You are on page 1of 28

ΙΣΤ’ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού - Ζακακίου | Tάξη Ε’1 | 2012-2013

κυπριακη δημοκρατια ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ

Το παραμύθι μαθητών της Ε’1 τάξης


του ΙΣΤ’ Δημοτικού Σχολείου Λεμεσού – Ζακακίου
κατά τη σχολική χρονιά 2012-2013
πήρε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό
«Δημιουργώ με το νερό»,
κερδίζοντας τις εντυπώσεις κυρίως για τον τρόπο έκφρασης.

Η επιλογή του ποιητικού λόγου σε στίχο με ομοιοκαταληξία


κερδίζει τον αναγνώστη και ιδιαίτερα τα παιδιά.
Ο ευχάριστος, διασκεδαστικός και μερικές φορές χιουμοριστικός
τρόπος έκφρασης, μέσα από τις στροφές
του παραμυθιού, κρατάει αμείωτο
το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε το 2013


από το Μουσείο Νερού του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού,
σε συνεργασία με το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων
του τότε Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

Στόχος του διαγωνισμού είναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών


σε σχέση με την εξοικονόμηση νερού,
ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί όλο τον πλανήτη.

1
2
Σε μία χώρα μακρινή
ζούσε ένα άτακτο παιδί.
Τον έλεγαν Λάκη Σπαταλάκη
κι είχε το νερό για ... παιχνιδάκι!

Βόλτες έκ
ανε καθη
με λάστιχ μερινά
κι «έλουζ ο στο χέρι
ε» τη γε
πρωί ως ιτον
μεσημέρι ιά
.
Στο μπάν
ιο ότ
έκανε ένα αν έμπαινε
αφού πρώ ... μήνα,
τα
να μοιάζε το γέμιζε
ι με πισίν
α!

Το καζανάκι τράβαγε
απλά να κάνει πλάκα
κι έτρεχε να μην πιαστεί
σαν ποντικός στη φάκα!
3
άγμα
Το φρ ρη
ού
του Κ
Α ν έ π λ ε ν ε τ ο π ιά τ
ο του
θ α έ κ λ ε ιν ε τ η β ρ ύ
ση
σαν άκουγε ολόκλ
ηρο
έ ν α C D τ η ς Β ίσ σ η
!

4
ήλατο,
Όσο για το ποδ
αρίσει,
για να το καθ
ρ ε π ε δ υ ο τ ε τ ρ άγωνα
έπ
τ α ν α π λ η μ μ υ ρίσει!
πρώ Και ποιος αλήθεια να σκεφτεί
τους δυστυχείς γονείς του,
Κι αν η μαμά τον έβαζε που είχαν σχεδόν απελπιστεί
τον κήπο να ποτίσει, τι να ‘καναν μαζί του.
Κούρη τον μεταμόρφωνε,
μέσα να πλατσουρίσει! Από τη μια δεν έφτανε
η τρομερή σπατάλη,
ερχόταν κι ο λογαριασμός
Έκανε καταν και προκαλούσε ζάλη!
άλ
ίση με ένα φ ωση ζ ά λ ηζ ά
το «Σπαταλά ράγμα, λη
κης
και όνομα κα » ήτανε
ι πράγμα!
ς , τ ο ν ερό!
ί σ ε , ε π ιτέλου
«Κλε ν α π ο ύ με;
ρές
Πόσες φο σ π α τ α λάς
ς το
Έτσι όπω α π ι ο ύ μ ε!»
ε θ α ’ χ ουμε ν
δ

5
Όμως οι δικές τους οι φωνές
στ’ αυτιά του ήταν... νότες.
«Μα... τι πολύτιμο αγαθό;
Έχει να πιούν κι οι ...κότες!»

