You are on page 1of 39

 

ΑΙΣΧΥΛΟΥ 

 
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ   
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ‐ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ‐ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ 
 
 
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, αδελφός του Πολυνείκη, βασιλιάς των Θηβών 
 
ΧΟΡΟΣ 
Παρθένες των Θηβών 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Ανιχνευτής του θηβαϊκού στρατού  
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Αγγελιοφόρος 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης 
 
 
 
 
  
 
ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ* 
 
 
 
Ο  Λάιος,  γιος  του  Λαβδάκου,  βασιλέας  των  Θηβών,  πήρε  γυναίκα  του  την  Ιοκάστη,  την 
θυγατέρα  του  Μενοικέα·  μα  δεν  τολμούσε  να  σμίξει  μαζί  της  και  να  τεκνοποιήσει, 
φοβούμενος την κατάρα του Πέλοπα. Διότι λένε πως τον Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από άλλη 
γυναίκα και όχι από την Ιπποδάμεια, την θυγατέρα του Οινομάου, τον ερωτεύτηκε ο Λάιος και 
τον άρπαξε κι έσμιξε μαζί του κι έγινε ο πρώτος άνθρωπος που υπέδειξε την ομοφυλοφιλία, 
όπως  στους  θεούς  ήταν  ο  Δίας,  που  άρπαξε  τον  Γανυμήδη.  Μόλις  το  έμαθε  ο  Πέλοπας 
καταράστηκε τον Λάιο να φονευθεί από δικό του παιδί. Κι επειδή ο Λάιος μαραινόταν άτεκνος 
από  τον  φόβο  για  την  κατάρα,  πήγε  στο  μαντείο  του  Απόλλωνα  να  ρωτήσει  αν  έπρεπε  να 
τεκνοποιήσει. Και πήρε τον χρησμό: 
 
Μην σπείρεις παιδιά σε γυναίκα εξαγριώνοντας τους θεούς 
 
Παίρνοντας τον χρησμό και φεύγοντας, πρόσεχε να μην σμίξει με την γυναίκα του. Και μια των 
ημερών,  θολωμένος  από  το  κρασί,  έσμιξε  με  την  γυναίκα  του,  η  οποία  του  γέννησε  τον 
Οιδίποδα. Τρόμαξε τότε, θυμούμενος τον χρησμό που του είχε πει πως αν κάνει παιδί θα τον 
σκοτώσει –ό,τι δηλαδή τον καταράστηκε να πάθει ο Πέλοπας‐ μόλις γεννήθηκε ο Οιδίποδας, 
του  τρύπησε  τα  πέλματα  των  ποδιών  και  του  πέρασε  χρυσούς  κρίκους  και  τον  εγκατέλειψε 
στον Κιθαιρώνα. Βρίσκοντάς τον κάποιοι βοσκοί, τον πήραν και τον έδωσαν στον Πόλυβο, τον 
βασιλιά  της  Κορίνθου.  Εκείνος  τον  παρέλαβε  και  τον  ανέθρεψε  με  επιμέλεια  και  τον 
μεγάλωσε κι έγινε άνδρας. Κι επειδή μια μέρα κάποιος τον προσέβαλε και τον λοιδόρησε τον 
Οιδίποδα,  πως  είναι  νόθος  και  όχι  γνήσιο  παιδί  του  Πολύβου,  εκείνος  έφυγε  και  πήγε  να 
ρωτήσει την Πυθία –στο μαντείο του Απόλλωνα, δηλαδή‐ ποιος είναι και ποιον έχει πατέρα. 
Του είπε τότε το μαντείο ό,τι πρόκειται να σκοτώσει τον πατέρα του και να πλαγιάσει με την 
μητέρα του. Ακούγοντας αυτόν τον χρησμό απέφυγε να επιστρέψει στην Κόρινθο, νομίζοντας 
πως ο χρησμός λέγοντας «τον πατέρα σου», εννοούσε τον Πόλυβο· και λέγοντας «την μητέρα 
σου», εννοούσε την γυναίκα του Πολύβου. Και έφυγε και πήρε τον δρόμο της Θήβας. Τον ίδιο 
δρόμο  είχε  πάρει  και  ο  Λάιος,  πηγαίνοντας  στο  μαντείο  να  ρωτήσει  τι  έγινε  το  παιδί  που 
εγκατέλειψε ‐ ο Οιδίποδας, δηλαδή. Κι έτσι συναντήθηκαν και οι στρατιώτες του Λαΐου είπαν 
στον  Οιδίποδα:  «Φύγε  από  τον  δρόμο  του  βασιλιά,  ξένε».  Κι  εκείνος  δεν  πειθάρχησε  κι  ο 
Λάιος  τον  χτύπησε  κι  ο  Οιδίποδας  εξοργίστηκε  και  τον  σκότωσε  κι  αυτόν  και  όλους  του 
στρατιώτες  του·  άφησε  μόνο  έναν,  ο  οποίος  επέστρεψε  στην  πόλη  και  είπε  τι  έγινε.  
Φτάνοντας στην Θήβα, ο Οιδίποδας, είδε πως τους απειλούσε μεγάλος κίνδυνος: η Σφίγγα, η 
οποία  έλεγε  αινίγματα  κι  όποιον  δεν  μπορούσε  να  τα  λύσει,  τον  κατασπάραζε.  Είχαν 
υποσχεθεί  τότε  οι  Θηβαίοι  την  Ιοκάστη,  την  γυναίκα  του  Λαΐου,  σε  όποιον  έλυνε  το  αίνιγμα 
της Σφίγγας. Λέγοντας, λοιπόν, στην Σφίγγα ο Οιδίπους: «Πρώτα τετράποδος, ύστερα δίποδος 
και τέλος τρίποδος» ‐άνθρωπος, δηλαδή‐ έλυσε το αίνιγμα· και η Σφίγγα αγρίεψε κι εκείνος 
την  σκότωσε.  Σμίγοντας,  λοιπόν,  με  την  ίδια  του  την  μητέρα,  απέκτησε  τέσσερα  παιδιά:  τον 
Πολυνείκη, τον Ετεοκλή, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Ύστερα, μαθαίνοντας το αμάρτημα στο 
οποίο  είχε  περιπέσει,  έβγαλε  μόνος  του  τα  μάτια  του  και  άφησε  τον  θρόνο  του  στους  γιους 
του. Κι επειδή εκείνοι τον πέταξαν σ’ ένα καλύβι, τους καταράστηκε να μοιράσουν τον θρόνο 
με σπαθιά και πολεμικές συγκρούσεις. Πράγμα που τους έκανε να φοβούνται να μείνουν και 
οι  δύο  στην  Θήβα  και  συμφώνησαν  να  βασιλεύει  κάθε  χρόνο  ο  ένας  κι  άλλος  να  φεύγει 
μακριά,  προκειμένου  να  γλυτώσουν  από  την  κατάρα.  πρώτος  βασίλεψε,  για  έναν  χρόνο,  ο 
Πολυνείκης και ύστερα έφυγε και παραχώρησε τον θρόνο στον Ετεοκλή. Όμως, την επόμενη 
χρονιά, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει την βασιλεία στον Πολυνείκη κι εκείνος κατέφυγε 
στον Άδραστο, τον βασιλέα του Άργους, και παντρεύτηκε την κόρη του κι έγινε γαμπρός του, 
με την υπόσχεση να τον βοηθήσει ο Άδραστος να επιστρέψει  στην πόλη του  και να αρπάξει 
τον  θρόνο.  Παίρνοντας,  έτσι,  από  το  Άργος  στράτευμα  μεγάλο,  κινήθηκε  εναντίον  του 
αδελφού του, στην Θήβα. όπου αυτός και ο αδελφός του αλληλοσκοτώθηκαν. 
Η σκηνή του δράματος τοποθετείται στην Θήβα. Ο χορός αποτελείται από Θηβαίες παρθένες. 
Η υπόθεση: στράτευμα Αργείων πολιορκεί τους Θηβαίους· οι Θηβαίοι νικούν· ο Ετεοκλής και ο 
Πολυνίκης  σκοτώνονται.  Διδάχθηκε  το  πρώτο  έτος  της  78ης  Ολυμπιάδας  και  νίκησε  με  την 
τριλογία: Λάιος, Οιδίπους, Επτά επί Θήβας και το σατυρικό δράμα Σφίγγα. Ονομάστηκε Επτά 
επί  Θήβας,  επειδή  σύμφωνα  με  την  υπόθεση  επτά  στρατηγοί  φυλάνε  τις  πύλες  των  Θηβών. 
Επτάπυλοι είναι οι Θήβες. Οι Θήβες της Αιγύπτου είναι εκατοντάπυλοι.  
Προλογίζει ο Ετεοκλής, προπαρασκευάζοντας τον λαό για την υπεράσπιση της πόλης.  
 
 
 
 
 
 
*Κατά τον αρχαίο σχολιαστή.   
 

ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Πρέπει να βάζει έγκαιρα τα πράγματα στη θέση τους, 
λαέ του Κάδμου, αυτός που μεριμνά για τα κοινά 
και ξαγρυπνά στης πόλης το τιμόνι. 
Γιατί αν όλα παν καλά, θα ’ναι ασφαλώς δουλειά θεού.  
Αν όμως, ο μη γένοιτο, τα πράγματα εξελιχθούν    
σε συμφορά, οι πολίτες θα στολίσουν με κατάρες          5 
τον Ετεοκλή· αποκλειστικά.   
Μα, θέλω να ελπίζω πως δεν λέμε άδικα τον Δία σωτήρα. 
Εμπρός, λοιπόν –κατάλληλοι ή όχι:  
όσοι δεν γίνατε ακόμα άντρες      
κι όσοι υπήρξατε πολύ παλιά,                                                                           10 
αφήστε όση δύναμη διαθέτει ο καθένας σας  
να βάλει έγκαιρα τα πράγματα στη θέση τους.   
Τώρα σας χρειάζονται η πόλη κι οι θεοί 
‐να μην ξεχνάτε τους θεούς‐      
και οι βωμοί και τα παιδιά σας και η γη,       15 
η αγαπημένη μάνα που σας ανάθρεψε.  
Μονάχα αυτή γνωρίζει την αξία του μικρού 
ζώου που κουρνιάζει στη φιλόξενη αγκαλιά της 
και μεγαλώνει και σηκώνεται στα πόδια του: πολίτης,            
πολεμιστής, υπέρμαχός της.   20 
Και ναι μεν μέχρι σήμερα μας συμμερίζεται ο θεός: 
τόσον καιρό πολιορκημένους κι επιμένει    
να μας κρατάει ζωντανούς, και ‐γιατί όχι;‐ νικητές.  
Μα τώρα, όπως λέει ο μάντης,    
ο ποιμένας των αναίμακτων οιωνών                                                                               25 
ο αλάνθαστος προφήτης,  οι Αργείοι  
τα κουβεντιάζουν με τη νύχτα  
να ενώσει τ’ ασυγκράτητα σκοτάδια της μαζί τους 
και να σημάνουν γενική επίθεση, που βέβαια    
θα σημάνει τον χαμό μας.    30 
Τρέξτε, λοιπόν. Επάλξεις,  πύργους, χάρακες, 
πύλες και προμαχώνες οπλίστε με το θάρρος σας. 
Μην σας τρομάζουν οι εισβολείς. 
Είναι πολλοί κι είμαστε εμείς και οι θεοί. 
Όσο για μένα, έστειλα ανιχνευτή. Θα κάνει    35 
καλή και γρήγορη δουλειά. Τον περιμένω απ’ ώρα σ’ ώρα. 
Δεν ξέρουν μόνον οι εχθροί να αιφνιδιάζουν. 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
 Ετεοκλή, μεγάλε ηγέτη των Καδμείων, 
έρχομαι αυτόπτης μάρτυρας  των ετοιμασιών  
στις τάξεις του εχθρού.    40 
Είδα επτά αδέσποτους στρατάρχες να οργιάζουν 
στο σιδερόφραχτο σκοτάδι  
μιας ασπίδας ποτισμένης μ’ αίμα ταύρου.  
Έχωναν τα χέρια τους στην πορφυρή λάσπη της ζωής  
κι ορκίζονταν στον Άρη, στην Ενυώ, στον αιμοβόρο Φόβο,    45 
πως θα χιμήξουν σαν θηρία καταπάνω  στην πόλη  
και ή θα ξεριζώσουν από τα σπλάχνα της του Κάδμου τα παιδιά 
ή θα ριζώσουνε εδώ τα πτώματά τους.  
Κι εμπιστεύονταν την μνήμη τους στο άρμα  
του Αδράστου· δακρυσμένοι, όμως βουβοί.    50 
Όχι λυγμός, καν στεναγμός δεν έβγαινε απ’ τα χείλη τους.    
Μένος ‐το καταλάβαινες‐ μένος σκληρό σαν σίδερο 
δενόταν στο καμίνι της ψυχής τους. 
Πολεμιστές αδάμαστοι; Όχι! Λιοντάρια του Άρη 
τρομερά!  Όμως εσύ μην ασχολείσαι με τους φόβους μου. Μην κάθεσαι.     55 
Τους άφησα να ρίχνουν κλήρους: ποιος ποια πύλη θα χτυπήσει.  
Διάλεξε τους καλύτερους των πρώτων πολιτών 
ν’ αναπτυχθούν αμέσως στις εισόδους.  
Δεν πρόκειται ν’ αργήσουν οι Αργείοι.  
Τους βλέπω ήδη πάνοπλους να οργώνουν την πεδιάδα.     60 
Σύννεφο υψώνεται η σκόνη, 
αρπάζεται από τους λαμπρούς αφρούς,  
που λαχανιάζουν τ’ άλογα και ξαναπέφτει λάσπη   
στην ταραγμένη γη. Προστάτευσε 
της πόλης το καράβι, καπετάνιε, πριν ξεσπάσει    65 
απάνω μας η μπόρα του Άρη. 
Τρικύμισε στρατό η στεριά.  
Ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Άρπαξε το τιμόνι εσύ 
κι εγώ, λοστρόμος, στην πλώρη των τειχών.  
Στηρίξου στη σαφήνεια των πληροφοριών μου    70 
κι άνοιγε δρόμο απρόσβλητος. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Δία και Γη και πολιούχοι θεοί κι εσύ στυγνή  
δαιμόνισσα της πατρικής κατάρας,  
μην ξεριζώσετε την πόλη μου. Σαν άθλιο κλαδί 
μην την πετάξετε στα πόδια των εχθρών μας.    75 
Έλληνες είμαστε, Ελλήνων σπίτια θα χαθούν 
κι ελληνικές εστίες θα σβήσουν.  
Πόλη ανυπότακτη και γη ελεύθερη μην ρίξετε  
στης υποτέλειας τον ζυγό.  
Δώστε μας δύναμη να σώσουμε τον τόπο    80 
της λατρείας σας. Οι πόλεις, 
που ανθίζουν  στον καιρό τους,  
πίστη κι ευσέβεια καρπίζουν.  
 
