You are on page 1of 57

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

1. Ο Α καταγγέλθηκε με μήνυση από άγνωστο για τέλεση κλοπών κατ’


εξακολούθηση σε αντικείµενα ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και συγκεκριµένα για
τέλεση δέκα µερικότερων πράξεων, στις οποίες τα κλαπέντα αντικείµενα
έχουν συνολική αξία 131.000 ευρώ (άρθρα 98, 372 παρ. 1, 374 παρ. 1γ ΠΚ).
Μετά τη συλλογή των αποδεικτικών µέσων στην παραγγελθείσα από τον
εισαγγελέα προκαταρκτική εξέταση η δικογραφία αποστέλλεται από την
αστυνοµία στον εισαγγελέα πλημµελειοδικών και αποδεικνύεται με
βεβαιότητα, ότι δύο από τις καταγγελθείσες κλοπές αντικειμένων συνολικής
αξίας 21.000 ευρώ (10.000 και 11.000 ευρώ) έχουν παραγραφεί ένεκα
παρέλευσης πέντε ετών από την τέλεσή τους, ενώ για τρεις ακόµα
αποδεικνύεται, ότι ο Α έχει αθωωθεί -εσφαλµένα όµως- αµετάκλητα µε
δικαστική απόφαση (ή µε βούλευµα). Για τις υπόλοιπες πέντε πράξεις, στις
οποίες η συνολική αξία των κλαπέντων αντικειµένων ανέρχεται σε 50.000
ευρώ (αντικείµενα ιδιαίτερα µεγάλης αξίας), συνάγονται επαρκείς ενδείξεις
ενοχής για τον Α. Πώς θα πρέπει να ενεργήσει εδώ ο εισαγγελέας;

Καταγγέλθηκε με μήνυση ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα κλοπής σε βαθμό


κακουργήματος. Ο εισαγγελέας διαπιστώνει μετά από την παραγγελθείσα
προκαταρκτική εξέταση ότι κάποιες πράξεις έχουν παραγραφεί και για κάποιες
υφίσταται δεδικασμένο (μερικό δεδικασμένο). Συνεπώς αυτές οι πράξεις δεν
μπορούν να διωχθούν ποινικά (άρθρα 111επ. ΠΚ, 57 παρ. 1 ΚΠΔ). Ως προς αυτές
τις μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για τις οποίες
μάλιστα κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας,
η μήνυση είναι νόμω αβάσιμη ή νομικά αστήρικτη, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών (άρθρο 27 ΚΠΔ) οφείλει να προβεί σε αρχειοθέτηση με
αναφορά στον εισαγγελέα εφετών (άρθρο 43 παρ. 3 ΚΠΔ). Ως προς τις λοιπές
μερικότερες πράξεις που συνιστούν κλοπές κατ’ εξακολούθηση αντικειμένων
ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ) οφείλει ο εισαγγελέας να
παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου
(άρθρα 112, 115 ΚΠΔ), αφού προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση και προέκυψαν
επαρκείς ενδείξεις ενοχής (άρθρο 43 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ).

2. O A έχει υπεξαιρέσει ως ταμίας και διαχειριστής πρακτορείου ΟΠΑΠ το ποσό


των 150.000 ευρώ (άρθρο 375 ΠΚ). Μόλις ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του
αμέσως αυτός και πριν ο ανακριτής περατώσει την ανάκριση, αφού
συμβουλεύτηκε τον δικηγόρο του, προέβη σε ποινική συνδιαλλαγή με τον ΟΠΑΠ
και τον ικανοποίησε εντελώς, έτσι ώστε αυτός να μην έχει πλέον καμία αξίωση
κατά του Α. Πώς θα πρέπει ο Α να αντιμετωπισθεί μετά τη σύνταξη του πρακτικού
συνδιαλλαγής; Θα άλλαζε η αντιμετώπιση, εάν ο Α προέβαινε στην ως άνω
πράξη δύο ώρες πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο;
Βασικά, καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 301 (ποινική
συνδιαλλαγή μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης) και 302 ΚΠΔ
(ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και μέχρι το
πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), οι οποίες
προβλέπουν επιβολή μειωμένης ποινής. Στην περίπτωση όμως του άρθρου 301
ΚΠΔ υπερισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 381 παρ. 3 ΠΚ (και όχι του 405 ΠΚ,
επειδή η υπεξαίρεση είναι έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας και όχι έγκλημα κατά της
περιουσίας). Ο Α θα πρέπει να απαλλαγεί (και μάλιστα μετά από πρόταση του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών : βλ.
άρθρα 308, 310, 311 ΚΠΔ). Δεν θα πρέπει ο Α να παραπεμφθεί στο ακροατήριο
και αν παραπεμφθεί δεν θα είναι επιτρεπτό να επιβληθεί μειωμένη ποινή, επειδή
υπερισχύουν οι απαλλακτικές διατάξεις του ΠΚ. Στην περίπτωση του άρθρου
302 ΚΠΔ θα μπορεί να επιβληθεί μειωμένη ποινή, επειδή πρόκειται για
κακούργημα και όχι για πλημμέλημα (βλ. άρθρο 381 παρ. 4 ΠΚ, όπου υπάρχει
πρόβλεψη για τα πλημμελήματα). Για το ως άνω κακούργημα της υπεξαίρεσης θα
μπορούσε να απαλλαγεί ο Α στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν ο παθών ΟΠΑΠ
δήλωνε ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του Α (άρθρο 381 παρ. 1 εδ. α, β, γ
ΠΚ).

3. Ο Α οδηγεί βυτιοφόρο φορτηγό, με το οποίο εκκενώνει βόθρους. Όμως δεν έχει


αποκτήσει άδεια κυκλοφορίας και σε κάποιον αστυνομικό έλεγχο συλλαμβάνεται,
καταμηνύεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και κατάσχεται το βυτιοφόρο,
έτσι ώστε δεν μπορεί πλέον να ασκήσει την επαγγελματική του δραστηριότητα και
έχει απώλειες κερδών. Σε δέκα ημέρες από την καταμήνυσή του αποκτά την
άδεια κυκλοφορίας που είχε καθυστερήσει να εκδοθεί στη διοικητική
διαδικασία. Η δίκη ορίσθηκε ένα χρόνο μετά τη υποβολή μήνυσης και τότε θα
κριθεί αν θα αποδοθεί το βυτιοφόρο στον Α ή θα δημευθεί. Ως δικηγόρος θα
μπορούσατε να κάνετε κάτι για να αποδοθεί το βυτιοφόρο πριν από τη δίκη; Με
βάση ποια διάταξη και με ποιες σκέψεις ;
«Σύμφωνα με το άρθρο 269 παρ. 3 ΚΠΔ συνάγεται πως η άρση της κατάσχεσης εναπόκειται
στην διακριτική ευχέρεια του δικαστικού συμβουλίου. Τα κριτήρια που κυριαρχούν και διέπουν
την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας για άρση ή μη της κατάσχεσης είναι: α) η πιθανότητα ή
μη να δημιουργηθούν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας από την άρση της κατάσχεσης
ορισμένου αντικειμένου, β) η πιθανότητα ή μη να ματαιωθεί η δήμευση με την άρση της
κατάσχεσης και γ) η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 251 παρ. 2 ΚΠΔ που παραπέμπει
στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, η οποία διέπει τους περιορισμούς που
επιβάλλονται σχετικά με την ιδιωτική ζωή, την προσωπική ελευθερία και την ιδιοκτησία –
περιουσία. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω το δικαστικό συμβούλιο θα είναι υποχρεωμένο να
άρει την κατάσχεση και να αποδώσει το κατασχεθέν στον ιδιοκτήτη, εφόσον με την εν λόγω
άρση δεν κινδυνεύει η ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας και δεν πιθανολογείται η
ματαίωση της δήμευσης. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας υπό τις συγκεκριμένες
συνθήκες και περιστάσεις δεν θα επέτρεπε τη δήμευση. Ακόμα, σε περίπτωση αθέμιτης και
αδικαιολόγητης μακροχρόνιας κατάσχεσης ή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία
προκάλεσε ζημία σε ξένη περιουσία, θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 104 – 106
ΕισΝΑΚ σε συνδιασμό με το άρθρο 544 ΚΠΔ. Τέλος, η παραπάνω αξίωση για αποζημίωση θα
μπορούσε να αποτελέσει μοχλό πίεσης για την άρση της κατάσχεσης.».

4. Ο Α φέρεται να συμμετείχε σε διακίνηση ναρκωτικών που είναι κακούργημα


(άρθρα 20, 23 Ν 4139/2013). Έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και μετά
από αυτή ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί την ποινική δίωξη με έγγραφη
παραγγελία προς τον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ο ανακριτής
εκδίδει αμέσως και εσπευσμένα ένταλμα συλλήψεως σε βάρος του Α, ενεργώντας
εντελώς μόνος του και χωρίς ακόμα να υφίστανται σοβαρές ή επαρκείς
ενδείξεις ενοχής. Σχολιάστε τις ενέργειες εισαγγελέα και ανακριτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ στα κακουργήματα ο εισαγγελέας
κινεί (ασκεί) την ποινική δίωξη, εφόσον έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση
(ή άλλο υποκατάστατο) και υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών λοιπόν ενήργησε εσφαλμένα, επειδή δεν υφίστανται
επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Μάλιστα, όφειλε να προβεί σε αρχειοθέτηση της
μήνυσης με σύγχρονη αναφορά προς τον εισαγγελέα εφετών (άρθρο 43 παρ. 4
ΚΠΔ). Εξάλλου, ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα σύλληψης, εφόσον
διατυπώσει σύμφωνη γνώμη ο εισαγγελέας και συντρέχουν οι προϋποθέσεις
επιβολής προσωρινής κράτησης. Νοούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις επιβολής
προσωρινής κράτησης και κυρίως η διενέργεια κύριας ανάκρισης για κακούργημα,
η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής και ο κίνδυνος-σχεδιασμός φυγής ή
επανάληψης άλλων σοβαρών εγκλημάτων (βλ. άρθρο 276 παρ. 2 ΚΠΔ).
Επομένως, ο ανακριτής που ενήργησε εσπευσμένα, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη
του εισαγγελέα και χωρίς να ελέγξει αν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις
επιβολής προσωρινής κράτησης δεν έπραξε ορθά.

Θα μπορούσε ο συνήγορος υπεράσπισης να εξαφανίσει


το ένταλμα συλλήψεως; Θα μπορούσε να προσφύγει στο συμβούλιο
πλημμελειοδικών και να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας αυτού σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 307 περ. στ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων
171 παρ. 1 δ και 176 παρ. 1 ΚΠΔ (κήρυξη ακυρότητας προκαλούμενης από την
παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου και υπόπτου).
5. Ο Α τέλεσε ανθρωποκτονία με δόλο και διακοπή κυήσεως κτυπώντας με
κλωτσιές και μπουνιές τη Β που κυοφορούσε το παιδί του (άρθρα 299 παρ. 1 και
304 παρ. 1 ΠΚ). Ο άπειρος εισαγγελικός πάρεδρος άσκησε ποινική δίωξη για την
πρώτη μόνο πράξη. Μετά από την απολογία του Α του επιβλήθηκε προσωρινή
κράτηση. Συγχρόνως όμως και επειδή προέκυψε από την ιατροδικαστική εξέταση
και τις μαρτυρικές καταθέσεις, ότι η Β κυοφορούσε το παιδί του Α και ότι όταν
την κτυπούσε ο Α είχε τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο ως προς τη διακοπή της
κύησης, ο ανακριτής ζήτησε από τον εισαγγελέα την άσκηση συμπληρωματικής
ποινικής δίωξης (άρθρο 250 ΚΠΔ). Η δικογραφία επέστρεψε στον ανακριτή από
τον εισαγγελέα μετά από 6 μήνες. Μετά την απολογία του Α επιβλήθηκε νέα
προσωρινή κράτηση στον Α για τη διακοπή της κύησης. Σχολιάστε τη νέα
προσωρινή κράτηση.

Άρθρο 293 ΚΠΔ (Προκειμένου για έγκλημα που συρρέει κατ’ ιδέαν ή
τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση): «1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η
προσωρινή κράτηση συρρέει κατ’ ιδέαν με άλλο έγκλημα ή αν το έγκλημα
τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 292
υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για
ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν κατ’ ιδέαν είτε για μια από τις μερικότερες
πράξεις που απαρτίζουν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. …». Εδώ ρητά
αναγνωρίζεται η συνέκτιση ή ο συνυπολογισµός της προσωρινής κράτησης που
επιβλήθηκε µε περισσότερα του ενός εντάλµατα για κατ’ ιδέαν συρρέοντα
εγκλήµατα ή κατ’ εξακολούθηση έγκληµα. Αληθινή κατ’ ιδέαν συρροή
υφίσταται π.χ. επί βιασµού, αιµοµιξίας και αποπλάνησης παιδιού ή
κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια (άρθρα 336, 345, 339, 342 ΠΚ) ή επί
ανθρωποκτονίας µε πρόθεση και διακοπής της εγκυµοσύνης (άρθρα 299 και
304 παρ. 1 ΠΚ). Αν εποµένως αρχικά απολογήθηκε κάποιος για βιασµό
δωδεκάχρονης και κρατήθηκε προσωρινά και στη συνέχεια µετά από άσκηση
συµπληρωµατικής ποινικής δίωξης για αποπλάνηση παιδιού εκδοθεί νέο ένταλµα
προσωρινής κράτησης, η έναρξη προθεσµίας της δεύτερης προσωρινής
κράτησης υπολογίζεται από τότε που αυτός κρατήθηκε για τον βιασµό.
Επομένως, το ίδιο ισχύει και στην εξεταζόμενη περίπτωση.

6. Ο Α έχει τελέσει ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ). Η


δικογραφία σχηματίσθηκε από τον ανακριτή και δεν χρειάζεται πλέον
συμπλήρωση. Πώς θα πρέπει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, στον οποίο
διαβιβάσθηκε από τον ανακριτή η δικογραφία, τώρα να ενεργήσει; Πώς θα όφειλε
αυτός να ενεργήσει αν αντί ανθρωποκτονίας με πρόθεση ο Α είχε τελέσει
διακίνηση ναρκωτικών (άρθρο 20 ή 23 Ν 4139/2013) ;
Στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση οφείλει ο εισαγγελέας να
συντάξει πρόταση προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών (άρθρο 308 παρ. 1
ΚΠΔ). Στην περίπτωση της διακίνησης ναρκωτικών οφείλει ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών να υποβάλει τη δικογραφία στον εισααγγελέα εφετών για τα
περαιτέρω (άρθρο 309 ΚΠΔ).

7. Η αστυνομία με την παρουσία δικαστικού λειτουργού, στα πλαίσια


αυτεπάγγελτης ή αστυνομικής προανάκρισης, κάνει νυχτερινή έρευνα σε οικία,
όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια (άρθρο 256 ΚΠΔ). Επάνω στο τραπέζι του
τζόγου βρίσκεται και ένα ρολόι ρόλεξ αξίας 100.000 ευρώ που είχε κλαπεί από
κάποιον επώνυμο πριν από ένα τρίμηνο. Θα μπορεί να προβεί νόμιμα η αστυνομία
στην κατάσχεση του κλεμμένου ρολογιού; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Εν πρώτοις, το πρακτικό δεν αναφέρει, ότι το ρολόι «παιζόταν» στον τζόγο.


Κάλλιστα, μπορούσε να το έχει αφήσει κάποιος στο τραπέζι, γιατί ήθελε να βλέπει
την ώρα. Η νυχτερινή έρευνα, όπως αναφέρει το πρακτικό, ήταν νόμιμη. Τα
τυχερά παιχνίδια τιμωρούνται με ειδικό νόμο και αναφέρονται στο άρθρο 256
ΚΠΔ. Σε κάθε περίπτωση έχουμε αυτόφωρο έγκλημα (βλ. όλο το άρθρο 256
ΚΠΔ).Το ζήτημα είναι αν ένα πειστήριο εγκλήματος που δεν είναι πλέον
αυτόφωρο μπορεί να κατασχεθεί. Την απάντηση για το ότι μπορεί να κατασχεθεί
το ρολόι μας δίνει το άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ «... Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε
αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών
στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή
κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή
πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν
όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί
ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. ». «Νοείται η αδυναμία ή η
δυσκολία συγκέντρωσης και εξασφάλισης αποδεικτικών µέσων και η πιθανότητα ότι αν δεν
ενεργηθεί αµέσως µία ανακριτική πράξη θα προκύψει δυσχέρεια για τη βεβαίωση της τέλεσης
του σχετικού εγκλήµατος ή για την εξακρίβωση του προσώπου του δράστη (π.χ. εξέταση
µάρτυρα που είναι ετοιµοθάνατος ή που πρόκειται να αναχωρήσει στο εξωτερικό ή διενέργεια
αυτοψίας για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος) ... Αν εξάλλου το ρολόι
θεωρηθεί ότι «παιζόταν» στον τζόγο, θα μπορούσε να κατασχεθεί ως
πειστήριο του εγκλήματος του τυχερού παιχνιδιού, που ήταν αυτόφωρο
έγκλημα (βλ. και άρθρο 258 ΚΠΔ).
8. Ο ανακριτής έχει δεχθεί από τον εισαγγελέα δικογραφία με τη γραπτή
παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Η ποινική δίωξη ασκήθηκε μόνο για
κλοπές κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία σε βαθμό κακουργήματος
(άρθρα 45, 98, 372 παρ. 1, 374 παρ. 1γ ΠΚ). Στο εξώφυλλο της δικογραφίας
κατονομάζονται ως δράστες ο Α, ο Β και ο Γ, που αναφέρονται και στο
διαβιβαστικό έγγραφο της αστυνομίας. Στις απολογίες τους αυτοί αναφέρουν ως
ηθικούς αυτουργούς τον Δ και τον Ε. Τι θα μπορεί και τι θα οφείλει ως προς
αυτούς (Δ και Ε) να πράξει ο ανακριτής; Αν προκύπτουν και επαρκείς ενδείξεις
ενοχής και των ως άνω πέντε για κακουργηματικές απάτες και πλαστογραφίες κατ’
εξακολούθηση και κατά συναυτουργία τι θα οφείλει να πράξει ο ανακριτής;
Δικαιούται να τους απαγγείλει κατηγορία (συντάσσοντας έγγραφο κατηγορητήριο)
και για τις πράξεις αυτές και να τους καλέσει να απολογηθούν ;

«Άρθρο 250 ΚΠΔ (Εξουσία του ανακριτή): «1. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να
επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να
επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής, ούτε έχει
δικαίωμα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης. 2. Αν κατά την πορεία
της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο
ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται να ενεργεί τις
κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας
ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43.». ... Ο ανακριτής λοιπόν δικαιούται και
υποχρεούται να καλέσει και άλλα πρόσωπα σε απολογία, έστω και αν δεν αναφέρονται στην
ποινική δίωξη του εισαγγελέα, εφόσον θεωρεί, ότι αυτά εµπλέκονται στο ερευνώµενο έγκληµα,
αλλά δεν δικαιούται να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη αξιόποινη πράξη πέραν αυτής,
για την οποία ο εισαγγελέας άσκησε την ποινική δίωξη. Τούτο αποτελεί συνέπεια της αρχής,
κατά την οποία η ποινική δίωξη ενεργεί και ισχύει (για την αξιόποινη πράξη που αναφέρεται
στην ποινική δίωξη) και όχι (για το πρόσωπο που αναφέρεται ως δράστης στην ποινική
δίωξη).». Επομένως, θα μπορεί και θα οφείλει ο ανακριτής να καλέσει τους Δ και Ε
και να τους απαγγείλει κατηγορία, ζητώντας τους στη συνέχεια απολογία για την
ηθική αυτουργία στις κλοπές, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Όμως ο
ανακριτής δεν δικαιούται να ζητήσει απολογία για τις κακουργηματικές απάτες και
πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, τις οποίες οφείλει να
ανακοινώσει στον εισαγγελέα.

9. Κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία διέταξε ο εισαγγελέας


(βλ. άρθρο 43 παρ. 1, 243 ΚΠΔ), εξετάζεται ως ύποπτος διακίνησης ναρκωτικών ο
Ω. Αυτός αποκαλύπτει σε έγγραφη εξέταση που έγινε με όρκο και χωρίς την
παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης κάποιες συναλλαγές που είχε με τρεις
χρήστες. Είχε προηγηθεί η σύλληψή του για παράδοση δύο γραμμαρίων ηρωίνης
στον Κ και μετά από έρευνα που έγινε από αστυνομικούς με την παρουσία
δικαστικού λειτουργού στην οικία του βρίσκονται 5 κιλά ηρωίνης και ζυγαριά
ακριβείας. Από τετράδιο που κρατούσε με τα γράμματά του ο Ω προκύπτουν
ονόματα και τηλέφωνα 52 χρηστών, στους οποίους πωλούσε με «ντελίβερι» την
ηρωίνη ο Ω. Οι συναλλαγές αυτές επιβεβαιώνονται μετά από νόμιμη άρση του
τηλεφωνικού απορρήτου που διέταξε το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Η έγγραφη
εξέταση του Ω έμεινε στη δικογραφία αντί να τεθεί στο αρχείο της
εισαγγελίας πλημμελειοδικών. Υπάρχει προσβολή του δικαιώματος για
δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη, αν ο Ω καταδικασθεί για διακίνηση
ναρκωτικών που είναι κακούργημα ;

«Η πρακτική σημασία της έκφρασης «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του υπόπτου που
έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. β΄
απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας. Τυχόν παραμονή της στη δικογραφία
συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.» (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ
Η σηµασία της διάταξης αυτής συνίσταται στην, χάριν της διαφύλαξης του δικαιώµατος σιωπής,
µη αυτοεπιβάρυνσης και µη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουµένου, απαγόρευση αξιοποίησης
στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης του περιεχοµένου της έγγραφης κατάθεσης που
δόθηκε στην προκαταρκτική εξέταση εκ µέρους του καταγγελλοµένου ή υπόπτου και
µεταγενέστερα κατηγορουµένου. Η αποδεικτική αυτή απαγόρευση παραβιάζεται όχι µε την
τοποθέτηση στη δικογραφία αντί στο αρχείο της εισαγγελίας της έκθεσης εξέτασης του
υπόπτου (ούτε και µε την ανάγνωσή της στο ακροατήριο !) αλλά µόνο µε τη λήψη υπόψη,
την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του περιεχοµένου της αντιδικονομικά ληφθείσας
έγγραφης εξέτασης κατά τη διαµόρφωση της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης.
Τούτο θα διαγιγνώσκεται κάθε φορά µε βάση τη θεώρηση των αποδεικτικών µέσων που
χρησιµοποιήθηκαν και θεµελίωσαν την καταδικαστική απόφαση και με βάση την κρίση αν
αυτά συνιστούν ή δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία που παράγει βεβαιότητα για την ενοχή
του κατηγορουµένου, οπότε αν τα λοιπά, νόµιµα συλλεγέντα, αποδεικτικά µέσα δίνουν
αυτή τη βεβαιότητα δεν θα υφίσταται καµιά διαδικαστική παράβαση. Αν η αντιδικονομικά
ληφθείσα έγγραφη εξέταση του υπόπτου παρέμεινε στη δικογραφία αλλά δεν επηρέασε το
περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης, τότε δεν παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα
παραβίασης των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου και λόγος αναίρεσης.». Επομένως, αν
ο Ω καταδικασθεί για διακίνηση ναρκωτικών που είναι κακούργημα, δεν θα
υπάρχει προσβολή του δικαιώματος για δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη, επειδή
υφίστανται τόσα άλλα αποδεικτικά μέσα, στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η ενοχή
του κατηγορουμένου.

10. Κατάτη διάρκεια μιας προκαταρκτικής εξέτασης


που διέταξε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για την
εξιχνίαση της ενοχής του Α για απάτη σε βαθμό κακουργήματος μετά από την
εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και τις εξηγήσεις που έδωσε ο ύποπτος
συνάγεται, ότι υπάρχουν μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταθέσουν
υπερασπιστικά για τον Α, ώστε αυτός να απαλλαγεί ή τουλάχιστον να τιμωρηθεί
για απάτη σε βαθμό πλημμελήματος και όχι για απάτη σε βαθμό κακουργήματος.
Ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη για απάτη σε βαθμό κακουργήματος
(άρθρο 386 παρ. 1 εδ. α, β ΠΚ) με έγγραφη παραγγελία προς τον ανακριτή για
διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ποιες δικονομικές διατάξεις παρέβη;

Απάντηση : Ο εισαγγελέας δεν ενήργησε ορθά. Όφειλε να εξετάσει και τους


«μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταθέσουν υπερασπιστικά για τον Α, ώστε
αυτός να απαλλαγεί ή τουλάχιστον να τιμωρηθεί για απάτη σε βαθμό
πλημμελήματος και όχι για απάτη σε βαθμό κακουργήματος». Έχει υποχρέωση
για αυτεπάγγελτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και υποχρέωση
αντικειμενικότητας, ουδετερότητας και αμεροληψίας, κάτι που σημαίνει, ότι
οφείλει να ερευνά όχι μόνο τα ενοχοποιητικά και επιβαρυντικά σε βάρος του
υπόπτου ή κατηγορουμένου στοιχεία αλλά και τα αθωωτικά, απαλλακτικά και
ελαφρυντικά στοιχεία υπέρ του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Η υποχρέωση αυτή
συνάγεται από τρεις διατάξεις, έστω και αν δεν αναφέρονται ρητά στην
προκαταρκτική εξέταση, στην
οποία ο ύποπτος δεν έχει ακόμα
αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου :
Άρθρο 239 ΚΠΔ. — Σκοπός της ανάκρισης. 1. Σκοπός της κύριας ανάκρισης είναι η συλλογή
των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να
αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. 2. Κατά την κύρια ανάκριση
γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και
βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου,
καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση
της ποινής. ...
Άρθρο 243. — Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης και διάρκεια αυτής. 1. Η
προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ. 1 εδ. δ΄ έως ζ΄
για να
και με αυτή επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων
αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Για
την επίτευξη του σκοπού αυτού κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν
όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι
ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 259, 260, 264 και 265 καθώς και όσες
προβλέπονται σε ειδικούς νόμους. ...
Άρθρο 178 ΚΠΔ. — Αποδεικτικά μέσα - Βάρος απόδειξης. 1. Στην ποινική διαδικασία
επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικών μέσων. Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική
διαδικασία είναι: α) οι ενδείξεις· β) η αυτοψία· γ) η πραγματογνωμοσύνη· δ) η ομολογία του
κατηγορουμένου· ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα. 2. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς
εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή
κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την
προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι
υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που
επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με
επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο
κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. 3. Οποιαδήποτε
αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.

.....................................................................................................................................
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

1. α) Στη δίκη για θανατηφόρα ληστεία στο δευτεροβάθμιο


δικαστήριο (ποιο είναι αυτό ;) καθήκοντα εισαγγελέα ασκεί η
Α.Β. Συνήγορος υπεράσπισης είναι ο Χ.Α. που είναι σύζυγος της
Α.Β. Σχολιάστε τυχόν διαδικαστική παράβαση και συνέπειες.

Αρμόδιο καθ’ ύλην για τη θανατηφόρα ληστεία, 380 παρ. 1, 2 ΠΚ, είναι
το Τριμελές Εφετείο (άρθρο 110 περ. β ΚΠΔ). Δευτεροβάθμιο είναι το
Πενταμελές Εφετείο (άρθρο 111 Β ΚΠΔ), κακή σύνθεση του
δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα, άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ,
λόγος αναίρεσης, άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ.
β) Στη δίκη για απάτη σε βαθμό κακουργήματος εκδόθηκε
καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Χ. Αυτός άσκησε έφεση και η
υπόθεση πλέον εκδικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου. Στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο συμμετέχει ο εφέτης Α, ο οποίος
συμμετείχε και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σχολιάστε με επαρκή
αιτιολογία τυχόν διαδικαστική παράβαση και συνέπειες Άρθρο 111 Α
αριθμ. 1 ΚΠΔ, πρωτοβάθμιο είναι το Τριμελές Εφετείο, κακούργημα
κατά της περιουσίας, άρθρο 111 Β ΚΠΔ : δευτεροβάθμιο είναι το
Πενταμελές Εφετείο, άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ, κακή σύνθεση, απόλυτη
ακυρότητα, άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, άρθρο 510
παρ. 1 Α ΚΠΔ.

γ) Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εκδίκαζε υπόθεση κλοπής


αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος
σε φυλάκιση 3 ετών. Άσκησε αυτός έφεση και στο δευτεροβάθμιο
δικαστήριο συμμετείχε ως πρόεδρος εφετών ο Χ, του οποίου ο γιος είναι
δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας, σε βάρος
της οποίας τελέσθηκε η κλοπή και η οποία δήλωσε παράσταση για την
υποστήριξη της κατηγορίας. Βέβαια, ο γιος του δεν παρέστη στο
δικαστήριο. Σχολιάστε τυχόν διαδικαστική παράβαση και συνέπειες.

Άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ, φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, άρθρα 112,
115 ΚΠΔ, αρμόδιο το τριμελές πλημμελειοδικείο και κατ’ έφεση το
τριμελές εφετείο = άρθρο 111 Α αριθμ. 7 ΚΠΔ. Άρθρο 15 ΚΠΔ,
υπάρχει λόγος εξαίρεσης, επιπλέον ο Χ έχει υποχρέωση να δηλώσει
αποχή κατ’ άρθρο 23 ΚΠΔ, σε αντίθεση με τη νομολογία του Αρείου
Πάγου παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα προσβολής της αξίωσης
του κατηγορουμένου για ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο,
άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, 510 παρ.
1Α ΚΠΔ. Ο Άρειος Πάγος δεν θεωρεί ότι υπάρχει διαδικαστική
παράβαση. Δέχεται λόγο αναίρεσης μόνο αν προταθεί εγκαίρως ο λόγος
εξαίρεσης κατ’ άρθρο 15 ΚΠΔ, έγινε δεκτός και παρά ταύτα μετέσχε
της σύνθεσης ο δικαστής του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Όμως εδώ
υπάρχει λόγος εξαίρεσης και έτσι παραβιάζεται η αξίωση του
κατηγορουμένου για ένα αμερόληπτο δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 της
ΕΣΔΑ). Παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα προσβολής δικαιώματος
του κατηγορουμένου για ένα αμερόληπτο δικαστήριο, άρθρο 171 παρ.
1δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ.

2. α) Ο Α που είναι μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης με ακραία


αριστερή ιδεολογία κάποια ημέρα βίασε τη Β και καθώς της έσφιγγε τον
λαιμό για να μην μπορεί να καλέσει σε βοήθεια της προκάλεσε τον
θάνατο από αμέλεια. Ποιο θα είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για
να εκδικάσει τα εγκλήματά του ; Σχολιάστε με άρθρα, παραγράφους και
εδάφια.
Έχουμε συναφή εγκλήματα κατ’ άρθρο 128 περ. α, 129 παρ. 2 ΚΠΔ.
Άρθρα 109, 110, 111 ΚΠΔ = το ΜΟΔ για τον θανατηφόρο βιασμό (336
παρ. 3 ΠΚ), σελ. 86επ. βιβλίου, άρθρο 111 Α παρ. 4 ΚΠΔ, το τριμελές
εφετείο για το ότι είναι μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, 187 Α ΠΚ,
υπάρχει αποκλειστική αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου.
Υπερισχύει του 129 παρ. 2 ΚΠΔ το 111 Α παρ. 4 ΚΠΔ.
β) Το τριμελές πλημμελειοδικείο Αθήνας δικάζει κλοπή αντικειμένου
ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αλλά από τη συζήτηση (= αποδεικτική
διαδικασία) προκύπτει, ότι το κλαπέν αγροτικό μηχάνημα είχε αξία όχι
100.000 ευρώ αλλά 130.000 ευρώ και ότι αρμόδιο καθ’ ύλην είναι άλλο
δικαστήριο (Μον. Εφ. 110 περ. β ΚΠΔ, 374 παρ. 1 γ ΠΚ). Συγχρόνως,
διαπιστώνει, ότι είχε καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αμετάκλητα
για την κλοπή αυτή (σε βαθμό πλημμελήματος) από το τριμελές
πλημμελειοδικείο Κορίνθου. Πώς θα πρέπει να ενεργήσει το τριμελές
πλημμελειοδικείο Αθήνας ; Αν δεν υπήρχε προηγούμενη καταδίκη, πώς
θα όφειλε να ενεργήσει;
Υπάρχει δεδικασμένο και οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη
απαράδεκτη : Άρθρα 57 παρ. 1, 119 περ. β ΚΠΔ, 368 περ. γ ΚΠΔ, στη
δεύτερη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα, 120
παρ. 3 ΚΠΔ.

γ). Ο Α τέλεσε την 9.10.2020 κακουργηματική πλαστογραφία. Την


7.7.2020 είχε τελέσει και απάτη με ζημία σε ξένη περιουσία ύψους
80.000 ευρώ. Ποια δικαστήρια είναι καθ’ ύλην αρμόδια; Ποιο τελικά θα
εκδικάσει τα δύο εγκλήματα;
Άρθρο 216 παρ. 1, 3, 4 ΠΚ, τριμελές εφετείο κακουργημάτων, 111 Α
αριθμ. 1 ΚΠΔ, 386 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, πλημμέλημα του τριμελούς
πλημμελειοδικείου, άρθρα 112, 115 ΚΠΔ, συναφή εγκλήματα, 128
περ. α ΚΠΔ, 129 παρ. 2 ΚΠΔ, αρμόδιο το τριμελές εφετείο ως ανώτερο
δικαστήριο.
3). α) Ο Α και ο Β συναποφασίζουν να τελέσουν ληστεία σε τράπεζα, ο
Α απειλώντας με βαρύ πυροβόλο όπλο και ο Β συλλέγοντας τα χρήματα
από τα ταμεία και το χρηματοκιβώτιο της τράπεζας (ληστεία κατά
συναυτουργία με καταμερισμό εργασίας : άρθρα 45, 380 παρ. 1 ΠΚ). Ο
Α καθ’ υπέρβαση της συναπόφασης, του κοινού δόλου, σκοτώνει τον
Γ, ο οποίος κατά την έξοδό τους από την τράπεζα µε τη λεία και κατά
την αποχώρησή τους όρµησε να τον συλλάβει, αν και είχαν συμφωνήσει
να μην σκοτώσουν σε καμία περίπτωση. Ποιο δικαστήριο είναι καθ’
ύλην αρμόδιο για τον καθένα από αυτούς; Ποιο δικαστήριο θα
εκδικάσει τελικά τα εγκλήματά τους;

Ο Α για δύο συναφή εγκλήματα (128 περ. α, 129 παρ.2 ΚΠΔ). Το ένα
του Μον. Εφ. 110 περ. β ΚΠΔ, 380 παρ. 1 ΠΚ, το άλλο του ΜΟΔ, 109,
110, 111 ΚΠΔ, 299 παρ. 1 ΠΚ. Αρμόδιο για τον Α το ΜΟΔ (129 παρ.2
ΚΠΔ). Ο Β βασικά υπάγεται για τη ληστεία στο Μον. Εφ. Αλλά ως
συμμέτοχος του Α στη ληστεία θα συμπαρασυρθεί στο ΜΟΔ : Άρθρο
130 παρ. 1 εδ. α, β, γ ΚΠΔ.

Άρθρο 380. — Ληστεία. «1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές
ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν
μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί
παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. Αν από την πράξη επήλθε ο
θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με
ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη
τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. 3. Οι ποινές των προηγούμενων
παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να
κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες
με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.».
Στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν είχαμε καταληφθείσα κλοπή, στην οποία
χρησιμοποιήθηκε ένοπλη βία από τον δράστη για να διατηρήσει το κλοπιμαίο
αλλά συντελεσμένη ήδη ληστεία και ανθρωποκτονία με δόλο.

β). Ο Α τελεί σε βάρος του Δ μια συκοφαντική δυσφήμηση με τον Β, ο


οποίος είναι δικηγόρος (άρθρα 45, 362, 363 ΠΚ). Συγκεκριμένα,
απέστειλαν ο Α και ο Β συκοφαντική επιστολή που υπέγραψαν και οι
δύο στην Γ για τον Δ, ο οποίος έκανε πρόταση γάμου στη Γ. Ποιο
δικαστήριο είναι για τον καθένα αρμόδιο καθ’ ύλην ; Ποιο θα εκδικάσει
την όλη υπόθεση;

Βασικά το τριμελές πλημμελειοδικείο, άρθρα 112, 115 ΚΠΔ, τιμωρείται


η συκοφαντική δυσφήμηση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και
χρηματική ποινή, αλλά ο δικηγόρος ως πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας
υπάγεται στο τριμελές εφετείο, άρθρο 111 Α αριθμ. 6 ΚΠΔ. Κατά το
άρθρο 130 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ το τριμελές εφετείο θα δικάσει και τους
δύο.

γ). Ο Α είναι προϊστάμενος Πολεοδομίας και εξέδωσε εν γνώσει του


άδεια δόμησης σε ακίνητο χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του
νόμου (ήταν έκτασης 3.500 τ.μ. αντί τουλάχιστον 4.000 τ.μ.). Τέλεσε
έτσι παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ). Στην καθ’ ύλην
αρμοδιότητα τίνος δικαστηρίου υπάγεται; Τελικά ποιο δικαστήριο θα
είναι αρμόδιο, αν στην πράξη αυτή τον έπεισε ο φίλος του δικηγόρος Β;
Άρθρα 112, 115 παρ. 1δ ΚΠΔ αρμόδιο είναι το τριμελές
πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για τον δικηγόρο ως πρόσωπο ιδιάζουσας
δωσιδικίας το τριμελές εφετείο άρθρο 111 Α αριθμ. 6 ΚΠΔ, κατά το
άρθρο 130 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ το τριμελές εφετείο θα δικάσει και τους
δύο συμμετόχους.

