Professional Documents
Culture Documents
Θεοδώρου Τερζάκη
Δικηγόρου
1. Εισαγωγή
Η πληρωμή του εργολαβικού ανταλλάγματος αποτελεί για τον εργολήπτη μια από τις
σπουδαιότερες λειτουργίες της εργολαβικής σύμβασης. Διατάξεις που ρυθμίζουν
θέματα σχετικά με το εργολαβικό αντάλλαγμα υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο το Ν.
3669/2008 περί «Κύρωσης της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων
έργων». (παρακάτω θα αναφέρεται Κ.Δ.Ε.- Κώδικας Δημοσίων Έργων). Με τον
παραπάνω νόμο κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο το σύνολο της διάσπαρτης μέχρι
σήμερα νομοθεσίας σχετικά με τα δημόσια έργα (Ν. 1418/1984, Π.Δ. 609/85, Ν.
3263/2004, Ν.2522/97 κλπ). Οι βασικές διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται το
εργολαβικό αντάλλαγμα είναι το άρθρο 53 του ΚΔΕ με τίτλο «λογαριασμοί-
πιστοποιήσεις» και το άρθρο 54 του ίδιου ΚΔΕ με τίτλο «αναθεώρηση τιμών».
Εργολαβικό αντάλλαγμα είναι η νόμιμη και προσήκουσα πληρωμή του εργολήπτη
δημοσίου έργου σε αντιπαροχή με την κατασκευή του έργου. Το εργολαβικό
αντάλλαγμα αποτελεί στην ουσία την μοναδική υποχρέωση του κυρίου του έργου.
Α. Άρθρο 53 του Κ. Δ. Ε.
2
λογαριασμούς για εργασίες που δεν είχε εκτελέσει). Παραπέρα εφαρμογή έχει εδώ το
άρθρο 82 του ΚΔΕ περί πειθαρχικού έλεγχου του εργολήπτη, ο οποίος όμως στην
περίπτωση αυτή θα πρέπει σύμφωνα με τη παραπάνω διάταξη, να υποπέσει σε
«ενσυνείδητη προσπάθεια διαφόρου ποσοτικής εμφανίσεως των εκτελεσθεισών
εργασιών», δηλαδή από δόλο.
-Τρίτον κατ΄ αρχήν η πληρωμή γίνεται για εργασίες που έχουν εκτελεστεί εντός
των ορίων του χρονοδιαγράμματος. Από την ρύθμιση αυτή προκύπτει η ανάγκη το
χρονοδιάγραμμα των εργασιών να είναι σαφές και συγκεκριμένο και να καθορίζει και
ποσοτικά και όχι μόνο ανά είδος τις εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν σε
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
-Τέλος ο κύριος του έργου έχει δικαίωμα, αλλά όχι και υποχρέωση να αναβάλλει
την πληρωμή εργασιών εκτός χρονοδιαγράμματος. Η απόφαση της διευθύνουσας
υπηρεσίας , με την οποία περικόπτονται εργασίες, γιατί κατά την κρίση της είναι εκτός
χρονοδιαγράμματος, προσβάλλεται με ένσταση (άρθρο 76 Κ.Δ.Ε.), αν ο ανάδοχος
θεωρεί ότι οι εργασίες είναι εντός του χρονοδιαγράμματος.
-Στην περίπτωση της ύπαρξης πριμ στην σύμβαση, η διευθύνουσα υπηρεσία δεν
μπορεί να αναβάλλει την πληρωμή εργασιών εκτός χρονοδιαγράμματος. Ο λόγος είναι
ότι στην περίπτωση της ύπαρξης πριμ ο εργοδότης του έργου έχει προνοήσει για την
ύπαρξη πιστώσεων και για την πρόωρη εκτέλεση του έργου και κατά συνέπεια δεν
υπάρχει λόγος άρνησης πληρωμής των εργασιών εκτός χρονοδιαγράμματος. Ζήτημα
τίθεται στην περίπτωση που από υπαιτιότητα του εργοδότη δοθεί παράταση από τον
εργοδότη και ο ανάδοχος αποπερατώσει τις εργασίες πριν από την παράταση αλλά
πάντως μετά την αρχική προθεσμία. Σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (200 ΑΚ,
288 ΑΚ) και στην περίπτωση αυτή πρέπει ο εργοδότης να εγκρίνει την πληρωμή
εργασιών εκτός χρονοδιαγράμματος, εντούτοις υπάρχει αντίθετη νομολογία (ΣτΕ
2165/1997, Κ. Χασάπης, το Δίκαιο των δημοσίων έργων, έκδοση 2003, σελ. 480).
3. Παρ. 3.άρθρου 53 ΚΔΕ: «Μετά την λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου
που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει
λογαριασμό των οφειλομένων σ’ αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν. Οι
λογαριασμοί αυτοί στηρίζονται στις καταμετρήσεις των εργασιών και στα
πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών. Κατ’ αρχήν απαγορεύεται να
περιλαμβάνονται στον λογαριασμό εργασίες που δεν έχουν καταμετρηθεί. Για
τμήματα του έργου που, κατά την κρίση του επιβλέποντα μηχανικού, δεν ήταν
δυνατή η σύνταξη επιμετρήσεων κατά διακριτά και αυτοτελώς επιμετρήσιμα
τμήματα του έργου, επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στο λογαριασμό εργασίες βάσει
προσωρινών επιμετρήσεων για τις οποίες όμως έχουν ληφθεί επιμετρητικά
στοιχεία. Η τελευταία αυτή εξαίρεση γίνεται μόνο για τον πρώτο μήνα μετά την
εκτέλεση της εργασίας».
-Η εν λόγω διάταξη καθορίζει την σχέση λογαριασμού και επιμέτρησης. Ορίζεται εδώ
ότι ο λογαριασμός στηρίζεται είτε σε επιμέτρηση, είτε σε ΠΕΠΑΕ, είτε και στα δύο.
-Σε περίπτωση που εγκριθεί πιστοποίηση που περιλαμβάνει ποσά που δεν έχουν
εγκριθεί με ΑΠΕ, αυτή πρέπει να πληρωθεί (ΣτΕ 4609/1997), παραπέρα δε «αν
χωρήσει έγκριση της πιστοποίησης πρέπει στην συνέχεια να συνταχθεί εντολή
πληρωμής και να πληρωθεί ο ανάδοχος, χωρίς να είναι πλέον δυνατό σε αυτό το
στάδιο της πληρωμής νέος έλεγχος της πιστοποίησης» (ΣτΕ 4105/1999).
- Η έγκριση της επιμέτρησης δεν είναι απρόθεσμη, αλλά εύλογος χρόνος για την
αυτοδίκαια έγκριση της θεωρείται το τρίμηνο από την υποβολή αυτής στην
διευθύνουσα υπηρεσία (προσοχή να γίνεται με πρωτόκολλο) (ΣτΕ 1154/2006).