Του το ’λεγαν κι οι γείτονες,


δάσκαλοι στο σχολείο,
μα έκαναν τρύπα στο ... νερό, Να του ’ταζες δώρα, γλυκά
τα ’παιρνε για αστείο! ή να τον τιμωρήσεις;
«Ευχαριστώ», τους έλεγε, «Φοβάται ο βρεγμένος
«τα λόγια τα καλά σας, το νερό;»
γι’ αυτό εγώ θα σπαταλώ λέει και μία ρήση.
νερό εις τ’ όνομά σας!»
Κι αν ρώταγες ποια ήτανε
αγαπημένη μέρα,
Θα ’λεγε του Κατακλυσμού,
σίγουρα, τη Δευτέρα!
Τους τα ’λεγε και έσκαγε
αμέσως εις τα γέλια,
ούτε θυμός τον έπιανε,
ούτε και λόγια μέλια!

6
Το προσπαθήσανε πολλοί
μα δεν τον είχαν πείσει,
ο Λάκης έκανε ... «νερά»
με ανοικτή τη βρύση!

Μια μέρα νεροσκανταλιάς,


μετά από το δείπνο
ο Λάκης ξάπλωσε νωρίς
στο στρώμα του για ύπνο.

Τόση ήταν η ... κούραση


απ’ τη δική του δράση
που αποκοιμήθηκε μεμιάς
προτού λεπτό περάσει.

7
Την άλλη μέρα το πρωί,
μόλις άνοιξε μάτι, Πώς, όμως

με κέφι και ενέργεια το πρόσωπ α κατάφερνε
άφησε το κρεβάτι. αφού νερό ο να νίψει,
σαν όλο ν δεν έτρεχε,
α ’χε λείψ
Στην τουαλέτα κίνησε ει.
τη βρύση να ανοίξει
και μπόλικο ζεστό νερό «Κάποια σ
επάνω του να ρίξει. ωλήνα», σ
«πρέπει ν κέφτηκε,
α
και στην έχει σπάσει»
κουζίνα έ
χωρίς χρό τρ
νο να χάσ εξε
ει!

8
Πήρε την οδοντόβουρτσα
άπλωσε και την κρέμα,
όμως αυτό που έβλεπε
μ ο ν ά χ α τη Δευτέρα

σίγουρα ήταν ψέμα!

Ούτε η βρύση τους αυτή


δεν έβγαζε σταγόνα
κι ακίνητος την κοίταζε
σαν πέτρινη κολόνα!
μ ο ν ά χ α τη Δευτέρα

«Μαμά, μπαμπά!»,
τους φώναξε

ι!»
τέρα

ά σ ε
χωρίς χρόνο να χάσει,
ι σπ
η Δευ

ά ξ έ χ ε
«Φων τε τον υδραυλικό, κάτι θα
χατ

Είδαν τον Λάκη κι έμειναν


ονά

μ ο ν ά χ α τη Δευτέρα

με ανοικτό το στόμα,
η κρέμα είχε απλωθεί

α
ευτέρ
σε όλο του το σώμα! τη Δ
«Πώς σκέφτηκες τα δόντια σου
άχα

να πλύνεις τέτοια μέρα;


Ξέχασες πως έχει νερό
μον

μ ο ν ά χ α τη Δευτέρα;»

9
θ ’ ά κ ο υ σ ε καλά,
Κάτι δεν ή κ ε ά μ μ ος!
μ π
στ’ αυτιά θα ς» το νερό,
α
«Από Δευτέρ Κιάμος!
όχι ο Πάνος
υ μ ε , Λ ά κ η μου,
Αυτά θα ’χο νομβρία.
με τέτοια α όπο μας
τον τ
Έχει βροχή σ ι τ ρ ί α !
σε
χρόνια να πέ
10
Τους άκουγε και σκέφτηκε
πως θα λιποθυμήσει.
Πού θα ’βρισκε, όμως, νερό
κάποιος να τον «ξυπνήσει»;