4. α) Ο Α κλητεύθηκε στο ακροατήριο του τριμελούς


πλημμελειοδικείου με επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος στον
ένοικο του διπλανού διαμερίσματος. Σχολιάστε και να αναφέρετε
συνέπειες. Τι ισχύει αν ο Α εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν
προβάλει αντιρρήσεις;
Σχετική ακυρότητα, θα πρέπει να κηρυχθεί η διαδικασία
απαράδεκτη ελλείψει νόμιμης κλήτευσης, δεν είναι σύνοικος ο
ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, άρθρα 154 παρ. 2, 155 ΚΠΔ
(αναφέρει τα πρόσωπα που διαμένουν μαζί με τον κατηγορούμενο),
172 παρ. 1 ΚΠΔ, αν εμφανισθεί ο Α και δεν προταθεί η ακυρότητα
της επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος καλύπτεται : άρθρο 175
παρ. 2 ΚΠΔ. Υφίσταται υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναίρεσης, αν
γίνει η διαδικασία. Θα υπάρχει και λόγος έφεσης.

β). Ο A, δικαζόμενος για ανθρωποκτονία με δόλο στο δευτεροβάθμιο


δικαστήριο (ποιο; ΜΟΔ - ΜΟΕ 109, 111, 112 ΚΠΔ,), προέβαλε τον
ισχυρισμό με σαφή τρόπο και τον ανέπτυξε και προφορικά ότι σκότωσε
σε άμυνα, επικαλούμενος μάλιστα και δύο μάρτυρες υπεράσπισης
που κατέθεσαν. Το δικαστήριο τον καταδίκασε, στηριζόμενο
αποκλειστικά στις καταθέσεις πέντε μαρτύρων κατηγορίας, που
κάθονταν στο τραπέζι του θύματος, χωρίς να πάρει θέση πάνω στον
προβληθέντα ισχυρισμό. Μάλιστα, οι δύο μάρτυρες υπεράσπισης
κάθονταν σε άλλο τραπέζι του κέντρου διασκέδασης και δεν είχαν
καμιά σχέση με τον κατηγορούμενο. Σχολιάστε την απόφαση του
δικαστηρίου.

Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ένεκα μη


απάντησης σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Οι δύο
μάρτυρες υπεράσπισης που κάθονταν σε άλλο τραπέζι του κέντρου
διασκέδασης και δεν είχαν καμιά σχέση με τον κατηγορούμενο εκ
πρώτης όψεως είναι πλέον αξιόπιστοι σε σχέση με τις καταθέσεις των
πέντε μαρτύρων κατηγορίας, που κάθονταν στο τραπέζι του θύματος και
τεκμαίρεται ότι ήταν γνωστοί του ή και φίλοι του. Δεν έλαβε εδώ χώρα
η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση αποδείξεων που αποτελεί
συστατικό στοιχείο της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
της απόφασης.

γ). Ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε προς τον πρόεδρο του


δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αίτημα για εξέταση μαρτύρων
υπεράσπισης και τόσο ο πρόεδρος όσο και όλο το δικαστήριο
απέρριψαν το αίτημα, μολονότι οι μάρτυρες ήταν ουσιώδεις και
αποδείκνυαν την αθωότητα του κατηγορουμένου. Ο γραμματέας από
απροσεξία και κόπωση δεν κατέγραψε στα πρακτικά της συνεδρίασης
το αίτημα και την απόρριψη. Μια βιντεοσκόπηση όμως της δίκης
αποδεικνύει τα συμβάντα. Πώς πιστεύετε, ότι θα ενεργήσει ή θα πρέπει
να ενεργήσει ο Άρειος Πάγος σε μια αίτηση αναίρεσης για προσβολή
των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ; Θα δεχθεί ή όχι τον
υφιστάμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης ένεκα απόλυτης
ακυρότητας λόγω προσβολής δικαιώματος του κατηγορουμένου;
Βασικά, τα πρακτικά αποδεικνύουν τις διαδικαστικές παραβάσεις και
έχουν θετική και αρνητική σημασία : όσα αναγράφονται στα πρακτικά
θεωρούνται ότι συνέβησαν και όσα δεν αναγράφονται θεωρούνται ότι
δεν συνέβησαν, έστω και αν συνέβησαν. Τελευταία ο Άρειος Πάγος υπό
την επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ λαμβάνει υπόψη για τη
διαπίστωση διαδικαστικών παραβάσεων εκτός των πρακτικών της
συνεδρίασης και έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία και
στοιχεία που βρίσκονται εκτός δικογραφίας. Θα οφείλει ο Άρειος
Πάγος να δεχθεί απόλυτη ακυρότητα λόγω προσβολής δικαιώματος του
κατηγορουμένου για εξέταση ουσιωδών μαρτύρων, άρθρο 6 παρ. 1, 3δ
ΕΣΔΑ, άρθρα 171 παρ. 1 δ, 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ, δεχόμενο το
αποδεικτικό μέσο της βιντεοσκόπησης. Η υποχρέωσή του αυτή
συνάγεται από το ότι το ΕΔΔΑ και πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου
Πάγου έχουν καταδικάσει την υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση
ποινικοδικονομικών διατάξεων που συνιστά φραγμό στην ανεύρεση
της αλήθειας και στην έκδοση ορθοδίκαιης απόφασης.

5). α) Το Τριμελές Εφετείο, εκδικάζοντας έφεση κατ’ απόφασης του


Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε
φυλάκιση τριών ετών, χωρίς να συντρέχουν κάποιες δικονομικές
προϋποθέσεις. Να αναφέρετε τις συνέπειες.
υπέρβαση εξουσίας και λόγος αναίρεσης. Νομολογία Αρείου Πάγου.
Άρθρο 510 παρ. 1 Θ ΚΠΔ.

β) Ο Α βίασε τη δωδεκάχρονη θυγατέρα του Β με συνουσία. Αρχικά ο


άπειρος εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για βιασμό (άρθρο 336 παρ.
1 ΠΚ). Ο Α καταδικάστηκε αμετάκλητα και του επιβλήθηκε
κάθειρξη δέκα ετών. Στη συνέχεια ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
έδωσε εντολή στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική
δίωξη και για τις πράξεις της αποπλάνησης ανηλίκου (άρθρο 339 ΠΚ :
γενετήσιες πράξεις με ανήλικο) και της αιμομιξίας (άρθρο 345 ΠΚ :
γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών), για τις οποίες ο Α δεν
καταδικάστηκε. Σχολιάστε τις διαφορετικές απόψεις.

Ο Άρειος Πάγος δεν δέχεται δεδικασμένο κατά το άρθρο 57 παρ. 1 ΚΠΔ


και θεωρεί ότι μπορεί να δικασθεί εκ νέου ο Α και για τα λοιπά
εγκλήματα. Το ΕΔΔΑ σε πάγια νομολογία δέχεται ότι πρόκειται για το
αυτό γεγονός, για την ίδια δηλαδή πράξη, και παράγεται δεδικασμένο,
οπότε δεν μπορεί να ασκηθεί εκ νέου ποινική δίωξη και ούτε να
καταδικασθεί ο Α. Πράγματι, το γεγονός και η πράξη είναι μια και η
αυτή. Απλά, επιδέχεται πλείονες νομικούς χαρακτηρισμούς και
επειδή προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά υφίσταται κατ’
ιδέαν αληθινή συρροή (γενετήσια ελευθερία ή σεξουαλική
αυτοδιάθεση και ανθρώπινη αξιοπρέπεια, παιδική αθωότητα και
αγνότητα, ψυχική γαλήνη και ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας
ανηλίκου).

γ) Ο εφέτης Α δικάζει σε πρώτο βαθμό στο Τριμελές Εφετείο


Κακουργημάτων απάτη με κατηγορούμενο τον Β. Την υπόθεση αυτή
γνώριζε και μάλιστα είχε καταθέσει πριν από τρία χρόνια ως μάρτυρας
υπεράσπισης στην κύρια ανάκριση. Αφού παρακολούθησε όλη την
ακροαματική διαδικασία, συμμετείχε στην ομόφωνα εκδοθείσα
αθωωτική απόφαση. Σχολιάστε, αν υπάρχει ελάττωμα στην απόφαση
και ποιες θα είναι οι συνέπειες.
Κακή σύνθεση, απόλυτη ακυρότητα, άρθρα 14 παρ. 2 περ. δ, 171
παρ. 1 περ. α ΚΠΔ. Θα μπορούσε η εισαγγελική αρχή να ασκήσει
έφεση.
....................................................................................................................................

.......................................................................................................................................................

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1. Ο Έλληνας Α εισήγαγε στην Ολλανδία 50 κιλά


ηρωίνης και καταδικάστηκε εκεί αμετάκλητα, εκτίοντας μάλιστα ποινή
στέρησης της ελευθερίας 5 ετών. Στη συνέχεια επανήλθε στην Ελλάδα
και του ασκήθηκε ποινική δίωξη για αγορά, κατοχή και εξαγωγή
ναρκωτικών ουσιών (των ως άνω 50 κιλών ηρωίνης) από την
Ελλάδα στην Ολλανδία. Σχολιάστε.

Δεδικασμένο κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ, άρθρο 50 Χάρτη Θεμελιωδών


Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 9 παρ. 3 ΠΚ,
Πρόκειται για γεγονότα που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και
συναποτελούν μια και την αυτή συμπεριφορά ή πράξη.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2. Α διέπραξε φοροδιαφυγή (ή λαθρεμπορία) και του


επιβλήθηκε ένα πολύ βαρύ διοικητικό πρόστιμο, το οποίο πλήρωσε. Στη
συνέχεια δικάζεται από το ποινικό δικαστήριο για την ως άνω πράξη.
Σχολιάστε.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΤΑΙ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η
ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΠΛΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ. Η επιβολή διοικητικού
προστίμου παράγει δεδικασμένο για την ποινική διαδικασία.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η


κατηγορούμενη για κακουργηματική υπεξαίρεση Α
προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα δακτυλίδια και τα
λοιπά τιμαλφή της τα χάρισε (τα δώρισε) ο
παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας
και δεν της τα έδωσε απλώς για να τα φυλάξει. Τι
είδους ισχυρισμός είναι αυτός ; Θα πρέπει να
κάνει κάτι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν η Α
ισχυρισθεί, ότι ο Κοσμηματοπώλης Ω γνωρίζει
τις δωρεές;

Άρειος Πάγος και ΕΔΔΑ έχουν αντίθετες απόψεις.


Είναι αρνητικός της κατηγορίας, αρνείται το
στοιχείο «ξένο κινητό πράγμα», θα πρέπει να το
ερευνήσει το δικαστήριο και να απαντήσει κατά το
178 παρ. 2. Άρειος πάγος versus ΕΔΔΑ με τρεις
σύμφωνες με το ΕΔΔΑ αρεοπαγιτικές. Ο Άρειος
Πάγος θεωρεί, ότι υπάρχει έλλειψη της ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας μόνο αν δεν
απαντηθεί αυτοτελής ισχυρισμός (αυτοτελείς είναι
οι ισχυρισμοί που τείνουν στην άρση του
αδίκου, στον αποκλεισμό ή στη μείωση του
καταλογισμού, στην εξάλειψη του αξιοποίνου -
παραγραφή, αμνηστία, μη εμπρόθεσμη υποβολή
έγκλησης, έμπρακτη μετάνοια - ή στη μείωση ή
ελάφρυνση της ποινής). Το ΕΔΔΑ λέει ότι πρέπει
να απαντώνται όλοι οι ισχυρισμοί του
κατηγορουμένου. Τρεις αρεοπαγιτικές ακολούθησαν
το ΕΔΔΑ. Μη αυτοτελείς ισχυρισμοί ή αρνητικοί
της κατηγορίας ισχυρισμοί είναι όσοι αρνούνται
την ύπαρξη ενός στοιχείου της νομοτυπικής
υπόστασης του εγκλήματος (αντικειμ. υπόστ.,
υποκ. υπόστ., εξωτ. όρος του αξιοπ., υποκειμεν.
στοιχ. του αδίκου).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4. Ο ανακριτής Α σε μια υπόθεση βιασμού διόρισε


πραγματογνώμονα για να ενεργήσει ανάλυση D.N.A. και να συγκρίνει
το σπέρμα που αφέθηκε στο σλιπάκι της βιασθείσας (γενετικό
αποτύπωμα) με το αίμα του κατηγορουμένου (γενετικό υλικό). Οφείλει
να πράξει κάτι για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου;

Υποχρεούται να γνωστοποιήσει τον διορισμό στον κατηγορούμενο για


να ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης του διορισθέντος πραγματογνώμονα
και το δικαίωμα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, αλλιώς παράγεται
απόλυτη ακυρότητα. Εκεί αναφέρονται και τα σχετικά άρθρα του ΚΠΔ
(191, 192, 204 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5. Ο Α και ο Β φέρεται να τέλεσαν μαζί κλοπή κατά


συναυτουργία σε βαθμό κακουργήματος, αφαιρώντας από οικία
αντικείμενα συνολικής αξίας άνω των 120.000 ευρώ (άρθρα 45, 372
παρ. 1, 374 παρ. 1 περ. γ ΠΚ). Αποδεικνύεται με βεβαιότητα, ότι ο Α
ήταν ένας από τους δύο δράστες, αν και αυτός αρνείται πεισματικά την
ενοχή του. Για τον Β οι ενδείξεις ενοχής είναι το ότι είναι κολλητός του
Α, κάνουν σχεδόν καθημερινά παρέα και πίνουν μαζί τον καφέ στην ίδια
καφετέρια και το γεγονός ότι μετά από τον χρόνο της κλοπής αγόρασε ο
Β Mercedes 200, για την οποία όμως ισχυρίσθηκε, ότι του έδωσαν τα
χρήματα με τραπεζικό έμβασμα ο πεθερός του και ο αδελφός του
πεθερού του που δεν έχει τέκνα. Στη δίκη τα μόνα αποδεικτικά μέσα στο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. άρθρα 110 περ. β, 111 Α αριθμ. 7
ΚΠΔ) ήταν οι σύζυγοι που διέμεναν στην οικία, όπου έγινε η κλοπή, η
έκθεση έρευνας και κατάσχεσης κάποιων κλαπέντων αντικειμένων που
βρέθηκαν στην οικία του Α και η κάμερα της οικίας που συνέλαβε το
πρόσωπο του Α. Η απόφαση του αρμόδιου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
ήταν καταδικαστική και για τους δύο. Σχολιάστε.

Σε πρώτο βαθμό το Μονομελές Εφετείο και σε δεύτερο βαθμό το


Τριμελές Εφετείο (άρθρα 110 περ. β, 111 Α αριθμ. 7 ΚΠΔ).
Παράγεται βεβαιότητα για τον Α αλλά υπάρχουν πάρα πολλές
αμφιβολίες για τον Β (άρθρο 178 παρ. 3 ΚΠΔ). Οι αμφιβολίες
δημιουργούν κατά την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου λόγο
αναίρεσης. Εξάλλου, το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον πεθερό
του Β και τον αδελφό του, τους οποίους όφειλε να καλέσει
αυτεπαγγέλτως, και επίσης παρέλειψε να αναζητήσει τα τραπεζικά
εμβάσματα, αν και είχε υποχρέωση για αυτεπάγγελτη αναζήτηση της
ουσιαστικής αλήθειας κατ’ άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ. Λόγος αναίρεσης :
απόλυτη ακυρότητα και αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 171 παρ.
1δ, 178 παρ. 2, 510 παρ. 1 Α, Θ ΚΠΔ).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 6: Κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία


διέταξε ο εισαγγελέας (βλ. άρθρο 43 παρ. 1, 243 ΚΠΔ), εξετάζεται ως ύποπτος
διακίνησης ναρκωτικών ο Ω. Αυτός αποκαλύπτει σε έγγραφη εξέταση που έγινε
με όρκο και χωρίς την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης κάποιες συναλλαγές
που είχε με τρεις χρήστες. Είχε προηγηθεί η σύλληψή του για παράδοση δύο
γραμμαρίων ηρωίνης στον Κ και μετά από έρευνα που έγινε από αστυνομικούς με
την παρουσία δικαστικού λειτουργού στην οικία του βρίσκονται 5 κιλά ηρωίνης
και ζυγαριά ακριβείας. Από τετράδιο που κρατούσε με τα γράμματά του ο Ω
προκύπτουν ονόματα και τηλέφωνα 52 χρηστών, στους οποίους πωλούσε με
«ντελίβερι» την ηρωίνη ο Ω. Οι συναλλαγές αυτές επιβεβαιώνονται μετά από
νόμιμη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που διέταξε το συμβούλιο
πλημμελειοδικών. Η έγγραφη εξέταση του Ω έμεινε στη δικογραφία αντί να
τεθεί στο αρχείο της εισαγγελίας πλημμελειοδικών. Υπάρχει προσβολή του
δικαιώματος για δίκαιη δίκη, αν ο Ω καταδικασθεί για διακίνηση
ναρκωτικών που είναι κακούργημα ;

«Η πρακτική σημασία της έκφρασης «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του


υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων
της παρ. 1 εδ. β΄ απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας. Τυχόν
παραμονή της στη δικογραφία συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη
δίκη.» (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ). Η σηµασία της διάταξης αυτής συνίσταται στην,
χάριν της διαφύλαξης του δικαιώµατος σιωπής, µη αυτοεπιβάρυνσης και µη
αυτοενοχοποίησης του κατηγορουµένου, απαγόρευση αξιοποίησης στην αιτιολογία της
καταδικαστικής απόφασης του περιεχοµένου της έγγραφης κατάθεσης που δόθηκε στην
προκαταρκτική εξέταση εκ µέρους του καταγγελλοµένου ή υπόπτου και µεταγενέστερα
κατηγορουµένου. Η αποδεικτική αυτή απαγόρευση παραβιάζεται όχι µε την
τοποθέτηση στη δικογραφία αντί στο αρχείο της εισαγγελίας της έκθεσης
εξέτασης του υπόπτου (ούτε και µε την ανάγνωσή της στο ακροατήριο) αλλά
µόνο µε τη λήψη υπόψη, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του περιεχοµένου
της αντιδικονομικά ληφθείσας έγγραφης εξέτασης κατά τη διαµόρφωση της
αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. Τούτο θα διαγιγνώσκεται κάθε φορά
µε βάση τη θεώρηση των αποδεικτικών µέσων που χρησιµοποιήθηκαν και
θεµελίωσαν την καταδικαστική απόφαση και με βάση την κρίση αν αυτά
συνιστούν ή δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία που παράγει βεβαιότητα για την
ενοχή του κατηγορουµένου, οπότε αν τα λοιπά, νόµιµα συλλεγέντα, αποδεικτικά
µέσα δίνουν αυτή τη βεβαιότητα δεν θα υφίσταται καµιά διαδικαστική παράβαση.
Αν η αντιδικονομικά ληφθείσα έγγραφη εξέταση του υπόπτου παρέμεινε στη
δικογραφία αλλά δεν επηρέασε το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης,
τότε δεν παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα παραβίασης των δικαιωµάτων του
κατηγορουµένου και λόγος αναίρεσης.». Επομένως, αν ο Ω καταδικασθεί για
διακίνηση ναρκωτικών που είναι κακούργημα, δεν θα υπάρχει προσβολή του
δικαιώματος για δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη, επειδή υφίστανται τόσα άλλα
αποδεικτικά μέσα, στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η ενοχή του κατηγορουμένου.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 7: Τρεις αστυνομικοί, συνοδευόμενοι μόνο από δύο γείτονες


που έμειναν εκτός της οικίας του Ψ, εισέρχονται εσπευσμένα 12 η ώρα το βράδυ
στην οικία του Ψ, επειδή άκουσαν κραυγές σαν να επρόκειτο για βασανιστήρια
(ενώ προέρχονταν από βιντεοκασέτα), κάνουν έρευνες και τυχαία βρίσκουν 10
κιλά ηρωίνης σε κρύπτες αλλά και ζυγαριά ακριβείας. Συντάσσεται έκθεση
έρευνας και κατάσχεσης των 10 κιλών ηρωίνης, στην οποία μάλιστα υπογράφουν
οι τρεις αστυνομικοί και οι δύο γείτονες που έμειναν απέξω. Θα είναι
αξιοποιήσιμη ως αποδεικτικό μέσο η συνταχθείσα έκθεση ; Θα μπορούν να
καταθέσουν ως μάρτυρες οι τρεις αστυνομικοί και οι δύο γείτονες; Θα υπάρχει
δυνατότητα για το δικαστήριο να καταδικάσει αιτιολογημένα και νόμιμα τον Ψ,
όταν μάλιστα προκύπτουν από το κινητό του Ψ συνομιλίες και μηνύματα για
συναλλαγές και διακίνηση ηρωίνης σε χρήστες ; Υπάρχουν ανάλογες σκέψεις σε
παρόμοιο παράδειγμα του βιβλίου.
Απάντηση : Βλ. ΑΡΘΡΑ 19 ΠΑΡ. 3 Συνταγματος, 241 ΠΚ, 177 ΠΑΡ. 2 ΚΠΔ.