4
Επιπλέον επί διαφωνίας του αναδόχου σχετικά με την επιμέτρηση αυτός έχει το
δικαίωμα της ένστασης του άρθρου 76 ΚΔΕ (άρθρο 52 παρ. 2 ΚΔΕ).
4. Παρ. 4 άρθρου 53 ΚΔΕ: «Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση, ημιτελείς
εργασίες μπορεί να περιληφθούν στο λογαριασμό με έγκριση της υπηρεσίας αν η φύση τους
είναι τέτοια που τυχόν διακοπή του έργου δεν θα κατέστρεφε την ημιτελή εργασία. Οι
εργασίες αυτές καταχωρούνται σε χωριστό μέρος του λογαριασμού και περιλαμβάνονται με
προσωρινή τιμή μειωμένη ώστε να είναι δυνατή η αυτοτελής αποπεράτωση της εργασίας με
το υπόλοιπο της προβλεπόμενης τιμής».
5. Παρ. 5 άρθρου 53 ΚΔΕ: «Στο λογαριασμό μπορεί να περιληφθούν επίσης, τα υλικά που
εισκομίσθηκαν με έγκριση της υπηρεσίας στα εργοτάξια ή σε αποθήκες που δηλώθηκαν και
εγκρίθηκαν. Οι ποσότητες των υλικών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνουν αυτές που
απαιτούνται για την εκτέλεση των προσεχών εργασιών του εγκεκριμένου προγράμματος
εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Οι ποσότητες των υλικών περιλαμβάνονται
χωριστά στο συνοπτικό πίνακα εργασιών που συνοδεύει το λογαριασμό στον οποίο
αναφέρονται επίσης και οι θέσεις αποθήκευσης των υλικών. Για τα περιλαμβανόμενα στους
λογαριασμούς υλικά ο ανάδοχος έχει ακέραιη την ευθύνη μέχρι την ενσωμάτωση τους και
την παραλαβή του έργου. Τα υλικά περιλαμβάνονται σε χωριστό τμήμα των λογαριασμών με
τιμές που δεν μπορεί να είναι ανώτερες των τιμών πρακτικού της επιτροπής διαπίστωσης
τιμών δημοσίων έργων (ΕΔΤΔΕ) του χρόνου της δημοπρασίας και που βρίσκονται σε
συνάρτηση προς την αντίστοιχη συμβατική τιμή ώστε το υπόλοιπο μέρος της τιμής να αρκεί
για την ολοκλήρωση της εργασίας στην οποία θα ενσωματωθούν τα υλικά. Ποσοστά
γενικών εξόδων και οφέλους της επόμενης παραγράφου δεν υπολογίζονται στα υλικά».
5
- Η έννοια του προσεχώς δεν μπορεί να υπερβαίνει το μηνά και συνεπώς τα
εισκομισθέντα υλικά πρέπει να αφορούν εργασίες του επόμενου μήνα η σε εντελώς
εξαιρετικές περιπτώσεις το τρέχον και το επόμενο τρίμηνο (Κωτσοβίνος , ο.π. σελ 303).
«Στο λογαριασμό περιλαμβάνεται ακόμη και το ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους
του εργολάβου της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του παρόντος, αν αυτό δεν περιλαμβάνεται
στις συμβατικές τιμές και το σύνολο μειώνεται κατά το ποσοστό έκπτωσης της
δημοπρασίας, αν συντρέχει περίπτωση».
- Η έννοια της εκκαθαρισμένης απαίτησης του εργοδότη είναι ότι σχετικά με αυτήν έχει
ολοκληρωθεί η διοικητική διαδικασία, (Δ. Εφ. Θεσ/νίκης, 618/1995). Τυχόν προσβολή
της απόφασης του εργοδότη με ενδικοφανή ή δικαστικά μέσα προστασίας (ένσταση,
αίτηση θεραπείας, προσφυγή), δεν αναιρεί την έννοια της «εκκαθαρισμένης» απαίτησης.
Αν ο ανάδοχος τελικά κερδίσει την ενδικοφανή ή δικαστική διαδικασία, τα
παρακρατηθέντα ποσά θα του επιστραφούν έντοκα. (προϋπόθεση η όχληση)(Χασάπης,
ο.π., σελ. 483).
6
εργασιών που εκτελέσθηκαν απ’ την αρχή του έργου, τα παραστατικά στοιχεία των τυχόν
απολογιστικών εργασιών, το συνοπτικό πίνακα του υπολογισμού της αναθεώρησης και από
τις αποφάσεις που αναγνωρίζουν αποζημιώσεις ή επιβάλλουν ποινικές ρήτρες ή περικοπές
ή άλλες απαιτήσεις του εργοδότη . Από κάθε νεώτερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που
πληρώθηκαν με τους προηγούμενους λογαριασμούς »
7
διευθύνουσα υπηρεσία και έτσι εγκεκριμένος αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή
του αναδόχου. Η έγκριση του λογαριασμού από την διευθύνουσα υπηρεσία είναι δυνατή και
χωρίς την υπογραφή του επιβλέποντα».
- Μόνη αρμόδια να ελέγξει και να εγκρίνει τις υποβληθείσες από τον ανάδοχο
πιστοποιήσεις είναι η Διευθύνουσα Υπηρεσία. Συνεπώς, τόσο η έγκριση της
πιστοποίησης, όσο και η διαταγή περί ανασύνταξης και επανυποβολής της πρέπει να
φέρει την υπογραφή του Προϊσταμένου της Διευθύνουσας Υπηρεσίας. Τυχόν διαταγή
περί ανασύνταξης της πιστοποίησης που δεν εκδίδεται από τον εν λόγω Προϊστάμενο ή
κατ’ εντολή του είναι άκυρη.
- Η προθεσμία για την πληρωμή του αναδόχου αρχίζει από την υποβολή της
πιστοποίησης έστω και αν σ’ αυτήν ή στην επιμέτρηση που τη συνοδεύει υπάρχουν λάθη
που μπορούν να διορθωθούν από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, τότε δε μόνο η υποβολή της
πιστοποίησης δεν κινεί την προθεσμία πληρωμής όταν αφενός τα λάθη αυτά είναι τέτοια
που να κάνουν δυσχερή τη διόρθωσή τους από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και αφετέρου
αυτή δεν προβεί στη διόρθωσή τους αλλά κοινοποιήσει στον ανάδοχο διαταγή για την
ανασύνταξη και επανυποβολή της (ΔΕφΑθ 3212/1987). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που
η Διευθύνουσα Υπηρεσία προβεί σε διορθώσεις της πιστοποίησης ή των ποσοτήτων της
επιμέτρησης που τη συνοδεύει, οφείλει να εγκρίνει την πιστοποίηση όπως διορθώνεται
από αυτήν και δεν δύναται να εκδώσει διαταγή ανασύνταξής της προκειμένου να
μεταφέρει την ημερομηνία πληρωμής της.