Έτσι την πόρτα άνοιξε


να πάει λίγο ως πέρα, Τα άνθη
μ’ όλα αυτά που άκουγε που τα ’ τα υπέροχα
ήθελε λίγο αέρα! καν
είχανε ό ε τραγούδι,
λα
δεν έμειν ξεραθεί,
ε λουλού
δι!
Ποιος θα
τολμούσε
Σαν βγήκε, όμως, στην αυλή με τέτοια να σκεφ
νεροκρίσ τεί
τον κήπο να μυρίσει, νερό ν’ α η,
νοίξει σ
δεν πίστευε στα μάτια του τον κήπο την αυλή
αυτό που ’χε αντικρίσει! να ποτίσ
ει;
Τα έβλεπ
τα κλάμα ε και ήθελε
όμως ... τα να βά
κι η νέα λει,
θα ήταν η πληγή
ε μεγάλη
!

11
Όλα τα δέντρα, τα φυτά,
το πράσινο στη φύση,
είχαν τα πάντα ξεραθεί
σαν να ’χαν... γονατίσει.

ο δ ήλατο Η σκυλίτσα του κυρ Θόδωρου,


τ ο υ τ ο π
Το μπλε τ ο χ ώμα, η όμορφη, η Σίσσυ,
απ’ τ ο π ο λ ύ από τη δίψα ούτε καν
υ τ ο ό π ω ς ή τανε, μπορούσε να γαβγίσει!
άπλ
χ ε α λ λ ά ξ ε ι χρώμα!
εί
ν ο τ ο π ο δ ή λ ατο Και τα γατάκια που ’βρισκε
Δεν ήταν μό η σκόνη, πώς να του νιαουρίσουν
που τύλιξε αφού απ’ την έλλειψη νερού
ό λ α τ ’ α υ τ οκίνητα
σε τ ι μόνι! κινδύνευαν να σβήσουν;
λ ε π ε ς . . .
δεν έβ

Ο Λά κη ς μ α ς δε ν ή θε λε
τέ το ια πλ η γή να ξύ σε ι
κα ι α πο φ ά σι σε να βγ ει ,
λί γο να πε ρπ α τή σε ι.

Σί γο υρ α θα με τά νι ω σε
γι ’ αυ τή το υ τη ν ιδ έα , Η ομορφιά της γειτονιάς,
γι ατ ί όλ α αυ τά πο υ θα ’β λε πε ένα μικρό ρυάκι,
δε ν θα ’τ αν ε ω ρα ία . σαν να ’χε μεταμορφωθεί
σε έρημο αυλάκι!
12
13
Δ εν ή θε λε ά λλ α να δ ει ,
τα μ ά τι α εί χε κ λε ίσ ει ,
ε
μ α η δ υ σω δ ία πο υ ’β γα ιν
δ εν το ν εί χε α φ ή σε ι!

Πο λ ύ ς ο κ ό σμ ο ς , τ ο ν ε ρ ό
τ ο ’θ ε λ ε γ ια ν α ζ ή σε ι,
κ α θ ό λ ο υ δ ε ν π ε ρ ίσ σε υ ε
κ α ι γ ια ν α κ α θ α ρ ίσ ε ι!
Ά νθ ρω πο ι μ ελ α γχ ολ ικ οί ,
.
σκ υ φ το ί κ ι α πε λπ ισ μ έν οι
ρό »
« Δ ευ τέ ρα να ’ρ θε ι το νε
κ α θέ να ς πε ρι μ έν ει .