Δεν παρέστη μεν δικαστικός λειτουργός, η έκθεση κατασχέσεως είναι παράνομο


αποδεικτικό μέσο, αλλά υπάρχουν δύο μάρτυρες που είδαν τα βρεθέντα και δεν
είναι αστυνομικοί ούτε άσκησαν αστυνομικά καθήκοντα και συνεπώς επιτρέπεται,
σε αντίθεση με τους αστυνομικούς, να καταθέσουν (άρθρο 210 ΚΠΔ), υπάρχουν
τα 10 κιλά ηρωίνης και η ζυγαριά ακριβείας που είδαν οι μάρτυρες κατά την έξοδο
των αστυνομικών από την οικία του Ψ και οι μαρτυρίες του κινητού τηλεφώνου.
Μια βέβαιη δικανική πεποίθηση μπορεί να σχηματισθεί για την ενοχή του Ψ
(κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε βαθμό κακουργήματος : άρθρο 20 Ν 4139/2013)
από τους μάρτυρες και το κινητό τηλέφωνο !

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 8: Ο A με τον Β είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις και έκαναν


συγχρόνως διακίνηση ναρκωτικών σε πολλούς χρήστες. Ο Β εγκατέλειψε τον Α
χάριν του ομορφότερου Ω και μάλιστα ανέλαβε τα χρήματα από τον κοινό
λογαριασμό (200.000 ευρώ) που είχαν και στον οποίο κατέθεταν εναλλάξ τα
χρήματα από τη διακίνηση ναρκωτικών χωρίς να εργάζονται και χωρίς να έχουν
άλλες πηγές εισοδήματος. Ο Α, για να εκδικηθεί τον Β, κατέθεσε όλα αυτά στην
αστυνομία και μάλιστα αποκάλυψε τα πρόσωπα, από τα οποία αγόραζαν ηρωίνη
και κοκαΐνη, και τα πρόσωπα, στα οποία πωλούσαν, ενώ παρέδωσε και το
τετράδιο που είχε ονόματα (που γράφτηκαν από τον Β) πωλητών και αγοραστών-
χρηστών για τις συναλλαγές που επιβεβαιώθηκαν μετά από νόμιμη άρση του
τηλεφωνικού απορρήτου. Στη δίκη για διακίνηση ναρκωτικών ο Α είναι
συγκατηγορούμενος του Β. Επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί η κατάθεση του Α
και η όμοια ομολογία ενοχής του για την καταδίκη του Β;
Απάντηση : Άρθρο 211 ΚΠΔ. — Μαρτυρία συγκατηγορουμένου. Μόνη η
μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου
συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την
καταδίκη του κατηγορουμένου.
Το νόημα της διάταξης αυτής είναι ότι τότε μόνο θα μπορεί να ληφθεί υπόψη η
μαρτυρία συγκατηγορουμένου, εφόσον υπάρχουν ενισχυτικές αποδείξεις, οι
οποίες παράγουν βεβαιότητα για την ενοχή του κατηγορουμένου. Στην
εξεταζόμενη περίπτωση υπάρχουν ως ενισχυτικές αποδείξεις ο κοινός τραπεζικός
λογαριασμός, η ανυπαρξία άλλων πηγών εισοδήματος και το τετράδιο που είχε
ονόματα (που γράφτηκαν από τον Β) πωλητών και αγοραστών-χρηστών για τις
συναλλαγές που επιβεβαιώθηκαν μετά από νόμιμη άρση του τηλεφωνικού
απορρήτου. Επομένως, η κατάθεση του Α και η όμοια ομολογία ενοχής του
επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για την καταδίκη του Β.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 9: Ο Α είναι κατηγορούμενος για κακουργηματική απάτη. Η


δικογραφία από τον ανακριτή διαβιβάστηκε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Δεν χρειάζεται η δικογραφία να επιστραφεί στον ανακριτή για συμπληρωματική
ανάκριση. Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του Α. α) Πώς οφείλει να
ενεργήσει ο εισαγγελέας και ποια βασικά βήματα πρέπει να κάνει ; β) Όφειλε κάτι
να πράξει ο ανακριτής πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα;

α) Να συντάξει παραπεμπτική πρόταση προς το συμβούλιο πλημμελειοδικών


(άρθρα 308 παρ. 1, 313 ΚΠΔ) βλ. τα άρθρα. Πριν υποβάλει την πρότασή του στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών να ενημερώσει τους διαδίκους και ιδιαίτερα τον
κατηγορούμενο Α για να δυνηθεί αυτός να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης-
υπεράσπισης κ.λπ. αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας : άρθρο
308 παρ. 2 ΚΠΔ. α) Ο ανακριτής όφειλε να γνωστοποιήσει στους διαδίκους,
μεταξύ των οποίων και ο κατηγορούμενος (βλ. άρθρο 70 ΚΠΔ), ότι
ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους
παρέχονται από τα άρθρα 100, 107 και 108 ΚΠΔ : άρθρο 308 παρ. 4 εδ. α ΚΠΔ.
Το άρθρο 100 ΚΠΔ ορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας. Βλ.
πού αναφέρονται τα άρθρα 107 και 108 ΚΠΔ.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 10 : Ο Α τέλεσε θανατηφόρα ληστεία (άρθρο 380 παρ. 1, 2


ΠΚ) και μετά από την έξοδό του από την τράπεζα σκότωσε τον Β, ο οποίος
προσπάθησε να τον εμποδίσει (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ). Πώς οφείλει να ενεργήσει
ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών που έλαβε τη δικογραφία από τον ανακριτή
και δεν χρειάζεται να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση;

Το άρθρο 309 ΚΠΔ αναφέρει το άρθρο 380 ΠΚ και αρχικά θεωρεί κάποιος ότι
πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου αυτού. Όμως εδώ δεν έχουμε
συναφές έγκλημα (βλ. άρθρο 128 περ. α ΚΠΔ) ήσσονος βαρύτητας αλλά ίσης
βαρύτητας. Και τα δύο εγκλήματα τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη ή με κάθειρξη
τουλάχιστον 10 ετών. Υπάρχει κενό στο άρθρο 309 ΚΠΔ. Αρμόδιο δικαστήριο για
τη θανατηφόρα ληστεία είναι το τριμελές εφετείο (άρθρο 110 περ. β ΚΠΔ), ενώ
αρμόδιο για την ανθρωποκτονία με δόλο είναι το ΜΟΔ (άρθρα 109, 110, 111
ΚΠΔ). Τελικά αρμόδιο είναι το ΜΟΔ : άρθρα 128 και 129 παρ. 2 ΚΠΔ.
Ερμηνευτικά γίνεται δεκτό ότι ο εισαγγελέας θα πρέπει να ακολουθήσει τη
συνήθη διαδικασία του άρθρου 308 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι την εξαιρετική
διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ
....................................................................................................................................................

Πρακτικό ζήτημα 1 :

Ο Α, ο Β, ο Γ και ο Δ καταγγέλθηκαν για ένταξη σε εγκληµατική οργάνωση


(άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ) και για κατά συναυτουργία ανθρωποκτονία µε πρόθεση σε
βάρος του Ε (άρθρα 45, 299 παρ. 1 ΠΚ). Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών διέταξε
προκαταρκτική εξέταση µε σχετική παραγγελία προς τον αστυνόµο της περιοχής, ο
οποίος µερίµνησε για τη διενέργεια εκταφής του πτώµατος και ιατροδικαστικής
πραγµατογνωµοσύνης εν αγνοία των καταγγελθέντων. Όταν ο αστυνόµος κάλεσε
τους ως άνω για εξηγήσεις δεν τους έδωσε φωτοαντίγραφα των εγγράφων της
δικογραφίας παρά το σχετικό αίτηµά τους. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών, αφού
διαπίστωσε επαρκείς ενδείξεις ενοχής άσκησε ποινική δίωξη µε έγγραφη
παραγγελία προς τον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ο ανακριτής µετά
από την εξέταση µαρτύρων και τη συλλογή και άλλων αποδείξεων κάλεσε σε
απολογία και απήγγειλε κατηγορία για τις ως άνω πράξεις και τον Ω και τον Ψ. Οι Ω
και Ψ πρότειναν στον ανακριτή πέντε µάρτυρες ο καθένας αλλά ο ανακριτής δεν
ανταποκρίθηκε. Τέλος, ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών µόλις έλαβε τη δικογραφία
περαιωµένη από τον ανακριτή συνέταξε πρόταση προς το συµβούλιο
πλημμελειοδικών και εισηγήθηκε, αφού διαπίστωσε επαρκείς ενδείξεις ενοχής, να
παραπεµφθούν όλοι ενώπιον του ΜΟΔ που θεωρείται ανώτερο δικαστήριο όλων
για να δικασθούν για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Ερωτάται: Πώς θα µπορούσε να
αξιολογηθεί (ήταν ορθή ή εσφαλµένη) κάθε διαδικαστική ενέργεια από την ως άνω
περιγραφείσα πορεία της υπόθεσης;
Ορθά διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση, αφού πρόκειται για κακουργήµατα
(άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ). Στην προκαταρκτική εξέταση διατάχθηκε
πραγµατογνωµοσύνη εν αγνοία των καταγγελθέντων. Όφειλε ο διατάξας αυτή
αστυνόµος να ενηµερώσει τους ως άνω, ώστε αυτοί να ασκήσουν το δικαίωµα
εξαίρεσης του διορισθέντος ως πραγµατογνώµονος ή και το δικαίωµα για
διορισµό τεχνικού συµβούλου. Βέβαια, δεν συνάγεται ρητά και άμεσα από τον ΚΠΔ
η υποχρέωση του διατάξαντος την πραγµατογνωµοσύνη στην προκαταρκτική εξέταση
να ενηµερώσει τον καταγγελλόµενο αλλά µια τέτοια υποχρέωση συνάγεται εμμέσως
πλην σαφώς από τις διατάξεις των άρθρων 193, 204 και 243 ΚΠΔ και από το πνεύµα
προστασίας των δικαιωµάτων του υπόπτου ή του κατηγορουµένου που διέπει τον
ΚΠΔ και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (αξίωση του κατηγορουµένου για µια
δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη). Άλλωστε, το πόρισµα της διαταχθείσας
πραγµατογνωµοσύνης πρόκειται να επηρεάσει όλα τα στάδια της ποινικής
διαδικασίας, στην οποία θα είναι κατηγορούµενοι τα ως άνω πρόσωπα. Στους ως άνω
καταγγελθέντες επίσης δεν δόθηκαν φωτοαντίγραφα όλων των εγγράφων της
δικογραφίας, αν και το άρθρο 244 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 100 ΚΠΔ παρέχει το
δικαίωµα στον καλούµενο σε εξηγήσεις να ζητήσει και να λάβει φωτοαντίγραφα από
όλα τα έγγραφα της δικογραφίας. Η ποινική δίωξη µε γραπτή παραγγελία του
εισαγγελέα προς τον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης νοµότυπα ασκήθηκε,
αφού προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση και διαπιστώθηκαν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής (άρθρα 43 παρ. 1, 246 ΚΠΔ). Ο ανακριτής είχε το δικαίωµα να επεκτείνει την
ποινική δίωξη και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή στους Ω και Ψ (άρθρο 250 ΚΠΔ). Οι Ω
και Ψ πρότειναν στον ανακριτή πέντε µάρτυρες ο καθένας αλλά ο ανακριτής δεν
ανταποκρίθηκε. Στο άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής: «Αφού εξακριβωθεί η
ταυτότητα του κατηγορουµένου και του εξηγηθούν τα δικαιώµατά του, εκείνος που
ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει µε πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία
κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα µέσα της
υπεράσπισής του». Εξάλλου, κατ’ άρθρο 274 ΚΠΔ ( Έρευνα των µέσων της
υπεράσπισης) ισχύουν τα εξής: «Ο κατηγορούµενος πρέπει να καλείται να εκθέτει
πλήρως τους λόγους που συµβάλλουν στην υπεράσπισή του. Όποιος ενεργεί την
εξέταση πρέπει να ερευνά µε επιµέλεια κάθε περιστατικό που επικαλέστηκε υπέρ
αυτού ο κατηγορούµενος, αν αυτό είναι χρήσιµο για να εξακριβωθεί η αλήθεια».
Αυτός λοιπόν ο οποίος διενεργεί την εξέταση του κατηγορουµένου οφείλει να
ερευνήσει µε επιµονή κάθε περίσταση που επικαλείται υπέρ αυτού ο κατηγορούµενος,
αν αυτό είναι χρήσιµο για την εξακρίβωση της αλήθειας (άρθρα 273 παρ. 2 και 274
ΚΠΔ), και βεβαίως να αναζητήσει και να εξετάσει τα προτεινόµενα από τον
κατηγορούµενο µέσα απόδειξης (µάρτυρες υπεράσπισης, πραγµατογνωµοσύνη,
αυτοψία, έγγραφα κ.λπ.) σύµφωνα µε το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 δ΄ της ΕΣΔΑ. Αν δεν
εξετάσει αυτά τα µέσα απόδειξης ο ανακριτής, αν και είναι σηµαντικά και ουσιώδη
για την εξακρίβωση της αλήθειας, παράγεται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας
κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ, κάτι που θα πρέπει να καθιστά εφεσίβλητο το
εκδοθησόµενο παραπεµπτικό βούλευµα µε άσκηση έφεσης από τον κατηγορούµενο
(βλ. άρθρο 478 ΚΠΔ) ή και αναιρεσίβλητο µε άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (βλ. άρθρα 483 παρ. 3, 484 παρ. 1 α΄ ΚΠΔ).
Τέλος, η παραπεµπτική πρόταση του εισαγγελέα προς το συµβούλιο
πληµµελειοδικών εµφανίζει ελαττώµατα. Εν πρώτοις, όφειλε να επιστρέψει τη
δικογραφία στον ανακριτή για να ενεργήσει συµπληρωµατική ανάκριση (άρθρο 308
παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ), ώστε ο ανακριτής να εξετάσει και τους µάρτυρες που πρότειναν
οι Ω και Ψ. Το άρθρο 239 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζει: «Κατά την κύρια ανάκριση γίνεται
καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και
βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του
κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και
επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής.». Εξάλλου, και το άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ
ορίζει : «Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα
αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του
κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και
επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος
να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που
επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να
ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ
αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.».
Αρµόδιο δικαστήριο εξάλλου δεν είναι το ΜΟΔ αλλά το Τριµελές Εφετείο
Κακουργηµάτων. Σ’ αυτό υπάγονται προς εκδίκαση τα κακουργήµατα του άρθρου
187 και του άρθρου 187 Α ΠΚ, καθώς και τα συναφή µε αυτά πληµµελήµατα και
κακουργήµατα, ανεξαρτήτως βαρύτητας, έστω δηλαδή και αν τα τελευταία
τιµωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήµατα, αφού καθιερώνεται από
το άρθρο 111 Α αριθμ. 4 ΚΠΔ αποκλειστική αρµοδιότητα του Τριελούς Εφετείου
Κακουργηµάτων. Επομένως, ήταν λανθασμένη η πρόταση του εισαγγελέα για
παραπομπή των κατ/ηγορουμένων ενώπιον του ΜΟΔ.
Συνεπώς, ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών ενήργησε ορθά, εισάγοντας την
υπόθεση µε πρόταση στο συµβούλιο πληµµελειοδικών.

