You are on page 1of 124

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Πολιτική και διοίκηση δηµόσιων αρχαιολογικών Μουσείων στο ελληνικό κράτος από το
1950 µέχρι σήµερα. Η περίπτωση των αυτοτελών Μουσείων.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α. ΘΕΜΟΥ

Ονοµατεπώνυµο Επιβλέπουσας: Μπιτσάνη Ευγενία


Ονοµατεπώνυµο Μέλους: Ανδρονίκη Κάβουρα

ΑΘΗΝΑ 2016

  1  
  2  
Περίληψη
 
Στην παρούσα εργασία εξετάζονται τα αυτοτελή µουσεία της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας από το 1950 µέχρι σήµερα και παρουσιάζονται οι δοµές τους και η
οργανωτική τους εξέλιξη. Τα πρώτα αυτοτελή ελληνικά µουσεία είναι δηµιουργήµατα
του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Πρόκειται για 4 αθηναϊκά µουσεία, το Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Επιγραφικό
Μουσείο και το Νοµισµατικό Μουσείο, τα οποία από την πρώτη στιγµή της δηµιουργίας
τους αποτέλεσαν εκτός από απλές υπηρεσιακές µονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
και επιστηµονικά κέντρα µε διεθνή εµβέλεια, ενώ µέσα από τις περιπέτειές τους
παρακολουθούµε την πορεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Νέα αυτοτελή Μουσεία δηµιουργήθηκαν µετά το 1997. Πρόκειται για
οργανισµούς που αυτονοµήθηκαν από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων των οποίων µέχρι τότε
αποτελούσαν τµήµατα: το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο
Βυζαντινού Πολιτισµού στη Θεσσαλονίκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και
τέλος ως ιδιαίτερη περίπτωση το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα. Τα µουσεία
αυτά µαζί µε τα υπόλοιπα ελληνικά αυτοτελή µουσεία αποτέλεσαν ειδικές περιφερειακές
υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισµού, ενώ µε τον Οργανισµό του 2003 (ΠΔ 191/2003)
του Υπουργείου Πολιτισµού απόκτησαν σύγχρονες δοµές, που τους έδιναν τη
δυνατότητα βιωσιµότητας, ανάπτυξης και καθιέρωσης. Αντιθέτως σηµαντική ανάσχεση
και οπισθοδρόµηση προκλήθηκε µε τον Οργανισµό που εκδόθηκε το 2014 (ΠΔ
104/2014) στο πλαίσιο της συρρίκνωσης των δοµών του Δηµοσίου µε σκοπό την
αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης.
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η ανάλυση της οργανωτικής δοµής των
µουσείων αυτών στο πλαίσιο των σύγχρονων εξελίξεων για την διαχείριση των
πολιτισµικών οργανισµών µε γνώµονα τις αρχές του γενικού (δηµοσίου) συµφέροντος,
διότι ένα Μουσείο για να πετύχει τους στόχους του στο διαρκώς µεταβαλλόµενο
περιβάλλον της σύγχρονης εποχής πρέπει να διαθέτει την οργανωτική δοµή, το
προσωπικό, τις λειτουργικές προδιαγραφές και τις διαδικασίες που θα του επιτρέψουν να
υλοποιήσει µε επιτυχία τη στρατηγική του.
Λέξεις κλειδιά: Οργανισµός, Διοίκηση Μουσείων, Τµήµατα- Αρχαιολογικές συλλογές,
Κρατικά Μουσεία, Υπουργείο Πολιτισµού, Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες

  3  
  4  
Abstract

The present study examines the structure and the organizational development of
the independent museums of the Archaeological Service of the Greek Ministry of Culture
from 1950 up to present. The first independent Greek museums were founded during the
late 19th and early 20th century. All of them were located in Athens: the National
Archaeological Museum, the Byzantine Museum, the Epigraphic Museum and the
Numismatic Museum and from the first moment of their foundation were not only
departments of the Greek Archaeological Service but also scientific archaeological
centers with high international impact but their organizational structure followed the
course of the Greek Archaeological Service.
New independent museums were founded again after 1997. These were culture
organizations that were segregated from the Ephorates of Antiquities to whom they
belonged till then: the Archaeological Museum of Thessaloniki, Museum of Byzantine
Culture in Thessaloniki, Herakleion Archaeological Museum, and finally as a special case
of the Asian Art Museum in Corfu. These new independent museums along with the
other Greek independent museums constituted special regional services of the Ministry of
Culture according to the Organization Chart of the Greek Ministry of Culture of the year
2003 (Presidential Decree 191/2003) and acquired modern organizational structures that
gave them potentials of viability and development.
A little later there was a significant setback with the Organization Chart, adopted
in 2014 (Presidential Decree 104/2014) under the try of shrinkage of government
structures to front the economic crisis.
Αn analysis of the organizational structure of the Greek independent Museums is
attempted under the modern theories and developments of the management of cultural
organizations and in the light of the principles of general (public) interest. Ιn the
constantly changing environment of our times, a Museum must have the organizational
structure, personnel, operational standards and procedures in order to be enabled to
implement its strategy successfully and to achieve its goals.

Λέξεις κλειδιά: Organization Structure, Museum Managment, Departments-


Archaeological Collections, State Museums, Ministry of Culture, Special Regional
Services

  5  
  6  
  7  
Περιεχόµενα

Περίληψη 3
Abstract 5
1. Εισαγωγή 9
2. Τα Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας µέχρι το Β´ Παγκόσµιο πόλεµο. 13
Η εξέλιξη των δοµών.
2.1. Η αρχή: το ελληνικό κράτος και η ανάγκη αποθήκευσης των αρχαίων από την 13
επανάσταση µέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
2.1.1. Το Κεντρικόν Μουσείον 13
2.1.2. Επαρχιακά Μουσεία 14
2.2. Τα «µεγάλα» Μουσεία 15
2.2.1. Το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείο 15
2.2.2. Το Νοµισµατικόν Μουσείον 17
2.2.3. Το Επιγραφικόν Μουσείον 18
2.2.4. Το Βυζαντινόν Μουσείον 19
2.3. Η ίδρυση Μουσείων από το 1900 µέχρι τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο. 20
3. Τα Ελληνικά Μουσεία 1950 – 2014 23
3.1. Εισαγωγή 23
3.2. Τα περιφερειακά Μουσεία 23
3.3. Τα αυτοτελή Μουσεία 26
3.3.1. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 28
3.3.2. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου 29
3.3.3. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού 30
3.3.4. Μουσείο Ασιατικής Τέχνης 32
3.3.5. Μουσείο Ακροπόλεως 33
3.4. Συµπεράσµατα 36
4. Σύγχρονες τάσεις στη διοίκηση των Μουσείων 39

4.1. Σηµασία της οργανωτικής δοµής και των οργανογραµµάτων για 39

την αποτελεσµατική διοίκηση ενός πολιτισµικού οργανισµού.


4.2. Οι εξελίξεις στα Μουσεία στην Γαλλία και την Ιταλία 43

4.2.1. Γαλλία 43
4.2.2. Ιταλία 45

  8  
4.3. Συµπεράσµατα 46

5. Η διοίκηση των µουσείων 49


5.1. Εισαγωγή 49
5.2. Τα Μουσεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων 50
5.3. Αυτοτελή Μουσεία 56
5.3.1. Εισαγωγή 56
5.3.2. Εσωτερική δοµή των Μουσείων 58
5.3.2.1. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ) 58
5.3.2.2. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο 60
5.3.2.3. Νοµισµατικό Μουσείο 62
5.3.2.4. Επιγραφικό Μουσείο 62
5.3.2.5. Επιγραφικό και Νοµισµατικό Μουσείο 63
5.3.2.6. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 64
5.3.2.7. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού (Θεσσαλονίκης) 65
5.3.2.8. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης 65
5.3.2.9. Μουσείο Ασιατικής Τέχνης Κέρκυρας 66
5.4. Συµπεράσµατα 67
6. Συµπεράσµατα 71
Βιβλιογραφικές Αναφορές 75
Παράρτηµα 85
1. Η Ελληνική Αρχαιολογία και οι Αρχαιολόγοι: από την υπεράσπιση του 85
εθνικού κορµού στην κρίση της διαχειριστικής λογικής.
1.1. Η γέννηση της ελληνικής µέριµνας για τα µνηµεία (18ος–19ος αι.): Το έθνος 85
αγωνίζεται και µεριµνά.
1.2. Η εξέλιξη της ελληνικής αρχαιολογίας κατά τη διάρκεια του 19ου αι.: Η 87
προσπάθεια για τη δηµιουργία µιας νέας πραγµατικότητας.
1.3. Το α΄ µισό του 20ου: Η στελέχωση µέσα από τις περιπέτειες. 90
1.4. Η ελληνική αρχαιολογία 1950 – 1967: Η ανασυγκρότηση 91
1.5. Η ελληνική αρχαιολογία 1974-2014: Η διαχείριση και η επέκταση 92
1.6. Η κρίση της διαχείρισης και τα αδιέξοδά της. 94
Πίνακες 97

  9  
1. Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία έχει ως βασικό σκοπό τη διερεύνηση της οργάνωσης της


διοίκησης των δηµόσιων Αρχαιολογικών Μουσείων από το 1950 µέχρι τις µέρες µας. Η
έρευνά µας δεν περιλαµβάνει µόνον την ιστορική εξέλιξη αυτών των Μουσείων αλλά
κυρίως τις εξελίξεις που υπήρξαν στο επίπεδο διοίκησής τους από το 1950 έως την
τελευταία αλλαγή του Οργανισµού του Υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού τον
Οκτώβρη του 2014 (Π.Δ. 104 – ΦΕΚ 171/A´/28-8-2014). Θα εξετασθούν λοιπόν οι
επίσηµες οργανωτικές θέσεις της Ελληνικής Πολιτείας για τα Μουσεία της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κατά εποχές. Αναφερόµαστε περισσότερο στο σηµείο αυτό
στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και λιγότερο σε Υπουργεία γιατί η πρώτη µέχρι να
δηµιουργηθεί το Υπουργείο Πολιτισµού το 1972 (επί δικτατορίας) υπαγόταν σε άλλα
Υπουργεία. αρχικώς κατά τη διάρκεια της δηµιουργία της, στο Υπουργείο Παιδείας και
Θρησκευµάτων (ή όποιο τίτλο αυτό έφερε κάθε φορά) και κατά τη δεκαετία του 1960
στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Άλλωστε, το Υπουργείο Πολιτισµού (ή
κατά καιρούς Υπουργείο Πολιτισµού και Επιστηµών, ή Υπουργείο Πολιτισµού και
Τουρισµού και εσχάτως Υπουργείο Πολιτισµού και Αθλητισµού - αν και ο Αθλητισµός
ως Υφυπουργείο ή Γενική Γραµµατεία πάντα εντασσόταν στο εν λόγω Υπουργείο)
δηµιουργήθηκε µε βασικό κορµό την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία του έδινε
υπόσταση, αφού διέθετε αποκεντρωµένες περιφερειακές Υπηρεσίες σε όλη την Ελληνική
Επικράτεια και µικρό µεν, αλλά δραστήριο αριθµό υπαλλήλων. Ο τρόπος λοιπόν µε τον
οποίο η Αρχαιολογική Υπηρεσία διαχειριζόταν τα δηµόσια περιφερειακά Μουσεία
γενικώς, αλλά και πιο ιδιαίτερα τα αυτόνοµα Μουσεία, αρχικώς των Αθηνών και πιο
πρόσφατα της Θεσσαλονίκης και του Ηρακλείου, έχει µεγάλο ενδιαφέρον επειδή τα
αυτόνοµα αυτά Μουσεία είχαν πάντοτε την µεγαλύτερη προσέλευση επισκεπτών. Η
πραγµατικότητα αυτή χρειάζεται όµως αποτίµηση ως προς τις βασικές παραµέτρους της
(π.χ. οικονοµικά µεγέθη). Η γενικότερη επίσης πορεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
αντανακλούσε πάντοτε στη διαµόρφωση και εν γένει λειτουργία των µουσείων, είτε αυτά
ήταν ενταγµένα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, είτε ήταν αυτοτελή. Σε µια εργασία, όπως
είναι η παρούσα, πρέπει να συν-εξετασθεί και η γενικότερη πορεία της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας (βλ. Παράρτηµα παρούσης εργασίας σελ. 81-92).
Το βασικό ερευνητικό ερώτηµα που τίθεται και απετέλεσε τη βάση της εργασίας
µας είναι η ύπαρξη ή µή σχεδιασµού στη δηµιουργία και λειτουργία των µουσείων στον

  10  
Ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα µάλιστα των αυτοτελών µουσείων και κυρίως από το 1950
µέχρι τις µέρες µας. Το χρονικό όριο του 1950 τίθεται γιατί από το σηµείο εκείνο και
ύστερα παρατηρείται µια αναπτυξιακή πορεία στη χώρα µας (άσχετα πώς κρίνεται από
τον καθένα η ανάπτυξη αυτή) και µαζί µε τη σταθερή ανάπτυξη του τουριστικού
προϊόντος παρατηρείται και η σταδιακή ανάπτυξη των µεγάλων αρχαιολογικών έργων,
αλλά και της αναβάθµισης των µουσείων. Ας σηµειωθεί για παράδειγµα ότι το Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο µετά την περιπέτεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου
αναδηµιουργήθηκε στην κυριολεξία εκ νέου και έγινε η επανέκθεσή του κατά τη
διάρκεια της δεκαετία του 1950. Συνεπώς η πορεία των Μουσείων, η πολιτική που
χαρασσόταν κατά διαστήµατα (αν και κατά πόσον αυτή ήταν αρθρωµένη µε ένα σαφή
και ολοκληρωµένο τρόπο), και η εσωτερική οργάνωση των µουσείων, ώστε να
ανταποκριθούν στο ρόλο τους, αποτελεί το βασικό ερευνητικό ερώτηµα. Ως υπόθεση
εργασίας, η οποία στηρίζεται και στην εµπειρία του γράφοντος, θεωρήθηκε ότι δεν
υπήρξε ποτέ σταθερή πολιτική για τα Μουσεία και ότι η εσωτερική τους οργάνωση
στηριζόταν σχεδόν πάντοτε σε εµπειρικά δεδοµένα και όχι σε κάποιο οργανωτικό
µοντέλο.
Βασικά µεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης για την έρευνά µας αποτέλεσαν οι
εξελίξεις στη διοικητική θεωρία. Με βάση αυτά τα σύγχρονα εργαλεία που έχουν
µεταφερθεί στη διοίκηση των µουσείων ξεκίνησε η θεωρητική µας αναζήτηση και
παράλληλα στραφήκαµε στα παραδείγµατα δύο χωρών που πιστεύουµε ότι έχουν
συναφή εξέλιξη, την Ιταλία και την Γαλλία, που από τη δεκαετία του 1990 έχουν
προχωρήσει σε αλλαγές αυτονόµησης περνώντας για τα Μουσεία από ένα µοντέλο, που
τηρουµένων των αναλογιών έµοιαζε µε το δικό µας, σε ένα διαφορετικό που προσπαθεί
να αφοµοιώσει στοιχεία που προέρχονται από την αγγλοσαξωνική εµπειρία, που όµως
είναι εντελώς διαφορετική από την ηπειρωτική ευρωπαϊκή.
Η έρευνα στηρίχθηκε κυρίως στη µελέτη των επίσηµων κειµένων που ορίζουν
τους οργανισµούς των Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αυτά είναι τα Βασιλικά
ή Προεδρικά Διατάγµατα, που προσδιόρισαν το οργανόγραµµα του συνόλου των
Αρχαιολογικών Υπηρεσιών της Ελληνικής Επικράτειας και όχι µόνον των Δηµοσίων
Αρχαιολογικών Μουσείων και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αποτυπώνουν την
συγκεκριµένη στιγµή της έκδοσής τους τις δοµές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, οι
οποίες ως επί το πλείστον έχουν άµεση αναφορά και στην ανθρωπογεωγραφία των
συγκεκριµένων Υπηρεσιών, ενώ ο αριθµός των υπαλλήλων συνάγεται και από τις δοµές
που κάθε φορά προτείνονται. Ο προσδιορισµός των δοµών αυτών περιέχει

  11  
συνεπακόλουθα, έστω και εν σπέρµατι, ένα µοντέλο διοίκησης, το οποίο ακόµη και αν
δεν δηλώνεται καθαρά, υπονοείται από την συνολική εικόνα του προτεινόµενου κάθε
φορά οργανογράµµατος. Στην παρούσα εργασία λοιπόν γίνεται προσπάθεια να εξαχθούν
συµπεράσµατα εξ αυτών των κειµένων για τα µοντέλα διοίκησης που ακολουθούνται, αν
και τις περισσότερες φορές έχουµε να κάνουµε µε άτυπες µορφές σχέσεων και όχι µε ένα
ξεκάθαρο οργανωτικό µοντέλο. Η εργασία στηρίζεται επίσης στη µελέτη της ελληνικής
και ξένης βιβλιογραφίας για θέµατα οργάνωσης και οργανωτικού σχεδιασµού.
Το κύριο προβλήµα που αντιµετώπισε ο γράφων κατά τη διενέργεια της έρευνας,
ήταν η αδυναµία πρόσβασης στο σκεπτικό που ακολούθησαν όσοι συνέταξαν τα
οργανογράµατα των µουσείων δίνοντας εξηγήσεις για τις αλλαγές που πρότειναν και
τελικά πραγµατοποιήθηκαν. Τέτοιες πληροφορίες από τη µία θα διευκόλυναν τη
διαδικασία της έρευνας, δίνοντας εξήγηση στα αίτια των αλλαγών στις οργανωτικές
δοµές και από την άλλη ενδεχοµένως να έφερνε στην επιφάνεια νέα ερευνητικά
ζητήµατα.
Η παρούσα εργασία είναι διαρθρωµένη στα εξής κεφάλαια:
Στο δεύτερο κεφάλαιο (µετά την παρούσα εισαγωγή) γίνεται ιστορική αναδροµή
της ίδρυσης και δηµιουργίας των ελληνικών µουσείων και κυρίως των αυτόνοµων
δηµόσιων Ελληνικών Μουσείων από τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια µέχρι τον Β´
Παγκόσµιο Πόλεµο και παρουσιάζεται η εξέλιξή τους.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται εν συντοµία τα αρχαιολογικά Μουσεία της
εποχής και η δοµή τους στο διάστηµα 1950 – 2014 και αναφέρονται οι διαφοροποιήσεις
που επήλθαν στα παλαιότερα Μουσεία. Παράλληλα, συζητείται η τακτική της ίδρυσης
νέων Μουσείων και τα όρια που αυτή θέτει.
Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται σύντοµη αναφορά στην εξέλιξη της διοίκησης των
Μουσείων και στις σύγχρονες τάσεις της κατά τα πρόσφατα χρόνια. Περιγράφονται
παράλληλα µε συνοπτικό τρόπο οι τάσεις που κυριαρχούν στην Ιταλία και την Γαλλία.
Στο πέµπτο κεφάλαιο αναλύονται τα µοντέλα διοίκησης των ελληνικών
Μουσείων καθ’ όλη αυτήν τη διάρκεια µε ιδιαίτερη µνεία στα αυτόνοµα Μουσεία σε
αντιδιαστολή µε τα µουσεία που εξαρτώνται διοικητικά από τις κατά τόπους Εφορείες
Αρχαιοτήτων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο αναφέρονται τα συµπεράσµατα και αναλύονται οι
προοπτικές των ελληνικών µουσείων.

  12  
Στο παράρτηµα γίνεται αναδροµή στην ιστορία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
από την ίδρυσή της µέχρι και το 2014 και παρουσιάζεται η ιδεολογική και παράλληλα
διαχειριστική διάσταση της λειτουργίας της.
Σε ένα µεταγενέστερο στάδιο έρευνας ιδιαίτερο, ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η
αναδίφηση στα αρχεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Μία τέτοια έρευνα θα απέφερε
αποτελέσµατα τα οποία θα έριχναν φως σε διάφορα ζητήµατα, ιδιαίτερα για την περίοδο
1950 -1967. Δυστυχώς όµως κάτι τέτοιο είναι εκτός των στόχων και της προβλεπόµενης
έκτασης όπως υπαγορεύονται από τους όρους συγγραφής αυτής. Έτσι, λοιπόν, η έρευνα
αυτή αποτελεί, τόσο για την περίοδο 1950-1967, όσο και για κάποιες προηγούµενες, ένα
desideratum, που µέλλει να πραγµατοποιηθεί σε µια πιθανή επέκταση της παρούσας
εργασίας ή σε µία νέα που θα αντιµετωπίσει το ζήτηµα υπό µία διαφορετική οπτική
γωνία.

  13  
2. Τα Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας µέχρι το Β´
Παγκόσµιο πόλεµο. Η εξέλιξη των δοµών.

2.1. Η αρχή: το ελληνικό κράτος και η ανάγκη αποθήκευσης των


αρχαίων από την επανάσταση µέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Η συλλογή των αρχαιοτήτων από τις πρώτες ηµέρες της ίδρυσης του ελληνικού
κράτους υπήρξε βασική µέριµνα της νεοσύστατης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Σύµφωνα
µε τον Λιάκο άλλωστε τα νέα εθνικά κράτη έπρεπε να εγκαθιδρυθούν τόσο σε
αµφισβητούµενες περιοχές όσο και στη συνείδηση των πολιτών τους. Η ιστορία
συνδέθηκε έτσι µε το έθνος και έγινε λαϊκό είδος (Λιάκος 2010, 88-89). Στο πλαίσιο
αυτό, τα Μουσεία προέβαλαν σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο ως οι καταλληλότεροι χώροι
για τη διαµόρφωση της εθνικής συνείδησης και αφύπνισης των πολιτών µέσω της
διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονοµιάς και τα εκθέµατά τους έγιναν σηµαντικά
ιδεολογικά εργαλεία της κατασκευής και προβολής της εθνικής ταυτότητας και
ιδιαιτερότητας (Hobsbawm 1962, 400-401. Hobsbawm 1976, 147, 418, 425, 426-27.
Γκαζή-Μπούνια 2012, 9. Kavoura-Bitsani 2007. Aronsson 2012, 28-31. Χαµηλάκης
2012, 105-112).
Η ονοµασία όµως Μουσεία, που δόθηκε σε πολλούς χώρους στην Ελλάδα,
υπήρξε αρχικώς συµβατική, καθώς χρησιµοποιήθηκε κυρίως για να δηλώσει χώρους
συγκέντρωσης/φύλαξης των διάσπαρτων αρχαιοτήτων και λιγότερο χώρους έκθεσης.

2.1.1. Το Κεντρικόν Μουσείον

Με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους προέκυψε αµέσως η ανάγκη


περισυλλογής και εξασφάλισης των αρχαίων µνηµείων. Έτσι, το 1829 ιδρύθηκε αρχικώς
στην Αίγινα το Εθνικόν Μουσείον από τον Ι. Καποδίστρια µε Διευθυντή τον Ανδρέα
Μουστοξύδη. Το Μουσείο αυτό θα «πλουτισθῇ βαθµηδὸν µὲ τὰ πολύτιµα τῆς
ἀρχαιότητος λείψανα, τὰ ὁποῖα καλύπτει ἡ κλασικὴ γῆ τῆς Ἑλλάδος» (Κόκκου, 50 και
σηµ. 4). Τα αρχαία όµως λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν και της
έλλειψης πόρων µαζευόντουσαν και σε άλλους χώρους που κρινόντουσαν κατάλληλοι
για να τα φιλοξενήσουν. Έτσι δηµιουργήθηκαν από το κράτος ή την Αρχαιολογική

  14  
Εταιρεία - η οποία αµέσως µετά την ίδρυσή της το 1837 έπαιξε κοµβικό ρόλο στη
διάσωση των αρχαιοτήτων - συλλογές που στεγάστηκαν στο ναό του Ηφαίστου, γνωστό
και ως Θησείο ή Άγιος Γεώργιος ο Ακαµάτης της µεσαιωνικής Αθήνας, στη στοά του
Αδριανού, τον Πύγο των Ανέµων, σε διάφορους χώρους της Ακρόπολης, το Βαρβάκειο,
κλπ. Ήδη από το 1834 το Ηφαιστείο ορίσθηκε ως το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον.
Εκεί µεταφέρθηκαν µάλιστα το 1837 και οι αρχαιότητες από την Αίγινα. Αργότερα, κατά
τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890 - 1900 όλες αυτές οι Συλλογές ενσωµατώθηκαν στο
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και τα αντίστοιχα κεντρικά Μουσεία των Αθηνών (πχ.
επιγραφές στο Επιγραφικό Μουσείο).

2.1.2. Επαρχιακά Μουσεία

Πολύ σύντοµα συλλογές αρχαιοτήτων δηµιουργήθηκαν και στις επαρχιακές


πόλεις, τα ευρήµατα των οποίων προέρχονταν κυρίως από περισυλλογές ή παραδόσεις
αρχαιοτήτων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Αγγελικλη Κόκκου: «Δύσκολα όµως
θα µπορούσε να δώσει κανείς µια ολοκληρωµένη εικόνα των αρχαιολογικών συλλογών.
Δεν υπάρχει ίσως ελληνική πόλη, όπου να µη συγκεντρώθηκαν και λιγοστά έστω αρχαία,
επιγραφές, γλυπτά και αρχιτεκτονικά µέλη. Οι αρχαιολογικές αυτές συλλογές του 19ου
αιώνα, µικρές ή µεγάλες, αποτέλεσαν αργότερα τους πυρήνες των οργανωµένων
επαρχιακών µουσείων που δηµιουργήθηκαν σ᾽ ολόκληρη την Ελλάδα από τις αρχές
κυρίως του 20ου αιώνα.» (Κόκκου 1977, 173. Αντωνίου 2008, 43-45).
Το πρώτο Μουσείο που λειτούργησε έξω από τα όρια των Αθηνών, ήταν το
Μουσείο της Σπάρτης, το οποίο οικοδοµήθηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Κατσαρού
το 1874 (Κόκκου 1977, 150, 305). Κατά τα έτη 1883-1886 οικοδοµήθηκε το
Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυµπίας για να στεγάσει τα ευρήµατα της πρώτης
συστηµατικής ανασκαφής του Γερµανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον
αρχαιολογικό χώρο της Ολυµπίας (Κόκκου 1977, 305-306). Με ενέργειες της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ή της Αρχαιολογικής Εταιρείας συστήθηκαν και άλλες
αρχαιολογικές συλλογές καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ενώ κτήρια Μουσείων
άρχισαν να οικοδοµούνται στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα σε όλη την τότε Ελληνική
επικράτεια, (Τεγέα, Μεγαλόπολη, Δήλος, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Δελφοί, Μύκονος,
Νεµέα, Άργος, Αίγιο κ.α και µερικά που συνδέθηκαν µε τις µεγάλες κατά τόπους
ανασκαφές, όπως αυτό της Επιδαύρου, της Σύρου, της Αίγινας, της Τανάγρας, αλλά
ακόµα και της Ελευσίνας στην Αττική.

  15  
Στην Αθήνα το πρώτο Μουσείο που στεγάσθηκε σε ειδικά διαµορφωµένο για το
λόγο αυτό κτήριο ήταν το Μουσείο Ακροπόλεως, του οποίου η πρώτη φάση
ολοκληρώθηκε το 1874. Ακολούθησε επέκταση του κτηρίου µετά το 1888 λόγω της
αύξησης των ευρηµάτων από την έναρξη των µεγάλων ανασκαφών στον χώρο της
Ακρόπολης. Στο Μουσείο αυτό πραγµατοποιήθηκε ίσως η πρώτη συστηµατική έκθεση
αρχαιοτήτων, κυρίως γλυπτών1.

2.2. Τα «µεγάλα» Μουσεία

Στο σηµείο αυτό θα γίνει µνεία στα µεγάλα αυτόνοµα Μουσεία που
δηµιουργήθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου και τα οποία
περίπου µέχρι το 1990 αποτελούσαν τον καθρέπτη των Μουσείων της χώρας. Αυτά αν
και παρουσιάζουν κάποια οργανωτική αυτοτέλεια, παραµένουν ενσωµατωµένα στο
νοµικό πρόσωπο του Κράτους (Βουδούρη, 2003, 360). Σε αυτά εισέρχονταν για µεγάλο
χρονικό διάστηµα ευρήµατα µεγάλων ανασκαφών από πολλές περιοχές της Ελλάδας, οι
οποίες δεν διέθεταν τοπικές συλλογές, Μουσεία ή άλλους αποθηκευτικούς χώρους. Τα
Μουσεία αυτά είναι τα πρώτα που οργανώθηκαν εκθεσιακά και απετέλεσαν -ιδιαίτερα το
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο- το παράδειγµα για τα υπόλοιπα. Μοιραία λοιπόν στο
µεγαλύτερο µέρος της παρουσίασής µας για την οργάνωση των λεγόµενων µεγάλων ή
αυτόνοµων µουσείων, αναφερόµαστε στην ιστορία των δηµόσιων αθηναϊκών συλλογών,
δηλαδή των δηµόσιων αθηναϊκών µουσείων.

2.2.1. Το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον

Η δηµιουργία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αντιµετώπισε πολλές και


µακρόχρονες περιπέτειες και ακολούθησε διάφορες φάσεις και σχέδια. Από το 1854 που
άρχισε η ελληνική κυβέρνηση να εγγράφει στον προϋπολογισµό της το ποσόν των
10.000 δραχµών, το Μουσείο τελικά ολοκληρώθηκε το 1889. Για να ολοκληρωθεί όµως
το εγχείρηµα χρειάσθηκαν δωρεές χρηµατικών ποσών από οµογενείς (κυρίως τους
Βεναρδάκηδες) και η δωρεά το 1866 του οικοπέδου από την Ελένη Τοσίτσα, στο οποίο

                                                                                                               
1 Με το ιδιαίτερα σηµαντικό «Παλαιό Μουσείο της Ακροπόλεως» δεν θα ασχοληθούµε εκτενώς στην
παρούσα εργασία, επειδή αυτό δεν είχε ποτέ αυτόνοµη διοίκηση, αλλά ανήκε πάντοτε στην Εφορεία
Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως. Το Nέο Μουσείο Ακροπόλεως µε το οποίο θα ασχοληθούµε σε επόµενο κεφάλαιο
είναι ένας νέος οργανισµός, ο οποίος περιέλαβε τα µνηµεία του παλαιού Μουσείου.  

  16  
τελικά οικοδοµήθηκε το κτήριο που το στέγασε. Η ίδια είχε δωρίσει παλαιότερα και
γειτονικό οικόπεδο για την οικοδόµηση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Με τη
δωρεά αυτή έλαβε τέλος µια µεγάλη περιπέτεια σε σχέση µε την θέση ανέγερσης του
Μουσείου, όσο και σε σχέση µε το αρχιτεκτονικό του σχέδιο. Τελικά το κτήριο
οικοδοµήθηκε σύµφωνα µε σχέδιο που είχε αποστείλει παλαιότερα ο Βαυαρός
αρχιτέκτονας L. Lange ύστερα από µετατροπές του από Έλληνες αρχιτέκτονες, και
κυρίως τον Παναγιώτη Κάλκο, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το Μουσείο της Ακροπόλεως
στον ιερό βράχο. Η τελική του διαµόρφωση της µορφής του κτηρίου έγινε από τον E.
Ziller (Κόκκου 1977, 222-246. Βουδούρη 2003, 42-43. Αντωνίου 2008, 40-43).
Σε αυτό περιελήφθησαν αρχαιότητες που είχαν συγκεντρωθεί στις διάφορες
Συλλογές των Αθηνών και προέρχονταν κυρίως από την Αττική, αλλά και από άλλα µέρη
της Ελλάδας. Οι αρχαιότητες άρχισαν να µεταφέρονται στη δυτική πλευρά του
ηµιτελούς κτηρίου από το 1874 (Καρούζου 1967, ια΄-ιε΄).
Σηµασία όµως για την παρούσα εργασία έχει η οργανωτική εξέλιξη του
Μουσείου. Η οικοδόµησή του ολοκληρώθηκε το 1889, αλλά ήδη από το 1888 είχε
µετονοµασθεί από Κεντρικόν Μουσείον σε Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον (ΦΕΚ
115/29-4-1888) και είχε αποφασισθεί η ίδρυση συλλογών αγγείων, ειδωλίων, χαλκών και
γενικότερα έργων της µικροτεχνίας (ΑΔ 4, 1888, 21. ΑΔ 5, 1889, 24). Με βασιλικό
διάταγµα του έτους 1891 ορίσθηκε επίσης η δηµιουργία στο Μουσείο συλλογής
αρχαιοτήτων της καλουµένης προελληνικής τέχνης (ΦΕΚ 329/ 21 Νοεµβρίου 1891).
Σύµφωνα µε την οργανωτική δοµή που όριζε το βασιλικό διάταγµα της 31 Ιουλίου 1893
Περί διοργανισµού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΦΕΚ 152/Α´/9 Αυγούστου
1893) στο Μουσείο οργανώθηκαν οι εξής Συλλογές:
α) Συλλογή Γλυπτών (γλυπτοθήκην),
β) Συλλογή αγγείων (αγγειοθήκην),
γ) Συλλογήν πηλίνων και χαλκών αγαλµατίων και λοιπών διαφόρου ύλης αρχαίων
(αγαλµατιοθήκην),
δ) Συλλογήν Επιγραφών (Επιγραφικόν Μουσείον),
ε) Συλλογήν έργων προελληνικων χρόνων (Μυκηναίαν Συλλογήν),
στ) Συλλογήν έργων Αιγυπτιακής τέχνης (Αιγυπτιακήν Συλλογήν).
Η οργανωτική αυτή δοµή διήρκεσε σε γενικές γραµµές µέχρι τον Β´ Παγκόσµιο
πόλεµο, ο οποίος βρήκε το Μουσείο σε ανάπτυξη διότι µέχρι τότε είχαν κατατεθεί σε
αυτό πολλές αρχαιότητες από την Αττική και την Επαρχία. Και στις εκθέσεις του

  17  
περιέλαβε εκτός από αττικά έργα και αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να
δώσει µια συνολική εικόνα του ελληνικού πολιτισµού .
Από τη δοµή αυτή επηρεάστηκαν και οι µεταγενέστερες τµηµατοποιήσεις του
Μουσείου, οι οποίες, όπως θα δούµε, καθορίζονται ακόµα και σήµερα από τον
οργανωτικό χωρισµό σύµφωνα µε το αρχαιολογικό υλικό. Με εξαίρεση την Επιγραφική
Συλλογή, η οποία ακολουθεί πάντοτε µια αυτόνοµη πορεία λόγω και της ξεχωριστής
πορείας της Επιγραφικής επιστήµης σε σχέση µε την υπόλοιπη Αρχαιολογία, οι Συλλογές
του ΕΑΜ εµπλουτίζονταν σύµφωνα µε αυτό το οργανωτικό σχήµα δηµιουργώντας τις
µεγαλύτερες ίσως στον κόσµο συλλογές ελληνικών αρχαιοτήτων.

2.2.2. Το Νοµισµατικόν Μουσείον

Το Νοµισµατικό Μουσείο δηµιουργήθηκε σχεδόν συγχρόνως µε τη δηµιουργία


του Ελληνικού Κράτους. Ήδη ο Αρχαιολογικός Νόµος του 1834 προέβλεπε την ίδρυση
Νοµισµατικού Μουσείου και η διεύθυνση του Βασιλικού Νοµισµατοφυλακείου, όπως
ονοµαζόταν τότε ανατέθηκε στον Δανό νοµισµατολόγο Ch. Giede (Κόκκου 1977, 259).
Με τον απροσδόκητο θάνατο του πρώτου αυτού Διευθυντή το 1836, το Μουσείο έµεινε
ακέφαλο και τη διεύθυνσή του ανέλαβαν περιστασιακά διάφοροι έως ότου το 1843 το
Βασιλικό Νοµισµατοφυλακείο κατέληξε να φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ενώ
από το 1867 µε το νόµο ΣΜΗ´ Περί της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΦΕΚ 73/24-11-1867) το
Νοµισµατικόν Μουσείον αποτέλεσε παράρτηµα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της οποίας την
τύχη ως προς την στέγαση ακολούθησε και µέχρι το 1887 στεγαζόταν σε αίθουσα του
Πανεπιστηµίου Αθηνών (Κόκκου 1977, 261. Βουδούρη 2003, 46-47).
Η ουσιαστική οργάνωση του Μουσείου ξεκίνησε το 1856 όταν διορίσθηκε
υπεύθυνος της Συλλογής ο Αχιλλεύς Ποστόλακας, ο πρώτος Έλληνας νοµισµατολόγος.
Η αύξηση του αριθµού των νοµισµάτων οδήγησε το 1877 στο διορισµό του Ιωάννη
Σβορώνου ως βοηθού του για την επιστηµονική οργάνωση του Μουσείου. Εξαιτίας όµως
κλοπής τη νύχτα της 29 Οκτωβρίου του 1888, η οργάνωση και λειτουργία του Μουσείου
ανεστάλη για δύο χρόνια και τα νοµίσµατα µεταφέρθηκαν για φύλαξη στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο (Κόκκου 1977, 262. Βουδούρη 2003, 47. Αντωνίου 2008, 39-
40).
Με την επαναλειτουργία του το 1890 (ΦΕΚ 295/A´/12-11-1890) τη διεύθυνσή
του ανέλαβε ο Σβορώνος, ο µεγαλύτερος Έλληνας νοµισµατολόγος, έως το θάνατό του
το 1922, ενώ το 1893 µε τον νόµο ΒΡΠΕ´ της 2ας Μαρτίου 1893: Περί του Εθνικού

  18  
Νοµισµατικού Μουσείου (ΦΕΚ 48/Α´/5-3-1893) ονοµάσθηκε Εθνικόν Νοµισµατικόν
Μουσείον και υπήχθη στην Πρυτανεία του Πανεπιστηµίου Αθηνών υπό την εποπτεία του
Υπουργείου Παιδείας. Τελικά όµως το 1910 εντάχθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία µε
τον Νόµο ΓΨΛ´ της 31-3-1910 Περί της αρχαιολογικής υπηρεσίας του κράτους (ΦΕΚ
178/Α´/24-5-1910). Το Μουσείο στεγάστηκε σε αίθουσα της Ακαδηµίας Αθηνών από το
1890 έως την κήρυξη του πολέµου, όταν όλα τα νοµίσµατα του Μουσείου
αποκρύφθηκαν στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδος (Κόκκου 1977, 264-265.
Βουδούρη 2003, 47-49).
Το Νοµισµατικό Μουσείο, όπως και το άλλο θεµατικό Ελληνικό Μουσείο, το
Επιγραφικό, είχε πάντοτε λιγοστό προσωπικό, και ειδικά για την εποχή στην οποία
αναφερόµαστε, αυτό δεν ξεπερνούσε ποτέ τα δύο άτοµα, που ήταν επιφορτισµένα µε την
καταγραφή και την κατάταξη των νοµισµάτων. Η έκθεση νοµισµάτων ήταν µικρή και
απευθυνόταν µάλλον σε πολύ µικρό µέρος του ευρύτερου κοινού. Συνεπώς, η διαχείριση
του Μουσείου ήταν υποτυπώδης και η εσωτερική οργανωτική δοµή αυτονόητη αφού για
το µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα ήταν µονοπρόσωπη.

