You are on page 1of 52

∆ΗΜΟΣΙΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (Ι.Ε.Κ.

ΒΟΗΘΟΙ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ

Γ ΄ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΦΑΡΜΑΚΩΝ


Εργαστήριο

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΠΕΣΙΟΣ
ΧΗΜΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ MSc

Νοέµβριος 2016
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

2
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή ........................................................................................................................................4

2. Γενικά .............................................................................................................................................4

3. Ταξινόµηση αναλυτικών µεθόδων .................................................................................................4

3.1. Ταξινόµηση µε βάση τις εφαρµογές ανάλυσης ..................................................................... 4


3.2.Με Βάση τη Μετρούµενη Ιδιότητα του ∆είγµατος : ............................................................... 6
4. Ορολογία Αναλυτικής Χηµείας .....................................................................................................6

5. Κανόνες Εργαστηρίου Αναλυτικής Χηµείας .................................................................................7

6. Στατιστική Ανάλυση Αποτελεσµάτων ...........................................................................................8

7. Ενόργανες Μέθοδοι Ανάλυσης (Γενικά) .....................................................................................12

8. Χρωµατοµετρία - Φασµατοφωτοµετρία ......................................................................................15

8.1. Χρωµατοµετρία .................................................................................................................... 15


8.1.1. Χρώµα - Φως ................................................................................................................. 15
8.1.2. Ανθρώπινη όραση .......................................................................................................... 17
8.1.3. Χρωµατικό µοντέλο RGB.............................................................................................. 18
8.1.4. Χρωµατοµετρία.............................................................................................................. 20
8.2. Φασµατοφωτοµετρία ............................................................................................................ 21
8.2.1. Το φως ως ηλεκτροµαγνητικό κύµα .............................................................................. 21
8.2.2. Φασµατοφωτοµετρία απορρόφησης Υπεριώδους - Ορατού (UV-VIS) ....................... 22
8.2.3. Μέτρηση απορρόφησης-Μέθοδος της Καµπύλης Αναφοράς ....................................... 26
8.2.4. Φασµατοφωτοµετρία υπερύθρου (IR) .......................................................................... 29
9. Χρωµατογραφία ...........................................................................................................................35

9.1. Γενικά ................................................................................................................................... 35


9.2. Βασικές Αρχές Χρωµατογραφίας ......................................................................................... 36
9.3. θεωρία Πλακών .................................................................................................................... 38
9.4. Χρωµατογραφία Στήλης ....................................................................................................... 39
9.5. Χρωµατογραφία Αέριας Φάσης ή Αέρια Χρωµατογραφία (GC) ....................................... 41
Παράρτηµα .......................................................................................................................................47

3
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

1. Εισαγωγή
Το παρόν εγχειρίδιο αφορά στο εργαστηριακό µέρος του µαθήµατος ΄΄Μέθοδοι Ελέγχου
Φαρµάκων ΄΄ του τρίτου εξαµήνου της ειδικότητας των Βοηθών Φαρµακείου του ΙΕΚ Τρικάλων.
Στόχος του µαθήµατος είναι να αποκτήσουν οι καταρτιζόµενοι γνώσεις σχετικά µε την εφαρµογή
µεθόδων ελέγχου φαρµάκων. Στο πρώτο µέρος των σηµειώσεων γίνεται αναφορά σε θέµατα
Αναλυτικής Χηµείας και συγκεκριµένα σε µεθόδους Ενόργανης Ανάλυσης.

2. Γενικά
Στην κλασική ανάλυση, ο µοναδικός στόχος είναι ο προσδιορισµός της ποιοτικής ή και ποσοτικής
σύστασης µιας ουσίας (καθορισµένης ή µίγµατος).
Σήµερα, η Αναλυτική Χηµεία αφ’ ενός προσφέρει τις υπηρεσίες της σε διάφορους κλάδους,
όπως είναι η Ιατρική, η Τεχνολογία ή ακόµα οι Κοινωνικές Επιστήµες, αφ΄ ετέρου αποτελεί
αυτόνοµο επιστηµονικό κλάδο της Χηµείας που συσχετίζεται µε τη Φυσική και την Επιστήµη των
Πληροφοριών.
Για να εφαρµοστεί αποτελεσµατικά η Αναλυτική Χηµεία, θα πρέπει να υπάρχει στενή
συνεργασία ανάµεσα στον καθαρό αναλυτικό χηµικό και στον ειδικό στους επί µέρους κλάδους
που αναφέρθηκαν π.χ. το γιατρό ή το µηχανικό.
∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι το αποτέλεσµα της χηµικής ανάλυσης οδηγεί σε αποφάσεις
ιατρικού, τεχνολογικού ή και νοµικού περιεχοµένου, όπως π.χ. µέτρα κατά της φωτοχηµικής
ρύπανσης. Αυτό δείχνει τη µεγάλη σηµασία που έχει το αποτέλεσµα µιας χηµικής ανάλυσης,
καθώς και την ευθύνη που επωµίζεται ο αναλυτικός χηµικός.
Οι µέθοδοι που χρησιµοποιεί ο αναλυτικός χηµικός για να δώσει απάντηση στα προβλήµατα που
του δίνονται, στηρίζονται πολλές φορές αποκλειστικά και µόνο στη χρήση χηµικών
αντιδραστηρίων.
Αυτά επιδρούν στο υπό ανάλυση δείγµα, όπως για παράδειγµα στην ογκοµέτρηση οξέος-
βάσης και έτσι έχουµε µια «καθαρή» χηµική ανάλυση.
Άλλες φορές όµως, η χηµική ανάλυση στηρίζεται σε νόµους της φυσικής, π.χ. ανάλυση µε
ακτίνες Χ, οπότε µιλάµε για φυσική µέθοδο ανάλυσης.
Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η ανάλυση βασίζεται τόσο σε αρχές της Χηµείας όσο και
της Φυσικής, όπως για παράδειγµα η χρωµατογραφία.
Η Αναλυτική Χηµεία λοιπόν µπορεί να θεωρηθεί ενδιάµεση επιστήµη, αφού στηρίζεται στις
αρχές, της Χηµείας, της Φυσικής, της Βιολογίας, των Μαθηµατικών και της Επιστήµης
Πληροφοριών

3. Ταξινόµηση αναλυτικών µεθόδων

3.1. Ταξινόµηση µε βάση τις εφαρµογές ανάλυσης


Ο παραδοσιακός τρόπος ταξινόµησης της Αναλυτικής Χηµείας είναι:
Η Ποιοτική Ανάλυση , που είναι ο κλάδος της χηµείας µε αντικείµενο έρευνας την ταυτοποίηση
(αναγνώριση ) των στοιχείων , ιόντων ή ενώσεων από τα οποί α αποτελείται ένα δείγµα ύλης και
µπορεί να παρέχει και ενδείξεις για τις αναλογίες των συστατικών του δείγµατος .
4
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Η Ποσοτική Ανάλυση
Ανάλυση, µε αντικείµενο τον ακριβή προσδιορισµό ενός ή περισσοτέρων
συστατικών του δείγµατο.Και
Και στα δύο είδη Αναλυτικής Χηµείας χρησιµοποιούνται οποιεσδήποτε
φυσικές ή χηµικές ιδιότητες που είναι κατάλληλες για τον επιδιωκόµενο
κόµενο σκοπό
σκοπό. που είναι η
ανίχνευση ή ο προσδιορισµός µιας ουσίας και πολλές φορές η ίδια ιδιότητα µπορεί να φανεί
χρήσιµη και για τους δύο σκοπούς.
σκοπούς
Επίσης. τόσο στην ποιοτική όσο και στην ποσοτική ανάλυση προηγείται µια προκατεργασία του
δείγµατος µε σκοπό το διαχωρισµό του προς ανίχνευση ή προσδιορισµό συστατικού από άλλα,
που µπορεί να δράσουν παρεµποδιστικά στην ανάλυση. Τυχόν απώλεια συστατικού κατά την
προκατεργασία είναι ανεκτή µόνο εάν η ποσότητα που αποµένει είναι επαρκής για την ανίχνευση
του συστατικού αυτού
αυτού. όχι όµως και για τον ποσοτικό του προσδιορισµό. ο οποίος δεν αφήνει
κανένα περιθώριο απώλειας προσδιοριζόµενου συστατικού. Ενώ λοιπόν στην ποιοτική ανάλυση
οι αντιδράσεις ανίχνευσης µπορεί να µην είναι πάντα ποσοτικές (τα αντιδρώντα να
µετατρέπονται πλήρως σε προϊόντα ) στην ποσοτική ανάλυση οι αντιδράσεις είναι πάντα
ποσοτικές και µάλιστα µε συγκεκριµένη στοιχειοµετρία .
Οι ποσοτικοί προσδιορισµοί
ισµοί παίζουν ζωτικό ρόλο τόσο σε ερευνητικές όσο και σε καθηµερινές
στερεότυπες δραστηριότητες στα πεδία της Χηµείας, Βιοχηµείας, Βιολογίας,
Βιολογίας Ιατρικής,
Ιατρικής και άλλων
επιστηµών. Η Αναλυτική Χηµεία χρησιµοποιεί µία πληθώρα διαδικασιών, κυρίως πειραµάτων,
για να καθορίσει τα παραπάνω.
Οι κλασικές αναλυτικές τεχνικές µε τις οποίες άρχισε να αναπτύσσεται η Αναλυτική Χηµεία είναι
σι λεγόµενες ογκοµετρικές τεχνικές η αρχή των οποίων ήταν βασισµένη στην Χηµική αντίδραση
του συστατικού του οποίου ζητούνταν ο προσδιορισµός µε άλλο γνωστής «δύναµης»
αντιδραστήριο, στον συνακόλουθο προσδιορισµός του τέλους της αντίδρασης µε την αλλαγή
χρώµατος κάποιου δείκτη και κατόπιν στον υπολογισµό της ποσότητας του αγνώστου συστατικού
µε βάση την ποσότητα του καταναλωθέντος διαλύµατος γνωστής δύναµης και την στοιχειοµετρία
(αναλογία συστατικών
συστατικών) της αντίδρασης.
αντίδρασης Οι ογκοµετρικές τεχνικές χαρακτηρίζονται από την
πολυπλοκότητα και από τον σχετικά φθηνό εξοπλισµό τον οποίον απασχολούσαν για να
πραγµατοποιηθούν (χρήση
χρήση προχοίδας και υάλινων σκευών Χηµείου).
Ανάλυση περιεκτικότητας
Η ανάλυση περιεκτικότητας περιλαµβάνει την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση. Η
ποιοτική ανάλυση προσδιορίζει το είδος των συστατικών (άτοµα,
άτοµα ιόντα, ρίζες ή µόρια) που
περιέχονται στο δείγµα
δείγµα. Η ποσοτική ανάλυση προσδιορίζει τη συγκέντρωση ή την ποσότητα που
περιέχεται δείγµα

5
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Αν σηµειώσουµε µε z το είδος του συστατικού και y το αντίστοιχο ποσό που περιέχεται στο
δείγµα, τότε έχουµε τις παραπάνω µορφές διαγραµµατικής απεικόνισης.
Στις αναλύσεις αυτές, προσδιορίζεται ο τρόπος και η σειρά που συνδέονται τα άτοµα ή οι
χαρακτηριστικές οµάδες στο µόριο µιας ένωσης.
Οι αναλύσεις δοµής επιτυγχάνονται µε ενόργανη ανάλυση, όπως είναι :
η φασµατοφωτοµετρία υπεριώδους (UV),
η φασµατοφωτοµετρία υπερύθρου (IR),
η φασµατοµετρία µάζας (MS) και
η φασµατοσκοπία πυρηνικού µαγνητικού συντονισµού (NMR).

3.2.Με Βάση τη Μετρούµενη Ιδιότητα του ∆είγµατος :


Οι αναλυτικές µέθοδοι στο σύνολο τους, βασίζονται στη µέτρηση µιας ιδιότητας του προς
ανάλυση δείγµατος (φυσικής ή φυσικοχηµικής) η οποία συσχετίζεται µε τη φύση, τη µάζα ή τη
συγκέντρωση της ουσίας που προσδιορίζουµε.
Οι αναλυτικές τεχνικές µπορούν να ταξινοµηθούν µε βάση τον τρόπο µέτρησης της ιδιότητας του
δείγµατος σε :
• Κλασικές και
• Ενόργανες τεχνικές ανάλυσης

4. Ορολογία Αναλυτικής Χηµείας


Αναλυτική τεχνική (technique): Η αξιοποίηση ενός φυσικού η χηµικού φαινόµενου για την
παροχή πληροφοριών σχετικά µε τη χηµική σύσταση (ποιοτική ή ποσοτική)
Αναλυτική Μέθοδος (method): Η εφαρµογή µιας αναλυτικής τεχνικής για την επίλυση ενός
προβλήµατος
∆ιαδικασία Ανάλυσης (procedure): Λεπτοµερής περιγραφή εκτέλεσης αναλυτικής µεθόδου.
(ορισµένες χαρακτηρίζονται επίσηµες και χρησιµοποιούνται από κρατικούς φορείς ελέγχου.)
Πρωτόκολλο (protocol): Πλήρως προδιαγραµµένη και εγκεκριµένη πειραµατική µέθοδος
Αναλυτής (analyte): Το προσδιοριζόµενο συστατικό σε µια ανάλυση
Μήτρα (Matrix): Τα συστατικά του δείγµατος, πέρα από την προσδιοριζόµενη ουσία
Ακρίβεια (accuracy): Μέτρο εγγύτητας της πειραµατικής τιµής προς την αληθινή τιµή
Επαναληψιµότητα (precision): Συµφωνία των αποτελεσµάτων. Εκφράζεται µε την τυπική
απόκλιση s (Standard deviation)
Αξιοπιστία (reliability): Ποιότητα αναλυτικής µεθόδου µε βάση την ακρίβεια και την
επαναληψιµότητα
Ευαισθησία (sensitivity): Συγκέντρωση που απορροφά το 1% της προσπίπτουσας ακτινοβολίας
Όριο Ανίχνευσης (detection Limit): H µικρότερη συγκέντρωση της ουσίας που µπορεί να
προσδιοριστεί (µε ορισµένη αξιοπιστία) = διπλάσια από την τυπική απόκλιση σειράς 10
µετρήσεων
Εκλεκτικότητα η Επιλεκτικότητα (selectivity): Ικανότητα προσδιορισµού µιας ουσίας
παρουσία άλλων.

6
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

5. Κανόνες Εργαστηρίου Αναλυτικής Χηµείας


Είναι απαραίτητο να φορούν όλοι τα προστατευτικά γυαλιά και την εργαστηριακή µπλούζα,
καθ’ όλη τη διάρκεια της εργαστηριακής εξάσκησης.
Σε ορισµένες περιπτώσεις που χρησιµοποιούνται τοξικές ή αλλεργιογόνες ουσίες είναι χρήσιµα
τα προστατευτικά γάντια.
Πειράµατα µε τοξικές ουσίες προϋποθέτουν την κατάλληλη προφύλαξη και πρέπει να γίνονται
απαραιτήτως στον απαγωγό.
Πτητικά και εύφλεκτα υγρά, όπως ο διαιθυλαιθέρας (diethyl ether), o πετρελαϊκός αιθέρας
(petroleum ether), η ακετόνη (acetone), η αιθανόλη (ethanol), το εξάνιο (hexane), κλπ. δεν πρέπει
να βρίσκονται πάνω στον πάγκο εργασίας όταν γίνεται χρήση του λύχνου Bunsen.
Ποτέ δεν θερµαίνονται εύφλεκτα υγρά, όπως αλκοόλες, αιθέρες, ακετόνη κλπ., µε γυµνή
φλόγα. Για τη θέρµανσή τους χρησιµοποιείται υδρόλουτρο ή ελαιόλουτρο, ανάλογα µε την
περίπτωση. Στα σύγχρονα εργαστήρια γίνεται χρήση θερµαντικού µανδύα ή άλλων ηλεκτρικών
συσκευών.
Ποτέ δεν πωµατίζονται συσκευές ή δοχεία που πρόκειται να θερµανθούν, ή συσκευές όπου
γίνεται αντίδραση µε έκλυση αερίου.
Όταν χρησιµοποιούνται πυκνά οξέα ή αλκάλια γίνεται χρήση του απαγωγού. Σε περίπτωση που
πέσει στο δέρµα οξύ ή άλκαλι ξεπλένεται µε άφθονο νερό και στη συνέχεια µε αραιό διάλυµα
όξινου ανθρακικού νατρίου (NaHCO3) για τα οξέα και αραιό διάλυµα βορικού οξέος (H3BO3) ή
οξικού οξέος (CH3COOH) για τα αλκάλια
Σε περίπτωση εγκαύµατος το πλύσιµο µε άφθονο νερό βοηθάει και συνήθως εµποδίζει τη
δηµιουργία οιδήµατος. Στη συνέχεια τοποθετείται η ειδική αλοιφή επάλειψης εγκαυµάτων και
γίνεται επίδεση.
Σε κάθε περίπτωση ατυχήµατος ενηµερώνεται το προσωπικό του εργαστηρίου και µετά την
παροχή των πρώτων βοηθειών, ζητείται η συµβουλή του γιατρού.
Πριν από κάθε χρήση ενός αντιδραστηρίου ή διαλύτη παρατηρείται πάντα η επισήµανση στη
συσκευασία για την ασφαλή χρήση και απόρριψή του.
Σε περίπτωση που κάποιο χηµικό αντιδραστήριο έρθει σε επαφή µε τα µάτια, συνήθως είναι
απαραίτητο να τοποθετηθεί το µάτι που µολύνθηκε κάτω από τη βρύση και να ξεπλυθεί µε
άφθονο νερό για αρκετή ώρα.
Το µάτι τοποθετείται κατά τέτοιο τρόπο σε σχέση µε τη ροή του νερού, ώστε να µην
µολυνθεί το καθαρό µάτι µε τα ξεπλύµατα από το µολυσµένο.
Αν ο πάσχων αντιδράσει σωστά τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα περιορίζει στο ελάχιστο τη ζηµιά στο
µάτι του. Ταυτόχρονα ζητείται η βοήθεια από το προσωπικό του εργαστηρίου, για περαιτέρω
πρώτες βοήθειες, εκπλύσεις µε το κατάλληλο αντίδοτο κλπ.
Για τους καταρτιζόµενους που φορούν φακούς επαφής συνιστάται η χρήση απλών γυαλιών
οράσεως κατά την ώρα του εργαστηρίου και τα προστατευτικά γυαλιά του εργαστηρίου.
Για λόγους ασφάλειας κανείς δεν κινείται τρέχοντας µέσα στο εργαστήριο και δεν γίνονται
βεβιασµένες ενέργειες και κινήσεις.
Μεριµνείτε ώστε να µην υπάρχουν διαρροές νερού από διάφορες συσκευές (πχ. απόσταξης)
γιατί υπάρχει κίνδυνος ολισθηρότητας του πατώµατος.
Οι ηλεκτρικές συσκευές µεριµνάτε να διατηρούνται στεγνές και µε άφθαρτα καλώδια
ρεύµατος για την αποφυγή βραχυκυκλώµατος.
Η χρήση των γυάλινων συσκευών πρέπει να γίνεται µε προσοχή