«Οι διορθώσεις αυτές ήσαν απλές και ως τέτοιες έπρεπε να γίνουν από τη
Διευθύνουσα το έργο Υπηρεσία, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, οι οποίες
8
ορίζουν ότι οι λογαριασμοί πληρωμής του αναδόχου ελέγχονται και διορθώνονται από τη
Διευθύνουσα Υπηρεσία, εκτός αν έχουν ασάφειες ή ανακρίβειες σε βαθμό που να
καθίσταται δυσχερής η διόρθωσή τους, οπότε επιστρέφονται για διόρθωση στον ανάδοχο.
Επομένως, κατά την κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, όχι νόμιμα ο επίμαχος λογαριασμός
επιστράφηκε στον ανάδοχο για διόρθωση και ενόψει αυτών, κατ` αποδοχή της
προσφυγής, ακυρώθηκε η παράλειψη του Νομάρχη (η τεκμαιρόμενη απόρριψη της
αιτήσεως θεραπείας) και περαιτέρω, αναγνωρίσθηκε ως χρόνος υποβολής του επίμαχου
λογαριασμού η 29.1.1990 και ότι οφείλονται τόκοι υπερημερίας επί της αξίας του
λογαριασμού αυτού για το χρονικό διάστημα από της υποβολής της σχετικής οχλήσεως
στις 30.3.1990, όταν είχε συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις δίμηνη
προθεσμία για την πληρωμή του, μέχρι την εξόφληση».
- Κατά την ΔεφΑθηνών 3717/2007 «οι πάρεδροι, οι επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου
και τα αρμόδια τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την διενέργεια των δαπανών
του Κράτους δεν μπορούν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως, με την ευκαιρία αυτού του
ελέγχου, την νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες συνοδεύουν το
ένταλμα ή άλλο τίτλο πληρωμής και στις οποίες στηρίζεται, δεδομένου ότι οι πράξεις
αυτές ακόμη και αν δεν είναι σύννομες, παράγουν όλες τις έννομες συνέπειες τους και
θεωρούνται ως έγκυρες, εφόσον δεν ανακλήθηκαν από την διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν
με δικαστική απόφαση ». Η απόφαση αυτή είναι σημαντική με αφορμή προβλήματα που
9
παρουσιάζονται πολλές φορές κατά την έγκριση των λογαριασμών από τον επίτροπο και
καθορίζει με σαφήνεια τα όρια του ελέγχου αυτού.
ΑΕΔ 8/2004: « Κατά την κρατήσασα γνώμη στο δικαστήριο αυτό, από τις
προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.δ. 1266/1972 συνάγεται ότι ο
χρόνος της εκ μέρους της διευθύνουσας υπηρεσίας εγκρίσεως της πιστοποίησης έχει
ιδιαίτερη σημασία με έννομες συνέπειες και η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται μέσα
σε ένα μήνα από την υποβολή εκ μέρους του αναδόχου του έργου της πιστοποίησης να
προβεί στην έγκρισή της, γιατί διαφορετικά, αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει
άπρακτη θεωρείται η πιστοποίηση που υποβλήθηκε εγκεκριμένη».
Ειδικά στην περίπτωση δημοτικού έργου, το οποίο διέπεται, πέραν από τις
διατάξεις του ΚΔΚ, και από τις διατάξεις του Π.Δ. 171/1987 - κατά τις οποίες (άρθρο 13
παρ. 1) οι καταβολές του εργολαβικού ανταλλάγματος στον ανάδοχο γίνονται σύμφωνα
με τις διατάξεις του Β.Δ. της 17. 5/17. 6. 1959 «περί οικονομικής διοικήσεως και
λογιστικού των δήμων και κοινοτήτων» - απαιτείται, προηγουμένως, να έχουν τηρηθεί οι
όροι και διατυπώσεις που προβλέπονται στο Β.Δ. της 17. 5/17. 6. 1959. Σύμφωνα με τις
διατάξεις του προαναφερθέντος Β. Δ/τος «περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού
των δήμων και κοινοτήτων», ο έλεγχος του λογαριασμού περιλαμβάνει τον έλεγχο της
«νομιμότητος των επισυναπτομένων κεκανονισμένων δικαιολογητικών και τον
προσδιορισμόν του δικαιώματος του δικαιούχου, συντασσομένης επί των σχετικών
καταστάσεων τιμολογίων, πιστοποιήσεων ή λογαριασμών πράξεως ……» (άρθρο 22 παρ.
1), στα δε δικαιολογητικά που απαιτούνται για την πληρωμή εργολαβιών περιλαμβάνεται,
πέραν του τιμολογίου, «πιστοποίησις εις διπλούν συντασσομένη παρά του επιβλέποντος
μηχανικού δια πλήρως τετελεσμένας εργασίας» (άρθρο 26 παρ. 7 εδ. α΄). Επομένως, στην
περίπτωση δημοτικών έργων, προκειμένου να «τρέξει» η μηνιαία προθεσμία για έλεγχο
του λογαριασμού από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία απαιτείται η σχετική πιστοποίηση να
είναι υπογεγραμμένη από τον επιβλέποντα του έργου και να συνοδεύεται από το σχετικό
τιμολόγιο του αναδόχου.
- Με την παραπάνω διάταξη πιστεύω επήλθε μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές που
επέφερε στην νομοθεσία των δημοσίων έργων η κωδικοποίηση της. Καθιερώνεται
επιτέλους η υποχρέωση του κυρίου του έργου σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής του
αναδόχου, η καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος έντοκα, όχι πλέον με το πενιχρό
12
επιτόκιο του 85 % των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά αυτό που
ορίζει το ΠΔ 166/2003 (ΦΕΚ Α΄ 138/5-6-2003), με το οποίο έγινε προσαρμογή της
Ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35, το οποίο ορίζει στο άρθρο 4: «Το ύψος του
τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με
βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια
πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή
ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες
μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο
αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου,
εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες».
- Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο τόκος υπερημερίας , που οφείλει το Δημόσιο σε
περίπτωση μη έγκαιρης εξόφλησης εγκεκριμένου λογαριασμού στο πλαίσιο εκτέλεσης
σύμβασης δημοσίου έργου , υπολογίζεται πλέον με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη
αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα
του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες
μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση.
- Γίνεται , επομένως , αντιληπτό ότι το εφαρμοζόμενο πλέον ποσοστό επιτοκίου για τον
υπολογισμό των τόκων για οφειλές από εγκεκριμένους (είτε ρητά είτε αυτοδίκαια)
λογαριασμούς-πιστοποιήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικό, έναντι του ιδιαίτερα χαμηλού
επιτοκίου (85% του τόκου των εξαμηνιαίων έντοκων γραμματίων του Δημοσίου) , που
προέβλεπε η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν. 1418/84.
