You are on page 1of 4

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Μάθημα δεύτερο

(30.10.2020)

ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Κάθε κανόνας δικαίου είναι διατυπωμένος ως υπόθεση-απόδοση.

Αποτελείται από το πραγματικό, ήτοι το σύνολο των προϋποθέσεων (είτε

εξωτερικών γεγονότων, πράξεων ή παραλείψεων, είτε γεγονότων που

αφορούν τη συνείδηση του προσώπου π.χ. άγνοια, αμέλεια, δόλος) που

απαιτούνται, προκειμένου να επέλθει η έννομη συνέπεια. Ως έννομη

συνέπεια μπορεί να νοηθεί η σύσταση, αλλοίωση ή κατάργηση

δικαιώματος, η επιβολή ή κατάργηση υποχρέωσης, η δημιουργία μιας

έννομης κατάστασης π.χ. ακυρότητα.

Διάταξη νόμου είναι κάθε τμήμα του γραπτού δικαίου που περιέχει ένα

ακέραιο (πλήρες) νόημα, που έχει νοηματική αυτοτέλεια. Κάθε διάταξη

νόμου δεν είναι απαραιτήτως ταυτόχρονα και κανόνας δικαίου. Για να

αναχθεί σε κανόνα δικαίου θα πρέπει να έχει κανονιστική, ρυθμιστική

αυτοτέλεια. Παραδείγματα διατάξεων νόμων που είναι και κανόνες

δικαίου: 57 § 1 εδ.1 ΑΚ, 914 ΑΚ, 919ΑΚ, 920 ΑΚ. Βλ. όμως την έννοια της

παρανομίας, της υπαιτιότητας (ΑΚ 330) και της ζημίας (ΑΚ 297-298).

Συχνότερα ο κανόνας δικαίου ως υπόθεση-απόδοση ενυπάρχει σε

περισσότερες της μιας διατάξεις νόμων (π.χ. ΑΚ 343, 340, 341, 342).

ΕΙΔΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α) Ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής τους:

Κανόνες καθολικοί που ισχύουν σε όλη την επικράτεια και τοπικοί που

ισχύουν σε τμήμα της επικράτειας

Κανόνες γενικοί (π.χ. ΑΚ) και ειδικοί (νόμος περί ανωνύμων εταιριών)

Ατομικοί κανόνες που αφορούν ορισμένα μόνο πρόσωπα στερούνται της


απαιτούμενης γενικότητας και αφαίρεσης που είναι στοιχείο του κανόνα

δικαίου.

Β) Ανάλογα με τη ρυθμιστική τους λειτουργία:

Κανόνες απονεμητικοί που απονέμουν εξουσίες ή δικαιώματα στα

υποκείμενα δικαίου (π.χ. ΑΚ 1000)

Κανόνες επιτακτικοί που επιτάσσουν την τήρηση ορισμένης θετικής

συμπεριφοράς ( π.χ. ΑΚ 288, 519)

Κανόνες απαγορευτικοί που επιβάλλουν παράλειψη ή αποχή από

ορισμένη συμπεριφορά (διατάξεις που επιβάλλουν ακυρότητα, έκπτωση

από δικαίωμα, υποχρέωση αποζημίωσης, π.χ. ΑΚ 914)

Γ) Ανάλογα με την ελαστικότητα της διατύπωσής τους:

Κανόνες αυστηρού δικαίου που περιέχουν μια ανελαστική διατύπωση

και που -για λόγους ασφάλειας δικαίου- δεν παρέχουν στον δικαστή τη

δυνατότητα να αποστεί από τη ρύθμισή τους και να λάβει υπόψη του τις

ιδιομορφίες της συγκεκριμένης περίπτωσης (π.χ. ΑΚ 128, 249, 1721) –

Κανόνες επιεικούς δικαίου που περιέχουν μια πιο ελαστική διατύπωση

με χρήση είτε γενικών ρητρών (π.χ. γενικές ρήτρες για τα χρηστά ήθη ΑΚ

178, 179, 919, για την καλή πίστη ΑΚ 197, 200, 281, 288, για τη δημόσια τάξη

ΑΚ 3, 33), είτε αόριστων νομικών εννοιών («δίκαιη κρίση» ΑΚ 371,

«δυσανάλογα μεγάλη» ΑΚ 409, «εύλογη χρηματική ικανοποίηση» ΑΚ 932)

που επιτρέπουν στον δικαστή να λάβει υπόψη τις ιδιομορφίες της

συγκεκριμένης περίπτωσης

Δ) Ανάλογα με την αναγνωριζόμενη στην ιδιωτική βούληση ελευθερία :

Κανόνες αναγκαστικού δικαίου των οποίων η εφαρμογή δεν μπορεί να

αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση (κανόνες δημόσιας τάξης, ΑΚ 3),

οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος ή στην


προστασία προσώπων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση (π.χ. ΑΚ 1716,

128, 281, 178, 179, 275, 1192, ν.2251/1994). Στη βάση αυτών των κανόνων

δικαίου βρίσκονται θεμελιώδεις αξιολογήσεις της έννομης τάξης, όπως η

αρχή της δημοσιότητας των εμπράγματων σχέσεων που συντείνει στην

εδραίωση της αρχής της ασφάλειας των συναλλαγών, (ΑΚ 1192, 1193,

1196) ή η αρχή της βεβαιότητας των οικογενειακών σχέσεων (ΑΚ 1483)

Κανόνες ενδοτικού δικαίου των οποίων η εφαρμογή μπορεί να

αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση, ανάγονται στο πεδίο της

ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 593, 522, 591 εδ. γ΄). Το σύνολο των ενοχικών

σχέσεων διέπεται από την αρχή της δικαιοπρακτικής ελευθερίας και

ειδικότερα της ελευθερίας των συμβάσεων. Εξαιρέσεις: π.χ. ΑΚ 597-598

Ε) Ανάλογα με την επιβοηθητική λειτουργία που επιτελούν:

Ερμηνευτικοί κανόνες δικαίου είναι κανόνες που ερμηνεύουν μια

δικαιοπραξία, προσδιορίζουν δηλ. σε περίπτωση αμφιβολίας του

ερμηνευτή το νόημα της δήλωσης βούλησης (ΑΚ 195, 370, 958, 1793, 1800

παρ.2, 1804)

Κανόνες που θεσπίζουν τεκμήρια είναι οι κανόνες απόδειξης. Βλ.

ΚΠολΔ 338 παρ.2: «Όταν ο νόμος ορίζει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη

κάποιου πραγματικού γεγονότος, επιτρέπεται αντίθετη απόδειξη, αν δεν

ορίζεται διαφορετικά». Νόμιμο τεκμήριο είναι η συναγωγή από τον ίδιο

τον νομοθέτη ενός συμπεράσματος για την ύπαρξη ενός άγνωστου

πραγματικού γεγονότος, το οποίο (συμπέρασμα) στηρίζεται σε κάποια

φερόμενα ως γνωστά (και αποδειχθέντα) πραγματικά γεγονότα που

αποτελούν τη βάση του κανόνα, με τον οποίον θεσπίζεται το τεκμήριο.

Μαχητά τεκμήρια είναι τα τεκμήρια κατά των οποίων επιτρέπεται

ανταπόδειξη (ΑΚ 38, 39, 1439 παρ.2, 1465 παρ.1) . Αμάχητα τεκμήρια

είναι τα τεκμήρια κατά των οποίων δεν χωρεί ανταπόδειξη (ΑΚ 1439

παρ.3)
Τεκμήρια πράγματος (ΑΚ 1046) =/= Τεκμήρια δικαιώματος (ΑΚ 1110

εδ.1) Στα τελευταία από ένα αποδεδειγμένο πραγματικό γεγονός, ήτοι

π.χ. τον φυσικό εξουσιασμό κινητού πράγματος, τεκμαίρεται ένα

δικαίωμα, π.χ το δικαίωμα κυριότητας του νομέα.

Παραπεμπτικοί κανόνες δικαίου είναι εκείνοι που παραπέμπουν ως

προς τις έννομες συνέπειες σε κάποιον άλλο κανόνα δικαίου, περιέχουν

επομένως μόνο πραγματικό (ΑΚ 547 παρ.2 -> 547 παρ.1, ΑΚ 68 παρ.2-> 211

επ. και 713 επ., ΑΚ 573-> 513 επ., ΑΚ 1143-> 1033 επ. & 1041επ., 1173-> 1094

επ.)

Υποκατηγορία που εντάσσεται στους παραπεμπτικούς κανόνες δικαίου

είναι και τα πλάσματα δικαίου. Με το πλάσμα δικαίου υποδηλώνεται ότι

ο νομοθέτης, από πλευράς νομοθετικής μεταχείρισης (για την επέλευση

ορισμένων έννομων συνεπειών) εξομοιώνει προς κάποιο νομοθετικά

ρυθμιζόμενο πραγματικό κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό

αυτό, που μόνο «κατά πλάσμα» μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο

πραγματικό αυτό ( ΑΚ 36, 947 παρ.2, 1766)

Γενικές ρήτρες

Ρήτρα καλής πίστεως, ρήτρα χρηστών ηθών (αντιλήψεις μέσου ανθρώπου

για την ηθική σε σχέση με τον τόπο και τον χρόνο), ρήτρα δημόσιας τάξης.

Επιμέλεια διαγράμματος: Παρασκευή Παπαρσενίου, Καθηγήτρια


Αστικού Δικαίου

You might also like