Professional Documents
Culture Documents
Γενικές πληροφορίες
1 Ιανουαρίου 1058
Γέννηση
Κάτω Λωρραίνη
2 Απριλίου 1118[1][2][3][4][5]
Θάνατος
Αρίς
Αιτία θανάτου τροφική δηλητηρίαση
Τόπος ταφής Ναός της Αναστάσεως
Χώρα
Βασίλειο της Ιερουσαλήμ
πολιτογράφησης
Θρησκεία Καθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητα πολιτικός
Οικογένεια
Godehild[6]
Σύζυγος Άρντα της Αρμενίας[6]
Αδελαΐδα ντελ Βάστο[6]
Ευστάθιος Β΄ της Βουλώνης[6][7] και
Γονείς
Ίδα της Λωρραίνης[6][7]
Ida of Boulogne[6]
Αδέλφια Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν[6]
Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης[6]
Οίκος της Φλάνδρας και Οίκος της
Οικογένεια
Φλάνδρας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχες Α΄ Σταυροφορία
Αξιώματα και βραβεύσεις
Κατάλογος βασιλέων της Ιερουσαλήμ
Αξίωμα (1100–1118)[6]
Count of Edessa (1098–1100)
Θυρεός
Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π • σ • ε )
Πίνακας περιεχομένων
1 Πρώτα χρόνια
o 1.1 Γάμος
o 1.2 Ανακήρυξη της Σταυροφορίας
o 1.3 Μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη
2 Τα γεγονότα της Σταυροφορίας
o 2.1 Σύγκρουση με τον Ταγκρέδο
o 2.2 Μετάβαση στην Έδεσσα
o 2.3 Κυβερνήτης της Έδεσσας
o 2.4 Άλωση της Αντιόχειας
o 2.5 Άλωση της Ιερουσαλήμ
o 2.6 Θάνατος του Γοδεφρείδου
3 Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ
o 3.1 Στέψη
o 3.2 Πρώτες επιτυχίες
o 3.3 Πρώτη μάχη της Ράμλα
o 3.4 Δεύτερη μάχη της Ράμλα
o 3.5 Τρίτη μάχη της Ράμλα
4 Τελευταία χρόνια
o 4.1 Κατάκτηση της Τρίπολης και της Βηρυτού
o 4.2 Κατάκτηση της Σιδώνας
o 4.3 Πολιορκία της Τύρου
o 4.4 Ανέγερση κάστρων
o 4.5 Το τέλος του
5 Συμπεράσματα
o 5.1 Ιστορικές αναφορές
o 5.2 Γάμοι
6 Παραπομπές
7 Πηγές
Πρώτα χρόνια
Γάμος
Η Ίδα της Λωρραίνης αποχαιρετά τους γιους της πρίν αναχωρήσουν για την Α΄
Σταυροφορία - Μικρογραφία 13ου αιώνα.
Ο λαός της Έδεσσας αμέσως μετά την επιστροφή του Βαλδουίνου από εκστρατεία
επαναστάτησε εναντίον του Χετάμη πιθανότατα με την δική του θετική γνώμη. [108][109]
Ο Χετάμης δραπέτευσε στην Ακρόπολη, ο Βαλδουίνος υποκρίθηκε ότι πήγε να σώσει
τον θετό του πατέρα αλλά στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει
στις 9 Μαρτίου τους εισβολείς να φτάσουν στην Ακρόπολη.[110][111] Ο Χετάμης και η
σύζυγος του συνελήφθησαν και θανατώθηκαν. [112][113] Την επόμενη μέρα ο λαός της
πόλης αναγνώρισαν τον Βαλδουίνο νέο κυβερνήτη.[114][115] Ο Βαλδουίνος διεκδίκησε
τον τίτλο του κόμη και δημιούργησε το πρώτο Σταυροφορικό κράτος στην Ανατολή.
