Professional Documents
Culture Documents
Άρθρο 293 ΚΠΔ (Προκειμένου για έγκλημα που συρρέει κατ’ ιδέαν ή
τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση): «1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η
προσωρινή κράτηση συρρέει κατ’ ιδέαν με άλλο έγκλημα ή αν το έγκλημα
τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 292
υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για
ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν κατ’ ιδέαν είτε για μια από τις μερικότερες
πράξεις που απαρτίζουν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. …». Εδώ ρητά
αναγνωρίζεται η συνέκτιση ή ο συνυπολογισµός της προσωρινής κράτησης που
επιβλήθηκε µε περισσότερα του ενός εντάλµατα για κατ’ ιδέαν συρρέοντα
εγκλήµατα ή κατ’ εξακολούθηση έγκληµα. Αληθινή κατ’ ιδέαν συρροή
υφίσταται π.χ. επί βιασµού, αιµοµιξίας και αποπλάνησης παιδιού ή
κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια (άρθρα 336, 345, 339, 342 ΠΚ) ή επί
ανθρωποκτονίας µε πρόθεση και διακοπής της εγκυµοσύνης (άρθρα 299 και
304 παρ. 1 ΠΚ). Αν εποµένως αρχικά απολογήθηκε κάποιος για βιασµό
δωδεκάχρονης και κρατήθηκε προσωρινά και στη συνέχεια µετά από άσκηση
συµπληρωµατικής ποινικής δίωξης για αποπλάνηση παιδιού εκδοθεί νέο ένταλµα
προσωρινής κράτησης, η έναρξη προθεσµίας της δεύτερης προσωρινής
κράτησης υπολογίζεται από τότε που αυτός κρατήθηκε για τον βιασµό.
Επομένως, το ίδιο ισχύει και στην εξεταζόμενη περίπτωση.
«Άρθρο 250 ΚΠΔ (Εξουσία του ανακριτή): «1. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να
επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να
επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής, ούτε έχει
δικαίωμα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης. 2. Αν κατά την πορεία
της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο
ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται να ενεργεί τις
κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας
ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43.». ... Ο ανακριτής λοιπόν δικαιούται και
υποχρεούται να καλέσει και άλλα πρόσωπα σε απολογία, έστω και αν δεν αναφέρονται στην
ποινική δίωξη του εισαγγελέα, εφόσον θεωρεί, ότι αυτά εµπλέκονται στο ερευνώµενο έγκληµα,
αλλά δεν δικαιούται να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη αξιόποινη πράξη πέραν αυτής,
για την οποία ο εισαγγελέας άσκησε την ποινική δίωξη. Τούτο αποτελεί συνέπεια της αρχής,
κατά την οποία η ποινική δίωξη ενεργεί και ισχύει (για την αξιόποινη πράξη που αναφέρεται
στην ποινική δίωξη) και όχι (για το πρόσωπο που αναφέρεται ως δράστης στην ποινική
δίωξη).». Επομένως, θα μπορεί και θα οφείλει ο ανακριτής να καλέσει τους Δ και Ε
και να τους απαγγείλει κατηγορία, ζητώντας τους στη συνέχεια απολογία για την
ηθική αυτουργία στις κλοπές, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Όμως ο
ανακριτής δεν δικαιούται να ζητήσει απολογία για τις κακουργηματικές απάτες και
πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, τις οποίες οφείλει να
ανακοινώσει στον εισαγγελέα.
«Η πρακτική σημασία της έκφρασης «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του υπόπτου που
έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. β΄
απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας. Τυχόν παραμονή της στη δικογραφία
συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.» (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ
Η σηµασία της διάταξης αυτής συνίσταται στην, χάριν της διαφύλαξης του δικαιώµατος σιωπής,
µη αυτοεπιβάρυνσης και µη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουµένου, απαγόρευση αξιοποίησης
στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης του περιεχοµένου της έγγραφης κατάθεσης που
δόθηκε στην προκαταρκτική εξέταση εκ µέρους του καταγγελλοµένου ή υπόπτου και
µεταγενέστερα κατηγορουµένου. Η αποδεικτική αυτή απαγόρευση παραβιάζεται όχι µε την
τοποθέτηση στη δικογραφία αντί στο αρχείο της εισαγγελίας της έκθεσης εξέτασης του
υπόπτου (ούτε και µε την ανάγνωσή της στο ακροατήριο !) αλλά µόνο µε τη λήψη υπόψη,
την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του περιεχοµένου της αντιδικονομικά ληφθείσας
έγγραφης εξέτασης κατά τη διαµόρφωση της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης.
