You are on page 1of 40

«ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ

ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ»

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο παρακολούθησης του

Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Ποινικών

Επιστημών του Τμήματος Νομικής (ΕΚΠΑ-ΝΟΠΕ) για το μάθημα

Ειδικά Θέματα Ουσιαστικού Ποινικού ∆ικαίου, το ακαδημαϊκό έτος

2005-2006.

Επιμέλεια : Ανθή Ν. Γεώργα, ∆ικηγόρος,

∆ΜΣ Ποινικού ∆ικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών

ΩΜΦ Τομέα Ποινικών Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών και μέλος

της συντακτικής ομάδας του indubio.gr

Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών

της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τον Ν. 2121/1993 και κατά τη ∆ιεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με τον

Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο,

τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- Ποια εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα συναντάμε στην
ελληνική ποινική νομοθεσία
- Ιστορικά, Δομή των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων
Β. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΩΝ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Γ. ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

- Γνήσια εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα


Μη γνήσια εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα
- Επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης των μη γνήσιων εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενων εγκλημάτων
Δ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
- Γιατί έχει προκύψει η σχετική προβληματική;
- Κρατούσα άποψη σε θεωρία και νομολογία
- Γερμανία : Η § 18 Γερμ. ΠΚ και οι προσπάθειες δογματικής θεμελίωσης της
αυξημένης ποινής και στο συμμέτοχο
- Άποψη νεώτερων θεωρητικών- ορθότερη δογματικά
- Το άρθρο 49 § 2 ΠΚ και τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα
Ε. ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΤΗΝ «ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΗ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ»;
ΣΤ. ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑ : ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΜΗ ΔΟΛΙΑ ΠΡΑΞΗ;
- Επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας του δόλου της κύριας πράξης
- Επιχειρήματα κατά της αναγκαιότητας του δόλου της κύριας πράξης
- ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2
Ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 29 φέρει τον τίτλο
«Ευθύνη από το αποτέλεσμα» και προβλέπει ότι «στις περιπτώσεις όπου ο
νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει
ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό
μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη.»
Πράγματι, σε μία σειρά από άρθρα προβλέπεται βαρύτερη ποινή, όταν
από το βασικό έγκλημα (τη βασική πράξη) προκύπτει ένα επιπλέον βαρύτερο
αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν, οι διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το
προαναφερθέν άρθρο 29 ΠΚ καθιερώνουν μία κατηγορία εγκλημάτων που
λέγονται εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα/ χαρακτηριζόμενα
εγκλήματα.

ΠΟΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ;

Κατ’ αρχάς ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα χαρακτηρίζονται


τα περισσότερα εγκλήματα που ανήκουν στην κατηγορία των κοινώς
επικίνδυνων εγκλημάτων. Ας τα δούμε ένα προς ένα :

ΠΚ 264 (εμπρησμός) : Όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται :


α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει
κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί
να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ˙ γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη
τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄ επήλθε
θάνατος. (θανατηφόρος εμπρησμός).

ΠΚ 265 §1 εδ. γ΄ (εμπρησμός σε δάση) : Με την επιφύλαξη της βαρύτερης


τιμωρίας κατά τους όρους του άρθρου 264, όποιος με πρόθεση προξενεί
πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3 §§ 1 κ΄ 2

3
του ν. 998/79 ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα κατά
την έννοια της § 5 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη
και με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (15.000 €) ως σαράντα
επτά χιλιάδες ευρώ (47.000 €). Δεν επιτρέπεται μετατροπή ή αναστολή της
ποινής που επιβλήθηκε και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Αν η
πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η φωτιά σε μεγάλη έκταση
επιβάλλεται κάθειρξη.

ΠΚ 268 (πλημμύρα) : Όποιος με πρόθεση προξενεί πλημμύρα τιμωρείται :


α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει
κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ˙ β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί
να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ˙ γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη
τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄ επήλθε
θάνατος. (θανατηφόρα πλημμύρα).

ΠΚ 270 § 1 δ΄ (θανατηφόρα έκρηξη) : Όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη


με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών τιμωρείται
….. δ) με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον οχτακοσίων
ογδόντα ευρώ (880 €), [αν εφόσον προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο από την
έκρηξη,] επήλθε θάνατος.

ΠΚ 270 § 1 γ΄: (έκρηξη με αποτέλεσμα σωματική βλάβη ή βλάβη σε


εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας). Όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με
οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών τιμωρείται :
.....γ) με κάθειρξη ισόβια και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων
ενενήντα ευρώ (590 €), αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄ προκλήθηκε
σωματική βλάβη ή βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.

4
ΠΚ 273 γ΄ (θανατηφόρα κοινώς επικίνδυνη βλάβη) : Όποιος εκτός από τις
περιπτώσεις των άρθρων 264, 268 και 270, προξενεί με πρόθεση βλάβη σε
πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο, τιμωρείται : ........... γ) με
κάθειρξη, αν στην περίπτωση β΄[κίνδυνος για άνθρωπο] επήλθε θάνατος.

ΠΚ 275 β΄ (άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων με θανατηφόρο


αποτέλεσμα) : Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που
η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργατών με πρόθεση
καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που
ασφαλίζουν από αυτόν τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους,
τιμωρείται: ….. β) με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.

ΠΚ 277 γ΄ (πρόκληση ναυαγίου με θανατηφόρο αποτέλεσμα) : Όποιος με


πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται …. γ) με
κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, [αν εφόσον προέκυψε
κίνδυνος για άνθρωπο], επήλθε θάνατος.

ΠΚ 279 εδ. β΄( δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων με θανατηφόρο


αποτέλεσμα) : Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει πηγές, πηγάδια, βρύσες, ή
άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, τρόφιμα ή άλλα τέτοια πράγματα που
η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή
βάζει μέσα σε κάποιο από αυτά τα αντικείμενα άλλες ύλες που μπορούν να
προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, τιμωρείται με κάθειρξη. Αν από την πράξη
επήλθε θάνατος, μπορεί να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη.

ΠΚ 282 § 1 (δηλητηρίαση της νομής ζώων) : Όποιος με πρόθεση μεταδίδει


μολυσματική ασθένεια ζώων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών
˙ αν από την πράξη του θανατώθηκαν ή έπαθαν σοβαρή και διαρκή βλάβη
ζώα άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

5
ΠΚ 284 § 1 εδ. β΄(παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών):
Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για
να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται
με φυλάκιση. Αν η παραβίαση αυτή είχε ως συνέπεια να μεταδοθεί η
ασθένεια σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

ΠΚ 290 §1 β΄ (διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών με


θανατηφόρο αποτέλεσμα) : Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια
της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται…. β) με
κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.

ΠΚ 291 § 1 γ΄ (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και


αεροσκαφών με θανατηφόρο αποτέλεσμα) : Όποιος με πρόθεση
διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης
συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται …. γ) με κάθειρξη, ισόβια ή
πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄
(κίνδυνος για άνθρωπο) επήλθε θάνατος.

Εκτός όμως από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα στην κατηγορία των


εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων συγκαταλέγονται και οι
ακόλουθες πράξεις :

ΠΚ 306 § 2 ( έκθεση με αποτέλεσμα βαριά βλάβη και θανατηφόρα


έκθεση) : 1. Όποιος εκθέτει άλλον κι έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και
όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην
προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή
ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών.

6
2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα
α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών
β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών.

ΠΚ 310 § 1 (βαριά σωματική βλάβη) : Αν η πράξη του άρθρου 308 [απλή


σωματική βλάβη] είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική
πάθηση του παθόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

ΠΚ 311 (θανατηφόρα βλάβη) : Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το


θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος
επιδίωξε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη.

ΠΚ 340 : Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 336 (βιασμός), 338
(κατάχρηση σε ασέλγεια) και 339 (αποπλάνηση παιδιών) είχε ως συνέπεια
το θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

ΠΚ 380 § 2 (θανατηφόρα ληστεία ) : Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος


κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη
εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται
ισόβια κάθειρξη.

ΠΚ 385 § 1 εδ. 1 (εκβίαση σε συνδ. με διατάξεις για ληστεία « ….. εκτός


από τις περιπτώσεις του άρθρου 380»)

ΠΚ 137 Β § 1 β και § 3 ( διακεκριμένες περιπτώσεις βασανιστηρίων με


αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή το θάνατο του βασανισθέντος) :
1. Οι πράξεις της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου

7
τιμωρούνται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών : .....β) αν έχουν ως
αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος
3. Αν οι πράξεις του προηγούμενου άρθρου επέφεραν το θάνατο του
θύματος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

Αλλά και σε ειδικούς ποινικούς νόμους συναντά κανείς εγκλήματα που


τιμωρούνται βαρύτερα όταν υπάρχει ένα επιπλέον βαρύτερο αποτέλεσμα. Π.χ.
ν. 480/76 α 1 § 3 «περί προλήψεως και καταστολής πράξεων τινών
στρεφομένων κατά της ασφάλειας της αεροπλοΐας» . «… εάν εκ πράξεος
τινός των εις προηγουμένας παραγράφους αναφερομένων επήλθε θάνατος,
επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως».

Διαβάζοντας κανείς τις διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν τα


προαναφερθέντα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα
παρατηρεί ότι παντού απαιτείται η βασική πράξη να τελείται «με πρόθεση».
Το ΠΚ 29, από την άλλη, θεμελιώνει ευθύνη από το αποτέλεσμα, όταν αυτό
το περαιτέρω αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα δεν είναι ούτε αμιγώς εγκλήματα δόλου, ούτε αμιγώς εγκλήματα
εξ’ αμελείας τελούμενα. Αποτελούν συνδυασμό των δύο αυτών μορφών
υπαιτιότητας, που συνυπάρχουν σε ένα έγκλημα που επισύρει ενιαία
τιμώρηση. Ευστόχως χαρακτηρίστηκαν, λοιπόν, ως «μικτές ειδικές
υποστάσεις» 1 , των οποίων η υποκειμενική υπόσταση είναι στενότερη της
αντικειμενικής.
Η συνύπαρξη αυτή δόλου και αμέλειας απασχόλησε πολύ τους
θεωρητικούς ως προς τη νομική φύση των εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενων εγκλημάτων, γι’ αυτό και δυσκολεύτηκαν αρκετά προτού

1
Μεικτές ειδικές υποστάσεις, «Mischtatbestände». Βλ. Krey-Schneider, Die eigentliche Vorsatz-
Fahrlässigkeits- Kombination nach geltendem und künftigem Recht, NJW 1970, 640 επ.

