Professional Documents
Culture Documents
Composition
Composition
αγαθο-
το επίθετο αγαθός: αγαθόψυχος.
αγγειο-
το ουσιαστικό αγγείο:
● με τη σημασία "σκεύος": αγγειοπλάστης.
● με τη σημασία "αιμοφόρο αγγείο": αγγειοχειρούργος.
αγγελο-
το ουσιαστικό άγγελος: αγγελοπρόσωπος (αυτός που έχει όμορφο, αγγελικό πρόσωπο).
αγιο-
το επίθετο άγιος: αγιογράφος.
αγορα-
το ουσιαστικό αγορά: αγορανομία, αγοραπωλησία.
αγουρο-
το επίθετο άγουρος:
● Δηλώνει ότι κάτι είναι άγουρο ή προέρχεται από άγουρο καρπό: αγουρόμηλο, αγουρέλαιο.
● (σε ρήματα) ότι κάτι γίνεται πρόωρα: αγουροξυπνώ.
αγριο-
το επίθετο άγριος και το επίρρημα άγρια:
● Δηλώνει την άγρια ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του, ή το ζώο που δεν είναι εξημερωμένο
σε αντίθεση με το ήμερο: αγριοκέρασο, αγριολούλουδο, αγριόπαπια, αγριοπερίστερο.
● Χαρακτηρίζει άγρια, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά: αγριάνθρωπος, αγριοφωνάρα,
αγριοκοιτάζω
● Με τη σημασία "απότομος, αφιλόξενος": αγριότοπος.
αδικο-
το επίθετο άδικος και το επίρρημα άδικα: αδικοκρισία, αδικοσκοτωμός.
1
αεριο-
το ουσιαστικό αέριο: αεριοθάλαμος.
αερο-
το ουσιαστικό αέρας:
● Αναφέρεται στον αέρα: αεραγωγός, αεροβόλο.
● (μτφ.) αναφέρεται στην έλλειψη περιεχομένου ή ουσίας: αεροβατώ, αερολογία.
● Αναφέρεται στα αεροπλάνα και στην αεροπορία: αερογραμμή, αεροσυνοδός.
αετο-
το ουσιαστικό αετός: αετοράχη, αετομάτης.
αιγο-
το αρχαίο ουσιαστικό αίγα (γίδα): αιγοβοσκός.
αιματο-
το ουσιαστικό αίμα: αιματοβαμμένος, αιματοχυσία.
αιμο-
το ουσιαστικό αίμα: αιμοδοσία, αιμοδότης.
αισχρο-
το επίθετο αισχρός: αισχροκέρδεια.
ακριβο-1
το επίθετο ακριβός:
● Για κάτι που πουλιέται ή αγοράζεται ακριβά: ακριβοπληρώνω, ακριβοπουλώ.
● Για κάτι που γίνεται με πολλή φροντίδα: ακριβοαναθρεμμένος.
● Χαρακτηρίζει πρόσωπα για τα οποία δύσκολα ισχύει κάτι: ακριβοθώρητος.
ακριβο-2
το επίθετο ακριβής:
● Δηλώνει ότι κάτι γίνεται με ακρίβεια και προσοχή και επομένως σωστά: ακριβοζυγίζω.
● Δηλώνει ότι κάτι γίνεται με σαφήνεια: ακριβολογώ.
ακρο-
το ουσιαστικό άκρη: ακροθαλασσιά, ακροδάχτυλο.
ακτινο-
το ουσιαστικό ακτίνα: ακτινοβολώ, ακτινογραφία.
2
αλατο-
το ουσιαστικό αλάτι: αλατόνερο, αλατοπίπερο.
αλεξι-
Σε σύνθετα ονόματα στα οποία δηλώνει ότι εμποδίζεται μια καταστρεπτική ή ανεπιθύμητη
δράση: αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρος.
αλληλο-
Δηλώνει ότι κάτι γίνεται αμοιβαία ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πρόσωπα ή σύνολα:
αλληλοσυγκρούονται || αλληλεπίδραση.
αλλο-
η αντωνυμία "άλλος" με τη σημασία "όχι ίδιος, διαφορετικός": αλλόγλωσσος, αλλόθρησκος.
αλογο-
το ουσιαστικό άλογο: αλογόμυγα.
ανθρακο-
το ουσιαστικό άνθρακας: ανθρακούχος, ανθρακωρυχείο.
ανθρωπο-
το ουσιαστικό άνθρωπος: ανθρωποθάλασσα, ανθρωποκυνηγητό.
ανισο-
το επίθετο άνισος: ανισοβαρής, ανισότιμος.
ανοιχτο-
το επίθετο ανοιχτός: ανοιχτόκαρδος, ανοιχτοχέρης, ανοιχτόχρωμος.
ανω-
το επίρρημα άνω (επάνω): ανωφερής, ανώφλι.
αξιο-
το επίθετο άξιος: αξιαγάπητος, αξιολογώ.
απειρο-1
το επίθετο άπειρος (αμέτρητος):
απειράριθμος. || απειροελάχιστος, απολύτως ελάχιστος.
3
απειρο-2
το επίθετο άπειρος (χωρίς πείρα): απειροπόλεμος.
απλο-1
● Με την έννοια "άνετος": απλόχωρος.
● Με την έννοια "απλώνω": απλόχερος.
απλο-2
το επίθετο απλός: απλοελληνικός, απλοποιώ.
