Professional Documents
Culture Documents
ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ
ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΧΡΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ
ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΣΙΜΕΝΤΟΚΟΝΙΑΜΑΤΩΝ ΣΕ ΥΨΗΛΕΣ
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ
ΕΠΙΒΛΕΨΗ
ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ - Αναπλ. Καθηγήτρια τμ. Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ
ΠΑΧΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ – Δρ. Αρχιτέκτονας Μηχανικός μέλος Ε.ΔΙ.Π
ΜΕΡΟΣ Ι
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
2
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Εισαγωγή 49
2. Περιγραφή πειραματικής διαδικασίας
2.1 Επιλογή συνθέσεων 49
2.2 Προετοιμασία Αναμειγμάτων 52
2.3 Έκθεση δοκιμίων σε υψηλές θερμοκρασίες 56
3. Μεθοδολογία ελέγχου φυσικό - μηχανικών χαρακτηριστικών
3.1 Έλεγχος Φυσικών Χαρακτηριστικών 57
3.2 Έλεγχος Μηχανικών χαρακτηριστικών 59
4. Φυσικό – μηχανικά χαρακτηριστικά τσιμεντοκονιαμάτων
4.1 Φυσικά χαρακτηριστικά 62
4.2 Μηχανικά χαρακτηριστικά 65
5. Φυσικό-μηχανικά χαρακτηριστικά κονιαμάτων μετά την έκθεση σε υψηλές
θερμοκρασίες
5.1 Εισαγωγή 68
5.2 Οπτική παρατήρηση: Χρωματική μεταβολή 69
5.3 Μεταβολή Βάρους και Όγκου 74
5.4 Φυσικά χαρακτηριστικά 81
5.5 Μηχανικά χαρακτηριστικά 88
6. Συμπεράσματα-Προτάσεις
6.1 Ανάλυση, Αρχικά συμπεράσματα 96
6.2 Τελικά πορίσματα, Προτάσεις 99
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 102
3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί «Η χρήση ειδικών πρόσθετων για
την ενίσχυση της ανθεκτικότητας τσιμεντοκονιαμάτων σε υψηλές θερμοκρασίες».
Εκπονήθηκε από τους φοιτητές Πριώνα Γεώργιο και Μαυρίδη Ηλία, στο Εργαστήριο
Δομικών Υλικών του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., υπό την επίβλεψη της
Αν. Καθηγήτριας κυρίας Στεφανίδου Μαρίας και της Δρ. ΕΔΙΠ Πάχτα Βασιλικής. Η
ανάθεση της εργασίας ξεκίνησε το Μάρτιο και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2019
δίνοντάς μας την ηθική ικανοποίηση της παρουσίασης των αποτελεσμάτων της. Το
πειραματικό μέρος έλαβε χώρα στο εργαστήριο των Δομικών Υλικών του τμήματος
Πολιτικών Μηχανικών του Α.Π.Θ.
Από τη θέση αυτή θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ιδιαιτέρως την κυρία Στεφανίδου
Μαρία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και
Διευθύντρια του εργαστηρίου των Δομικών Υλικών για την εμπιστοσύνη της στην
εκπόνηση του θέματος καθώς και την κυρία Πάχτα Βασιλική, ΕΔΙΠ, Δρ. Αρχιτέκτονα
Μηχανικό, χωρίς τη βοήθειά της οποίας δε θα είχαμε σε καμία περίπτωση αυτό το
αποτέλεσμα. Τις ευχαριστούμε για την καθοδήγηση που μας παρείχαν όλο αυτό το
διάστημα.
Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστήσουμε όλο το επιστημονικό προσωπικό του εργαστηρίου
Δομικών Υλικών και συγκεκριμένα τους υποψήφιους διδάκτορες, Ασπασία Καρόζου,
Φωτεινή Κεσικίδου και Αλέξανδρο Λιάπη που συνέβαλαν τα μέγιστα για την κατανόηση
των οργάνων και των εργαστηριακών μας δοκιμών.
Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας για τη στήριξη και την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό
μας από όλη την οικογένειά μας και τους γονείς μας, Δημήτρη, Αναστασία, Θεμιστοκλή
και Αγάπη.
4
ΠΕΡΙΛΗΨΗ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πειραματική διερεύνηση αυτής της εργασίας εστιάζει στη χρήση ειδικών προσθέτων
για τη διερεύνηση της ανθεκτικότητας τσιμεντοκονιαμάτων σε υψηλές θερμοκρασίες.
Στόχος της μελέτης αυτής είναι η έρευνα των χαρακτηριστικών των κονιαμάτων, τόσο
των φυσικών όσο και των μηχανικών, με σκοπό την κατανόηση της συμπεριφοράς αυτών
στις υψηλές θερμοκρασίες. Η μεταβολή του όγκου και του βάρους των κονιαμάτων που
είναι εκτεθειμένα σε υψηλές θερμοκρασίες, το πορώδες και το φαινόμενο ειδικό βάρος
καθώς και η αντοχή αυτών σε θλίψη και κάμψη θα μας δώσουν τις απαραίτητες γνώσεις
για να καταλήξουμε στις συνθέσεις εκείνες οι οποίες είναι ανθεκτικότερες. Για την
πραγματοποίηση των ανωτέρων στόχων, διεξήχθη αρχικά βιβλιογραφική έρευνα πάνω
στο θέμα της πυρκαγιάς σε τσιμεντοκονιάματα και σκυρόδεμα και τα αποτελέσματα που
επιφέρει το φαινόμενο αυτό στα υλικά. Στο πειραματικό μέρος παρασκευάστηκαν
δοκίμια τσιμεντοκονιαμάτων με διαφορετικές συνθέσεις και χρήση ειδικών προσθέτων.
Τα δοκίμια εκτέθηκαν σε υψηλές θερμοκρασίες μέχρι και 1000 οC, μέσω ηλεκτρικού
κλιβάνου που διαθέτει το εργαστήριο των Δομικών Υλικών. Ο έλεγχος των φυσικών και
μηχανικών χαρακτηριστικών των δοκιμίων πραγματοποιήθηκε σε κατάλληλα όργανα
εργαστηρίου βάσει σχετικών προδιαγραφών.
Ως προς τη δομή της εργασίας, αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι το
θεωρητικό και το δεύτερο είναι το πειραματικό.
Α μέρος : Βιβλιογραφική έρευνα
Στο θεωρητικό μέρος περιλαμβάνονται γενικά στοιχεία σχετικά με το τσιμέντο, τα
τσιμεντοκονιάματα το σκυρόδεμα και το φαινόμενο της πυρκαγιάς, ενώ ακολούθως
παρουσιάζονται στοιχεία αναφορικά με τη συμπεριφορά των υλικών μετά την έκθεσή
τους σε υψηλές θερμοκρασίες. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι βλάβες που
προκύπτουν ύστερα από το φαινόμενο και η αποτίμηση της φέρουσας ικανότητας
δομικών στοιχείων από σκυρόδεμα. Αναλύονται παραδείγματα πυρκαγιάς σε κτήρια και
παρουσιάζονται μέθοδοι επισκευής σκυροδέματος μετά από πυρκαγιά. Τέλος
παρατίθενται προστατευτικές επενδύσεις και μέτρα προστασίας
Β μέρος : Πειραματική Διερεύνηση
Αρχικά γίνεται εκτενής παρουσίαση της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε στη διάρκεια
του πειραματικού μέρους της εργασίας. Αναφέρονται οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν
στα δοκίμια μετά την έκθεσή τους σε υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίοι βασίζονται σε
σχετικούς κανονισμούς (έλεγχος φυσικό-μηχανικών χαρακτηριστικών). Στη συνέχεια
παρατίθενται τα αποτελέσματα με μορφή διαγραμμάτων και τα συμπεράσματα τα οποία
προέκυψαν από τη συγκριτική αξιολόγηση των δεδομένων. Τέλος παραθέτουμε
προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.
5
ABSTRACT
The present diploma thesis focuses on the use of special additives in order to enhance
the resistance of cement mortars subjected at high temperatures.
The aim of the thesis was to study the characteristics of mortars, both physical and
mechanical, in order to understand their behavior at elevated temperatures. The volume
and mass change of the exposed specimens at elevated temperatures mortars, the porosity
and apparent specific gravity, as well as their compressive and flexural strength gave the
necessary stats to conclude with the most durable compositions. To accomplish the above
objectives, a literature review was initially conducted on the properties of cement, cement
mortars and concrete, as well as the phenomenon of fire, while the impact of elevated
temperatures at building material was further assessed. To this direction, a number of
mortar specimens with different compositions and various specific additives were
manufactured. The specimens were further subjected at elevated temperatures up to 1000
o
C through an electric oven provided by the Laboratory of Building of Materials. The
physical and mechanical characteristics of the specimens were tested according to
relevant standards.
Regarding the structure of the work, it is divided in two parts. The first part is theoretical
and the second experimental.
Part A: Bibliographic research
The theoretical part contains general information about cement mortars, concrete and fire,
followed by data on the performance of building materials at high temperatures. The
damages of concrete elements due to fire are presented, as well as their residual strength
capacity. Post-fire case studies and given, regarding their inspection and repair the
strategies followed. Finally, fire protection measures are mentioned.
Part B: Experimental Investigation
Firstly there is an extensive documentation of the experimental methodology followed,
regarding the manufacture and testing of the mortar specimens. All tests carried out were
mentioned, based on relevant standards. Then the results regarding the physico-
mechanical properties of the specimens are presented, in form of diagrams and the
conclusions drawn from their comparative study. In the end, we provide possible
suggestions for further research
6
ΜΕΡΟΣ Ι
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Το τσιμέντο (εικόνα 1.1) είναι εξ ’ορισμού μια λεπτόκοκκη υδραυλική κονία. Είναι ένα
συνδετικό υλικό, αλεσμένο και ανόργανο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή
τσιμεντοκονιαμάτων και σκυροδέματος. Το τσιμέντο αναμειγνύεται με νερό και μέσω
της ενυδάτωσης δημιουργεί τον τσιμεντοπολτό, ο οποίος σταδιακά πήζει και σκληρύνει.
Ένα τσιμέντο συμμορφούμενο με το ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1, ονομαζόμενο CEM τσιμέντο,
πρέπει, όταν αναμειχθεί στις κατάλληλες αναλογίες με αδρανή και νερό, να είναι ικανό
να παράγει σκυρόδεμα ή κονίαμα, το οποίο να διατηρεί το εργάσιμο του για ένα επαρκές
χρονικό διάστημα, σε συγκεκριμένη ηλικία να επιτυγχάνει καθορισμένα επίπεδα αντοχής
και να έχει επίσης σταθερότητα όγκου[3,68].
Για την παραγωγή του τσιμέντου χρησιμοποιούνται πρώτες ύλες αλλά και υλικά
υποκατάστασης (ποζολάνη, ιπτάμενη τέφρα-πυριτική ή ασβεστολιθική, σκωρία
υψικαμίνου κλπ.) που απαντώνται σε κάθε χώρα. Με βάση τη διαθεσιμότητα των πρώτων
υλών αλλά και τις απαιτήσεις των εφαρμογών, δημιουργήθηκαν οι διάφοροι τύποι
τσιμέντων που παράγονται παγκοσμίως, όπως καθαρό ή αμιγές τσιμέντο, τσιμέντο με
ποζολάνη, ιπτάμενη τέφρα, σκωρία υψικαμίνου, ασβεστολιθικό filler και πυριτική
παιπάλη. Προβλέπονται συνολικά 27 τύποι τσιμέντων, τα οποία όμως δεν παράγονται ή
δεν κυκλοφορούν κατ' ανάγκη σε κάθε χώρα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που
προαναφέρθηκαν[46,47].
Δεν είχαν συμπεριληφθεί μέχρι σήμερα τσιμέντα ανθεκτικά στα θειικά (για τα οποία
παρέμενε σε ισχύ το ΠΔ 244/80), τα οποία όμως προστέθηκαν στην τελευταία
7
αναθεώρηση του Προτύπου του 2011 σε 7 συνολικά τύπους. Το πρότυπο ΕΝ 197-1
προδιαγράφει σε γενική μορφή τους εξής τύπους τσιμέντου [46]:
CEM I - Τσιμέντο Πόρτλαντ
CEM II - Σύνθετο Τσιμέντο Πόρτλαντ
CEM III - Σκωριοτσιμέντο
CEM IV - Ποζολανικό Τσιμέντο
CEM V - Σύνθετο Τσιμέντο
Το είδος και το ποσοστό των συστατικών του τσιμέντου, τα οποία χρησιμοποιούνται για
την παραγωγή του, σύμφωνα με το πρότυπο, καθορίζουν τους τύπους και τα 27 προϊόντα
τσιμέντου.
Επίσης προδιαγράφονται και 6 κατηγορίες αντοχών, στις οποίες κατατάσσονται τα
τσιμέντα, ανάλογα με την αντοχή σε θλίψη τσιμεντοκονιάματος (μηχανικές απαιτήσεις
τσιμέντου), σύμφωνα με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 196-1 (Εικόνα. 1.2). Κάθε κατηγορία
ορίζεται από ένα κατώτερο και ένα ανώτερο όριο αντοχής. Το κατώτερο όριο αντοχής
των 28 ημερών χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία. Κάθε μία από τις παραπάνω
περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες ανάλογα με το χρόνο ανάπτυξης της αντοχής :
Κανονική (Ν) ή Ταχεία (R) [46,47].
8
ομάδα τριών πρισμάτων. Σημ. Εάν μια τιμή ανάμεσα στις 6 που προσδιορίστηκαν
διαφέρει περισσότερο από ±10 % από τον μέσο όρο των έξι, τότε απορρίπτεται αυτό το
αποτέλεσμα και υπολογίζεται ο μέσος όρος για τις πέντε τιμές που απέμειναν. Εάν πάλι
μεταξύ των πέντε αυτών τιμών υπάρχει κάποια που διαφέρει περισσότερο από ±10 % του
μέσου όρου αυτών, τότε απορρίπτονται όλα τα αποτελέσματα [47].
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό Τσιμέντου που εφαρμόστηκε στη χώρα μας την
1/4/2002 στους σάκους τσιμέντου πρέπει να αναγράφονται διάφορα στοιχεία που
αφορούν στο περιεχόμενο τσιμέντο, καθώς και οδηγίες προφύλαξης κατά τη χρήση του
[46].
9
Τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται είναι:
1. Η σήμανση συμμόρφωσης CE
2. Ο αριθμός αναγνώρισης του φορέα πιστοποίησης
3. Επωνυμία ή διακριτικό σήμα παραγωγού
4. Ονομασία ή διακριτικό σήμα εργοστασίου όπου παράχθηκε το τσιμέντο
5. Τα δύο τελευταία ψηφία του έτους κατά το οποίο τοποθετήθηκε η σήμανση στο
σάκο
6. Αριθμός του πιστοποιητικού συμμόρφωσης της ΕΕ
7. Ονομασία προτύπου σύμφωνα με το οποίο έγινε η παραγωγή, δηλ. ΕΝ 197-1
8. Τύπος τσιμέντου και κατηγορία αντοχής όπως ορίζεται στο ΕΝ 197-1
9. Πρόσθετες πληροφορίες αν απαιτούνται
10. Επισημάνσεις και οδηγίες ασφαλείας στην εικόνα 1.5:
Κονίες ονομάζονται τα συνδετικά υλικά σε μορφή σκόνης ή πολτού, τα οποία κατά την
επαφή τους με το νερό μετατρέπονται σε πλαστικό πολτό με συγκολλητικές
ιδιότητες.[64] Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν κονίες τα προϊόντα όπτισης λίθων.[65] Η
ανάμιξη της κονίας με το νερό και τα αδρανή , αλλά και προσμίξεων κατά περιπτώσεις
δημιουργεί μια συμπαγή μορφή, αρχικά εύπλαστη και στη συνέχεια σκληρυμένη η οποία
είναι ικανή να παραλαμβάνει φορτία και φέρει τον όρο «κονίαμα» που έχει επικρατήσει
από την αρχαιότητα ως σήμερα [64,65,66].
Η πήξη της κονίας διακρίνεται σε αρχική, όταν το σχήμα της μπορεί να μεταβληθεί χωρίς
να καταστραφεί η σύνδεση των συστατικών της συνδετικής ύλης, και σε τελική πήξη
οπού ο πολτός αρχίζει να αποκτά μηχανικές αντοχές. Ο χρόνος πήξης διαρκεί από λίγα
10
λεπτά (γύψος) ως και μερικές μέρες (άσβεστος). Μετά την πήξη ακολουθεί η σκλήρυνση,
δηλαδή η αύξηση της αντοχής της κονίας μέχρι να αποκτήσει τελική τιμή αντοχής. Ο
αντίστοιχος χρόνος σκλήρυνσης διαρκεί από κάποιες ώρες μέχρι μερικούς μήνες. Η
διαδικασία αυτή είναι αποτέλεσμα φυσικών και χημικών φαινομένων[64].
Η δημιουργία του κονιάματος από κονίες, άμμο και νερό αποφέρει μια συμπαγή μάζα η
οποία στο εσωτερικό της περιλαμβάνει πόρους. Τα κενά αυτά που υπάρχουν στο
εσωτερικό του κονιάματος αποτελούν το πορώδες του (n), που εκφράζεται με το
συνολικό όγκο των κενών αυτών προς το συνολικό όγκο του στοιχείου. Έτσι, από
επιστημονική άποψη, τα κονιάματα είναι σύνθετα, ετερογενή και πορώδη υλικά.
Χαρακτηρίζονται σύνθετα γιατί αποτελούνται από πολλά συστατικά τα οποία
συνδυάζουν τις ιδιότητες των επιμέρους πρώτων υλών ώστε το τελικό προϊόν να
χαρακτηρίζεται από νέες ιδιότητες. Το σύνθετο υλικό συμπεριφέρεται ως ενιαίο σώμα
(καλή συνάφεια πρώτων υλών)[67].
Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα κονίαμα είναι: [67]
1. Το είδος της κονίας
2. Λόγος κονίας προς αδρανή (Κ/Α)
3. Η κοκκομετρία, το είδος και οι αναλογίες των αδρανών
4. Το χρώμα του
5. Το ποσοστό του πορώδους
6. Η θλιπτική και καμπτική αντοχή
7. Το μέτρο ελαστικότητας
Το μίγμα άμμου, τσιμέντου και νερού καλείται τσιμεντοκονίαμα [70]. Είναι ο σύγχρονος
τύπος κονιάματος, έχει χαμηλό σχετικά πορώδες και ανθεκτικότητα στη φθορά. Τα
τσιμεντοκονιάματα είναι γενικά κονιάματα υψηλής αντοχής. Έχουν εφαρμογή σε
επικαλύψεις δομικών στοιχείων, προσδίδοντάς τους ανθεκτικότητα στους
περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Τα τσιμεντοκονιάματα χρησιμοποιούνται επίσης σαν πρώτη ύλη για την κατασκευή
διαφόρων τεχνητών υλικών, όπως τσιμεντόλιθοι, τσιμεντοσωλήνες. Επιπλέον
χρησιμοποιούνται ως επιχρίσματα τοίχων και οροφών, επιστρώσεις δαπέδων, στεγανές
επικαλύψεις δεξαμενών.
Παρ' όλ' αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι τα τσιμεντοκονιάματα δεν είναι πάντα συμβατά
με ιστορικούς τύπους τοιχοποιίας και ότι ο σχηματισμός διαλυτών αλάτων (θειικά)
μπορεί να δημιουργήσει κρυστάλλους στους πόρους των τοίχων αλλά και στην επιφάνειά
τους. Πολλοί ερευνητές εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η χρήση των κονιαμάτων αυτών είναι
ακατάλληλη γενικότερα για την επισκευή ιστορικών κτηρίων, καθώς εκτός από την
ύπαρξη ανεπιθύμητων αλάτων στο τσιμέντο, παρουσιάζουν υψηλή αντοχή και χαμηλό
πορώδες, με αποτέλεσμα να εμποδίζουν την εξάτμιση της υγρασίας.
Το τσιμεντοκονίαμα παρουσιάζει μεγαλύτερη ικανότητα προσφύσεως και μεγαλύτερη
μηχανική αντοχή από τα άλλα κονιάματα. Επίσης έχει την υδραυλική ιδιότητα. Για τους
παραπάνω λόγους το τσιμεντοκονίαμα έγινε ένα από τα πιο σημαντικά δομικά υλικά της
11
σύγχρονης εποχής. Επιπλέον το κόστος παρασκευής του είναι χαμηλό και έτσι δίνει
οικονομικές κατασκευές [69,70].