8
διατυπώσουν τους εύσχημους και περίτεχνους χαρακτηρισμούς τους. Σχετικά
έχουν διατυπωθεί οι εξής θέσεις 2 :
- Ο Seebald κάνει λόγο για «εξ’ αμελείας εγκλήματα διακρινόμενα
από την εκ προθέσεως αξιόποινη πράξη». Θεωρεί ότι η απαξία των
συγκεκριμένων αδικημάτων, εξ’ αιτίας της οποίας επιβάλλεται στο
δράστη τους η βαρύτερη ποινή, είναι το εξ’ αμελείας τελούμενο
βαρύτερο αποτέλεσμα, το οποίο και συνήθως είναι ο θάνατος. Επειδή
το εξ’ αμελείας αποτέλεσμα είναι βαρύτερο σε απαξία από τη βασική
πράξη (αφού προσβάλλει κάποιο ανώτερο έννομο αγαθό), γι’ αυτό και
προσδιορίζει το όλο έγκλημα.
- Μία δεύτερη άποψη, την οποία υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας
του τυπικού κινδύνου χαρακτηρίζει τα εγκλήματα αυτά ως «εκ δόλου
τελούμενα». Σύμφωνα με αυτή τη θέση το κέντρο βάρους των
εγκλημάτων αυτών πέφτει στο βασικό εκ δόλου έγκλημα, εξ’ αιτίας της
ιδιαίτερης επικινδυνότητας του οποίου προκαλείται το περαιτέρω
αποτέλεσμα και το επιπλέον αυτοτελές άδικο των εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων. Το εξ’ αμελείας
αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, παραμένει επιβαρυντική
περίσταση. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο Μυλωνόπουλος.
- Ενδιαφέρουσα είναι και η διατύπωση του Shroeder ότι τα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα μπορούν να θεωρηθούν είτε
α) ως εγκλήματα εκ προθέσεως με εξ’ αμελείας επιβαρυντικό
αποτέλεσμα είτε β) ως εγκλήματα εξ’ αμελείας με αξιόποινη εκ δόλου
προσβολή του καθήκοντος επιμελείας (καθότι εμφανίζουν τη δομή ενός
εξ’ αμελείας εγκλήματος με τη διαφορά ότι η αντικειμενική προσβολή
του καθήκοντος επιμελείας συνίσταται σε μία αξιόποινη πράξη.)

2
Βλ. Χρ. Μυλωνόπουλου, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1984,
σελ. 366 επ.

9
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Τα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα έλκουν την


καταγωγή τους από το αξίωμα του versari in re illicita, το οποίο εκφράζει την
τάση διατήρησης της αντικειμενικής ευθύνης στο πλαίσιο της αρχής της
ενοχής. Η αρχή του versari in re illicita αναπτύχθηκε τον 13ο μ. Χ. αιώνα στο
χώρο του κανονικού- εκκλησιαστικού δικαίου, εκφράζοντας τη θέση ότι ο
δράστης μιας απαγορευμένης πράξης ευθύνεται για κάθε περαιτέρω συνέπεια
της συμπεριφοράς του. Η ως άνω θέση, κινούμενη στο πνεύμα της εποχής,
βασίζεται στο συλλογισμό 3 ότι εφόσον υπάρχει (κακή) θέληση για την τέλεση
μιας απαγορευμένης πράξης, ομοίως υπάρχει και για την πρόκληση του
περαιτέρω αποτελέσματος. Με την πάροδο των χρόνων η αρχή του versari in
re illicita εμπλουτίστηκε από την έννοια της επικινδυνότητας της βασικής
πράξης. Οι Ιταλοί νομομαθείς του Μεσαίωνα, στους οποίους αποδίδεται αυτή
η εξέλιξη, αξίωναν να γνωρίζει ο δράστης ότι η πράξη του έχει την τάση να
επιφέρει ένα βαρύτερο αποτέλεσμα. Με αφετηρία αυτή τη βασική
συλλογιστική, αναπτύχθηκε στην πορεία η θεωρία του «έμμεσου δόλου»
(dolus indirectus) που αναπτύχθηκε κυρίως στη γερμανική ποινική επιστήμη,
πρακτική σημασία της οποίας συνιστά η ακόλουθη δυνατότητα: να μπορεί ο
δράστης μιας ανθρωποκτονίας να τιμωρηθεί με την ποινή της εκ προθέσεως
τέλεσης του εγκλήματος αυτού, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είχε
ενεργήσει με σκοπό (άμεσο δόλο α΄ βαθμού) ανθρωποκτονίας ή ήταν
αδύνατη η απόδειξη μιας τέτοιας μορφής δόλου. Σύμφωνα με τον Covarruvias
«έμμεσος δόλος» υπάρχει όταν η πράξη του δράστη ήταν ηθελημένη και
οδήγησε άμεσα στο αποτέλεσμα.

3
βλ. Κων. Γ. Φελουτζή, Η προβληματική της «απόπειρας» στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, Αθήνα Αντ. Ν. Σάκκουλας 1988, σελ. 13

10
ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα είναι σύνθετα


εγκλήματα που αποτελούνται 4 1) από ένα βασικό εκ δόλου έγκλημα. Το
έγκλημα αυτό μπορεί να είναι είτε τυπικό/ συμπεριφοράς (πχ. ΠΚ 338
κατάχρηση σε ασέλγεια) είτε ουσιαστικό/ αποτελέσματος (πχ. ΠΚ 264
εμπρησμός, ΠΚ 306 έκθεση) ˙ εξάλλου, μπορεί να πρόκειται για έγκλημα
βλάβης (πχ. απλή σωματική βλάβη) ή για έγκλημα διακινδύνευσης (πχ.
έκθεση, εμπρησμός).
Το βασικό έγκλημα πρέπει να τελείται μόνο εκ δόλου και να είναι
αυτοτελώς αξιόποινη πράξη. Δηλαδή, το αξιόποινό του δεν πρέπει να
θεμελιώνεται, αλλά απλά να επαυξάνεται από το βαρύτερο αποτέλεσμα. Αν
συμβαίνει το πρώτο- θεμελίωση του αξιοποίνου εξ’ αιτίας του περαιτέρω
αποτελέσματος- τότε η επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος συνιστά
εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και δεν έχουμε έγκλημα χαρακτηριζόμενο
από το αποτέλεσμα, οπότε δεν εφαρμόζεται το ΠΚ 29. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης αποτελεί το αδίκημα της συμπλοκής του ΠΚ
313 («Αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης που έγινε από πολλούς επήλθε
θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων, καθένας από εκείνους που
πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρείται για μόνη τη
συμμετοχή του σ’ αυτήν με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, εκτός αν
συμπλέχθηκε χωρίς υπαιτιότητά του).
2) Το προσβαλλόμενο με το περαιτέρω αποτέλεσμα έννομο αγαθό
είναι συνήθως η ανθρώπινη ζωή (π.χ. ΠΚ 264 γ θανατηφόρος εμπρησμός,
ΠΚ 268 εδ. γ΄ θανατηφόρα πλημμύρα, ΠΚ 340 αποπλάνηση παιδιών-
κατάχρηση σε ασέλγεια- βιασμός με επακόλουθο το θάνατο, ΠΚ 380 § 2

4
βλ. Χρ. Χ. Μυλωνόπουλου, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Αθήνα, Αντ. Ν.
Σάκκουλας, 1984, σελ. 71 επ.

11
θανατηφόρα ληστεία). Μπορεί όμως να πλήττεται και η σωματική
ακεραιότητα (π.χ. έκθεση, βαριά σωματική βλάβη, ληστεία). Άλλοτε πάλι, το
βαρύτερο αποτέλεσμα επιφέρει βλάβη σε πράγμα (π.χ. ΠΚ 282 § 1
δηλητηρίαση της νομής ζώων, ΠΚ 283 § 1 διάδοση ασθένειας ζώων).
Βέβαια, είναι δυνατόν το προσβαλλόμενο με το βαρύτερο αποτέλεσμα
έννομο αγαθό να είναι το ίδιο με αυτό που πλήττεται από τη βασική εκ δόλου
τελούμενη αξιόποινη πράξη. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 310
§ 1 του ΠΚ, όπου το προσβαλλόμενο αγαθό είναι η σωματική ακεραιότητα
του θύματος. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για ποσοτική επίταση
της προσβολής.
3) Το περαιτέρω αποτέλεσμα συνίσταται στην εξ’ αμελείας τέλεση
ενός εγκλήματος και δεν είναι επιβαρυντική περίσταση, όπως συμβαίνει με
το αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας στην κλοπή που από απλή κλοπή την
καθιστά διακεκριμένη πλημμεληματική ή κακουργηματική. Άλλωστε, το
περαιτέρω αποτέλεσμα πάντοτε καταλογίζεται στο δράστη, ακόμη κι αν
αποδίδεται στην αμέλειά του, ενώ η επιβαρυντική περίσταση πρέπει να
καλύπτεται από το δόλο του δράστη για να του αποδοθεί.

Β. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ


ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Η ιδιαιτερότητα των εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων


εγκλημάτων έχει πολλάκις αμφισβητηθεί από θεωρία και νομολογία 5 , και
μαζί έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση και η ανάγκη ύπαρξης της ιδιαίτερης αυτής
κατηγορίας εγκλημάτων. Με άλλα λόγια το πρόβλημα τίθεται υπό την
ακόλουθη μορφή : Πρόκειται για απλή συρραφή (άθροισμα) των δύο
επιμέρους εγκλημάτων που τα αποτελούν ή έχουν κάποιο αυτοτελές

5
βλ. Χρ. Χ. Μυλωνόπουλου, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Αθήνα Αντ. Ν. Σάκκουλας
1984, σελ. 256

12
άδικο, μια ιδιαίτερη ηθικοκοινωνική απαξία που δικαιολογεί την ύπαρξή
τους και τα βαριά πλαίσια ποινής;
Μία πρώτη άποψη, αρκετά διαδεδομένη στην ελληνική θεωρία και
νομολογία 6 , προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ βασικού εγκλήματος και
βαρύτερου αποτελέσματος ως σχέση αιτίου- αιτιατού, υποστηρίζοντας ότι
για την εφαρμογή του βαρύτερου πλαισίου ποινής αρκεί να υπάρχει
αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της τέλεσης του εκ δόλου
εγκλήματος και της πραγμάτωσης του περαιτέρω αποτελέσματος. Η άποψη
αυτή τάσσεται υπέρ της συνεπούς εφαρμογής της αρχής του ισοδυνάμου των
όρων, δηλ. της αρχής της conditio sine qua non, θεωρώντας το βασικό
έγκλημα όρο χωρίς τον οποίο δε θα μπορούσε να πραγματωθεί το περαιτέρω
αποτέλεσμα, το οποίο έτσι υποβιβάζεται σε απλό επιβαρυντικό αποτέλεσμα.
Όμως, η θέση αυτή πάσχει στο σημείο που αντιλαμβάνεται την αμέλεια
μόνο ως μορφή υπαιτιότητας- δηλαδή καθαρά υποκειμενικά- παραβλέποντας
την εξωτερική- αντικειμενική πλευρά της, δηλαδή την αντικειμενική παραβίαση
του καθήκοντος επιμελείας ως προς το έννομο αγαθό που προσβλήθηκε με το
περαιτέρω αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι αρκούμενοι στην ύπαρξη της
αιτιώδους συνάφειας, οι οπαδοί της άποψης αυτής παραγνωρίζουν το στοιχείο
της αντικειμενικής δυνατότητας πρόβλεψης του βαρύτερου αποτελέσματος, ήτοι
τη σχέση προσφορότητας μεταξύ της πλημμελούς συμπεριφοράς και του
αποτελέσματος. Η θεωρία της causa adequata 7 – που εφαρμόζεται σε όλα τα
εξ’ αμελείας τελούμενα εγκλήματα και που άρα θα έπρεπε να εφαρμόζεται και
στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα- εδώ παραγκωνίζεται από μόνη την
εφαρμογή της coditio sine qua non με αποτέλεσμα την αποδοχή και τιμώρηση
αποτελεσμάτων που δεν ήταν αντικειμενικά προβλεπτά.
Επιπλέον, η θέση αυτή αγνοεί το ιδιαίτερο άδικο των εκ του
αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων εγκλημάτων, γιατί δε δίνει ικανοποιητική

