You are on page 1of 26

Σύνθεση: α' συνθετικό

αγαθο-
το επίθετο αγαθός: ​αγαθόψυχος.

αγγειο-
το ουσιαστικό αγγείο:
● με τη σημασία "σκεύος": ​αγγειοπλάστης.
● με τη σημασία "αιμοφόρο αγγείο": ​αγγειοχειρούργος.

αγγελο-
το ουσιαστικό άγγελος: ​αγγελοπρόσωπος ​(αυτός που έχει όμορφο, αγγελικό πρόσωπο).

αγιο-
το επίθετο άγιος:​ αγιογράφος​.

αγορα-
το ουσιαστικό αγορά: ​αγορανομία, αγοραπωλησία.

αγουρο-
το επίθετο άγουρος:
● Δηλώνει ότι κάτι είναι άγουρο ή προέρχεται από άγουρο καρπό: ​αγουρόμηλο, αγουρέλαιο.
● (σε ρήματα) ότι κάτι γίνεται πρόωρα: ​αγουροξυπνώ.

αγριο-
το επίθετο άγριος και το επίρρημα άγρια:
● Δηλώνει την άγρια ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του, ή το ζώο που δεν είναι εξημερωμένο
σε αντίθεση με το ήμερο: ​αγριοκέρασο, αγριολούλουδο, αγριόπαπια, αγριοπερίστερο.
● Χαρακτηρίζει άγρια, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά: ​αγριάνθρωπος, αγριοφωνάρα,
αγριοκοιτάζω
● Με τη σημασία "απότομος, αφιλόξενος": ​αγριότοπος.

αδερφο-​ ​& αδελφο-


το ουσιαστικό αδερφός / αδελφός: ​αδερφoκτόνος, αδελφοποίηση.

αδικο-
το επίθετο άδικος και το επίρρημα άδικα: ​αδικοκρισία, αδικοσκοτωμός.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

1
αεριο-
το ουσιαστικό αέριο:​ αεριοθάλαμος.

αερο-
το ουσιαστικό αέρας:
● Αναφέρεται στον αέρα: ​αεραγωγός, αεροβόλο.
● (μτφ.) αναφέρεται στην έλλειψη περιεχομένου ή ουσίας:​ αεροβατώ, αερολογία.
● Αναφέρεται στα αεροπλάνα και στην αεροπορία: ​αερογραμμή, αεροσυνοδός.

αετο-
το ουσιαστικό αετός: ​αετοράχη, αετομάτης.

αιγο-
το αρχαίο ουσιαστικό αίγα (γίδα): αιγοβοσκός.

αιματο-
το ουσιαστικό αίμα: ​αιματοβαμμένος, αιματοχυσία.

αιμο-
το ουσιαστικό αίμα: ​αιμοδοσία, αιμοδότης.

αισχρο-
το επίθετο αισχρός: ​αισχροκέρδεια.

ακριβο-1
το επίθετο ακριβός:
● Για κάτι που πουλιέται ή αγοράζεται ακριβά: ​ακριβοπληρώνω, ακριβοπουλώ.
● Για κάτι που γίνεται με πολλή φροντίδα: ​ακριβοαναθρεμμένος.
● Χαρακτηρίζει πρόσωπα για τα οποία δύσκολα ισχύει κάτι: ​ακριβοθώρητος.

ακριβο-2
το επίθετο ακριβής:
● Δηλώνει ότι κάτι γίνεται με ακρίβεια και προσοχή και επομένως σωστά:​ ακριβοζυγίζω.
● Δηλώνει ότι κάτι γίνεται με σαφήνεια:​ ακριβολογώ.

ακρο-
το ουσιαστικό άκρη: ​ακροθαλασσιά, ακροδάχτυλο.

ακτινο-
το ουσιαστικό ακτίνα: ​ακτινοβολώ, ακτινογραφία.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

2
αλατο-
το ουσιαστικό αλάτι: ​αλατόνερο, αλατοπίπερο.

αλεξι-
Σε σύνθετα ονόματα στα οποία δηλώνει ότι εμποδίζεται μια καταστρεπτική ή ανεπιθύμητη
δράση: ​αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρος.

αλληλο-
Δηλώνει ότι κάτι γίνεται αμοιβαία ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πρόσωπα ή σύνολα:
αλληλοσυγκρούονται || αλληλεπίδραση.

αλλο-
η αντωνυμία "άλλος" με τη σημασία "όχι ίδιος, διαφορετικός": ​αλλόγλωσσος, αλλόθρησκος.

αλογο-
το ουσιαστικό άλογο: ​αλογόμυγα.

ανθρακο-
το ουσιαστικό άνθρακας:​ ανθρακούχος, ανθρακωρυχείο.

ανθρωπο-
το ουσιαστικό άνθρωπος: ​ανθρωποθάλασσα, ανθρωποκυνηγητό.

ανισο-
το επίθετο άνισος: ​ανισοβαρής, ανισότιμος.

ανοιχτο-
το επίθετο ανοιχτός: ​ανοιχτόκαρδος, ανοιχτοχέρης, ανοιχτόχρωμος.

ανω-
το επίρρημα άνω (επάνω): ​ανωφερής, ανώφλι.

αξιο-
το επίθετο άξιος: ​αξιαγάπητος, αξιολογώ.

απειρο-1
το επίθετο άπειρος (αμέτρητος):
απειράριθμος. || απειροελάχιστος, απολύτως ελάχιστος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

3
απειρο-2
το επίθετο άπειρος (χωρίς πείρα): ​απειροπόλεμος.

απλο-1
● Με την έννοια "άνετος": ​απλόχωρος.
● Με την έννοια "απλώνω": ​απλόχερος.

απλο-2
το επίθετο απλός: ​απλοελληνικός, απλοποιώ.

αργο-
το επίθετο αργός: ​αργοκίνητος, αργοπορώ.

αργυρο-
το ουσιαστικό άργυρος (ασήμι):​ αργυροχόος.

αρτο-
το ουσιαστικό άρτος (ψωμί): ​αρτοποιός, αρτοπωλείο.

