Professional Documents
Culture Documents
Ο Λέων ο Διάκονος ήταν Βυζαντινός ιστορικός και χρονογράφος
Ο Λέων ο Διάκονος ήταν Βυζαντινός ιστορικός και χρονογράφος
Εθνώνυμο
Το εθνώνυμο των Πετσενέγων προήλθε από τη λέξη της Αρχαίας Τουρκικής για τον
"μπατζανάκη" (baja, baja-naq ή bajinaq), υπονοώντας ότι αρχικά αναφερόταν "σε
σόι ή φυλή με σχέση εξ αγχιστείας". Πηγές γραμμένες σε διάφορες γλώσσες
χρησιμοποιούσαν παρόμοιες ονομασίες όταν αναφέρονταν σε συνομοσπονδίες των
φυλών των Πετσενέγων. Αναφέρονταν με τα ονόματα Bjnak, Bjanak ή Bajanak σε
αραβικά και περσικά κείμενα, ως Be-ča-nag σε κείμενα της Κλασικής Θιβετιανής
(10ος-12ος αιώνας), ως Pačanak-i σε έργα γραμμένα στη Γεωργιανή και Pacinnak
στην Αρμενική. Η Άννα Κομνηνή και άλλοι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονταν
στους Πετσενέγους ως Πατζινακίτες. Σε κείμενα της μεσαιωνικής Λατινικής οι
Πετσενέγοι αναφέρονταν ως Pizenaci, Bisseni ή Bessi. Οι ανατολικοί σλαβικοί λαοί
χρησιμοποιούν τους όρους Pečenegi ή Pečenezi, ενώ οι Πολωνοί τούς αναφέρουν ως
Pieczyngowie ή Piecinigi. Η ουγγρική λέξη για τους Πετσενέγους είναι besenyő και η
αντίστοιχη ρουμανική Pecenegi. Η σύγχρονη ταταρική λέξη είναι Böcänäklär.
Ιστορία
Προέλευση (μέχρι το 800 ή 850)
Ο Πολ Πελλιό (Γάλλος σινολόγος και οριενταλιστής, 1878-1945) ήταν ο πρώτος που
υποστήριξε ότι ένα κινέζικο βιβλίο του 7ου αιώνα, το Βιβλίο των Σουί, διέσωσε την
αρχαιότερη αναφορά στους Πετσενέγους. Γράφει για τους Pei-ju (Πέι-τσου), λαό
εγκατεστημένο μεταξύ των Εν-τσ'ου και των Α-λαν (ταυτιζόμενων αντίστοιχα με τους
Ονόγουρους και τους Αλανούς) ανατολικά της Φου-λιν (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Αντίθετα με την άποψη αυτή, ο Βίκτορ Σπινέι (Ρουμάνος ακαδημαϊκός, γεν. 1943)
υποστηρίζει ότι η πρώτη βέβαιη αναφορά στους Πετσενέγους βρίσκεται σε θιβετιανή
μετάφραση ουιγουρικού κειμένου του 8ου αιώνα. Το κείμενο αφηγείται έναν πόλεμο
μεταξύ δύο λαών, των Be-ča-nag (Πετσενέγων) και των Hor (Χορ, Ογούζων
Τούρκων). Οι Πετσενέγοι κατοικούσαν την περιοχή γύρω από τον ποταμό Συρ
Ντάρια, την εποχή που πρωτοεμφανίζονται μαρτυρίες για αυτούς.
Σύμφωνα με τον Γκαρντιζί (Πέρσης γεωγράφος και ιστορικός, πέθανε το 1061) και
άλλους μουσουλμάνους λογίους που βάσισαν τα έργα τους σε πηγές του 9ου αιώνα,
τα νέα εδάφη των Πετσενέγων συνόρευαν με τους Κουμάνους, τους Χαζάρους, τους
Ογούζους Τούρκους και τους Σλάβους. Οι ίδιες πηγές αφηγούνται επίσης ότι οι
Πετσενέγοι πολεμούσαν συχνά κατά των Χαζάρων και των υποτελών τους
Βουρτάσων. Οι Χάζαροι και οι Ογούζοι Τούρκοι συνήψαν μια συμμαχία κατά των
Πετσενέγων και τους επιτέθηκαν. Υστερώντας αριθμητικά οι Πετσενέγοι ξεκίνησαν
νέα μετανάστευση, εισέβαλαν στα μέρη που κατοικούσαν οι Μαγυάροι και τους
ανάγκασαν να φύγουν. Δεν υπάρχει χρονολογία κοινά αποδεκτή γι' αυτή τη δεύτερη
μετανάστευση των Πετσενέγων. Ο Πρίτσακ υποστηρίζει ότι έλαβε χώρα γύρω στα
830, ενώ ο Κρίστο ότι αποκλείεται να συνέβη πριν το 850. Οι Πετσενέγοι
εγκαταστάθηκαν κατά μήκος των ποταμών Ντονέτς και Κουμπάν.
Αρχικά οι Πετσενέγοι είχαν την κατοικία τους στον ποταμό Ατίλ (Βόλγας), καθώς
και στον ποταμό Γκέιτς (Ουράλης), έχοντας κοινά σύνορα με τους Χαζάρους και τους
λεγόμενους Ούζους. Αλλά πριν από πενήντα χρόνια οι λεγόμενοι Ούζοι συμμάχησαν
με τους Χάζαρους και πολέμησαν τους Πετσενέγους και επεκράτησαν επί αυτών και
τους εξεδίωξαν από τη χώρα τους, που οι λεγόμενοι Ούζοι κατέχουν μέχρι σήμερα.
