Professional Documents
Culture Documents
ΒΟΗΘΟΙ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ
Γ ΄ ΕΞΑΜΗΝΟ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΠΕΣΙΟΣ
ΧΗΜΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ MSc
Νοέµβριος 2016
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
2
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή ........................................................................................................................................4
2. Γενικά .............................................................................................................................................4
3
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
1. Εισαγωγή
Το παρόν εγχειρίδιο αφορά στο εργαστηριακό µέρος του µαθήµατος ΄΄Μέθοδοι Ελέγχου
Φαρµάκων ΄΄ του τρίτου εξαµήνου της ειδικότητας των Βοηθών Φαρµακείου του ΙΕΚ Τρικάλων.
Στόχος του µαθήµατος είναι να αποκτήσουν οι καταρτιζόµενοι γνώσεις σχετικά µε την εφαρµογή
µεθόδων ελέγχου φαρµάκων. Στο πρώτο µέρος των σηµειώσεων γίνεται αναφορά σε θέµατα
Αναλυτικής Χηµείας και συγκεκριµένα σε µεθόδους Ενόργανης Ανάλυσης.
2. Γενικά
Στην κλασική ανάλυση, ο µοναδικός στόχος είναι ο προσδιορισµός της ποιοτικής ή και ποσοτικής
σύστασης µιας ουσίας (καθορισµένης ή µίγµατος).
Σήµερα, η Αναλυτική Χηµεία αφ’ ενός προσφέρει τις υπηρεσίες της σε διάφορους κλάδους,
όπως είναι η Ιατρική, η Τεχνολογία ή ακόµα οι Κοινωνικές Επιστήµες, αφ΄ ετέρου αποτελεί
αυτόνοµο επιστηµονικό κλάδο της Χηµείας που συσχετίζεται µε τη Φυσική και την Επιστήµη των
Πληροφοριών.
Για να εφαρµοστεί αποτελεσµατικά η Αναλυτική Χηµεία, θα πρέπει να υπάρχει στενή
συνεργασία ανάµεσα στον καθαρό αναλυτικό χηµικό και στον ειδικό στους επί µέρους κλάδους
που αναφέρθηκαν π.χ. το γιατρό ή το µηχανικό.
∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι το αποτέλεσµα της χηµικής ανάλυσης οδηγεί σε αποφάσεις
ιατρικού, τεχνολογικού ή και νοµικού περιεχοµένου, όπως π.χ. µέτρα κατά της φωτοχηµικής
ρύπανσης. Αυτό δείχνει τη µεγάλη σηµασία που έχει το αποτέλεσµα µιας χηµικής ανάλυσης,
καθώς και την ευθύνη που επωµίζεται ο αναλυτικός χηµικός.
Οι µέθοδοι που χρησιµοποιεί ο αναλυτικός χηµικός για να δώσει απάντηση στα προβλήµατα που
του δίνονται, στηρίζονται πολλές φορές αποκλειστικά και µόνο στη χρήση χηµικών
αντιδραστηρίων.
Αυτά επιδρούν στο υπό ανάλυση δείγµα, όπως για παράδειγµα στην ογκοµέτρηση οξέος-
βάσης και έτσι έχουµε µια «καθαρή» χηµική ανάλυση.
Άλλες φορές όµως, η χηµική ανάλυση στηρίζεται σε νόµους της φυσικής, π.χ. ανάλυση µε
ακτίνες Χ, οπότε µιλάµε για φυσική µέθοδο ανάλυσης.
Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η ανάλυση βασίζεται τόσο σε αρχές της Χηµείας όσο και
της Φυσικής, όπως για παράδειγµα η χρωµατογραφία.
Η Αναλυτική Χηµεία λοιπόν µπορεί να θεωρηθεί ενδιάµεση επιστήµη, αφού στηρίζεται στις
αρχές, της Χηµείας, της Φυσικής, της Βιολογίας, των Μαθηµατικών και της Επιστήµης
Πληροφοριών
Η Ποσοτική Ανάλυση
Ανάλυση, µε αντικείµενο τον ακριβή προσδιορισµό ενός ή περισσοτέρων
συστατικών του δείγµατο.Και
Και στα δύο είδη Αναλυτικής Χηµείας χρησιµοποιούνται οποιεσδήποτε
φυσικές ή χηµικές ιδιότητες που είναι κατάλληλες για τον επιδιωκόµενο
κόµενο σκοπό
σκοπό. που είναι η
ανίχνευση ή ο προσδιορισµός µιας ουσίας και πολλές φορές η ίδια ιδιότητα µπορεί να φανεί
χρήσιµη και για τους δύο σκοπούς.
σκοπούς
Επίσης. τόσο στην ποιοτική όσο και στην ποσοτική ανάλυση προηγείται µια προκατεργασία του
δείγµατος µε σκοπό το διαχωρισµό του προς ανίχνευση ή προσδιορισµό συστατικού από άλλα,
που µπορεί να δράσουν παρεµποδιστικά στην ανάλυση. Τυχόν απώλεια συστατικού κατά την
προκατεργασία είναι ανεκτή µόνο εάν η ποσότητα που αποµένει είναι επαρκής για την ανίχνευση
του συστατικού αυτού
αυτού. όχι όµως και για τον ποσοτικό του προσδιορισµό. ο οποίος δεν αφήνει
κανένα περιθώριο απώλειας προσδιοριζόµενου συστατικού. Ενώ λοιπόν στην ποιοτική ανάλυση
οι αντιδράσεις ανίχνευσης µπορεί να µην είναι πάντα ποσοτικές (τα αντιδρώντα να
µετατρέπονται πλήρως σε προϊόντα ) στην ποσοτική ανάλυση οι αντιδράσεις είναι πάντα
ποσοτικές και µάλιστα µε συγκεκριµένη στοιχειοµετρία .
Οι ποσοτικοί προσδιορισµοί
ισµοί παίζουν ζωτικό ρόλο τόσο σε ερευνητικές όσο και σε καθηµερινές
στερεότυπες δραστηριότητες στα πεδία της Χηµείας, Βιοχηµείας, Βιολογίας,
Βιολογίας Ιατρικής,
Ιατρικής και άλλων
επιστηµών. Η Αναλυτική Χηµεία χρησιµοποιεί µία πληθώρα διαδικασιών, κυρίως πειραµάτων,
για να καθορίσει τα παραπάνω.
Οι κλασικές αναλυτικές τεχνικές µε τις οποίες άρχισε να αναπτύσσεται η Αναλυτική Χηµεία είναι
σι λεγόµενες ογκοµετρικές τεχνικές η αρχή των οποίων ήταν βασισµένη στην Χηµική αντίδραση
του συστατικού του οποίου ζητούνταν ο προσδιορισµός µε άλλο γνωστής «δύναµης»
αντιδραστήριο, στον συνακόλουθο προσδιορισµός του τέλους της αντίδρασης µε την αλλαγή
χρώµατος κάποιου δείκτη και κατόπιν στον υπολογισµό της ποσότητας του αγνώστου συστατικού
µε βάση την ποσότητα του καταναλωθέντος διαλύµατος γνωστής δύναµης και την στοιχειοµετρία
(αναλογία συστατικών
συστατικών) της αντίδρασης.
αντίδρασης Οι ογκοµετρικές τεχνικές χαρακτηρίζονται από την
πολυπλοκότητα και από τον σχετικά φθηνό εξοπλισµό τον οποίον απασχολούσαν για να
πραγµατοποιηθούν (χρήση
χρήση προχοίδας και υάλινων σκευών Χηµείου).
Ανάλυση περιεκτικότητας
Η ανάλυση περιεκτικότητας περιλαµβάνει την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση. Η
ποιοτική ανάλυση προσδιορίζει το είδος των συστατικών (άτοµα,
άτοµα ιόντα, ρίζες ή µόρια) που
περιέχονται στο δείγµα
δείγµα. Η ποσοτική ανάλυση προσδιορίζει τη συγκέντρωση ή την ποσότητα που
περιέχεται δείγµα
5
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Αν σηµειώσουµε µε z το είδος του συστατικού και y το αντίστοιχο ποσό που περιέχεται στο
δείγµα, τότε έχουµε τις παραπάνω µορφές διαγραµµατικής απεικόνισης.
Στις αναλύσεις αυτές, προσδιορίζεται ο τρόπος και η σειρά που συνδέονται τα άτοµα ή οι
χαρακτηριστικές οµάδες στο µόριο µιας ένωσης.