Ειδικότερα τα τσιμεντοκονιάματα υψηλής αντοχής 90ΜPa χρησιμοποιούνται για την
παρασκευή προκατασκευασμένων στοιχείων με ισχυρότατη συμπύκνωση ή
φυγοκεντρισμό (σωλήνες), καθώς και σε επιχρίσματα μέσα στο νερό [69]. Τα
τσιμεντοκονιάματα των 70MPa εφαρμόζονται στα αρμολογήματα. Τα
τσιμεντοκονιάματα των 60MΡa εφαρμόζονται στα υγρά θεμέλια, στην κατασκευή
επιχρισμάτων και λιμενικών έργων. Τα τσιμεντοκονιάματα των 45MPa εφαρμόζονται
στην κατασκευή θόλων και άλλων στοιχείων, που φορτίζονται ισχυρά . Τα
τσιμεντοκονιάματα των 35MPa χρησιμοποιούνται σε όλα τα στοιχεία των κατασκευών.
Για να παραχθεί ένα πλήρες κονίαμα όπου η συνδετική ύλη γεμίζει όλα τα κενά και
περιβάλλει τους κόκκους των αδρανών θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί τσιμέντο της τάξης
των 35 και 45 ΜPa. Αυτό, βέβαια, εξαρτάται και από την κοκκομετρική διαβάθμιση της
άμμου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του.
Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και ισχνά τσιμεντοκονιάματα των 25 ή και
των 20 MPa . Τα κονιάματα αυτά κατατάσσονται στα μέτριας αντοχής και εφαρμόζονται
σε τοιχοδομές πλήρωσης ή ελαφρώς φορτιζόμενες.
Για την αύξηση της πλαστικότητας και της ελαστικότητας των τσιμεντοκονιαμάτων
γενικά, συνιστάται η προσθήκη μικρής ποσότητας πολτού ασβέστου 0.04-0.06 m3 ανά
κυβικό μέτρο κονιάματος ή σκόνης υδρασβέστου περί το 10-15% του βάρους του
τσιμέντου. Η προσθήκη αυτή της ασβέστου δεν λαμβάνεται υπόψη σαν συνδετική ύλη
και δεν πρέπει να ελαττώνει την ποσότητα του τσιμέντου. Απλώς βελτιώνει το εργάσιμο
και το κονίαμα γίνεται λιγότερο ψαθυρό[69,70].
Οι αναλογίες τσιμέντου και άμμου εξαρτώνται από τον προορισμό του
τσιμεντοκονιάματος. Άλλες αναλογίες ισχύουν για τσιμεντοκονίαμα που προορίζεται για
στεγανές επικαλύψεις, άλλες για επιστρώσεις δαπέδων και άλλες για την παρασκευή
σκυροδεμάτων.
Οι αναλογίες καθορίζονται σε μέρη όγκου τσιμέντου και άμμου παριστάνονται με ένα
κλάσμα και καθορίζουν το λόγο Κονίας/Αδρανών (Κ/Α). Επειδή μεταβάλλεται ο όγκος
του τσιμέντου ανάλογα με την πίεση που έχει υποστεί το τσιμέντο και τη λεπτότητά του,
μπορεί να προσδιορίζεται η σύνθεση του κονιάματος με το βάρος του τσιμέντου, που
περιέχεται σε 1 m3 έτοιμου τσιμεντοκονιάματος. Οι αναλογίες τσιμέντου-άμμου (εικόνα
1.6) που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τσιμεντοκονιάματος, και τις χρήσεις τους
φαίνονται στην παρακάτω εικόνα [71].
12
Η πήξη και σκλήρυνση των τσιμεντοκονιαμάτων ακολουθούν τη διαδικασία αυτών του
τσιμέντου. Επομένως πρέπει να λαμβάνονται μέτρα και προφυλάξεις για να ολοκληρωθεί
με επιτυχία όλη η διαδικασία της πήξεως και της σκληρύνσεως του τσιμεντοκονιάματος.
Η μηχανική αντοχή και η στεγανότητα του τσιμεντοκονιάματος εξαρτώνται από πολλούς
παράγοντες οι κυριότεροι από τους οποίους είναι [70]:
1. Ο λόγος Κονίας/Αδρανών (Κ/Α). Μεγαλύτερη αναλογία τσιμέντου προς άμμο
δίνει συνήθως ανθεκτικότερα και στεγανότερα κονιάματα.
2. Πυριτική άμμος φυσικής προέλευσης (π.χ. ποτάμια), δίνει ισχυρότερα κονιάματα
σε σχέση με την ασβεστολιθική άμμο μολονότι έχουν την ίδια κοκκομετρική
διαβάθμιση.
3. Ο λόγος Νερού/Κονία (Κ/Α). Το πολύ νερό ελαττώνει την αντοχή και τη
στεγανότητα του κονιάματος. Το ίδιο ισχύει για μικρή ποσότητα νερού
(μικρότερη ποσότητα από ό,τι είναι απαραίτητο).
Η στεγανότητα των τσιμεντοκονιαμάτων αυξάνεται με την προσθήκη ορισμένων ουσιών
κατά την παρασκευή τους, όπως η θηραϊκή γη και σκωρίες υψικαμίνων. Επίσης η
στεγανότητα αυξάνεται, αν η επιφάνεια της επιστρώσεως από το τσιμεντοκονίαμα
υποστεί προσεκτική λείανση κατά τη διάρκεια της κατασκευής της.[70,71]
Η ανάμιξη του τσιμέντου με άμμο, χαλίκια (σκύρα) και νερό δημιουργεί το σκυρόδεμα
(cement concrete, beton).[68] Ο συνδυασμός του χάλυβα με το σκυρόδεμα ονομάζεται
οπλισμένο σκυρόδεμα (reinforced concrete, beton arme). Ιστορικά, το οπλισμένο
σκυρόδεμα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Γάλλος J. Monier το 1867 [28].
Το σκυρόδεμα, αποτελεί το πιο διαδεδομένο δομικό υλικό κατασκευής στατικών φορέων,
όπως κτήρια, σήραγγες, γέφυρες και δεξαμενές. Για περισσότερο από έναν αιώνα
βρίσκεται στην κορυφή των επιλογών των μηχανικών ανά τον κόσμο για την περαίωση
των σπουδαιότερων έργων. Η ιδιότητα του σκυροδέματος να περνά σε μικρό σχετικά
χρόνο από τη ρευστή/νωπή του κατάσταση στη στερεά, δίνοντας τη δυνατότητα να πάρει
οποιοδήποτε σχήμα ανάλογα με το εκάστοτε χρησιμοποιούμενο καλούπι, πριν ακόμα
στερεοποιηθεί, είναι από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.
Τα αδρανή του σκυροδέματος είναι η άμμος, το γαρμπίλι, το χαλίκι, η σκύρα, τα οποία
είναι υπεύθυνα για την πετρώδη δομή της τελικής φάσης του σκυροδέματος. Η κονία
είναι το υλικό που «γεμίζει» τα κενά που αφήνουν τα παραπάνω αδρανή. Τα αδρανή
αποτελούν κατά κανόνα περίπου το 80% του όλου βάρους. Είναι αυτά που με το μέγεθος
και την προέλευσή τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα του σκυροδέματος.
Η αναλογία του νερού στο μίγμα ποικίλει ανάλογα με το αποτέλεσμα της σύνθεσης που
θέλει να βγάλει ο εκάστοτε μελετητής ανάλογα με την εργασιμότητα και την αντοχή που
θέλει να επιτύχει [3,31].
13
Τα αδρανή υλικά, ανάλογα με την προέλευσή τους μπορούν να διαιρεθούν σε δύο
μεγάλες κατηγορίες: Τα αδρανή φυσικής προέλευσης που έχουν ληφθεί από το φυσικό
περιβάλλον και έχουν υποστεί μηχανική επεξεργασία θραύσης, πλύσιμο και διαλογή (π.χ.
θραυστά πετρώματα, αλλουβιακοί σχηματισμοί, ποταμίσιες και λιμναίες αποθέσεις,
αποθέσεις άμμων ή χαλίκων, λάβα, λατομικά προϊόντα) και τα τεχνητά ή βιομηχανικά
που έχουν προκύψει ως προϊόντα ή παραπροϊόντα βιομηχανικής δραστηριότητας από
χημική ή θερμική επεξεργασία πρώτων υλών ορυκτής ή άλλης προέλευσης (π.χ. τέφρες,
σκωρίες, υπολείμματα καύσεων, άργιλοι, βερμικουλίτης, περλίτης, υλικά στίλβωσης)
Επιπρόσθετα, υπάρχουν και τα ανακυκλωμένα αδρανή υλικά που προκύπτουν από την
επεξεργασία και επαναχρησιμοποίηση δομικών υλικών από υφιστάμενες κατασκευές
(υλικά κατεδαφίσεως σκυροδέματος, τοιχοποιίας, ασφαλτικών έργων)[31,68].
Η πιο συνηθισμένη χρήση του σκυροδέματος είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα ή reinforced
concrete, όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή η ενίσχυση της μάζας του με χάλυβα ή άλλο
σιδηρό οπλισμό. Η χρήση του χάλυβα είναι αυτή που προσφέρει την επιπλέον αντοχή σε
εφελκυσμό η οποία είναι χαμηλή στο κοινό σκυρόδεμα και συνεισφέρει στην παραλαβή
εφελκυστικών τάσεων.
Το σκυρόδεμα παρουσιάζει πολύ καλές ιδιότητες, αιτία που το καθιστά σήμερα το
βασικότερο δομικό υλικό. Η ανθεκτικότητά του, η αντοχή σε θλίψη, σε τριβή, σε κάμψη
και εφελκυσμό, καθώς και το χαμηλό πορώδες και η υδατοστεγανότητά του είναι οι
σημαντικότερες.
Η σπουδαιότερη, αυτή που επηρεάζει έμμεσα και τις υπόλοιπες είναι η αντοχή σε θλίψη.
Είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δομή του, δηλαδή τα αδρανή και τον τσιμεντοπολτό, και
βάση αυτής γίνεται η διαστασιολόγηση κατασκευών από σκυρόδεμα. Η αντοχή σε θλίψη
εξαρτάται από την ποιότητα των πρώτων υλών, τις αναλογίες τους, τα κενά, το λόγο
νερού-τσιμέντου και τον τρόπο συμπύκνωσης του σκυροδέματος [28,29].
Σύμφωνα με την αντοχή σε θλίψη έχουν οριστεί και οι κατηγορίες σκυροδέματος. Βάσει
του νέου κανονισμού τεχνολογίας σκυροδέματος και συναρτήσει της αντοχής Fck,
ακολουθούν οι εξής κατηγορίες:
Πίνακας 1: Κατηγορίες σκυροδέματος οπού ο πρώτος αριθμός κάθε κατηγορίας ορίζει
τη χαρακτηριστική αντοχή του κυλίνδρου ενώ ο δεύτερος αυτή του κύβου σε ΜΡa, στις
28 ημέρες[2].
Κ α τ η γ ορ ί α F c k κ υ λ ί ν δ ρ ου Fck κύβου
Σ κ υ ρ / ος ( Μ Ρ a) ( M Ρ a)
C8/10 8 10
C12/15 12 15
C16/20 16 20
C20/25 20 25
C25/30 25 30
C30/37 30 37
C35/45 35 45
C40/50 40 50
C45/55 45 55
C50/60 50 60
14
1.4 Πρόσθετα / πρόσμικτα
Πολλές φορές, κατά την ανάμειξη των συστατικών του σκυροδέματος, προστίθενται
υλικά σε μικρές ποσότητες σχετικά με την ποσότητα του τσιμέντου, με σκοπό την
τροποποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών του όσο είναι ακόμα νωπό (π.χ.
εργασιμότητα, χρόνος πήξης) ή ακόμα και μετά τη σκλήρυνση (π.χ. ανάπτυξη αντοχής,
ανθεκτικότητα). Τα υλικά αυτά ονομάζονται πρόσμικτα [73].
Συχνά, επίσης, προστίθενται λεπτόκοκκα, ανόργανα υλικά, με στόχο τη βελτίωση ή την
επίτευξη συγκεκριμένων ιδιοτήτων. Τα τελευταία ονομάζονται πρόσθετα. Η ταξινόμηση
των προσμίκτων ή πρόσθετων υλικών, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούν, είναι
αρκετά δύσκολη διότι πολλά απ’ αυτά επιτελούν πάνω από μία λειτουργίες. Έτσι, τα
υλικά αυτά διακρίνονται, ανάλογα με τη δράση τους, σε χημικά πρόσμικτα που δρουν
αμέσως στην επιφάνεια των κόκκων του τσιμέντου, σε χημικά πρόσμικτα που
επηρεάζουν τις αντιδράσεις μεταξύ τσιμέντου και νερού, από λίγα λεπτά έως αρκετές
ώρες μετά την προσθήκη τους, και σε ορυκτά πρόσθετα που, συνήθως, επιδρούν αμέσως
στα ρεολογικά χαρακτηριστικά του νωπού σκυροδέματος αλλά εμφανίζουν χημική
δραστηριότητα αρκετές ημέρες ή και μήνες μετά την ανάμιξη των συστατικών του
σκυροδέματος [72]. Σε σύγκριση με τα λοιπά συστατικά του σκυροδέματος, τα πρόσθετα
έχουν σημαντικό, ανά μονάδα βάρους ή όγκου, κόστος [73].
Αρχικά υπάρχουν τα χημικά πρόσμικτα επιφανειακής δράσης. Στην κατηγορία αυτή
περιλαμβάνονται τα πρόσμικτα που χρησιμοποιούνται στην ανάμειξη του σκυροδέματος
για τον εγκλωβισμό αέρα, οπότε καλούνται αερακτικά, ή για τη μείωση του νερού, οπότε
λέγονται ρευστοποιητές. Γενικά, αποτελούνται από μόρια που περιλαμβάνουν οργανικές
αλυσίδες των οποίων το ένα άκρο είναι υδρόφιλο και περιέχει μία ή περισσότερες πολικές
ομάδες ( –COO- , --SO3 - , --NH3 + ) [72].
Στη συνέχεια, συναντάμε τα αερακτικά. Η δράση των αερακτικών συνίσταται στη
δημιουργία και, κατόπιν, στον εγκλωβισμό φυσαλίδων αέρα, μεγέθους 0,02 - 0,2 mm,
στη μάζα του τσιμεντοπολτού, με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητας του
σκυροδέματος σε κύκλους ψύξης-απόψυξης [73]. Τα αερακτικά δημιουργούν μέσα στη
μάζα του νωπού σκυροδέματος μικρές φυσαλίδες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, με
αποτέλεσμα να αυξάνει το πορώδες του. Συνεπώς, αυξάνεται η ανθεκτικότητά του στον
παγετό και βελτιώνεται σημαντικά το εργάσιμό του, λόγω μείωσης της εσωτερικής
τριβής μεταξύ των στερεών κόκκων. Όταν όμως η περιεκτικότητα σε αέρα ξεπεράσει τα
καθορισμένα όρια, είναι δυνατό να μειωθεί η τελική αντοχή του σκυροδέματος [74]. Τα
πρόσμικτα που χρησιμοποιούνται ως αερακτικά προέρχονται, συνήθως, από άλατα
ρητινών του ξύλου, από πετρελαϊκά οξέα και από ορισμένα συνθετικά [73].
Σε αντίθεση με τα αερακτικά, οι πολικές ομάδες στους ρευστοποιητές είναι ενωμένες με
πολικές ή υδρόφιλες αλυσίδες. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της
εργασιμότητας χωρίς μεταβολή της αντοχής, για την αύξηση της αντοχής για δεδομένη
εργασιμότητα (μειώνοντας το νερό ανάμιξης κατά 5%–15%) και για την μείωση του
ποσοστού τσιμέντου για δεδομένη εργασιμότητα και αντοχή. Τα πλεονεκτήματα αυτά δε
15
μπορούν να εμφανίζονται ταυτόχρονα [73]. Επίσης, είναι δυνατό να εμφανιστεί αύξηση
της συστολής ξήρανσης, καθώς και ανεπιθύμητη αύξηση των πόρων, με συνέπεια
καθυστέρηση της πήξης και μείωση της αντοχής. Υλικά που χρησιμοποιούνται ως
ρευστοποιητές είναι ορισμένα άλατα, παράγωγα ενώσεων όπως η λιγνίνη, ορισμένα
ανθρακοξυλικά οξέα και οι πολυσακχαρίτες.
Οι υπερευστοποιητές αποτελούν ειδική κατηγορία χημικών προσμίκτων επιφανειακής
δράσης, που αυξάνουν τη ρευστότητα μειγμάτων 3–4 φορές περισσότερο απ’ οτι οι
συνηθισμένοι ρευστοποιητές, επιτρέποντας μείωση του νερού ανάμειξης κατά 20 – 25%,
χωρίς απώλεια ρευστότητας. Χαρακτηριστικό της δομής τους είναι η ύπαρξη μακριών
αλυσίδων μεγάλου μοριακού βάρους, με πολυάριθμες πολικές ομάδες. Το ισχυρό
αρνητικό φορτίο που επιφέρουν στους κόκκους του τσιμέντου έχει ως αποτέλεσμα τη
σημαντική μείωση της επιφανειακής τάσης του νερού και τη μεγάλη αύξηση της
ρευστότητας. Αποτελούνται, συνήθως, από άλατα μελαμίνης ή ενώσεις φορμαλδεΰδης
και προστίθενται σε ποσοστά 0,4–0,8% έως 1,2% κατά βάρος τσιμέντου [73]. Η χρήση
τους είναι σχεδόν απαραίτητη για σκυροδέματα υψηλής ποιότητας που, αναγκαστικά,
περιέχουν λιγότερο νερό, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν χρησιμοποιούνται
υπερευστοποιητές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η επίδραση τους στη ρευστότητα του
μείγματος, κατά κανόνα, εξαφανίζεται μετά από 20-30 λεπτά από την προσθήκη τους στο
μείγμα. Για το λόγο αυτό, αν η ανάμιξη των υλικών του σκυροδέματος γίνεται σε
εργοστάσιο ετοίμου σκυροδέματος και ακολουθεί μεταφορά στο έργο σε αυτοκίνητο -
αναμικτήρα, ένα μέρος ή και το σύνολο του υπερρευστοποιητικού στο μίγμα χρειάζεται
να προστεθεί όχι στο εργοστάσιο παραγωγής αλλά επιτόπου στο έργο, λίγο πριν τη
σκυροδέτηση [73]. Η δυνατότητα των υπερρευστοποιητών να αυξάνουν τη ροή του
σκυροδέματος εξαρτάται από παράγοντες όπως ο τύπος, η δόση, και ο χρόνος της
προσθήκης του υπερρευστοποιητή, ο λόγος νερού / τσιμέντου (Ν/Τ) και η φύση ή η
ποσότητα του τσιμέντου. Έχει διαπιστωθεί ότι για τους περισσότερους τύπους τσιμέντου,
ο υπερρευστοποιητής βελτιώνει την εργασιμότητα του σκυροδέματος [75].
Επιπροσθέτως, λαμβάνουν χώρα οι επιταχυντές πήξης. Χρησιμοποιούνται, συνήθως,
όταν η σκυροδέτηση γίνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες, οπότε η πήξη και σκλήρυνση του
τσιμεντοπολτού γίνεται με αργούς ρυθμούς. Επίσης, χρησιμοποιούνται όταν επιδιώκεται
γρήγορη απομάκρυνση των ξυλοτύπων (στην προκατασκευή), όταν είναι αναγκαία η
ταχεία περάτωση του έργου ή όταν το στοιχείο πρόκειται να παραλάβει εξωτερικά φορτία
σε μικρό χρόνο μετά τη σκυροδέτηση [73]. Το κυριότερο μειονέκτημά τους είναι ότι
προκαλούν μείωση της τελικής αντοχής του σκυροδέματος [74]. Το χλωριούχο ασβέστιο
ήταν αρκετά συνηθισμένο, μέχρι πρότινος, ως επιταχυντής, αλλά οι προδιαγραφές
σκυροδέματος συνήθως επιβάλλουν την αποφυγή χρήσης χλωριούχων ενώσεων, λόγω
της πιθανής διάβρωσης του σιδηροπλισμού, σε περίπτωση οπλισμένων σκυροδεμάτων,
γεγονός που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αντοχή του σκυροδέματος σε βάθος χρόνου
(durability) και καλύπτονται από την προδιαγραφή ASTM C 494 (Types B και D). [76]
Τέλος, οι επιταχυντές πήξης επιβραδύνουν την ενυδάτωση του τσιμέντου και συνεπώς
την πήξη και τη σκλήρυνση του σκυροδέματος. Επίσης, βοηθούν στη διατήρηση του
εργάσιμου και χρησιμοποιούνται για να αυξηθεί ο διαθέσιμος χρόνος για τη μεταφορά
16
και τη διάστρωση του σκυροδέματος. Η αρχική αντοχή του σκυροδέματος εμφανίζεται
μειωμένη, αλλά η τελική αντοχή του δεν επηρεάζεται από τα επιβραδυντικά πρόσμικτα.