ΧΟΡΟΣ 
Φοβάμαι, τρέμω, χάνομαι! Έγινε το κακό! 
Βγήκαν απ’ το στρατόπεδο κι έρχονται να μας πνίξουν.    85 
Σκοτείνιασε ο τόπος απ’ την σκόνη  
που σηκώνει ο συρφετός τους.  
Βουβό σκοτάδι, όμως μου λέει: «Φως φανερό,  
καλπάζουν, έρχονται, έφτασαν».  
Ακούστε! Ακούω τη γη μας.     90 
Βογκάει, πονάει που την πατούν, 
φοβάται, τρέμει, χάνεται, κλαίει· τα δάκρυά της 
σπάζουν τα βράχια, γίνονται ποτάμι και με πνίγουν.  
Θεοί, θεές, δεν βλέπετε που φτάνει το κακό; 
Κρατήστε το, εμποδίστε το.  Ουρλιάζει, ανεβαίνει     95 
στα τείχη· κι οι λευκές ασπίδες των εχθρών 
αστράφτουνε σφαγή κι αφανισμό.  
Ακούει κανείς, θεός, θεά;  
Μπορεί κανείς να τρέξει  
να με γλυτώσει. Κλαίω, παρακαλώ. Τι άλλο    100 
να κάνω; Να προσπέσω στ’ αγάλματά σας, τα ιερά; 
Μα, ναι! Τι κάθομαι κι ακούω  
τις ασπίδες να βροντούν 
και κλαίω και οδύρομαι σαν να μην έχω πια  
καμιάν ελπίδα; Πέπλα, στεφάνια, προσευχές    105 
και ύμνους αν δεν θέλουν τώρα οι μακάριοι θεοί, 
πότε… Το ακούσατε αυτό;  
Χτυπούν τα δόρατά τους  
στη γη. Κι είναι πολλά! Τι κάνεις Άρη;  
Αφήνεις αβοήθητη την γη και την σπορά σου;     110 
Βάλε το κράνος το χρυσό κι έλα να σώσεις  
την πόλη που δεν έπαψε ποτέ να σ’ αγαπά. 
Ω, θεοί πολιούχοι, προστάτες της γης μου, 
ελεήστε τις παρθένες που ικετεύουν 
να μην πέσουν στην σκλαβιά.    115 
Σήκωσε ο Άρης τρικυμία τρομερών πολεμιστών.  
Τα στίφη τους ζητάνε να μας πνίξουν. 
Δία, πατέρα του παντός, 
πάρε από πάνω μας τα χέρια των εχθρών. 
Κύκλωσαν οι Αργείοι την πολιτεία του Κάδμου    120 
και σπέρνουν τρόμο τα όπλα τους 
και τρίζουν θάνατο φρικτό τα χαλινάρια 
στων αλόγων τους τα δόντια. 
Πύλες επτά,  επτά στρατοί , 
επτά φονιάδες στρατηγοί.    125 
Τράβηξαν κλήρο πού καθένας θα σταθεί 
κι ο κλήρος μας: αλύπητη σφαγή. 

Κόρη του Δία πανίσχυρη,  
Παλλάδα πολεμόχαρη, 
γίνε σωτήρας μας. Κι εσύ,    130 
άνακτα αλόγων και βυθών 
‐Ω Ποσειδώνα!‐ σήκωσε την τρίαινά σου, χτύπα 
τους τρόμους που μας κύκλωσαν, 
απελευθέρωσέ μας. 
Άρη, λυπήσου μας. Πού είσαι; Φανερώσου.    135 
Του Κάδμου η πόλη χάνεται, χάνεται η γενιά σου.  
Μητέρα προαιώνια, Κύπρη, δεν είμαστε όλες  
κόρες σου; Σώσε το αίμα σου. 
Προσπέφτουμε, υμνούμε το μεγαλείο σου θεά. 
Κι εσύ, Λύκιε άρχοντα, σαν λύκος πέσε πάνω    140 
στους λύκους που μας έζωσαν. 
Ετοίμασε το τόξο σου,  
Άρτεμη, κόρη της Λιτούς, αγαπημένη. 
Α, α, α, α, α, α! 
Βοή αρμάτων κύκλωσε     145 
την πόλη, αρχόντισσα Ήρα.  
Τρώει ο τροχός τον άξονα 
κι ο άξονας τον τροχό.  
Άρτεμη, αγαπημένη, 
λυσσομανάει σίδερο ακονισμένο ο άνεμος.    150 
Πού πάμε; Τι θα γίνουμε; Τι μας φυλάει ο θεός;  
Α, α, α, α, α, α! 
Δέρνουν σαν το χαλάζι οι πέτρες τις επάλξεις, 
αγαπημένε Απόλλωνα· 
βροντούν μπροστά στις πύλες χαλκόδετες ασπίδες,    155 
παιδί του Δία. Λύσε μας  
τον κόμπο του πολέμου. 
Κι εσύ μακάρια Όγκα, 
φύλαξε την επτάπυλη  
φωλιά μας. Ω, θεοί    160 
πανίσχυροι πρόμαχοι αυτής της γης, 
μην την εγκαταλείπετε  
στην τρομερή λεπίδα, 
αλλόγλωσσων εχθρών.  
Ελεήστε με το μέγα έλεός σας     165 
τις παρθένες που ικετεύουν. 
Πνεύματα αγαπημένα, 
δείξτε μας πως αγαπάτε την απελπισμένη πόλη, 
βοηθείστε τον λαό που σας λατρεύει, θυμηθείτε 
πόσες θυσίες σας προσφέραμε σεπτές.     170 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Τι νομίζετε πώς κάνετε εκεί πέρα,  
ανυπόφορα πλάσματα; Έτσι σώζονται οι πόλεις; 
Έτσι παίρνει κουράγιο ο στρατός στις επάλξεις; 
Είναι ανθρώπων λογικών πράξεις αυτές: 
μαλλιοτραβήγματα, τσιρίδες,    175 
μπροστά στων πολιούχων μας τ’ αγάλματα; 
Ούτε καλό ούτε κακό δεν θέλω να μοιραστώ με θηλυκό. 
Όταν νοιώθουν δυνατές, αναστατώνουν  
το σπίτι με το θράσος τους κι όταν φοβούνται  
το ρημάζουν εντελώς. Για δες εκεί!    180 
Έτσι όπως τρέχετε και σκούζετε, απελπίζετε 
τους έγκλειστους πολίτες  
και δίνετε κουράγιο στους πολιορκητές. 
Στο τέλος θ’ αλωθούμε μοναχοί μας. 
Αυτά παθαίνεις όταν μοιράζεσαι τον κόσμο με γυναίκες.    185 
Εν πάση περιπτώσει.  
Μίλησα κι όποιος τολμήσει ν’ αγνοήσει 
την εξουσία μου, άντρας, γυναίκα ή κι εγώ 
δεν ξέρω τι άλλο, έχει ήδη αποφασίσει τον όλεθρό του:  
θα θαφτεί κάτω απ’ τις πέτρες των πολιτών.    190 
 Έξω απ’ το σπίτι κουμάντο κάνουν οι άνδρες.  
Οι γυναίκες δεν έχουν λόγο. Άντε, μπρός,  
τραβάτε μέσα και ησυχάστε.  
Φτάνει η ζημιά που κάνατε.  
Σε σας μιλάω. Είστε κουφές;    195 
 
ΧΟΡΟΣ 
Μας τρόμαξε ο πάταγος τόσων αρμάτων,  
Γιε του Οιδίποδα.  
Μας τρέλαναν οι βόγγοι 
τόσων τροχών, τα σιδερένια ουρλιαχτά  
των χαλινών στα δόντια των αλόγων.     200 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Τρομάξατε! Τι νόημα έχει 
να τρέξει να κρυφτεί 
στην πρύμνη ο ναύτης, όταν πνίγεται το πλοίο;   
 
ΧΟΡΟΣ 
Στ’ αγάλματα των πολιούχων θεών μας έτρεξα εγώ.  
Σ’ αυτούς πιστεύω και σ’ αυτούς ελπίζω.     205 
Αυτοί μπορούν να διώξουν το θανατικό,  
που δέρνεται στις πύλες μας.  
Για να προσευχηθώ ήρθα εδώ. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Να εύχεσαι ν’ αντέξουνε τα τείχη μας.  
Δεν λέω, όλα απ’ τους θεούς. Όμως αν πέσει η πόλη μας,    210 
εμάς και τα ιερά αγάλματά τους θα πλακώσει. 
Αυτοί, όπως λέει ο λαός, θα πετάξουν μακριά. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Προσεύχομαι όσο ζω 
να μην μ’ αφήσουν  
απροστάτευτη οι θεοί,    215 
της πόλης μου το τέλος να μην δω. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Πρόσεξε, ενώ προσεύχεσαι, μην φέρεις  
μια ώρα αρχύτερα τον όλεθρό σου.  
Η πειθαρχία είναι μητέρα της νίκης και γυναίκα του νικητή.  
 
ΧΟΡΟΣ 
Είναι· μα όχι θεός. Μόνο ο θεός    220 
έχει τη δύναμη να κάνει 
τη συννεφιά της θλίψης πεντακάθαρο ουρανό  
στο μέτωπο του δυστυχή. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ  
Εν πάση περιπτώσει, οι θυσίες κι οι προσφορές 
πριν απ’ τη μάχη είναι δουλειά των μαχητών.     225 
Των γυναικών δουλειά είναι να σωπαίνουν, 
στα σπίτια τους κλεισμένες. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Γιατί θυμώνεις; Αμφιβάλεις  
πως οι θεοί μας έδωσαν αυτή την πόλη ελεύθερη  
κι αυτά τα τείχη απρόσβλητα από τα στίφη των εχθρών;    230 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ούτε θυμώνω ούτε σε ψέγω  
που προσπέφτεις στους θεούς. 
Να μην πανικοβάλλεις τους πολίτες σου ζητώ. 
Έλα, ησύχασε, προσπάθησε να ελέγξεις τον φόβο σου. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Τα έχασα με τον ορυμαγδό.     235 
Δεν ήξερα τι γίνεται. Μ’ έπιασε πανικός 
κι έτρεξα σαν τρελή στον τόπο τον ιερό. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Καλά. Μα κοίτα τώρα· αν δεις  
νεκρούς και τραυματίες, μην αποτρελαθείς 
κι αρχίσεις να μοιρολογείς. Αυτά έχει ο πόλεμος.    240 
Μ’ αίμα θνητών τρέφεται ο Άρης. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Ακούω χρεμετίσματα αλόγων αγριεμένων. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Άκου, μα μην ακούγεσαι. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Τρέμει όλη η πόλη. Μας κυκλώνουν. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Κι εγώ γιατί είμαι εδώ; Έχω φροντίσει.    245 
 
ΧΟΡΟΣ 
Φοβάμαι· έφτασαν στις πύλες. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
 Πάψε πια,  
δεν είναι ανάγκη να σε ακούσει όλη η πόλη. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Θεοί προστάτες μην αφήσετε τα τείχη μας να πέσουν. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ανάθεμά σε· δάγκωσε την γλώσσα σου.    250 
 