Οι αναλύσεις δοµής επιτυγχάνονται µε ενόργανη ανάλυση, όπως είναι :
η φασµατοφωτοµετρία υπεριώδους (UV),
η φασµατοφωτοµετρία υπερύθρου (IR),
η φασµατοµετρία µάζας (MS) και
η φασµατοσκοπία πυρηνικού µαγνητικού συντονισµού (NMR).
6
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
7
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
8
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
H µέση τιµή (mean value) ή µέσος όρος (average) ορίζεται από τη σχέση
Απόκλιση µιας τιµής (di) ορίζεται η διαφορά της µέσης τιµής από την τιµή αυτή.
Η τυπική (σταθερή) απόκλιση (s) (standard deviation) για µικρό αριθµό µετρήσεων,
ορίζεται από την σχέση:
6. Ένα χρήσιµο µέγεθος είναι η τυπική απόκλιση της µέσης τιµής (standard
deviation of the mean) που δίνεται από την σχέση:
9
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Η τυπική απόκλιση της µέσης τιµής εκφράζει την πιστότητα της µέσης τιµής ενώ η τυπική
απόκλιση είναι η τυπική απόκλιση µίας µεµονωµένης µέτρησης.
Η παράµετρος τυπική απόκλιση της µέσης τιµής καλείται και τυπικό σφάλµα (standard
error).
Σφάλµατα
Κάθε πειραµατική µέτρηση υπόκειται σε ένα βαθµό αβεβαιότητας (σφάλµα), που στην καλύτερη
περίπτωση µπορεί να ελαττωθεί σε ένα αποδεκτό επίπεδο.
Τα σφάλµατα που παρατηρούνται στην Αναλυτική Χηµεία και στην ποσοτική ανάλυση,
ταξινοµούνται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα µε την προέλευσή τους:
• τα καθορισµένα ή συστηµατικά σφάλµατα, που µπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριµένες
αιτίες, και
• τα τυχαία σφάλµατα, που οφείλονται σε µη ελεγχόµενες και µη µόνιµες αιτίες.
ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΑ ή ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ
Είναι µονοκατευθυνόµενα, δηλαδή επιδρούν µόνο θετικά ή αρνητικά. Προσδιορίζονται και
µπορούν να ελαχιστοποιηθούν ή να εξαλειφθούν.
1. Σταθερά: Το απόλυτο µέγεθος του σφάλµατος Ε = xi - µ είναι σταθερό και δεν
εξαρτάται από την ποσότητα του συστατικού.
2. Αναλογικά: Το απόλυτο µέγεθος του σφάλµατος Ε εξαρτάται από την ποσότητα του
συστατικού ενώ το σχετικό σφάλµα Ε/µ είναι σταθερό.
3. Σύνθετα: Είναι συνδυασµός των δύο παραπάνω.
10
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Το σταθερό σφάλµα (Ε) είναι το ίδιο σε όλα τα δείγµατα ανεξάρτητα από την ποσότητα του
προσδιοριζόµενου συστατικού.
Το αναλογικό σφάλµα (Ε) είναι ανάλογο της ποσότητας του προσδιοριζόµενου συστατικού
ενώ το %σχετικό σφάλµα σταθερό.
ΤΥΧΑΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ
Τα τυχαία σφάλµατα δεν προέρχονται από µόνιµες αιτίες. Οι διακυµάνσεις των πειραµατικών
συνθηκών (θερµοκρασία) και διάφοροι παράγοντες επιδρούν ακανόνιστα θετικά ή αρνητικά στο
αποτέλεσµα. Τα τυχαία σφάλµατα εξουδετερώνονται µε αύξηση του αριθµού των µετρήσεων.
Είναι αδύνατη η εξάλειψή τους αφού δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθούν άπειρες µετρήσεις.
Εάν Q>Qπιν. το αποτέλεσµα απορρίπτεται. Εδώ έχουµε για 90% στάθµη εµπιστοσύνης και
5 παρατηρήσεις Qπιν. = 0,64. Αφού Q<Qπιν. το αποτέλεσµα δεν απορρίπτεται.
11
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Σηµαντικά Ψηφία
Στο εργαστήριο µερικά δεδοµένα που συλλέγονται εµφανίζουν µεγαλύτερη πιστότητα
(επαναληψιµότητα) από άλλα. Είναι απαραίτητο ότι το αποτέλεσµα ενός υπολογισµού, δεν
µπορεί να εµφανίζει µεγαλύτερη πιστότητα από εκείνη τµήµατος δεδοµένων µε την ελάχιστη
πιστότητα Προκύπτει έτσι η έννοια των σηµαντικών ψηφίων. Με τον όρο αυτό καθορίζεται
πόσο αξιόπιστο (ακριβές) είναι ένα ψηφίο
Σηµαντικά ψηφία, θεωρούνται όλα τα ψηφία ενός αριθµού που: είναι γνωστά µε βεβαιότητα
και ένα ακόµα που είναι αβέβαιο.
1. Όλα τα ψηφία είναι σηµαντικά εκτός από τα µηδενικά στην αρχή του αριθµού και
πιθανόν στο τέλος του. Έτσι, οι αριθµοί 9,12 0,912 0,00912 περιέχουν όλοι : τρία
σηµαντικά ψηφία.
2. Τα µηδενικά µετά από την υποδιαστολή δεκαδικού αριθµού είναι σηµαντικά
ψηφία. Έτσι οι τιµές 9,00 cm, 9,10 cm 90,0 cm έχουν: τρία σηµαντικά ψηφία.
3. Το 0 είναι πάντοτε σηµαντικό όταν βρίσκεται ανάµεσα σε άλλα ψηφία, π.χ. 1,043,
10,465, 0,0401
4. Το 0 προ ή µετά την υποδιαστολή αν δεν προηγείται άλλο ψηφίο, δεν είναι ποτέ
σηµαντικό, π.χ. 0,152, 0,0038
5. Τα 0 µετά την υποδιαστολή, εφόσον αναγράφονται, είναι σηµαντικά, αλλιώς
παραλείπονται, π.χ. 3,00, 101,0.
6. Το 0 στο τέλος ενός αριθµού, αν δεν ακολουθεί υποδιαστολή, όταν είναι σηµαντικό
διατηρείται, ενώ αν δεν είναι σηµαντικό γράφεται σαν δύναµη του 10, π.χ. 1030 =
1 5
103 * 10 10000 = 1 * 10 .
Όταν προσθέτουµε ή αφαιρούµε µετρούµενες ποσότητες πρέπει να δίνουµε στο αποτέλεσµα
τόσα δεκαδικά ψηφία όσα υπάρχουν στη µέτρηση µε το µικρότερο αριθµό δεκαδικών
ψηφίων. Για παράδειγµα, στον υπολογισµό 184,2 g + 2,324 g το αποτέλεσµα είναι 186,524 g.
Επειδή όµως το µέγεθος 184,2 g έχει το µικρότερο αριθµό δεκαδικών ψηφίων, η απάντηση που
πρέπει να δοθεί στον παραπάνω υπολογισµό είναι 186,5 g.
12
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
13
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ηλεκτροχηµικές Αναλύσεις
Οπτικές Τεχνικές
14
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ειδικές Τεχνικές
8. Χρωµατοµετρία - Φασµατοφωτοµετρία
8.1. Χρωµατοµετρία
Χρώµα : είναι η αίσθηση που δηµιουργείται στον ανθρώπινο εγκέφαλο κατά την ανίχνευση από
τον οφθαλµό φωτεινής ακτινοβολίας συγκεκριµένου µήκους κύµατος, που προέρχεται από
αυτήν την ίδια την ακτινοβολία, είτε από ανάκλαση αυτής σε επιφάνεια που παρατηρείται, π.χ.
το λευκό, το κίτρινο, το µπλε του ουρανού, κ.λπ.
Χρώµα όµως στην καθηµερινή ζωή συνήθως ονοµάζουµε και την οργανική ή ανόργανη ουσία
που χρησιµοποιείται στο χρωµατισµό επιφάνειας, λεγόµενη και χρωστική ουσία ή βαφή (κοινώς
µπογιά).
Ο Νεύτων, το 1666 περίπου, εξέφρασε την επαναστατική για την εποχή του ιδέα ότι το λευκό
φως δεν είναι οµοιογενές, αλλά ένα καθορισµένο µίγµα πολλών διαφορετικών χρωµάτων.
Την ιδέα αυτή στήριξε αρχικά στο απλό πείραµα κατά το οποίο άφησε µια δέσµη παράλληλων
ακτίνων λευκού φωτός να προσκρούσει στην τριγωνική διατοµή ενός πρίσµατος
Παρατήρησε τότε ότι οι εξερχόµενες ακτίνες έχουν υποστεί µια ανάλυση, δηλαδή έχουν τη
µορφή µιας έγχρωµης, συνεχούς ταινίας.