Χρησιμοποιούνται όταν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, γιατί επιβραδύνουν το ρυθμό
ανάπτυξης της θερμοκρασίας, καθώς και για την παρασκευή μεγάλων έργων χωρίς
αρμούς εργασίας. Πολλοί επιταχυντές δρουν, επίσης, θετικά στην κατεύθυνση της
μείωσης του απαιτούμενου νερού για την ενυδάτωση του τσιμέντου με αποτέλεσμα,
λόγω της μείωσης του χρησιμοποιούμενου νερού, να παράγεται σκυρόδεμα αυξημένης
τελικής αντοχής [76]. Επιβραδυντικές ιδιότητες εμφανίζουν, εκτός από τη γύψο, η
ζάχαρη και τα ευδιάλυτα άλατα ψευδαργύρου [72].
Περνώντας στα πρόσθετα, αναφέρεται πως είναι υλικά σε μορφή σκόνης, πυριτικής
συνήθως σύστασης, χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά και σε μεγάλες αναλογίες (μεταξύ
10 – 100% κατά βάρος τσιμέντου) είτε ως προσμείξεις για την παρασκευή τσιμέντου είτε
ως πρόσθετα κατά την ανάμειξη των συστατικών του σκυροδέματος, με κύριο σκοπό τη
μείωση του κόστους και τη βελτίωση ορισμένων χαρακτηριστικών του σκυροδέματος.
Τέτοια υλικά μπορεί να είναι φυσικά (ποζολάνες από ηφαιστειακά πετρώματα) ή
βιομηχανικά παραπροϊόντα, που, ενδεχομένως, υπόκεινται και σε κάποια επεξεργασία
(ξήρανση, κονιορτοποίηση κλπ.). Γενικά, η συμβολή τους στην παραγωγή του
σκυροδέματος είναι η παρακάτω [76]:
1. Αυξάνουν την εργασιμότητα του σκυροδέματος
2. Βελτιώνουν την εμφάνιση των κατασκευών από σκυρόδεμα (φινίρισμα)
3. Μειώνουν την εκλυόμενη θερμότητα από την ενυδάτωση του τσιμέντου.
Οι φυσικές ποζολάνες προέρχονται, κυρίως, από κονιορτοποίηση ηφαιστειακών
πετρωμάτων και ορυκτών, που σχηματίστηκαν από την ταχεία ψύξη του μάγματος. Η
ονομασία «ποζολάνη» προήλθε από την περιοχή Pozzuoli της Ιταλίας, όπου οι Ρωμαίοι
είχαν ανακαλύψει ότι το έδαφος της περιοχής παρουσίαζε υδραυλικές ιδιότητες. Γαίες
της περιοχής χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στα κονιάματα τους. Σήμερα, ποζολάνες
ονομάζονται πυριτικά ή αργιλοπυριτικά υλικά που έχουν τη δυνατότητα να ενώνονται με
την υδράσβεστο Ca(OH)2 και να σχηματίζουν ένυδρες ασβεστοπυριτικές ενώσεις που,
με το χρόνο, σκληρύνονται και αποκτούν μικρές ή μεγαλύτερες αντοχές. Η δράση αυτή
17
οφείλεται, κυρίως, στο άμορφο πυριτικό υλικό των πολοζανών. Προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί μια ποζολάνη για την παρασκευή τσιμέντων πρέπει να ικανοποιεί τη
δοκιμή δραστικότητας που προβλέπει ο Κανονισμός, δηλαδή να παρουσιάζει συμβατική
αντοχή τουλάχιστον 5 MPa 40 Η χρήση πολοζανών είναι ιδιαίτερα ευεργετική για το
σκυρόδεμα για τους εξής λόγους [72]:
1. Λόγω του μικρού μεγέθους των κόκκων τους βελτιώνουν την εργασιμότητα του
σκυροδέματος μειώνοντας τις απαιτήσεις σε νερό.
2. Μειώνεται το ενδεχόμενο διαχωρισμού των συστατικών του σκυροδέματος και
της εξίδρωσης
3. Μειώνεται η θερμοκρασία ενυδάτωσης
4. Βελτιώνεται η ανθεκτικότητα σε διάρκεια αφού μειώνεται η διάμετρος των
πόρων του σκυροδέματος και άρα η διαπερατότητά του.
Στα παραπροϊόντα τώρα, βρίσκονται ορισμένα άκρως διαδεδομένα όπως η ιπτάμενη
τέφρα, η σκωρία καμίνου και η πυριτική παιπάλη.
Ιπτάμενη τέφρα (εικόνα 1.8) ονομάζονται τα σε λεπτότατο διαμερισμό κατάλοιπα που
προκύπτουν από την καύση γαιανθράκων ή λιγνιτών και που συλλέγονται κατά την έξοδο
των αερίων καύσεως από τις καπνοδόχους των ατμοηλεκτρικών σταθμών με τα
ηλεκτροστατικά φίλτρα. Η δραστικότητα των τεφρών οφείλεται στη μεγάλη
περιεκτικότητα σε SiO2, Al2O3 και CaΟ. Οι δύο πρώτες ενώσεις προσδίδουν στην τέφρα
ποζολανικές ιδιότητες ενώ το οξείδιο του Ca υδραυλικές. Στην Ελλάδα ιπτάμενη τέφρα
παράγεται στους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς της Δ.Ε.Η. της Πτολεμαΐδας και
Μεγαλόπολης. Η κατανομή του μεγέθους των κόκκων, η μορφολογία τους και τα
χαρακτηριστικά της επιφάνειάς τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για τις απαιτήσεις σε
νερό ανάμιξης, την εργασιμότητα και το ρυθμό ανάπτυξης της αντοχής του
σκυροδέματος [72].
Η πυριτική παιπάλη (εικόνα 1.9) αποτελεί παραπροϊόν της βιομηχανίας πυριτικών και
σιδηροπυριτικών κραμάτων και σχηματίζεται από την οξείδωση και συμπύκνωση ατμών
SiO2, σε μορφή μικρότατων σφαιριδίων με μέση διάμετρο της τάξης του 0,1 μm, δηλαδή
δύο τάξεις μεγέθους μικρότερη από τη διάμετρο των κόκκων ιπτάμενης τέφρας. Σε αυτό
οφείλεται τόσο η μεγάλη ποζολανικότητα της πυριτικής παιπάλης όσο και οι σχετικά
μεγάλες απαιτήσεις σε νερό [72].
Εικόνα 1.8 Ιπτάμενη τέφρα [72] Εικόνα 1.9 Πυριτική παιπάλη [72]
18
Τέλος, τα στεγανοποιητικά πρόσθετα μειώνουν την ποσότητα του νερού, το οποίο
απορροφάται ή εισχωρεί στο σκυρόδεμα, αυξάνοντας τη στεγανότητά του (μειώνουν το
πορώδες). Αποφεύγεται η δημιουργία μικροκοιλοτήτων και μικρορηγματώσεων στη
μάζα του σκυροδέματος, ενώ μειώνεται σημαντικά το ποσοστό των πόρων και των
τριχοειδών αγγείων. Είναι δυνατόν, όμως, να μεταβληθεί η χρονική εξέλιξη της πήξης
και να μειωθεί η αντοχή του σκυροδέματος. Ως στεγανοποιητικά πρόσθετα μπορεί να
χρησιμοποιηθούν :
1) λεπτόκοκκα αδρανή (χαλαζίας, μπεντονίτης )
2) ανόργανα υλικά (θηραϊκή γη, άργιλος ), αδιάλυτοι σάπωνες σε μορφή σκόνης ή
γαλακτώματος (στεατικός ψευδάργυρος, στεατικό ασβέστιο) ή άλλες υδρόφοβες ενώσεις
3) ρητινικά ή στεατικά άλατα του αμμωνίου σε μορφή πολτού ή γαλακτώματος με
υδραπωθητικές ιδιότητες
4) υγροί υδρογονάνθρακες ή ελαιώδη προϊόντα του πετρελαίου σε μορφή γαλακτώματος,
που αποσυντίθενται στη μάζα του σκυροδέματος και φράζουν τους πόρους.
Πρέπει να γίνεται λελογισμένη χρήση τους διότι, μερικά απ’ αυτά μπορεί να μειώσουν
την αντοχή του σκυροδέματος[72].
2. Η πυρκαγιά
Το φαινόμενο της πυρκαγιάς, δεν είναι άλλο από μια αντίδραση κατά την οποία
μεταβάλλεται ο αριθμός οξείδωσης ατόμων ή ιόντων με αποτέλεσμα το σχηματισμό
κοινών ζευγών ή πιο πρακτικά οι οξυδοαναγωγικές αντιδράσεις οξυγόνου, οι οποίες
έχουν ως αποτέλεσμα την έκλυση θερμότητας ( C + O2 → CO2 ). Για να μπορέσει να
αναπτυχθεί ένα τέτοιο φαινόμενο όπως γίνεται κατανοητό πρέπει να συνυπάρξουν 3
παράγοντες: φωτιά, μια καύσιμη ύλη και φυσικά, το οξυγόνο[14, 23].
19
Αιτίες όπως η ανθρώπινη αμέλεια, κάποιο βραχυκύκλωμα ή ο εμπρησμός οδηγούν
πολλές φορές στην εξάπλωση φωτιάς η οποία πολλές φορές παίρνει ανεξέλεγκτη τροπή.
Κατά τον σχεδιασμό των κατασκευών μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, κυριαρχούσε η
πεποίθηση ότι το σκυρόδεμα (κυρίως το οπλισμένο) έχει απεριόριστη ανθεκτικότητα
έναντι φωτιάς. Αυτή η παραδοχή κατέπεσε καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι υψηλές
ποσότητες θερμότητας επηρεάζουν τα μηχανικά χαρακτηριστικά των δομικών στοιχείων
και τη σταθερότητα του σκυροδέματος [14, 23].
Σε αντίθεση με τον υπολογισμό των δράσεων για τα ίδια βάρη μιας κατασκευής, τα
κινητά και σταθερά φορτία και παραμορφώσεις όπου υπάρχουν σαφείς μέθοδοι
σχεδιασμού και υπολογιστικές διαδικασίες, στο φαινόμενο της πυρκαγιάς δεν διατίθενται
σαφείς μέθοδοι παρά μόνο εμπειρικοί κανόνες προστασίας.
Η κατάσταση αυτή, μπορεί να επιφέρει οδυνηρές συνέπειες σε οικονομικό επίπεδο, αλλά
ακόμη πιο σημαντικές είναι οι ανθρωπιστικές συνέπειες όπως τραυματισμοί και απώλειες
ζωής. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σημαντικό σε βιομηχανικά κτήρια και μεγάλες
αποθήκες όπου υπάρχουν εύφλεκτα υλικά και μεγάλες πιθανότητες μη αναστρέψιμης
ανάφλεξης.
Στην Ελλάδα, ο ρυθμός πυρκαγιών δεν έχει προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό, όμως
στατιστικά στοιχεία αναφέρουν πως μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής συμβαίνουν δύο
περιστατικά την εβδομάδα ( είτε πρόκειται για βιομηχανικό κτήριο, είτε για κατοικία),
δεδομένο που καθιστά υψηλά το δείκτη της σπουδαιότητας του φαινομένου. Τα
τελευταία χρόνια, και με αφορμή τη χρήση νέων πηγών ενέργειας και συγκεκριμένα του
φυσικού αερίου, που εμφανίζει υψηλό βαθμό επικινδυνότητας ως προς την εκδήλωση
φωτιάς, έχει αυξηθεί η αναγκαιότητα των μηχανικών για την εφαρμογή πυρασφάλειας
στις κατασκευές[14].
Οι φάσεις μιας τυπικής πυρκαγιάς σε ένα πυροδιαμέρισμα είναι τρεις.[3] Αρχικά είναι
η επώαση (εικόνα 2.2). Για να φτάσει στο σημείο να εκδηλωθεί μια πυρκαγιά, όπως
προαναφέρθηκε, χρειάζεται μία καύσιμη ύλη. Η ύλη αυτή πρέπει να αποκτήσει ένα ικανό
ποσό θερμικής ενέργειας για να μπορέσει να υπάρξει φωτιά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί
είτε από αμέλεια ή ακόμα κι από βραχυκύκλωμα. Μετά την αρχική έναυση, παράγεται
θερμική ενέργεια. Ένα μέρος αυτής διατηρεί την καύση και το υπόλοιπο μεταφέρεται
μέσω ακτινοβολίας στα γύρω σώματα, τα οποία αρχικά θερμαίνονται και στη συνέχεια
αναφλέγονται συμβάλλοντας στην εξάπλωση της φωτιάς [14,23].
Η διαδικασία της ανάπτυξης και της εξάπλωσης μιας πυρκαγιάς είναι εξαρτημένη από το
μέγεθος και τις ιδιότητες καύσεως του καύσιμου υλικού, καθώς και από το μέγεθος και
το σχήμα του χώρου αυτού.
Κατά το στάδιο αυτό, είναι πιθανό μια στρώση υπέρθερμων αερίων που συγκεντρώνεται
στην οροφή, να προκαλέσει ακαριαία εξάπλωση της φωτιάς σε πολλά μέρη του χώρου.
20
Στο διάστημα αυτό η φωτιά «φουντώνει» και είναι η μετάβαση από το στάδιο της
επώασης σε αυτό της πλήρους ανάπτυξης. [23,14]
Τα κονιάματα ήταν διαχρονικά ένα σημαντικό δομικό στοιχείο στις τοιχοποιίες, που
συνδέονται με την αντοχή σε παράγοντες γήρανσης και φθοράς [48-50]. Ο λειτουργικός
τους ρόλος (δηλαδή δομικά κονιάματα, επιχρίσματα) και τα συστατικά τους (συνδετικές
κονίες, τύπος και κοκκομετρία αδρανών, λόγος Αδρανών/Κονίας) καθορίζουν τις
ιδιότητές τους [50-53]. Η σύνθεσή τους είναι διαφορετική, ανάλογα με την εφαρμογή
τους (επιχρίσματα, στρωμνή, υπόστρωμα) και τις απαιτήσεις της κάθε κατασκευής
[50,51,53]. Τα συμπτώματα παθολογίας που συναντάμε στα κονιάματα (δηλαδή
απολέπιση, αποκόλληση, χαλάρωση, ρωγμή, αποχρωματισμός) μπορούν να αποδοθούν
σε μια συνέργεια παραγόντων που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά τους και με τις
περιβαλλοντικές παραμέτρους της περιοχής (μεταβολές της θερμοκρασίας, υγρασία,
παγετός, πλησίον της θάλασσας, ατμοσφαιρική ρύπανση), καθώς και ατυχηματικές
δράσεις όπως οι σεισμοί, οι κατολισθήσεις και η φωτιά [48,54].
Από την άλλη πλευρά, η έκθεση σε πυρκαγιά και αυξημένες θερμοκρασίες φαίνεται να
είναι ένας σημαντικός παράγοντας αποσύνθεσης των κατασκευών και των δομικών
υλικών. [55-59]. Έρευνα σχετικά με το θέμα ξεκίνησε στην αρχή του 20ού αιώνα (1922)
και εντάθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, εστιάζοντας ωστόσο, σε υλικά
με βάση το τσιμέντο (τσιμεντοκονιάματα, σκυρόδεμα) [60-62]. Σύμφωνα με τη
βιβλιογραφία [55,56,59], όταν υποβάλλονται σε υψηλές θερμοκρασίες, συγκεκριμένες
ιδιότητες των δομικών υλικών επηρεάζονται (φυσικό-χημικά και μηχανικά
χαρακτηριστικά, μικροδομή). Ο βαθμός αποσύνθεσης μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τα
χαρακτηριστικά του φαινομένου (δηλαδή μέγιστη θερμοκρασία, διάρκεια) και τις
ιδιότητες των δομικών υλικών. Ο κύριος στόχος της έρευνας ήταν συνήθως ο σχεδιασμός
υλικών ανθεκτικών στη φωτιά, καθώς και η αποτίμηση και επισκευή βλαβών από
πυρκαγιά.
Γενικά, η κατάσταση διατήρησης και η απομένουσα αντοχή του κτηρίου μετά την έκθεση
τους σε αυξημένες θερμοκρασίες συσχετίζονται σε μια συνέργεια παραγόντων, όπως η
δομή και οι ιδιότητες των υλικών, η μέγιστη θερμοκρασία που επιτυγχάνεται, ο χρόνος
έκθεσης, καθώς και ο ρυθμός θέρμανσης [59-61]. Στα τσιμεντοκονιάματα και το
σκυρόδεμα, η υψηλή θερμοκρασία επιδρά ταυτόχρονα στα συστατικά τους με διάφορους
τρόπους και σύμφωνα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους (θερμικές παραμορφώσεις,
διόγκωση αδρανών, συρρίκνωση πάστας) [63]. Τα συμπτώματα παθολογίας μετά την
πυρκαγιά, συνήθως αφορούν σε αλλαγή χρώματος, απολεπίσεις, αποφλοιώσεις,
ρηγματώσεις, αποσάρθρωση δομής [32-24].
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, μεταξύ 100-200°C, η ελεύθερη υγρασία των υλικών
εξατμίζεται, ενώ πάνω από 250°C αρχίζει η απώλεια του δεσμευμένου νερού [40-45].
Πάνω από τους 300°C οι ένυδρες πυριτικές ενώσεις της πάστας (C-S-H gel)
αποσυντίθενται [43]. Τα αδρανή συμπεριφέρονται ανάλογα με τον τύπο τους, ενώ τα
ασβεστολιθικά φαίνεται να είναι πιο ανθεκτικά από τα πυριτικά [43]. Όσον αφορά τα
22
μηχανικά χαρακτηριστικά των τσιμέντο-κονιαμάτων και του σκυροδέματος, για
θερμοκρασίες μέχρι 300°C η θλιπτική αντοχή διατηρείται, ενώ μεταξύ 300°C και 500°C
μειώνεται γύρω στο 15%-40% [40-45]. Πάνω από 550-600°C, μειώνεται σημαντικά και
εμφανίζονται δευτερογενείς χημικές αντιδράσεις (αποδιοργάνωση ανθρακικών αλάτων
τόσο στην πάστα τσιμέντου όσο και στα αδρανή) [43]. Συνήθως πάνω από 800°C αρχίζει
η πλήρης αποσύνθεση των συστατικών.
Σε σύγκριση με άλλα δομικά υλικά, το σκυρόδεμα είναι ένα ανθεκτικό υλικό έναντι
πυρκαγιάς για πολλούς λόγους.[3] Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι οι εξής:
1. Τα δομικά στοιχεία από σκυρόδεμα έχουν μεγαλύτερη μάζα από τα αντίστοιχα
ξύλινα ή χαλύβδινα με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η αύξηση της θερμοκρασίας
στο εσωτερικό του στοιχείου.
2. Ακόμη και σε ένα ξηρό περιβάλλον, το σκυρόδεμα περιέχει νερό και αυτό επειδή
στους 600οC αποσυντίθεται ο τσιμεντοπολτός των εξωτερικών στρώσεων. Σε
μεγάλες θερμοκρασίες, το νερό αρχικά εξατμίζεται και σιγά σιγά κατά τη
διάρκεια της πυρκαγιάς ελαχιστοποιείται. Κατά την εξάτμισή του, απορροφάται
θερμότητα κι έτσι καθυστερεί η θέρμανση των εσωτερικών στρωμάτων.
3. Τα αδρανή παίζουν καταλυτικό ρόλο στην υψηλή αντοχή του σκυροδέματος κατά
τη διάρκεια πυρκαγιάς. Τα ασβεστολιθικά αδρανή, που τα χρησιμοποιούμε
αρκετά στην Ελλάδα, χάνουν την αντοχή τους μετά τους 900οC, κάτι που τα
καθιστά εξαιρετικά ανθεκτικά. Τα πυριτικά αδρανή επίσης, παρουσιάζουν
διόγκωση και σπάζουν όταν θερμανθούν στους 500οC.