αρχαιο-
το επίθετο αρχαίος:
αρχαιογνωσία, αρχαιολατρία, αρχαιομάθεια, αρχαιολογία, αρχαιολόγος, αρχαιοκάπηλος.

αρχι-
Από το άρχω, αρχή:
● αυτόν που είναι επικεφαλής ανάμεσα σε άλλα άτομα του ίδιου επαγγέλματος ή το αξίωμά του ή
τον τόπο όπου ασκείται το αντίστοιχο επάγγελμα ή αξίωμα: ​αρχιεπίσκοπος, αρχισυντάκτης.
● μια αρνητική ιδιότητα στον υπερθετικό βαθμό:​ αρχιτεμπέλης, αρχιψεύτης.
● την αρχή ενός χρονικού διαστήματος: ​αρχιμηνιά, αρχιχρονιά.

αρχοντο-
το ουσιαστικό άρχοντας: ​αρχοντόπουλο, αρχοντόσπιτο.

ασπρο-
το επίθετο άσπρος: ​ασπρόμαυρος, ασπρομάλλης.

αστρο-
το ουσιαστικό άστρο: ​αστρολογία, αστροναύτης.

ασχημο-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

4
το επίθετο άσχημος: ​ασχημομούρης, ασχημόπαπο.

ατμο-
το ουσιαστικό ατμός: ​ατμομηχανή, ατμόπλοιο, ατμόλουτρο.

αυτο-
● Δηλώνει ότι μια ενέργεια επιστρέφει σε αυτόν που την κάνει: ​αυτοκαταστρέφομαι,
αυτοσεβασμός.
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζει κάνει κάτι με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια
κάποιου άλλου: ​αυτοδίδακτος, αυτόφωτος, αυτοδύναμος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
βαθυ-
το επίθετο βαθύς:
● Εκφράζει την έννοια του βάθους: ​βαθυσκάφος.
● Δηλώνει τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση ενός χρώματος:​ βαθυγάλανος.
● Δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης που εκφράζει το β΄ συνθετικό:
βαθύπλουτος, βαθυστόχαστος.

βαμβακο-
το ουσιαστικό βαμβάκι: ​βαμβακοφυτεία, βαμβακέλαιο.

βαρυ-
το επίθετο βαρύς:​ βαρυσήμαντος, βαρυχειμωνιά.

βασιλο-1
το ουσιαστικό βασιλιάς: ​βασιλόπαις, βασιλόφρονας.
βασιλο-2
Αναφέρεται στην Πρωτοχρονιά, στη γιορτή του Aγίου Bασιλείου:​ βασιλόπιτα.

βιβλιο-
το ουσιαστικό βιβλίο: ​βιβλιοπώλης, βιβλιόφιλος, βιβλιογραφία.

βιο-
το ουσιαστικό βίος (ζωή): ​βιομηχανία, βιότοπος.

βορειο-
το επίθετο βόρειος: ​βορειοανατολικός, βορειοαμερικανικός.

βραδυ-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

5
το επίθετο βραδύς: ​βραδυφλεγής, βραδύγλωσσος.

βραχυ-
το επίθετο βραχύς: ​βραχυπρόθεσμος, βραχύβιος.

βρομο-
● Δηλώνει ότι κάτι είναι βρόμικο: ​βρομόσπιτο. || βρομόγλωσσα, (που μιλάει βρόμικα, με άσχημα
λόγια).
● Χαρακτηρίζει πολύ αρνητικά ένα πρόσωπο: ​βρομογυναίκα, βρομοκόριτσο.
● Δίνει έμφαση σε μια αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β΄ συνθετικού: ​βρομόξυλο,
βρομόκαιρος, βρομόκρυο.

βροχο-
το ουσιαστικό βροχή: ​βροχόπτωση, βροχόνερο.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
γαϊδουρο-
Σχετικό με τον γάιδαρο: ​γαϊδουράγκαθο.
Δηλώνει ότι κάτι είναι υπερβολικά ενοχλητικό, άγαρμπο, και αγενές: ​γαϊδουροφωνάρα.

γαιο-
το ουσιαστικό γη: ​γαιοκτήμονας, γαιάνθρακας.
γεω-
το ουσιαστικό γη: ​γεωφυσική, γεώμηλο.
γη-
το ουσιαστικό γη: ​γήπεδο.

γαλακτο- & γαλατο-


το ουσιαστικό γάλα: ​γαλακτομπούρεκο, γαλακτοβιομηχανία, γαλατόπιτα.

γαλανο-
το επίθετο γαλανός: ​γαλανόλευκος, γαλανομάτης.

γαστρο-​ ​& γαστρι-


το αρχαίο ουσιαστικό γαστήρ (κοιλιά) ως: ​γαστρορραγία, γαστρονομία, γαστριμαργία.

γερο-1
το ουσιαστικό γέρος:​ γεροπαράξενος, γερόλυκος.
γερο-2
το επίθετο γερός: ​γεροδεμένος.
γεροντο-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

6
το ουσιαστικό γέροντας: ​γεροντοκρατία, γεροντοπαλίκαρο, γεροντολογία.​

γιγα-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα
δισεκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό:​ γιγαμπάιτ.

γιδο-
το ουσιαστικό γίδα (ή γίδι): ​γιδοπρόβατα, γιδοβοσκός.

γιουρο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: ​γιουροβίζιον,
γιουρομπάσκετ.

γλυκο-
το επίθετο γλυκός και το επίρρημα γλυκά: ​γλυκοπατάτα, γλυκόπικρος, γλυκομιλώ.

γλωσσο-
το ουσιαστικό γλώσσα: ​γλωσσοπλάστης, γλωσσομαθής. || γλωσσοτρώω.

γραμματο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται:
● στις σπουδές, στη μάθηση: ​γραμματοδιδασκαλείο.
● στο σύνολο των γραπτών μνημείων ενός λαού: ​γραμματολογία.
● στις ταχυδρομικές επιστολές, στα γράμματα: ​γραμματοκιβώτιο, γραμματόσημο.

γυναικο-
το ουσιαστικό γυναίκα:​ γυναικοκρατία, γυναικόπαιδα, γυναικολόγος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
δεκα-
το αριθμητικό δέκα:​ δεκαετία, δεκαήμερο, δέκαθλο.