- Επισημαίνουμε πάντως ότι , ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του
Π.Δ. 166/2003 «Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την
ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση» , ο νόμος
(άρθρο 53 παρ. 9 του Ν. 3669/2008) εξακολουθεί να απαιτεί για την έναρξη της
τοκοφορίας απαίτησης από λογαριασμό δημοσίων έργων την υποβολή έγγραφης όχλησης
13
εκ μέρους του αναδόχου. Δυστυχώς ο νομοθέτης παρά το θετικό βήμα, δεν ενσωμάτωσε
το σύνολο των διατάξεων του σχετικού ΠΔ στον εξεταζόμενο εδώ ΚΔΕ και κατά
συνέπεια προς αποφυγή εκπλήξεων εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η υποβολή
οχλήσεως από την πάροδο του διμήνου. Εξάλλου μέχρι και σήμερα η νομολογία των
δικαστηρίων αντιμετωπίζει αντιφατικά το ζήτημα. (ΣτΕ 3223/2004, 1494/99,2092-3/1996,
οι οποίες στηρίζουν την άποψη περί επιβολής επιτοκίου υπερημερίας χωρίς όχληση, οι
περισσότερες όμως ειδικά μετά την εφαρμογή του 1418/1984 υποστηρίζουν ότι η όχληση
είναι απαραίτητη- ΣτΕ 776/2006, 384/2007 κλπ). Η οριστική νομοθετική επίλυση του
ζητήματος παραπέμπεται στο μέλλον.
-Επιπλέον κατά την υπ’ αριθ. 420/2003 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης,
«….. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/84 ρυθμίζει τη
συνηθισμένη περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής και υπερημερίας του κυρίου του
έργου και ότι, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου, η καθυστέρηση στην πληρωμή
του αναδόχου για εργασίες που έχει εκτελέσει, η οποία οφείλεται σε αβάσιμες διαφωνίες
των οργάνων διοικήσεως του έργου, εξομοιώνεται ως προς τις έννομες συνέπειές της με
την καθυστέρηση πληρωμής εγκεκριμένων λογαριασμών, η δε ένσταση ή η αίτηση
θεραπείας του αναδόχου προς αναγνώριση της εκτέλεσης των εργασιών συνιστά και
όχληση για την πληρωμή της αξίας των αμφισβητουμένων εργασιών, αφού η κατ` άρθρο
5 παρ. 8 ν. 1418/84 όχληση δεν απαιτείται να περιβληθεί ειδικό τύπο (ΔΕφΑθ 3918/2000,
βλ. και ΣτΕ 2092, 2093/1996, ΔΕφΑθ 159/1988, ΔιΔικ 1, σελ. 1115, πρβλ. ΔΕφΑθ
217/87.)
14
Με τις παραπάνω αποφάσεις αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία, με ευθύνη
της υπηρεσίας, ο ανάδοχος δεν μπορεί να υποβάλλει λογαριασμό προς πιστοποίηση,
δεδομένου ότι έχει επέλθει διαφωνία σχετικά με ποσότητες εργασιών ή με σύνταξη ΣΠ.
Στην περίπτωση αυτή με την παραπάνω νομολογία, η τοκοφορία του οφειλόμενου ποσού
για το οποίο εμποδίστηκε παράνομα ο ανάδοχος να υποβάλλει λογαριασμό, ξεκινά από
την με οποιοδήποτε τρόπο όχλησε ο ανάδοχος την υπηρεσία για την παρανομία της αυτή,
π.χ. με την άσκηση της ένστασης, δεδομένου ότι η όχληση δεν απαιτείται να έχει
συγκεκριμένο τύπο. Η Υπηρεσία οφείλει, βάσει των αρχών της νομιμότητας της
διοικητικής δράσεως, να προχωρήσει στις οφειλόμενες ενέργειες, που θα έπρεπε να είχαν
γίνει ήδη κατά την υποβολή του αιτήματος του αναδόχου και οι οποίες δεν έγιναν λόγω
της παράνομης απορριπτικής του αιτήματος πράξεως. Συνεπώς πρέπει να αναγνωρισθούν
οι αμφισβητούμενες εργασίες ή η εν γένει απαίτηση και να εγκριθεί η σχετική
πιστοποίηση, περιλαμβάνουσα και τους προβλεπόμενους τόκους, καθότι και η περίπτωση
αυτή εξομοιούται με υποβληθέντα, κατά το χρόνο προβολής της αξιώσεως, λογαριασμό, η
πιστοποίηση και πληρωμή του οποίου καθυστέρησε, λόγω της μη νόμιμης διοικητικής
πράξεως».
-Στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω διάταξης δίδεται στον ανάδοχο το δικαίωμα να
διακόψει τις εργασίες, σε περίπτωση μη πληρωμής λογαριασμού. Το δικαίωμα αυτό του
αναδόχου, ασκείται υπό την προϋπόθεση της κοινοποίησης στην διευθύνουσα υπηρεσία
της ειδικής έγγραφης δηλώσεως, η οποία πέρα από την κοινοποίηση αυτής με δικαστικό
επιμελητή πρέπει να περιέχει απαραίτητα όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο
62 παρ. 3 του ΚΔΕ, άλλως δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της και ο εργολήπτης εκτίθεται
σε κινδύνους. Προϋπόθεση επιπλέον είναι σύμφωνα με την νομολογία (ΑΠ 1127/2006) ο
λογαριασμός με αφορμή την μη πληρωμή του οποίου γίνεται η ειδική δήλωση διακοπής
να πληροί τους όρους της νομιμότητας, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω (Σχετική και η
2079/1999 ΣτΕ).
15
10. Άρθρο 53 παρ. 10. ΚΔΕ: «Για την πληρωμή της δαπάνης κατασκευής του έργου
επιτρέπεται πάντοτε η έκδοση ενταλμάτων προπληρωμής, χωρίς να εφαρμόζεται στην
περίπτωση αυτή άλλη σχετική γενική ή ειδική διάταξη ».
11. Άρθρο 53 παρ. 11 ΚΔΕ: «Επιτρέπεται η εκ μέρους του αναδόχου του έργου εκχώρηση
χρηματικής απαίτησης, για την οποία έχει συνταχθεί και εγκριθεί πιστοποίηση εκ της
κατασκευής έργου, σε αναγνωρισμένες τράπεζες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή
προμηθευτές υλικών και μηχανημάτων για την εκτέλεση του έργου εκ του οποίου προέρχεται
η απαίτηση ή εργάτες και υπαλλήλους που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται για την
κατασκευή του έργου.