4. Λόγω των μικρών θερμικών παραμορφώσεων κατά την πυρκαγιά, είναι σίγουρο
ότι ο φορέας δεν θα αποσταθεροποιηθεί και/ή θα καταρρεύσει, ενώ
εξασφαλίζεται η μη διάδοση της φωτιάς λόγω στεγανότητας μεταξύ των
πυροδιαμερισμάτων.
5. Σε ένα κατοικημένο κτήριο, σε μια κατάσταση πυρκαγιάς, το σκυρόδεμα δεν
παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού και τοξικά αέρια, με αποτέλεσμα να μειωθεί
ο κίνδυνος για τους πυροσβέστες και τους ενοίκους.
6. Μετά από μια πυρκαγιά, το κτήριο που έχει κατασκευασθεί από σκυρόδεμα, θα
επισκευαστεί αρκετά εύκολα, κάτι που εξυπηρετεί οικονομικά και χρονικά τις
εργασίες αποκατάστασης του έργου μετά το περιστατικό αυτό.[3]
Ο αντίκτυπος του φαινομένου της πυρκαγιάς στο σκυρόδεμα έχει μελετηθεί από τις αρχές
του 20ού αιώνα (1922) [32]. Επικεντρώνεται σε διάφορες πτυχές που αφορούν την
ανάλυση και την πρόβλεψη των σεναρίων πυρκαγιάς (ρυθμός αύξησης θερμοκρασίας,
μέγιστη θερμοκρασία και χρόνος έκθεσης), το σχεδιασμό και έλεγχο υλικών ανθεκτικών
στη φωτιά, καθώς και στην εφαρμογή κατάλληλης στρατηγικής επισκευής. Σε αυτή την
κατεύθυνση, τα σχετικά κανονιστικά πλαίσια και συστάσεις παρέχουν σημαντικά
δεδομένα (RILEM TC 129-MHT, RILEM TC 200-HTC, EN 1991-1-2 Ευρωκώδικας 1,
EN 1992 Eurocode 2, ISO 834-11: 2014, BS 476-3 : 2004) [33-38].
Οι καμπύλες ανάπτυξης θερμοκρασίας/χρόνου, όπως δίδονται από τα πρότυπα
διαγράμματα (εικόνα 3.1), δείχνουν ότι η μέγιστη θερμοκρασία που επιτυγχάνεται κατά
τη διάρκεια πυρκαγιάς είναι περίπου 1100-1200oC και ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να
23
ποικίλει [39]. Είναι γενικά αποδεκτό ότι κατά τα πρώτα 30 λεπτά της δράσης η
θερμοκρασία αυξάνεται ταχύτατα στους 822°C. Προκειμένου να μελετηθεί η απόδοση
των δομικών υλικών σε υψηλές θερμοκρασίες και λόγω της δυσκολίας προσομοίωσης
ενός τέτοιου ακραίου ρυθμού θερμοκρασίας σε εργαστηριακό επίπεδο, οι ερευνητές
προτείνουν ένα ρυθμό ανάπτυξης που κυμαίνεται από 5 έως 10oC /λεπτό [40-45].
Για το σχεδιασμό ενός δομικού μέλους από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο μελετητής είναι
υπεύθυνος, ανάλογα με τα αδρανή που θα χρησιμοποιήσει και το συμβατικό χρόνο
έκθεσης στην πυρκαγιά να επιλέξει αρχικά τις διαστάσεις του μέλους αυτού. Αυτό
εξυπηρετεί στην επίτευξη της επιθυμητής απομείωσης της θερμοκρασίας από παρειά σε
παρειά στους 140οC για πλάκες και τοιχία. Επίσης βοηθάει στην επαλήθευση της
φέρουσας ικανότητας του στοιχείου έναντι των φορτίων που δρουν στην πυρκαγιά
εφόσον αφαιρεθεί το τμήμα της εκτεθειμένης διατομής που έχει υπερβεί μια θερμοκρασία
της τάξεων των 500 (συνθήκη R) κατά ΕΝ 1992-1-2. Ο μελετητής στη συνέχεια πρέπει
να επιλέξει την αξονική απόσταση του εφελκυόμενου οπλισμού από την εκτεθειμένη
επιφάνεια για να μειώσει το χρόνο έκθεσης στην πυρκαγιά για το δομικό στοιχείο σε ένα
επίπεδο κάτω της τάξεως των 500οC έτσι ώστε η αντοχή σε διαρροή του οπλισμού να
μειώνεται στα επίπεδα των τάσεων λειτουργίας βάσει της συνθήκης R που
προαναφέραμε.
Τέλος, είναι απαραίτητο να καθορίσει τον τρόπο λειτουργίας του μέλους, διότι, αν
πρόκειται για υποστύλωμα πρέπει να προσέξει την ταυτόχρονη δράση του αξονικού
φορτίου. Στην αντίθετη περίπτωση πλάκας ή δοκού, οι σχετικές διατάξεις για το
σχεδιασμό τους έχουν να κάνουν με την ευμενή δράση της ανακατανομής των ροπών
από το άνοιγμα προς τις στηρίξεις [9,26].
25
Εικόνα 3.2 Θλιπτική αντοχή σκυροδέματος [26]
Όσον αφορά την εφελκυστική αντοχή του σκυροδέματος (εικόνα 3.3), η καμπύλη που
δίνει το CEB και αφορά τον πρακτικό σχεδιασμό είναι μία. Έχει βασιστεί σε πειράματα
Σουηδών επιστημόνων και ισχύει τόσο για σκυροδέματα με πυριτικά αδρανή όσο και στα
ελαφροσκυροδέματα και τα αντίστοιχα με ασβεστολιθικά αδρανή. [26]
Περνώντας στο δυναμικό μέτρο ελαστικότητας (εικόνα 3.4), φαίνεται ότι παρουσιάζει
παρόμοιες μεταβολές με αυτές της θλιπτικής αντοχής. Οι καμπύλες στην περίπτωση αυτή
είναι επίσης δύο, με την πρώτη να αναφέρεται σε συνήθη σκυροδέματα και τη δεύτερη
στα ελαφροσκυροδέματα. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το μέτρο ελαστικότητας είναι
οι ίδιοι με αυτούς που επηρεάζουν τη θλιπτική αντοχή. [26]
26
Εικόνα 3.4 Δυναμικό μέτρο ελαστικότητας σκυροδέματος [26]
Ο συντελεστής θερμικής διαστολής του σκυροδέματος (εικόνα 3.5) δεν έχει αποτυπωθεί
επίσημα από το CEB σε κάποια καμπύλη, ωστόσο από τις πρόσφατες έρευνες η
επικρατέστερη είναι η παρακάτω, την οποία προτείνει ο ερευνητής Dotreppe. [26]
27
Εικόνα 3.6 Συντελεστής θερμικής διαστολής για συνήθη σκυροδέματα και
ελαφροσκυροδέματα [26]
Για τις θερμικές παραμορφώσεις του σκυροδέματος (εικόνα 3.7) όταν υπάρχει μεγάλη
αύξηση της θερμοκρασίας, ο πρακτικός σχεδιασμός προκύπτει από τις παρακάτω 2
καμπύλες. Αντιστοίχως πάλι για σκυροδέματα και ελαφροσκυροδέματα. [26]
4.1 Εισαγωγή
Η συμπεριφορά των υλικών, εξαρτάται από τις διαστάσεις αυτών αλλά και τον τρόπο
στερέωσης του στοιχείου του οποίου αποτελούν μέρος. Η συμπεριφορά των υλικών
αναφέρεται στην ανάφλεξη αυτών, τη διατήρηση της μορφής τους και των μηχανικών
τους ιδιοτήτων στην περίπτωση της πυρκαγιάς. Αυτό καθιστά εξίσου σημαντικό το να
μιλάμε εκτός από αντοχή υλικών και για αντοχή στοιχείων. Οι σημαντικότερες βλάβες
του σκυροδέματος λόγω πυρκαγιάς είναι η αποσάρθρωση και η χαλάρωση της δομής του.
Λόγω του πρώτου φαινομένου, απελευθερώνονται οι οπλισμοί με αποτέλεσμα την
28
ταχύτερη θέρμανσή τους και κατ’ επέκταση την αστοχία τους. Σε εξελισσόμενες
πυρκαγιές κτηρίων από οπλισμένο σκυρόδεμα κατά κανόνα, οι βλάβες περιορίζονται
λόγω του ότι στα πρώτα 3 με 5 εκατοστά σκυροδέματος που εκτίθενται άμεσα στη φωτιά
χάνουν από τη μία την αντοχή τους αλλά προστατεύουν και τον πυρήνα με αποτέλεσμα
να αποβάλλει μόνο ένα μέρος της φέρουσας ικανότητάς του. Ο χάλυβας που υπάρχει στο
στοιχείο, αρχικά διογκώνεται λόγω της υψηλής θερμοκρασίας και εκτινάσσει την
επικάλυψη του σκυροδέματος, ενώ με την συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας το όριο
διαρροής του μειώνεται σε μεγάλο βαθμό. Όλες αυτές οι βλάβες, καθώς και ο κίνδυνος
κατάρρευσης οφείλονται σε διάφορα αίτια που αναφέρονται αναλυτικά παρακάτω
[8,25,26].
29
κυριότερες και πιο διαδεδομένες είναι οι λοξές ρωγμές σε μεσαίες εδράσεις συνεχών
δοκών από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως και τα θερμικά λακτίσματα, δηλαδή έντονες
λοξές ρωγμές σε ισχυρά δύσκαμπτα κατακόρυφα στοιχεία [7,25].
4.3 Υποστυλώματα
Σύμφωνα με την απομείωση της φέρουσας ικανότητας κτηρίων μετά από πυρκαγιά,
διακρίνονται πέντε στάθμες βλάβης, οι οποίες αφορούν στην κατάσταση διατήρησης των
δομικών στοιχείων και στα απαιτούμενα μέτρα επισκευών και ενισχύσεων [25]. Οι
βλάβες αυτές παρουσιάζονται ακολούθως:
1. Βλάβες βαθμού Α (ασήμαντες): Είναι κυρίως οι εκτινάξεις επιχρισμάτων, κάποιες
απολεπίσεις και αποφλοιώσεις του σκυροδέματος με παράλληλη πολλές φορές
εμφάνιση καπνιάς. (εικόνα 4.1)
Εικόνα 4.1 Απλή και τοπική απολέπιση στύλου, μικρό βάθος προσβολής [24]
30
Εικόνα 4.2 Έντονη αποφλοίωση και αλλαγή χρώματος [24]
Εικόνα 4.3 Έντονες αποφλοιώσεις, γυμνά μήκη λυγισμού και λυγισμένες ράβδοι [24]
5. Βλάβες βαθμού Ε (πολύ σημαντικές): Υπάρχει η οριακή κατάσταση στην οποία
φτάνει το υποστύλωμα, όπου οι παραμορφώσεις του στοιχείου είναι έντονες, και
παρουσιάζονται πολλές ρηγματώσεις και αποφλοιώσεις . Το σκυρόδεμα ξεκινά
να αποσυντίθεται, οι διάφορες ράβδοι να λυγίζουν, ακόμα και να κόβονται. Το
στοιχείο αποδιοργανώνεται τοπικά ή ακόμα και γενικά στην έκτασή του και
πολλές φορές έχει ήδη θραυτεί [10,6,25].
31
4.4 Δοκοί
Όσον αφορά τις δοκούς, οι βλάβες βαθμού Α, Β και Γ περιγράφονται από μικρές
ρωγμές. Τα βέλη κάμψης των δοκών δεν είναι ακόμα αισθητά και δεν υπάρχουν
αποκολλήσεις ράβδων οπλισμού παρά μόνο κάποιες που είναι εκτεθειμένες. Το χρώμα
του σκυροδέματος είναι γκρι και ροζ και δημιουργείται εμφάνιση καπνιάς. Για τις βλάβες
βαθμού Δ παρατηρούνται μεγάλες ζημιές στο σύστημα των δαπέδων. Ειδικότερα,
παρουσιάζονται παραμορφώσεις και ρηγματώσεις σε μεγάλο βαθμό, ενώ παράλληλα
πολλές από τις ράβδους του οπλισμού είναι κομμένες ή λυγισμένες [10,25].
Στη συνέχεια, παρουσιάζονται κάποιες παράμετροι που παίζουν κύριο ρόλο στη
διαμόρφωση των βλαβών των δοκών. Κάποιες από αυτές είναι το πλάτος της διατομής,
το βάθος του οπλισμού και το σύστημα της στατικής λειτουργίας της δοκού. Αν το
περιβάλλον μας είναι ξηρό, τότε μειώνεται αισθητά η πιθανότητα αστοχίας του
σκυροδέματος, εφόσον χρησιμοποιηθούν ασβεστολιθικά αδρανή ή πυρίμαχο σκυρόδεμα
κι αν το πλάτος της διατομής είναι σχετικά μεγάλο (>20 εκ.) καθώς κι αν υπάρξουν
μεγάλες επικαλύψεις στους οπλισμούς.
Σημαντικό ρόλο παίζει το σύστημα στατικής λειτουργίας της δοκού. Αμφιέριστες δοκοί
ή και πλαίσια είναι αρκετά πιο ευπαθή σε πυρκαγιά. Συνεχείς δοκοί και πολύστυλα
πλαίσια είναι πιο ασφαλή, διότι από τη θερμοκρασία προσβάλλεται ο χαμηλότερος
οπλισμός κι έτσι δεν προσβάλλεται άμεσα ο οπλισμός στις στηρίξεις, που βρίσκεται σε
υπερκείμενο όροφο και οι θερμοκρασίες εκεί είναι χαμηλότερες. Σε περίπτωση δηλαδή
διαρροής του οπλισμού των ανοιγμάτων, γίνεται ανακατανομή των ροπών στις στηρίξεις,
κι αυτό γιατί ο οπλισμός εκεί είναι ψυχρότερος και μπορεί να τις αναλάβει.
Ένα ακόμη πρόβλημα που προκύπτει με τις παραμορφώσεις και τις επιμηκύνσεις των
στοιχείων αυτών, είναι πως, αν εμποδιστούν από τα μέλη που βρίσκονται δίπλα τους
(στύλους, πλάκες), μπορεί να παρουσιάσουν και πρόβλημα στρέβλωσης ή λυγισμού
[6,16].
32
4.5 Πλάκες
33
να χρησιµεύσουν κυρίως στην προκαταρκτική διερεύνηση της κατάστασης µιας
κατασκευής καθώς τα αποτελέσµατά τους είναι ποιοτικώς µόνο αξιοποιήσιµα. Πάντως,
οι έµµεσες (µη καταστροφικές) µέθοδοι παρέχουν και άλλες σηµαντικές πληροφορίες
όπως έλεγχο της ομοιογένειας των χαρακτηριστικών της κατασκευής, εντοπισµό
περιοχών ασυνέχειας µε μη ομαλή συµπεριφορά κλπ.
Οι ελάχιστα καταστρεπτικές µέθοδοι είναι πολύ πιο αξιόπιστες, η δε χρήση τους, ακόµη
και σε µνηµεία εξαιρετικής αξίας, είναι κατάλληλη, υπό τον όρο, βεβαίως, να επιλέγεται
αντιπροσωπευτική θέση στην οποία εκτελούνται οι δοκιµές, καθώς και να είναι
αποδεκτές η έκταση της επεµβάσεως και η µέθοδος αποκαταστάσεως των βλαβών
[11,25].
Για λόγους πληρότητας παρουσιάζεται συνοπτικά µια σειρά από ελέγχους, για τους
οποίους έχουν γίνει αρκετές αναφορές, όπως πυρηνοληψία, δοκιµή ενανθράκωσης,
κρουσιµέτρηση, σονομέτρηση κλπ. Οι µέθοδοι που αναφέρθηκαν, θα πρέπει να γίνονται
µε ιδιαίτερη προσοχή, όταν αυτές λαµβάνουν χώρα σε στοιχεία που έχουν προεντεταµένο
χάλυβα, διότι λόγω της µεγάλης έντασης µπορεί εύκολα να προκληθεί αστοχία η οποία
να οδηγήσει στην κατάρρευση.
34
Στις ακόλουθες εικόνες, παρατίθενται ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις βλαβών
από το φαινόμενο αυτό.
Αρχικά, παρουσιάζονται βαριές και εκτεταμένες βλάβες στην οροφή εντός του κτηρίου,
το σκυρόδεμα το οποίο έχει εκτιναχθεί από τις υψηλές θερμοκρασίες, κάτι που οδήγησε
και στους εκτεθειμένους οπλισμούς (εικόνα 6.1).
Ακολούθως, μια καμένη, μεγάλη και δοκιδωτή πλάκα μιας αποθήκης, με πολύ βαριές
βλάβες, βέλη (έως και 250 mm) και ρωγμές (έως 25 mm), έντονες εκτινάξεις
σκυροδέματος, λυγισμός ράβδων οπλισμών, μία φαιή/κιτρινωπή απόχρωση του
σκυροδέματος που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση (εικόνα 6.2).
Εικόνα 6.2 Καμένη, διαδοκιδωτή πλάκα, πολύ βαριές βλάβες, βέλη και ρωγμές, έντονες
εκτινάξεις σκυροδέματος, έντονος λυγισμός ράβδων οπλισμού. [15]
Στη συνέχεια, παρατίθενται βλάβες από μια εσωτερική φωτιά σε υπόγειο ενός
αποθηκευτικού χώρου μετά από μια εγκιβωτισμένη, καύσιμο-ελεγχόμενη πυρκαγιά. Το
αποτέλεσμα ήταν εκτεταμένες εκτινάξεις και ρωγμές σε πλάκες και τοιχία (εικόνα 6.3).
35
Εικόνα 6.3 Φωτιά σε υπόγειο αποθηκευτικό χώρο. Βαριές και εκτεταμένες εκτινάξεις
και ρωγμές σε πλάκες (αριστερά) και τοιχεία (δεξιά).[15]
36
Στη συνέχεια, σημειώνονται ορισμένες απολεπίσεις επιχρισμάτων, έντονες καμπτικές και
διατμητικές ρωγμές στις δοκούς, στις θέσεις του ανοίγματος και του στηρίγματος (εικόνα
6.5).
Εικόνα 6.5 Απολεπίσεις επιχρισμάτων, έντονες καμπτικές και διατμητικές ρωγμές δοκών
(στο άνοιγμα και στο στήριγμα). [15]
37
Εικόνα 6.7 Θραύση και εκτίναξη τούβλων, αποσύνθεση κονιάματος και ρωγμές
τούβλων και διαζώματος. [15]
Σε εξωτερικό τώρα χώρο, παρουσιάζεται μια κύρτωση (φούσκωμα) των τοίχων εκτός του
επιπέδου τους. Μια ρηγμάτωση στους αρμούς λόγω εξωτερικής και ταυτόχρονα
εσωτερικής πυρκαγιάς (εικόνα 6.8).
Εικόνα 6.8 Κύρτωση τοίχων εκτός του επιπέδου τους, ρηγμάτωση στους αρμούς λόγω
εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πυρκαγιάς. [15]
Τέλος, γίνεται αντιληπτό πως μια στέγη κι ένα πάτωμα κάηκαν, μάλλον γρήγορα.
Παρατηρείται καύση ξύλινων πρεκιών συνεχόμενων κουφωμάτων, με τοπική
κατάρρευση τοίχου (εικόνα 6.9).
Το κτήριο που μελετήθηκε βρίσκεται στο δυτικό μέρος της Bangalore city, στην Ινδία,
σε ένα χώρο που στεγάζονταν ένα σχολείο κι ένα κατάστημα. Το μέρος αυτό υπέστη
σοβαρές βλάβες λόγω εμπρησμού. Η μελέτη των μηχανικών και των διάφορων
επιστημόνων έδειξε πως τα υποστυλώματα, οι δοκοί και οι πλάκες είχαν καταπονηθεί
στην πλειονότητά τους. Το σκυρόδεμα είχε αποφλοιωθεί από πολλά δομικά στοιχεία, ενώ
σε αρκετές πλάκες και δοκούς ήταν ορατός πλέον ο οπλισμός. Εφαρμόστηκαν μη
καταστροφικές και καταστροφικές δοκιμές για να εκτιμήσουν την απομένουσα αντοχή
των δομικών στοιχείων μετά την πυρκαγιά. Το κτήριο εντέλει επισκευάστηκε με κριτήριο
την ικανοποίηση της απαιτούμενης αντοχής και χρήσης του.