6
βλ. ΑΠ 953/75 (ΠΧ ΚΣΤ/318), ΑΠ 91/1973 (ΠΧ ΚΓ΄ /σελ. 380),
7
βλ. Μυλωνόπουλο, ό.π. σελ. 259

13
απάντηση στο γιατί η επέλευση του θανάτου άλλοτε συνιστά λόγο θεμελίωσης
εγκλήματος διακρινόμενου από το αποτέλεσμα (λ.χ. βιασμός, ληστεία) και
άλλοτε απλά συρρέει αληθώς, χωρίς να υπάρχει ρύθμιση για βαρύτερη ποινή σε
περίπτωση επέλευσης θανάτου (π.χ. κλοπή, απάτη).
Τέλος, η άποψη αυτή αποδεικνύεται προβληματική σε περίπτωση
απόπειρας και μη τελείωσης του βασικού εγκλήματος, αλλά πραγμάτωσης του
βαρύτερου αποτελέσματος. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα : Ο Α ρίχνει μία βαριά
πέτρα στον Β με σκοπό να του προκαλέσει σωματική βλάβη. Ο Β, βλέποντας
την πέτρα να έρχεται προς το μέρος του και προσπαθώντας να αποφύγει το
χτύπημα, σκύβει αλλά από απροσεξία γλιστρά, πέφτει στο έδαφος και τελικά
«σκοτώνεται». Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, ο δράστης θα πρέπει να
τιμωρηθεί για έγκλημα χαρακτηριζόμενο από το αποτέλεσμα, με ποινή
ελαττωμένη σύμφωνα με το ΠΚ 42 περί απόπειρας, δηλ. για απόπειρα
θανατηφόρας σωματικής βλάβης. Κάτι τέτοιο είναι λάθος, γιατί μολονότι το
βαρύτερο αποτέλεσμα συνδέεται αιτιωδώς με την απόπειρα τέλεσης του
βασικού εγκλήματος, ωστόσο δεν πηγάζει από την απαξία του τελευταίου.
Μία δεύτερη άποψη, αποκλίνουσα, προέρχεται από το Σταμάτη 8 και
την περί συρροών προβληματική του. Ο εν λόγω συγγραφέας υποστηρίζει
εκεί ότι το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα αποτελεί μια
συρραφή δύο ισότιμων και αυτοτελών εγκλημάτων, δηλ. ενός εκ δόλου
και ενός εξ’ αμελείας. Περιγράφει τα εγκλήματα αυτά ως μια απλή εξωτερική
συγκόλληση δύο ανεξάρτητων αδικημάτων, χωρίς καμία εσωτερική σχέση
μεταξύ τους. Οπότε, το εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα δε
διαφέρει σε κάτι από τις περιπτώσεις της κατ’ ιδέαν συρροής εγκλημάτων
και δεν εμφανίζει κανένα πρόσθετο άδικο.
Ακόμη, όμως, κι αν παραδεχτούμε την έλλειψη οποιασδήποτε ιδιαίτερης
απαξίας των εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων, η άποψη αυτή και πάλι δεν
ευσταθεί στο σημείο που εξομοιώνει τα εγκλήματα αυτά με τη συρροή των επί
8
βλ. Σταμάτη, Συρροή, σελ. 288

14
μέρους εγκλημάτων που τα αποτελούν. Γιατί αν πρόκειται για περίπτωση κατ’
ιδέαν συρροής, πώς εξηγούνται τα βαρύτατα πλαίσια ποινής που επισύρουν τα
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, τα οποία ξεπερνούν ακόμη και
το άθροισμα των ποινών των δύο επιμέρους εγκλημάτων σύμφωνα και με τις
περί συρροής διατάξεις ;9

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι βαρύτατες ποινές που απειλούνται για
το δράστη ενός εγκλήματος χαρακτηριζόμενου από το αποτέλεσμα είναι
ένδειξη ενός ιδιάζοντος αδίκου, πολύ βαρύτερου από εκείνο που αποδίδει η
πρόσθεση της απαξίας των επιμέρους εγκλημάτων. Μόνο αν η νομική μορφή
που εκφράζει το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα αποδίδει
μία πολύ βαρύτερη σύνθεση αδίκου, δικαιολογείται το βαρύτατο πλαίσιο
ποινής, γιατί μόνο τότε αντιστοιχεί αυτή σε ανάλογα βαρύ άδικο και
συνεπώς σε ανάλογα βαριά ενοχή 10 .
Τα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα έχουν μία
ιδιαίτερη απαξία που προσομοιάζει στην ιδιαίτερη απαξία του σύνθετου
εγκλήματος της ληστείας, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε. Δηλαδή, όπως η
πρόσθετη απαξία της ληστείας έγκειται όχι στο αποτέλεσμα (κλοπή) αλλά στη
συμπεριφορά (βία), έτσι και στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, το βασικό έγκλημα περιέχει μία πρόσθετη διακινδύνευση που
επιβαρύνει την απαξία του και το καθιστά άξιο μεγαλύτερης αποδοκιμασίας,
όπως συμβαίνει και με την παράνομη βία της ληστείας. Ένα επιπρόσθετο
επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης της κατηγορίας αυτής των εγκλημάτων, κόντρα
σε όσους αμφισβητούν το αυτοτελές άδικο τους, είναι ότι αν δεν υπήρχαν οι
διατάξεις που τιμωρούν βαρύτερα κάποιες πράξεις όταν από αυτές προέρχεται
ένα βαρύτερο αποτέλεσμα, θα εφαρμόζαμε απλά τους κανόνες της συρροής κι
έτσι θα είχαμε πολύ χαμηλές από αντεγκληματικής πλευράς ποινές, ακόμη και
9
Τη σχετική αξιολογικά αντινομία επισημαίνει ο Μυλωνόπουλος, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, σελ. 263
10
Βλ. Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 265

15
με εφαρμογή της αρχής της επίτασης της βαρύτερης ποινής- που άλλωστε
ισχύει στη δική μας έννομη τάξη. Επιπλέον, θα μεταθέταμε το πρόβλημα στο
πεδίο της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής.

Γ. ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ


ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

ΓΝΗΣΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.

Η κρατούσα γνώμη σε θεωρία και νομολογία δέχεται μόνο αυτή την


κατηγορία εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων. Πρόκειται για τη σύνθεση
ενός βασικού εκ δόλου τελούμενου εγκλήματος και ενός εξ’ αμελείας
προκαλούμενου βαρύτερου περαιτέρω αποτελέσματος.

ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.

Πολλοί 11 είναι αυτοί που αμφισβητούν την ύπαρξη αυτής της


κατηγορίας εγκλημάτων. Αποτελούνται από το βασικό εκ δόλου έγκλημα και
από την εκ δόλου πρόκληση ενός βαρύτερου περαιτέρω αποτελέσματος.

Επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης των μη γνήσιων εκ του αποτελέσματος


διακρινόμενων εγκλημάτων
- Η θέσπιση υπαιτιότητας ως προς την περαιτέρω συνέπεια σκοπεύει
στον αποκλεισμό της αντικειμενικής ευθύνης 12 και όχι του δόλου. Η

11
βλ. Σταμάτη, Γενικαί αρχαί της φαινόμενης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν, 1972, σελ.289,
βλ. επίσης Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, σελ. 120, βλ. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο. σελ. 135, τέλος βλ.
Μανωλεδάκη, Επιτομή, σελ. 205 επ.
12
Αυτό καθίσταται σαφές στο κείμενο της εισηγητικής έκθεσης του ΠΚ, όπου αναφέρεται : «…διά του
άρθρου 29 πραγματοποιείται καθολικόν της συγχρόνου ποινικής επιστήμης αίτημα, δηλαδή καταργείται η εν
τω ισχύοντι Ποινικώ Νόμω καθιερουμένη επί ωρισμένων εγκλημάτων άκρατος εκ του αποτελέσματος
ευθύνη και ορίζεται, ότι εις τας εξαιρετικάς περιπτώσεις, καθ’ ας ο νόμος επιτείνει την ποινήν εάν επέλθει

16
αμέλεια του ΠΚ 29 αντιδιαστέλλεται προς το τυχαίο γεγονός και όχι
προς το δόλο. Στο ΠΚ 29 δηλαδή, απαιτείται τουλάχιστον αμέλεια,
όπως είχε και η αρχική διατύπωση της διάταξης.
- Εξ’ άλλου το ίδιο εξ’ αμελείας έγκλημα τιμωρείται πολύ βαρύτερα
όταν συνιστά επιβαρυντική περίσταση απ’ ότι όταν τελείται αυτοτελώς,
γεγονός που δεν δικαιολογείται από μόνη την αμέλεια ˙ ο νομοθέτης
είχε προφανώς στο μυαλό του το δόλο. Για παράδειγμα 13 η εξ’
αμελείας σωματική βλάβη που προβλέπεται στο ΠΚ 14, όταν τελείται
αυτοτελώς επισύρει φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια. Αντιθέτως, στο εκ του
αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα της «παραβίασης μέτρων
για την πρόληψη ασθενειών» (ΠΚ 284) προβλέπεται κάθειρξη μέχρι
δέκα χρόνια, όταν ως περαιτέρω συνέπεια επέρχεται η σωματική
βλάβη.
- Ο dolus indirectus και οι ποινές υπόνοιας λανθάνουν στα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα.
- Αποδεχόμενοι την ύπαρξη εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων, ακόμη και στις περιπτώσεις που το βαρύτερο αποτέλεσμα
αποδίδεται σε δόλο του δράστη, λύνουμε πρακτικά προβλήματα, όπως
η τιμώρηση των συμμετόχων σε περίπτωση σύμπραξης περισσοτέρων.
Με την παραπάνω άποψη τάσσεται ο Μυλωνόπουλος, στον οποίο
ανήκει και η σχετική επιχειρηματολογία.
Ωστόσο, οι Σταμάτης, Κατσαντώνης, Μαγκάκης και Μανωλεδάκης
αρνούνται ότι υπάρχουν μη γνήσια εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα και υποστηρίζουν ότι όταν το περαιτέρω αποτέλεσμα
αποδίδεται στο δόλο του δράστη πρόκειται για συρροή. Συγκεκριμένα 14 :

βαρύτερον αποτέλεσμα, τότε μόνον επιβάλλεται η βαρυτέρα ποινή, όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα δύναται ν’
αποδοθή εις αμέλειαν του πράξαντος».
13
Το παράδειγμα ανήκει στο Μυλωνόπουλο, ό.π., σελ. 155
14
βλ. Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, αρ. 45-49, σχολιαστές, Α. Ψαρούδα- Μπενάκη, Αλ. Δημάκης, Αθήνα,
Δίκαιο και Οικονομία, 1998, σελ. 446 επ.