ΧΟΡΟΣ 
Πολιούχοι, μην μ’ αφήσετε να πέσω στην σκλαβιά. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Μ’ αυτά που κάνεις, μόνη σου θα πέσεις στην σκλαβιά, 
συμπαρασύροντας ολόκληρη την πόλη. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Ω Δία παντοδύναμε, χτύπα τα στίφη των εχθρών. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ω Δία, τι πήγες κι έκανες!     255 
Τι ράτσα είναι αυτή των γυναικών; 
 
ΧΟΡΟΣ 
Δύστυχη ράτσα, όπως κι η ράτσα των ανδρών,  
που αλώθηκε η πόλη τους. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ακόμα και στον ίσκιο των θεών, δεν σταματάς 
να κακομελετάς.     260 
 
ΧΟΡΟΣ 
Μπροστά στον κίνδυνο τον λόγο παίρνει ο φόβος. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Αν σου ζητήσω μια μικρή χάρη, θα μου την κάνεις; 
 
ΧΟΡΟΣ 
Πες μου τι θέλεις και θα το κάνω. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Σώπασε, δύστυχη, επιτέλους· μην τρομάζεις  
τους ανθρώπους που αγαπάς.     265 
 
ΧΟΡΟΣ 
Σώπασα, να. Θα υποστώ 
βουβά τη μοίρα μου μαζί τους.  
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Τώρα μιλάς σωστά. Όμως σταμάτα πια 
να κρέμεσαι απ’ τ’ αγάλματα.  
Έλα εδώ, κοντά μου.     270 
Κι αφού τελειώσω με τα εγκώμια των θεών, 
ύψωσε εσύ ελληνικής θυσίας αλαλαγμό, 
ψαλμό ιερό, παιάνα,  
που δίνει θάρρος στον λαό. 
Στης χώρας μου τους φύλακες θεούς,    275 
τους παραστάτες των αγρών  
κι επόπτες των θεσμών, 
στης Δίρκης τις πηγές και τα νερά του Ισμηνού,  
υπόσχομαι ‐αν όλα παν καλά  
κι η πόλη μας σωθεί‐    280 
ερίφια και ταύρους  
να αιμορραγήσουν οι βωμοί τους 
και νίκης τρόπαια οι ναοί τους να καρπίσουν. 
Έτσι προσεύχονται σωστά οι θνητοί. 
Νομίζεις πως οι θρήνοι και τα ξεφωνητά     285 
θ’ απομακρύνουν το κακό;  
Εμπρός. Εγώ πηγαίνω 
να διορίσω έξι ικανούς ‐επτά με μένα‐ άνδρες  
ν’ αναλάβουν την προστασία των πυλών,  
πριν καταφτάσουν οι άγγελοι κι οι φήμες    290 
και μας τρελάνουν πως χανόμαστε! 
 
ΧΟΡΟΣ 
Σωστά τα λέει· το ξέρω, μα η καρδιά μου  
ξέρει κι αυτή πως οι εχθροί 
είν’ έξω από τα τείχη μας. 
Πώς να ησυχάσει πώς    295 
να μην ακούει την αγωνία, 
που σέρνεται σαν το κακό  
το φίδι γύρω στα μικρά 
της περιστέρας, που αγρυπνά 
με την ψυχή στο στόμα;    300 
Πνίγουν την πόλη αμέτρητες 
στρατιές. Αχ, τι θα γίνω; 
Δέρνουν οι πέτρες τους πολίτες σαν βροχή. 
Θεοί, αθάνατοι θεοί, τώρα σας έχει ανάγκη 
του Κάδμου η πολιτεία κι ο στρατός.    305 
Βοηθείστε τον στρατό της. 
Καλή ’ναι η γη μας, εύφορα 
τα χώματά της και της Δίρκης τα νερά, 
καμάρι του μεγάλου ποτιστή, 
του Ποσειδώνα, πιο γλυκά    310 
απ’ όλα της Τηθύος τα παιδιά. 
Πού θα βρείτε κατοικία καλύτερη απ’ αυτή; 
Εξόριστοι στον κόσμο σας 
θα είστε, αν την αφήσετε στα χέρια του εχθρού. 
Συντρίψτε, πολιούχοι μας,    315 
με θάνατο τον θάνατο  
που μαίνεται στα τείχη μας· ρίξτε τον πανικό 
της άτακτης φυγής σ’ αυτούς. Χαρίστε  
στους πολίτες σας της νίκης τη χαρά. 
Σώστε την πόλη σας, ακούστε    320 
τις ικεσίες μας, σταθείτε 
κύριοι των ναών σας. 
Είναι  απαράδεκτο ν’ αφήσουν οι θεοί  
να γίνει τέτοια πόλη περήφανη, πανάρχαια,  
σκλάβα του Άδη: ένας σωρός    325 
πανάθλια ερείπια από χέρι Αχαιού. 
Είναι ντροπή να σέρνονται 
απ’ τα μαλλιά, σαν ζώα, 
παρθένες και γερόντισσες 
μισόγυμνες ‐Α, δυστυχία!‐     330 
να δέρνεται, ανθρώπινο κοπάδι, ο λαός  
πίσω από τους δημίους του. 
Α, πού μας πάει η μοίρα μας! 
Κλαίω τα κορίτσια τα σεμνά, 
τ’ ανήλικα κορίτσια,    335 
που θα συρθούν στους άνομους 
γάμους της εξορίας. 
Και είναι αλήθεια ‐Ναι, το λέω!‐  
είναι αλήθεια τυχεροί 
όσοι πεθάνουν γρήγορα.     340 
Δεν πρόκειται να δουν 
μέχρι το τέλος το φρικτό 
τέλος της πόλης, την σφαγή, 
την αρπαγή, τα ερείπια,  
την στάχτη να σκεπάζει    345 
το φως του ήλιου κι ο στυγνός 
ο Άρης να βρέχει αίσχος 
και ατιμία.  Η πόλη  
να ουρλιάζει, να σφαδάζει, 
πιασμένη στην απόχη του εχθρού.    350 
Άνδρες να κομματιάζουνε 
άνδρες. Παιδιά στα σπάργανα,  
παιδιά που δεν χορτάσανε  
γάλα και μάνας ζεστασιά, 
να κλαίνε απαρηγόρητα, σε άψυχη αγκαλιά.    355 
Άγρια θηρία οι εισβολείς 
ν’ αρπάζουν ό,τι βρουν 
μπροστά τους · κι όποιος πρόλαβε  
και χόρτασε αρπαγή να προσπερνά  
τον αργοπορημένο·    360 
κι αυτός να ψάχνει άλλα θηρία,  
ακόμα πεινασμένα, 
για να ριχτούν όλοι μαζί 
ν’ αρπάξουν όχι ίσα,  
όχι λιγότερα: τα πάντα ο καθένας.    365 
Κι ύστερα; Ύστερα οι καρποί 
που έδωσε η γη στο σπιτικό: 
πληγές της γης, στη γη,  
σαν τα σκουπίδια· σκύβαλα 
στον χείμαρρο της αρπαγής.    370 
Πόνος αβάσταχτος το βλέμμα της κυράς, 
που ανήκει πια στου άρπαγα την κλίνη. Και μετά; 
Μετά η νύχτα: σκοτεινός λυγμός παρηγοριάς. 
Μα, να ο ανιχνευτής. Έτσι που κυνηγούν 
τα πόδια του τα πόδια του, νομίζω    375 
πως φέρνει νέα, φίλες μου. 
Να και του Οιδίποδα ο γιος, ο βασιλιάς μας. 
Αυτός κι αν τρέχει! Βιάζεται  
να μάθει απ’ τον ανιχνευτή τα τελευταία νέα. 
  
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια εκεί έξω.     380 
Μοιράστηκαν τις πύλες. Τις Προιτίδες  
τις πήρε ο Τυδέας και μουγκρίζει  
σαν θηρίο πεινασμένο, αλλά ο μάντης  
δεν τον αφήνει να περάσει το ποτάμι. Οι θυσίες,  
λέει, δεν έδειξαν καλά σημάδια. Όμως εκείνος     385 
φρυάζει ,σαν το φίδι το κακό μες στο λιοπύρι , 
και βρίζει τον Οικλείδη τον σοφό, πως τάχα  
έβαλε στα σκέλια την ουρά, πως φοβάται 
για την ζωή του. Τρέμουν τα λοφία  
του κράνους του απ’ την οργή, χτυπούν φόβο και τρόμο    390 
τα χάλκινα κουδούνια, που έχει στην ασπίδα του 
και λάμπουν ένα‐ένα τ’ αστέρια στον κατάμαυρο ουρανό  
που είναι ζωγραφισμένος απάνω της· κι εκεί  
στο κέντρο στέκεται ολόλαμπρη σελήνη 
μάτι της νύχτας άγρυπνο, δεσπότης     395 
των άστρων όλων. Πες μου πώς  
ν’ αντέξεις τέτοιο αντίπαλο; 
Αυτός αφρίζει και βροντάει τα φρικτά  
στολίδια του, σαν άλογο που τρώει τα χαλινάρια  
από τη λύσσα να ριχτεί μπροστά. Πώς να κρατήσεις     400 
τέτοια ορμή όταν πέσουν οι αμπάρες των πυλών; 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Δεν με φοβίζουν εμένα τα στολίδια του.  
Δεν κόβουν  τα οικόσημα κι οι θυρεοί  
ούτε τρυπάνε τα λοφία και τα κουδούνια. 
Το δόρυ ξέρει να το δουλεύει; Όσο για κείνη     405 
τη ζωγραφιά με τ’ άστρα και το φεγγάρι που έχει  
στην ασπίδα του, νομίζω  
πως είναι η νύχτα που θα πέσει 
στα μάτια του όταν σκοτωθεί. 
Έκανε  ο ανόητος το ίδιο του το τέλος έμβλημά του!    410 
Τις Προιτίδες τις φυλάει  
το έντιμο λιοντάρι που στολίζει τον οίκο του Αστακού.  
Κι αυτός δεν αστειεύεται όταν έχει  
να κάνει με αλαζόνες και υβριστές.  
Κατάγεται από τους Σπαρτούς,     415 
που σεβάστηκε ακόμα και ο Άρης.  
Είναι παιδί πραγματικό αυτής της γης. Την τύχη 
της σύγκρουσης θα την αποφασίσει ο Άρης, ασφαλώς.  
Όμως δεν είναι η τύχη που έκανε την στυγνή 
ευγένεια τέτοιου άνδρα ανάχωμα στο δόρυ του εχθρού.    420 
Είναι η δικαιοσύνη. Τη μάνα του θα υπερασπιστεί. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Ας φυλάνε οι θεοί τον φύλακά μας, 
στον δίκαιο αγώνα του.  
Ματώνει μέσα μου η καρδιά, 
μόνο που σκέφτομαι πως ίσως    425 
θρηνήσω αγαπημένους. 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Ας του χαρίζουν δύναμη και τύχη οι θεοί.  
Τις Ηλέκτρες τις κέρδισε ο Καπανεύς,  
γίγαντας ασύλληπτος με ανθρώπινη μορφή, 
όμως καθόλου ανθρώπινος στους κομπασμούς.    430 
Στέκεται εκεί μπροστά στα τείχη κι απειλεί να τα γκρεμίσει 
με τα ίδια του τα χέρια. Φυλάξτε μας θεοί! 
Και λέει πως δεν τον νοιάζει τι θέλουν οι θεοί. 
Αυτός, έτσι κι αλλιώς, θα μας τσακίσει. 
Κι ας του θυμώσει ο Δίας, λέει, ας κατεβεί    435 
εδώ στη γη να μπει μπροστά του, αν τολμάει. 
Τις αστραπές και τις βροντές αυτός τα έχει για λιακάδα. 
Και πάνω στην ασπίδα του: άντρας γυμνός κραδαίνει  
πυρσό εκτυφλωτικό και λέει με γράμματα χρυσά: 
«Θα την κάψω αυτήν την πόλη».    440 
Καλά στον πρώτο· όμως σ’ αυτόν, 
τον τρισχειρότερο, ποιον θ’ αντιτάξεις;  
Ποιος θα τολμήσει να σταθεί  
όχι μπροστά του, έστω μπροστά στις απειλές του; 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ο πρώτος ήταν κέρδος καθαρό.    445 
Αυτός εδώ, κέρδος με τόκο. 
Βλέπεις, η γλώσσα δεν μπορεί να κρύψει την βλακεία του αλαζόνα.  
Ποιον απειλεί; Ποιον ετοιμάζεται να κάψει; 
Στάθηκε μπρος στα τείχη μας κι άνοιξε πόλεμο με τους θεούς. 
Προκαλεί, θνητός αυτός, τους ουρανούς.    450 
Άναψε η γλώσσα του από τις προσβολές 
και απ’ ώρα σ’ ώρα θα πάρει ολόκληρος φωτιά. 
Όταν θυμώσει ο Δίας και του ρίξει κεραυνό,  
θα μάθει για τα καλά τι πάει να πει λιακάδα,  
στα αιώνια σκοτάδια.    455 
Απέναντι στη ρητορεία αυτού του ανόητου, εγώ 
θα βάλω τη σοφία και την ανδρεία  
του Πολυφόντη, που οι θνητοί τον εμπιστεύονται  
κι οι αθάνατοι, με πρώτη την Άρτεμη, τον αγαπούν. 
Τώρα συνέχισε· ποια λάθη έκαναν στις άλλες πύλες.    460 
 