Το φαινόµενο αυτό καλείται ανάλυση του φωτός και η έγχρωµη ταινία φάσµα.
Το ανθρώπινο µάτι έχει βρεθεί ότι µπορεί να ξεχωρίσει στο φάσµα 150 έως 200 ενδιάµεσες
αποχρώσεις ή όπως αλλιώς λέµε χρωµατικούς τόνους
15
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ο Maxwell, ο οποίος γύρω στα µέσα του 19ου αιώνα διατύπωσε την ηλεκτροµαγνητική θεωρία
σχετικά µε τη φύση του φωτός, υποστήριξε ότι τόσο το ορατό φως όσο και το αόρατο –
υπέρυθρο και υπεριώδες – είναι µορφές ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων που παράγονται από
ηλεκτρικές µεταβολές
Οι µελέτες που ακολούθησαν µετά έδειξαν ότι το φως δεν δρα ως συνεχές κύµα αλλά µάλλον
ως «πακέτα» ενέργειας, τα ονοµαζόµενα κβάντα ή φωτόνια.
Τα χρώµατα είναι µία κωδικοποίηση του ανθρώπινου νευρικού συστήµατος για να διακρίνει τα
µήκη κύµατος (ή τις συχνότητες) του φωτός που προσπίπτουν στο αισθητήριο όργανο της
όρασης. Τα µήκη κύµατος του φωτός που διεγείρουν τον ανθρώπινο οφθαλµό κυµαίνονται από
περίπου 4.000 Å (400 nm) µέχρι 7.000 Å (700 nm). Το ανθρώπινο µάτι ανιχνεύει µεγάλο εύρος
χρωµάτων και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ακτίνες κάθε χρώµατος έχουν συγκεκριµένο
µήκος κύµατος.
Το κόκκινο έχει το µεγαλύτερο µήκος κύµατος και το ιώδες το µικρότερο.
Το ανθρώπινο µάτι την ηµέρα έχει µέγιστη ευαισθησία στα 555 nm ενώ τη νύχτα στα 533 nm
Κάποια αντικείµενα είναι έγχρωµα γιατί από το σύνολο των ακτινοβολιών του ορατού φάσµατος
απορροφούν ορισµένες από αυτές, ενώ ανακλούν κάποιες άλλες, όπως για παράδειγµα το γρασίδι
που ανακλά µόνο το πράσινο χρώµα.
16
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Όταν στο µάτι του ανθρώπου προσπέσουν δύο ακτινοβολίες µε διαφορετικά µήκη κύµατος η
ανθρώπινη όραση συνθέτει τα χρώµατα δηµιουργώντας καινούργια. Έτσι για παράδειγµα αν
µία φωτεινή πηγή µάς φαίνεται ότι εκπέµπει κίτρινο χρώµα µπορεί αυτή να έχει µήκη κύµατος
στην περιοχή από 560 nm έως 590 nm ή να εκπέµπει ταυτόχρονα κόκκινες και πράσινες
ακτινοβολίες που όταν συντίθενται µας δίνουν κίτρινο χρώµα.
Για τη δηµιουργία των χρωµάτων δεν µας είναι απαραίτητα όλα τα µήκη κύµατος του ορατού
φωτός αλλά µόνο ορισµένα από αυτά. Με άλλα λόγια στηριζόµενοι σε κάποια χρώµατα τα οποία
ονοµάζουµε βασικά ή πρωτογενή µπορούµε να συνθέσουµε τα υπόλοιπα.Για την διευκόλυνση της
περιγραφής και της αναπαραγωγής των χρωµάτων δηµιουργήθηκαν τα λεγόµενα χρωµατικά
µοντέλα. Καθένα από αυτά βασίζεται σε συγκεκριµένα βασικά (πρωτογενή) χρώµατα
S-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µικρού µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 4.200 Å (420 nm). Είναι ευαίσθητα στο µπλε φως.
Μ-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µεσαίου µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 5.300 Å (530 nm). Είναι ευαίσθητα στο πράσινο φως.
L-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µεγάλου µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 5.600 Å (560 nm). Είναι ευαίσθητα στο κόκκινο φως.
Το φως, καθώς προσπίπτει στα κωνικά κύτταρα, τα διεγείρει ανάλογα µε τα µήκη κύµατος που
περιλαµβάνει.Τα κωνικά κύτταρα στέλνουν σήµατα που φιλτράρονται µέσα από το οπτικό νεύρο
και οδηγούνται στον εγκέφαλο. Η όλη διαδικασία δηµιουργεί την τελική αντίληψη των χρωµάτων
από τον άνθρωπο. Κάθε χρώµα που αντιλαµβανόµαστε οφείλεται στους συνδυασµούς των
σηµάτων που δίνουν οι φωτοϋποδοχείς.
φωτοϋποδοχείς Έτσι, τα βασικά στοιχεία τα οποία αντιλαµβάνεται το
ανθρώπινο µάτι, είναι εντάσεις του Κόκκινου, Πράσινου και Μπλε, σε µία πολύπλοκη
διαδικασία σύνθεσης.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό των χρωµάτων, πάνω στο οποίο στηρίζεται και η θεωρία της
τρίχρωµης οράσεως, είναι η δυνατότητα παραγωγής οποιουδήποτε χρώµατος µε ορισµένη µίξη
µόνο τριών φασµατικών χρωµάτων.
χρωµ
Τα φασµατικά αυτά χρώµατα, τα οποία ονοµάζουµε κύρια χρώµατα, είναι :
το κόκκινο (R - Red),
18
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Λευκό µπορούµε επίσης να πάρουµε εάν αναµίξουµε δύο µόνο χρώµατα, για παράδειγµα το
πορφυρό και το πράσινο ή το κίτρινο και το µπλε ή ακόµη το κυανό (γαλανό) και το κόκκινο.
Τα χρώµατα αυτού του ζεύγους, που αναµειγνυόµενα µας δίνουν το λευκό χρώµα, τα
ονοµάζουµε συµπληρωµατικά χρώµατα.
Αιτία της ύπαρξης των χρωµάτων είναι η ιδιότητα της ύλης να αλληλεπιδρά µε την
ηλεκτροµαγνητική ακτινοβολία, που πέφτει πάνω στην επιφάνεια της.Θα µπορούσαµε να πούµε
ότι µία έγχρωµη επιφάνεια λειτουργεί ως “φίλτρο” της ορατής ακτινοβολίας.Από το σύνολο των
µηκών κύµατος µίας παγχρωµατικής ακτινοβολίας
Ο ορισµένα µήκη κύµατος απορροφώνται από τα άτοµα, τα µόρια ή τους κρυστάλλους του
υλικού της επιφάνειαςΤα µήκη κύµατος που δεν απορροφώνται ανακλώνται και γίνονται
αντιληπτά από τον παρατηρητή.
19
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Για να ορίσουµε πλήρως την αίσθηση του φωτός ή του χρώµατος είναι αρκετό να καθορίσουµε
τρία βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι τα εξής:
η χροιά ή απόχρωση (hue)
ο κορεσµός (saturation)
η φωτεινότητα (luminance).
Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό, η χροιά, προσδιορίζει το είδος του χρώµατος, για παράδειγµα
εάν είναι κόκκινο, πράσινο κ.λπ. Με άλλα λόγια η χροιά ενός χρώµατος καθορίζει το µήκος
κύµατος το οποίο κυριαρχεί από τα υπόλοιπα του φάσµατος
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ο κορεσµός και αναφέρεται στο ποσόν της χροιάς ενός χρώµατος ή
στο βαθµό της απουσίας του λευκού φωτός από αυτό το χρώµα. Όταν δηλαδή λέµε «κορεσµό»,
εννοούµε τη διαβάθµιση του τόνου στην έντασή του. Ο κορεσµός µπορούµε επίσης να πούµε ότι
µας δίνει το βαθµό καθαρότητας ενός χρώµατος.
Το τρίτο στη σειρά βασικό χαρακτηριστικό ενός χρώµατος, είναι όπως είπαµε η φωτεινότητα. Η
φωτεινότητα µας δείχνει τη λαµπρότητα ενός χρώµατος ή την ποσότητα της φωτεινής
ανακλάσεως από ένα χρωµατιστό αντικείµενο.