17
Έχουμε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή : Αυτό συμβαίνει όταν έχουμε δύο
αυτοτελή εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα, καθένα από τα οποία πλήττει
και διαφορετικό έννομο αγαθό. Π.χ. βιασμός (ΠΚ 336) σε αληθινή κατ’
ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία από πρόθεση (ΠΚ 299).
Έχουμε φαινόμενη κατ’ ιδέα συρροή : Αυτό συμβαίνει όταν έχουμε δύο
αυτοτελή εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα, το βαρύτερο από τα οποία
περιέχει τα στοιχεία και την κοινωνικοηθική απαξία του ελαφρύτερου.
Π.χ. η σωματική βλάβη (ΠΚ 308) απορροφάται από την τελικά επελθούσα
και σκοπούμενη ανθρωποκτονία.
Πρόβλημα προκύπτει στην περίπτωση που το εκ δόλου προκληθέν
βαρύτερο αποτέλεσμα δε συνιστά αυτοτελές έγκλημα, όπως συμβαίνει στην
περίπτωση της βαριάς σωματικής βλάβης (ΠΚ 310), αλλά βαρύτερη μορφή
του βασικού εγκλήματος (δηλαδή της σωματικής βλάβης του ΠΚ 308), ως
επίταση της προσβολής του νομικού αντικειμένου του βασικού εγκλήματος
της σωματικής βλάβης. Τότε, καλυπτομένου του βαρύτερου αποτελέσματος
από το δόλο του δράστη, αυτός θα τιμωρηθεί με τη βαρύτερη ποινή που
ορίζεται στο νόμο (310 § 1 ΠΚ). Και τούτο, διότι, σύμφωνα και πάλι με την
ίδια άποψη δε μπορεί να τιμωρείται ο δράστης με τη βαρύτερη ποινή, όταν το
επελθόν αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια, και να μην τιμωρείται
καθόλου όταν οφείλεται σε δόλο 15 . Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απαράδεκτη
αξιολογική αντινομία. Η άποψη αυτή δε δίνει ικανοποιητική λύση στο σημείο
αυτό, καθώς καταλήγει να επιβεβαιώνει αυτό ακριβώς που αρνείται, την
ύπαρξη του δόλου και των μη γνήσιων εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο άτοπο, στο οποίο καταλήγουν οι εν λόγω
απόψεις. Γενικά οδηγούν σε επιεικέστερη τιμώρηση του δόλου σε σχέση με την
αμέλεια. Για παράδειγμα ο δράστης ληστείας με επακόλουθο τη βαριά

15
βλ. την πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλια σε ΑΠ 118/1956, ΠΧ ΣΤ, σελ. 296,
297 υποσ. 1

18
σωματική βλάβη (εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα προβλεπόμενο
στο ΠΚ 380 § 2) μπορεί να τιμωρηθεί ακόμη και με ισόβια κάθειρξη, ενώ ο
συνδυασμός ληστείας (ΠΚ 380 § 1) και σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης
(ΠΚ 310 § 1) μας δίνει, σύμφωνα με τους κανόνες της συρροής ποινή
κάθειρξης το πολύ είκοσι (20) ετών. Αν όμως δεχτούμε τα μη γνήσια εκ του
αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα, θα εφαρμοστεί το βαρύτερο
πλαίσιο ποινής και στις περιπτώσεις που συντρέχει δόλος ως προς το βαρύτερο
αποτέλεσμα, οπότε και αποφεύγονται άτοπα και αδικίες.
Εξάλλου, αν αρνηθούμε το δόλο ως προς την περαιτέρω συνέπεια και
περιοριστούμε στο να πούμε ότι εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα είναι μόνο
τα εγκλήματα των οποίων ο δράστης έχει αμέλεια ως προς το βαρύτερο
επακόλουθο, τότε αντιμετωπίζουμε ένα επιπλέον πρακτικό πρόβλημα, την
αδυναμία εφαρμογής της αρχής in dubio pro reo 16 . Διότι σε περίπτωση που
υπάρχει αμφιβολία για το είδος και το βαθμό της υπαιτιότητας του υπό κρίση
δράστη, αν για παράδειγμα δεν είμαστε σίγουροι για το αν συντρέχει
ενδεχόμενος δόλος ή ενσυνείδητη αμέλεια, σύμφωνα με την αρχή in dubio pro
reo, θα πρέπει να δεχτούμε την ελαφρύτερη μορφή υπαιτιότητας προς όφελος
του κατηγορουμένου ˙ θα καταλήξουμε, όμως να τον τιμωρήσουμε αυστηρότερα
απ’ ότι αν είχαμε δεχθεί τον δόλο.
Στον αντίποδα των παραπάνω ενστάσεων, και παρά τα διαπιστωθέντα
άτοπα στα οποία καταλήγει η θέση τους, όσοι δέχονται μόνο τα γνήσια εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, επιμένουν ότι η παραδοχή και του
δόλου ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα συνιστά παραβίαση της
συνταγματικού κύρους αρχής της αναλογικότητας, η οποία ισχύει κατά την
επιμέτρηση των ποινών και σύμφωνα με την οποία η επιβαλλόμενη κάθε
φορά ποινή πρέπει να είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του εγκλήματος και με
την ενοχή- άρα και με το βαθμό υπαιτιότητας της ενοχής του δράστη. Δε
μπορεί συνεπώς η απαξία του δόλου να εξομοιώνεται με την απαξία της
16
Βλ. Μυλωνόπουλου, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, σελ. 135, 136

19
αμέλειας, μέσω της εφαρμογής των ίδιων πλαισίων ποινής και για τα γνήσια
και για τα μη γνήσια εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα.
Επειδή πράγματι, η συλλογιστική αυτή έχει συνταγματικό έρεισμα, δε μπορεί
να παραβλεφθεί, γι’ αυτό και πρέπει να αναζητηθεί μια ικανοποιητική λύση
στο στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης και επιβολής της ποινής. Δηλαδή, το
maximum της επαπειλούμενης ποινής θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο όταν το
βαρύτερο αποτέλεσμα έχει προκληθεί με δόλο ή σε βαρύτατες περιπτώσεις
αμέλειας, προσεγγίζουσας το δόλο 17 .

Συμπερασματικά, η αποδοχή του δόλου ως προς το βαρύτερο


αποτέλεσμα- άρα και η ύπαρξη των μη γνήσιων εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενων εγκλημάτων- θεωρείται σωστή μόνο όταν :
α) ο κανόνας της «απορρόφησης» υφίσταται κανονικά,
β) όταν δεν υπάρχει αντίστοιχο με το εκ του αποτελέσματος έγκλημα
δόλου και προκειμένου να μη μείνει ο δράστης ατιμώρητος (όπως
συμβαίνει στην περίπτωση του ΠΚ 310 § 1),
γ) οι κανόνες της αληθινής συρροής αποδίδουν μικρότερο πλαίσιο ποινής
από αυτό που προβλέπεται για το εκ του αποτελέσματος έγκλημα, καθώς η
πράξη δε μπορεί να μείνει ατιμώρητη, ούτε να τιμωρείται με ποινή
μικρότερη από εκείνη που απειλείται για την πρόκλησή της με ελαφρότερη
μορφή υπαιτιότητας 18 .

Δ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ


ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΠΡΟΚΥΨΕΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ;

17
βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2000, σελ. 209
18
βλ. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Η προβληματική, Υπερ 1992, σελ. 1072

20
Κατ’ αρχάς πρέπει να διευκρινισθεί ότι δε γεννάται ζήτημα ως προς τη
συμμετοχή σε μη γνήσια εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα- για
όσους τα δέχονται- όπου το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε δόλο
του δράστη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αν υπάρχουν συμμέτοχοι που
βαρύνονται κι αυτοί με δόλο, έχουμε συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων
που προβλέπουν τα εγκλήματα εκ του αποτελέσματος και των περί
συμμετοχής διατάξεων - 45 επ. ΠΚ- δηλαδή, επιβάλλεται και στους
συμμετόχους η αυξημένη ποινή.
Τι γίνεται όμως με τα γνήσια εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, όταν δηλαδή το περαιτέρω επακόλουθο αποδίδεται στην αμέλεια
του δράστη και των «συνεργατών» του; Πώς θα τιμωρηθούν οι τελευταίοι
από τη στιγμή που συμμετοχή σε εξ’ αμελείας έγκλημα δε νοείται;

ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΣΕ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Η επιστήμη και η νομολογία, κατά παγιωμένη αντίληψη, συντείνουν ότι


ο συμπράξας ευθύνεται για συμμετοχή σε εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα, μόνο όταν ως προς την επέλευση του βαρύτερου
αποτελέσματος βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Έτσι, προτείνουν για την
τιμώρησή του την εφαρμογή των αυξημένων ποινών που προβλέπουν οι
διατάξεις των οικείων εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων εγκλημάτων.
Έτσι, οι Γάφος, Ζησιάδης, Μπουρόπουλος, Χωραφάς. Το αυτό υποστηρίζουν
και οι Ανδρουλάκης 19 , Μαγκάκης 20 , Κατσαντώνης. Ωστόσο, ο τελευταίος

19
βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2004, σελ. 169. «Κατά συναυτουργία μπορεί να τελεστεί κι ένα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, υπό την προϋπόθεση ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να
αποδοθεί σε αμέλεια όλων των συναυτουργών του βασικού εκ δόλου εγκλήματος. Αν το βαρύτερο
αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλεια ενός μόνο από τους συναυτουργούς του βασικού εγκλήματος, αυτός μεν
θα τιμωρηθεί ως αυτουργός του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, ενώ ο άλλος (ή οι άλλοι)
ως συναυτουργός/-οί μόνο του βασικού». Το αυτό επαναλαμβάνεται και στο νέο τόμο του συγγραφέως περί
απόπειρας και συμμετοχής, σελ. 203-205
20
βλ. Γ. Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, σελ. 415 «Σε περίπτωση εγκλήματος χαρακτηριζόμενου από το
αποτέλεσμα, ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται με την γι’ αυτό προβλεπόμενη βαρύτερη ποινή, μόνο εφόσον
όφειλέ και μπορούσε κι αυτός να προβλέψει την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος. Αν αυτό δε

21
παραδέχεται ότι η λύση που προτείνει «δεν εναρμονίζεται απόλυτα προς τον
χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας, καθ’ ότι τα υπό του αυτουργού
προκαλούμενα αποτελέσματα κι εν προκειμένω το βαρύτερο αποτέλεσμα,
πρέπει να καλύπτονται από τον δόλο του ηθικού αυτουργού, και όχι από την
αμέλεια αυτού» 21 .
Μάλιστα, η κρατούσα άποψη τάσσεται υπέρ της συγκεκριμένης λύσης
για όλα τα είδη της συμμετοχικής δράσης- συναυτουργία, ηθική αυτουργία,
άμεση συνέργεια, απλή συνέργεια.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ : Η § 18 ΓΕΡΜ. ΠΚ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ


ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΥΞΗΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΟ

Προτού προχωρήσουμε στην αμφισβήτηση της κρατούσας άποψης από


τους νεότερους θεωρητικούς αναπτύσσοντας τη θέση που υποστηρίζουν οι
τελευταίοι, χρήσιμο θα ήταν να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο έχουν
αντιμετωπίσει το πρόβλημα αλλοδαπές έννομες τάξεις και κυρίως η
γερμανική.
Αυτή τη στιγμή, το ζήτημα στη Γερμανία είναι λυμένο, αφότου
θεσπίστηκε η παράγραφος 18 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Στη
διάταξη αυτή προβλέπεται η επιβολή της βαρύτερης ποινής των εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων και για το συμμέτοχο που
βαρύνεται με αμέλεια ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα.
Αλλά και πριν από τη θέσπιση της § 18 Γερμ. ΠΚ και ανεξαρτήτως της
νομοθετικής αυτής ρύθμισης, η γερμανική θεωρία στη συντριπτική της
πλειοψηφία, υποστήριζε την παραπάνω θέση, δηλαδή την τιμώρηση του
βαρυνόμενου με αμέλεια συμμετόχου με τη βαρύτερη ποινή των εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων.