ΧΟΡΟΣ 
Φωτιά να φάει αυτόν  
που θέλει να μας κάψει. 
Του Δία τ’ αστροπελέκι να τον βρει 
κατάστηθα, πριν φτάσει στο κατώφλι  
του σπιτιού μου, πριν χιμήξει    465 
με το δόρυ του το αισχρό να με αρπάξει  
απ’ την παρθένα μου φωλιά. 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Θα σου πω αμέσως.  
Τρίτος τράβηξε απ’ το κράνος με τους κλήρους  
τις Νηίστες ο Ετέοκλος και τώρα    470 
προσπαθεί να συγκρατήσει τ’ άλογά του, 
που λυσσάνε να ορμήσουν και δαγκώνουν 
τα χαλινάρια να τα λύσουν. Δεν φρουμάζουν, 
μουγκρίζουν σαν θηρία. Δεν ανασαίνουν, 
φωτιές ξερνάνε τα ρουθούνια τους.     475 
Όσο για την ασπίδα του… εκεί να δεις 
λύσσα πολέμου. Είναι ένας άντρας, που έχει ρίξει 
σκάλα σε τείχη κι ανεβαίνει και φωνάζει 
καταλεπτώς γραμμένο πως δεν θα σταματήσει 
ακόμα και τον Άρη να δει στις πολεμίστρες.    480 
Δεν είμαστε ήδη σκλάβοι του;  
  
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Κι εγώ σου λέω πως αυτός, ο Μεγαρεύς, 
απ’ των Σπαρτών το γένος, άντρας  
που δεν χρειάζεται γελοίες ζωγραφιές ‐του φτάνουν 
τα χέρια του και λίγη τύχη‐ αυτός, λοιπόν,     485 
δεν πρόκειται να κάνει πίσω, επειδή 
αγρίεψαν κάποια άλογα. Ή θα πέσει 
στη μάχη, ανταποδίδοντας το δώρο της ζωής 
που έκανε η γη στο γένος του, 
ή θα συντρίψει κι αντίπαλο και ζωγραφιά    490 
και θα στολίσει τον οίκο του πατέρα του 
με λάφυρα πραγματικά. 
Άντε να δούμε ποιο ψέμα έχει σειρά.  
 
ΧΟΡΟΣ 
Τύχη καλή να τον φυλάει, τον φύλακά μας 
και συμφορά να πέσει στους εχθρούς.    495 
Όσο κομπάζουν σαν τρελοί, 
τόσο ο Δίας να θυμώνει. 
 
 ΑΓΓΕΛΟΣ 
Λίγο πιο κει, μπροστά στις πύλες της Όγκας Αθηνάς,  
υψώνεται ανεμόδαρτος ο βράχος 
του γίγαντα Ιππομέδοντα.  Μου κόπηκε η ανάσα    500 
όταν τον είδα να σηκώνει στον αέρα 
την ασπίδα του, σαν πλάτωμα σε άγριο γκρεμνό. 
Όσο για τον θυρεό… όχι δεν ήταν  
καθόλου ασήμαντος τεχνίτης, 
αυτός που τον ζωγράφισε. Έφτιαξε έναν τρομερό    501 
Τυφώνα να ξερνάει τα δίδυμα της λαίλαπας: 
φωτιά και κατασκότεινο καπνό·  
και στο στεφάνι έβαλε φίδια να ζώνουν το ένα τ’ άλλο. 
Βρυχάται όλεθρο ο μαχητής,    505 
ανάβει μέσα του η τρέλα του Άρη,  
διψάει για αίμα. Διψάει είπα; Όχι!  
Έχει μεθύσει ήδη με την ιδέα της σφαγής! 
Κι όλο ζυγώνει, με τα λόγια αγριεμένα.  
    
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Πρώτον, όλο και κάπου εδώ κοντά θα βρίσκεται η Παλλάδα.    510 
Κι αυτή ως γνωστόν σιχαίνεται  
τους άνδρες που κομπάζουν.  
Θα το κρατήσει μακριά το φίδι απ’ τη φωλιά της, 
ώσπου να τον αρπάξει ο ευπατρίδης γιος  
του Οίνοπα, ο Υπέρβιος: άνδρας γενναίος και μαχητής     515 
εξαίρετος, που αδημονεί να μετρηθεί 
με τη μοίρα του σε τούτον τον αγώνα. 
Τυχαία δεν έβαλε ο Ερμής την τύχη  
να φέρει αντιμέτωπους τέτοιους πολεμιστές ‐ 
και ασφαλώς τέτοιους θεούς. Γιατί μπορεί    520 
ο ένας να έχει στην ασπίδα του Τυφώνα  
πυρπολητή, όμως ο άλλος,  
έχει πατέρα αθάνατο, Δία κεραυνοβόλο.  
Άκουσε ποτέ κανείς ο Δίας να νικηθεί; 
Απ’ την στιγμή, λοιπόν, που είμαστε με το μέρος    525 
των νικητών κι απ’ την στιγμή που ο θεός,  
το δίχως άλλο, θα συντρίψει το στοιχειό, 
ο θυρεός εκείνος λέει  
πως ο Ιππομέδων σου έχει ήδη ηττηθεί. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Είμαι βέβαιη πως αυτός που αντιτάσσει    530 
το χθόνιο στοιχειό ‐το μισητό 
από θεούς κι ανθρώπους‐ στου Δία τη μορφή, 
θ’ αφήσει το κεφάλι του, μαζί με την φρικτή 
ασπίδα του στις πύλες μας μπροστά. 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Μακάρι! Ακούστε τώρα ποιον έβαλαν μπροστά     535 
στις Βόρειες Πύλες, δίπλα στον τάφο του ένθεου Αμφίονα.  
Αυτός ορκίζεται στο δόρυ του, που το ’χει  
τάχα καλύτερα απ’ τον Δία κι απ’ τα ίδια του τα μάτια, 
πως θα ρημάξει την πόλη των Καδμείων· 
θέλει δεν θέλει ο Δίας. Έτσι λέει    540 
‐πλησίστιο γέννημα των άγριων βουνών‐  
το ανδρειωμένο αγόρι, που χθες‐προχθές  
δασώσανε τα μάγουλά του, όμως στυγνή 
καρδιά χτυπάει στα στήθη του, στυγνό 
το βλέμμα του διψάει για σφαγή    545 
κι ας τον αποκαλεί παρθένο τ’ όνομά του. 
Όχι σεμνός, όχι άπραγος· σπάταλος και θρασύς  
στους κομπασμούς, μας δείχνει το όνειδος της πόλης μας  
απάνω στην τεράστια ασπίδα του: μια Σφίγγα 
από χαλκό περίτεχνα δεμένο με το δέρμα. Ναι,    550 
όπως μ’ ακούτε: η φρικτή Σφίγγα, που από λίγο 
θα μας αφάνιζε, στιλπνή, σαν ζωντανή, ν’ αρπάζει 
έναν Καδμείο στα νύχια της και γύρω 
οι σύντροφοί του, οι δυστυχείς, μάταια να ρίχνουν  
τα βέλη τους, στο θύμα μάλλον παρά στο τέρας.     555 
Αυτός, λοιπόν, μου φαίνεται πως δεν σκοπεύει  
ν’ ανταλλάξει τον μακρύ δρόμο που έκανε ως εδώ  
από την Αρκαδία, παρά μονάχα με φωτιά, σφαγή και αρπαγή.  
Αυτός, ο Παρθενόπαις, ένας ξένος απειλεί 
να μας συντρίψει. Ελπίζει να του πληρώσει μετρητοίς     560 
το Άργος την αιματηρή εκδούλευση που του πουλάει…  
Μη δώσει ο θεός να δούμε τέτοια φρικτή συναλλαγή! 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Δεν θα προλάβουν. Πρώτα 
θα πληρωθούν απ’ τους θεούς    565 
για τους ανόσιους κομπασμούς με τον αφανισμό τους. 
Όσο για τον Αρκάδα σου, δεν θα τον ωφελήσουν 
τα λόγια, όταν βρεθεί μπροστά  
στα έργα του φύλακα της πύλης. 
Γιατί αυτός, ο Άκτωρ, ο αδελφός    570 
του Υπέρβιου, μιλάει με την σκληρή 
σιωπή των έργων του και δεν θα επιτρέψει 
ούτε στα λόγια να σκορπίσουν πανικό 
στην πόλη ούτε στο τέρας ‐με το τέρας, 
που κουβαλάει στην ασπίδα του‐ να εισβάλει.    575 
Έξω, εκεί, το ένα τέρας θα καταριέται το άλλο, 
όταν θα γίνει θρύψαλα η ασπίδα. 
Έτσι το θέλω κι έτσι θα γίνει, αν συμφωνήσουν οι θεοί. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Λόγια, λόγια φρικτά, 
από βρώμικο στόμα ανόσιων ανδρών!    580 
Μπήγονται στην καρδιά μου 
κι ανατριχιάζω σύγκορμη· 
ζητούν να με συντρίψουν. 
Συντρίψτε τους θεοί! 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Τον έκτο άνδρα συνετό και δυνατό,    585 
άριστο μάντη και μορφή σπουδαία θα τον πω. 
Είναι ο Αμφιάραος,  που του έπεσε ο κλήρος  
των Ομολωιδών. Και στέκεται πανέτοιμος εκεί,  
μπροστά στις πύλες, μα δεν παύει να κοιτάζει  
τον πανίσχυρο Τυδέα και να του καταλογίζει     590 
τα μύρια όσα:  «Δολοφόνε! Συνωμότη!  
Διαφθορέα του Άργους! 
Δαίμονα της εκδίκησης, δούλε του δόλου! 
Εσύ παρέσυρες τον Άδραστο σ’ αυτό το αίσχος!»  
Ύστερα βλέπει τον ομογάλακτό σου    595 
κι υψώνοντας στον ουρανό το βλέμμα του  
τον κατακεραυνώνει: «Α, Πολυνείκη, ατέλειωτη διχόνοια,  
όνομα και πράγμα, είναι πράγματα αυτά  
ευχάριστα για τους θεούς και  
χρήσιμα για τους θνητούς που θα μας διαδεχθούν;    600 
Την πατρική σου πόλη,  τους εφέστιους θεούς σου  
πολιορκείς, με ξένο στράτευμα;  Ποιος νόμος  
σου δίνει το δικαίωμα να μολύνεις την πηγή  
απ’ όπου ανάβλυσε η ύπαρξή σου; Με όπλα κι απειλές 
ζητάς απ’ την πατρίδα σου να σε υποστηρίξει;     601 
Όσο για μένα… αυτή τη γη –σ’ το λέω‐ θα την τιμήσω,  
σαν εχθρός, πλουτίζοντας το χώμα της  
με το σαρκίο του μάντη‐πολεμιστή. Εμπρός, λοιπόν· 
ας ριχτούμε στη μάχη κι ελπίζω άτιμο τέλος να μην βρω».     605 
Αυτά φωνάζει ο μάντης, πίσω από τον έντιμο χαλκό  
της ασπίδας του, δίχως εμβλήματα και κομπασμούς,  
αφού δεν θέλει να δείχνει, μα να είναι,  
ο άριστος των αρίστων, δρέποντας προσεκτικά  
από την πλούσια γη της σκέψης του ώριμες κρίσεις.    610 
Σε συμβουλεύω να του στείλεις  
αντιπάλους και γενναίους και σοφούς. 
Δεν ξέρει τι είναι φόβος, όποιος φοβάται τους θεούς.  
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Για δες εκεί, θνητή κατάντια  
των ουράνιων οιωνών:     615 
οι έντιμοι με τους άτιμους να συναλλάσσονται!  
Υπάρχει χειρότερο κακό απ’ των κακών τη συντροφιά;  
Θάνατο μόνο καρπίζει η σκευωρία. Αν μπει 
ο έντιμος σε πλοίο με ναύτες πρόθυμους 
για κάθε πανουργία, κατάπτυστες υπάρξεις     620 
θα έχει συντροφιά στην τρικυμία, με κατάπτυστους νεκρούς  
θα μοιραστεί της θάλασσας τα βάθη.  
Κι αν ο ενάρετος συστήσει πολιτεία 
με ανθρώπους αφιλόξενους, που αδιαφορούν για τους θεούς, 
στην ίδια απόχη θα πιαστεί, η ίδια θεϊκή οργή,     625 
που ξεσπά επί δικαίων κι αδίκων, 
θα τον συντρίψει. Το ίδιο ισχύει 
και για τον μάντη αυτόν ‐ τον γιο του Οικλέα εννοώ. 
Είναι συνετός, δίκαιος, ενάρετος, 
σπουδαίος προφήτης, ευσεβής,    630 
όμως απ’ την στιγμή που έκανε ‐έστω,  
αναγκάστηκε να κάνει‐ τόσο δρόμο 
μέχρι εδώ με άνδρες θρασείς, ανόσιους, 
εξασφάλισε για πάντα τη θέση του στον Άδη· 
και θα την καταλάβει, με τη βοήθεια του θεού.    635 
Την πύλη όμως δεν νομίζω πως θα επιχειρήσει  
να την ρίξει· όχι επειδή δεν έχει το σθένος και τη ρώμη, 
αλλά γιατί γνωρίζει πως για να τελεσφορήσει 
 το θείο σχέδιο του Λοξία, θα πρέπει  
να πέσει εδώ μαχόμενος. Εν πάση περιπτώσει,    640 
θα βρει μπροστά του τον ανδρείο Λασθένη. 
Αυτός κι αν απεχθάνεται τους ξένους! 
Γέροντας είναι σοφός στο ρωμαλέο 
σώμα νεαρού πολεμιστή, με βλέμμα γρήγορο και χέρι 
έτοιμο να δρέψει με το δόρυ ό,τι αφήσει ακάλυπτο η ασπίδα.    645 
Όμως η επιτυχία είναι δώρο θεϊκό. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Τις Λιτές μας δεχτείτε θεοί 
και χαρίστε τη νίκη στην πόλη· 
στην κατάντια που απειλούν να μας ρίξουν  
ρίξτε τους εισβολείς. Φωτιά    650 
να ρίξει ο Δίας να τους κάψει! 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Όσο για τον έβδομο ‐στην πύλη, 
την έβδομη, θέλω να πω‐ ο ίδιος σου ο αδελφός 
‐ Άκουσον, άκουσον!‐  
εύχεται και προσεύχεται κι ελπίζει ν’ αλαλάξει     655 
όρθιος τη νίκη του απάνω στις επάλξεις. 
Ύστερα να μετρηθείτε οι δυο σας ‐λέει‐  και ή να σε πάρει 
στον θάνατο μαζί του ή να σε σύρει 
στην ίδια ατίμωση, στην ίδια εξορία που τον έσυρες εσύ. 
Έτσι, ναι! Και κραυγάζει, επικαλείται τους θεούς,    660 
ζητάει να τον ακούσουν οι πολιούχοι και να γίνουν 
προστάτες των λιτών του: στον μέγα Πολυνείκη 
να δώσουνε δικαίωση και νίκη. Και κρατάει 
καινούργια ασπίδα, στρογγυλή, γεροδεμένη, 
με έμβλημα περίτεχνο ολόχρυσο: στυγνό πολεμιστή,     665 
που του ανοίγει δρόμο μορφή γυναίκας· συνετή 
μορφή ‐η Δίκη, τάχα!‐  όπως το λεν τα χαραγμένα λόγια: 
«Τον άνδρα αυτόν στην πόλη του θα φέρω, 
ελεύθερο και κύριο του πατρικού του οίκου». 
Σοφίσματα καλλιτεχνών! Εσύ, πρόσεξε τώρα    670 
ποιον τεχνίτη του πολέμου  
θα διαλέξεις ν’ αναιρέσει τέτοιες δηλώσεις.  
Δικό σου το τιμόνι, δικό σου και το πλοίο. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ανάθεμά σε, γενιά του Οιδίποδα δαιμονισμένη, 
σκουπίδι των θεών! Ανάθεμά σε,    675 
γενιά μου δύστυχη, χαραμισμένη! 
Τώρα, ναι τώρα, πιάνουν οι κατάρες του πατέρα. 
Όμως όχι, όχι· δεν πρέπει να δώσω καταφύγιο στους θρήνους –  
Θρήνους και οδυρμούς καινούργιους να γεννήσουν.  
Έχουν όνομα η έχθρα και το μίσος: Πολυνείκης!     680 
Λοιπόν, θα δούμε αν έχουν νόημα οι ανοησίες  
που χάραξαν τα νύχια της μανίας του στην ασπίδα.  
Θα είχαν, βέβαια, αν εκείνη η κυρά που του ανοίγει δρόμο  
ήταν η παρθένα Δίκη. Όμως του Δία η κόρη,  
δεν καταδέχτηκε να ρίξει απάνω του το βλέμμα της·    685 
πόσο μάλλον να διακρίνει κάτι της προκοπής 
στις σκέψεις και στις πράξεις του, 
απ’ τη στιγμή που άφησε το σκότος 
της μήτρας, μέχρι που έπαιξε παιδί στο φως του ήλιου· 
κι απ’ την στιγμή που χνούδιασαν    670 
τα μάγουλά του, μέχρι που αγρίεψε άνδρα το γένι του.  
Όχι, δεν είναι δυνατόννα του ανοίγει δρόμο  
για την καταστροφή της ίδιας του πατρίδας.  
Δεν είναι ή δεν αξίζει Δίκη να λέγεται αυτή αν παραστέκει  
τέτοιο θρασύ αγύρτη. Αυτό πιστεύω και γι’ αυτό εγώ ο ίδιος     675 
θα τον αντιμετωπίσω. Έτσι είναι το σωστό: 
άρχοντας με άρχοντα, αδελφός με αδελφό, 
εχθρός μ’ εχθρό θα πολεμήσω. Φέρτε μου αμέσως τις κνημίδες. 
Σκοπεύω να δημιουργήσω 
προβλήματα μεγάλα στις πέτρες και τα βέλη.    680 
 