7
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

µαλλιά λόγω της χρήσης φλόγας κατά τη διάρκεια της εργαστηριακής


Για όσους έχουν µακριά µαλλιά:
άσκησης συνιστάται να έχουν τα µαλλιά τους µαζεµένα. Επίσης αποφεύγονται τα κοσµήµατα
στα χέρια την ώρα το εργαστηρίου
εργαστηρίου.
Τάξη και καθαριότητα
Στο χηµικό εργαστήριο είναι σηµαντική η διατήρηση της τάξης και της καθαριότητας έτσι
ώστε να µειωθεί ο κίνδυνος ατυχήµατος.
ατυχήµατος Τα γυάλινα σκεύη και τα εργαστηριακά όργανα πρέπει
να είναι και να διατηρούνται καθαρά.
καθαρά
Τα όργανα, η θέση εργασίας αλλά και οι κοινόχρηστοι χώροι πρέπει να καθαρίζονται µετά την
εργασία και να αφήνονται στην κατάσταση που ήταν πριν το πείραµα.
Τα στερεά απορρίµµατα ρίχνονται στα ειδικά δοχεία απορριµµάτων ενώ τα υγρά (οξέα,
βάσεις, υδατικά διαλύµατα), εκτός των οργανικών ενώσεων, χύνονται στο νιπτήρα αφού
πρώτα αραιωθούν µε άφθονο νερό.
νερό
Τα όργανα και τα αντιδραστήρια πρέπει να επιστρέφονται στην αρχική τους θέση αµέσως
µετά τη χρησιµοποίηση τους.
Καθαρισµός Γυάλινων Σκευών
Τα σκεύη και τα όργανα που χρησιµοποιούµε στο πείραµα µας πρέπει να είναι πολύ καθαρά
για την επιτυχία του πειράµατος.
πειράµατος Είναι πολύ σηµαντικό να καθαρίζονται σχολαστικά όλα τα
σκεύη που χρησιµοποιήσαµε αµέσως µετά το τέλος του πειράµατος.
Το πλύσιµο των γυάλινων σκευών γίνεται συνήθως µε απορρυπαντικό και µηχανικό καθαρισµό
µε ψήκτρα, ενώ η τελική έκπλυση γίνεται µε απιονισµένο νερό.
Σε ορισµένες περιπτώσεις όµως και ανάλογα µε το ρύπο χρησιµοποιούνται άλλα κατάλληλα µέσα
καθαρισµού.
Έτσι για όξινους ρύπους χρησιµοποιείται διάλυµα καυστικού νατρίου ή σόδας ενώ για ουσίες
αλκαλικής φύσης χρησιµοποιούνται διαλύµατα οξέων. Ιδιαίτερα τερα αποτελεσµατικό είναι το
χρωµοθειϊκό οξύ (διάλυµα
διάλυµα πυκνού θειϊκού οξέος µε διχρωµικό κάλιο).
Οι λιπαντικές ουσίες πλένονται µε οργανικούς διαλύτες όπως ο αιθέρας, ακετόνη κλπ.

6. Στατιστική Ανάλυση Αποτελεσµάτων


Στο κεφάλαιο αυτό θα δοθούν οι βασικές γνώσεις στατιστικής ανάλυσης αποτελεσµάτων,
απαραίτητες για την επεξεργασία των αποτελεσµάτων που θα προκύψουν από την χρήση
πειραµατικών µεθόδων αναλυτικής χηµείας
Αληθινή η πραγµατική τιµή (µ) µ είναι µια ‘παραδεκτή’ τιµή προς την οποία µπορούν να
συγκριθούν όλες οι πειραµατικές τιµές.
Η «αληθινή» ή «πραγµατική»
πραγµατική» τιµή, µ, ενός µετρούµενου µεγέθους σπάνια είναι γνωστή και
αντί για αυτή χρησιµοποιείται µια «παραδεκτή» τιµή, προς την οποία µπορούν να συγκριθούν
όλες οι πειραµατικές τιµές.
Μετά την εκτέλεση αριθµού Ν επαναλαµβανόµενων µετρήσεων κάποιου µεγέθους και τη λήψη των
αριθµητικών τιµών xi, σαν αντιπροσωπευτικότερη τιµή της µ προτείνεται ο αριθµητικός µέσος
όρος ή η µέση τιµή των πειραµατικών µετρήσεων:

8
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ακρίβεια – Επαναληψιµότητα (πιστότητα)


Ο όρος επαναληψιµότητα (πιστότητα σήµερα) αναφέρεται:
στο πόσο κοντά είναι µεταξύ τους οι τιµές από µια σειρά µετρήσεων που έγιναν µε ίδιο ακριβώς
τρόπο σε µια συγκεκριµένη ποσότητα.
Σαν ακρίβεια ορίζεται:
το πόσο κοντά είναι η τιµή µιας µέτρησης στην πραγµατική τιµή.
Η ακρίβεια συνήθως εκφράζεται µε το απόλυτο σφάλµα, Ε, δηλαδή τη διαφορά: Ε = x – µ
To x µπορεί να είναι:κάποια µεµονωµένη µέτρηση, ήη µέση τιµή µιας σειράς µετρήσεων
Όσο µικρότερο είναι το σφάλµα, τόσο µεγαλύτερη είναι η ακρίβεια.

Γενικά τα τυχαία σφάλµατα µπορούµε να δεχθούµε ότι οφείλονται :


στην κρίση ή και στην εκτίµηση ενός παρατηρητή και στις ακανόνιστες και απρόσµενες
διακυµάνσεις εξωτερικών φυσικών καταστάσεων
Προκειµένου να περιοριστούν τα τυχαία σφάλµατα σε ένα σύνολο πειραµατικών µετρήσεων,
παρουσιάζονται µερικά χαρακτηριστικά µεγέθη που χρησιµοποιούνται στη διαδικασία
υπολογισµού των τυχαίων σφαλµάτων.
Το εύρος µετρήσεων δηλαδή η διαφορά ανάµεσα στη µικρότερη και την µεγαλύτερη τιµή
των µετρήσεων. R = xmax - xmin = xn - x1

H µέση τιµή (mean value) ή µέσος όρος (average) ορίζεται από τη σχέση

Απόκλιση µιας τιµής (di) ορίζεται η διαφορά της µέσης τιµής από την τιµή αυτή.

Η τυπική (σταθερή) απόκλιση (s) (standard deviation) για µικρό αριθµό µετρήσεων,
ορίζεται από την σχέση:

5. Η ποσότητα s2 καλείται διασπορά ή µεταβλητότητα ή διακύµανση (variance) και


δίνεται από την σχέση:

6. Ένα χρήσιµο µέγεθος είναι η τυπική απόκλιση της µέσης τιµής (standard
deviation of the mean) που δίνεται από την σχέση:

9
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Η τυπική απόκλιση της µέσης τιµής εκφράζει την πιστότητα της µέσης τιµής ενώ η τυπική
απόκλιση είναι η τυπική απόκλιση µίας µεµονωµένης µέτρησης.
Η παράµετρος τυπική απόκλιση της µέσης τιµής καλείται και τυπικό σφάλµα (standard
error).

Σφάλµατα
Κάθε πειραµατική µέτρηση υπόκειται σε ένα βαθµό αβεβαιότητας (σφάλµα), που στην καλύτερη
περίπτωση µπορεί να ελαττωθεί σε ένα αποδεκτό επίπεδο.
Τα σφάλµατα που παρατηρούνται στην Αναλυτική Χηµεία και στην ποσοτική ανάλυση,
ταξινοµούνται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα µε την προέλευσή τους:
• τα καθορισµένα ή συστηµατικά σφάλµατα, που µπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριµένες
αιτίες, και
• τα τυχαία σφάλµατα, που οφείλονται σε µη ελεγχόµενες και µη µόνιµες αιτίες.
ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΑ ή ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ
Είναι µονοκατευθυνόµενα, δηλαδή επιδρούν µόνο θετικά ή αρνητικά. Προσδιορίζονται και
µπορούν να ελαχιστοποιηθούν ή να εξαλειφθούν.
1. Σταθερά: Το απόλυτο µέγεθος του σφάλµατος Ε = xi - µ είναι σταθερό και δεν
εξαρτάται από την ποσότητα του συστατικού.
2. Αναλογικά: Το απόλυτο µέγεθος του σφάλµατος Ε εξαρτάται από την ποσότητα του
συστατικού ενώ το σχετικό σφάλµα Ε/µ είναι σταθερό.
3. Σύνθετα: Είναι συνδυασµός των δύο παραπάνω.

10
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Το σταθερό σφάλµα (Ε) είναι το ίδιο σε όλα τα δείγµατα ανεξάρτητα από την ποσότητα του
προσδιοριζόµενου συστατικού.
Το αναλογικό σφάλµα (Ε) είναι ανάλογο της ποσότητας του προσδιοριζόµενου συστατικού
ενώ το %σχετικό σφάλµα σταθερό.

ΤΥΧΑΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ
Τα τυχαία σφάλµατα δεν προέρχονται από µόνιµες αιτίες. Οι διακυµάνσεις των πειραµατικών
συνθηκών (θερµοκρασία) και διάφοροι παράγοντες επιδρούν ακανόνιστα θετικά ή αρνητικά στο
αποτέλεσµα. Τα τυχαία σφάλµατα εξουδετερώνονται µε αύξηση του αριθµού των µετρήσεων.
Είναι αδύνατη η εξάλειψή τους αφού δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθούν άπειρες µετρήσεις.

Απόρριψη πειραµατικών τιµών που αποκλίνουν (outliers) – Q-test


Ορισµένες φορές ένα δεδοµένο φαίνεται να µην συµφωνεί µε τα υπόλοιπα.
Τότε βρισκόµαστε µπροστά στο πρόβληµα να δεχθούµε ή να απορρίψουµε το αµφίβολο
δεδοµένο.
Εάν έχουµε ορισµένα αποτελέσµατα ενός προσδιορισµού (τουλάχιστον τέσσερα) µπορούµε να
χρησιµοποιήσουµε το Q-test προκειµένου να αποφασίσουµε.
Παράδειγµα: Θεωρούµε ότι έχουµε πέντε αποτελέσµατα ενός προσδιορισµού 12,53, 12,56 12,47
12,67 12,48. Το ερώτηµα είναι µήπως το 12,67 είναι “κακό
αποτέλεσµα”.

τότε το την τιµή αυτή συγκρίνουµε µε τις τιµές Qθεωρ (πίνακα).

Εάν Q>Qπιν. το αποτέλεσµα απορρίπτεται. Εδώ έχουµε για 90% στάθµη εµπιστοσύνης και
5 παρατηρήσεις Qπιν. = 0,64. Αφού Q<Qπιν. το αποτέλεσµα δεν απορρίπτεται.
11
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Σηµαντικά Ψηφία
Στο εργαστήριο µερικά δεδοµένα που συλλέγονται εµφανίζουν µεγαλύτερη πιστότητα
(επαναληψιµότητα) από άλλα. Είναι απαραίτητο ότι το αποτέλεσµα ενός υπολογισµού, δεν
µπορεί να εµφανίζει µεγαλύτερη πιστότητα από εκείνη τµήµατος δεδοµένων µε την ελάχιστη
πιστότητα Προκύπτει έτσι η έννοια των σηµαντικών ψηφίων. Με τον όρο αυτό καθορίζεται
πόσο αξιόπιστο (ακριβές) είναι ένα ψηφίο
Σηµαντικά ψηφία, θεωρούνται όλα τα ψηφία ενός αριθµού που: είναι γνωστά µε βεβαιότητα
και ένα ακόµα που είναι αβέβαιο.
1. Όλα τα ψηφία είναι σηµαντικά εκτός από τα µηδενικά στην αρχή του αριθµού και
πιθανόν στο τέλος του. Έτσι, οι αριθµοί 9,12 0,912 0,00912 περιέχουν όλοι : τρία
σηµαντικά ψηφία.
2. Τα µηδενικά µετά από την υποδιαστολή δεκαδικού αριθµού είναι σηµαντικά
ψηφία. Έτσι οι τιµές 9,00 cm, 9,10 cm 90,0 cm έχουν: τρία σηµαντικά ψηφία.
3. Το 0 είναι πάντοτε σηµαντικό όταν βρίσκεται ανάµεσα σε άλλα ψηφία, π.χ. 1,043,
10,465, 0,0401
4. Το 0 προ ή µετά την υποδιαστολή αν δεν προηγείται άλλο ψηφίο, δεν είναι ποτέ
σηµαντικό, π.χ. 0,152, 0,0038
5. Τα 0 µετά την υποδιαστολή, εφόσον αναγράφονται, είναι σηµαντικά, αλλιώς
παραλείπονται, π.χ. 3,00, 101,0.
6. Το 0 στο τέλος ενός αριθµού, αν δεν ακολουθεί υποδιαστολή, όταν είναι σηµαντικό
διατηρείται, ενώ αν δεν είναι σηµαντικό γράφεται σαν δύναµη του 10, π.χ. 1030 =
1 5
103 * 10 10000 = 1 * 10 .
Όταν προσθέτουµε ή αφαιρούµε µετρούµενες ποσότητες πρέπει να δίνουµε στο αποτέλεσµα
τόσα δεκαδικά ψηφία όσα υπάρχουν στη µέτρηση µε το µικρότερο αριθµό δεκαδικών
ψηφίων. Για παράδειγµα, στον υπολογισµό 184,2 g + 2,324 g το αποτέλεσµα είναι 186,524 g.
Επειδή όµως το µέγεθος 184,2 g έχει το µικρότερο αριθµό δεκαδικών ψηφίων, η απάντηση που
πρέπει να δοθεί στον παραπάνω υπολογισµό είναι 186,5 g.

Όταν πολλαπλασιάζουµε ή διαιρούµε µετρούµενες ποσότητες πρέπει να δίνουµε στο


αποτέλεσµα:τόσα δεκαδικά ψηφία όσα υπάρχουν στη µέτρηση µε το µικρότερο αριθµό
ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ψηφίων.

7. Ενόργανες Μέθοδοι Ανάλυσης (Γενικά)


Βασίζονται στη µέτρηση µιας φυσικής ιδιότητας που σχετίζεται µε τη µάζα ή τη συγκέντρωση
του συστατικού.
Μέτρηση µε διάφορα όργανα:
• Ποτενσιόµετρα
• Φασµατοφωτόµετρα
• Κουλόµετρα, κλπ
Συνήθως οι αναλυτικές µέθοδοι είναι µεικτές, και αλληλοσυµπληρώνονται.
Η ραγδαία εξέλιξη των Ενόργανων τεχνικών ανάλυσης οφείλεται στην:

12
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ανάγκη αναπτύξεως ταχέων και ευαίσθητων µεθόδων.