συμβαίνει, ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται μόνο για ηθική αυτουργία στο βασικό έγκλημα και με την
ελαφρύτερη ποινή που προβλέπεται γι’ αυτό».
21
Βλ. Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος, τομ. πρώτος , σελ. 109

22
Πώς όμως θεμελιώνουν δογματικά τις θέσεις τους; Η Gosch 22 δέχεται
τη συμμετοχή στα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα και
την τιμώρηση του συμμετόχου με τη βαρύτερη ποινή που προβλέπεται γι’
αυτά, επικαλούμενη την αδικία που συνεπάγεται η διαφορετική και άνιση
αντιμετώπιση ηθικού αυτουργού και φυσικού αυτουργού σε περίπτωση που
δεχθούμε την αντίθετη άποψη, που υποστηρίζει ότι πρόκειται για συρροή. Για
παράδειγμα, ο φυσικός αυτουργός θανατηφόρας σωματικής βλάβης θα
τιμωρηθεί με ποινή 3-15 ετών, δηλαδή σύμφωνα με το πλαίσιο ποινής που
προβλέπει για το οικείο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα ο
Γερμανικός Ποινικός Κώδικας, ενώ ο ηθικός αυτουργός που θα τιμωρηθεί για
ηθική αυτουργία σε σωματική βλάβη σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με
ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τους κανόνες της
συρροής και της επιμέτρησης με ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας το
πολύ πέντε ετών.
Μία άλλη μερίδα θεωρητικών, μεταξύ των οποίων οι Kaufman, Müller-
Dietz και άλλοι, που αποτελεί την κρατούσα γνώμη σε γερμανική επιστήμη
και νομολογία, υποστηρίζει ότι εφόσον τα εκ του αποτελέσματος
χαρακτηριζόμενα εγκλήματα έχουν ένα ιδιαίτερο αυτοτελές άδικο, στο οποίο
οφείλεται η βαρύτερη ποινή και το οποίο συντρέχει λόγω της σχέσης μεταξύ
βασικού εγκλήματος και περαιτέρω αποτελέσματος, αυτό το επιπλέον άδικο,
αυτή η ιδιαίτερη απαξία θα συντρέχει όχι μόνο για τον αυτουργό, αλλά και
για το συμμέτοχο. Κατά συνέπεια, πρέπει και στον τελευταίο να επιβληθεί η
αυξημένη ποινή που προβλέπεται για τον αυτουργό, σε συνδυασμό με τις
διατάξεις περί συμμετοχής.
Ο Oehler 23 για την επιβολή της βαρύτερης ποινής των εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων και στο συμμέτοχο προτείνει την

22
Τις απόψεις των της εν λόγω συγγραφέως αλλά και των γερμανών νομομαθών που αναφέρονται στην
παρούσα εισήγηση τις δανείζομαι από τον Κων. Γ. Φελουτζή, «Συμμετοχή στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα», Ποιν. Χρ. 1985, ΛΕ, βλ. σελ/.28 επ.
23
βλ. Φελουτζή, ΠΧ ΛΕ 1985, σελ. 444-445

23
κατασκευή «ηθική αυτουργία στο βασικό εκ δόλου έγκλημα και
παραυτουργία εξ’ αμελείας ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα». Ο Oehler
προσπαθεί να δικαιολογήσει δογματικά τον συνδυασμό των δύο αυτών
μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς με αποτέλεσμα την τιμώρηση του
συμμετόχου κατά τη διάταξη του οικείου εγκλήματος εκ του αποτελέσματος,
στην ακόλουθη συλλογιστική : είναι η ιδιότυπη σύνθεση των εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων από ένα εκ δόλου και ένα εξ’
αμελείας (συστατικό) μέρος που κάνει δυνατή εδώ τη σύνθεση διάφορων
μορφών αυτουργίας και συμμετοχής, με αποτέλεσμα την ενιαία τιμώρηση του
αυτουργού και των συμπραξάντων. Ο Oehler προτείνει και την τιμώρηση του
απλού συνεργού με βάση τη διάταξη του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος και αντίστοιχη μείωση της ποινής, παρόλο που
μείωση της ποινής μόνο για έγκλημα εκ δόλου είναι δυνατή.
Την άποψη αυτή αντικρούει ο Gössel, ο οποίος απορρίπτει την
κατασκευή της συμμετοχής στο βασικό εκ δόλου έγκλημα και παραυτουργίας
στο εξ’ αμελείας βαρύτερο αποτέλεσμα, θεωρώντας ότι αυτή η κατασκευή
παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων και έτσι τα υποβιβάζει σε απλές περιπτώσεις συρροής. Την
τιμώρηση του συμμετόχου με την αυξημένη ποινή τη θεμελιώνει ο Gössel 24
στη δομή των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων, που
ομοιάζει με τη δομή των εξ’ αμελείας εγκλημάτων. Κατ’ αυτόν, τα εκ του
αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα είναι εξ’ αμελείας εγκλήματα με
τυποποιημένη στο νόμο, ήτοι αξιόποινη, την αντικειμενική παραβίαση του
καθήκοντος επιμελείας. Μία τέτοια παραβίαση του καθήκοντος επιμελείας
είναι και η συμμετοχή (όχι δηλαδή μόνο η αυτουργία) στο βασικό έγκλημα
που σημαίνει ότι και ο συμμέτοχος είναι αυτουργός του εξ’ αμελείας
βαρύτερου αποτελέσματος. Άρα ο ηθικός αυτουργός και ο συνεργός κατά

24
βλ. Κων. Γ. Φελουτζή, Συμμετοχή στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Ποινικά Χρονικά,
ΛΕ 1985, σελ. 447

24
Gössel θα τιμωρηθούν ως άμεσοι αυτουργοί του όλου εξ’ αμελείας
εγκλήματος. Όμως, όπως επισημαίνει και ο Μπιτζιλέκης, ο Gössel δεν εξηγεί
πώς ένα εξ’ αμελείας έγκλημα καθίσταται κακούργημα και μάλιστα με
βαρύτατες ποινές.
Τέλος, σύμφωνα με μία αποκλίνουσα 25 άποψη που διατυπώθηκε, ο
συμμέτοχος στο βασικό έγκλημα, τότε μόνο μπορεί να τιμωρηθεί κατά τη
διάταξη του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, αν αναφορικά
με την εξ’ αμελείας πρόκληση του βαρύτερου αποτελέσματος από τον
δράστη, ο ίδιος βαρύνεται τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο. Η άποψη αυτή,
ωστόσο, στερείται οποιασδήποτε θεμελίωσης και λογικής βάσης, γι’ αυτό και
δεν βρήκε καμία απήχηση.

Στην Ελλάδα ο Μπιτζιλέκης 26 αναγνωρίζει ότι η νοηματική ενότητα


μιας συμμετοχικής πράξης στο βασικό έγκλημα και μιας παραυτουργικής
πράξης στο εξ’ αμελείας επιπρόσθετο αποτέλεσμα, μπορεί να συνθέσει αυτό
που αποκαλείται «συμμετοχή στο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα» με εφαρμογή των αντίστοιχων ποινών, κι αυτό για τους εξής δύο
λόγους : Πρώτον, γιατί το αυτοτελές ιδιαίτερο άδικο των εγκλημάτων αυτών
υπάρχει και στη συμμετοχή και δεύτερον γιατί διαφορετικά προκύπτει μεγάλη
αδικία από την άνιση αντιμετώπιση αυτουργού και συμμετόχου.
Όμως στο βαθμό που δεν προβλέπεται επέκταση στο χώρο της
συμμετοχής της αυξημένης απαξίας, που δέχεται ο νομοθέτης στο συνδυασμό
ενός εκ δόλου βασικού εγκλήματος και ενός εξ’ αμελείας αποτελέσματος για
τον αυτουργό, αντίθετα με ό,τι κάνει ο Γερμανός νομοθέτης στην § 18 γερμ.
ΠΚ μιλώντας ρητά για αυτουργό και για συμμέτοχο, η υιοθέτηση της
συμμετοχής στο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, με την έννοια

25
Έτσι οι Hanack/Sasse, Zur Anwendung des § 56 StGB auf den Teilnehmer, DriZ 1954. σ. 216 ep. (217) kai
H.J. Ziege, Die bedeutung der § 56 für Anstiftung und Beihilfe, NJW 1954, σ. 179 επ. Βλ. Φελουτζή, ΠΧ ΛΕ
1985, σελ. 439, υποσημείωση 29
26
βλ. Νικολάου Ε. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη : δογματική θεμελίωση του φαινομένου της
συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της, Θεσσαλονίκη Εκδ. Σάκκουλα 1990, σελ. 151 επ.

25
της επιβολής των αυξημένων πλαισίων ποινής που προβλέπουν οι ειδικές γι’
αυτό διατάξεις, δύσκολα θα ξεπερνούσε την αντίρρηση ότι προσκρούει στον
απαγορευτικό κανόνα της αναλογίας στο ποινικό δίκαιο 27 και κατ’ επέκταση
της απαγόρευσης διεύρυνσης του αξιοποίνου.
Άλλωστε, αμφισβητούμενο είναι αν υπάρχει η απαιτούμενη στην
αναλογία ταυτότητα αντικειμένου ρύθμισης. Η εσωτερική σχέση μεταξύ
βασικού εγκλήματος και αποτελέσματος υπάρχει μεταξύ δύο αυτουργιών, δύο
εγκληματικών συμπεριφορών που κινούνται στο ίδιο επίπεδο άμεσης
προσβολής. Αμφίβολο, όμως, είναι αν υπάρχει αυτή η σχέση σε επίπεδο
προσβολών έμμεσων και εξαρτημένων.