ΧΟΡΟΣ 
Συγκρατήσου, αγαπημένε του λαού, 
γιε του Οιδίποδα· μην γίνεις στην οργή σου 
ίσος μ’ αυτόν που λες αγύρτη.  
Φτάνει το αίμα των Αργείων και των Καδμείων πολεμιστών 
που θα χυθεί. Θα σβήσει κάποτε,    685 
θα το εξαγνίσει ο χρόνος. Όμως ο φόνος συγγενούς  
είναι σωστή αυτοκτονία. Το αίμα αυτό  
δεν σβήνει, δεν ξεχνιέται. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ο έντιμος θάνατος είναι το μόνο κέρδος 
του ηττημένου. Ήττα μαζί     690 
κι ατίμωση μόνο τιμή δεν κάνουν.   
 
ΧΟΡΟΣ 
Πού τρέχει ο νους σου σαν τρελός;  
Μην αφήσεις την μανία του πολέμου να σε σύρει από το δόρυ. 
Πνίξε μέσα σου τη ρίζα του κακού, όσο είναι σπόρος. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Αφού έτσι το βιάζει το πράγμα ο θεός,    695 
ας έχει ούριο χαμό ολόκληρη η γενιά 
του Λάιου, το βδέλυγμα του Φοίβου, στα νερά του Κωκυτού.  
 
ΧΟΡΟΣ 
Σε άρπαξε στα δόντια του ο πόθος  
της γλυκόπικρης σφαγής.  
Διψάς γι’ άνομο αίμα.    700 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Μ’ έχει αρπάξει από το χέρι η κακιά  
κατάρα του καλού πατέρα μου και με κοιτάει  
στεγνά, στυγνά, κι όλο μου λέει πως μπορώ 
να πληρωθώ αδρά τον θάνατό μου.  
 
ΧΟΡΟΣ 
Μην την ακούς, λοιπόν. Κακός    705 
δεν θα ειπωθεί ποτέ αυτός που βάζει τάξη στη ζωή του. 
Πρόσφερε εσύ όπως πρέπει θυσίες στους θεούς 
και να ’σαι βέβαιος πως η νύχτα 
της άνομης εκδίκησης θ’ αφήσει το σπίτι σου αμέσως.  
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Πάει καιρός που οι θεοί δεν είδαν τίποτα καλό από μας.    710 
Τώρα το μόνο ευχάριστο που έχουμε να τους δώσουμε 
είναι ο όλεθρός μας. Γιατί, λοιπόν, να βάζουμε στα σκέλια  
την ουρά, σαν τα σκυλιά, μπροστά στον θάνατο; 
 
ΧΟΡΟΣ 
Γιατί προς το παρόν, αυτός  είναι το αφεντικό. 
Αύριο, μεθαύριο, στο μέλλον     715 
το κοντινό, το μακρινό, ποτέ δεν ξέρεις 
ποιο γύρισμα της μοίρας μαλακώνει τον θεό. 
Τώρα η οργή του φλέγεται. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Τη συνδαυλίζουν οι κατάρες του Οιδίποδα.   
Στοιχειώνουν τα όνειρά μου, σαν να λένε     720 
πως ήρθε η ώρα πια να μοιραστούμε 
την σπουδαία περιουσία του πατέρα! 
 
ΧΟΡΟΣ 
Δεν είναι εύκολο, το ξέρω, όμως άκου 
τις γυναίκες μια φορά.  
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ορίστε, ακούω. Πες όμως κάτι που να μπορώ να κάνω     725 
ή ν’ αποφύγω. Και δίχως πολλά λόγια. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Μην πέσεις στην παγίδα της έβδομης πύλης. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Ψυχή ακονισμένη, με λόγια δεν στομώνει. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Όμως τη νίκη, καλή‐κακή, πάντα τη δέχεται ο θεός. 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Δεν είναι λογική πολεμιστή αυτό.    730 
 
ΧΟΡΟΣ 
Θέλεις να χύσεις το αίμα του αδελφού σου; 
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Δεν σκοπεύω να κρυφτώ απ’ το κακό 
που θέλουν ο οι θεοί. 
 
ΧΟΡΟΣ. 
Τρέμω την άσπλαχνη θεά 
‐όχι θεά, δαιμόνισσα!‐    735 
που όταν φανεί αφανίζονται 
τα σπίτια, ξεκληρίζονται οι γενιές. 
Τρέμω την αλάθητη  
προφήτισσα του χάους, την Ερινύα.  
Την βλέπω· έρχεται, την τραβά    740 
η πατρική κατάρα. 
Μυρίζει του Οιδίποδα την τρέλα, αγριεύει, 
διψάει για μακελειό· 
κι η παιδοκτόνος Έρις 
κραυγάζει ανίερο φονικό.    745 
Ξένος θα κάνει τώρα  
τη μοιρασιά: ένας άποικος  
Χάλυβας απ’ την Σκυθία· 
ο αιμοσταγής, ο αδέκαστος  
σίδηρος θ’ αποδώσει     750 
την πατρική περιουσία: 
δυο μέτρα γη στενή για τον καθένα ‐ 
να ξεχάσουν των απέραντων  
αγρών τους τα χαμένα. 
Μα όταν σκοτώσουν ο ένας στον άλλον     755 
τον εαυτό του· και ξεδιψάσει  
άλικο αίμα η μαύρη γη· 
ποιος θα τους πλύνει, ποιος θα τους ντύσει, 
ποιος θα τους θάψει; 
Α, δεν θα πάψει σ’ αυτό το σπίτι η αρχαία πληγή    760 
πόνο και δάκρυ να αιμορραγεί; 
Λέω για κείνο το παλιό 
ατόπημα, που πλήρωσε 
με τη ζωή του ο Λάιος  
και τρεις γενιές μετά ζητάει ζωές ακόμα.    765 
Του το ’χε πει ο Απόλλωνας 
και μια και δυο φορές 
στον πυθικό αφαλό της γης· 
έπρεπε να το ξέρει: η πόλη θα σωζόταν, 
αν πέθαινε δίχως παιδιά.    770 
Όμως εκείνος, άβουλος 
στου πόθου το καμίνι, 
τον θάνατό του χάλκευσε: 
τον πατροκτόνο Οιδίποδα, 
που όργωσε το ιερό    775 
χωράφι της μητέρας του 
κι έσπειρε σπόρο αιματηρό. 
Μάρτυρας, η παράνοια 
γάμος φρικτός, ζευγάρι βρωμερό! 
Πέλαγος άγριο η συμφορά    780 
κι η τρικυμία λυσσομανά. 
Τρίχαλο κύμα χτυπά την πρύμνη 
της πολιτείας. 
Σκαρί αδύναμο το τείχος μάταια 
παλεύει  ‐Μάταια!‐ ν’ αντισταθεί.    785 
Φοβάμαι, τρέμω, με τους ηγέτες 
μαζί κι η πόλη μη βυθιστεί. 
Παλιά κατάρα γυρεύει τώρα να πληρωθεί. 
Βαρύ το αντίτιμο· χρέος αβάσταχτο ζωές ζητά. 
Όποιος πλουτίζει περνώντας πέλαγα    790 
τα πάντα στ’ άγριο κύμα χρωστά. 
Αγάπησαν ποτέ θεοί ‐ ξένοι και πολιούχοι· 
λάτρεψαν κι αποθέωσαν 
και θαύμασαν τα πλήθη 
άλλον σαν τον Οιδίποδα,    795 
τον άνδρα που συνέτριψε 
τη συντριβή του τόπου, τον τρόμο των ανδρών· 
αυτόν που όταν έμαθε πως είχε διαπράξει  
γάμο φρικτό, δεν άντεξε τον πόνο η καρδιά του 
και με τα ίδια χέρια, που έγινε πατροκτόνος,    800 
στερήθηκε το φως του· 
αυτόν που έριξε κακιά κατάρα στα παιδιά του: 
να ’ναι η κληρονομιά του 
στα χέρια τους ολέθριο σίδερο ακονισμένο. 
Αυτόν φοβάμαι τώρα μην δικαιώσει     805 
η τρομερή Ερινύα.  
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Θάρρος, κόρες, θρέμματα κορών! 
Η πόλη ξεφεύγει από το φάσμα της σκλαβιάς.  
Λύγισαν, έπεσαν στη γη βουβοί, οι κομπασμοί 
των πανίσχυρων εχθρών. Κόπασε η τρικυμία    810 
κι η πόλη άνοιξε πανιά.  
Βράχος το τείχος, βράχοι  
οι άνδρες που προτάξαμε φράζουν τις πύλες. 
Στις έξι όλα πηγαίνουν μια χαρά.  
Την έβδομη την έχει αναλάβει ο εκλεκτός    815 
των άστρων, ο ακατάβλητος άναξ Απόλλων 
για να διευθετήσει  
το παλαιό άνομο χρέος του Λάιου.  
 