Ανάγκη συνεχούς ελέγχου (βελτίωση ποιότητας ζωής)
Ανάπτυξη ηλεκτρονικών και λεπτοτεχνουργίας.
Ανάγκη µη καταστροφικών µεθόδων αναλύσεως (αρχαιολογικά δείγµατα)
Ανάγκη αναλύσεων πολύπλοκων δειγµάτων
Η επιλογή της µεθόδου ανάλυσης γινεται µε κριτήρια:
• Κόστος, απλότητα
• Ευαισθησία (ανιχνευσιµότητα)
• Ποσότητα δείγµατος προς ανάλυση
• Συχνότητα αναλύσεων
Ποια είναι τα πλεονεκτήµατα και ποια τα µειονεκτήµατα των Ενόγρανων Μεθόδων
Ανάλυσης έναντι των κλασσικών µεθόδων;
Πλεονεκτήµατα:
Ταχύτητα
Ευαισθησία / Ανιχνευσιµότητα (προσδιορισµός ιχνοποσοτήτων)
Ανάλυση µικρών ποσοτήτων δείγµατος
∆υνατότητα αυτοµατοποιήσεως µερικών ή όλων των σταδίων
Μειονεκτήµατα:
Μικρότερη ακρίβεια (κατά κανόνα)
Απαιτούνται πρότυπες ουσίες ή διαλύµατα για βαθµονόµηση.
– Σταθµικές: δεν απαιτούνται πρότυπα
– Ογκοµετρικές: απαιτούνται λίγα πρότυπα
Μεγάλο κόστος
Ταξινόµηση Ενόργανων Μεθόδων
Με βάση τη µετρούµενη φυσική ιδιότητα
1. Ηλεκτροχηµικές ή Ηλεκτρικές
2. Φασµατοχηµικές ή Οπτικές
3. ∆ιάφορες
Ηλεκροχηµικές Τεχνικές
Βασίζονται στη µέτρηση µε όργανα των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των ουσιών
Ικανότητα οξειδώσεως ή αναγωγής
Ικανότητα αναπτύξεως διαφοράς δυναµικού σε επαφή µε ηλεκτροχηµική µεµβράνη
Φασµατοσκοπικές Τεχνικές
Βασίζονται στην αλληλεπίδραση ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας και δείγµατος:
Μέτρηση εκπεµπόµενης ακτινοβολίας
Μέτρηση απορροφούµενης ακτινοβολίας
Μέτρηση σκεδαζόµενης ακτινοβολίας
Ειδικές Τεχνικές
Οι υπόλοιπες (π.χ. κινητικές,θερµοµετρικές, ραδιοχηµικές, ανοσοχηµικές, κλπ)

13
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Χρωµατογραφικές (κυρίως): Τα συστατικά του δείγµατος διαχωρίζονται και ανιχνεύονται


µε οπτικές ή ηλεκτρικές τεχνικές
Στάδια Ενόργανης Τεχνικής Ανάλυσης
1. Παραγωγή σήµατος
2. Ανίχνευση σήµατος ή µετατροπή του µε µεταλλάκτη σε σήµα καταλληλότερο για
µέτρηση
3. Ενίσχυση σήµατος και παρουσίαση
Μορφή γραµµής σε καταγραφέα
Ψηφιακή µορφή
Απόκλιση βελόνας σε κλίµακα οργάνου
Παραγωγή Σήµατος
Παράγεται από το δείγµα - Εκποµπή κίτρινης ακτινοβολίας από νάτριο σε φλόγα
Υπάρχει στο όργανο και τροποποιείται από το δείγµα - Απορρόφηση ακτινοβολίας
(λυχνίας) από την ουσία

Ηλεκτροχηµικές Αναλύσεις

Οπτικές Τεχνικές

14
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ειδικές Τεχνικές

8. Χρωµατοµετρία - Φασµατοφωτοµετρία

8.1. Χρωµατοµετρία

8.1.1. Χρώµα - Φως

Χρώµα : είναι η αίσθηση που δηµιουργείται στον ανθρώπινο εγκέφαλο κατά την ανίχνευση από
τον οφθαλµό φωτεινής ακτινοβολίας συγκεκριµένου µήκους κύµατος, που προέρχεται από
αυτήν την ίδια την ακτινοβολία, είτε από ανάκλαση αυτής σε επιφάνεια που παρατηρείται, π.χ.
το λευκό, το κίτρινο, το µπλε του ουρανού, κ.λπ.
Χρώµα όµως στην καθηµερινή ζωή συνήθως ονοµάζουµε και την οργανική ή ανόργανη ουσία
που χρησιµοποιείται στο χρωµατισµό επιφάνειας, λεγόµενη και χρωστική ουσία ή βαφή (κοινώς
µπογιά).
Ο Νεύτων, το 1666 περίπου, εξέφρασε την επαναστατική για την εποχή του ιδέα ότι το λευκό
φως δεν είναι οµοιογενές, αλλά ένα καθορισµένο µίγµα πολλών διαφορετικών χρωµάτων.
Την ιδέα αυτή στήριξε αρχικά στο απλό πείραµα κατά το οποίο άφησε µια δέσµη παράλληλων
ακτίνων λευκού φωτός να προσκρούσει στην τριγωνική διατοµή ενός πρίσµατος
Παρατήρησε τότε ότι οι εξερχόµενες ακτίνες έχουν υποστεί µια ανάλυση, δηλαδή έχουν τη
µορφή µιας έγχρωµης, συνεχούς ταινίας.
Το φαινόµενο αυτό καλείται ανάλυση του φωτός και η έγχρωµη ταινία φάσµα.
Το ανθρώπινο µάτι έχει βρεθεί ότι µπορεί να ξεχωρίσει στο φάσµα 150 έως 200 ενδιάµεσες
αποχρώσεις ή όπως αλλιώς λέµε χρωµατικούς τόνους

15
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ο Maxwell, ο οποίος γύρω στα µέσα του 19ου αιώνα διατύπωσε την ηλεκτροµαγνητική θεωρία
σχετικά µε τη φύση του φωτός, υποστήριξε ότι τόσο το ορατό φως όσο και το αόρατο –
υπέρυθρο και υπεριώδες – είναι µορφές ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων που παράγονται από
ηλεκτρικές µεταβολές
Οι µελέτες που ακολούθησαν µετά έδειξαν ότι το φως δεν δρα ως συνεχές κύµα αλλά µάλλον
ως «πακέτα» ενέργειας, τα ονοµαζόµενα κβάντα ή φωτόνια.

Τα χρώµατα είναι µία κωδικοποίηση του ανθρώπινου νευρικού συστήµατος για να διακρίνει τα
µήκη κύµατος (ή τις συχνότητες) του φωτός που προσπίπτουν στο αισθητήριο όργανο της
όρασης. Τα µήκη κύµατος του φωτός που διεγείρουν τον ανθρώπινο οφθαλµό κυµαίνονται από
περίπου 4.000 Å (400 nm) µέχρι 7.000 Å (700 nm). Το ανθρώπινο µάτι ανιχνεύει µεγάλο εύρος
χρωµάτων και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ακτίνες κάθε χρώµατος έχουν συγκεκριµένο
µήκος κύµατος.
Το κόκκινο έχει το µεγαλύτερο µήκος κύµατος και το ιώδες το µικρότερο.
Το ανθρώπινο µάτι την ηµέρα έχει µέγιστη ευαισθησία στα 555 nm ενώ τη νύχτα στα 533 nm
Κάποια αντικείµενα είναι έγχρωµα γιατί από το σύνολο των ακτινοβολιών του ορατού φάσµατος
απορροφούν ορισµένες από αυτές, ενώ ανακλούν κάποιες άλλες, όπως για παράδειγµα το γρασίδι
που ανακλά µόνο το πράσινο χρώµα.
16
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Όταν στο µάτι του ανθρώπου προσπέσουν δύο ακτινοβολίες µε διαφορετικά µήκη κύµατος η
ανθρώπινη όραση συνθέτει τα χρώµατα δηµιουργώντας καινούργια. Έτσι για παράδειγµα αν
µία φωτεινή πηγή µάς φαίνεται ότι εκπέµπει κίτρινο χρώµα µπορεί αυτή να έχει µήκη κύµατος
στην περιοχή από 560 nm έως 590 nm ή να εκπέµπει ταυτόχρονα κόκκινες και πράσινες
ακτινοβολίες που όταν συντίθενται µας δίνουν κίτρινο χρώµα.

Για τη δηµιουργία των χρωµάτων δεν µας είναι απαραίτητα όλα τα µήκη κύµατος του ορατού
φωτός αλλά µόνο ορισµένα από αυτά. Με άλλα λόγια στηριζόµενοι σε κάποια χρώµατα τα οποία
ονοµάζουµε βασικά ή πρωτογενή µπορούµε να συνθέσουµε τα υπόλοιπα.Για την διευκόλυνση της
περιγραφής και της αναπαραγωγής των χρωµάτων δηµιουργήθηκαν τα λεγόµενα χρωµατικά
µοντέλα. Καθένα από αυτά βασίζεται σε συγκεκριµένα βασικά (πρωτογενή) χρώµατα

8.1.2. Ανθρώπινη όραση

Το ανθρώπινο µάτι είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος ανιχνευτής ηλεκτροµαγνητικής


ακτινοβολίας. Έρευνες δείχνουν ότι δέκα, ίσως και µόνο ένα φωτόνιο, είναι ικανά να διεγείρουν
το µάτι. Η ευαισθησία του µατιού στο υπεριώδες είναι αρκετά µικρή, λόγω της ισχυρής
απορρόφησης που παρουσιάζει σε αυτά τα µήκη κύµατος ο κερατοειδής χιτώνας αλλά και ο
φακός του µατιού. Σε ανθρώπους που τους έχει αφαιρεθεί ο φακός έχει διαπιστωθεί ότι η όραση
τους επεκτείνεται και στο υπεριώδες (λ > 300 nm).
Ανθρώπινος οφθαλµός:
Οπτικό τµήµα εστιάζει την οπτική εικόνα στους φωτοαισθητήρες
Νευρικό τµήµα µετατρέπει την οπτική εικόνα σε νευρικά ερεθίσµατα, τα οποία µεταφέρονται
στον εγκέφαλο
Το οπτικό τµήµα αποτελείται γενικά από:
1. Τον κρυσταλλοειδή φακό,
2. Την ίριδα,
3. Τον κερατοειδή χιτώνα,
17
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

4. Τον αµφιβληστροειδή χιτώνα,


χιτώνα Ο αµφιβληστροειδής περιέχει τους φωτοαισθητήρες
(οπτικά αισθητήρια κύτταρα
κύτταρα) που είναι:
5. Τα ραβδία και Τα κωνία
Ο ανθρώπινος αµφιβλειστροειδής περιέχει 100.000.000 ραβδία και 3.000.000 κωνία.
κωνία
Στον αµφιβληστροειδή χιτώνα του ανθρώπινου µατιού υπάρχουν τα κύτταρα που ονοµάζονται
φωτοϋποδοχείς ή φωτοαισθητήρες.
φωτοαισθητήρες Οι φωτοϋποδοχείς περιλαµβάνουν δύο τύπους κυττάρων τα
κωνία και τα ραβδία. Τα ραβδία είναι υπεύθυνα για την αντίληψη του αµυδρού φωτός ενώ τα
κωνία (ή κωνικά κύτταρα
κύτταρα) για την αντίληψη των χρωµάτων.

Υπάρχουν τρία είδη κωνικών κυττάρων:


κυττάρων

S-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µικρού µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 4.200 Å (420 nm). Είναι ευαίσθητα στο µπλε φως.
Μ-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µεσαίου µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 5.300 Å (530 nm). Είναι ευαίσθητα στο πράσινο φως.
L-κωνία: είναι ευαίσθητα σε φωτόνια µεγάλου µήκους κύµατος και παρουσιάζουν µέγιστη
ευαισθησία σε µήκος κύµατος περίπου 5.600 Å (560 nm). Είναι ευαίσθητα στο κόκκινο φως.
Το φως, καθώς προσπίπτει στα κωνικά κύτταρα, τα διεγείρει ανάλογα µε τα µήκη κύµατος που
περιλαµβάνει.Τα κωνικά κύτταρα στέλνουν σήµατα που φιλτράρονται µέσα από το οπτικό νεύρο
και οδηγούνται στον εγκέφαλο. Η όλη διαδικασία δηµιουργεί την τελική αντίληψη των χρωµάτων
από τον άνθρωπο. Κάθε χρώµα που αντιλαµβανόµαστε οφείλεται στους συνδυασµούς των
σηµάτων που δίνουν οι φωτοϋποδοχείς.
φωτοϋποδοχείς Έτσι, τα βασικά στοιχεία τα οποία αντιλαµβάνεται το
ανθρώπινο µάτι, είναι εντάσεις του Κόκκινου, Πράσινου και Μπλε, σε µία πολύπλοκη
διαδικασία σύνθεσης.

8.1.3. Χρωµατικό µοντέλο RGB

Το βασικότερο χαρακτηριστικό των χρωµάτων, πάνω στο οποίο στηρίζεται και η θεωρία της
τρίχρωµης οράσεως, είναι η δυνατότητα παραγωγής οποιουδήποτε χρώµατος µε ορισµένη µίξη
µόνο τριών φασµατικών χρωµάτων.
χρωµ
Τα φασµατικά αυτά χρώµατα, τα οποία ονοµάζουµε κύρια χρώµατα, είναι :
το κόκκινο (R - Red),

18
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

το πράσινο(G - Green) και το


µπλε (Β - Βlue).
Με τη µίξη των κύριων χρωµάτων σε διάφορες αναλογίες µπορούµε να πάρουµε ένα πολύ
µεγάλο αριθµό άλλων χρωµάτων, ακόµη και λευκό
Αν αναµίξουµε κόκκινο και πράσινο φως, παράγουµε κίτρινο.
Αν αναµίξουµε πράσινο και µπλε παράγουµε γαλανό (κυανό) χρώµα.
Με την ανάµιξη κόκκινου και µπλε παράγουµε πορφυρό χρώµα.
Φαίνεται ακόµη ότι αναµίξουµε τα τρία χρώµατα, µε ορισµένη αναλογία πάντα,
παράγουµε λευκό χρώµα.

Λευκό µπορούµε επίσης να πάρουµε εάν αναµίξουµε δύο µόνο χρώµατα, για παράδειγµα το
πορφυρό και το πράσινο ή το κίτρινο και το µπλε ή ακόµη το κυανό (γαλανό) και το κόκκινο.
Τα χρώµατα αυτού του ζεύγους, που αναµειγνυόµενα µας δίνουν το λευκό χρώµα, τα
ονοµάζουµε συµπληρωµατικά χρώµατα.
Αιτία της ύπαρξης των χρωµάτων είναι η ιδιότητα της ύλης να αλληλεπιδρά µε την
ηλεκτροµαγνητική ακτινοβολία, που πέφτει πάνω στην επιφάνεια της.Θα µπορούσαµε να πούµε
ότι µία έγχρωµη επιφάνεια λειτουργεί ως “φίλτρο” της ορατής ακτινοβολίας.Από το σύνολο των
µηκών κύµατος µίας παγχρωµατικής ακτινοβολίας
Ο ορισµένα µήκη κύµατος απορροφώνται από τα άτοµα, τα µόρια ή τους κρυστάλλους του
υλικού της επιφάνειαςΤα µήκη κύµατος που δεν απορροφώνται ανακλώνται και γίνονται
αντιληπτά από τον παρατηρητή.

19
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Για να ορίσουµε πλήρως την αίσθηση του φωτός ή του χρώµατος είναι αρκετό να καθορίσουµε
τρία βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι τα εξής:
η χροιά ή απόχρωση (hue)
ο κορεσµός (saturation)
η φωτεινότητα (luminance).
Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό, η χροιά, προσδιορίζει το είδος του χρώµατος, για παράδειγµα
εάν είναι κόκκινο, πράσινο κ.λπ. Με άλλα λόγια η χροιά ενός χρώµατος καθορίζει το µήκος
κύµατος το οποίο κυριαρχεί από τα υπόλοιπα του φάσµατος
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ο κορεσµός και αναφέρεται στο ποσόν της χροιάς ενός χρώµατος ή
στο βαθµό της απουσίας του λευκού φωτός από αυτό το χρώµα. Όταν δηλαδή λέµε «κορεσµό»,
εννοούµε τη διαβάθµιση του τόνου στην έντασή του. Ο κορεσµός µπορούµε επίσης να πούµε ότι
µας δίνει το βαθµό καθαρότητας ενός χρώµατος.
Το τρίτο στη σειρά βασικό χαρακτηριστικό ενός χρώµατος, είναι όπως είπαµε η φωτεινότητα. Η
φωτεινότητα µας δείχνει τη λαµπρότητα ενός χρώµατος ή την ποσότητα της φωτεινής
ανακλάσεως από ένα χρωµατιστό αντικείµενο.

