωγής και από κατ’
εξαίρεση νομιμοποιούμενα πρόσωπα (λ.χ. σύνδικος, εκτελεστής διαθήκης, κηδεμόνας
σχολάζουσας κληρονομίας).
Εναγόμενος είναι ο νομέας ή ο κάτοχος κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (ΑΠ
1332/2015), ο οποίος μπορεί να είναι οιονεί νομέας ή οιονεί κάτοχος, (οιονεί) συννομέας,
νομέας μέρους πράγματος και ανεξάρτητα από το αν η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω
άλλου. Δεν είναι εναγόμενος ο βοηθός νομής ή κατοχής (ΑΠ 1574/2002). Αν ο εναγόμενος
δεν είναι νομέας ή κάτοχος, αλλά αμφισβητεί την κυριότητα, τότε ενάγεται απλώς με
αναγνωριστική αγωγή (ΑΠ 1105/2014).
Αίτημα αγωγής είναι η αναγνώριση της κυριότητας και η καταδίκη του εναγομένου στην
απόδοση του πράγματος. Στο αίτημα περί απόδοσης του πράγματος περιλαμβάνεται
αναγκαστικά ως αυτονόητο στοιχείο και η αναγνώριση της κυριότητας, ακόμη και αν δεν
ζητήθηκε ρητά. Απόδοση του πράγματος σημαίνει μεταβίβαση της κατοχής στον κύριο.
Στοιχεία του δικογράφου: Στην ιστορική βάση της αγωγής απαιτείται να εκθέτει ο ενάγων
ότι είναι κύριος κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και ότι κατά τον ίδιο χρόνο ο
εναγόμενος είναι νομέας ή κάτοχος (ΑΠ 1789/2012), καθώς και τον τρόπο κτήσης της
κυριότητάς του. Αν απέκτησε παράγωγα θα πρέπει να αναφέρει το μεταβιβαστικό
συμβόλαιο και τη νόμιμη αιτία του και ότι αυτό μεταγράφηκε. Ο καθορισμός του τρόπου με
26
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
τον οποίο ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα δεν είναι κατ’ αρχήν
απαραίτητος. Αν, όμως, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, αμφισβητήσει ειδικώς την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ο
τελευταίος υποχρεούται, με τις προτάσεις της ίδιας συζήτησης ή με την προσθήκη των
προτάσεών του, εφόσον δεν το έχει πράξει καθ’ υποφορά με την αγωγή του,
συμπληρώνοντας παραδεκτά αυτήν (ΚΠολΔ 224), να καθορίσει, με σαφή έκθεση των
γεγονότων, τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και αν είναι
ανάγκη, σε περίπτωση δηλαδή διαδοχικών μεταβιβάσεων, να καθορίσει τον τρόπο κτήσης
της κυριότητας και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπου
κτήσης της κυριότητας, δυναμένου να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη
χρησικτησία. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν καθορίσει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από
τον ή τους δικαιοπαρόχους του, η αγωγή καθίσταται αόριστη (ΑΠ 41/2018). Αν απέκτησε
πρωτότυπα με χρησικτησία θα πρέπει να αναφέρει τους όρους της χρησικτησίας. Επίσης, θα
πρέπει να γίνει περιγραφή του πράγματος και αν πρόκειται για ακίνητο της θέσης, των ορίων
και της έκτασής του, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του προκειμένου να είναι δυνατή η
εκτέλεση της απόφασης. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου
ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση αυτού του επίδικου τμήματος
ακινήτου, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν
στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επίδικου
αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει
απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 301/2017).
Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου συναρτάται από την αξία του πράγματος, η δε
κατά τόπον αρμοδιότητα από τον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο, ενώ αν πρόκειται περί
κινητού η γενική δωσιδικία του εναγομένου. Για το παραδεκτό της αγωγής, θα πρέπει να
εγγραφεί, αν πρόκειται περί ακινήτου, στα βιβλία διεκδικήσεων (ΚΠολΔ 220).
Άμυνα εναγομένου:
1. Άρνηση της αγωγής – Ένσταση ιδίας κυριότητας. Ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί ότι
ο ενάγων είναι κύριος ή ότι απέκτησε με παράγωγο τρόπο από κύριο ή ότι ο ίδιος είναι
νομέας ή κάτοχος. Ο προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την
κυριότητα του επιδίκου με χρησικτησία αποτελεί ένσταση αν η αγωγή στηρίζεται σε
παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα
περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε είναι
μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ’ αυτά είναι
επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας. Αντίθετα, πρόκειται για άρνηση της
αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται
στην αγωγή (ΑΠ 242/2017, ΑΠ 1402/2015). Αν ο ενάγων και ο εναγόμενος ανάγουν την
κτήση της κυριότητας, την οποία επικαλούνται, στον ίδιο προκτήτορα, δεν επιτρέπεται η εκ
μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση της κυριότητας του κοινού προκτήτορα χωρίς ο
τελευταίος να επικαλείται και να αποδείξει, άλλο από την απόκρουση της αγωγής, ειδικό
συμφέρον, το οποίο να θεμελιώνει την αμφισβήτηση. Στην περίπτωση που η διεκδικητική
αγωγή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αυτός απέκτησε
την κυριότητα του επιδίκου από τον ίδιο δικαιοπάροχο, με μεταβίβαση χρονικά προγενέστερη
από εκείνη που επικαλείται ο ενάγων και, μάλιστα, ότι ο ενάγων δεν έγινε κύριος του
επιδίκου με τη μεταγραφή του νόμιμου τίτλου κτήσης της κυριότητάς του, ενόψει του ότι ο
27
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
28
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
καθυστέρηση (ΑΚ 343). 5. Ο νομέας που απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη ευθύνεται
όπως ο κακόπιστος και υπερήμερος νομέας (ΑΚ 1099).