δερματο-
το ουσιαστικό δέρμα: ​δερματολόγος, δερματοπάθεια, δερματόδετος.

δευτερο-
το αριθμητικό δεύτερος: ​δευτερότοκος, δευτεροετής, δευτερολογώ.

δημο-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

7
το ουσιαστικό δήμος:
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στο σύνολο του λαού: ​δημοσκόπηση, δημοψήφισμα,
δημοκρατία, δημοφιλής.

δι-
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζει έχει δύο στοιχεία: ​διμερής, διμέτωπος.
● Διαρκεί δύο χρονικές μονάδες: ​διήμερος, διετής.

διαβολο-​ ​& διαολο-


το ουσιαστικό διάβολος/διάολος:
● Δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι έχει σατανική ιδιότητα ή κάποια άσχημα και μη επιθυμητά στοιχεία:
διαβολογυναίκα, διαβολόκαιρος.
● Σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους, με αναφορά στον διάβολο: ​διαολοστέλνω.

διπλο-
Δηλώνει διπλασιασμό: ​διπλόφαρδος, διπλοκατοικία.
Δηλώνει ότι μια ενέργεια γίνεται δύο φορές, πολύ καλά: ​διπλοελέγχω, διπλοκλειδώνω.

δυσ-
για κάτι που μπορεί να γίνει δύσκολα: ​δυσκίνητος, δύσχρηστος.
λειτουργεί ως στερητικό και προσθέτει αρνητική σημασία: ​δύστυχος, δυσανάλογος.

δυσκολο-
το επίθετο δύσκολος και το επίρρημα δύσκολα: ​δυσκολοδιάβαστος.

δυτικο-
το επίθετο δυτικός: ​δυτικοευρωπαϊκός.

δωδεκα-
το αριθμητικό δώδεκα: ​δωδεκάχρονος, δωδεκάθεο.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
εθνο-
το ουσιαστικό έθνος: ​ εθνάρχης, εθνομάρτυρας, εθνόσημο.

εικονο-
το ουσιαστικό εικόνα:
στη ζωγραφική ή στην οπτική παράσταση: ​εικονογράφηση, εικονολήπτης​.
στα εικονίσματα: ​εικονογραφία, εικονομαχία.

εικοσα-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

8
το αριθμητικό είκοσι: ​εικοσαετής, εικοσάχρονος.

εκατο- & εκατοντα-


το αριθμητικό εκατό: ​εκατόλιτρο, εκατονταετής.

ελαιο-
● στο δέντρο της ελιάς: ​ελαιόφυτος.
● στο ελαιόλαδο και στον καρπό της ελιάς: ​ελαιοπαραγωγός, ελαιοτριβείο.

ελαφρο-
προσθέτει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία:
● "επιπόλαιος": ​ελαφρόμυαλος.
● "λίγο, μόλις και μετά βίας": ​ελαφροκοιμάμαι, ελαφροπατώ.

ελληνο-
το ουσιαστικό Έλληνας: ​ελληνόφωνος, ελληνορθόδοξος.

ενδο-
με τη σημασία "εντός, μέσα": ​ενδοοικογενειακός, ενδοκυβερνητικός.

εννεα-​ ​& εννια-


το αριθμητικό εννέα/εννιά: ​εννεαμελής, εννιαήμερος.

εξα-
το αριθμητικό έξι: ​εξάγωνος, εξαπλάσιος.

εξω-
το επίρρημα έξω:
● Δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πέρα, έξω ή αντίθετο με κάτι: ​εξωκοινοβουλευτικός,
εξωπραγματικός, εξωγήινος.
● χαρακτηρίζει κάτι ως εξωτερικό ή "προς τα έξω": ​εξώπορτα, εξωστρεφής.

επανω-​ ​& πανω-


το επίρρημα επάνω/πάνω ως α΄ συνθετικό: ​επανωφόρι, πανωσέντονο.

επτα-​ ​& εφτα-


το αριθμητικό επτά/εφτά: ​επταμελής, εφτάχρονος.

εργο-
το ουσιαστικό έργο:

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

9
● στα τεχνικά έργα: ​εργολάβος, εργοτάξιο.
● στις καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές δημιουργίες: ​εργογραφία.

ερυθρο-
το επίθετο ερυθρός (κόκκινος): ​ερυθρόλευκος, ερυθρόδερμος.

εσω-
το επίρρημα έσω (μέσα):
● με τη σημασία "μέσα ή προς τα μέσα": ​εσωκλείω, εσωστρεφής.
● σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι μέσα σε ορισμένα πλαίσια ή
όρια: ​εσωκομματικός.

ετερο-
το όνομα έτερος (άλλος):
σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται, όταν συγκρίνεται με κάποιο άλλο,
είναι διαφορετικό: ​ετερόγλωσσος, ετερόδοξος.

ετοιμο-
το επίθετο έτοιμος: ​ετοιμοθάνατος, ετοιμοπόλεμος.

ευ-
● πρόθημα για κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα: ​ευκίνητος, εύχρηστος.
● δηλώνει τη θετική σημασία της πρωτότυπης λέξης: ​ευτυχία, ευσυνείδητος.

ευκολο-
το επίθετο εύκολος: ​ευκολοδιάβαστος, ευκολοχώνευτος.

ευρυ-
το επίθετο ευρύς: ​ευρύχωρος, ευρυμαθής.

ευρω-
σε σύνθετα ουσιαστικά που αναφέρονται στην Ευρώπη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
ευρωμπάσκετ, ευρωβουλευτής, ευρωκοινοβούλιο.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ζαχαρο-
το ουσιαστικό ζάχαρη: ​ζαχαροκάλαμο, ζαχαροπλαστείο.

ζωο-1
το ουσιαστικό ζώο: ​ζωεμπόριο, ζωοτροφή.
ζωο-2

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

10
το ουσιαστικό ζωή: ​ζωοδότης, ζωογόνος.

ηλεκτρο-
δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με τον ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σε αυτόν: ​ηλεκτροφωτισμός,
ηλεκτροκίνητος, ηλεκτροπληξία.

ηλιο-
το ουσιαστικό ήλιος: ​ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιαχτίδα.