Τούτο θα διαγιγνώσκεται κάθε φορά µε βάση τη θεώρηση των αποδεικτικών µέσων που
χρησιµοποιήθηκαν και θεµελίωσαν την καταδικαστική απόφαση και με βάση την κρίση αν
αυτά συνιστούν ή δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία που παράγει βεβαιότητα για την ενοχή
του κατηγορουµένου, οπότε αν τα λοιπά, νόµιµα συλλεγέντα, αποδεικτικά µέσα δίνουν
αυτή τη βεβαιότητα δεν θα υφίσταται καµιά διαδικαστική παράβαση. Αν η αντιδικονομικά
ληφθείσα έγγραφη εξέταση του υπόπτου παρέμεινε στη δικογραφία αλλά δεν επηρέασε το
περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης, τότε δεν παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα
παραβίασης των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου και λόγος αναίρεσης.». Επομένως, αν
ο Ω καταδικασθεί για διακίνηση ναρκωτικών που είναι κακούργημα, δεν θα
υπάρχει προσβολή του δικαιώματος για δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη, επειδή
υφίστανται τόσα άλλα αποδεικτικά μέσα, στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η ενοχή
του κατηγορουμένου.
.....................................................................................................................................
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Αρμόδιο καθ’ ύλην για τη θανατηφόρα ληστεία, 380 παρ. 1, 2 ΠΚ, είναι
το Τριμελές Εφετείο (άρθρο 110 περ. β ΚΠΔ). Δευτεροβάθμιο είναι το
Πενταμελές Εφετείο (άρθρο 111 Β ΚΠΔ), κακή σύνθεση του
δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα, άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ,
λόγος αναίρεσης, άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ.
β) Στη δίκη για απάτη σε βαθμό κακουργήματος εκδόθηκε
καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Χ. Αυτός άσκησε έφεση και η
υπόθεση πλέον εκδικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου. Στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο συμμετέχει ο εφέτης Α, ο οποίος
συμμετείχε και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σχολιάστε με επαρκή
αιτιολογία τυχόν διαδικαστική παράβαση και συνέπειες Άρθρο 111 Α
αριθμ. 1 ΚΠΔ, πρωτοβάθμιο είναι το Τριμελές Εφετείο, κακούργημα
κατά της περιουσίας, άρθρο 111 Β ΚΠΔ : δευτεροβάθμιο είναι το
Πενταμελές Εφετείο, άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ, κακή σύνθεση, απόλυτη
ακυρότητα, άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, άρθρο 510
παρ. 1 Α ΚΠΔ.
Άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ, φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, άρθρα 112,
115 ΚΠΔ, αρμόδιο το τριμελές πλημμελειοδικείο και κατ’ έφεση το
τριμελές εφετείο = άρθρο 111 Α αριθμ. 7 ΚΠΔ. Άρθρο 15 ΚΠΔ,
υπάρχει λόγος εξαίρεσης, επιπλέον ο Χ έχει υποχρέωση να δηλώσει
αποχή κατ’ άρθρο 23 ΚΠΔ, σε αντίθεση με τη νομολογία του Αρείου
Πάγου παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα προσβολής της αξίωσης
του κατηγορουμένου για ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο,
άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, 510 παρ.
1Α ΚΠΔ. Ο Άρειος Πάγος δεν θεωρεί ότι υπάρχει διαδικαστική
παράβαση. Δέχεται λόγο αναίρεσης μόνο αν προταθεί εγκαίρως ο λόγος
εξαίρεσης κατ’ άρθρο 15 ΚΠΔ, έγινε δεκτός και παρά ταύτα μετέσχε
της σύνθεσης ο δικαστής του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Όμως εδώ
υπάρχει λόγος εξαίρεσης και έτσι παραβιάζεται η αξίωση του
κατηγορουμένου για ένα αμερόληπτο δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 της
ΕΣΔΑ). Παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα προσβολής δικαιώματος
του κατηγορουμένου για ένα αμερόληπτο δικαστήριο, άρθρο 171 παρ.
1δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ.