Η αξίωση για απόδοση των ωφελημάτων και η αξίωση αποζημίωσης μπορούν να σωρευθούν
αντικειμενικά με τη διεκδικητική αγωγή. Στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή της ΑΚ 249
υπάγονται οι αξιώσεις από τις ΑΚ 1096-1100 και μόνον κατ’ εξαίρεση η από την ΑΚ 1099
αξίωση για αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή της ΑΚ 937 (ΑΠ 907/2015).
Αρνητική αγωγή (ΑΚ 1108): Ένδικη προστασία της κυριότητας σε περίπτωση μερικής
προσβολής της κυριότητας που συνίσταται σε διατάραξη. Προϋποθέσεις: 1. Κυριότητα του
ενάγοντος. 2. Παράνομη διατάραξη της κυριότητας από τον εναγόμενο. Αίτημα της αγωγής:
Άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον.
Άμυνα του εναγομένου: Η αρνητική αγωγή καταλύεται όταν εκείνος που προσβάλλει την
κυριότητα ενεργεί ασκώντας δικαίωμα, το οποίο του παρέχει την εξουσία να παρεμβαίνει
στην ιδιοκτησία του άλλου. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει ως προϋπόθεση ότι τούτο
πηγάζει από έννομη σχέση, η οποία δεσμεύει και τον ενάγοντα και όχι από προσωπική σχέση
29
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
που συνδέει τον εναγόμενο με τρίτο. Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι και η πραγματική
δουλεία, με βάση την οποία αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα, σε βάρος ακινήτου υπέρ του
εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όχι όμως και η οιονεί νομή αν αυτή αποκτήθηκε χωρίς τη
βούληση του κυρίου (ΑΠ 116/2021).
Δικονομικά ζητήματα: Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, διότι το
αντικείμενο της αρνητικής αγωγής είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης. Απαιτείται να
εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων (ΚΠολΔ 220). Δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική
σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η
πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής,
ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της
νομής (ΟλΑΠ 4/2016).
30
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΔΟΥΛΕΙΕΣ
Αρχές που διέπουν τις δουλείες: 1. Οι δουλείες μπορούν να συσταθούν μόνον επί
πράγματος. Κατ’ εξαίρεση η επικαρπία μπορεί να συσταθεί και επί δικαιώματος (ΑΚ 1178-
1179). 2. Η δουλεία μπορεί να συσταθεί μόνον επί ακινήτου. Κατ’ εξαίρεση η επικαρπία
μπορεί να συσταθεί και επί κινητού (ΑΚ 1142). 3. Αρχή ουδενί δουλεύει το ίδιον: Η δουλεία
μπορεί να συσταθεί μόνο σε ξένο πράγμα. Δεν είναι νοητή η ύπαρξη δουλείας σε ίδιον
πράγμα (ΑΚ 1118, 1137, 1142, 1168). Τούτο διότι, όταν το δεσπόζον και το δουλεύον
ακίνητο ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο οι χρησιμότητες που αποτελούν το αντικείμενο της
πραγματικής δουλείας ανήκουν στο δικαίωμα της κυριότητας (ΑΠ 383/2019). Κατ’ εξαίρεση,
στις περιπτώσεις της συγκυριότητας είναι δυνατή η σύσταση πραγματικής δουλείας στο
κοινό ακίνητο ακόμη και αν ο κύριος του δεσπόζοντος είναι συγκύριος του δουλεύοντος (ΑΚ
1114). 4. Αρχή της ωφέλειας: Ο φορέας της δουλείας αντλεί κάποια ωφέλεια από το
βαρυνόμενο πράγμα (ΑΚ 1118, 1183, 1188). 5. Ο κύριος του δουλεύοντος πράγματος
υποχρεούται μόνο σε παράλειψη ή ανοχή και όχι σε επιχείρηση πράξης. 6. Δεν είναι δυνατή η
σύσταση δουλείας πάνω σε άλλη δουλεία.
31
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ
32
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
την απαγόρευση του κυρίου του δεσπόζοντος προς τον κύριο του δουλεύοντος ορισμένης
πράξης που αποτελεί και το περιεχόμενο της δουλείας (ΑΚ 1123 – ΑΠ 1240/2013). Αν κατά
τη διαδρομή του χρόνου χρησικτησίας, ο κύριος του δεσπόζοντος γίνει και κύριος του
δουλεύοντος, οπότε και γίνεται λόγος για σύγχυση, δεν νοείται άσκηση εκ μέρους εκείνου
νομής πάνω στο δεσπόζον με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας και γι’ αυτό η
χρησικτησία διακόπτεται. Τέτοια διακοπή, ωστόσο, δεν επέρχεται αν στον κύριο του
δεσπόζοντος περιέρχεται μόνο η ψιλή κυριότητα του δουλεύοντος, ενώ η επικαρπία του
δεύτερου τούτου ακινήτου παραμένει σε άλλον, διότι στην περίπτωση αυτή οι χρησιμότητες
που αποτελούν αντικείμενο της πραγματικής δουλείας δεν περιέχονται στο δικαίωμα της
ψιλής κυριότητας, παρά περιέχονται στο δικαίωμα της επικαρπίας (ΑΠ 1444/1999).