ημερο-​ ​& μερο-


το ουσιαστικό ημέρα/μέρα: ​ημερομίσθιο, μερόνυχτο.

ημι-
δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας: ​ημικύκλιο, ημισφαίριο,
ημίχρονο, ημίωρο.
δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα αλλά μερικά χαρακτηριστικά: ​ημιαυτόματος,
ημίγυμνος, ημιμαθής.

ηχο-
το ουσιαστικό ήχος: ​ηχολήπτης, ηχομόνωση.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
θαλασσο-
το ουσιαστικό θάλασσα: ​θαλασσοπόρος, θαλασσοπούλι.

θεο-
το ουσιαστικό θεός :
που αναφέρονται στον Θεό ή στους θεούς:​ θεοσεβούμενος, θεολογία.
σε σύνθετα επίθετα δηλώνει έμφαση: ​θεόγυμνος, θεοσκότεινος.

θερμο-
σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στην έννοια του θερμού ή της θερμότητας || με επιτατική
σημασία: ​θερμομετρώ, θερμόαιμος, θερμοκήπιο.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ιερο-
το επίθετο ιερός: ​ιεραπόστολος, ιερόσυλος.

ιππο-
το ουσιαστικό ίππος (άλογο): ​ιππόδρομος, ιππόκαμπος. |​ | ​ιπποδύναμη.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

11
ισο-
το επίθετο ίσος:​ ισοδυναμώ, ισόπλευρος, ισοσκελής.

ιχθυο-
το ουσιαστικό ιχθύς (ψάρι):​ ιχθυόσκαλα, ιχθυολόγος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
καθαρο-
το επίθετο καθαρός: ​καθαροντυμένος, καθαρογράφω, καθαρόαιμος.

κακο-
● προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του κακού, του άσχημου, του δυσάρεστου:
● κακοδιάθετος, κακότυχος.
● δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει άσχημα, πρόχειρα: ​κακογραμμένος, κακοντυμένος.
● δηλώνει ότι κάτι δεν γίνεται όπως πρέπει: ​κακοκοιμάμαι, κακομεταχειρίζομαι.
● δίνει έμφαση σε μια αρνητική ιδιότητα: ​κακάσχημος.

καλλι-
σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι κάτι έχει ένα στοιχείο ιδιαίτερα όμορφο: ​καλλίφωνος,
καλλιγράφος.

καλο-
● προσθέτει σε αυτό που προσδιορίζει τα στοιχεία του καλού, βολικού, ευχάριστου:
● καλόκαρδος, καλοτυχίζω.
● δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει καλά, προσεκτικά, επιμελημένα, όχι πρόχειρα: ​καλογραμμένος,
καλοντυμένος, καλοψημένος.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται όπως πρέπει: ​καλοκοιμάμαι, καλοπαντρεύομαι, καλοπερνώ.
● επιτείνει τη θετική ιδιότητα του β΄ συνθετικού: ​καλαρέσω.

καπνο-
το ουσιαστικό καπνός: ​καπνογόνος, καπνοδόχος. |​ | για το φυτό του καπνού

καρα-
σε σύνθετα ουσιαστικά, στα οποία δίνει έμφαση: ​καράβλαχος.

καρδιο-
το ουσιαστικό καρδιά :
● αναφέρεται στην καρδιά ως όργανο του ανθρώπινου σώματος:​ καρδιογράφημα,
καρδιοχειρούργος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

12
● αναφέρεται στην καρδιά ως κέντρο των συναισθημάτων ή του ψυχικού κόσμου:
καρδιοκατακτητής, καρδιοχτυπώ.

καρπο-
το ουσιαστικό καρπός: ​καρποφόρος, καρποφορία.

κατω-
το επίρρημα κάτω: ​κατωσέντονο, κατωφερής.

καφε-
το ουσιαστικό καφές:​ καφεκοπτείο, καφεζαχαροπλαστείο.

κεφαλο-
το ουσιαστικό κεφάλι: ​κεφαλόπονος, κεφαλόποδα.

κιλο-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της
τάξης που δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​κιλοβάτ.

κληρο-1
αναφέρεται στα περιουσιακά στοιχεία που αφήνει κάποιος όταν πεθαίνει:​ κληροδότημα,
κληρονόμος, κληρονομώ.
κληρο-2
το ουσιαστικό κλήρος (σύνολο κληρικών): ​κληροκρατία.

κοιλο-
το ουσιαστικό κοιλιά: ​κοιλόπονος, κοιλοπονώ.

κοινο-
συνήθως δηλώνει κάτι που:
αναφέρεται στο δημοκρατικό πολίτευμα: ​κοινοβούλιο.
αναφέρεται στην έννοια "μαζί με άλλον": ​κοινοκτημοσύνη, κοινόχρηστος, κοινόβιο​.
γίνεται δημόσια: ​κοινολογώ, κοινοποιώ.​

κοκκινο-
το επίθετο κόκκινος: ​κοκκινομάλλης, κοκκινολαίμης.

κοντο-
το επίθετο κοντός: ​κοντομάνικος, κοντόχοντρος, κοντοκομμένος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

13
κοσμο-
το ουσιαστικό κόσμος: ​κοσμογονία, κοσμοσυρροή, κοσμογυρισμένος. |​ | με αναφορά στο
σύμπαν

κουτσο-
● που αναφέρονται σε ελάττωμα, αναπηρία: ​κουτσομύτης, κουτσοχέρης.
● δηλώνει κάτι που γίνεται με δυσκολία, ανεπαρκώς, σε μικρό βαθμό: ​κουτσοβλέπω,
κουτσοπίνω.

κουφο-1
το επίθετο κούφιος :
● αναφέρεται σε κάτι που είναι κενό, κούφιο: ​κουφοδόντης.
● δηλώνει ότι κάτι είναι ανόητο, μάταιο: ​κουφόμυαλος.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, βαθμιαία: ​κουφοβράζω.
κουφο-2
το επίθετο κουφός: ​κουφόγατος, κουφάλογο.

κρεατο- & κρεο-


το ουσιαστικό κρέας: ​κρεατοφάγος, κρεατόσουπα, κρεοπωλείο.