2.2.3. Το Επιγραφικόν Μουσείον

Τον πυρήνα του Επιγραφικού Μουσείου αποτέλεσαν οι επιγραφές, που


συλλέχθηκαν από διάφορους τόπους από τον πρώτο Έλληνα αρχαιολόγο και
επιγραφολόγο, τον Κυριακό Πιττάκη, πριν ακόµα την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Αργότερα οι επιγραφές αυτές µαζί µε πολύ περισσότερες θα αποθηκευθούν στις διάφορες
συλλογές της Αθήνας και άλλων περιοχών. Ο Κυριακός Πιττάκης στο τέλος σχεδόν της
ζωής του κάνοντας απολογισµό µας δίνει µια γενική εικόνα των επιγραφών που είχαν
αποκαλυφθεί εκείνα τα «ηρωϊκά» χρόνια της ελληνικής αρχαιολογίας: «Μέχρι τοῦδε
ἐδηµοσίευσα οἰκείᾳ βουλῇ προῖκα και ἀµισθεί, τέσσαρας χιλιάδας ἑκατὸν πεντήκοντα
ὀκτὼ ἐπιγραφάς, ἀριθ. 4158. Ἔπραξα τοῦτο κινούµενος µόνον ὑπὸ τοῦ πρὸς τὸν ἔρωτα
τῶν προγονικῶν µου λειψάνων πόθου, ὃς καὶ ἐν καιρῷ πολέµου µοὶ ἦν ἀδιάσπαστος
σύντροφος. Νῦν δὲ ἀναγκάζοµαι νὰ διακόψω τὴν σειρὰν ταύτην διὰ λόγους, οὓς ἄλλοτε
θέλω ἐξιστορήσει. Ὡς ἄνθρωπος πιθανῶς νὰ ὑπέπεσα εἰς λάθη, ἀλλ᾽ οὐδεὶς ἀναµάρτητος.
Ὁ σκοπός µου ἦν τὸ κοινὸν καλὸν καὶ ἡ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουµένης διάδοσις παντὸς
Ἑλληνικοῦ γράµµατος χάριν τῆς Ἑλληνικῆς εὐκλείας.» (Εφηµερίς Αρχαιολογική 1837-
1860 καταληκτήρια παράγραφος). Μεγάλος αριθµός επιγραφών συγκεντρώθηκε περί τα
τέλη της δεκαετίας του 1880 στα τότε υπόγεια του κτηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού

  19  
Μουσείου, λόγω των µεγάλων ανασκαφών της Ακροπόλεως, οπότε έγινε κατανοητή η
ανάγκη ξεχωριστής οργάνωσης του Επιγραφικού υλικού.
Η σηµασία του Επιγραφικού Μουσείου έγινε κατανοητή από πολύ νωρίς, όπως
φαίνεται από το βασιλικό διάταγµα του έτους 1885 Περί διοργανισµού των εν Aθήναις
Mουσείων (ΦEK 113/7-12-1885), στο οποίο λήφθηκε ιδιαίτερη µέριµνα για την
προστασία και τη συγκέντρωση των επιγραφών, ενώ το 1886 προβλέφθηκε ο διορισµός
ιδιαίτερου εφόρου (διευθυντού) για τις επιγραφές στο Κεντρικόν Μουσείον. Αν και
αρχικά η Συλλογή των Eπιγραφών ορίστηκε µε το βασιλικό διάταγµα της 31 Iουλίου
1893 Περί διοργανισµού του Eθνικού Aρχαιολογικού Mουσείου (ΦEK 152/Α/9-8-1893) ως
τµήµα του Eθνικού Aρχαιολογικού Mουσείου µε την επωνυµία Eπιγραφικόν Mουσείον
(βλ. ανωτέρω στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), µε το νόµο ΓΨΛ΄ του 1910 (ΦΕΚ
178/Α/24-5-1910) προβλεπόταν στο άρθρο 5, ο διορισµός Eφόρου ως Διευθυντή του
Eπιγραφικού Mουσείου, διαφορετικού από το Διευθυντή του Eθνικού Aρχαιολογικού
Mουσείου. Έκτοτε, η αυτονοµία του Επιγραφικού Μουσείου ήταν εξαρτηµένη από τις
σχέσεις των εκάστοτε Διευθυντών του Εθνικού Αρχαιολογικού αλλά και του
Επιγραφικού Μουσείου µε την πολιτική ηγεσία. Έτσι, µε το άρθρο 2 του Aναγκαστικού
Nόµου 1947 της 8ης Aυγούστου 1939 Περί της οργανώσεως Yπηρεσίας Aρχαιοτήτων και
Iστορικών Mνηµείων του κράτους (ΦΕΚ 366/A/6-9-1939), το Eπιγραφικό Mουσείο
µετονοµάσθηκε σε Eπιγραφική Συλλογή (ΦΕΚ 366/A/6-9-1939) του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου, αλλά συνέχιζε να παραµένει γνωστό διεθνώς ως Επιγραφικό
Μουσείο.
Mε το αρθρο 3 του B.Δ. 550 της 26ης Iουνίου 1965 Περί συµπληρώσεως και
διαρθρώσεως της Yπηρεσίας Aρχαιοτήτων και Aναστηλώσεως, (ΦEK 125/A/35-6-1965) η
Eπιγραφική Συλλογή Aθηνών συγκροτήθηκε ως περιφερειακή µονάδα της Yπηρεσίας
Aρχαιοτήτων και Aναστηλώσεως του Yπουργείου Προεδρίας και µε το Π.Δ. 941/1977
Περί οργανισµού του Yπουργείου Πολιτισµού και Eπιστηµών άρθρο 42 (ΦEK 320/A/17-
10-1977) αποτέλεσε Eιδική Περιφερειακή Yπηρεσία του Yπουργείου Πολιτισµού και
Eπιστηµών σε επίπεδο Διευθύνσεως. Σύµφωνα µε το Π.Δ. αριθ. 191/ 2003 Οργανισµός
του Υπουργείου Πολιτισµού, το Επιγραφικό Μουσείο συνέχισε να αποτελεί ειδική
Περιφερειακή Yπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής
Κληρονοµιάς σε επίπεδο Διευθύνσεως µε πανελλήνια εµβέλεια για θέµατα µελέτης,
συντήρησης, προστασίας, ανάδειξης, έκθεσης και δηµοσίευσης επιγραφών. Με το πλέον
πρόσφατο οργανόγραµµα του Υπουργείου Πολιτισµού (Π.Δ. ΦΕΚ 171/A/28-8-2014), το
Επιγραφικό Μουσείο συγχωνεύθηκε διοικητικά µε το δεύτερο θεµατικό δηµόσιο

  20  
µουσείο, το Νοµισµατικό Μουσείο (Κόκκου 1977, 266-269. Βουδούρη, 2003, 378-380.
Αρχείο Επιγραφικού Μουσείου).

2.2.4. Το Βυζαντινόν Μουσείον

Το Βυζαντινό Μουσείο είναι το µόνο από τα Μουσεία της Αρχαιολογικής


Υπηρεσίας το οποίο οφείλεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Συγκεκριµένα, για την
διάσωση των βυζαντινών κειµηλίων ιδρύθηκε το 1885 η Χριστιανική Αρχαιολογική
Εταιρεία, η οποία για να κινήσει το ενδιαφέρον του κοινού άρχισε να διοργανώνει
εκθέσεις. Τα αρχαία που συγκεντρώνονταν φυλάσσονταν αρχικά στα σπίτια επιφανών
µελών της Εταιρείας, σε εκκλησίες, στο Πολυτεχνείο, στο µητροπολιτικό µέγαρο της
οδού Φιλοθέης και τέλος το 1893 σε µία αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τα πρώτα βήµατα της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ήταν “περιπετειώδη”,
αφού ακόµη και κειµήλια που ανήκαν στο κράτος ήταν απροστάτευτα. Τελικά στις 17
Νοεµβρίου 1914 ψηφίστηκε ο νόµος 401 της 20ης Νοεµβρίου 1914 (ΦΕΚ 347/Α´/25-11-
1914) για την ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου. Από το 1922 µέχρι το 1930 το Μουσείο
στεγάθηκε σε χώρους της Ακαδηµίας και από το 1930 στο Μέγαρο της Δουκίσσης
Πλακεντίας στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, κτήριο κτισµένο κατά τα έτη 1840-1848
από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Σ. Κλεάνθη. Η πλήρης έκθεση και τακτοποίηση του υλικού
πραγµατοποιηθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 υπό την καθοδήγηση του Γ.
Σωτηρίου, Διευθυντή του Μουσείου από το 1923 και µε την πολύτιµη βοήθεια του Φ.
Κόντογλου2.

2.3. Η ίδρυση Μουσείων από το 1900 µέχρι τον Β´ Παγκόσµιο


Πόλεµο.

Το διάστηµα 1900-1909 αποτελεί µια δεκαετία άνθησης για τα αρχαιολογικά


Μουσεία. Στο τέλος της περιόδου έχουµε πλέον 34 κτήρια µουσείων. Ενδεικτικά
µπορούµε να αναφέρουµε τα Μουσεία Πειραιώς, Θηβών, Χαλκίδας, Αρχαίας Κορίνθου,
Ναυπλίου, Μυκόνου-Δήλου, Δελφών. Παρατηρείται µάλιστα και µια σταδιακή βελτίωση
του τρόπου λειτουργίας τους και παρουσίασης των ευρηµάτων. Μετά το διάστηµα αυτό
και κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου λίγα µουσεία ιδρύονται από την Αρχαιολογική
                                                                                                               
2 Για περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε το Βυζαντινό Μουσείο βλ. Κόκκου 1977, 283-288.  

  21  
Υπηρεσία, πράγµα που αποτελεί απότοκο ίσως και της οικονοµικής κρίσης στην οποία
εµπλέκεται και η χώρα µας µε µία χρεωκοπία το 1932.
Μέχρι τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930
ιδρύθηκαν στην Αθήνα δύο σηµαντικά Μουσεία: α) το Μουσείο του Κεραµεικού και β)
το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς. Τα Μουσεία αυτά δηµιουργήθηκαν ως παραρτήµατα
των µεγάλων ανασκαφών που εκείνη την εποχή ελάµβαναν χώρα στον Κεραµεικό και
την Αγορά από το Γερµανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και την Αµερικανική Σχολή
Κλασικών Σπουδών αντιστοίχως (Κόκκου 1977, 269-273 και 273-279). Πρόκειται για
σηµαντικά Μουσεία για την ιστορία της ελληνικής Αρχαιολογίας, αλλά δεν εµπίπτουν
στην έρευνά µας αφού ποτέ δεν υπήρξαν αυτόνοµα αλλά ήταν ενταγµένα στις
αντίστοιχες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Επίσης στο πρώτο µισό του 20ου αιώνα
δηµιουργήθηκαν και άλλα δύο σηµαντικά Μουσεία, τα οποία όµως λόγω θέσης και
αντικειµένου δεν αποτελούσαν τµήµατα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το Μουσείο
Μπενάκη (1931), το οποίο διοικείται από Επιτροπή που όρισε ο ιδρυτής του Μουσείου
Αντώνιος Μπενάκης, αν και τα αντικείµενά του ανήκουν στο κράτος (Κόκκου 1977, 297-
301. Βουδούρη 2003, 407-417. Μουσείο Μπενάκη Ιστοσελίδα) και το Μουσείο
Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (1918) που είχε προσανατολισµό προς τον λαϊκό πολιτισµό
(Κόκκου 1977, 294-297).
Επιτυχία από διαχειριστικής άποψης σε µια περίοδο κρίσης αποτελεί η
επιχείρηση απόκρυψης των αρχαίων παραµονές της εµπλοκής της χώρας µας στον Β´
Παγκόσµιο Πόλεµο, όταν µια Υπηρεσία που διέθετε µόνον είκοσι Αρχαιολόγους ως
επιστηµονικό προσωπικό και λιγοστούς µηχανικούς κατάφερε να αποκρύψει µε επιτυχία
το σύνολο σχεδόν των κινητών αρχαιοτήτων της χώρας και να επιτύχει την πλήρη
προστασία τους (Πετράκος 1994. Νικολακέα 2008). Πρόκειται για έναν άθλο στον οποίο
το προσωπικό των Μουσείων και των Εφορειών Αρχαιοτήτων επέτυχαν τα µέγιστα
αποτελέσµατα.
Συµπερασµατικά µπορούµε να παρατηρήσουµε τα ακόλουθα για το κύριο θέµα
της εργασίας µας αυτήν την περίοδο:
α) Η ίδρυση των λεγοµένων αυτοτελών µουσείων επιβλήθηκε όχι τόσο από την ανάγκη
για µια πολιτική ίδρυσης εθνικών µουσείων, αλλά από τις πρακτικές ανάγκες που το νέο
ελληνικό κράτος αντιµετώπιζε, δηλαδή την αποθήκευση και φύλαξη αρχαίων όχι µόνον
στην πρωτεύουσα, αλλά και σε όλη την επικράτεια.
β) Το µοντέλο διοίκησης ήταν προσωποκεντρικό, αφού άλλωστε το προσωπικό ήταν
ολιγάριθµο. Από τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουµε, συµπεραίνουµε ότι επικρατούσε

  22  
ένα ιεραρχικό µοντέλο διοίκησης, το οποίο στηριζόταν κατά κύριο λόγο στην
επιστηµονική συγκρότηση του κάθε µουσείου. Ο Διευθυντής (Έφορος των Αρχαιοτήτων)
προερχόταν από όλη την Υπηρεσία και όχι από το εσωτερικό του οργανισµού και πολλές
φορές είχε µετατεθεί εκεί από Εφορείες Αρχαιοτήτων της επαρχίας.
γ) Ειδικά µετά το 1900 έπαυσε εντελώς η ίδρυση αυτόνοµων Μουσείων και όλα τα
Μουσεία αποτελούσαν οργανικά τµήµατα των Εφορειών Αρχαιοτήτων, µε υπεύθυνο τις
περισσότερες φορές τον Έφορο Αρχαιοτήτων, αφού στις Εφορείες σπανίως υπήρχε και
δεύτερος Αρχαιολόγος.

  23  
3. Τα Ελληνικά Μουσεία 1950-2014

3.1. Εισαγωγή

Στο παρόν κεφάλαιο αναλύεται η ίδρυση µουσείων µετά τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Παρουσιάζονται εν συντοµία τα αρχαιολογικά Μουσεία της εποχής και η δοµή τους.
Παρουσιάζεται επίσης εν συντοµία η δραστηριότητα σε σχέση µε τα µουσεία της
Υπηρεσίας κατά το διάστηµα 1950-2014. Παράλληλα, συζητείται η τακτική της ίδρυσης
νέων Μουσείων και τα όρια που αυτή θέτει. Η παράθεση των Μουσείων θα γίνει µε βάση
βιβλιογραφικές αναφορές. Το επίκεντρο της ανάλυσής µας φυσικά θα περιστραφεί γύρω
από την δηµιουργία αυτοτελών Μουσείων όλα αυτά τα χρόνια, αλλά µοιραία επειδή τα
αυτοτελή Μουσεία πριν αυτονοµηθούν ανήκαν σε Εφορείες Αρχαιοτήτων θα εξετάσουµε
και τον ρυθµό ίδρυσης Μουσείων και Συλλογών.
Για την ανάλυσή του ρυθµού της ίδρυσης των Μουσείων θα χρησιµοποιήσουµε
οδηγούς, που καταγράφουν σε κοµβικές στιγµές τα Αρχαιολογικά Μουσεία της χώρας.
Το κεφάλαιο διαιρείται σε δύο υποενότητες: Η πρώτη αφορά σε µια σύντοµη αναφορά,
στα Μουσεία µετά τον Β´ Παγκόσµιο Πόλεµο (ύπαρξη ή ίδρυση) και η δεύτερη στην
αυτονόµηση Μουσείων από τις αντίστοιχες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Η περίοδος που
περιλαµβάνεται σε αυτό το κεφάλαιο είναι µεγάλη και περιλαµβάνει διαφορετικούς
«χρόνους». Η βασική διαφοροποίηση έγκειται στο διάστηµα µετά το 1990 στο οποίο
ενεργοποιήθηκαν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης που δηµιούργησαν νέα δεδοµένα για
το χώρο των Μουσείων. Με αυτά υπήρξαν γενναίες χρηµατοδοτήσεις που συντέλεσαν
στην αναβάθµιση της κτηριακής και εκθεσιακής δοµής των ελληνικών αρχαιολογικών
µουσείων. Το ερώτηµα προκαταβολικά είναι αν η χρηµατοδότηση αυτή έγινε µε βάση
κάποιο σχεδιασµό και ποια ήταν τελικά τα αποτελέσµατά της µετά από 25 χρόνια
εµπειρίας.

3.2. Τα περιφερειακά Μουσεία

Αναφερόµενοι στον όρο περιφερειακά µουσεία µετά τον πόλεµο εννοούµε πρακτικά
όλα τα µουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τα οποία ευρίσκονται εκτός Αθηνών.
Στην Αθήνα είχαν ιδρυθεί µε διάφορες οργανωτικές µορφές τα 4 ιστορικά Μουσεία

  24  
(Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό, Επιγραφικό, Νοµισµατικό), τα οποία είχαν δική τους
πορεία που καθοριζόταν από διαφορετικούς παράγοντες, από τα Μουσεία τα οποία
εξαρτιόντουσαν από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Στην παρούσα εργασία θα
πραγµατοποιηθεί µια σύντοµη αναφορά στην εξέλιξη των Μουσείων που εξαρτώνται
από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων ώστε να µπορέσουµε να µορφώσουµε µια πιο
ολοκληρωµένη εικόνα για τα Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Από τη δεκαετία του 1950 αρχίζουν µε αργό ρυθµό να δηµιουργούνται νέες
Αρχαιολογικές Συλλογές αρχικά και Μουσεία αργότερα. Οι εργασίες της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας αυξάνονταν µε γεωµετρική πρόοδο και πολύ νέο αρχαιολογικό υλικό ερχόταν
στην επιφάνεια. Έτσι στις δεκαετίες του 1960 και 1970 παρατηρούµε µεγάλη
δραστηριότητα σε σχέση µε τα Μουσεία. Ενδεικτικά στοιχεία µας παρέχει ο Σπ.
Κοκκίνης σύµφωνα µε τον οποίο το 1979 υπήρχαν στη χώρα 188 Μουσεία και Συλλογές,
-αριθµός όχι ευκαταφρόνητος – τα οποία είχαν αρκετά προβλήµατα ως προς τη
λειτουργία και τις υποδοµές τους. Όπως παρατηρεί ο Π. Πάντος σε σχέση µε τις αρχές
του 20ου αιώνα, το ελληνικό κράτος είχε εξαπλασιάσει τα αρχαιολογικά του µουσεία και
είχε εξαπλασιάσει τις συλλογές του (Πάντος 1985, 180). Παραθέτει µάλιστα και
προσωπική του έρευνα µε συλλογή στοιχείων από το εσωτερικό της Υπηρεσίας σύµφωνα
µε την οποία το 1980 η χώρα µας διέθετε 91 Μουσεία (µερικά υπό κατασκευή) και 112
δηµόσιες Συλλογές Αρχαιοτήτων. Είναι πάντως εµφανές από την παράθεση των
στοιχείων του Κοκκίνη ότι κατά την εποχή αυτή υπήρχε µεγάλη δραστηριότητα κυρίως
ως προς την ίδρυση Συλλογών. Συγκεκριµένα, από το 1950 µέχρι και τη δεκαετία του
1970 ιδρύθηκαν σε όλη την Ελλάδα ή απόκτησαν καλύτερες εγκαταστάσεις τουλάχιστον
30 Αρχαιολογικές Συλλογές και 19 Μουσεία (Κοκκίνης 1979). Αν και τα στοιχεία που
παραθέτει ο Κοκκίνης δεν είναι απολύτως ακριβή, είναι νοµίζω άκρως ενδεικτικά για την
περίοδο. Σταδιακά οι ανασκαφές και οι έρευνες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
αυξήθηκαν και µαζί µε αυτές και οι ανάγκες αποθήκευσης. Δυστυχώς, οι συνθήκες ήταν
τέτοιες που δεν ήταν δυνατή η πλήρης πρόβλεψη και διαχείριση της κατάστασης µε
ορθολογικό τρόπο ενώ οι οικονοµικές δυνατότητες ήταν πάντοτε λιγοστές. Το σηµαντικό
είναι ότι από τις Συλλογές και τα Μουσεία που αναφέρονται στον Κοκκίνη -βιβλίο για το
ευρύ κοινό και όχι για ενδοϋπηρεσιακή χρήση - βλέπουµε ότι οι 50 τοπικές Συλλογές
αρχαιοτήτων δεν ήταν επισκέψιµες, ενώ άλλες ήταν επισκέψιµες κατόπιν συνεννοήσεως.
Η έρευνα που διεξήγαγε µε ερωτηµατολόγιο το περιοδικό ΗΟΡΟΣ κατά τη διετία
1983-1985 απέδωσε ενδιαφέροντα συµπεράσµατα για τα περιφερειακά αρχαιολογικά

  25  
µουσεία. Ας σταχυολογήσουµε µερικά από τα αποτελέσµατα της έρευνας αυτής για να
µορφώσουµε µια καλύτερη εικόνα.
1. Το 47% των µουσείων στεγαζόντουσαν σε κτήρια κατασκευασµένα µετά το 1960, το
16% σε κτήρια κατασκευασµένα στο διάστηµα 1922-1960 και το 15% σε κτήρια πριν
από το 1922. Επίσης ένα 22% στεγάζονταν σε παραδοσιακά διατηρητέα κτήρια. Η
στέγαση των συλλογών ήταν τις περισσότερες φορές ευκαιριακή (π.χ. αίθουσες
δηµαρχείων, εκκλησίες, δηµόσιες βιβλιοθήκες κλπ) (Τσαραβόπουλος 1985, 154).
2. Το 63% των µουσείων αντιµετώπιζε πρόβληµα χώρου και µάλιστα το µεγαλύτερο,
πρόβληµα χώρου είχε το 50% των Μουσείων που είχε κτιστεί µετά το 1960
(Τσαραβόπουλος 1985, 154).
3. Μόνον 51% των Μουσείων αυτών είχαν χώρο εργαστηρίων (επαρκή ή µη), ενώ 42,9
% των µουσείων δεν είχαν καθόλου χώρους εργαστηρίων. Επίσης µόνον το 25% των
Μουσείων είχαν εργαστήρια συντήρησης (Πάντος 1985, 182).
4. Από την εποχή εκείνη η Αρχαιολογική Υπηρεσία προσπαθούσε να βελτιώσει τις
εκθέσεις των µουσείων της παρόλο που ο όγκος των σωστικών ανασκαφών και των
δηµόσιων έργων έθεταν σε δεύτερη µοίρα πολλές φορές τα µουσεία (πλην βέβαια
ελάχιστων εξαιρέσεων). Έτσι το 28% των πρώτων εκθέσεων και επανεκθέσεων είχαν
πραγµατοποιηθεί µετά το 1980, το 22% στο διάστηµα 1970-79, το 34% στο διάστηµα
1960-69 και 16% παρέµεναν όπως ήταν το 1960 (Τσαραβόπουλος 1985, 159-60).
5. Εκεί που είχε διαπιστωθεί το µεγαλύτερο πρόβληµα ήταν στο εποπτικό υλικό. Κανένα
µουσείο εκείνη την εποχή δεν διέθετε οπτικοακουστικά µέσα. Μόνον 23,4% των
µουσείων είχαν εκτός από επεξηγηµατικές πινακίδες (οι οποίες τις περισσότερες φορές
κρίνονταν ως µη επαρκείς) χάρτες, τοπογραφικά διαγράµµατα, αναπαραστάσεις
οικοδοµηµάτων και αρχαίων αντικειµένων, φωτογραφίες ανασκαφών κλπ σε
ικανοποιητικό βαθµό που να βοηθάει αποτελεσµατικά τους επισκέπτες στην καλύτερη
κατανόηση των εκθεµάτων (Πάντος 1985, 182).
Ας σηµειώσουµε στο σηµείο αυτό ότι κατ’ ουσίαν αναφερόµαστε στην προ ΕΟΚ
Ελλάδα και κατά συνέπειαν η χρηµατοδότηση προερχόταν αµιγώς από τον κρατικό
προϋπολογισµό και το Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων. Η εικόνα αυτή άλλαξε ακόµη
περισσότερο τα επόµενα χρόνια και έχουµε την τύχη να µπορούµε να προβούµε σε µια
σύγκριση. Το 2008 η Διεύθυνση Μουσείων εξέδωσε έναν µικρό κατάλογο µε τα
ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία, είτε αυτά ήταν κρατικά είτε όχι (Αθανασοπούλου-
Δούµα 2008). Στον κατάλογο αυτό δίνονται βασικές πληροφορίες για το κάθε Μουσείο
και κυρίως τα στοιχεία επικοινωνίας του. Περιλαµβάνονται µόνον οι επισκέψιµες

  26  
Συλλογές και Μουσεία, οπότε δεν είναι δυνατό να γίνουν άµεσες συγκρίσεις µε τα
προηγούµενα στοιχεία. Από τον κατάλογο αυτόν είναι δυνατόν να αντληθούν ενδεικτικά
στοιχεία για την πρόοδο που είχε επιτευχθεί στο ενδιάµεσο. Έτσι στους κόλπους της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας εντάσσονται κατά περιφέρεια τα ακόλουθα Μουσεία:
Α) Αττική (συµπεριλαµβανοµένων και των Κυθήρων): εκτός των 4 παλαιών αυτονόµων
µουσείων 13 Αρχαιολογικά Μουσεία και 3 Συλλογές.
Β) Πελοπόννησος: 24 Μουσεία και 5 Συλλογές διαφόρων τύπων.
Γ) Ιόνια Νησιά: 7 Μουσεία και 2 Συλλογές (δεν περιλαµβάνεται σε αυτά το Μουσείο
Ασιατικής Τέχνης)
Δ) Στερεά Ελλάδα: 18 Μουσεία και 6 Συλλογές
Ε) Θεσσαλία: 4 Μουσεία.
ΣΤ) Ήπειρος: 5 Μουσεία.
Ζ) Μακεδονία: 16 Μουσεία και 3 Συλλογές (δεν περιλαµβάνονται σε αυτά το
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού).
Η) Θράκη: 3 Μουσεία.
Θ) Νησιά Βορείου Αιγαίου: 7 Μουσεία και 6 Συλλογές.
Ι) Κυκλάδες: 16 Μουσεία και 9 Συλλογές.
ΙΑ) Δωδεκάνησα: 9 Μουσεία και 5 Συλλογές
ΙΒ) Κρήτη: 5 Μουσεία και 4 Συλλογές (δεν περιλαµβάνεται σε αυτά το Αρχαιολογικό
Μουσείο Ηρακλείου).
Δηλαδή έχουµε 101 Μουσεία (µαζί µε τα 8 αυτοτελή η Αρχαιολογική Υπηρεσία διαθέτει
109 Μουσεία) και 37 Συλλογές. Φυσικά δεν συµπεριλαµβάνονται σε αυτά και οι µη
επισκέψιµες Συλλογές. Βλέπουµε ότι σε σχέση µε την εικόνα που είχαµε στα τέλη της
δεκαετίας του 1970 η κατάσταση έχει αλλάξει, προς το καλύτερο, σε σηµαντικό βαθµό.
Τελειώνοντας την µικρή αυτή περιήγηση στα λεγόµενα περιφερειακά µουσεία (ο
ορισµός αυτός δεν µπορεί να δοθεί σε µεγάλα µουσεία της επαρχίας όπως αυτά της
Ολυµπίας ή των Δελφών), πρέπει να επισηµάνουµε την χωρική ανισοκατανοµή τους, η
οποία ορισµένες φορές αντανακλά την γεωγραφία του χώρου (π.χ. νησιά του Αιγαίου)
και άλλες φορές την έλλειψη πραγµατικού χωροταξικού προγραµµατισµού. Ο τελευταίος
πρέπει να λαµβάνει υπ᾽όψιν και να σέβεται δύο δεδοµένα: την ιστορία των περιοχών,
αλλά και τις δυνατότητες που αυτές έχουν για την εκµετάλλευση του πολιτιστικού
αποθέµατος.

3.3. Τα αυτοτελή Μουσεία

  27  
Κατά την περίοδο αυτή δεν δηµιουργούνται νέα αυτοτελή Μουσεία. Παραµένουν
µόνον τα ευρισκόµενα στην Αθήνα, τα οποία και εξελίσσονται διοικητικά. Η κατάσταση
αποτυπώνεται πλήρως στον Οργανισµό του 1977 (ΠΔ 941/1977). Σύµφωνα µε το άρθρο
39 στις ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες σε επίπεδο διεύθυνσης εντάσσονται 4 Μουσεία:
το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το
Επιγραφικό Μουσείο και το Νοµισµατικό Μουσείο. Τα Μουσεία αυτά που όπως
παρακολουθήσαµε από το προηγούµενο κεφάλαιο αποτελούν οργανισµούς οι οποίοι
έχουν ιστορία που ανάγεται στον 19ο αιώνα αποτελούσαν επιπλέον και εξειδικευµένα
κέντρα ως προς το επιστηµονικό αντικείµενό τους, στα οποία απευθύνονταν οι µονάδες
της υπόλοιπης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για να λάβουν συµβουλές όταν προέκυπταν
ζητήµατα που δεν µπορούσαν να λύσουν κατά την καθηµερινή τους δραστηριότητα. Στα
τρία εξ αυτών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο,
Νοµισµατικό Μουσείο) επενδύθηκαν κατά τις τρεις τουλάχιστον προγραµµατικές
περιόδους µε την Ευρωπαϊκή Ένωση (Α΄, Β΄, Γ΄ ΚΠΣ) αξιοσηµείωτα ποσά για την
κτηριακή και εκθεσιακή τους αναβάθµιση. Χρηµατοδοτήθηκε επίσης η µετεγκατάστασή
του Νοµισµατικού Μουσείου από το κτηριακό σύµπλεγµα του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου στο Ιλίου Μέλαθρον. Με την Δ΄ Προγραµµατική περίοδο (ΕΣΠΑ)
χρηµατοδοτήθηκε επίσης και το Επιγραφικό Μουσείο για την αναβάθµιση τµήµατος των
εκθεσιακών του χώρων (Αρχείο Επιγραφικού Μουσείου).
Στη δεκαετία του 1990 ετέθησαν επίσης ζητήµατα αυτονόµησης Μουσείων που
ανήκαν µέχρι τότε σε Εφορείες Αρχαιοτήτων ώστε να αποτελέσουν αυτοτελείς
διοικητικές µονάδες για διάφορους λόγους. Αυτά ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης
στην Κέρκυρα. Διαφορετική περίπτωση αποτέλεσε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού
της Θεσσαλονίκης, το οποίο δηµιουργήθηκε από τις παλαιότερες συλλογές αρχαιοτήτων,
της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης και ενώ αρχικώς ανήκε
διοικητικά σε αυτή ήταν πολύ γρήγορα φανερό ότι θα αποτελούσε αυτοτελή µονάδα της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Άλλα αυτόνοµα Μουσεία δεν δηµιουργήθηκαν και, όπως θα
συζητηθεί στο τέλος του κεφαλαίου, αναδεικνύεται ένα ζήτηµα το οποίο έχει να κάνει µε
τους όρους αυτονόµησης αρχαιολογικών µουσείων και των πραγµατικών αναγκών που
αυτά έρχονται να καλύψουν. Τέλος ξεχωριστή µνεία πρέπει να γίνει για το Μουσείο
Ακροπόλεως, που αποτελεί µια ιδιαίτερη περίπτωση. Και αυτό όχι µόνον επειδή

  28  
αυτονοµήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αλλά επειδή άλλαξε και
καθεστώς διοίκησης µετατρεπόµενο σε Νοµικό Πρόσωπο Δηµοσίου Δικαίου.

3.3.1. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης δηµιουργήθηκε σχεδόν µε την


απελευθέρωση της πόλης και αµέσως άρχισε να συλλέγει αρχαιότητες στο Διοικητήριο
της πόλης και στο κτήριο της Οθωµανικής Σχολής Ιδαδιέ. Αρχαιότητες από όλη τη
Μακεδονία συγκεντώνονταν και στεγάζονταν σε διάφορα µνηµεία της πόλης. Το
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης δηµιουργήθηκε ουσιαστικά το 1925 όταν
παραχωρήθηκε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων το Γενή Τζαµί, όπου το 1953
πραγµατοποιήθηκε η πρώτη έκθεση αρχαιοτήτων. Το 1950 όµως παραχωρήθηκε ένα
µεγάλο οικόπεδο σε κεντρικό σηµείο της Θεσσαλονίκης, στην Πλατεία Χ.Α.Ν.Θ.,
πλησίον του χώρου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η οικοδόµηση του κτηρίου
ξεκίνησε το 1961 σε σχέδια του µοντερνιστή Έλληνα Αρχιτέκτονα Πάτροκλου
Καραντηνού και εγκαινιάσθηκε το 1962, κατά την επέτειο για τα πενήντα χρόνια της
απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης3. Το Μουσείο ανήκε διοικητικά στην ΙΣΤ´ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων µέχρι το 2001 αν και στέγαζε για πολλά
χρόνια αρχαιότητες και από άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Για αρκετά χρόνια µάλιστα
στο Μουσείο Θεσσαλονίκης είχαν εκτεθεί τα ευρήµατα από τον τάφου του Φιλίππου στη
Βεργίνα. Αποτελούσε δηλαδή το µεγαλύτερο ενεργό Μουσείο της Βόρειας Ελλάδας και
περιλάµβανε αρχαιότητες από τους Νοµούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Χαλκιδικής και
Πιερίας.
Κατά την δεκαετία του 1990 είχαν ωριµάσει οι σκέψεις για την αυτονόµηση του
Μουσείου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων (Βουδούρη 2003, 398-401).
Πραγµατοποιήθηκαν µάλιστα στο Μουσείο σηµαντικές περιοδικές εκθέσεις που
κατέδειξαν τις δυνατότητές του (Ιστορία Μουσείου Θεσσαλονίκης). Έτσι λοιπόν σε
εφαρµογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 7 παρ. 28 του Ν. 2557/19974 το 2001
                                                                                                               
3 Για περισσότερα βλ. Ιστορία Μουσείου Θεσσαλονίκης
4 Η παράγραφος αυτή έχει µεγάλο ενδιαφέρον αφού δίνει στο Υπουργό Πολιτισµού την προνοµιακή
δυνατότητα να καθορίζει το καθεστώς των µουσείων, συγκεκριµένα: «Με προεδρικό διάταγµα που
εκδίδεται µε πρόταση του Υπουργού Πολιτισµού, καθορίζονται τα µουσεία που συγκροτούνται ως
περιφερειακές υπηρεσίες, άλλες από τις κατά τόπον αρµόδιες εφορείες αρχαιοτήτων. Με το ίδιο
διάταγµα, ρυθµίζονται τα σχετικά µε την οργάνωση και λειτουργία των περιφερειακών αυτών υπηρεσιών
και τις σχέσεις των µουσείων µε τις αντίστοιχες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Τη θέση του προϊσταµένου της
Εφορείας και του διευθυντή του µουσείου δεν µπορεί να κατέχει το ίδιο πρόσωπο.»