Διαίρεση του δεσπόζοντος (ΑΚ 1130): Μετά τη διαίρεση του δεσπόζοντος, η δουλεία
εξακολουθεί να υπάρχει στο ακέραιο για κάθε τμήμα που προέκυψε μετά τη διαίρεση. Ο
κύριος του δουλεύοντος έχει την ίδια υποχρέωση ανοχής ή παράλειψης προς τους κυρίους
των τμημάτων που προέκυψαν.
Διαίρεση του δουλεύοντος (ΑΚ 1131): Μετά τη διαίρεση του δουλεύοντος, η δουλεία
εξακολουθεί να υπάρχει και να βαρύνει στο ακέραιο κάθε ακίνητο που προέκυψε από τη
διαίρεση του δουλεύοντος.
33
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγράφεται (ΑΚ 1134 εδ. α).
Σε περίπτωση που τρίτος έχει πάνω στο δεσπόζον περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, η
συναίνεση του τελευταίου αποτελεί όρο του ενεργού της παραίτησης (ΑΚ 1134 εδ. β). Η
παραίτηση μπορεί να γίνει και με διαθήκη οποιουδήποτε τύπου, οπότε η παραίτηση έχει τον
χαρακτήρα κληροδοσίας ελευθέρωσης υπέρ του κυρίου του δουλεύοντος ακινήτου. Η
παραίτηση από την κυριότητα του δεσπόζοντος ισοδυναμεί με σιωπηρή παραίτηση και από
την πραγματική δουλεία. 2. Ολική ή μερική καταστροφή του δεσπόζοντος ή του δουλεύοντος
(ΑΚ 1135). 3. Αδυναμία άσκησης της δουλείας για λόγους πραγματικούς ή νομικούς (ΑΚ
1136). Τέτοια αδυναμία υπάρχει όταν παύει η από το δουλεύον ακίνητο παροχή ωφέλειας ή
χρησιμότητας υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όταν
εκλείπει η εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος, κατ’ αρχήν έτσι όπως η εν λόγω
ανάγκη έχει αποτελέσει στοιχείο του περιεχομένου της δουλείας κατά τη σύστασή της. Η
έκλειψη της ως άνω ανάγκης επέρχεται εξαιτίας αυτάρκειας του δεσπόζοντος ή, κατ’ άλλη
έκφραση, όταν η άσκηση της δουλείας καθίσταται περιττή και μάταιη. Η συνδρομή όμως
περίστασης κατά την οποία το δεσπόζον έχει καταστεί αυτάρκες σε μεγάλο βαθμό σε
συνδυασμό με συνδρομή και άλλων περιστατικών μπορεί να οδηγεί στο να υπερβαίνει
προφανώς η άσκηση του δικαιώματος της δουλείας οδού τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή οι κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να είναι
αυτή η άσκηση, ως καταχρηστική, απαγορευμένη. Τέτοια περίσταση μπορεί να συντρέχει και
όταν ο ιδιοκτήτης μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη επικοινωνίας του ακινήτου του με
κοινόχρηστο χώρο μέσω γειτονικού ακινήτου, του οποίου είναι κύριος, και έχει πρόσωπο π.χ.
σε δημοτική οδό, εφόσον όμως η δίοδος που θα αποκτήσει από την τελευταία εξυπηρετεί
κατά τον ίδιο τρόπο και το ίδιο μέτρο που εξυπηρετεί το δεσπόζον ακίνητο η δίοδος, επί της
οποίας ασκείται η ήδη υπάρχουσα δουλεία (ΑΠ 603/2021, ΑΠ 587/2021, ΑΠ 431/2017). 4.
Σύγχυση (ΑΚ 1137), όπου ο κύριος του δεσπόζοντος απέκτησε την κυριότητα του
δουλεύοντος ή αντίστροφα. 5. Εικοσαετής αχρησία (ΑΚ 1138). Η αχρησία είναι η
αντίστροφη όψη της χρησικτησίας. Αχρησία δεν σημαίνει απώλεια της νομής. Η μη
χρησιμοποίηση μπορεί να οφείλεται και σε λόγους ανωτέρας βίας.
34
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ
ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ
Έννοια: Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει στον φορέα του την εξουσία για
πλήρη χρήση και κάρπωση ξένου πράγματος, χωρίς να θίγεται ή ουσία του, ή δικαιώματος
(ΑΚ 1142). Είναι πλήρης προσωπική δουλεία, διότι παρέχει όλες τις ωφέλειες από το πράγμα
και όχι κάποια ορισμένη. Η επικαρπία είναι δικαίωμα διαιρετό (ΑΚ 1144), κατ’ αρχήν
αμεταβίβαστο και ακληρονόμητο (ΑΚ 1166, 1167). H καθολικότητα των εξουσιών χρήσης
και κάρπωσης του πράγματος, ως στοιχείο της έννοιας της επικαρπίας, δεν αναιρείται, αν με
τη συστατική πράξη έχουν εξαιρεθεί υπέρ του κυρίου ή τρίτου ορισμένες εξουσίες πάνω σε
ορισμένα επιμέρους ωφελήματα, οπότε γίνεται λόγος για περιτετμημένη επικαρπία,
καθόσον και στην περίπτωση αυτή, η επικαρπία τείνει αφηρημένα στο σύνολο των ωφελειών,
από τα οποία, όμως, έχουν εξαιρεθεί ορισμένα υπέρ άλλου προσώπου. Και δεν αναιρεί η εν
λόγω εξαίρεση την έννοια της καθολικότητας, με περαιτέρω συνέπεια να μην αποκλείεται,
παρά την εξαίρεση αυτή, ο χαρακτηρισμός του φορέα των υπόλοιπων εξουσιών ως
επικαρπωτή, διότι το στοιχείο της καθολικότητας εισάγεται με τις διατάξεις της ΑΚ 1142 ως
αφηρημένο και όχι ως συγκεκριμένο περιεχόμενο του δικαιώματος της επικαρπίας,
προϋπόθεση η οποία αναιρείται, όταν περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού είναι η
παραχώρηση εξουσιών πάνω σε ορισμένα επιμέρους ωφελήματα που προσδιορίζονται θετικά
και όχι και όταν αφαιρούνται ορισμένες εξουσίες που προσδιορίζονται αρνητικά (ΑΠ
1028/2014).