8.1.4. Χρωµατοµετρία
20
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
8.2. Φασµατοφωτοµετρία
Ο Maxwell, ο οποίος γύρω στα µέσα του 19ου αιώνα διατύπωσε την ηλεκτροµαγνητική θεωρία
σχετικά µε τη φύση του φωτός, υποστήριξε ότι τόσο το ορατό φως όσο και το αόρατο – υπέρυθρο
και υπεριώδες – είναι µορφές ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων που παράγονται από ηλεκτρικές
µεταβολές Οι µελέτες που ακολούθησαν µετά έδειξαν ότι το φως δεν δρα ως συνεχές κύµα αλλά
µάλλον ως «πακέτα» ενέργειας, τα ονοµαζόµενα κβάντα ή φωτόνια.
Όσο αυξάνεται το µήκος κύµατος της ΗΜΑ ελαττώνεται η συχνότητα και κατ’ επέκταση η
ενέργεια της ακτινοβολίας Όταν ΗΜΑ προσπέσει σε υλικό µέρος αυτής ανακλάται, πιθανόν
κάποιο µέρος απορροφάται και κατά τα άλλα διέρχεται από το υλικό.
21
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Φασµοφωτοµετρία είναι η τεχνική στην οποία χρησιµοποιείται φως για τη µέτρηση της
συγκέντρωσης χηµικών ουσιών.
Οι µέθοδοι φασµατoφωτoµετρικής ανάλυσης είvαι από τις πιο συχvά χρησιµoπoιoύµενες
µεθόδους ποιοτικής και πoσoτικής αvάλυσης. Βασίζovται στηv απoρρόφηση ακτιvoβoλίας
από έvα διάλυµα.
Τo πoσό της απoρρoφoύµεvης ακτινοβολίας είvαι ανάλογο πρoς την συγκέvτρωση της πρoς
αvάλυση oυσίας στo διάλυµα. Το τµήµα του µορίου που απορροφά την ΗΜ ακτινοβολία
καλείται χρωµοφόρο.
Μετρώντας τηv απoρρόφηση της ακτινoβoλίας πoυ διέρχεται µέσω ενός διαλύµατoς, είναι
δυνατός o πoσoτικός και µε µεγάλη ακρίβεια υπoλoγισµός της συγκέντρωσης της oυσίας αυτής
στo διάλυµα.
Αvάλoγα µε τo πόσo ισχυρά απoρρoφά κάπoια συγκεκριµέvη oυσία, µικρές συγκεvτρώσεις
εvώσεωv, είvαι δυvατόv vα αvιχvευτoύv και vα µετρηθoύv σε διαλύµατα.
Επίσης κάθε µόριo ή άτoµo απoρρoφά ακτιvoβoλία σε έvα χαρακτηριστικό µήκoς κύµατoς. Αυτό
τo χρησιµoπoιείται γιά τov πoιoτικό πρoσδιoρισµό τoυ µoρίoυ ή της έvωσης σ' έvα
συγκεκριµέvo διάλυµα και στηv υπέρυθρη φασµατoφωτoµετρία για τov πρoσδιoρισµό τωv
χαρακτηριστικώv oµάδωv πoυ βρίσκovται στη συγκεκριµένη έvωση.
Μηχαvισµός απoρρόφησης.
Φως απoρρoφάται από έvα µόριo ή άτoµo µόvo όταv η εvέργεια τoυ φωτovίoυ είvαι ίση µε τηv
εvέργεια πoυ µπoρεί vα επιφέρει κάπoια αλλαγή στo µόριo ή άτoµo αυτό. Επoµέvως από
πoλυχρωµατική ακτιvoβoλία (δηλαδή ακτιvoβoλία πoυ απoτελείται από φωτόvια πoυ έχoυv
διάφoρα µήκη κύµατoς, όπως η ακτιvoβoλία πoυ πρoέρχεται από τov ήλιo) µόvo φωτόvια τα
oπoία έχoυv συγκεκριµέvα µήκη κύµατoς ή εvέργειες απoρρoφoύvται από µία oυσία, εvώ τα
άλλα δεv απoρρoφoύvται.
Οι αλλαγές πoυ συµβαίvoυv σ' έvα µόριo σαv απoτέλεσµα αυτής της απoρρόφησης µπoρεί vα
είvαι ηλεκτρovικές (αλλαγή στηv εvέργεια τωv ηλεκτovίωv τα oπoία βρίσκovται γύρω από τov
πυρήvα τoυ ατόµoυ ή τωv ατόµωv τoυ µoρίoυ), ή αλλαγές στηv δόvηση oρισµέvoυ δεσµoύ, ή
αλλαγές στη περιστρoφή µιάς oµάδας ατόµωv.
Ακτιvoβoλία µε υψηλότερη εvέργεια χρειάζεται vα επιφέρει ηλεκτρovικές αλλαγές. Οι
ηλεκτρovικές αλλαγές λoιπόv πρoκαλoύvται από απoρρόφηση υπεριώδoυς και oρατής
22
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
ακτιvoβoλίας, εvώ αλλαγές στηv δόvηση τωv δεσµώv και τηv περιστρoφή τωv διαφόρωv
oµάδωv πρoκαλoύvται από τηv απoρρόφηση υπέρυθρης ακτιvoβoλίας.
Οσo αvαφoρά τηv περιoχή της oρατής ακτιvoβoλίας τoυ φάσµατoς της ηλεκτρoµαγvητικής
ακτιvoβoλίας πoυ λαµβάvει µέρoς µία απoρρόφηση, έvα διάλυµα έχει τo χρώµα πoυ
αvτιστoιχεί στo µήκoς κύµατoς της ακτιvoβoλίας πoυ δεv απoρρoφάται από τo διάλυµα.
∆ηλαδή τo χρώµα πoυ εµείς βλέπoυµε είvαι τo συµπληρωµατικό τoυ χρώµατoς πoυ
απoρρoφάται.
Για παράδειγµα:
εάν έvα διάλυµα απoρρoφά φώς στη µπλέ περιoχή τoυ φάσµατoς (περίπoυ στα 475 nm), τότε
τo χρώµα τoυ διαλύµατoς θα είvαι κίτριvo, τo συµπληρωµατικό τoυ µπλέ. Οι περιoχές τωv
χρωµάτωv πoυ αvτιστoιχoύv σε διάφoρα µήκη κύµατoς δίδovται από τov ακόλoυθo πίvακα:
23
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Τo ίδιo επαvαλαµβάvεται και γιά άλλα µήκη κύµατoς, κα τo πoσoστό της απoρρόφησης
απεικovίζεται σαv συvάρτηση τoυ µήκoυς κύµατoς.
Τo σχήµα πoυ λαµβάvεται ovoµάζεται φάσµα απoρρόφησης της συγκεκριµέvης oυσίας.
Η συσκευή πoυ χρησιµoπoιείται γιά µία τέτoια µέτρηση ovoµάζεται φασµατoφωτόµετρo και
εκτελεί τηv πρoαvαφερθείσα διαδικασία αυτόµατα και περίπoυ σε χρόvo εvός λεπτoύ (200 - 900
nm).
∆ύo είvαι τα κριτήρια για τηv επιλoγή εvός µήκoυς κύµατoς πρoς πoσoτική αvάλυση µιας
oυσίας:
Σε έvα oρισµέvo εύρoς µήκoυς κύµατoς (µικρό) η oυσία πρέπει vα παρoυσιάζει ισχυρά
απoρρόφηση, και
η απoρρόφηση ξέvωv oυσιώv σε αυτό τo εύρoς τoυ µήκoυς κύµατoς πρέπει vα είvαι
µηδαµιvή.
24
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Όπου:
Ρο = ισχύς προσπίπτουσας ακτινοβολίας,
Ρ = ισχύς εξερχόµενης ακτινοβολίας,
Τ = διαπερατότητα
Ως ∆ιαπερατότητα (Τ) ορίζεται το κλάσµα του φωτός που περνά το δείγµα
Όταν δεν απορροφάται καθόλου φώς P=Po και Α=0
Αν το 90% του φωτός απορροφάται , το 10% διαπερνά το δείγµα και P/Po = 10 και
Α= 1
Αν µόνο το 1% του φωτός απορροφάται Α= 2
Η απορρόφηση είναι πολύ σηµαντική γιατί είναι ανάλογη της συγκέντρωσης της ουσίας που
απορροφά το φως στο δείγµα.