  29  
εκδόθηκε το ΠΔ 401/2001 (ΦΕΚ 286-A-20/12/2001) µε το οποίο µετεξελίσσετο σε
αυτοτελές Μουσείο σε επίπεδο Διεύθυνσης. Στο ΠΔ αυτό προβλέπεται και η εσωτερική
του οργάνωση, µε αναλυτικό τρόπο προαναγγέλοντας τις διατυπώσεις του ΠΔ 191/2003.
Μέχρι τότε βέβαια για το Μουσείο ίσχυε ότι και για τα υπόλοιπα Μουσεία που ανήκαν
οργανικά στις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη παράγραφος
του άρθρου 2 (Σκοποί) του ΠΔ 401/2001 στην οποία αναφέρονται: «Το Αρχαιολογικό
Μουσείο Θεσσαλονίκης είναι επιστηµονικός οργανισµός ανοικτός στο κοινό, µε
ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση,
διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και µελέτη αρχαίων
αντικειµένων που χρονολογούνται από τους πλέον απώτατους χρόνους της προϊστορικής
έως την υστερορρωµαϊκή περίοδο». Τα παραπάνω αρχαία εντάσσονται σε συλλογές και
προέρχονται από το γεωγραφικό χώρο του νοµού Θεσσαλονίκης ή και των γειτονικών
νοµών καθώς και από ανασκαφές στη χωρική εµβέλεια της ΙΣΤ´ Εφορείας Προϊστορικών
και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) του ΥΠΠΟ, µε την οποία το Μουσείο
συνεργάζεται άµεσα καθώς και άλλων ΕΠΚΑ της Μακεδονίας. Τονίζουµε την δεύτερη
περίοδο της παραγράφου γιατί µε αυτήν γίνεται προσπάθεια να ορισθεί ποια αντικείµενα
και από πού το Μουσείο συλλέγει και εκθέτει. Κατά την άποψη του γράφοντος όµως
αναδεικνύει την αδυναµία δικαιολόγησης του τίτλου του ως ειδικής περιφερειακής
υπηρεσίας. Ένα τέτοιο Μουσείο θα µπορούσε να δικαιολογηθεί µόνον ως οργανισµός
που περιέχει αντιπροσωπευτικά δείγµατα της τέχνης και της αρχαιολογίας του συνόλου
του χώρου της Μακεδονίας και όχι της Θεσσαλονίκης και της περιοχής της, ξέχωρα
µάλιστα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων της περιοχής. Ακολούθως, το ΠΔ αναφέρει την
εσωτερική του διάρθρωση σε 8 τµήµατα.5

3.3.2. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου αυτονοµήθηκε από την Εφορεία


Αρχαιοτήτων Ηρακλείου µε ακριβώς τις ίδιες διατάξεις µε τις οποίες πραγµατοποιήθηκε
η αυτονόµηση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Έχει ενδιαφέρον γιατί η
αρχική του συγκρότηση σε αντίθεση µε αυτά που επακολούθησαν, ήταν αµιγώς
                                                                                                               
5 Τα τµήµατα είναι τα ακόλουθα: Τµήµα Συλλογής Κεραµεικής, Τοιχογραφιών και Ψηφιδωτών, β) Τµήµα
Συλλογής Μεταλλοτεχνίας, γ) Τµήµα Συλλογής Λιθίνων, δ) Τµήµα Συλλογής Μικροτεχνίας, ε) Τµήµα
Μουσειογραφικών Μελετών, Καλλιτεχνικού Σχεδιασµού Εκθέσεων και Τεχνικής Υποστήριξης, στ) Τµήµα
Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων, Εκδόσεων και Επικοινωνίας, ζ) Τµήµα Συντήρησης, η) Τµήµα
Διοικητικού και Οικονοµικών Υποθέσεων

  30  
θεµατική. Έτσι λοιπόν ο τίτλος του Μουσείου καθορίζεται ως Μουσείο Μινωϊκού
Πολιτισµού, στο άρθρο 2 (σκοποί) του ΠΔ 400/2001 στις δύο πρώτες παραγράφους
αναφέρεται: «Το Μουσείο Μινωϊκού Πολιτισµού είναι επιστηµονικός οργανισµός
ανοικτός στο κοινό, µε ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα και έχει ως
σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή
και µελέτη αρχαίων αντικειµένων που χρονολογούνται από τους απώτατους χρόνους της
προϊστορικής έως την υποµινωϊκή περίοδο. Τα παραπάνω αρχαία εντάσσονται σε
συλλογές και προέρχονται από τον γεωγραφικό χώρο της νήσου Κρήτης.» Μάλιστα και η
εσωτερική οργάνωση αντανακλά αυτό το στόχο,6 αφού οι 4 επιστηµονικές Συλλογές του
Μουσείου αποτελούνται από αρχαιολογικά ευρήµατα της µινωικής περιόδου. Ο ορισµός
αυτός δικαιολογεί απόλυτα την δηµιουργία του Μουσείου, αφού όπως φαίνεται από το
σχεδιασµό του, οργανώνεται ως θεµατικό Μουσείο για έναν πολιτισµό, ο οποίος είναι
εµβληµατικός για την Κρήτη. Δυστυχώς στους επόµενους οργανισµούς ο στόχος αυτός
ανατράπηκε και ονοµάσθηκε εκ νέου Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (ΠΔ 191/2003,
άρθρο 57, ΠΔ 104/2014, άρθρο 28). Δεν έχει πλέον τον προηγούµενο σαφή θεµατικό
προσανατολισµό, αλλά παρουσιάζει αρχαιότητες από την Προϊστορική µέχρι και τη
Ρωµαϊκή εποχή, ενώ αυτονοµήθηκε διοικητικά από την Εφορεία Αρχαιοτήτων
Ηρακλείου.

3.3.3. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού της Θεσσαλονίκης αυτονοµήθηκε πλήρως από


την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων µε τον Ν.2557/1997 άρθρο 7, παρ. 15 στην
οποία αναφέρεται: «Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού Θεσσαλονίκης συγκροτείται ως
περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισµού. Με απόφαση του Υπουργού
Πολιτισµού θεσπίζεται ο κανονισµός λειτουργίας του Μουσείου ρυθµίζοντας τα σχετικά
µε την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή του, οι σχέσεις του µε τις Εφορίες
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Ε.Β.Α) και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια.» Βέβαια η
ιστορία ίδρυσης του Βυζαντινού Μουσείου Θεσσαλονίκης ανάγεται στις πρώτες µέρες

                                                                                                               
6 Στο άρθρο 4. 1ορίζεται ότι το Μουσείο Μινωϊκού Πολιτισµού απαρτίζεται από τα εξής Τµήµατα:
α) Τµήµα Συλλογής Μινωϊκής Κεραµεικής και Τοιχογραφιών, β) Τµήµα Συλλογής Μινωϊκής
Μικροτεχνίας και Μικρογλυπτικής, γ) Τµήµα Συλλογής Σφραγιδογλυφίας, δ) Τµήµα Συλλογής
Λιθίνων, ε) Τµήµα Μουσειογραφικών Μελετών, Καλλιτεχνικού Σχεδιασµού Εκθέσεων και Τεχνικής
Υποστήριξης, στ) Τµήµα εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων, Εκδόσεων και Επικοινωνίας, ζ) Τµήµα
Συντήρησης, η) Τµήµα Διοικητικού και Οικονοµικών Υποθέσεων.

  31  
απελευθέρωσης της πόλης, όταν το 1913 διατάχθηκε από τον τότε Γενικό Διοικητή
Μακεδονίας Στέφανο Δραγούµη να ιδρυθεί Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον στη
Θεσσαλονίκη7 και ορίσθηκε ως χώρος ο ναός της Αχειροποιήτου (Ιστορία Μουσείου
Βυζαντινού Πολιτισµού). Πρέπει να αναφερθεί ότι η διάθεση των παραγόντων της πόλης
ήταν να ιδρυθεί το Βυζαντινό Μουσείο της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη λόγω και της
ιστορίας της πόλης. Αλλά τελικά, άλλες σκοπιµότητες επέβαλαν αρχικά την ίδρυση του
Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στην Αθήνα και της µεταφοράς 1600
αντικειµένων από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα λόγω ιστορικών συνθηκών και της
ανάγκης διαφύλαξής τους. 8 Τα αντικείµενα αυτά στεγάσθηκαν στο Βυζαντινό και
Χριστιανικό Μουσείο, όπου παρέµειναν µέχρι το 1994.
Το ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη
αναζωπυρώθηκε µετά το 1975. Οι διαδικασίες άρχισαν το 1977, αλλά τελικά το κτήριο
ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993 και κατόπιν εγκρίθηκε η
µουσειολογική και µουσειογραφική µελέτη, η οποία συντάχθηκε από το προσωπικό της
9ης ΕΒΑ. Η έκθεσή του εγκαινιάσθηκε το 1997 και αποτέλεσε «σταθµό των
προδιαγραφών της σύγχρονης µουσειολογίας σε ένα µεγάλο κρατικό µουσείο», όπως
αναφέρει εµφατικά και η Δάφνη Βουδούρη (Βουδούρη 2003, 390).
Το Μουσείο αυτονοµήθηκε, όπως προαναφέρθηκε µε το Ν. 2557/1997 και έγινε
ειδική περιφερειακή υπηρεσία το ΥΠ.ΠΟ και µε νέα Υπουργική Απόφαση το 19999
ορίσθηκε η εσωτερική του οργάνωση. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η διατύπωση των
σκοπών του Μουσείου σε εκείνη την Απόφαση µε το άρθρο 4: «Το Μουσείο είναι
επιστηµονικό καθίδρυµα, ανοικτό στο κοινό µε ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό
χαρακτήρα, και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση,
έκθεση, ανάδειξη, προβολή και µελέτη έργων και αντικειµένων της παλαιοχριστιανικής,
βυζαντινής, µεσαιωνικής εν γένει και µεταβυζαντινής περιόδου, που προέρχονται κυρίως
από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας καθώς και από το ανασκαφικό υλικό της
χωρικής εµβέλειας της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) µε την οποία
συνεργάζεται άµεσα». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού µπορεί να συνεργάζεται
κατά περίπτωση και µε άλλες ΕΒΑ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον εµπλουτισµό
και την πληρέστερη, αρτιότερη επιστηµονικά και πλέον τεκµηριωµένη παρουσίαση των
                                                                                                               
7 Αρ. 746/21.8.1913/ Εφ. της Κυβερν. Παράρτηµα εκδιδ. Εν Θεσσαλονίκη, 3 Σεπτ., αρ. Φύλλου 25-
Διάταγµα από 31 Αυγούστου.
8 Και όλα αυτά βέβαια παρά τη ρητή πρόβλεψη του Ν. 401/1914 ότι δεν κατατίθενται στο Βυζαντινό
και Χριστιανικό Μουσείο αντικείµενα που προέρχονται από τη Μακεδονία (βλ. Βουδούρη 2003, 387).
9 Υπουργική Απόφαση αριθ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/50304/26-10-1999 (ΦΕΚ 2018/Β΄/17-11-1999).

  32  
εκθέσεών του. To Mουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού, στο πλαίσιο της πραγµατοποίησης
των σκοπών του, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ενθαρρύνει µε κατάλληλες
δραστηριότητες την αύξηση της προσέλευσης των επισκεπτών στο Μουσείο, ευνοεί την
ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του κοινού µε τις συλλογές του και εγγυάται τον
επιστηµονικά τεκµηριωµένο και διεθνώς δόκιµο µουσειολογικά τρόπο παρουσίασής
τους.»
Στο στο άρθρο 56, παρ. 1, του ΠΔ 191/2003 (Οργανισµός ΥΠΠΟ, ΦΕΚ 146/Α΄/13-6-
2003) οι στόχοι του εµφανίζονται ελαφρώς τροποποιηµένοι: «Οι αρµοδιότητές του
ανάγονται σε θέµατα σχετικά µε την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση,
καταγραφή, τεκµηρίωση, έρευνα, µελέτη, δηµοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή
στο κοινό αντικειµένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, µεσαιωνικής εν γένει και
µεταβυζαντινής περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και της νεώτερης εποχής µε θέµατα
σχετικά µε τη βυζαντινή και τη χριστιανική τέχνη» (Ιστορία Μουσείου Βυζαντινού
Πολιτισµού). Βλέπουµε λοιπόν ότι το Μουσείο αυτό αυτονοµήθηκε όχι ως Μουσείο της
9ης ΕΒΑ, δηλαδή µιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, άσχετα αν το υλικό του προέρχεται από
τις εργασίες αυτής της υπηρεσίας, αλλά ως Βυζαντινό Μουσείο της Μακεδονίας
αρχικώς, ενώ πολύ σύντοµα προσδιορίσθηκε ως Βυζαντινό Μουσείο της Βόρειας
Ελλάδος. Οι σχετικές διατυπώσεις δείχνουν τη διάθεση που υπήρχε να δικαιολογηθεί η
δηµιουργία κατ’ ουσίαν ενός νέου Βυζαντινού Αρχαιολογικού Μουσείου στη
Θεσσαλονίκη και µπορούµε να παραδεχθούµε ότι το σκεπτικό αυτό είναι στέρεο, αρκεί
βεβαίως στην πράξη να τροφοδοτηθεί µε υλικό από όλο το βορειοελλαδικό χώρο, ώστε
να µπορεί να εκθέσει αντιπροσωπευτικά αντικείµενα από όλη αυτήν την τόσο σηµαντική
επικράτεια.

3.3.4. Μουσείο Ασιατικής Τέχνης

Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, αν αναφέρεται τελευταίο στην παρούσα


καταµέτρηση των Μουσείων που αυτονοµήθηκαν, αποτελεί το πρώτο παράδειγµα
εφαρµογής του 2557/1997, διότι ήδη µε το ΠΔ 88/2000 το Μουσείο καθορίσθηκε ως
περιφερειακή υπηρεσία ανεξάρτητη από την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Σήµερα
αποτελεί το µοναδικό µουσείο της Ελλάδας που είναι αφιερωµένο αποκλειστικά στην
τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας. Στεγάζεται στα Ανάκτορα
των Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου στην Κέρκυρα.
Ιδρύθηκε το 1926 ως Μουσείο Σινοϊαπωνικής Τέχνης, µε αφορµή τη δωρεά το

  33  
1919 της σινοϊαπωνικής συλλογής του πρέσβη Γρηγορίου Μάνου στο Παρίσι. Το
10
Νοµοθετικό Διάταγµα της ίδρυσής του έδινε την δυνατότητα προσωρινής
εγκατάστασης του Μουσείου τῃ συναινέσει του δωρητή στην Κέρκυρα. Με νοµοθετική
ρύθµιση του 1929 έγιναν νέες τροποποιήσεις, η σηµαντικότερη από τις οποίες είναι ίσως
ότι ο εκάστοτε Έφορος της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Κέρκυρας θα είχε και τη διεύθυνση του Μουσείου (Βουδούρη 2003, 396). Έκτοτε, το
Μουσείο προσέλκυσε πολλές δωρεές, µε αποτέλεσµα να περιλαµβάνει περίπου 15.000
αντικείµενα ασιατικής τέχνης από ιδιωτικές συλλογές και δωρεές µεµονωµένων
αντικειµένων. Ιδιαίτερα η δωρεά Χατζηβασιλείου το 1973 µε την προσθήκη 400 έργων
από την Ινδία, το Πακιστάν, το Θιβέτ, το Σιάµ και την Νοτιανατολική Ασία, άλλαξε τον
αυστηρά σινοϊαπωνικό χαρακτήρα του Μουσείου και οδήγησε στη µετονοµασία του σε
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης11. Με τις ρυθµίσεις του Νόµου του 1973 έγινε περιφερειακή
υπηρεσία αρµοδιότητος του Υπουργείου Πολιτισµού, που όµως διοικείται από τον
Έφορο Αρχαιοτήτων Κερκύρας και ως επιµελητής µπορούσε να τοποθετηθεί
Αρχαιολόγος του υπουργείου Πολιτισµού ειδικευµένος σε θέµατα ασιατικής τέχνης
(Βουδούρη 2003, 396-97).
Πραγµατική όµως ειδική περιφερειακή υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ. έγινε µε το ΠΔ
81/2000 που προαναφέραµε. Με αυτό προσδιορίσθηκε ότι είναι αρµόδιο για: «την
συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και µελέτη
έργων τέχνης ασιατικής τεχνοτροπίας, την διοργάνωση εκθέσεων και πολιτιστικών και
επιστηµονικών εκδηλώσεων, για την παρουσίαση και προβολή των Ασιατικών
πολιτισµών». Βλέπουµε δηλαδή την απόλυτη δικαιολόγηση της αυτοτέλειας του
συγκεκριµένου Μουσείου σε σχέση µε την πρότερη διοικητική του κατάσταση, αυτής
του τµήµατος µιας Εφορείας Αρχαιοτήτων. Απαραίτητη είναι επίσης η εξειδίκευση του
προσωπικού του στο αντικείµενο του Μουσείου, η αδυναµία όµως εξεύρεσης του
σχετικού προσωπικού είχαν µάλλον οδηγήσει στις προηγούµενες λύσεις. Σηµειώνεται ότι
στο ΠΔ της ίδρυσης του Μουσείου προβλέπεται εναλλακτικά και η τοποθέτηση
Ιστορικών Τέχνης µε ειδίκευση στις ασιατικές τέχνες. Άλλωστε είναι ένα µουσείο, το
οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως µουσείο τέχνης και όχι αρχαιολογίας.

3.3.5. Μουσείο Ακροπόλεως


                                                                                                               
10 ΝΔ της 4-3-1926 (ΦΕΚ 82/A´).
11 ΝΔ 84/1973.

  34  
Η ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (ΝΜΑ) αποτελεί από µόνη της µια
ξεχωριστή ιστορία για το Υπουργείο Πολιτισµού, αφού οι διαδικασίες άρχισαν ήδη από
την δεκαετία του 1970. Στην παρούσα εργασία δεν θα γίνει αναφορά ούτε στην πορεία
που ακολουθήθηκε µέχρι την τελική οικοδόµηση του Μουσείου, ούτε ακόµη στη
διαχειριστική ιστορία του έργου µέσω Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισµού ή του
γνωστού Οργανισµού για την Ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (Ο.Α.Ν.Μ.Α.)
κατά τη δεκαετία του 1990. Αντίθετα θα γίνει ιδιαίτερος λόγος στην αυτονόµηση από την
πρώην Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Νέου Μουσείου
Ακροπόλεως, ή όπως τελικά καθιερώθηκε του Μουσείου Ακροπόλεως, ύστερα από το
κλείσιµο του παλαιού Μουσείου που βρισκόταν πάνω στο βράχο και την µεταφορά των
εκθεµάτων στο νέο Μουσείο.
Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3711/2008 το ΝΜΑ µετατράπηκε σε Νοµικό
Πρόσωπο Δηµοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία του τότε Υπουργείου Παιδείας και
Θρησκευµάτων, νυν Πολιτισµού και Αθλητισµού. Έπρεπε όµως να περάσουν αρκετά
χρόνια, συγκεκριµένα να φτάσουµε στις 20 Μαΐου του 2013 για να δηµοσιευθεί ο
Οργανισµός του Μουσείου Ακρόπολης (ΠΔ 64/2013).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπ’ αριθ. 2 άρθρο του ΠΔ του οργανισµού του
Μουσείου, το οποίο περιγράφει την αποστολή του Μουσείου Ακρόπολης: «Το Μουσείο
Ακρόπολης έχει ως αποστολή την υποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή,
τεκµηρίωση, έρευνα, ερµηνεία και κυρίως την έκθεση και προβολή στο κοινό των
κινητών ευρηµάτων του συνόλου του βράχου της Ακρόπολης και των υπωρειών του, τα
οποία προέρχονται από ανασκαφές ή αποσπάστηκαν ή θα αποσπαστούν στο µέλλον από
τα ακίνητα µνηµεία της Ακρόπολης, καθώς και των κινητών και ακίνητων ευρηµάτων
της ανασκαφής του οικοπέδου Μακρυγιάννη που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο
του εκθεσιακού του προγράµµατος. Έχει ακόµη αποστολή την προβολή των ακίνητων
µνηµείων της Ακρόπολης, µε τα οποία τα εκθέµατα του Μουσείου είναι άρρηκτα
συνδεδεµένα, την ανάδειξη της πολύπλευρης σηµασίας τους στην θρησκευτική, πολιτική,
καλλιτεχνική και καθηµερινή ζωή του αρχαίου κόσµου, όπως επίσης τη σύνδεση των
ακίνητων και κινητών µνηµείων µε τον σύγχρονο άνθρωπο, την προώθηση της ιστορικής
και αρχαιολογικής γνώσης, της δηµιουργικής σκέψης, της αισθητικής καλλιέργειας και
γενικότερα της σύγχρονης αντίληψης περί παιδείας.» Διαπιστώνεται δηλαδή ότι το
Μουσείο αυτό όπως προκύπτει και από τον τίτλο του περιέχει ευρήµατα µόνον από τον
βράχο της Ακροπόλεως και των υπωρειών της, αποτελεί δηλαδή ακόµη και σήµερα το

  35  
Μουσείο ενός αρχαιολογικού χώρου, το οποίο όµως έχει διαχωρισθεί διοικητικά και
διαχειριστικά από αυτό, και συνακόλουθα διαχωρίσθηκαν τα κινητά ευρήµατα του
σηµαντικού αρχαιολογικού από τα ακίνητα.
Το επόµενο ενδιαφέρον στοιχείο της αυτονόµησης είναι η εσωτερική διάρθρωση του
Μουσείου, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης, µε αποτέλεσµα να
είναι το µοναδικό ίσως ελληνικό Μουσείο που έχει τέτοιου επιπέδου συγκρότηση, µε
προσωπικό µάλιστα που προβλέπεται να καταλαµβάνει σε πλήρη λειτουργία 233
οργανικές θέσεις.
Σηµαντικό για ένα οργανόγραµµα είναι επίσης που βρίσκεται το «κέντρο βάρους»
αυτής της οργάνωσης. Συγκεκριµένα το άρθρο 5 για τη διάρθρωση των υπηρεσιών του
προβλέπει: «1. Οι Υπηρεσίες του Μουσείου συγκροτούνται σε Γενική Διεύθυνση, στην
οποία υπάγονται οι ακόλουθες Διευθύνσεις τµήµατα και αυτοτελή γραφεία:
α. Διεύθυνση Συλλογών και Εκθέσεων (Δ1), η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα
τµήµατα: αα. Συλλογής Κλιτύων Ακρόπολης και Οικοπέδου Μακρυγιάννη, ββ. Συλλογής
Αρχαϊκών Αρχαιοτήτων, γγ. Συλλογής Κλασικών, Ελληνιστικών και Ρωµαϊκών
Αρχαιοτήτων, δδ. Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εκµαγείων, εε. Εκθέσεων, στστ.
Εκπαιδευτικών Προγραµµάτων, ζζ. Εκδόσεων, ηη. Βιβλιοθήκης.
β. Διεύθυνση Διοικητικών και Οικονοµικών Υποθέσεων(Δ2), η οποία αποτελείται από
τα ακόλουθα Τµήµατα: αα. Οικονοµικής Διαχείρισης και Προµηθειών, ββ. Ανθρώπινου
Δυναµικού, γγ. Διοικητικών Υπηρεσιών, δδ. Γραµµατείας Προϊσταµένου Γενικής
Διεύθυνσης.
γ. Διεύθυνση Υποδοχής Επισκεπτών (Δ3), η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα
Τµήµατα: αα. Υποδοχής και Εξυπηρέτησης Επισκεπτών, ββ. Καταστηµάτων, γγ.
Ασφάλειας.
δ. Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών (Δ4), η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα
Τµήµατα: αα. Ηλεκτροµηχανολογικών και Υδραυλικών Εγκαταστάσεων, ββ. Κτηριακών
Εγκαταστάσεων, γγ. Πληροφορικής.
ε. Διεύθυνση Νοµικής Υποστήριξης (Δ5).
στ. Αυτοτελές Γραφείο Επικοινωνίας και Προβολής.
ζ. Αυτοτελές Γραφείο Συνδροµών, Χορηγιών και Δωρεών.
η. Αυτοτελές Γραφείο Προέδρου του Δ.Σ.»
Είναι εµφανές ότι πρόκειται για µια οργάνωση, της οποίας βασικό µέληµα είναι οι
εξωστρεφείς δραστηριότητες, αφού ακόµη και η Διεύθυνση που ονοµάζεται Διεύθυνση
Συλλογών περιλαµβάνει τρία τµήµατα (εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραµµάτων και

  36  
εκδόσεων), που αναφέρονται σε τέτοιου τύπου δραστηριότητες. Αξίζει επίσης να
σηµειωθεί ότι είναι το µοναδικό µουσείο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, στο οποίο ένα
τµήµα της οργάνωσής του είναι αφιερωµένο στις υπηρεσίες για το κοινό (Διεύθυνση
Υποδοχής Επισκεπτών). Είναι επίσης φανερά αναβαθµισµένος διοικητικά ο ρόλος του
Προέδρου του ΔΣ του Μουσείου, αφού προβλέπεται ακόµη και αυτοτελές γραφείο του
Προέδρου ως ανεξάρτητη από τη Διεύθυνση Διοικητικών και Οικονοµικών Υποθέσεων
µονάδα. Σηµαντικό είναι επίσης ότι το άρθρο 4 προβλέπει τα προσόντα του Γενικού
Διευθυντή του Μουσείου και την διεξαγωγή ανοικτού διαγωνισµού για την πρόσληψη
Γενικού Διευθυντή.
Η τελική παρατήρηση που έχουµε να κάνουµε σχετικά µε το Μουσείο
Ακρόπολης, ως ΝΠΔΔ, είναι ότι αποτυπώνει την τάση που έχει εκφρασθεί τα τελευταία
χρόνια για αυτονόµηση των Αρχαιολογικών Μουσείων (των µεγάλων τουλάχιστον) και
την αποκοπή τους από τον κορµό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας 12 . Πρέπει να
συνυπολογισθεί ακόµη ένα στοιχείο το οποίο εκτιµούµε ότι είναι κοµβικό για την τάση
αυτή: το γεγονός ότι ο οργανισµός αυτός επικυρώνεται το 2013, µεσούσης της
οικονοµικής κρίσης στη χώρα µας και όταν η γενική απαίτηση για περιορισµό των δοµών
είναι έντονη. Δεν είναι µάλιστα τυχαίο ότι την επόµενη χρονιά ο οργανισµός του
Υπουργείου Πολιτισµού δέχεται µια περικοπή δοµών, η οποία άγγιξε το 50%. Σε αυτήν
την συγκυρία διαπιστώνουµε ότι η πολιτική ηγεσία για έναν οργανισµό, όπως το
Μουσείο Ακροπόλεως, ο οποίος ως ΝΠΔΔ εντάσσεται σε αυτό το οποίο αποκαλούµε
ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, αναπτύσσει πλήρως τις οργανωτικές του δυνατότητες, χωρίς
καµία τάση περικοπών.

3.4. Συµπεράσµατα

Η περίοδος που εξετάσαµε για τα Μουσεία εκτείνεται στο διάστηµα επτά δεκαετιών.
Στα χρόνια αυτά πολλά άλλαξαν τόσο στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά
κυρίως στην κοινωνία στην οποία αυτή εντάσσεται. Τα Μουσεία αποτελούν ένα σηµείο
τοµής ανάµεσα στους επιστήµονες Αρχαιολόγους και το κοινό, δηλαδή την κοινωνία,
στο σύνολο της οποίας εν δυνάµει απευθύνονται. Ένα πάντως είναι σίγουρο από την
περιήγησή µας αυτή ότι δεν µπορούµε να ανιχνεύσουµε εύκολα ένα επιχειρησιακό
σχέδιο, µια ξεκάθαρη στρατηγική για την ίδρυση, αναβάθµιση, διαχείριση των µουσείων

                                                                                                               
12 Πρβλ. τα αντίστοιχα παραδείγµατα στο κεφάλαιο 4 για τα Μουσεία της Γαλλίας και Ιταλίας.

  37  
της χώρας. Από την έρευνα που πραγµατοποιήσαµε µέχρι τώρα αναδεικνύεται µε
µεγαλύτερη ένταση ένα πρόβληµα το οποίο άπτεται της πολιτικής για τα µουσεία,
δηλαδή η χωροταξική τους κατανοµή από τη µία πλευρά, και από την άλλη, οι
διαδικασίες µέσα από τις οποίες αποκόπτονται από τον κορµό της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας τα αυτόνοµα µουσεία µε σκοπό να δηµιουργηθούν πιο ευέλικτοι µηχανισµοί,
ώστε να πλησιάσουν µε µεγαλύτερη άνεση το κοινωνικό σύνολο.
Δυστυχώς για αυτά τα ζητήµατα, τα οποία θα συζητήσουµε και στο τελευταίο
κεφάλαιο των γενικών συµπερασµάτων, φαίνεται ότι δεν αρθρώθηκε µια κεντρική
πολιτική, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της περιόδου που διαπραγµατευόµαστε, και
αυτό φυσικά -αν και δεν γίνεται άµεσα κατανοητό- έχει σηµαντικές επιπτώσεις σε
οργανωσιακό επίπεδο, αφού εµποδίζει την εφαρµογή σταθερής και στέρεας οργάνωσης
και όπως θα δούµε στο επόµενο κεφάλαιο οδηγεί σε παλινδροµήσεις, ιδιαίτερα µάλιστα
όταν η οικονοµική κρίση δεν επιτρέπει την πολυτέλεια της διαφυγής µέσω σπατάλης
θέσεων και θεσµών.
 

  38  
  39  
4. Σύγχρονες τάσεις στη διοίκηση των Μουσείων

Τα τελευταία χρόνια στα Μουσεία έχει εισέλθει δυναµικά το ζήτηµα της


διοίκησης και της διαχείρισης των πόρων τους µε µεθοδολογία και πρακτικές που
προσοµοιάζουν πολλές φορές στο επιχειρηµατικό µάνατζµεντ. Αυτό έχει επιπτώσεις στη
λειτουργία των µουσείων, αλλά και των αποφάσεων που λαµβάνονται για αυτά. Έτσι
λοιπόν στο κεφάλαιο στην πρώτη ενότητα θα ασχοληθούµε µε τις εξελίξεις στη διοίκηση
των Μουσείων. Στη δεύτερη ενότητα θα αναφερθούµε στις εξελίξεις και τις τάσεις που
υπάρχουν για τα µουσεία στη Γαλλία και την Ιταλία, χώρες που αποτελούσαν κοντινά
παραδείγµατα στο ελληνικό µοντέλο διοίκησης µουσείων.

4.1. Σηµασία της οργανωτικής δοµής και των οργανογραµµάτων


για την αποτελεσµατική διοίκηση ενός πολιτισµικού
οργανισµού.

Η λειτουργία και η επιτυχία ενός οργανισµού εν γένει εξαρτώνται σε µεγάλο


βαθµό από την αποτελεσµατική διαχείριση/ διοίκησή του, έννοια στην οποία
εµπεριέχονται ο προγραµµατισµός ή σχεδιασµός, η οργάνωση, η διεύθυνση ή
καθοδήγηση, ο έλεγχος και η ανασκόπηση ή ανατροφοδότηση. Σκοπός της διαχείρισης
είναι γενικότερα ο συντονισµός όλων των ανθρωπίνων πόρων, των µέσων και των
λειτουργιών του οργανισµού. Ειδικότερα, η διαχείριση των πολιτισµικών µονάδων, όπως
είναι τα µουσεία που σύµφωνα µε τον ορισµό τους από το ICOM (1987) αποβλέπουν
στην ανάπτυξη της κοινωνίας συντηρώντας, µελετώντας, γνωστοποιώντας και
εκθέτοντας τις υλικές µαρτυρίες της ανθρώπινης παρουσίας µε σκοπό την µελέτη, την
προώθηση της παιδείας και την ψυχαγωγία του ανθρώπου, είναι απαραίτητη η ακριβής
περιγραφή «του αντικειµένου της διαχείρισης πολιτισµού. Έτσι, ο καθορισµός και η
επίτευξη των στόχων της πολιτιστικής πολιτικής, ο σχεδιασµός πολιτιστικής πολιτικής, η
αξιοποίηση των πολιτισµικών πόρων και αγαθών, η συστηµατοποίηση και ταξινόµησή
τους σε πολιτιστικό κεφάλαιο, η διεργασία όλων αυτών, προκειµένου να σχηµατοποιηθεί
τελικά το «πολιτιστικό προϊόν», µέσω διαφόρων πολιτιστικών δραστηριοτήτων
(εκθέσεων, εκδηλώσεων κλπ), η οργάνωση και επιτυχία των δραστηριοτήτων αυτών
αποτελούν αντικείµενο της διαχείρισης πολιτισµού» (Μπιτσάνη 2004, 95).

  40  
Μια από τις βασικότερες λειτουργίες της διοίκησης αποτελεί η οργάνωση, η
διαδικασία της «κατανοµής της εργασίας µεταξύ οµάδων και ατόµων, δηλαδή η
πρόσφορη και ορθολογική διάθεση του έµψυχου και άψυχου δυναµικού (των διαθέσιµων
πόρων) του οργανισµού για την επίτευξη της καλύτερης και υψηλότερης απόδοσης, ο
καθορισµός των σχέσεων µεταξύ δραστηριοτήτων που πρέπει να εκτελεστούν και του
προσωπικού που θα τις εκτελέσει.» (Μπιτσάνη 2004, 99). Η οργάνωση αναφέρεται στο
σύνολο της δοµής και της λειτουργίας του οργανισµού και στο σύνολο των ρόλων και
των σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτόν και αποσκοπούν στην υλοποίηση των στόχων
του προγραµµατισµού, προσδιορίζοντας τις απαιτούµενες ενέργειες και επιλέγοντας τα
κατάλληλα -ανθρώπινα ή άλλα- µέσα επίτευξης.
Η διαµόρφωση της οργανωτικής δοµής ενός οργανισµού, αποβλέπει κατά τον
Mintzberg (1980, 324) στον καταµερισµό και στον συντονισµό των ξεχωριστών
εργασιών (distinct tasks), που απαιτούνται για την υλοποίηση της αποστολής του. Για
κάθε θέση εργασίας, δηλαδή τη «στοιχειώδη µονάδα διαίρεσης του εκτελούµενου έργου
για την οποία ορίζονται συγκεκριµένα καθήκοντα» απαιτούνται κατά τον Χολέβα (1995,
172):
• σαφής προσδιορισµός και περιγραφή των καθηκόντων της.
• Ορισµός του τόπου και του χρόνου εκτέλεσής της.
• Περιγραφή των προσόντων, γνώσεων και ικανοτήτων που απαιτούνται για την
εκτέλεσή της και ιδιαίτερα αν αυτή είναι εξειδικευµένη
Σύµφωνα µε τον Mintzberg (1980, 323-324) τα βασικά µέρη της οργανωτικής δοµής
είναι:
• το στρατηγικό σώµα (strategic apex), που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας
και στόχος του είναι η επίβλεψη και η διασφάλιση της αποστολής του
οργανισµού, καθώς και ο σχεδιασµός ή η αναπροσαρµογή της στρατηγικής του.
• Το εκτελεστικό σώµα (operating core), που βρίσκεται στη βάση της οργανωτικής
δοµής και εκτελεί όλες τις βασικές εργασίες.
• Η µεσαία γραµµή (middle line), που περιλαµβάνει τα στελέχη εκείνα που
βρίσκονται ανάµεσα στο στρατηγικό και το εκτελεστικό σώµα. Αυτά αναθέτουν
την εργασία στο εκτελεστικό σώµα σύµφωνα µε τις κατευθύνσεις του
στρατηγικού σώµατος και έχουν στόχο την επίβλεψη των µονάδων τους.
• Η τεχνοδοµή, που περιλαµβάνει το ειδικό προσωπικό ή τους αναλυτές που
καθορίζουν και προτυποποιούν τις τεχνικές και τα µέσα που θα χρησιµοποιηθούν

  41  
από το εκτελεστικό σώµα. Αυτοί µπορούν να συνεισφέρουν σε όλα τα επίπεδα
του οργανωτικού σχήµατος.
• Το υποστηρικτικό προσωπικό που έχει ως κύριο στόχο την υποστήριξη της
εργασίας όλων των υπολοίπων. Σε αυτό εντάσσονται διάφορες κατηγορίες από το
προσωπικό καθαριότητας µέχρι το λογιστήριο.
Επίσης κατά τον Mintzberg (1980, 324) ο οργανωτικός σχεδιασµός περιλαµβάνει 5
µηχανισµούς συντονισµού:
• την άµεση επίβλεψη (direct supervision), όπου ένας εργαζόµενος (τυπικά ο
διευθυντής) δίνει συγκεκριµένες οδηγίες και συντονίζει την εργασία των άλλων
εργαζοµένων,
• την τυποποίηση των εργασιών (standardization of work processes), σύµφωνα µε
την οποία η εργασία συντονίζεται µέσω µέτρων, κανόνων και κανονισµών που
την καθοδηγούν,
• την τυποποίηση των αποτελεσµάτων (standardization of outputs), σύµφωνα µε
την οποία τίθενται πάλι συγκεκριµένα µέτρα ως προς τα αποτελέσµατα της
εργασίας,
• την τυποποίηση των ικανοτήτων (standardization of skills) που απαιτούνται για
την εκτέλεση µιας εργασίας και
• την αµοιβαία προσαρµογή (mutual adjustment) κατά την οποία οι εργαζόµενοι
συντονίζουν την εργασία µόνοι τους, επικοινωνώντας ανεπίσηµα µεταξύ τους.
Η οργανωτική δοµή επηρεάζει την αποδοτικότητα και την αποτελεσµατικότητα του
οργανισµού και µπορεί να απεικονισθεί σχηµατικά µε το οργανόγραµµα, την στατική
διαγραµµατική απεικόνιση των επιθυµητών σχέσεων, της κατανοµής των αρµοδιοτήτων
και της εξουσίας και των καναλιών επικοινωνίας (Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007,
163).
Το οργανόγραµµα αποτελεί «τη βάση και το επιστέγασµα κάθε οργανωτικής
προσπάθειας» (Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη, 2007, 176). Παρουσιάζει την δοµή του
οργανισµού, την διάρθρωση των µερών του και την κατανοµή και εξειδίκευση (division
of labor) των εργασιών. Η τελευταία καθορίζει τις αρµοδιότητες και τα καθήκοντα κάθε
εργαζοµένου µέσα στον οργανισµό. Το οργανόγραµµα δείχνει τα επιµέρους τµήµατα ή
διευθύνσεις κλπ του οργανισµού και το πλαίσιο στο οποίο αυτά θα επιτελέσουν το έργο
τους. Παρουσιάζει τις διάφορες ειδικότητες, τις διαδικασίες και τους µηχανισµούς που
απαιτούνται για την εργασία και την συνεργασία των στελεχών του οργανισµού, τον

  42  
τρόπο προµήθειας των πόρων για την επίτευξη των στόχων του οργανισµού καθώς και
τις αρµοδιότητες και υποχρεώσεις του κάθε εργαζοµένου (Μπιτσάνη 2004, 99). Από το
οργανόγραµµα διαφαίνεται δηλαδή η περιοχή ευθύνης και η γραµµή της διοίκησης, οι
επίσηµες σχέσεις ανάµεσα στους τοµείς ευθύνης και υπευθυνότητας, η ιεραρχία/
δικαιοδοσία των επιπέδων της διοίκησης και η αλυσίδα εντολών. Το οργανόγραµµα
βοηθά δηλαδή στην υλοποίηση των στόχων και του προγράµµατος δράσης του
οργανισµού µέσω του καταµερισµού των αρµοδιοτήτων και της τµηµατοποίησης-
οµαδοποίησης των εξειδικευµένων ή συγγενών δράσεων σε λειτουργικές οργανωτικές
µονάδες (Χολέβας 1995, 162-170. Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη, 2007, 176-178).
Κατά την κατάρτιση ενός οργανογράµµατος πρέπει κατά τον Χολέβα (1995, 164)
• να είναι εµφανής η γραµµή της διοίκησης από την κορυφή µέχρι τη βάση.
• Να είναι σαφή τα επίπεδα της διοίκησης.
• Να γίνεται κατανοητός ο τρόπος κατανοµής της εξουσίας ανάµεσα στις
διοικητικές και τις επιτελικές θέσεις, τα συλλογικά όργανα και τα βοηθητικά
τµήµατα.
Κατα τον σχεδιασµό της οργανωτικής δοµής ενός οργανισµού ιδιαίτερα σηµαντικό
ρόλο έχει η τµηµατοποίηση – οµαδοποίηση των Ο όρος «τµήµα» προσδιορίζει µια
συγκεκριµένη περιοχή, διεύθυνση ή κλάδο πάνω στην οποία έχει εξουσία ένα διοικητικό
στέλεχος για την εκτέλεση καθορισµένων δραστηριοτήτων (Koontz και O’Donnell 1980,
23). Η τµηµατοποίηση είναι η διαδικασία οµαδοποίησης σχετικών µεταξύ τους εργασιών
ή δραστηριοτήτων ώστε να είναι δυνατός ό έλεγχός τους (Χυτήρης 2006, 135). Με τον
τρόπο αυτό γίνεται πιο εύκολος ο συντονισµός των εργαζοµένων στον οργανισµό.
Βάση της τµηµατοποίησης είναι η εξυπηρέτηση των συγκεκριµένων κάθε φορά
στόχων του οργανισµού. Έτσι διακρίνονται διάφοροι τρόποι τµηµατοποίησης, όπως η
τµηµατοποίηση κατά λειτουργία ή επιτελούµενο έργο, η τµηµατοποίηση κατά
γεωγραφική περιοχή, η µεικτή τµηµατοποίηση, η τµηµατοποίηση κατά προϊόν ή
υπηρεσία, κατά πελάτη, κατά οµάδες, κατά µήτρα, και η δικτυωτή ή εικονική οργάνωση,
η υβριδική οργάνωση, η οργάνωση κατά στρατηγική - επιχειρηµατική µονάδα (Φλώρος
1993, 177-188. Μπιτσάνη 2004, 109-111. Χυτήρης 2006, 136-150. Τζωρτζάκης και
Τζωρτζάκη 2007, 178-182.). Στους πολιτιστικούς οργανισµούς η τµηµατοποίηση µπορεί
επίσης να γίνει ανάλογα µε τις παρεχόµενες υπηρεσίες ή τη χρήση νέων τεχνολογιών
(Τσουρβάκας 2012, 170-173).

