You are on page 1of 18

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ:

ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ-


ΔΙΑΤΑΡΡΑΧΕΣ
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ/ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ:
(περιγραφή, μορφές, είδη, συμπτώματα, εξελικτική πορεία, αιτίες και τρόποι
διαχείρισης/υποστήριξης των παιδιών στο σχολείο)

Διδάσκων: Ηλίας Κουρκούτας


Φοιτήτριες:
Αντωνία Νεκταρία Ζωγράφου 7510
Χριστίνα Καλογεράκη 7636
Τζεσίνα Τζέκα 7635
Μαριάννα Χαρβούρου 7582

Ρέθυμνο, 2022
Περιεχόμενα
Πρόλογος..................................................................................................................................3
1. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ-ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ...................................4
1.1.Περιγραφή φαινομένου.................................................................................................4
1.2 Ορισμοί...........................................................................................................................5
1.3 Μορφές Προβληματικών Συμπεριφορών.......................................................................6
1.4 Είδη/ Κατηγοριοποίηση Προβληματικών Συμπεριφορών..............................................7
1.5 Κύρια χαρακτηριστικά παιδιών με Προβλήματα Συμπεριφοράς...................................8
2. ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ......................................................10
2.1 Πρώιμη παιδική ηλικία.................................................................................................11
2.2 Μέση παιδική ηλικία....................................................................................................11
2.3 Ύστερη παιδική ηλικία και εφηβεία..............................................................................11
2.4 Εξελικτική πορεία και φύλα.........................................................................................12
3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ...........................................................12
4. ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ/ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ...........................................................14
Επίλογος.................................................................................................................................17
Βιβλιογραφία..........................................................................................................................18
Πρόλογος

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί το φαινόμενο των παιδικών


συμπεριφορών που θεωρούνται προβληματικές/ αντικοινωνικές και να συσχετιστούν
με την παραβατικότητα κατά την ενήλικη ζωή. Τα προβλήματα συμπεριφοράς των
μαθητών ποικίλλουν και διαφέρουν στην μορφή και την ένταση και διαμορφώνονται
ανάλογα με το φύλο και την ηλικία τους. Συνήθως, στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν
προσεγγίζονται αποκλειστικά ως ατομικό πρόβλημα, αλλά ως αποτέλεσμα δυναμικών
αλληλεπιδράσεων πολλών και σύνθετων παραγόντων. Επιπρόσθετα, οι
προβληματικές συμπεριφορές έχουν έναν διαχρονικό/ εξελικτικό χαρακτήρα. Στο
πλαίσιο της πρώιμης παιδικής ηλικίας τα συμπτώματα των αντικοινωνικών
συμπεριφορών είναι ήπιας μορφής. Παρ ’όλα αυτά αν δεν αντιμετωπιστούν
αποτελεσματικά, εξελίσσονται σε ακραίες μορφές παραβατικής και παρεκκλίνουσας
συμπεριφοράς, στην εφηβική και ενήλικη ζωή. Από την σκοπιά του σύγχρονου
εκπαιδευτικού, η διαχείριση και αντιμετώπιση της προβληματικής συμπεριφοράς δεν
αποτελεί είδος οδηγού ή συνταγολογίου που θα ακολουθείται πιστά από τον εκάστοτε
ενδιαφερόμενο. Εν κατακλείδι, σε κάθε περίπτωση, ο απώτερος στόχος των
εκπαιδευτικών οφείλει να είναι η ενσωμάτωση αυτών των παιδιών στην τάξη και η
στοιχειώδης αντιμετώπιση των προβλημάτων συμπεριφοράς τους.
1. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ-ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ

1.1.Περιγραφή φαινομένου
Βασικός στόχος για την ανατροφή των παιδιών είναι η κοινωνικοποίηση τους. Ως
μέρος αυτής της διαδικασίας αποτελούν οι γονείς, οι οποίοι θα πρέπει να βοηθήσουν
τα παιδιά τους να μάθουν να αντιμετωπίζουν διάφορες στρεσογόνες καταστάσεις της
ζωής, με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Καθώς τα παιδιά γίνονται πιο αυτόνομα και
ανεξάρτητα, οι επιθυμίες και οι απογοητεύσεις τους συχνά έρχονται σε σύγκρουση με
εκείνες των γονιών τους. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είναι η επίδειξη μιας
αρνητικής ή διασπαστικής συμπεριφοράς. Αυτές οι διασπαστικές συμπεριφορές είναι
συνήθως παροδικές και θεωρούνται «τυπικές» σε ορισμένες ηλικίες (π.χ. εκρήξεις
θυμού σε νήπια ή εφηβική εξέγερση). Μερικά παιδιά, ωστόσο, παρουσιάζουν
ανατρεπτικές συμπεριφορές με μεγαλύτερη ένταση ή/και συχνότητα από την
αναμενόμενη. Ωστόσο, αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να επιμένουν ή να
κλιμακωθούν σε όλη την παιδική ηλικία και την εφηβεία, ακόμη και στην ενήλικη
ζωή. Έτσι, γίνεται πρόκληση στους κλινικούς ιατρούς να προσδιορίσουν πότε οι
διαταρακτικές συμπεριφορές που παρουσιάζονται από παιδιά που παραπέμπονται για
θεραπεία,. είναι «τυπικές» και πιθανόν να είναι παροδικές και αν είναι πιθανό να
επιμείνουν ή να γίνουν πιο σοβαρές. ( C. Schroeder & J. Boydston, 2017)
Ο όρος διασπαστική συμπεριφορά περιγράφει ένα ποικίλο σύνολο συμπεριφορών
που μπορεί να περιλαμβάνει:
 εκρήξεις θυμού,
 υπερβολική γκρίνια ή κλάμα,
 απαίτηση προσοχής,
 μη συμμόρφωση,
 περιφρόνηση,
 επιθετικές ενέργειες κατά του εαυτού ή άλλων,
 κλοπή,
 ψέματα,
 καταστροφή περιουσίας,
 παραβατικότητα.
Τα παιδιά που παρουσιάζουν ένα μέρος αυτών των συμπεριφορών
χαρακτηρίζονται ως «άτακτα», «εξωστρεφή», «αντιδραστικά», «μη
συμμορφούμενα», «αντικοινωνικά» ή «με πρόβλημα συμπεριφοράς». Οι
προβληματικές συμπεριφορές είναι οι πιο συχνές αιτίες ανησυχίας των γονέων
τυπικών αναπτυσσόμενων παιδιών, και συχνά οι παιδίατροι είναι οι πρώτοι που
ακούνε για αυτές τις συμπεριφορές, όπου ενδέχεται να κάνουν ή να μην κάνουν τον
κατάλληλο έλεγχο. Παρόλο που περίπου το 67% των παιδιών μπορεί να αρχίσουν να
έχουν τέτοιου είδους συμπεριφορές όταν είναι 2 ή 3 ετών, το 57% διακόπτει αυτή τη
συμπεριφορά μετά την ηλικία των 5 ετών. Επομένως, η έγκαιρη αναγνώριση των
παιδιών που θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες μπορεί να είναι δύσκολη.
Ωστόσο, η προβληματική συμπεριφορά μπορεί να διαχωριστεί από την τυπική
συμπεριφορά ακόμη και σε μικρά παιδιά, εξετάζοντας την ποιότητα (π.χ.συχνότητα,
διάρκεια εκρήξεων) ( C. Schroeder & J. Boydston, 2017).
1.2 Ορισμοί
Ο Χρηστάκης (2011) αναφέρει ότι συμπεριφορά «είναι η κάθε πράξη ή αντίδραση
του παιδιού, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί και να περιγραφεί, καθώς και ο τρόπος
που αυτή εκδηλώνεται, με την οποία δηλώνονται ή υπονοούνται η στάση του και οι
διαθέσεις του προς τον εαυτό του ή προς το περιβάλλον του». Το κάθε άτομο έχει μία
«ατομική» συμπεριφορά, η οποία διαμορφώνεται από τα ερεθίσματα και τις επιρροές
που δέχεται από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του δηλαδή, από την οικογένεια, την
κοινωνία και το σχολείο (Χρηστάκης, 2010). Όταν μία συγκεκριμένη συμπεριφορά
όμως, καταλήγει στο να «ενοχλεί το ίδιο το παιδί ή τα πρόσωπα του περιβάλλοντος
του και προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα ονομάζεται προβληματική ή διαταραγμένη
ή ανεπιθύμητη» ( Καλαντζή- Azizi, 1985 στο Χρηστάκης 2010). Ο Ματσαγγούρας
(2003) αναφέρει ότι για να χαρακτηρίσουμε μία συμπεριφορά προβληματική εντός
σχολικής τάξης πρέπει να επηρεάζει τη διδασκαλία και τη μάθηση και το άτομο που
την εκδηλώνει να είναι επικίνδυνο και καταστροφικό.
Ισχυρή απόδειξη αποτελεί ότι τα παιδιά που διακατέχονται από αποδιοργανωμένες
ή διαταρακτικές συμπεριφορές, καθώς εισέρχονται στο περιβάλλον του σχολείου ο
κίνδυνος εκδήλωσης «προβληματικών» ή «παθολογικών» προτύπων αλληλεπίδρασης
είναι μεγαλύτερος, διότι έρχεται να προστεθεί και ο κίνδυνος αποκλεισμού από
ομάδες συνομηλίκων και απόρριψης από τους δασκάλους. Ως εκ τούτου, αυτό έχει
επιπτώσεις στην εικόνα που έχει το παιδί για τον εαυτό του και στην ικανότητά του
να αναπτύξει διαπροσωπικές σχέσεις με τους γύρω του, κάτι που επιδεινώνει τις
παρεκκλίνουσες και επιθετικές συμπεριφορές του, όπως και τα αισθήματα ματαίωσης
και αδυναμίας που βιώνει. Έκδηλο είναι το γεγονός ότι τα παιδιά με τέτοιου είδους
συναισθηματικές και κοινωνικές εμπειρίες φανερής ή συγκεκαλυμμένης απόρριψης
από δασκάλους και συμμαθητές, σε μικρή ηλικία έχουν τάση ενίσχυσης των
αποδιοργανωτικών και αντικοινωνικών συμπεριφορών τους ( Κουρκούτας, 2011).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών αυτών προέρχονται από περιβάλλοντα τα
οποία χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργικότητα και κρίση σε οικογενειακό επίπεδο,
καθώς διαθέτουν πενιχρές ψυχοκοινωνικές και μαθησιακές δεξιότητες ώστε να
κρατήσουν σε ισορροπία ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις με τους συμμαθητές και
τους δασκάλους τους, αλλά και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολικού
πλαισίου. Ισχυρό πειστήριο αποτελεί το γεγονός ότι στο οικογενειακό περιβάλλον
που επικρατούν «καταναγκαστικά ή αρνητικά πρότυπα αλληλεπίδρασης και
διαπαιδαγώγησης» τα παιδιά έχουν σε μεγάλο βαθμό κίνδυνο να αναπτύξουν
αντιδραστικές και διασπαστικές συμπεριφορές στο σχολείο, ως αποτέλεσμα μίμησης
των καταναγκαστικών και αρνητικών προτύπων, προς τους δασκάλους και τους
συμμαθητές τους (Κουρκούτας, 2017).
1.3 Μορφές Προβληματικών Συμπεριφορών
Οι συμπεριφορικές διαταραχές εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων,
επομένως διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς υπάρχουν κάποια κριτήρια τα οποία
εκδηλώνονται ανάλογα με την ένταση, τη συχνότητα, τη διάρκεια καθώς και το φύλο
και η ηλικία (Roeser & Eccles, 2014). Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του σχολείου
ποικίλλουν οι μορφές προβληματικής συμπεριφοράς που μπορεί να συναντηθούν,
που μπορεί να είναι ήπιες ή και πιο σοβαρές μορφές, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στο
φάσμα των προβληματικών συμπεριφορών. Ακολουθούν οι μορφές αυτές:
 Ενοχλητικές συμπεριφορές μέσα στην τάξη, που διαρκούν αλλά γίνονται
κάτω από συνθήκες ασυνειδησίας και γίνονται ως αντίδραση σε πρόσωπα που
μπορεί να είχε αρνητικά ή τραυματικά βιώματα (π.χ. δάσκαλο/α ,
συμμαθητές),
 Διακοπή του μαθήματος χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό ( συνήθως παιδία με
διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα)
 Προβληματικές συμπεριφορές χωρίς ενδείξεις επιθετικότητας
 Αποχώρηση από την τάξη κατά την διάρκεια του μαθήματος, με ή χωρίς
επεισοδιακό τρόπο,
 Περιφορά στο προαύλιο χωρίς αιτία,
 Επικίνδυνες συμπεριφορές με υψηλότερο ή χαμηλότερο κίνδυνο (π.χ.
ανέβασμα σε δέντρα, τοίχους κ.λπ.) που υποδεικνύουν μία ανώριμη
συμπεριφορά αντιδραστικότητας ή έναν αποδιοργανωμένο κοινωνικά και
συναισθηματικά χαρακτήρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό,
 Λανθάνουσα αντιδραστικότητα/ αρνητικότητα (παθητική άρνηση, ανυπακοή
ή παράβαση των πρωταρχικών κανόνων του σχολείου ή του πλαισίου
γενικότερα,
 Άρνηση συνεργασίας με τους συμμαθητές, επιθετικότητα, επιλεκτική αλαλία,
 Συγκεκαλυμμένες μορφές εσκεμμένης επιθετικότητας,
 Κλοπές, μικροκλοπές, παρενοχλήσεις των άλλων με μείζονος ή μικρότερης
σημασίας βλάβη,
 Επιθετικά ξεσπάσματα,
 Επιθετικότητα με σκοπό τον χλευασμό των συμμαθητών,
 Απειλές και συνεχείς εκφοβισμοί,
 Σωματικές παρενοχλήσεις, όπως σπρώξιμο ή χτύπημα,
 Επιθετική και προκλητική συμπεριφορά στους εκπαιδευτικούς,
 Σωματική βία εναντίον προσώπων ή αντικειμένων χωρίς ιδιαίτερο λόγο,
 Σεξουαλική παρενόχληση με σκοπό και διάρκεια στην εφηβεία,
 Εκφοβισμός στο διαδίκτυο. (Κουρκούτας, 2017)
Επιπλέον μορφές εντός του σχολικού πλαισίου αποτελεί η χρήση αντικοινωνικού
λεξιλογίου, η εμπλοκή σε λεκτικούς διαξιφισμούς αλλά και πενιχρές έως ανύπαρκτες
κοινωνικές σχέσεις, όπως επίσης και φτωχές ακαδημαϊκές δεξιότητες (έλλειψη
προσοχής, δεν ολοκληρώνει τις εργασίες του, δεν ακολουθεί τις οδηγίες του
εκπαιδευτικού, πετάγεται, έρχεται καθυστερημένα στο σχολείο, καθυστερήσεις στην
γλωσσική ανάπτυξη. Όλα τα παραπάνω μπορεί να σχετίζονται με προβλήματα
συμπεριφοράς, τα οποία μπορεί να οφείλονται σε δυσλειτουργικά πρότυπα στις
οικογένειες αυτών των παιδιών.