 ΧΟΡΟΣ 
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποιο είναι το νέο; 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Η πόλη σώθηκε, μα οι βασιλιάδες αδελφοί…    `820 
 
ΧΟΡΟΣ 
Τι είπες; Ποιοι; Μην με τρελαίνεις! 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Ησύχασε και άκουσε. Του Οιδίποδα οι γιοι… 
 
ΧΟΡΟΣ 
Ανάθεμα την ώρα που μελετούσα το κακό! 
Βγήκαν οι φόβοι μου αληθινοί; 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Πιο αληθινοί δεν γινόταν.     825 
Της γης τη σκόνη αγκαλιάζουν... 
 
ΧΟΡΟΣ 
Έπεσαν και οι δυο; Δεν θ’ αντέξω να το ακούσω·  
όμως μίλα, μην σταματάς! 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Σκότωσαν ο ένας τον άλλον. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Ο αδελφός τον αδελφό;    830 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ 
Ο δαίμονάς τους, και τους δυο· 
ο δαίμονας που αφάνισε την άτυχη γενιά. 
Και τώρα εμείς θα πρέπει να θρηνούμε 
και να χαιρόμαστε μαζί. Σώθηκε η πόλη, 
μα οι στρατηγοί μας, οι άρχοντες     835 
και φύλακες του τόπου, 
μοιράστηκαν την πατρική  
κληρονομιά με τους φρικτούς 
όρους που έθεσε η κατάρα του πατέρα 
κι εκτελεστή σφυρήλατο σίδερο σκυθικό:     840 
δυο μέτρα γη στενή ο καθένας 
για τελευταίο του σπίτι. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Δία μου παντοκράτορα, 
θεοί μου πολιούχοι, 
σεις που κρατήσατε όρθια    845 
τα τείχη των Καδμίων,  
πείτε μου τι να κάνω; 
Τη σωτηρία της πόλης 
να υμνήσω ή να θρηνήσω 
τους δύσμοιρους ηγέτες,    850 
που έφυγαν άκληροι κι οι δυο 
για ν’ αποδείξουν την πικρή  
αλήθεια του ονόματός τους,  
τρέχοντας πίσω από την τρελή 
του μίσους λογική;    855 
Ω, σκοτεινή, αφεύγατη,  
κατάρα του Οιδίποδα, 
τρελάθηκε στα στήθη μου καρδιά 
και σαν δαιμονισμένη  
άρχισα να μοιρολογώ,    860 
ακούγοντας ‐Ναι· ακούγοντας!‐  
το αίμα να στάζει  
απ’ τους δύσμοιρους νεκρούς, 
κρατώντας τον δυσοίωνο ρυθμό 
σε μια φρικτή δοράτων συναυλία.    865 
Ξέσπασε τη μανία της, 
μέχρι την τελευταία 
ρανίδα αίμα, η πατρική 
κατάρα κι η παραφορά 
του Λάιου δεν λέει να ησυχάσει.    870 
Φοβάμαι πως τα βάσανα 
της πόλης μας δεν έχουνε περάσει. 
Λόγος θεού: οργή θεού· 
δεν θα κοπάσει, αν δεν χορτάσει 
τη μανία της. Τι κάνατε, τρελοί;    875 
Ποιος θα τη φανταζόταν  
τέτοια καταστροφή;  
Να· δείτε εκεί κατάντια·  
δείτε καταστροφή!  
Δείτε το ανήκουστο     880 
που ακούσατε απ’ τον ανιχνευτή. 
Δίδυμος θάνατος, διπλός καημός.  
Τι να σκεφτώ και τι να πω;  
Ποιον να θρηνήσω πρώτο; 
Βρήκε και φώλιασε     885 
η συμφορά σ’ αυτό το σπίτι· 
φώλιασε και γεννοβολάει 
το ένα κακό χειρότερο από τ’ άλλο. 
Λύστε, αδελφές, το μοιρολόι. 
Φύσηξε θρήνος κι οδυρμός· κάντε κουπιά     890 
τα χέρια να ταράξουν τα νερά  
του Αχέροντα· να πάρει ο στεναγμός 
το μαύρο νεκροκάραβο· 
αστόλιστο να πάει εκεί, 
που δεν χαράζει Φοίβου φως:    895 
στο ύστερο λιμάνι καθενός. 
Ω, συμφορά μου… αγύριστα κεφάλια! 
Ούτε τον φίλο ακούγατε ούτε ο εχθρός σας τρόμαζε. 
Τι καταφέρατε;  Να μπείτε ζωντανοί‐νεκροί 
κατακτητές στο πατρικό σας σπίτι·     900 
να το ρημάξετε, άμοιροι; Γιατί; 
Για ν’ απομείνει μόνο ένας βασιλιάς; 
Σας στέφει τώρα και τους δυο 
σίδερο ακονισμένο, 
με του πατέρα την ευχή     905 
και της αφέντρας Ερινύας την εντολή. 
Πληγή στο μέρος της καρδιάς 
του ενός, του άλλου η καρδιά.  
Σταμάτησαν η μια 
την άλλη οι καρδιές, που φύτρωσαν στα  ίδια     910 
σπλάχνα. Ανάθεμά σε, κατάρα που ζητάς 
με θάνατο τον θάνατο να θρέψεις. 
Τριπλή πληγή οι δυο πληγές: 
σπίτι και στήθη αδελφικά, 
εμφύλια ερείπια μπρος στη λύσσα     915 
της πατρικής κατάρας. 
Στενάζει η πόλη. 
Στενάζουν τα τείχη.  
Στενάζει η γη, που θ’ απομείνει  
σε ξένα χέρια· η γη    920 
που ήρθαν για χάρη της στα χέρια 
και βάδισαν στον θάνατο μαζί. 
Σκληρή μα δίκαιη μοιρασιά. 
Ποιος θα κατηγορήσει τον σιδερένιο μάρτυρα 
και ποιος θα πει πως ο άδικος    925 
ο Άρης δεν τήρησε αυστηρά τους άθλιους όρους   
αυτής της διαθήκης;     
Σίδερο τους έφερε ως εδώ· 
και σίδερο θα έχουν μοναδική κληρονομιά 
στο πατρικό τους μνήμα.    930 
Σίδερο και θρήνους κι οδυρμούς 
σπαρακτικούς, αβάσταχτους: τρελούς βλαστούς  
του πόνου, που ποτίζει με δάκρυ την απελπισία 
για τους νεκρούς μου άρχοντες. 
Σίδερο και θρήνους κι οδυρμούς    935 
και το άδικο αίμα των πολιτών και των εχθρών 
που χύθηκε για χάρη τους. 
Δύστυχη που τους γέννησες! 
Ποια μάνα γέννησε ποτέ 
τον πατέρα των παιδιών της;    940 
Ποιας μάνας τα παιδιά 
έσυραν το ένα τ’ άλλο 
στον θάνατο με χέρια αδελφικά;   
Ολέθρια  χέρια, που έδωσαν  
πληγές, όχι αγάπη· μίσος και θάνατο, όχι     945 
στήριγμα αδελφικό. 
Ησύχασαν,  
κοιμούνται αγκαλιασμένοι  
στη ματωμένη γη.  
Τους ένωσαν το μοχθηρό     950 
γέννημα της φωτιάς:  
το ακονισμένο σίδερο·  
κι ο άδικος, ο Άρης,  
που φρόντισε να εκτελεστεί  
η πατρική κατάρα.    955 
Δύστυχοι· επιτέλους  
μοιράσατε την άθλια κληρονομιά. 
Αμύθητος πλούτος σας περιμένει  
τώρα η μαύρη άβυσσος 
στης γης τα σπλάχνα.    960 
Φρικτό στεφάνι βάλατε  
στην πόρτα του σπιτιού σας. 
Και η γενιά σας τρόμαξε 
από τους θρήνους· σκόρπισε 
στους πέντε ανέμους. Τώρα,    965 
τρόπαιο έστησε ο φρικτός 
δαίμονας της παράνοιας,  
στην Πύλη, όπου του δώσατε 
τη νίκη. Σας αφάνισε 
και ησύχασε.     970 
Σιωπή! 
Έρχονται οι αδελφές τους. 
Άμοιρη Ισμήνη! 
Δύστυχη Αντιγόνη! 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Αγαπημένε μου, φονιά.    975 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Φονιά μου, αγαπημένε. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Αυτό το δόρυ που έριξες, 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
τρύπησε την καρδιά σου. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Άμοιρε. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Δύσμοιρε.    980 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Κλάψε καρδιά μου. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Κυλήστε δάκρυά μου. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Έχασες τη ζωή σου, 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
παίρνοντας μια ζωή. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τι δυστυχία!    985 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τι πόνος! 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Σπαράζει μέσα μου η καρδιά.  
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Στενάζει η ψυχή μου. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Αχ, αδελφέ μου δύσμοιρε. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Άμοιρε αδελφέ μου.     990 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Σ’ αφάνισε ο αδελφός. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τον αδελφό σου αφάνισες. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Ποιον να πρωτοθρηνήσω; 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Πού να πρωτοκοιτάξω; 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τον πόνο αφήσατε, αδελφοί,    995 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
στις αδελφές σας  αδελφό; 
 
ΧΟΡΟΣ 
Μοίρα βαριά και σπάταλη 
στις συμφορές· κι εσύ 
του Οιδίποδα Ερινύα σκοτεινή 
αρχόντισσα, κανείς δεν σας ξεφεύγει.    1000 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Αχ! 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Αχ! 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τι μου έμελε να δω! 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Ανάθεμα την ώρα, 
που έφευγες στο Άργος!    1005 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Ανάθεμα την ώρα  
που έμενες εδώ. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τι να το κάνω που νίκησες νεκρός; 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Νίκησε κι αφανίστηκε. 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Κι αφάνισε κι αυτόν.    1010 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Γενιά καταραμένη! 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Κατάντια τρομερή! 
 