Ο Α για δύο συναφή εγκλήματα (128 περ. α, 129 παρ.2 ΚΠΔ). Το ένα
του Μον. Εφ. 110 περ. β ΚΠΔ, 380 παρ. 1 ΠΚ, το άλλο του ΜΟΔ, 109,
110, 111 ΚΠΔ, 299 παρ. 1 ΠΚ. Αρμόδιο για τον Α το ΜΟΔ (129 παρ.2
ΚΠΔ). Ο Β βασικά υπάγεται για τη ληστεία στο Μον. Εφ. Αλλά ως
συμμέτοχος του Α στη ληστεία θα συμπαρασυρθεί στο ΜΟΔ : Άρθρο
130 παρ. 1 εδ. α, β, γ ΚΠΔ.
Άρθρο 380. — Ληστεία. «1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές
ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν
μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί
παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. Αν από την πράξη επήλθε ο
θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με
ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη
τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. 3. Οι ποινές των προηγούμενων
παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να
κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες
με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.».
Στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν είχαμε καταληφθείσα κλοπή, στην οποία
χρησιμοποιήθηκε ένοπλη βία από τον δράστη για να διατηρήσει το κλοπιμαίο
αλλά συντελεσμένη ήδη ληστεία και ανθρωποκτονία με δόλο.
.......................................................................................................................................................
Το άρθρο 309 ΚΠΔ αναφέρει το άρθρο 380 ΠΚ και αρχικά θεωρεί κάποιος ότι
πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου αυτού. Όμως εδώ δεν έχουμε
συναφές έγκλημα (βλ. άρθρο 128 περ. α ΚΠΔ) ήσσονος βαρύτητας αλλά ίσης
βαρύτητας. Και τα δύο εγκλήματα τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη ή με κάθειρξη
τουλάχιστον 10 ετών. Υπάρχει κενό στο άρθρο 309 ΚΠΔ. Αρμόδιο δικαστήριο για
τη θανατηφόρα ληστεία είναι το τριμελές εφετείο (άρθρο 110 περ. β ΚΠΔ), ενώ
αρμόδιο για την ανθρωποκτονία με δόλο είναι το ΜΟΔ (άρθρα 109, 110, 111
ΚΠΔ). Τελικά αρμόδιο είναι το ΜΟΔ : άρθρα 128 και 129 παρ. 2 ΚΠΔ.
Ερμηνευτικά γίνεται δεκτό ότι ο εισαγγελέας θα πρέπει να ακολουθήσει τη
συνήθη διαδικασία του άρθρου 308 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι την εξαιρετική
διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ
....................................................................................................................................................
Πρακτικό ζήτημα 1 :
Πρακτικό ζήτημα 2 :
1) Στην αστυνομική προανάκριση που διενεργήθηκε χωρίς γραπτή
παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών για την τελεσθείσα από τον Α
και τον Β ανθρωποκτονία 10 ώρες μετά την τέλεση αυτής της πράξης
βρέθηκε και κατασχέθηκε στα πλαίσια έρευνας με την παρουσία
δικαστικού λειτουργού στην οικία του Β ένα διαμαντένιο δακτυλίδι
αξίας 130.000 ευρώ, που είχε κλαπεί προ τριών μηνών. Ήταν νομότυπη η
διενεργηθείσα ανακριτική πράξη της κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης του
δακτυλιδιού ; Είχαν δικαίωμα οι αστυνομικοί να προβούν σε αυτήν ;
Εν πρώτοις, η έρευνα ήταν νόμιμη στα πλαίσια αυτόφωρου
εγκλήματος όσον αφορά την ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρα
242, 245 παρ. 2 ΚΠΔ). Έχουμε εδώ τη λεγόμενη αστυνομική ή
αυτεπάγγελτη προανάκριση. Η κατάσχεση του δακτυλιδιού ήταν
ανακριτική πράξη που επιβαλλόταν ένεκα του κινδύνου απώλειας
αποδείξεων από την καθυστέρηση. Αν δεν λάμβανε χώρα άμεσα η
κατάσχεση του διαμαντένιου δακτυλιδιού, ο Β θα μπορούσε να το
εξαφανίσει και έτσι θα χανόταν το πειστήριο του εγκλήματος, που
αποδείκνυε κακουργηματική κλοπή ή τουλάχιστον αποδοχή προϊόντων
εγκλήματος, η οποία θα οδηγούσε στον δράστη της κλοπής (άρθρα 374
παρ. 1γ, 394 ΠΚ)
Άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ : «2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα
και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των
αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης
συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου
στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα,
οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να
επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να
βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς
προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή
ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς
χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις
εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.».
2) Μετά από την άσκηση ποινικής δίωξης με έγγραφη παραγγελία
του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για διενέργεια κύριας ανάκρισης (βλ.
άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ) στην κύρια ανάκριση ο Α και ο Β προτείνουν τον
ισχυρισμό της άμυνας και για τον λόγο αυτόν ζητούν την εξέταση τεσσάρων
αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, τους οποίους ο ανακριτής δεν εξέτασε,
θεωρώντας ότι η ενοχή τους προκύπτει από τις καταθέσεις των ήδη
εξετασθέντων έξι μαρτύρων κατηγορίας. Ποια δικονομική συνέπεια
επέρχεται και πώς μπορούν να προστατευθούν οι Α και Β κατά τη Νομική
Θεωρία και τη Νομολογία; Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα ένεκα
παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου να ζητήσει
διεξαγωγή αποδείξεων (άρθρα 102, 171 παρ. 1δ ΚΠΔ και άρθρο 6
παρ. 1, 3δ της ΕΣΔΑ), ενώ η κρατούσα άποψη δέχεται, ότι ο
κατηγορούμενος σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιούται μόνο να προσφύγει στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών κατ’ άρθρο 307 περ. α ΚΠΔ
3) Εάν στην καταδικαστική απόφαση του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου (του ΜΟΕ : άρθρο 109 παρ. 2 ΚΠΔ) ληφθεί υπόψη και η
ένορκη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομική προανάκριση ως μάρτυρας
στην αστυνομία και χωρίς παρουσία δικηγόρου ο κατηγορούμενος για
ανθρωποκτονία με πρόθεση Β παράγεται έννομη συνέπεια, αν
αποδεικνύεται με βεβαιότητα η ενοχή των δύο κατηγορουμένων από τα
λοιπά αποδεικτικά μέσα ;
Θα πρέπει να συλλογιστούμε ως εξής : Κάθε ύποπτος ή
κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής, μη αυτοεπιβάρυνσης και μη
αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα να έχει δικηγόρο (άρθρα 95, 96 ΚΠΔ).
Τα δικαιώματα αυτά έχει ο ύποπτος ή κατηγορούμενος στην
προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 244 παρ. 1, 3 ΚΠΔ), στην προανάκριση
(άρθρα 106, 245 παρ. 1 ΚΠΔ), στην αστυνομική ή αυτεπάγγελτη
προανάκριση (άρθρα 105, 245 παρ. 2 ΚΠΔ) και αυτονόητα στην κύρια
ανάκριση.
Στο άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής : «Προηγούμενη
έγγραφη εξέταση του υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα
άσκησης των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. β΄ απαγορεύεται να αποτελέσει
μέρος της δικογραφίας. Τυχόν παραμονή της στη δικογραφία συνιστά
προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.». Στην παράγραφο 1 εδ. β
αναφέρονται μεταξύ άλλων το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα
παράστασης με συνήγορο. Το άρθρο 244 ΚΠΔ έχει τον τίτλο
«Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση».
Ανάλογη διάταξη δεν υπάρχει για την προανάκριση και την
αστυνομική ή αυτεπάγγελτη προανάκριση, οπότε χάριν της διαφύλαξης
του δικαιώματος σιωπής που υπονομεύεται όταν ο κατηγορούμενος
εξετάζεται με όρκο (πιέζεται ψυχολογικά !) ή χωρίς συνήγορο επιβάλλεται η
ως άνω διάταξη να εφαρμοσθεί αναλογικά και στην προανάκριση και στην
αστυνομική ή αυτεπάγγελτη προανάκριση. Επομένως, στην εξεταζόμενη
περίπτωση η παραμονή της έγγραφης εξέτασης του Β στη δικογραφία και η
λήψη υπόψη αυτής στην αιτιολογία της απόφασης συνιστά προσβολή του
δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα του δικαιώματος σιωπής και
παράγει απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ (αν δεν ληφθεί
υπόψη η παραμείνασα στη δικογραφία εξέταση δεν παράγεται απόλυτη
ακυρότητα : έτσι ορθά η νομολογία του Αρείου Πάγου) : Στη σελ. 344 του
Βιβλίου
«Η πρακτική σημασία της έκφρασης «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του
υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων
της παρ. 1 εδ. β΄ απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας. Τυχόν
παραμονή της στη δικογραφία συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη
δίκη.» (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ).