[116][117]
Οι Σελτζούκοι είχαν κυριεύσει την Έδεσσα από τους Βυζαντινούς (1087) αλλά
ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός δεν τόλμησε να ζητήσει από τον Βαλδουίνο να του την
παραδώσει.[118] Ο συγγραφέας Μακ Εβίτ σημειώνει ότι οι Αρμένιοι είδαν την
διακυβέρνηση του σαν "αλλαγή αντιβασιλείας από τον ισχυρό Βυζαντινό κυβερνήτη σε
Δυτικό".[119]
Η κατοχή της Έδεσσας, του Ραβεντέλ και του Τυρμπεσέλ ενίσχυσε σημαντικά την
θέση και τις προμήθειες του Βαλδουίνου αφού η πολιορκία της Αντιόχειας ξεκίνησε
την ίδια εποχή.[120][121] Τα τρία ισχυρά κάστρα εμπόδισαν την προέλαση των
Σελτζούκων στην Συρία και την Παλαιστίνη.[122] Ο Βαλδουίνος έδειξε μεγάλες
διπλωματικές ικανότητες στην διοίκηση της Έδεσσας παρά το ότι η φρουρά της
πόλης ήταν μικρή.[123] Ο Βαλδουίνος παντρεύτηκε την κόρη ενός Αρμένιου λόρδου
και ζήτησε από τους άντρες του να παντρευτούν γυναίκες από την περιοχή.[124][125] Η
πλούσια κληρονομιά του Χετάμη του επέτρεψε να έχει πολλούς μισθοφόρους και να
ανακαταλάβει την Σαμόσατα από τον Μπαλντούκ. [126][127] Ο Βαλδουίνος δέχτηκε την
εγκατάσταση του Μπαλντούκ στην Έδεσσα και του πρόσφερε μισθό. [128] Η συμφωνία
που έκλεισε μαζί του ήταν η πρώτη ανάμεσα σε έναν Σταυροφόρο και σε έναν
Μουσουλμάνο κυβερνήτη.[129] Ο εμίρης Μπαλάκ ιμπν Μπαχρόμ ζήτησε από τον
Βαλδουίνο να καταστείλει μια εξέγερση στην Σαρούζ, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι
πίεσαν τον Μπαλντούκ να διώξει τους Σταυροφόρους.[130][131] Ο λαός της πόλης
σύντομα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στους Σταυροφόρους και κάλεσε
πίσω τον Βαλδουίνο, ο Μπαλντούκ εκτελέστηκε μετά την άρνηση του να παραδώσει
ομήρους στον Βαλδουίνο την γυναίκα και τα παιδιά του.[132]
Ο Βαλδουίνος παραχώρησε την επικαρπία του Τυρμπεσέλ και του Ραβεντέλ στον
αδελφό του Γοδεφρείδο για να εξασφαλίσει την διαμονή των οπαδών του στην
πολιορκία της Αντιόχειας.[133][134] Ο κυβερνήτης της Μοσούλης Κερμπογκά
συγκέντρωσε στρατό για να υπερασπιστεί την πόλη.[135] Στην πορεία για την
Αντιόχεια ο Κερμπογκά έδειξε ότι δεν επιθυμούσε την κατοχή της Έδεσσας από τους
Σταυροφόρους, την πολιόρκησε τρεις βδομάδες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. [136] Η
αργοπορία του έδωσε την μεγάλη ευκαιρία στους Σταυροφόρους να αλώσουν εύκολα
την Αντιόχεια (3 Ιουνίου 1098).[137][138] Η πρωτεύουσα του νέου Σταυροφορικού
κράτους έγινε η Αντιόχεια και πρώτος πρίγκιπας της πόλης ο θείος του Ταγκρέδου
Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας.[139]
Ο Βαλδουίνος ανέβασε σημαντικά τους φόρους και έγινε μισητός στους γηγενείς
κατοίκους, αγνόησε την τοπική αριστοκρατία και έδωσε εξουσία σε Σταυροφόρους
που μετακινήθηκαν στην Έδεσσα.[140][141] Τον Δεκέμβριο μια δωδεκάδα από
Αρμένιους οπλαρχηγούς συνωμότησε εναντίον του.[142][143] Οι συνωμότες ζήτησαν
βοήθεια από το γειτονικό χαλιφάτο των Σελτζουκιδών αλλά ο Βαλδουίνος έμαθε
γρήγορα τα σχέδια τους και διέταξε την σύλληψη τους.[144] Οι δυο ακρωτηριάστηκαν
σύμφωνα με τα Βυζαντινά έθιμα οι υπόλοιποι ελευθερώθηκαν αφού πλήρωσαν
τεράστια ποσά.[145][146] Ο Βαλδουίνος παρά την συνωμοσία συνέχισε να διορίζει
Αρμένιους σε υψηλά αξιώματα.[147]
Ο στρατός των Σταυροφόρων κυρίευσε την Ιερουσαλήμ (15 Ιουλίου 1099), σε μια
