You are on page 1of 13

ΙΙΙ.

Οι περιορισμοί των θεμελιωδών


δικαιωμάτων

1. Η έννοια του περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ούτε γενικά ούτε απόλυτα την


ανθρώπινη ελευθερία. Αυτή η σχετικότητα της συνταγματικής
προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων εμφανίζεται με δύο
μορφές:
- Το Σύνταγμα καθορίζει το πεδίο προστασίας των θεμελιωδών
δικαιωμάτων:
Π.χ: το άρθρο 11 του Συντάγματός μας δεν κατοχυρώνει
οποιαδήποτε συνάθροιση αλλά μόνον την «ήσυχη και χωρίς
όπλα»,
- Το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα περιορισμού των
θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει, δηλαδή ενός
ορίου στην άσκησή τους.
Περιορισμός του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεί κάθε
πολιτειακή πράξη η οποία, για τον φορέα ενός δικαιώματος,
απαγορεύει, ακυρώνει, καθιστά αδύνατη, εμποδίζει, δυσχεραίνει,
μειώνει την πραγμάτωση αυτού του δικαιώματος όπως καθορίζεται
συνταγματικά με το πεδίο προστασίας.

Κάθε περιορισμός πρέπει να ερείδεται στο Σύνταγμα: άρθρο


25 παρ.1 του Συντάγματός μας: «οι κάθε είδους περιορισμοί που
μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά
πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ ευθείας από το Σύνταγμα είτε από
το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού»
Η σχέση πεδίου προστασίας και περιορισμού είναι σχέση
κανόνα προς εξαίρεση. Το Σύνταγμα μπορεί να επιτρέπει ή να
επιτάσσει τον περιορισμό των δικαιωμάτων, όμως βασική αρχή του
φιλελεύθερου πολιτεύματος είναι πως «ό,τι δεν απαγορεύεται από
τον νόμο επιτρέπεται» (in dubio pro libertate).
Αυτό σημαίνει :
- Πρώτον, ότι κάθε περιορισμός δικαιώματος πρέπει να
ερμηνεύεται στενά
- Δεύτερον, ότι η δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων
δεν είναι απεριόριστη αλλά υπόκειται εκ του Συντάγματος
σε επιτακτικές προϋποθέσεις (=οι περιορισμοί των
περιορισμών).

2. Λόγοι περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά


το Σύνταγμα
Για την πρώτη γενιά των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το θεμέλιο
του περιορισμού είναι ο ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός:
σκοπός των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι η εξυπηρέτηση του
ιδιωτικού συμφέροντος του ατόμου. Επομένως, μόνη αποδεκτή
αιτία περιορισμού είναι η διασφάλιση της ταυτόχρονης άσκησης των
ατομικών δικαιωμάτων από όλα τα άτομα, δηλαδή η τήρηση της
δημόσιας τάξης και ασφάλειας (κράτος-χωροφύλακας ή κράτος-
νυχτοφύλακα),
Με τη δεύτερη γενιά των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον
κοινωνικό προσανατολισμό της εξουσίας, το κράτος γίνεται
παρεμβατικό (κοινωνικό κράτος δικαίου). Έτσι, περιορισμός των
θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να αποσκοπεί στην εξομάλυνση
των κοινωνικών συγκρούσεων και στην οικονομική ανάπτυξη του
κράτους με στόχο την προστασία του κοινωνικού συνόλου και όχι
μόνον του ατόμου.
Σήμερα, στο πλαίσιο της κοινωνίας της διακινδύνευσης και
του κράτους πρόληψης, οι περιορισμοί των θεμελιωδών
δικαιωμάτων υπηρετούν έναν ακόμη στόχο: την ανάγκη όχι μόνον
διαχείρισης αλλά και πρόληψης πολλαπλών κρίσεων και κινδύνων.