8.1.4. Χρωµατοµετρία

Χρωµατοµετρία (colorimetry) είναι η επιστήµη που ασχολείται µε τον ποσοτικό προσδιορισµό


και την φυσική περιγραφή της ανθρώπινης αντίληψης του χρώµατος .
Με τη µέθοδο αυτή προσδιορίζεται:
η συγκέντρωση ενός στοιχείου ή µιας ρίζας
µε µέτρηση της απορροφήσεως του φωτός, το οποίο περνά µέσα από το υπό εξέταση
διάλυµα
µε αναφορά προς γνωστή συγκέντρωση (περιεκτικότητα) διαλύµατος του στοιχείου που
πρόκειται να προσδιορισθεί.
Αν ως πηγή φωτός χρησιµοποιείται το φυσικό φως, η µέθοδος λέγεται χρωµατοµετρία
Αν χρησιµοποιείται φως ορισµένου µήκους κύµατος, η µέθοδος λέγεται φασµατοφωτοµετρία.

20
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

8.2. Φασµατοφωτοµετρία

8.2.1. Το φως ως ηλεκτροµαγνητικό κύµα

Ο Maxwell, ο οποίος γύρω στα µέσα του 19ου αιώνα διατύπωσε την ηλεκτροµαγνητική θεωρία
σχετικά µε τη φύση του φωτός, υποστήριξε ότι τόσο το ορατό φως όσο και το αόρατο – υπέρυθρο
και υπεριώδες – είναι µορφές ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων που παράγονται από ηλεκτρικές
µεταβολές Οι µελέτες που ακολούθησαν µετά έδειξαν ότι το φως δεν δρα ως συνεχές κύµα αλλά
µάλλον ως «πακέτα» ενέργειας, τα ονοµαζόµενα κβάντα ή φωτόνια.

Χαρακτηριστικά µεγέθη ΗΜ Ακτινοβολίας


λ (µήκος κύµατος): απόσταση οµολόγων σηµείων διαδοχικών κυµάτων (µέτρηση σε mm,
µm, nm, κλπ.)
ν (συχνότητα): αριθµός κυµάτων διερχόµενων από σηµείο ανά µονάδα χρόνου (µέτρηση
σε s-1 ή Hz)
1/λ (κυµαταριθµός): αριθµός διερχόµενων κυµάτων ανά µονάδα µήκους (µέτρηση σε cm-
1
)
c = λ.ν (ταχύτητα διαδόσεως ακτινοβολίας): ανάλογη του µέσου διαδόσεως όπου για το
κενό ισούται µε 3.108 m/s
E = h.ν (ενέργεια φωτονίου)
Ρ = Ε/t (ισχύς ακτινοβολίας): ενέργεια δέσµης ακτινοβολίας η οποία προσπίπτει σε
δεδοµένη επιφάνεια ανά µονάδα χρόνου.

Όσο αυξάνεται το µήκος κύµατος της ΗΜΑ ελαττώνεται η συχνότητα και κατ’ επέκταση η
ενέργεια της ακτινοβολίας Όταν ΗΜΑ προσπέσει σε υλικό µέρος αυτής ανακλάται, πιθανόν
κάποιο µέρος απορροφάται και κατά τα άλλα διέρχεται από το υλικό.

21
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

8.2.2. Φασµατοφωτοµετρία απορρόφησης Υπεριώδους - Ορατού (UV-VIS)

Φασµοφωτοµετρία είναι η τεχνική στην οποία χρησιµοποιείται φως για τη µέτρηση της
συγκέντρωσης χηµικών ουσιών.
Οι µέθοδοι φασµατoφωτoµετρικής ανάλυσης είvαι από τις πιο συχvά χρησιµoπoιoύµενες
µεθόδους ποιοτικής και πoσoτικής αvάλυσης. Βασίζovται στηv απoρρόφηση ακτιvoβoλίας
από έvα διάλυµα.
Τo πoσό της απoρρoφoύµεvης ακτινοβολίας είvαι ανάλογο πρoς την συγκέvτρωση της πρoς
αvάλυση oυσίας στo διάλυµα. Το τµήµα του µορίου που απορροφά την ΗΜ ακτινοβολία
καλείται χρωµοφόρο.
Μετρώντας τηv απoρρόφηση της ακτινoβoλίας πoυ διέρχεται µέσω ενός διαλύµατoς, είναι
δυνατός o πoσoτικός και µε µεγάλη ακρίβεια υπoλoγισµός της συγκέντρωσης της oυσίας αυτής
στo διάλυµα.
Αvάλoγα µε τo πόσo ισχυρά απoρρoφά κάπoια συγκεκριµέvη oυσία, µικρές συγκεvτρώσεις
εvώσεωv, είvαι δυvατόv vα αvιχvευτoύv και vα µετρηθoύv σε διαλύµατα.
Επίσης κάθε µόριo ή άτoµo απoρρoφά ακτιvoβoλία σε έvα χαρακτηριστικό µήκoς κύµατoς. Αυτό
τo χρησιµoπoιείται γιά τov πoιoτικό πρoσδιoρισµό τoυ µoρίoυ ή της έvωσης σ' έvα
συγκεκριµέvo διάλυµα και στηv υπέρυθρη φασµατoφωτoµετρία για τov πρoσδιoρισµό τωv
χαρακτηριστικώv oµάδωv πoυ βρίσκovται στη συγκεκριµένη έvωση.

Τo είδoς της ακτιvoβoλίας πoυ χρησιµoπoιείται στηv φασµατoφωτoµετρία είvαι η


ηλεκτρoµαγvητική ακτιvoβoλία και µάλιστα µία πoλύ µικρή περιoχή αυτής. Η oρατή
ακτιvoβoλία κυµαίvεται από περίπoυ 400 µέχρι περίπoυ 850 nm. Η ηλεκτρoµαγvητική
ακτιvoβoλία µε µήκoς κύµατoς πέραv τωv 850 nm ovoµάζεται υπέρυθρη.
Οι περισσότερες oργαvικές ενώσεις απoρρoφoύv ακτιvoβoλία µε µήκoς κύµατoς από περίπoυ
2 µm µέχρι περίπoυ 10 µm, εvώ oι αvόργαvες εvώσεις απoρρoφoύv ακτινοβολία µε µήκoς
κύµατoς από 200 nm µέχρι περίπου 700 nm.
Οι µηχανισµοί όµως απoρρόφησης διαφέρoυv για αυτές τις δύo κατηγoρίες εvώσεωv

Μηχαvισµός απoρρόφησης.
Φως απoρρoφάται από έvα µόριo ή άτoµo µόvo όταv η εvέργεια τoυ φωτovίoυ είvαι ίση µε τηv
εvέργεια πoυ µπoρεί vα επιφέρει κάπoια αλλαγή στo µόριo ή άτoµo αυτό. Επoµέvως από
πoλυχρωµατική ακτιvoβoλία (δηλαδή ακτιvoβoλία πoυ απoτελείται από φωτόvια πoυ έχoυv
διάφoρα µήκη κύµατoς, όπως η ακτιvoβoλία πoυ πρoέρχεται από τov ήλιo) µόvo φωτόvια τα
oπoία έχoυv συγκεκριµέvα µήκη κύµατoς ή εvέργειες απoρρoφoύvται από µία oυσία, εvώ τα
άλλα δεv απoρρoφoύvται.

Οι αλλαγές πoυ συµβαίvoυv σ' έvα µόριo σαv απoτέλεσµα αυτής της απoρρόφησης µπoρεί vα
είvαι ηλεκτρovικές (αλλαγή στηv εvέργεια τωv ηλεκτovίωv τα oπoία βρίσκovται γύρω από τov
πυρήvα τoυ ατόµoυ ή τωv ατόµωv τoυ µoρίoυ), ή αλλαγές στηv δόvηση oρισµέvoυ δεσµoύ, ή
αλλαγές στη περιστρoφή µιάς oµάδας ατόµωv.
Ακτιvoβoλία µε υψηλότερη εvέργεια χρειάζεται vα επιφέρει ηλεκτρovικές αλλαγές. Οι
ηλεκτρovικές αλλαγές λoιπόv πρoκαλoύvται από απoρρόφηση υπεριώδoυς και oρατής

22
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

ακτιvoβoλίας, εvώ αλλαγές στηv δόvηση τωv δεσµώv και τηv περιστρoφή τωv διαφόρωv
oµάδωv πρoκαλoύvται από τηv απoρρόφηση υπέρυθρης ακτιvoβoλίας.
Οσo αvαφoρά τηv περιoχή της oρατής ακτιvoβoλίας τoυ φάσµατoς της ηλεκτρoµαγvητικής
ακτιvoβoλίας πoυ λαµβάvει µέρoς µία απoρρόφηση, έvα διάλυµα έχει τo χρώµα πoυ
αvτιστoιχεί στo µήκoς κύµατoς της ακτιvoβoλίας πoυ δεv απoρρoφάται από τo διάλυµα.
∆ηλαδή τo χρώµα πoυ εµείς βλέπoυµε είvαι τo συµπληρωµατικό τoυ χρώµατoς πoυ
απoρρoφάται.
Για παράδειγµα:
εάν έvα διάλυµα απoρρoφά φώς στη µπλέ περιoχή τoυ φάσµατoς (περίπoυ στα 475 nm), τότε
τo χρώµα τoυ διαλύµατoς θα είvαι κίτριvo, τo συµπληρωµατικό τoυ µπλέ. Οι περιoχές τωv
χρωµάτωv πoυ αvτιστoιχoύv σε διάφoρα µήκη κύµατoς δίδovται από τov ακόλoυθo πίvακα:

Αν απορροφηθεί ολόκληρο το φάσµα του λευκού φωτός, το υλικό φαίνεται µαύρο.


Αν δεν απορροφηθεί κανένα τµήµα του φάσµατος και ανακλαστεί ολόκληρο το ορατό φάσµα, το
υλικό φαίνεται άσπρο.
Το τµήµα του µορίου που είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση της ηλεκτροµαγνητικής
ακτινοβολίας καλείται χρωµοφόρο.
Μπορεί να είναι µια χαρακτηριστική οµάδα, ένας πολλαπλός δεσµός ή ένα σύστηµα πολλαπλών
δεσµών.
Χρωµοφόρες οµάδες: π.χ. C=C, C=O, C=N, N=N
Έγχρωµες ουσίες: είναι χηµικές ουσίες οι οποίες απορροφούν (αφαιρούν) ορισµένα τµήµατα
από το φάσµα του ορατού (λευκού) φωτός.
Κάθε ουσία η οποία απορροφά ορατό φαίνεται έγχρωµη όταν τη διαπερνά ή ανακλάται από αυτήν
λευκό φως. Οι ουσίες απορροφούν συγκεκριµένα µήκη κύµατος του λευκού φωτός και τα µάτια
µας ανιχνεύουν τα µήκη κύµατος που δεν έχουν απορροφηθεί.

Εξάρτηση της απoρρόφησης από τo µήκoς κύµατoς


Κατά τις φασµατoφωτoµετρικές µεθόδoυς αvάλυσης είvαι πoλύ χρήσιµo vα γvωρίζoυµε πoιά
µήκη κύµατoς της πρoσπίπτoυσας ακτιvoβoλίας απoρρoφoύvται ισχυρότερα.
Γι' αυτό τo σκoπό διoχετεύεται ακτιvoβoλία πoυ απoτελείται από έvα µόvo µήκoς κύµατoς επί
τoυ δείγµατoς πρoς αvάλυση, και µετρείται η απoρρόφηση τoυ φωτός.

23
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Τo ίδιo επαvαλαµβάvεται και γιά άλλα µήκη κύµατoς, κα τo πoσoστό της απoρρόφησης
απεικovίζεται σαv συvάρτηση τoυ µήκoυς κύµατoς.
Τo σχήµα πoυ λαµβάvεται ovoµάζεται φάσµα απoρρόφησης της συγκεκριµέvης oυσίας.
Η συσκευή πoυ χρησιµoπoιείται γιά µία τέτoια µέτρηση ovoµάζεται φασµατoφωτόµετρo και
εκτελεί τηv πρoαvαφερθείσα διαδικασία αυτόµατα και περίπoυ σε χρόvo εvός λεπτoύ (200 - 900
nm).
∆ύo είvαι τα κριτήρια για τηv επιλoγή εvός µήκoυς κύµατoς πρoς πoσoτική αvάλυση µιας
oυσίας:
Σε έvα oρισµέvo εύρoς µήκoυς κύµατoς (µικρό) η oυσία πρέπει vα παρoυσιάζει ισχυρά
απoρρόφηση, και
η απoρρόφηση ξέvωv oυσιώv σε αυτό τo εύρoς τoυ µήκoυς κύµατoς πρέπει vα είvαι
µηδαµιvή.

Ποσοτικοί Υπολογισµοί – Κανόνας του Beer


Ο θεµελιώδης καvόvας στov oπoίo βασίζovται oι φασµατoφωτoµετρικές µέθoδoι αvάλυσης είvαι
o καvόvας τoυ Bouguer-Beer ή Lambert-Beer, o oπoίoς συvήθως αvαφέρεται ως o καvόvας τoυ
Beer.
Αυτός o καvόvας δηλώvει ότι τo πoσό της απo τo διάλυµα απoρρoφoύµεvης ή διερχόµεvης
ακτιvoβoλίας είvαι γραµική συvάρτηση της συγκέvτρωσης της oυσίας στo διάλυµα και τoυ
πάχoυς τoυ δείγµατoς από τo oπoίo διέρχεται τo φως.
Όταν µονοχρωµατική ακτινοβολία διέρχεται από διάλυµα ουσίας Χ η ισχύς της
ακτινοβολίας µειώνεται προοδευτικά κατά µήκος της διαδροµής λόγω απορροφήσεως από την Χ.
Η ελάττωση της ισχύος ∆Ρ = Ρο-Ρ (πολλές φορές αντί Ρ η ισχύς συµβολίζεται µε Ι) εξαρτάται
από:
τη συγκέντρωση του διαλύµατος της ουσίας και
την απόσταση που διάνυσε η ακτινοβολία στο διάλυµα.

24
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ως Απορρόφηση (Α) ορίζεται ο λογάριθµος του κλάσµατος ελαττώσεως της ισχύος.

Α = log(Po/P) = -logT = log (1/T) = log (100/%T) = 2 – log%T

Όπου:
Ρο = ισχύς προσπίπτουσας ακτινοβολίας,
Ρ = ισχύς εξερχόµενης ακτινοβολίας,
Τ = διαπερατότητα
Ως ∆ιαπερατότητα (Τ) ορίζεται το κλάσµα του φωτός που περνά το δείγµα
Όταν δεν απορροφάται καθόλου φώς P=Po και Α=0
Αν το 90% του φωτός απορροφάται , το 10% διαπερνά το δείγµα και P/Po = 10 και
Α= 1
Αν µόνο το 1% του φωτός απορροφάται Α= 2

Η απορρόφηση είναι πολύ σηµαντική γιατί είναι ανάλογη της συγκέντρωσης της ουσίας που
απορροφά το φως στο δείγµα.

Νόµος Lambert-Βeer ή απλώς νόµος Beer

ή
Όπου:
ε: µοριακός συντελεστής απορρόφησης, χαρακτηριστικός για κάθε ουσία σε δεδοµένο
µήκος κύµατος (M-1.cm-1)
c: συγκέντρωση του διαλύµατος (moles/l)
b (ή l) : απόσταση που διανύει το φως-πάχος κυψελίδας (1cm)

Μοριακός συντελεστής απορρόφησης - ε, εκφράζει την απορρόφηση διαλύµατος 1Μ της ουσίας


σε συγκεκριµένο µήκος κύµατος λ.
25
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Είναι σταθερός και ανεξάρτητος από τη συγκέντρωση (σε χαµηλές συγκεντρώσεις).


ε: µια σταθερά της ουσίας που βρίσκεται στο διάλυµα για ένα:
συγκεκριµένο µήκος κύµατος
συγκεκριµένο διαλύτη
συγκεκριµένη θερµοκρασία
συγκεκριµένο pH

Προϋποθέσεις νόµου Beer


Ο νόµος Beer προϋποθέτει τα εξής:
Ο µόνος µηχανισµός αλληλεπιδράσεως ΗΜ ακτινοβολίας και ύλης είναι η απορρόφηση
Η προσπίπτουσα ακτινοβολία είναι µονοχρωµατική
Η απορρόφηση γίνεται από όγκο διαλύµατος ουσίας οµοιόµορφης διατοµής
Τα σωµατίδια που απορροφούν δρουν ανεξαρτήτως το ένα από το άλλο και ασχέτως µε το
είδος τους και το πλήθος τους.