Πρακτικό ζήτημα 2 :
1) Στην αστυνομική προανάκριση που διενεργήθηκε χωρίς γραπτή
παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών για την τελεσθείσα από τον Α
και τον Β ανθρωποκτονία 10 ώρες μετά την τέλεση αυτής της πράξης
βρέθηκε και κατασχέθηκε στα πλαίσια έρευνας με την παρουσία
δικαστικού λειτουργού στην οικία του Β ένα διαμαντένιο δακτυλίδι
αξίας 130.000 ευρώ, που είχε κλαπεί προ τριών μηνών. Ήταν νομότυπη η
διενεργηθείσα ανακριτική πράξη της κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης του
δακτυλιδιού ; Είχαν δικαίωμα οι αστυνομικοί να προβούν σε αυτήν ;
Εν πρώτοις, η έρευνα ήταν νόμιμη στα πλαίσια αυτόφωρου
εγκλήματος όσον αφορά την ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρα
242, 245 παρ. 2 ΚΠΔ). Έχουμε εδώ τη λεγόμενη αστυνομική ή
αυτεπάγγελτη προανάκριση. Η κατάσχεση του δακτυλιδιού ήταν
ανακριτική πράξη που επιβαλλόταν ένεκα του κινδύνου απώλειας
αποδείξεων από την καθυστέρηση. Αν δεν λάμβανε χώρα άμεσα η
κατάσχεση του διαμαντένιου δακτυλιδιού, ο Β θα μπορούσε να το
εξαφανίσει και έτσι θα χανόταν το πειστήριο του εγκλήματος, που
αποδείκνυε κακουργηματική κλοπή ή τουλάχιστον αποδοχή προϊόντων
εγκλήματος, η οποία θα οδηγούσε στον δράστη της κλοπής (άρθρα 374
παρ. 1γ, 394 ΠΚ)
Άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ : «2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα
και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των
αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης
συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου
στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα,
οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να
επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να
βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς
προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή
ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς
χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις
εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.».
2) Μετά από την άσκηση ποινικής δίωξης με έγγραφη παραγγελία
του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για διενέργεια κύριας ανάκρισης (βλ.
άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ) στην κύρια ανάκριση ο Α και ο Β προτείνουν τον
ισχυρισμό της άμυνας και για τον λόγο αυτόν ζητούν την εξέταση τεσσάρων
αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, τους οποίους ο ανακριτής δεν εξέτασε,
θεωρώντας ότι η ενοχή τους προκύπτει από τις καταθέσεις των ήδη
εξετασθέντων έξι μαρτύρων κατηγορίας. Ποια δικονομική συνέπεια
επέρχεται και πώς μπορούν να προστατευθούν οι Α και Β κατά τη Νομική
Θεωρία και τη Νομολογία; Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα ένεκα
παραβίασης του δικαιώματος του κατηγορουμένου να ζητήσει
διεξαγωγή αποδείξεων (άρθρα 102, 171 παρ. 1δ ΚΠΔ και άρθρο 6
παρ. 1, 3δ της ΕΣΔΑ), ενώ η κρατούσα άποψη δέχεται, ότι ο
κατηγορούμενος σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιούται μόνο να προσφύγει στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών κατ’ άρθρο 307 περ. α ΚΠΔ
3) Εάν στην καταδικαστική απόφαση του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου (του ΜΟΕ : άρθρο 109 παρ. 2 ΚΠΔ) ληφθεί υπόψη και η
ένορκη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομική προανάκριση ως μάρτυρας
στην αστυνομία και χωρίς παρουσία δικηγόρου ο κατηγορούμενος για
ανθρωποκτονία με πρόθεση Β παράγεται έννομη συνέπεια, αν
αποδεικνύεται με βεβαιότητα η ενοχή των δύο κατηγορουμένων από τα
λοιπά αποδεικτικά μέσα ;
Θα πρέπει να συλλογιστούμε ως εξής : Κάθε ύποπτος ή
κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής, μη αυτοεπιβάρυνσης και μη
αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα να έχει δικηγόρο (άρθρα 95, 96 ΚΠΔ).
Τα δικαιώματα αυτά έχει ο ύποπτος ή κατηγορούμενος στην
προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 244 παρ. 1, 3 ΚΠΔ), στην προανάκριση
(άρθρα 106, 245 παρ. 1 ΚΠΔ), στην αστυνομική ή αυτεπάγγελτη
προανάκριση (άρθρα 105, 245 παρ. 2 ΚΠΔ) και αυτονόητα στην κύρια
ανάκριση.
Στο άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής : «Προηγούμενη
έγγραφη εξέταση του υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα
άσκησης των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. β΄ απαγορεύεται να αποτελέσει
μέρος της δικογραφίας. Τυχόν παραμονή της στη δικογραφία συνιστά
προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.». Στην παράγραφο 1 εδ. β
αναφέρονται μεταξύ άλλων το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα
παράστασης με συνήγορο. Το άρθρο 244 ΚΠΔ έχει τον τίτλο
«Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση».
Ανάλογη διάταξη δεν υπάρχει για την προανάκριση και την
αστυνομική ή αυτεπάγγελτη προανάκριση, οπότε χάριν της διαφύλαξης
του δικαιώματος σιωπής που υπονομεύεται όταν ο κατηγορούμενος
εξετάζεται με όρκο (πιέζεται ψυχολογικά !) ή χωρίς συνήγορο επιβάλλεται η
ως άνω διάταξη να εφαρμοσθεί αναλογικά και στην προανάκριση και στην
αστυνομική ή αυτεπάγγελτη προανάκριση. Επομένως, στην εξεταζόμενη
περίπτωση η παραμονή της έγγραφης εξέτασης του Β στη δικογραφία και η
λήψη υπόψη αυτής στην αιτιολογία της απόφασης συνιστά προσβολή του
δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα του δικαιώματος σιωπής και
παράγει απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ (αν δεν ληφθεί
υπόψη η παραμείνασα στη δικογραφία εξέταση δεν παράγεται απόλυτη
ακυρότητα : έτσι ορθά η νομολογία του Αρείου Πάγου) : Στη σελ. 344 του
Βιβλίου
«Η πρακτική σημασία της έκφρασης «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του
υπόπτου που έγινε με όρκο ή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων
της παρ. 1 εδ. β΄ απαγορεύεται να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας. Τυχόν
παραμονή της στη δικογραφία συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη
δίκη.» (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ).
Η σηµασία της διάταξης αυτής συνίσταται στην, χάριν της διαφύλαξης του
δικαιώµατος σιωπής, µη αυτοεπιβάρυνσης και µη αυτοενοχοποίησης του
κατηγορουµένου, απαγόρευση αξιοποίησης στην αιτιολογία της καταδικαστικής
απόφασης του περιεχοµένου της έγγραφης κατάθεσης που δόθηκε στην προκαταρκτική
εξέταση εκ µέρους του καταγγελλοµένου ή υπόπτου και µεταγενέστερα
κατηγορουµένου. Η αποδεικτική αυτή απαγόρευση παραβιάζεται όχι µε την
τοποθέτηση στη δικογραφία αντί στο αρχείο της εισαγγελίας της έκθεσης
εξέτασης του υπόπτου (ούτε και µε την ανάγνωσή της στο ακροατήριο !) αλλά
µόνο µε τη λήψη υπόψη, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του περιεχοµένου
της παράνομαληφθείσας έγγραφης εξέτασης κατά τη διαµόρφωση της
αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. Τούτο θα διαγιγνώσκεται κάθε φορά
µε βάση τη θεώρηση των αποδεικτικών µέσων που χρησιµοποιήθηκαν και
θεµελίωσαν την καταδικαστική απόφαση και με βάση την κρίση αν αυτά
συνιστούν ή δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία που παράγει βεβαιότητα για την
ενοχή του κατηγορουµένου, οπότε αν τα λοιπά, νόµιµα συλλεγέντα, αποδεικτικά
µέσα δίνουν αυτή τη βεβαιότητα δεν θα υφίσταται καµιά διαδικαστική παράβαση.
Αν η αντιδικονομικά ληφθείσα έγγραφη εξέταση του υπόπτου παρέμεινε στη
δικογραφία αλλά δεν επηρέασε το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης,
τότε δεν παράγεται απόλυτη ακυρότητα ένεκα παραβίασης των δικαιωµάτων του
κατηγορουµένου και λόγος αναίρεσης.». Κατ’ ορθή άποψη δεν αρκεί η
συνδρομή μιας διαδικαστικής παράβασης (βλ. άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ :
προστατεύεται εδώ το δικαίωμα σιωπής, μη αυτοεπιβάρυνσης και μη
αυτοενοχοποίησης του μετέπειτα καθιστάμενου κατηγορουμένου) για να
θεμελιώσει λόγο αναίρεσης αλλά προσαπαιτείται να έχει επηρεάσει αυτή το
περιεχόμενο της απόφασης, κάτι που δεν συμβαίνει, όταν η ενοχή του
αποδεικνύεται με βεβαιότητα από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα πέραν
εκείνων που συλλέχθηκαν μέσω της διαδικαστικής

4) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τους καταδίκασε σε κάθειρξη 13 ετών


έκαστον και το δευτεροβάθμιο, ενώπιον του οποίου άσκησαν έφεση
αμφότεροι και ο εισαγγελέας εναντίον αυτών με σκοπό την επιβολή
βαρύτερης ποινής, τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Παρατηρείτε
μήπως κάποια δικονομική παράβαση ; Γιατί ; Δεν παραβιάσθηκε εδώ η
αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του
κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ, επειδή όταν ασκεί έφεση και ο
εισαγγελέας εναντίον του κατηγορουμένου για την επιβολή
μεγαλύτερης ποινής κάμπτεται η ως άνω αρχή. Συνεπώς, δεν
συντρέχει θετική υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναίρεσης που
συνοδεύει την παράβαση της διάταξης του άρθρου 470 ΚΠΔ (άρθρο
510 παρ. 1 Θ ΚΠΔ).

5) Στην ακροαματική διαδικασία σε πρώτο και δεύτερο βαθμό έξι μάρτυρες


κατηγορίας αποκλείουν την άμυνα στην τελεσθείσα ανθρωποκτονία και
τέσσερις μάρτυρες υπεράσπισης υποστηρίζουν την κατάσταση άμυνας ως
λόγο άρσης του αδίκου. Τα δικαστήρια εκτιμούν ελεύθερα τις καταθέσεις
τους και καταδικάζουν, αφού στηρίζονται μόνο στις καταθέσεις των έξι
μαρτύρων κατηγορίας χωρίς να ασχοληθούν ειδικότερα με τις λοιπές
καταθέσεις. Θα μπορούσατε ως εκπρόσωποι της Νομικής Θεωρίας να
θεμελιώσετε εδώ λόγο αναίρεσης και ποιον ; Τι δέχεται ο Άρειος Πάγος ; Η
Νομική Θεωρία δέχεται έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης για ελεύθερη
αντικειμενική εκτίμηση αποδείξεων (θα έπρεπε να αξιολογηθούν και
οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και να εξηγηθεί για ποιους
λόγους θεώρησε το δικαστήριο τους μάρτυρες κατηγορίας πλέον
φερέγγυους και αξιόπιστους) αλλά ο Άρειος Πάγος κατά πάγια
νομολογία δέχεται, ότι η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν
αποτελεί λόγο αναίρεσης Το αντιφατικό στη νομολογία του Αρείου
Πάγου είναι το ότι στην εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων θα
υπάρχουν αμφιβολίες και τις αμφιβολίες ελέγχει πλέον αναιρετικά
Άρειος Πάγος.

6) Ο Α ζήτησε την εξέταση τριών μαρτύρων υπερασπίσεως επιπλέον, που


κατά τα λεγόμενα όλων βρίσκονταν μπροστά στο συμβάν και θα
μπορούσαν να καταθέσουν για ανθρωποκτονία σε άμυνα. Το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από προσφυγή σ’ αυτό κατ’
αρνήσεως του προέδρου, δεν έκανε δεκτό το αίτημά του. Υφίσταται
λόγος αναίρεσης και ποιος, αν ο Α άσκησε αίτηση αναίρεσης μόνος του ;
Υφίσταται απόλυτη ακυρότητα ένεκα παραβίασης του δικαιώματος του
κατηγορουμένου για πρόταση και εξέταση μαρτύρων, αφού μάλιστα έγινε
και η προσφυγή στο δικαστήριο (άρθρα 171 παρ. 1δ, 335 παρ. 2, 510
παρ. 1 Α ΚΠΔ, άρθρο 6 παρ. 1, 3 δ ΕΣΔΑ και άρθρο 102 ΚΠΔ, από τα
οποία συνάγεται το δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων του
κατηγορουμένου προς αντίκρουση της κατηγορίας. Βλ. το άρθρο 102
ΚΠΔ που πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά και στην ακροαματική
διαδικασία.
Εξάλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε αρνητική
υπέρβαση εξουσίας με τη μη εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης,
επειδή παρέβη την υποχρέωσή του για αυτεπάγγελτη αναζήτηση της
ουσιαστικής αλήθειας, την οποία ο νέος Κώδικας καθιέρωσε ρητά στο
άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ : «2. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν
αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή
κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο
που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της
ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει
αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ
του. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με
επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού
ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.».
7) Αν ο Άρειος Πάγος κάνει δεκτή την αίτηση αναίρεσης του Α για τη
μη εξέταση των ως άνω μαρτύρων υπεράσπισης, θα έχει η αναίρεση
επεκτατικό αποτέλεσμα και για τον Β που πέταξε το μαχαίρι στον Α
για να σκοτώσει (απλή συνέργεια άρθρο 47 ΠΚ) αλλά δεν είχε ζητήσει
την εξέταση των ως άνω τριών μαρτύρων; Πρόκειται εδώ για το
επεκτατικό αποτέλεσμα της αίτησης αναίρεσης, ενώ συντρέχει
αντικειμενικός δικονομικός λόγος, επεκτεινόμενος και στον
συγκατηγορούμενο κατά το άρθρο 469 ΚΠΔ.

8) Τι οφείλει να πράξει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν από τη


συζήτηση και την αποδεικτική διαδικασία διαπιστώσει, ότι η
ανθρωποκτονία τελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής (άρθρο 299
παρ. 1, 2 ΠΚ), που δεν πρότεινε όμως ο συνήγορος υπεράσπισης
ένεκα επιστημονικής ανεπάρκειας ; Οφείλει κατά τη θεμελιώδη
δικονομική αρχή «το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νόμο»
να προβεί σε θεμιτή μεταβολή της κατηγορίας κατ’ άρθρο 369 παρ. 3
ΚΠΔ, αλλιώς θα ανακύπτει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διάταξης και λόγος αναίρεσης (άρθρα 369 παρ.
3, 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ).

9) Αν είχε προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός, θα ήταν αρνητικός της


κατηγορίας ή αυτοτελής ; Θα ήταν αυτοτελής κατά πάγια νομολογία
του Αρείου Πάγου : Ο αυτοτελής ισχυρισμός μάλιστα (ως είναι π.χ. ο
περί βρασμού ψυχικής ορμής) θα πρέπει για να απαντηθεί να έχει
προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα
πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που είναι αναγκαία για τη
θεμελίωσή του και να έχει αναπτυχθεί και προφορικά, διότι διαφορετικά
το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε να διαλάβει στην
απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση.
Αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί
θεωρούνται όσοι αρνούνται την ύπαρξη ενός ή περισσότερων στοιχείων
της νομοτυπικής υπόστασης του εγκλήματος (στοιχεία αντικειμενικής
υπόστασης, δόλος ή αμέλεια που πληροί την υποκειμενική υπόσταση,
εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου).
10) Αν παρά ταύτα καταδικάσει το δικαστήριο για ανθρωποκτονία σε
ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ), θα υφίσταται λόγος
αναίρεσης και ποιος; Θα μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη
από τον Άρειο Πάγο, αν δεν προβλήθηκε αυτός ; Θα υφίσταται και
αυτεπάγγελτα εσφαλμένη
λαμβανόμενη υπόψη
εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης κατ’
άρθρα 510 παρ.1 Ε και 511 ΚΠΔ.

Πρακτικό ζήτημα 1 :

Ο Α καταδικάστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο)


για κακουργηματική απάτη σε βάρος του Β (άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ) σε
κάθειρξη δέκα ετών, αναγνωρίζοντας μάλιστα το ελαφρυντικό του άρθρου 84
παρ. 1, 2 ε ΠΚ. Την ίδια ποινή είχε επιβάλει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,
που δεν του αναγνώρισε ελαφρυντικό. Υπάρχει λόγος αναίρεσης ;
Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 ΠΚ η ποινή μειώνεται (υποχρεωτικά !!!)
κατά το μέτρο του άρθρου 83 στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές
περιστάσεις. Το δευτεροβάθμιο δικααστήριο επέβαλε την ανώτατη ποινή και
δεν τη μείωσε κατά το άρθρο 83 ΠΚ. Συντρέχει εσφαλμένη εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διάταξης και λόγος αναίρεσης : άρθρο 510 παρ. 1 Ε
ΚΠΔ. Βλ. Χρ. Σατλάνη, Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, 2020, σελ.
591επ., όπου και άλλες περιπτώσεις εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής
ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή διάταξης του ουσιαστικού ποινικού
δικαίου.

Πρακτικό ζήτηµα 2 : Αν η Β, η οποία ως ταµίας καταστήµατος ακριβών ενδυµάτων,


εντολοδόχος και διαχειρίστρια ξένης περιουσίας κατηγορείται για κακουργηµατική
υπεξαίρεση (άρθρο 375 παρ. 1, 2 ΠΚ) σε ποσό 132.000 ευρώ, προέβαλε στο
πρωτοβάθµιο δικαστήριο αίτηµα για διενέργεια λογιστικής πραγµατογνωµοσύνης που
θα αποδείκνυε υπεξαίρεση µόνο σε ποσό 90.000 ευρώ (οπότε η κατηγορία για
κακουργηµατική υπεξαίρεση θα µεταβαλλόταν σε κατηγορία για πληµµεληµατική
υπεξαίρεση : άρθρο 369 παρ. 3 ΚΠΔ) και τούτο δεν απάντησε και την καταδίκασε,
υφίσταται διαδικαστική παράβαση; Θα πρέπει να επισηµανθεί, ότι η κρυφή
βιντεοσκόπηση εκ µέρους του ιδιοκτήτη του καταστήµατος έδειξε πράξεις αφαίρεσης
χρηµάτων από το ταµείο αλλά όχι τα ακριβή ποσά, τα οποία κατά την εκτίµηση του
εγκαλούντος ανέρχονταν σε 132.000 ευρώ συνολικά.
Βασικά, εδώ ισχύουν όσα δέχεται η νοµολογία του Αρείου Πάγου σχετικά µε το
δικαίωµα για πρόταση εξέτασης αποδείξεων (κυριαρχεί και δεσπόζει η
διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου !!!). Αλλά κατά τη νοµολογία του ΕΔΔΑ
παράγεται λόγος απόλυτης ακυρότητας ένεκα παραβίασης δικαιώµατος του
κατηγορουµένου, που προβλέπεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για τη
δικαιοκρατική ή δίκαιη ποινική δίκη, και αυτή θα συνιστά διαδικαστική
παράβαση και απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 171 παρ. 1 δ΄, 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ).
Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν υπό τον όρο ότι το προταθέν για εξέταση αποδεικτικό
µέσο (µάρτυρας, πραγµατογνώµονας, έγγραφο, ανάλυση D.N.A. κ.λπ.) είναι
ουσιώδες, γιατί µπορεί να συνεισφέρει στην ανακάλυψη της αλήθειας και στην
έκδοση µιας ορθής και δίκαιης δικαστικής απόφασης τόσο σε σχέση µε το
ζήτηµα της αθωότητας ή ενοχής όσο και σε σχέση µε το ζήτηµα της ποινής.
Μολονότι το άρθρο 6 παρ. 3 δ΄ της ΕΣΔΑ αναφέρεται στο δικαίωµα του
κατηγορουµένου να ζητήσει την εξέταση µαρτύρων, η διάταξη εφαρµόζεται
αναλογικά και σε πραγµατογνώµονες, σε τεχνικούς συµβούλους και σε άλλες
αποδείξεις. Συνεπώς, αν το δικαστήριο απορρίψει αίτηµα του κατηγορουµένου για
διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης ή για εξέταση τεχνικού συµβούλου, τότε παράγεται
απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ). Στην εξεταζόµενη περίπτωση
άλλωστε διαπιστώθηκαν µε τη βιντεοσκόπηση µόνο πράξεις υπεξαίρεσης, ενώ το
συνολικό ποσό υπολογίσθηκε σε 132.000 ευρώ. Μια λογιστική
πραγµατογνωµοσύνη (αγορά ενδυμάτων σε ορισμένη τιμή, πώληση ενδυμάτων
σε ορισμένες τιμές, μη πωληθέντα ενδύματα κ.λπ.) θα µπορούσε ίσως να
διαπιστώσει την υπεξαίρεση µικρότερου συνολικά ποσού, οπότε ενδεχοµένως θα
στοιχειοθετούνταν υπεξαίρεση σε βαθµό πληµµελήµατος. Αντίθετα, κατά πάγια
νοµολογία του Αρείου Πάγου η διενέργεια της πραγµατογνωµοσύνης είναι
δυνητική και εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, το οποίο εκτιµά
ανέλεγκτα, εάν είναι αναγκαία η διενέργεια αυτής. Ωστόσο, αποτελεί και
δικαίωµα του κατηγορουµένου, έτσι ώστε υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς
την απόρριψη του σχετικού αιτήµατος, αλλιώς ιδρύεται λόγος αναίρεσης.