βδομάδα ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν εξελέγη κυβερνήτης της πόλης αλλά δεν
στέφτηκε ποτέ βασιλιάς.[148] Ο Βαλδουίνος αποφάσισε την συμμετοχή του σε
προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και αναχώρησε από την Έδεσσα τον Νοέμβριο. [149]
Αργότερα ενώθηκε με προσκυνητές που αναχώρησαν από την Αντιόχεια με τον
Βοημούνδο Α΄ και τον παπικό απεσταλμένο Δαγοβέρτο της Πίζας.[150][151] Οι
μουσουλμανικές επιθέσεις στον κουρασμένο στρατό έφεραν πολλές απώλειες αλλά οι
προσκυνητές έφτασαν στα Ιεροσόλυμα (21 Δεκεμβρίου 1099).[152][153] Σε τέσσερις
μέρες ο Δαγοβέρτος εξελέγη νέος Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ.[154][155] Ο νέος
πατριάρχης επιβεβαίωσε την κατοχή των νέων εδαφών στα δυο αδέλφια Γοδεφρείδο
και Βαλδουίνο αλλά ο Βαλδουίνος δεν δέχτηκε κανένα επίσημο αξίωμα και
αναχώρησε με τον Βοημούνδο από την πόλη (1 Ιανουαρίου 1100).[156][157][158] Ο
Σελτζούκος κυβερνήτης της Δαμασκού Αμπού Νασρ Σαμς αλ-Μουλούκ Ντουκάκ
έστειλε στρατό να τους επιτεθεί αλλά συνετρίβησαν κοντά στην Μπάαλμπεκ, ο
Βαλδουίνος επέστρεψε στην Έδεσσα τον Φεβρουάριο.[159]
Ο Γοδεφρείδος πέθανε αιφνίδια (18 Ιουλίου 1100).[160] Ο Αλβέρτος του Αιξ που έζησε
στην Α΄ Σταυροφορία αναφέρει ότι απέσπασε όρκους από τον Δαγόβερτο και τους
υπόλοιπους Σταυροφόρους ότι "δεν θα δεχτούν κανέναν άλλο διάδοχο παρά μόνο
κάποιον από το αίμα του".[161][162] Ο πιο πιστός οπαδός του Γοδεφρείδου Γουόρνερ του
Αιξ ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης από τον Πύργο του Δαυίδ.[163] Ο Γουόλτερ πέθανε
γρήγορα, στην συνέχεια ο Γκελντεμάρ Καρπενέλ και ο Αρνούλφος του Τσόκ πίεσαν
τον Βαλδουίνο να έρθει στα Ιεροσόλυμα.[164] Ο Δαγόβερτος και ο Ταγκρέδος έντονα
ενοχλημένοι με την στέψη του Βαλδουίνου ζήτησαν βοήθεια από τον Βοημούνδο Α΄
της Αντιόχειας.[165] Ο Δαγόβερτος όπως αναφέρει ο Γουλιέλμος της Τύρου τόνιζε σε
επιστολή ότι η βασιλεία του Βαλδουίνου θα φέρει "μεγάλη κατάπτωση της εκκλησίας
και καταστροφή του χριστιανισμού".[166]
Ο Βοημούνδος αιχμαλωτίστηκε από τον Μαλίκ Γαζί Ντανισμέντ στους λόφους γύρω
από την Μαλάτεια (15 Αυγούστου 1100).[167] Ο Βαλδουίνος πήγε στην Μαλάτεια και
παρακαλούσε τρεις μέρες τον Ντανισμέντ να τον ελευθερώσει αλλά χωρίς
αποτέλεσμα.[168] Ο Αρμένιος λόρδος της Μαλάτειας ορκίστηκε μετά την επιστροφή
του πίστη στον Βαλδουίνο που διόρισε 50 ιππότες να υπερασπιστούν την πόλη.[169]
Η είσοδος του Βαλδουίνου στην Έδεσσα τον Φεβρουάριο του 1098 - έργο του
J.Robert-Fleury (1840)
Τα νέα για τον θάνατο του Γοδεφρείδου έφτασαν στην Έδεσσα αμέσως μετά την
επιστροφή του Βαλδουίνου από την Μαλάτεια.[170] Ο εφημέριος του Βαλδουίνου
Φούλχερ του Σαρτρ σημειώνει "ο Βαλδουίνος λυπήθηκε πολύ για τον θάνατο του
αδελφού του αλλά ευχαριστήθηκε από την κληρονομιά του".[171] Ο Βαλδουίνος πήρε
χρυσό και ασήμι από τους υπηκόους του για χρηματοδοτήσει το ταξίδι του και
διόρισε τον συγγενή του Βαλδουίνο του Λε Μπούρκ διάδοχο του στην κομητεία του
Λε Μπούρκ που του ορκίστηκε πίστη.[172][173] Ο Βαλδουίνος Α΄ με 200 ιππότες και
300 - 700 πεζούς εγκατέλειψε την Έδεσσα (2 Οκτωβρίου 1100).[174][175] Έμεινε τρεις
μέρες στην Αντιόχεια αλλά ο τοπικός πληθυσμός δεν δέχτηκε να διοικήσει το
πριγκιπάτο την τριετία που ο Βοημούνδος ήταν αιχμάλωτος.[176] Ο εμίρης της
Δαμασκού Ντουκάκ προσπάθησε να τον παγιδεύσει στον στενό δρόμο κοντά στο