1.4 Είδη/ Κατηγοριοποίηση Προβληματικών Συμπεριφορών


Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι έχει γίνει ήδη μία κατηγοριοποίηση ανάμεσα στις
διαταρακτικές και προβληματικές συμπεριφορές που γίνονται εμφανείς από την
προσχολική ηλικία (early starters) και επιμένουν σε όλη τη ζωή (life -course
persistent), και στις αντικοινωνικές/ παραβατικές συμπεριφορές, οι οποίες
αναπτύσσονται κατά την περίοδο της εφηβείας (Hinshaw & Beauchaine, 2016 ·
Moffit, 2003) . Αυτές που εντοπίζονται στην προσχολική ηλικία θεωρούνται πολύ πιο
σοβαρές και εμμένουν και στην ενήλικη ζωή, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις
εφηβικές προβληματικές εκδοχές που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και στο
μεγαλύτερο ποσοστό τους συνδέονται με αναπτυξιακές κρίσεις/ προκλήσεις ή κακή
διαχείριση των εφηβικών ζητημάτων από την οικογένεια, και οι οποίες, τελικά,
μειώνονται δραστικά ή εξαλείφονται κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης και με την
επίλυση των εφηβικών προβλημάτων (Hinshaw & Beauchaine, 2016).
Άλλη μία κατηγοριοποίηση των επιθετικών συμπεριφορών είναι αυτός που γίνεται
από πολλούς ερευνητές με βάση τον άξονα εμφανής-συγκεκαλυμμένη επιθετικότητα.
Στη μία πλευρά του άξονα καταχωρίζονται οι εμφανείς επιθετικές συμπεριφορές
(επιθετικά ξεσπάσματα, λεκτική, φυσική βία, τράβηγμα μαλλιών, βρισιές κ.λπ.) και
στον άλλο πόλο η συγκεκαλυμμένη επιθετική συμπεριφορά (κλοπές, ψέματα,
σωματικές ενοχλήσεις κ.λπ.) (Bierman & Sasser,2014 · Frick & Kimonis, 2008). Η
ανυπακοή και οι ήπιες διαταραχές συμπεριφοράς που παρατηρούνται συχνά στο
δημοτικό σχολείο και αποτελούν βασική και μόνιμη πηγή άγχους για πολλούς
εκπαιδευτικούς βρίσκονται στο μέσο του άξονα με βάση τη σοβαρότητα των
συμπτωμάτων αλλά και στο μέσο του άξονα εμφανής- συγκεκαλυμμένη διαταρακτική
συμπεριφορά (Kauffman & Landrum, 2013).
Η καταστρεπτική ή μη καταστρεπτική συμπεριφορά αποτελεί μία ακόμη
ταξινόμηση και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί τις επιθετικές
συμπεριφορές (Golmaryami & Frick, 2016 · Frick & Kimonis,2008 · Tremblay,
2003) . Τα παιδιά και οι έφηβοι που τείνουν να έχουν μεθοδική και ορατή τάση προς
τις καταστροφικές συμπεριφορές και έχοντας, συνήθως, σκοπό να βλάψουν τους
άλλους, είναι αυτά που θεωρούνται ότι παρουσιάζουν σοβαρά ελλείμματα στην
συναισθηματική τους ανάπτυξη και δεν είναι σε θέση να εκδηλώσουν ενσυναίσθηση ή
να κατακτήσουν άλλες κοινωνικές και διαπροσωπικές δεξιότητες που αποτελούν τη
βάση των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, όμως, δεν δύνανται
να ελέγξουν την ένταση των αρνητικών συναισθημάτων που έχουν για τους άλλους,
συναισθήματα τα οποία καταλήγουν στην εκτόνωση μέσα από βίαιες ή
αντικοινωνικές πράξεις και εκρήξεις. Παράλληλα, είναι έντονη η απουσία των
μηχανισμών ενσυναίσθησης ή φοβικών αντιδράσεων που αναστέλλουν την έκφραση
της επιθετικότητας (Frick, 2006). Εν κατακλείδι, τα παιδιά αυτά συνήθως
παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα που συνδέονται με τη συναισθηματική
προσκόλληση, με την αποδοχή και προσέγγισης του άλλου και αδυνατούν να χτίσουν
υγιείς σχέσεις εμπιστοσύνης και σταθερότητας που να βασίζονται σε θετικά
συναισθήματα, ιδιαίτερα με τους συνομηλίκους τους (Simpson &Mundschenk, 2012).