ΧΟΡΟΣ 
Μοίρα βαριά και σπάταλη 
στις συμφορές· κι εσύ 
του Οιδίποδα Ερινύα σκοτεινή    1015 
αρχόντισσα, κανείς δεν σας ξεφεύγει. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τι πέρασες! Τι γλύτωσες! 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τι έμαθες απ’ το κακό 
που του ’κανες και σου ’κανε 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Γύρισες και του έφερες    1020 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
σίδερο ακονισμένο. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τι λέτε χείλη μου τρελά; 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τι βλέπετε τρελά μου μάτια;  
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Ω, συμφορά! 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Ω, δυστυχία!    1025 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Πάει το σπίτι, πάει η πόλη, 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Πάω κι εγώ. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Πώς να σταθώ; Πού να σταθώ; 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Τι έκανες, άμοιρε, άρχοντα των συμφορών; 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τι έπαθες, των πόνων βασιλιά;     1030 
 
ΙΣΜΗΝΗ 
Σας τύφλωσε ο θεότυφλος  
δαίμονας της εκδίκησης.  
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Πού είναι στη γη τόπος καλός  
 
ΙΣΜΗΝΗ 
να σας δεχθεί σαν άρχοντες; 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Πλάι στον πατέρα, που έγινε    1035 
φονιάς σας, θα ησυχάσετε; 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Απόφαση και εντολή των προεστών του τόπου. 
Ακούσατε, ακούσατε. Ο Ετεοκλής, προστάτης 
της γης του, πρέπει μνήμα ισάξιο να βρει στα χώματά της. 
Έπεσε υπέρ πόλεως· προσέφερε λαμπρή    1040 
θυσία την αρετή του στων προπατόρων τον βωμό, 
όπως ταιριάζει στους γενναίους κι έντιμους νέους. 
Αυτά γι’ αυτόν διατάσσονται. Όσο για το κουφάρι 
του Πολυνείκη, του αδελφού του… στα σκυλιά 
να πεταχτεί· χάλασμα ανθρώπου      1045 
να μείνει εκεί έξω απ’ την πόλη, 
αφού ονειρεύτηκε να την χαλάσει· 
και θα το έκανε, αν δεν έμπαινε μπροστά 
στο δόρυ του κάποιος θεός. 
 Έτσι, ακόμα και νεκρός θα έχει το στίγμα     1050 
της ενοχής, για όσα αισχρά διέπραξε 
ενώπιον των πατρώων θεών, επιχειρώντας 
την πόλη μας να ρίξει βορά στον ξένο συρφετό 
που έφερε μαζί του. Ας γίνει τώρα αυτός 
βορά ορνέων. Του αξίζει.     1055 
Άταφος κι άκλαυτος να μείνει απ’ τους δικούς του. 
Δεν δικαιούνται την τιμή να κηδευτεί. 
Αυτά διατάσσει του Κάδμου η πολιτεία.  
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Άκου, λοιπόν, τι λέω στους προεστούς σου·  
και τι θα γίνει. Αν κανείς δεν θέλει να του κάνει    1060 
την τιμή που δικαιούται, θα του την κάνω εγώ. 
Κι ας κατηγορηθώ πως έθαψα τον ίδιο μου αδελφό. 
Δεν θα διστάσω ν’ αντιταχθώ στην πόλη.  
Είναι βαρύ το χρέος απέναντι στα σπλάχνα  
όπου φυτρώσαμε κι οι δυο: παιδιά    1065 
μιας άμοιρης μητέρας κι ενός δύσμοιρου πατέρα.  
Είμαι ακόμα ζωντανή και η καρδιά μου λέει 
να μοιραστώ τις συμφορές με τον νεκρό. 
Ας λένε εκείνοι, ας διατάσσουν ό,τι θέλουν. 
Δεν πρόκειται ν’ αφήσω να σπαράξουν    1070 
το σώμα του αδελφού μου οι πεινασμένοι λύκοι.  
Μόνη μου θα τον θάψω. Ναι, θα βρω 
τον τρόπο. Είμαι γυναίκα, μα μπορώ 
χώμα να φέρω στην αγκαλιά μου, 
μ’ αυτά τα χέρια να τον σκεπάσω.    1075 
Ναι· μπορώ! Κι ας λένε εκείνοι,  
ας διατάσσουν ό,τι θέλουν. 
Έχω το θάρρος, θα βρω τον τρόπο.                
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Σε συμβουλεύω να μην το κάνεις, 
αφού δεν θέλει η πόλη.     1080 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Σε συμβουλεύω να μη μου δίνεις 
άχρηστες συμβουλές. 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Σκληραίνει ο λαός όταν περάσει 
μεγάλη αγωνία. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Μην αγωνίζεσαι άδικα.    1085 
Άταφος δεν θα μείνει ετούτος ο νεκρός. 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Θα τιμήσεις αυτόν που μισεί όλη η πόλη; 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Τον έκρινε ο θεός. 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Ναι· αφού πρώτα κόντεψε να ρημάξει τον τόπο του. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Πληρώθηκε, όπως έπρεπε.    1090 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Πληρώθηκε από έναν.  
Οι άλλοι; Αυτός τα έβαλε με όλο τον λαό. 
 
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 
Η Έρις κλείνει πάντα  
τις υποθέσεις των θεών. Πάνε αυτά.  Άδικα χάνεις  
τα λόγια σου. Εγώ θα τον θάψω.    1095 
 
ΚΗΡΥΚΑΣ 
Κάνε ό,τι θέλεις. 
Εγώ σε προειδοποίησα. 
 
ΧΟΡΟΣ 
Καταραμένες Ερινύες, που καυχιέστε 
πως ρημάζετε τα σπίτια, 
αφανίσατε απ’ τη ρίζα τη γενιά    1100 
του Οιδίποδα. Και τώρα τι θα γίνω;  
Ω, δυστυχία μου! Τι να κάνω;  
Τι να σκεφτώ; Πώς να σ’ αφήσω 
άκλαυτο κι άταφο;  
Ντρέπομαι. Μα φοβάμαι    1105 
και την οργή των πολιτών. Εσένα 
θα σε θρηνήσουν όλοι. Εκείνος, 
ο άμοιρος, θα έχει μοναχή 
παρηγοριά της αδελφής  
το σιγανό το μοιρολόι.    1110 
Ποιος να το φανταστεί! 
Θέλει δεν θέλει η πόλη, 
δεν πρόκειται ν’ αφήσουμε 
μόνο τον Πολυνείκη στο ύστερο ταξίδι. 
Θα τον κηδέψουμε όπως πρέπει.    1115 
Αυτό το πένθος ανήκει στην πατρίδα. 
Οι άρχοντες κι οι νόμοι τους αλλάζουν. 
Εμείς θα υπακούσουμε 
στους νόμους και τους άρχοντες, 
γιατί με τη βοήθεια των άχραντων θεών    1120 
και του υψίστου Δία, αυτός  
έβγαλε σώο της πατρίδας το καράβι  
από την άγρια θύελλα των ξένων. 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
 
 
Καμία  τραγωδία  δεν  μας  έχει  παραδοθεί  σε  τόσο  αθλία  κατάσταση,  όσο  οι  Επτά  Επί  Θήβας 
του Αισχύλου.  Μόνο τα  δύο τρίτα του κειμένου είναι  καθαρό  πως ανήκουν στον ποιητή. Το 
υπόλοιπο ένα τρίτο  –και  δυστυχώς όχι συγκεντρωμένο σ’ ένα  μόνο σημείο του έργου, αλλά 
διάσπαρτο‐  είτε  αποτελείται  από  στίχους  απλοποιημένους  στην  Ελληνιστική  Εποχή,  για 
διδακτικούς λόγους, ή σχηματίστηκε κατά προσέγγιση από τους νεώτερους εκδότες, με βάση 
σπαρμένες  λέξεις.  Σαν  να  μην  έφταναν  αυτά,  όλο  το  κείμενο,  από  την  στιγμή  που 
εμφανίζονται η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι καταφανώς γραμμένο από κάποιον ευσυνείδητο 
γραμματικό  των  Ρωμαϊκών  Χρόνων,  που  έκρινε  καλό  να  μιμηθεί  την  Αντιγόνη  του  Σοφοκλή. 
Όλο  αυτό  το  χάος,  το  οποίο  συμμάζεψαν  και  προσπάθησαν  ν’  αποκαταστήσουν  σπουδαίοι 
φιλόλογοι, δημιουργεί προβλήματα στο ύφος, το νόημα και την δραματική εξέλιξη.   
Το  πρωτότυπο  της  μετάφρασης  διαμορφώθηκε,  μετά  από  συγκριτική  ανάγνωση  των 
κλασικών εκδόσεων:  
*The  Seven  against  Thebes  of  Aeschylus;  with  introduction,  critical  notes,  commentary, 
translation  and  a  recension  of  the  Medicean  scholia,  by  T.  G.  Tucker,  The  University  press, 
1908.  
*Aeschyli tragoediae;  Ex. ed. C.G. Schütz, Oxford University, 1799.  
*Tragoediae superstites et deperditarum fragmenta; Ex recensione G. Dindorfii, E typographeo 
academico, 1841. 
*Aeschyli tragoediae;  Sumtibus F.C.G. Vogelii, 1823.  
*Aeschyli tragoediae; Ed. A. Kirchhoff, Oxford University, 1880. 
*Aeschyli Tragoediae; Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, 1898. 
*Aeschyli Septem contra Thebas; Ed. Karl Gerhard Haupt, Lehnhold, 1839. 
*Αισχύλος· Παραφρασθείς, σχολιασθείς τε, και εκδοθείς υπό Νεοφύτου Δούκα, Εν Αιγίνη, εκ 
της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά,1839. 
*Τραγωδίαι  Αισχύλου·  Εκδιδόμεναι  μετά  σχολίων  υπό  Γεωργίου  Μιστριώτου,  Εν  Αθήναις. 
Τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου, 1902. 
 
 
στ.  26,  Μα  τώρα...  ο  αλάνθαστος  προφήτης.  Πρόκειται  για  τον  Τειρεσία,  ο  οποίος  ασκούσε  
την  οιωνοσκοπία,  την  παρατήρηση  της  συμπεριφοράς  των  πουλιών,  και  όχι  την  αιματηρή 
σπλαχνομαντία. Ο Τειρεσίας ήταν τυφλός, αλλά βασιζόταν στις φωνές των πουλιών.   
 
στ.  43,  Μιας  ασπίδας  ποτισμένης  ...  πορφυρή  λάσπη  της  ζωής.    Πρόκειται  για 
σπλαχνομαντεία. Χρησιμοποιούσαν αντί βωμού μιαν ασπίδα. Άνοιγαν τον ταύρο και έλεγχαν 
τα σπλάχνα του, από την κατάσταση των οποίων υπέθεταν το μέλλον. Είναι σαφής η αντίθεση 
ανάμεσα  στην  αναίμακτη  πρακτική  του  Τειρεσία  (δείγμα  πολιτισμού  των  αμυνομένων 
Θηβαίων) και στην βάρβαρη πρακτική των επιτιθέμενων Πελοποννησίων.  
 
στ. 45, Στην Ενυώ, στον αιμοβόρο Φόβο. Δαίμονες του πολέμου, συνοδοί του Άρη: Τρόμος και 
Φόβος . 
 
στ. 49‐50, Στο άρμα του Αδράστου. Κρεμούσαν κάποιο προσωπικό του μικροαντικείμενο ή μια 
τούφα από τα μαλλιά τους, σαν «τάμα» στο άρμα του βασιλιά του Άργους Αδράστου, επειδή 
ο μάντης Αμφιάραος –ο οποίος λάμβανε μέρος στην εκστρατεία‐ είχε χρησμοδοτήσει πως  ο 
Άδραστος δεν θα σκοτωνόταν. 
 
στ. 56, Τους άφησα να ρίχνουν κλήρους. Οι κληρώσεις στα στρατόπεδα γίνονταν με  βώλους 
γης  ξεραμένους στον ήλιο μέσα σε μια περικεφαλαία. 
 
στ. 96, Λευκές ασπίδες των εχθρών. Το λευκό ήταν το «εθνικό» χρώμα των Αργείων. 
 
στ.  109‐110, Τι  κάνεις  Άρη;    Ο  Φοίνικας  Κάδμος  ήρθε  στην  περιοχή  της  Θήβας  και  εντόπισε 
την πηγή της Δίρκης, την οποία φύλασσε ένας δράκος, γιος του Άρη. Ο Κάδμος σκότωσε τον 
δράκο και έσπειρε τα δόντια του στην γη. Από αυτά τα δόντια φύτρωσαν οι πρώτοι κάτοικοι 
της Θήβας, οι Σπαρτοί. Συνεπώς, οι Θηβαίοι είναι κατά κάποιον τρόπο παιδιά του Άρη.  
 
στ.  124, Πύλες  επτά,    επτά  στρατοί  .  Οι  Θήβες  είχαν  επτά  πύλες,  οι  οποίες  αποτελούσαν  το 
«καμάρι» τους – από εκεί και ο ευφημισμός «Επτάπυλοι»: 1. Ηλέκτρες 2. Προιτίδες 3. Ωγύγιες 
ή Βόρειες 4. Ομολωίδες 5. Νηίστες 6. Κρηνίδες 7. Ύψιστες. Σε κάθε μία από αυτές τις πύλες 
είχε παραταχτεί ένα σώμα από τον στρατό των πολιορκητών.  
 
στ. 140, Λύκιε άρχοντα. Ο Απόλλων. 
 
στ. 158, Κι εσύ μακάρια Όγκα. Στην Θήβα τιμούσαν την Αθηνά με το προσωνύμιο « Όγκα». Οι 
νεότεροι σχολιαστές επιχείρησαν να συνδέσουν αυτό το προσωνύμιο με την λέξη «ογκώμαι». 
Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, το «Όγκα» αναφέρεται στους ογκηθμούς που έβγαζε η θεά 
μεταμορφωμένη  σε  βόδι.  Ο  αρχαίος  σχολιαστής,  όμως,  δηλώνει  :  «Όγκα  ]  Αθηνά  Φοινίκων 
γλώττη». Ας μην ξεχνάμε πως ο Κάδμος ήταν Φοίνικας. 
 