ΆΠΟΨΗ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ- ΟΡΘΟΤΕΡΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ

Έχοντας αναπτύξει τις αμφιβολίες και τις αντιρρήσεις με τις οποίες


προσπαθούν νεώτεροι θεωρητικοί να αντικρούσουν την θέση ότι και ο
συμμέτοχος που βαρύνεται με αμέλεια θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τη διάταξη
του οικείου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος και με την αυξημένη ποινή
που προβλέπεται σ’ αυτή , φτάνουμε στην αντίθετη και ορθότερη άποψη,
την οποία υποστηρίζουν οι Μανωλεδάκης, Μπιτζιλέκης, Μυλωνόπουλος,
Δημάκης με βασικό επιχείρημα ότι συμμετοχή σε εξ’ αμελείας έγκλημα δε
νοείται.
Έτσι, σύμφωνα με το Μανωλεδάκη 28 , εφόσον σύμφωνα με το νόμο
συμμετοχή σε εξ’ αμελείας έγκλημα αποκλείεται, ηθική αυτουργία ή
συνέργεια στα εγκλήματα του ΠΚ 29 δε νοείται. Το περαιτέρω αποτέλεσμα

27
Ορθά επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η κατασκευή των διακεκριμένων από το αποτέλεσμα εγκλημάτων
αποτελεί μια εξαιρετική ρύθμιση και οποιαδήποτε πρόταση διεύρυνσής της δεν μπορεί παρά να είναι
προβληματική. Βλ. Μανωλεδάκη, Επιτομή, σ. 166, Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και Προβληματική, σελ. 234
28
βλ. Ι. Μανωλεδάκη, γενική θεωρία, σελ. 432, 449

26
δημιουργεί βαρύτερη ποινική ευθύνη μόνο για το φυσικό αυτουργό του
βασικού εγκλήματος, εφόσον βέβαια οφείλεται σε αμέλειά του. Αν λ.χ. ο
ηθικός αυτουργός ευθύνεται και ο ίδιος με αμέλεια για το βαρύτερο
αποτέλεσμα, τότε αυτός τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός του βασικού
εγκλήματος σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με αυτουργία στο εξ’ αμελείας
έγκλημα αποτελέσματος.
Ο Δημάκης εξετάζει ξεχωριστά κάθε μορφή συμμετοχικής δράσης και
παρόλο που αναφέρεται και στην παραδοσιακή και κρατούσα άποψη θεωρίας
και νομολογίας, τάσσεται υπέρ της νεότερης και ορθότερης άποψης. Έτσι :
Ως προς τη συναυτουργία 29 : Ξεκινά από την παραδοχή ότι η συναυτουργία
προϋποθέτει συναπόφαση και το πλαίσιο της συναποφάσεως οριοθετεί και
την ποινική ευθύνη των συναυτουργών. Άρα στην περίπτωση που μας
απασχολεί έχουμε συναυτουργία μόνο σε σχέση με το βασικό έγκλημα και
παραυτουργία ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα. Ως προς την τιμώρηση,
όμως, κάθε συμπράττον πρόσωπο τιμωρείται ως αυτουργός του εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, εφόσον το βαρύτερο αποτέλεσμα
οφείλεται και σε δική του αμέλεια. Η άποψη Δημάκη γίνεται καλύτερα
αντιληπτή υπό τη μορφή του ακόλουθου παραδείγματος. Οι Α και Β
συναποφασίζουν να «ξυλοκοπήσουν» τον Γ. Από τον ξυλοδαρμό τελικά ο Γ
πεθαίνει. Οι Α και Β βαρύνονται και οι δύο με αμέλεια ως προς το θάνατο του
Γ. Καθένας τους θα τιμωρηθεί ως αυτουργός θανατηφόρας σωματικής
βλάβης. Αν, όμως, μόνο ο Α έχει αμέλεια ως προς το αποτέλεσμα του
θανάτου του Γ, ενώ ο Β δεν έχει ούτε καν αμέλεια, τότε ο τελευταίος θα
τιμωρηθεί ως συναυτουργός απλής σωματικής βλάβης, ενώ ο Α ως αυτουργός
θανατηφόρας σωματικής βλάβης.
Ως προς την ηθική αυτουργία 30 : Παίρνοντας το παράδειγμα του ΠΚ 380 § 2
της θανατηφόρου ληστείας, όπου τόσο ο φυσικός αυτουργός όσο και ο ηθικός
29
βλ. Συστηματική ερμηνεία του ΠΚ, άρθρα 45-49, σχολιαστές Άννα Ψαρούδα- Μπενάκη, Αλ. Δημάκης,
σελ. 63, 64.
30
Βλ. Δημάκη, Συστηματική Ερμηνεία ΠΚ, αρ. 45-49, σελ. 86-87

27
αυτουργός βαρύνονται με αμέλεια ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα του
θανάτου του παθόντος, ο μεν πρώτος θα τιμωρηθεί ως αυτουργός του οικείου
εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος και με την ποινή της
ισοβίου καθείρξεως που προβλέπει η διάταξη της § 2 του άρθρου 380, ο δε
ηθικός αυτουργός θα τιμωρηθεί για ηθική αυτουργία σε ληστεία του ΠΚ 380
§ 1 σε αληθή κατ’ ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας του ΠΚ 302
κατά παραυτουργία. Η επέκταση της εξ’ αμελείας ευθύνης για το βαρύτερο
αποτέλεσμα και στο συμμέτοχο και η αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του
άρθρου 29 ΠΚ στη συμμετοχή αντίκειται στην αρχή nullum crimen nulla
poena sine lege. Το ίδιο ισχύει και επί άμεσης συνέργειας 31 .
Ο Μπιτζιλέκης 32 , τάσσεται κι αυτός υπέρ του συνδυασμού
«συμμετοχή στο βασικό έγκλημα σε συρροή ενδεχομένως με έγκλημα εξ’
αμελείας».
Το αυτό υποστηρίζει και ο Μυλωνόπουλος 33 , σύμφωνα με τον οποίο
«σήμερα έχει ορθά επικρατήσει στη θεωρία η άποψη ότι συμμετοχή υπό
στενή έννοια δεν είναι δυνατή στο γνήσιο εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα. Όχι λοιπόν μόνον η συναυτουργία, αλλά και η ηθική
αυτουργία και η συνέργεια νοούνται μόνον ως προς το εκ δόλου βασικό
έγκλημα, ενώ ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα στοιχειοθετείται
παραυτουργία εξ’ αμελείας.
Παρόμοια εμφανίζεται και η άποψη της Καϊάφα- Γκμπάντι 34 , η οποία
εξετάζει τα ζητήματα συμμετοχής στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα αποσπασματικά και στο πλαίσιο της ενασχόλησής της με τα
κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Έτσι, ως προς το θανατηφόρο εμπρησμό που

31
Σε ό,τι αφορά τη συνέργεια (απλή) στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, αν ακολουθήσει
κανείς την κρατούσα άποψη, θα πρέπει να δεχθεί ευθύνη του απλού συνεργού και για το βαρύτερο
αποτέλεσμα, εφόσον αυτό μπορεί να αποδοθεί και σε αμέλειά του.(ΑΠ 821/1979, ΑΠ 710/1990, Εφ. Θες.
547/1990 Υπεράσπιση 1991/47 με παρατηρήσεις Μπιτζιλέκη) (από Δημάκη, συστηματική ερμηνεία ΠΚ,
άρθρα 45-49, σελ. 124)
32
βλ. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, σελ. 156
33
βλ. Χρ. Μυλωνόπουλου, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, σελ. 122
34
βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, άρθρα 264-289 ΠΚ, σελ. 180-181

28
προβλέπεται και τιμωρείται στο ΠΚ 264 γ΄ θεωρεί ότι ο συμμέτοχος θα
τιμωρηθεί για συμμετοχή στο βασικό έγκλημα του εμπρησμού σε αληθινή
κατ’ ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αλλά ακόμη κι όταν το
θανατηφόρο αποτέλεσμα αποδίδεται σε δόλο του συμμετόχου η συγγραφέας
υποστηρίζει ότι ο τελευταίος δε θα τιμωρηθεί ως αυτουργός του όλου εκ του
αποτελέσματος χαρακτηριζόμενου εγκλήματος- αρνούμενη έτσι τα μη γνήσια
εκ του αποτελέσματος εγκλήματα- αλλά για συμμετοχή στο βασικό έγκλημα
του εμπρησμού σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία από
πρόθεση. Προβληματική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η διατύπωσή της,
γιατί ενώ προτείνει την παραπάνω λύση, υιοθετώντας στην ουσία την άποψη
των νεώτερων θεωρητικών που δε δέχονται συμμετοχή στο εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα , επαναλαμβάνει τη φράση ότι «είναι
δυνατή συμμετοχή από πρόθεση σε έγκλημα που τελείται από αμέλεια».
Προφανώς, εννοεί απλά τη δυνατότητα σύμπραξης των περισσοτέρων σε
έγκλημα από το οποίο επέρχεται ένα εξ’ αμελείας βαρύτερο αποτέλεσμα.
Ως προς την πράξη που προβλέπεται στο ΠΚ 265 § 1 εδ. γ΄35 , δηλαδή
τον εμπρησμό δάσους όπου το περαιτέρω αποτέλεσμα συνίσταται στην
εξάπλωση της φωτιάς σε μεγάλη έκταση, η συγγραφέας υποστηρίζει ό,τι και
παραπάνω, όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλεια και του
συμμετόχου. Αν, όμως, το επιπρόσθετο αποτέλεσμα οφείλεται στο δόλο του
συμμετόχου, η ανωτέρω συγγραφέας θεωρεί την περίπτωση να τιμωρηθεί ο
συμμέτοχος με την ποινή του αυτουργού του εκ του αποτελέσματος
εγκλήματος αντικείμενη στην αρχή της αναλογικότητας, και καταλήγει ότι
αυτός τελικά θα τιμωρηθεί μόνο για τον εμπρησμό του δάσους, αφού δεν
υπάρχει αυτοτελές εκ δόλου έγκλημα για εξάπλωση της φωτιάς σε μεγάλη
έκταση. Αλλιώς έχει το ζήτημα αν δεν θεωρήσουμε ότι υπάρχει εκ του
αποτελέσματος έγκλημα αλλά απλή επιβαρυντική περίσταση που πρέπει

35
βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π. σελ. 237-239

29
πάντα να καλύπτεται από το δόλο του αυτουργού και των συμμετόχων. (ΠΚ
49).

ΤΟ 49§2 ΠΚ ΚΑΙ ΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Πάντως, αξίζει να αναφερθεί και η άποψη που συσχετίζει τα εκ του


αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα με την § 49 ΠΚ (ιδιαίτερες ιδιότητες
ή σχέσεις). Έτσι, ο Κονταξής 36 , επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία της
παραγράφου 2 του άρθρου 49 επί των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων
εγκλημάτων, όταν η κατά το ΠΚ 29 απαιτούμενη αμέλεια του συμμετόχου,
αναφορικά με το βαρύτερο αποτέλεσμα δε συντρέχει σε όλους τους
συμμετόχους αλλά σε μερικούς μόνο. Εμφανίζεται δηλαδή εδώ η
απαιτούμενη από το ΠΚ 29 αμέλεια ως περίσταση που λαμβάνεται υπόψη
μόνο ως προς το συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει. Οπότε δεν
υπάρχει πρόβλημα στο να τιμωρηθεί και ο συμμέτοχος σύμφωνα με τη
διάταξη που προβλέπει το οικείο εκ του αποτελέσματος έγκλημα, αλλά με
ποινή μειωμένη αν τυχόν δε βαρύνεται με αμέλεια, αφού η αμέλεια σύμφωνα
με την άποψη αυτή είναι περίσταση επαυξάνουσα το αξιόποινο. Τη θέση αυτή
ανέπτυξε πρόσφατα και ο Ανδρουλάκης 37 . Στην προσπάθεια του να
θεμελιώσει δογματικά τη θέση που ανέκαθεν υποστήριζε, υπέρ της
δυνατότητας συμμετοχής σε έγκλημα χαρακτηριζόμενο από το αποτέλεσμα
ξεκινά από τη φύση των εγκλημάτων αυτών. «Τα εγκλήματα αυτά είναι
εγκλήματα εκ δόλου που επιβαρύνονται (διακρίνονται) από την εξ’ αμελείας
πρόκληση ενός συναρτώμενου με την ιδιαίτερη επικινδυνότητά τους βαρύτερου
αποτελέσματος και όχι, αντίστροφα, εγκλήματα εξ’ αμελείας που επιβαρύνονται
εκ του ότι προκλήθηκαν από μία εκ δόλου αξιόποινη πράξη. Το εξ΄ αμελείας
έγκλημα λειτουργεί, επομένως, ως επιβαρυντική περίσταση του εκ προθέσεως