αργο-
το επίθετο αργός: αργοκίνητος, αργοπορώ.
αργυρο-
το ουσιαστικό άργυρος (ασήμι): αργυροχόος.
αρτο-
το ουσιαστικό άρτος (ψωμί): αρτοποιός, αρτοπωλείο.
αρχαιο-
το επίθετο αρχαίος:
αρχαιογνωσία, αρχαιολατρία, αρχαιομάθεια, αρχαιολογία, αρχαιολόγος, αρχαιοκάπηλος.
αρχι-
Από το άρχω, αρχή:
● αυτόν που είναι επικεφαλής ανάμεσα σε άλλα άτομα του ίδιου επαγγέλματος ή το αξίωμά του ή
τον τόπο όπου ασκείται το αντίστοιχο επάγγελμα ή αξίωμα: αρχιεπίσκοπος, αρχισυντάκτης.
● μια αρνητική ιδιότητα στον υπερθετικό βαθμό: αρχιτεμπέλης, αρχιψεύτης.
● την αρχή ενός χρονικού διαστήματος: αρχιμηνιά, αρχιχρονιά.
αρχοντο-
το ουσιαστικό άρχοντας: αρχοντόπουλο, αρχοντόσπιτο.
ασπρο-
το επίθετο άσπρος: ασπρόμαυρος, ασπρομάλλης.
αστρο-
το ουσιαστικό άστρο: αστρολογία, αστροναύτης.
ασχημο-
4
το επίθετο άσχημος: ασχημομούρης, ασχημόπαπο.
ατμο-
το ουσιαστικό ατμός: ατμομηχανή, ατμόπλοιο, ατμόλουτρο.
αυτο-
● Δηλώνει ότι μια ενέργεια επιστρέφει σε αυτόν που την κάνει: αυτοκαταστρέφομαι,
αυτοσεβασμός.
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζει κάνει κάτι με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια
κάποιου άλλου: αυτοδίδακτος, αυτόφωτος, αυτοδύναμος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
βαθυ-
το επίθετο βαθύς:
● Εκφράζει την έννοια του βάθους: βαθυσκάφος.
● Δηλώνει τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση ενός χρώματος: βαθυγάλανος.
● Δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης που εκφράζει το β΄ συνθετικό:
βαθύπλουτος, βαθυστόχαστος.
βαμβακο-
το ουσιαστικό βαμβάκι: βαμβακοφυτεία, βαμβακέλαιο.
βαρυ-
το επίθετο βαρύς: βαρυσήμαντος, βαρυχειμωνιά.
βασιλο-1
το ουσιαστικό βασιλιάς: βασιλόπαις, βασιλόφρονας.
βασιλο-2
Αναφέρεται στην Πρωτοχρονιά, στη γιορτή του Aγίου Bασιλείου: βασιλόπιτα.
βιβλιο-
το ουσιαστικό βιβλίο: βιβλιοπώλης, βιβλιόφιλος, βιβλιογραφία.
βιο-
το ουσιαστικό βίος (ζωή): βιομηχανία, βιότοπος.
βορειο-
το επίθετο βόρειος: βορειοανατολικός, βορειοαμερικανικός.
βραδυ-
5
το επίθετο βραδύς: βραδυφλεγής, βραδύγλωσσος.
βραχυ-
το επίθετο βραχύς: βραχυπρόθεσμος, βραχύβιος.
βρομο-
● Δηλώνει ότι κάτι είναι βρόμικο: βρομόσπιτο. || βρομόγλωσσα, (που μιλάει βρόμικα, με άσχημα
λόγια).
● Χαρακτηρίζει πολύ αρνητικά ένα πρόσωπο: βρομογυναίκα, βρομοκόριτσο.
● Δίνει έμφαση σε μια αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β΄ συνθετικού: βρομόξυλο,
βρομόκαιρος, βρομόκρυο.
βροχο-
το ουσιαστικό βροχή: βροχόπτωση, βροχόνερο.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
γαϊδουρο-
Σχετικό με τον γάιδαρο: γαϊδουράγκαθο.
Δηλώνει ότι κάτι είναι υπερβολικά ενοχλητικό, άγαρμπο, και αγενές: γαϊδουροφωνάρα.
γαιο-
το ουσιαστικό γη: γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας.
γεω-
το ουσιαστικό γη: γεωφυσική, γεώμηλο.
γη-
το ουσιαστικό γη: γήπεδο.
γαλανο-
το επίθετο γαλανός: γαλανόλευκος, γαλανομάτης.
γερο-1
το ουσιαστικό γέρος: γεροπαράξενος, γερόλυκος.
γερο-2
το επίθετο γερός: γεροδεμένος.
γεροντο-
6
το ουσιαστικό γέροντας: γεροντοκρατία, γεροντοπαλίκαρο, γεροντολογία.
γιγα-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα
δισεκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό: γιγαμπάιτ.
γιδο-
το ουσιαστικό γίδα (ή γίδι): γιδοπρόβατα, γιδοβοσκός.
γιουρο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: γιουροβίζιον,
γιουρομπάσκετ.
γλυκο-
το επίθετο γλυκός και το επίρρημα γλυκά: γλυκοπατάτα, γλυκόπικρος, γλυκομιλώ.
γλωσσο-
το ουσιαστικό γλώσσα: γλωσσοπλάστης, γλωσσομαθής. || γλωσσοτρώω.
γραμματο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
● στις σπουδές, στη μάθηση: γραμματοδιδασκαλείο.