  43  
Η οµαδοποίηση κατά λειτουργία συνηθίζεται περισσότερο στη Δηµόσια Διοίκηση
αλλά και στους πολιτιστικούς οργανισµούς13 (Τσουρβάκας 2012, 170) και αποτελεί τον
τρόπο τµηµατοποίησης των αυτόνοµων Ελληνικών Μουσείων, αν και το σύνολο του
οργανισµού του Υπουργείου Πολιτισµού ακολουθεί µεικτή τµηµατοποίηση:
τµηµατοποίηση κατά λειτουργία και τµηµατοποίηση µε βάση τη γεωγραφική διασπορά
του οργανισµού σε Πανελλήνιο επίπεδο. Στην περίπτωση της τµηµατοποίησης κατά
λειτουργία κάθε εξειδικευµένη λειτουργία του οργανισµού αποτελεί ένα τµήµα.
Πρόκειται για απλή δοµή που εκµεταλλεύεται την εξειδίκευση των εργαζοµένων
περιορίζοντας την πιθανότητα επικάλυψης αρµοδιοτήτων. Διευκολύνει επίσης την
διοίκηση καθώς σε κάθε περίπτωση ο επικεφαλής έχει περιορισµένο πεδίο ευθύνης, ενώ
η επικέντρωση του εξειδικευµένου προσωπικού σε ένα τµήµα επιτρέπει την
αντιµετώπιση των παρουσιαζόµενων καταστάσεων και πολύπλοκων προβληµάτων. Τα
αρνητικά του τρόπου αυτού τµηµατοποίησης εµφανίζονται όταν ο οργανισµός αυξάνεται
σε µέγεθος, ενώ πολύ συχνά είναι πιθανή η ανεπαρκής επικοινωνία ανάµεσα στα
τµήµατα (Koontz και O’ Donnell 1980, 53-61. Φλώρος 1993, 177-179. Xυτήρης 2006,
136-137. Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 179). Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να
αναφερθεί ότι ο ιδιαίτερος ρόλος, ο επιστηµονικός και εκπαιδευτικός χαρακτήρας και η
πολυπλοκότητα των λειτουργιών των Μουσείων αποτελούν σηµαντικό στοιχείο
διάκρισης από άλλους οργανισµούς και κυρίως από τους κερδοσκοπικούς οργανισµούς
(Zan 1999). Η ποικιλία όµως αυτή των λειτουργιών, η ποικιλία των ειδικοτήτων του
προσωπικού που απαιτούνται για την επιτέλεσή τους, οι σχέσεις που διαµορφώνει ένα
Μουσείο µε το κοινό του αλλά και µε την επιστηµονική κοινότητα καθώς και ο ρόλος
του ως οργανισµού πληροφόρησης και διαµεσολάβησης, αλλά και η ανάγκη εξεύρεσης
οικονοµικών πόρων, καθιστούν απαραίτητη κατά τη σύγχρονη εποχή την βελτίωση της
οργάνωσης και την ιεράρχηση των λειτουργιών τους (Chatelain-Ponroy 2001).

4.2. Οι εξελίξεις στα Μουσεία στην Γαλλία και την Ιταλία

4.2.1. Γαλλία

Τα µουσεία στη Γαλλία, χωρίζονταν µε νόµο που ψηφίσθηκε το 1945, σε τρεις


κατηγορίες: α) τα εθνικά τα οποία υπάγονται απ’ ευθείας στη Κεντρική Υπηρεσία του
                                                                                                               
13
Συνήθης στους πολιτιστικούς οργανισµούς είναι επίσης η οργάνωση µε βάση το προϊόν- αγορά και η
µικτή οργάνωση, βλ. Μπιτσάνη 2004, 110-111.

  44  
αντίστοιχου Υπουργείου Πολιτισµού, στην Διεύθυνση Μουσείων (Direction des Musees
de France- DMF), β) Τα µουσεία που ανήκουν σε οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης
και γ) Τα υπόλοιπα µουσεία που αποκαλούνταν controles (ελεγχόµενα). Με βάση αυτόν
τον νόµο γινόταν και η αναγνώριση από το κράτος ως µουσείου κάποιου πολιτιστικού
οργανισµού (Chatelain 1993. Βουδούρη 2003, 95-96). Ο νόµος για τα Μουσεία
τροποποιήθηκε µετά από πολυετή διάλογο το 2002 (Ν. 2002-5: περί µουσείων της
Γαλλίας). Σύµφωνα µε αυτόν εισήχθη ένα νέο ενιαίο σύστηµα αξιολόγησης των
Μουσείων της Γαλλίας είτε είναι κρατικά, είτε ΝΠΔΔ, είτε ΝΠΙΔ και όποια πληρούν
ορισµένες προϋποθέσεις ονοµάζονται «µουσεία της Γαλλίας». Αυτά τα µουσεία πρέπει
να ανταποκρίνονται στον ορισµό που ο νόµος έχει δώσει για τα Μουσεία, ότι δηλαδή
αποτελούν: «µόνιµη συλλογή συγκροτούµενη από αγαθά, η συντήρηση και παρουσίαση
των οποίων είναι δηµοσίου ενδιαφέροντος, και οργανωµένης ενόψει της γνώσης, της
εκπαίδευσης και της απόλαυσης του κοινού.» Ο τίτλος Μουσείο της Γαλλίας αποτελεί
πλέον έναν τίτλο ποιότητας που όποιο Μουσείο τον λάβει (και µη κρατικό) έχει κάποιες
αυξηµένες υποχρεώσεις, αλλά και πλεονεκτήµατα, που συνίστανται στην αυξηµένη
προστασία των Συλλογών τους και στην αυξηµένη τεχνική βοήθεια από το κράτος.
Δόθηκε µάλιστα η δυνατότητα σύναψης συµβάσεων ανάµεσα στο κράτος και τα µη
κρατικά µουσεία που προσδιορίζουν το είδος των σχέσεων που επιθυµεί το µη κρατικό
µουσείο να έχει µε το κράτος (Βουδούρη 2003, 100).
Διοικητικά βέβαια είχαν ληφθεί αποκεντρωτικά µέτρα για τη διοίκηση των
Μουσείων από τη δεκαετία το 1980. Τελικά σε δύο µουσεία δόθηκε καθεστώς
αυτοδιοίκησης. Αυτά δεν ανήκουν διοικητικά πια στην Κεντρική Υπηρεσία του
Υπουργείου Πολιτισµού της Γαλλίας και έχουν δικά τους όργανα, όπως θα δούµε
παρακάτω. Μετά το 1989 έγιναν κάποια βήµατα στην κατεύθυνση να δοθεί σε 10
µουσεία ένα είδος οικονοµικής αυτοτέλειας. Το 1991 το Μουσείο του Orsay θεωρήθηκε
«κέντρο ευθύνης» και απέκτησε τριετή σύµβαση µε το Υπουργείο Πολιτισµού, και έτσι
του δόθηκε η δυνατότητα µεσοπρόθεσµου προγραµµατισµού (Βουδούρη 2003, 449-450).
Το βασικό όµως βήµα έγινε µε το Λούβρο, το Μουσείο µε τη µεγαλύτερη προσέλευση
κοινού στη Γαλλία. Στις 22.12.1992 το Λούβρο µετατράπηκε σε Νοµικό Πρόσωπο
Δηµοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργού Πολιτισµού. Ο οργανισµός
προικοδοτήθηκε µε διάφορα ακίνητα του αµέσου περιβάλλοντός του, αλλά εκτός αυτών
άρχισε να λαµβάνει και γενναία κρατική επιχορήγηση. Σε αντάλλαγµα το Λούβρο έπρεπε
να δίνει το 45% των εισπράξεών του στην Ένωση των Εθνικών Μουσείων. Απέκτησε
Διοικητικό Συµβούλιο στο οποίο συµµετέχουν ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι,

  45  
προσωπικότητες και εκπρόσωποι των επιµελητών και του υπόλοιπου προσωπικού. Ο
Διευθυντής προέρχεται από τον κλάδο των επιµελητών, πράγµα που εκφράζει τη
βούληση να δοθεί προτεραιότητα στις επιστηµονικές δραστηριότητες του Μουσείου. Ο
Πρόεδρος, ο Γενικός Διευθυντής και η πλειοψηφία των µελών του ΔΣ διορίζονται άµεσα
ή έµµεσα από το κράτος (Βουδούρη 2003, 450-52). Το µοντέλο αυτό βέβαια απέχει πολύ
από το αγγλοσαξωνικό µοντέλο, όπου στα µουσεία ο πρόεδρος είναι µεν προσωπικότητα
κύρους, αλλά δεν προέρχεται ποτέ από το προσωπικό ενός µουσείου, ούτε όµως
αµείβεται. Μετά το Λούβρο και οι Βερσαλλίες απέκτησαν παρόµοιο καθεστώς
διοίκησης. Η τάση είναι να προσχωρήσουν και άλλα «εθνικά µουσεία» στο ίδιο
καθεστώς (Βουδούρη 2003, 452-453). Μέχρι το 2002 πάντως τα εθνικά Μουσεία
υπάγονταν στην συνδυασµένη εξουσία της Direction des Musées de France και της
Réunion des Musées Nationaux. Η πρώτη είχε την διοικητική και οικονοµική κηδεµονία
των Μουσείων και η δεύτερη επιδρούσε οικονοµικά και εµπορικά. Με διαδοχικές
µεταρρυθµίσεις τα εθνικά µουσεία της Γαλλίας απελευθερώθηκαν σταδιάκα από την
διπλή αυτή κηδεµονία (όπως π.χ. το Louvre που προαναφέρθηκε). Οι µεταρρυθµίσεις
επηρέασαν σταδιακά και τα τοπικά µουσεία των οποίων όµως η αυτονοµία παρουσιάζει
διακυµάνσεις (Chatelain-Ponroy 1996, 54-63. Benhamou -Moureau 2006).

4.2.2. Ιταλία

Η Ιταλία διέθετε το πλέον κοντινό µοντέλο διοίκησης µε τη χώρα µας, γιατί εκτός
των άλλων, είχε παρόµοια προβλήµατα στη διαχείριση των καθηµερινών θεµάτων για
την πολιτιστική κληρονοµιά, όπως για παράδειγµα οι σωστικές ανασκαφές και τα
Μουσεία που δέχονται ευρήµατα σε καθηµερινή βάση14. Βέβαια η Ιταλία διαθέτει και
έναν σηµαντικότατο αριθµό µουσείων τέχνης τα οποία από την ίδρυσή τους
βρισκόντουσαν υπό ποικίλα καθεστώτα διοίκησης. Τα κρατικά Μουσεία αποτελούν το
20% του συνολικού αριθµού µουσείων. Με νόµο του 1992 (νόµος Ronchey) τµήµατα
των δραστηριοτήτων των µουσείων, εκδόσεις, κατάλογοι, αναπαραγωγές πολιτιστικού
υλικού κ.α. ανατέθηκε σε ιδιώτες µε συµβάσεις τετραετούς διάρκειας. Κατ’ ουσίαν
µεταφέρθηκε σε ιδιώτες η διαχείριση υπηρεσιών µε στόχο την ασφαλέστερη άντληση
εσόδων (Bobbio 1992, 183. Βουδούρη 2003, 455-456. Guarini 2012, 119-134). Επίσης
µε νοµοθετικό διάταγµα που δηµοσιεύθηκε το 1999 και άλλες δραστηριότητες (π.χ.
                                                                                                               
14 Πρέπει να σηµειωθεί ότι στο Ιταλικό κράτος ισχύουν δύο διαφορετικά είδη διοικήσεων για τα
πολιτιστικά αγαθά, ένα για την Ιταλία και ένα για τη Σικελία (Pelegatti 2002, 91-93).

  46  
πληροφόρησης, διοργάνωσης εκθέσεων κλπ), παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες αν κρίνονταν
πιο συµφέρουσες από το να τις εκτελεί το κράτος. Συνολικά µε αλλεπάλληλους νόµους
που ψηφίσθηκαν µέχρι το 2001 πολλές δραστηριότητες που µέχρι τότε εκτελούνταν από
το κράτος παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες έναντι φυσικά ανταλλαγµάτων που κάποιες φορές
προκαταβάλλονταν (Βουδούρη 2003, 454-459. Forte 2011). Για την Ιταλία
χαρακτηριστική για τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η αξιοποίηση των αρχαιολογικών
χώρων και των µουσείων ήταν η περίπτωση της Ποµπηίας, ενός ανοικτού µουσείου. Με
τον Νόµο 352/1997, άρθρο 9 η Εφορεία της Ποµπηίας απέκτησε καθεστώς οικονοµικής
και διοικητικής αυτοτέλειας, εκτός από θέµατα προσωπικού, για τα οποία αποφασίζει ο
Υπουργός Πολιτισµού. Η Εφορεία διοικείται πλέον από Διοικητικό Συµβούλιο και
θεσµοθετείται θέση διοικητικού διευθυντή που µπορεί να καταληφθεί και από πρόσωπο
εκτός της δηµόσιας διοίκησης (Pelegatti 2002, 91, 93). Με το νοµοθέτηµα αυτό η
Εφορεία της Ποµπηίας φιλοδοξεί επίσης να έχει πρόσθετα έσοδα από παραχωρήσεις
δικαιωµάτων χρήσης εικόνας οποιουδήποτε τµήµατος του αρχαιολογικού χώρου, µόνον
βέβαια που τα έσοδα από τέτοιου τύπου δραστηριότητες πρέπει να διατίθενται για τη
συντήρηση του χώρου (Βουδούρη 2003, 456-457).
Οι ρυθµίσεις αυτές που οι περισσότερες προέρχονται από κυβερνήσεις του Silvio
Berlusconi συνάντησαν αντιδράσεις κυρίως από αυτούς που πίστευαν µεν στην
περισσότερη ανεξαρτητοποίηση των Μουσείων, αλλά θεωρούσαν απαράδεκτο να
λειτουργούν τα Μουσεία ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις (Βουδούρη 2003, 459). Οι
ρυθµίσεις αυτού του τύπου είναι πιθανόν να εφαρµοσθούν και σε άλλα µουσεία και
χώρους, αφού η συζήτηση στην Ιταλία για το καθεστώς αυτοτέλειας των µεγάλων
Μουσείων είναι διαρκεί πάνω από 20 χρόνια.
Στη Σικελία, από την άλλη πλευρά, όπου σε κάθε provincia υπάρχει µια Εφορεία
Αρχαιοτήτων για όλες τις περιόδους, ο Διευθυντής έχει µόνο την επιστηµονική ευθύνη
των εργασιών αλλά δεν διαχειρίζεται τις χρηµατοδοτήσεις. Από το 1980 επίσης
ορισµένα Μουσεία αυτονοµήθηκαν µε αποτέλεσµα τα ευρήµατα των ανασκαφών να
χρειάζονται άλλο χώρο αποθήκευσης ή έκθεσης (Pelegatti 2002, 92).

4.3. Συµπεράσµατα

Είναι φανερό λοιπόν ότι οι όροι λειτουργίας και συνεπώς οργάνωσης των µουσείων
έχει αλλάξει, µε την εισδοχή του σύγχρονου µάνατζµεντ και µάρκετιγκ στους

  47  
πολιτιστικούς χώρους. Η τάση αυτή ωθεί µε τη σειρά της σε απόψεις που θέλουν τα
µουσεία περισσότερο ανεξάρτητα ή ακόµη και εντελώς ανεξάρτητα από το κράτος. Έτσι
αµφισβητείται η δυνατότητα του κράτους να χειρίζεται αποκλειστικά την πολιτιστική
κληρονοµιά. Μέτρα σαν αυτά που αναφέρθηκαν ανωτέρω, πηγάζουν βέβαια από εντελώς
διαφορετικές συνθήκες και αναφέρονται σε Μουσεία που έχουν εντελώς ξεχωριστή
ιστορία συγκρότησης από εκείνα της χώρας µας. Για αυτό το λόγο θέλει πολύ περίσκεψη
όταν παρεµφερείς ρυθµίσεις προτείνονται για τα ελληνικά µουσεία.
 

  48  
  49  
5. Η διοίκηση των µουσείων

5.1. Εισαγωγή

Η διοίκηση των Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, µέχρι τη δεκαετία του


1980 δεν αποτελούσε θέµα συζήτησης. Ως τέτοιο προέκυψε από τη στιγµή που τέθηκε το
θέµα ενός περαιτέρω ανοίγµατος των Μουσείων σε ευρύτερες κατηγορίες κοινού και
αναδείχθηκε το ζήτηµα της οργάνωσης και της εσωτερικής δοµής τους παράλληλα µε
την εξωστρεφή δράση τους. Το ζήτηµα της διοίκησης δεν τίθεται σε όλες τις περιόδους
µε τους ίδιους όρους. Βασικό στοιχείο που καθορίζει τη λειτουργία των Μουσείων και
συνακόλουθα την διοίκησή τους είναι το νοµικό καθεστώς υπό το οποίο λειτουργούν.
Tοµή για την περίοδο που µελετούµε είναι η δηµοσίευση του Αρχαιολογικού Νόµου
3028/2002 (ΦΕΚ Α´ 153/ 28-6-2002). Ο νόµος αυτός, ο οποίος ισχύει µέχρι σήµερα
όρισε για πρώτη φορά την έννοια του Μουσείου και των δραστηριοτήτων του, τόσο για
τα δηµόσια, όσο και για τα ιδιωτικά Μουσεία (άρθρο 45). Αντίθετα, τα µέχρι τότε
νοµοθετήµατα δεν αναφέρονταν ευθέως στα Μουσεία ως οργανισµούς, αλλά ως χώρους
εναπόθεσης των συλλεγόµενων αρχαίων από τις ανασκαφές και τις άλλες εργασίες της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Για παράδειγµα το πρώτο άρθρο του ΚΝ 5351/32 (το οποίο
αντιγράφει αυτολεξεί σχεδόν το αντίστοιχο πρώτο άρθρο του προηγούµενου νόµου του
1899), αναφέρει: «Πάντα τα εν Ελλάδι και οιοισδήποτε Εθνικοίς κτήµασιν, εν ποταµοίς,
λίµναις και εν τω πυθµένι της θαλάσσης, προς δε εν δηµοτικοίς, µοναστηριακοίς και
ιδιωτικοίς κτήµασιν ευρισκόµενα αρχαία, κινητά τε και ακίνητα, από των αρχαιοτάτων
χρόνων και εφεξής, είναι ιδιοκτησία του Κράτους. Κατ’ ακολουθίαν το δικαίωµα και η
φροντίς περί αναζητήσεως και διασώσεως τούτων εν δηµοσίοις Μουσείοις ανήκει εις το
Κράτος». Όπως αναφέρει και η Βουδούρη (2003, 113-115), ως µουσείο ορίζεται αρχικώς
το µέρος το οποίο φυλάσσονται τα αρχαία και σταδιακά αρχίζει να τονίζεται ο
παιδευτικός ρόλος του, σε νοµοθετικό επίπεδο όµως αυτό δεν προσδιορίζεται µε
σαφήνεια ούτε στο ΚΝ 5351/32. Στον νόµο όµως 3028/2002 (Για την προστασία των
Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς) στο άρθρο 45 το κράτος ορίζει
σαφώς τί είναι µουσείο και ποια είναι η αποστολή του ακολουθώντας τον ορισµό του
Μουσείου από το ICOM (Κανονισµός ICOM 1974. Desvallées and Mairesse 2014, 900.
Συγκεκριµένα, στο εδάφιο 1 του προαναφερθέντος άρθρου αναφέρεται συγκεκριµένα:
«Ως µουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισµός µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, µε η

  50  
χωρίς ίδια νοµική προσωπικότητα, που αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί,
καταγράφει, τεκµηριώνει, ερευνά, ερµηνεύει και κυρίως εκθέτει και προβάλλει στο κοινό
συλλογές αρχαιολογικών, καλλιτεχνικών, εθνολογικών ή άλλων υλικών µαρτυριών του
ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, µε σκοπό τη µελέτη, την εκπαίδευση και την
ψυχαγωγία. Ως µουσεία µπορούν να θεωρηθούν επίσης υπηρεσίες ή οργανισµοί που
έχουν παρεµφερείς σκοπούς και λειτουργίες, όπως τα µουσεία ανοικτού χώρου.»
Επιπλέον στο εδάφιο 2 ορίζει προϋποθέσεις για τη ίδρυση µουσείου στις οποίες
ορίζονται και κάποια διαχειριστικά κριτήρια. Συγκεκριµένα: «Για την ίδρυση και
λειτουργία µουσείου από το Δηµόσιο εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού,
ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου, εφόσον διασφαλίζονται οι λειτουργίες και οι σκοποί
της προηγούµενης παραγράφου, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής µουσείων. Προς
τούτο απαιτείται, µεταξύ άλλων, η ύπαρξη µιας ή περισσοτέρων συλλογών και η
επάρκεια και καταλληλότητα των εγκαταστάσεων, του απασχολούµενου προσωπικού και
των άλλων µέσων για την επίτευξη των στόχων του µουσείου.» Βλέπουµε λοιπόν ότι
µετά το 2002 το καθεστώς των µουσείων είναι σαφέστερα ορισµένο νοµοθετικά και
µεταξύ άλλων ορίζεται ότι απαιτείται «επάρκεια και καταλληλότητα του
απασχολούµενου προσωπικού.» Φυσικά µε αυτό πρέπει να συµπεράνουµε ότι ο
νοµοθέτης υπονοεί και την οργανωτική δοµή και ιεραρχία. Σηµαντικό είναι ότι µε τα δύο
αυτά εδάφια του άρθρου 45 δεν είναι υποχρεωτική «η ίδια νοµική προσωπικότητα»
πράγµα που κατοχυρώνει πλήρως νοµοθετικά τόσο τα αυτοτελή µουσεία της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όσο και τα εξαρτώµενα από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων
Μουσεία. Στη µελέτη µας βασικός στόχος είναι η διερεύνηση του διοικητικού και
οργανωτικού χαρακτήρα των αυτοτελών διοικητικά µουσείων, αλλά πιστεύουµε ότι
πρέπει να γίνει και µια αναφορά στα εξαρτώµενα από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων γιατί
και από αυτά µπορούν να εξαχθούν χρήσιµα συµπεράσµατα για τη λογική µε την οποία
αντιµετωπίσθηκαν τα αυτοτελή µουσεία. Άλλωστε µετά το 2002, δύο µουσεία που
ανήκαν µέχρι εκείνη τη στιγµή σε Εφορείες Αρχαιοτήτων µετατράπηκαν σε αυτοτελή.

5.2. Τα Μουσεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων

Τα Μουσεία όπως είδαµε στη χώρα µας κατά τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει
αρκετά και πολλά από αυτά έχουν ήδη αναβαθµισθεί από άποψη κτηριακή και
εκθεσιακή. Τα περισσότερα ανήκουν ακόµη διοικητικά στις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Τη

  51  
διεύθυνση των Μουσείων αυτών είχε µέχρι την ίδρυση τµηµάτων στις Εφορείες
Αρχαιοτήτων από τον Οργανισµό του 2003, είχε ο Διευθυντής της Εφορείας προσωπικά
(ιδιαίτερα αν υπήρχε µόνον ένα µεγάλο Μουσείο ή όταν στο Μουσείο αυτό στεγαζόταν
και η έδρα της Εφορείας Αρχαιοτήτων). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες µια Εφορεία
Αρχαιοτήτων είχε στην χωρική της αρµοδιότητα περισσότερα και συνεπώς µικρότερα
Μουσεία, πέραν του Διευθυντή οριζόταν και ένας αρχαιολόγος ως υπεύθυνος του
Μουσείου. Τα Μουσεία, καθώς και οι τοπικές Συλλογές Αρχαιοτήτων αντιµετωπίζονταν
πολλές φορές ως πάρεργο από τις Εφορείες, αφού οι υποχρεώσεις (κυρίως ανασκαφικές)
και τα καθήκοντα των Αρχαιολόγων που προέκυπταν καθηµερινά ήταν πολλά και
πιεστικά, ενώ το προσωπικό, τόσο το επιστηµονικό, όσο και το διοικητικό ή τεχνικό,
ήταν και είναι συνήθως εξαιρετικά ολιγάριθµο. Η διοίκηση των Μουσείων ήταν λοιπόν
ενταγµένη στον ρυθµό των υπολοίπων εργασιών της Εφορείας Αρχαιοτήτων µε
αποτέλεσµα πολλές από τις κατ᾽εξοχήν δραστηριότητες ενός Μουσείου (π.χ.
εκπαιδευτικά προγράµµατα) να παραµελούνται.
Ως συµπέρασµα που µπορεί να εξαχθεί από τα ανωτέρω και το οποίο προκύπτει
τόσο από την προσωπική εµπειρία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όσο και από την
παντελή αναφορά, τουλάχιστον µέχρι το 2003, οποιασδήποτε νύξης στα κείµενα των
οργανισµών είναι η απουσία κάποιου συγκεκριµένου µοντέλου διοίκησης των Μουσείων
το οποίο, σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, θα έπρεπε να υπηρετούν όλοι. Τα πράγµατα
εξαρτιόντουσαν από την εκάστοτε διοίκηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων και τις λύσεις
που αυτή έδινε. Ήταν λοιπόν στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε Διευθυντή η
ανάδειξη ή µη κάποιου Μουσείου. Δεν δίνονται περαιτέρω στοιχεία γιατί κάθε
περίπτωση πλέον καθίσταται ξεχωριστή και δεν είναι δυνατόν να µορφοποιηθούν
κάποιοι κανόνες ή κυρίαρχες πρακτικές, αφού αναφερόµαστε σε άτυπες µορφές
διοικήσεως.
Μετά το 2003, όταν στις Εφορείες Αρχαιοτήτων δηµιουργήθηκαν τµήµατα, η
αρµοδιότητα των Μουσείων της κάθε Εφορείας Αρχαιοτήτων πέρασε στο εκάστοτε
Τµήµα Μουσείων, 15 για το οποίο προσδιορίσθηκαν καθορισµένες αρµοδιότητες, οι
οποίες βέβαια στηρίζονταν στον Αρχαιολογικό Νόµο, που είχε ψηφισθεί έναν χρόνο
πριν. Στον Νόµο αυτό πλέον τα Μουσεία οριζόντουσαν σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα
                                                                                                               
15 Σε κάθε Εφορεία Αρχαιοτήτων Προϊστορική-Κλασική ή Βυζαντινή ορίσθηκαν τα ακόλουθα τµήµατα:
1) Τµήµα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνηµείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας, 2) Τµήµα Μουσείων,
Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραµµάτων, 3) Τµήµα Τεκµηρίωσης, Καταγραφής και Δηµοσίευσης
Αρχαίων, 4) Τµήµα Συντήρησης, 5) Τµήµα Αρχαιολογικών Έργων και Συντήρησης Κτιριακών
εγκαταστάσεων και 6) Τµήµα Διοικητικής και Οικονοµικής Υποστήριξης.  

  52  
των Μουσειακών ερευνών και εφαρµογών. Στο άρθρο 44, εδάφιο 5,2 συγκεκριµένα
καθορίζει το «Τµήµα Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραµµάτων στην
αρµοδιότητα του οποίου υπάγονται θέµατα σχετικά µε την εκπόνηση και εφαρµογή
µουσειολογικών και µουσειογραφικών µελετών, την έκθεση των αρχαιολογικών
αντικειµένων στα Μουσεία και Συλλογές αρµοδιότητας της κάθε Εφορείας, καθώς και τη
διαχείριση και εν γένει τάξη και ευπρέπεια των εν λόγω µουσείων και την επιστηµονική
µελέτη των συναφών ζητηµάτων, τη χορήγηση άδειας µελέτης αρχαίων αντικειµένων
εντός των Μουσείων και Συλλογών, τη δίωξη της αρχαιοκαπηλείας και της παράνοµης
διακίνησης αρχαίων, την άδεια εξαγωγής µη προστατευοµένων από τη νοµοθεσία
αντικειµένων, τον σχεδιασµό, την οργάνωση και την παρουσίαση αρχαιολογικών,
περιοδικών ή µόνιµων εκθέσεων, σε συνεργασία µε την Κεντρική Υπηρεσία, τον
σχεδιασµό, την οργάνωση και την παρουσίαση αρχαιολογικών περιοδικών εκθέσεων,
προγραµµάτων, δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων σε ειδικούς χώρους, σε µουσεία,
αρχαιολογικούς χώρους και σε σχολικούς χώρους, µε σκοπό την ενίσχυση του
κοινωνικού ή παιδευτικού ρόλου των µουσείων και την ενηµέρωση του κοινού σε
θέµατα πολιτιστικής κληρονοµιάς, και την εφαρµογή των σχετικών εγκυκλίων και
οδηγιών, καθώς και τη χορήγηση αδειών ελευθέρας εισόδου στους αρχαιολογικούς
χώρους και τα Μουσεία».
Παρατηρούµε δηλαδή ότι ούτε στο άρθρο αυτό υπήρχε ρητή διατύπωση περί της
διοικήσεως των Μουσείων ούτε καθοριζόταν η οργάνωση, η ιεραρχία και τα επίπεδα
διοίκησής τους ούτε αναφερόταν ρητώς ότι ο Προϊστάµενος αυτού του Τµήµατος
µπορούσε να διευθύνει τα Μουσεία. Συνεπώς είχε δηµιουργηθεί µια ασάφεια η οποία
µετέθετε το πρόβληµα της διοίκησης σε δύο επίπεδα:
Α) Στο επίπεδο σχέσεων µεταξύ Διευθυντή της Εφορείας και Προϊσταµένου
Τµήµατος και συγκεκριµένα στο πώς θα εξελάµβανε ο Διευθυντής τις αρµοδιότητες του
Τµήµατος και ποια διοικητικά περιθώρια ήταν διατεθειµένος να παραχωρήσει στον
Προϊστάµενο του Τµήµατος. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι παρότι προβλεπόταν από
τον Αρχαιολογικό Νόµο η δηµιουργία εσωτερικού κανονισµού λειτουργίας για κάθε
Μουσείο της ελληνικής επικράτειας16 και συνεπώς και των µικρών Μουσείων, ο οποίος
θα καθόριζε τις εσωτερικές διαδικασίες και θα αντανακλούσε και µια λειτουργική

                                                                                                               
16 Ν. 3028/2002, αρθρο 45, εδάφιο 6: «Τα µουσεία διέπονται από εσωτερικό κανονισµό λειτουργίας, ο
οποίος καταρτίζεται µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού µετά από γνώµη του Συµβουλίου για τα
µουσεία που ανήκουν στο Δηµόσιο, και κοινοποιείται στην Υπηρεσία προκειµένου για τα άλλα µουσεία»

  53  
ιεραρχία, δεν έχει µέχρι σήµερα συνταχθεί στα δηµόσια τουλάχιστον Μουσεία, ούτε ένας
τέτοιος εσωτερικός κανονισµός.
Β) Στο επίπεδο σχέσεων µεταξύ του Προϊσταµένου του Τµήµατος και των
υφισταµένων του. Σε αυτήν την περίπτωση µετατέθηκε σε χαµηλότερο βαθµό της
ιεραρχίας το παλαιό πρόβληµα των σχέσεων του Εφόρου Αρχαιοτήτων (του µοναδικού
προϊσταµένου της Υπηρεσίας) και των υφισταµένων του, που υπήρχε όταν στην Εφορεία
δεν προβλέπονταν τµήµατα µε αποτέλεσµα να κυριαρχούν οι άτυπες σχέσεις. Οι
τελευταίες συνεχίζουν όµως να κυριαρχούν και παρά το γεγονός ότι η οµαδοποίηση των
εργασιών άρχισε να προβλέπεται µε την τµηµατοποίηση, που αποβλέπει στον
καταµερισµό και το συντονισµό των εργασιών αλλά και στην κατανοµή των πόρων για
την επίτευξη των στόχων (Mintzberg 1980, 324. Κoontz και O’ Donnell 1980, 23.
Χυτήρης 2006, 135. Τσουρβάκας 2012, 162), η εσωτερική δοµή και η ανάθεση
καθηκόντων δεν βασίζεται σε κάποια νόρµα. Έτσι στις περιπτώσεις Εφορειών
Αρχαιοτήτων, που έχουν στην αρµοδιότητά τους πολλά Μουσεία (π.χ. Κυκλάδες) δεν
διευκρινίζεται ρητώς αν ο Προϊστάµενος του Τµήµατος Μουσείων είναι και ο
Προϊστάµενος όλων αυτών των Μουσείων (!) ούτε διευκρινίζεται αν αυτός µπορεί να
αναθέσει καθήκοντα υπευθύνου Μουσείου σε κάποιον άλλο αρχαιολόγο του τµήµατός
του. Αποτέλεσµα είναι οι εργασίες να υλοποιούνται µε άτυπες µορφές διοίκησης και
χωρίς την απαραίτητη διάκριση των επιπέδων διοίκησης και της αλυσίδας των εντολών
(Χολέβας 1995, 164. Μπιτσάνη 2004, 99. Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 178).
Τα πράγµατα δεν έγιναν καλύτερα, αλλά σαφώς χειρότερα για τα µουσεία
γενικότερα, και ειδικότερα για τα µουσεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων µε τον τελευταίο
Οργανισµό που εφαρµόσθηκε στις 29-10-2014 (ΠΔ 104/2014, ΦΕΚ Α´ 171/28-8-2014).
Στο άρθρο 18 (εδάφιο 4) ορίζεται ότι κάθε Εφορεία Αρχαιοτήτων17 αποτελείται από 5
τµήµατα. Αυτά είναι α) το Τµήµα Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολογικών Χώρων,
Μνηµείων, Αρχαιογνωστική Έρευνας και Μουσείων, β) το Τµήµα Βυζαντινών και
Μεταβυζαντινών Αρχαιολογικών Χώρων, Μνηµείων, Αρχαιογνωστική Έρευνας και
Μουσείων, γ) το Τµήµα Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών, δ) το Τµήµα Συντήρησης,
ε) το Τµήµα Διοικητικής και Οικονοµικής Υποστήριξης, Φύλαξης και Ασφάλειας.
Γίνεται έτσι αµέσως αντιληπτό ότι από τη δοµή της Εφορείας Αρχαιοτήτων έχει
εξαληφθεί το Τµήµα Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραµµάτων που
                                                                                                               
17 Πρέπει στο σηµείο αυτό να σηµειωθεί ότι στο πλαίσιο της συρρίκνωσης των δοµών του Δηµοσίου οι
Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων συγχωνεύθηκαν µε τον πρόσφατο Οργανισµό µε τις
Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αλλά η χωρική τους αρµοδιότητα εκτείνεται πλέον σε έναν και όχι σε
περισσότερους, όπως στο παρελθόν, νοµούς.