Εν τέλει, οι συνταγματικοί σκοποί περιορισμού των


θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να συστηματοποιηθούν κατά
βάση σε δύο κατηγορίες:
- Οι περιορισμοί που στοχεύουν στην προστασία του
ατόμου. Εδώ οι περιορισμοί επιβάλλονται για την
προστασία των ιδιωτικών στενά συμφερόντων του
ατόμου, είτε πρόκειται για την προστασία των
δικαιωμάτων ενός άλλου ατόμου (π.χ., η προστασία της
ιδιωτικής ζωής του ενοικιαστή μπορεί να επιφέρει
περιορισμούς στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του ιδιοκτήτη),
είτε πρόκειται για την προστασία άλλων δικαιωμάτων
του ίδιου ατόμου (όπως, π.χ., η υποχρεωτική χρήση της
ζώνης ασφαλείας στο αυτοκίνητο αποτελεί περιορισμό
στην ελευθερία των επιβατών), είτε ακόμη επιβάλλονται
για την αυτοπροστασία ειδικών κατηγοριών ατόμων,
όπως οι ανήλικοι, ή οι πνευματικά ανάπηροι (για τους
οποίους, π.χ., η άσκηση της επιχειρηματικής ελευθερίας
ή το δικαίωμα ίδρυσης οικογένειας υπόκεινται σε
περιορισμούς).
- Οι περιορισμοί που στοχεύουν στην προστασία του
κοινωνικού συνόλου. Εδώ οι περιορισμοί
επιβάλλονται είτε για την προστασία του κράτους, τη
διασφάλιση της έννομης τάξης, της δημόσιας ασφάλειας
ή της εθνικής άμυνας, είτε, ευρύτερα, για την
εξομάλυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, την
οικονομική ανάπτυξη, την εξασφάλιση της εργασίας και
της κοινωνικής ασφάλισης, την προστασία της υγείας,
την προστασία του περιβάλλοντος κτλ. Για την απόδοση
όλων αυτών των περιπτώσεων χρησιμοποιείται ο
γενικότερος όρος «δημόσιο συμφέρον» ή «γενικό
συμφέρον».
Ασφαλώς οι ρήτρες «δημόσια τάξη», «δημόσιο
συμφέρον», «κοινωνικό συμφέρον» κτλ. εμπεριέχουν
γενικές έννοιες που μπορεί να ερμηνεύονται με
διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη συγκεκριμένη
κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, σημαντικό
ρόλο περιορισμού των περιουσιακών ιδίως
δικαιωμάτων έπαιξε το δημοσιονομικό συμφέρον της
χώρας, δηλαδή η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών
και η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση. (Βλ.
την περίφημη απόφαση 668/2012 της Ολομέλειας του
Συμβουλίου της Επικρατείας για το Μνημόνιο Ι).

3. Μορφές περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων


Αξιολογείται ως περιορισμός κάθε περιοριστική πράξη της
πολιτείας, για όποιον σκοπό και αν έχει θεσπιστεί και με όποιον
τρόπο ή μέθοδο προκύπτει ο περιορισμός: κριτήριο είναι η πράξη
της πολιτείας να έχει ως πραγματικό αποτέλεσμα τον
περιορισμό ενός θεμελιώδους δικαιώματος.
Γίνεται συνεπώς δεκτό ότι αποτελεί περιορισμό κάθε πράξη
της πολιτείας,
- είτε περιορίζει άμεσα το δικαίωμα, έχει δηλαδή ως κύριο
αντικείμενο τον περιορισμό του δικαιώματος του αποδέκτη
της πράξης, είτε το περιορίζει έμμεσα, όταν δηλαδή ο
περιορισμός προκύπτει ως συνέπεια της πράξης και
αφορά είτε κάποιο άλλο δικαίωμα του αποδέκτη της πράξης
είτε το δικαίωμα κάποιου τρίτου προσώπου.
π.χ., η κατάσχεση εντύπου= άμεσος περιορισμός
η επιβολή τέλους στο χαρτί = έμμεσος περιορισμός
- όχι μόνον ο απ’ ευθείας περιορισμός αλλά και ο
περιορισμός κατ’ αντανάκλαση, δηλαδή η πράξη της
πολιτείας που δεν στοχεύει στον περιορισμό του
δικαιώματος, αλλά ο περιορισμός προκύπτει αναπάντεχα
για κάποιον τρίτο, ως παράπλευρη ζημία από κάποια άλλη
πράξη της πολιτείας.
Π.χ. ο τραυματισμός περαστικού κατά τη δίωξη εγκληματία
από την αστυνομία = κατ’ αντανάκλαση περιορισμό του
δικαιώματος της ζωής του περαστικού.
- Είτε προβλέπεται με κάποια νομική πράξη της πολιτείας,
κανονιστική ή ατομική, είτε προκύπτει και από κάποια υλική
πράξη της πολιτείας
Π.χ. απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας για τη διάλυση
συνάθροισης= νομική πράξη, η παρέμβαση των
αστυνομικών δυνάμεων που διαλύουν τη συνάθροιση με τη
βία = υλική πράξη
- είτε ακολουθεί το προληπτικό είτε το κατασταλτικό
σύστημα. Στο κατασταλτικό σύστημα, τα όρια του
δικαιώματος ορίζονται εκ των προτέρων από το Σύνταγμα
και τους νόμους και, εφόσον παραβιασθούν από τον φορέα
του δικαιώματος κατά την άσκησή του, επιβάλλονται
κυρώσεις. Αντίθετα, στο προληπτικό σύστημα, ο
περιορισμός του δικαιώματος επιβάλλεται πριν από την
άσκηση του δικαιώματος, δηλαδή εκ των προτέρων. Η
έκταση του προληπτικού περιορισμού κλιμακώνεται,
ανάλογα με το αν υιοθετείται το σύστημα της
προηγούμενης δήλωσης, το σύστημα της προηγούμενης
απαγόρευσης, ή το σύστημα της προηγούμενης άδειας.
Π.χ., η λογοκρισία αποτελεί προληπτικό περιορισμό της
ελευθερίας του τύπου, ενώ η κατάσχεση εντύπου
κατασταλτικό.
Στο φιλελεύθερο πολίτευμα ο κανόνας είναι ο
κατασταλτικός περιορισμός και ο προληπτικός αποτελεί την
εξαίρεση.