● στο σύνολο των γραπτών μνημείων ενός λαού: γραμματολογία.
● στις ταχυδρομικές επιστολές, στα γράμματα: γραμματοκιβώτιο, γραμματόσημο.
γυναικο-
το ουσιαστικό γυναίκα: γυναικοκρατία, γυναικόπαιδα, γυναικολόγος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
δεκα-
το αριθμητικό δέκα: δεκαετία, δεκαήμερο, δέκαθλο.
δερματο-
το ουσιαστικό δέρμα: δερματολόγος, δερματοπάθεια, δερματόδετος.
δευτερο-
το αριθμητικό δεύτερος: δευτερότοκος, δευτεροετής, δευτερολογώ.
δημο-
7
το ουσιαστικό δήμος:
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στο σύνολο του λαού: δημοσκόπηση, δημοψήφισμα,
δημοκρατία, δημοφιλής.
δι-
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζει έχει δύο στοιχεία: διμερής, διμέτωπος.
● Διαρκεί δύο χρονικές μονάδες: διήμερος, διετής.
διπλο-
Δηλώνει διπλασιασμό: διπλόφαρδος, διπλοκατοικία.
Δηλώνει ότι μια ενέργεια γίνεται δύο φορές, πολύ καλά: διπλοελέγχω, διπλοκλειδώνω.
δυσ-
για κάτι που μπορεί να γίνει δύσκολα: δυσκίνητος, δύσχρηστος.
λειτουργεί ως στερητικό και προσθέτει αρνητική σημασία: δύστυχος, δυσανάλογος.
δυσκολο-
το επίθετο δύσκολος και το επίρρημα δύσκολα: δυσκολοδιάβαστος.
δυτικο-
το επίθετο δυτικός: δυτικοευρωπαϊκός.
δωδεκα-
το αριθμητικό δώδεκα: δωδεκάχρονος, δωδεκάθεο.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
εθνο-
το ουσιαστικό έθνος: εθνάρχης, εθνομάρτυρας, εθνόσημο.
εικονο-
το ουσιαστικό εικόνα:
στη ζωγραφική ή στην οπτική παράσταση: εικονογράφηση, εικονολήπτης.
στα εικονίσματα: εικονογραφία, εικονομαχία.
εικοσα-
8
το αριθμητικό είκοσι: εικοσαετής, εικοσάχρονος.
ελαιο-
● στο δέντρο της ελιάς: ελαιόφυτος.
● στο ελαιόλαδο και στον καρπό της ελιάς: ελαιοπαραγωγός, ελαιοτριβείο.
ελαφρο-
προσθέτει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία:
● "επιπόλαιος": ελαφρόμυαλος.
● "λίγο, μόλις και μετά βίας": ελαφροκοιμάμαι, ελαφροπατώ.
ελληνο-
το ουσιαστικό Έλληνας: ελληνόφωνος, ελληνορθόδοξος.
ενδο-
με τη σημασία "εντός, μέσα": ενδοοικογενειακός, ενδοκυβερνητικός.
εξα-
το αριθμητικό έξι: εξάγωνος, εξαπλάσιος.
εξω-
το επίρρημα έξω:
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πέρα, έξω ή αντίθετο με κάτι: εξωκοινοβουλευτικός,
εξωπραγματικός, εξωγήινος.
● χαρακτηρίζει κάτι ως εξωτερικό ή "προς τα έξω": εξώπορτα, εξωστρεφής.
εργο-
το ουσιαστικό έργο:
9
● στα τεχνικά έργα: εργολάβος, εργοτάξιο.
● στις καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές δημιουργίες: εργογραφία.
ερυθρο-
το επίθετο ερυθρός (κόκκινος): ερυθρόλευκος, ερυθρόδερμος.
εσω-
το επίρρημα έσω (μέσα):
● με τη σημασία "μέσα ή προς τα μέσα": εσωκλείω, εσωστρεφής.
● σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι μέσα σε ορισμένα πλαίσια ή
όρια: εσωκομματικός.
ετερο-
το όνομα έτερος (άλλος):
σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται, όταν συγκρίνεται με κάποιο άλλο,
είναι διαφορετικό: ετερόγλωσσος, ετερόδοξος.
ετοιμο-
το επίθετο έτοιμος: ετοιμοθάνατος, ετοιμοπόλεμος.
ευ-
● πρόθημα για κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα: ευκίνητος, εύχρηστος.
● δηλώνει τη θετική σημασία της πρωτότυπης λέξης: ευτυχία, ευσυνείδητος.
ευκολο-
το επίθετο εύκολος: ευκολοδιάβαστος, ευκολοχώνευτος.
ευρυ-
το επίθετο ευρύς: ευρύχωρος, ευρυμαθής.
ευρω-
σε σύνθετα ουσιαστικά που αναφέρονται στην Ευρώπη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
ευρωμπάσκετ, ευρωβουλευτής, ευρωκοινοβούλιο.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ζαχαρο-
το ουσιαστικό ζάχαρη: ζαχαροκάλαμο, ζαχαροπλαστείο.
ζωο-1
το ουσιαστικό ζώο: ζωεμπόριο, ζωοτροφή.
ζωο-2
10
το ουσιαστικό ζωή: ζωοδότης, ζωογόνος.
ηλεκτρο-
δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σε αυτόν: ηλεκτροφωτισμός,
ηλεκτροκίνητος, ηλεκτροπληξία.