κρυο-
το επίθετο κρύος και το ουσιαστικό κρύο: ​κρυολόγημα, κρυοπαγήματα.

κρυφο-
το επίρρημα κρυφά:​ κρυφακούω, κρυφογελώ.

κτηνο-
το ουσιαστικό κτήνος: ​κτηνοτρόφος, κτηνίατρος.

κυανο-
το επίθετο κυανός (γαλάζιος): ​κυανόκρανος, κυανόλευκος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
λαδο-
το ουσιαστικό λάδι: ​λαδόξιδο, λαδολέμονο.

λαθρο-
δηλώνει ότι κάτι γίνεται κρυφά ή παράνομα: ​λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

14
λαο-
το ουσιαστικό λαός: ​λαοπλάνος, λαογραφία.

λεπτο-
το επίθετο λεπτός: ​λεπτοκαμωμένος, λεπτοδουλειά.​ || υπονοεί ακρίβεια:​ λεπτομέρεια.

λευκο-
το επίθετο λευκός: ​λευκόχρωμος, λευκοντυμένος.

λιγο-
το επίθετο λίγος: ​λιγόλογος, λιγομίλητος.

λιθο-
το ουσιαστικό λίθος (πέτρα): ​λιθοβολώ, λιθόκτιστος, λιθόστρωτος.

λιπο-
δηλώνει την έλλειψη, την απουσία κάποιου στοιχείου: ​λιπόσαρκος, λιπόψυχος, λιποθυμία.
χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει κάτι: ​λιποτάκτης.

λογο-
το ουσιαστικό λόγος: ​λογοπαίγνιο, λογομαχώ, λογοδοτώ, λογοτέχνης.

μακρο- ​& μακρυ-


δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το χαρακτηριστικό της μεγάλης διάρκειας ή του μεγάλου μήκους:
μακραίωνος, μακροχρόνιος,μακρυμάλλης.

μαυρο-
το επίθετο μαύρος: ​μαυρόασπρος, μαυροντυμένος, μαυρομάλλης.

μεγα-
● δηλώνει ότι κάτι έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις: ​μεγαλιθικός, μεγαθήριο.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​μεγαβάτ, μεγαμπάιτ.

μεγαλο-
το επίθετο μεγάλος :
● δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλο σχήμα και όγκο: ​μεγαλόσωμος,
Mεγαλόνησος. ​|| αναφέρεται στην ηλικία
● δίνει έμφαση στα κύρια χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή μιας ενέργειας: μεγαλοαστός,
μεγαλοβιομήχανος, μεγαλόπνοος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

15
μελανο-
το επίθετο μελανός (μαύρος): ​μελανόστικτος, μελανόμορφος.

μελλο-
προσδιορίζει ή δηλώνει το πρόσωπο που πρόκειται να δεχτεί ή να υποστεί κάτι: ​μελλοθάνατος,
μελλόνυμφος.

μεσο-
● δηλώνει το μέσο μιας χρονικής περιόδου: ​μεσονύκτιο, μεσοκαλόκαιρο.
● με τη σημασία "εσωτερικός, μεσαίος, ενδιάμεσος": ​μεσοτοιχία, μεσότοιχος.
● χαρακτηρίζει κάτι που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μεταξύ ορισμένων στοιχείων: ​μεσοποτάμιος,
μεσοπρόθεσμος.

μητρο-​ ​& μητρι-


το αρχαίο ουσιαστικό μήτηρ (μητέρα): ​μητρώνυμο, μητροκτόνος, μητριαρχία.

μηχανο-
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται με τη βοήθεια μηχανής ή είναι κατάλληλο για μηχανή: ​μηχανοκίνητος,
μηχανοστάσιο, μηχανοτεχνίτης.
● αναφέρεται σε μηχανή, μηχανάκι, μοτοσικλέτα: ​μηχανόβιος.
● αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή: ​μηχανογράφηση, μηχανοργάνωση.
● αναφέρεται στο τέχνασμα, στην απάτη: ​μηχανορράφος, μηχανορραφία.

μικρο-
● δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μικρές διαστάσεις: ​μικροπρόσωπος, μικρόσωμος.​ || για ηλικία
● δηλώνει την ύπαρξη σε μικρή κλίμακα ορισμένων χαρακτηριστικών: ​μικροαπατεώνας,
μικροϊδιοκτήτης.
● δηλώνει ότι κάτι είναι μικρό, ασήμαντο: ​μικροέξοδο, μικρολεπτομέρεια.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό της μονάδας που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​μικροβόλτ, μικρογραμμάριο.

μιλι-
σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της
μονάδας που δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​μιλιγκράμ, μιλιμέτρ.

μισο-1
● δηλώνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται κάτι: ​μισοφέγγαρο.
● δηλώνει την απουσία ορισμένων χαρακτηριστικών στοιχείων: ​μισογεμάτος, μισόγυμνος.
● δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται σε μικρό βαθμό: ​μισανοίγω, μισοκοιμάμαι, μισόκλειστος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

16
● δηλώνει ότι δεν έχει συντελεστεί τελείως μια ενέργεια, διαδικασία: ​μισογκρεμισμένος,
μισοπεθαμένος.
μισο-2
δηλώνει το πρόσωπο που μισεί, απεχθάνεται κάτι: ​μισάνθρωπος, μισογύνης.

μονο-
το επίθετο μονός: ​μονόκλινος, μονόφθαλμος, μονοκατοικία, μονοήμερος.

μοσχο-​ ​& μοσκο-


● δηλώνει ευχάριστη μυρωδιά: ​μοσχοσάπουνο, μοσχοβολώ, μοσχοκάρυδο.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται με πολλή φροντίδα και προσοχή: ​μοσχαναθρέφω.​ || για πολύ καλή τιμή

μπαρμπα-
προτακτική λέξη
μπαίνει πριν από αντρικό όνομα προσώπου μεγάλης ηλικίας και ακολουθείται συνήθως από το
ενωτικό (-): ​μπαρμπα-Γιώργος, μπαρμπα-Nικόλας.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
νανο-
● δίνει τη σημασία του μικροσκοπικού: ​νανοκέφαλος, νανόσωμος.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που
δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​νανόμετρο, νανοδευτερόλεπτο.