Νάαρ αλ-Καλμπ.[177] Ο εμίρης της Τρίπολης Φαχρ αλ-Μουλκ τον προειδοποίησε
έγκαιρα και ο Βαλδουίνος συνέτριψε τον στρατό της Δαμασκού.[178] Ο Ταγκρέδος
ειδοποίησε τον Βαλδουίνο να σταματήσει στην Γιάφφα αλλά ο λαός της πόλης δεν
τον δέχτηκε.[179]
Πρώτες επιτυχίες
Τον Μάρτιο του 1101 έφτασε στα Ιεροσόλυμα ο νέος παπικός απεσταλμένος
Μαυρίκιος του Πόρτο.[199] Ο Βαλδουίνος κατηγόρησε τον Δαγόβερτο για προδοσία
και έπεισε τον Μαυρίκιο να τον καθαιρέσει (15 Απριλίου 1101).[200][201] Ο Δαγόβερτος
δωροδόκησε τον Βαλδουίνο με 300 μπεζάντια για να πείσει τον Μαυρίκιο να τον
επαναφέρει.[202][203] Οι πόλεις κατά μήκος της ακτής Αρσούφ, Καισάρεια, Άκρα και
Τύρος που ήταν ακόμα υπό Αιγυπτιακή κυριαρχία, έστειλαν δώρα στον
Βαλδουίνο[204]. Η μεγάλη ανάγκη του Βαλδουίνου για χρήματα τον οδήγησε σε
συμμαχία με τους Γενουάτες, η συμφωνία είχε τον όρο να μπορούν οι Γενουάτες να
λεηλατήσουν τις πόλεις που θα καταλάμβανε ο Βαλδουίνος με την βοήθεια τους. [205]
Επιτέθηκε πρώτα στην Αρσούφ που παραδόθηκε χωρίς αντίσταση στις 29 Απριλίου,
εγγυήθηκε ένα ασφαλές πέρασμα των κατοίκων στην Ασκελόν.[206][207] Η Αιγυπτιακή
φρουρά της Καισάρειας αντιστάθηκε αλλά η πόλη έπεσε (17 Μαΐου 1101).[208] Οι
στρατιώτες του Βαλδουίνου την λεηλάτησαν άγρια σφάζοντας όλους τους ενήλικους
άντρες και πολλές γυναίκες.[209][210] Ο Βαλδουίνος παραχώρησε στους Γενουάτες από
έναν δρόμο σε κάθε πόλη.[211]
Ο στρατός των Αιγυπτίων πλησίασε την Ράμλα στις αρχές Σεπτεμβρίου αλλά ο
μικρότερος και περισσότερο εξοπλισμένος στρατός των Σταυροφόρων επιτέθηκε
πρώτος τα χαράματα της 7ης Σεπτεμβρίου.[220] Στην πρώτη φάση της μάχης τα τρία
από τα πέντε Σταυροφορικά σώματα διαλύθηκαν αλλά ο Βαλδουίνος μπόρεσε έξυπνα
να συγκεντρώσει τους υπόλοιπους και να αιφνιδιάσει τους Αιγύπτιους με νέα
επίθεση.[221] Μετά από μικρή αντίσταση οι Αιγύπτιοι δραπέτευσαν πανικόβλητοι, οι
Σταυροφόροι τους καταδίωξαν μέχρι την Ασκελόν.[222][223] Ο Ρογήρος Α΄ της
Απουλίας έστειλε ένα χρηματικό ποσό στον Δαγόβερτο με το οποίο ο Βαλδουίνος θα
μπορούσε να εξοπλίσει τους Σταυροφόρους αλλά ο πατριάρχης το έκανε ολόκληρο
κατάσχεση.[224] Ο Βαλδουίνος όταν το έμαθε το ανέφερε εξοργισμένος στον παπικό
απεσταλμένο στις αρχές του 1101 και του ζήτησε να καθαιρέσει τον Δαγόβερτο ο
οποίος δραπέτευσε στην Αντιόχεια με τον Ταγκρέδο.[225][226] Μετά την φυγή του
Δαγόβερτου ο Βαλδουίνος εκμεταλλεύτηκε τον άδειο πατριαρχικό θρόνο με το
πλούσιο θησαυροφυλάκιο του εξ'ολοκλήρου.[227]
Δεύτερη μάχη της Ράμλα
Ο Στέφανος Β΄ του Μπλουά, ο Ούγος ΣΤ΄ του Λουζινιάν και άλλοι που επέζησαν από
την Σταυροφορία την προηγούμενη χρονιά συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ για να
γιορτάσουν το Πάσχα του 1102.[228][229] Αμέσως μετά ισχυρός Αιγυπτιακός στρατός με
20.000 άντρες επιτέθηκε στο βασίλειο.[230] Ο Βαλδουίνος αγνοώντας τις κακές
προειδοποιήσεις κινήθηκε εναντίον τους στις 17 Μαΐου με 500 ιππείς και πολλούς
νέους Σταυροφόρους.[231][232] Ακολούθησε η δεύτερη μάχη της Ράμλα, αυτή την φορά
οι μεγάλοι νικητές ήταν οι Αιγύπτιοι και ανάγκασαν τον Βαλδουίνο να δραπετεύσει
στην Ράμλα.[233] Ο Βαλδουίνος δραπέτευσε από το φρούριο πριν οι Αιγύπτιοι
ξεκινήσουν την πολιορκία αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του σφαγιάστηκε.