ηλιο-
το ουσιαστικό ήλιος: ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιαχτίδα.
ημι-
δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας: ημικύκλιο, ημισφαίριο,
ημίχρονο, ημίωρο.
δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα αλλά μερικά χαρακτηριστικά: ημιαυτόματος,
ημίγυμνος, ημιμαθής.
ηχο-
το ουσιαστικό ήχος: ηχολήπτης, ηχομόνωση.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
θαλασσο-
το ουσιαστικό θάλασσα: θαλασσοπόρος, θαλασσοπούλι.
θεο-
το ουσιαστικό θεός :
που αναφέρονται στον Θεό ή στους θεούς: θεοσεβούμενος, θεολογία.
σε σύνθετα επίθετα δηλώνει έμφαση: θεόγυμνος, θεοσκότεινος.
θερμο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στην έννοια του θερμού ή της θερμότητας || με επιτατική
σημασία: θερμομετρώ, θερμόαιμος, θερμοκήπιο.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ιερο-
το επίθετο ιερός: ιεραπόστολος, ιερόσυλος.
ιππο-
το ουσιαστικό ίππος (άλογο): ιππόδρομος, ιππόκαμπος. | | ιπποδύναμη.
11
ισο-
το επίθετο ίσος: ισοδυναμώ, ισόπλευρος, ισοσκελής.
ιχθυο-
το ουσιαστικό ιχθύς (ψάρι): ιχθυόσκαλα, ιχθυολόγος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
καθαρο-
το επίθετο καθαρός: καθαροντυμένος, καθαρογράφω, καθαρόαιμος.
κακο-
● προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του κακού, του άσχημου, του δυσάρεστου:
● κακοδιάθετος, κακότυχος.
● δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει άσχημα, πρόχειρα: κακογραμμένος, κακοντυμένος.
● δηλώνει ότι κάτι δεν γίνεται όπως πρέπει: κακοκοιμάμαι, κακομεταχειρίζομαι.
● δίνει έμφαση σε μια αρνητική ιδιότητα: κακάσχημος.
καλλι-
σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι έχει ένα στοιχείο ιδιαίτερα όμορφο: καλλίφωνος,
καλλιγράφος.
καλο-
● προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του καλού, βολικού, ευχάριστου:
● καλόκαρδος, καλοτυχίζω.
● δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει καλά, προσεκτικά, επιμελημένα, όχι πρόχειρα: καλογραμμένος,
καλοντυμένος, καλοψημένος.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται όπως πρέπει: καλοκοιμάμαι, καλοπαντρεύομαι, καλοπερνώ.
● επιτείνει τη θετική ιδιότητα του β΄ συνθετικού: καλαρέσω.
καπνο-
το ουσιαστικό καπνός: καπνογόνος, καπνοδόχος. | | για το φυτό του καπνού
καρα-
σε σύνθετα ουσιαστικά, στα οποία δίνει έμφαση: καράβλαχος.
καρδιο-
το ουσιαστικό καρδιά :
● αναφέρεται στην καρδιά ως όργανο του ανθρώπινου σώματος: καρδιογράφημα,
καρδιοχειρούργος.
12
● αναφέρεται στην καρδιά ως κέντρο των συναισθημάτων ή του ψυχικού κόσμου:
καρδιοκατακτητής, καρδιοχτυπώ.
καρπο-
το ουσιαστικό καρπός: καρποφόρος, καρποφορία.
κατω-
το επίρρημα κάτω: κατωσέντονο, κατωφερής.
καφε-
το ουσιαστικό καφές: καφεκοπτείο, καφεζαχαροπλαστείο.
κεφαλο-
το ουσιαστικό κεφάλι: κεφαλόπονος, κεφαλόποδα.
κιλο-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της
τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό: κιλοβάτ.
κληρο-1
αναφέρεται στα περιουσιακά στοιχεία που αφήνει κάποιος όταν πεθαίνει: κληροδότημα,
κληρονόμος, κληρονομώ.
κληρο-2
το ουσιαστικό κλήρος (σύνολο κληρικών): κληροκρατία.
κοιλο-
το ουσιαστικό κοιλιά: κοιλόπονος, κοιλοπονώ.
κοινο-
συνήθως δηλώνει κάτι που:
αναφέρεται στο δημοκρατικό πολίτευμα: κοινοβούλιο.
αναφέρεται στην έννοια "μαζί με άλλον": κοινοκτημοσύνη, κοινόχρηστος, κοινόβιο.
γίνεται δημόσια: κοινολογώ, κοινοποιώ.
κοκκινο-
το επίθετο κόκκινος: κοκκινομάλλης, κοκκινολαίμης.
κοντο-
το επίθετο κοντός: κοντομάνικος, κοντόχοντρος, κοντοκομμένος.
13
κοσμο-
το ουσιαστικό κόσμος: κοσμογονία, κοσμοσυρροή, κοσμογυρισμένος. | | με αναφορά στο
σύμπαν
κουτσο-
● που αναφέρονται σε ελάττωμα, αναπηρία: κουτσομύτης, κουτσοχέρης.
● δηλώνει κάτι που γίνεται με δυσκολία, ανεπαρκώς, σε μικρό βαθμό: κουτσοβλέπω,
κουτσοπίνω.
κουφο-1
το επίθετο κούφιος :
● αναφέρεται σε κάτι που είναι κενό, κούφιο: κουφοδόντης.