Αποκλίσεις νόµου Beer


Ο νόµος Beer δεν ισχύει για πυκνά διαλύµατα (c > 0,01M) διότι τα µόρια της
διαλυµένης ουσίας αλληλεπιδρούν επειδή βρίσκονται πολύ κοντά το ένα µε το άλλο.
Σε πολύ µεγάλες συγκεντρώσεις η ουσία ταυτίζεται µε τον διαλύτη

8.2.3. Μέτρηση απορρόφησης-Μέθοδος της Καµπύλης Αναφοράς

Η µέτρηση της απορρόφησης του φωτός και η καταγραφή ενός φάσµατος απορρόφησης στην
περιοχή υπεριώδους‐ορατού‐υπερύθρου γίνεται µε φασµατοφωτόµετρα

26
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Απαιτήσεις
1. Φως από µια πηγή συνεχούς ακτινοβολίας
2. Μονοχρωµάτορας για την επιλογή µικρού εύρους µηκών κύµατος.
3. Κυβέτα (cuvette) ή κυψελίδα από πλαστικό ή γυαλί (VIS-ορατό) ή χαλαζία (UV-
υπεριώδες) Οι συνηθισµένες κυψελίδες έχουν πάχος 1 cm.
4. Ανιχνευτή ακτινοβολίας ο οποίος µετατρέπει το οπτικό σήµα σε ηλεκτρικό
5. Σύστηµα µετρήσεως το οποίο περιλαµβάνει έναν ενισχυτή σήµατος και ένα όργανο
αναγνώσεως ή καταγραφικό.

Έτσι:
1. Κατασκευάζω καµπύλη αναφοράς για την ουσία της οποίας την συγκέντρωση ψάχνω.
Καµπύλη αναφοράς (πρότυπη καµπύλη) είναι η γραφική παράσταση που απεικονίζει το ποσοστό
της ακτινοβολίας που απορροφάται από το διάλυµα µιας ουσίας (Χ) σε µήκος κύµατος λmax
σε σχέση µε την συγκέντρωση της ουσίας (C)

27
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

2. Μετρώ την απορρόφηση της ουσίας της οποίας τη συγκέντρωση ψάχνω να βρω.
Ο µηδενισµός του φασµατοφωτοµέτρου (αν είναι µονής δέσµης) γίνεται µε τον διαλύτη ή
τοποθετώ στην κυψελίδα του τυφλού διαλύτη (αν το φασµατοφωτόµετρο είναι διπλής δέσµης)
3. Από την καµπύλη αναφοράς και τη µετρούµενη τιµή απορρόφησης βρίσκω την
ζητούµενη συγκέντρωση.

Φασµατοφωτόµετρα Απλής και ∆ιπλής ∆έσµης


Φασµατοφωτόµετρα απλής δέσµης: Από τον µονοχρωµάτορα του οργάνου εξέρχεται µια και
µόνη δέσµη. Για την αφαίρεση της παράσιτης ακτινοβολίας υπάρχουν δυο επιλογές:

1. Εισαγωγή του τυφλού διαλύµατος (blank) στην κυψελίδα και ρύθµιση της κλίµακα
ανάγνωσης του οργάνου, ώστε να δείχνει απορρόφηση Α=0 και, ακολούθως, τοποθέτηση
του δείγµατος της προσδιοριζόµενης ουσίας και µέτρηση της απορρόφησης,
2. Πραγµατοποίηση δυο µετρήσεων απορρόφησης, τυφλού και δείγµατος και αφαίρεση του
σήµατος του τυφλού από το δείγµα.

28
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Σχηµατική παράσταση φασµατοφωτοµέτρου απ΄ληςδέσµης

Φασµατοφωτόµετρα διπλής δέσµης: Η µονοχρωµατική δέσµη που παράγεται από τον


µονοχρωµάτορα χωρίζεται σε δυο παράλληλες δέσµες της ίδιας ισχύος.
Η µια προσπίπτει στην κυψελίδα µε το τυφλό διάλυµα και η άλλη στην κυψελίδα µε το διάλυµα
του δείγµατος.
Η δέσµη που προσπίπτει στο τυφλό διάλυµα παίζει ρόλο αφαιρετικής δέσµης και στον ανιχνευτή
του φασµατοφωτοµέτρου µετριέται ο λόγος σήµα τυφλού/ σήµα δείγµατος.

Σχηµατική παράσταση φασµατοφωτοµέτρου διπλής δέσµης

8.2.4. Φασµατοφωτοµετρία υπερύθρου (IR)

Η φασµατοσκοπία υπερύθρου στηρίζεται στην αλληλεπίδραση της ύλης µε το υπέρυθρο φως. Η


αλληλεπίδραση αυτή προκαλεί αλλαγές στη διπολική ροπή του µορίου, που µελετάται
δηµιουργώντας δονήσεις. Οι δονήσεις αυτές, που εµφανίζονται σε ένα φάσµα υπερύθρου
µπορούν να µας δώσουν την ταυτότητα των χηµικών ειδών, που υπάρχουν στο δείγµα.
Χαρακτηρίζεται ως φασµατοσκοπική τεχνική µοριακής δόµησης (ή περιστροφής), καθώς η
ακτινοβολία προκαλεί διέγερση των µορίων σε υψηλότερες στάθµες δόνησης η
29
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

περιστροφής. ∆ίνει πληροφορίες σχετικά µε τις χαρακτηριστικές οµάδες που βρίσκονται στο
µόριο, ακόµα και για τον προσανατολισµό τους στον χώρο. Έχει µεγάλη εκλεκτικότητα, γι’ αυτό
και το φάσµα τους χαρακτηρίζεται ως δακτυλικό αποτύπωµα της ένωσης. Αποτελεί µια µη
καταστροφική µέθοδο ανάλυσης. Όλες σχεδόν οι µοριακές ενώσεις απορροφούν στο IR µε
ελάχιστες εξαιρέσεις όπως Ν2 και Ο2 Το φάσµα IR είναι µοναδικό για συγκεκριµένη ένωση µε
αποτέλεσµα η µέθοδος να µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ταυτοποίηση της µοριακής δοµής µιας
ένωσης. Επίσης µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την επιβεβαίωση παρουσίας µορίων των οποίων το IR
φάσµα είναι γνωστό.

Ορισµός Υπέρυθρου φάσµατος


Η υπέρυθρη περιοχή του ηλεκτροµαγνητικού φάσµατος εκτείνεται από το ορατό µέχρι τα
µικροκύµατα (14.000 cm-1 έως 10 cm-1).
Υποδιαιρείται στις περιοχές:
1. Εγγύς Υπέρυθρο (Near IR) (14.000 έως 4.000 cm-1).

2. Μέσο Υπέρυθρο (Mid-IR) (4.000 έως 400 cm-1).

3. Άπω Υπέρυθρο (Far IR) (400 έως 10 cm-1).

Το πλέον ενδιαφέρον για τη χηµική ανάλυση παρουσιάζει το Mid-IR όπου συµβαίνουν µεταβολές
της δονητικής ενέργειας των µορίων ενώ αυτά παραµένουν στη θεµελιώδη ηλεκτρονική τους
κατάσταση.

Προϋπόθεση απορροφήσεως στο Mid-IR

30
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ένα µόριο απορροφά στο Mid-IR εφ’ όσον η διπολική του ροπή µεταβάλλεται κατά τη διάρκεια
της δονήσεως, διαφορετικά η δόνηση θεωρείται ανενεργή στο IR.
Όσο µεγαλύτερη είναι η µεταβολή της διπολικής ροπής τόσο µεγαλύτερη είναι η απορρόφηση. Η
διπολική ροπή µοριακού δεσµού εξαρτάται από την διαφορά ηλεκτραρνητικότητας των ατόµων
που συνδέονται.
Τα λαµβανόµενα φάσµατα υπερύθρου χαρακτηρίζονται από πολλές ταινίες απορροφήσεως
µικρού εύρους.
Η υπέρυθρη ακτινοβολία προκαλεί µεταπτώσεις από την χαµηλότερη ενεργειακά δονητική
στάθµη σε διεγερµένες στάθµες της θεµελιώδους ηλεκτρονικής κατάστασης.

Είδη µοριακών δονήσεων


Οι δονήσεις διακρίνονται σε:
1. ∆ονήσεις τάσεως ή εκτατικές (ν) όπου η δόνηση γίνεται κατά µήκος του άξονα του
δεσµού αλλάζοντας την απόσταση των συνδεόµενων δονούµενων ατόµων. ∆ιακρίνονται
σε συµµετρικές και ασύµµετρες. Στην περίπτωση των δονήσεων αυτών µεταβάλλεται το
µήκος του δεσµού αναλόγως µε την κίνηση ενός αρµονικού ταλαντωτή.
2. ∆ονήσεις κάµψης ή παραµορφώσεως (δ) όπου η δόνηση επιδρά στη γεωµετρία του
µορίου µεταβάλλοντας τις γωνίες µεταξύ των µοριακών δεσµών. ∆ιακρίνονται σε
ψαλιδοειδείς, λικνιζόµενες, παλλόµενες και συστρεφόµενες.

Υποδιαίρεση Mid-IR
Οι απορροφήσεις µορίου στο Mid-IR συσχετίζονται µε δύο τύπους δονήσεων, τις δονήσεις των
χαρακτηριστικών οµάδων και των πολλαπλών δεσµών και τις δονήσεις του σκελετού του µορίου.
4000έως 2700 cm-1: απορροφούν σ-δεσµοί βραχείς (C-H, O-H, N-H. S-H, Cl-H, κλπ.)
δίνοντας δονήσεις τάσεως.
2700 έως 2000 cm-1: απορροφούν οι τριπλοί δεσµοί (CC, CN) ή διαδοχικοί διπλοί
(C=C=C, N=C=O) δίνοντας δονήσεις τάσεως.
2000 έως 1500 cm-1: απορροφούν οι διπλοί δεσµοί (C=C, C=N, Ν=Ο, C=Ο, κλπ) δίνοντας
δονήσεις τάσεως.

31
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε)
(Ε Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

περιοχή δακτυλικού αποτυπώµατος): απορροφούν οι υπόλοιποι σ-δεσµοί


1500 έως 400 cm-1 (περιοχή
(C-C, O-N, N-C. S-O,
O, Cl-C,
Cl κλπ.) δίνοντας δονήσεις τάσεως. Στην περιοχή αυτή αναµένονται
όλες οι δονήσεις του µοριακού
µορι σκελετού ή αλυσίδας, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές της
µοριακής δοµής και των αλληλεπιδράσεων στο µόριο και ως εκ τούτου παρέχουν το
δακτυλικό αποτύπωµα του µορίου.
µορίου

Αποτίµηση και ερµηνεία φασµάτων IR


Για την ερµηνεία των φασµάτων IR ισχύουν τα εξής:
Οι απορροφήσεις χαρακτηριστικών ή δραστικών οµάδων εµφανίζονται στην περιοχή
4000-1500 cm-1.
Οι απορροφήσεις σκελετού εµφανίζονται στην περιοχή κάτω των 1500 cm-1 cm (περιοχή
δακτυλικών αποτυπωµάτων).
αποτυπωµάτων
Οι χαρακτηριστικές οµάδες δίνουν απορροφήσεις, που εξαρτώνται από τη θέση τους στο
µόριο. Οι πίνακες IR µε τις χαρακτηριστικές απορροφήσεις (δραστικών
δραστικών οµάδων και
σκελετού) οργανικών ενώσεων δίνουν τις γενικές εκτιµήσεις των περιοχών που
απορροφούν από την βιβλιογραφία
βιβλιογραφία.
Οι απορροφήσεις διακρίνονται ανάλογα µε την έντασή τους σε ισχυρές (strong, s), µέτριες
(medium, m), ασθενείς (weak, w) και πλατιές (broad, br). Η σύγκριση αυτή είναι ποιοτική
και πρέπει να γίνεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες συγκέντρωσης
συγκέντρωσης, χρόνου σάρωσης κ.λπ.

32
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Το φάσµα IR έχει τεταγµένη την % διαπερατότητα του δείγµατος και τετµηµένη τον κυµαταριθµό
σε cm-1.
Κυµαταριθµός
Συνήθως στο IR αντί του µήκους κύµατος ή της συχνότητας χρησιµοποιείται η έννοια του
κυµαταριθµού ο οποίος ορίζεται σαν το πηλίκο της συχνότητας της ακτινοβολίας προς την
ταχύτητα του φωτός.

Η απορρόφηση εµφανίζεται ως ανάποδη κορυφή και χαρακτηρίζεται από τον κυµαταριθµό και
την ένταση
Το φάσµα περιλαµβάνει δεκάδες περιοχές απορρόφησης, πράγµα που το κάνει πολύπλοκο αλλά
και χρήσιµο καθώς µπορεί να λειτουργήσει σας είδος αποτυπώµατος.
Η ταυτοποίησης µιας ουσίας µπορεί να γίνει µε σύγκριση του φάσµατός της µε το φάσµα της
πρότυπης ουσίας.

Οργανολογία Φασµατοφωτοµέτρου IR

Ως πηγή ακτινοβολίας χρησιµοποιούνται συνήθως οι λυχνίες πυρακτώσεως Nerst και Globar. Η


θέση του µονοχρωµάτορα είναι µετά το δείγµα και αυτό γιατί η υπεριώδης ακτινοβολία έχει
υψηλή ενέργεια και προκαλεί αλλοίωση του δείγµατος. Οι ανιχνευτές που χρησιµοποιούνται για
την φασµατοσκοπία υπερύθρου είναι θερµικοί (θερµοζεύγη) οι οποίοι προσδιορίζουν την
θερµότητα που παράγεται κατά την απορρόφηση της ακτινοβολίας.
Σε ένα φασµατοφωτόµετρο υπερύθρου (IR) υπάρχουν βασικά σηµεία ίδια µε ένα
φασµατοφωτόµετρου ορατού – υπεριώδους. Στην εικόνα παρακάτω απεικονίζονται τα βασικά
µέρη ενός τέτοιου οργάνου.
Παρατηρείται ως πηγή ακτινοβολίας (Globar – σηµείο 1) να χρησιµοποιείται µια λυχνία από
κεραµικό υλικό, η οποία µετά από ηλεκτρική θέρµανση στους 1600 °C δίνει ένα µεγάλο µέρος
33
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

της σε υπέρυθρη ακτινοβολία η οποία χρησιµοποιείται ως πηγή ακτινοβολίας. Οι κυψελίδες που


χρησιµοποιούνται σε αυτό το φασµατοφωτόµετρο έχουν παράθυρα CaF2. Στην συνέχεια η
υπέρυθρη ακτινοβολίας προχωρά προς τους καθρέφτες µέσω οπτικών.
Στο σηµείο 2 είναι ο διαχωριστής δέσµης BMS (beamspilitter) και το συµβολόµετρο το οποίο
εισάγει την οπτική διαδροµή (δ).
Στο σηµείο 3 βρίσκεται το δείγµα, στο οποίο µέσω άλλων οπτικών η υπέρυθρη ακτινοβολία
φεύγει από το διαµέρισµα του συµβολόµετρου και κατευθύνεται προς το δείγµα όπου και
εστιάζεται.
Στο σηµείο 4 η δέσµη κατευθύνεται µέσω των κατάλληλων οπτικών στο ανιχνευτή. Ο ανιχνευτής
που χρησιµοποιείται είναι θερµικός µε αποτέλεσµα να µετατρέπει την ακτινοβολία σε θερµική
ενέργεια. Η µεταβολή της θερµοκρασίας µετριέται µε ένα θερµοστοιχείο, η λειτουργία του οποίου
οφείλεται στην αύξηση της θερµοκρασίας που προκαλείται λόγω της αύξησης του ηλεκτρικού
δυναµικού. Η δέσµη η οποία ανιχνεύει ο ανιχνευτής είναι το σύνολο της υπέρυθρης ακτινοβολίας
που διαπέρασε το δείγµα.