ν α ξ ε χ αστεί
Ήθελε για να κλωτσήσει
την μπάλα τους φίλους του
α ι σ κ έ φ τ ηκε ν ήσει!
κ τ η λ ε φ ω
να τους
«Α ν πα ίξ ου με κι ιδ ρώ σο υμ ε,
με τά πώ ς θα λο υσ το ύμ ε,
αφ ού νε ρό στ ο μπ άν ιο μα ς
δε ν πρ όκ ει τα ι να δο ύμ ε; »
« Τα ρ ο ύ χ α π ρ έ π ε ι ν α φ ο
ρώ
γ ια μ ία ε β δ ο μ ά δ α ,
αν λερωθώ η μητέρα μο
υ,
π ώ ς θ α β ά λ ε ι μ π ο υ γ ά δ α ;»

ό γ ι α ο ι φ ί λ ο ι τ ου
Μ ’ α υ τ ά τ α λ π ε λ π ί σ ε ι ..
τον είχαν α αιο
ε ρ ε , ε ί χ α ν δ ί κ
Ήξ
δ ε ν τ ο υ ς ε ί χ ε πείσει!
που

15
α ν ε π ο υ ή θ ελε
Δεν του ’φτ να κλαίει,
’ α ρ χ ί σ ε ι π ια
ν γ ε ι τ ό ν ι σ σα
άκουσε μ ι α
τ η ς ν α λ έ ει:
στον άντρα «Ποτέ μου δεν θα πίστευα
έτσι κακό να ζούσα,
αλήθεια πώς να νιώθουνε
όσοι το σπαταλούσαν;

16
τ ο υ έ σ καγε,
Να πούμε όλοι έκαναν ακό
Απ’ το κ ν’ αρρωστήσει,
και το νερό νεράκι, κόντευε πόσο θα ’θελε
όπως το γειτονόπουλο, ς
απ’ όλου » να ζητήσει!
τον Λάκη Σπαταλάκη». μη
«συγγνώ
Τα λόγια της ήταν γι’ αυτόν τ ο υ ς γ ε ί τ ο νες
αν ε
μες στην καρδιά μαχαίρι, Μα... ντρεπότ ν’ αντικρίσει,
για να συμβούν όλα αυτά μπροστά του ε θα ’θελε
δ
κι εκείνος είχε χέρι. κανείς πλέον ιλήσει!
μ
ούτε να του
Οι τύψεις πια δεν κρύβονταν,
τον είχαν πλημμυρίσει, Άρχισε τότε τις
φωνές,
μακάρι ο χρόνος ν’ άκουγε, έτρεχε και το μ
πίσω να ’χε γυρίσει! κι απ’ τη μεγάλ άτι,
η ταραχή...
έπεσε απ’ το κρ
εβάτι!!!

17
τάλαβε
Ξύπνησε και κα άθει, Ένα δοχείο άρπαξε
αυτό που είχε π Ο
ένα κακό ΟΝΕΙΡ ι! τ α .. . δ ά κ ρ υ α ν α π
ιά
τον έκανε να μ
άθε ούτε σταγόνα από υ σει,
γρ
δεν ήθελε να χάσει ό
!! !
Έφτασαν τότε κ
ι οι
που ’χαν ανησυ γονείς
χ
Φώναξε και φοβ ήσει.
ήθ
μήπως έχει κτυπ ηκαν
ήσει!

18
Ευθύς αυτός πετάχτη
κε
όπως του ύψους άλτη
μη ζωντανέψει και τ ς,
ον βρει
ο α π α ίσ ιο ς ε φ ιά λ τ η ς .

ύ ν ε ι ς σ ή μερα
Μ α μ ά , μ ην πλ ο δ άτο!
« ο υ τ ο μ
το τζιν μ εις πλυντήριο
Ν α μ η β ά λν α ι γ ε μ ά τ ο ! ! »
αν δεν εί
Βιάστηκε γιατί ήθελε
κάποιες δουλειές να κάνει
και δεν είχε ούτε λεπτό
τ ό σ ο έ κ π λ ηκτη απ’ τον χρόνο του να χάνει.
Εκείνη α υ ρ ό τ ης.
ν σ τ
έκανε το π ο υ ά κ ο υσε
τ ό
Σίγουρα αυ ο γιος της;;;
το είχε πει

19
Στο μπάνιο μπήκε για ένα ντους
κι όχι για μία ώρα.
Δεν μπέρδευε το μπάνιο του
με ... υδροπάρκο τώρα!