● δηλώνει ότι κάτι είναι ανόητο, μάταιο: κουφόμυαλος.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, βαθμιαία: κουφοβράζω.
κουφο-2
το επίθετο κουφός: κουφόγατος, κουφάλογο.
κρυο-
το επίθετο κρύος και το ουσιαστικό κρύο: κρυολόγημα, κρυοπαγήματα.
κρυφο-
το επίρρημα κρυφά: κρυφακούω, κρυφογελώ.
κτηνο-
το ουσιαστικό κτήνος: κτηνοτρόφος, κτηνίατρος.
κυανο-
το επίθετο κυανός (γαλάζιος): κυανόκρανος, κυανόλευκος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
λαδο-
το ουσιαστικό λάδι: λαδόξιδο, λαδολέμονο.
λαθρο-
δηλώνει ότι κάτι γίνεται κρυφά ή παράνομα: λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης.
14
λαο-
το ουσιαστικό λαός: λαοπλάνος, λαογραφία.
λεπτο-
το επίθετο λεπτός: λεπτοκαμωμένος, λεπτοδουλειά. || υπονοεί ακρίβεια: λεπτομέρεια.
λευκο-
το επίθετο λευκός: λευκόχρωμος, λευκοντυμένος.
λιγο-
το επίθετο λίγος: λιγόλογος, λιγομίλητος.
λιθο-
το ουσιαστικό λίθος (πέτρα): λιθοβολώ, λιθόκτιστος, λιθόστρωτος.
λιπο-
δηλώνει την έλλειψη, την απουσία κάποιου στοιχείου: λιπόσαρκος, λιπόψυχος, λιποθυμία.
χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει κάτι: λιποτάκτης.
λογο-
το ουσιαστικό λόγος: λογοπαίγνιο, λογομαχώ, λογοδοτώ, λογοτέχνης.
μαυρο-
το επίθετο μαύρος: μαυρόασπρος, μαυροντυμένος, μαυρομάλλης.
μεγα-
● δηλώνει ότι κάτι έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις: μεγαλιθικός, μεγαθήριο.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: μεγαβάτ, μεγαμπάιτ.
μεγαλο-
το επίθετο μεγάλος :
● δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλο σχήμα και όγκο: μεγαλόσωμος,
Mεγαλόνησος. || αναφέρεται στην ηλικία
● δίνει έμφαση στα κύρια χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή μιας ενέργειας: μεγαλοαστός,
μεγαλοβιομήχανος, μεγαλόπνοος.
15
μελανο-
το επίθετο μελανός (μαύρος): μελανόστικτος, μελανόμορφος.
μελλο-
προσδιορίζει ή δηλώνει το πρόσωπο που πρόκειται να δεχτεί ή να υποστεί κάτι: μελλοθάνατος,
μελλόνυμφος.
μεσο-
● δηλώνει το μέσο μιας χρονικής περιόδου: μεσονύκτιο, μεσοκαλόκαιρο.
● με τη σημασία "εσωτερικός, μεσαίος, ενδιάμεσος": μεσοτοιχία, μεσότοιχος.
● χαρακτηρίζει κάτι που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μεταξύ ορισμένων στοιχείων: μεσοποτάμιος,
μεσοπρόθεσμος.
μηχανο-
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται με τη βοήθεια μηχανής ή είναι κατάλληλο για μηχανή: μηχανοκίνητος,
μηχανοστάσιο, μηχανοτεχνίτης.
● αναφέρεται σε μηχανή, μηχανάκι, μοτοσικλέτα: μηχανόβιος.
● αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή: μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση.
● αναφέρεται στο τέχνασμα, στην απάτη: μηχανορράφος, μηχανορραφία.
μικρο-
● δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μικρές διαστάσεις: μικροπρόσωπος, μικρόσωμος. || για ηλικία
● δηλώνει την ύπαρξη σε μικρή κλίμακα ορισμένων χαρακτηριστικών: μικροαπατεώνας,
μικροϊδιοκτήτης.
● δηλώνει ότι κάτι είναι μικρό, ασήμαντο: μικροέξοδο, μικρολεπτομέρεια.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό της μονάδας που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: μικροβόλτ, μικρογραμμάριο.
μιλι-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της
μονάδας που δηλώνει το β΄ συνθετικό: μιλιγκράμ, μιλιμέτρ.
μισο-1
● δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται κάτι: μισοφέγγαρο.
● δηλώνει την απουσία ορισμένων χαρακτηριστικών στοιχείων: μισογεμάτος, μισόγυμνος.
● δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται σε μικρό βαθμό: μισανοίγω, μισοκοιμάμαι, μισόκλειστος.
16
● δηλώνει ότι δεν έχει συντελεστεί τελείως μια ενέργεια, διαδικασία: μισογκρεμισμένος,
μισοπεθαμένος.
μισο-2
δηλώνει το πρόσωπο που μισεί, απεχθάνεται κάτι: μισάνθρωπος, μισογύνης.
μονο-
το επίθετο μονός: μονόκλινος, μονόφθαλμος, μονοκατοικία, μονοήμερος.
μπαρμπα-
προτακτική λέξη
μπαίνει πριν από αντρικό όνομα προσώπου μεγάλης ηλικίας και ακολουθείται συνήθως από το
ενωτικό (-): μπαρμπα-Γιώργος, μπαρμπα-Nικόλας.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
νανο-
● δίνει τη σημασία του μικροσκοπικού: νανοκέφαλος, νανόσωμος.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: νανόμετρο, νανοδευτερόλεπτο.