Η σηµασία της διάταξης αυτής συνίσταται στην, χάριν της διαφύλαξης του
δικαιώµατος σιωπής, µη αυτοεπιβάρυνσης και µη αυτοενοχοποίησης του
κατηγορουµένου, απαγόρευση αξιοποίησης στην αιτιολογία της καταδικαστικής
απόφασης του περιεχοµένου της έγγραφης κατάθεσης που δόθηκε στην προκαταρκτική
εξέταση εκ µέρους του καταγγελλοµένου ή υπόπτου και µεταγενέστερα
κατηγορουµένου. Η αποδεικτική αυτή απαγόρευση παραβιάζεται όχι µε την
τοποθέτηση στη δικογραφία αντί στο αρχείο της εισαγγελίας της έκθεσης
εξέτασης του υπόπτου (ούτε και µε την ανάγνωσή της στο ακροατήριο !) αλλά
µόνο µε τη λήψη υπόψη, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του περιεχοµένου
της παράνομαληφθείσας έγγραφης εξέτασης κατά τη διαµόρφωση της
αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. Τούτο θα διαγιγνώσκεται κάθε φορά
µε βάση τη θεώρηση των αποδεικτικών µέσων που χρησιµοποιήθηκαν και
θεµελίωσαν την καταδικαστική απόφαση και με βάση την κρίση αν αυτά
συνιστούν ή δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία που παράγει βεβαιότητα για την
ενοχή του κατηγορουµένου, οπότε αν τα λοιπά, νόµιµα συλλεγέντα, αποδεικτικά
µέσα δίνουν αυτή τη βεβαιότητα δεν θα υφίσταται καµιά διαδικαστική παράβαση.
Αν η αντιδικονομικά ληφθείσα έγγραφη εξέταση του υπόπτου παρέμεινε στη
δικογραφία αλλά δεν επηρέασε το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης,
τότε δεν παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα παραβίασης των δικαιωµάτων του
κατηγορουµένου και λόγος αναίρεσης.». Κατ’ ορθή άποψη δεν αρκεί η
συνδρομή μιας διαδικαστικής παράβασης (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ :
προστατεύεται εδώ το δικαίωμα σιωπής, μη αυτοεπιβάρυνσης και μη
αυτοενοχοποίησης του μετέπειτα καθιστάμενου κατηγορουμένου) για να
θεμελιώσει λόγο αναίρεσης αλλά προσαπαιτείται να έχει επηρεάσει αυτή το
περιεχόμενο της απόφασης, κάτι που δεν συμβαίνει, όταν η ενοχή του
αποδεικνύεται με βεβαιότητα από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα πέραν
εκείνων που συλλέχθηκαν μέσω της διαδικαστικής
Πρακτικό ζήτημα 1 :
Πρακτικό ζήτηµα 5:
Πρακτικό ζήτημα 7: Στον Άρειο Πάγο εκδικάζεται μετά από άσκηση αίτησης
αναίρεσης υπόθεση απιστίας σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 390 ΠΚ). Ο
κατηγορούμενος Α έχει προβάλει ως λόγους απόλυτη ακυρότητα (επειδή ζήτησε να
προβεί σε παρατηρήσεις μετά την εξέταση του μάρτυρα Ω, απέρριψε ο πρόεδρος
το αίτημά του, προσέφυγε στο δικαστήριο και δεν ικανοποιήθηκε), έλλειψη της
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεδικασμένο, εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας. Ο Άρειος Πάγος
απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αφού επεξεργάστηκε όλους τους λόγους
αναίρεσης εκτός από τον λόγο αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μπορεί να πράξει κάτι προς όφελός του ο Α;
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 8 :
Η ratio legis (αιτία ή σκοπός του νόμου) όσον αφορά την απαγόρευση της
χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου συνίσταται στο να μπορεί να
ασκεί ο κατηγορούμενος ανεπιφύλακτα τα ένδικα μέσα με σκοπό τη βελτίωση της
θέσης του χωρίς να φοβάται και να έχει αναστολές, υπολογίζοντας ότι
ενδεχομένως το ανώτερο δικαστήριο θα χειροτερεύσει τη θέση του.
Περίπτωση απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου
προβλέπει και η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠΔ (Συζήτηση στο δικαστήριο της
παραπομπής): «1. Η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά
τα άρθρα 518 παρ. 2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα.
Επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 134. 2. Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε
ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε
όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση
του άρθρου 470».