Περιεχόμενο της επικαρπίας: Υποχρέωση διατήρησης ακέραιης της ουσίας του πράγματος
και διατήρησης του οικονομικού σκοπού του (ΑΚ 1142, 1148). Δικαίωμα χρήσης και
άντλησης ωφελημάτων. Ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα οιονεί νομής (ΑΚ 1147, βλ. και ΑΚ
1095). Μεταξύ του κυρίου και του επικαρπωτή δημιουργείται ενοχικός δεσμός (βλ. ΑΚ 1142,
1148, 1150, 1152-1156 κ.λπ.). Ο κύριος εξακολουθεί να έχει ελευθερία διάθεσης της
κυριότητας (λ.χ. μεταβίβαση ή εγγραφή υποθήκης). Ομοίως και ο επικαρπωτής μπορεί να
εγγράψει υποθήκη επί της επικαρπίας του για όσο χρόνο αυτή διαρκεί (ΑΚ 1259).
35
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Μεταβίβαση της επικαρπίας (ΑΚ 1166): Η επικαρπία είναι κατ’ αρχήν αμεταβίβαστη.
Ωστόσο, μπορεί, είτε κατά τη σύστασή της είτε με μεταγενέστερη συμφωνία να οριστεί
μεταβιβαστή. Η μεταβίβαση της επικαρπίας δεν είναι απεριόριστη, δηλαδή δεν επιτρέπονται
διαδοχικές μεταβιβάσεις, αλλά επιτρέπεται να γίνει μία μόνο φορά. Και τούτο, προκειμένου
να αποφευχθεί η πολυδιάσπαση της κυριότητας (ΑΠ 45/2019, ΑΠ 1374/2014). Η
ανεπίτρεπτη μεταβίβαση της επικαρπίας είναι απόλυτα άκυρη. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η
μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας (ΑΚ 1166 εδ. β). Εδώ, η παραχώρηση της άσκησης
έχει ενοχική μόνο ενέργεια και η σχετική σύμβαση μπορεί να έχει ως αιτία την πώληση,
μίσθωση, χρησιδάνειο. Ενόψει του ότι η μεταβίβαση της άσκησης αποτελεί ενοχική
δικαιοπραξία, δεν απαιτείται κατά νόμο τύπος και μεταγραφή επί ακινήτου, φορέας δε του
εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας παραμένει ο επικαρπωτής. Έτσι, ο μεν
επικαρπωτής, ως οιονεί νομέας, μπορεί να ασκήσει κατά τρίτων καθώς και κατά του ίδιου
του κυρίου τις αγωγές προστασίας της οιονεί νομής (αποβολής ή διατάραξης της νομής),
καθώς και την αυτοδύναμη προστασία της νομής, ο δε λήπτης, εκτός του δικαιώματος της
άσκησης της ενοχικής προστασίας κατά του επικαρπωτή, έχει ως οιονεί κάτοχος και τις
αγωγές της νομής, αλλά μόνο κατά τρίτων και όχι και κατά του επικαρπωτή (ΑΚ 997). Η
παραχώρηση της χρήσης επιτρέπεται για όσο διάστημα διαρκεί η επικαρπία, δηλαδή είτε
μέχρι την πλήρωση της διαλυτικής προθεσμίας που έχει τεθεί είτε με τον θάνατο του
επικαρπωτή.
Κατάσχεση επικαρπίας (ΚΠολΔ 953 παρ. 2 εδ. β και 992 παρ. 1, βλ. και ΑΚ 1259).
Προστασία της επικαρπίας (ΑΚ 1173): Ανάλογη εφαρμογή των ΑΚ 1094 και 1108.
36
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
δικαιοπραξία που περιέχει απευθυντέα προς τον κύριο δήλωση. Αν αφορά σε ακίνητο
απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή. Πάντως, η κοινοποίηση στον κύριο
δεν απαιτείται, αν αντικείμενο της επικαρπίας αποτελεί ακίνητο και η δικαιοπραξία
παραίτησης έχει μεταγραφεί. Αποδέκτης της δήλωσης παραίτησης είναι ο κύριος, αλλά
μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως το πλάσμα της ΑΚ 1161 εδ. β. Ως προς το αν είναι
επιτρεπτή η παραίτηση από επικαρπία που βαρύνεται με υποθήκη, ορθότερη είναι η γνώμη
που δέχεται ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1134 εδ. β, ώστε να απαιτείται η συναίνεση του
ενυπόθηκου δανειστή. 4. Λόγοι απόσβεσης των πραγματικών δουλειών (ΑΚ 1170).
ΟΙΚΗΣΗ
Έννοια: Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει στον φορέα του εξουσία για
χρήση ως κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμά της κατ’ αποκλεισμό του κυρίου (ΑΚ 1183).