ή
Όπου:
ε: µοριακός συντελεστής απορρόφησης, χαρακτηριστικός για κάθε ουσία σε δεδοµένο
µήκος κύµατος (M-1.cm-1)
c: συγκέντρωση του διαλύµατος (moles/l)
b (ή l) : απόσταση που διανύει το φως-πάχος κυψελίδας (1cm)
Η µέτρηση της απορρόφησης του φωτός και η καταγραφή ενός φάσµατος απορρόφησης στην
περιοχή υπεριώδους‐ορατού‐υπερύθρου γίνεται µε φασµατοφωτόµετρα
26
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Απαιτήσεις
1. Φως από µια πηγή συνεχούς ακτινοβολίας
2. Μονοχρωµάτορας για την επιλογή µικρού εύρους µηκών κύµατος.
3. Κυβέτα (cuvette) ή κυψελίδα από πλαστικό ή γυαλί (VIS-ορατό) ή χαλαζία (UV-
υπεριώδες) Οι συνηθισµένες κυψελίδες έχουν πάχος 1 cm.
4. Ανιχνευτή ακτινοβολίας ο οποίος µετατρέπει το οπτικό σήµα σε ηλεκτρικό
5. Σύστηµα µετρήσεως το οποίο περιλαµβάνει έναν ενισχυτή σήµατος και ένα όργανο
αναγνώσεως ή καταγραφικό.
Έτσι:
1. Κατασκευάζω καµπύλη αναφοράς για την ουσία της οποίας την συγκέντρωση ψάχνω.
Καµπύλη αναφοράς (πρότυπη καµπύλη) είναι η γραφική παράσταση που απεικονίζει το ποσοστό
της ακτινοβολίας που απορροφάται από το διάλυµα µιας ουσίας (Χ) σε µήκος κύµατος λmax
σε σχέση µε την συγκέντρωση της ουσίας (C)
27
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
2. Μετρώ την απορρόφηση της ουσίας της οποίας τη συγκέντρωση ψάχνω να βρω.
Ο µηδενισµός του φασµατοφωτοµέτρου (αν είναι µονής δέσµης) γίνεται µε τον διαλύτη ή
τοποθετώ στην κυψελίδα του τυφλού διαλύτη (αν το φασµατοφωτόµετρο είναι διπλής δέσµης)
3. Από την καµπύλη αναφοράς και τη µετρούµενη τιµή απορρόφησης βρίσκω την
ζητούµενη συγκέντρωση.
1. Εισαγωγή του τυφλού διαλύµατος (blank) στην κυψελίδα και ρύθµιση της κλίµακα
ανάγνωσης του οργάνου, ώστε να δείχνει απορρόφηση Α=0 και, ακολούθως, τοποθέτηση
του δείγµατος της προσδιοριζόµενης ουσίας και µέτρηση της απορρόφησης,
2. Πραγµατοποίηση δυο µετρήσεων απορρόφησης, τυφλού και δείγµατος και αφαίρεση του
σήµατος του τυφλού από το δείγµα.
28
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
περιστροφής. ∆ίνει πληροφορίες σχετικά µε τις χαρακτηριστικές οµάδες που βρίσκονται στο
µόριο, ακόµα και για τον προσανατολισµό τους στον χώρο. Έχει µεγάλη εκλεκτικότητα, γι’ αυτό
και το φάσµα τους χαρακτηρίζεται ως δακτυλικό αποτύπωµα της ένωσης. Αποτελεί µια µη
καταστροφική µέθοδο ανάλυσης. Όλες σχεδόν οι µοριακές ενώσεις απορροφούν στο IR µε
ελάχιστες εξαιρέσεις όπως Ν2 και Ο2 Το φάσµα IR είναι µοναδικό για συγκεκριµένη ένωση µε
αποτέλεσµα η µέθοδος να µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ταυτοποίηση της µοριακής δοµής µιας
ένωσης. Επίσης µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την επιβεβαίωση παρουσίας µορίων των οποίων το IR
φάσµα είναι γνωστό.
Το πλέον ενδιαφέρον για τη χηµική ανάλυση παρουσιάζει το Mid-IR όπου συµβαίνουν µεταβολές
της δονητικής ενέργειας των µορίων ενώ αυτά παραµένουν στη θεµελιώδη ηλεκτρονική τους
κατάσταση.
30
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ένα µόριο απορροφά στο Mid-IR εφ’ όσον η διπολική του ροπή µεταβάλλεται κατά τη διάρκεια
της δονήσεως, διαφορετικά η δόνηση θεωρείται ανενεργή στο IR.
Όσο µεγαλύτερη είναι η µεταβολή της διπολικής ροπής τόσο µεγαλύτερη είναι η απορρόφηση. Η
διπολική ροπή µοριακού δεσµού εξαρτάται από την διαφορά ηλεκτραρνητικότητας των ατόµων
που συνδέονται.
Τα λαµβανόµενα φάσµατα υπερύθρου χαρακτηρίζονται από πολλές ταινίες απορροφήσεως
µικρού εύρους.
Η υπέρυθρη ακτινοβολία προκαλεί µεταπτώσεις από την χαµηλότερη ενεργειακά δονητική
στάθµη σε διεγερµένες στάθµες της θεµελιώδους ηλεκτρονικής κατάστασης.
Υποδιαίρεση Mid-IR
Οι απορροφήσεις µορίου στο Mid-IR συσχετίζονται µε δύο τύπους δονήσεων, τις δονήσεις των
χαρακτηριστικών οµάδων και των πολλαπλών δεσµών και τις δονήσεις του σκελετού του µορίου.
4000έως 2700 cm-1: απορροφούν σ-δεσµοί βραχείς (C-H, O-H, N-H. S-H, Cl-H, κλπ.)
δίνοντας δονήσεις τάσεως.
2700 έως 2000 cm-1: απορροφούν οι τριπλοί δεσµοί (CC, CN) ή διαδοχικοί διπλοί
(C=C=C, N=C=O) δίνοντας δονήσεις τάσεως.
2000 έως 1500 cm-1: απορροφούν οι διπλοί δεσµοί (C=C, C=N, Ν=Ο, C=Ο, κλπ) δίνοντας
δονήσεις τάσεως.
31
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
32
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Το φάσµα IR έχει τεταγµένη την % διαπερατότητα του δείγµατος και τετµηµένη τον κυµαταριθµό
σε cm-1.
Κυµαταριθµός
Συνήθως στο IR αντί του µήκους κύµατος ή της συχνότητας χρησιµοποιείται η έννοια του
κυµαταριθµού ο οποίος ορίζεται σαν το πηλίκο της συχνότητας της ακτινοβολίας προς την
ταχύτητα του φωτός.
Η απορρόφηση εµφανίζεται ως ανάποδη κορυφή και χαρακτηρίζεται από τον κυµαταριθµό και
την ένταση
Το φάσµα περιλαµβάνει δεκάδες περιοχές απορρόφησης, πράγµα που το κάνει πολύπλοκο αλλά
και χρήσιµο καθώς µπορεί να λειτουργήσει σας είδος αποτυπώµατος.
Η ταυτοποίησης µιας ουσίας µπορεί να γίνει µε σύγκριση του φάσµατός της µε το φάσµα της
πρότυπης ουσίας.
Οργανολογία Φασµατοφωτοµέτρου IR
34
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
9. Χρωµατογραφία
9.1. Γενικά
Η λέξη χρωµατoγραφία πρoέρχεται από µία παλιά τεχνική, η oπoία χρησιµoπoιήθηκε για πρώτη
φoρά τo 1906 για vα διαχωρίσει χρώµατα πoυ βρίσκovται σε φυτά. Η χρωµατoγραφία είvαι µια
µέθoδoς διαχωρισµoύ διαφόρωv oυσιώv σε έvα µίγµα. Τα διάφoρα συστατικά τoυ µίγµατoς
διαvέµovται σε δύo φάσεις: σε µία κιvητή φάση και σε µία στάσιµη φάση. Ο διαχωρισµός
επιτυγχάvεται διότι τα συστατικά κιvoύvται µε διαφoρετική ταχύτητα µέσα από τη στάσιµη
φάση. Η ταχύτητα µε τηv oπoία κιvoύvται τα διάφoρα συστατικά εξαρτάται κυρίως από τo
µoριακό βάρoς και τη µoριακή δoµή τoυ κάθε συστατικoύ ή oυσίας, καθώς και τη φύση της
στάσιµης φάσης.
Υπάρχoυv διάφoρες µέθoδoι χρωµατoγραφίας oι oπoίες χρησιµoπoιoύvται στηv εφαρµoγή..
Εάv ovoµάσoυµε πρώτα τηv κιvoύµεvη φάση και µετά τηv στάσιµη φάση έχoυµε τις ακόλoυθες
µεθόδoυς χρωµατoγραφίας:
1) υγρά-υγρά (χρωµατογραφία),
2) υγρά-στερεά,
3) αέρια-υγρά και
4) αέρια-στερεά.