Για παράδειγμα, το δικάσαν κατ’ έφεση δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο
ποινή φυλάκισης 3 ετών. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο ένεκα
απόλυτης ακυρότητας μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου για
παραβίαση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης (π.χ. απόρριψη από το δικαστήριο του
αιτήματος του κατηγορουμένου να κληθούν για να εξετασθούν δύο μάρτυρες από
Κύπρο, η οποία προκύπτει από τα πρακτικά). Το δικαστήριο, στο οποίο ο Άρειος Πάγος
παρέπεμψε την υπόθεση για να δικασθεί εκ νέου, δεν έχει εξουσία να επιβάλει ποινή
ανώτερη των 3 ετών.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που πρωτοδίκως ο Α καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3
ετών, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επιβλήθηκε φυλάκιση 2 ετών και ο Άρειος
Πάγος αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οπότε αναβίωσε η
απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί
για να υποστηρίξει την έφεσή του; Με βάση το γράμμα της διάταξης του άρθρου 501
παρ. 1 ΚΠΔ η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Όμως έτσι θα
επερχόταν χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, κάτι που απαγορεύει το
πνεύμα του άρθρου 524 ΚΠΔ. Κατά την κρατούσα άποψη το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση ο Άρειος Πάγος δεν θα δύναται να απορρίψει εν
απουσία του Α και του συνηγόρου του ως ανυποστήρικτη την έφεση, επειδή τότε θα
είχαμε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, δηλαδή φυλάκιση 3 ετών αντί
φυλάκισης 2 ετών. Θα οφείλει να εκδικάσει την υπόθεση και δεν θα δικαιούται να
επιβάλει φυλάκιση άνω των 2 ετών, αλλιώς θα υφίσταται υπέρβαση εξουσίας και λόγος
αναίρεσης.
Εξαιρέσεις από την αρχή: α) Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την παρεπόμενη
ποινή, η οποία δεν επιβλήθηκε εκ παραδρομής. Δεν εμποδίζεται δηλαδή η επιβολή
παρεπόμενης ποινής (όπως η δήμευση, η απαγόρευση της άσκησης επαγγέλματος ή η
δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης), που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν
και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί. β) Το δικαστήριο μπορεί
να επιβάλει μέτρο ασφάλειας που προβλέπει ο ΠΚ και δεν επιβλήθηκε από το
καταδικάσαν δικαστήριο. γ) Το δικαστήριο μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του
κατηγορουμένου, όταν ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά του κατηγορουμένου,
ζητώντας π.χ. την ενοχή του και για άλλες πράξεις, για τις οποίες αθωώθηκε, ή
την ενοχή για βαρύτερο έγκλημα ή την επιβολή μεγαλύτερης ποινής ή τη μη
αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης ή άλλου λόγου μείωσης της ποινής ή
γενικότερα την ανάκληση παρασχεθέντος ευεργετήματος. δ) Η ως άνω αρχή δεν
ισχύει στα ένδικα μέσα κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων. Επομένως, το
δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί π.χ. να προβεί σε ορθό νομικό
χαρακτηρισμό ενός πλημμελήματος και να παραπέμψει για κακούργημα (π.χ. αντί
κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας να παραπέμψει για κλοπή αντικειμένου του
οποίου η αξία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ κατ’ άρθρο 374 παρ. 1 περ. γ΄
ΠΚ). Ενδέχεται όμως στην περίπτωση αυτή να είναι αναγκαία προηγουμένως η
διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης, επειδή θα πρόκειται για κακούργημα
και επειδή θα είναι αναγκαία η λήψη απολογίας του κατηγορουμένου σχετικά με την
κακουργηματική κατηγορία (βλ. άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ).
Πρακτικό ζήτηµα 3: Ο Α καταδικάστηκε από το µονοµελές
πληµµελειοδικείο που εκδίκαζε παραβίαση της υποχρέωσής του για
διατροφή προς τα εγκαλούντα τέκνα του (άρθρο 358 ΠΚ) σε ποινή
φυλάκισης 10 µηνών µε τριετή αναστολή εκτέλεσης της ποινής
(άρθρο 99 ΠΚ). Το τριµελές πληµµελειοδικείο που εκδίκαζε την
υπόθεση ως δευτεροβάθµιο δικαστήριο (εφετείο) επέβαλε πάλι
φυλάκιση 10 µηνών, την οποία όµως µετέτρεψε προς 10 ευρώ την
ηµέρα χωρίς να δώσει τον λόγο στον συνήγορο ως προς την
επιβλητέα ποινή. α) Ποιες είναι οι νοµικές πληµµέλειες της
απόφασης αυτής; β) Παράγεται λόγος αναίρεσης;