νεο-
● δηλώνει ότι κάτι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα: νεογέννητος, νεόχτιστος, νεοφερμένος.
● δηλώνει το νεότερο στάδιο μιας περιόδου, μιας κατάταξης: νεολιθικός.
νερο-
το ουσιαστικό νερό: νεροπότηρο, νερομπογιά, νερόβραστος.
νοτιο-
το επίθετο νότιος: νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, νοτιοαμερικανικός.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ξανα-
17
σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη: ξαναρχίζω, ξαναδοκιμάζω,
ξαναγράφω.
ξανθο-
το επίθετο ξανθός: ξανθοκόκκινος, ξανθομάλλης.
ξε-
πρόθημα
δηλώνει την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξεδιψώ, ξεκλείδωτος.
δηλώνει το τέλος μιας κατάστασης ή μιας ενέργειας: ξεϊδρώνω, ξεμουδιάζω.
δηλώνει την αφαίρεση αντικειμένου: ξεφλουδίζω, ξεφλούδισμα.
έχει τη σημασία "έξω, προς τα έξω": ξεπορτίζω, ξεχειλίζω.
έχει την έννοια "τελείως, πολύ, εντελώς": ξεγυμνώνω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω.
έχει την έννοια "σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά": ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω.
ξενο-
το επίθετο ξένος: ξενόγλωσσος, ξενοφοβία, ξενοδόχος.
ξερο-
το επίθετο ξερός: ξεροπόταμος, ξερονήσι, ξεροκόμματο. || (μτφ.) ξεροκέφαλος.
ξηρο-
το επίθετο ξηρός (ξερός): ξηροδερμία.
ξινο-
το επίθετο ξινός: ξινόγαλα, ξινόγλυκος.
ξυλο-
το ουσιαστικό ξύλο: ξυλογλυπτική, ξυλόσομπα. || ξυλοφορτώνω.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
οδο-
το ουσιαστικό οδός: οδόστρωμα, οδόφραγμα, οδοστρωτήρας.
οδοντο-
το ουσιαστικό οδόντας (δόντι): οδοντόβουρτσα, οδοντογλυφίδα, οδοντίατρος.
οικο-
το ουσιαστικό οίκος:
● με την έννοια "σπίτι, χώρος κατοικίας": οικοδομή, οικόπεδο, οικοδέσποινα, οικότροφος.
18
● που αναφέρονται στην αρμονική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης: οικολογία,
οικοσύστημα.
οινο-
το ουσιαστικό οίνος (κρασί): οινοπαραγωγός, οινολογία, οινολόγος.
ολιγο-
το επίθετο ολίγος (λίγος): ολιγάριθμος, ολιγαρκής, ολιγόλεπτος.
ολο-
● δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο: ολόγυμνος, ολοζώντανος, ολόισιος.
● δηλώνει την αποκλειστική παρουσία ενός συγκεκριμένου χρώματος ή υλικού: ολόλευκος,
ολόμαλλος, ολομέταξος, ολόχρυσος.
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι ολόκληρο, αφορά ή καλύπτει ένα σύνολο, μια
ολόκληρη επιφάνεια: ολοσέλιδος, ολόσωμος. || ολοήμερος.
ομο-
δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει κάτι ίδιο, κοινό με κάτι άλλο: ομόθυμος, ομοϊδεάτης,
ομόφωνος.
ομοιο-
το επίθετο όμοιος: ομοιόμορφος, ομοιοκαταληξία, ομοιοπαθητική.
ομορφο-
το επίθετο όμορφος: ομορφόπαιδο.
οξυ-
το επίθετο οξύς: οξύνους, οξύνοια.
ορθο-
δηλώνει ότι κάτι αναφέρεται στην έννοια "όρθιος", σε κατακόρυφη θέση: ορθοστάτης,
ορθοποδίζω, ορθοστασία. || ορθογώνιο.
δηλώνει ότι κάτι αναφέρεται στην έννοια "ορθός, σωστός": ορθογραφία. || ορθόδοξος.
οφθαλμο-
το ουσιαστικό οφθαλμός (μάτι): οφθαλμαπάτη, οφθαλμίατρος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
19
παιδο-
το ουσιαστικό παιδί: παιδαγωγός, παιδότοπος, παιδίατρος.
παλαιο-
το επίθετο παλαιός:
● αναφέρεται στην έννοια "παλιός": παλαιοπωλείο. || παλαιοκομματικός.
● αναφέρεται στο παλαιότερο στάδιο μιας περιόδου: παλαιολιθικός. || σε συγκεκριμένη κάθε φορά
εποχή του παρελθόντος
παλιο-
το επίθετο παλιός :
δίνει μειωτική, αρνητική σημασία σε κάτι: παλιόκαιρος, παλιόχαρτο, παλιοδουλειά.
δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: παλιοπαρέα, παλιόφιλος.
παν-
● δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο: πανάρχαιος, παμπάλαιος.
● καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που δηλώνει το β΄ συνθετικό: πάνθεο, παλλαϊκός,
πανελλήνιος.
παπα-
προτακτική λέξη
μπαίνει πριν από αρσενικά κύρια ονόματα ιερέων και συνήθως ακολουθείται από ενωτικό:
παπα-Γιώργης, παπα-Δημήτρης.