Πρακτικό ζήτηµα 3 : Κατά του παραπεµπτικού βουλεύµατος ασκεί έφεση ο Α


σύµφωνα µε το άρθρο 478 ΚΠΔ, αλλά το Συµβούλιο Εφετών την απορρίπτει ως
απαράδεκτη, επειδή εκ παραδροµής δεν υπέγραψε ο γραµµατέας τη συνταχθείσα
έκθεση ασκήσεως εφέσεως. Μπορεί ο Α να προσβάλει για υπερβολική
τυπολατρία το βούλευµα που απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση κατά του
παραπεµπτικού βουλεύµατος; Το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ επιτρέπει αναίρεση κατά
της απόφασης που απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο µέσο. Κατά µια άποψη ο
όρος «απόφαση» νοείται υπό ευρεία έννοια και εποµένως περιλαµβάνει και το
βούλευµα. Υπέρ αυτής της άποψης ως ορθότερης συνηγορεί και το γεγονός ότι
προβλεπόταν ήδη στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ και προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης
κατά βουλεύματος στο άρθρο 484 παρ. 1 ε ΚΠΔ «η παράνομη απόρριψη της
έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης (άρθρο 476).» (παρόμοια διάταξη
βλ. στο άρθρο 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ). Κατ’ άλλη άποψη το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν
επιτρέπει πλέον αναίρεση κατά βουλεύµατος (µε το άρθρο 38 Ν 3160/2003
αφαιρέθηκε η φράση «ή του βουλεύµατος» από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 2
ΚΠΔ). Η άποψη αυτή εναρµονίζεται και µε την κατάργηση (µε το άρθρο 34 στοιχ. γ΄
Ν 3904/2010) της αίτησης αναίρεσης κατά βουλεύµατος που παρείχε το άρθρο 482
του προϊσχύσαντος ΚΠΔ στους διαδίκους. Σε κάθε περίπτωση πάντως μετά από
αίτηση ενός διαδίκου θα µπορούσε να πεισθεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να
ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύµατος (άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ) για υπερβολική
τυπολατρία.

Πρακτικό ζήτηµα 4 : Ο Α ερημοδικάστηκε και η προς αυτόν, ως πρόσωπο άγνωστης


διαμονής, επίδοση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης έγινε με επίδοση στον Γραμματέα
της Εισαγγελίας κατ’ άρθρο 157 ΚΠΔ στις 20.5.2016, αν και στην απολογία του είχε
δηλώσει «κάτοικος Αθήνας, Πατησίων 165». Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση
στις 20.5.2017, την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως εκπρόθεσμη και
απαράδεκτη. Ήταν ορθή η απόφαση αυτή; Επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης και τι θα
πρέπει να προβάλλεται σε αυτή;
Η απόφαση δεν ήταν ορθή. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε αρνητική
υπέρβαση εξουσίας, η οποία συνιστά λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ),
επειδή παρέλειψε να προβεί στην εκδίκαση της έφεσης. Σύμφωνα με τα άρθρα 154,
155, 156, 157, 473 παρ. 1 ΚΠΔ ήταν άκυρη η επίδοση, επειδή κλητεύθηκε ως
άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής και έπρεπε να κλητευθεί κατ’
άρθρο 155 και 156 ΚΠΔ (τουλάχιστον με θυροκόλληση), και όταν είναι άκυρη η
επίδοση της εκδοθείσας απόφασης δεν τρέχουν οι προθεσμίες για την άσκηση των
ένδικων μέσων. Επομένως, δεν παρήλθε η προθεσμία προς άσκηση έφεσης, γιατί δεν
άρχισε να τρέχει. Ειδικότερα, ακυρότητα προκαλείται, όταν η επίδοση δεν γίνει στη
δηλωθείσα διεύθυνση αλλά κατά το άρθρο 157 ΚΠΔ (επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης
διαμονής): ΑΠ Ολ 827/1984, ΠοινΧρ 1985, 59, ΑΠ Ολ 32/1994, ΝοΒ 1995, 97, ΑΠ Ολ
8/1995, ΠοινΧρ 1996, 829, ΑΠ 393/2004, ΠραξΛογΠΔ 2004, 232).
Επειδή απορρίφθηκε η έφεση αδικαιολόγητα ως εκπρόθεσμη και συνεπώς
απαράδεκτη, θα είναι δυνατή η αναίρεση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας (βλ.
Βλ. και άρθρο 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ
άρθρο 476 παρ. 1, 2 ΚΠΔ).
(Λόγο αναίρεσης κατά της απόφασης αποτελεί η
παράνομη απόρριψη της έφεσης ως
απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης). Απόρριψη της έφεσης
ως απαράδεκτης. Κατ’ άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ «Κατά της απόφασης που απορρίπτει
το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση». Στην αίτηση αναίρεσης
κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο θα πρέπει να
προβληθούν λόγοι που σχετίζονται με το ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κακώς
απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, αν και συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του
παραδεκτού αλλά όχι (και) οι λόγοι που σχετίζονται με τη μη ορθότητα από νομική και
πραγματική σκοπιά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Με άλλα λόγια ο
Άρειος Πάγος περιορίζεται αποκλειστικά να ερευνά την ορθότητα της κρίσης με βάση
την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη και όχι την
ορθότητα της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης από
Δεν ερευνά δηλαδή αν είναι
νομική και πραγματική σκοπιά.
ένοχος ή αθώος ο κατηγορούμενος και ούτε αν του
επιβλήθηκε υπερβολικά μεγάλη ποινή. Εάν δεν προβάλλονται
λόγοι που σχετίζονται με το ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κακώς απέρριψε την
έφεση ως απαράδεκτη, αν και συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού, ο
Άρειος Πάγος απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και δεν εξετάζει την ουσία της
υπόθεσης καθόλου. Εάν ο Άρειος Πάγος κάνει δεκτή την αίτηση αναίρεσης, θα διατάξει
τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ώστε
να ερευνηθεί από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο η υπόθεση στην ουσία της από
νομική και πραγματική σκοπιά.

Πρακτικό ζήτηµα 5:

Ο Α μετά από διασκέδαση με φίλους σε κέντρο με μπουζούκια και μετά από


κατανάλωση μεγάλης ποσότητας οινοπνεύματος (βρέθηκε να έχει 2 γραμμάρια
οινοπνεύματος κατά λίτρο αίματος : από 1, 1 και πάνω δεν αποκλείεται η
ικανότητα για καταλογισμό που είναι δεδομένη μόνο με τα 3, 3 γραμμάρια
οινοπνεύματος κατά λίτρο αίματος και πάνω αλλά η ικανότητα για ασφαλή
οδήγηση : δεν αντιλαμβάνεται ο οδηγός εγκαίρως κινδύνους και
προειδοποιητικές πινακίδες και δεν μπορεί να ενεργήσει αστραπιαία επιτυχείς
αποφευκτικούς ελιγμούς και να τροχοπεδήσει άμεσα !!!) οδηγεί τη BMW 520
και σε κάποια διασταύρωση με ερυθρό σηματοδότη σκοτώνει από αμέλεια δύο
πεζούς που περνούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ερωτάται : α) Τέλεσε ο Α ποια
αξιόποινη πράξη και ποια θα ήταν η ποινή ; β) Ποια θα ήταν η αξιόποινη πράξη,
αν ο Α είχε προβλέψει τον ενδεχόμενο θάνατο πεζών από την ως άνω οδήγηση και
κυνικά αδιαφορώντας τον αποδέχθηκε; γ) Σε ποιο δικαστήριο ως καθ’ ύλη
αρμόδιο θα πρέπει να υπαχθεί ο Α στην α και στην β περίπτωση;
Απαντήσεις : α) Ο Α έχει τελέσει το έγκλημα του άρθρου 290 Α ΠΚ (επικίνδυνη
οδήγηση). Ειδικότερα, οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέσει να το πράξει με
ασφάλεια εξαιτίας μεγάλης κατανάλωσης οινοπνεύματος (το 1,1 ήδη σημαίνει
ανικανότητα για ασφαλή οδήγηση). Έχει δόλο διακινδύνευσης, επειδή γνωρίζει,
ότι η οδήγηση υπό τέτοιες περιστάσεις προξενεί κίνδυνο για αόριστο αριθμό
ανθρώπων και συγχρόνως από αμέλεια προκαλεί τον θάνατο δύο ανθρώπων,
αφού δεν αποδέχεται την εξέλιξη του κινδύνου σε βλάβη ανθρώπων, οπότε θα
συνέτρεχε στο πρόσωπό του ενδεχόμενος δόλος βλάβης. Έτσι στοιχειοθετείται
έγκλημα διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος (άρθρο 290 Α παρ. 1 α, δδ σε
συνδυασμό με άρθρο 29 ΠΚ), δηλαδή θανατηφόρα επικίνδυνη οδήγηση ή
επικίνδυνη οδήγηση που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανθρώπων. Μάλιστα,
δεν θα δύναται το δικαστήριο να επιβάλει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης
αλλά μόνο την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών,
επειδή ο θάνατος δύο ανθρώπων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλος
αριθμός.
Η διάταξη του άρθρου 42 Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ- 2696/1999),
σχετικά με την οποία δημιουργείται αρμοδιότητα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
(άρθρα 112 παρ. 2, 115 ΚΠΔ), απορροφάται από τη διάταξη του άρθρου 290 Α
ΠΚ, η οποία τιμωρεί αυστηρότερα την πράξη. Η αφηρημένη διακινδύνευση για
την οδική κυκλοφορία (για πεζούς και οχήματα), η οποία προκαλείται από την
κατανάλωση οινοπνεύματος και η οποία τιμωρείται από το άρθρο 42 ΚΟΚ
είναι ενσωματωμένη και στο άρθρο 290 Α ΠΚ, οπότε υφίσταται φαινομενική
συρροή.

β) Ποια θα ήταν η αξιόποινη πράξη, αν ο Α είχε προβλέψει τον ενδεχόμενο θάνατο


πεζών από την ως άνω οδήγηση και κυνικά αδιαφορώντας τον αποδέχθηκε;
Ασφαλώς και στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία ο θάνατος οφείλεται σε
ενδεχόμενο δόλο, υφίσταται πάλι επικίνδυνη οδήγηση με αποτέλεσμα τον θάνατο
ανθρώπων (βλ. άρθρο 29 ΠΚ). Συγχρόνως όμως υφίσταται κατ’ ιδέαν αληθινή
συρροή ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο (άρθρα 94 παρ. 2, 299 παρ. 1 ΠΚ),
η οποία όμως θα δύναται να τιμωρηθεί και με ισόβια κάθειρξη !!! Συνεπώς,
υφίσταται φαινομενική συρροή μεταξύ θανατηφόρας επικίνδυνης οδήγησης και
κατ’ ιδέαν αληθινής συρροής ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Υπερισχύει η
τελευταία ως βαρύτερη πράξη (βλ. άρθρο 29 ΠΚ). Αυτή θα συρρέει κατ’ ιδέαν
αληθινά με την οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος (βλ. προηγούμενη
υποσημείωση), που είναι αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
(άρθρο 115 ΚΠΔ), επειδή στην ανθρωποκτονία προσβάλλεται η ζωή
συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων προσώπων με βλάβη, ενώ στην οδήγηση υπό
την επίδραση οινοπνεύματος προσβάλλεται με αφηρημένη διακινδύνευση η
ζωή και η σωματική ακεραιότητα και υγεία προσώπων αόριστου αριθμού.
γ) Σε ποιο δικαστήριο ως καθ’ ύλη αρμόδιο θα πρέπει να υπαχθεί ο Α στην α και
στην β περίπτωση;
Στην α περίπτωση θα υπαχθεί στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) : βλ.
άρθρο 111 Α αριθμ. 3 ΚΠΔ (: «Τα κακουργήματα της πειρατείας και τα
κακουργήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών και άλλων κοινωφελών
εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς
νόμους.») και τον τίτλο «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ» πάνω
από το άρθρο 290 ΠΚ.
Στην β περίπτωση θα πρέπει κατά την άποψή μου να υπαχθεί ο Α όχι στο ΜΟΔ,
μολονότι ευθύνεται ποινικά για κατ’ ιδέαν αληθινή συρροή ανθρωποκτονίας με
ενδεχόμενο δόλο (άρθρα 94 παρ. 2, 299 παρ. 1 ΠΚ), αλλά πάλι στο Τριμελές
Εφετείο (Κακουργημάτων), επειδή η λύση αυτή ανταποκρίνεται και στο γράμμα
και στο πνεύμα του νόμου, που απαιτεί τα κακουργήματα κατά των
συγκοινωνιών να υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο, όταν μάλιστα η
ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο συρρέει φαινομενικά με θανατηφόρα
επικίνδυνη οδήγηση. Η Νομική Θεωρία και η Νομολογία δεν έχουν διατυπώσει
ακόμα ορισμένη άποψη. Στο Τριμελές Εφετείο θα εκδικασθεί και η οδήγηση υπό
την επίδραση οινοπνεύματος, που είναι βασικά αρμοδιότητας Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου (βλ. αρμοδιότητα λόγω συνάφειας στα άρθρα 128 και 129
ΚΠΔ).
Επίσης, δεν πρέπει να μας ξενίζει το ότι μια ανθρωποκτονία με δόλο υπάγεται στο
Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όταν οι ειδικές περιστάσεις την καθιστούν
κακούργημα κατά των συγκοινωνιών. Εξάλλου, στο παραπεμπτικό βούλευμα,
θα υπάρχει ως φαινομενικά συρρέουσα και η θανατηφόρα επικίνδυνη οδήγηση.
Αυτή η ανθρωποκτονία δεν έχει καμιά σχέση με την ανθρωποκτονία που
προκαλείται με πυροβόλο όπλο, με μαχαίρι, με δηλητήριο κ.λπ. Είναι
πρωτίστως κακούργημα κατά των συγκοινωνιών και εδώ χρειάζονται
επαγγελματίες δικαστές που είναι επαϊοντες και ειδήμονες και δεν αρκούν οι
ένορκοι που κρίνουν «χοντροκομμένα». Εξάλλου, αν η επικίνδυνη οδήγηση ένεκα
κατανάλωσης οινοπνεύματος προκάλεσε τον θάνατο προσώπων μεγάλου
αριθμού από αμέλεια, τότε οι ποινές θα είναι ίδιες με εκείνες του άρθρου 299 ΠΚ
και συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 29 ΠΚ θα υπερισχύσει η θανατηφόρα
επικίνδυνη οδήγηση. Στην περίπτωση όμως αυτή αρμόδιο θα είναι
αδιαμφισβήτητα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 6 : Στον Άρειο Πάγο εκδικάζεται μετά από άσκηση


αίτησης αναίρεσης υπόθεση διακεκριμένων κλοπών κατ’ εξακολούθηση (άρθρα
98, 374 παρ. 1γ ΠΚ). Φέρεται να τελέσθηκαν είκοσι κλοπές στο σύνολό τους σε
αντικείμενα συνολικής αξίας 130.000 ευρώ. Ούτε ο κατηγορούμενος
ούτε ο συνήγορός του εμφανίσθηκαν για να
υποστηρίξουν την αναίρεση. Ωστόσο, διαπιστώνεται, ότι οι τέσσερις
κλοπές έχουν δικασθεί αμετάκλητα. Πώς θα ενεργήσει ο Άρειος Πάγος ;
«Άρθρο 511 ΚΠΔ (Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως): «Αν
εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος
Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της
αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον
προβλεπόμενο στο στοιχ. Β΄. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του
κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως
λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την
παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη
δημοσίευσή της.
Η απαίτηση του νόμου να είναι παραδεκτή η ασκηθείσα αναίρεση και να έχει
εμφανιστεί ο αναιρεσείων προκειμένου ο Αρειος Πάγος να λάβει
αυτεπαγγέλτως υπόψη το δεδικασμένο είναι παράλογη (και τυπολατρική).
Επειδή μάλιστα πρόκειται για παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος και η απαίτηση
αυτή προσκρούει σε ανώτερο δίκαιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 4 του 7ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ (απαγόρευση της διπλής ή πολλαπλής
ποινικής δίωξης του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη), είναι ανίσχυρη και
ανεφάρμοστη. Επομένως, θα υποχρεούται κατά την άποψή μας ο Άρειος Πάγος
να λάβει υπόψη το δεδικασμένο και αν ακόμα η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή
δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, αλλιώς θα κινδυνεύει η Ελλάδα να βρεθεί
κατηγορούμενη για μια ακόμα φορά ενώπιον του ΕΔΔΑ. Αν για παράδειγμα
αποδεικνυόταν, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν καταδικασθεί αμετάκλητα στο
παρελθόν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε φυλάκιση 10 μηνών έκαστος για
τις δύο από τις δέκα κλοπές για τις οποίες κατηγορούνται τώρα σε βαθμό
κακουργήματος και τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (άρθρο 374 παρ. 1
περ. γ΄ ΠΚ), και αν οι κατηγορούμενοι δεν εμφανίσθηκαν στον Άρειο Πάγο προς
υποστήριξη της παραδεκτά ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης ούτε είχαν προβάλει
τον σχετικό λόγο αναίρεσης (ποιον; το «μερικό δεδικασμένο»!) τι θα οφείλει στα
πλαίσια μιας δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης να πράξει ο Άρειος Πάγος; Τι ορίζει
ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας; Ο Άρειος Πάγος θα απορρίψει την αίτηση
αναίρεσης ως ανυποστήρικτη (βλ. άρθρο 514 ΚΠΔ). Ωστόσο, θα οφείλει να
ενεργήσει contra legem ερμηνεία σε σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 511 και
514 ΚΠΔ και να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 517 παρ. 1 ΚΠΔ, ακυρώνοντας
την απόφαση και κηρύσσοντας απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω
δεδικασμένου. Ο Άρειος Πάγος δεν θα λάβει υπόψη το μερικό δεδικασμένο,
επειδή οι κατηγορούμενοι δεν εμφανίσθηκαν ενώπιόν του προς υποστήριξη της
παραδεκτά ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης. Όμως έτσι θα κινδυνεύει η Ελλάδα να
καταδικασθεί για μια ακόμα φορά από το ΕΔΔΑ του Στρασβούργου για παράβαση
του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ (κατοχύρωση
δεδικασμένου ως ανθρώπινου δικαιώματος).».