1.5 Κύρια χαρακτηριστικά παιδιών με Προβλήματα Συμπεριφοράς


Οι διαταραχές συμπεριφοράς εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων που
διαφέρουν μεταξύ τους οπότε υπάρχουν κάποια κριτήρια. Πιο συγκεκριμένα, έχουν
γίνει αρκετές προσπάθειες ώστε να γίνει ορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης και
εκτίμησης της συμπεριφοράς. Κυρίαρχη φαίνεται να είναι η άποψη του
Παρασκευόπουλου, Ι. (1988), ο οποίος προτείνει κάποια λειτουργικά κριτήρια, τα
οποία διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την ενδοπροσωπική και διαπροσωπική
προσαρμογή του παιδιού.
Παρ’ όλα αυτά, όλες οι απόψεις συμπίπτουν στο γεγονός ότι η σοβαρότητα των
προβλημάτων εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, μερικοί εκ των οποίων είναι οι
εξής:
α. Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται η συμπεριφορά.
β. Η ένταση με την οποία εκδηλώνεται η συμπεριφορά.
γ. Η διάρκεια εμφάνισης των συμπτωμάτων.
δ. Η εμφάνιση παράλληλα και άλλων συμπτωμάτων (Πολυχρονοπούλου, Στ., 1995)
ε. Η πιθανότητα να έρθει το παιδί αντιμέτωπο με τον νόμο. (Παρασκευόπουλος, Ι.,
1982, Kirk, S και Gallagher, J., 1986)
στ. Το παιδί είναι αδύναμο να αποφύγει την προβληματική συμπεριφορά, χωρίς την
παροχή ειδικής βοήθεια (Χρηστάκης, Κ., 1996).
Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να φανούν χρήσιμοι και ως κριτήρια ελέγχου και
αξιολόγησης της συμπεριφοράς. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι για την εκτίμηση
της συμπεριφοράς, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω
κριτήρια, για να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά που εξετάζεται είναι προβληματική ή
διαταραγμένη. Ωστόσο, τα κριτήρια αυτά δεν χρησιμοποιούνται με απόλυτο τρόπο.
Σε καμία περίπτωση, δεν μπορούμε να πούμε όταν δούμε έναν μαθητή να επιτίθεται
με μαχαίρι σε ένα άλλο μαθητή ότι αδιαφορούμε για τη συμπεριφορά αυτή, καθώς
δεν συμβαίνει συνέχεια και δεν πληροί το κριτήριο της συχνότητας (Χρηστάκης, Γ.,
2011).
Αναφορικά με τα κυριότερα χαρακτηριστικά παιδιών με προβλήματα
συμπεριφοράς, όλα τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι διαταραχές
συμπεριφοράς στα παιδιά οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται και αποκτούν μόνιμο
χαρακτήρα συνδέονται μεταξύ άλλων με:
· πολύ χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις (και δυσκολίες μάθησης)
· σχολική αποτυχία και σχολική εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό
· φτωχές έως ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις
· ασταθείς ή συγκρουσιακές διαπροσωπικές σχέσεις
· διακατέχονται σε μεγάλο βαθμό από συναισθηματικές δυσκολίες
· έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντι σε σημαντικά πρόσωπα
· έχουν αισθήματα αμφιβολίας για τον εαυτό
· αισθήματα δυσπιστίας, αντιφατικές στάσεις απέναντι στους άλλους που
εκφράζουν τις αντικρουόμενες επιθυμίες (επιθυμία να είμαι με τους άλλους/
φόβος/ δυσπιστία μη με πληγώσουν/ αμυντική ή απαξιωτική στάση ή
αποστασιοποίηση κ.ο.κ.)
· συχνά και τάσεις (συγκεκαλυμμένης) εξάρτησης/ προσκόλλησης ή ψευδό-
αυτονομίας
· εχθρικές φαντασιώσεις/ καταναγκαστικές συμπεριφορές και βίαια
συναισθήματα, κάτι που εξαρτάται από την σοβαρότητα της ψυχικής
επιβάρυνσης
· διαπληκτισμούς με τους γονείς και τους δασκάλους
· κοινωνική απόρριψη ή απομόνωση (Frick,2009 · Kourkoutas,2012 · Simpson
& Mundschenk, 2012 · Walker et al., 2004 · Wilmshurst, 2011).
Συμπερασματικά, οι προβληματικές συμπεριφορές, όπως είναι πλέον γνωστό,
έχουν εξελικτικό/ διαχρονικό χαρακτήρα. Στις μικρότερες ηλικίες γίνεται λόγος για
πιο ήπιες μορφές που διακατέχονται από «δυσλειτουργικότητα» στο επίπεδο των
διαπροσωπικών σχέσεων και από αδυναμία ελέγχου της επιθετικότητας και των
παρορμήσεων. Αν όσο το παιδί μεγαλώνει και αυτές οι δυσλειτουργίες και
παρορμητικές επιθετικές συμπεριφορές δεν αντιμετωπιστούν ή δεν διαχειρίζονται
κατάλληλα, είναι δυνατό να πάρουν μία πιο σοβαρή και επίμονη τροπή και να
καταλήξουν σε ακραίες αντικοινωνικές ή παραβατικές συμπεριφορές που
συναντώνται στην εφηβεία σε συνδυασμό, πάντα, με συνυπάρχοντα ψυχολογικά
προβλήματα αλλά και εξωτερικούς μικρό- και μακρό- κοινωνικούς αρνητικούς
παράγοντες που διαιωνίζουν και επιδεινώνουν το πρόβλημα ( Dishion, 2014).
2. ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Στο πλαίσιο των προβλημάτων συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία, περιγράψαμε
τι σημαίνει αντικοινωνική συμπεριφορά, αναλύθηκαν οι μορφές ,τα είδη και τα
συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τις συμπεριφορικές διαταραχές.
Παράλληλα με αυτά τα θεμελιώδη στοιχειά, θα αναλυθεί η εξελικτική πορεία της
συγκεκριμένης διαταραχής. Τα άτομα που φέρουν αντικοινωνικές συμπεριφορές, τις
περισσότερες φορές ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο, μια συγκεκριμένη
εξελικτική πορεία (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Αρχικά τα προβλήματα συμπεριφοράς χαρακτηρίζονται από ένα μεγάλο βαθμό
συνέχειας καθώς μελέτες έχουν δείξει (Campbell,1997), (Lahey et al.,1995),
(Farrington,1995) ότι η εξελικτική πορεία χαρακτηρίζεται από ανυποχώρητες,
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και μη προβλεψιμότητα αυτών. Ταυτόχρονα, η
εξελικτική πορεία περιλαμβάνει διάφορα στάδια όπου το ένα διαδέχεται το άλλο.
Συγκεκριμένα, η βρεφική και προσχολική ηλικία σκιαγραφούνται (loemper, 1992)
από δύσκολη ιδιοσυγκρασία και υπερδραστηριότητα που όπως αποδεικνύεται οδηγούν
σε πολλαπλές μορφές παραβατικότητας κατά την εφηβεία (Wenar C. - Kerig
P.,2008).
Γενικά το εξελικτικό μοντέλο περιλαμβάνει δύσκολη ιδιοσυγκρασία κατά την
βρεφική ηλικία, υπερδραστηριότητα κατά την προσχολική, εναντιωματικότητα και
προβλήματα συμπεριφοράς στη σχολική ηλικία και τέλος δείγματα παραβατικότητας
στην εφηβεία (Wenar C. - Kerig P.,2008).

Παραβατικότητα
Προβλήματα
συμπεριφοράς
Εναντιωματικότητα
Υπερδραστηριότητα
Δύσκολη
ιδιοσυγκρασία
Βρεφική Προσχολική Σχολική ηλικία Εφηβεία
Ηλικία Ηλικία

Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την πορεία αυτού του εξελικτικού μοντέλου, τα
άτομα φαίνεται να μην μεταπηδούν από το ένα στάδιο στο άλλο, αντίθετα, με το
πέρασμα του χρόνου η μια συμπεριφορά προστίθεται της άλλης (Wenar C. - Kerig
P.,2008). Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα της εξελικτικής αυτής πορείας , λοιπόν,
καθιστά τις αντικοινωνικές συμπεριφορές μη διαδοχικές αλλά προστιθέμενες.
Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι δεν περνούν όλα τα άτομα από όλα τα στάδια (Wenar
C. - Kerig P.,2008).