4. Ο κανονιστικός περιορισμός των θεμελιωδών


δικαιωμάτων
Ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει
κατ΄αρχάς να προβλέπεται με κανόνες δικαίου, με περιεχόμενο
γενικό και αφηρημένο, να αφορά δηλαδή έναν μη προσδιορισμένο
από την αρχή αριθμό προσώπων, μία ομάδα περιπτώσεων με κοινά
χαρακτηριστικά. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή του κράτους
δικαίου και την αρχή της ισότητας, ώστε ο περιορισμός των
θεμελιωδών δικαιωμάτων να είναι αντικειμενικός και απρόσωπος.
Επίσης, κάθε περιορισμός για να είναι θεμιτός να ερείδεται
στο Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ.1 Σ).
Συνήθως ο περιορισμός ή η δυνατότητα περιορισμού ενός
δικαιώματος προβλέπονται ρητά από το Σύνταγμα:
- Άλλοτε, η συνταγματική διάταξη θεσπίζει απ’ ευθείας τον
περιορισμό: πρόκειται για άμεσο συνταγματικό
περιορισμό. Στις περιπτώσεις αυτές η συνταγματική
διάταξη προβλέπει τον σκοπό και τις τυπικές και
ουσιαστικές προϋποθέσεις του περιορισμού.
- Άλλοτε, η συνταγματική διάταξη απλώς προβλέπει τον
περιορισμό και εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να
θεσπίσει τις περαιτέρω προϋποθέσεις: πρόκειται για
περιορισμό κατ’ εξουσιοδότηση, ο οποίος καλείται και
επιφύλαξη του νόμου.
Υπάρχουν όμως και κάποια δικαιώματα για τα οποία η
συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει ούτε άμεσο περιορισμό ούτε
επιφύλαξη: πρόκειται για τα ανεπιφύλακτα ή απόλυτα
δικαιώματα: Τέτοιο δικαίωμα είναι κατ΄εξοχήν η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια. Από τη φύση της, ως μήτρα ή πυρήνας των
δικαιωμάτων, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απόλυτο δικαίωμα,
που ο περιορισμός του δεν είναι νοητός. Κατά τα άλλα, η δυνατότητα
θέσπισης περιορισμών παρότι αυτό δεν προβλέπεται ρητά από το
Σύνταγμα, είναι ζήτημα της συστηματικής ερμηνείας του
Συντάγματος υπό το φως των αξιακών αρχών που θεμελιώνουν το
Σύνταγμα και πάντως υπό το πρίσμα της αρχής in dubio pro
libertate. Η κάθε περίπτωση πρέπει επομένως να εξετάζεται
συγκεκριμένα.