Πρακτικό ζήτημα 7: Στον Άρειο Πάγο εκδικάζεται μετά από άσκηση αίτησης
αναίρεσης υπόθεση απιστίας σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 390 ΠΚ). Ο
κατηγορούμενος Α έχει προβάλει ως λόγους απόλυτη ακυρότητα (επειδή ζήτησε να
προβεί σε παρατηρήσεις μετά την εξέταση του μάρτυρα Ω, απέρριψε ο πρόεδρος
το αίτημά του, προσέφυγε στο δικαστήριο και δεν ικανοποιήθηκε), έλλειψη της
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεδικασμένο, εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας. Ο Άρειος Πάγος
απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αφού επεξεργάστηκε όλους τους λόγους
αναίρεσης εκτός από τον λόγο αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μπορεί να πράξει κάτι προς όφελός του ο Α;

Το ένδικο µέσο δεν επιτρέπεται να ασκείται για δεύτερη φορά. Ασκείται


άπαξ µόνο. Σχετικά µε την τελευταία αυτή προϋπόθεση ισχύουν τα εξής. Το ίδιο
ένδικο µέσο εναντίον της ίδιας απόφασης επιτρέπεται να ασκείται µόνο µια φορά από
το ίδιο πρόσωπο. Στο άρθρο 466 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζεται : «Εναντίον του ίδιου
βουλεύματος ή της ίδιας απόφασης δεν μπορεί ποτέ να ασκηθεί για δεύτερη φορά
το ίδιο ένδικο μέσο, που έχει κριθεί.». Εκ νέου άσκηση δεν επιτρέπεται, εφόσον
αυτό (έφεση ή αίτηση αναίρεσης) ασκήθηκε ήδη και απορρίφθηκε ως απαράδεκτο,
ανυποστήρικτο ή ουσιαστικά αβάσιµο. Κατ’ εξαίρεση, αν απορρίφθηκε ως
απαράδεκτο, θα πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή η εκ νέου άσκηση, εφόσον
τηρήθηκαν οι οριζόµενες από τον νόµο διατυπώσεις (π.χ. ο πληρεξούσιος
εφοδιάσθηκε µε την απαιτούµενη πληρεξουσιότητα) και εφόσον δεν παρήλθε η
τασσόµενη από τον νόµο προθεσµία. «Kατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ΄ του
ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ιδίας αποφάσεως. Κατά
την έννοια της διατάξεως προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης
αιτήσεως αναιρέσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Στην αντίθετη
περίπτωση που η πρώτη εκκρεµεί, παραδεκτώς ασκείται εντός της νόµιµης
προθεσµίας δεύτερη αναίρεση, η οποία είναι συµπληρωµατική της πρώτης και
συνεξετάζεται µε αυτή.». Μετά πάντως από κάποια εξέλιξη στη νομολογία
θεσπίστηκε για πρώτη φορά στον νέο ΚΠΔ η διάταξη του άρθρου 523 : «Αν η
αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή
απαράδεκτη ή αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε, με αίτηση
του αναιρεσείοντα ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, ο
Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή κρίση του μη
εξετασθέντος λόγου. Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης
που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας
ενός μηνός από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατά τα
λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 512.».
Επομένως, θα είναι δυνατή η εκ νέου άσκηση αίτησης αναίρεσης για την
έλλειψη της ειδικής και επεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, η οποία
δεν εξετάσθηκε από τον Άρειο Πάγο.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 8 :

Ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά του κατηγορουμένου


µε σκοπό την επιβολή µεγαλύτερης ποινής για τη διακίνηση
ναρκωτικών ουσιών. Όµως στη συγκεκριµένη περίπτωση τυχαίνει να έχει
καταδικαστεί ο κατηγορούµενος, που δεν άσκησε έφεση, και για ιδιαίτερα
διακεκριµένη κλοπή σύµφωνα µε το άρθρο 374 παρ. 1 περ. γ ΠΚ. Μετά την άσκηση
της έφεσης το σχετικό ποσό αυξήθηκε µε τον Ν 4055/2012 από 73.000 ευρώ σε
120.000 ευρώ. Ο κατηγορούµενος είχε κλέψει έναν πίνακα ζωγραφικής αξίας 80.000
ευρώ. Συνεπώς, σύµφωνα µε τον Ν 4055/2012 δεν τέλεσε ιδιαίτερα διακεκριµένη
κλοπή αλλά απλά διακεκριµένη κλοπή σε βαθµό πληµµελήµατος (άρθρο 372 παρ. 1
ΠΚ: κλοπή αντικειµένου ιδιαίτερα µεγάλης αξίας). Σ’ αυτή την περίπτωση θα
οφείλει το δευτεροβάθµιο δικαστήριο παρά την αντίθετη διατύπωση του γράµµατος
του νόµου (άρθρο 468 παρ. 2 ΚΠΔ) να εξετάσει και το µέρος που σχετίζεται µε την
ιδιαίτερα διακεκριµένη κλοπή, έστω και αν τούτο δεν προσβλήθηκε µε την έφεση. Αν
δεν το πράξει, θα στοιχειοθετείται απόλυτη ακυρότητα για παραβίαση των
δικαιωµάτων του κατηγορουµένου, αρνητική υπέρβαση εξουσίας και λόγος
αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 Α΄, Θ΄ ΚΠΔ). Υπέρ της αδιαµφισβήτητης
ορθότητας της συγκεκριµένης άποψης συνηγορεί και η ρητή και σαφής διάταξη
του άρθρου 2 ΠΚ (αναδροµική ισχύς του ηπιότερου νόµου), η οποία ορίζει τα
εξής: «1. Αν από την τέλεση της πράξης έως την αµετάκλητη εκδίκασή της
ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόµων, εφαρµόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη
περίπτωση οδηγεί στην ευµενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν
µεταγενέστερος νόµος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η
εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και
η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Εξάλλου, υπέρ της αδιαµφισβήτητης
ορθότητας της συγκεκριµένης άποψης συνηγορεί και το πνεύµα των άρθρων 511
και 514 ΚΠΔ που ορίζουν, ότι είτε εµφανιστεί είτε δεν εµφανιστεί ο αναιρεσείων
το δικαστήριο του Αρείου Πάγου εφαρµόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόµο
που ισχύει µετά τη δηµοσίευση της απόφασης, η οποία προσβάλλεται µε το ένδικο
µέσο της αναίρεσης.
Ένα ακόμα παράδειγμα : Ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά του
κατηγορουμένου με σκοπό μόνο την επιβολή μεγαλύτερης ποινής για την
κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του Ω (άρθρο 216 παρ. 1, 3 ΠΚ). Όμως
στη συγκεκριμένη περίπτωση τυχαίνει να έχει καταδικαστεί ο κατηγορούμενος,
που δεν άσκησε έφεση, και για κακουργηματική απάτη σε βάρος του Ψ (άρθρο
386 παρ. 1 ΠΚ). Κατά την ημέρα συζήτησης της έφεσης εμφανίζεται το θύμα της
απάτης που έχει ικανοποιηθεί πλήρως για τη ζημία που υπέστη και δηλώνει στο
δικαστήριο ότι ανακαλεί την υποβληθείσα έγκληση και δεν επιθυμεί την ποινική
δίωξη του κατηγορουμένου, ο οποίος αποδέχεται την ανάκληση (βλ. άρθρα 117
παρ. 4, 405 παρ. 1 εδ. α ΠΚ). Έστω και αν δεν έχει ασκήσει έφεση ο
κατηγορούμενος, έστω και αν ο εισαγγελέας δεν έθιξε στην έφεσή του το
κεφάλαιο της απάτης, θα οφείλει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να παύσει οριστικά
την ποινική δίωξη ένεκα ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης και αποδοχής της
ανάκλησης (άρθρα 368 περ. β, 502 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ). Ομοίως θα όφειλε
να ενεργήσει, αν αντί απάτης ο κατηγορούμενος είχε τελέσει διακεκριμένη κλοπή
(βλ. άρθρα 374 παρ. 1, 381 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΠΚ που ορίζει, ότι, αν η δήλωση
του θύματος ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη υποβληθεί μετά την
άσκηση της ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν). Αν δεν
ενεργήσει έτσι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν θα έχει σεβαστεί την πάγια
νομολογία του Αρείου Πάγου που έχει δεχθεί υποχρέωση του δικαστηρίου για
αυτεπάγγελτη έρευνα των δικονομικών προϋποθέσεων κατά πάσαν στάση της
δίκης και αρνητική υπέρβαση εξουσίας ως λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 Θ
ΚΠΔ) για έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων.
.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 9 : Ο Α καταδικάστηκε από το Τριμελές


Πλημμελειοδικείο σε φυλάκιση 4 ετών για κλοπή αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης
αξίας. Η απόφαση δεν έδωσε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση. Μπορεί ο Α
να κάνει κάτι για να αποτρέψει την εκτέλεση της ποινής και τη φυλάκισή του ;
Μπορεί να απευθυνθεί στο Τριμελές Εφετείο, αφού ασκήσει νομότυπα έφεση, και
να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, µέχρις ότου
εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο κατ’ άρθρο
111 Α αριθμ. 7 ΚΠΔ).
Το ανασταλτικό αποτέλεσµα. Τούτο σηµαίνει ότι η άσκηση του ένδικου µέσου,
εφόσον ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά, αναστέλλει την εκτέλεση της δικαστικής
απόφασης ή του βουλεύµατος. Έτσι, ο κατηγορούµενος π.χ. δεν φυλακίζεται και δεν
υποχρεούται να καταβάλει την επιβληθείσα χρηµατική ποινή. Βασική για το
ανασταλτικό αποτέλεσµα είναι η διάταξη του άρθρου 471 παρ. 1 ΚΠΔ. Το άρθρο
471 παρ. 1 (ανασταλτική δύναµη των ένδικων µέσων) ορίζει τα εξής: «Το ένδικο
µέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωµα εµπρόθεσµα και
νοµότυπα, καθώς και η προθεσµία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της
απόφασης ή του βουλεύµατος που προσβάλλονται, όταν ο νόµος δεν διατάζει
διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όµως η διάταξη του βουλεύµατος που αφορά τη
σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Αν το βούλευµα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να
γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουµένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή
την κηρύσσει απαράδεκτη, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές».
Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις, στις οποίες ο νόµος ορίζει διαφορετικά.
Πολύ σηµαντική εδώ είναι η διάταξη του άρθρου 497 ΚΠΔ για την ανασταλτική
δύναµη της έφεσης κατά απόφασης: «1. Ανασταλτικό αποτέλεσµα έχει µόνο η
έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσµία για την άσκησή της. 2. Αν µε
την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση
έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσµα. 3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης
είναι µεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα, εκτός αν
το δικαστήριο κρίνει αλλιώς. 4. Αν µε την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε
ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισµός σε ειδικό κατάστηµα κράτησης νέων, η
κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα ανήκει στο δικαστήριο
που δίκασε. Αυτό, µε ειδική αιτιολογία και εφαρµόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8 του
παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαµβάνοντας πρωτίστως
υπόψη το συµφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αµέσως µετά την απαγγελία της
απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουµένου ότι θα
ασκήσει έφεση. 5. Το δικαστήριο µπορεί στις περιπτώσεις των παρ. 3, 4 και 7 να
επιβάλει περιοριστικούς όρους. 6. Οι διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων
εφαρµόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που
καταδικάστηκε. 7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούµενος καταδικάστηκε µε απόφαση
του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε
παραδεκτά έφεση, η οποία όµως δεν έχει ανασταλτική δύναµη, µπορεί να ζητηθεί
µε αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης
απόφασης, µέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου. Η
αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης
ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο,
απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό
εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα
υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί,
νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη
δημοσίευση της απόφασης (βλ. άρθρο 473 παρ. 1, 3 ΚΠΔ) με την
οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’
οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα
οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου.
8. Τότε µόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσµα, κατά την παράγραφο 4 του
παρόντος, στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της
πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογηµένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν
αρκούν και ότι ο κατηγορούµενος δεν έχει γνωστή και µόνιµη διαµονή στη χώρα ή
έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το
παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση
κρατουµένου ή παραβίαση περιορισµών διαµονής, εφόσον από τη συνδροµή των
παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογηµένα ότι αν αφεθεί
ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούµενες καταδίκες του για
αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να
διαπράξει και άλλα εγκλήµατα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί
ανασταλτικό αποτέλεσµα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογηµένα κρίνει ότι η
άµεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρµετρη και
ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Αν παραβιαστούν οι
όροι που τέθηκαν το αρµόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του
εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. 9. Ο
κατηγορούµενος κλητεύεται, σύµφωνα µε τα άρθρα 155 έως 162 και 166, στο
δικαστήριο που είναι αρµόδιο κατά την πάρ. 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται
µακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό. 10. Για όλες τις
παρεπόµενες στερήσεις δικαιωµάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό
αποτέλεσµα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως».
Πολύ ορθά παρατηρείται, ότι η άρνηση χορήγησης του ανασταλτικού
αποτελέσµατος ή της αναστολής εκτελέσεως της καταδικαστικής απόφασης θα
πρέπει να αιτιολογείται µε αναγωγή στα κριτήρια επιβολής της προσωρινής
κράτησης κατ’ άρθρα 282 επ. ΚΠΔ. Ο νόµος εξάλλου παραλείπει να αναφέρει το
σπουδαιότερο κριτήριο που θα πρέπει να επηρεάσει τη διακριτική ευχέρεια του
δευτεροβάθµιου δικαστηρίου να αποφασίσει υπέρ της αναστολής ή µη κατά την
εκτίµηση της συνδροµής ή µη των προϋποθέσεων που τίθενται από αυτόν. Το
κριτήριο αυτό είναι η αθωότητα του κατηγορουµένου ή η µεγάλη πιθανότητα
αθωότητας και τα πραγµατικά ή νοµικά σφάλµατα της απόφασης του πρωτοβάθµιου
δικαστηρίου. Η συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή του κράτους δικαίου επιβάλλει να
διατάσσεται οπωσδήποτε η αναστολή της καταδικαστικής αποφάσεως, οσάκις
διαπιστώνεται η αθωότητα ή η πιθανή αθωότητα του καταδικασθέντος, χωρίς να
απαιτείται να ερευνώνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόµο.
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 10 : Ο Α καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο σε
δεύτερο βαθμό σε φυλάκιση 4 ετών για κλοπή αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης
αξίας. Η απόφαση είναι πλέον τελεσίδικη και θα πρέπει να εκτελεστεί, δηλαδή να
φυλακιστεί ο Α. Μπορεί ο Α να κάνει κάτι για να αποτρέψει την εκτέλεση της
ποινής και τη φυλάκισή του ; Μπορεί να απευθυνθεί στο Τριμελές Εφετείο, αφού
ασκήσει νομότυπα αναίρεση, και να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της
απόφασης σύμφωνα με τα παρακάτω αναφερόμενα.
Κατ’ άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ ισχύουν τα εξής: «Κατ’ εξαίρεση η προθεσµία για την
άσκηση του ένδικου µέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν
αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται µε αυτή. Το δικαστήριο
που εξέδωσε την απόφαση µπορεί, µόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει
ο εισαγγελέας ή ο κατηγορούµενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η
αναίρεση ασκείται κατά απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή
ανυποστήρικτη, να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή
διατάσσεται εφόσον προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής ωσότου εκδοθεί η
απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρµετρη και ανεπανόρθωτη
βλάβη για τον κατηγορούµενο ή την οικογένειά του. Δεύτερη αίτηση αναστολής
εκτέλεσης από τον κατηγορούµενο είναι απαράδεκτη, αν δεν παρέλθουν δύο µήνες
από την απόρριψη της προηγούµενης. Δεν έχει επίσης ανασταλτική δύναµη το ένδικο
µέσο αν ο νόµος δεν το χορηγεί ρητά».
Τέλος, το άρθρο 472 ΚΠΔ (αµφισβήτηση της ανασταλτικής δύναµης του ένδικου
µέσου) ορίζει: «Κάθε δισταγµός ή αµφισβήτηση για την ανασταλτική δύναµη
του ένδικου µέσου κατά το άρθρο 471 λύεται αµετάκλητα από το δικαστήριο ή το
δικαστικό συµβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευµα που προσβάλλεται.
Αν όµως ο δισταγµός ή η αµφισβήτηση ανακύψει µετά την εισαγωγή του ένδικου
µέσου για συζήτηση, λύεται από το δικαστήριο ή το δικαστικό συµβούλιο που
είναι αρµόδιο να κρίνει. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούµενος καλείται πριν είκοσι
τέσσερις τουλάχιστον ώρες να εκφράσει τη γνώµη του στο όργανο που θα κρίνει για
την αµφισβήτηση». Η διαφορά της διάταξης αυτής από εκείνη του άρθρου 497 παρ. 7
ΚΠΔ έγκειται στο ότι στην τελευταία περίπτωση ασκείται παραδεκτά κατά της
απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έφεση, η οποία όμως δεν έχει
ανασταλτική δύναμη, γιατί δεν την έδωσε ρητά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,
οπότε δεν υφίσταται καμιά αμφισβήτηση.
.....................................................................................................................................

Πρακτικό ζήτημα: Το τριμελές εφετείο κήρυξε, ως κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο,


αθώο τον φερόμενο ως αυτουργό ψευδούς κατάθεσης Α (άρθρο 224 ΠΚ), επειδή δεν
τελέστηκε το έγκλημα και συγκεκριμένα τα κατατεθέντα ήταν αληθή γεγονότα, χωρίς να
αθωώσει και τον ηθικό αυτουργό Β, ο οποίος δεν δικαιούνταν να ασκήσει έφεση λόγω
ύψους ποινής. Ο ηθικός αυτουργός Β δικαιούται τώρα να ασκήσει αίτηση αναίρεσης
κατά της αποφάσεως του εφετείου; Αν ο αυτουργός της ψευδούς κατάθεσης Α ήταν
ανήλικος 13 ετών ή παράφρων και για τον λόγο αυτόν απηλλάγη από την επιβολή
ποινής αλλάζουν τα πράγματα;
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει αντικειμενικός λόγος (μη αξιόποινο της
συμπεριφοράς) επεκτεινόμενος και στον ηθικό αυτουργό, οπότε θα έπρεπε το
ωφέλιμο αποτέλεσμα να επεκταθεί και στον συγκατηγορούμενο Β. Η παράλειψη
του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να επεκτείνει το ωφέλιμο αποτέλεσμα και στον
Β συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας και λόγο αναίρεσης.

Στη δεύτερη περίπτωση υφίσταται υποκειμενικός λόγος, μη επεκτεινόμενος και


στον συγκατηγορούμενο. Καθοριστική είναι η διάταξη του άρθρου 48 ΠΚ: «Το
αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο
εκείνου που τέλεσε την πράξη». Τούτο σημαίνει, ότι, αν π.χ. ο αυτουργός είναι
ακαταλόγιστο πρόσωπο λόγω ανηλικότητας (άρθρο 126 παρ. 1 ΠΚ: «Η αξιόποινη
πράξη που τελέστηκε από ανήλικο δώδεκα έως δεκαπέντε ετών δεν καταλογίζεται σε
αυτόν») ή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρθρο 34 ΠΚ), ο ηθικός αυτουργός
μπορεί να είναι πνευματικά υγιής και ενήλικος, οπότε η πράξη καταλογίζεται πλήρως σ’
αυτόν.