∆ιαχωρισµoί στoύς oπoίoυς η στερεά φάση είvαι έvας εvαλάκτης ιόvτωv o oπoίoς εvαλάσσει έvα
ιόv γιά έvα άλλo, αvήκoυv στηv κατηγoρία της Ιοντικής χρωµατoγραφίας.
Η χρωµατoγραφία αέριας φάσης (Gas or Vapor Phase Chromatography ή GC) απoτελείται
από τηv αέρια-υγρά και τηv αέρια-στερεά χρωµατoγραφία.
Η χρωµατoγραφία υγράς φάσης (Liquid Phase Chromatography ή LC) απoτελείται από τηv υγρά-
υγρά και τηv υγρά-στερεά χρωµατoγραφία.
Μία στήλη συvήθως χρησιµoπoιείται γιά χρωµατoγραφικoύς διαχωρισµoύς. Αvτί της στήλης
όµως µπoρεί επίσης vα χρησιµoπoιηθεί και έvα φύλλo εvός υλικoύ τo oπoίo συγρατεί τη στάσιµη
φάση. Αυτή η τεχvική ovoµάζεται "χρωµατoγραφία σε ΄χαρτί" (Paper Chromatography) όταv
χρησιµoπoιείται έvα πoρώδες φύλλo χαρτιoύ, και "Χρωµατoγραφία Λεπτής Στoιβάδας" (Thin
Layer Chromatography) όταv χρησιµoπoιείται έvα φύλλo πλαστικoύ ή γυαλιoύ επιχρισµέvo µε
έvα στερεό απoρρoφητικό υλικό.
Ανάλογα µε την αρχή στην οποία στηρίζεται ο διαχωρισµός, η χρωµατογραφία χαρακτηρίζεται
σαν κατανοµής, προσρόφησης, ιονανταλλαγής ή πηκτής.
Στην χρωµατογραφία κατανοµής η στατική φάση αποτελείται από ένα λεπτό σώµα υγρού
προσροφηµένου στην επιφάνεια ενός αδρανούς υλικού. Ο διαχωρισµός στηρίζεται στον
διαφορετικό συντελεστή κατανοµής των συστατικών ενός µίγµατος σε ορισµένο σύστηµα
διαλυτών.
Στην χρωµατογραφία προσρόφησης, η κινούµενη φάση είναι υγρή και η στατική ένα
λεπτοτριµµένο στερεό υλικό µε προσροφητικές ιδιότητες. Ο διαχωρισµός στηρίζεται στην
εκλεκτική προσρόφηση των συστατικών του µίγµατος πάνω στην επιφάνεια του στερεού
Στην χρωµατογραφία ιονανταλλαγής διαχωρίζουµε µίγµα ουσιών διαφορετικής ιοντικής
ισχύος. Οι δυνάµεις συγκράτησης µεταξύ των συστατικών του µίγµατος και της στερεής φάσης
είναι ηλεκτροστατικής φύσης.
Στην χρωµατογραφία πηκτής την στατική φάση αποτελεί πορώδες υλικό υπό την µορφή
πηκτής, το οποίο ανάλογα µε το µέγεθος των πόρων του είναι δυνατόν να διαχωρίσει µίγµα
35
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
ουσιών που διαφέρουν σηµαντικά στην τιµή του µοριακού τους βάρους. Η χρωµατογραφία
πηκτής στηρίζεται στο φαινόµενο της διάχυσης των ουσιών σχετικά µικρού µοριακού βάρους
εντός της πηκτής. Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται ταξινοµηµένες οι µέθοδοι χρωµατογραφικής
ανάλυσης.
στατικής φάσης οπότε και έχουµε νέα κατανοµή. Το κλάσµα που βρισκόταν στη στατική φάση,
έρχεται σε επαφή µε την κινητή φάση οπότε και έχουµε νέα κατανοµή. Η διαδικασία
επαναλαµβάνεται καθώς διαβιβάζεται νέα κινητή φάση. Τα συστατικά µετακινούνται µόνο όταν
βρίσκονται στην κινητή φάση, µε ταχύτητα η οποία εξαρτάται από τον χρόνο παραµονής τους σε
αυτή
Η κατανοµή των συστατικών του µείγµατος µεταξύ κινητής και στατικής φάσης περιγράφεται µε
τον συντελεστή κατανοµής Κ:
όπου Cs και Cm η συγκέντρωση ενός συστατικού του µίγµατος στην στατική και την κινητή
φάση αντίστοιχα
37
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ρυθµισµένος χρόνος κατακράτησης: ο χρόνος που απαιτείται για να µετακινηθεί µια ουσία σε
όλο το µήκος της στήλης πέραν του χρόνου τον οποίο χρειάζεται ο διαλύτης ο οποίος δεν
κατακρατείται.
Ταχύτητα ροής όγκου: όγκος κινητής φάσης που διέρχεται µέσω της στήλης ανά µονάδα
χρόνου.
Γραµµική ταχύτητα ροής: απόσταση ανά µονάδα χρόνου που διανύει ο διαλύτης.
∆ιάχυση: Η µετακίνηση µορίων από µια περιοχή υψηλότερης συγκέντρωσης σε αντίστοιχη
χαµηλότερης συγκέντρωσης µε τυχαία κίνηση των µορίων.
Συντελεστής διάχυσης: µετρά την ταχύτητα µε την οποία κάποια ουσία κινείται τυχαία υπό
συνθήκες διαφορετικής συγκέντρωσης. Στα υγρά 104 φορές βραδύτερη απ’ ότι στα αέρια.
Το µέγεθος της συγκρατήσεως µιας ουσίας εκφράζεται από τον λόγο συγκρατήσεως η
επιβραδύνσεως RF (retention ratio)
Οι όγκοι και χρόνοι που απαιτούνται για να διέλθουν το υγρό εκλούσεως και η ουσία από τη
στήλη είναι αντιστρόφως ανάλογοι των µέσων ταχυτήτων τους.
Όπου
• n = αριθµός θεωρητικών πλακών
• L = µήκος της στήλη
Για ένα καθορισµένο µήκος στήλης, όσο µεγαλύτερος είναι ο n τόσο στενότερες είναι οι κορυφές
και τόσο αποτελεσµατικότερη είναι η στήλη. ∆ηλαδή από δύο στήλες µε ίδιο µήκος εκείνη που
έχει µεγαλύτερο αριθµό θεωρητικών πλακών, n, θα δίνει οξύτερες κορυφές και συνεπώς
καλύτερο διαχωρισµό µεταξύ ουσιών που έχουν παραπλήσιους όγκους (χρόνους) ανάσχεσης.
Επιπλέον για δεδοµένη στήλη, το εύρος W µιας κορυφής είναι ανάλογο µε τον όγκο (ή χρόνο)
ανάσχεσης. Εποµένως οι κορυφές συνεχώς θα διευρύνονται από την αρχή έως το τέλος του
χρωµατογραφήµατος, µε συνέπεια η παρατεταµένη έκλουση να εκφυλίζει την κανονική κατανοµή
της κορυφής. Ο αριθµός των θεωρητικών πλακών n εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο πλήρωσης
της στήλης και το µέγεθος των σωµατιδίων της στήλης
39
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Μετά την απόθεση του µίγµατος των ουσιών στην κορυφή της στήλης, διαβιβάζεται στη στήλη το
εκλουστικό υγρό ή η κινητή φάση, που µπορεί να είναι ένας διαλύτης ή µίγµα διαλυτών. Οι
προσροφηθείσες ουσίες αναδιαλύονται και προσροφούνται εκ νέου σε χαµηλότερα σηµεία της
στήλης. Έτσι µε διαδοχικές προσροφήσεις και εκροφήσεις µε τη συνεχή διαβίβαση του
εκλουστικού υγρού επιτυγχάνεται ο πλήρης διαχωρισµός των ουσιών κατά ζώνες, από πάνω προς
τα κάτω κατά σειρά µειούµενης έντασης προσρόφησής τους.
Το στάδιο αυτό ονοµάζεται ανάπτυξη. Κατόπιν ακολουθεί η παραλαβή των ουσιών που
διαχωρίστηκαν προηγουµένως µε τη χρήση κατάλληλων διαλυτών. Το στάδιο παραλαβής
ονοµάζεται ανάληψη ή έκλουση.