Έπλυνε και τα δόντια του


χωρίς βρύση να τρέχει.
Το μάθημα έμαθε... Νερό:
ΠΡΟΣΕΧΕΙ για να έχει!

Και στο φλυτζάνι που ’πλυνε


ο φίλος μας ο Λάκης,
όχι CD δεν άκουσε,
ούτε καν ρεφρενάκι!
20
Το καζανάκι έπαψε
για πλάκα να τραβάει,
αστείο πια δεν το ’βρισκε
νερό να σπαταλάει! Τη λιμουζίνα έπλεν
ε
ου ’βρεξε και θύμωσε μαζί τ
ο
Ο Λάκης πια δεν έ υ.
έ ν α ρ ο ύ χ ο π
Με βρύση,
για λίγο εις τη λατο βαζε
μπορούσε το π
οδή νερό μες στο κρασί
ρίσει! του!
καλά να καθα

τ ι χ ο π ι α δ ε ν ήθελε
Λά σ
σει,
να χρησιμοποιή ερνε
κατάφ
μ’ έναν κουβά
οτίσει!
τον κήπο να π
ξε
Φάνηκε πόσο άλλα χάλι,
’ τ ο μ α ύ ρ ο τ ο υ το
απ σ τιχο
ό τ α ν ε ί δ ε μ ε λ ά
ο ν κ ύ ρ ι ο Μ ι χ ά λ η !
τ

21
22
Και οι γονείς του έλαμπαν
σαν πήραν το μαντάτο,
πως πήγε ο λογαριασμός «Δεν σε
α
απ’ τα βουνά ... στον πάτο!!! Μπράβο, ναγνωρίζουμε!
λε
Έβαλες, βέντη Λάκη!
όπως έλ
δ ε ν π ί σ τευαν και το
νερό στ εγαν,
ι γ ε ί τ ο ν ες ά ξ ει, ’ αυλάκ
ι!»
Ο εί χ ε α λ λ
π ό σ ο π ο λ ύ ε α υ τό
π α λιό τ ο υ
πω ς τ ο ν τ ά ξ ε ι » .
σ ε ν α« π ε «Ο Λάκης που γνωρίζατε
μ π ό ρ ε
τώρα μπήκε στ’ αρχείο»
τους είπε κι έφυγε γοργά
για το ληξιαρχείο!

Πλέον δεν τον φωνάζουνε,


τον Λάκη, Σπαταλάκη.
Τον μετονόμασαν ορθά,
σε ... Εξοικονομάκη!!!

23
Για τη συγγραφή του παραμυθιού
συνεργάστηκαν οι μαθήτριες της Ε’1 :

Χρύσα Κανάρη
Χριστίνα Σκεμπετζή
Κωνσταντίνα Κυριάκου
Μάαπ Ατνάν
Γεωργία Αγαθαγγέλου
Ελένη Νικολάου
Κατερίνα Χαραλάμπους

Υπεύθυνοι εκπαιδευτικοί:
Σωκράτης Πουλλής (συγγραφή)
Δέσποινα Κορνηλίου (δακτυλογράφηση)

ΙΣΤ’ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού - Ζακακίου


Σχολική Χρονιά 2012-2013

24
Επιμέλεια έκδοσης: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών
Εικονογράφηση - σχεδιασμός: Μάριος Κουρουφέξης
Εκτύπωση: Κώνος Λτδ

ΓΤΠ 142/2017- 1.000


ISBN 978-9963-50-458-9
Δείτε την ιστορία
του Λάκη Σπαταλάκη
που νόμιζε πως το νερό
ήταν για ...παιχνιδάκι!!!

Όμως η ίδια η ζωή


πολλές φορές διδάσκει
κι έδωσε ένα μάθημα
στον φίλο μας το Λάκη ...

28

You might also like