34
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

9. Χρωµατογραφία

9.1. Γενικά
Η λέξη χρωµατoγραφία πρoέρχεται από µία παλιά τεχνική, η oπoία χρησιµoπoιήθηκε για πρώτη
φoρά τo 1906 για vα διαχωρίσει χρώµατα πoυ βρίσκovται σε φυτά. Η χρωµατoγραφία είvαι µια
µέθoδoς διαχωρισµoύ διαφόρωv oυσιώv σε έvα µίγµα. Τα διάφoρα συστατικά τoυ µίγµατoς
διαvέµovται σε δύo φάσεις: σε µία κιvητή φάση και σε µία στάσιµη φάση. Ο διαχωρισµός
επιτυγχάvεται διότι τα συστατικά κιvoύvται µε διαφoρετική ταχύτητα µέσα από τη στάσιµη
φάση. Η ταχύτητα µε τηv oπoία κιvoύvται τα διάφoρα συστατικά εξαρτάται κυρίως από τo
µoριακό βάρoς και τη µoριακή δoµή τoυ κάθε συστατικoύ ή oυσίας, καθώς και τη φύση της
στάσιµης φάσης.
Υπάρχoυv διάφoρες µέθoδoι χρωµατoγραφίας oι oπoίες χρησιµoπoιoύvται στηv εφαρµoγή..
Εάv ovoµάσoυµε πρώτα τηv κιvoύµεvη φάση και µετά τηv στάσιµη φάση έχoυµε τις ακόλoυθες
µεθόδoυς χρωµατoγραφίας:
1) υγρά-υγρά (χρωµατογραφία),
2) υγρά-στερεά,
3) αέρια-υγρά και
4) αέρια-στερεά.
∆ιαχωρισµoί στoύς oπoίoυς η στερεά φάση είvαι έvας εvαλάκτης ιόvτωv o oπoίoς εvαλάσσει έvα
ιόv γιά έvα άλλo, αvήκoυv στηv κατηγoρία της Ιοντικής χρωµατoγραφίας.
Η χρωµατoγραφία αέριας φάσης (Gas or Vapor Phase Chromatography ή GC) απoτελείται
από τηv αέρια-υγρά και τηv αέρια-στερεά χρωµατoγραφία.
Η χρωµατoγραφία υγράς φάσης (Liquid Phase Chromatography ή LC) απoτελείται από τηv υγρά-
υγρά και τηv υγρά-στερεά χρωµατoγραφία.
Μία στήλη συvήθως χρησιµoπoιείται γιά χρωµατoγραφικoύς διαχωρισµoύς. Αvτί της στήλης
όµως µπoρεί επίσης vα χρησιµoπoιηθεί και έvα φύλλo εvός υλικoύ τo oπoίo συγρατεί τη στάσιµη
φάση. Αυτή η τεχvική ovoµάζεται "χρωµατoγραφία σε ΄χαρτί" (Paper Chromatography) όταv
χρησιµoπoιείται έvα πoρώδες φύλλo χαρτιoύ, και "Χρωµατoγραφία Λεπτής Στoιβάδας" (Thin
Layer Chromatography) όταv χρησιµoπoιείται έvα φύλλo πλαστικoύ ή γυαλιoύ επιχρισµέvo µε
έvα στερεό απoρρoφητικό υλικό.
Ανάλογα µε την αρχή στην οποία στηρίζεται ο διαχωρισµός, η χρωµατογραφία χαρακτηρίζεται
σαν κατανοµής, προσρόφησης, ιονανταλλαγής ή πηκτής.
Στην χρωµατογραφία κατανοµής η στατική φάση αποτελείται από ένα λεπτό σώµα υγρού
προσροφηµένου στην επιφάνεια ενός αδρανούς υλικού. Ο διαχωρισµός στηρίζεται στον
διαφορετικό συντελεστή κατανοµής των συστατικών ενός µίγµατος σε ορισµένο σύστηµα
διαλυτών.
Στην χρωµατογραφία προσρόφησης, η κινούµενη φάση είναι υγρή και η στατική ένα
λεπτοτριµµένο στερεό υλικό µε προσροφητικές ιδιότητες. Ο διαχωρισµός στηρίζεται στην
εκλεκτική προσρόφηση των συστατικών του µίγµατος πάνω στην επιφάνεια του στερεού
Στην χρωµατογραφία ιονανταλλαγής διαχωρίζουµε µίγµα ουσιών διαφορετικής ιοντικής
ισχύος. Οι δυνάµεις συγκράτησης µεταξύ των συστατικών του µίγµατος και της στερεής φάσης
είναι ηλεκτροστατικής φύσης.
Στην χρωµατογραφία πηκτής την στατική φάση αποτελεί πορώδες υλικό υπό την µορφή
πηκτής, το οποίο ανάλογα µε το µέγεθος των πόρων του είναι δυνατόν να διαχωρίσει µίγµα
35
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

ουσιών που διαφέρουν σηµαντικά στην τιµή του µοριακού τους βάρους. Η χρωµατογραφία
πηκτής στηρίζεται στο φαινόµενο της διάχυσης των ουσιών σχετικά µικρού µοριακού βάρους
εντός της πηκτής. Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται ταξινοµηµένες οι µέθοδοι χρωµατογραφικής
ανάλυσης.

9.2. Βασικές Αρχές Χρωµατογραφίας


Ποσότητα δείγµατος, δύο συστατικών Α και Β, προστίθεται στην κορυφή (αρχή) της στήλης. Τα
συστατικά κατανέµονται µεταξύ στατικής και κινητής φάσης. Το κλάσµα κάθε συστατικού που
βρίσκεται στην κινητή φάση µετακινείται στη στήλη, έρχεται σε επαφή µε νέο τµήµα της
36
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

στατικής φάσης οπότε και έχουµε νέα κατανοµή. Το κλάσµα που βρισκόταν στη στατική φάση,
έρχεται σε επαφή µε την κινητή φάση οπότε και έχουµε νέα κατανοµή. Η διαδικασία
επαναλαµβάνεται καθώς διαβιβάζεται νέα κινητή φάση. Τα συστατικά µετακινούνται µόνο όταν
βρίσκονται στην κινητή φάση, µε ταχύτητα η οποία εξαρτάται από τον χρόνο παραµονής τους σε
αυτή

Η κατανοµή των συστατικών του µείγµατος µεταξύ κινητής και στατικής φάσης περιγράφεται µε
τον συντελεστή κατανοµής Κ:

όπου Cs και Cm η συγκέντρωση ενός συστατικού του µίγµατος στην στατική και την κινητή
φάση αντίστοιχα

ΟΡΙΣΜΟΙ - ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ


Η κινητή φάση(υγρό η αέριο) ονοµάζεται υγρό εκλούσεως (eluent)
Το διάλυµα που εξέρχεται από τη στήλη έκλουσµα (eluate)
Η διαδικασία ονοµάζεται έκλουση (elution) και αν η παροχή κινητής φάσης γίνεται µε σταθερή
ταχύτητα γραµµική έκλουση.
Στο τέλος της στήλης τοποθετείται ανιχνευτής που παρακολουθεί µια αναλυτική ιδιότητα και
παράγει σήµα κάθε φορά που εκλούεται ένα συστατικό (χρωµατογραφική κορυφή - peak)
Το διάγραµµα του σήµατος συναρτήσει του όγκου η του χρόνου ονοµάζεται χρωµατογράφηµα.
Τα χρωµατογραφήµατα παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση.
Ειδικότερα:

37
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ ή ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ (tR): ο χρόνος που χρειάζεται από τη


στιγµή εισαγωγής του δείγµατος µέχρι τη στιγµή που η κορυφή της ουσίας φτάνει στον
ανιχνευτή
ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (tM): o χρόνος που χρειάζεται µια µη κατακρατούµενη ουσία για να
φτάσει στον ανιχνευτή
ΑΝΗΓΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ ( t΄R): t΄R = tR - tM
ΟΓΚΟΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ (VR): O όγκος της κινητής φάσης που χρειάζεται να διέλθει από
τη στατική φάση για να εκλουστεί µια ουσία
VR = tR * F,
όπου F: η ταχύτητα ροής της κινητής φάσης (mL/min)
ΝΕΚΡΟΣ ΟΓΚΟΣ (VΜ): Ο όγκος της κινητής φάσης στη στήλη VΜ = tΜ * F
ΑΝΗΓΜΕΝΟΣ ΟΓΚΟΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ (V’R): V’R = t’R * F

Ρυθµισµένος χρόνος κατακράτησης: ο χρόνος που απαιτείται για να µετακινηθεί µια ουσία σε
όλο το µήκος της στήλης πέραν του χρόνου τον οποίο χρειάζεται ο διαλύτης ο οποίος δεν
κατακρατείται.
Ταχύτητα ροής όγκου: όγκος κινητής φάσης που διέρχεται µέσω της στήλης ανά µονάδα
χρόνου.
Γραµµική ταχύτητα ροής: απόσταση ανά µονάδα χρόνου που διανύει ο διαλύτης.
∆ιάχυση: Η µετακίνηση µορίων από µια περιοχή υψηλότερης συγκέντρωσης σε αντίστοιχη
χαµηλότερης συγκέντρωσης µε τυχαία κίνηση των µορίων.
Συντελεστής διάχυσης: µετρά την ταχύτητα µε την οποία κάποια ουσία κινείται τυχαία υπό
συνθήκες διαφορετικής συγκέντρωσης. Στα υγρά 104 φορές βραδύτερη απ’ ότι στα αέρια.

Το µέγεθος της συγκρατήσεως µιας ουσίας εκφράζεται από τον λόγο συγκρατήσεως η
επιβραδύνσεως RF (retention ratio)

Οι όγκοι και χρόνοι που απαιτούνται για να διέλθουν το υγρό εκλούσεως και η ουσία από τη
στήλη είναι αντιστρόφως ανάλογοι των µέσων ταχυτήτων τους.

όπου L = µήκος της στήλης

9.3. θεωρία Πλακών

Κατά τη έκλουση συµβαίνουν δυο αντίθετες διαδικασίες:


Τα συστατικά του µείγµατος µετακινούνται στη στήλη µε διαφορετική ταχύτητα
Τα µόρια κάθε συστατικού διασπείρονται από µια λεπτή ζώνη σε µια πιο ευρύτερη
38
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Η πρώτη διαδικασία (µετανάστευση) προκαλεί τον διαχωρισµό, η δεύτερη (διεύρυνση) τείνει να


τα κρατήσει αναµειγµένα.
Για να επιτευχθεί διαχωρισµός πρέπει τα συστατικά να µετακινούνται χωριστά ταχύτερα απ’ ότι
διευρύνονται. Μια χρωµατογραφική στήλη είναι τόσο αποτελεσµατικότερη, όσο µικρότερη
διεύρυνση προκαλεί (για δεδοµένο όγκο συγκρατήσεως). Η διεύρυνση (παραµόρφωση) ζώνης
είναι ανεπιθύµητη γιατί αφενός δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητικός διαχωρισµός των συστατικών
του µίγµατος αφετέρου οι πολύ διευρυµένες κορυφές είναι ακατάλληλες για ποσοτική ανάλυση
Μια θεωρία που συνδυάζει τη διεύρυνση µε τη µετακίνηση είναι η θεωρία των πλακών όπου η
κίνηση µιας ουσίας θεωρείται σαν µετακίνηση µέσω διαδοχικών θαλάµων (ζωνών)
εξισορροπήσεως που ονοµάζονται Θεωρητικές πλάκες.
Η θεωρητική πλάκα είναι µια φανταστική έννοια και ισοδυναµεί µε τον απαιτούµενο όγκο της
στήλης, ώστε µέσα σ’ αυτόν να αποκαθίσταται ισορροπία µεταξύ της στατικής και κινητής
φάσης.
Η αποτελεσµατικότητα της στήλης χαρακτηρίζεται από την λεπτότητα µιας θεωρητικής πλάκας η το
ύψος ισοδύναµο µε µια θεωρητική πλάκα (ΥΙΘΠ).

Όπου
• n = αριθµός θεωρητικών πλακών
• L = µήκος της στήλη
Για ένα καθορισµένο µήκος στήλης, όσο µεγαλύτερος είναι ο n τόσο στενότερες είναι οι κορυφές
και τόσο αποτελεσµατικότερη είναι η στήλη. ∆ηλαδή από δύο στήλες µε ίδιο µήκος εκείνη που
έχει µεγαλύτερο αριθµό θεωρητικών πλακών, n, θα δίνει οξύτερες κορυφές και συνεπώς
καλύτερο διαχωρισµό µεταξύ ουσιών που έχουν παραπλήσιους όγκους (χρόνους) ανάσχεσης.
Επιπλέον για δεδοµένη στήλη, το εύρος W µιας κορυφής είναι ανάλογο µε τον όγκο (ή χρόνο)
ανάσχεσης. Εποµένως οι κορυφές συνεχώς θα διευρύνονται από την αρχή έως το τέλος του
χρωµατογραφήµατος, µε συνέπεια η παρατεταµένη έκλουση να εκφυλίζει την κανονική κατανοµή
της κορυφής. Ο αριθµός των θεωρητικών πλακών n εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο πλήρωσης
της στήλης και το µέγεθος των σωµατιδίων της στήλης

9.4. Χρωµατογραφία Στήλης


Στη χρωµατογραφία προσρόφησης επί στήλης η οποία ονοµάζεται και κλασσική χρωµατογραφία
η στερεά φάση είναι µία προσροφητική ουσία ή µίγµα τέτοιων ουσιών, που βρίσκεται σε µορφή
στήλης µέσα σε γυάλινο σωλήνα. Η κινητή φάση είναι ένας οργανικός διαλύτης. Ο διαχωρισµός
των συστατικών του µίγµατος βασίζεται στο διαφορετικό βαθµό προσρόφησης των
συστατικών του µίγµατος στη στερεά φάση και στη διαφορετική διαλυτότητά τους στη
κινητή φάση. Η ταχύτητα µετακίνησης µιας ουσίας κατά µήκος της στήλης εξαρτάται από τον
ανταγωνισµό του προσροφητικού µέσου και του διαλύτη για αυτήν.
Η εφαρµογή της τεχνικής αυτής έχει ως εξής: µέσα σε γυάλινο σωλήνα τοποθετείται κατάλληλο
προσροφητικό υλικό δηµιουργώντας έτσι την προσροφητική στήλη δια µέσου της οποίας
διαβιβάζεται το διάλυµα των προς διαχωρισµό ουσιών. Οι ουσίες διαχωρίζονται στη στήλη λόγω
διαφορετικής προσρόφησης και εµφανίζονται σε διαφορετικά ύψη υπό µορφή ζωνών ή
δακτυλίων.

39
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Μετά την απόθεση του µίγµατος των ουσιών στην κορυφή της στήλης, διαβιβάζεται στη στήλη το
εκλουστικό υγρό ή η κινητή φάση, που µπορεί να είναι ένας διαλύτης ή µίγµα διαλυτών. Οι
προσροφηθείσες ουσίες αναδιαλύονται και προσροφούνται εκ νέου σε χαµηλότερα σηµεία της
στήλης. Έτσι µε διαδοχικές προσροφήσεις και εκροφήσεις µε τη συνεχή διαβίβαση του
εκλουστικού υγρού επιτυγχάνεται ο πλήρης διαχωρισµός των ουσιών κατά ζώνες, από πάνω προς
τα κάτω κατά σειρά µειούµενης έντασης προσρόφησής τους.
Το στάδιο αυτό ονοµάζεται ανάπτυξη. Κατόπιν ακολουθεί η παραλαβή των ουσιών που
διαχωρίστηκαν προηγουµένως µε τη χρήση κατάλληλων διαλυτών. Το στάδιο παραλαβής
ονοµάζεται ανάληψη ή έκλουση.
Οι Α και Β διαχωρίζονται µε χρωµατογραφία στήλης µε µια κινητή φάση. Η έκλουση συνίσταται
στην παραλαβή των µορίων (ή ιόντων) των ουσιών από τη στήλη µε συνεχή προσθήκη διαλύτη.
Τα συστατικά του δείγµατος κατανέµονται µεταξύ των δύο φάσεων.
Χρωµατογράφηµα. Λαµβάνεται όταν ένας ανιχνευτής που αποκρίνεται στη συγκέντρωση των
διαλυµένων ουσιών τοποθετηθεί στην έξοδο της στήλης και το σήµα του καταγραφεί ως
συνάρτηση του χρόνου.

40
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Οι ανιχνευτές πρέπει να είναι πολύ περισσότερο ευαίσθητοι, απ' όσο θα χρειαζόταν, εάν η
διαδικασία του διαχωρισµού δεν ήταν απαραίτητη.

Κατατοµές (profiles) συγκεντρώσεων των διαλυµένων ουσιών A και Β σε ένα πρώιµο (t1) και
ένα µετέπειτα (t2) στάδιο της έκλουσης από τη χρωµατογραφική στήλη

Η ουσία Α κατακρατείται ισχυρότερα και εποµένως η µετανάστευσή της πραγµατοποιείται µε


βραδύτερο ρυθµό. Η µετακίνηση προς την έξοδο της στήλης συνοδεύεται από αύξηση της
απόστασης µεταξύ των ζωνών. Παράλληλα, οι ζώνες διευρύνονται. Είναι δυνατόν να βρεθούν
συνθήκες κάτω από τις οποίες η διεύρυνση πραγµατοποιείται µε βραδύτερο ρυθµό σε σχέση µε
τον διαχωρισµό των ζωνών.
Πλήρης διαχωρισµός των ουσιών είναι εφικτός, αρκεί να είναι µεγάλο το µήκος της στήλης

9.5. Χρωµατογραφία Αέριας Φάσης ή Αέρια Χρωµατογραφία (GC)


Η αέρια χρωµατογραφία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ως αναλυτική τεχνική τα τελευταία τριάντα
χρόνια. Η τεχνική αυτή είναι σχετικά απλή εάν λάβουµε υπ’ όψιν τις µεγάλες δυνατότητες
εφαρµογής που παρέχει.Στην αέρια χρωµατογραφία χρησιµοποιείται ως κινητή φάση ένα αέριο
(φέρον αέριο), το οποίο συνήθως είναι άζωτο, αργό ή υδρογόνο, και ως σταθερή φάση είτε µία
στερεή (αέρια-στερεή χρωµατογραφία, Gas Solid Chromatography, GSC), είτε µία υγρή
ουσία(αέρια-υγρή χρωµατογραφία, Gas Liquid Chromatography, GLC). Πιο συχνή εφαρµογή έχει
η δεύτερη, δηλαδή η αέρια-υγρή χρωµατογραφία.
Στην τεχνική της αέριας-υγρής χρωµατογραφίας ο διαχωρισµός των συστατικών βασίζεται στην
κατανοµή τους µεταξύ ενός µη πτητικού υγρού (στατική φάση), καθηλωµένου σε στερεό φορέα ή
στα τοιχώµατα ανοικτών τριχοειδών στηλών και του φέροντος αερίου (κινητή φάση). Ο
διαχωρισµός οφείλεται στις διαφορετικές δυνάµεις συγκράτησης και έκλουσης µεταξύ των
συστατικών του µείγµατος και του υλικού πλήρωσης της στήλης κατά τη ροή του φέροντος
αερίου.
Η επιτυχής χρησιµοποίηση του αερίου ως κινητή φάση σ’ ένα χρωµατογραφικό σύστηµα
οφείλεται στα εξής πλεονεκτήµατα:
• Το χαµηλό ιξώδες των αερίων επιτρέπει τη χρήση στηλών µεγάλου µήκους, αυξάνοντας έτσι
την αποτελεσµατικότητα της στήλης.
• Η αδράνεια των αερίων όσον αφορά την αλληλεπίδραση τους µε τα προς προσδιορισµό
συστατικά καθιστά την ισορροπία κατανοµής µεταξύ των δύο φάσεων πρακτικώς ανεξάρτητη
από το αέριο.