-Με την διάταξη αυτή ρυθμίζεται ένα ζήτημα εξαιρετικά σημαντικό για την ομαλή
πορεία του εργολαβικού έργου, ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα έργα, όπου αφενός είναι συχνό
φαινόμενο η ενεχύραση του λογαριασμού σε τράπεζα και αφετέρου εξαιτίας των
καθυστερήσεων πληρωμών, ο εργολήπτης αναγκάζεται να καταφεύγει στην τράπεζα για
την «χρηματοδότηση» του έργου. Παρέχεται μια σχετική προστασία έναντι τρίτων
οφειλετών του εργολήπτη, οι οποίοι θα επιδιώξουν να «κατάσχουν εις χείρας τρίτου»,
δηλαδή του κυρίου το έργου απαιτήσεις του εργολάβου από λογαριασμό.
-Βασική προϋπόθεση για την εκχώρηση εκ μέρους του αναδόχου είναι η ύπαρξη
εγκεκριμένης πιστοποίησης, δηλαδή δεν γίνεται κατά τη άποψη μου λόγος για εκχώρηση
στην περίπτωση της αυτοδίκαιας έγκρισης λογαριασμού.
Παραπέρα δίδεται η δυνατότητα στον κύριο του έργου να συμψηφίζει σε βάρος του
αναδόχου εκκαθαρισμένες απαιτήσεις του που προέρχονται από την εκτέλεση άλλων
έργων μεταξύ τους (π.χ. ποινικές ρήτρες που δεν εισπράχθηκαν), αλλά μέχρι ποσοστού 20
% από κάθε πιστοποίηση του εκτελούμενου έργου. Εννοείται ότι ο ανάδοχος έχει την
δυνατότητα της ένστασης.
17
-Τέλος δίδεται η δυνατότητα στον εργολήπτη να εκχωρήσει στον κύριο του έργου
μέρος της πιστοποίησης του προκειμένου να του εξοφλήσει άσχετη προηγούμενη οφειλή,
αλλά μόνο ύστερα από κοινή Υπουργική απόφαση, που θα εκδοθεί ειδικά για το σκοπό
αυτό και κατόπιν αίτησης του αναδόχου (υπό τύπον άδειας).
«Μετά τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής και την έγκριση του πρωτοκόλλου ο
ανάδοχος συντάσσει και υποβάλλει "τελικό λογαριασμό". Για τον προτελικό και τελικό
λογαριασμό εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου αυτού. Με τον τελικό
λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων
απαιτήσεων που έχουν σχέση με την εκτέλεση της σύμβασης» (άρθρο 53 παρ.13 ΚΔΕ ).
Με την υπ’ αριθ. 551/2002 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
κρίθηκε ότι για την επιστροφή στον ανάδοχο των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης
απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συντέλεση της οριστικής παραλαβής και η, μετά από
αυτή, υποβολή και έγκριση του «τελικού λογαριασμού».
18
2.Παρ. 2. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Η αναθεώρηση υπολογίζεται για τις εργασίες που
πραγματικά εκτελέστηκαν μέσα στο προβλεπόμενο από το άρθρο 46 χρονοδιάγραμμα.
Εργασίες που, για οποιονδήποτε λόγο, εκτελέστηκαν σε αναθεωρητική περίοδο
μεταγενέστερη της προβλεπόμενης από το χρονοδιάγραμμα, θεωρούνται για τον υπολογισμό
της αναθεώρησης ότι εκτελέστηκαν στην αναθεωρητική περίοδο κατά την οποία έπρεπε να
εκτελεστούν. Για τις εργασίες που εκτελέστηκαν πριν από την προβλεπόμενη από το
χρονοδιάγραμμα αναθεωρητική περίοδο, η αναθεώρηση υπολογίζεται με βάση το χρόνο της
πραγματικής εκτέλεσης τους. Για τις εργασίες που εκτελέστηκαν μετά την πάροδο της
αρχικής συμβατικής προθεσμίας, η αναθεώρηση υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές που
ίσχυαν κατά την τελευταία αναθεωρητική περίοδο του αρχικού χρονοδιαγράμματος
κατασκευής του έργου, εφόσον η καθυστέρηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Στην
περίπτωση αυτή επιβάλλονται οι διοικητικές και οι παρεπόμενες χρηματικές κυρώσεις, που
προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 82, καθώς και οι προβλεπόμενες από
το άρθρο 49 του παρόντος ».
3.Παρ. 3. άρθρου 54 ΚΔΕ: «Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου κατά την
έγκριση παρατάσεων της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών των συμβάσεων των
δημοσίων έργων εκτιμάται και προσδιορίζεται πάντοτε το υπαίτιο για την επιμήκυνση του
χρόνου συμβαλλόμενο μέρος για το σύνολο ή για μέρος των έργων ή κατά κονδύλια
εργασιών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν επηρεάζουν την κατάπτωση των
ποινικών ρητρών αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της».
- Κατά την ΣτΕ 1093/2005 με βάση τις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 ΑΚ ( περί
καλής πίστης και κατάχρησης δικαιώματος) εάν η πιστοποίηση που περιλαμβάνει και
αναθεώρηση υποβληθεί με υπαιτιότητα της διοικήσεως μετά την πάροδο του τριμήνου, το
ύψος της αναθεώρησης υπολογίζεται βάσει του χρόνου υποβολής της.
4.Παρ. 4. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Ως χρόνος εκκίνησης για τον υπολογισμό της αναθεώρησης
κάθε εργολαβικής σύμβασης ορίζεται το ημερολογιακό τρίμηνο μέσα στο οποίο: α)
υποβλήθηκε η προσφορά, αν πρόκειται για σύμβαση, που καταρτίσθηκε ύστερα από
δημοπρασία ή β) εκδόθηκε η σχετική εγκριτική απόφαση, αν πρόκειται για σύμβαση που
19
καταρτίσθηκε χωρίς δημοπρασία, εφόσον η εγκριτική αυτή απόφαση δεν ορίζει άλλο χρόνο.
Οι τιμές της σύμβασης παραμένουν σταθερές για τις εργασίες που εκτελούνται ή που έπρεπε
να εκτελεστούν μέσα στο τρίμηνο που θεωρείται χρόνος εκκίνησης και στο αμέσως επόμενο
ημερολογιακό τρίμηνο. Κατ` εξαίρεση η σταθερότητα των τιμών περιορίζεται μόνο στο
ημερολογιακό τρίμηνο εκκίνησης όταν πρόκειται για έργα οποιασδήποτε κατηγορίας
συνολικού αρχικού προϋπολογισμού δημοπρατούμενου ή ανατιθέμενου έργου, χωρίς
αναθεώρηση, μέχρι το ανώτερο όριο της δεύτερης τάξης εργοληπτικών επιχειρήσεων, όπως
ορίζεται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 102 του παρόντος».