πατρο-
το αρχαίο ουσιαστικό πατήρ (πατέρας): πατρώνυμο, πατροκτόνος, πατριαρχία.
παχυ-
το επίθετο παχύς: παχύσαρκος, παχύμετρο.
πεζο-1
το επίθετο πεζός σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στον πεζό λόγο σε αντίθεση προς τον
έμμετρο: πεζογραφία, πεζογράφος.
πεζο-2
το ουσιαστικό πεζός:
δηλώνει ότι κάτι αφορά τους πεζούς: πεζογέφυρα, πεζοδρόμιο, πεζόδρομος.
πεντα-
● αναφέρονται στον αριθμό πέντε: πεντάγωνος, πενταμελής, πενταπλάσιος, πεντάλεπτος.
● δίνει έμφαση σε μια ιδιότητα: πεντακάθαρος.
20
πετρελαιο-
το ουσιαστικό πετρέλαιο: πετρελαιοπηγή, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοκινητήρας.
πετρο-
το ουσιαστικό πέτρα: πετροπόλεμος, πετροβολώ, πετρόψαρο.
πικρο-
το επίθετο πικρός:
● δηλώνει πικρή γεύση: πικροδάφνη, πικραμύγδαλο.
● (μτφ.) ότι κάτι ή κάποιος συνδέεται με την έννοια της πίκρας, της στενοχώριας: πικρόγλωσσος.
πισω-
το επίρρημα πίσω ω: πισωγυρίζω, πισώπλατα.
πλατυ-
το επίθετο πλατύς: πλατύφυλλος, πλατυπρόσωπος.
ποδο-
το ουσιαστικό πόδι: ποδόλουτρο, ποδοπατώ.
πολυ-
το επίθετο πολύς και το επίρρημα πολύ: πολυαγαπημένος, πολυσέλιδος, πολύτεκνος,
πολύγλωσσος.
πονο-
το ουσιαστικό πόνος: πονοκέφαλος, πονόδοντος.
πρωτο-
το επίθετο πρώτος και το επίρρημα πρώτα:
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται για πρώτη φορά: πρωτοεμφανίζομαι, πρωτάκουστος.
● χαρακτηρίζει το πρόσωπο που κατέχει ιεραρχικά την πρώτη θέση μεταξύ πολλών ομοίων:
πρωτομάστορας, πρωτοπαλίκαρο.
● δηλώνει την πρώτη εμφάνιση ή την πρώτη μέρα: πρωτοβρόχι, Πρωτομαγιά, Πρωτοχρονιά.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ραδιο-
21
● στην ακτινοβολία: ραδιοτηλεσκόπιο, ραδιενέργεια. || στην ασύρματη επικοινωνία
● στη ραδιοφωνία ή στο ραδιόφωνο: ραδιοτηλεόραση, ραδιοενισχυτής.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
σαρκο-
το ουσιαστικό σάρκα: σαρκοβόρος, σαρκοφάγος.
σιγο-
το επίρρημα σιγά: σιγοτραγουδώ.
σιδηρο-
το ουσιαστικό σίδηρος: σιδηρουργείο, σιδηρόδρομος.
σιτο-
το ουσιαστικό σίτος (σιτάρι): σιτοπαραγωγός, σιταποθήκη.
σκληρο-
το επίθετο σκληρός και το επίρρημα σκληρά: σκληροτράχηλος, σκληραγωγώ. | | (για άνθρωπο)
χωρίς καλοσύνη.
σκυλο-
το ουσιαστικό σκύλος :
● που αναφέρονται στον σκύλο: σκυλοκαβγάς || για άνθρωπο άσχημο γενικά ή όσον αφορά ένα
μέρος του σώματος: σκυλομούρης.
● χαρακτηρίζει κάτι με πολύ αρνητικό τρόπο: σκυλοζωή. || σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρίζω.
σταυρο-
το ουσιαστικό σταυρός:
● δηλώνει ότι κάτι έχει σχήμα σταυρού ή μοιάζει με σταυρό: σταυροδρόμι, σταυροπόδι.
● αναφέρεται στον Σταυρό ή στη Σταύρωση του Xριστού: Σταυροπροσκύνηση, σταυροφορία.
στενο-
το επίθετο στενός: στενόμακρος, στενοσόκακο. || (μτφ.) στενοκέφαλος, στενόμυαλος.
στραβο-
το επίθετο στραβός και το επίρρημα στραβά: στραβοκομμένος, στραβοπάτημα, στραβομύτης. ||
(μτφ.) στραβόξυλο. || για δήλωση δυσαρέσκειας.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
τερα-
22
δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο μονάδες της τάξης:
τεραμπάιτ.
τετρα-
δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τέσσερα στοιχεία: τετραθέσιος, τετράτομος.
δίνει έμφαση: τετράπαχος.
τηλε-
● με την έννοια "μακριά, από απόσταση": τηλεπικοινωνία, τηλεφωνώ, τηλεόραση.
● που αναφέρονται στην τηλεόραση: τηλεθεατής, τηλεπαρουσιαστής.
τρι-
το αριθμητικό τρία: τρίγωνος, τρισέλιδος, τρίτομος.
τρισ-
● δίνει έμφαση: τρισάθλιος, τρισευτυχισμένος.
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τρία στοιχεία: τρισδιάστατος.