36
βλ. Κονταξή, ΠΚ, Τ΄ Α΄ σ.516, βλ. και Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, σελ. 322
37
βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Απόπειρα και Συμμετοχή, 2004, σελ. 204-205

30
εγκλήματος και όχι αντίστροφα. ....Καθόσον αφορά στην επιβαρυντική
περίσταση του εξ’ αμελείας βαρύτερου αποτελέσματος, ισχύει η πρόβλεψη
του άρθρου 49 § 2 ΠΚ. …Αληθινά, αυτό ακριβώς είναι το θετικό στήριγμα
της τιμώρησης για ηθική αυτουργία σε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο
έγκλημα, στήριγμα που ακυρώνει την μομφή για προσβολή του αξιώματος
nullum crimen nulla poena sine lege. ...Γι’ αυτό έπραξε σωστά ο
νομοθέτης μας που δεν περιέλαβε στο άρθρο 29 ειδική πρόβλεψη και για
τους συμμετόχους. Τέτοια δεν χρειαζόταν.» Όμως ο ανωτέρω συγγραφέας
παραβλέπει ότι η περίσταση που επιτείνει το αξιόποινο στα εγκλήματα που
χαρακτηρίζονται από το αποτέλεσμα, δεν είναι μόνο η υποκειμενική αμέλεια
του συμμετόχου ως προς την περαιτέρω συνέπεια, αλλά το πλήρες εξ’
αμελείας έγκλημα. «Ώστε για να υπάρχει έδαφος εφαρμογής του 49 § 2 ΠΚ
ως προς τον συμμέτοχο θα πρέπει να μπορεί να καταλογισθεί σ’ αυτόν όχι
μόνο (υποκειμενικά) η υποκειμενική περίσταση της αμέλειας αλλά και
(αντικειμενικά) το πλήρες άδικο του εξ’ αμελείας εγκλήματος , κάτι όμως που
είναι δυνατόν μόνο μέσω των περί συμμετοχής κανόνων, οι οποίοι όμως
προϋποθέτουν δόλο. Γι’ αυτό και η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης
παραμένει. Μέχρι τότε η τιμώρηση του συμμετόχου stricto sensu σε εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα θα προσκρούει στην αρχή nullum
crimen nulla poena sine lege» 38 .
Όσον αφορά τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ακολουθείται
η κρατούσα στη θεωρία γνώμη. Έτσι, χαρακτηριστική μεταξύ άλλων είναι και
η υπ’ αριθμόν 427/1999 απόφαση του ΑΠ 39 : «Από τις διατάξεις αυτές
(αναφέρονται παραπάνω τα άρθρα 29, 28 και 46 § 1 στ. α΄ ΠΚ) σε συνδυασμό
με εκείνες των α 26 και 27 ΠΚ, προκύπτει ότι ο ηθικός αυτουργός εγκλήματος
τιμωρείται με την ποινή του φυσικού αυτουργού, που τέλεσε το έγκλημα εκ
δόλου. Επί των εγκλημάτων των εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζομένων
38
Βλ. Χρ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της
περιουσίας, άρθρα 372-406 ΠΚ, 2006, σελ. 338, §§ 759 και 760
39
βλ. Ποινικά Χρονικά, 2000 (47)

31
(διακρινομένων) επί των οποίων ο αυτουργός τιμωρείται με βαρύτερη
ποινή (όπως και ο φυσικός αυτουργός), αν το (βαρύτερο) αποτέλεσμα
μπορεί να αποδοθεί και σε δική του αμέλεια, δηλαδή, μόνο εφόσον από
έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να
καταβάλει είτε δεν το προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως
ότι δε θα επερχόταν. Χωρίς εκ τούτου και να χαρακτηρίζεται ως ηθικός
αυτουργός σε εξ’ αμελείας έγκλημα, αφού σε αμέλεια, και δη και δική του,
αποδίδεται μόνο το αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη των οποίων
αφορά η ηθική αυτουργία. Παρέπεται εκ τούτων ότι επί θανατηφόρου
εμπρησμού (264 α΄ ΠΚ) τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή που προβλέπεται
για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με
αμέλεια….».
Με ευχαρίστηση δεχτήκαμε την πρόσφατη απόφαση του
Πλημμελειοδικείου της Μυτιλήνης, πρόκειται για την υπ’ αριθμ. 36/200040 .
Είναι η πρώτη απόφαση που δέχεται και εφαρμόζει τη νεότερη άποψη στο
ζήτημα συμμετοχής σε εγκλήματα του ΠΚ 29. «Αντίθετα από την κρατούσα
άποψη θα συνταχθούμε με την άποψη που θεωρεί ότι υπάρχει δογματικό
πρόβλημα στην κατάφαση συμμετοχικής δράσης στα εγκλήματα που
διακρίνονται από το αποτέλεσμα, ως προς το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα.
Έτσι, οι συμμέτοχοι σ’ αυτά, όπως η για απλή συνέργεια δεύτερη
κατηγορουμένη, είναι συμμέτοχοι στο βασικό έγκλημα μόνο. Συνεπώς, η πράξη
που έχει τελέσει η δεύτερη κατηγορουμένη είναι η απλή συνέργεια στην απλή
σωματική βλάβη, βασικό έγκλημα της πράξης που τέλεσε ο πρώτος
κατηγορούμενος και η οποία στο σύνολο της διακρίνεται από το θανατηφόρο
αποτέλεσμα που επήλθε από αμέλειά του…».

Ε. ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΤΗΝ «ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ


ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ»;
40
βλ. Ποινικά Χρονικά 2000(755)

32
Ενδιαφέρον έχει να παραθέσουμε και την άποψη του Φελουτζή 41 επί
του θέματος. Ο Φελουτζής θεωρεί ότι τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα είναι εγκλήματα δόλου, απορρίπτοντας τον χαρακτηρισμό τους ως
εξ’ αμελείας εγκλήματα.
Υποστηρίζει την επιβολή της αυξημένης ποινής, κάνοντας, όμως, λόγο
για μία «εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη συμμετοχή». Εξηγεί ότι ο
λόγος εξομοίωσης της ποινής του ηθικού αυτουργού και του άμεσου
συνεργού με αυτή του φυσικού αυτουργού ισχύει όχι μόνο επί θεμελίωσης
αλλά και επί επαύξησης του αξιοποίνου του φυσικού αυτουργού, όπως
συμβαίνει σε εγκλήματα του ΠΚ 29. «Όμως από πού προκύπτει ότι μία πράξη
με εξαρτημένο άδικο αφενός (εκείνο του βασικού εγκλήματος βάσει των
κανόνων της εξάρτησης) και ίδιο άδικο αφετέρου (εκείνο του εξ’ αμελείας
εγκλήματος), άλλως μία πράξη συμμετοχής ως προς το ένα στοιχείο και πράξη
αυτουργίας ως προς το άλλο, δίνουν την ποινή της συμμετοχής του εκ του
αποτελέσματος εγκλήματος;» 42
Και ο Φελουτζής συνεχίζει ότι η ratio των διατάξεων του ΠΚ περί
συμμετοχής, όσον αφορά ειδικά το μέτρο της προβλεπόμενης σ’ αυτές ποινής,
συντρέχει ακριβώς και στις περιπτώσεις που η πράξη του αυτουργού επέφερε
ένα βαρύτερο αποτέλεσμα, για το οποίο ευθύνεται με αμέλεια και ο
συμμέτοχος. Άρα μπορούν αναλόγως να εφαρμοσθούν τα 46 και 47 ΠΚ. Η εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενη συμμετοχή κρίνεται έτσι σύμφωνα με
τις διατάξεις των εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων σε συνδυασμό με τις
διατάξεις περί συμμετοχής. Αυτό σημαίνει, προκειμένου περί ηθικού
αυτουργού και άμεσου συνεργού, τιμώρηση με την ποινή του αυτουργού
του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, προκειμένου δε
περί απλού συνεργού , επιβολή της παραπάνω ποινής μειωμένης στα
41
βλ. Κωνσταντίνου Γ. Φελουτζή, «Συμμετοχή» στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα,
Ποινικά Χρονικά 1985, ΛΕ, σε΄. 4333-453
42
βλ. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, Κεφ. Γ΄, ΙΙ Α 3 α σελ. 154

33
μέτρα του ΠΚ 83. Όμως από πού προκύπτει ότι πρέπει πάντα να διατηρείται η
αναλογία στην ποινική μεταχείριση αυτουργού και συμμετόχων; Άλλωστε, η
αναλογία αυτή μπορεί να ανατραπεί από τη συνδρομή ιδιαιτέρων ιδιοτήτων ή
σχέσεων ή περιστάσεων (βλ. ΠΚ 49 §2). Επιπλέον, η δικαιολόγηση αυτή
παίρνει ως δεδομένο χωρίς να το θεμελιώνει όμως ότι συντρέχει περίπτωση
συμμετοχής στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα, πράγμα που αποτελεί το
ζητούμενο της παρούσας προβληματικής. 43
Ο Φελουτζής λοιπόν θεωρεί ότι και για το συμμέτοχο στο βασικό
έγκλημα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις των εκ του αποτελέσματος
εγκλημάτων, αν και ο συμμέτοχος έχει αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα.
Αυτό δεν είναι απαγορευμένη αναλογική εφαρμογή, γιατί η διατύπωση
των διατάξεων των εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων δεν περιορίζεται
μόνο στον αυτουργό. Αλλά ούτε και αναλογική εφαρμογή του ΠΚ 29
συντρέχει, παρόλο που εκεί γίνεται λόγος μόνο για τον αυτουργό του βασικού
εγκλήματος. Το ΠΚ 29 δε θεμελιώνει τη βαρύτερη ευθύνη, απλά την
περιστείλει στις περιπτώσεις αμέλειας ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα.
Εάν συνεπώς αποκλεισθεί η εφαρμογή της διάταξης αυτής για το συμμέτοχο,
ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται της αυστηρότερης τιμώρησης, αλλά πολύ
περισσότερο ευθύνεται και για την τυχαία ακόμη επέλευση του
αποτελέσματος. Εδώ ο Φελουτζής αναγνωρίζει ως κανόνα την
αντικειμενική ευθύνη στο ποινικό δίκαιο, την οποία έρχεται να περιστείλει
το ΠΚ 29, για τις περιπτώσεις αμέλειας. Η θέση του όμως, είναι ιδιαιτέρως
προβληματική εν όψει των γενικών αρχών του ποινικού δόγματος και στο
πλαίσιο των ισχυουσών συνταγματικών επιταγών. 44

ΣΤ. ΣΥΝΑΦΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑ : ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΜΗ ΔΟΛΙΑ


ΠΡΑΞΗ;
43
Η κριτική των απόψεων του Φελουτζή ανήκει και πάλι στο Μπιτζιλέκη
44
βλ. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, : δογματική θεμελίωση του φαινομένου της συμμετοχής και του
παρακολουθηματικού χαρακτήρά της, Κεφ. Γ΄,ΙΙ Α 3 α , σελ. 153, υποσημείωση 31