Το παρόν κτήριο αποτελούνταν από ένα υπόγειο και δύο υφιστάμενους ορόφους. Ο
φέρων οργανισμός ήταν από οπλισμένο σκυρόδεμα και οι τοίχοι από οπτόπλινθους. Η
φωτιά που έλαβε χώρα προερχόταν από πετρέλαιο στο χώρο του ισογείου, μέρος με
πολλά υφάσματα, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα στον υπόλοιπο χώρο. Η
διάρκεια της πυρκαγιάς εκτιμήθηκε περίπου στις 8 ώρες. Στη συνέχεια παρουσιάζονται
τα βήματα επισκευής του κτηρίου [13].
Αρχικά, υπήρξαν οι ζημιές του ισογείου (εικόνα 6.10), δηλαδή του χώρου εκκίνησης του
φαινομένου. Οι τοίχοι κάηκαν, μαύρισαν έντονα και ρηγματώθηκαν σημαντικά. Το
επίχρισμα θρυμματίστηκε. Παραθέτοντας και το παρακάτω σχήμα, παρατηρήθηκε πως η
πλάκα υπέστη σοβαρές ζημιές και κατά κύριο λόγο ρωγμές σε πολλά σημεία. Το
επίχρισμα της οροφής αποφλοιώθηκε καθώς και ένα μέρος του σκυροδέματος. Ο
οπλισμός είχε εκτεθεί σε αρκετά σημεία. Μεταξύ των πλεγμάτων 1 και 3 ο οπλισμός
αποκαλύφθηκε τελείως. Στο βόρειο μέρος της κατασκευής που ξεκίνησε η φωτιά είχαμε
και τις περισσότερες ρωγμές στην πλάκα οροφής. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν
παρατηρήθηκε κάποιος λυγισμένος οπλισμός, πάνω στην πλάκα [13, 14].
Εικόνα 6.10 Παρουσίαση ζημιών στην πλάκα οροφής του ισογείου [13]
39
Εικόνα 6.11 Παρουσίαση ζημιών στην πλάκα έδρασης του 1ου ορόφου [13]
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι δοκοί της οροφής του ισογείου (εικόνα 6.12). Όπως
φαίνεται και στο παραπάνω σχήμα, οι ζημιές στις δοκούς ήταν αρκετές. Οι περισσότερες
δοκοί επηρεάστηκαν από τις υψηλές θερμοκρασίες. Η δοκός που επηρεάστηκε
περισσότερο από τις άλλες είναι η FB2 ( παρατίθεται και στην επόμενη εικόνα). Εδώ
παρατηρήθηκαν αρκετές κατακόρυφες ρωγμές και στο μεσαίο άνοιγμά της το σκυρόδεμα
είχε αποφλοιωθεί αφήνοντας εκτεθειμένο τον οπλισμό. Το επίχρισμα έφυγε και σε αυτή
και στις άλλες δοκούς. Στη δοκό FB5 είχαμε μερική αποκόλληση του σοβά και αρκετές
κατακόρυφες ρωγμές. Οι ρωγμές αυτές ήταν από εφελκυστικές δυνάμεις που
αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της φωτιάς πάνω στη δοκό [13].
Στον 1ο όροφο του κτηρίου (εικόνα 6.11), σχεδόν όλοι οι κάθετοι τοίχοι μεταξύ των
ανοιγμάτων είχαν σοβαρές ρωγμές προς κάθε κατεύθυνση. Μερικές ρωγμές ξεπερνούσαν
και τα 50 χιλιοστά. Οι εξωτερικοί τώρα τοίχοι είχαν αποσαθρωθεί και βρισκόταν στα
όρια κατάρρευσης. Οι τοίχοι των αιθουσών στο σχολείο είχαν επίσης σοβαρές
ρηγματώσεις. Οι ρωγμές στους τοίχους του σχολείου οφείλονταν στα εκτεταμένα βέλη
κάμψης των δοκών που στήριζαν το πάτωμα του πρώτου ορόφου. Αυτός ήταν ο τυπικός
τρόπος ρηγμάτωσης πλακών εξαιτίας της φωτιάς με το πάτος των επικείμενων ρωγμών
να φτάνει τα 1 με 2 χιλιοστά [13].
40
Εικόνα 6.13 Τοίχοι πρώτου ορόφου[13]
Η μελέτη τεκμηρίωσε πως το κτήριο ήταν πλέον ακατάλληλο για χρήση. Οι διάφοροι
έλεγχοι έδειξαν ότι η κατάσταση ήταν αναστρέψιμη και οι βλάβες μπορούσαν να
αποκατασταθούν. Έτσι δημιουργήθηκε ένα σχέδιο επισκευής που προέβλεπε:
- Επισκευή υποστυλωμάτων με εγκιβωτισμένο σκυρόδεμα
- Επισκευή δοκών και πλακών πατώματος πρώτου ορόφου με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα
- Επισκευή των τοίχων πλήρωσης
- Επισκευή της κατεστραμμένης μαρκίζας
- Άλλες επισκευές.
Όσον αφορά την επισκευή των υποστυλωμάτων με εγκιβωτισμένο σκυρόδεμα, έγινε
επισκευή αυτών του ισογείου τα οποία είχαν αποσαθρωθεί συγκεκριμένα είχε γίνει
αποκόλληση της επικάλυψης του σκυροδέματος και είχε αποκαλυφθεί ο οπλισμός. Έτσι
δημιουργήθηκαν τα εξής στάδια:
1) Αποφόρτιση υποστυλώματος με την κατάλληλη υποστήριξη των δοκών που διέτρεχαν
αυτό, σε όλα τα επίπεδα των πατωμάτων.
2) Καθαίρεση αποσαθρωμένου σκυροδέματος, καθαρισμός και τράχυνση της επιφάνειας
με αμμοβολή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη μεταβάλλεται απότομα το πάχος του
σκυροδέματος. Ενσωμάτωση διατμητικών συνδέσμων διαμέτρου 12 mm ανά 1000mm
σε οπές διαμέτρου 16 mm. Το κενό γύρω από τους διατμητικούς συνδέσμους καλύφθηκε
με μη αυτοσυμπυκνούμενο κονίαμα.
3) Τοποθέτηση πρόσθετου οπλισμού γύρω από τα υποστυλώματα. Εισαγωγή δίδυμων U
γύρω από τον νέο οπλισμό και συγκόλληση αυτών ώστε να μορφώσουν έναν ορθογώνιο
σύνδεσμο. Έγχυση σκυροδέματος Μ20 με καλή εργασιμότητα.
4) Στους κόμβους δοκού-υποστυλώματος τρυπήθηκε η πλάκα, δημιουργώντας γύρω από
τον κόμβο τετράγωνα πλευράς 150 mm, και έγινε έγχυση σκυροδέματος, που αφέθηκε
να «ξεκουραστεί» για ελάχιστη περίοδο 14 ημερών [13].
41
7. Μέθοδοι επισκευής κι ενίσχυσης έναντι πυρκαγιάς
42
Ηλεκτροσυγκόλληση νέων οπλισμών στους παλιούς: Εφαρµόζεται σε
περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης των υπαρχόντων οπλισμών.
Προτιµάται ο μαλακός χάλυβας.
Προσθήκη εξωτερικών συνδετήρων: Εφαρµόζεται σε περιπτώσεις βλάβης δοκών
από διάτμηση ή σε σοβαρές βλάβες υποστυλωμάτων και κόμβων. Εδώ απαιτείται
η κάλυψη των νέων στοιχείων.
Επικόλληση ελασμάτων Beton blaquet: Είναι µια σχετικά καινούργια µέθοδος
και αποτελείται από πολύ λεπτά ελάσματα. Εφαρµόζεται για ρηγματώσεις δοκών
µε λοξό εφελκυσμό χωρίς αποσάρθρωση του σκυροδέµατος και γενικά όπου έχει
βρεθεί απομείωση οπλισμού. ∆εν συνιστάται γενικά γιατί απαιτείται υψηλή
εξειδίκευση και η αποτελεσματικότητα της μεθόδου δεν είναι δεδομένη [6,16].
Αμέσως μετά την πυρκαγιά, γίνονται και κάποιες εργασίες. Αρχικά οι μηχανικοί
εκτελούν μια γρήγορη εκτίμηση των βλαβών του κτίσματος και στη συνέχεια προβαίνουν
στην προσωρινή υποστύλωση της κατασκευής. Απομακρύνουν την στρώση του
σκυροδέματος που παρουσιάζει έντονη αποσάθρωση. Ευθυγραμμίζουν τους οπλισμούς
που έχουν καμπυλωθεί ή προσθέτουν νέους. Τοποθετούν νέους συνδετήρες όπου
χρειάζεται, στα υποστυλώματα και τις δοκούς. Αποκαθιστούν τη παλιά διατομή του
σκυροδέματος και σφραγίζουν τις ρωγμές.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η µέθοδος που θα επιλεχθεί για την ενίσχυση αλλά και
την αποκατάσταση των ζημιών εξαρτάται από το είδος του προς επισκευή στοιχείου της
κατασκευής , το μέγεθος της ζημιάς αυτού αλλά και το είδος της καταπόνησής του. Με
βάση τους παραπάνω παράγοντες προκύπτουν οι παρακάτω περιπτώσεις [6,16].
7.2 Δοκοί
Λόγω του ότι η θερμοκρασία αυξάνεται ταχύτερα στο εσωτερικό λεπτών και μικρών
διατομών από Ο. Σ., τα λεπτότερα δομικά στοιχεία είναι λιγότερο ανθεκτικά έναντι
πυρκαγιάς από τα παχύτερα .
Όσον αφορά τη θέση των οπλισμών στις διατομές των δοκών, συνιστάται να μην
συγκεντρώνονται οι ράβδοι του οπλισμού στις γωνίες των διατομών, επειδή η αύξηση
της θερμοκρασίας είναι ταχύτερη σε αυτά τα σημεία και υπάρχει αυξημένη πιθανότητα
αποφλοιώσεως. Είναι προτιμότερο για τον κύριο οπλισμό να χρησιμοποιούνται
43
περισσότερες από δύο ράβδοι, και ακόμα καλύτερα να τοποθετείται ένα μέρος του κύριου
οπλισμού σε μια δεύτερη στρώση. [16]
Εάν τώρα υπάρχει έντονη ρηγμάτωση των δοκών χωρίς αποσάθρωση, όμως, του
σκυροδέματος μπορούμε να προβούμε στις εξής ενέργειες :
1. Μετά την απαραίτητη υποστύλωση, σφραγίζονται οι ρωγμές µε κατάλληλη
εποξειδική κόλλα και τοποθετούνται εξωτερικοί συνδετήρες, οι οποίοι
καλύπτονται στη συνέχεια µε εκτοξευμένο σκυρόδεµα.
2. Μία εναλλακτική επέµβαση αποτελεί η επικόλληση µεταλλικών ελασμάτων αντί
για την χρήση συνδετήρων. Όµως και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει τα
µεταλλικά ελάσματα να επικαλυφθούν µε εκτοξευμένο σκυρόδεµα.
44
Εικόνα 7.3 Επισκευή δοκού με χρήση ενέματος [17]
7.3 Υποστυλώματα
Ένα υποστύλωμα είναι γενικά προτιμότερο να έχει μεγάλες διαστάσεις και χαμηλό
ποσοστό οπλισμού, μιας και το ελάχιστο πλάτος είναι αποφασιστικός παράγοντας για την
ανθεκτικότητα έναντι πυρκαγιάς.
45
7.4 Πλάκες
8. Προστατευτικές επενδύσεις
Αφού γίνει επισκευή και ενίσχυση των τμημάτων που έχουν προσβληθεί από την
πυρκαγιά και ακολούθως αποκατασταθεί η φέρουσα ικανότητά τους, υπάρχει η
υποχρέωση προστασίας του φέροντα οργανισμού από μελλοντικό κίνδυνο ενδεχόμενης
πυρκαγιάς. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι που έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετά τα τελευταία
χρόνια με επιτυχία σε σιδηρές κατασκευές και προεντεταμένα στοιχεία σκυροδέματος
και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε στοιχεία από σκυρόδεμα.
Αυτές λοιπόν χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις λεγόμενες ξηρές και υγρές μεθόδους. Οι
υγρές μέθοδοι είναι οι εκτοξευόμενες ίνες λιθοβάμβακα ή αμίαντου, διάφορα
πυροπροστατευτικά επιχρίσματα και πυροπροστατευτικά χρώματα. Στις λεγόμενες
ξηρές, χρησιμοποιούνται προκατασκευασμένα ή βιομηχανικά στοιχεία όπως πλάκες από
λιθοβάμβακα, πλάκες συντεθειμένες από περλίτη ή βερμικουλίτη και πλάκες από
γυψοκονίαμα, τα οποία και παρουσιάζονται αναλυτικότερα ακολούθως [19].
1. Εκτοξευόμενες οργανικές ίνες : Στο παρελθόν, το συνηθέστερο ήταν ο αμίαντος.
Λόγω όμως, ότι υπήρχε κίνδυνος αμιάντωσης, είδος δηλαδή καρκίνου του
πνεύμονα, η χρήση του απαγορεύτηκε. Έτσι σήμερα, χρησιμοποιείται μείγμα
ινών λιθοβάμβακα και τσιμέντου ή γύψου σαν συνδετικό το οποίο ψεκάζεται με
ειδικό εκτοξευτήρα και κατά την έξοδό του διαβρέχεται συγχρόνως, με
46
ψεκαζόμενο νερό. Η στρώση εφαρμόζεται πάνω σε φορέα επιχρίσματος του
οποίου η μεταλλική επιφάνεια δεν πρέπει να έχει λάδια ή λίπη, αλλά να έχει
ελαφρό σώμα όχι χαλαρής σκουριάς, Σχηματίζεται έτσι στρώση από 10 έως 30
mm, ανάλογα με τις απαιτήσεις.
47
στερέωσης. Το πάχος τους ποικίλει, ανάλογα και με το τι πυροπροστασία θέλει ο
μηχανικός να πετύχει, σε 350 με 500 kgr/m3. Χάρη στη διαμόρφωση της
επιφάνειας, έχουν ηχοαπορροφητικές ικανότητες, και επειδή είναι αρκετά
άκαμπτες και ανεπηρέαστες από υγρασία χρησιμοποιούνται ευρύτατα για
αναρτημένες οροφές συνδυάζοντας ηχοαπορρόφηση, θερμομόνωση και
πυροπροστασία ταυτόχρονα. Κατασκευάζονται σε πάχη από 10 έως 30mm και
επικολλώνται με κόλλα ή στερεώνονται με μηχανικά μέσα.[19]
48
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Εισαγωγή
49
αδρανή που χρησιμοποιήθηκαν αφορούν σε πυριτική άμμο, φυσικής προέλευσης,
κοκκομετρικής διαβάθμισης 0-4mm και ο λόγος κονίας προς αδρανή (Κ/Α) ίσος με 1/2
Επιλέχθηκαν προς μελέτη 9 συνθέσεις με βάση το τσιμέντο και την άμμο. Συγκεκριμένα
τα συστατικά των συνθέσεων ήταν:
1.Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm)
1S. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), ρευστοποιητής
2. Τσιμέντο ΙΙ32,5 , Φυσική άμμος (0-4mm)
3. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), ΑΤΗ Ρ10 ALCAN, Laviosa
4. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), Magnifin, Laviosa
5. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), ΑΤΗ Ρ10 ALCAN, Magnifin
6. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), ΑΤΗ Ρ10 ALCAN, Magnifin (διαφορετική
ποσότητα)
7. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), ΑΤΗ Ρ10 ALCAN
8. Τσιμέντο Ι45, Φυσική άμμος (0-4mm), Magnifin
Ο πίνακας που ακολουθεί αναλύει τις 9 συνθέσεις των δοκιμίων της μελέτης μας. Η
εργασιμότητα ελέγχθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΝ1015-3-1993 και ήταν της τάξης
του 16±1cm.
Πίνακας 1α: Συνθέσεις και αναλογίες συνθέσεων των κονιαμάτων
ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ (βάρος υλικών)
1 2 3 4 5 6 7 8 1S
Τσιμέντο Ι 45 6 kg - 6 kg 6 kg 6 kg 6 kg 6 kg 6 kg 6,6 kg
Τσιμέντο ΙΙ - 6 kg - - - - - - -
32,5
Πυριτική 12 kg 12 kg 12 kg 12 kg 12 kg 12 kg 12 kg 12 kg 13,3
Άμμος(0- kg
4mm)
Master - - - - - - - - 66 g
Glenium11
ATH P10 - - 300 g - 150 g 300 g 300 g - -
ALCAN
LAVIOSA - - 60 g 60 g - - - - -
MAGNIFIN - - - 300 g 150 g 300 g - 300 g -
Ν/Κ 0,43 0,43 0,44 0,44 0,43 0,44 0,43 0,43 0,37
Εργασιμότητα 16,1 15,2 15,0 15,1 16,2 15,4 16,6 15,8 16,6
(cm)
50
Πίνακας 1β: Συνθέσεις και αναλογίες συνθέσεων των κονιαμάτων
ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ (μέρη βάρους)
1 2 3 4 5 6 7 8 1S
Τσιμέντο Ι 45 1 - 1 1 1 1 1 1 1
Τσιμέντο ΙΙ 32,5 - 1 - - - - - - -
Πυριτική 2 2 2 2 2 2 2 2 2
Άμμος(0-4mm)
Master Glenium11 - - - - - - - - 1% κ.β C
ATH P10 ALCAN - - 5% κ.β C - 2,5% κ.β C 5% κ.β C 5% κ.β C - -
LAVIOSA - - 1% κ.β C 1% κ.β C - - - - -
MAGNIFIN - - - 5% κ.β C 2,5% κ.β C 5% kκ.β C - 5% κ.β C -
51
ανάμειξης στο εργοτάξιο. Συγκριτικά με τους παραδοσιακούς ρευστοποιητές η προσθήκη
του Master Glenium 11 βελτιώνει τις μηχανικές ιδιότητες του σκυροδέματος, όπως τις
αρχικές και τελικές αντοχές, το μέτρο ελαστικότητας, την πρόσφυση στον χάλυβα, το
βάθος ενανθράκωσης, τη συρρίκνωση και τον ερπυσμό, τη διαπερατότητα και την
αντίσταση σε επιθετικούς χημικούς παράγοντες. Η προτεινόμενη δοσολογία κυμαίνεται
μεταξύ 0,52 - 1,85 kg (0,5 - 1,8 lt) ανά 100 kg τσιμέντου. Η παραπάνω δοσολογία μπορεί
να μεταβληθεί ανάλογα με τις ανάγκες του έργου. [90]
Πίνακας 2: Τυπικά χαρακτηριστικά προσθέτων [87-90]
ΠΡΟΣΘΕΤΑ Πυκνότητα Ειδική Αγωγιμότητα
Bulk density Επιφάνεια m2/g (μS/cm)
(gr/cm3) (BET)
ATH P10 ALCAN 0,35 5,0 < 60
LAVIOSA 0,45 - -
MAGNIFIN H-5 0,45-0,6 2,0-5,0 <150
GV
Η ανάγκη της μελέτης για εφαρμογή των δοκιμίων σε υψηλές θερμοκρασίες μας
οδήγησε στην παρασκευή μεγάλου αριθμού δοκιμίων. Έτσι χρησιμοποιήθηκε ένας
μεγάλος κάδος χωρητικότητας 30 λίτρων του εργαστηρίου των Δομικών Υλικών.
52
Εικόνα 2.1 Κάδος δημιουργίας σκυροδέματος
Εικόνα 2.2 Εισαγωγή αδρανών στο Εικόνα 2.3 Θερμοκρασία φούρνου για
εσωτερικό του φούρνου. αφύγρανση των αδρανών
Στη συνέχεια, ζυγίζονταν και τοποθετούνταν στον κάδο ανάμειξης μαζί με το τσιμέντο.
Στον κάδο ανάμειξης, αφού ξεκίνησε να περιστρέφεται για τη δημιουργία του
τσιμεντοκονιάματος, προστίθονταν σιγά σιγά το νερό μέχρι να φτάσει στην επιθυμητή
εργασιμότητα σύμφωνα με ΕΝ1015-3-1999.[78]
53
Εικόνα 2.4 Μείγμα Σκυροδέματος Εικόνα 2.5 Ζύγισμα αδρανών
Κάθε μία σύνθεση από τις 9 που δημιουργήθηκαν, είχε και τα δικά της ειδικά πρόσθετα
μέσα, τα οποία ζυγίστηκαν κι αυτά με μεγάλη ακρίβεια στις ζυγαριές που διαθέτει το
εργαστήριο των Δομικών Υλικών.