  54  
προβλεπόταν στον προηγούµενο οργανισµό. Δεν εξαφανίσθηκαν όµως οι αρµοδιότητες
αυτού, αφού εντάχθηκαν στις αρµοδιότητες των δύο αρχαιολογικών τµηµάτων της κάθε
Εφορείας. Συγκεκριµένα, στο άρθρο 18,5,α/β προβλέπονται τα ακόλουθα: «[το τµήµα]
είναι αρµόδιο για...ηη) τη διαχείριση των µουσείων και των συλλογών αρµοδιότητος της
Εφορείας, την εκπόνηση και εφαρµογή µουσειολογικών µελετών, την έκθεση των
αρχαιολογικών αντικειµένων. Τη χορήγηση άδειας µελέτης αρχαίων αντικειµένων εντός
των µουσείων και των συλλογών, τη χορήγηση άδειας εξαγωγής µη προστατευοµένων
από τη νοµοθεσία αντικειµένων, το σχεδιασµό, την οργάνωση και την παρουσίαση
αρχαιολογικών περιοδικών ή µονίµων, εκθέσεων, σε συνεργασία µε τις αρµόδιες
Διευθύνσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας.» Αµέσως µετά προστίθεται: «[το τµήµα] είναι
αρµόδιο για...θθ) το σχεδιασµό, την οργάνωση και την παρουσίαση αρχαιολογικών
περιοδικών εκθέσεων, προγραµµάτων, δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων σε ειδικούς
χώρους, σε µουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και σε σχολικούς χώρους, καθώς και τη
χορήγηση αδειών ελευθέρας εισόδου στους αρχαιολογικούς χώρους και τα µουσεία. Τη
συµµετοχή σε διεθνή και ευρωπαϊκά προγράµµατα, τη διοργάνωση και τη συµµετοχή σε
ηµερίδες, συνέδρια, σεµινάρια και εκπαιδευτικές δράσεις για θέµατα που αφορούν στις
αρµοδιότητες του Τµήµατος.» Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι ίδιες παράγραφοι µε την ίδια
ακριβώς σειρά επαναλαµβάνονται και στα δύο αρχαιολογικά τµήµατα.
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι οι αρµοδιότητες του παλαιού τµήµατος
Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραµµάτων των Εφορειών Προϊστορικών
και Κλασικών Αρχαιοτήτων, καθώς και των Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έχουν στο
µεγαλύτερο µέρος τους µεταφερθεί στα δύο υπερτµήµατα, τα οποία µπορούν να ασκούν
τις ίδιες αρµοδιότητες. Δυστυχώς, ενώ στο προηγούµενο οργανωτικό σχήµα του 2003
προέκυπτε ένα κάποιο πρόβληµα, το οποίο είχε να κάνει όπως είδαµε µε τον µη ακριβή
προσδιορισµό του µοντέλου διοίκησης και τον µη καθορισµό των επιπέδων διοίκησης,
τώρα προκύπτει ένα µεγαλύτερο πρόβληµα. Παρότι ο Οργανισµός του 2014 κάνει ένα
βήµα προτάσσοντας ότι το τµήµα έχει «τη διαχείριση των µουσείων και των συλλογών»
είναι φανερό ότι έχει υπάρξει οπισθοχώρηση, αφού τα δύο αρχαιολογικά τµήµατα των
ενιαίων Εφορειών Αρχαιοτήτων έχουν τις ίδιες αρµοδιότητες χωρίς περαιτέρω εσωτερική
οργάνωση και προσοµοιάζουν µε τις παλαιές Εφορείες Αρχαιοτήτων, όπως οριζόντουσαν
στο ΠΔ 941/77. Είναι φανερό πως αν στο µέλλον υπάρξει ένα διαχρονικό µουσείο (όπως

  55  
είναι πιθανό από τη σύγχρονη τάση),18 τότε θα υπάρξει επικάλυψη αρµοδιοτήτων, η
οποία αντιτίθεται στην εξειδίκευση των εργασιών που πρέπει να διακρίνει ένα
οργανόγραµµα (Φλώρος 1993, 176. Χολέβας 1995, 164. Byrnes 2003, 119-121.
Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 165. Τσουρβάκας 2012, 167) και κανείς δεν θα µπορεί
να δώσει λύση στο διαχειριστικό πρόβληµα του Μουσείου, παρά µόνον ο Προϊστάµενος
της Εφορείας, αναλαµβάνοντας τελικά ουσιαστικά και την διοίκηση της µονάδας αυτής.
Έτσι τα βασικά αδύναµα σηµεία του οργανωτικού σχήµατος είναι τα ακόλουθα:
1. Η σύγχυση αρµοδιοτήτων που υπάρχει ανάµεσα στα δύο τµήµατα και στο
γεγονός ότι παραπέµπει σε ένα παλαιότερο µοντέλο λειτουργίας µουσείων, το
οποίο εκ των πραγµάτων έχει ξεπερασθεί αφού ως επί το πλείστον δεν θα
ιδρύονται πλέον σαφώς χρονολογικά οριοθετηµένα µουσεία. Στα µουσεία αυτά τα
επίπεδα της διοίκησης ήταν µόνον δύο (προϊστάµενος και υφιστάµενοι),
2. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον κάποιος, έστω και κατ’ όνοµα υπεύθυνος για τα
µουσεία. Ο µόνος υπεύθυνος είναι τελικά στην καλύτερη των περιπτώσεων ο
Προϊστάµενος του Τµήµατος ενός εκ των δύο Αρχαιολογικών Τµηµάτων, ο
οποίος πιθανόν µπορεί ατύπως να ορίσει υπεύθυνο του Μουσείου ή της Συλλογής
κάποιον από τους υφισταµένους του. Αυτή ίσως είναι η καλύτερη περίπτωση
γιατί διαφορετικά µπορεί τα Μουσεία να τα αναλάβει και ο προϊστάµενος της
Εφορείας.
3. Οι σχετικές αρµοδιότητες καταλαµβάνουν στο ΠΔ 104/2014 δύο πεδία στα
εδάφια, που αφορούν στις αρµοδιότητες του κάθε τµήµατος και χάνονται
ανάµεσα σε άλλα δέκα. Συνεπώς υποβαθµίζεται η θέση της µουσειακής εργασίας,
η οποία στην καθηµερινή πραγµατικότητα µιας Εφορείας µε το διαρκές
ανασκαφικό και ελεγκτικό έργο είναι µοιραίο να υποβιβάζεται σε δευτερεύον
καθήκον.
4. Η πρόταξη της διατύπωσης διαχείριση των Μουσείων και των Συλλογών από το
Τµήµα, που από µόνη της είναι ένα βήµα προόδου ακόµη και σε σχέση µε τον
καλύτερο οργανισµό του 2003, δεν επιλύει κάνενα πρόβληµα διότι το γενικότερο
πλαίσιο λειτουργίας των Μουσείων είναι ασφυκτικό και συνεπώς ακόµη και µία
θετική ρύθµιση ακυρώνεται στην πράξη.
Συµπερασµατικά λοιπόν βλέπουµε ότι τα Μουσεία που εξαρτώνται από τις Εφορείες
στην παρούσα φάση έχουν καταλήξει σχεδόν στο ίδιο καθεστώς µε εκείνο το οποίο είχαν
                                                                                                               
18 Ορθώς, διότι όταν ιδρύεται ένα Μουσείο πρέπει να παρουσιάζει την διαχρονική εικόνα ενός τόπου ή ενός
µνηµείου.  

  56  
το 1977 όταν η διοίκησή τους εξαρτιόταν αποκλειστικά και µόνον από τις διοικητικές
ικανότητες και τα ενδιαφέροντα του Διευθυντή της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς,
επικρατούν ακόµα και σήµερα άτυπες µορφές διοίκησης και δεν µπορούµε να
διακρίνουµε κάποιο συγκεκριµένο µοντέλο διοίκησης στον τελευταίο Οργανισµό, παρά
µόνον εκείνο της κάθετης ιεραρχικής συγκρότησης (ενταγµένης στο πλαίσιο µιας
Εφορείας Αρχαιοτήτων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι Αρχαιολόγοι που καταλαµβάνουν θέσεις
στα αυτοτελή µουσεία συνήθως έχουν υπηρετήσει κάποια χρόνια στις Εφορείες
Αρχαιοτήτων της επαρχίας και έχουν εκπαιδευθεί σε αυτές τις συνθήκες.

5.3. Αυτοτελή Μουσεία

5.3.1. Εισαγωγή

Τα αυτοτελή Μουσεία θα τα παρακολουθήσουµε µέσα από τους Οργανισµούς


του Υπουργείου Πολιτισµού. Επειδή δεν αποτελούσαν ποτέ αυτόνοµους οργανισµούς,
όπως είναι τα ΝΠΔΔ, που αν και κρατικοί φορείς, είναι αυτοδιοίκητοι οργανισµοί µη
εντασσόµενοι σε ευρύτερη διοικητική ιεραρχία, τα αυτοτελή µουσεία είναι κρατικές
οργανικές µονάδες ενταγµένες στην ιεραρχία του Υπουργείου Πολιτισµού,
Βασικός Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού ήταν εκείνος του 1977
(941/77), που ήταν σε ισχύ 26 χρόνια και συγκεφαλαίωνε τις µέχρι τότε διάσπαρτες
ρυθµίσεις. Για πρώτη φορά στο οργανόγραµµα αυτό τα Μουσεία ορίζονται ως: Ειδικαί
Περιφεριακαί Υπηρεσίαι. Τα αυτοτελή µουσεία ήταν τέσσερα και όλα στην Αθήνα: α) το
Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, β) το Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον, γ) το
Επιγραφικόν Μουσείον και δ) το Νοµισµατικόν Μουσείον. Η οργάνωσή τους ήταν
υποτυπώδης και οι πληροφορίες που λαµβάνουµε είναι σχετικά λίγες.
Ο επόµενος µεγάλος σταθµός είναι το 2003 όπου µε το ΠΔ 191/2003 ορίζει πάλι
τα αυτόνοµα µουσεία ως: Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης
Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς. Αυτά ήταν 8 Μουσεία: α) Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο, β) Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, γ) Νοµισµατικό
Μουσείο, δ) Επιγραφικό Μουσείο, ε) Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στ)
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού (Θεσσαλονίκη), ζ) Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου,
η) Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Βλέπουµε ότι πλέον έχουν προστεθεί και άλλα Μουσεία,
αυτή τη φορά εκτός Αθηνών. Έτσι εντάσσονται µέσω του Οργανισµού και επισήµως
στον κορµό του Υπουργείου Πολιτισµού Μουσεία εκτός Αθηνών όπως είναι το
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού και αυτό στη

  57  
Θεσσαλονίκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, και το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης.
Το µεν Μουσείο Ασιατικής Τέχνης προϋπήρχε και όπως θα δούµε είναι σαφώς
οριοθετηµένο ως προς το αντικείµενό του. Ο µόνος λόγος που εντάσσεται στο
οργανόγραµµα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι ότι περιλαµβάνει αρχαιότητες
βέβαια, που όµως προέρχονται από Συλλέκτη που τις δώρισε στο κράτος αν και αυτές
αναφέρονται σε πολιτισµούς εντελώς διαφορετικούς από τον δικό µας. Τα άλλα τρία
Μουσεία έχουν βέβαια ένα ζήτηµα προσδιορισµού, ιδιαίτερα το Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης, και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αφού δεν περιλαµβάνουν
συλλογές που προέρχονται από ευρύτερα γεωγραφικά σύνολα, αλλά από την ίδια την
περιοχή τους. Το Μουσείο Θεσσαλονίκης περιλαµβάνει αντικείµενα από την
Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της και όχι από όλη τη Μακεδονία, ενώ το
Μουσείο Ηρακλείου από τον νοµό Ηρακλείου και όχι από όλη την Κρήτη. Άρα δεν
υπάρχει κάποια λογική για την αυτονόµησή τους, παρά µόνον η µεγάλη προσέλευση
κοινού που έχουν τα συγκεκριµένα µουσεία. Τότε όµως µε αυτή τη λογική θα έπρεπε να
έχουν αυτονοµηθεί και άλλα Μουσεία από Εφορείες Αρχαιοτήτων, όπως για παράδειγµα
το Μουσείο της Αρχαίας Ολυµπίας, το οποίο έχει και ακόµα µεγαλύτερη προσέλευση
κοινού, ίσως τη µεγαλύτερη µετά την Ακρόπολη των Αθηνών και το Μουσείο της στην
ηπειρωτική Ελλάδα. Συνεπώς υπάρχει ένα πρόβληµα προσδιορισµού της διαδικασίας
αυτονόµησης των Μουσείων, όπως προκύπτει τουλάχιστον µετά τη δεκαετία του 1990,
το οποίο θα συζητηθεί στα συµπεράσµατα του κεφαλαίου.
Δυστυχώς, ο Οργανισµός αυτός έµεινε εν ισχύ για 11 περίπου χρόνια µέχρι να
αλλάξει όχι για λόγους που έχουν να κάνουν µε κάποιο νέο οργανωτικό µοντέλο ή
εκτιµήσεις για τη λειτουργία της υπηρεσίας, αλλά εξαιτίας των περικοπών που έπρεπε να
γίνουν λόγω οικονοµικής κρίσης. Το κακό είναι ότι, όπως προκύπτει εκ των πραχθέντων,
δυστυχώς δεν πραγµατοποιήθηκε καµία αξιολόγηση της λειτουργίας του προηγουµένου
Οργανισµού, παρότι ήταν σε ισχύ για ικανό χρονικό διάστηµα. Συνεπώς δεν
πραγµατοποιήθηκε καµία αξιολόγηση για τη λειτουργία των Μουσείων. Στο νέο
οργανόγραµµα εµφανίζονται, µε τον τίτλο πλέον Δηµόσια Μουσεία τα εξής Μουσεία: α)
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, β) Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, γ) Βυζαντινό
και Χριστιανικό Μουσείο, δ) Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού, ε) Επιγραφικό –
Νοµισµατικό Μουσείο, στ) Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ζ) Μουσείο Ασιατικής
Τέχνης, η) Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Ελληνικών Μουσικών Οργάνων-
Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη.
Στον οργανισµό αυτόν λοιπόν παρατηρούµε δύο αλλαγές: α) την πρόσθεση στα

  58  
δηµόσια Μουσεία της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς
του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Ελληνικών Μουσικών Οργάνων-Συλλογή
Φοίβου Ανωγειανάκη (Μουσείο που προέρχεται από την συγχώνευση του από το 1918
προϋπάρχοντος Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και του Μουσείου Ελληνικών
Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη). Η ενσωµάτωση αυτή ήταν αναπόφευκτη
καθώς στην ίδια διεύθυνση έχει ενταχθεί το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης που δεν
αναφέρεται σε ελληνικές αρχαιότητες και β) τη συνένωση του Επιγραφικού µε το
Νοµισµατικό Μουσείο. Η συνένωση αυτή δεν αιτιολογήθηκε πλήρως ποτέ, ούτε
άλλωστε εκτέθηκε ποτέ το σκεπτικό του σχεδιασµού του νέου Οργανισµού και συνεπώς
ποια ήταν τα κριτήρια των συνενώσεων ή των συµπτύξεων στις οργανικές µονάδες.
Μια βασική παρατήρηση είναι ότι η απαρίθµηση των Μουσείων του άρθρου
άρθρο 21 τιτλοφορείται ως Δηµόσια Μουσεία. Στον προηγούµενο Οργανισµό (ΠΔ
191/2003) τα Μουσεία εντάσσονταν στην κατηγορία Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες,
µαζί µε άλλες µονάδες, που δεν είχαν ορισµένη σε συγκεκριµένη περιοχή χωρική
αρµοδιότητα, όπως ήταν τα Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, οι Εφορείες Εναλίων και
Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας και η Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών
Συλλογών. Η διαφοροποίηση αυτή εκτιµούµε ότι δεν είναι µια απλή λεκτική
διαφοροποίηση. Το πέρασµα από Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία, άρα κρατική
Υπηρεσία, σε Δηµόσιο Μουσείο υποδηλώνει τη διαφοροποίηση της αντίληψης σε σχέση
µε το διοικητικό καθεστώς των Μουσείων. Άλλωστε δηµόσιο δεν είναι µόνον το κράτος.

5.3.2. Εσωτερική δοµή των Μουσείων

Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουµε την εσωτερική δοµή των Μουσείων όπως
φαίνεται από τους οργανισµούς του 1977, 2003 και 2014. Η εξέταση θα γίνει ανά µονάδα
και διαχρονικά.

5.3.2.1. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ)

Στο ΠΔ 941/1977 στο άρθρο 40, χωρίον 1 ορίζονται για το ΕΑΜ τα ακόλουθα:
«Το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, µε έδραν τας Αθήνας, απαρτίζουν αι κάτωθι
οργανικαί µονάδες:
α) Η Συλλογή Γλυπτών
β) Η Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας

  59  
γ) Η Συλλογή Χαλκών
δ) Η Προϊστορική Συλλογή
ε) Το Τµήµα Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων
στ) Το Εργαστήριον Συντηρήσεως και αποκαταστάσεως Μουσειακών Έργων
Στο επόµενο χωρίο (2) αναφέρονται λακωνικά θα λέγαµε και στο πνεύµα των
οργανισµών της εποχής οι οποίοι είναι περιληπτικοί οι αρµοδιότητες του Μουσείου:
«Η αρµοδιότης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ανάγεται εις θέµατα έχοντα
σχέσιν µε την φύλαξιν, προστασίαν, διάσωσιν, συντήρησιν, έκθεσιν, ανάδειξιν και
προβολήν των αρχαιοτήτων, περί ων η παρ. 1, ως και την έρευναν δια την βελτίωσιν των
µεθόδων συντηρήσεως τούτων.»
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η διοίκηση κατ᾽ ουσίαν εξαρτάται από τα
επιστηµονικά αντικείµενα. Διευθυντής του Μουσείου µπορεί να ορισθεί Αρχαιολόγος και
οι Προϊστάµενοι των Συλλογών οι οποίοι τότε είχαν τον βαθµό του Εφόρου
Αρχαιοτήτων19, είχαν πρακτικά το καθεστώς διευθυντή µιας Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Άλλωστε στην εισαγωγή περιγραφής των Συλλογών αναφέρεται ότι: «το ΕΑΜ το
απαρτίζουν αι κάτωθι οργανικαί µονάδες». Δεν τις ορίζει λοιπόν ως τµήµατα, αλλά ως
Συλλογές (πλην της Συλλογής Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων, που ορίζεται
ως τµήµα). Η οργάνωση αυτή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου µε σχετικά
ολιγοπρόσωπο προσωπικό διήρκεσε για 26 χρόνια.
Στον Οργανισµό του 2003 το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο συγκροτείται πλέον από 9
Τµήµατα.
Παρατηρούµε ότι πάλι τα Τµήµατά του ΕΑΜ έχουν κατά κύριο λόγο ως βάση το
επιστηµονικό αντικείµενο των συλλογών. Αυτές µειώνονται τελικά από 5 σε 4 αφού η
Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων συγχωνεύεται µε εκείνη των
Προϊστορικών. Συνολικά όµως τα τµήµατα του Μουσείου ανέρχονται πλέον σε 9 από 6
που ήταν στον προηγούµενο οργανισµό. Δηµιουργείται ένα ακόµη αρχαιολογικό τµήµα
το Τµήµα Δηµοσίων Σχέσεων, Τεκµηρίωσης και Δηµοσιευµάτων, το οποίο αναλαµβάνει
όπως προκύπτει από τις αρµοδιότητές του όλες τις εξωστρεφείς δράσεις του Μουσείου
καθώς και το έργο των περιοδικών εκθέσεων και των εκπαιδευτικών προγραµµάτων. Το
Τµήµα Συντήρησης, κατά κάποιον τρόπο επεκτείνεται και δηµιουργείται και ένα

                                                                                                               
19 Στο άρθρο 54 οριζόταν πως οι οργανικές θέσεις των αρχαιολόγων του Υπουργείου Πολιτισµού
οριζόντουσαν ως 203. Εξ αυτών 3 είχαν το βαθµό του Γενικού Εφόρου, 68 το βαθµό του Εφόρου Α´, Β´
και Γ´ τάξεως και 132 Επιµελητές Αρχαιοτήτων Α´, Β´ και Γ´ τάξεως. Ο ένας δε εκ των Γενικών Εφόρων
ήταν ο Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.  

  60  
ερευνητικό παράρτηµα το Τµήµα Χηµικών και Φυσικών Ερευνών. Τέλος
δηµιουργούνται και δύο τµήµατα µε προσωπικό που υπήρχε ήδη στο Μουσείο, αλλά δεν
ήταν θεσµικά κατοχυρωµένο, το Τµήµα Τεχνικής Υποστήριξης και το Τµήµα
Διοικητικής και Οικονοµικής Υποστήριξης. Έτσι το µεγαλύτερο Μουσείο και
παράλληλα ο µεγαλύτερος µέχρι εκείνη τη στιγµή πολιτιστικός οργανισµός απέκτησε
δοµή, η οποία µπορούσε να υπηρετήσει τους στόχους ενός µεγάλου µουσείου. Αν και η
βάση της κύριας τµηµατοποίησης του Μουσείου παρέµεινε το επιστηµονικό αντικείµενο
των Συλλογών, για πρώτη φορά δηµιουργήθηκε ένα τµήµα για τις εξωστρεφείς
δραστηριότητες που πρέπει να έχει ένα µουσείο και οι οποίες αφορούν σε όλα τα
αρχαιολογικά τµήµατα.

Μετά από 11 χρόνια, µε τον Οργανισµό του 2014 η εσωτερική δοµή του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου περιορίσθηκε σε 5 τµήµατα (βλ. Πίνακα 2)20.
Η παρατήρηση που µπορεί να γίνει είναι ότι ο τελευταίος οργανισµός περιορίζει
τα τµήµατα στα Μουσεία (αλλά και γενικότερα), άρα και τις θέσεις ευθύνης, χωρίς να
υπάρχει κάποια συγκεκριµένη λογική, πάρεξ εκείνης της µείωσης του «όγκου» των
υπηρεσιών λόγω δηµοσιονοµικών προβληµάτων. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχει
πλέον 5 τµήµατα, ίσως επειδή πρόκειται για το µεγαλύτερο και αρχαιότερο Μουσείο της
χώρας, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα Μουσεία οι εργασίες τους οµαδοποιούνται υποχρεωτικά
σε 4 τµήµατα, µε ό,τι επιπτώσεις έχει αυτό το «ενιαίο» οργανωτικό µοντέλο για
ζωντανούς οργανισµούς, όπως είναι τα Αρχαιολογικά Μουσεία.

5.3.2.2. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Στον Οργανισµό του 1977 στο άρθρο 41 που επιγράφεται Διάρθρωσις-


Αρµοδιότητες του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αναφέρεται:
«1. Το Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον, µε έδραν τας Αθήνας απαρτίζουν αι
κάτωθι οργανικαί µονάδες:
α) Η Συλλογή Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων
β) Το Εργαστήριον Συντήρήσεως και Αποκαταστάσεως Ζωγραφιών και Ψηφιδωτών
                                                                                                               
20 Στα µουσεία που ακολουθούν δεν θα γίνει αναφορά στις αρµοδιότητες των συµπτυγµένων τµηµάτων,
γιατί όπως και στα τµήµατα του ΕΑΜ καταγράφονται οι παλαιότερες αρµοδιότητες µαζί, µερικές φορές
περιληπτικά. Βέβαια σε όλα αυτά πρέπει να σηµειωθεί και η εξαφάνιση από τα Μουσεία των Τµηµάτων
προβολής, ένα ζήτηµα για το οποίο θα γίνει συζήτηση κατωτέρω στα τελικά συµπεράσµατα αυτού του
κεφαλαίου.

  61  
2. Η αρµοδιότης του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου ανάγεται εις τα θέµατα τα
έχοντα σχέσιν µε την φύλαξιν, προστασίαν, διάσωσιν, συντήρησιν, έκθεσιν, ανάδειξιν
και προβολήν των αρχαιοτήτων, περί ων η παρ. 1, ως και την έρευναν δια την βελτίωσιν
των µεθόδων συντηρήσεως τούτων»
Ο οργανισµός αυτός προδίδει στο Μουσείο µια πολύ βασική οργάνωση,
παρέχοντας κατ᾽ ουσίαν υπόσταση στο Εργαστήριο Συντηρήσεως το οποίο ήταν γνωστό
σε Πανελλήνιο επίπεδο και παρείχε µάλιστα εκπαίδευση για την Συντήρηση ψηφιδωτών.
Διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να αναφερθούν στο συγκεκριµένο άρθρο περισσότερα
από ότι στα αντίστοιχα του Επιγραφικού και Νοµισµατικού Μουσείου.
Στον Οργανισµό του 2003 στο άρθρο 52 το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
συγκροτείται από 8 Τµήµατα όπως αναφέρονται στον Πίνακα 3.
Σύµφωνα µε τον οργανισµό αυτό, το Μουσείο απέκτησε παρεµφερή οργάνωση µε
εκείνη του ΕΑΜ, δηλαδή 3 Τµήµατα µε βάση το επιστηµονικό αντικείµενο συλλογών. Η
ιδιαιτερότητά του σε σχέση µε ΕΑΜ είναι ότι επειδή έχει πολλές Συλλογές µε
διαφορετικά αντικείµενα, τα τµήµατά του συναπαρτίζονται από «συναφείς» συλλογές.
Ιδρύθηκε και εδώ τµήµα για τις εξωστρεφείς δραστηριότητες του οργανισµού και τα δύο
τµήµατα υποστήριξης, όπως ακριβώς στο ΕΑΜ. Έτσι το Βυζαντινό Μουσείο απέκτησε
πλέον οργάνωση που επέτρεπε την πλήρη του ανάπτυξη και εκπλήρωση των στόχων του.
Η διαφορά µάλιστα µε την προτέρα κατάσταση, στην οποία υπήρχε ένας υποτυπώδης
διαχωρισµός αρµοδιοτήτων ήταν τεράστια και ο οργανισµός καταδεικνύει µε τον
εναργέστερο τρόπο την διαδροµή που είχε διανυθεί στα 26 αυτά χρόνια και τις
επενδύσεις που είχαν γίνει µέσω κρατικών δαπανών και ευρωπαϊκών προγραµµάτων για
το Μουσείο αυτό. Πράγµατι στα 11 χρόνια εφαρµογής του ΠΔ 191 /2003 το Βυζαντινό
Μουσείο γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη, πραγµατοποιώντας πολυάριθµες περιοδικές
εκθέσεις και άλλες παρεµφερείς εξωστρεφείς δραστηριότητες.
Δυστυχώς και εδώ ο οργανισµός του 2014 (ΠΔ 104/2014) ήρθε για να
συρικνώσει τη δοµή του Μουσείου. Στο άρθρο 23, εδάφιο 2 η δοµή καθορίζεται σε 4
τµήµατα όπως αναφέρονται στον Πίνακα 4.
Πρακτικά συµπτύσσονται τα παλαιά τµήµατα β) και γ) του Οργανισµού του 2003
σε ένα τµήµα και εξαλείφεται το Τµήµα Δηµοσίων Σχέσεων, Τεκµηρίωσης και
Δηµοσιευµάτων, που έφερε την ευθύνη για όλη την εξωστρεφή δραστηριότητα του
Μουσείου. Επιπλέον, όπως και σε όλα τα άλλα Μουσεία, τα τµήµατα Διοικητικής και
Τεχνικής Υποστήριξης συµπτύχθηκαν σε ένα. Δεν εκτιµούµε ότι και σε αυτό το Μουσείο
υπήρξε µια συγκεκριµένη λογική για τις συµπτύξεις και κυρίως των επιστηµονικών

  62  
τµηµάτων των Συλλογών, ούτε πολύ περισσότερο κάποιο σαφές επιστηµονικό κριτήριο.
Απλά µια λύση για περιορισµό των δοµών.

5.3.2.3. Νοµισµατικό Μουσείο

Στο άρθρο 43 του ΠΔ 941/1977 που αναφέρεται στο Νοµισµατικό Μουσείο


περιγράφονται µόνον οι αρµοδιότητές του χωρίς κάποια ιδιαίτερη εσωτερική οργάνωση:
«Το Νοµισµατικόν Μουσείον έχει έδραν τας Αθήνας. Η αρµοδιότης τούτου ανάγεται εις
τα θέµατα τα έχοντα σχέσιν µε την φύλαξιν, προστασίαν, διάσωσιν, συντήρησιν, έκθεσιν,
ανάδειξιν και προβολήν των αρχαίων νοµισµάτων.»
Η µη παροχή περαιτέρω πληροφοριών για την οργάνωσή του οφείλεται µάλλον
στο µέγεθός του και το λιγοστό επιστηµονικό προσωπικό που υπηρετούσε την εποχή
εκείνη σε αυτό πέραν του προσωπικού συντήρησης και του διοικητικού και φυλακτικού
προσωπικού. Φαίνεται ότι κατά τους συντάξαντες τότε τον Οργανισµό δεν εθεωρείτο ότι
έπρεπε να δοθεί µεγαλύτερο βάρος στην εσωτερική δοµή του Μουσείου σε Τµήµατα και
Συλλογές, όπως άλλωστε είχε συµβεί και στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, στις οποίες
αναφέρονταν µόνον η περιοχή ευθύνης τους και σε ένα επόµενο άρθρο, οι αρµοδιότητές
τους.
Διαφορετική είναι η κατάσταση στον οργανισµό του 2003, όταν στο Νοµισµατικό
Μουσείο συγκροτήθηκαν 7 Τµήµατα όπως περιγράφονται αναλυτικά στον Πίνακα 5.
Είναι φανερό λοιπόν ότι κατά την εποχή του οργανισµού αυτού οι συνθήκες είχαν
µεταβληθεί. Το Νοµισµατικό Μουσείο ήταν στη φάση της µετεγκατάστασής του στο
Ιλίου Μέλαθρον (παλαιά οικία Σλήµαν) όπου µπορούσε να αναπτύξει τις Συλλογές του
και τις δραστηριότητές του. Η διοίκησή του οργανώθηκε και πάλι µε βάση το
επιστηµονικό αντικείµενο των Συλλογών του και συγκεκριµένα κατά χρονολογικές
περιόδους. Προϊστάµενοι των τεσσάρων Τµηµάτων ορίσθηκαν αρχαιολόγοι ή ιστορικοί
και µαζί µε τον Διευθυντή του Μουσείου που είναι και αυτός αρχαιολόγος αποτέλεσαν
την διοικητική πυραµίδα του Μουσείου. Τα επτά Τµήµατα του Μουσείου έδιναν πλέον
την δυνατότητα ανάπτυξης και επέκτασής του.

5.3.2.4. Επιγραφικό Μουσείο


Στο άρθρο 42 του ΠΔ 941/1977 για το Επιγραφικό Μουσείο όπως και για το
Νοµισµατικό αναφέρονται τα ακόλουθα:

  63  
«Το Επιγραφικόν Μουσείον έχει έδραν τας Αθήνας. Η αρµοδιότης τούτου ανάγεται εις
τα θέµατα τα έχοντα σχέσιν µε την φύλαξιν, προστασίαν, διάσωσιν, συντήρησιν, έκθεσιν,
ανάδειξιν και προβολήν των επιγραφικων συλλογών.»
Παρατηρούµε ότι οι διατύπωση του άρθρου είναι πανοµοιότυπη µε αυτή του
άρθρου του Νοµισµατικού Μουσείου. Και για αυτό το Μουσείο ισχύουν τα ίδια που
αναφέρθηκαν και στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο του Νοµισµατικού Μουσείου. Πρέπει
βεβαίως να αναφερθεί ότι και τα δύο αυτά Μουσεία αποτελούν ειδικά µονοθεµατικά
Μουσεία, τα οποία από µόνα τους χρήζουν ειδικής διαχείρισης.
Η κατάσταση άλλαξε και για το Επιγραφικό Μουσείο όταν το 2003 συγκροτήθηκαν 6
Τµήµατα τα οποία αναφέρονται στον Πίνακα 6.
Η διαφοροποίηση που υπήρξε ήταν ότι δεν καθορίζονταν µόνον τµήµατα που
αναφέρονταν στις Επιστηµονικές Συλλογές του, για τις οποίες ορίσθηκε ένα τµήµα το
Τµήµα Μουσειακών Συλλογών, και στην εξωστρεφή δραστηριότητα, αλλά και ένα
τµήµα το οποίο έχει καθαρά ερευνητική κατεύθυνση, το Τµήµα Έρευνας Επιγραφών και
Τεκµηρίωσης. Στις αρµοδιότητές του µάλιστα αναφερόταν πρώτη η επιστηµονική έρευνα,
πριν ακόµη αναφερθούν οι αρµοδιότητες του τµήµατος σχετικά µε τις συλλογές του
Μουσείου. Αυτό βέβαια πρέπει να συνδυαστεί µε τις γενικές αρµοδιότητες του Μουσείου
που αναφέρονται στο χωρίο 1 του άρθρου 54, όπου µέσα στα άλλα αναφέρεται: «Στο
Επιγραφικό Μουσείο λειτουργεί Κέντρο Επιγραφικών Μελετών, που έχει ως αποστολή
και σκοπό την καλλιέργεια και ενθάρρυνση των επιγραφικών µελετών στην Ελλάδα.» Το
Κέντρο αυτό δεν έλαβε συγκεκριµένη οργανωτική µορφή (π.χ. σε επίπεδο τµήµατος),
αλλά καλυπτόταν εν µέρει από το Τµήµα Έρευνας Επιγραφών και Τεκµηρίωσης.
Βλέπουµε δηλαδή την γενικότερη κατεύθυνση που υπήρχε για το Μουσείο αυτό, που
εκτός από αυτήν των εκθέσεων, της προβολής κλπ των αντικειµένων, αυξηµένο βάρος
είχε η έρευνα.

5.3.2.5. Επιγραφικό και Νοµισµατικό Μουσείο

Στον Οργανισµό του 2014 συνενώθηκαν τα δύο µονοθεµατικά Μουσεία. Σύµφωνα µε


το άρθρο 24, εδαφιο 2, ορίσθηκαν 4 Τµήµατα, όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα 7.
Αξιοσηµείωτο είναι ότι το Τµήµα που αντιστοιχεί στο παλαιό αυτόνοµο
Επιγραφικό Μουσείο φέρει τον τίτλο του ενός από τα Τµήµατα του Οργανισµού του
2003 και όχι όπως θα ήταν λογικό Τµήµα Επιγραφών. Και αυτό το σχήµα ακολουθεί τη
οργάνωση σε 4 τµήµατα, ενώ παραλείπεται το Τµήµα εκείνο που ασχολείται µε την

  64  
εξωστρεφή δραστηριότητα του Μουσείου. Τα δύο κτήρια από µόνα τους δεν αποτελούν
εµπόδιο για τη λειτουργία ενός Μουσείου, καθώς υπάρχουν παραδείγµατα στην Ελλάδα
και το Εξωτερικό όπου Μουσεία στεγάζονται σε περισσότερα του ενός κτήρια και
λειτουργούν άψογα. Όµως αυτό σηµαίνει τουλάχιστον µεγαλύτερη ενίσχυση τόσο σε
οικονοµικό, όσο και σε οργανωτικό επίπεδο. Σίγουρο πάντως είναι ότι το οργανόγραµµα
του νέου Μουσείου δείχνει ότι δεν έχει ενισχυθεί οργανωσιακά, αντιθέτως φαίνεται ότι η
σύµπτυξη των δύο οργανισµών σε ένα αποτελεί «καλύτερο» παράδειγµα εξοικονόµησης
δοµών.