Τις περισσότερες φορές, ο κανονιστικός περιορισμός ενός


δικαιώματος στηρίζεται στην επιφύλαξη του νόμου, όπου το
Σύνταγμα εξουσιοδοτεί ρητά τον κοινό νομοθέτη να περιορίσει ένα
θεμελιώδες δικαίωμα. Ο ρόλος του νόμου για τον περιορισμό των
δικαιωμάτων συνδέεται ιστορικά με την καχυποψία απέναντι στον
μονάρχη και την εκτελεστική εξουσία στα πεδία της ελευθερίας και
της ιδιοκτησίας (βλ. άρθρα 4 και 5 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789).
Η επιφύλαξη του νόμου είναι γενική όταν η συνταγματική
εξουσιοδότηση δεν συνοδεύεται από οδηγίες προς τον νομοθέτη,
είναι ειδική όταν καθορίζει τον τρόπο ή τα όρια του περιορισμού που
θα θεσπίσει ο νομοθέτης:
Η έννοια «επιφύλαξη του νόμου» αναφέρεται μόνο στον
τυπικό νόμο, δηλαδή την πράξη που ψηφίζεται από τη Βουλή και
εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ή και
στον ουσιαστικός νόμος, δηλαδή συμπεριλαμβάνονται και οι
κανονιστικές πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας (άρθρο 43 Σ);
Γίνεται γενικώς δεκτό ότι η αναφορά στον νόμο περιλαμβάνει και τον
ουσιαστικό νόμο: Το αν απαιτείται τυπικός νόμος ή αν και
ουσιαστικός νόμος είναι επαρκής, είναι επομένως ζήτημα ερμηνείας
του Συντάγματος. Πάντως από τον συνδυασμό του άρθρου 43
παρ.5, που προβλέπει ότι τα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1
θέματα της αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής δεν μπορεί να
αποτελέσουν αντικείμενο γενικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, και
το άρθρο 72 παρ.1, κατά το οποίο στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας
της Βουλής ανήκουν τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων για την
άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, συμπεραίνουμε
ότι δεν μπορεί να περιοριστεί δικαίωμα απευθείας με κανονιστική
πράξη της διοίκησης, και πάντως ότι δεν είναι δυνατός ο
περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων με κανονιστική πράξη βάσει
γενικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Απαιτείται συνήθως είτε
τυπικός νόμος είτε διάταγμα ειδικής εξουσιοδότησης, ενώ η
εξουσιοδοτική διάταξη του νόμου πρέπει να προβλέπει ρητά ότι
επιτρέπεται να τεθεί τέτοιος περιορισμός από την κανονιστικά
δρώσα διοίκηση.

Σε κάθε περίπτωση, η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου


επιβάλλει η περιοριστική ρύθμιση να είναι γενική, δηλαδή να αφορά
ένα σύνολο περιπτώσεων, που κατά κανόνα δεν είναι εκ των
προτέρων προσδιορίσιμες και που πάντως διακρίνονται βάσει
κοινών, όμοιων χαρακτηριστικών.
Επίσης, από την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της
ασφάλειας δικαίου προκύπτει ότι ο περιοριστικός νόμος πρέπει να
είναι σαφής.