νεο-
● δηλώνει ότι κάτι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα: ​νεογέννητος, νεόχτιστος, νεοφερμένος.
● δηλώνει το νεότερο στάδιο μιας περιόδου, μιας κατάταξης: ​νεολιθικός.

νερο-
το ουσιαστικό νερό: ​νεροπότηρο, νερομπογιά, νερόβραστος.

νοτιο-
το επίθετο νότιος: ​νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, νοτιοαμερικανικός.

νυχτο-​ ​& νυκτο-


το ουσιαστικό νύχτα: ​νυχτολούλουδο, νυχτοπούλι, νυχτοφύλακας, νυκτόβιος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ξανα-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

17
σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει επανάληψη: ​ξαναρχίζω, ξαναδοκιμάζω,
ξαναγράφω.

ξανθο-
το επίθετο ξανθός: ​ξανθοκόκκινος, ξανθομάλλης.

ξε-
πρόθημα
δηλώνει την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ​ξεδιψώ, ξεκλείδωτος.
δηλώνει το τέλος μιας κατάστασης ή μιας ενέργειας: ​ξεϊδρώνω, ξεμουδιάζω.
δηλώνει την αφαίρεση αντικειμένου: ​ξεφλουδίζω, ξεφλούδισμα.
έχει τη σημασία "έξω, προς τα έξω": ​ξεπορτίζω, ξεχειλίζω.
έχει την έννοια "τελείως, πολύ, εντελώς":​ ξεγυμνώνω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω.
έχει την έννοια "σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά":​ ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω.

ξενο-
το επίθετο ξένος: ​ξενόγλωσσος, ξενοφοβία, ξενοδόχος.

ξερο-
το επίθετο ξερός: ​ξεροπόταμος, ξερονήσι, ξεροκόμματο.​ || (μτφ.) ​ξεροκέφαλος.​

ξηρο-
το επίθετο ξηρός (ξερός): ​ξηροδερμία.

ξινο-
το επίθετο ξινός: ​ξινόγαλα, ξινόγλυκος.

ξυλο-
το ουσιαστικό ξύλο: ​ξυλογλυπτική, ξυλόσομπα.​ ||​ ξυλοφορτώνω.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
οδο-
το ουσιαστικό οδός: ​οδόστρωμα, οδόφραγμα, οδοστρωτήρας.

οδοντο-
το ουσιαστικό οδόντας (δόντι): ​οδοντόβουρτσα, οδοντογλυφίδα, οδοντίατρος.

οικο-
το ουσιαστικό οίκος:
● με την έννοια "σπίτι, χώρος κατοικίας": ​οικοδομή, οικόπεδο, οικοδέσποινα, οικότροφος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

18
● που αναφέρονται στην αρμονική ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης: ​οικολογία,
οικοσύστημα.

οινο-
το ουσιαστικό οίνος (κρασί): ​οινοπαραγωγός, οινολογία, οινολόγος.​

οκτα-​ ​& οχτα-


το αριθμητικό οκτώ/οχτώ: ​οκτάγωνος, οκτάωρο, οκτασέλιδος.

ολιγο-
το επίθετο ολίγος (λίγος): ​ολιγάριθμος, ολιγαρκής, ολιγόλεπτος.

ολο-
● δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο: ​ολόγυμνος, ολοζώντανος, ολόισιος.
● δηλώνει την αποκλειστική παρουσία ενός συγκεκριμένου χρώματος ή υλικού: ​ολόλευκος,
ολόμαλλος, ολομέταξος, ολόχρυσος.
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι ολόκληρο, αφορά ή καλύπτει ένα σύνολο, μια
ολόκληρη επιφάνεια: ​ολοσέλιδος, ολόσωμος. ​|| ​ολοήμερος.

ομο-
δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει κάτι ίδιο, κοινό με κάτι άλλο:​ ομόθυμος, ομοϊδεάτης,
ομόφωνος.

ομοιο-
το επίθετο όμοιος: ​ομοιόμορφος, ομοιοκαταληξία, ομοιοπαθητική.

ομορφο-
το επίθετο όμορφος: ​ομορφόπαιδο.

οξυ-
το επίθετο οξύς:​ οξύνους, οξύνοια.

ορθο-
δηλώνει ότι κάτι αναφέρεται στην έννοια "όρθιος", σε κατακόρυφη θέση: ​ορθοστάτης​,
ορθοποδίζω, ορθοστασία.​ || ​ορθογώνιο.
δηλώνει ότι κάτι αναφέρεται στην έννοια "ορθός, σωστός":​ ορθογραφία.​ || ​ορθόδοξος.

οφθαλμο-
το ουσιαστικό οφθαλμός (μάτι): ​οφθαλμαπάτη, οφθαλμίατρος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

19
παιδο-
το ουσιαστικό παιδί: ​παιδαγωγός, παιδότοπος, παιδίατρος.

παλαιο-
το επίθετο παλαιός:
● αναφέρεται στην έννοια "παλιός": ​παλαιοπωλείο.​ || ​παλαιοκομματικός.
● αναφέρεται στο παλαιότερο στάδιο μιας περιόδου: ​παλαιολιθικός.​ || σε συγκεκριμένη κάθε φορά
εποχή του παρελθόντος

παλιο-
το επίθετο παλιός :
δίνει μειωτική, αρνητική σημασία σε κάτι: ​παλιόκαιρος, παλιόχαρτο, παλιοδουλειά.
δίνει σε κάτι ή σε κάποιον το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: ​παλιοπαρέα, παλιόφιλος.

παν-
● δίνει έμφαση στην ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο: ​πανάρχαιος, παμπάλαιος.
● καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που δηλώνει το β΄ συνθετικό: ​πάνθεο, παλλαϊκός,
πανελλήνιος.

παπα-
προτακτική λέξη
μπαίνει πριν από αρσενικά κύρια ονόματα ιερέων και συνήθως ακολουθείται από ενωτικό:
παπα-Γιώργης, παπα-Δημήτρης.