Δικαιούχος μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο. Ο κύριος δεν επιτρέπεται να κάνει χρήση
της οικοδομής ή του διαμερίσματος. Αντίθετη συμφωνία δεν οδηγεί σε σύσταση οίκησης,
αλλά σε περιορισμένη προσωπική δουλεία συνοίκησης (ΑΠ 868/2005). Η οίκηση είναι
αυστηρά αμεταβίβαστη και ακληρονόμητη (ΑΚ 1185). Κατά κρατούσα γνώμη είναι
δικαίωμα αδιαίρετο. Ο φορέας της οίκησης έχει δικαίωμα να κατοικεί με την οικογένειά του
(ΑΚ 1184). Στην οίκηση εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την επικαρπία (ΑΚ 1187).
Επομένως, συνιστάται όπως ακριβώς και η επικαρπία (ΑΚ 1143). Η οίκηση διαφέρει ως προς
το χρησιδάνειο, διότι παρέχει άμεση και απόλυτη εξουσία επί του πράγματος, ενώ
απαγορεύεται και η παραχώρησή της σε τρίτον (ΑΠ 764/2016).
Έννοια: Περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ξένο ακίνητο που παρέχουν κάποια
εξουσία ή χρησιμότητα υπέρ ορισμένου προσώπου και μπορούν να συνίστανται σε οτιδήποτε
αποτελεί περιεχόμενο πραγματικής δουλείας (ΑΚ 1188). Σε αυτές εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις για τις πραγματικές δουλείες (ΑΚ 1191), εκτός από αυτές που αναφέρονται σε
δεσπόζον ακίνητο, διότι στο πεδίο των περιορισμένων προσωπικών δουλειών υπάρχει μόνο
δουλεύον ακίνητο. Η έκταση της δουλείας προσδιορίζεται από τις προσωπικές ανάγκες του
δικαιούχου (ΑΚ 1189). Είναι αμεταβίβαστες και ακληρονόμητες, εκτός αν συμφωνήθηκε
άλλως (ΑΚ 1190). Δικαιούχος των περιορισμένων προσωπικών δουλειών μπορεί να είναι και
νομικό πρόσωπο.
37
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Αρχές που διέπουν την εμπράγματη ασφάλεια: 1. Η αρχή ουδενί δουλεύει το ίδιον (ΑΚ
1209, 1257). 2. Η αρχή του παρεπομένου που σημαίνει ότι το ενέχυρο και η υποθήκη
προϋποθέτουν μια ασφαλιζόμενη απαίτηση (ΑΚ 1210, 1258). 3. Η αρχή του αδιαιρέτου (ΑΚ
1231, 1281). Η αρχή του αδιαιρέτου σημαίνει:
α) ότι μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, το ενέχυρο και η
υποθήκη, εξακολουθούν να βαρύνουν ολόκληρο το πράγμα. Επομένως, αν η απαίτηση
αποσβεσθεί μερικά, το ενέχυρο και η υποθήκη δεν περιορίζονται σε μέρος του πράγματος,
αλλά το βαρύνουν ολόκληρο ασφαλίζοντας το μέρος της απαίτησης που απομένει. Τούτο
ισχύει, ακόμη και όταν, επί εγγραφής υποθήκης που έγινε για μικρότερο ποσό της
ασφαλιζόμενης απαίτησης, καταβληθεί το ποσό αυτό, δεν αποσβήνεται η υποθήκη με την
εξαίρεση της ΑΚ 1294 (ΑΠ 16/2016).
β) Αν το ενυπόθηκο ακίνητο διαιρεθεί σε περισσότερα αυτοτελή μέρη, καθένα από αυτά είναι
υπέγγυο για ολόκληρη την ασφαλιζόμενη απαίτηση, που σημαίνει ότι πλέον υπάρχουν τόσες
υποθήκες όσα και τα διαιρετά μέρη, οι οποίες ασφαλίζουν ολόκληρη την απαίτηση,
γ) Αν η ασφαλιζόμενη απαίτηση διαιρεθεί σε περισσότερες απαιτήσεις (λ.χ. εξαιτίας
κληρονομικής διαδοχής), η υποθήκη ασφαλίζει όλες τις επιμέρους απαιτήσεις,
δ) Επί πολλαπλής υποθήκης ή ενεχύρου (ΑΚ 1231 εδ. β, 1270), δηλαδή αν το ενέχυρο ή η
υποθήκη παραχωρήθηκαν σε περισσότερα πράγματα (κινητά ή ακίνητα αντίστοιχα), κάθε
πράγμα είναι υπέγγυο για ολόκληρη την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Έτσι, αν αυτή αποσβεσθεί
μερικά, εξακολουθούν όλα τα πράγματα να παραμένουν υπέγγυα (ΑΠ 16/2016).
ΕΝΕΧΥΡΟ
Είδη ενεχύρου: 1. Κοινό ενέχυρο πράγματος με συμφωνία και παράδοση της οιονεί νομής
στον ενεχυρούχο δανειστή. 2. Πλασματικό ενέχυρο με μόνη τη συμφωνία χωρίς παράδοση
της οιονεί νομής (ΑΚ 1214 και ειδικοί αστικοί νόμοι, όπως ο ν. 2844/2000, όπου απαιτείται ο
δανειστής και ο οφειλέτης να είναι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και η ασφάλεια παρέχεται
για τις ανάγκες της επιχείρησης ή του επαγγέλματος του οφειλέτη). 3. Νόμιμο ενέχυρο χωρίς
συμφωνία (λ.χ. ΑΚ 604, 626, 695, 838), όπου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για το
κοινό ενέχυρο (ΑΚ 1246).