Μπορεί το Σύνταγμα να προβλέπει τον περιορισμό των


θεμελιωδών δικαιωμάτων, θέτει όμως ταυτόχρονα και κάποιες
βασικές αρχές που οφείλει να τηρεί κάθε πράξη που περιορίζει ένα
θεμελιώδες δικαίωμα, όποια μορφή και αν έχει, αφού πρέπει να
διασφαλίζεται η ταυτόχρονη βέλτιστη πραγμάτωση όλων των
θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι αρχές αυτές καλούνται «περιορισμοί
των περιορισμών»:
- Η πρώτη αρχή είναι η αρχή της αναλογίας ή της
αναλογικότητας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του σκοπού
που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός. Η αρχή αυτή
προκύπτει από τη φιλελεύθερη αρχή, που καθορίζει τον περιορισμό
ως εξαίρεση και την ελευθερία ως τον κανόνα, καθώς και από την
αρχή του κράτους δικαίου. Στην ελληνική έννομη τάξη, η αρχή της
αναλογικότητας εισήχθη ρητά στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματός
μας μετά την αναθεώρηση του 2001. Η νομολογία την είχε ωστόσο
ήδη δεχτεί ρητά από την δεκαετία του ’80. Η αρχή της αναλογίας ή
αναλογικότητας αναλύεται σε επί μέρους προϋποθέσεις:
➢ Ο σκοπός που επιδιώκει ο περιορισμός πρέπει να είναι
θεμιτός, δηλαδή να προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα
ή έστω να συνάγεται ερμηνευτικά από αυτό. Σε κάθε
περίπτωση, ο επιδιωκόμενος σκοπός του περιορισμού
θα πρέπει να αναφέρεται από τον νομοθέτη, π.χ. στην
αιτιολογική έκθεση του νόμου, τις προπαρασκευαστικές
εργασίες, τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις κτλ.
➢ Το χρησιμοποιούμενο περιοριστικό μέσο πρέπει να
είναι θεμιτό, δηλαδή να μην παραβιάζει το Σύνταγμα ή
άλλον υπερκείμενο κανόνα δικαίου, π.χ. την αρχή της
ισότητας.
➢ Ο περιορισμός πρέπει να είναι κατάλληλος για την
επίτευξη του σκοπού. Η εκτίμηση για την καταλληλότητα
προϋποθέτει την υπαγωγή του περιοριστικού μέτρου
στον επιδιωκόμενο σκοπό και την κρίση για το αν ο
σκοπός που επιδιώκεται με τον περιορισμό μπορεί
πράγματι να επιτευχθεί με την βοήθεια αυτού του
περιορισμού: ο θεσπιζόμενος περιορισμός πρέπει να
είναι κατάλληλος ή πρόσφορος ή ικανός για να επιφέρει
το επιδιωκόμενο από τον νόμο αποτέλεσμα.
➢ Ο περιορισμός πρέπει να είναι αναγκαίος για την
επίτευξη του σκοπού, πρέπει δηλαδή να μην μπορεί ο
σκοπός αυτός να επιτευχθεί με κάποιο άλλο
περιοριστικό μέτρο, επίσης κατάλληλο, αλλά λιγότερο
επαχθές για τον φορέα της ελευθερίας, με άλλα λόγια
κάποιο μέτρο που να περιορίζει λιγότερο ή και καθόλου
τη συγκεκριμένη ελευθερία του φορέα. Η αναγκαιότητα
(όπως και η καταλληλότητα) δεν μπορεί να προκύπτει
από έναν γενικό και αφηρημένο ισχυρισμό, άλλα οφείλει
να τεκμηριώνεται όσο το δυνατόν συγκεκριμένα σε
στοιχεία.
➢ Επιπρόσθετα πρέπει, εν όψει της συγκεκριμένης
ρύθμισης, το αγαθό που θέλει να προστατεύσει ο
περιορισμός να χρειάζεται περισσότερη
προστασία από το αγαθό που προστατεύει το δικαίωμα.
Πρέπει δηλαδή να γίνεται in concreto και όχι γενικά και
αφηρημένα στάθμιση μεταξύ του αγαθού στο οποίο
αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που
προστατεύει το δικαίωμα, και η στάθμιση αυτή να
αποβαίνει υπέρ του πρώτου ( stricto sensu
αναλογικότητα ή στάθμιση κόστους-οφέλους).
- Η δεύτερη θεμελιώδης αρχή που διέπει τους περιορισμούς
των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι η προστασία του πυρήνα του
θεμελιώδους δικαιώματος. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο
θεσπιζόμενος περιορισμός δεν μπορεί να φτάσει έως την
ουσιαστική κατάργηση ή στέρηση του δικαιώματος, ούτε ως προς
τους φορείς, ούτε ως προς το περιεχόμενο της ελευθερίας, ούτε ως
προς τη χρονική διάρκεια του περιορισμού. Ο περιορισμός δεν
μπορεί να είναι τέτοιου βαθμού, τέτοιας έντασης ή έκτασης ώστε να
καθιστά το δικαίωμα άνευ περιεχομένου ή να διαστρεβλώνει το
νόημα και τη σημασία του δικαιώματος.