πατρο-
το αρχαίο ουσιαστικό πατήρ (πατέρας): ​πατρώνυμο, πατροκτόνος, πατριαρχία.

παχυ-
το επίθετο παχύς: ​παχύσαρκος, παχύμετρο.

πεζο-1
το επίθετο πεζός σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται στον πεζό λόγο σε αντίθεση προς τον
έμμετρο: ​πεζογραφία, πεζογράφος.
πεζο-2
το ουσιαστικό πεζός:
δηλώνει ότι κάτι αφορά τους πεζούς: ​πεζογέφυρα, πεζοδρόμιο, πεζόδρομος.

πεντα-
● αναφέρονται στον αριθμό πέντε: ​πεντάγωνος, πενταμελής, πενταπλάσιος, πεντάλεπτος.
● δίνει έμφαση σε μια ιδιότητα: πεντακάθαρος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

20
πετρελαιο-
το ουσιαστικό πετρέλαιο: ​πετρελαιοπηγή, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοκινητήρας.

πετρο-
το ουσιαστικό πέτρα: ​πετροπόλεμος, πετροβολώ, πετρόψαρο.

πικρο-
το επίθετο πικρός:
● δηλώνει πικρή γεύση: ​πικροδάφνη, πικραμύγδαλο.
● (μτφ.) ότι κάτι ή κάποιος συνδέεται με την έννοια της πίκρας, της στενοχώριας: ​πικρόγλωσσος.

πισω-
το επίρρημα πίσω ω: ​πισωγυρίζω, πισώπλατα.

πλατυ-
το επίθετο πλατύς: ​πλατύφυλλος, πλατυπρόσωπος.

ποδο-
το ουσιαστικό πόδι: ​ποδόλουτρο, ποδοπατώ.

πολυ-
το επίθετο πολύς και το επίρρημα πολύ: ​πολυαγαπημένος, πολυσέλιδος, πολύτεκνος,
πολύγλωσσος.

πονο-
το ουσιαστικό πόνος: πονοκέφαλος, πονόδοντος.

πρωτο-
το επίθετο πρώτος και το επίρρημα πρώτα:
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται για πρώτη φορά: ​πρωτοεμφανίζομαι, πρωτάκουστος.
● χαρακτηρίζει το πρόσωπο που κατέχει ιεραρχικά την πρώτη θέση μεταξύ πολλών ομοίων:
πρωτομάστορας, πρωτοπαλίκαρο.
● δηλώνει την πρώτη εμφάνιση ή την πρώτη μέρα: ​πρωτοβρόχι, Πρωτομαγιά, Πρωτοχρονιά.

πυρο- ​& πυρι-


το ουσιαστικό πυρ (φωτιά): ​πυρομανής, πυροσβέστης, πυροβολώ.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ραδιο-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

21
● στην ακτινοβολία: ​ραδιοτηλεσκόπιο, ραδιενέργεια.​ || στην ασύρματη επικοινωνία
● στη ραδιοφωνία ή στο ραδιόφωνο: ​ραδιοτηλεόραση, ραδιοενισχυτής.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
σαρκο-
το ουσιαστικό σάρκα: ​σαρκοβόρος, σαρκοφάγος.

σιγο-
το επίρρημα σιγά: ​σιγοτραγουδώ.

σιδηρο-
το ουσιαστικό σίδηρος: ​σιδηρουργείο, σιδηρόδρομος.

σιτο-
το ουσιαστικό σίτος (σιτάρι): ​σιτοπαραγωγός, σιταποθήκη.

σκληρο-
το επίθετο σκληρός και το επίρρημα σκληρά: ​σκληροτράχηλος, σκληραγωγώ. |​ | (για άνθρωπο)
χωρίς καλοσύνη.

σκυλο-
το ουσιαστικό σκύλος :
● που αναφέρονται στον σκύλο: ​σκυλοκαβγάς​ || για άνθρωπο άσχημο γενικά ή όσον αφορά ένα
μέρος του σώματος: ​σκυλομούρης.
● χαρακτηρίζει κάτι με πολύ αρνητικό τρόπο: ​σκυλοζωή.​ || ​σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρίζω.

σταυρο-
το ουσιαστικό σταυρός:
● δηλώνει ότι κάτι έχει σχήμα σταυρού ή μοιάζει με σταυρό: ​σταυροδρόμι, σταυροπόδι​.
● αναφέρεται στον Σταυρό ή στη Σταύρωση του Xριστού: ​Σταυροπροσκύνηση, σταυροφορία.

στενο-
το επίθετο στενός: ​στενόμακρος, στενοσόκακο.​ || (μτφ.) ​στενοκέφαλος, στενόμυαλος​.

στραβο-
το επίθετο στραβός και το επίρρημα στραβά: ​στραβοκομμένος, στραβοπάτημα, στραβομύτης.​ ||
(μτφ.) ​στραβόξυλο.​ || για δήλωση δυσαρέσκειας.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
τερα-

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

22
δηλώνουν μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο μονάδες της τάξης:
τεραμπάιτ.

τετρα-
δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τέσσερα στοιχεία: ​τετραθέσιος, τετράτομος.
δίνει έμφαση: ​τετράπαχος.

τηλε-
● με την έννοια "μακριά, από απόσταση": ​τηλεπικοινωνία, τηλεφωνώ, τηλεόραση.
● που αναφέρονται στην τηλεόραση: ​τηλεθεατής, τηλεπαρουσιαστής.

τρι-
το αριθμητικό τρία:​ τρίγωνος, τρισέλιδος, τρίτομος.

τρισ-
● δίνει έμφαση: ​τρισάθλιος, τρισευτυχισμένος.
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται έχει τρία στοιχεία: ​τρισδιάστατος.

τριτο-
το αριθμητικό τρίτος: ​τριτοβάθμιος, τριτόκλιτος.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
υγρο-
● στην υγρή κατάσταση: ​υγροποιώ, υγραέριο.
● στο νερό: ​υγρόβιος.
● στην υγρασία που υπάρχει στην ατμόσφαιρα: ​υγρόμετρο, υγροσκόπιο.

υδατο-
το ουσιαστικό ύδωρ (νερό): ​υδατόφραγμα, υδατόπτωση.