38
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
Σύσταση ενεχύρου (ΑΚ 1211): 1. Συμφωνία μεταξύ κυρίου και δανειστή. Αν δεν υπάρχει
ασφαλιζόμενη απαίτηση, είναι άκυρη η συμφωνία (αιτιώδης δικαιοπραξία). Είναι δυνατή η
σύσταση ενεχύρου και σε ιδανικό μέρος (ΑΚ 1216). 2. Κυριότητα ενεχυραστή. Ο κύριος
μπορεί να μην είναι ο οφειλέτης, αλλά τρίτος. Δυνατή η σύσταση ενεχύρου από μη κύριο
(ΑΚ 1215, ΑΚ 1036). 4. Τύπος, ο οποίος πρέπει να είναι συμβολαιογραφικός, αλλά αρκεί και
έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Στον τύπο πρέπει να προσδιορίζεται η ασφαλιζόμενη
απαίτηση. 5. Παράδοση της οιονεί νομής του πράγματος με οποιονδήποτε τρόπο εκτός από
αντιφώνηση (ΑΚ 1213). Η παράδοση μπορεί να γίνει είτε στον ενεχυρούχο δανειστή είτε σε
τρίτον (έκταξη), ο οποίος καλείται ενεχυροφύλακας ο οποίος ασκεί οιονεί κατοχή (ΑΚ 1212).
39
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
θέση του ενεχυρούχου δανειστή (ΑΚ 1234 εδ. β). Αν η απαίτηση ικανοποιήθηκε μερικά και ο
ενεχυραστής ήταν προσωπικός οφειλέτης, η απαίτηση αποσβήνεται μερικά και διατηρείται
κατά ένα μέρος της ως ανέγγυος. Αν ο ενεχυραστής ήταν τρίτος και η απαίτηση αποσβέστηκε
μερικά, κατά το μέρος που αποσβέστηκε περιέρχεται στον τρίτο (ΑΚ 1234 εδ. β), ενώ κατά
το μέρος που διατηρείται ως ανέγγυος στο πρόσωπο του δανειστή.
Απόσβεση του ενεχύρου (ΑΚ 1240 εδ. α, 1243): Γενικοί λόγοι απόσβεσης: 1.
Ρευστοποίηση. 2. Ολική ή μερική καταστροφή του πράγματος. Ειδικοί λόγοι απόσβεσης: 1.
Απόσβεση της ασφαλιζόμενης απαίτησης με οποιονδήποτε τρόπο ή και παραγραφή της
ασφαλιζόμενης απαίτησης κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1320 περί υποθήκης. 2. Εκούσια
απόδοση της οιονεί κατοχής του πράγματος η οποία δεν συνοδεύεται με σκοπό απόσβεσης. 3.
Παραίτηση που επιχειρείται με μονομερή και άτυπη δικαιοπραξία παραίτησης που περιέχει
απευθυντέα στον ενεχυραστή ή στον κύριο δήλωση. 4. Σύγχυση, όταν ο ενεχυρούχος
δανειστής αποκτήσει την κυριότητα του ενεχύρου ή όταν ο κύριος του πράγματος αποκτήσει
την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Συνέπειες της απόσβεσης είναι η κατάργηση του ενεχύρου και
η υποχρέωση του ενεχυρούχου δανειστή για απόδοση της κατοχής του πράγματος (ΑΚ 1232)
στον κύριο κατά τον χρόνο της απόσβεσης. Δυνατή η ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1161 εδ. β.
Ενέχυρο σε δικαίωμα (ΑΚ 1247): Πρόκειται για ενέχυρο όπου ο ενεχυρούχος δανειστής
ικανοποιείται προνομιακά από ορισμένες εξουσίες του δικαιώματος, όπως λ.χ. δυνατότητα
χρησιμοποίησης, εκποίησης ή, αν το δικαίωμα είναι απαίτηση, είσπραξη. Το δικαίωμα πρέπει
να είναι μεταβιβαστό. Η σύσταση του ενεχύρου επί δικαιώματος γίνεται όπως η μεταβίβαση
του δικαιώματος, δηλαδή, αν πρόκειται για απαίτηση, με εκχώρηση (ΑΚ 1247 εδ. β, ΑΚ
455) και απαιτείται συμβολαιογραφικός τύπος ή έγγραφο βέβαιης χρονολογίας.
Ενέχυρο απαίτησης (ΑΚ 1248 επ.): Για τη σύσταση του ενεχύρου επί απαίτησης, απαιτείται
γνωστοποίηση της ενεχύρασης στον οφειλέτη της ενεχυραζόμενης απαίτησης (AK 1248, ΑΠ
1029/2010). Δεν μπορεί να συσταθεί ενέχυρο σε ακατάσχετες και ανεκχώρητες απαιτήσεις.
Πριν τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους: Εξουσία είσπραξης της ενεχυραζόμενης μη
χρηματικής απαίτησης έχει ο ενεχυρούχος δανειστής και ο όχι ο φορέας της, οπότε
μετατρέπεται σε ενέχυρο πράγματος (ΑΚ 1252). Αν πρόκειται για χρηματική απαίτηση, στην
είσπραξη προβαίνουν από κοινού ο ενεχυρούχος δανειστής και ο ενεχυραστής, οπότε και
μπορεί να τοποθετηθεί εντόκως (ΑΚ 1253). Μετά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους:
Εξουσία είσπραξης μη χρηματικής απαίτησης έχει μόνον ο ενεχυρούχος δανειστής, οπότε και
μετατρέπεται σε ενέχυρο πράγματος (ΑΚ 1254 εδ. α). Αν είναι χρηματική, ο ενεχυρούχος
δανειστής έχει εξουσία είσπραξης μέχρι το ποσό που ικανοποιεί την ασφαλιζόμενη απαίτησή
του (ΑΚ 1254 εδ. β).