34
Στο πλαίσιο της παρούσας προβληματικής για τη δυνατότητα
συμμετοχής στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, αφού
εξετάσαμε και τις δύο απόψεις καταλήξαμε ότι ορθότερη είναι η άποψη που
θεωρεί ότι δε νοείται συμμετοχή σε έγκλημα του ΠΚ 29, αφού η συμμετοχική
δράση προϋποθέτει δόλο. Η παραπάνω παραδοχή συνδέεται άρρηκτα με το
ερώτημα αν για να γίνει λόγος για συμμετοχή εξυπονοείται ότι η κύρια πράξη
του αυτουργού τελείται με δόλο. Το ερώτημα αυτό έχει από πολύ καιρό
βασανίσει την επιστήμη που εμφανίζεται στο εν λόγω θέμα διασπασμένη,
άλλοτε τασσόμενη υπέρ της αναγκαιότητας του δόλου και άλλοτε όχι, με
ανάλογα κάθε φορά επιχειρήματα.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΟΛΟΥ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ


- Η χρησιμοποίηση του όρου «άδικη» πράξη στα άρθρα 46 και 47 ΠΚ 45 :
Το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευσταθήσει αν υιοθετηθούν οι
πρόσφατες περί προσωπικού αδίκου διδασκαλίες και η συστηματική
ένταξη του δόλου και της αμέλειας στο άδικο.
- Η χρησιμοποίηση του όρου «απόφαση» στην περί ηθικής αυτουργίας
διάταξη 46 : Ο όρος αυτός επαναλαμβάνεται και στη διάταξη που αφορά
στην απόπειρα, και εκεί είναι σαφές ότι απόφαση και δόλος
ταυτίζονται, αφού απόπειρα εξ’ αμελείας δε νοείται. Ωστόσο, ισχυρός
είναι ο αντίλογος που προβάλλεται ότι ως απόφαση στην ηθική
αυτουργία θα μπορούσε να θεωρηθεί η βούληση μόνο του φυσικού και
όχι του εγκληματικού περιεχομένου της πράξης. Άλλωστε, ακόμη κι αν η
παραπάνω άποψη γίνει δεκτή όσον αφορά την αναγκαιότητα του δόλου
επί ηθικής αυτουργίας, τι γίνεται με τη συνέργεια; Εκεί δεν αναφέρεται

45
βλ. Συστηματική Ερμηνεία ΠΚ, σχολιάστρια Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, σε΄. 17, §§ 48 και 49
46
βλ. Συστηματική Ερμηνεία ΠΚ, όπ.π. σελ. 17-18, §§ 50,51

35
πουθενά ο όρος «απόφαση»; Δεν είναι εκεί απαραιτήτως δολία η κύρια
πράξη;
- Η ύπαρξη των άρθρων 220 ΠΚ (υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως) και
228 ΠΚ (παραπλάνηση σε ψευδορκία) 47 : Εάν ήταν δυνατή η τιμώρηση
του ηθικού αυτουργού ακόμη κι αν ο φυσικός αυτουργός δεν είχε δόλο,
δε θα είχαν λόγο ύπαρξης αυτά τα άρθρα, αφού προβλέπουν και
ποινικοποιούν ηθική αυτουργία σε μη αξιόποινη ψευδή βεβαίωση και
σε μη αξιόποινη ψευδορκία λόγω ελλείψεως δόλου του φυσικού
αυτουργού. Τι νόημα έχει όμως η ρήτρα επικουρικότητας που υπάρχει
και στα δύο άρθρα; («…αν δεν τιμωρείται η πράξη βαρύτερα από τις
διατάξεις για την ηθική αυτουργία.») Την απάντηση προσπαθεί να δώσει
ο Ανδρουλάκης 48 , ο οποίος υποστηρίζει ότι συντρέχει ηθική αυτουργία
όταν οι συνθήκες τέλεσης εκθέτουν τον άνευ δόλου ενεργούντα ως
εγκληματία, ενώ εφαρμόζονται τα ΠΚ 220 και 228 όταν ο αυτουργός
παραμένει υπεράνω πάσης υποψίας. Η διάκριση που κάνει ο
Ανδρουλάκης εδώ δε δίνει ικανοποιητική λύση καθώς χρησιμοποιεί την
επισφαλή θεωρία της εντύπωσης ˙ στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο
επικίνδυνος αυτός που εμφανίζεται ως υπεράνω πάσης υπόνοιας, γιατί
υπό το μανδύα της νομιμοφροσύνης καλύπτει την κρυφή και ύπουλη
δράση του. Αλλά και ο Μανωλεδάκης 49 προσπαθεί να διακρίνει τις
περιπτώσεις εφαρμογής του κάθε άρθρου. Κατ’ αυτόν συντρέχει το ΠΚ
220 όταν έχουμε την δι’ εξαπατήσεως διαμόρφωση του περιεχομένου
του εγγράφου, ενώ περίπτωση ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση
συντρέχει όταν έχουμε την δι’ εξαπατήσεως πρόκληση της απόφαση
προς σύνταξη του εγγράφου. Μάλλον άνευ πρακτικής σημασίας αυτή η
διάκριση, καθώς στην ηθική αυτουργία δεν ενδιαφέρουν ούτε τα μέσα

47
Για την επιχειρηματολογία που παρατίθεται σε σχέση με τα άρθρα αυτά βλ. Συστηματική Ερμηνεία ΠΚ,
άρθρα 45-49, σελ. 19-20, §§ 56, 57, 58 και Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, σελ. 256 επ.
48
βλ. Ανδρουλάκη Ποινικά Χρονικά 1976, 206
49
βλ. Μανωλεδάκη, Επιτομή, σελ. 373, 374

36
πρόκλησης της απόφασης, ούτε οι εφαρμοσθείσες μέθοδοι, ούτε η ένταση
της ψυχικής πίεσης.
Συμπερασματικά, τα ΠΚ 220 και 228 εφαρμόζονται όταν δεν είναι
νοητή ούτε η ηθική αυτουργία (λόγω έλλειψης δόλου) ούτε η έμμεση
αυτουργία λόγω του ότι το ΠΚ 242 είναι ιδιαίτερο (στην ψευδή βεβαίωση
το υποκείμενο πρέπει να είναι υπάλληλος) και το 224 ΠΚ σωματοπαγές
(ψευδορκία). Άρα τα 228 και 220 ΠΚ δεν στοχεύουν στην προνομιακή
μεταχείριση περιπτώσεων που θα υπάγονταν στην ηθική αυτουργία, αλλά
στη διακεκριμένη μεταχείριση περιπτώσεων που αλλιώς θα έμεναν
ατιμώρητες.
- Στα εγκλήματα εξ’ αμελείας μόνο άμεση αυτουργία νοείται. Άρα η
συμμετοχή νοείται μόνο στα εκ δόλου τελούμενα εγκλήματα. Τα
περισσότερα εξ΄ αμελείας εγκλήματα είναι ουσιαστικά εγκλήματα
(αποτελέσματος), οπότε οποιοσδήποτε θέτει κάποιον αιτιώδη όρο
επελεύσεως του αποτελέσματος, είτε υπό τη μορφή παροτρύνσεως, είτε
υπό τη μορφή συνδρομής είναι αυτουργός και μάλιστα έμμεσος.
Περιπτώσεις εμμέσου αυτουργίας χαρακτηρίζονται, άλλωστε, και οι
περιπτώσεις παροτρύνσεως ή συνδρομής σε μη δόλιο φυσικό
αυτουργό. Ωστόσο, η άποψη της αναγκαιότητας του δόλου και η
κατασκευή της έμμεσης αυτουργίας δε δίνουν λύση στα ιδιόχειρα,
σωματοπαγή και ιδιαίτερα εγκλήματα.
- Επιχείρημα Welzel : Οντολογική θεώρηση, ο όρος πράξη σημαίνει τη
σκοπούμενη δράση και οπωσδήποτε το δόλο.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΟΛΟΥ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ

-Ο όρος «άδικη πράξη» : Ο δόλος συστηματικά εντάσσεται στον καταλογισμό


και όχι στο άδικο, άρα από πουθενά δεν προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση του
όρου «άδικη» πράξη σημαίνει κατ’ ανάγκη και τη δόλια πράξη. Άλλωστε,

37
σύμφωνα και με τις περί προσωπικού αδίκου διδασκαλίες και τα εξ’ αμελείας
εγκλήματα έχουν προσωπικό άδικο.
- Η αιτιολογική έκθεση του ΠΚ : Η εγκατάλειψη του άκρως
παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής και η υιοθέτηση του
συστήματος περιορισμένης εξάρτησης σημαίνει ότι καθίσταται πλέον
αδιάφορο για τη συμμετοχή «αν ο εκτελών την πράξιν είναι ικανός προς
καταλογισμόν ή όχι ή αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει άλλος τις λόγος
αποκλείων τον καταλογισμόν».

Από τη σύντομη επισκόπηση της επιχειρηματολογίας που έχει κατά


καιρούς προβληθεί, νομίζω πως γίνεται φανερό ότι δύσκολα μπορούν να
ξεπεραστούν οι δογματικές δυσκολίες που μας εμποδίζουν να δεχθούμε
συμμετοχή σε πράξη μη δολία, συμμετοχή δηλαδή σε εξ’ αμελείας έγκλημα.
Όσο το πρόβλημα αυτό παραμένει, και επειδή άμεσα συνδέεται με το
πρόβλημα της τιμώρησης των συμμετόχων στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα, συνεχώς θα προκύπτουν άδικα αποτελέσματα από
την άνιση ποινική μεταχείριση αυτουργού και συμμετόχων, ή διαφορετικά θα
πληθαίνουν οι αποφάσεις που θα τους τιμωρούν εξίσου, θα στερούνται,
ωστόσο, οποιασδήποτε δογματικής νομικής θεμελίωσης. Γι’ αυτό θα ήταν
ευχής έργο, ο Έλληνας νομοθέτης, κατά τα πρότυπα του Γερμανού και της
παραγράφου 18 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, να αναφέρει ρητώς τη
δυνατότητα τιμώρησης του βαρυνόμενου με αμέλεια συμμετόχου, στα
διακεκριμένα από το αποτέλεσμα εγκλήματα, με τα αυξημένα πλαίσια ποινής
που οι οικείες διατάξεις προβλέπουν.

38
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

- Χρίστου Μυλωνόπουλου, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα


εγκλήματα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1984
- Κωνσταντίνου Γ. Φελουτζή, Η προβληματική της «απόπειρας» στα εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Αθήνα Αντ. Ν. Σάκκουλας
1988
- Σταμάτη, Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως
της κατ’ ιδέαν, 1972
- Αλ. Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος, Τόμος πρώτος
- Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο
- Ι. Μανωλεδάκη, Επιτομή
- Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 45-49, σχολιαστές,
Α. Ψαρούδα- Μπενάκη. Αλ. Δημάκης, Αθήνα, Δίκαιο και Οικονομία,
1998
- Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 2000, 2004
- Συμεωνίδου- Καστανίδου, Η προβληματική, Υπερ 1992
- Κων. Γ. Φελουτζή, «Συμμετοχή στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα», Ποινικά Χρονικά 1985, ΛΕ
- Νικολάου Ε. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη: δογματική θεμελίωση
του φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα
της, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα 1990
- Καϊάφα- Γκμπάντι, Έννοια και Προβληματική
- Ι. Μανωλεδάκη, Γενική θεωρία
- Χρ. Μυλωνόπουλου, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα 1997
- Καϊάφα- Γκμπάντι, Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, άρθρα 264-289
Πκ,

39
- Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, Τ΄ Α΄
- Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Απόπειρα και Συμμετοχή, 2004
- Χρ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά
της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, άρθρα 372-406 ΠΚ, 2006

40

You might also like