Πρακτικό ζήτημα 2: Η αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης της


θέσης του κατηγορουμένου (non reformatio in pejus = όχι
μεταρρύθμιση επί τα χείρω). Κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ ισχύουν τα εξής: «Στην
περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον
που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να
ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται.
Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν
επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η
επιβολή μέτρου ασφάλειας προβλεπόμενου από τον Ποινικό Κώδικα». Η ως άνω αρχή
σημαίνει ότι, όταν ο κατηγορούμενος ασκήσει ένα ένδικο μέσο κατά μιας καταδικαστικής
απόφασης δεν επιτρέπεται στο ποινικό δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του με την
επιβολή βαρύτερης ποινής (π.χ. επιβολή ποινής 3 ετών αντί μέχρι 2 ετών που είχε
επιβάλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ή με την επιβολή και άλλης κύριας ποινής
(στερητικής της ελευθερίας ή χρηματικής) ή με την ανάκληση ευεργετημάτων που
παρασχέθηκαν, όπως είναι η δοθείσα μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής
σε χρηματική ποινή (βλ. άρθρο 465 ΠΚ) ή η δοθείσα αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή
η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων ή λόγων μείωσης της ποινής κατά τα άρθρα
83 και 84 ΠΚ. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι υφίσταται χειροτέρευση της θέσης του
κατηγορουμένου, όταν μεταβάλλεται προς το βαρύτερο ο νομικός χαρακτηρισμός της
πράξης, έστω και αν επιβάλλεται η ίδια ή μικρότερη ποινή, επειδή η μεταβολή αυτή έχει
σημασία για την ηθική υπόσταση του κατηγορουμένου, όπως εμφανίζεται στο ποινικό
μητρώο του (π.χ. από ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής μετατρέπεται η
κατηγορία σε ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση), ή όταν
μεταβάλλεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, έτσι
ώστε να αποκλείεται η συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής, η οποία θα
επερχόταν, αν γινόταν δεκτός ο χρόνος τέλεσης που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο.

Η ratio legis (αιτία ή σκοπός του νόμου) όσον αφορά την απαγόρευση της
χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου συνίσταται στο να μπορεί να
ασκεί ο κατηγορούμενος ανεπιφύλακτα τα ένδικα μέσα με σκοπό τη βελτίωση της
θέσης του χωρίς να φοβάται και να έχει αναστολές, υπολογίζοντας ότι
ενδεχομένως το ανώτερο δικαστήριο θα χειροτερεύσει τη θέση του.
Περίπτωση απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου
προβλέπει και η διάταξη του άρθρου 524 ΚΠΔ (Συζήτηση στο δικαστήριο της
παραπομπής): «1. Η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά
τα άρθρα 518 παρ. 2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα.
Επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 134. 2. Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε
ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε
όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση
του άρθρου 470».
Για παράδειγμα, το δικάσαν κατ’ έφεση δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο
ποινή φυλάκισης 3 ετών. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο ένεκα
απόλυτης ακυρότητας μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου για
παραβίαση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης (π.χ. απόρριψη από το δικαστήριο του
αιτήματος του κατηγορουμένου να κληθούν για να εξετασθούν δύο μάρτυρες από
Κύπρο, η οποία προκύπτει από τα πρακτικά). Το δικαστήριο, στο οποίο ο Άρειος Πάγος
παρέπεμψε την υπόθεση για να δικασθεί εκ νέου, δεν έχει εξουσία να επιβάλει ποινή
ανώτερη των 3 ετών.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που πρωτοδίκως ο Α καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3
ετών, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επιβλήθηκε φυλάκιση 2 ετών και ο Άρειος
Πάγος αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οπότε αναβίωσε η
απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί
για να υποστηρίξει την έφεσή του; Με βάση το γράμμα της διάταξης του άρθρου 501
παρ. 1 ΚΠΔ η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Όμως έτσι θα
επερχόταν χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, κάτι που απαγορεύει το
πνεύμα του άρθρου 524 ΚΠΔ. Κατά την κρατούσα άποψη το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση ο Άρειος Πάγος δεν θα δύναται να απορρίψει εν
απουσία του Α και του συνηγόρου του ως ανυποστήρικτη την έφεση, επειδή τότε θα
είχαμε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, δηλαδή φυλάκιση 3 ετών αντί
φυλάκισης 2 ετών. Θα οφείλει να εκδικάσει την υπόθεση και δεν θα δικαιούται να
επιβάλει φυλάκιση άνω των 2 ετών, αλλιώς θα υφίσταται υπέρβαση εξουσίας και λόγος
αναίρεσης.
Εξαιρέσεις από την αρχή: α) Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την παρεπόμενη
ποινή, η οποία δεν επιβλήθηκε εκ παραδρομής. Δεν εμποδίζεται δηλαδή η επιβολή
παρεπόμενης ποινής (όπως η δήμευση, η απαγόρευση της άσκησης επαγγέλματος ή η
δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης), που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν
και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί. β) Το δικαστήριο μπορεί
να επιβάλει μέτρο ασφάλειας που προβλέπει ο ΠΚ και δεν επιβλήθηκε από το
καταδικάσαν δικαστήριο. γ) Το δικαστήριο μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του
κατηγορουμένου, όταν ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά του κατηγορουμένου,
ζητώντας π.χ. την ενοχή του και για άλλες πράξεις, για τις οποίες αθωώθηκε, ή
την ενοχή για βαρύτερο έγκλημα ή την επιβολή μεγαλύτερης ποινής ή τη μη
αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης ή άλλου λόγου μείωσης της ποινής ή
γενικότερα την ανάκληση παρασχεθέντος ευεργετήματος. δ) Η ως άνω αρχή δεν
ισχύει στα ένδικα μέσα κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων. Επομένως, το
δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί π.χ. να προβεί σε ορθό νομικό
χαρακτηρισμό ενός πλημμελήματος και να παραπέμψει για κακούργημα (π.χ. αντί
κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας να παραπέμψει για κλοπή αντικειμένου του
οποίου η αξία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ κατ’ άρθρο 374 παρ. 1 περ. γ΄
ΠΚ). Ενδέχεται όμως στην περίπτωση αυτή να είναι αναγκαία προηγουμένως η
διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης, επειδή θα πρόκειται για κακούργημα
και επειδή θα είναι αναγκαία η λήψη απολογίας του κατηγορουμένου σχετικά με την
κακουργηματική κατηγορία (βλ. άρθρο 120 παρ. 3 ΚΠΔ).
Πρακτικό ζήτηµα 3: Ο Α καταδικάστηκε από το µονοµελές
πληµµελειοδικείο που εκδίκαζε παραβίαση της υποχρέωσής του για
διατροφή προς τα εγκαλούντα τέκνα του (άρθρο 358 ΠΚ) σε ποινή
φυλάκισης 10 µηνών µε τριετή αναστολή εκτέλεσης της ποινής
(άρθρο 99 ΠΚ). Το τριµελές πληµµελειοδικείο που εκδίκαζε την
υπόθεση ως δευτεροβάθµιο δικαστήριο (εφετείο) επέβαλε πάλι
φυλάκιση 10 µηνών, την οποία όµως µετέτρεψε προς 10 ευρώ την
ηµέρα χωρίς να δώσει τον λόγο στον συνήγορο ως προς την
επιβλητέα ποινή. α) Ποιες είναι οι νοµικές πληµµέλειες της
απόφασης αυτής; β) Παράγεται λόγος αναίρεσης;

Όφειλε το δευτεροβάθµιο δικαστήριο να δώσει τον λόγο στον


συνήγορο ως προς την επιβλητέα ποινή (άρθρα 367, 369 παρ. 3
ΚΠΔ. Η παράλειψη αυτή προκαλεί απόλυτη ακυρότητα και
λόγο αναίρεσης (άρθρα 171 παρ. 1δ, 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ).
Εξάλλου, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατέστησε χείρονα τη θέση
του κατηγορουµένου µε την ανάκληση χορηγηθέντος
ευεργετήµατος, δηλαδή της αναστολής εκτέλεσης της ποινής,
αφού µετέτρεψε τη στερητική της ελευθερίας ποινή σε
χρηµατική κατά παράβαση του άρθρου 470 ΚΠΔ, και έτσι
υπέπεσε σε θετική υπέρβαση εξουσίας που συνιστά λόγο
αναίρεσης (άρθρα 470, 510 παρ. 1 Θ ΚΠΔ).

Πρακτικό ζήτηµα 4: Ο ιατρός Α και ο πολιτικός µηχανικός Β


απολογήθηκαν σύµφωνα µε την άσκηση της ποινικής δίωξης για
κακουργηµατική πλαστογραφία κατά συναυτουργία στον ανακριτή.
Μετά το πέρας της ανάκρισης παραπέµφθηκαν στο ακροατήριο µε βούλευµα
του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών για τα εγκλήµατα της κακουργηµατικής
πλαστογραφίας και της κακουργηµατικής απάτης κατά συναυτουργία
(άρθρα 45, 216 παρ. 1, 3, 386 παρ. 1 ΠΚ). Ερωτάται: α) Ποια ένδικα µέσα
έχουν ο Α και ο Β κατά του παραπεµπτικού βουλεύµατος και για ποιον λόγο;
β) Αν υποτεθεί ότι συναφές έγκληµα µε την κακουργηµατική πλαστογραφία
ήταν και η από κοινού τελεσθείσα συκοφαντική δυσφήµηση, θα µπορούσε να
προσβληθεί µε την έφεση το σχετικό µέρος του βουλεύµατος; α) Οι
κατηγορούµενοι θα έχουν το ένδικο µέσο της έφεσης κατά του παραπεµπτικού
βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών. Το άρθρο 478 ΚΠΔ ορίζει, ότι
το ένδικο µέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούµενο µόνο κατά του
βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών το οποίο τον παραπέµπει στο
δικαστήριο για κακούργηµα και µόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης
ακυρότητας και β) της εσφαλµένης ερµηνείας ή ευθείας εσφαλμένης
εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα παρήχθη
µε την παραποµπή και για την κακουργηµατική απάτη, για την οποία
δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη (άρθρα 27 παρ. 1, 43 παρ. 1, 171 παρ. 1β
ΚΠΔ). β) Κατά τελεολογική διαστολή, που λαµβάνει υπόψη τον σκοπό
του νόµου που δεν επιτρέπει έφεση στον κατηγορούµενο κατά
βουλεύµατος που τον παραπέµπει για πληµµέληµα, δηλαδή την
αποτροπή της παρέλκυσης της διαδικασίας επί πληµµελήµατος που υπόκειται
σε σύντοµη παραγαραφή, θα πρέπει να θεωρείται παραδεκτή η έφεση και
κατά των συναφών πληµµεληµάτων του κατηγορουµένου για κακούργηµα
(µέχρι εδώ συµφωνεί και η νοµολογία) ή και των συγκατηγορουµένων,
δεδοµένου ότι έτσι ή αλλιώς η παρέλκυση της διαδικασίας θα είναι πλέον
αναπόφευκτη. Εποµένως, θα µπορούσε να προσβληθεί µε την έφεση και
το µέρος του βουλεύµατος που αφορούσε την από κοινού τελεσθείσα
συκοφαντική δυσφήµηση.

Πρακτικό ζήτηµα 5: Το τριµελές πληµµελειοδικείο Αγρινίου, που δίκασε


έφεση του κατηγορουμένου, αφού απέρριψε αίτηµα αναβολής που
υποβλήθηκε για τον απόντα εκκαλούντα Α από τον ενόρκως εξετασθέντα
µάρτυρα, µετά τη διαπίστωση ότι ο εκκαλών είχε κλητευθεί νοµότυπα και
εµπρόθεσµα, απέρριψε επίσης ως ανυποστήρικτη και την έφεση, παρά το ότι
για επιµέρους πράξεις του εγκλήµατος κατ’ εξακολούθηση για το οποίο
καταδικάσθηκε πρωτοδίκως συµπληρώθηκε η παραγραφή. Ειδικότερα, ο
Α καταδικάστηκε πρωτοδίκως από το μονομελές πλημμελειοδικείο για κλοπή
κατ’ εξακολούθηση (8 µερικότερες πράξεις) σε ποινή φυλάκισης 2 ετών
(άρθρο 372 παρ. 1 ΠΚ). Το δευτεροβάθµιο δικαστήριο απέρριψε την έφεσή
του ως ανυποστήρικτη, ενώ για 2 µερικότερες πράξεις είχε συµπληρωθεί
η προθεσµία της παραγραφής. Μπορεί να αναιρεθεί αυτή η απόφαση;
Σύµφωνα µε το άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ σε συνδ. µε άρθρα 368 εδ. β και γ
και 510 παρ. 1 Ε, Η, Θ ΚΠΔ και άρθρα 79 και 98 ΠΚ όφειλε το δευτεροβάθµιο
δικαστήριο να µην απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, να παύσει
οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (αρνητική δικονομική
προϋπόθεση ή δικονομικό κώλυμα) για τις 2 µερικότερες πράξεις παρά
την απουσία του εκκαλούντος και στη συνέχεια να αφαιρέσει τις ποινές
που είχαν επιβληθεί για τις παραγραφείσες µερικότερες πράξεις. Έτσι,
θα προέβαινε και σε προσδιορισµό νέας συνολικής ποινής µε βάση το άρθρο
98 παρ. 1, 2 ΠΚ. Ένεκα αυτής της παράλειψης υπέπεσε το δικαστήριο σε
αρνητική υπέρβαση εξουσίας και σε εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής
ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 Ε, Η, Θ ΚΠΔ). Αυτονόητα, υπάρχει
λόγος αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, επειδή παρέλειψε το
εφετείο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για
ορισµένες πράξεις και να προβεί σε νέα επιµέτρηση της ποινής
σύµφωνα µε το άρθρο 98 ΠΚ, δεδοµένου ότι η ποινή φυλάκισης 2 ετών
επιβλήθηκε για 8 µερικότερες πράξεις, ενώ τώρα απέµειναν 6 µόνο. Θα
έπρεπε λοιπόν η ποινή που επιβλήθηκε για τις δύο πράξεις που
παραγράφτηκαν να αφαιρεθεί.

Για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης δεν επιτρέπεται να απορρίπτεται η


έφεση σε παρόµοιες περιπτώσεις και να µένει η ίδια ποινή . Συνακόλουθα, εάν
κατ’ εφαρµογή του άρθρου 501 παρ. 3 ΚΠΔ το εφετείο παύσει οριστικά ή
κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για κάποια ή κάποιες από τις
µερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήµατος και ο
κατηγορούµενος απουσιάζει, δεν απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση ως
ανυποστήρικτη αλλά προβαίνει σε νέα επιµέτρηση της ποινής, η οποία να
ανταποκρίνεται στα καινούργια δεδοµένα, αφού η υπάρχουσα
ευθυγραµµίζεται µε τη βαρύτητα του εγκλήµατος όπως καταδικάστηκε
πρωτόδικα. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι σε µια τέτοια περίπτωση οφείλει το
δευτεροβάθµιο δικαστήριο να προχωρήσει, δικάζοντας σαν παρόντα
τον εκκαλούντα κατηγορούµενο, σε επιµέτρηση νέας (µικρότερης της
αντίστοιχης πρωτόδικης) ποινής.

Πρακτικό ζήτηµα 6: Υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως


υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια
αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη
περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη
δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, για το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της
δικαιοδοσίας του. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει ειδικότερα όταν το δικαστήριο άσκησε
δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν (= πρόκειται για ενδεικτική
απαρίθμηση έτσι ώστε το δικαστήριο μπορεί να διαμορφώσει και άλλες περιπτώσεις,
όπως είναι π.χ. η παρά τη σχετική απαγόρευση χειροτέρευση της θέσης του
κατηγορουμένου που άσκησε ένδικο μέσο): α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση
που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του (π.χ. υπαγόταν στη δικαιοδοσία στρατιωτικού
ποινικού δικαστηρίου)· β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή
διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (π.χ.
εγκυρότητα ή ακυρότητα γάμου)· γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν
υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν
δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση

(άρθρο 438). Παράβαση της non reformation in peius.


Η θεωρία και η νομολογία έχουν διαμορφώσει και ορισμένες περιπτώσεις αρνητικής
υπέρβασης εξουσίας, όπως είναι π.χ. η μη αυτεπάγγελτη έρευνα διαθέσιμων και
ουσιωδών αποδεικτικών μέσων παρά την υποχρέωση του δικαστηρίου για
αυτεπάγγελτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας (άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ), το ότι
δικαστήριο δεν εφήρμοσε το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου στους
συγκατηγορουμένους που δεν άσκησαν ένδικο μέσο (άρθρο 469 ΚΠΔ), το ότι το
δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο (δεν εκδίκασε την υπόθεση) αν και
συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού: για την άσκηση εφέσεως από
παραστάντα κατά τη συζήτηση συνήγορο δεν απαιτείται παροχή πληρεξουσίου και
αναιρείται για υπέρβαση εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή απαίτησε
πληρεξούσιο στην ανωτέρω περίπτωση και απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, βλ.
άρθρο 466 παρ. 2 ΚΠΔ), το ότι δεν εκδίκασε την υπόθεση αλλά κήρυξε την ποινική
δίωξη απαράδεκτη (για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως, όπως είναι π.χ. η
έγκληση, ή για ύπαρξη δικονομικού κωλύματος, όπως είναι π.χ. η παραγραφή του
αξιοποίνουχωρίς να συντρέχει περίπτωση του άρθρου 368 εδ. γ ΚΠΔ, η κήρυξη
της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικαστηρίου παρά την αρμοδιότητά του κ.λπ. Η
αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά το άρθρο 99 ΠΚ διατάσσεται, εφόσον
συντρέχουν οι όροι του νόμου, υποχρεωτικά και αυτεπαγγέλτως (και χωρίς
αίτημα του κατηγορουμένου). Αν το δικαστήριο δεν τη διατάξει, διαπράττει
αρνητική υπέρβαση εξουσίας και καθιστά την απόφασή του αναιρεσίβλητη .

Πρακτικό ζήτηµα 7: H A τέλεσε απάτη σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 386


παρ. 1 ΠΚ) και μόλις εκδόθηκε το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών που την
παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων επέστρεψε πριν καταστεί
αμετάκλητη η παραπομπή της το παράνομο όφελος των 80.000 ευρώ από τις 130.000
ευρώ. Τις υπόλοιπες 50.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους επέστρεψε η Α στον
εξαπατηθέντα την προηγούμενη της δικάσιμης ενώπιον του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου (Πενταμελούς Εφετείου) και μάλιστα συντάχθηκε την ίδια ημέρα ενώπιον
συμβολαιογράφου δήλωση περί ανακλήσεως της υποβληθείσας έγκλησης και
αποδοχής της ανακλήσεως (άρθρα 368 εδ. β, 502 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, 117 παρ. 4, 405 παρ.
1 εδ. α ΠΚ). Το συμβολαιογραφικό έγγραφο προσκόμισε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο
ο συνήγορος υπεράσπισης που εκπροσώπησε τον απόντα κατηγορούμενο αλλά
επειδή δεν προσήλθε ο εξαπατηθείς να δηλώσει αυτοπροσώπως την πλήρη
ικανοποίηση και την ανάκληση της έγκλησης, το δικαστήριο αντί να παύσει
οριστικά την ποινική δίωξη καταδίκασε την Α για κακουργηματική απάτη. Θα ήταν
εξόφθαλμα άδικο να απορρίψει ο Άρειος Πάγος την ασκηθείσα αναίρεση και να μην
παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ένεκα ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης και
αποδοχής της ανάκλησης, επειδή ασκήθηκε η αναίρεση
εκπρόθεσμα, μολονότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε υπέρβαση
εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 Θ ΚΠΔ ) !!! Χάριν της ουσιαστικής δικαιοσύνης οφείλει ο
Άρειος Πάγος να προβεί σε μια contra legem ερμηνεία και να εφαρμόσει αναλογικά τα
άρθρα 368 εδ. β και 517 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, παύοντας οριστικά την ποινική δίωξη, όπως
πράττει και στην περίπτωση της παραγραφής

You might also like