5.3.2.6. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Όπως προαναφέρθηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο το Μουσείο αυτονοµήθηκε από την


τότε ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το 2001. Στο ΠΔ
401/2001 καταγράφονται τα τµήµατα µε τις αρµοδιότητές τους. Το ΠΔ αυτό ίσχυσε για
πολύ λίγο γιατί το 2003 ο Οργανισµός καταγράφει πλέον νέα εσωτερική οργάνωση του
Μουσείου, όπως διαφαίνεται από τα 8 Τµήµατα του Μουσείου που παρατίθενται στον
Πίνακα 8.
Παρατηρούµε ότι το Μουσείο απέκτησε παρεµφερή εσωτερική οργάνωση µε
εκείνη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το Μουσείο αυτό άλλωστε είχε
χαρακτηρισθεί από τον Μανώλη Ανδρόνικο ως: το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της
βόρειας Ελλάδας δεδοµένου ότι υπήρξε το πρώτο µουσείο στο βορειοελλαδικό χώρο και
συγκεντρώνονταν σε αυτό για πολλά χρόνια τα αρχαιολογικά ευρήµατα όλης της
Μακεδονίας και της Θράκης (Ανδρόνικος 1974, 267). Η λειτουργία του οργανώθηκε µε
το µοντέλο των υπολοίπων µουσείων, δηλαδή Τµήµατα-Συλλογές ανάλογα µε το
επιστηµονικό αντικείµενο, στην πυραµίδα της ιεραρχίας. Άλλωστε, όπως και στα άλλα
Μουσεία, από τις 9 θέσεις ευθύνης του Μουσείου (8 Προϊστάµενοι Τµηµάτων και 1
Διευθυντής) οι 5 καταλαµβάνονταν από Αρχαιολόγους.
Σύµφωνα µε το άρθρο 25, χωρίο 2 του Οργανισµού του 2014, το Μουσείο
διαρθρώθηκε από 4 Τµήµατα όπως αναφέρονται στον Πίνακα 9.
Σε αυτήν την οργανωτική µορφή συµπτύχθηκαν τα τµήµατα β) και γ) του
οργανισµού του 2003 σε ένα, καταργήθηκαν τα τµήµατα Μουσειογραφικών Μελετών και
Καλλιτεχνικού Σχεδιασµού Εκθέσεων καθώς και Δηµοσίων Σχέσεων, Τεκµηρίωσης και
Δηµοσιευµάτων και συγχωνεύθηκαν τα δύο Τµήµατα υποστήριξης. Φαίνεται λοιπόν και
σε αυτήν την περίπτωση ότι έγινε συγχώνευση λόγω περικοπών µε σκοπό να

  65  
περιορισθούν τα τµήµατα του Μουσείου σε 4. Και σε αυτήν την περίπτωση όµως
καταδεικνύεται ότι οι συγχωνεύσεις ή οι καταργήσεις τµηµάτων δεν βοηθούν την
καλύτερη λειτουργία του Μουσείου αλλά αφήνουν στις περισσότερες των περιπτώσεων
τµήµα του έργου του Μουσείου µετέωρο ή ενισχύουν τις άτυπες µορφές οργάνωσης21.

5.3.2.7. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού (Θεσσαλονίκης)

Το Μουσείο λειτούργησε για πρώτη φορά ως αυτόνοµη µονάδα το 1999. Ο πρώτος


του οργανισµός που αποτυπώθηκε στην Υπουργική Απόφαση της ίδιας χρονιάς
αντικαταστάθηκε το 2003 οπότε συγκροτήθηκαν οριστικά οι εσωτερικές υπηρεσιακές
µονάδες του Μουσείου.
Στον Οργανισµό του 2003 λοιπόν το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού σύµφωνα µε
το άρθρο 52 ορίσθηκε ότι συγκροτείται από 8 τµήµατα (βλ. Πίνακα 10).
Με τον Οργανισµό του 2014 το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού οργανώθηκε σε
4 Τµήµατα, όπως φαίνεται αναλυτικά στον Πίνακα 11.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισµού είναι ότι και το
2003 και το 2014 ακολουθεί, εκτός ελαχίστων λεπτοµερειών, την οργάνωση του
Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας. Οπότε ότι σχόλια έχουν γίνει στην
αντίστοιχη υποενότητα 5.3.2.2 ισχύουν και εδώ.

5.3.2.8. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης όπως είδαµε αυτονοµήθηκε µε τις


ίδιες ακριβώς διατάξεις όπως και το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η διαφορά
έγκειται βέβαια σε αυτήν την περίπτωση ότι το Μουσείο άλλαξε στο νέο Οργανισµό
επωνυµία και από Μουσείο Μινωϊκού Πολιτισµού έγινε εκ νέου Αρχαιολογικό Μουσείο
Ηρακλείου. Στον Οργανισµό λοιπόν του 2003 (Άρθρο 57) το Αρχαιολογικό Μουσείο
Ηρακλείου οργανώθηκε σε 7 Τµήµατα (βλ. Πίνακα 12).
Η οργάνωση και αυτού του Μουσείου έγινε µε βάση τις επιστηµονικές συλλογές
του, οι οποίες όµως δεν χωρίσθηκαν µε βάση το υλικό, αλλά µε βάση τις περιόδους
χρονολόγησής τους. Βασικά του Τµήµατα ήταν εκείνο των Προϊστορικών και Μινωϊκών
Αρχαιοτήτων και εκείνο των Προκλασικών, Κλασικών, Ελληνιστικών και Ρωµαϊκών
                                                                                                               
21 Για τις άτυπες µορφές οργάνωσης βλ. Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 168-169 και Τσουρβάκας
2012, 168.

  66  
Αρχαιοτήτων. Πρόκειται για τρόπο συγκρότησης των Συλλογών, ο οποίος οµοιάζει
περισσότερο µε αντίστοιχους µεγάλων µουσείων του εξωτερικού (π.χ. Metropolitan και
British Museum), τα οποία βέβαια έχουν δηµιουργηθεί µε εντελώς διαφορετικούς
τρόπους από τα ελληνικά µουσεία. Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα τµήµατα αντιστοιχούν µε
τα ίδια των υπολοίπων Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κατά την εποχή εκείνη.
Με τον Οργανισµό του 2014, άρθρο 28, εδάφιο 2 η εσωτερική οργάνωση του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου ο αριθµός των Τµηµάτων άλλαξε, όπως µπορεί
κάποιος να παρατηρήσει στον Πίνακα 12, και περιορίσθηκε στα 4 Τµήµατα όπως έγινε
και µε τά άλλα Μουσεία του Υπουργείου Πολιτισµού.
Στον παρόντα λοιπόν οργανισµό η σύµπτυξη στο Μουσείο Ηρακλείου ήταν πολύ
πιο απλή στην πραγµατοποίησή της, αφού δεν έγινε σύµπτυξη των Τµηµάτων τα οποία
περιείχαν τις Συλλογές. Τα δύο αυτά Τµήµατα παρέµειναν ως είχαν. Στα υπόλοιπα
Τµήµατα έγιναν οι «συνήθεις» συµπτύξεις (κατάργηση των τµηµάτων Δηµοσίων
Σχέσεων, Τεκµηρίωσης και Δηµοσιευµάτων και Μουσειογραφικών Μελετών και
Καλλιτεχνικού Σχεδιασµού Εκθέσεων, καθώς και σύµπτυξη των Τµηµάτων
Υποστήριξης).

5.3.2.9. Μουσείο Ασιατικής Τέχνης Κέρκυρας

Ενώ όπως αναφέρθηκε στο προηγούµενο Κεφάλαιο ως Μουσείο προϋπήρχε και


µάλιστα από το 1929 εµφανίσθηκε ως ειδική περιφερειακή µονάδα της Γενικής
Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς το 2000 (βλ. προηγούµενο
κεφάλαιο). Έτσι µε το ΠΔ 191/ 2003 το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης οργανώθηκε σε 4
Τµήµατα, όπως αυτά παρουσιάζονται στον Πίνακα 14.
Το Μουσείο απέκτησε ουσιαστικά οργάνωση ενός µονοθεµατικού Μουσείου,
αφού οι Συλλογές του αντιµετωπίσθηκαν ως ενιαίο σύνολο. Στο σηµείο αυτό βέβαια
πρέπει να υπολογισθεί το γεγονός ότι στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία σπανίζουν
οι ειδικευµένοι στις Τέχνες της Άπω Ανατολής. Ως προς τα άλλα τµήµατα ο οργανωτικός
σχεδιασµός οµοιάζει µε των υπολοίπων Μουσείων.
Έτσι λοιπόν η σύµπτυξη που επιβλήθηκε µε τον Οργανισµό του 2014 δεν επέφερε
µεγάλες αλλαγές. Στο άρθρο 27, χωρίο 2 προβλέπεται η δηµιουργία τριών τµηµάτων,
όπως αυτά αναλύονται στον Πίνακα 15.

  67  
Η κατάργηση του Τµήµατος Δηµοσίων Σχέσεων, Τεκµηρίωσης και
Δηµοσιευµάτων πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο της γενικής κατάργησης των τµηµάτων
αυτών.

5.4. Συµπεράσµατα

Συµπερασµατικά λοιπόν µετά την παράθεση της εξέλιξης της διοικητικής


οργάνωσης των αυτοτελών Μουσείων µπορούµε να συνοψίσουµε τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Διοικητικά τα Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από την πρώτη µέρα
ίδρυσής τους και µε όσο προσωπικό και αν διέθεταν ακολούθησαν το ιεραρχικό
µοντέλο διοίκησης, στο οποίο κοµβικό ρόλο παίζει ο Διευθυντής (Χολέβας 1995,
149. Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 169-174). Ακόµη και µετά το ΠΔ
191/2003, µε το οποίο για πρώτη φορά στα Μουσεία αυτά δηµιουργήθηκε µια
σαφής διοικητική πυραµίδα, ο ρόλος του Διευθυντή παρέµεινε κοµβικός και
παράλληλα δεν υπήρξε κάποιο εσωτερικό ελεγκτικό όργανο, στο οποίο αυτός να
αναφέρει τον προγραµµατισµό, την στοχοθεσία και τον απολογισµό/ έλεγχο του
οργανισµού τον οποίο διοικούσε, στοιχείο απαραίτητο για την ορθή διαχείριση
ενός οργανισµού (Χολέβας 1995, 148-149. Τσουρβάκας 2012, 148-152). Αυτός
έπρεπε να αναφερθεί µόνον στον ιεραρχικά ανώτερό του στην Υπηρεσία, τον
Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων, ο οποίος βέβαια διοικούσε όλη την
Αρχαιολογική Υπηρεσία.
2. Τα Μουσεία σταδιακά απέκτησαν σαφώς ορισµένη διοικητική ιεραρχία, και
διαχωρισµό αρµοδιοτήτων µε τη δηµιουργία των τµηµάτων µε τον Οργανισµό
του 2003, αλλά ως και σήµερα παραµένουν χωρίς εσωτερικό κανονισµό, πράγµα
που τους στερεί την ολοκλήρωση του οργανωτικού σχεδιασµού. Ένας τέτοιος
σχεδιασµός θα περιελάµβανε την περιγραφή των θέσεων εργασίας (job
description), αλλά και τον σχεδιασµό του συστήµατος λήψεως αποφάσεων, το
συντονισµό, το εύρος του διοικητικού ελέγχου, τις διαδικασίες ελέγχου και
βελτίωσης της απόδοσης του οργανισµού (Χολέβας 1995, 171-172. Μπιτσάνη
2004, 97-102, 106-109. Κέφης 2005, 80-85. Τσουρβάκας 2012, 181-187), καθώς
και αναλύσεις, όπως η ανάλυση SWOT για την αξιολόγηση της ετοιµότητας και
των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων του οργανισµού και τον προσδιορισµό της
παρούσας και της µελλοντικής κατάστασής του (Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη

  68  
2007, 149-155. Μπιτσάνη 2004, 192-195. Τσουρβάκας 2012, 138-139).
Ενώ λοιπόν τα αυτοτελή Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
αποτελούν µηχανισµούς υψηλής εξειδίκευσης του κράτους, οι οποίοι παράγουν
συγκεκριµένο έργο επ’ ωφελεία της επιστήµης και της παιδείας του κοινωνικού
συνόλου, παρατηρούµε ότι δεν έχουν εξοπλισθεί µε τους ανάλογους
µηχανισµούς22. Έτσι, ενώ ορίσθηκαν σε ένα γενικό επίπεδο οι αρµοδιότητές στο
εσωτερικό των Μουσείων, δεν ολοκληρώθηκε κατ᾽ ουσίαν η οργανωτική τους
δοµή. Η πορεία βέβαια που έχει διανυθεί από τις παλαιότερες µορφές οργάνωσης
(π.χ. ΠΔ 941/1977), όπου κατ’ ουσίαν αναφερόντουσαν µόνον τα ονόµατα των
εσωτερικών µονάδων του οργανισµού, χωρίς περιγραφή των αρµοδιοτήτων τους,
είναι αξιοσηµείωτη, αλλά αποµένουν πολλά να γίνουν µέχρι να ολοκληρωθούν οι
οργανωτικές δοµές τους.
3. Είναι φανερό το πρόβληµα που προέκυψε µετά τη δεκαετία του 1990 και τη
δηµιουργία αυτοτελών Μουσείων εκτός Αθηνών µε βάση τις δυνατότητες που
παρείχε ο Νόµος 2557/1997. Η αυτονόµηση των Μουσείων Θεσσαλονίκης και
Ηρακλείου δεν µπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς, εφόσον δεν περιλαµβάνουν
ευρήµατα από ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, ώστε να παίξουν το ρόλο των
«µικρών Εθνικών Μουσείων» για τις περιοχές αυτές. Αντίθετα δηµιουργήθηκε
σύγχυση τελικά ως προς τον χαρακτήρα των Μουσείων που αυτονοµούνται από
τις αντίστοιχες Εφορείες. Εµβληµατική παραµένει στον τοµέα αυτό η
αυτονόµηση του Μουσείου Ακροπόλεως. Το Μουσείο αυτό απετέλεσε ξεχωριστή
αυτόνοµη Υπηρεσιακή µονάδα, η οποία µάλιστα άλλαξε και καθεστώς διοίκησης
και παράλληλα αποκόπηκε διοικητικά από τον αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος το
τροφοδοτεί µε ευρήµατα, δηλαδή την Ακρόπολη. Παρατηρούµε λοιπόν το unicum
διεθνώς, άλλη διοίκηση να έχει ο αρχαιολογικός χώρος και άλλη το Μουσείο το
οποίο εξαρτάται άµεσα από τον χώρο αυτό.
4. Με το ΠΔ 104/2014 υπήρξε µια σαφής οπισθοχώρηση σε ό,τι επιτεύχθηκε µε το
ΠΔ 191/2003. Η οργάνωση που προέβλεπε έστω και σε «προγραµµατικό»

                                                                                                               
22 Σε αυτό το σηµείο πρέπει να ξεκαθαρίσουµε ότι µε τον όρο εξειδίκευση σε καµία περίπτωση δεν
εννοούµε την τάση των εµπορικών και βιοµηχανικών οργανισµών για απόλυτο καταµερισµό και
εξειδίκευση του έργου τους, ώστε οι εργαζόµενοι να αποκτούν συγκεκριµένες δεξιότητες και να µην
χάνουν χρόνο κάνοντας άλλες εργασίες και µε αυτόν τον τρόπο να αυξάνουν την παραγωγικότητά τους
κατά την εκτέλεση της εργασίας. Τα Μουσεία έχουν ανάγκη προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης στο
επιστηµονικό αντικείµενο, το οποίο όµως αναπτύσσει πολυποίκιλες πρωτοβουλίες σε πολλά επίπεδα ώστε
εν τέλει να µπορεί να παράξει το επιθυµητό αποτέλεσµα για τον Οργανισµό ως σύνολο.

  69  
επίπεδο την αναγνώριση της ανάγκης για εξωστρεφή κατεύθυνση κάποιων
δραστηριοτήτων των αυτοτελών Μουσείων, απλά και µόνον εξαφανίσθηκε από
το οργανόγραµµα του Υπουργείου και η ανάµνηση αυτών των δραστηριοτήτων
παρέµεινε µόνον σε άρθρα όπου αναφέρεται ότι ανάµεσα στους επιχειρησιακούς
στόχους του κάθε οργανισµού είναι (άρθρα 22-29): «Η φύλαξη, συντήρηση,
καταγραφή, τεκµηρίωση, έρευνα, µελέτη, δηµοσίευση και κυρίως η έκθεση και
προβολή στο κοινό των φυλασσοµένων σε αυτό Πολιτιστικών Αγαθών». Φυσικά
αυτό δηµιουργεί σύγχυση ως προς το ποιος τελικά αναλαµβάνει την αρµοδιότητα
αυτή µε αποτέλεσµα να µεταβιβάζεται αυτούσια στον Διευθυντή του Μουσείου,
και να εξαρτάται από τη διάθεσή του για δράση. Επιπλέον αξίζει να αναλυθεί το
γεγονός ότι οι συγχωνεύσεις που έχουν πραγµατοποιηθεί στα τµήµατα των
Συλλογών λίγη σχέση έχουν µε µια ορθολογική διαχείριση του αρχαιολογικού
υλικού και του συνόλου των οργανισµών που συνενώθηκαν. Αντίθετα έγιναν
χωρίς έλεγχο της επιστηµονικής συνάφειας του υλικού του οποίου γινόταν η
συνένωση. Τέλος, πρέπει να επισηµάνουµε ότι το ενιαίο τµήµα υποστήριξης των
λειτουργιών, που δηµιουργήθηκε µε τη συνένωση των παλαιών τµηµάτων
διοικητικής και τεχνικής υποστήριξης (αφού σε αυτά προστέθηκε και η
αρµοδιότητα της φύλαξης) αποτελεί ένα δυσκίνητο τµήµα στο οποίο ανήκει πάνω
από το 70% του προσωπικού των µουσείων.
5. Το µεγαλύτερο ίσως πρόβληµα που αναδεικνύεται από την πορεία των
τελευταίων 70 χρόνων στην εξέλιξη των αυτοτελών Μουσείων είναι η αδυναµία
της Κεντρικής Υπηρεσίας για την χάραξη µιας σαφούς στοχοθεσίας, αρθρωµένης
σε στόχους µακροχρόνιους και βραχυπρόθεσµους για τα Μουσεία που αποτελούν
τη βιτρίνα της χώρας. Εφόσον αυτά παραµένουν, και ορθώς κατά την προσωπική
µας άποψη, κρατικές οργανικές µονάδες, η στοχοθεσία τους, πρέπει να
διαµορφώνεται σε ένα κεντρικό επίπεδο. Ο προγραµµατισµός άλλωστε µε τον
προσδιορισµό των στόχων αποτελεί στοιχείο απαραίτητο της ορθής διαχείρισης
ενός πολιτιστικού οργανισµού (Τζωρτζάκης και Τζωρτζάκη 2007, 109-110.
Τσουρβάκας 2012, 88). Δεν επαρκεί λοιπόν η γενική διατύπωση του άρθρου 10,
εδάφια 1α και 1β του Οργανισµού του 2014 ότι στρατηγικός σκοπός της Γενικής
Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς είναι:
«Η διαµόρφωση και εποπτεία της πολιτικής για την προστασία, διάσωση,
ανεύρεση, συντήρηση, ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονοµιάς της
Ελλάδος, τόσο της υλική όσο και της άϋλης και ο συντονισµός, η εποπτεία και η

  70  
µέριµνα για την εύρυθµη και αποτελεσµατική λειτουργία, την εξασφάλιση της
χρηστής διοίκησης και της λογοδοσίας, την επίτευξη συγκεκριµένων στόχων, την
απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών των υπαγοµένων σε αυτήν
Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού.» Ούτε ακόµη και η
διατύπωση του άρθρου 13, εδάφιο 1α που ορίζει ότι στους επιχειρησιακούς
στόχους της Διεύθυνσης Μουσείων είναι: «Η εναρµόνιση του έργου και των
δραστηριοτήτων των Περιφερειακών και Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών της
Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς για θέµατα που
αφορούν στην ίδρυση, λειτουργία των Αρχαιολογικών Μουσείων, καθώς και στη
φύλαξη και προστασία των ευρισκοµένων σε αυτά πολιτιστικών αγαθών.» Ούτε
επίσης από το εδάφιο 1γ όπου αναφέρεται ότι στόχος της εν λόγω Διεύθυνσης
είναι: «Ο συντονισµός της επικοινωνιακής πολιτικής ώστε να επιτευχθεί η
αύξηση της επισκεψιµότητας των Μουσείων και η συµµετοχή των πολιτών σε
πολιτιστικά δρώµενα.» Είναι φανερό ότι λείπει ο γενικότερος συντονισµός των
δραστηριοτήτων ειδικά των αυτοτελών Μουσείων αλλά και των Μουσείων που
εξαρτώνται από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Τα δύο αυτά είδη Ελληνικών
µουσείων αποτελούν εκ των πραγµάτων ξεχωριστές περιπτώσεις. Η διαφορά αυτή
όµως δεν εκφράζεται, δυστυχώς, σε οργανωτικό επίπεδο οπότε και σε αυτό το
ζήτηµα αφήνονται τα πράγµατα σε άτυπες διαδικασίες και συντονισµό.

  71  
6. Συµπεράσµατα

Η περιήγησή µας σε ζητήµατα πολιτικής αλλά κυρίως διοίκησης των δηµόσιων


αρχαιολογικών Μουσείων στο ελληνικό κράτος κυρίως βέβαια των αυτοτελών από το
1950 µέχρι τις µέρες µας τελειώνει και συµπερασµατικά πρέπει να επισηµάνουµε τα
ακόλουθα:
Τα µουσεία έχουν µεταβληθεί, ιδιαίτερα τα τελευταία 30 χρόνια, από
αρχαιολογικούς-επιστηµονικούς οργανισµούς σε γενικότερα πολιτιστικούς θεσµούς για
τους οποίους κοµβικό πλέον είναι το ζήτηµα της εξωστρέφειας. Με την εισδοχή του
σύγχρονου µάνατζµεντ και µάρκετιγκ στους πολιτιστικούς θεσµούς όλοι οι όροι ύπαρξης
και λειτουργίας των Μουσείων έχουν αλλάξει. Η γενικότερη τάση για αυτοτέλεια από το
κράτος οδηγεί πλέον σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε ποικίλες νοµοθετικές ρυθµίσεις
προς αυτήν την κατεύθυνση. Πρέπει όµως πάντοτε να εξετάζεται η κάθε περίπτωση
ξεχωριστά, γιατί οι οργανισµοί στους οποίους εφαρµόζονται αυτές οι νέες ρυθµίσεις
έχουν διανύσει τη δική τους ιδιαίτερη πορεία κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες, ενώ ο
πολυποίκιλος ρόλος και οι ιδιαιτερότητές τους απαιτούν ιδιαίτερο χειρισµό σε πολλές
περιπτώσεις.23
Τα µουσεία και ιδιαίτερα τα κρατικά µουσεία επηρεάζονται καθοριστικά από τις
πολιτικές που εφαρµόζονται στο χώρο του πολιτισµού και υπόκεινται στις συνέπειες των
ευρύτερων πολιτικών αποφάσεων που έχουν σχέση µε τις δαπάνες. Σε περιόδους κρίσης
είναι οι οργανισµοί που πιο γρήγορα από οποιονδήποτε άλλον θα υποστούν τις συνέπειες
των οικονοµικών περικοπών που έχουν σχέση πάντοτε τόσο µε τις δραστηριότητες όσο
και µε τις οργανωτικές δοµές. Η οργανωτική δοµή αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά ενός
µουσείου και οι όροι συγκρότησης του οργανογράµµατος, συµπυκνώνουν κατ᾽ ουσίαν
τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της χρονικής στιγµής που συγκροτείται αυτό.
Η οργανωτική δοµή ενός οργανισµού αντικατοπτρίζει τους σκοπούς και τις
δραστηριότητές του καθώς επίσης τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάµεσα στα
διάφορα επίπεδα της διοίκησής του. Αντικατοπτρίζει επίσης το εσωτερικό και εξωτερικό
περιβάλλον του οργανισµού, όπως διαµορφώνεται από οικονοµικούς, τεχνολογικούς,
ιδεολογικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες (Koontz και O’ Donnell 1980, 23-
24). Όπως έχει δείξει ο Γκαντζιάς η «διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών είναι η
                                                                                                               
23 Για τους ιδεολογικούς, τεχνικούς και οργανωτικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εισαγωγή
συστηµάτων µάνατζµεντ στα Μουσεία βλ. Chatelain-Ponroy 2001, 39-42.

  72  
επιστηµονική µεθοδολογία, η οποία προσδιορίζει τη συµµετοχική και ανθρωποκεντρική
διάσταση της διαχείρισης διαµορφώνοντας τις βασικές λειτουργίες της µε βάση τις αρχές
του γενικού (δηµοσίου) συµφέροντος και την ικανοποίηση των επιθυµιών, των αναγκών
και των προσδοκιών των καταναλωτών/ πολιτών» (Γκαντζιάς ΕΔΥ, 6). Σύµφωνα µε τον
ίδιο, η επιτυχής λειτουργία της οργάνωσης ενός πολιτιστικού οργανισµού στην κοινωνία
των πληροφοριών και της γνώσης µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε την εφαρµογή ενός
ενιαίου οργανογράµµατος, που διαρθρώνεται από επιµέρους εξειδικευµένα, περιεκτικά
και συνοπτικά οργανογράµµατα εργασιών, στα οποία η εκχώρηση των αρµοδιοτήτων
πρέπει να γίνεται µε βάση τις αρχές του γενικού (δηµοσίου) συµφέροντος «προκειµένου
να παρέχεται η απαιτούµενη εξουσία σε κάποιον, να αναλάβει την ευθύνη, να
αξιοποιήσει τους διαθέσιµους πόρους και να λάβει αποφάσεις µε τα απαιτούµενα µέτρα
που θα συµβάλλουν καθοριστικά και ουσιαστικά στην ανάπτυξη των πολιτιστικών
αγαθών στην κοινωνία των πληροφοριών και της γνώσης» (Γκαντζιάς ΕΔΥ, 10.
Γκαντζιάς 2015, 42). Το οργανόγραµµα αποτυπώνει την οργανωτική δοµή της διοίκησης
της πολιτισµικής µονάδας, σταθεροποιεί τις σχέσεις µεταξύ του προσωπικού και
καθορίζει τις αρµοδιότητες των εργαζοµένων, που απορρέουν απο τη θέση που κατέχουν.
Αποτελεί επίσης προϋπόθεση για τη βιωσιµότητα και την ανάπτυξή της καθώς συντελεί
στον καλύτερο συντονισµό των αλληλοεξαρτώµενων εργασιών και συµβάλλει στην
ελαχιστοποίηση ή την επίλυση των συγκρούσεων ενεργοποιώντας κλίµα συνεργασίας,
σύνεσης και συµµετοχικής ελευθερίας στο «Σύστηµα Διοικητικής Διαχείρισης» των
πολιτισµικών µονάδων (Γκαντζιάς 2015, 40-42). Κατά συνέπεια οι θέσεις εργασίας και
οι επίσηµες σχέσεις που διέπουν την διοίκηση του πολιτισµικού οργανισµού πρέπει
επίσης να αποτυπώνονται µε ακρίβεια και σαφήνεια σε αυτό (Γκατζιάς 2015, 54). Όπως
τέλος επισηµαίνουν οι Kotler για να πετύχει ένα Μουσείο τους στόχους του µέσα στο
διαρκώς µεταβαλλόµενο περιβάλλον της σύγχρονης εποχής πρέπει να διαθέτει την
οργανωτική δοµή, το προσωπικό, τις λειτουργικές προδιαγραφές και τις διαδικασίες που
θα του επιτρέψουν να υλοποιήσει επιτυχώς τη στρατηγική του. Η αλλαγή επηρεάζει όµως
τους οργανισµούς συνεχώς και για αυτό η οργάνωσή τους πρέπει να είναι ανθεκτική και
ευέλικτη (Kotler-Kotler and Kotler 2008, 97).
Τα ελληνικά αυτοτελή µουσεία συγκροτήθηκαν για λόγους ανάγκης και όχι γιατί
υπήρχε πολιτική συγκρότησης εθνικών µουσείων, τουλάχιστον αρχικά (βλ. παραπάνω
κεφάλαιο 2). Αργότερα βέβαια σε άλλες συνθήκες έπαιξαν και αυτόν το ρόλο, αλλά σε
διαφορετικά πλαίσια από εκείνα των µεγάλων µουσείων του εξωτερικού. Το
επιστηµονικό προσωπικό αυτών των µουσείων άλλωστε δεν προερχόταν συνήθως από το

  73  
εσωτερικό των οργανισµών αυτών. Επρόκειτο για Αρχαιολόγους που είχαν µετατεθεί σε
αυτά µετά από θητεία σε διάφορες θέσεις της επαρχίας και έτσι είχαν αντίληψη συνολικά
των συνθηκών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Τα αυτοτελή ελληνικά αρχαιολογικά
µουσεία άλλωστε από τον 19ο αιώνα παρέµειναν 4 και µόνον στα τέλη του 20ου αιώνα
δηµιουργήθηκαν νέα αυτοτελή µουσεία δια της απόσχισης από τις Εφορείες
Αρχαιοτήτων των οποίων µέχρι τότε αποτελούσαν τµήµατα (Βλ. παραπάνω κεφάλαιο 3).
Στην κυρίως περίοδο που εξετάσαµε από το 1950 µέχρι σήµερα, διαπιστώσαµε
ότι η πολιτική του ελληνικού κράτους για τα µουσεία δεν µπόρεσε να αρθρωθεί ποτέ
ολοκληρωµένα και µε συνέπεια. Τα µουσεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων παρέµεναν
σχεδόν πάντοτε µετέωρα διοικητικά και κυρίως οργανωτικά. Ένα πολύ µεγάλο
πρόβληµα, που εκφεύγει των στόχων αυτής της εργασίας, ήταν η χωροταξική διασπορά
των µουσείων αυτών. Ούτε τα τελευταία χρόνια που θεωρητικά η Αρχαιολογική
Υπηρεσία θα µπορούσε να οργανώσει την µουσειακή της παρουσία στην περιφέρεια,
αλλά και στις µεγάλες πόλεις έγινε κατορθωτό να εξορθολογικοποιηθεί η παρουσία αυτή.
Από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν ορίσθηκαν σταθερά οι διαδικασίες µέσα από τις οποίες
αυτονοµούνται µουσεία µε σκοπό (όπως επισήµως δηλώνεται) να δηµιουργηθούν πιο
ευέλικτοι µηχανισµοί. Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στους οργανισµούς της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αφού αλληλοεπηρεάζονται και εν τέλει δηµιουργούνται
οργανωσιακά προβλήµατα σε όλο το σύστηµα. Συνεπώς έχουµε µια υπηρεσία και ένα
υπουργείο που είναι δοµηµένα ιεραρχικά από το κέντρο προς την περιφέρεια και δεν
είναι σε θέση να παράγει µια ενιαία πολιτική και να έχει επίσηµη στοχοθεσία για έναν
σηµαντικό θεσµό όπως είναι τα µουσεία, το κυριότερο σηµείο επαφής της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας και της κοινωνίας.
Οι παλινδροµήσεις αυτές είναι φανερές από την διοικητική εξέλιξη κατά τις δύο
τελευταίες δεκαετίες. Από την ευφορία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, που οδήγησε σε
έναν οργανισµό (ΠΔ 191/2003), ο οποίος είχε –παρά τα προβληµατικά του σηµεία- τις
προϋποθέσεις να οδηγήσει τα µουσεία στην ανάπτυξη και την καθιέρωσή τους ως
οργανισµούς επιστηµονικούς από τη µία πλευρά και ευρύτερα πολιτιστικούς από την
άλλη, το Ελληνικό κράτος προχώρησε στον οργανισµό του 2014 (ΠΔ 104/2014), ο
οποίος περιέκοψε, χωρίς καµία ουσιαστική αξιολόγηση, τις δοµές των µουσείων (αλλά
και του ΥΠΠΟΑ γενικότερα) οδηγώντας τα Μουσεία σε µαρασµό στο οργανωτικό
τουλάχιστον επίπεδο.
Η αυτοτέλεια του Μουσείου Ακροπόλεως που µετατράπηκε σε ΝΠΔΔ δείχνει
από την άλλη, την ετέρα ατραπό που µπορεί να ακολουθήσει η υπόθεση των αυτοτελών

  74  
Μουσείων. Η µεταφορά προτύπων του εξωτερικού σε ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία
είναι όµως αµφίβολο αν µπορεί να λειτουργήσει στην χώρα µας. Το Μουσείο
Ακροπόλεως σχεδόν 10 χρόνια από τη δηµιουργία του δεν έχει ακόµη ολοκληρωθεί
οργανωτικά και οικονοµικά εξαρτάται εν πολλοίς από την κρατική επιχορήγηση. Ας
σηµειωθεί µάλιστα ότι εξαρτάται αποκλειστικά ως προς τα εκθέµατά του από τον
αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης και, όπως ήδη αναφέρθηκε, παγκόσµια πρωτοτυπία
αποτελεί το γεγονός ότι έχει αποκοπεί διοικητικά από το χώρο στον οποίο ανήκει και
επιπλέον στην εποχή της περικοπής των δαπανών και των δοµών, το Μουσείο
επεκτείνεται υπέρµετρα οργανωτικά.
Από την άλλη πλευρά, οι προοπτικές των αυτοτελών µουσείων της χώρας δεν
φαίνεται µε το παρόν οργανωτικό σχήµα να έχουν µεγάλους ορίζοντες. Αυτό που
ανέδειξε η έρευνά µας σε βιβλιογραφικό επίπεδο και µόνο είναι ότι πρέπει να υπάρξει
κεντρικός σχεδιασµός για τα αυτοτελή µουσεία, ο οποίος να λάβει υπόψη του και τη
χωροταξική τους διασπορά, αλλά και τους στόχους που το κάθε ένα από αυτά υπηρετεί ή
πρέπει να υπηρετήσει και να επιλυθεί σύντοµα το οργανωτικό πρόβληµα που έχει
προκύψει από τον τελευταίο οργανισµό του ΥΠΠΟΑ (ΠΔ 104/2014).
Η οργανωτική αναδιάρθρωση των Ελληνικών Δηµοσίων Μουσείων στο πλαίσιο
των αρχών της καλής διοίκησης στο δηµόσιο τοµέα24, της προαγωγής του κοινού και
συλλογικού συµφέροντος και της ικανοποίησης των αναγκών του κοινού τους αλλά και
του γενικότερου επιστηµονικού και εκπαιδευτικού ρόλου τους, είναι σήµερα
περισσότερο από ποτέ αναγκαία.

                                                                                                               
24 Βλ. Σχετικά Γώγος 2000, 35 κ. εξ.

  75  
Βιβλιογραφικές Αναφορές

Ελληνόγλωσση
ΑΔ: Αρχαιολογικόν Δελτίον.

Αθανασοπούλου, Σ. – Δούµα, Ελ. (2008), Αρχαιολογικά Μουσεία της Ελλάδας, Αθήνα:


Υπουργείο Πολιτισµού, Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών
Προγραµµάτων.

Ανδρόνικος, Μ. (1974). Τα ελληνικά Μουσεία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Αντωνίου, Μ. (2008). “Αρχαιολογικές Συλλογές και Μουσεία του Ελληνικού κράτους


κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αι. Μαρτυρίες από το ιστορικό αρχείο της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισµού” στο Τσιποπούλου Μ. (εκδ.),
«...Ανέφερα εγγράφως». Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας,
Αθήνα: Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνηµείων, 39-45.

Aronsson, P. (2012). “Εθνικά Μουσεία στη νότια Ευρώπη: ρόλοι και δυναµική” στο
Μπούνια, Α. – Γκαζή, Α. 2012, Εθνικά Μουσεία στη Νότια Ευρώπη, Αθήνα: Εκδόσεις
Καλειδοσκόπιο, 26-35.

Αρχαιολογική Εταιρεία-Ιστοσελίδα:
http://www.archetai.gr/site/content.php?artid=3 (τελευταία πρόσβαση 18-2-2016).

Βουδούρη, Δ. (2003). Κράτος και Μουσεία: Το θεσµικό πλαίσιο των αρχαιολογικών


Μουσείων, Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Γκαζή, A. (2012). “Εθνικά Μουσεία στην Ελλάδα: όψεις του Εθνικού αφηγήµατος” στο
Μπούνια, Α. – Γκαζή, Α. 2012, Εθνικά Μουσεία στη Νότια Ευρώπη, Αθήνα: Εκδόσεις
Καλειδοσκόπιο, 36-71.

Γκαζή A., και Μπούνια, Α. (2012), “Εισαγωγή: ζητήµατα µελέτης των εθνικών
µουσείων” στο Μπούνια, Α. – Γκαζή, Α. 2012. Εθνικά Μουσεία στη Νότια Ευρώπη,
Αθήνα: Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, 8-25.

  76  
Γκαντζιάς, Γ. ΕΔΥ, “Διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών: Οι τεχνολογικές και
οικονοµικές διαστάσεις των πολιτιστικών αγαθών στην κοινωνία των πληροφοριών και
της γνώσης”, Εναλλακτικό διαδακτικό Υλικό, Κεφάλαιο 4, Πάτρα: ΕΑΠ.

Γκαντζιάς, Γ.Κ. (2015). “Πολιτιστική πολιτική, διαχείριση, διοίκηση και γενικό


(δηµόσιο) συµφέρον. Σηµειώσεις”,
διαθέσιµο στην ιστοσελίδα: www.xorigies.com

Γώγος, Κ.Ε. (2000). Κανόνες δεοντολογίας της Δηµόσιας Διοίκησης, Αθήνα-


Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα.

Desvallées, A. and Mairesse, F. (εκδ.) (2014). Βασικές έννοιες της Μουσειολογίας,


ICOM- Ελληνικό Τµήµα, Ελληνική Μετάφραση Σ. Λάππας.

Δωρής, Ε.Φ. (1985). Το δίκαιον των αρχαιοτήτων, Νοµοθεσία – Νοµολογία – Ερµηνεία,


Αθήναι-Κοµοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα.

Eco, U. (1993). Τα όρια της ερµηνείας, Αθήναι: Εκδόσεις Γνώση, µετάφραση Μαριάννα
Κονδύλη (τίτλος πρωτοτύπου στην ιταλική: I limiti dell’ interpretazione).

Hobsbawm, E.J. (1962). Η εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα: Μορφωτικό


Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, µετάφραση Μ. Οικονοµοπούλου 2002.

Hobsbawm, E.J. (1976). Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυµα
Εθνικής Τραπέζης, µετάφραση Δ. Κούρτοβικ 2003.

Iggers, G. (2006). Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα. Από την επιστηµονική


αντικειµενικότητα στην πρόκληση του µεταµοντερνισµού, Αθήνα 20066: Εκδόσεις Νεφέλη,
µετάφραση Παρασκευάς Ματάλας (τίτλος πρωτοτύπου στην γερµανική: Historiography
in the Twentieth century).

Ιστορία Μουσείου Θεσσαλονίκης: http://www.amth.gr/el/to-­‐mouseio/i-­‐istoria    


(τελευταία πρόσβαση 4-6-2016).