[234]
Αρχικά πήγε στην Αρσούφ και στην συνέχεια ένας Άγγλος πειρατής τον μετέφερε
στην Γιάφα ενώ ο στρατός των Αιγυπτίων είχε κλείσει όλες τις εξόδους.[235] Πήγε
στην συνέχεια στα Ιεροσόλυμα, συγκέντρωσε στρατό και επέστρεψε στην Γιάφα με
περισσότερους από 100 ιππείς.[236] Οι Αιγύπτιοι σταμάτησαν την πολιορκία μόνο όταν
έφτασε ένας μεγάλος στόλος από Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς προσκυνητές στις
27 Μαΐου.[237] Ο Βαλδουίνος είχε ζητήσει με επιστολή από τον αυτοκράτορα Αλέξιο
Κομνηνό να μην τους εμποδίσει.[238] Στην πολιορκία της Γιάφας ο Βαλδουίνος έστειλε
απεσταλμένους στην Αντιόχεια και την Έδεσσα να ζητήσουν βοήθεια από τον
Ταγκρέδο και τον Βαλδουίνο Β΄ αλλά έφτασαν μετά την φυγή των Αιγυπτίων. [239] Ο
Ταγκρέδος πίεσε τον νέο παπικό απεσταλμένο να επαναφέρει τον Δαγόβερτο αλλά ο
Βαλδουίνος τον έπεισε να συζητήσει το θέμα με τους ιερείς της πόλης.[240][241] Οι
ιερείς ομόφωνα δήλωσαν ότι ο Δαγόβερτος ήταν σε ακραίο βαθμό διχαστικός,
προκαλούσε εμφύλιους πολέμους και είχε καταχραστεί την εκκλησιαστική εξουσία, ο
παπικός απεσταλμένος ανέβασε στην θέση του πατριάρχη έναν νέο ευσεβή άντρα τον
Εβρεμάρ.[242][243]
Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1103 την πολιορκία της Άκρας και ένας
Αιγυπτιακός στόλος ήρθε να υπερασπιστεί την πόλη.[244][245] Επιτέθηκε σε ληστές στο
Όρος Κάμηλος αλλά τραυματίστηκε βαριά και έγινε καλά στο τέλος του χρόνου. [246]
Τον Απρίλιο του 1104 ήρθε στην Χάιφα νέος στόλος Γενοβέζων και ο Βαλδουίνος
συμφώνησε με τους αρχηγούς του να ξεκινήσουν την πολιορκία της Άκρας.[247][248] Η
πόλη παραδόθηκε (26 Μαΐου 1104) αφού ο Βαλδουίνος εγγυήθηκε την ασφάλεια
όσων μετακινήθηκαν στην Ασκελόν αλλά οι Γενοβέζοι λεηλάτησαν και δολοφόνησαν
τους πλούσιους μετανάστες.[249][250] Ο Βαλδουίνος ήθελε να τιμωρήσει τους
Γενοβέζους αλλά μεσολάβησε ο πατριάρχης και τους συμφιλίωσε, με την συμφωνία
οι Γενοβέζοι κράτησαν το ένα τρίτο της πόλης.[251] Η Άκρα ήταν ένα λιμάνι
στρατηγικής σημασίας για το εμπόριο ανάμεσα στην Συρία και την Ευρώπη και
παρείχε σημαντικά έσοδα στον Βαλδουίνο.[252][253] Ο θάνατος του Αμπού Νασρ Σαμς
αλ-Μουλούκ Ντουκάκ (14 Ιουνίου 1104) έφερε νέες συγκρούσεις στην Δαμασκό. Ο
αντιβασιλιάς Τογκτεκίν έγινε κυβερνήτης αλλά συνάντησε ισχυρή αντίσταση, ο
Βαλδουίνος Α΄ υποσχέθηκε να υποστηρίξει τον Ιρτάς μικρότερο αδελφό του
Ντουκάκ.[254] Η επέμβαση του έφερε νέα προσέγγιση ανάμεσα στον Σουνίτη
Τογκτεκίν και στον Σιίτη Αλ-Αφντάλ.[255][256] Οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στο βασίλειο
από τον νότο και Σύριοι τοξότες από τα δυτικά, ο Βαλδουίνος Α΄ συγκέντρωσε τον
μεγαλύτερο στρατό από την αρχή της βασιλείας του.[257] Με αίτημα του πατριάρχη ο
Βαλδουίνος έδειξε τον Τίμιο Σταυρό στους στρατιώτες του για να τους ενισχύσει το
ηθικό.[258] Ακολούθησε η τρίτη μάχη της Ράμλα στις 27 Αυγούστου στην οποία Σύριοι
και Αιγύπτιοι γνώρισαν συντριπτική ήττα.[259]
Οι Αιγύπτιοι δεν έκαναν άλλες εκστρατείες στα Ιεροσόλυμα αλλά οι επιδρομές τους
στις νότιες ακτές συνεχίστηκαν.[260] Σκότωσαν εκατοντάδες προσκυνητές κοντά στην
Γιάφα και νίκησαν τον κυβερνήτη της πόλης τον Οκτώβριο του 1106 όταν ο
Βαλδουίνος πολεμούσε στην Γαλιλαία με τους Σύριους.[261] Την επόμενη χρονιά οι
Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στην Χεβρώνα αλλά ο Βαλδουίνος τους ανάγκασε να