-Με την διάταξη αυτή καθορίζεται ο χρόνος εκκίνησης για τον υπολογισμό της
αναθεώρησης, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε έργα με δημοπρασία και έργα χωρίς
δημοπρασία, στα οποία πρέπει να περιληφθούν και τα έργα με πρόσκληση περιορισμένου
αριθμού (ΔεφΘεσ. 1097/1998). Στα έργα με δημοπρασία ορίζεται ότι χρόνος εκκίνησης
είναι ο χρόνος υποβολής της προσφοράς ενώ στα υπόλοιπα ο χρόνος έκδοσης της
εγκριτικής απόφασης περί κατασκευής του έργου. Κατ’ αρχή δεν υφίσταται αναθεώρηση
για τα δύο τρίμηνα από τον χρόνο εκκίνησης, εκτός αν πρόκειται για έργα μέχρι αρχικού
προϋπολογισμού (μελέτης η ορθότερη άποψη) δεύτερης τάξης. Στο σημείο αυτό έγινε
επέκταση της αναθεώρησης με τον ΚΔΕ, δεδομένου ότι παλιότερα από το πρώτο τρίμηνο
είχαμε αναθεώρηση μόνο στα έργα οδοποιίας μέχρι το όριο της τέταρτης τάξης.
όπου είναι
Αο. τιμή που προκύπτει αφού συμπληρωθεί με βασικές τιμές του χρόνου εκκίνησης το
οριζόμενο για την τιμή Τ άρθρο ανάλυσης τιμών ή συνδυασμός άρθρων με τα βάρη τους
όπως προσδιορίζονται από τη σύμβαση σύμφωνα με την παραγρ. 7.
Αν: τιμή που προκύπτει όπως παραπάνω με τις βασικές τιμές της αναθεωρητικής περιόδου
ν.
6.Παρ. 6. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Ο σταθερός συντελεστής "σ" στον τύπο της αναθεώρησης της
παραγράφου 5 ορίζεται από τη σχέση σ=σ1+0,01ν, όπου σ1 είναι συντελεστής που
καθορίζεται ενιαία για όλες τις κατηγορίες ή και χωριστά για κάθε μία από τις κατηγορίες
των δημοσίων έργων και ανέρχεται σε σ1=0,12 για όλες τις κατηγορίες έργων και "ν",
είναι ακέραιος αριθμός ίσος με τη μονάδα για την πρώτη αναθεωρητική περίοδο που
υπολογίζεται αναθεώρηση για τη συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση εργολαβία και που
αυξάνεται κατά μία μονάδα για καθεμιά από τις επόμενες αναθεωρητικές περιόδους της
συγκεκριμένης εργολαβίας. Ο "v" παύει να αυξάνει όταν το "σ", γίνει 0,20. Ο συντελεστής
σ1 μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ».
-Με τις διατάξεις αυτές καθορίζεται ο τύπος της αναθεώρησης, ορίζεται δε ότι η
αναθεώρηση μπορεί να σημαίνει και μείωση της τιμής και κατά συνέπεια του
εργολαβικού ανταλλάγματος.
Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας καταλήγει στην άποψη
ότι ο μηχανισμός αναθεώρησης μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα «ώστε σε
περίπτωση μείωσης των τιμών να μην καταστεί ο ανάδοχος πλουσιότερος εισπράττοντας
μέσω της αναθεωρήσεως μεγαλύτερο εργολαβικό αντάλλαγμα από αυτό που δικαιούται
επί τη βάσει των στοιχείων του κόστους του έργου (ΣτΕ 3099/2006, 205/2008). Βλ. και
την υπ’ αριθ. 1351/2006 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με
την οποία: «Επειδή, με την προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.
1418/1984 καθιερώνεται γενικός κανόνας που επιβάλλει την ανά τρίμηνο αναθεώρηση
21
των τιμών στις συμβάσεις των δημοσίων έργων. Και τούτο, για να αποφευχθεί η ζημία
των συμβαλλομένων μερών λόγω της μεταβολής των τιμών των διαφόρων συντελεστών
κατασκευής του έργου (υλικών, ημερομισθίων κλπ) κατά το χρονικό διάστημα από τη
σύναψη της εργολαβικής σύμβασης μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών εργασιών, το
οποίο συνήθως είναι μεγάλο, και να εξασφαλισθεί, έτσι, η απρόσκοπτη λειτουργία της
σύμβασης, η έγκαιρη υλοποίηση της οποίας εξυπηρετεί και το δημόσιο συμφέρον.
Ενόψει, λοιπόν, του δικαιολογητικού αυτού λόγου, δηλαδή της εξισορρόπησης παροχής
και αντιπαροχής και της αποτροπής οικονομικής βλάβης των δύο μερών, κυρίου του
έργου και αναδόχου, από τις διακυμάνσεις του κόστους κατασκευής του έργου, ο
νομοθέτης (παρ. 5 και 10 του ίδιου άρθρου και νόμου) προβλέπει όχι μόνο την θετική,
αλλά και την αρνητική αναθεώρηση, η οποία μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή του
σχετικού μαθηματικού τύπου για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και η οποία οδηγεί σε
μειωτική αναπροσαρμογή των συμβατικών τιμών, συνεπαγόμενη την καταβολή
μειωμένου εργολαβικού ανταλλάγματος».
7.Παρ. 7. άρθρου 54 ΚΔΕ: «Η αναθεώρηση της τιμής κάθε συμβατικού κονδυλίου γίνεται
με βάση τα αντίστοιχα άρθρα εγκεκριμένων αναλύσεων τιμών που ορίζονται με τα
συμβατικά τεύχη. Όταν πρόκειται για κονδύλια που δεν ταυτίζονται με άρθρα εγκεκριμένων
αναλύσεων ή σε περιπτώσεις κατ` αποκοπή τιμών ή σύνθετων τιμών τα συμβατικά τεύχη ή
τα πρωτόκολλα νέων τιμών καθορίζουν για την αναθεώρηση τους παρεμφερή άρθρα
εγκεκριμένων αναλύσεων ή ομάδα τέτοιων κονδυλίων με τα αντίστοιχα βάρη καθενός
άρθρου ».
-Με την εν λόγω διάταξη λύνεται το πρόβλημα της μη ταυτοποίησης των κονδυλίων των
λογαριασμών με τα άρθρα του τιμολογίου, ασχολείται δε με τις περιπτώσεις κατ΄
αποκοπής τιμών και σύνθετων τιμών και ορίζεται ότι στην περίπτωση αυτή για τη
αναθεώρηση πρέπει να καθορίζονται στα συμβατικά τεύχη με ποιο τρόπο και ποια
παρεμφερή άρθρα αντίστοιχα θα γίνεται η αναθεώρηση.
8.Παρ. 8. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται στις
συμβάσεις με εργολαβικό αντάλλαγμα άλλο εκτός από χρηματική καταβολή και στις
απολογιστικές εργασίες. Στις συμβάσεις, που καθορίζονται με τον τρόπο, που προβλέπουν
οι περιπτώσεις γ` και δ του άρθρου 4 του παρόντος ή που το αντάλλαγμα συνομολογείται σε
ξένο νόμισμα, καθορίζεται με τη διακήρυξη η αναθεώρηση και προσδιορίζεται ο τρόπος
υπολογισμού της, που μπορεί να είναι ίδιος ή διαφορετικός από τον ισχύοντα τρόπο
αναθεώρησης».