Οι Α και Β διαχωρίζονται µε χρωµατογραφία στήλης µε µια κινητή φάση. Η έκλουση συνίσταται
στην παραλαβή των µορίων (ή ιόντων) των ουσιών από τη στήλη µε συνεχή προσθήκη διαλύτη.
Τα συστατικά του δείγµατος κατανέµονται µεταξύ των δύο φάσεων.
Χρωµατογράφηµα. Λαµβάνεται όταν ένας ανιχνευτής που αποκρίνεται στη συγκέντρωση των
διαλυµένων ουσιών τοποθετηθεί στην έξοδο της στήλης και το σήµα του καταγραφεί ως
συνάρτηση του χρόνου.
40
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Οι ανιχνευτές πρέπει να είναι πολύ περισσότερο ευαίσθητοι, απ' όσο θα χρειαζόταν, εάν η
διαδικασία του διαχωρισµού δεν ήταν απαραίτητη.
Κατατοµές (profiles) συγκεντρώσεων των διαλυµένων ουσιών A και Β σε ένα πρώιµο (t1) και
ένα µετέπειτα (t2) στάδιο της έκλουσης από τη χρωµατογραφική στήλη
41
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Η σχηµατική απεικόνιση των βασικών µερών ενός αερίου χρωµατογράφου φαίνεται στο
παρακάτω σχήµα.
Το φέρον αέριο από τη φιάλη υψηλής πίεσης, που βρίσκεται στο σηµείο Α, οδηγείται µέσω
ρυθµιστών παροχής που βρίσκονται στο σηµείο Β στη στήλη ∆. Στο σηµείο Γ βρίσκεται η
βαλβίδα εισαγωγής του δείγµατος. Τα συστατικά του δείγµατος συµπαρασύρονται από το φέρον
αέριο κατά µήκος της στήλης και διαχωρίζονται. Στη συνέχεια τα κλάσµατα ανιχνεύονται από τον
ανιχνευτή Ε και τα σήµατα καταγράφονται από το καταγραφικό ή οδηγούνται σε υπολογιστή.
Τέλος υπάρχει µια διάταξη Η όπου συλλέγονται τα διάφορα κλάσµατα και στη θέση Θ ένα
ροόµετρο που ελέγχει την ταχύτητα ροής του φέροντος αερίου
Η GLC χρησιµοποιείται ευρύτατα στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση, κυρίως για την
ανίχνευση, την ταυτοποίηση και τον προσδιορισµό οργανικών ουσιών σε πολύπλοκα δείγµατα,
όπως επίσης και στον προσδιορισµό διαφόρων φυσικοχηµικών µεγεθών. Οι κυριότερες
αναλυτικές εφαρµογές της GLC είναι οι αναλύσεις πετρελαιοειδών, φυσικών προϊόντων,
βιολογικών δειγµάτων, τροφίµων, αιθέριων ελαίων, εντοµοκτόνων, παρασιτοκτόνων, στεροειδών
ορµονών, ναρκωτικών και αναλύσεις για τον έλεγχο της ρύπανσης το περιβάλλοντος. Η
οργανολογία της µεθόδου δεν είναι περίπλοκη και είναι απλή σε λειτουργία. Η µέθοδος απαιτεί
µικρές ποσότητες δείγµατος µε απλή συνήθως προκατεργασία, είναι υψηλής ακρίβειας και
µεγάλης ευαισθησίας (ppb, ppt) και σχετικά χαµηλού κόστους.
Για την υπερνίκηση δυσκολιών, που παρουσιάζονται κατά την ανάλυση πολύπλοκων µειγµάτων
µε την GLC, αυτή συχνά συνδυάζεται µε άλλες τεχνικές ανάλυσης όπως χρωµατογραφία λεπτής
στοιβάδας, φασµατοφωτοµετρία, φασµατοµετρία µαζών κ.α. Ο συνδυασµός γίνεται είτε µε
ανάλυση των εκλουσµάτων που συλλέγονται, είτε µε απ’ ευθείας σύνδεση του αερίου
χρωµατογράφου µε το όργανο της βοηθητικής αναλυτικής τεχνικής. Η δεύτερη περίπτωση
παρέχει αναλυτικά συστήµατα εξαιρετικής εκλεκτικότητας και αξιοπιστίας. Τα κυριότερα από
αυτά είναι ο αεριοχρωµατογράφος-φασµατογράφος µαζών (GC-MS) και ο αεριοχρωµατογράφος-
φασµατοφωτόµετρο υπερύθρου µε µετασχηµατισµό Fourier (GC-FTIR).
Αρχή Μεθόδου
Ο διαχωρισµός επιτυγχάνεται µε κατανοµή του αναλύτη µεταξύ µιας αέριας κινητής φάσης
(φέρον αέριο) και µιας υγρής µη πτητικής φάσης, ακινητοποιηµένης σε αδρανές στερεό
υπόστρωµα ή στα τοιχώµατα ανοικτών τριχοειδών στηλών (χρωµατογραφία αερίου-υγρού).
H κινητή φάση δεν αλληλεπιδρά µε τα µόρια του αναλύτη. Ο ρόλος της είναι η διακίνηση του
αναλύτη κατά µήκος της στήλης.
42
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Ο διαχωρισµός οφείλεται στην κίνηση των συστατικών µε διαφορετικές ταχύτητες εντός της
στήλης, που εξαρτώνται από την τάση ατµών τους και την φυσικοχηµική τους συγγένεια µε τη
στατική φάση.
43
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Τριχοειδείς στήλες
Έχουν µήκος από 10 έως 100m και εσωτερική διάµετρο 0,10 έως 0,50mm. Το πάχος της
στατικής φάσης η οποία τοποθετείται ως λεπτή στιβάδα στα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης
κυµαίνεται από 0,2 έως 1,0µm.
Η στατική φάση µπορεί να είναι υγρή ή στερεά ουσία η οποία συγκρατείται απευθείας από τα
εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης ή υγρή ουσία που προσδένεται σε στερεό υπόστρωµα το οποίο
καλύπτει τα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης.
Οι τριχοειδείς στήλες επιτυγχάνουν πολύ καλούς διαχωρισµούς και είναι οι πλέον διαδεδοµένες.
Τριχοειδής Στήλη
44
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Πακεταρισµένες στήλες
Έχουν µήκος από 1 έως 4m και εσωτερική διάµετρο 2,0 έως 4,0mm. Το πάχος της στατικής
φάσης η οποία τοποθετείται ως λεπτή στιβάδα στα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης κυµαίνεται
από 0,2 έως 1,0µm. Είναι πακεταρισµένες µε κατάλληλο στερεό υπόστρωµα το οποίο
επικαλύπτεται µε τη στιβάδα υγρής ουσίας όταν η στατική φάση είναι υγρή και όχι στερεά. Οι
πακεταρισµένες στήλες δεν επιτυγχάνουν καλούς διαχωρισµούς λόγω µικρού πλήθους
θεωρητικών πλακών και διότι δίνουν κορυφές διευρυµένες λόγω διαχύσεως.
Πακεταρισµένη Στήλη
45
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
46
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Παράρτηµα
1. Πλεονεκτήµατα και Μειονεκτήµατα Φασµατοφωτοµετρικών Μεθόδων
Γενικά οι φασµατοσκοπικές µέθοδοι χηµικής ανάλυσης, όπου ανήκει και η φασµατοφωτοµετρία
UV-VIS, χρησιµοποιούνται ευρύτατα για την επίλυση διαφόρων χηµικών προβληµάτων, που
σχετίζονται µε τη δοµή, την κινητική, την ταυτοποίηση, την ποσοτική ανάλυση διαφόρων
ενώσεων, κ.α. Αυτές οι µέθοδοι έχουν πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα..
Πλεονεκτήµατα:
1. ο µικρός απαιτούµενος µέτρησης (µικρός χρόνος λήψης ενός φάσµατος)
2. η µικρή απαιτούµενη ποσότητα δείγµατος,
3. οι ήπιες συνθήκες µετρήσεως, οι οποίες επιτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις την επανάκτηση
του δείγµατος
4. η µεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία αυτών
5. η εµφάνιση εκλεκτικότητας
6. η δυνατότητα αυτοµατοποίησης της ανάλυσης σε όλα τα στάδια αυτής
Μειονεκτήµατα
1. Υστέρηση ως προς την ακρίβεια σε σχέση µε τις κλασικές µεθόδους
2. Απαίτηση για πρότυπα διαλύµατα
3. Αδυναµία µέτρησης δειγµάτων υψηλής θολότητας
4. Ποια σχέση υπάρχει µεταξύ των ενδείξεων της διαπερατότητας και της απορρόφησης
χρησιµοποιώντας το φασµατοφωτόµετρο; (EΠ)
48
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
κύµατος. Το µήκος κύµατος, λ, του απορροφούµενου φωτός εξαρτάται από τις ενεργειακές
στάθµες, την θεµελιώδη και την διεγερµένη του στοιχείου. Η ένταση της ακτινοβολίας του
αντίστοιχου µήκους κύµατος δίδει ποσοτικές πληροφορίες για το αντίστοιχο στοιχείο.