41
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

• Υπάρχουν πολλοί απλοί, ευαίσθητοι και ταχείας αποκρίσεως ανιχνευτές, ικανοί να


παρακολουθούν τις συγκεντρώσεις των ουσιών στην αέρια φάση.

Η σχηµατική απεικόνιση των βασικών µερών ενός αερίου χρωµατογράφου φαίνεται στο
παρακάτω σχήµα.

Το φέρον αέριο από τη φιάλη υψηλής πίεσης, που βρίσκεται στο σηµείο Α, οδηγείται µέσω
ρυθµιστών παροχής που βρίσκονται στο σηµείο Β στη στήλη ∆. Στο σηµείο Γ βρίσκεται η
βαλβίδα εισαγωγής του δείγµατος. Τα συστατικά του δείγµατος συµπαρασύρονται από το φέρον
αέριο κατά µήκος της στήλης και διαχωρίζονται. Στη συνέχεια τα κλάσµατα ανιχνεύονται από τον
ανιχνευτή Ε και τα σήµατα καταγράφονται από το καταγραφικό ή οδηγούνται σε υπολογιστή.
Τέλος υπάρχει µια διάταξη Η όπου συλλέγονται τα διάφορα κλάσµατα και στη θέση Θ ένα
ροόµετρο που ελέγχει την ταχύτητα ροής του φέροντος αερίου
Η GLC χρησιµοποιείται ευρύτατα στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση, κυρίως για την
ανίχνευση, την ταυτοποίηση και τον προσδιορισµό οργανικών ουσιών σε πολύπλοκα δείγµατα,
όπως επίσης και στον προσδιορισµό διαφόρων φυσικοχηµικών µεγεθών. Οι κυριότερες
αναλυτικές εφαρµογές της GLC είναι οι αναλύσεις πετρελαιοειδών, φυσικών προϊόντων,
βιολογικών δειγµάτων, τροφίµων, αιθέριων ελαίων, εντοµοκτόνων, παρασιτοκτόνων, στεροειδών
ορµονών, ναρκωτικών και αναλύσεις για τον έλεγχο της ρύπανσης το περιβάλλοντος. Η
οργανολογία της µεθόδου δεν είναι περίπλοκη και είναι απλή σε λειτουργία. Η µέθοδος απαιτεί
µικρές ποσότητες δείγµατος µε απλή συνήθως προκατεργασία, είναι υψηλής ακρίβειας και
µεγάλης ευαισθησίας (ppb, ppt) και σχετικά χαµηλού κόστους.
Για την υπερνίκηση δυσκολιών, που παρουσιάζονται κατά την ανάλυση πολύπλοκων µειγµάτων
µε την GLC, αυτή συχνά συνδυάζεται µε άλλες τεχνικές ανάλυσης όπως χρωµατογραφία λεπτής
στοιβάδας, φασµατοφωτοµετρία, φασµατοµετρία µαζών κ.α. Ο συνδυασµός γίνεται είτε µε
ανάλυση των εκλουσµάτων που συλλέγονται, είτε µε απ’ ευθείας σύνδεση του αερίου
χρωµατογράφου µε το όργανο της βοηθητικής αναλυτικής τεχνικής. Η δεύτερη περίπτωση
παρέχει αναλυτικά συστήµατα εξαιρετικής εκλεκτικότητας και αξιοπιστίας. Τα κυριότερα από
αυτά είναι ο αεριοχρωµατογράφος-φασµατογράφος µαζών (GC-MS) και ο αεριοχρωµατογράφος-
φασµατοφωτόµετρο υπερύθρου µε µετασχηµατισµό Fourier (GC-FTIR).

Αρχή Μεθόδου
Ο διαχωρισµός επιτυγχάνεται µε κατανοµή του αναλύτη µεταξύ µιας αέριας κινητής φάσης
(φέρον αέριο) και µιας υγρής µη πτητικής φάσης, ακινητοποιηµένης σε αδρανές στερεό
υπόστρωµα ή στα τοιχώµατα ανοικτών τριχοειδών στηλών (χρωµατογραφία αερίου-υγρού).
H κινητή φάση δεν αλληλεπιδρά µε τα µόρια του αναλύτη. Ο ρόλος της είναι η διακίνηση του
αναλύτη κατά µήκος της στήλης.

42
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Ο διαχωρισµός οφείλεται στην κίνηση των συστατικών µε διαφορετικές ταχύτητες εντός της
στήλης, που εξαρτώνται από την τάση ατµών τους και την φυσικοχηµική τους συγγένεια µε τη
στατική φάση.

Σύστηµα εισαγωγής δείγµατος


Το δείγµα ενίεται, µέσω καταλλήλου στοµίου εισαγωγής από θερµοανθεκτικό υλικό που δρα ως
βαλβίδα, στον εισαγωγέα (injector) (γυάλινος σωλήνας) µε µικροσύριγγα, όπου εξατµίζεται
ταχύτατα. Η εισαγωγή του δείγµατος πρέπει να είναι ακαριαία.
Όσο µικρότερος είναι ο όγκος του ενεσίµου δείγµατος τόσο µεγαλύτερη η διαχωριστική
ικανότητα. Η θερµοκρασία του εισαγωγέα πρέπει να είναι υψηλότερη από τη θερµοκρασία της
στήλης (και του Σηµείου Ζέσεως των συστατικών) ώστε να επιτυγχάνεται άµεση εξαέρωση του
δείγµατος και παραλαβή των ατµών του από το φέρον αέριο.

Κινητή φάση – Φέρον αέριο


Οι ατµοί του δείγµατος εγχέονται στην κεφαλή της χρωµατογραφικής στήλης (στατική φάση)
παρασυρόµενοι από το φέρον αέριο.
Το φέρον αέριο πρέπει να χαρακτηρίζεται από χαµηλό ιξώδες. Έτσι µπορεί να επιλέγονται στήλες
µεγαλύτερου µήκους µε αυξηµένο το πλήθος των θεωρητικών πλακών και βελτίωση του
διαχωρισµού. Επίσης επιλέγονται µεγαλύτερες ταχύτητες ροής του φέροντος αερίου
επιταχύνοντας το διαχωρισµό. Το φέρον αέριο πρέπει να είναι αδρανές ως προς τα προς
διαχωρισµό συστατικά

Ποιοτικά χαρακτηριστικά χρωµατογραφικής στήλης


Η διαχωριστική της ικανότητα (ΥΙΘΠ και αριθµός των θεωρητικών πλακών)
Η χωρητικότητά της
Ο απαιτούµενος χρόνος εκλούσεως για τα διαχωριζόµενα συστατικά.
Η µέγιστη θερµοκρασία λειτουργίας της στήλης που αποτελεί µέτρο της σταθερότητας και
του χρόνου ζωής της.
Η πολικότητα της στήλης η οποία επιλέγεται µε βάση το είδος των δειγµάτων που
αναλύονται.
Τα γεωµετρικά χαρακτηριστικά της στήλης (µήκος, εσωτερική διάµετρος, πάχος στιβάδας
στατικής φάσης).

43
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Κατασκευαστικά χαρακτηριστικά χρωµατογραφικών στηλών


Οι χρωµατογραφικές στήλες αποτελούνται από έναν επιµήκη σωλήνα σε µορφή σπειράµατος ή
πετάλου ώστε να καταλαµβάνει το µικρότερο δυνατό χώρο. Ο σωλήνας είναι κατασκευασµένος
από ανοξείδωτο χάλυβα, ή χαλκό, ή αργίλιο, ή ύαλο, ή πλαστικό.
Η στατική φάση µπορεί να είναι ή στερεό υπόστρωµα, ή υγρή ουσία, ή πορώδες πολυµερές, ή
κάποιο άλλο υλικό µε κατάλληλη προσροφητική ικανότητα.
Οι χρωµατογραφικές στήλες διακρίνονται σε πακεταρισµένες (packed) και σε
τριχοειδείς(capillary).

Τριχοειδείς στήλες
Έχουν µήκος από 10 έως 100m και εσωτερική διάµετρο 0,10 έως 0,50mm. Το πάχος της
στατικής φάσης η οποία τοποθετείται ως λεπτή στιβάδα στα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης
κυµαίνεται από 0,2 έως 1,0µm.
Η στατική φάση µπορεί να είναι υγρή ή στερεά ουσία η οποία συγκρατείται απευθείας από τα
εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης ή υγρή ουσία που προσδένεται σε στερεό υπόστρωµα το οποίο
καλύπτει τα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης.
Οι τριχοειδείς στήλες επιτυγχάνουν πολύ καλούς διαχωρισµούς και είναι οι πλέον διαδεδοµένες.

Τριχοειδής Στήλη

Ποιοτικά χαρακτηριστικά υγρής στατικής φάσης


Οι ουσίες που επιλέγονται ως υγρή στατική φάση διαφέρουν ως προς την πολικότητα και
την περιοχή των θερµοκρασιών όπου χρησιµοποιούνται.
Η υγρή φάση πρέπει να έχει αµελητέα τάση ατµών και µεγάλη ρευστότητα στην περιοχή
των θερµοκρασιών όπου χρησιµοποιείται.
Να είναι αδρανής χηµικά µε το φέρον αέριο και τον αναλύτη
Να αποτελεί καλό διαλύτη για τον αναλύτη και να παρέχει διαφορετικούς συντελεστές
κατανοµής για τα συστατικά που διαχωρίζονται.
Να διατίθεται στο εµπόριο σε τυποποιηµένη µορφή.

44
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Εισαγωγή δείγµατος σε τριχοειδείς στήλες


Σύστηµα εισαγωγής διαµοιρασµού (split injection): Η στήλη εισέρχεται στο κάτω
µέρος του γυάλινου σωλήνα του εισαγωγέα Το εξαερωµένο δείγµα παρασυρµένο από το
φέρον αέριο περνά από την είσοδο της στήλης και µόνο µέρος αυτού εισέρχεται στη
στήλη ενώ το υπόλοιπο αποβάλλεται. Η αναλογία διαµοιρασµού ρυθµίζεται από το
επιλεγόµενο κλάσµα του φέροντος αερίου το οποίο θα αποβάλλεται.
Σύστηµα εισαγωγής µη διαµοιρασµού (splitless injection): Το εξαερωµένο δείγµα
παρασυρµένο από το φέρον αέριο εισέρχεται συνολικά στη στήλη. Απαιτούνται στήλες
µεγαλύτερης διαµέτρου.
Σύστηµα εισαγωγής στην κορυφή της στήλης (on column injection): Το δείγµα
εισάγεται απευθείας στη στήλη µε χρήση µικροσύριγγας µε βελόνα µεγάλου µήκους που
διαπερνά όλο τον εισαγωγέα.

Πακεταρισµένες στήλες
Έχουν µήκος από 1 έως 4m και εσωτερική διάµετρο 2,0 έως 4,0mm. Το πάχος της στατικής
φάσης η οποία τοποθετείται ως λεπτή στιβάδα στα εσωτερικά τοιχώµατα της στήλης κυµαίνεται
από 0,2 έως 1,0µm. Είναι πακεταρισµένες µε κατάλληλο στερεό υπόστρωµα το οποίο
επικαλύπτεται µε τη στιβάδα υγρής ουσίας όταν η στατική φάση είναι υγρή και όχι στερεά. Οι
πακεταρισµένες στήλες δεν επιτυγχάνουν καλούς διαχωρισµούς λόγω µικρού πλήθους
θεωρητικών πλακών και διότι δίνουν κορυφές διευρυµένες λόγω διαχύσεως.

Πακεταρισµένη Στήλη

Ποιοτικά χαρακτηριστικά αεριοχρωµατογραφικού ανιχνευτή


1. Μεγάλη περιοχή αποκρίσεως για µεγάλη δυναµική περιοχή συγκεντρώσεων αναλύτη.
2. Χαµηλός θόρυβος.
3. Υψηλή ευαισθησία
4. Εκλεκτικότητα
5. Μικρός χρόνος απόκρισης.
6. Μη καταστρεπτικός.
7. Υψηλή αξιοπιστία.

45
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Αεριοχρωµατογράφος Agilent 6890 Series Gas Chromatograph

46
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Παράρτηµα
1. Πλεονεκτήµατα και Μειονεκτήµατα Φασµατοφωτοµετρικών Μεθόδων
Γενικά οι φασµατοσκοπικές µέθοδοι χηµικής ανάλυσης, όπου ανήκει και η φασµατοφωτοµετρία
UV-VIS, χρησιµοποιούνται ευρύτατα για την επίλυση διαφόρων χηµικών προβληµάτων, που
σχετίζονται µε τη δοµή, την κινητική, την ταυτοποίηση, την ποσοτική ανάλυση διαφόρων
ενώσεων, κ.α. Αυτές οι µέθοδοι έχουν πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα..

Πλεονεκτήµατα:
1. ο µικρός απαιτούµενος µέτρησης (µικρός χρόνος λήψης ενός φάσµατος)
2. η µικρή απαιτούµενη ποσότητα δείγµατος,
3. οι ήπιες συνθήκες µετρήσεως, οι οποίες επιτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις την επανάκτηση
του δείγµατος
4. η µεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία αυτών
5. η εµφάνιση εκλεκτικότητας
6. η δυνατότητα αυτοµατοποίησης της ανάλυσης σε όλα τα στάδια αυτής
Μειονεκτήµατα
1. Υστέρηση ως προς την ακρίβεια σε σχέση µε τις κλασικές µεθόδους
2. Απαίτηση για πρότυπα διαλύµατα
3. Αδυναµία µέτρησης δειγµάτων υψηλής θολότητας

2. Τα µέρη από τα οποία αποτελείται το Φασµατοφωτόµετρο


1. Η πηγή φωτός. Μια λυχνία ∆ευτερίου για την υπεριώδη περιοχή (UV) και µια λυχνία
Αλογόνου/Χαλαζία ή Βολφραµίου για την ορατή (VIS) περιοχή.
2. Το όργανο παραγωγής µονοχρωµατικής ακτινοβολίας, (επιλογέας µήκους κύµατος)
που τις περισσότερες φορές είναι ο µονοχρωµάτορας,
3. Ένα διάφραγµα µε σχισµή που κανονίζει την ένταση (Ιο) του προσπίπτοντος φωτός
4. Τον υποδοχέα δείγµατος, συνήθως Κυβέτα (cuvette) ή κυψελίδα από πλαστικό ή γυαλί
(VIS-ορατό) ή χαλαζία (UV-υπεριώδες) Οι συνηθισµένες κυψελίδες έχουν πάχος 1 cm.
5. Τον Ανιχνευτή ακτινοβολίας ο οποίος µετατρέπει το οπτικό σήµα σε ηλεκτρικό
6. Το Σύστηµα µετρήσεως, το οποίο περιλαµβάνει έναν ενισχυτή σήµατος και ένα όργανο
αναγνώσεως ή καταγραφικό

3. Ποια είναι τα πλεονεκτήµατα και ποια τα µειονεκτήµατα των Ενόργανων Μεθόδων


Ανάλυσης έναντι των κλασσικών µεθόδων;
Πλεονεκτήµατα:
Ταχύτητα
Ευαισθησία / Ανιχνευσιµότητα (προσδιορισµός ιχνοποσοτήτων)
Ανάλυση µικρών ποσοτήτων δείγµατος
∆υνατότητα αυτοµατοποιήσεως µερικών ή όλων των σταδίων
Μειονεκτήµατα:
Μικρότερη ακρίβεια (κατά κανόνα)
Απαιτούνται πρότυπες ουσίες ή διαλύµατα για βαθµονόµηση.
– Σταθµικές: δεν απαιτούνται πρότυπα
47
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

– Ογκοµετρικές: απαιτούνται λίγα πρότυπα


Μεγάλο κόστος

4. Ποια σχέση υπάρχει µεταξύ των ενδείξεων της διαπερατότητας και της απορρόφησης
χρησιµοποιώντας το φασµατοφωτόµετρο; (EΠ)

Ως Απορρόφηση (Α) ορίζεται ο λογάριθµος του κλάσµατος ελαττώσεως της ισχύος.