υδρο-
● το ουσιαστικό ύδωρ (νερό):
● που αναφέρονται στο νερό: ​υδρατμός, υδροδοτώ, υδρόβιος.
● που αναφέρονται στα υγρά: ​υδροδυναμική.

υστερο-
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται ύστερα από κάτι άλλο: ​υστερότοκος, υστερόγραφο.
● δηλώνει το νεότερο, το τελευταίο στάδιο μιας περιόδου: ​υστεροελλαδικός.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

23
φιλο-
● προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση απέναντι σε κάτι:
φιλάνθρωπος, φιλομαθής, φιλόξενος.
● δηλώνει ότι η συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική κάποιου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση
προς ένα λαό: ​φιλοαγγλικός, φιλογαλλικός.

φτωχο-
το επίθετο φτωχός: ​φτωχόπαιδο, φτωχογειτονιά.

φυσιο-
● στην έννοια της φύσης, του φυσικού κόσμου: ​φυσιογνώστης, φυσιολάτρης.
● στη χρήση φυσικών και όχι μηχανικών ή χημικών μέσων: ​φυσιοθεραπευτής.
● στα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου: ​φυσιογνωμική.

φωτο-
● με αναφορά στο φως: ​φωτοσύνθεση, φωταγωγώ.
● με αναφορά στη φωτογραφία ή τη φωτογράφιση: ​φωτοαντίγραφο, φωτορεπόρτερ, φωτοτυπία.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
χαρτο-
● αναφέρεται στο χαρτί: ​χαρτομάντιλο, χαρτονόμισμα, χαρτοπετσέτα.​ || στα χαρτιά, στην
τράπουλα: ​χαρτοπαιξία.
● στους χάρτες: ​χαρτογράφος, χαρτογραφώ.

χειρο-
το ουσιαστικό χείρα (χέρι): ​χειρόφρενο, χειρόγραφο, χειροποίητος, χειροκροτώ.

χιλιο-
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια του αριθμητικού χίλιοι: ​χιλίαρχος, χιλιετία.
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον την έννοια "χίλιες φορές, πολλές φορές": ​χιλιοειπωμένος.
● δηλώνει μονάδα μέτρησης η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της τάξης που δηλώνει το β΄
συνθετικό: ​χιλιόγραμμο, χιλιόμετρο.

χοντρο- ​& χονδρο-


● δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος είναι χοντρός, παχύς: ​χοντρόφλουδος, χοντροκαμωμένος.​ ||
χοντροδουλειά.
● αναφέρεται στη συμπεριφορά, στις εκδηλώσεις άξεστου ανθρώπου: ​χοντράνθρωπος,
χοντροχωριάτης.
● αναφέρεται σε μεγάλες ποσότητες: ​χοντρέμπορος και χονδρέμπορος, χονδρεμπόριο.​

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

24
χορτο-
το ουσιαστικό χόρτο: ​χορτοτάπητας, χορτοφάγος, χορτόσουπα.

χρονο-
το ουσιαστικό χρόνος: ​χρονοεπίδομα, χρονόμετρο, χρονολογώ, χρονομετρώ.

χρυσο-
● το ουσιαστικό χρυσός ή το επίθετο χρυσός:
● αναφέρεται στο πολύτιμο μέταλλο:​ χρυσοθήρας, χρυσοχόος.
● αναφέρεται στο χρυσό χρώμα:​ χρυσοκίτρινος, χρυσόσκονη.
● δίνει σε κάτι ή σε κάποιον τη σημασία "πολύ καλός ή πολύ ακριβός": ​χρυσοχέρης,
χρυσοπληρώνω.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ψαρο-
το ουσιαστικό ψάρι: ​ψαροκάικο, ψαροντούφεκο, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα.

ψευδο-
το επίθετο ψευδής (ψεύτικος):​ ψευδοπροφήτης, ψευδοροφή, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία.

ψευτο-
● σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την απουσία ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών: ​ψευτογιατρός,
ψευτόμαγκας.​ || ψεύτικος, όχι αληθινός
● σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι κάτι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά: ​ψευτοζώ,
ψευτοδιαβάζω.

ψηλο-
το επίθετο ψηλός: ​ψηλοτάβανος, ψηλομύτης.

ψιλο-
● δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται είναι πολύ λεπτό, έχει μικρό πάχος: ​ψιλόφλουδος.
● για τέχνη και γενικά εργασία λεπτή, δύσκολη, που συνεπάγεται ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια:
ψιλοδουλειά.
● δηλώνει ότι κάτι γίνεται σιγά σιγά, με αργό ρυθμό: ​ψιλοβρέχει.
● λειτουργεί σαν υποκοριστικό: ​ψιλοζημιά, ψιλοκρυωμένος.
● δηλώνει συχνή επανάληψη της ενέργειας ενός ρήματος που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία
πολλών μικρών κομματιών: ​ψιλοκόβω.

ψυχο-
● στην ψυχή του ανθρώπου, στον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο:​ ψυχαγωγώ, ψυχοφθόρος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

25
● στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου: ​ψυχομαχώ.
● στην ψυχή των νεκρών: ​ψυχοπομπός.
● στις ψυχικές παθήσεις του ατόμου: ​ψυχίατρος.
● στην υιοθεσία με ανεπίσημη ή επίσημη διαδικασία: ​ψυχογιός, ψυχοκόρη.

ψωρο-
● χαρακτηρίζει κάτι αρνητικά και περιφρονητικά: ​ψωροχιλιάρικο.
● δίνει έμφαση στην αρνητική σημασία: ​ψωροπερήφανος.
● με υποκοριστική θετική σημασία: ​ψωροφιλότιμο.

🔹🔶🔵⭕🔵🔶🔹
ωο-
● το ουσιαστικό ωό (αυγό):
● που αναφέρονται στο αυγό: ​ωοτόκος.
● με αναφορά στο ωάριο: ​ωορρηξία.

ωτο-
το αρχαίο ουσιαστικό ους (αυτί): ​ωτοασπίδα, ωτορινολαρυγγολόγος.

Katerina Passissi | www.filoglossagr.wordpress.com  www.filoglossa.org 

26

You might also like