5. Ο εξατομικευμένος περιορισμός των θεμελιωδών


δικαιωμάτων
Η εφαρμογή ενός άμεσου συνταγματικού περιορισμού, ενός
περιοριστικού νόμου ή μιας περιοριστικής κανονιστικής πράξης της
εκτελεστικής εξουσίας σε μία συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται με
ατομική πράξη. Με την ατομική αυτή πράξη ο κανονιστικός
περιορισμός «εξατομικεύεται» με την έννοια ότι παράγει έννομα
αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση.
Μια ειδική περίπτωση εξατομικευμένου περιορισμού είναι
αυτή της σύγκρουσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σύγκρουση
θεμελιωδών δικαιωμάτων υπάρχει όταν η άσκηση ενός
θεμελιώδους δικαιώματος από τον φορέα του εμποδίζει έναν άλλο
φορέα του ίδιου ή άλλου δικαιώματος να ασκήσει το δικαίωμά του ή
προσβάλλει την άσκησή του. Η ταυτόχρονη άσκηση των
δικαιωμάτων από τους διαφορετικούς φορείς δημιουργεί, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ζήτημα ασυμβατότητας.
Π.χ., στην περίπτωση εκούσιας διακοπής της κύησης, το
δικαίωμα της μητέρας έρχεται σε σύγκρουση με το
δικαίωμα του εμβρύου· στην περίπτωση δημοσιεύματος
σχετικά με διαζύγιο διασημότητας, η ελευθερία του τύπου
και της πληροφόρησης έρχεται σε σύγκρουση με την
προστασία της ιδιωτικής ζωής· στην περίπτωση όπου η
εκκλησία έχει βάλει μεγάφωνα στο προαύλιο για τη
μετάδοση της κυριακάτικης λειτουργίας, το δικαίωμα της
λατρείας έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα της
ανεξιθρησκείας και την προστασία της ιδιωτικής ζωής
των περιοίκων.
Η σύγκρουση δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται ως ειδική
περίπτωση περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η
σύγκρουση επιλύεται in concreto και ad hoc, λαμβάνοντας υπόψιν
τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες. Η επίλυση της σύγκρουσης γίνεται
με ατομική πράξη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και εν τέλει, σε
περίπτωση αμφισβήτησης, του αρμόδιου δικαστή.
Όπως στην περίπτωση του κανονιστικού περιορισμού έτσι και
στην περίπτωση της σύγκρουσης, η απόφαση για τον περιορισμό
οφείλει να υπακούει σε ορισμένες αρχές για να είναι σύμφωνη με το
Σύνταγμα:
- Βασική αρχή είναι ότι στο Σύνταγμα τα διάφορα θεμελιώδη
δικαιώματα δεν τελούν σε σχέση ιεραρχίας αλλά ισοτιμίας.
Ούτε το άρθρο 110 παρ.1, που απαγορεύει την αναθεώρηση
ορισμένων δικαιωμάτων, ούτε το άρθρο 48, που προβλέπει
την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων, αποτελούν κριτήριο
ιεράρχησης των συνταγματικών δικαιωμάτων.
- Η αρχή της ενότητας του Συντάγματος επιτάσσει συνεπώς να
αναζητείται πρώτα απ’ όλα η πρακτική αρμονία μεταξύ των
συγκρουόμενων δικαιωμάτων, δηλαδή η όσο το δυνατόν
αποτελεσματικότερη προστασία τόσο του ενός όσο και του
άλλου δικαιώματος εν όψει των συγκεκριμένων πραγματικών
συνθηκών.
- Αν η πρακτική αρμονία δεν μπορεί να επιτευχθεί, θα πρέπει
να γίνει η στάθμιση των αγαθών που προστατεύει το κάθε
δικαίωμα, για να κριθεί ποιο δικαίωμα χρειάζεται, στον
συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, μεγαλύτερη προστασία. Χάριν
αυτού του δικαιώματος, που χρειάζεται εν προκειμένω
αυξημένη προστασία, επιβάλλονται περιορισμοί στο άλλο
δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη στάθμιση πρέπει να
τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ώστε κάθε δικαίωμα να
αναπτύσσει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τα αποτελέσματά
του.

You might also like