22
-Με την παραπάνω διάταξη καθορίζεται κατ΄ αρχή αποκλεισμός από την αναθεώρηση για
τα έργα που εκτελούνται χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα και στις απολογιστικές εργασίες.
Επιπλέον καθορίζεται ότι στα συστήματα «ελεύθερης συμπλήρωσης τιμολογίου» και
«μελέτη και κατασκευή» ή στα έργα με αντάλλαγμα σε ξένο νόμισμα (σπάνια πλέον
περίπτωση μετά το ευρώ), η αναθεώρηση πρέπει να ορίζεται ρητά από την διακήρυξη και
να προσδιορίζεται ο τρόπος της, διαφορετικά δεν υπάρχει περιθώριο αναθεώρησης (ΣτΕ
1347/2001). Παραπέρα από την νομολογία (ΣτΕ 1888/2007, ΑΠ 662/1994 κα) προκύπτει
ότι προβλέπεται η δυνατότητα η αναθεώρηση να προβλεφθεί από την εργολαβική
σύμβαση, κατά την άποψη μου εφόσον προβλέπεται και στην διακήρυξη η δυνατότητα
της άλλως ο σχετικός όρος της σύμβασης μπορεί να κριθεί άκυρος. Διαφορετική είναι η
περίπτωση που στην διακήρυξη προβλέπεται η αναθεώρηση και με την εργολαβική
σύμβαση καθορίζεται ο τρόπος που θα γίνει, χωρίς να προβλέπεται από την διακήρυξη ο
τρόπος αυτός. Στην περίπτωση αυτή ο σχετικός όρος της σύμβασης είναι κατά την γνώμη
μου νόμιμος.
11.Παρ. 11. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Η αξία των υλικών που χορηγούνται από το φορέα
κατασκευής του έργου δεν υπόκειται σε καμιά αναθεώρηση. Για την αναθεώρηση των τιμών
των εργασιών που ορίζονται στη σύμβαση χωρίς την αξία των υλικών τα αντίστοιχα ποσά
Αν και Αο που περιέχονται στον τύπο του άρθρου 10 παρ. 5 του ν. 1418/84, υπολογίζονται
αφού η σχετική ανάλυση συμπληρωθεί με μηδενική την αξία του υλικού. Αν οι τιμές
περιλαμβάνουν την αξία των υλικών, τότε εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής και στην
εκπιπτόμενη αξία του υλικού, εκτός αν ρητά ορίζεται στη σύμβαση άλλος τρόπος
υπολογισμού της αναθεώρησης στην εκπιπτόμενη αξία του υλικού».
12.Παρ. 12. άρθρου 54 ΚΔΕ: «Στις περιπτώσεις που στη σύμβαση προβλέπεται η
προμήθεια εξοπλισμού ή σημαντικής αξίας μηχανημάτων για τη λειτουργία ή εγκατάσταση
23
στο έργο και προσδιορίζεται χωριστά το αντάλλαγμα για την προμήθεια μπορεί για το
αντάλλαγμα αυτό να οριστεί με τη σύμβαση άλλος τρόπος αναθεώρησης».
-Με όλες τις παραπάνω διατάξεις καθορίζεται κατά βάση εξαίρεση της αναθεώρησης από
υλικά που χορηγούνται από τον φορέα κατασκευής. Προβλέπεται ενσωμάτωση (για την
αναθεώρηση) των υλικών που προμηθεύει ο ανάδοχος στις εργασίες (και τα αντίστοιχα
κονδύλια) που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν και με τον τρόπο αυτό η αναθεώρηση των
τιμών σχετικά με τα υλικά του αναδόχου γίνεται όχι κατά το τρίμηνο προμήθειας τους
στο εργοτάξιο, αλλά κατά το τρίμηνο ενσωμάτωσης τους στην αντίστοιχη εργασία του
τιμολογίου. Τέλος σε περίπτωση μηχανημάτων μεγάλης αξίας, όταν για αυτά ορίζεται
χωριστό αντάλλαγμα για την προμήθεια τους στη σύμβαση, τότε η ίδια η σύμβαση μπορεί
να ορίζει και για αυτά άλλο τρόπο αναθεώρησης.
13.Παρ. 13. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Η αναθεώρηση δεν εφαρμόζεται στα ποσά αποζημιώσεων
που αναγνωρίζονται διοικητικά ή δικαστικά, εκτός αν τα ποσά αυτά είναι συνάρτηση τιμών
για τις οποίες προβλέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση αναθεώρηση, σύμφωνα με ό,τι
προκύπτει από τη σχετική δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη».
Στην προκειμένη περίπτωση ο νομοθέτης συναρτά την ικανοποίηση ενός δικαιώματος που
προκύπτει ευθέως από τον νόμο δηλαδή την πληρωμή αποζημιώσεων δυνάμει διοικητικής
ή δικαστικής απόφασης, για ποσά τα για τα οποία ο ανάδοχος δικαιούται αναθεώρηση
από το περιεχόμενο της απόφασης αυτής (διοικητικής ή δικαστικής). Με άλλα λόγια ο
ανάδοχος κατά την διεκδίκηση των αποζημιώσεων αυτών πρέπει με μεγάλη προσοχή να
συντάσσει τα σχετικά κείμενα, είτε προσφυγών, είτε ενστάσεων, είτε αγωγών έτσι ώστε
να αναλύει τα ποσά για τα οποία πέρα από την αποζημίωση δικαιούται και αναθεώρηση.
Αν και κατά την άποψη μου η απόφαση (διοικητική ή δικαστική ) η οποία παρακάμπτει
δικαίωμα του εργολήπτη και μάλιστα κατοχυρωμένο με διατάξεις δημοσίας τάξεως, όπως
είναι αυτές της αναθεώρησης, προσβάλλεται ενώπιον των αρμοδίων οργάνων με το
κατάλληλο ένδικο μέσο (αν πρόκειται για διοικητική απόφαση, π.χ. απόφαση της
διευθύνουσας υπηρεσίας με ένσταση και να πρόκειται για απόφαση του διοικητικού
εφετείου με αίτηση ακυρώσεως).
14.Παρ. 14. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Το ποσό της αναθεώρησης καταβάλλεται απ` τις
πιστώσεις του έργου».
-Στην περίπτωση αναθεώρησης, για την καταβολή της δεν είναι απαραίτητη η σύνταξη
ΑΠΕ. Σε περίπτωση που το έργο έχει ολοκληρωθεί, μπορεί να γίνει ανάλωση των
πιστώσεων ου έχουν διατεθεί για άλλους λόγους πχ απρόβλεπτα, όπως και ανάλωση
24
πιστώσεων των τυχόν επί έλλατον εργασιών. Καλό είναι στο τέλος του έργου, με τον
τελικό λογαριασμό, να συντάσσεται ΑΠΕ που να περιλαμβάνει την οριστική αναθεώρηση
για να είναι εμφανές το ακριβές κόστος του έργου. (Κωτσοβίνος, όπου παραπάνω σελ.