Για τον έλεγχο της εργασιμότητας του νωπού κονιάματος έγινε δοκιμή εξάπλωσης. Η
τράπεζα εξάπλωσης τοποθετείται επί οριζόντιας και ανυποχώρητης βάσης, ενώ πριν από
κάθε δοκιμή η πλάκα και το δοχείο λαδώνονται. Το δοχείο τοποθετείται στο κέντρο της
τράπεζας. Με το τέλος των δεκαπέντε κτύπων (μία κρούση ανά ένα δευτερόλεπτο) και
την εξάπλωση του κονιάματος, μετράται τρεις φορές και από τρεις διαφορετικές πλευρές
για να προκύψει ο μέσος όρος. Η απαιτούμενη εξάπλωση ορίζεται στα 16 cm με ένα
περίπου εκατοστό απόκλιση, κατά ΕΝ1015-3-1999 (πίνακας 1)
54
Εικόνα 2.8 Εξάπλωση μετά από 15 Εικόνα 2.9 Εφαρμογή της δοκιμής
κτύπους εργασιμότητας
55
Εικόνα 2.12 Τα κονιάματα στο θάλαμο συντήρησης
56
Εικόνα 2.13 Ηλεκτρικός
Διάγραμμα 1 Ρυθμός θέρμανσης (άυξηση,
κλίβανος
παραμονή και μείωση της θερμοκρασίας) των
δοκιμίων
57
Πριν και μετά το πέρας κάθε πειράματος, τα δοκίμια ζυγίζονταν στην ίδια ηλεκτρονική
ζυγαριά ακριβείας. Στόχος η εκτίμηση της μεταβολής του βάρους των δοκιμίων που
έλαβαν χώρα στο πείραμα, ύστερα από κάθε
θερμοκρασιακή μεταβολή.
Στη συνέχεια μετρήθηκε το πορώδες, η
απορροφητικότητα και το φαινόμενο ειδικό βάρος των
δοκιμίων. Το πορώδες, είναι το ποσοστό των κενών
που περιέχονται σε ένα υλικό ως προς το συνολικό
όγκο του υλικού. Άλλα χαρακτηριστικά του είναι το
μέγεθος των πόρων, το σχήμα και η κατανομή μεγεθών
των πόρων. Υλικά με υψηλό πορώδες χαρακτηρίζονται
από υψηλή διαπερατότητα. Η μέτρηση πορώδους και
φαινόμενου ειδικού βάρους έγινε σύμφωνα με την
προδιαγραφή RILEM CPC 11.3 [86] και με τους Εικόνα 3.3 Ζύγισμα δοκιμίων
παρακάτω τύπους:
απορροφητικότητα = (Bssd – Bξηρ)*100% / Bξηρ,
πορώδες = (Bssd – Bξηρ) *100% / (Bssd + Bξηρ),
φαινόμενο ειδικό βάρος = Bssd/(Βssd – BH2O),
όπου Βξηρ = το βάρος ξηραμένου δοκιμίου, Βssd = το βάρος του κορεσμένου δοκιμίου και
ΒΗ2Ο = το βάρος άνωσης του δοκιμίου στο νερό.
Ο προσδιορισμός των τριών παραπάνω παραμέτρων επιτυγχάνεται ως εξής:
Τα δείγματα τοποθετούνται στο νερό, το δοχείο σφραγίζει και μέσω πίεσης 0,8 Atm
δημιουργείται κενό αέρος ενώ τα δείγματα παραμένουν στο δοχείο για 24 ώρες. Αφού
βγουν τα δοκίμια από το όργανο μέτρησης ανοιχτού πορώδους, ταμπονάρονται
επιφανειακά με ένα απορροφητικό χαρτί για να αφαιρεθεί το περίσσιο νερό της
επιφάνειας, Εν συνεχεία ζυγίζεται το βάρος του κορεσμένου δοκιμίου.
58
δοκίμιο τοποθετηθεί σε ένα γεμάτο με νερό δοχείο και με τη βοήθεια μιας ζυγαριάς
ακριβείας σε ειδική διάταξη.
59
Ακολουθεί το σονόμετρο, μια ειδική συσκευή, με την οποία καταγράφεται ο χρόνος
διέλευσης υπερηχητικού κύματος μέσα από τη μάζα του υλικού (σε μικροsec). Η μέθοδος
της σονομέτρησης ανήκει στις μη καταστρεπτικές μεθόδους προσδιορισμού της αντοχής
και δίνει επιπλέον τη δυνατότητα υπολογισμού της ταχύτητας προέλευσης των υπερήχων
και του δυναμικού μέτρου Ελαστικότητας Εδυν σύμφωνα με το πρότυπο BS1881-
203:1986. Για την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής, δύο πόλοι, οι οποίοι αποτελούν το
μηχάνημα και μέσω των οποίων
διέρχονται οι υπέρηχοι, τοποθετούνται
στις μικρές εδράσεις του δοκιμίου. Αυτό
γίνεται για να διασχίσει ο υπέρηχος
μεγαλύτερο μήκος και να φέρει πιο
αξιόπιστα αποτελέσματα. Πριν την
εφαρμογή του, οι δύο πόλοι λιπαίνονται,
ώστε να εφαρμόσουν σωστά πάνω στο
δοκίμιο και τις όποιες ανωμαλίες φέρει
αυτό στη διεπιφάνεια επαφής τους και
μπορούν να επηρεάσουν τη μέτρηση.
Εικόνα 3.7 Εφαρμογή σονομέτρησης
Το Δυναμικό μέτρο Ελαστικότητας
υπολογίζεται από τον εξής τύπο: Εδυν=0,9245668*ρ*V2 (GPa), όπου V=l/t (km/s), ρ:
ειδικό βάρος σε kg/dm3, V: ταχύτητα του ήχου σε km/s και l: το μήκος της διέλευσης των
υπερήχων.
Για τον έλεγχο της αντοχής σε κάμψη, τα δοκίμια τοποθετήθηκαν στο μηχάνημα
σύμφωνα με την ακόλουθη διάταξη του ΕΝ 1015-11:1999 [81], όπως φαίνεται στην
παρακάτω εικόνα.
Ο ρυθμός φόρτισης ήταν 25Ν/s και το δοκίμιο κάμπτεται μέχρι να σπάσει. Καταγράφεται
η τιμή της δύναμης F σε Newton. Στη συνέχεια υπολογίζεται η καμπτική αντοχή από τον
τύπο fk = 1,5*(F*l)/b*d2 (MPa).
60
Εικόνα 3.9 Διάταξη δοκιμής κάμψης σύμφωνα με τον ΕΝ 1015-11:1999
Ακολούθως εφαρμόζεται ο έλεγχος αντοχής των δοκιμίων σε θλίψη. Από τον έλεγχο σε
κάμψη, τα δοκίμια σπάνε σε δύο μέρη. Από τα τέσσερα δοκίμια που λαμβάνουμε (2
δοκίμια από κάθε σύνθεση δίνουν 4 μισά), τα τρία χρησιμοποιήθηκαν για έλεγχο σε
θλίψη ενώ το τέταρτο για τον έλεγχο του πορώδους του υλικού. Τα δείγματα
τοποθετούνται με τη μικρότερη πλευρά τους κάθετα σε μια τετραγωνική μεταλλική βάση
διαστάσεων 40x40mm και πάχους 0,1mm στα οποία ασκείται κατακόρυφη δύναμη μέσω
μίας όμοιας επίπεδης πλάκας και ρυθμού φόρτισης 50 N/s. Η φόρτιση συνεχίζεται μέχρι
το δοκίμιο να θραυτεί.
Η μεγαλύτερη θλίψη που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της δοκιμής αποτελεί και τη
δύναμη θλίψη Fθ. Η αντοχή σε θλίψη των δοκιμίων υπολογίζεται από τον τύπο:
fθ = (Fθ*l)/b*d (MPa)
61
Εικόνα 3.11 Εφαρμογή της δοκιμής σε θλίψη
62
Αρχικά παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα του πορώδους (Διαγρ.1). Η σύνθεση 1
παρουσίασε πορώδες της τάξης τους 6,40%. Με την προσθήκη ρευστοποιητή (1% κ.β
τσιμέντου) η σύνθεση 1S δίνει την χαμηλότερη τιμή πορώδους (4,12%). Η σύνθεση 2 με
το τσιμέντο CII 32,5 έχει πορώδες με τιμή 7,94%. Η σύνθεση 5 με τα πρόσθετα Magnifin
(2,5% κ.β τσιμέντου) και Alcan (2,5% κ.β τσιμέντου) έχει το μεγαλύτερο πορώδες με
8,53%. Ακολουθεί η σύνθεση 6 με τα πρόσθετα Alcan (5% κ.β τσιμέντου) και Magnifin
(5% κ.β τσιμέντου) με ποσοστό 7,30%. Η 4η σύνθεση με την προσθήκη Magnifin (5%
κ.β τσιμέντου) και Laviosa (1% κ.β τσιμέντου) έχει πορώδες 7,09%. Αμέσως μετά η 8η
σύνθεση με Magnifin (5% κ.β τσιμέντου) με πορώδες 6,99%. Ακολουθούν οι συνθέσεις
7 με Alcan (5% κ.β τσιμέντου) και 3 με Alcan (5% κ.β τσιμέντου) και Laviosa (1% κ.β
τσιμέντου) με 6,94 και 6,49% αντίστοιχα. Η χρήση ρευστοποιητή στη σύνθεση 1S
απέφερε και το χαμηλότερο πορώδες από όλες τις υπόλοιπες συνθέσεις. Αντιθέτως, το
τσιμέντο CII32,5 που χρησιμοποιήσαμε στη 2η σύνθεση απέφερε το μεγαλύτερο
ποσοστό.
ΠΟΡΩΔΕΣ
8,53
7,94
7,09 7,30
6,94 6,99
6,40 6,49
%
4,12
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
63
ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
17,02
16,37
15,48 15,10
14,41 14,76
13,55 13,93
9,26
%
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
Στο φαινόμενο ειδικό βάρος, η σύνθεση 1S (με την προσθήκη ρευστοποιητή) έχει τη
μεγαλύτερη τιμή με 2,25. Ακολουθούν, η 8η σύνθεση (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου)
σημειώνει τιμή 2,16 και η 7η (Alcan 5% κ.β τσιμέντου) 2,15. Η 6η σύνθεση (Alcan 5%
κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) παρουσιάζει ίδια τιμή με την αρχική. Η 3η
(Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) και η 4η (Magnifin 5% κ.β
τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) με κοινό πρόσθετο το Laviosa έχουν 2,08. Η
χρήση τσιμέντου CII32,5 της σύνθεσης 2 την οδήγησε σε ειδικό βάρος με τιμή 2,06. Τη
μικρότερη τιμή έχει η 5η σύνθεση (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β
τσιμέντου) με 2,00. Η 5η σύνθεση έχει τις μεγαλύτερες τιμές σε πορώδες και
απορροφητικότητα και τη μικρότερη στο φαινόμενο ειδικό βάρος. Το αντίθετο συμβαίνει
με τη σύνθεση 1S που έχει το μεγαλύτερο ειδικό βάρος και αντίστοιχα μικρότερες τιμές
στην απορροφητικότητα και το πορώδες.
2,25
2,15 2,16
2,12 2,12
2,08 2,08
2,06
2,00
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
0,0040
0,0030
Y (gr/mm2)
0,0020
0,0010
0,0000
√0 √5 √10 √15 √30 √45 √60 √120 √1440
√t
1 2 3 4 5 6 7 8 1s
65
Πίνακας 2: Μηχανικά χαρακτηριστικά συνθέσεων.
ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΜΕΤΡΟ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΜΠΤΙΚΗ ΘΛΙΠΤΙΚΗ
ΑΝΤΟΧΗ ΑΝΤΟΧΗ
1 41,93 5,35 44,01
1S 44,49 8,56 33,65
2 50,77 7,94 44,41
3 35,29 5,71 32,90
4 35,51 5,66 25,54
5 31,76 5,76 33,36
6 36,09 4,92 37,35
7 39,24 5,14 33,41
8 34,18 5,28 26,21
50,77
44,49
41,93
39,24
35,29 35,51 36,09 34,18
31,76
GPA
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
66
Περνώντας στα αποτελέσματα της καµπτικής αντοχής των συνθέσεων, τη μεγαλύτερη
τιμή παρουσιάζει η 1S σύνθεση (προσθήκη ρευστοποιητή) με 8,56 ΜPa και ακολουθεί
η 2η (τσιμέντο CII 32,5)με 7,94 ΜPa. Σειρά έχουν οι συνθέσεις 5 (Magnifin 2,5% κ.β
τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου), 3 (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β
τσιμέντου) και 4 (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) με μικρή
διαφορά με τιμές 5,76, 6,13 και 5,66 GPa αντίστοιχα. Μετά έχουμε την αρχική σύνθεση
με 5,35 GPa και κάτω από αυτή είναι η 8η (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) και η 7η (Alcan
5% κ.β τσιμέντου) με 5,28 και 5,14 GPa αντίστοιχα. Τη μικρότερη τιμή παρουσιάζει η
σύνθεση 6 (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) με 4,92 GPa.
ΚΑΜΠΤΙΚΗ ΑΝΤΟΧΗ
8,56
7,94
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
67
ΘΛΙΠΤΙΚΗ ΑΝΤΟΧΗ
44,01 44,41
37,34
33,65 32,89 33,36 33,41
MPA
25,53 26,2
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
5.1 Εισαγωγή
68
5.2 Οπτική παρατήρηση: Χρωματική μεταβολή
69
Εικόνα 4.2 Τα δοκίμια μετα τους 200οC
70
Εικόνα 4.4 Τα δοκίμια μετά τους 600 οC
71
Εικόνα 4.6 Τα δοκίμια μετά τους 1000 oC
72
διεργασίες καύσης (μεταλλικά στοιχεία) ή χημικές αντιδράσεις (οξείδωση). [82,83]
Επίσης γνωρίζουμε ότι σε θερμοκρασίες 450-550 οC απελευθερώνεται το διοξείδιο του
άνθρακα (χημική μεταβολή τσιμεντόπαστας). [82,83] Επιβεβαιώνεται έτσι η αντίδραση
αυτή που ξεκινά μετά τους 400 βαθμούς.
Στους 800 οC (εικόνα 4.5), η απόχρωση των δοκιμίων αρχίζει να γίνεται όλο και πιο
λευκή. Η πλειονότητα τω δοκιμίων πλέον είναι light greenish gray εκτός από την 1η
σύνθεση που διατηρεί τη bluish απόχρωσή της. Διατηρείται η διχρωμία μεταξύ των
επιφανειών των δοκιμίων για τους προαναφερθέντες λόγους. Ο τόνος των αποχρώσεων
της άνω παρειάς των κονιαμάτων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπόλευκος. (ανοιχτή
απόχρωση του λευκού). Οι κηλίδες στην επιφάνεια των δοκιμίων συνεχίζουν να
υπάρχουν και να αυξάνονται, ενώ λόγω της επιβολής υψηλών θερμοκρασιών, αρχίζει ο
θρυμματισμός σε ορισμένα σημεία των δοκιμίων.
Στους1000 οC (εικόνα 4.6), πλέον, τα δοκίμια φτάνουν σε μια υπόλευκη πρασινωπή ή
μπεζ απόχρωση. Η απόχρωση γίνεται greenish σε όλες τις συνθέσεις. Οι ρηγματώσεις
πλέον φαίνονται αρκετά στην πλειονότητα των δοκιμίων, με αποκορύφωμα τη σύνθεση
1S η οποία σχεδόν έχει σπάσει. Σημειώνεται πως τα δοκίμια τοποθετήθηκαν με τη σειρά
στο φούρνο, κι αυτό γιατί μετά τους 400 οC το χρώμα του μαρκαδόρου δεν υπήρχε με το
πέρας της θερμοκρασιακής μεταβολής.
Πίνακας 4: Χρωματική διαβάθμιση κατά κλίμακα Munsell
ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ (oC) / Χρωματική διαβάθμιση κατά την Κλίμακα Munsell
73
5.3 Μεταβολή Βάρους και Όγκου
Το βάρος των δοκιμίων ζυγίστηκε πριν και μετά την επιβολή των θερμοκρασιών. Τα
ποσοστά απώλειας των δοκιμίων καταγράφηκαν και λήφθηκε ο μέσος όρος από κάθε
σύνθεση στη χρονική περίοδο της μελέτης, όπως αποτυπώνεται στο παρακάτω
διάγραμμα.
Σε όλα τα δοκίμια υπάρχει μείωση του βάρους. Στους 200ο C τα ποσοστά μείωσης του
βάρους των συνθέσεων κυμαίνονται από 5,37 μέχρι 7,33%. Μεγάλα ποσοστά
παρατηρούμε στους 400 οC (17-30%). Μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης του βάρους
παρουσιάζει η 4η σύνθεση (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) με
30,32%. Δεύτερο μεγαλύτερο η σύνθεση 1S με την προσθήκη ρευστοποιητή 28,03%.
Στους 600ο C τα ποσοστά μείωσης των συνθέσεων δεν είναι τόσο υψηλά (5-20%). Το
μεγαλύτερο παρουσιάζει η σύνθεση 8 (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) με ποσοστό 19,72%.
Στους 800ο C έχουμε μεγαλύτερη μείωση του βάρους των κονιαμάτων από ότι στους 600ο
C, με ποσοστά 5-19,5%. Η 5η σύνθεση (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β
τσιμέντου) παρουσιάζει ποσοστό μείωσης 19,54%. Το μικρότερο ποσοστό μείωσης έχει
η 7η σύνθεση (Alcan 5% κ.β τσιμέντου) με 5,55%. Στους 1000ο C τα ποσοστά μείωσης
του βάρους των συνθέσεων κυμαίνονται από 11 έως 13%.
ΜΕΙΩΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
35
30
25
20
%
15
10
0
200 400 600 800 1000
θερμοκρασία
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Διάγραμμα 1: Μεταβολή βάρους όλων των συνθέσεων.
74
ALCAN και η 3η έχει κοινό πρόσθετο το MAGNIFIN. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται για
καλύτερη κατανόηση των αποτελεσμάτων.
Ξεκινώντας με την 1η ομάδα και τους 200ο C, τη μικρότερη μείωση βάρους έχει η
σύνθεση 1S με την προσθήκη ρευστοποιητή με 5,39%. Τα ποσοστά μείωσης είναι μικρά
και για τις συνθέσεις 1 και 2 (CII 32,5) με 7,02 και 7,65% αντίστοιχα Στους 400ο C, η
σύνθεση 1S έχει μεγάλη απώλεια βάρους με ποσοστό 28,04%. Η σύνθεση 2 (CII 32,5)
έχει μικρότερο ποσοστό από την αρχική με 18,4%. Η ένδειξη αυτή μας δίνει να
καταλάβουμε πως η χρήση ρευστοποιητή συμβάλλει στη μείωση του βάρους του
τσιμεντοκονιάματος όταν αυτό υποβληθεί σε θερμοκρασιακή μεταβολή 400ο C, την ίδια
στιγμή που το τσιμέντο CII 32,5 της 2ης σύνθεσης δίνει μικρότερη μεταβολή στο βάρος
από την αρχική 1η. Περνώντας στους 600ο C, η 1η σύνθεση έχει το μεγαλύτερο ποσοστό
μείωσης (11, 36%) σε σχέση με τις 2, 1S που φτάνουν σε ποσοστό μείωσης 5,8%. Από
εκεί και πέρα, φτάνοντας σε ανώτερη θερμοκρασιακή μεταβολή των 800ο C
παρατηρούνται μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης, με τη 2η σύνθεση να έχει 13,08%, την 1η
12,2% και την 1S 11,19%. Στους 1000ο C, έχουμε λίγο μεγαλύτερα ποσοστά και στις
τρεις συνθέσεις με τη 2η να σημειώνει 14,15%, τη 1η 12, 89% και την 1S σύνθεση 11,7%.
H σύνθεση 1S σημειώνει τη μεγαλύτερη απώλεια βάρους στους 400ο C.
ΜΕΙΩΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
30
25
20
15
%
10
0
200 400 600 800 1000
θερμοκρασία
1 1S 2
Διάγραμμα 2: Μείωση βάρους 1ης ομάδας αξιολόγησης.
75
C η 6η σύνθεση έχει τη μεγαλύτερη μείωση στα τσιμεντοκονιάματα με ποσοστό
μεταβολής 24,41%. Η προσθήκη ALCAN και MAGNIFIN σε μεγαλύτερες ποσότητες
από ότι στη σύνθεση 5, έδωσε το αποτέλεσμα αυτό. Αμέσως μετά ακολουθεί η 3η
σύνθεση με το πρόσθετο LAIVIOSA η οποία έχει την ίδια μείωση βάρους με την αρχική
1η σύνθεση. Τη μικρότερη μείωση βάρους έχουν οι συνθέσεις 5 και 7 με ποσοστό
17,35%. Στους 600ο C, η 6η σύνθεση θα βρεθεί να έχει τη μικρότερη αυτή τη φορά μείωση
με 4,21%. Η 7η σύνθεση είναι η μόνη που έχει μεγαλύτερη μείωση από την αρχική με
12,17%. Στους 800ο C, τη μεγαλύτερη μείωση με διαφορά από τις υπόλοιπες έχει η 5 η
σύνθεση με 19,54%. Οι συνθέσεις 1,3 και 6 κυμαίνονται σε μείωση με ποσοστά 12-
13,5% και η σύνθεση 7 έχει τη μικρότερη μείωση με 5,54%. Τέλος, στους 1000 ο C
βλέπουμε πως όλες οι συνθέσεις έχουν παρόμοιο ποσοστό μείωσης γύρω το 13%.
ΜΕΙΩΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
30
25
20
15
%
10
0
200 400 600 800 1000
θερμοκρασία
1 3 5 6 7
76
Βλέπουμε ότι οι υπόλοιπες τρεις συνθέσεις έχουν μείωση βάρους με ποσοστό σχεδόν
12%. Στους 1000ο C, τα ποσοστά όλων των συνθέσεων κυμαίνονται από 11 μέχρι 13%.
ΜΕΙΩΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
35
30
25
20
%
15
10
0
200 400 600 800 1000
θερμοκρασία
1 4 5 6 8
77
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΓΚΟΥ
15
10
0
200 400 600 800 1000
-5
-10
%
-15
-20
-25
-30
Θερμοκρασία
1 1s 2 3 4 5 6 7 8
78
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΓΚΟΥ
15
10
5
0
200 400 600 800 1000
-5
-10
%
-15
-20
-25
-30
θερμοκρασία
1 1s 2
Στη συνέχεια, περνώντας στην 2η ομάδα αξιολόγησης με κοινό πρόσθετο το ATH P10
ALCAN, τα αποτελέσματα στους 200ο C δείχνουν την συρρίκνωση των δοκιμίων με την
5η (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) και 6η (Alcan 5% κ.β
τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) σύνθεση να έχουν τα μεγαλύτερα αρνητικά
ποσοστά της τάξης του -12%, με την παρουσία του MAGNIFIN που βρίσκεται και στις
δύο αυτές συνθέσεις. Στους 400ο C, έχουμε διαχωρισμό μεταξύ των συνθέσεων 3, 6, 7 οι
οποίες μειώνουν τον όγκο τους με τη σύνθεση 5 η οποία διογκώνεται αφού έφτασε σε
ποσοστό 7,5%. Φτάνοντας στους 600ο C, όλες οι συνθέσεις συρρικνώνονται με
μεγαλύτερη αυτή της 6ης σύνθεσης με -10,94%. Η θερμοκρασιακή μεταβολή των 800ο C
φαίνεται να επηρεάζει τις συνθέσεις με το ATH P10 ALCAN αφού φτάνουν όλες σε
διόγκωση με μεγαλύτερο ποσοστό της 7ης σύνθεσης (Alcan 5% κ.β τσιμέντου) 4,75% ,
κάτι το οποίο συμβαίνει και στους 1000ο C. Στους 1000ο C έχουμε αύξηση του όγκου
όλων των συνθέσεων με μεγαλύτερα ποσοστά στις συνθέσεις 7 και 6. Οι συνθέσεις 3
(Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) και 5 έχουν παρόμοιο ποσοστό
αύξησης με την αρχική σύνθεση.
79
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΓΚΟΥ
10
0
200 400 600 800 1000
%
-5
-10
-15
Θερμοκρασία
1 3 5 6 7
80
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΓΚΟΥ
10
5
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΓΚΟΥ %
0
200 400 600 800 1000
-5
-10
-15
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
1 4 5 6 8
Στους 200ο C το πορώδες της 2ης σύνθεσης (CII 32,5) έχει το μεγαλύτερο ποσοστό.
Στους 400ο C το πορώδες της 8ης σύνθεσης έχει το μικρότερο ποσοστό με 2,94%. Στους
600ο C τα ποσοστά του πορώδους για όλες τις συνθέσεις κυμαίνονται μεταξύ 9-12%.
Στους 800ο C παρατηρούνται μεγάλα ποσοστά στις συνθέσεις 7 (Alcan 5% κ.β
τσιμέντου) και 8 (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου). Τέλος, στη μεγαλύτερη θερμοκρασιακή
μεταβολή των 1000ο C, έχουμε μεγαλύτερα ποσοστά πορώδους για όλες τις συνθέσεις σε
σχέση με τους 800ο C με εξαίρεση τις 7 και 8 που σημείωσαν τα μεγαλύτερα ποσοστά
στους 800ο C.
35
ΠΟΡΩΔΕΣ
30
25
20
%
15
10
0
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
35
ΠΟΡΩΔΕΣ
30
25
20
%
15
10
0
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 1S 2
82
30
ΠΟΡΩΔΕΣ
25
20
%
15
10
0
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 3 5 6 7
30
ΠΟΡΩΔΕΣ
25
20
%
15
10
0
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 4 5 6 8
ης
Διάγραμμα 8: Πορώδες 383 ομάδας αξιολόγησης.
Το φαινόμενο ειδικό βάρος των τσιμεντοκονιαμάτων είναι αντιστρόφως ανάλογο με αυτό
του πορώδους τους. Αυτό αποτυπώνεται και στο παρακάτω διάγραμμα το οποίο
καταγράφει μια καθοδική πορεία για τις τιμές του στις διαφορετικές θερμοκρασίες που
μελετήθηκαν.
2,20
2,00
1,80
ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ
1,60
1,40
1,20
1,00
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Οι αρχικές τιμές της 1ης ομάδας αξιολόγησης στους 200ο C κυμαίνονται από 2,06 για την
2η σύνθεση (CII 32,5) μέχρι 2,25 για την 1S (προσθήκη ρευστοποιητή). Καθώς
προχωράμε στη θερμοκρασιακή κλίμακα, οι τιμές και των τριών συνθέσεων στους 400ο
C είναι αντίστοιχα μειωμένες. Παρόλα αυτά η σύνθεση 1S έχει μεγαλύτερες τιμές ειδικού
βάρους από την 2η. Περνώντας στους 600ο C, τα φαινόμενα ειδικά βάρη των 1S και 2
παρουσιάζουν τιμή 2,02 ενώ η αρχική σύνθεση βρίσκεται στο 1,52. Στους 800ο C η 1S
έχει ίδιο ειδικό βάρος με την 1η σύνθεση και η 2η στο 1,87 ενώ η 2η παρουσιάζει τιμή
1,70. Τέλος, στη μεγαλύτερη θερμοκρασιακή μεταβολή, των 1000ο C η 1S είναι αυτή
που θα σημειώσει μεγαλύτερη τιμή από τις υπόλοιπες με 1,96 ενώ οι 1 και 2 θα
παρουσιάσουν μικρότερες τιμές 1,64 και 1,47 αντίστοιχα. Στις μεγαλύτερες
θερμοκρασίες το φαινόμενο ειδικό βάρος των συνθέσεων παρουσιάζει μικρότερες τιμές
από ότι στις πρώτες, με μικρές εξαιρέσεις.
84
Φαινόμενο ειδικό βαρος
2,40
2,20
2,00
1,80
ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ
1,60
1,40
1,20
1,00
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 1S 2
Ακολούθως, στη 2η ομάδα αξιολόγησης, στους 200ο C το μεγαλύτερο ειδικό βάρος έχει
η 6η σύνθεση (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) με 2,13 και τη
μικρότερη η 3η (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) με 2,00. Στη
συνέχεια, στους 400ο C, τη μεγαλύτερη τιμή σημειώνει η 5η (Magnifin 2,5% κ.β
τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) με 2,17 ενώ η 3η εξακολουθεί να έχει τη μικρότερη
τιμή. Φτάνοντας τους 600ο C, η 1η σύνθεση θα καταγράψει τιμή στο 1,52 που είναι και
η χαμηλότερη τιμή, η οποία θα πλησιαστεί από την 7η σύνθεση με 1,64. Την υψηλότερη
τιμή έχει η 6η σύνθεση η οποία είναι στο 2,12. Στους 800ο C,η 6η σύνθεση παρόλο που
έχει μικρότερη τιμή από την προηγούμενη θερμοκρασία έχει τη μεγαλύτερη τιμή από τις
υπόλοιπες με 1.93. Τέλος, και αφού έρθουμε στους 1000ο C, το μικρότερο φαινόμενο
ειδικό βάρος έχει η 3η σύνθεση με 1,56 και τη μεγαλύτερη τιμή έχει πάλι η 6 με 1,87.
2,20
2,00
1,80
ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ
1,60
1,40
1,20
1,00
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 3 5 6 7
2,20
2,00
1,80
ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ
1,60
1,40
1,20
1,00
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 4 5 6 8
40
30
%
20
10
0
22 200 400 600 800 1000
Συνθέσεις
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
86
Διάγραμμα 13: Απορροφητικότητα όλων των συνθέσεων.
Στην 1η ομάδα αξιολόγησης, στα πρώτα επίπεδα θερμοκρασίας των 200 ο C, η 1S σύνθεση
(προσθήκη ρευστοποιητή) έχει μικρότερο ποσοστό (14,49%) από την 2η (CII 32,5)
(18,56%). Στους 400ο C η απορροφητικότητα των συνθέσεων έχει μεγαλύτερα ποσοστά
ενώ η 2η σύνθεση εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερο ποσοστό από την 1S. Καθώς
φτάνουμε στους 600ο C παρατηρείται η πρώτη εναλλαγή των δύο συνθέσεων, με τη 2η
να έχει μικρότερο ποσοστό (19,44%). Εδώ σημειώνουμε πως η αρχική σύνθεση έχει
ποσοστό (29,5%) μεγαλύτερο από τις υπόλοιπες. Στους 800ο C, έχουμε το μεγαλύτερο
ποσοστό απορροφητικότητας από τη 2η σύνθεση με 50,57% που είναι και το μεγαλύτερο
στην ομάδα αυτή. Αντίθετα η 1S έχει ίδιο ποσοστό με την αρχική στο 28,46%. Στους
1000ο C η 1S έχει μικρότερο ποσοστό από τις υπόλοιπες δύο με 31,04%. Η 2η έχει το
μεγαλύτερο με 41,01%.
60
ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
50
40
30
%
20
10
0
22 200 400 Συνθέσεις600 800 1000
1 1S 2
Στη 2η ομάδα αξιολόγησης, στους 200ο C η 5η σύνθεση (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου,
Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) έχει τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα με 19.91% και όλες
οι υπόλοιπες έχουν μεγαλύτερο ποσοστό από την αρχική. Στους 400ο C, το μεγαλύτερο
ποσοστό έχει η 6η σύνθεση (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) ενώ
η 7η θα σημειώσει τη μικρότερη απορροφητικότητα με 14,53%, μικρότερη σε όλη την
ομάδα αξιολόγησης. Στους 600ο C, η αρχική σύνθεση έχει το μεγαλύτερο ποσοστό από
τις υπόλοιπες. Από εκεί και πέρα, φτάνοντας στους 800ο C, η 7η σύνθεση (Alcan 5% κ.β
τσιμέντου) θα σημειώσει ποσοστό απορροφητικότητας 45,89% το οποίο είναι και το
υψηλότερο που υπάρχει. Η 5η ομάδα θα έχει το χαμηλότερο, τόσο στους 800 όσο και
στους 1000ο C. Στους 1000ο C, η 3η σύνθεση (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β
τσιμέντου) έχει το μεγαλύτερο ποσοστό με τιμή 40,52%.
87
50
ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
45
40
35
30
25
%
20
15
10
5
0
22 200 400 Συνθέσεις 600 800 1000
1 3 5 6 7
50 ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
45
40
35
30
25
%
20
15
10
5
0
22 200 400 Συνθέσεις 600 800 1000
1 4 5 6 8
88
αντοχής των εκάστοτε συνθέσεων σε όλες τις θερμοκρασιακές μεταβολές που πήραν
μέρος.
Το δυναμικό μέτρο ελαστικότητας μειώνεται καθώς αυξάνει το ποσοστό του πολυμερούς
στο μίγμα καθιστώντας το υλικό πιο όλκιμο, δηλαδή το δοκίμιο σκυροδέματος γίνεται
περισσότερο παραμορφώσιμο. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, το
δυναμικό μέτρο ελαστικότητας μειώνεται σε κάθε μεγαλύτερη θερμοκρασία που
υποβάλλεται η κάθε σύνθεση. Μάλιστα στις υψηλότερες θερμοκρασίες σημειώνει
ελάχιστα GPa.
30,00
20,00
10,00
0,00
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
Διάγραμμα 1: Δυναμικό μέτρο ελαστικότητας των συνθέσεων.
Στην 1η ομάδα αξιολόγησης, με τις συνθέσεις 1, 1S (προσθήκη ρευστοποιητή) και 2 (CII
32,5), στους 200ο C, τη μεγαλύτερη τιμή του μέτρου ελαστικότητας παρουσιάζει η 1S
σύνθεση με τιμή 44,15 GPa. Αμέσως μετά ακολουθεί η σύνθεση 1 με 30,74 και έπεται
η 2η με 26,67 GPa.[84] Στους 400ο C βλέπουμε απότομη μείωση σε όλες τις συνθέσεις
μας αφού αποκτούν τιμές της τάξης των 13-17 GPa, έχοντας μείωση περίπου 50% των
τιμών της προηγούμενης θερμοκρασίας. Τη μεγαλύτερη τιμή έχει η σύνθεση 1S ξανά με
16.57 GPa. Στους 600, 800 και 1000ο C, το μέτρο ελαστικότητας γίνεται πολύ μικρό σε
όλες τις συνθέσεις. Το εύρος των τιμών είναι 3,5 έως 1 GPa. H 1S σύνθεση παρουσιάζει
πάλι οριακά μεγαλύτερες τιμές στις θερμοκρασίες αυτές.
20,00
10,00
0,00
1 1S 2
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
89
Διάγραμμα 2: Δυναμικό μέτρο ελαστικότητας ης
1 ομάδας αξιολόγησης.
Στη 2η ομάδα αξιολόγησης, έχουμε κοινό πρόσθετο το ΑΤΗ Ρ10 ALCAN. Όπως είδαμε
προηγουμένως στους 200ο C έχουμε την 1η σύνθεση με τη μεγαλύτερη τιμή με 30,74 GPa
και την 5η (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) να είναι η
μικρότερη με 26,80 GPa. Από εκεί και πέρα, στους 400ο C έχουμε μειωμένες τιμές για
όλες τις συνθέσεις με το εύρος των τιμών να είναι 12-14 GPa και έχουμε μείωση περίπου
50% των τιμών. Η 5η σύνθεση έχει τη μεγαλύτερη τιμή με 14, 87 GΡa και η 6η (Alcan
5% κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) τη μικρότερη με 12,96 GPa. Στους 600ο
C οι τιμές του μέτρου ελαστικότητας είναι ακόμη πιο χαμηλές, πτώση άνω του 60% και
όλες κοντά στα 3 GPa. Μέχρι τους 1000ο C, όλες οι συνθέσεις έχουν τιμές που
κυμαίνονται περίπου στο 1 GPa.
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
1 3 5 6 7
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
90
ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
45,00
40,00
35,00
30,00
25,00
(GPa)
20,00
15,00
10,00
5,00
0,00
1 4 5 6 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
Η αντοχή σε κάμψη είναι μια από τις πιο σημαντικές ιδιότητες των υλικών. Γενικά τα
κονιάματα χαρακτηρίζονται από χαμηλή καμπτική τάση. Το παρακάτω πρώτο διάγραμμα
μας δίνει στοιχεία για την αντοχή σε κάμψη και των εννέα συνθέσεων που έλαβαν μέρος
στη μελέτη μας. Η ανώτερη τιμή της αντοχής σε κάμψη ανέρχεται σε 9,32 ΜΡa και είναι
η αρχική πρώτη σύνθεση. Όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία που υποβλήθηκε η κάθε
σύνθεση τόσο μικρότερη καμπτική αντοχή θα δώσει στο αποτέλεσμα. Στις ανώτερες
θερμοκρασιακές μεταβολές οι τιμές της καμπτικής αντοχής είναι πολύ μικρές, κάτω του
1 MPa.
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΚΑΜΨΗ
10,000
9,000
8,000
7,000
6,000
5,000
(MPa)
4,000
3,000
2,000
1,000
0,000
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
91
1η ομάδα αξιολόγησης και θα παρατηρήσουμε στους 200ο C ότι η σύνθεση 1S (προσθήκη
ρευστοποιητή) και 2 (CII 32,5) έχουν μικρότερη αντοχή από την αρχική. Με την επιβολή
των 400ο C και της απώλειας του δεσμευμένου νερού των πόρων, έχουμε μείωση σχεδόν
50% και στις τρεις συνθέσεις της ομάδας. Στους 600ο C η αντοχή πέφτει πάνω από 60%
στη 2η και 1η σύνθεση αλλά μειώνεται περίπου 50% στη σύνθεση 1S. Στους 800ο C
έχουμε μεγάλη πτώση των καμπτικών αντοχών στις συνθέσεις 1S και 2 ενώ η 1η σύνθεση
παρουσιάζει παρόμοια τιμή με την προηγούμενη. Τέλος, στους 1000ο C οι αντοχές είναι
πολύ μικρές για όλα τα δοκίμια με τιμές κάτω του 1 ΜΡa.
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΚΑΜΨΗ
10,000
8,000
6,000
(MPa)
4,000
2,000
0,000
1 1S 2
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
ης
Διάγραμμα 6: Αντοχή σε κάμψη 1 ομάδας αξιολόγησης.
Στη 2η ομάδα, τη μεγαλύτερη αρχική καμπτική αντοχή αυτή τη φορά έχει η 1η σύνθεση
με 9,39 ΜPa κι ακολουθούν οι υπόλοιπες με μέση τιμή 7,7 ΜΡa. Φτάνοντας στους 400ο
C, έχουμε πτώση ποσοστού 50% σε όλες τις συνθέσεις εκτός από την 7 η (Alcan 5% κ.β
τσιμέντου) που διατηρεί μια σχετικά μεγάλη τιμή 5,86 ΜΡa. Ακολούθως, στους 600ο C,
οι συνθέσεις, αν και φτάνουν σε καμπτική αντοχή της τάξης του 1,5 ΜΡa, διατηρούν την
τιμή τους όλες πάνω από αυτή της αρχικής. Στους 800 και 1000 ο C, η 7η είναι πάλι αυτή
που θα σημειώσει μεγαλύτερες τιμές από τις υπόλοιπες ενώ η 5 η (Magnifin 2,5% κ.β
τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) θα σημειώσει τις μικρότερες δυνατές.
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΚΑΜΨΗ
10,000
8,000
6,000
(MPa)
4,000
2,000
0,000
1 3 5 6 7
Συνθέσεις
22 200 400
92
Φτάνοντας στην 3η ομάδα αξιολόγησης, στους 200ο C η μεγαλύτερη τιμή σημειώνεται
από την 1η σύνθεση με 9,39 MPa ενώ η 8η (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου) έχει τη μικρότερη
τιμή με 5,22 ΜΡa. Τώρα, στους 400ο C, παρατηρούμε μία μικρή μείωση στην 4η σύνθεση
(Magnifin 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) της τάξης του 20% σε σχέση με
τις υπόλοιπες που αγγίζουν το 50%. Στους 600ο C, όλες οι τιμές της αντοχής πέφτουν
κοντά στο 1 ΜPa αλλά παραμένουν μεγαλύτερες από της 1ης σύνθεσης. Σε 800 και 1000ο
C οι τιμές της καµπτικής αντοχής υποχωρούν κάτω από το 1 MPa και η 5η σύνθεση
(Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) παρουσιάζει τις μικρότερες
τιμές έναντι των άλλων συνθέσεων.