Το δείγµα εκτίθεται σε θερµική ενέργεια, εξαερώνεται και ατοµοποιείται. Ακολουθεί η
µέτρηση της απορρόφησης µονοχρωµατικής ακτινοβολίας από τα άτοµα του στοιχείου
Η Φασµατοσκοπία Ατοµικής Απορρόφησης χρησιµοποιείται ευρέως για την ανίχνευση και
τον ποσοτικό προσδιορισµό περισσοτέρων από 60 µετάλλων και µεταλλοειδών.
Χρησιµοποιείται ευρέως σε αναλύσεις υδάτων, φαρµακευτικών υλών και σκευασµάτων,
καλλυντικών, τροφίµων, λιπασµάτων, στην Ιατρική ψκαι Ιατροδικαστική, στη Γεωργική
Χηµεία, στη Βιοχηµεία, κτλ.
7. Αέριος χρωµατογραφία: Ποιες είναι οι γενικές αρχές µεθόδου και εφαρµογές αυτής;
Στην αέρια χρωµατογραφία υπάρχουν δύο φάσεις . Η στατική και η κινητή φάση. Η
στατική φάση βρίσκεται σε στήλη (πληρωµένη ή τριχοειδή). Η κινητή φάση περνά από τη
µία άκρη της στήλης διαµέσου της στατικής φάση και οδηγεί τα συστατικά του δείγµατος
µε διαφορετικές ταχύτητες προς την κατεύθυνσης ροής της. Έτσι από την άλλη πλευρά της
στήλης εξέρχονται µε τη σειρά τα διαχωρισθέντα συστατικά του δείγµατος. Αυτά
ανιχνεύονται από τον κατάλληλο ανιχνευτή ο οποίος είναι συνδεδεµένος µε καταγραφικό.
Η κινητή φάση στην αέρια χρωµατογραφία (GC) είναι ένα αδρανές αέριο (He, N2, H2) το
οποίο δεν αλληλεπιδρά µε το µόρια του δείγµατος. Ο µόνος ρόλος του είναι η διακίνηση
του αναλύτη κατά µήκος της στήλης.
Το δείγµα εξατµίζεται και εκχέεται στην κεφαλή της χρωµατογραφικής στήλης.
Η σταθερή φάση µπορεί να είναι στερεά (GSC) ή υγρή ακινητοποιηµένη στην επιφάνεια
ενός αδρανούς στερεού (GSC).
Η αέρια χρωµατογραφία χρησιµοποιείται στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση για την
ανίχνευση, ταυτοποίηση, προσδιορισµό και διαχωρισµό οργανικών ουσιών.
8. Αρχή Χρωµατογραφίας
Η χρωµατoγραφία είvαι µια µέθoδoς (τεχνική) διαχωρισµoύ διαφόρωv oυσιώv σε έvα µίγµα.
Τα διάφoρα συστατικά τoυ µίγµατoς διαvέµovται σε δύo φάσεις: σε µία κινητή φάση και σε µία
στάσιµη φάση. Ο διαχωρισµός επιτυγχάvεται διότι τα συστατικά κιvoύvται µε διαφoρετική
ταχύτητα µέσα από τη στάσιµη φάση. Η ταχύτητα µε την οποία κινούνται τα διάφορα συστατικά
49
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
εξαρτάται κυρίως από τo µoριακό βάρoς και τη µoριακή δoµή τoυ κάθε συστατικoύ ή oυσίας,
καθώς και τη φύση της στάσιµης φάσης.
Στο τέλος της συσκευής χρωµατογραφίας τοποθετείται σύστηµα ανίχνευσης που παράγει σήµα
κάθε φορά που εκλούεται ένα συστατικό (χρωµατογραφική κορυφή - peak)
Το διάγραµµα του σήµατος συναρτήσει του όγκου ή του χρόνου ονοµάζεται χρωµατογράφηµα.
Τα χρωµατογραφήµατα παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση
του δείγµατος.
9. Αναφέρετε τα κύρια τµήµατα ενός σύγχρονου φασµατοφωτοµέτρο υπεριώδους-ορατου
διπλής δέσµης
(Ισχύουν τα ίδια µε την ερώτηση 2)
1. Η πηγή φωτός. Μια λυχνία ∆ευτερίου για την υπεριώδη περιοχή (UV) και µια λυχνία
Αλογόνου/Χαλαζία ή Βολφραµίου για την ορατή (VIS) περιοχή.
2. Το όργανο παραγωγής µονοχρωµατικής ακτινοβολίας, (επιλογέας µήκους κύµατος)
που τις περισσότερες φορές είναι ο µονοχρωµάτορας,
3. Ένα διάφραγµα µε σχισµή που κανονίζει την ένταση (Ιο) του προσπίπτοντος φωτός
4. Τον υποδοχέα δείγµατος, συνήθως Κυβέτα (cuvette) ή κυψελίδα από πλαστικό ή γυαλί
(VIS-ορατό) ή χαλαζία (UV-υπεριώδες) Οι συνηθισµένες κυψελίδες έχουν πάχος 1 cm.
Στα φασµατοφωτόµετρα διπλής δέσµης υπάρχουν δύο υποδοχείς δείγµατος.
5. Τον Ανιχνευτή ακτινοβολίας ο οποίος µετατρέπει το οπτικό σήµα σε ηλεκτρικό
6. Το Σύστηµα µετρήσεως, το οποίο περιλαµβάνει έναν ενισχυτή σήµατος και ένα όργανο
αναγνώσεως ή καταγραφικό
Φασµατοφωτόµετρα διπλής δέσµης: Η µονοχρωµατική δέσµη που παράγεται από τον
µονοχρωµάτορα χωρίζεται (στο διαχωριστή δέσµης) σε δυο παράλληλες δέσµες της ίδιας
ισχύος.
Η µια προσπίπτει στην κυψελίδα µε το τυφλό διάλυµα και η άλλη στην κυψελίδα µε το διάλυµα
του δείγµατος. Η δέσµη που προσπίπτει στο τυφλό διάλυµα παίζει ρόλο αφαιρετικής δέσµης και
στον ανιχνευτή του φασµατοφωτοµέτρου µετριέται ο λόγος σήµα τυφλού/ σήµα δείγµατος.
50
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Η περιοχή της υπεριώδους αντινοβολίας εκτείνεται από 1nm έως 380 nm, της ορατής από
380nm έως 720nm και της υπερύθρου από 720nm έως 1000µm.
51
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc
Παρασκευάζω πρότυπα διαλύµατα (γνωστής συγκέντρωσης) της ουσίας και µετρώ την
απορρόφησή τους στο λmax (Το µήκος κύµατος όπου παρατηρείται το µεγαλύτερο
ποσοστό απορρόφησης). O υπολογισµός του λmax έγινε µε τη βοήθεια του φάσµατος
απορρόφησης της ουσίας.
Απεικονίζοντας τη γραφική παράσταση των απορροφήσεων συναρτήσει των
συγκεντρώσεων των πρότυπων διαλυµάτων και από το γραµµικό µέρος της καµπύλης
υπολογίζω µε τη µέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων την εξίσωση της σχέσης
συγκέντρωσης-απορρόφησης.
2. Μετρώ την απορρόφηση της ουσίας της οποίας τη συγκέντρωση ψάχνω να βρω. Ο
µηδενισµός του φασµατοφωτοµέτρου (αν είναι µονής δέσµης) γίνεται µε τον διαλύτη ή
τοποθετώ στην κυψελίδα του τυφλού διαλύτη (αν το φασµατοφωτόµετρο είναι διπλής
δέσµης)
3. Από την καµπύλη αναφοράς (γραφικά ή µέσω της εξίσωσης της καµπύλης) και τη
µετρούµενη τιµή απορρόφησης βρίσκω την ζητούµενη συγκέντρωση.
Σωστές µετρήσεις λαµβάνονται όταν η µικρότερη τιµή της °% Τ είναι 10% και η µέγιστη οριακή
τιµή της απορρόφησης µονάδα, ( Α = 1 ).
52