τριτο-
το αριθμητικό τρίτος: τριτοβάθμιος, τριτόκλιτος.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
υγρο-
● στην υγρή κατάσταση: υγροποιώ, υγραέριο.
● στο νερό: υγρόβιος.
● στην υγρασία που υπάρχει στην ατμόσφαιρα: υγρόμετρο, υγροσκόπιο.
υδατο-
το ουσιαστικό ύδωρ (νερό): υδατόφραγμα, υδατόπτωση.
υδρο-
● το ουσιαστικό ύδωρ (νερό):
● που αναφέρονται στο νερό: υδρατμός, υδροδοτώ, υδρόβιος.
● που αναφέρονται στα υγρά: υδροδυναμική.
υστερο-
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται ύστερα από κάτι άλλο: υστερότοκος, υστερόγραφο.
● δηλώνει το νεότερο, το τελευταίο στάδιο μιας περιόδου: υστεροελλαδικός.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
23
φιλο-
● προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση απέναντι σε κάτι:
φιλάνθρωπος, φιλομαθής, φιλόξενος.
● δηλώνει ότι η συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική κάποιου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση
προς ένα λαό: φιλοαγγλικός, φιλογαλλικός.
φτωχο-
το επίθετο φτωχός: φτωχόπαιδο, φτωχογειτονιά.
φυσιο-
● στην έννοια της φύσης, του φυσικού κόσμου: φυσιογνώστης, φυσιολάτρης.
● στη χρήση φυσικών και όχι μηχανικών ή χημικών μέσων: φυσιοθεραπευτής.
● στα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου: φυσιογνωμική.
φωτο-
● με αναφορά στο φως: φωτοσύνθεση, φωταγωγώ.
● με αναφορά στη φωτογραφία ή τη φωτογράφιση: φωτοαντίγραφο, φωτορεπόρτερ, φωτοτυπία.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
χαρτο-
● αναφέρεται στο χαρτί: χαρτομάντιλο, χαρτονόμισμα, χαρτοπετσέτα. || στα χαρτιά, στην
τράπουλα: χαρτοπαιξία.
● στους χάρτες: χαρτογράφος, χαρτογραφώ.
χειρο-
το ουσιαστικό χείρα (χέρι): χειρόφρενο, χειρόγραφο, χειροποίητος, χειροκροτώ.
χιλιο-
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια του αριθμητικού χίλιοι: χιλίαρχος, χιλιετία.
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια "χίλιες φορές, πολλές φορές": χιλιοειπωμένος.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄
συνθετικό: χιλιόγραμμο, χιλιόμετρο.
24
χορτο-
το ουσιαστικό χόρτο: χορτοτάπητας, χορτοφάγος, χορτόσουπα.
χρονο-
το ουσιαστικό χρόνος: χρονοεπίδομα, χρονόμετρο, χρονολογώ, χρονομετρώ.
χρυσο-
● το ουσιαστικό χρυσός ή το επίθετο χρυσός:
● αναφέρεται στο πολύτιμο μέταλλο: χρυσοθήρας, χρυσοχόος.
● αναφέρεται στο χρυσό χρώμα: χρυσοκίτρινος, χρυσόσκονη.
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία "πολύ καλός ή πολύ ακριβός": χρυσοχέρης,
χρυσοπληρώνω.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ψαρο-
το ουσιαστικό ψάρι: ψαροκάικο, ψαροντούφεκο, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα.
ψευδο-
το επίθετο ψευδής (ψεύτικος): ψευδοπροφήτης, ψευδοροφή, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία.
ψευτο-
● σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την απουσία ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών: ψευτογιατρός,
ψευτόμαγκας. || ψεύτικος, όχι αληθινός
● σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι κάτι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά: ψευτοζώ,
ψευτοδιαβάζω.
ψηλο-
το επίθετο ψηλός: ψηλοτάβανος, ψηλομύτης.
ψιλο-
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πολύ λεπτό, έχει μικρό πάχος: ψιλόφλουδος.
● για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη, που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια:
ψιλοδουλειά.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό: ψιλοβρέχει.
● λειτουργεί σαν υποκοριστικό: ψιλοζημιά, ψιλοκρυωμένος.
● δηλώνει συχνή επανάληψη της ενέργειας ενός ρήματος που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία
πολλών μικρών κομματιών: ψιλοκόβω.
ψυχο-
● στην ψυχή του ανθρώπου, στον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο: ψυχαγωγώ, ψυχοφθόρος.
25
● στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου: ψυχομαχώ.
● στην ψυχή των νεκρών: ψυχοπομπός.
● στις ψυχικές παθήσεις του ατόμου: ψυχίατρος.
● στην υιοθεσία με ανεπίσημη ή επίσημη διαδικασία: ψυχογιός, ψυχοκόρη.
ψωρο-
● χαρακτηρίζει κάτι αρνητικά και περιφρονητικά: ψωροχιλιάρικο.
● δίνει έμφαση στην αρνητική σημασία: ψωροπερήφανος.
● με υποκοριστική θετική σημασία: ψωροφιλότιμο.
🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ωο-
● το ουσιαστικό ωό (αυγό):
● που αναφέρονται στο αυγό: ωοτόκος.
● με αναφορά στο ωάριο: ωορρηξία.
ωτο-
το αρχαίο ουσιαστικό ους (αυτί): ωτοασπίδα, ωτορινολαρυγγολόγος.
26