  77  
Ιστορία Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισµού: http://mbp.gr/el/ιστορία-ίδρυσης (τελευταία
πρόσβαση 31-5-2016).

Κακαβογιάννης, E. (1990). “Η επιπεδογραφία της Φεράς του Ρήγα Βελεστινλή από


άποψη αρχαιολογική”, Υπέρεια, τόµος 1, Πρακτικά Α´ Συνεδρίου “Φεραί-Βελεστίνο-
Ρήγας”, Βελεστίνο 1986, Αθήνα, 423-449.

Καρούζου, Σ. (1967). “Σύντοµη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου” στο Καρούζου, Σ.


1967. Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον. Συλλογή Γλυπτών. Περιγραφικός Κατάλογος,
Αθήναι: Γενική Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, ια΄-κ΄.

Κέφης, B.N. (2005). Ολοκληρωµένο µάνατζµεντ. Βασικές αρχές για σύγχρονες


οικονοµικές µονάδες, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Κοκκίνης, Σ. (1979). Τα µουσεία της Ελλάδος. Οδηγός-Ιστορία-Θησαυροί-βιβλιογραφία,


Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της “Εστίας” Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε.

Κόκκου, Α. (1977). Η µέριµνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα µουσεία,
Αθήνα: Εκδόσεις Ερµής.

Koontz, H. & O’ Donnell, C. (19802). Οργάνωση και Διοίκηση. Μια συστηµική ανάλυση
των διοικητικών λειτουργιών, τόµος 2 Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, µετάφραση Χρ.
Βαρδάκος.

Κουµανούδης, Σ.Ν. (1984). Η Ελληνική Αρχαιολογία, Αθήνα: Τυπογραφείο Κείµενα.

Λιάκος, Α. (2010). Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία; Αθήνα 20104: Εκδόσεις Πόλις.

Μαλούχου, Γ.Ε. - Ματθαίου, Α.Π. (2001). Χάριν της Ελληνικής ευκλείας. Κείµενα
Κυριακού Σ. Πιττάκη 1798-1863, Αθήνα 2001: Ελληνική Επιγραφική Εταιρεία.

Ματθαίου, Σ. (1999). Στέφανος Α. Κουµανούδης (1818-1899). Σχεδίασµα βιογραφίας,


Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 190.

  78  
Μουσείο Μπενάκη Ιστοσελίδα: Διαθέσιµη στο δικτυακό τόπο:
www.benaki.gr (τελευταία πρόσβαση 5-6-2016).

Μπιτσάνη, Ε.Π. (2004). Πολιτισµική διαχείριση και περιφερειακή ανάπτυξη. Σχεδιασµός


πολιτιστικής πολιτικής και πολιτιστικού προϊόντος, Αθήνα: Εκδόσεις Διόνικος.

Μπούνια, Α. (2012). “Οι «πολίτες των µουσείων»: Εθνικά µουσεία και ο Ευρωπαίος
πολίτης”, Ενηµερωτικό Δελτίο 9 του Διεθνούς Συµβουλίου Μουσείων-Ελληνικό Τµήµα, 8-
10.

Μπούνια, Α.- Γκαζή, Α. (2012). Αλεξάνδρα Μπούνια – Ανδροµάχη Γκαζή (εκδ.), Εθνικά
µουσεία στη νότια Ευρώπη, Ιστορία και προοπτικές, Αθήνα: Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.

Νικολακέα, Ν. 2008. “Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο”


στο Τσιποπούλου Μ. (εκδ.), «...Ανέφερα εγγράφως». Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα: Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνηµείων, 57-59.

Πάντος, Π. (1985). “Τα ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία. Μερικά στοιχεία”, ΗΟΡΟΣ 3


(1985) 179-184.

Pelegatti, P. (2002). “Η αρχαιολογική Υπηρεσία στην Ιταλία σήµερα” στο Σύλλογος


Ελλήνων Αρχαιολόγων, Το µέλλον του παρελθόντος µας. Ανιχνεύοντας τις προοπτικές της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Ελληνικής Αρχαιολογίας. 4ο Συνέδριο. Αθήνα, 24-26
Νοεµβρίου 2000, Πρακτικά, Αθήνα: RE.AD.CO. Ε.Π.Ε., µετάφραση Ιλαρία Συµιακάκη,
91-93.

Πετράκος, Β.Χ. (1982). Δοκίµιο για την αρχαιολογική νοµοθεσία, Αθήναι: Υπουργείο
Πολιτισµού και Επιστηµών. Τ.Α.Π. – Δηµοσιεύµατα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 29.

Πετράκος, Β.Χ. (1994). “Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεµο 1940-1944”, Ο
Μέντωρ 31 (1994) 73-185.

  79  
Πετράκος Β. Χ. (1995). Η περιπέτεια της ελληνικής αρχαιολογίας στο βίο του Χρήστου
Καρούζου, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 150.

Πετράκος, Β.Χ. (2009). Η Ελληνική αυταπάτη του Λουδοβίκου Ross, Αθήνα: Βιβλιοθήκη
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 262.

Πλάντζος, Δ. (2014). Οι Αρχαιολογίες του Κλασικού. Αναθεωρώντας τον εµπειρικό


κανόνα, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Πρωτοψάλτης, Ε.Γ. (1967). Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών µνηµείων της
ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Αθήνα: Βιβλιοθήκη
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 59.

Σκοπετέα, Ε. (1988). Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα: όψεις του εθνικού
προβλήµατος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτυπο.

Τζωρτζάκης, Κ. και Τζωρτζάκη Α. Μ. (20074). Οργάνωση και Διοίκηση. Το management


της νέας εποχής, Αθήνα: Εκδοτικός οίκος Rosili.

Τσαραβόπουλος, Α. (1985). “Το ελληνικό περιφερειακό µουσείο. Τα αποτελέσµατα της


έρευνας”, ΗΟΡΟΣ 3(1985) 149-178.

Τσουρβάκας, Γ. (2012). Μάνατζµεντ επικοινωνιακών και πολιτιστικών οργανισµών.


Πλαίσιο, εργαλεία, στρατηγικές, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Φλώρος, Χ.Γ. (1993). Σύγχρονη διοικητική των επιχειρήσεων, Αθήνα: Σύγχρονη


Εκδοτική.  

Χαµηλάκης, Γ. (2012). Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό
φαντασιακό στην Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, µετάφραση
Νεκτάριος Καλαϊτζής (τίτλος πρωτοτύπου στην αγγλική: The Nation and its Ruins:
Antiquity, Archaeology and National Imagination in Greece, Oxford University Press
2007).

  80  
Χολέβας, Γ.Κ. (1995). Οργάνωση και Διοίκηση (Management), Αθήνα: Εκδοτικός οίκος
Interbooks.

Χυτήρης, Λ.Σ. (2006). Μάνατζµεντ. Αρχές Διοίκησης Επιχειρήσεων, Αθήνα: Εκδοτικός


οίκος Interbooks.

Ξενόγλωσση

Ballé, C. “Musées, changement et organization”, Culture & Musées 2.1 (2003) 17-33.
Διαθέσιµo στο δικτυακό τόπο: http://www.persee.fr/doc/pumus_1766-
2923_2003_num_2_1_1176 (τελευταία πρόσβαση 20-5-2016)

Benhamou, F. – Moureau, N. (2006). “De la tour d’ivoire au musée ouvert sur la cité :
les évolutions de la politique culturelle française”, Les musées et les politiques
culturelles, Museum International No. 232 (Dec 2006).
Διαθέσιµο στον δικτυακό τόπο:
http://portal.unesco.org/culture/fr/files/32528/11725741385MUSEUM232FR.pdf/MUSE
UM232FR.pdf (τελευταία πρόσβαση 22-5-2016)

Bobbio, L. (1992). “La politica dei beni culturali in Italia” στο Bobbio, L. (εκδ.), Le
politiche dei beni culturali in Europa, Bologna: Il Mulino, 183.

Byrnes, W (2003). Management and the Arts, Boston: Focal Press, third edition.

Chatelain, J. (1993). Droit et administration des Musées, Paris: La documentation


Francaise: Ecole du Loure.

Chatelain-Ponroy, S. (1996). “Le contrôle de gestion dans les musées. Émergence et


développement du contrôle de gestion dans des organisations non lucratives soumises à
des faisceaux de contraintes environnementales et organisationnelles”. Business
administration. Université Paris XII Val de Marne. HAL archives ouvertes.
Διαθέσιµο στο δικτυακό τόπο:

  81  
https://halshs.archives-ouvertes.fr/halshs-00677927/document (τελευταία πρόσβαση 4-6-
2016)

Chatelain-Ponroy, S. (1996). “Management control and the museums”, International


Journal of Arts Management, HEC Montréal. Chair in Arts Management, 2001, 4.1, 38-
47.
Διαθέσιµο στο δικτυακό τόπο:
https://halshs.archives-ouvertes.fr/halshs-00460654/document (τελευταία πρόσβαση 8-6-
2016).

Forte, P. (2011). “I musei statali in Italia”, Aedon 2011 n. 1. Riista d’ arti e diritto on line,
Bologna: Il Mulino. Διαθέσιµο στον δικτυακό τόπο:
http://www.aedon.mulino.it/archivio/2011/1/forte.htm (τελευταία πρόσβαση 15-6-2016).

Gazi, Α. (2011). “National museums in Greece: History, Ideology, Narratives, Building


National Museums in Europe 1750-2010” στο P. Αronson & G. Elgenius (eds).
Conference proceedings from EuNaMus. European National Museums: Identity Politics,
the Uses of the Past and the European Citizen, Bologna 28-30 April 2011. EuNa Mus
Report No 1. Published by Linkoping University Electronic Press:
http://www.ep.liu.se/ecphome/index.en.aspx?issue=064. (τελευταία πρόσβαση 3-6-
2016).

Guarini, M. R. (2012). “Beni culturali e musei: transformazioni in attο e prospettie


future” στο Fonti, D. – Caruso, R. (εκδ.), Il museo contemporaneo: storie, esperienze,
competenze, Roma: Gangemi editore, 119-134.

Hamilakis, Y. and Yalouri, E. (1996). “Antiquities as symbolic capital in modern Greek


society”, Antiquity 70, 117-129.

Forte, P. (2011). “I Musei statali in Italia: prove di autonomia”, Aedon, Rivista di arti e
diritto on line, 2011 numero1.
Διαθέσιµο στο δικτυακό τόπο: www.aedon.mulino.it (τελευταία πρόσβαση 5-6-2016)

  82  
Fotiadis, M. (2003). “Ruins into relics: Classical archaeology, European identities and
their refractions”, στο Papers presented at the colloquium organized by the Netherlands
Institute in Athens in October 2002 on the theme of the role of the Classics in the
formation of European and national identities, Part Two, Pharos XI (2003) 83-94.

Kavoura, A. –Bitsani, E. (2007). “Managing the world heritage site of Acropolis Greece”,
International Journal of Culture, Tourism and Hospitality Research, 7.1 (2007).
Διαθέσιµο στο δικτυακό τόπο:
www.emeraldinsight.com/doi/pdfplus/10.1108/17506181311301363 (τελευταία
πρόσβαση 10-7-2016).

Kotler N. G., Kotler P. & Kotler W. I. (2008). Museum marketing and strategy.
Designing missions, building audiences, generating revenue and resources, San
Francisco: Jossey-Bass, A Wiley Imprint.

Mintzberg, H. (1980). “Structure in 5’s: A synthesis of the research on organization


design”, Managment Science, 26.3 (1980) 322-341.

Voutsaki, S. (2002). “The Greekness᾽ of Greek prehistory: an investigation of the debate


1876-1900”, στο Papers presented at the colloquium organized by the Netherlands
Institute in Athens in October 2002 on the theme of the role of the Classics in the
formation of European and national identities, Part One, Pharos X (2002) 105-122.

Zan. L. (1999). Conserazione e innovazione nei musei italiani, Milan: Etas.

Πηγές

ΦΕΚ 320/A´/1977 (Π.Δ. 941/1977, Περί του Οργανισµού του Υπουργείου Πολιτισµού
και Επιστηµών).
ΦΕΚ 153/Α´/2002 (Νόµος 3028/2002, Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει
της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς).

ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  83  
ΦΕΚ 113/A´/2013 (ΠΔ 64/2013, Οργανισµός Μουσείου Ακροπόλεως).

ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και


Αθλητισµού).

   

  84  
   

  85  
Παράρτηµα

1. Η Ελληνική Αρχαιολογία και οι Αρχαιολόγοι: από την


υπεράσπιση του εθνικού κορµού στην κρίση της
διαχειριστικής λογικής.

1.1. Η γέννηση της ελληνικής µέριµνας για τα µνηµεία (18ος-19ος


αι.): Το έθνος αγωνίζεται και µεριµνά.

Το ενδιαφέρον και η ενασχόληση µε τις αρχαιότητες ξεκίνησε πριν ακόµη και από
την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι αρχαιολογίζοντες υπήρχαν όµως και στους
Ελληνικής Επαναστάσεως. Ενδεικτικά µπορεί να αναφερθεί ο Ρήγας Βελεστινλής ή
Φεραίος, ο οποίος στη Χάρτα της Ελλάδος περιλαµβάνει διαγράµµατα ιστορικών τόπων,
ανάµεσά τους και της πατρίδας του του Βελεστίνου, όπου σηµειώνει τις αρχαιότητες των
αρχαίων Φερών µε αποτέλεσµα να θεωρείται ως ο πρώτος αρχαιολόγος του νεότερου
Ελληνισµού (Κακαβογιάννης 1990, 423-449). Επίσης µε υπόµνηµα που υπέβαλε ο ίδιος
στο Οικουµενικό Πατριαρχείο και την Ιερά Σύνοδο καθόρισε τα µέτρα που έπρεπε να
ληφθούν για να σταµατήσει η αρπαγή χειρογράφων και αρχαιοτήτων (Πετράκος 1982,
17). Η µέριµνα όµως για τις αρχαιότητες ξεκίνησε µόνον µετά την ίδρυση του νέου
ελληνικού κράτους και την δηµιουργία της «πρώτης Ελληνικής Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας» το 1829 µε έδρα το Εθνικόν Μουσείον στην Αίγινα (στο κτήριο του
Ορφανοτροφείου του νησιού) και πρώτο Έφορο τον Ανδρέα Μουστοξύδη (Πετράκος
2009, 35. Βουδούρη 2003, 13-17). Ακολούθησε το διάταγµα 3/15 Απριλίου 1833 (ΦΕΚ
14 της 13/25-4-1833) για τον οργανισµό της Γραµµατείας των Εκκλησιαστικών στον
οποίο ορίζονταν επίσης οι αρµοδιότητες µιας υποτυπώδους Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
(Βουδούρη 2003, 19. Πετράκος 2009, 42-43.), καθώς και το διάταγµα της 10/22 Μαΐου
1834 «περί επιστηµονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και
διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» (ΦΕΚ 220), όπου προβλεπόταν
η ίδρυση κεντρικών µουσείων και συλλογών (Βουδούρη 2003, 19-23 και Πετράκος 2009,
59-60). Λίγο αργότερα το 1837 ιδρύθηκε η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, ως
αποτέλεσµα φιλάρχαιων αισθηµάτων και ενεργειών και µε σκοπό την ανεύρεση,

  86  
αναστήλωση και συµπλήρωση των αρχαίων της Ελλάδας (Αρχαιολογική Εταιρεία -
Ιστοσελίδα). Αυτοί ήταν οι δύο πυλώνες πάνω στους οποίους στήθηκε το οικοδόµηµα
της ελληνικής αρχαιολογικής επιστήµης και της συνακόλουθης ανάπτυξης της
αρχαιολογικής έρευνας και της προσπάθειας διάσωσης και ανάδειξης των ελληνικών
αρχαιοτήτων τουλάχιστον µέχρι τα µέσα του 20ου αιώνα.
Στο παρόν κεφάλαιο δεν θα ασχοληθούµε µε την απλή ιστορική αναφορά της
Ελληνικής Αρχαιολογίας και των Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά µε το ρόλο που οι
τελευταίοι διαδραµάτισαν και τις απόψεις, που ανέδειξαν µε τις παράλληλες ιδεολογικές
αναφορές τους. Δεν είναι τυχαίο ότι αρχικώς η Διεύθυνση των Αρχαιολογικών
πραγµάτων στη χώρα µας ανατέθηκε από την Αντιβασιλεία σε έναν Βαυαρό, τον A.
Weissenburg, ο οποίος είχε ως βοηθούς τον Λουδοβίκο Ρος και τον πρώτο Έλληνα
αρχαιολόγο τον Κυριακό Πιττάκη, που ήταν ο µοναδικός υπάλληλος εντεταλµένος για
την φύλαξη και την ανάδειξη των Αρχαιοτήτων µέχρι σχεδόν το θάνατό του το έτος
1863. Ο Κ. Πιττάκης ασχολήθηκε µε τον καλύτερο τρόπο µε την σωτηρία των
αρχαιοτήτων και από το 1838 εξέδιδε µόνος του µέχρι το θανατό του το 1863, την
Εφηµερίδα Αρχαιολογική, το επιστηµονικό έντυπο της Αρχαιολογικής Εταιρείας25.
Μέχρι τα µέσα του 19ου αιώνα µόλις µία δεκάδα Ελλήνων ασχολήθηκε
«επαγγελµατικά», όπως θα λέγαµε σήµερα, µε τις αρχαιότητες, αριθµός απόλυτα λογικός
αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες και την κατάσταση του νεοσύστατου Ελληνικού
κράτους. Σηµαντικό κοινό στοιχείο όλων, όπως επίσης και του κοινωνικού και πολιτικού
περίγυρου, ήταν η αντίληψη τους για τις αρχαιότητες. Η αντίληψη αυτή γίνεται εµφανής
από µία αναφορά σε επίσηµο έγγραφο της περιόδου της διακυβέρνησης Καποδίστρια,
όταν ο έκτακτος επίτροπος Π. Αναγνωστόπουλος ανακοίνωνε στους κατοίκους της
Ήλιδος, την προγραµµατιζόµενη ίδρυση του πρώτου Μουσείου στην Αίγινα. Έτσι αφού
ανέφερε ποια θεωρούνται αρχαία συνέχισε: «… Όλα ταύτα συνιστώσι τας Αρχαιότητας,
και δι’ αυτάς η Σ. Κυβέρνησις εσύστησε το Μουσείον και τας συναθροίζει. Αύται
εξυπνούν το πνεύµα των νέων Ελλήνων εις µίµησιν και ενθυµίζουν εις αυτούς την
προγονικήν λαµπρότητα και δόξαν. Αύται φέρουν τιµήν µεγάλην εις το Έθνος. Αύται
τιµώµεναι από την σοφήν Ευρώπην και ζητούµεναι καθ᾽ ηµέραν από τους περιηγητάς
φανερώνουν την αξίαν των και ως να έλεγον εις τους Έλληνας: «Σεις δεν πρέπει να
καταφρονήτε τα λείψανα των προγόνων σας! Αυτά σας εβοήθησαν, και αυτά έχετε χρέος
να σέβεσθε, διότι είναι ιερά και ανήκοντα πράγµατα δια εσάς τους ιδίους, την υπόληψιν

                                                                                                               
25 Για τον Κυριακό Πιττάκη βλ. Πετράκος 2009 και Μαλούχου-Ματθαίου 2001.  

  87  
και τιµήν σας.» Και η ακροτελεύτιος πρόταση του ήταν: «Φιλοτιµηθήτε Έλληνες και
σύµφωνοι µε τον ένδοξον σκοπόν της Κυβερνήσεως, πασχίσατε να πλουτισθή το Μ ο υ σ
ε ί ο ν τ ω ν Ε λ λ ή ν ω ν δια την τιµήν και τον φωτισµόν σας» (Πρωτοψάλτης 1967,
107-109 έγγραφο αριθ. 82).
Η αρχαιότητα και τα µνηµεία της ήταν δηλαδή το µέσον για τη διαµόρφωση της
σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας των Ελλήνων και χρησιµοποιήθηκαν για την επίτευξη
των στόχων του νεοσύστατου κράτους. Κατά τον Πετράκο, τα µνηµεία ήταν υπηρετικά
της πολιτικής κατά τη διάρκεια της δηµιουργίας του ελληνικού κράτους (Πετράκος 1995,
13). Χρησιµοποιήθηκαν για να εγγυηθούν τους τίτλους της καταγωγής του έθνους και
την καταξίωση του Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη αλλά και για τη διαµόρφωση της
συνείδησης των Ελλήνων που προβάλλονταν ως απόγονοι των αρχαίων (Πετράκος 1995,
13. Ματθαίου 1999, 73).

1.2. Η εξέλιξη της ελληνικής αρχαιολογίας κατά τη διάρκεια του


19ου αι.: Η προσπάθεια για τη δηµιουργία µιας νέας
πραγµατικότητας.

Το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα άρχισαν µε πρωτοβουλία της Αρχαιολογικής


Εταιρείας, οι µεγάλες συστηµατικές ανασκαφές σε σηµαντικούς αρχαιολογικούς χώρους
των Αθηνών (ανασκαφή Ακροπόλεως, αναστήλωση Παρθενώνος, ανασκαφή του
θεάτρου του Διονύσου, του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού και του Πύργου των
Ανέµων). Λίγο αργότερα, και µετά την ίδρυση των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών στην
Ελλάδα, ξεκίνησαν οι µεγάλες ανασκαφές σε περιοχές εκτός των Αθηνών και κυρίως στα
µεγάλα ιερά, όπως η Ολυµπία (1875) και οι Δελφοί (1892).
Οι αρχαιολόγοι της εποχής ακολουθώντας κυρίως το ρεύµα του γερµανικού
ιστορικισµού, που έδινε εξέχουσα σηµασία στη φιλολογική κριτική και τις διαθέσιµες
γραπτές πηγές, από τις επιγραφές ως τα αρχειακά έγγραφα26 και παρακινούµενοι κυρίως
από την βαθιά αρχαιογνωσία τους προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τα αρχαία κείµενα,
και, όπως τόνιζε η εµβληµατική µορφή της ελληνικής Αρχαιολογίας του β΄ µισού του
19ου αιώνα, ο Στέφανος Α. Κουµανούδης, να ταυτίσουν τα χαρτία µε τους λίθους.

                                                                                                               
26 Για το ιστοριογραφικό ρεύµα του γερµανικού ιστορικισµού βλ. Iggers 20066, 39-49. Λιάκος 20104, 85-89.
Ακόµα Πλάντζος 2014, 82-83.  

  88  
Βρίσκονταν επίσης κάτω από την ισχυρή επίδραση της παράδοσης του Winckelmann
(1717-1768) και των ακολούθων του, των εκπροσώπων του Ροµαντισµού, που έδιναν
έµφαση την τεχνοτροπική ανάλυση, την αισθητική περιοδολόγηση της αρχαίας
Ελληνικής τέχνης, την αναγνώριση της ιδιοφυΐας του καλλιτέχνη και την αναζήτηση του
ωραίου27 και αναζητούσαν τα µεγάλα και τα σηµαντικά, προκειµένου να καθιερώσουν
την υπεροχή της ελληνικής τέχνης των κλασικών κυρίως χρόνων, εικόνα που εν πολλοίς
διατηρείται µέχρι σήµερα.
Κατά την περίοδο αυτή οι αρχαιότητες χρησιµοποιήθηκαν για την επικύρωση του
δικαίου των εθνικών διεκδικήσεων αλλά και για την επίλυση του ισοζυγίου των
πληρωµών της χώρας (Πετράκος 1995, 13). Η παραχώρηση µάλιστα του δικαιώµατος
ανασκαφής σε Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές συνδέθηκε µε σηµαντικά διπλωµατικά
γεγονότα28.
Η ελληνική αρχαιολογία του 19ου αιώνα ακολουθούσε τους εθνικούς στόχους, οι
οποίοι είχαν ως πρωταρχικό σκοπό την θεµελίωση της εθνικής ταυτότητας, την απόδειξη
της συνέχειας του ελληνικού έθνους, την υπεράσπιση των διαµφισβητούµενων περιοχών.
Η στάση αυτή εκφράσθηκε µέσα από την ένταση των δράσεων αρχαιολογικού
περιεχοµένου, την αποκάλυψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων µνηµείων και την
παρότρυνση του ελληνικού λαού για την περισυλλογή και την παράδοση των
διάσπαρτων τότε µνηµείων της υπαίθρου χώρας, στις αρµόδιες αρχές. Η ελληνική
αρχαιολογία αποτελούσε λοιπόν τµήµα της «εθνικής» ιδεολογίας και ήταν
αδιαµφισβήτητη η χρησιµότητά της. Έπαιζε το ρόλο της στην εθνοποιητική
οµογενοποίηση του ελλαδικού χώρου, αν και ιδεολογικά πλέον ξεπερνούσε ως προς τους
στόχους της τα σύνορα του τότε µικρού ελληνικού κράτους και παράλληλα συνέβαλε
στην πνευµατική αφύπνιση. Δεν είναι όµως τυχαίο ότι οι «αρχαιολογούντες» κατά την
εποχή εκείνη στην Ελλάδα, δεν ασχολούνταν µόνον µε το αντικείµενο της επιστήµης
τους, αλλά όπως προκύπτει και από την πνευµατική κίνηση της εποχής, και µε άλλα
ζητήµατα όπως για παράδειγµα το γλωσσικό. Ούτε φυσικά οι ανακαλύψεις της
αρχαιολογίας άφηναν αδιάφορους τους επιστήµονες άλλων επιστηµονικών χώρων όπως

                                                                                                               
27 Για την επίδραση του Winckelmann βλ. πιο πρόσφατα Πλάντζος 2014, 75-81.  
28 Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτέλεσε η παραχώρηση της ανασκαφής των Δελφών στους Γάλλους το
1892. Η σχετική διαπραγµάτευση συνδέθηκε µε διπλωµατικές ενέργειες κατά το διάστηµα από το 1878
(Συνέδριο Βερολίνου) έως την υπογραφή της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως το 1881 για παραχώρηση
στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και τµήµατος της Ηπείρου, καθώς και µε την προσπάθεια του Χαρ. Τρικούπη για
τη σύναψη εµπορικής συµφωνίας µε τη Γαλλία για τη µείωση των γαλλικών δασµών στην ελληνική σταφίδα,
βλ. Ματθαίου 1999, 76, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.  

  89  
της γλωσσολογίας που είχε πορεία παρόµοια µε την ελληνική αρχαιολογία στην διεθνή
επιστηµονική κοινότητα. Είναι φανερό λοιπόν ότι η ελληνική αρχαιολογία αποτελούσε
τµήµα της επίσηµης κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας. Βεβαίως, η καθηµερινότητα έδειχνε
άλλες «συνήθειες» σε πολλά στρώµατα του πληθυσµού. Η ανέχεια και οι άστοχες
κινήσεις του κρατικού µηχανισµού δεν επέτρεπαν στους απλούς έλληνες πολίτες, την
εκδήλωση µεγάλης δόσης φιλοπατρίας, αφού οι αρχαιότητες αρκετές φορές εµπόδιζαν,
όπως άλλωστε γίνεται και σήµερα, την επέκταση των κάθε είδους δραστηριοτήτων. Το
βασικό όµως είναι ότι τέτοιου τύπου ενέργειες αποτελούσαν για το επίσηµο κεντρικό
κράτος αποκλίνουσες από τη νοµιµότητα, πρακτικές (π.χ. ή διάλυση αρχαίων µνηµείων
για τον πορισµό οικοδοµικού υλικού).
Βέβαια πρέπει να αναφερθεί ότι δεν υπήρξε στο χώρο της ελληνικής Αρχαιολογίας
του 19ου αιώνα αντίστοιχη ανάπτυξη της µελέτης των Βυζαντινών µνηµείων 29 , σε
αντίθεση µε την επίσηµη Ιστοριογραφία, που από ένα σηµείο και έπειτα είχε αποδεχθεί
και επικυρώσει την ενιαία εθνικά εικόνα του µεσαιωνικού ελληνισµού ως συνεχιστή του
αρχαίου. Κυριότερος εκφραστής της τελευταίας άποψης υπήρξε ο Κωνσταντίνος
Παπαρηγόπουλος (Ματθαίου 1999, 116-119). Αν και ήδη από την εποχή της
Αντιβασιλείας, το άρθρο 111 του αρχαιολογικού νόµου της 10/22 Μαΐου 1834 και το
Διάταγµα της 1/19 Δεκεµβρίου 1837 έθεταν κάτω από την προστασία του νόµου και τα
βυζαντινά µνηµεία (Κόκκου 1977, 112. Πετράκος 1982, 21), καθώς κατά την Σκοπετέα η
Βυζαντινή αυτοκρατορία ταίριαζε καλύτερα µε τη βασιλεία του Όθωνος (Σκοπετέα 1988,
178), δύο πρέπει να θεωρηθούν οι ερµηνείες της απαξίωσης της µελέτης τους: α) Η
πεποίθηση ότι η ανάδειξη και εξύψωση µπορούσε αν γίνει µόνον µέσα από την προβολή
των «λαµπροτέρων» περιόδων του ελληνικού πνεύµατος και όχι κάποιων άλλων
σκοτεινών και αµφίβολων (επιρροή και από την τάση προς τον κλασικισµό της περιόδου
και την γενικότερη κυριαρχία των κλασικών γραµµάτων εις βάρος άλλων περιόδων σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο 30 ) και β) η αντιπάθεια µερίδας αρχαιολόγων προς τον
χριστιανισµό, επειδή πίστευαν ότι πρόκειται για καταστροφέα του Ελληνικού
πολιτισµού. Αποτέλεσµα κατά την Ματθαίου (1999, 118) ήταν η αρχαιογνωσία να
θεωρείται στοιχείο της αυτογνωσίας των ελλήνων και η προβολή των µνηµείων της

                                                                                                               
29 Για παράδειγµα, η Βυζαντινή περίοδος δεν αποτελεί για τον Σ. Α. Κουµανούδη (1818-1899) συνδετικό
κρίκο ανάµεσα στην αρχαιότητα και τον νεότερο Ελληνισµό, βλ. Ματθαίου 1999, 111-115, 117-129. Η
αποστροφή προς το Βυζάντιο, που θεωρούνταν περίοδος συσκότισης, δεν ήταν καινούρια. Την ιδέα είχε ήδη
εκφράσει ο Κοραής. Η µελέτη των Βυζαντινών µνηµείων ξεκίνησε µε την ανάπτυξη της ιδέας του ενιαίου
ελληνοχριστιανικού πολιτισµού, που είχε µεγάλη διάδοση κατά τα υστερότερα χρόνια.  
30 Για το θέµα του κλασσικισµού στην Ελλάδα βλ. Fotiadis 2003, 88-91.  

  90  
αρχαιότητας να αποτελεί πρόσφορο µέσο για την αισθητική καλλιέργεια των ελλήνων
και την καταξίωση της Ελλάδας στην Ευρώπη.
Παράλληλα, η έναρξη των ανασκαφών στις Μυκήνες από τον Schliemann το 1876
και η συνέχισή τους από τον Χρήστο Τσούντα από το 1886 και εξής προσέφεραν ένα
επιπλέον µέσο για την διαµόρφωση της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας και την ένταξη
Ελληνικού έθνους στην ευρωπαϊκή οικογένεια των εθνών και έδωσαν σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο ώθηση στη συζήτηση περί φυλής, έθνους και ταυτότητας, που είχε ήδη ξεκινήσει
στο πλαίσιο της δηµιουργίας των Ευρωπαϊκών εθνών (Voutsaki 2002, 105-122).

1.3. Το α΄ µισό του 20ου: Η στελέχωση µέσα από τις περιπέτειες.

Ο 20ος αιώνας βρήκε την ελληνική αρχαιολογία σε ανάπτυξη, ενώ ήδη από το 1885
Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων είχε ορισθεί ο Π. Καββαδίας, ο οποίος µάλιστα
ανέλαβε από το 1895 και την Γραµµατεία της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η ανάπτυξη
έφτασε στο απόγειό της µε την διοργάνωση του Α΄ Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου
το 1905. Στη συνέχεια οι έντονες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και το κίνηµα του 1909
έδωσαν νέα ώθηση στον κρατικό µηχανισµό και συνακόλουθα στην Αρχαιολογική
Υπηρεσία, η οποία αναδιοργανώθηκε και σιγά - σιγά απέκτησε αξιόλογο δυναµικό
(Πετράκος 1982, 50-52, 54-55, 56-58).
Σε ιδεολογικό επίπεδο κυριάρχησαν µέχρι το µεσοπόλεµο, οι αξίες της προηγούµενης
περιόδου, τονίσθηκε όµως περισσότερο η αντίληψη της αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας
του έθνους, η οποία είχε ως συνέπεια τη στροφή στη µελέτη της βυζαντινής και της
νεώτερης περιόδου της ελληνικής ιστορίας αποκαθιστώντας έτσι κατά την Βουδούρη
(2003, 59) «το νήµα της αφηγηµατικής ενότητος σε µια σύνθεση του «ελληνικού» και
του «χριστιανικού» στοιχείου». Αποτέλεσµα ήταν η ίδρυση του Βυζαντινού και
Χριστανικού Μουσείου (Βουδούρη 2003, 68-76. Γκαζή 2012, 45-49) και του «Μουσείου
των Ελληνικών Χειροτεχνηµάτων» το 1918 (Βουδούρη 2003, 79-80. Γκαζή 2012, 49-
50). To 1910 µάλιστα µε το άρθρο 5 του νόµου ΓΨΛ´ Περί της αρχαιολογικής υπηρεσίας
του κράτους (ΦΕΚ 178/A´/1910) δηµιουργήθηκε για πρώτη φορά θέση Εφόρου,
υπευθύνου για τα Βυζαντινά µνηµεία. Το κυρίαρχο µοντέλο είναι η ανασκαφή µεγάλων
χώρων, αστικών ή θρησκευτικών κέντρων. Παράλληλα, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες
για την αποκατάσταση και την αναστήλωση των µνηµείων µέσω οργανωµένων
προγραµµάτων, που απέφεραν και τα πρώτα σηµαντικά αποτελέσµατα.

  91  
Παράλληλα, κατά τη Βουτσάκη η συνέχιση των ανασκαφών στις Μυκήνες και η
έναρξη των ανασκαφών του Evans στην Κνωσσό το 1900 έδωσαν νέα ώθηση στη
συζήτηση περί φυλής, έθνους και ταυτότητας, που είχε ξεκινήσει ήδη από τον
προηγούµενο αιώνα, ενώ έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι της εποχής συνέχιζαν να
βλέπουν την αδιάρρηκτη συνέχεια ανάµεσα στον Μυκηναϊκό, τον Οµηρικό και τον
Κλασικό πολιτισµό (Voutsaki 2002, 105-122).
Κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου και µετά τις εθνικές περιπέτειες και την
διαµόρφωση σε µεγάλο βαθµό του εθνικού χώρου, ο αριθµός των αρχαιολόγων
ενισχύθηκε και παρατηρήθηκε στροφή στα ενδιαφέροντα. Κατά την Μπούνια (2012, 39-
40) η αναζήτηση της ελληνικότητος κατά την εποχή αυτή αποµάκρυνε “τόσο από το
αρχαιολογικό όσο και από ροµαντικό σχήµα πρόσληψης του παρελθόντος” και έστρεψε
το ενδιαφέρον σε ένα νέο τρόπο αντίληψης του αισθητικού ή µοντερνιστικού, που
επηρέασε πολλούς τοµείς της καλλιτεχνικής και πνευµατικής ζωής.
Η ελληνική Αρχαιολογία όµως χωρίς να έχει παύσει να βρίσκεται στην ύπαιθρο
χώρα, ενέτεινε τις κατευθύνσεις της προς την Κλασσική Αρχαιολογία και/ ή την Ιστορία
της Τέχνης σύµφωνα και µε τις διεθνείς τάσεις των µεγάλων χωρών τις εποχής. Η
συσσώρευση των αρχαιολογικών ευρηµάτων θα µπορούσε ίσως να αποτελέσει µία
εξήγηση, αλλά δεν είναι η µόνη. Στα διεθνή πράγµατα κυριαρχούσε ο γερµανικός
ιδεαλισµός µε την απόλυτη επικράτηση της αισθητικής.