Ενεχύραση απαίτησης κατά το ν.δ. 17-7/13-8-1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί
Ανωνύμων Εταιρειών» (άρθρα 35-36, 39, 44): Η ενεχύραση απαίτησης συνεπάγεται όχι
απλή επιβάρυνση αυτής, όπως η συνήθης ενεχυρίαση απαίτησης, αλλά την εκ του νόμου
εκχώρησή της προς τον ενεχυρούχο πιστωτή (τράπεζα), ο οποίος γίνεται πραγματικός και
μοναδικός δικαιούχος της απαίτησης, δικαιούμενος, ως εκ τούτου, να την εισπράξει. Η
εκχώρηση συντελείται όταν αντίγραφο της σύμβασης ενεχύρασης επιδίδεται στον τρίτο
(οφειλέτη), μετά δε την αναγγελία αυτή αποκόπτεται κάθε δεσμός του τρίτου (οφειλέτη) με
τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο
στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας είναι πλέον ο εκδοχέας (ΑΠ 1028/2018,
ΑΠ 1447/2018, ΑΠ 1564/2017), συνήθως τράπεζα, η οποία θεωρείται όχι οιονεί νομέας,
40
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
αλλά νομέας αυτής της απαίτησης, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον και, συνεπώς,
η τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την
εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο, αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή
(ΑΠ 1616/2018, ΑΠ 422/2018, ΑΠ 1168/2015). Επομένως, μετά την αναγγελία, ο οφειλέτης
δεν δικαιούται πλέον να καταβάλει την απαίτηση ούτε στον αρχικό δανειστή (εκχωρητή),
ούτε σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έλκουν δικαιώματα από έννομη σχέση με τον εν λόγω
δανειστή, αλλά οφείλει να καταβάλει το ποσό της απαίτησης μόνον στον εκδοχέα (ΑΠ
14/2020).
41
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
ΥΠΟΘΗΚΗ
Σύσταση της υποθήκης: Τίτλος και εγγραφή στα βιβλία υποθηκών (ΑΚ 1260)
Τίτλος: Τίτλος είναι ο νομικός λόγος που χορηγεί στον δανειστή το δικαίωμα εγγραφής
υποθήκης. Είδη τίτλου που αναφέρονται περιοριστικά στην ΑΚ 1261 είναι ο νόμος, η
δικαστική απόφαση και η ιδιωτική βούληση.
Νόμιμος τίτλος: Οι περιπτώσεις νόμιμου τίτλου αναφέρονται περιοριστικά στην ΑΚ 1262.
Σημαντικοί νόμιμοι τίτλοι αναγνωρίζονται στο Δημόσιο στα ακίνητα οφειλετών του από
καθυστερούμενους φόρους οποιασδήποτε φύσης (λ.χ. έκτακτες εισφορές), σε όσους τελούν
υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία στα ακίνητα των γονέων ή του επιτρόπου για την περιουσία
τους που αυτοί διαχειρίζονται, στον σύζυγο για την απαίτησή του από την επαύξηση της
περιουσίας του άλλου συζύγου κατ’ ΑΚ 1400, στους κληροδόχους στα ακίνητα της
κληρονομίας για τις απαιτήσεις τους.
Δικαστικός τίτλος (ΑΚ 1263): Οι τελεσίδικες καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις που
επιδικάζουν χρηματική απαίτηση, καθώς και διαιτητικές αποφάσεις οι αλλοδαπές εκτελεστές
δικαστικές αποφάσεις ανεξάρτητα από το αν έχουν τελεσιδικήσει. Δικαστικό τίτλο αποτελεί
και η διαταγή πληρωμής, αν δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα ανακοπή ή αυτή απορρίφθηκε
τελεσίδικα (ΟλΑΠ 6/1996).
Ιδιωτική βούληση (ΑΚ 1265-1266): Με μονομερή δικαιοπραξία του οφειλέτη ή τρίτου
κυρίου υπέρ του δανειστή που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο πρέπει
να προσδιορίζεται το ακίνητο που επιβαρύνεται. Η σχετική δήλωση βούλησης είναι μη
απευθυντέα. Αυτός που παραχωρεί την υποθήκη πρέπει να είναι κύριος, αλλιώς η εγγραφή
είναι άκυρη (ΑΚ 1271). Επίσης, αν δεν είναι κύριος και το γνωρίζει ή αποσιωπά άλλα βάρη
του πράγματος, οφείλει να εξοφλήσει αμέσως το χρέος, αν δεν μπορεί να παραχωρήσει
άμεσα άλλη υποθήκη (ΑΚ 1267).
Εγγραφή: Καταχώριση της υποθήκης στο βιβλίο υποθηκών ή στο οικείο κτηματολογικό
φύλλο του ακινήτου. Αποτελεί όρο του ενεργού, που σημαίνει ότι η υποθήκη υπάρχει από τον
χρόνο της εγγραφής (ΑΚ 1268). Δεν μπορεί να συμφωνηθεί ότι ανατρέχει σε προγενέστερο
χρόνο. Σε περίπτωση έλλειψης κυριότητας εκείνου που παραχώρησε, η εγγραφή δεν
ισχυροποιείται με μεταγενέστερη έγκριση ή επίκτηση (ΑΚ 1271). Για την εγγραφή θα πρέπει
να προσδιορίζεται συγκεκριμένη χρηματική ποσότητα, έστω και κατά προσέγγιση (ΑΚ 1269
εδ. α-β).