2.1 Πρώιμη παιδική ηλικία


Με τον όρο δύσκολη ιδιοσυγκρασία περιγράφουμε μια εγγενής κατάσταση
προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται κυρίως από έλλειψη προσαρμοστικότητας. Στην
ηλικία αυτή συναντάται συχνά συννοσηρότητα ανάμεσα στην Διαταραχή
Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητας και στην διαταραχή της
συμπεριφοράς.
Άλλωστε κατά το εξελικτικό μοντέλο που αναφέρθηκε, συνδυάζει την προσχολική
ηλικία με την υπερδραστηριότητα (Wenar C. - Kerig P.,2008). Ακόμα, έχει
παρατηρηθεί ότι τα κορίτσια που παρουσιάζουν ΔΕΠ-Υ, αποτελεί προάγγελο των
προβλημάτων συμπεριφοράς σε αυτά, ενώ στα αγόρια παρατηρείται κυρίως να
αυξάνει την ένταση των αντικοινωνικών τους συμπεριφορών ( Patel et al.,
2018·Martel,2018· Stevens et al., 2011· Κάκουρος και Μανιαδάκη, 2016)
(Αστεριάδου Γ.Φλ. & Νταφούλης Α. Β., 2020). Επομένως, οι δυο διαταραχές
φαίνεται όχι μόνο να συνδέονται αλλά και να ενδυναμώνει η μία την άλλη. Έχει
παρατηρηθεί ότι η ΔΕΠ-Υ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών συμπεριφοράς
όπως επίσης τα εντείνει τα συμπτώματα της ήδη υπάρχουσας αντικοινωνικής
συμπεριφοράς (Wenar C. - Kerig P.,2008).

2.2 Μέση παιδική ηλικία


Με τον όρο εναντιωματικότητα, με την οποία χαρακτηρίζεται η σχολική ηλικία
της εξελικτικής πορείας των αντικοινωνικών συμπεριφορών, περιγράφεται η
πεισματική, οξύθυμη και ευερέθιστη προσωπικότητα η οποία δεν συμβαδίζει με την
ηλικία του παιδιού (Wenar C. - Kerig P.,2008). Αυτού του είδους οι συμπεριφορές
συνήθως είναι στραμμένες προς τα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος και τους
εκπαιδευτικούς, ενώ είναι λιγότερο συχνό στρέφονται εναντίον των συνομήλικων
(Duncan K. M. et al, 2020). Η εναντιωματικότητα ή αλλιώς Εναντιωματική
Προκλητική Διαταραχή ( ΕΠΔ), προηγείται των προβλημάτων συμπεριφοράς καθώς
το ένα εμφανίζεται συνήθως στα έξι χρόνια ενώ το άλλο στα εννέα(Wenar C. - Kerig
P.,2008).

2.3 Ύστερη παιδική ηλικία και εφηβεία


Σε αυτές τις ηλικίες παρατηρείται ένας διαχωρισμός της επιθετικότητας σε
τέσσερις άξονες: Καταστρεπτική, μη-καταστρεπτική, συγκεκαλυμμένη και έκδηλη
(Wenar C. - Kerig P.,2008). Ένα άτομο μπορεί να επιδεικνύει είτε μια είτε έναν
συνδυασμό αυτών τον μορφών παραβατικότητας.
Σύμφωνα με την εξελικτική πορεία των διαταραχών συμπεριφοράς , οι μορφές
επιθετικότητας διαφέρουν και κατατάσσονται στον χρόνο από πρώιμες έως όψιμες.
Πρώιμες όπως ανυπακοή και έλλειψη πειθαρχίας και όψιμες όπως διαρρήξεις και
βιασμοί. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άτομα δεν έχουν
παρουσιάσει κάποια μορφή επιθετικότητας αλλά στην μετέπειτα ζωή τους
εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά (Wenar C. - Kerig P.,2008).
2.4 Εξελικτική πορεία και φύλα
Όσον αφορά την εξελικτική πορεία των φύλων, οι περισσότερες μελέτες
εξετάζουν μόνο αγόρια, λόγω την μεγαλύτερη συχνότητας εμφάνισης διαταραχών
συμπεριφοράς που εντοπίζεται σε αυτό τον πληθυσμό (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Τα κορίτσια δεν εκπροσωπούνται επαρκώς σε έρευνες που σχετίζονται με τη
αντικοινωνική συμπεριφορά αλλά και σε έρευνες που αφορούν άλλες διαταραχές με
τις οποίες παρουσιάζει συννοσηρότητα. Συμφώνα με τους Eme και Kavanaugh
(1995) κάποιοι πιστεύουν ότι το αρσενικό έχει νευροψυχολογικά ελλείμματα που θα
μπορούσαν να επιτρέψουν την ανάπτυξη διαταραχών που σχετίζονται με την
συμπεριφορά (Wenar C. - Kerig P.,2008). Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως βασικός
υπαίτιος αυτής της διαφοροποίησης των φύλων όσων αφορά τις αντικοινωνικές
συμπεριφορές είναι η κοινωνικοποίηση και το οικογενειακό περιβάλλον (Wenar C. -
Kerig P.,2008). Ωστόσο, ορισμένες έρευνες φανερώνουν ότι οι οικογένειες των
κοριτσιών που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά, τείνουν να είναι πιο
δυσλειτουργικές από τις οικογένειες των αγοριών που έχουν αυτού του είδους την
διαταραχή (Duncan K. M. et al, 2020).
Οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που παρουσιάζουν τα κορίτσια συνήθως είναι μη
έκδηλες και συγκεκαλυμμένες. Διαφορές φαίνεται να παρουσιάζονται και στην
ηλικία έναρξης αυτών των συμπεριφορών, με τα κορίτσια κατά μέσο όρο να
εμφανίζουν αισθητά πιο αργά αντικοινωνικές συμπεριφορές σε σχέση με τα αγόρια
(Wenar C. - Kerig P.,2008).