1.4. Η ελληνική αρχαιολογία 1950 – 1967: Η ανασυγκρότηση

Οι περιπέτειες του πολέµου άφησαν και αυτές τα σηµάδια τους. Έγινε όµως προσπάθεια
για την σταθερή ανανέωση του δυναµικού της Υπηρεσίας και κατ’ επέκταση για την
σταθερή ροή ανάµεσα στο Πανεπιστήµιο και στον επαγγελµατικό χώρο. Έτσι η περίοδος
µέχρι το 1967 θα µπορούσε να προσδιοριστεί από τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Την πραγµατική αύξηση του επιστηµονικού προσωπικού που το 1967 έφτασε τους 70
αρχαιολόγους.
β) Την διοικητική αυτονόµηση της Υπηρεσίας και την απαλλαγή της από τους όποιους
περιορισµούς έθετε ο Πανεπιστηµιακός µηχανισµός, λόγω του γεγονότος ότι µέχρι τότε
ανήκε στο Υπουργείο Παιδείας και επικεφαλής της ετοποθετείτο συνήθως κάποιος
Καθηγητής Πανεπιστηµίου. Έτσι το έτος 1961, όταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία
µεταφέρθηκε στο Υπουργείο Προεδρίας, θα πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχή του

  92  
διαχωρισµού της από τον Πανεπιστηµιακό χώρο, ο οποίος άρχισε πλέον να
τροφοδοτείται µε διδακτικό προσωπικό που δεν ανήκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία
(Πετράκος 1982, 59-63).
γ) Την προσπάθεια για να παρακολουθηθούν οι εξελίξεις και να αναδιοργανωθεί η
Αρχαιολογική Υπηρεσία µέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόµενης ανοικοδόµησης, η οποία,
όπως αποδεικνύεται ακόµα και σήµερα, είναι ο παράγοντας που κατευθύνει τις έρευνες.
δ) Την ένταση των προσπαθειών για την ανάδειξη των «µεγάλων» αρχαιολογικών χώρων
µε άξονα την τουριστική πλέον πολιτική της χώρας. Ο τουρισµός άλλωστε είχε
αναδειχθεί ακόµα και µέσω του κινηµατογράφου και των δηµοσίων θεαµάτων, ως η
πρωταρχική πηγή εισαγωγής συναλλάγµατος και το κύριο προϊόν της χώρας.
Από την εποχή αυτή έγινε λοιπόν φανερή η έννοια της «οικονοµικής
ανταπόδοσης του αρχαίου µνηµείου» και άρχισε έντονα ο προβληµατισµός για την
διαχείρισή του.
Η κήρυξη της δικτατορίας απετέλεσε ένα µεγάλο κτύπηµα για την αναγεννητική
κατά τα προηγούµενα χρόνια προσπάθεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Επειδή την
εποχή εκείνη ανήκε µάλιστα στο Υπουργείο Προεδρίας είχε την «τύχη» να έχει από τις
πρώτες ηµέρες άµεσο επικεφαλής της τον ίδιο τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, ο οποίος
αποκεφάλισε τον τότε Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων, Ι. Δ. Κοντή, επειδή δεν
συµµορφωνόταν απολύτως προς τις οδηγίες του. Ακολούθησαν και άλλοι αρχαιολόγοι.
Τέλος τοποθετήθηκε ως Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων και πάλι ένας Καθηγητής
Πανεπιστηµίου, ο Σπ. Μαρινάτος (Πετράκος 1982, 47-48). Τα αρχαία µνηµεία
χρησιµοποιήθηκαν όµως και κατά την περίοδο αυτή ως µέσον νοµιµοποίησης του
καθεστώτος αλλά και ως µέσον για την αλλαγή της ιδεολογίας των πολιτικών εξορίστων
στην Μακρόνησο (Hamilakis – Yalouri 1996, 124-125. Fotiadis 2003, 85. Χαµηλάκης
2012, 233-270).

1.5. Η ελληνική αρχαιολογία 1974-2014: Η διαχείριση και η


επέκταση

Το τέλος της δικτατορίας βρίσκει την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία να τρέχει


πίσω από τις µπουλντόζες των δηµοσίων έργων και των οικοπέδων ιδιωτών σε µια
Ελλάδα, στην οποία η οικοδοµή αποτελούσε έναν από τους µοναδικούς κινητήριους
µοχλούς ανάπτυξης. Σταδιακά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία άρχισε να µην κατευθύνει

  93  
ουσιαστικά καµία έρευνα αλλά απλά και µόνο παρακολουθεί τις µπουλντόζες των
µεγάλων «ανασκαφέων» της περιόδου, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των Δηµοτικών επιχειρήσεων
αποχέτευσης, των µεγαλοεργολάβων των µεγάλων δηµοσίων έργων (Κουµανούδης 1984,
19-20). Οι λόγοι είναι πολλοί θα αναφερθούν όµως κάποιοι, οι οποίοι είναι πιθανότατα
και οι σηµαντικότεροι:
α) Το ανθρώπινο δυναµικό της Υπηρεσίας απέτυχε να αντιληφθεί τις υπόγειες
κοινωνικές αλλαγές που πραγµατοποιούνταν στην ελληνική κοινωνία και έτσι βρέθηκε
παντελώς απροετοίµαστο να αντιµετωπίσει την νέα πραγµατικότητα µε αποτέλεσµα να
παραµείνει απλός θεατής των καταστάσεων.
β) Από την περίοδο της δικτατορίας ανακόπηκε η γόνιµη διαδικασία ανανέωσης του
προσωπικού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που προηγουµένως είχε λάβει τακτική
µορφή. Ο αριθµός των µονίµων Αρχαιολόγων παρέµεινε απελπιστικά µικρός για τις
ανάγκες της εποχής και αναλόγως συρρικνώθηκε και το επιστηµονικό έργο, ενώ
περιορίσθηκε η επαφή µε το ευρύτερο κοινό, παρόλο που σε επίπεδο ρητορείας, η επαφή
αυτή ήταν και είναι το µέγα ζητούµενο και προς αυτή κατέτειναν όλες οι προσπάθειες.
γ) Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είχε επιπλέον απολέσει τις περισσότερες φορές στις
τοπικές κοινωνίες, την καλή µαρτυρία ιδιαίτερα όπου τα αρχαία µε κάποιον τρόπο έχουν
εµπλοκή µε την καθηµερινότητα των πολιτών.
Από την περίοδο αυτή έρχεται σταδιακά και δειλά στο προσκήνιο η ανάγκη
εξορθολογικοποίησης της διαχείρισης των αρχαίων µνηµείων, κυρίως λόγω:
α) του µεγάλου αριθµού των ανεσκαµµένων αρχαιολογικών χώρων, πολλοί από τους
οποίους δεν διαθέτουν ακόµα και σήµερα ούτε υποτυπώδη οργάνωση,
β) της παρωχηµένης ή και κακής, σε πολλές περιπτώσεις, κατάστασης των µουσείων,
γ) της απαίτησης ορισµένων τοπικών κοινωνιών για την ανάδειξη κάποιων
Αρχαιολογικών Χώρων και Μουσείων, µε κίνητρο και στόχο την οικονοµική κυρίως
ανάπτυξη της περιοχής τους, και τέλος
δ) για έναν καθαρά εσωτερικό λόγο του ΥΠΠΟ και του κρατικού µηχανισµού, την πίεση
για αύξηση των εσόδων, προκειµένου να καλυφθούν µέσω των αρχαιολογικών εσόδων
και άλλες ανάγκες.
Σηµαντικό ρόλο από τη δεκαετία του 1990 και εξής έπαιξαν οι χρηµατοδοτήσεις
των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και ειδικότερα οι χρηµατοδοτήσεις έργων από το Γ´
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης που έδωσαν τεράστια ώθηση σε πάρα πολλά έργα, τα οποία
η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν θα µπορούσε να πραγµατοποιήσει και πιθανότατα δεν θα
πραγµατοποιήσει ξανά στο µέλλον αν δεν υπάρξουν ανάλογες προϋποθέσεις. Φυσικά, η

  94  
αφθονία αυτή είχε ως αποτέλεσµα την κατάδειξη όλων των αδυναµιών και την κρίση του
ισχύοντος διαχειριστικού µοντέλου και της λογικής του. Πρέπει στο σηµείο αυτό να
σηµειωθεί ότι το µεγαλύτερο ποσοστό των προαναφερθέντων αρχαιολογικών έργων
εκτελέσθηκε από το δηµόσιο µε τη µέθοδο της «αυτεπιστασίας», η οποία αποδείχτηκε
ιδιαίτερα αποδοτική τόσο από άποψης ποιότητας του παραγόµενου έργου και του
αποτελέσµατος όσο και εξοικονόµησης οικονοµικών πόρων.
Πραγµατοποιήθηκαν λοιπόν τα έργα, πολλά εκ των οποίων εξαίρετα από άποψη
επιστηµονικής τεκµηρίωσης αλλά και εκτέλεσης, χωρίς όµως κάποιο σχεδιασµό και
κυρίως χωρίς ξεκαθαρισµένο επιστηµονικό σκεπτικό ως προς το τι θα αξιοποιηθεί και
γιατί. Έτσι, για παράδειγµα θα µπορούσε µια περιοχή µε οριακή παρουσία στα ιστορικά
δρώµενα του αρχαίου κόσµου να αναδεικνύεται µε τη δαπάνη πραγµατικά τεράστιων
χρηµατικών ποσών, τα οποία διέσωσαν µεν κάποια µνηµεία αλλά µε αµφίβολα
αποτελέσµατα ακόµη και ως προς τη καθαρά διαδικαστική και διαχειριστική λογική και
από την άλλη µε µεγάλη άνεση αφέθηκαν στην τύχη τους αρχαιολογικοί χώροι µεγάλης
εµβέλειας και διεθνούς αναγνώρισης, όπως η Σπάρτη. Φυσικά αυτό έχει να κάνει µε
βαθύτερα αίτια που σχετίζονται µε την χρόνια κρίση των κατευθύνσεων που υπάρχει σε
επιστηµονικό επίπεδο τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή αρχαιολογία, αλλά και την
ουσιαστική αποδυνάµωση των κλασικών σπουδών, που τροφοδοτεί την προαναφερόµενη
κρίση. Έτσι αποδεικνύεται για άλλη µια φορά ότι διαχείριση χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο
οδηγεί σε αδιέξοδο διότι αν ψάχνουµε απλά και µόνον για διαχειριστές, υπάρχουν πολλοί
και πολύ καλύτεροι από τους Αρχαιολόγους, που θα µπορούσαν να κάνουν αυτή τη
δουλειά.
Ένα τελευταίο στοιχείο, που αναδείχθηκε κατά την τελευταία αυτή περίοδο ήταν
η αµφισβήτηση του µηχανισµού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από το ίδιο το Κράτος ή
καλύτερα για να ακριβολογούµε από τις πολιτικές δυνάµεις που ανέλαβαν τη
διακυβέρνηση του τόπου.

1.6. Η κρίση της διαχείρισης και τα αδιέξοδά της.

Η προηγούµενη παρατήρηση µας οδηγεί και σε µια άλλη παράµετρο, που είναι ο
ρόλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά και των Αρχαιολόγων σήµερα. Η αναφορά
γίνεται κατ᾽ ανάγκην στην Αρχαιολογική Υπηρεσία διότι σε αυτή έχει συγκεντρωθεί το
µεγαλύτερο µέρος του επιστηµονικού δυναµικού των Αρχαιολόγων. Είναι φανερό λοιπόν

  95  
ότι πλέον για κάποιους κύκλους η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτελεί έναν µηχανισµό ο
οποίος είναι «αναχρονιστικός», αφού πλέον ο παλαιός του ρόλος, δηλαδή αυτός του
ιδεολογικού µηχανισµού του κράτους, που αποδεικνύει µέσα από τα υλικά κατάλοιπα
την ελληνικότητα του εθνικού χώρου, αποτελεί εµπόδιο για την θολά διακηρυσσόµενη
κάθε φορά από ποικίλες κατευθύνσεις «ανάπτυξη», η οποία όµως και όπου δεν υπάρχουν
εµπόδια, όπως αυτά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ή άλλων φορέων, όπως η Δασική
Υπηρεσία, ή ευασθητοποιηµένων πολιτών σε ζητήµατα φυσικού ή πολιτιστικού
περιβάλλοντος, δυστυχώς δεν έρχεται.
Σύµφωνα λοιπόν µε αυτή την αντίληψη δεν είναι αναγκαία µια τέτοιου τύπου
Υπηρεσία η οποία θα συνεχίσει να αποκαλύπτει και νέες αρχαιότητες, αφού το πλήθος
των ήδη υπαρχόντων αρκεί, εάν υπάρξει σωστή διαχείρισή τους. Έχουµε να κάνουµε
λοιπόν µε µια, «χρηµατιστηριακή» αντίληψη για τα αρχαία και την πολιτιστική
κληρονοµιά προσαρµοσµένη, άλλες φορές µε άµεσο και άλλες φορές µε έµµεσο τρόπο,
στη λογική της αγοράς, η οποία εισβάλει πλέον στο κράτος προσπαθώντας να
διαχειριστεί πολλούς από τους τοµείς δραστηριότητας της «παλαιάς» κρατικής µηχανής.
Άρα αποτελούν πρόβληµα για τη λογική αυτή τµήµατα του κράτους, τα οποία αποδίδουν
και δεν είναι απλοί ελεγκτικοί µηχανισµοί και αποδεικνύουν έστω και µε ανεπαρκή
τρόπο ότι κάποιοι θεσµοί του κράτους αποδίδουν για το κοινωνικό σύνολο. Η λογική που
διακατέχει τα τελευταία χρόνια τις ποικίλες, από πλευράς πολιτικής άποψης, ηγεσίες του
Υπουργείου, ενάντια σε αυτόν τον θεσµό δεν έχει να κάνει τόσο µε ένα καθαρά
οργανωµένο σχέδιο που έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισµό και κατεύθυνση όσο µε
επιβολή ποικίλων οργανωµένων συµφερόντων ή ακόµη και από προσωπικού χαρακτήρα
πολιτικές και από την άλλη συγκεκαλυµµένες ή και απροκάλυπτες νεοφιλελεύθερες
αντιλήψεις, οι οποίες επ’ ουδενί µπορούν να προσκοµίσουν υποστηρικτικά επιχειρήµατα
για τις συγκεκριµένες πολιτικές τους. Τελικά το µόνο συµπέρασµα που αβίαστα µπορεί
να βγει από όλη αυτή την περιπέτεια είναι ότι επιχειρείται urbi et orbi η προώθηση µιας
νεφελώδους ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον πολιτισµό, ιδιαίτερα στον τοµέα της
πολιτιστικής κληρονοµιάς, µε κρατικά όµως λεφτά.
Συγκεφαλαιώνοντας θα πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν κεφάλαιο δεν αποτελεί,
ούτε εξ αρχής είχε τη φιλοδοξία να αποτελέσει, µια ενδελεχή ιστορία της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας, αλλά απλά µια περιληπτική αναφορά σε κοµβικά κατά την άποψη του
γράφοντος ζητήµατα, που αντιµετώπισε αυτή η Υπηρεσία στην βαθµιαία µετατροπή της
από Υπηρεσία µε βασικό σκοπό την προστασία των αρχαιοτήτων σε µια Υπηρεσία που
έχει αναλάβει πλέον έναν διαφορετικό ρόλο, εκείνο της διαχείρισης του πολιτιστικού

  96  
αγαθού σε σχέση µε το κοινό και την κοινωνία γενικότερα. Η βαθµιαία αυτή
προσαρµογή είχε επιπτώσεις όχι µόνον όσον αφορά στα αποτελέσµατα της διαχείρισης,
όσο και ως προς την ίδια την Υπηρεσία και τις λειτουργίες της. Είναι εµφανές ότι όλη
αυτή η διαδικασία επηρέασε ιδιαίτερα τα Μουσεία, το πλέον εµβληµατικό σηµείο τοµής
της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας µε την κοινωνία.

  97  
Πίνακας 1

  98  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  99  
Πίνακας 2

  100  
ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και
Αθλητισµού)

  101  
Πίνακας 3

  102  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  103  
Πίνακας 4

  104  
ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και
Αθλητισµού)

  105  
Πίνακας 5

  106  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  107  
Πίνακας 6

  108  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  109  
των, και Μουσαµάδων ιδρυµάτων, µε προϊόντα κατασχέσεων, µε αγορές από
την Ελλάδα και το εξωτερικό και µε πολιτιστικά αγαθά
νοµικής και Τεχνικής Υπο− από όλη την Επικράτεια, σε συνεργασία µε τις αρµόδιες
λαξης
Υπηρεσίες, Κεντρικές και Περιφερειακές της Γενικής
κόνων, Τοιχογραφιών, Ψη−
∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς,
γράφων, Ανθιβόλων, Χαρα−
καθώς και µε κάθε άλλο νόµιµο τρόπο.
ν και Συλλογής Λοβέρδου
, µελέτη, καταγραφή, προ− γ) Η προβολή του Μουσείου στις δηµόσιες και διεθνείς
Πίνακας 7
δηµοσίευση, φωτογραφική του σχέσεις, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραµ−
ν Εικόνων, Τοιχογραφιών, µάτων και πάσης φύσεως εκδόσεων, η διαχείριση του
Χειρογράφων, Ανθιβόλων, φωτογραφικού αρχείου και της βιβλιοθήκης, η αναζή−
ιτύπων και της Συλλογής τηση χορηγιών
2. Το Επιγραφικό − Νοµισµατικό Μουσείο έχει έδρα
λυπτικής, Ξυλογλυπτικής, την Αθήνα και απαρτίζεται από τα ακόλουθα Τµήµατα:
φασµάτων, και Μουσαµά− α) Τµήµα Έρευνας και Τεκµηρίωσης Επιγραφών
ρευνα, µελέτη, καταγραφή, β) Τµήµα Νοµισµάτων, Σταθµίων και Μικροτεχνίας,
ξη, δηµοσίευση, φωτογρα− Σφραγίδων και Μεταλλίων
λή των έργων Γλυπτικής, γ) Τµήµα Συντήρησης

  110  
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

δ) Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής Υπο− ρικής λειτουργίας, τη διεκπεραίωση των οικονο
στήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης υποθέσεων, την τήρηση των στατιστικών δεδο
3. α) Το Τµήµα Έρευνας και Τεκµηρίωσης Επιγραφών του πρωτοκόλλου και του αρχείου εγγράφων
είναι αρµόδιο για: γγ) Τη διαχείριση και συντήρηση του συνόλο
αα) Την έρευνα, µελέτη, καταγραφή, προστασία, διά− ηλεκτρονικών, ηλεκτρολογικών και µηχανολογικ
σωση, ανάδειξη, δηµοσίευση, φωτογραφική τεκµηρίωση στηµάτων του Μουσείου
και προβολή των αρχαίων ελληνικών επιγραφών του δδ) Την τεχνική υποστήριξη των εκθέσεων του
Μουσείου. σείου
ββ) Την παροχή της επιστηµονικής συνδροµής προς εε) Την διαχείριση συγχρηµατοδοτούµενων προ
τις λοιπές ∆ιευθύνσεις της Γενικής ∆ιεύθυνσης Αρχαι− µάτων
οτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, καθώς και σε στστ) Την κίνηση και συντήρηση των κρατικώ
άλλους φορείς, σχετικά µε θέµατα µελέτης, συντήρη− µάτων του
σης, προστασίας, ανάδειξης, έκθεσης και δηµοσίευσης ζζ) Τη φύλαξη και τον έλεγχο υπηρεσιών φύ
επιγραφών. καθαριότητας και ευταξίας του Μουσείου
β) Το Τµήµα Νοµισµάτων, Σταθµίων και Μικροτεχνίας,
Άρθρο 25
Σφραγίδων και Μεταλλίων είναι αρµόδιο για:
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
αα) Την έρευνα, µελέτη, καταγραφή, προστασία, διά−
σωση, ανάδειξη, δηµοσίευση, φωτογραφική τεκµηρίωση 1. Οι επιχειρησιακοί στόχοι του Αρχαιολογικού
και προβολή των Νοµισµάτων, Σταθµίων και Μικροτε− σείου Θεσσαλονίκης είναι:
χνίας, Σφραγίδων και Μεταλλίων του Μουσείου α) Η φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκµη
ββ) Την παροχή τεχνογνωσίας, ως κέντρο συµβουλευ− έρευνα, µελέτη, δηµοσίευση και κυρίως η έκθε
τικό, στις λοιπές ∆ιευθύνσεις της Γενικής ∆ιεύθυνσης προβολή στο κοινό των φυλασσόµενων σε αυτό
Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, καθώς και τιστικών Αγαθών.
σε άλλους φορείς σχετικά µε θέµατα µελέτης, συντή− β) Ο εµπλουτισµός των Συλλογών του µε την α
ρησης, προστασίας, ανάδειξης, έκθεσης κ.α. νοµισµά− χή δωρεών εκ µέρους φυσικών προσώπων, φορ
των, µεταλλίων, σταθµίων και λοιπών νοµισµατόµορφων ιδρυµάτων, µε προϊόντα κατασχέσεων, µε αγορέ
αντικειµένων την Ελλάδα και το εξωτερικό και µε πολιτιστικά
γ) Το Τµήµα Συντήρησης είναι αρµόδιο για: από όλη την Επικράτεια, σε συνεργασία µε τις αρ
αα) Την καλή λειτουργία των εργαστηρίων συντή− Υπηρεσίες, Κεντρικές και Περιφερειακές της Γ
ρησης (νοµισµάτων, σφραγίδων, µολυβδοβούλλων, ∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρον
µεταλλίων, σταθµίων, συµβόλων, επιγραφών) και την καθώς και µε κάθε άλλο νόµιµο τρόπο.
κατασκευή εκµαγείων γ) Η προβολή του Μουσείου στις δηµόσιες και δ
ββ) Την συντήρηση και αποκατάσταση νοµισµάτων, του σχέσεις, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προ
µολυβδοβούλλων, µεταλλίων, σφραγίδων, την κατα− µάτων και πάσης φύσεως εκδόσεων, η διαχείρισ
σκευή εκµαγείων, τη συντήρηση χάρτου και τη συντή− φωτογραφικού αρχείου και της βιβλιοθήκης, η
ρηση των ψηφιδωτών, των τοιχογραφιών, του ξύλου και τηση χορηγιών
του µαρµάρινου διακόσµου του κτηρίου, όπου στεγάζε− 2. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχε
ται η Νοµισµατική Συλλογή τη Θεσσαλονίκη και απαρτίζεται από τα ακόλουθ
γγ) Την εκπαίδευση υπαλλήλων άλλων Υπηρεσιών µατα:
της Γενικής ∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής α) Τµήµα Συλλογών Κεραµικής, Τοιχογραφιώ
Κληρονοµιάς σε θέµατα συντήρησης µετάλλου, λίθου Ψηφιδωτών
και χάρτου β) Τµήµα Συλλογών Μεταλλοτεχνίας, Λίθινων
δδ) Τη διαρκή συντήρηση και αισθητική αποκατάστα− κροτεχνίας
ση των ενεπίγραφων µνηµείων, καθώς και τη συντήρηση γ) Τµήµα Συντήρησης, Χηµικών και Φυσικών Ερ
επιγραφών άλλων µουσείων, το συντονισµό της λήψης και Αρχαιοµετρίας
εκτύπων, τη µεταφορά των λίθων για την εξυπηρέτηση δ) Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνική
των µελετητών, τη συντήρηση, συγκόλληση και προ− στήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης
ετοιµασία των λίθων µε σκοπό την έκθεσή τους σε 3. α) Το Τµήµα Συλλογών Κεραµικής, Τοιχογρ
περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου ή άλλων µουσείων και Ψηφιδωτών είναι αρµόδιο για την έρευνα, µ
εε) Την επιστηµονική τεκµηρίωση όλων των εργασιών καταγραφή, προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δηµοσ
συντήρησης φωτογραφική τεκµηρίωση και προβολή των αντ
στστ) Την έρευνα για τις µεθόδους και τα υλικά συ− νων του Μουσείου που ανήκουν στις παραπάνω
ντήρησης γορίες και χρονολογούνται από την προϊστορικ
δ) Το Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής την υστερορωµαϊκή περίοδο.
Υποστήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης είναι αρµόδιο για: β) Το Τµήµα Συλλογών Μεταλλοτεχνίας, Λίθιν
αα) Τα τεχνικά έργα και τη συντήρηση των πάσης Μικροτεχνίας είναι αρµόδιο για την έρευνα, µελέ
φύσεως εγκαταστάσεων και κτιριακών υποδοµών του ταγραφή, προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δηµοσ
Μουσείου και των εξωτερικών χώρων του, σε συνεργα− φωτογραφική τεκµηρίωση και προβολή των αντ
σία µε τις αρµόδιες Υπηρεσίες της Γενικής ∆ιεύθυνσης
νων του Μουσείου που ανήκουν στις παραπάνω
Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων
γορίες και χρονολογούνται από την προϊστορικ
ββ) Τη διεκπεραίωση των διοικητικών θεµάτων, ιδίως
την υστερορωµαϊκή περίοδο.
θεµάτων προσωπικού, της αλληλογραφίας και εσωτε−

  111  
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 5549

Οικονοµικής και Τεχνικής Υπο− ρικής λειτουργίας, τη διεκπεραίωση των οικονοµικών


ι Φύλαξης υποθέσεων, την τήρηση των στατιστικών δεδοµένων,
ς και Τεκµηρίωσης Επιγραφών του πρωτοκόλλου και του αρχείου εγγράφων
γγ) Τη διαχείριση και συντήρηση του συνόλου των
η, καταγραφή, προστασία, διά− ηλεκτρονικών, ηλεκτρολογικών και µηχανολογικών συ−
υση, φωτογραφική τεκµηρίωση στηµάτων του Μουσείου
ων ελληνικών επιγραφών του δδ) Την τεχνική υποστήριξη των εκθέσεων του Μου−
σείου
πιστηµονικής συνδροµής προς εε) Την διαχείριση συγχρηµατοδοτούµενων προγραµ−
της Γενικής ∆ιεύθυνσης Αρχαι− µάτων
ς Κληρονοµιάς, καθώς και σε στστ) Την κίνηση και συντήρηση των κρατικών οχη−
µε θέµατα µελέτης, συντήρη− µάτων του
ιξης, έκθεσης και δηµοσίευσης ζζ) Τη φύλαξη και τον έλεγχο υπηρεσιών φύλαξης,
καθαριότητας και ευταξίας του Μουσείου
ων, Σταθµίων και Μικροτεχνίας,
Άρθρο 25
ων είναι αρµόδιο για:
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
η, καταγραφή, προστασία, διά−
υση, φωτογραφική τεκµηρίωση 1. Οι επιχειρησιακοί στόχοι του Αρχαιολογικού Μου−
µάτων, Σταθµίων και Μικροτε− σείου Θεσσαλονίκης είναι:
εταλλίων του Μουσείου α) Η φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκµηρίωση,
νωσίας, ως κέντρο συµβουλευ− έρευνα, µελέτη, δηµοσίευση και κυρίως η έκθεση και
νσεις της Γενικής ∆ιεύθυνσης προβολή στο κοινό των φυλασσόµενων σε αυτό Πολι−
στικής Κληρονοµιάς, καθώς και τιστικών Αγαθών.
κά µε θέµατα µελέτης, συντή− β) Ο εµπλουτισµός των Συλλογών του µε την αποδο−
άδειξης, έκθεσης κ.α. νοµισµά− χή δωρεών εκ µέρους φυσικών προσώπων, φορέων ή
ν και λοιπών νοµισµατόµορφων ΦΕΚιδρυµάτων,
171/Α´/2014µε προϊόντα κατασχέσεων,
(ΠΔ 104/2014, µε αγορέςτου
Οργανισµός απόΥπουργείου Πολιτισµού και
την Ελλάδα και το εξωτερικό και µε πολιτιστικά αγαθά
Αθλητισµού)
ης είναι αρµόδιο για: από όλη την Επικράτεια, σε συνεργασία µε τις αρµόδιες
γία των εργαστηρίων συντή− Υπηρεσίες, Κεντρικές και Περιφερειακές της Γενικής
φραγίδων, µολυβδοβούλλων, ∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς,
υµβόλων, επιγραφών) και την καθώς και µε κάθε άλλο νόµιµο τρόπο.
γ) Η προβολή του Μουσείου στις δηµόσιες και διεθνείς
αι αποκατάσταση νοµισµάτων, του σχέσεις, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραµ−
λλίων, σφραγίδων, την κατα− µάτων και πάσης φύσεως εκδόσεων, η διαχείριση του
ντήρηση χάρτου και τη συντή− φωτογραφικού αρχείου και της βιβλιοθήκης, η αναζή−
ων τοιχογραφιών, του ξύλου και τηση χορηγιών
ου του κτηρίου, όπου στεγάζε− 2. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχει έδρα
ογή τη Θεσσαλονίκη και απαρτίζεται από τα ακόλουθα Τµή−
υπαλλήλων άλλων Υπηρεσιών µατα:
Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής α) Τµήµα Συλλογών Κεραµικής, Τοιχογραφιών και
α συντήρησης µετάλλου, λίθου Ψηφιδωτών
β) Τµήµα Συλλογών Μεταλλοτεχνίας, Λίθινων και Μι−
ση και αισθητική αποκατάστα− κροτεχνίας
µείων, καθώς και τη συντήρηση γ) Τµήµα Συντήρησης, Χηµικών και Φυσικών Ερευνών
είων, το συντονισµό της λήψης και Αρχαιοµετρίας
ων λίθων για την εξυπηρέτηση δ) Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής Υπο−
τήρηση, συγκόλληση και προ− στήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης
ε σκοπό την έκθεσή τους σε 3. α) Το Τµήµα Συλλογών Κεραµικής, Τοιχογραφιών
Μουσείου ή άλλων µουσείων και Ψηφιδωτών είναι αρµόδιο για την έρευνα, µελέτη,
εκµηρίωση όλων των εργασιών καταγραφή, προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δηµοσίευση,
φωτογραφική τεκµηρίωση και προβολή των αντικειµέ−
τις µεθόδους και τα υλικά συ− νων του Μουσείου που ανήκουν στις παραπάνω κατη−
γορίες και χρονολογούνται από την προϊστορική έως
κής, Οικονοµικής και Τεχνικής την υστερορωµαϊκή περίοδο.
και Φύλαξης είναι αρµόδιο για: β) Το Τµήµα Συλλογών Μεταλλοτεχνίας, Λίθινων και
και τη συντήρηση των πάσης Μικροτεχνίας είναι αρµόδιο για την έρευνα, µελέτη, κα−
ν και κτιριακών υποδοµών του ταγραφή, προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δηµοσίευση,
ρικών χώρων του, σε συνεργα− φωτογραφική τεκµηρίωση και προβολή των αντικειµέ−
ρεσίες της Γενικής ∆ιεύθυνσης
νων του Μουσείου που ανήκουν στις παραπάνω κατη−
ν και Τεχνικών Έργων
γορίες και χρονολογούνται από την προϊστορική έως
ων διοικητικών θεµάτων, ιδίως
την υστερορωµαϊκή περίοδο.
ης αλληλογραφίας και εσωτε−

  112  
Πίνακας 8

  113  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  114  
Πίνακας 9

ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014,


Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού)

  115  
Πίνακας 10

  116  
  117  
ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  118  
Πίνακας 11

  119  
ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και
Αθλητισµού)

  120  
Πίνακας 12

ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003,


Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  121  
Πίνακας 13

ΦΕΚ 171/Α´/2014 (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού και


Αθλητισµού)

  122  
Πίνακας 14

ΦΕΚ 146/Α´/2003 (ΠΔ 191/2003, Οργανισµός του Υπουργείου Πολιτισµού)

  123  
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 55

Υπηρεσίες, Κεντρικές και Περιφερειακές της Γενικής την Ελλάδα και το εξωτερικό και µε πολιτιστικά αγα
∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, από όλη την Επικράτεια, σε συνεργασία µε τις αρµόδ
καθώς και µε κάθε άλλο νόµιµο τρόπο. Υπηρεσίες, Κεντρικές και Περιφερειακές της Γενικ
γ) Η προβολή του Μουσείου στις δηµόσιες και διεθνείς ∆ιεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονοµι
του σχέσεις, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραµ− καθώς και µε κάθε άλλο νόµιµο τρόπο.
Πίνακας 15
µάτων και πάσης φύσεως εκδόσεων, η διαχείριση του
φωτογραφικού αρχείου και της βιβλιοθήκης, η αναζή−
γ) Η προβολή του Μουσείου στις δηµόσιες και διεθν
του σχέσεις, η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγρα
τηση χορηγιών µάτων και πάσης φύσεως εκδόσεων, η διαχείριση τ
2. Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (στο εξής ΜΑΤ) έχει φωτογραφικού αρχείου και της βιβλιοθήκης, η ανα
έδρα την Κέρκυρα και απαρτίζεται από τα ακόλουθα τηση χορηγιών.
Τµήµατα: 2. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (στο εξ
α) Τµήµα Μουσειακών Συλλογών ΑΜΗ) έχει έδρα το Ηράκλειο και απαρτίζεται από
β) Τµήµα Συντήρησης ακόλουθα Τµήµατα:
γ) Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής Υπο− α) Τµήµα Προϊστορικών και Μινωικών Αρχαιοτήτω
στήριξης, Ασφάλειας και β) Τµήµα Προκλασικών, Κλασικών, Ελληνιστικών
Φύλαξης Ρωµαϊκών Αρχαιοτήτων,
3. α) Το Τµήµα Μουσειακών Συλλογών είναι αρµόδιο γ) Τµήµα Συντήρησης
για την έρευνα, µελέτη, καταγραφή, προστασία, διάσω− δ) Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής Υπ
ση, ανάδειξη, δηµοσίευση, φωτογραφική τεκµηρίωση και στήριξης, Ασφάλειας και
προβολή των έργων και αντικειµένων του Μουσείου. Φύλαξης
β) Το Τµήµα Συντήρησης είναι αρµόδιο για: 3. α) Το Τµήµα Προϊστορικών και Μινωικών Αρχαιο
αα) Τον καθαρισµό, τη συντήρηση, την αποκατάσταση των είναι αρµόδιο για την έρευνα, µελέτη, καταγρα
και την αισθητική παρουσίαση των αντικειµένων του προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δηµοσίευση, φωτογρα
κή τεκµηρίωση και προβολή των έργων και αντικειµέν
Μουσείου και κάθε φύσης εκθεµάτων.
του Μουσείου, που χρονολογούνται στην προϊστορ
ββ) Την επιστηµονική τεκµηρίωση όλων των εργασιών.
εποχή (νεολιθική, προανακτορική, παλαιοανακτορι
γγ) Την έρευνα για τις µεθόδους και τα υλικά συντή−
νεοανακτορική, µετανακτορική και υποµινωική περίοδ
ρησης.
β) Το Τµήµα Προκλασικών, Κλασικών, Ελληνιστικών
γ) Το Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικής
Ρωµαϊκών Αρχαιοτήτων είναι αρµόδιο για την έρευ
Υποστήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης είναι αρµόδιο για:
µελέτη, καταγραφή, προστασία, διάσωση, ανάδειξη, δ
αα) Τα τεχνικά έργα και τη συντήρηση των πάσης
µοσίευση, φωτογραφική τεκµηρίωση και προβολή τ
φύσεως εγκαταστάσεων και κτηριακών υποδοµών του
έργων και αντικειµένων του Μουσείου, που χρονολ
Μουσείου και των εξωτερικών χώρων του, σε συνεργα−
γούνται στη γεωµετρική, αρχαϊκή, κλασσική, ελληνιστ
σία µε τις αρµόδιες Υπηρεσίες της Γενικής ∆ιεύθυνσης
και ρωµαϊκή περίοδο.
Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων. γ) Το Τµήµα Συντήρησης είναι αρµόδιο για:
ββ) Τη διεκπεραίωση των διοικητικών θεµάτων, ιδίως
αα) τον καθαρισµό, τη συντήρηση, την αποκατάστ
θεµάτων προσωπικού, της αλληλογραφίας και εσωτε−
ση και την αισθητική παρουσίαση των αρχαιολογικ
ρικής λειτουργίας, τη διεκπεραίωση των οικονοµικών
αντικειµένων του Μουσείου και κάθε φύσης εκθεµάτ
υποθέσεων, την τήρηση των στατιστικών δεδοµένων,
ββ) την επιστηµονική τεκµηρίωση όλων των εργασι
του πρωτοκόλλου και του αρχείου εγγράφων.
γγ) την έρευνα για τις µεθόδους και τα υλικά συν
γγ) Τη διαχείριση και συντήρηση του συνόλου των
ρησης.
ηλεκτρονικών, ηλεκτρολογικών και µηχανολογικών συ−
δ) Το Τµήµα ∆ιοικητικής, Οικονοµικής και Τεχνικ
στηµάτων του Μουσείου.
Υποστήριξης, Ασφάλειας και Φύλαξης είναι αρµόδιο γ
δδ) Την τεχνική υποστήριξη των εκθέσεων του Μου−
αα) Τα τεχνικά έργα και τη συντήρηση των πάσ
σείου.
εε) Την διαχείριση συγχρηµατοδοτούµενων προγραµ− φύσεως εγκαταστάσεων και κτηριακών υποδοµών τ
µάτων. Μουσείου και των εξωτερικών χώρων του, σε συνεργ
στστ) Την κίνηση και συντήρηση των κρατικών οχη− σία µε τις αρµόδιες Υπηρεσίες της Γενικής ∆ιεύθυνσ
µάτων του. Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων.
ζζ) Τη φύλαξη και τον έλεγχο υπηρεσιών φύλαξης, ββ) Τη διεκπεραίωση των διοικητικών θεµάτων, ιδί
καθαριότητας και ευταξίας του Μουσείου. θεµάτων προσωπικού, της αλληλογραφίας και εσω
ρικής λειτουργίας, τη διεκπεραίωση των οικονοµικ
Άρθρο 28 υποθέσεων, την τήρηση των στατιστικών δεδοµέν
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου του πρωτοκόλλου και του αρχείου εγγράφων.
1. Οι επιχειρησιακοί στόχοι του Αρχαιολογικού Μου− γγ) Τη διαχείριση και συντήρηση του συνόλου τ
ΦΕΚ 171/Α´/2014
σείου (ΠΔ 104/2014, Οργανισµός του
Ηρακλείου είναι: Υπουργείου
ηλεκτρονικών,Πολιτισµού και και µηχανολογικών σ
ηλεκτρολογικών
α) Η φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκµηρίωση, στηµάτων του Μουσείου
Αθλητισµού)
έρευνα, µελέτη, δηµοσίευση και κυρίως η έκθεση και δδ) Την τεχνική υποστήριξη των εκθέσεων του Μο
προβολή στο κοινό των φυλασσόµενων σε αυτό Πολι− σείου
τιστικών Αγαθών. εε) Την διαχείριση συγχρηµατοδοτούµενων προγρα
β) Ο εµπλουτισµός των Συλλογών του µε την αποδο− µάτων
χή δωρεών εκ µέρους φυσικών προσώπων, φορέων ή στστ) Την κίνηση και συντήρηση των κρατικών οχ
ιδρυµάτων, µε προϊόντα κατασχέσεων, µε αγορές από µάτων του

  124  

You might also like