διακόψουν την πολιορκία, οι Αιγυπτιακές επιδρομές δεν εμπόδισαν τον Βαλδουίνο να
συνεχίσει την επεκτατική του πολιτική.[262] Στις αρχές του 1106 κάλεσε τον
κυβερνήτη της Σιδώνας να πληρώσει έναν μεγάλο φόρο για διετή ανακωχή. [263] Την
επόμενη χρονιά ξεκίνησε επιδρομή στην Υπεριορδανία και κατέστρεψαν ένα κάστρο
που είχαν πρόσφατα δημιουργήσει οι Σύριοι για να ελέγξουν τα καραβάνια. [264] Το
Ιούλιο του 1108 πολιόρκησε την Σιδώνα με Ιταλούς τυχοδιώκτες αλλά η άφιξη
Αιγυπτιακού στόλου και Τούρκων ιππέων τον ανάγκασαν να φύγει.[265] Στα τέλη του
1108 έκλεισε δεκαετή ανακωχή με τον Τόγκτεκιν, πήρε σαν αντάλλαγμα το ένα τρίτο
των εσόδων από τις βόρειες περιοχές του Υπεριορδανία.[266]
Τελευταία χρόνια
Κατάκτηση της Τρίπολης και της Βηρυτού
Ο Βερτράνδος της Τουλούζης ήρθε στην Συρία να διεκδικήσει τα εδάφη του πατέρα
του, o Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης είχε κατακτήσει όλη την περιοχή γύρω από την
Τρίπολη.[267] Ο ξάδελφος του Βερτράνδου Γουλιέλμος Β΄ Ιορδάνης που κυβερνούσε
από την εποχή που πέθανε ο Ραϋμόνδος αρνήθηκε να την παραχωρήσει.[268] Ο
Βερτράνδος ζήτησε την βοήθεια του Βαλδουίνου ενώ ο Ιορδάνης στηρίχτηκε στον
Ταγκρέδο.[269] Ο Ταγκρέδος οργίστηκε με τον Βαλδουίνο Β΄ της Έδεσσας επειδή
αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Τυρμπεσέλ.[270][271] Ο Βαλδουίνος Α΄ συγκάλεσε
συνέλευση για να λύσει τις διαφορές.[272][273] Ο Βερτράνδος και ο Ιορδάνης δεν ήταν
υποτελείς του γι'αυτό ο Βαλδουίνος υποχρεώθηκε να τους καλέσει στο όρος Πιλγκρίμ
κοντά στην Τρίπολη στο όνομα "της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ".[274] Τον Ιούνιο του
1109 ο Ταγκρέδος συμφώνησε στην Συνέλευση να εγκαταλείψει την Τυρμπεσέλ, σε
αντάλλαγμα πήρε τα παλιά του εδάφη στην Ιερουσαλήμ όπως την Χάιφα, την
Γαλιλαία και τον Ναό του Κυρίου.[275][276] Τα υπόλοιπα εδάφη πέρασαν στον έλεγχο
του Βαλδουίνου.[277]
Ανέγερση κάστρων
Το τέλος του
Ο Βαλδουίνος αρρώστησε βαριά στα τέλη του 1116, έκανε την διαθήκη του
πιστεύοντας ότι θα πεθάνει αλλά στις αρχές της επόμενης χρονιάς ανάρρωσε.[328]
Έκανε τον Μάρτιο του 1118 νέα εκστρατεία στην Αίγυπτο για να ενισχύσει τα
σύνορα του στον νότο.[329] Κυρίευσε το Φαράμα στο Δέλτα του Νείλου, οι κάτοικοι
έφυγαν πανικόβλητοι από την πόλη όταν έφτασε ο στρατός του.[330][331][332] Ο
Μουσουλμάνος ιστορικός του 12ου αιώνα Ίμπν Ζαφίρ γράφει ότι κατέστρεψε όλα τα
τζαμιά της πόλης.[333] Οι οπαδοί του ζήτησαν από τον Βαλδουίνο να μπει στο Κάιρο
αλλά η παλιά πληγή του 1103 άνοιξε απότομα και πέθανε.[334][335] Ο νεκρός
Βαλδουίνος μεταφέρθηκε στα σύνορα στο Αρίς.[336] Στο νεκροκρέβατο του όρισε
διάδοχο του τον μεγαλύτερο αδελφό του Ευστάθιο Γ΄ της Βουλώνης, σε περίπτωση
που αρνείτο τον θρόνο πρότεινε αντικαταστάτη τον Βαλδουίνο Β΄ της Έδεσσας ή
"οποιονδήποτε άλλο χριστιανό βασιλιά μπορούσε να υπερασπιστεί τις εκκλησίες".[337] Ο
Βαλδουίνος Α΄ πέθανε στις 2 Απριλίου 1118.[338] Ο μάγειρας του Άντ σύμφωνα με
την τελευταία επιθυμία του αφαίρεσε τα εντόσθια του, το σώμα του διατηρήθηκε σε
αλάτι επειδή ήθελε να γίνει η ταφή του στον Πανάγιο Τάφο.[339][340] Η ταφή του έγινε
πέντε μέρες αργότερα, την Κυριακή των Βαΐων στο παρεκκλήσι του Κάλβαρι δίπλα
από τον αδελφό του Γοδεφρείδο.[341]
Συμπεράσματα
Ιστορικές αναφορές
Ο Φούλχερ του Σαρτρ περιγράφει τον Βαλδουίνο "προστάτη και ισχυρό, το δεξί του
χέρι ήταν ο τρόμος των εχθρών του".[342] Ο Μουσουλμάνος ιστορικός Αλί ίμπν αλ-