3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Όπως τα περισσότερα θέματα που απασχολούν την σύγχρονη ψυχολογία έτσι και
διαταραχή συμπεριφοράς, είναι αποτέλεσμα ενός συνονθυλεύματος διαφόρων αίτιων
που βρίσκουν κοινό παρονομαστή τις εξελικτικές διεργασίες (Wenar C. - Kerig
P.,2008).
Αβίαστα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι η οικογένεια και τα πρώτα χρόνια της
ανάπτυξης του παιδιού στο οικογενειακό περιβάλλον, θέτουν τα θεμέλια της
μετέπειτα προσωπικότητας του ατόμου. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαταραχές της
συμπεριφοράς. Μια από τις προβληματικές σχέσεις που ενδεχομένως δημιουργεί ένα
παιδί με τους γονείς του, είναι η προσκόλληση σε αυτούς τα πρώτα χρόνια της ζωής
του. Αυτή η δυναμική κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να παρουσιάζει
ποικίλες αντικοινωνικές συμπεριφορές (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Μία άλλη αιτία που συνδέει την οικογένεια με τις συμπεριφορικές διαταραχές
είναι η οικογενειακή διχόνοια (Wenar C. - Kerig P.,2008). Η βία ανάμεσα στους
γονείς, στα αδέρφια και κυρίως στους γονείς με τα παιδιά αποτελεί βάση της
δημιουργίας προβληματικών συμπεριφορών, ειδικότερα στα αγόρια (Shaw et.
al.,1994).
Τα παιδιά που υφίστανται τέτοιου είδους οικογενειακής κακομεταχείρισης, είναι
πιθανότερο να παρουσιάσουν αυτές τις διαταραχές νωρίτερα από το αναμενόμενο και
σε μεγαλύτερη ένταση (Kruttschnitt και Domfeld, 1993) (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Επομένως, οι γονείς που κάνουν χρήση βίαιων πρακτικών με στόχο τον σωφρονισμό
των παιδιών τους και παρέχουν ελλείπεις συναισθηματικής κάλυψη, δημιουργούν
ένα έφορο έδαφος για την εμφάνιση διαταραχών συμπεριφοράς στα παιδιάς του
(Κουρκούτας, 2017 β.΄). Επιπροσθέτως, το διαζύγιο μεταξύ των γονέων, η ανατροφή
σε μονογονεϊκή οικογένεια αλλά και οι αντίξοες συνθήκες διαβίωσης μέσα στην
οικογένεια, αποτελούν παράγοντες που εντείνουν την ανάπτυξη αντικοινωνικής
συμπεριφοράς. Βασική σημείωση αποτελεί ότι τα γεγονότα αυτά εν γένει δεν
ευθύνονται για τα προβλήματα που προκαλούνται, αλλά η συναισθηματική ποιότητα
της σχέσης παιδιού και οικογένειας είναι αυτή που αναλαμβάνει τη μεγαλύτερη
ευθύνη (Wenar C. - Kerig P.,2008). Επομένως δεν είναι το διαζύγιο αυτό κάθε αυτό
που αποτελεί παράγοντα ανάπτυξης προβλημάτων συμπεριφοράς, αλλά είναι η
ασυμφωνία και ο λάθος χειρισμός της από τους γονείς (Duncan K. M. et al, 2020).
Ακόμα ένας σημαντικός παράγοντας αποτελεί η μίμηση προτύπων (Wenar C. -
Kerig P.,2008). Έτσι έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που έχουν γίνει δέκτες
αρνητικών συμπεριφορών από τους γονείς τους, τείνουν να τις αναπαραγάγουν και οι
ίδιοι σε άλλα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος (Κουρκούτας, 2017 β.΄).
Ακόμα παιδιά που ανατρέφονται μέσω σκληρών γονεϊκών πρακτικών, τείνουν να τις
υιοθετούν μεγαλώνοντας. Για παράδειγμα, παιδιά που έχουν εκτεθεί στη σωματική
τιμωρία προερχόμενη από τους γονείς, είναι πιθανό να δρουν κακοποιητικά στις
διαπροσωπικές σχέσεις τους ως ενήλικες ,σύμφωνα με τους Straus και Yodanis
(1996), (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Δυο φαινόμενα που επίσης συντελούν σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, είναι η
ασυνέπεια της συμπεριφοράς των γονέων προς τα παιδιά τους και η θεωρία του
εξαναγκασμού (Wenar C. - Kerig P.,2008). Το ένα αφορά την κατάσταση στην οποία
ο γονέας δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη στάση στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού
καθώς άλλοτε επιπλήττει δριμύτατα το παιδί και άλλοτε αδιαφορεί πλήρως για αυτό.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να διακατέχεται από συναισθήματα σύγχυσης, που
μεταφράζονται ως επιθετικότητα (Wenar C. - Kerig P.,2008). Όσο αφορά την θεωρία
του εξαναγκασμού, συχνά παρατηρείται ότι οι γονείς παιδιών με διαταραχή
συμπεριφοράς επικροτούν αυτή τη προβληματική κατάσταση, ενώ οι ίδιοι στη
προσπάθειά τους να τις κατευνάσουν χρησιμοποιούν απειλές και τιμωρίες τις οποίες
εν τέλει δεν εφαρμόζουν. Αυτού του είδους αρνητική ενίσχυση, αποτελεί έναν πολύ
σημαντικό παράγοντα δημιουργίας και ενίσχυσης αυτών των διαταραχών (Wenar C.
- Kerig P.,2008). Αυτή η ασυνέπεια στους αυστηρούς διαπληκτισμούς και στις
τιμωρίες έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μαθαίνει να δρα με αντικοινωνικές
συμπεριφορές (Duncan K. M. et al, 2020).
Συνεχίζοντας στις αιτίες που οδηγούν σε προβλήματα συμπεριφοράς, θα έλεγε
κανείς ότι οι παρέες συνομηλίκων διαδραματίζουν έναν, επίσης, καθοριστικό ρόλο.
Έρχονται στη ζωή ενός ατόμου σε καίριες στιγμές της ανάπτυξης της
προσωπικότητας του και καταφέρνουν να την καθορίζουν (Wenar C. - Kerig
P.,2008). Παρατηρείται ότι τα παιδιά λόγω του μεγάλου αρνητικού συναισθηματικού
φορτίου που φέρουν από την οικογένεια, το οποίο αδυνατούν να επεξεργαστούν του
μετατοπίζουν και στις διαπροσωπικές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους
(Κουρκούτας, 2017 β.΄). Παιδιά με αντικοινωνικές συμπεριφορές τραβούν την
προσοχή των συνομηλίκους τους και πολλές φορές βιώνουν την απόρριψη τους
γεγονός που οδηγεί σε περεταίρω προβληματικές συμπεριφορές (Wenar C. - Kerig
P.,2008) .
Από την άλλη πλευρά ακριβώς επειδή αυτά τα παιδιά παραγκωνίζονται από τους
συμμαθητές τους, οδηγούνται στην αναζήτηση φίλων με την ίδια ψυχοσύνθεση
(Wenar C. - Kerig P.,2008). Σε αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, καίριο ρολό παίζουν
και οι πιθανές χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις που έχει το παιδί με τα προβλήματα
συμπεριφοράς (Duncan K. M. et al, 2020). Έτσι, δημιουργούνται αντικοινωνικές
ομάδες συνομήλικων μέσα στην οποίες ενισχύονται οι προβληματικές συμπεριφορές
(Wenar C. - Kerig P.,2008). Όπως είναι φυσικό όταν μια αρνητική συμπεριφορά
ενισχύεται συνεχώς αυτή τείνει να κλιμακώνεται, ακολουθώντας τα χαρακτηρίστηκα
της εξελικτικής πορείας που προαναφέρθηκαν.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί η συμβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα
στο οποίο το άτομο αναπτύσσεται. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που βρίσκονται
κοινωνίες με μεγάλη εγκληματικότητα και ανοχή στην βία καταλήγουν να θεωρούν
αυτή την κατάσταση ως κανονικότητα με αποτέλεσμα πρώτον να μην τους κάνει
εντύπωση όταν την συναντούν και δεύτερον να την υιοθετούν άκριτα (Osofsky, 1995)
(Wenar C. - Kerig P.,2008).
Μια άλλη παράμετρος του υποκείμενου περιβάλλοντος είναι τα Μέσα Μαζικής
Ενημέρωσης (ΜΜΕ) (Wenar C. - Kerig P.,2008). Η διαρκείς εκπομπή τηλεοπτικών
προγραμμάτων όπου η βία χρησιμοποιείται απροκάλυπτα αλλά και εκθειάζεται ως η
αποτελεσματικότερη λύση διαφορών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα ΜΜΕ
προωθούν τα προβλήματα συμπεριφοράς. Οπότε τα παιδιά που προτιμούν τα βίαια
τηλεοπτικά προγράμματα είναι πιθανότερο να αναπτύξουν βίαιες συμπεριφορές στο
μέλλον (Eron et al., 1996), (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Ένας τελευταίος παράγοντας που πρέπει να αναφερθεί είναι και η
κληρονομικότητα. Όπως φαίνεται η επιθετικότητα περνάει από γενιά σε γενιά (Frich
and Jackson, 1993), καθώς η αντικοινωνική συμπεριφορά των γονέων σχετίζεται σε
μεγάλο βαθμό με την επιθετικότητα των παιδιών τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω
διάφορων ψυχοφυσιολογικών, βιοχημικών και ορμονικών παραγόντων(Wenar C. -
Kerig P.,2008).

4. ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ/ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ


Όπως αναφέρθηκε τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι αποτέλεσμα
δυσλειτουργικής γονεϊκής διαπαιδαγώγησης, και απόρροια ενός συνδυασμού
κοινωνικών και κληρονομικών παραγόντων. Η παρέμβαση με την σειρά της, είναι μια
πολύπλοκη διαδικασία για την καταπολέμηση και πρόληψη αυτών των
συμπεριφορών και χρίζει έγκυρης αντιμετώπισης (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Γενικά είναι επιθυμητό να ακολουθηθούν κάποια γενικά πλαίσια από τον
εκπαιδευτικό και τον σχολικό ψυχολόγο ώστε να αντιμετωπιστεί, και εντός της
σχολικής μονάδας, η διαταραχή συμπεριφοράς. Αρχικά πρέπει να γίνει εντοπισμός
και επεξεργασία του οικογενειακού και κοινωνικού πλαισίου του παιδιού με
αντικοινωνικές συμπεριφορές και να διαμορφωθεί μια εξατομικευμένη παρέμβαση
ώστε να ταιριάζει πλήρως στις ανάγκες του παιδιού, και να μην στοχεύει μόνο σε μια
βραχυπρόθεσμη επίλυση του προβλήματος (Κουρκούτας, 2017 β.΄). Επιπροσθέτως, οι
εκπαιδευτικοί και οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι αναγκαίο να δημιουργήσουν μια
«σχέση εμπιστοσύνης» με τα παιδιά με αντικοινωνικές συμπεριφορές και συγχρόνως
να γνωστοποιήσουν και να μείνουν αδιάλλακτοι σε ορισμένα όρια που έχουν θέσει
εντός της σχολικής τάξης (Κουρκούτας, 2017 β.΄). Είναι επιθυμητό οι εκπαιδευτικοί
να κάνουν χρήση διαφόρων τεχνικών και στρατηγικών παρέμβασης όπως είναι η
αλλαγή θέσης, ο εντοπισμός, η ενίσχυση και η ανάδειξη δεξιοτήτων του παιδιού με
αντικοινωνικές συμπεριφορές, που θα έχει ως αποτέλεσμα να μειώνουν την ένταση
και το συναισθηματικό φορτίο αυτών των παιδιών (Κουρκούτας, 2017 β.΄).
Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν τέσσερις διαδεδομένες και αποτελεσματικές
θεραπείες (Kazdin, 1997) η εκπαίδευση στον γονεϊκό ρόλο, η άσκηση
διαπροσωπικών δεξιοτήτων και λύσεις προβλημάτων, η λειτουργική θεραπεία και η
πολυσυστημική θεραπεία(Wenar C. - Kerig P.,2008).
Η γονεϊκή παρέμβαση, αφορά περισσότερο την εκπαίδευση των γονέων σε
τεχνικές και στρατηγικές που στοχεύουν στην μετατροπή της συμπεριφοράς. Ένα
παράδειγμα είναι η θετική ενίσχυση (Wenar C. - Kerig P.,2008). Ένα κεντρικό μέλημα
αυτής της παρέμβασης, είναι οι γονείς να μάθουν σταδιακά, να είναι συνεπείς ως
προς τα παιδιά τους και τα όρια που θέτουν σε αυτά, αλλά και να μπορούν να
υποδεικνύουν μεγάλη υπομονή, αποφεύγοντας τις ασταθείς συμπεριφορές
(Αστεριάδου Γ.Φλ. & Νταφούλης Α. Β., 2020). Η παρέμβαση αυτή είναι παρακλάδι
της συμπεριφορικής θεωρίας, γεγονός που την καθιστά αρκετά αποτελεσματική.
Επίσης με το μοντέλο αυτό αποβάλλεται η συμπεριφορά εξαναγκασμού (Wenar C. -
Kerig P.,2008).
Εξίσου σημαντική αποτελεί και η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία. Αυτή η
παρέμβαση περιλαμβάνει εκμάθηση διάφορων στάσεων και αξιών με τις οποίες θα
μπορούν να εντοπίζουν τις δυσλειτουργικές τους συμπεριφορές (Wenar C. - Kerig
P.,2008). Ουσιαστικά, στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης γίνεται αντιμετώπιση των
εκρήξεων θυμού των παιδιών από τα ίδια (Αστεριάδου Γ.Φλ. & Νταφούλης Α. Β.,
2020). Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν σταδιακά να επιλύουν τα προβλήματα τους με έναν
πιο φιλήσυχο τρόπο, να προβλέπουν τις συνέπειες των πράξεων τους, έτσι πριν
προβούν σε αντικοινωνικές συμπεριφορές να αναλογίζονται αν αυτός τελικά είναι ο
ιδανικός τρόπος επίλυσης προβλημάτων (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Σε ένα άλλο επίπεδο η θεραπεία στο οικογενειακό περιβάλλον δεν σταματήσει
μόνο στην εκμάθηση των γονέων. Περιλαμβάνει και παρέμβαση μέσα στις σε όλες
τις οικογενειακές σχέσεις (Wenar C. - Kerig P.,2008). Στόχος αυτής της παρέμβασης
είναι η δημιουργία ενός έφορου εδάφους επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ
των μελών της οικογένειας (Αστεριάδου Γ.Φλ. & Νταφούλης Α. Β., 2020). Οπότε σε
ένα θετικό και φιλικό οικογενειακό περιβάλλον ωριμάζουν εξίσου θετικές
συμπεριφορές (Wenar C. - Kerig P.,2008).
Τέλος, η τέταρτη θεραπεία που αναφέρει ο Kazdin αφορά μια πιο εξατομικευμένη
παρέμβαση που στοχεύει σε μια ολιστική επίλυση του προβλήματος, δηλαδή στην
πολύπλευρη αντιμετώπιση των αιτιών από τις οποίες μπορεί να προέρχεται η
αντικοινωνική συμπεριφορά. Αυτή ονομάζεται πολυσυστημική θεραπεία (Wenar C. -