320).
15.Παρ. 15. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Πέρα από την προβλεπόμενη στις διατάξεις του άρθρου
αυτού αναθεώρηση τιμών αποκλείεται η αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος ή
η διάλυση των συμβάσεων δημοσίων έργων, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων
288 ή 388 του Αστικού Κώδικα ένεκα της αυξομείωσης των τιμών».
-Με την διάταξη αυτή επιχειρείται να οριοθετηθεί ως μοναδικός τρόπος αυξομείωσης του
εργολαβικού ανταλλάγματος η αναθεώρηση των τιμών, μάλιστα δε γίνεται ειδική
αναφορά στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες ως γνωστό εφαρμόζονται
συμπληρωματικά στα δημόσια έργα και ειδικότερα στο άρθρο 288 ΑΚ περί καλής πίστης
και 388 ΑΚ περί απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Εντούτοις η νομολογία των
δικαστηρίων έχει κρίνει (ΣτΕ 1136/1999, ΔΕφΙωαν. 36/1995, ΣτΕ 550/2004 και
552/2004) ότι τα δικαστήρια έχουν την δυνατότητα να παρεμβαίνουν διορθωτικά στις
συμβάσεις όταν συντρέχουν οι προυποθέσεις των άρθρων 200 και 288 ΑΚ.
16.Παρ. 16. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Η διαπίστωση των βασικών τιμών ημερομισθίων, υλικών
και μισθωμάτων μηχανημάτων όπως και των εργοδοτικών επιβαρύνσεων στα ημερομίσθια
γίνεται από την Επιτροπή Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων Έργων (ΕΔΤΔΕ) που προβλέπεται
από το άρθρο 9 της κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και
ΠΕΧΩΔΕ αριθμ 80885/5439/6-8-9-1992 (ΦΕΚ Β 573)».
17.Παρ. 17. άρθρου 54 ΚΔΕ: « Οι τιμές που διαπιστώνονται από την Επιτροπή είναι οι
μέσες τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά της περιοχής της πρωτεύουσας και οι τιμές
αυτές χρησιμοποιούνται σε όλη τη χώρα όχι μόνο για την αναθεώρηση αλλά και για
οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση αναλύσεων τιμών, όπου προβλέπουν τη χρήση των
αναλύσεων οι σχετικές διατάξεις. Οι τιμές των ημερομισθίων αναφέρονται στον μέσης
απόδοσης εργαζόμενο της αντίστοιχης ειδικότητας. Οι τιμές υλικών είναι οι τιμές που
διαμορφώνονται για τη χονδρική πώληση των υλικών ως ελεύθερων εμπορευμάτων και
περιλαμβάνουν κάθε σχετική επιβάρυνση που περιλαμβάνεται στις τιμές αυτές, σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις και τα συναλλακτικά ήθη ( όπως πάγια συνυπολογιζόμενες
συσκευασίες ή μεταφορές, Φ.Π.Α τιμολογίων .). Οι τιμές μισθωμάτων μηχανημάτων και
αυτοκινήτων διαπιστώνονται για μηχανήματα σε καλή κατάσταση λειτουργίας. Όταν
διατίθενται από φορέα του δημόσιου τομέα τέτοια μηχανήματα λαμβάνονται υπόψη και οι
25
τιμές των μισθωμάτων αυτών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μηχανημάτων που δεν υπάρχουν
στην αγορά επαρκή στοιχεία για τη διαμόρφωση της τιμής τους η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη
της τα χαρακτηριστικά του μηχανήματος ( όπως κόστος, απόδοση, διάρκεια ζωής,
κατανάλωση ενέργειας ) σε σύγκριση με άλλα ανάλογα μηχανήματα για τα οποία
διαμορφώνεται αγοραίο μίσθωμα. Για τη διαπίστωση των τιμών γενικά η Επιτροπή
λαμβάνει υπόψη της κάθε πρόσφορο στοιχείο και ιδιαίτερα τα στοιχεία που
συγκεντρώνονται συνεχώς από την αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων
Έργων, η οποία και παρέχει γραμματειακή και διοικητική εξυπηρέτηση στην Επιτροπή. Οι
τιμές που διαπιστώνονται από την Επιτροπή ισχύουν για όλες τις εργολαβίες».
18.Παρ. 18. άρθρου 54 ΚΔΕ: «. Απόσπασμα των πρακτικών της Επιτροπής, που
περιλαμβάνει τις τιμές που διαπιστώνονται, κοινοποιείται στο ΤΕΕ και στις πανελλήνιες
επαγγελματικές εργοληπτικές ενώσεις, που δίνουν κάθε δυνατή δημοσιότητα στις τιμές. Οι
πιο πάνω πανελλήνιες εργοληπτικές ενώσεις μπορούν να ασκήσουν ένσταση κατά των
πρακτικών για ορισμένες τιμές σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την
κοινοποίηση των πρακτικών στο ΤΕΕ. Η ένσταση κατατίθεται στη γραμματεία της
Επιτροπής και σ` αυτή αποφασίζει ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων
Έργων μετά από γνώμη της ίδιας Επιτροπής της παρ. 16. Η απόφαση κοινοποιείται όπως
και το απόσπασμα του πρακτικού της Επιτροπής και ενεργεί έναντι πάντων».
26
ως εγκεκριμένο πρόγραμμα κατασκευής και με ανοχή εκτιμήσεων 10% προς τα πάνω ή
προς τα κάτω από τη συνολική αξία εκτελεστέων εργασιών κατά αναθεωρητική περίοδο
όπως προκύπτει από το πρόγραμμα αυτό».
-Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις λύνονται θέματα που αφορούν τον τρόπο καθορισμού
και διαπίστωσης τιμών, δίδεται η δυνατότητα μόνο στο ΤΕΕ να προσφύγει στην επιτροπή
διαπίστωσης τιμών, καθιερώνονται οι πίνακες διαχωρισμού τριμήνων βάσει των οποίων
γίνεται η εφαρμογή του χρονοδιαγράμματος του έργου (το δε χρονοδιάγραμμα πρέπει να
συνυποβάλλεται μαζί με κάθε αναθεωρητικό λογαριασμό), θεμελιώνεται ως χρόνος
έναρξης του υπολογισμού των συντελεστών η κοινοποίηση τους και καθορίζεται ότι η
αναθεώρηση καταβάλλεται ακόμη και αν δεν προβλέπεται ειδικό κονδύλιο, δεδομένου ότι
αυτή πληρώνεται από τις πιστώσεις του έργου.
ΗΡΑΚΛΕΙΟ 15/9/2008
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
27
28