Α = log(Po/P) = -logT = log (1/T) = log (100/%T) = 2 – log%T


Όπου:
Ρο = ισχύς προσπίπτουσας ακτινοβολίας,
Ρ = ισχύς εξερχόµενης ακτινοβολίας,
Τ = διαπερατότητα
Ως ∆ιαπερατότητα (Τ) ορίζεται το κλάσµα του φωτός που περνά το δείγµα.
Η βασική σχέση µεταξύ Α και Τ είναι: Α = -logT

5. Αρχή φασµατοφωτοµετρίας υπερύθρου


Η φασµατοσκοπία υπερύθρου στηρίζεται στην αλληλεπίδραση της ύλης µε το υπέρυθρο φως. Η
αλληλεπίδραση αυτή προκαλεί αλλαγές στη διπολική ροπή του µορίου, που µελετάται
δηµιουργώντας δονήσεις. Οι δονήσεις αυτές, που εµφανίζονται σε ένα φάσµα υπερύθρου (IR)
µπορούν να µας δώσουν την ταυτότητα των χηµικών ειδών, που υπάρχουν στο δείγµα
Χαρακτηρίζεται ως φασµατοσκοπική τεχνική µοριακής δόµησης (ή περιστροφής), καθώς η
ακτινοβολία προκαλεί διέγερση των µορίων σε υψηλότερες στάθµες δόνησης η
περιστροφής. ∆ίνει πληροφορίες σχετικά µε τις χαρακτηριστικές οµάδες που βρίσκονται στο
µόριο, ακόµα και για τον προσανατολισµό τους στον χώρο. Έχει µεγάλη εκλεκτικότητα, γι’ αυτό
και το φάσµα τους χαρακτηρίζεται ως δακτυλικό αποτύπωµα της ένωσης. Αποτελεί µια µη
καταστροφική µέθοδο ανάλυσης. Το φάσµα IR είναι µοναδικό για συγκεκριµένη ένωση µε
αποτέλεσµα η µέθοδος να µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ταυτοποίηση της µοριακής δοµής µιας
ένωσης. Επίσης µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την επιβεβαίωση παρουσίας µορίων των οποίων το IR
φάσµα είναι γνωστό.

6. Αναφέρετε τη γενική αρχή της φασµατοσκοπίας ατοµικής απορροφήσεως και εφαρµογές


αυτής.
Η φασµατοσκοπία ατοµικής απορρόφησης είναι από τις πιο διαδεδοµένες µεθόδους
ενόργανης χηµικής ανάλυσης γιατί παρουσιάζει ταυτόχρονα καλή ευαισθησία, ιδιαίτερη
ακρίβεια και επαναληψιµότητα µε συγκριτικά χαµηλό λειτουργικό κόστος.
Ως µέθοδος βασίζεται στην ακτινοβολία που απορροφούν τα άτοµα των µετάλλων κατά την
διέγερση τους από τη θεµελιώδη κατάσταση στην οποία βρίσκονται.
Κάθε στοιχείο έχει χαρακτηριστικές θεµελιώδεις και διεγερµένες στάθµες ενεργείας. Όταν
διεγερθεί ένα στοιχείο απορροφά ενέργεια η οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριµένο µήκος

48
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

κύµατος. Το µήκος κύµατος, λ, του απορροφούµενου φωτός εξαρτάται από τις ενεργειακές
στάθµες, την θεµελιώδη και την διεγερµένη του στοιχείου. Η ένταση της ακτινοβολίας του
αντίστοιχου µήκους κύµατος δίδει ποσοτικές πληροφορίες για το αντίστοιχο στοιχείο.
Το δείγµα εκτίθεται σε θερµική ενέργεια, εξαερώνεται και ατοµοποιείται. Ακολουθεί η
µέτρηση της απορρόφησης µονοχρωµατικής ακτινοβολίας από τα άτοµα του στοιχείου
Η Φασµατοσκοπία Ατοµικής Απορρόφησης χρησιµοποιείται ευρέως για την ανίχνευση και
τον ποσοτικό προσδιορισµό περισσοτέρων από 60 µετάλλων και µεταλλοειδών.
Χρησιµοποιείται ευρέως σε αναλύσεις υδάτων, φαρµακευτικών υλών και σκευασµάτων,
καλλυντικών, τροφίµων, λιπασµάτων, στην Ιατρική ψκαι Ιατροδικαστική, στη Γεωργική
Χηµεία, στη Βιοχηµεία, κτλ.

7. Αέριος χρωµατογραφία: Ποιες είναι οι γενικές αρχές µεθόδου και εφαρµογές αυτής;

Η αέρια χρωµατογραφία είναι µία αναλυτική τεχνική που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα


τελευταία χρόνια. Η GC ξεκίνησε το 1940 µε αναλύσεις ελαφρών κλασµάτων του
πετρελαίου. Σήµερα αποτελεί µια σηµαντική µέθοδο διαχωρισµού µε ταχύτητα, , ποικιλία
πληρωτικών υλικών και απλή οργανολογία. Ο διαχωρισµός λαµβάνει χώρα στην αέρια
φάση. Τα δείγµατα πρέπει να είναι πτητικά ή να καθίστανται πτητικά µε άνοδο της
θερµοκρασίας χωρίς να παρατηρείται θερµική διάσπαση. Παρέχει την δυνατότητα
ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης. Η GC µπορεί να χρησιµοποιηθεί επίσης ως µέθοδος
αποµόνωσης ενός συστατικού που περιέχεται σε ένα µίγµα Τα πλεονεκτήµατά της είναι η
µεγάλη διαχωριστική ικανότητα, ο αποτελεσµατικός διαχωρισµός πολύπλοκων µιγµάτων, η
υψηλή ταχύτητα, η µικρή απαιτούµενη ποσότητα δείγµατος, η µεγάλη επαναληψιµότητα
και η απλή οργανολογία

Στην αέρια χρωµατογραφία υπάρχουν δύο φάσεις . Η στατική και η κινητή φάση. Η
στατική φάση βρίσκεται σε στήλη (πληρωµένη ή τριχοειδή). Η κινητή φάση περνά από τη
µία άκρη της στήλης διαµέσου της στατικής φάση και οδηγεί τα συστατικά του δείγµατος
µε διαφορετικές ταχύτητες προς την κατεύθυνσης ροής της. Έτσι από την άλλη πλευρά της
στήλης εξέρχονται µε τη σειρά τα διαχωρισθέντα συστατικά του δείγµατος. Αυτά
ανιχνεύονται από τον κατάλληλο ανιχνευτή ο οποίος είναι συνδεδεµένος µε καταγραφικό.

Η κινητή φάση στην αέρια χρωµατογραφία (GC) είναι ένα αδρανές αέριο (He, N2, H2) το
οποίο δεν αλληλεπιδρά µε το µόρια του δείγµατος. Ο µόνος ρόλος του είναι η διακίνηση
του αναλύτη κατά µήκος της στήλης.
Το δείγµα εξατµίζεται και εκχέεται στην κεφαλή της χρωµατογραφικής στήλης.
Η σταθερή φάση µπορεί να είναι στερεά (GSC) ή υγρή ακινητοποιηµένη στην επιφάνεια
ενός αδρανούς στερεού (GSC).
Η αέρια χρωµατογραφία χρησιµοποιείται στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση για την
ανίχνευση, ταυτοποίηση, προσδιορισµό και διαχωρισµό οργανικών ουσιών.
8. Αρχή Χρωµατογραφίας
Η χρωµατoγραφία είvαι µια µέθoδoς (τεχνική) διαχωρισµoύ διαφόρωv oυσιώv σε έvα µίγµα.
Τα διάφoρα συστατικά τoυ µίγµατoς διαvέµovται σε δύo φάσεις: σε µία κινητή φάση και σε µία
στάσιµη φάση. Ο διαχωρισµός επιτυγχάvεται διότι τα συστατικά κιvoύvται µε διαφoρετική
ταχύτητα µέσα από τη στάσιµη φάση. Η ταχύτητα µε την οποία κινούνται τα διάφορα συστατικά
49
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

εξαρτάται κυρίως από τo µoριακό βάρoς και τη µoριακή δoµή τoυ κάθε συστατικoύ ή oυσίας,
καθώς και τη φύση της στάσιµης φάσης.
Στο τέλος της συσκευής χρωµατογραφίας τοποθετείται σύστηµα ανίχνευσης που παράγει σήµα
κάθε φορά που εκλούεται ένα συστατικό (χρωµατογραφική κορυφή - peak)
Το διάγραµµα του σήµατος συναρτήσει του όγκου ή του χρόνου ονοµάζεται χρωµατογράφηµα.
Τα χρωµατογραφήµατα παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση
του δείγµατος.
9. Αναφέρετε τα κύρια τµήµατα ενός σύγχρονου φασµατοφωτοµέτρο υπεριώδους-ορατου
διπλής δέσµης
(Ισχύουν τα ίδια µε την ερώτηση 2)
1. Η πηγή φωτός. Μια λυχνία ∆ευτερίου για την υπεριώδη περιοχή (UV) και µια λυχνία
Αλογόνου/Χαλαζία ή Βολφραµίου για την ορατή (VIS) περιοχή.
2. Το όργανο παραγωγής µονοχρωµατικής ακτινοβολίας, (επιλογέας µήκους κύµατος)
που τις περισσότερες φορές είναι ο µονοχρωµάτορας,
3. Ένα διάφραγµα µε σχισµή που κανονίζει την ένταση (Ιο) του προσπίπτοντος φωτός
4. Τον υποδοχέα δείγµατος, συνήθως Κυβέτα (cuvette) ή κυψελίδα από πλαστικό ή γυαλί
(VIS-ορατό) ή χαλαζία (UV-υπεριώδες) Οι συνηθισµένες κυψελίδες έχουν πάχος 1 cm.
Στα φασµατοφωτόµετρα διπλής δέσµης υπάρχουν δύο υποδοχείς δείγµατος.
5. Τον Ανιχνευτή ακτινοβολίας ο οποίος µετατρέπει το οπτικό σήµα σε ηλεκτρικό
6. Το Σύστηµα µετρήσεως, το οποίο περιλαµβάνει έναν ενισχυτή σήµατος και ένα όργανο
αναγνώσεως ή καταγραφικό
Φασµατοφωτόµετρα διπλής δέσµης: Η µονοχρωµατική δέσµη που παράγεται από τον
µονοχρωµάτορα χωρίζεται (στο διαχωριστή δέσµης) σε δυο παράλληλες δέσµες της ίδιας
ισχύος.
Η µια προσπίπτει στην κυψελίδα µε το τυφλό διάλυµα και η άλλη στην κυψελίδα µε το διάλυµα
του δείγµατος. Η δέσµη που προσπίπτει στο τυφλό διάλυµα παίζει ρόλο αφαιρετικής δέσµης και
στον ανιχνευτή του φασµατοφωτοµέτρου µετριέται ο λόγος σήµα τυφλού/ σήµα δείγµατος.

10. Εφαρµογές της GC


Η τεχνική της αέριας χρωµατογραφίας (GC) έχει διπλό ρόλο. Αποτελεί εργαλείο διαχωρισµού
(ιδιαίτερα σε πολύπλοκα οργανικά και βιοχηµικά συστήµατα που αποτελούνται από πτητικές
ουσίες ή ουσίες που µπορούν να µετατραπούν σε πτητικά παράγωγα) και αναλυτικό εργαλείο µε
εφαρµογή στην ποιοτική (ταυτοποίησης µε βάση το χρόνο ή τον όγκο συγκράτησης) και την
ποσοτική ανάλυση (ύψος ή εµβαδόν κορυφών)
Τα αεριοχρωµατογραφήµατα µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως:
Κριτήρια καθαρότητας οργανικών ουσιών (ευρύτατη χρήση)
Μέσο ταυτοποίησης των συστατικών των µιγµάτων
Μέσο επιβεβαίωσης της παρουσίας ή απουσίας µιας ένωσης σε δείγµα (ευρεία χρήση)
Πεδία εφαρµογής της GC:
Η βιολογική και βιοχηµική έρευνα (∆ιευκρίνηση δοµής και τρόπου δράσεων ενζύµων και άλλων
πρωτεϊνών)

50
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Αναλύσεις πετρελαιοειδών, φυσικών προϊόντων, βιολογικών δειγµάτων, τροφίµων, αιθέριων


ελαίων, εντοµοκτόνων, παρασιτοκτόνοι, ναρκωτικών, λιπασµάτων , φαρµάκων, αλκοολούχων
ποτών, συνθετικών απορρυπαντικών, πλαστικών κτλ.
Ο έλεγχος της ρύπανσης και µόλυνσης του περιβάλλοντος.

11. Φάσµα ηλεκτροµαγνητικής ακτινοβολίας. Περιοχές υπεριώδους, ορατού, υπερύθρου.


Ηλεκτροµαγνητικό φάσµα ονοµάζεται το εύρος της περιοχής συχνοτήτων που καλύπτουν τα
ηλεκτροµαγνητικά κύµατα. Το ηλεκτροµαγνητικό φάσµα εκτείνεται θεωρητικά από σχεδόν
µηδενικές συχνότητες έως το άπειρο. Με βάση κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες των
ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων το ηλεκτροµαγνητικό φάσµα χωρίζεται σε επιµέρους ζώνες. Αυτές
είναι τα ραδιοκύµατα , τα µικροκύµατα, η υπέρυθρη ακτινοβολία, η ορατή ακτινοβολία (φως), η
υπεριώδης ακτινοβολία, οι ακτίνες Χ και οι ακτίνες γ.

Η περιοχή της υπεριώδους αντινοβολίας εκτείνεται από 1nm έως 380 nm, της ορατής από
380nm έως 720nm και της υπερύθρου από 720nm έως 1000µm.

12. Μέθοδος της καµπύλης αναφοράς


Για τον υπολογισµό της συγκέντρωσης µις γνωστής ουσίας σε ένα µίγµα µε την µέθοδο της
φασµατοφωτοµετρίας µετρώ την απορρόφηση του µίγµατος και µε τη βοήθεια της πρότυπης
καµπύλης ή καµπύλης αναφοράς υπολογίζω τη συγκέντρωση αυτής.

Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η ακόλουθη:


1. Κατασκευάζω καµπύλη αναφοράς για την ουσία της οποίας την συγκέντρωση ψάχνω.
Καµπύλη αναφοράς (πρότυπη καµπύλη) είναι η γραφική παράσταση που απεικονίζει το
ποσοστό της ακτινοβολίας που απορροφάται από το διάλυµα µιας ουσίας (Χ) σε µήκος
κύµατος λmax σε σχέση µε την συγκέντρωση της ουσίας (C).

51
Μέθοδοι Ελέγχου Φαρµάκων (Ε) Αναστάσιος Μπέσιος Χ/Μ MSc

Παρασκευάζω πρότυπα διαλύµατα (γνωστής συγκέντρωσης) της ουσίας και µετρώ την
απορρόφησή τους στο λmax (Το µήκος κύµατος όπου παρατηρείται το µεγαλύτερο
ποσοστό απορρόφησης). O υπολογισµός του λmax έγινε µε τη βοήθεια του φάσµατος
απορρόφησης της ουσίας.
Απεικονίζοντας τη γραφική παράσταση των απορροφήσεων συναρτήσει των
συγκεντρώσεων των πρότυπων διαλυµάτων και από το γραµµικό µέρος της καµπύλης
υπολογίζω µε τη µέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων την εξίσωση της σχέσης
συγκέντρωσης-απορρόφησης.

2. Μετρώ την απορρόφηση της ουσίας της οποίας τη συγκέντρωση ψάχνω να βρω. Ο
µηδενισµός του φασµατοφωτοµέτρου (αν είναι µονής δέσµης) γίνεται µε τον διαλύτη ή
τοποθετώ στην κυψελίδα του τυφλού διαλύτη (αν το φασµατοφωτόµετρο είναι διπλής
δέσµης)
3. Από την καµπύλη αναφοράς (γραφικά ή µέσω της εξίσωσης της καµπύλης) και τη
µετρούµενη τιµή απορρόφησης βρίσκω την ζητούµενη συγκέντρωση.

Σωστές µετρήσεις λαµβάνονται όταν η µικρότερη τιµή της °% Τ είναι 10% και η µέγιστη οριακή
τιµή της απορρόφησης µονάδα, ( Α = 1 ).

52

You might also like