42
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
απέκτησε μεταγενέστερα (ΑΠ 29/2016) Προϋποτίθεται ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της
σχετικής αγωγής τα περισσότερα ακίνητα ανήκουν στον ίδιο οφειλέτη και δεν έχουν
μεταβιβαστεί. Η ΑΚ 1270 δεν εφαρμόζεται αν ευθύνονται για το ίδιο χρέος παράλληλα
περισσότερα πρόσωπα.
43
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
πλαίσια της ΑΚ 1289, η υποθήκη ασφαλίζει όλους τους τόκους του προβλεπομένου στην
διάταξη αυτή χρονικού διαστήματος. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ασφάλιση των
τόκων έχει ρητώς συμφωνηθεί και εγγραφεί πέραν και επί πλέον της ορισμένης χρηματικής
ποσότητος για την οποία εγγράφεται η υποθήκη, και γ) αν συμφωνηθεί η παραχώρηση
υποθήκης για ορισμένο ποσό χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, αυτό έχει την έννοια ότι το ποσό
αυτό θεωρείται ως ανώτατο όριο, δηλαδή περιλαμβάνει κεφάλαιο, τόκους και έξοδα εν γένει
και συνεπώς δεν επιτρέπεται να εγγραφεί υποθήκη για μεγαλύτερο ποσό. Σε μια τέτοια
περίπτωση, δεν έχει εφαρμογή η ενδοτική διάταξη της ΑΚ 1289, εφόσον είναι καθορισμένο
εν συνόλω το ποσό (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι του οποίου με την εγγραφή
επιβαρύνεται το ακίνητο (ΑΠ 1810/2017, ΑΠ 345/2016, ΑΠ 1218/2007).
Τάξη υποθηκών (ΑΚ 1272, 1300-1301): Υποθηκική τάξη από τυπική άποψη είναι
χρονολογική σειρά εγγραφής της υποθήκης. Από ουσιαστική άποψη είναι η ιδιότητα του
εμπράγματου δικαιώματος της υποθήκης, σύμφωνα με την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής
προηγείται ή έπεται των άλλων ενυπόθηκων δανειστών ανάλογα με το αν η εγγραφή της
υποθήκης του προηγείται ή έπεται χρονικά των εγγραφών άλλων ενυπόθηκων δανειστών, με
αποτέλεσμα να καθορίζεται αντίστοιχα και η σειρά της προνομιακής ικανοποίησης. Είναι
δυνατή η εναλλαγή διαδοχικών υποθηκικών τάξεων με συμφωνία των ενυπόθηκων
δανειστών διαφορετικών τάξεων με συμβολαιογραφική πράξη (α.ν. 612/1968).
Η εγγραφή υποθήκης ορισμένης τάξης δεν στερεί τον οφειλέτη από το να παραχωρήσει και
άλλη υποθήκη. Πάντως, αν η υποθήκη στηρίζεται στην ιδιωτική βούληση μπορεί να
προβλεφθεί απαγόρευση παραχώρησης άλλης υποθήκης. Επομένως, αν η σχετική συμφωνία
περιβληθεί τον συμβαιολογραφικό τύπο και εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών, η τυχόν
παραχώρηση άλλης υποθήκης είναι άκυρη (ΑΚ 1290).
44
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
τρίτο κύριο, με το να μην του δώσει ευκαιρία εκούσιας πληρωμής του ενυπόθηκου χρέους
(ΜονΠρωτΘεσ 9213/2020). Η υποχρέωση του τρίτου κυρίου εκτείνεται προφανώς μέχρι την
αξία του ενυπόθηκου κτήματος και μόνο μ’ αυτό, εφόσον αυτός δεν ενέχεται προσωπικά με
την υπόλοιπη περιουσία του (ΑΚ 1296 ΑΚ). Η υποθηκική αγωγή μπορεί να ασκηθεί και όταν
την αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσει τρίτος, οπότε τότε η υποθηκική αγωγή λαμβάνει τη
μορφή αναγγελίας (βλ. και ΚΠολΔ 995 παρ. 3, 972).
Αντίθετα, αν ο ενυπόθηκος δανειστής επιλέξει την ενοχική, τότε θα καταταγεί ως απλός
εγχειρόγραφος δανειστής. Η διάκριση μεταξύ ενοχικής και εμπράγματης αγωγής
νοηματοδοτείται στην περίπτωση όπου ο υποθηκικός οφειλέτης είναι τρίτος κύριος, δηλαδή
δεν είναι ο προσωπικός οφειλέτης της απαίτησης. Ο τρίτος κύριος μπορεί, όμως, να
εξοφλήσει το ενυπόθηκο χρέος στην έκταση που ασφαλίζεται με την υποθήκη (ΑΚ 1294). Αν
τελικά κατέβαλε το χρέος, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή (ΑΚ
1298). Δεν θεωρείται τρίτος κύριος ο εγγυητής που παραχώρησε υποθήκη προς εξασφάλιση
του χρέους που δημιουργείται με την εγγύηση. Στον τρίτο κύριο επιδίδεται υποχρεωτικά
επιταγή προς εκτέλεση (ΑΚ 1295) και ακολουθείται η διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης. Η κατάσχεση μπορεί να γίνει είτε κατά του προσωπικού οφειλέτη είτε κατά του
τρίτου κυρίου (ΚΠολΔ 993 παρ. 1 εδ. β).
45
Γεώργιος-Αλέξανδρος Γεωργιάδης
ΔΝ, Δικηγόρος,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, LL.M. München,
Επισκέπτης Λέκτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου NEAPOLIS Πάφου
46