Αθιρ που ολοκλήρωσε το χρονικό του έναν αιώνα μετά τον θάνατο του πιστεύει ότι ο
ίδιος ξεκίνησε την Α΄ Σταυροφορία.[343] Ο Αλί ίμπν αλ-Αθιρ παρουσιάζοντας μια
συνάντηση ανάμεσα στον Βαλδουίνο και τον Ρογήρο Α΄ της Σικελίας πιστεύει ότι ο
Βαλδουίνος ήθελε να κατακτήσει την Ιφρικίγια αλλά ο Ρογήρος Α΄ της Σικελίας του
είπε να κατακτήσει τα Ιεροσόλυμα.[344] Ο ιστορικός σημειώνει ότι ο Βαλδουίνος σαν
ένας από τους αρχηγούς της Α΄ Σταυροφορίας ήταν "ικανός, φιλόδοξος, πιστός στους
στόχους του και έκοβε ότι τον διαχώριζε".[345] Ο ιστορικός Κρίστοφερ Τιέρμαν (γεν. το
1953) περιγράφει τον Βαλδουίνο σαν ικανό στρατηγό και έξυπνο πολιτικό που
"ίδρυσε ένα σταθερό βασίλειο με καθορισμένα σύνορα".[346] Ο Αμίν Μααλούφ με την
σειρά του γράφει ότι ο Βαλδουίνος ήταν "αρχιτέκτονας της εκστρατείας" στους Αγίους
Τόπους από τους Σταυροφόρους.[347] Ο Μααλούφ επίσης γράφει ότι οι επιτυχίες του
Βαλδουίνου "τεμάχισαν τον Αραβικό κόσμο" και έκαναν τους Σταυροφόρους "ισχυρή
δύναμη".[348] Τα πρώτα διατάγματα του Βαλδουίνου εκδόθηκαν στις αρχές της
δεκαετίας του 1100 αλλά η ίδρυση της Καγκελαρίας καθυστέρησε πολλά χρόνια, τα
πρώτα βασιλικά έγγραφα συντάχθηκαν με κληρικούς από την Λοθαριγγία.[349][350] Ο
πρώτος Καγκελάριος που διορίστηκε Παγκάν (1115) ήρθε στους Αγίους Τόπους με
την συνοδεία της τρίτης συζύγου του Βαλδουίνου Α΄ Αδελαΐδας ντελ Βάστο.[351][352]
Γάμοι
Το διαζύγιο του Βαλδουίνου Α΄ με την τρίτη σύζυγο του Αδελαίδα ντελ Βάστο -
Μικρογραφία 14ου αιώνα.
Η πρώτη σύζυγος του Βαλδουίνου ήταν η Γκολντεχίλδη, κόρη του Ραούλ Β΄ του
Τόσνι και της Ισαβέλας του Μονφόρ-λ΄Αμωρί.[353] Η Γκολντεχίλδη απεβίωσε στην Α΄
Σταυροφορία γύρω στις 15 Οκτωβρίου 1097 στη Γερμανίκεια της Καππαδοκίας.[354] Ο
ιστορικός Μ. Μπάρμπερ (γεν. το 1943) αναφέρει ότι ο θάνατός της "ήταν
αποφασιστικό γεγονός, που έπεισε τον Βαλδουίνο Α΄ να αναζητήσει ένα βασίλειο στην
Ανατολή".[355] Οι ιστορικοί Στήβεν Ράνσιμαν και Κρίστοφερ Μακ Έβιτ γράφουν ότι
είχαν αποκτήσει παιδιά, αλλά αυτά δεν ζούσαν όταν πέθανε η μητέρα τους.[356][357] Ο
ιστορικός Άλαν Β. Μάρεϊ γράφει ότι δεν είχαν αποκτήσει κανένα παιδί και ότι ο
Ράνσιμαν μετέφρασε λανθασμένα τον Γουλιέλμο της Τύρου· εννοούσε σαν
"οικογένεια" το νοικοκυριό του και όχι τα παιδιά του.[358]
Το όνομα και η οικογένεια της δεύτερης συζύγου του είναι άγνωστα.[359] Οι σύγχρονοι
ιστορικοί την καταγράφουν ως Άρντα της Αρμενίας και σχετίζουν τον πατέρα της με
τον Θόρος του Μαράς.[360][361] Ο Βαλδουίνος Α΄ τη νυμφεύτηκε το καλοκαίρι του
1098· ο πατέρας της του υποσχέθηκε σαν προίκα 60.000 βυζαντινά (i.e. χρυσά
νομίσματα) και όλα τα εδάφη του, αλλά τελικά ο Βαλδουίνος Α΄ πήρε μόνο 7.000.[362]
[363]
Ο δεύτερος γάμος του παρέμεινε άτεκνος.[364] Ο Βαλδουίνος Α΄ την έστειλε
εξορία στην μονή της Αγίας Άννας στα Ιεροσόλυμα πριν το 1109, αλλά η ίδια
μετέβηε στην Κωνσταντινούπολη. Αν και χώρισαν, ο γάμος τους δεν ακυρώθηκε
επίσημα.[365][366]
Η τρίτη σύζυγος του Βαλδουίνου Α΄, η Αδελαΐδα ντελ Βάστο ήταν η πλούσια χήρα
του Ρογήρου Α΄ της Σικελίας.[367] Ο πρώτος της σύζυγος απεβίωσε (1102) και η ίδια
ήταν επίτροπος τού γιου της Ρογήρου Β΄ μέχρι την ενηλικίωσή του (1111). Όταν τη
νυμφεύτηκε ο Βαλδουίνος Α΄, η Αδελαΐδα ήταν πάνω από 40 ετών (1112).[368] Ο
Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει, ότι τη νυμφεύτηκε χάρη του πλούτου της, αφού της
υποσχέθηκε ότι θα ανακηρύξει τον γιο της διάδοχό του στα Ιεροσόλυμα.[369] Τον