Kerig P.,2008). Γίνεται αντιληπτό ότι αυτού του είδους θεραπεία είναι
αποτελεσματική για παιδιά είτε με ήπια είτε με σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς,
αφού γίνεται μια προσωποποιημένη παρέμβαση που προωθεί τα θετικά στοιχειά του
παιδιού και της οικογενείας του, τα ενισχύει, και δημιουργεί ένα έφορο έδαφος ώστε
να αντικαταστήσουν τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές (Κουρκούτας, 2017 β.΄).
Ένα παράδειγμα ολιστικής παρέμβασης είναι η περίπτωση της Η. η οποία
φοιτούσε στη Δημοτικού σε σχολείο ειδικής αγωγής (Κουρκούτας, 2017 β.΄). Η
εκπαιδευτικός παρατήρησε ότι αν και το παιδί είχε ψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις, είχε
εκρήξεις θύμου και παρουσίαζε επιθετικότητα προς τους γύρω της και ανυπακοή
στους σχολικούς κανόνες, με αποτέλεσμα να ενοχοποιείται ακόμα και σε περιπτώσεις
που δεν έφταιγε. Έπειτα την συνάντηση της εκπαιδευτικού με τους γονείς, έγινε
γνωστό πως η μητέρα κατά την γέννηση και τα επόμενα τέσσερα χρόνια, έπασχε από
επιλόχειο κατάθλιψη, με αποτέλεσμα να υπάρχει απουσία της μητρικής τρυφερότητας
που δεν μπορούσε να καλύψει επαρκώς ο πατέρας. Έτσι η Η. υιοθέτησε σταδιακά
αντικοινωνικές συμπεριφορές που δεν μπορούσε να διαχωριστεί η ίδια (Κουρκούτας,
2017 β.΄). Παράλληλα με την παρέμβαση εντός και εκτός σχολείου της Η. και της
οικογένειας της, η εκπαιδευτικός προσπάθησε να την αφουγκραστεί, να της δώσει
στοργή, ενεργητικό ρολό στη τάξη μέσω κάποιων δραστηριοτήτων και να θέσει με
λεπτότητα κάποια όρια. Σταδιακά είχε ως αποτέλεσμα το παιδί να συμμετέχει στην
τάξη, και να μπορεί να διαχειριστεί ορισμένες δυσλειτουργικές συμπεριφορές που
άλλοτε δεν μπορούσε. Έτσι από αυτό το παράδειγμα παρουσιάζεται ο ρόλος της
εκπαιδευτικού αρκετά βοηθητικός αφού δρούσε επουλωτικά (Κουρκούτας, 2017 β.΄).
Επίλογος
Τα προβλήματα συμπεριφοράς έχουν απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα για
δεκαετίες και συνεχίζουν να την απασχολούν. Ένα ερώτημα που ταλανίζει τους
ερευνητές και είναι ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το αν οι διαταραχές συμπεριφοράς είναι
επίκτητες ή τελικά αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Για να λυθεί το ερώτημα αυτό, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές
ορίστηκαν, διακρίθηκαν σε μορφές και είδη, ερευνήθηκαν για τα συμπτώματά τους
και τις αιτίες τους και τέλος παρακολουθήθηκαν ως προς την εξελικτική τους πορεία.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών και από μελέτη σε μελέτη, πολλά ανατράπηκαν, άλλα
διαψεύσθηκαν και άλλα επιβεβαιώθηκαν όσο αφορά τις αντικοινωνικές
συμπεριφορές που εμφανίζει ο άνθρωπος κατά τη παιδική, σχολική και εφηβική
ηλικία. Το παραπάνω ερώτημα δεν έχει απλή λύση καθώς η ανθρώπινη εξέλιξη είναι
συνεχής, περίπλοκη και εξειδικευμένη για κάθε ανθρώπινο ον. Η παρούσα εργασία
αποτελεί μια ελάχιστη περιγραφή όλων αυτών των ερευνών που διενεργήθηκαν ανά
τις δεκαετίες και αφορούν τα προβλήματα συμπεριφοράς.
Βιβλιογραφία

Duncan K. M. et al (2020), «Συνοπτικός οδηγός στην ψυχιατρική παιδιού και


εφήβου» (Επιμ. Σερντάρη Α.) συμπεριφοράς στα παιδιά» Εκδ. University Studio
Press, Θεσ/νίκη.
Schroeder, C.,& Boydston, J.,(2017). Assessment and Treatment of Childhood
Problems: A clinician’s Guide. New York: The Guilford Press
Wenar C., Kerig P. (2008), «Εξελικτική Ψυχοπαθολογία» Εκδ. Gutenberg, Αθήνα
Αστεριάδου Γ.Φλ. & Νταφούλης Α. Β. (2020) «Κεφ. 6ο Διαταραχή της Διαγωγής »
στο Εισαγωγή στην αναπτυξιακή ψυχοπαθολογίa, Σίμος Γρ. –Ζηκοπούλου Ολ.
(Επιμ.), Εκδ. Gutenberg, Αθήνα
Κουρκούτας, Η., (2017 β΄). Συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαταραχές στα
παιδιά. Τόπος: Αθήνα
Κουρκούτας, Η.,(2011). Προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά: Παρεμβάσεις στο
πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου. Αθήνα: ΤΟΠΟΣ
Κουρκούτας, Η.,(2007). Προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά. Αθήνα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Χρηστάκης, Κ.,(2011). Προβλήματα Συμπεριφοράς στη Σχολική Ηλικία: Εκτίμηση
Πρόληψη Καταγραφή Αντιμετώπιση. Ζεφύρι:Διάδραση
Χρηστάκης, Κ.(2010). Προβλήματα Συμπεριφοράς στη σχολική ηλικία: Τάσεις και
προοπτική .Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.dyslexiagoneis.gr/view.asp?
ItemID=57&ns=1&mcid=9&cid=23&scid=16&page=6 (23/1/2016)

You might also like