στ.  381,    Τις  Προιτίδες  τις  πήρε  ο  Τυδέας.  Γιος  του    βασιλιά  της  Αιτωλικής  Καλυδώνας, 
εκδιώχθηκε από τον θείο του, ο οποίος σκότωσε τον πατέρα του και σφετερίστηκε τον θρόνο. 
Ο  Τυδέας  κατέφυγε  στο  Άργος,  όπου  σχετίστηκε  με  τον  επίσης  φυγ΄λαδα  γιο  του  Οιδίποδα  
Πολυνείκη.  
 
στ.  383,  Αλλά  ο  μάντης.  Ο  Αμφιάραος,  δηλαδή.    Εγγονός  του  Μελάμποδος,  από  τον  οποίον 
μυήθηκε  στην  μαντική  τέχνη,  ο  Αμφιάραος,  συμβασιλέας    του  Αδράστου  στο  Άργος,  αρχικά 
αρνήθηκε  να  συμμετάσχει  στην  θηβαϊκή  εκστρατεία,  αφού  ως  μάντης  γνώριζε  πως  αν 
πήγαινε, θα έπεφτε στο πεδίο της μάχης. Μετά από την πίεση που του άσκησε η γυναίκα του 
–αδελφή  του  Αδράστου‐  υπέκυψε  με  βαριά  καρδιά.  Μετά  την  νίκη  των  Θηβαίων,  ο  Δίας 
άνοιξε ένα χάσμα στη γη, όπου εξαφανίστηκε με το άρμα του ο Αμφιάραος, γλυτώνοντας τον 
ατιμωτικό θάνατο.  
 
στ.  470,  Τις  Νηίστες  ο  Ετέοκλος.  «Κάποιος  Αργείος»,  λέει  ο  αρχαίος  σχολιαστής.  Ούτε  ο 
Ετεοκλής, ούτε ο Ετέοκλος, βασιλιάς του Ορχομενού. 
 
στ. 502, Τυφώνα να ξερνάει τα δίδυμα της λαίλαπας.  Ο Τυφών ήταν γιγάντιο τέρας, παιδί της  
Γαία και του Ταρτάρου. Το κεφάλι του ακουμπούσε στον ουρανό και  όταν άπλωνε τα χέρια 
κάλυπτε τον ορίζοντα. Στους ώμους του είχε εκατό κεφάλια φιδιών. Μέχρι τη μέση έμοιαζε με 
άνθρωπο, αλλά από την μέση και κάτω ήταν ερπετό. Τα δίδυμα της Λαίλαπας, μιας μυθικής 
άσπλαχνης σκύλας είναι ο καπνός και η φλόγα. 
 
στ.  536,  Στον  τάφο  του  ένθεου  Αμφίονα.  Ο  Αμφίων,  γιος  του  Δία  από  την  Αντιόπη, 
ανατράφηκε μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, Ζήθο, ανήγειραν τα πρώτα τείχη της Θήβας.  Ο 
Αμφίων  αυτοκτόνησε,  όταν  ο  Απόλλων  και  η  Άρτεμις  σκότωσαν  τα  παιδιά  του,  για  να 
εκδικηθούν  την  μητέρα  τους  Νιόβη,  η  οποία  καυχήθηκε  ότι  είναι  πιο  ευτυχισμένη  από  την 
Λητώ –μητέρα των δύο θεών‐ γιατί έχει ομορφότερα παιδιά.  
 
στ.  697,  Στα  νερά  του  Κωκυτού.  Μυθικός  υπόγειος  ποταμός,  γιος  της  λίμνης  Στύγας,  που 
χυνόταν στον ποταμό Αχέροντα.   
 
στ. 748, Ένας άποικος Χάλυβας απ’ την Σκυθία. Οι Χάλυβες ήταν αρχαίος λαός, που ζούσε στα 
παράλια  του  Εύξεινου  πόντου.  Οι  αρχαίοι  απέδιδαν  στους  Χάλυβες  την  ανακάλυψη  και 
κατεργασία του χάλυβα, τον οποίον έφεραν στην Ελλάδα μετανάστες από εκείνα τα μέρη.  
 
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ 
 
 
 
Διαβάζοντας  του  Επτά  επί  Θήβας,  δεν  μπορεί  να  κρύψει  κανείς  την  θυμηδία  που  του 
προκαλούν  οι  περισσότερες  προσπάθειες  των  συγγραφέων  του  νεότερου,  νεωτερικού  ‐ή 
όπως  αλλιώς  θα  μπορούσαμε  να  τον  ονομάσουμε,  προκειμένου  να  ξεχάσουμε  τον 
βαρβαρισμό  του‐  κόσμου  να  διαχειριστούν  το  θέμα  της  εμφύλιας  σύγκρουσης.  Δυόμισι 
χιλιάδες χρόνια μετά τον Αισχύλο, δεν έχουμε παρά να πούμε ό,τι θα έλεγε ένας άνθρωπος 
εκατό χρόνια πριν τον Αισχύλο, για μιαν εμφύλια σφαγή: «Μα, ο αδελφός, τον αδελφό; Είναι 
σωστό να χύνεται αίμα αδελφικό;» 
Μπορούμε  να  ανακαλέσουμε  εκείνα  τα  ‐όχι  όσο  θα  έπρεπε  γνωστά‐  λόγια  του  J.‐J. 
Rousseau  από  το  τελευταίο  κεφάλαιο  του  Δοκιμίου  Περί  Καταγωγής  των  Γλωσσών,  με  τίτλο 
«Σχέση  των  γλωσσών  με  τις  κυβερνήσεις»:  «Στα  παλιά  χρόνια,  όταν  η  πειθώ  επείχε  θέση 
δημόσιας ισχύος, η ευγλωττία ήταν απαραίτητη. Σε τι θα εξυπηρετούσε σήμερα {1781!} αν η 
δημόσια  ισχύς  συμπλήρωνε  την  πειθώ;  Δεν  έχουμε  ανάγκη  την  τέχνη  και  τη  μορφή  για  να 
πούμε: Έτσι μου αρέσει. Τι απομένει λοιπόν να πούμε στο συναθροισμένο λαό; Κηρύγματα. 
Και τι νόημα έχει να πείσουμε τον λαό, αν δεν είναι αυτός που ευεργετείται;» (Μετάφραση: 
Κωστής Παπαγιώργης). 
Αν  νομίζει  κανείς  πως  μπορεί  να  αποτρέψει  έναν  εμφύλιο,  κηρύσσοντας  το  αποτρόπαιο 
της αδελφοκτονίας είναι γελασμένος· όχι διότι οι άνθρωποι δεν φημίζονται δα για την ηθική 
σταθερότητά  τους,  μπροστά  στην  δίψα  του  χρήματος  και  της  εξουσίας,  αλλά  διότι  η 
αδελφοκτονία είναι μία –φρικτή οπωσδήποτε‐  μόνο όψη του εμφυλίου – και δυστυχώς όχι η 
ουσιαστικότερη. Αυτό που διακυβεύεται σε έναν εμφύλιο δεν είναι ούτε η οικογένεια ούτε το 
έθνος.  Είναι  η  πόλις,  το  κοινωνικό‐ιστορικό  δημιούργημα  των  ανθρώπων,  το  πλαίσιο  εντός 
του  οποίου  μπορούν  να  είναι  άνθρωποι  και  να  κάνουν  ακόμα  και  εμφυλίους  –  το  ίδιο  το 
ανθρώπινο  είναι  τελικά.  Τα  συγκρουόμενα  αδέλφια  αποτελούν  την  μια  παράταξη  του 
εμφυλίου – η πόλη την άλλη. Σημασία δεν έχει ποιος θα επιβιώσει. Σημασία έχει να επιβιώσει 
η  πόλις.  Η  πείρα  των  εμφυλίων  στον  σύγχρονο  κόσμο  λέει  πως  ο  νικητής,  αμέσως  μετά  την 
νίκη  του  καταστρέφει  την  πόλη  ως  πόλη  και  την  μεταβάλει  σ’  έναν  απέραντο  τάφο  για  τον 
ηττημένο. 
Η  οπτική  του  Αισχύλου  είναι  τόσο  καθαρή,  τόσο  εκτυφλωτική  που  δεν  μπορούμε  να  την 
προσπεράσουμε.  Το  πλαίσιό  της:  οι  γόνοι  μιας  οικογένειας,  που  έρχεται  από  τον  σκοτεινό, 
άλογο, κόσμο των προγόνων συγκρούονται, διεκδικώντας την ηγεσία μιας πόλεως, της οποίας 
οι πολίτες το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν και να δημιουργήσουν ελεύθερα.  
Ο ένας, ωστόσο –αν και παραβάτης της συμφωνίας πως θα μοιράζεται τον θρόνο με τον 
άλλον‐  καταλαβαίνει  μπροστά  σε  ποιο  πρόβλημα  βρίσκεται.  Αυτό  που  τον  δένει  με  τον 
αδελφό του είναι το αίμα, ένας δεσμός σαθρός, σχεδόν ανύπαρκτος, αφού δεν εμπόδισε τους 
προγόνους  τους  να  αλληλοσκοτωθούν.  Όπως  δεν  θα  εμποδίσει  και  αυτούς.  Αντίθετα,  αυτό 
που  δένει  τους  πολίτες  με  την  πόλη  είναι  η  ευθυκρισία,  η  ηθική,  λογική  και  αισθητική 
συγκρότηση,  αρετές  τις  οποίες  καταθέτουν  στους  θεσμούς,  για  να  τις  προφυλάξουν  από  τα 
ίδια τους τα ελαττώματα. 
Ο  πρόλογος  του    Ετεοκλή,  θέτει  τα  πάντα  εξαρχής.  Εμφανίζεται,  ενώ  οι  εχθροί 
λυσσομανούν  έξω  από  τα  τείχη,  για  να  «βάλλει  τα  πράγματα  σε  μια  σειρά».  Ψέγει  κάπως 
ειρωνικά τους πολίτες, για την συνήθειά τους να αποδίδουν στους θεούς την ευτυχία. Ούτε 
λίγο ούτε πολύ, τους καλεί να πάρουν στα χέρια τους την πόλη και την ζωή τους. Το ζήτημα 
δεν είναι δικό μου και του Πολυνείκη, είναι σαν να τους λέει, αλλά δικό σας και των εχθρών, 
που  από  την  στιγμή  που  επιτίθενται  είναι  ξένοι  και  μιλούν  άλλη  γλώσσα  –  την  γλώσσα  της 
βίας.  
Αντίθετα, ο Χορός ουρλιάζει, τρέμει, εκλιπαρεί τους θεούς. Ωστόσο, ο ηγέτης  ψύχραιμος 
καλεί  σε  οργάνωση.  Αυτή  η  οργάνωση  θα  καλύψει  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  τραγωδίας.  Ο 
ανιχνευτής  θα  παραθέσει  λεπτομερώς  την  μορφές  και  τους  τρόπους  των  ηγετών  των 
επιτιθεμένων. Και ο Ετεοκλής θα αντιτάξει τις μορφές και τους τρόπους των υπερασπιστών. 
Ποιο  είναι  οι  αντίπαλοι;  Η  αιματηρή  σπλαχνομαντία,  ενάντια  στην  αναίμακτη  οιωνοσκοπία· 
επιδεικτικός  πολεμικός  εξοπλισμός  των  επιτιθεμένων,  ενάντια  στην  πολεμική  τέχνη  των 
υπερασπιστών· –η τέχνη των αρμάτων· οι άγριες κραυγές και οι κομπασμοί των πολιορκητών, 
ενάντια  στην  σοφία  και  την  ανδρεία  των  πολιορκημένων·  ο  σκοτεινός  κόσμος  των  μυθικών 
τεράτων,  ενάντια  στο  φως  του  Δωδεκάθεου·  οι  μαγικές  ζωγραφιές,  ενάντια  στα  ζωντανά 
σύμβολα· το ζώο, ενάντια στον άνθρωπο· το ένστικτο, ενάντια στον θεσμό.  
Ο Ετεοκλής θα αυτοκτονήσει, αντιμετωπίζοντας τον αδελφό του, αφανίζοντας το αρχαϊκό 
άλογο στοιχείο από το πρόσωπο της πόλης, δίνοντάς την στους πολίτες της.  
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς τελείωνε τους Επτά επί Θήβας ο Αισχύλος, αφού 
κάποιος  αντιγραφέας,  διασκευαστής  ή  σκηνοθέτης,  θεώρησε  καλό  να  προσθέσει  στην 
τραγωδία ένα τμήμα, το οποίο προετοιμάζει την Αντιγόνη του Σοφοκλή – οπωσδήποτε μετά 
την  συγγραφή  της  Αντιγόνης,  στους  Ρωμαϊκούς  χρόνους,  ίσως.  Έχουμε  κάθε  λόγο  όμως  να 
πιστεύουμε  πως  το  χαμένο  αυτό  τέλος  δεν  θα  ήταν  πολύ  ξένο  προς  την  τριλογία  της 
Ορέστειας:  η  συντριπτική  νίκη  του  θεσμού  επί  του  «αίματος»,  της  ελευθερία  επί  του 
προγονικού δεσμού. 
 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ 
Αθήνα, Νοέμβριος 2015   
 
 

You might also like