[...] Όταν οι Πετσενέγοι εκδιώχθηκαν από τη χώρα τους μερικοί με τη θέλησή τους
και προσωπική τους απόφαση έμειναν πίσω και συγχωνεύθηκαν με τους λεγόμενους
Ούζους και μέχρι σήμερα ζουν ανάμεσά τους και φορούν διακριτικά σήματα που τους
ξεχωρίζουν από μακριά και προδίδουν την προέλευσή τους και πώς έγινε και
αποχωρίστηκαν το λαό τους, γιατί οι χιτώνες τους είναι κοντοί, φτάνοντας στο γόνατο
και τα μανίκια τους είναι κομμένα στους ώμους, έτσι βλέπεις, δείχνουν ότι έχουν
αποκοπεί από το λαό και τη φυλή τους. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος: Προς τον
ίδιον υιόν Ρωμανόν.
Σε αρμενικές πηγές
Στα Αρμενικά Χρονικά του Ματθαίου της Έδεσσας (π. 1144), οι Πετσενέγοι
αναφέρονται δύο φορές. Η πρώτη αναφορά είναι στο κεφάλαιο 75, όπου αναφέρει ότι
το έτος 499 (σύμφωνα με το παλιό αρμενικό ημερολόγιο - το 1050–51 σύμφωνα με
το Γρηγοριανό), το έθνος των Μπατζινάγκ προκάλεσε μεγάλη καταστροφή σε πολλές
επαρχίες της "Ρώμης", δηλ. τα βυζαντινά εδάφη. Η δεύτερη είναι στο κεφάλαιο 103,
που αναφέρεται στη Μάχη του Μαντζικέρτ. Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρεται ότι οι
σύμμαχοι της "Ρώμης", οι φυλές Πατζουνάκ και Ουζ (μερικοί κλάδοι των Ογούζων
Τούρκων), άλλαξαν στρατόπεδο στην κορύφωση της μάχης και άρχισαν να πολεμούν
κατά των βυζαντινών δυνάμεων, στο πλευρό των Σελτζούκων Τούρκων. Στο
κεφάλαιο 132 περιγράφεται ένας πόλεμος μεταξύ της "Ρώμης" και των Πατζινάγκ,
και μετά την ήττα του ρωμαϊκού (βυζαντινού) στρατού αναφέρεται μια ανεπιτυχής
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Πατζινάγκ. Στο κεφάλαιο αυτό οι
Πατζινάγκ περιγράφονται ως "στρατός τοξοτών". Στο κεφάλαιο 299 ο Αρμένιος
πρίγκηπας Βασίλ, που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό (βυζαντινό) στρατό, έστειλε ένα
απόσπασμα Πατζινάγκ (είχαν εγκατασταθεί στην πόλη της Μοψουεστίας, κοντά στα
σημερινά Άδανα, που είναι πολύ μακριά από τις χώρες όπου κυρίως ζούσαν τότε οι
Πετσενέγοι) σε βοήθεια των Χριστιανών.
Συμμαχία με το Βυζάντιο
Ο Σβιατοσλάβος A΄ του Κιέβου εισέρχεται στη Βουλγαρία με τους Πετσενέγους
συμμάχους του, από το Χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή
Οι Ούζοι, άλλος τουρκικός λαός της στέπας, εξεδίωξαν τελικά τους Πετσενέγους από
την πατρίδα τους, και στη συνέχεια οικειοποιήθηκαν τα περισσότερα από τα ζώα τους
και άλλα αγαθά τους. Μια συμμαχία Ογούζων, Κιμάκων και Καρλούκων πίεζε επίσης
τους Πετσενέγους, αλλά ένα άλλο βασίλειο, οι Σαμανίδες του Ιράν, νίκησαν αυτή τη
συμμαχία. Ωθούμενοι δυτικότερα από τους Χαζάρους και τους Κουμάνους το 889, οι
Πετσενέγοι εκδίωξαν με τη σειρά τους τούς Μαγυάρους δυτικά του ποταμού
Δνείπερου το 892.
Μετά από αιώνες πολέμων, όπου συμμετείχαν όλοι οι γείτονές τους - η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, η Βουλγαρία, οι Ρως του Κιέβου, η Χαζαρία και οι Μαγυάροι - οι
Πετσενέγοι αφανίστηκαν ως ανεξάρτητη δύναμη το 1091 στη Μάχη του Λεβουνίου
από έναν ενωμένο στρατό Βυζαντινών και Κουμάνων υπό το Βυζαντινό
Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ο Αλέξιος Α΄ στρατολόγησε κατόπιν τους
ηττημένους Πετσενέγους, που τους μετεγκατέστησε μαζί στην περιοχή της Αλμωπίας
στη Μακεδονία σε ένα "τάγμα Πετσενέγων των Μογλενών". Μετά από νέα επίθεση
των Κουμάνων το 1094, πολλοί Πετσενέγοι σφαγιάσθηκαν ή αφομοιώθηκαν. Οι
Βυζαντινοί νίκησαν πάλι τους Πετσενέγους στη Μάχη της Βερόης το 1122, στο
έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας. Για κάποιο διάστημα σημαντικές κοινότητες
Πετσενέγων επιβίωναν ακόμη στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Με την πάροδο του
χρόνου οι Πετσενέγοι των Βαλκανίων έχασαν την εθνική τους ταυτότητα και
αφομοιώθηκαν πλήρως, κυρίως από τους Μαγυάρους και τους Βουλγάρους.