Αύγουστο του 1113 ο Βαλδουίνος Α΄ στρατοπέδευσε στην Παλαιστίνη με
εκατοντάδες στρατιώτες και με την πλούσια περιουσία της.[207] Ο γάμος του
Ρογήρου Α΄ με την Αδελαΐδα ήταν άκυρος, επειδή ζούσε η προηγούμενη σύζυγός του
και δεν είχαν χωρίσει επίσημα.[370][371] Μετά τη σοβαρή ασθένεια που πέρασε ο
Βαλδουίνος Α΄ στα τέλη του 1116, δέχθηκε να χωρίσει την Αδελαΐδα, που
αναχώρησε για τη Σικελία (25 Απριλίου 1117).[372][373] Ο γιος της Ρογήρος Β΄
οργίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που δεν βοήθησε ποτέ το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, όσο
ζούσε.[374]
Συνοψίζοντας τους γάμους του Βαλδουίνου Α΄, ο ιστορικός Τζόναθαν Φίλιπς (γεν. το
1965) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νυμφεύτηκε "για πολιτικούς και οικονομικούς
λόγους".[375] Οι ιστορικοί Χανς Έμπερχαρντ Μάιερ (γεν. το 1932), Κρίστοφερ
Τίερμαν (γεν. το 1953) και Μάλκολμ Μπάρμπερ (γεν. το 1943) συγκλίνουν ομόφωνα,
ότι ο Βαλδουίνος Α΄ ήταν πιθανώς ομοφυλόφιλος.[376][377] Ο Τιέρμαν μάλιστα γράφει
ότι ο βασιλιάς είχε ερωμένο έναν εκχριστιανισμένο Μουσουλμάνο, που τον πρόδωσε
στην πολιορκία της Σιδώνας:[378] πρότεινε στους υπερασπιστές της πόλης να
θανατώσουν τον βασιλιά, αλλά ένας χριστιανός τον προειδοποίησε έγκαιρα. [379]
Παραπομπές
1.
Πηγές
Albert of Aachen: Historia Ierosolimitana—History of the Journey to
Jerusalem (Edited and translated by Susan B. Edgington) (2007). Oxford
University Press.
Anna Comnena: The Alexiad (Translated by E. R. A. Sewter) (1969). Penguin
Books.
Asbridge, Thomas (2004). The First Crusade: A New History: The Roots of
Conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press.
Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
France, John (1994). Victory in the East: A military history of the First
Crusade. Cambridge University Press.
Hillenbrand, Carole (2000). The Crusades: Islamic Perspectives. Routledge.
Jaspert, Nikolas (2006). The Crusades. Routledge.
Lilie, Ralph-Johannes (1993). Byzantium and the Crusader States 1096-1204.
Oxford University Press.
Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
Maalouf, Amin (1984). The Crusades Through Arab Eyes.
MacEvitt, Christopher (2010). The Crusades and the Christian World of the
East: Rough Tolerance. University of Pennsylvania Press.
Murray, Alan V. (2000). The Crusader Kingdom of Jerusalem: A Dynastic
History, 1099–1125. Prosopographica et Geneologica.
Phillips, Jonathan (2010). Holy Warriors: A Modern History of the Crusades.
Vintage Books.
Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume I: The First
Crusade and the Foundations of the Kingdom of Jerusalem. Cambridge
University Press.
Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume II: The
Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge
University Press.
Tanner, Heather J. (2003). "In His Brother's Shadow: The Crusading Career
and Reputation of Eustace III of Boulogne". In Semaan, Khalil I. The
Crusades: Other Experiences, Alternate Perspectives: Selected Proceedings
from the 32nd Annual CEMERS Conference. Global Academic Publishing.
Tibble, Steven (1989). Monarchy and Lordships in the Latin Kingdom of
Jerusalem, 1099-1291. Clarendon Press.
Tyerman, Christopher (2006). God's War: A New History of the Crusades.
The Belknap Press of Harvard University Press.