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΚΑΜΨΗ
10,000
9,000
8,000
7,000
6,000
5,000
(MPa)
4,000
3,000
2,000
1,000
0,000
1 4 5 6 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΘΛΙΨΗ
45,000
40,000
35,000
30,000
25,000
(MPa)
20,000
15,000
10,000
5,000
0,000
1 1S 2 3 4 5 6 7 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΘΛΙΨΗ
50,000
40,000
30,000
(MPa)
20,000
10,000
0,000
1 1S 2
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
Στη συνέχεια, και στη 2η ομάδα αξιολόγησης, στους 200ο, η 7η σύνθεση (Alcan 5% κ.β
τσιμέντου) παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή από τις υπόλοιπες και η 5 η Magnifin 2,5%
κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) τη μικρότερη. Στους 400ο C, η 5η σύνθεση
είναι η μόνη που θα σημειώσει αύξηση σε θλιπτική αντοχή καθώς οι υπόλοιπες θα
μειώσουν τη δική τους. Φτάνοντας στους 600ο C, έχουμε μείωση της αντοχής από όλες
τις συνθέσεις. Το ίδιο θα συμβεί και στους 800ο C με μείωση γύρω στο 50%. Στους 1000ο
C, η 5η σύνθεση είναι η μόνη που θα σημειώσει μεγάλη τιμή σε σχέση με τις υπόλοιπες
με 6,8 ΜΡa. Γενικά η πορεία της 1ης φαίνεται να είναι ίδια με της 6ης και της 3ης ίδιας με
της 7ης. Η 5η είναι η μόνη που θα παρουσιάσει τη δική της διαφορετική πτυχή από όλες
τις άλλες.
94
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΘΛΙΨΗ
50,000
40,000
30,000
(MPa)
20,000
10,000
0,000
1 3 5 6 7
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
Διάγραμμα 11: Αντοχή σε θλίψη 2ης ομάδας αξιολόγησης.
Τέλος, στην 3η και τελευταία ομάδα αξιολόγησης, στους 200ο C, η 1η σύνθεση έχει τη
μεγαλύτερη αντοχή με 38,97 MPa. Τη μικρότερη έχει η 5η Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου,
Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) με 30,36 ΜPa. Στους 400ο C όλες οι συνθέσεις έχουν
χαμηλότερες τιμές θλιπτικής αντοχής εκτός από την 5η όπου η τιμή αυξάνεται. Στους
600ο C έχουμε σύσσωμη μείωση των αντοχών σε όλες τις συνθέσεις, με την 5η να έχει τη
μικρότερη τιμή από τις υπόλοιπες. Στους 800 και 1000 ο C πλέον, έχουμε πτώση
μεγαλύτερη από 50% και τιμές της τάξης 10 και 4 MΡa αντίστοιχα. Η γενική εικόνα κι
εδώ είναι πως η θλιπτική αντοχή των τσιμεντοκονιαμάτων μειώνεται κατά μήκος της
θερμοκρασιακής μεταβολής, ενώ παράλληλα έχουμε μεγάλο εύρος τιμών που πηγαίνει
από τα 39 μέχρι τα 2 ΜΡa από τους 200 μέχρι και τους 1000ο C αντίστοιχα.
ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ ΘΛΙΨΗ
45,000
40,000
35,000
30,000
25,000
(MPa)
20,000
15,000
10,000
5,000
0,000
1 4 5 6 8
Συνθέσεις
22 200 400 600 800 1000
Διάγραμμα 12: Αντοχή σε θλίψη 3ης ομάδας αξιολόγησης.
95
6. Συμπεράσματα – Προτάσεις
6.1 Ανάλυση, Αρχικά συμπεράσματα
96
τιμή με την αρχική μετά το πέρας μίας ημέρας. Στα μηχανικά χαρακτηριστικά,
παρουσιάζει εξ’ αρχής το μεγαλύτερο δυναμικό μέτρο ελαστικότητας από τις υπόλοιπες.
Στους 600οC έχει μεγάλη τιμή συγκριτικά με τις άλλες συνθέσεις με 4,9 GPa ενώ και
στους 1000ο C βρίσκεται να έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη τιμή από όλες τις συνθέσεις.
Όσον αφορά την καμπτική αντοχή κινείται σε μικρότερα επίπεδα τιμών από την αρχική
σύνθεση στις πρώτες θερμοκρασιακές μεταβολές. Ωστόσο στους 600-1000ο C έχει κατά
μέσο όρο μεγαλύτερη αντοχή από την αρχική. Τέλος στην θλιπτική αντοχή έχει αρχικά
τη μεγαλύτερη τιμή από όλες τις συνθέσεις. Στους 1000ο C παρουσιάζει τη δεύτερη
μεγαλύτερη αντοχή σε θλίψη μετά την 5η σύνθεση. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως είναι
μια από τις ανθεκτικότερες συνθέσεις της μελέτης αυτής και οφείλεται στον τύπο
τσιμέντου που χρησιμοποιήθηκε.
Η σύνθεση 1S (προσθήκη ρευστοποιητή) δε θα παρουσιάσει μεγάλα ποσοστά στο
πορώδες της. Όπως είδαμε από τα διαγράμματα τα επίπεδα του πορώδους της σύνθεσης
είναι από τα χαμηλότερα ακόμη και στους 1000ο C όπου παρατηρείται το πιο μικρό με
17,13%. Έτσι και στο φαινόμενο ειδικό βάρος έχει από τις μεγαλύτερες τιμές και τη
μεγαλύτερη στους 1000ο C. Στην απορροφητικότητα, συνεχίζει να παρουσιάζει εκ νέου
χαμηλά ποσοστά σε όλες τις θερμοκρασιακές μεταβολές. Το ίδιο θα δούμε και στην
τριχοειδή απορρόφηση, αφού μετά το πέρας των 1440 λεπτών μας δίνει τη μικρότερη
τιμή μεταξύ άλλων. Ωστόσο, στα μηχανικά χαρακτηριστικά και το δυναμικό μέτρο
ελαστικότητας παρουσιάζει μεγάλη τιμή στους 200 και 600ο C σε σχέση με τις υπόλοιπες
συνθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στους 800 και 1000ο C όπου έχει τις μεγαλύτερες τιμές
με μικρή βέβαια διαφορά. Στην καμπτική αντοχή, παρουσιάζει παρόμοιες τιμές με την
αρχική στις πρώτες θερμοκρασίες και μεγάλη αντοχή στους 600 ο C. Τέλος, στη θλιπτική
αντοχή δεν θα δούμε αρκετά μεγάλες τιμές σε σχέση και με τις προηγούμενες συνθέσεις,
σε καμία από τις θερμοκρασίες που μελετήθηκαν, ενώ στους 1000ο C σημειώνει τη
μικρότερη θλιπτική αντοχή. Η προσθήκη ρευστοποιητή στη σύνθεση 1S αποφέρει
χαμηλές τιμές στα φυσικά χαρακτηριστικά της σύνθεση αυτής. Αντίθετα όμως με τα
φυσικά, στα μηχανικά χαρακτηριστικά έχει μεγαλύτερες τιμές από τις περισσότερες
συνθέσεις στις οποίες έγινε χρήση πρόσθετων υλικών.
Η σύνθεση 3 (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου), κινείται κι αυτή με
μεγαλύτερα ποσοστά πορώδους όσο αυξάνονται και οι θερμοκρασιακές μεταβολές.
Μάλιστα στους 1000ο C έχει μαζί με τη 2η σύνθεση που αναφέραμε το μεγαλύτερο
ποσοστό με 27%. Έτσι, και στο φαινόμενο ειδικό βάρος, ακολουθεί φθίνουσα πορεία και
σημειώνει τη δεύτερη μικρότερη τιμή μετά τη 2η σύνθεση με 1,56. Επιπλέον, έχει και
μεγάλα επίπεδα απορροφητικότητας στις μεγαλύτερες θερμοκρασιακές μεταβολές.
Στους 1000ο C έχει ποσοστό 42,4% μικρότερο μόνο από της 4ης. Η τριχοειδής ανύψωση
της 3ης σύνθεσης παρουσιάζει μεγάλες τιμές στα χρονικά διαστήματα που έγιναν οι
μετρήσεις. Μετά το πέρας μίας ημέρας έχει τιμή 0,0035, τρίτη μεγαλύτερη. Στο δυναμικό
μέτρο ελαστικότητας, οι τιμές που παρουσιάζει η σύνθεση είναι πιο χαμηλές από την
αρχική και τη 2η που είδαμε προηγουμένως. Ακόμα και στις μεγάλες θερμοκρασίες οι
τιμές της σύνθεσης είναι μικρότερες από αυτές που έχουμε δει μέχρι στιγμής. Κάτι
παρόμοιο θα δούμε πως συμβαίνει και στην καμπτική αντοχή, καθώς οι τιμές είναι
αρκετά μικρές τόσο στις πρώτες θερμοκρασίες όσο και στις μεγαλύτερες. Τέλος, στη
θλιπτική αντοχή, θα παρουσιάσει λίγο καλύτερα αποτελέσματα, με υψηλές τιμές τόσο
στις πρώτες θερμοκρασιακές μεταβολές όσο και στις τελευταίες. Στους 800 ο C
97
παρουσιάζει τη μεγαλύτερη θλιπτική αντοχή από τις υπόλοιπες. Τα φυσικά
χαρακτηριστικά της 3ης σύνθεσης είναι αρκετά υψηλά και ξεχωρίζουν σε συγκεκριμένα
σημεία, και τα μηχανικά βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο με τις συνθέσεις όπου έχει γίνει
χρήση προσμίκτων.
Η σύνθεση 4 (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου), παρουσιάζει
αρχικά το μεγαλύτερο πορώδες στους 200ο C, ενώ στη συνέχεια και χαράσσοντας
αύξουσα πορεία βλέπουμε ότι έχει και το μεγαλύτερο ποσοστό στους 1000 ο C. Στο
φαινόμενο ειδικό βάρος, θα παρουσιάσει μικρότερη τιμή από τις υπόλοιπες στους 200 ο
C ενώ στην ανώτερη θερμοκρασιακή μεταβολή βρίσκεται στη μέση των μετρήσεων. Η
απορροφητικότητα της 4ης σύνθεσης κινείται σε μεγάλα ποσοστά τόσο στις αρχικές
θερμοκρασίες όσο και στους 1000ο C που εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό όλων με
47,5%. Η τριχοειδής αναρρόφηση της σύνθεσης κινείται σε μικρές τιμές σε σχέση με τις
υπόλοιπες συνθέσεις. Περνώντας στο δυναμικό μέτρο ελαστικότητας, είδαμε πως
κινείται στα ίδια πλαίσια με τις συνθέσεις που έγινε χρήση προσθέτων, με λίγο
μεγαλύτερες τιμές από την 3η σύνθεση. Στην καμπτική αντοχή, η τιμή που ξεχωρίζει είναι
αυτή στους 600ο C η οποία είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες συνθέσεις στη
θερμοκρασία αυτή. Επιπλέον, στις μεγαλύτερες θερμοκρασιακές μεταβολές έχει
μεγαλύτερες τιμές καµπτικής από τις υπόλοιπες συνθέσεις που έγινε χρήση προσθέτων.
Τέλος στην θλιπτική αντοχή δε θα παρουσιάσει πολύ υψηλές τιμές στο σύνολο των
θερμοκρασιών σε σχέση με τις υπόλοιπες συνθέσεις, καθώς και στους 1000 ο C θα έχει
χαμηλότερες τιμές από αρκετές ακόμη συνθέσεις. Η σύνθεση 4 έδειξε καλή συμπεριφορά
στα φυσικά χαρακτηριστικά αλλά δεν κινήθηκε στα ίδια επίπεδα και στα μηχανικά καθώς
είδαμε ότι υστερεί έναντι αρκετών.
Η σύνθεση 5 (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) παρουσιάζει
μικρά επίπεδα πορώδους στις θερμοκρασίες που μελετήθηκαν. Αυτό έχει και ως
αποτέλεσμα να φτάνει σε υψηλές τιμές φαινόμενου ειδικού βάρους. Παρόμοια είναι τα
αποτελέσματα όσον αφορά και την απορροφητικότητα της σύνθεσης. Ενώ στις πρώτες
θερμοκρασίες έχει υψηλά ποσοστά, στη συνέχεια σημειώνει τα μικρότερα. Στην
τριχοειδή απορρόφηση θα δείξει μεγάλες τιμές αφού έρχεται δεύτερη σε σειρά μετά την
7η σύνθεση. Στο δυναμικό μέτρο ελαστικότητας τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης μικρές
τιμές σε σχέση τόσο με τις 1,2 και 1S όσο και με τις συνθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν
πρόσθετα. Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα στις αντοχές κάμψης και θλίψης.
Μοναδική εξαίρεση φαίνεται να είναι η αντοχή σε θλίψη στους 1000ο C όπου σημειώνει
υψηλότερη τιμή από τις υπόλοιπες. Συμπερασματικά, η σύνθεση 5 δεν παρουσίασε
υψηλά αποτελέσματα σε κανένα από τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά της με
ελάχιστες εξαιρέσεις.
Η σύνθεση 6 (Alcan 5% κ.β τσιμέντου, Magnifin 5% κ.β τσιμέντου), η οποία έχει
περισσότερη ποσότητα ίδιων πρόσθετων με την 5η, θα εμφανίσει καλύτερα ποσοστά
πορώδους από τη δεύτερη αλλά όχι αρκετά υψηλά σε σχέση με άλλες. Το ίδιο συμβαίνει
και με το φαινόμενο ειδικό βάρος όπου οι τιμές του είναι περίπου όσο της 5 ης. Στο ίδιο
πλαίσιο κινούνται και οι τιμές της απορροφητικότητας της σύνθεσης αλλά και η
τριχοειδής απορρόφηση, αφού είδαμε πως τα ποσοστά τους δεν είναι ούτε μεγάλα ούτε
μικρά. Στα μηχανικά χαρακτηριστικά τώρα, θα παρατηρήσουμε παρόμοια αποτελέσματα
με την 5η σύνθεση, ειδικά στο μέτρο ελαστικότητας χαμηλότερα από την αρχική
σύνθεση. Στην καμπτική αντοχή θα έχουμε λίγο μεγαλύτερες τιμές στους 800 και 1000 ο
98
C, ενώ στη θλιπτική έχουμε αυξημένες τιμές σε όλες σχεδόν τις θερμοκρασίες. Το
συμπέρασμα είναι πως η χρήση μεγαλύτερης ποσότητας των προσθέτων κ.β τσιμέντου
έδωσε καλύτερα αποτελέσματα στα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά αλλά όχι σε
μεγάλο βαθμό.
Η σύνθεση 7 (Alcan 5% κ.β τσιμέντου), παρουσιάζει μεγάλα ποσοστά πορώδους
ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες θερμοκρασίες, κάτι το οποίο συμπίπτει και με τα ποσοστά της
απορροφητικότητας τα οποία είναι εξίσου υψηλά. Το φαινόμενο ειδικό βάρος με τη σειρά
του ακολουθεί φθίνουσα πορεία ως αντίστροφο του πορώδους. Η 7η σύνθεση
παρουσιάζει επίσης τη μεγαλύτερη τιμή τριχοειδούς απορρόφησης από όλες τις
συνθέσεις. Στα μηχανικά χαρακτηριστικά, το δυναμικό μέτρο ελαστικότητας
παρουσιάζει παρόμοιες τιμές με τις υπόλοιπες συνθέσεις που γίνεται χρήση προσθέτων
όπως είδαμε και στις προηγούμενες. Στην καμπτική αντοχή θα δούμε μεγαλύτερη
διαφορά από τις προηγούμενες συνθέσεις αφού εμφανίζει αυξημένα αποτελέσματα
σχεδόν σε όλες τις θερμοκρασίες και ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες. Ομοίως στη θλιπτική
αντοχή θα δούμε τις μεγάλες τιμές που σημειώνει στους 200 και 400 ο C, ενώ στις μεγάλες
θερμοκρασίες θα έχει παρόμοια τάξη τιμών με τις υπόλοιπες. Συνοψίζοντας, πρόκειται
για μια σύνθεση που παρουσιάζει τα καλύτερα αποτελέσματα τόσο στα φυσικά όσο και
στα μηχανικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις συνθέσεις όπου έγινε χρήση προσθέτων,
αλλά μπορεί να συγκριθεί και με τη 2η σύνθεση που παρουσίασε παρόμοια
αποτελέσματα.
Τέλος, η 8η σύνθεση (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου), θα δούμε αρχικά πως παρουσιάζει
μικρά ποσοστά πορώδους στις πρώτες θερμοκρασίες παρόλα αυτά στους 1000 ο C έχει
ένα από τα μεγαλύτερα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στο ειδικό βάρος της σύνθεσης.
Όσον αφορά την απορροφητικότητα της σύνθεσης, οι πρώιμες θερμοκρασίες δίνουν
μικρά ποσοστά ενώ όσο προχωράμε τα ποσοστά αυξάνονται και φτάνουν μέχρι και 40%,
το δεύτερο μεγαλύτερο στους 1000ο C. Στα μηχανικά χαρακτηριστικά και το δυναμικό
μέτρο ελαστικότητας, βλέπουμε παρόμοιες τιμές που συναντήσαμε και στις υπόλοιπες
συνθέσεις που έγινε χρήση πρόσθετων, χαμηλότερες πάντα από την αρχική. Στην
καμπτική αντοχή η 8η σύνθεση παρουσιάζει μικρότερες τιμές από τις υπόλοιπες σχεδόν
σε όλες τις θερμοκρασίες, κάτι το οποίο παρατηρούμε να συμβαίνει και στη θλιπτική
αντοχή, η οποία παρουσιάζει αντίστοιχα μικρότερες τιμές από τις υπόλοιπες συνθέσεις.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα αποτελέσματα της σύνθεσης είναι πως δεν έχει
υψηλά ποσοστά και τιμές σε κάποιο από τα φυσικό-μηχανικά χαρακτηριστικά της,
αντιθέτως παρουσιάζει τα χαμηλότερα αποτελέσματα ιδιαίτερα στα μηχανικά
χαρακτηριστικά.
Θέλοντας να κατανοήσουμε ποια πρόσθετα και ποιος συνδυασμός αυτών οδήγησαν τις
συνθέσεις σε καλύτερα φυσικό-μηχανικά χαρακτηριστικά και αντίστοιχα σε καλύτερη
ανθεκτικότητα στις υψηλές θερμοκρασίες, οδηγούμαστε στα εξής πορίσματα.
Η 2η σύνθεση (CII 32,5) με μειωμένη κατηγορία αντοχής τσιμέντου θα δώσει αρχικά
αυξημένα μηχανικά χαρακτηριστικά (καμπτική και θλιπτική αντοχή, μέτρο
99
ελαστικότητας) στις 28 ημέρες. Αν και η διόγκωσή του στις θερμοκρασιακές μεταβολές
δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και παρουσιάζει υψηλά ποσοστά πορώδους στις υψηλές
θερμοκρασίες, έχει υψηλή απορροφητικότητα καθώς και υψηλά μηχανικά
χαρακτηριστικά. Βλέπουμε να σημειώνει μεγαλύτερες τιμές από την αρχική σε δυναμικό
μέτρο ελαστικότητας, καμπτική και θλιπτική αντοχή στους 800 και 1000 ο C. Βλέπουμε
δηλαδή πως ένα τσιμέντο μειωμένης αντοχής συμβάλλει στην ανθεκτικότητα των
τσιμεντοκονιαμάτων μετά την έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες.
Η σύνθεση 1S στην οποία έγινε προσθήκη ρευστοποιητή Μaster Glenium 11, έδωσε
αυξημένες τιμές στα μηχανικά χαρακτηριστικά που μετρήθηκαν με την πάροδο των 28
ημερών σε σχέση με την αρχική, έχοντας όμως αυξημένο πορώδες. Στις υψηλές
θερμοκρασίες που υποβλήθηκε, δεν είχε μεγάλη διόγκωση, όμως είχε υψηλές τιμές στα
μηχανικά της χαρακτηριστικά. Η προσθήκη ρευστοποιητή έδωσε εν ολίγοις καλά
μηχανικά χαρακτηριστικά στη σύνθεση αυτή στις μεγάλες θερμοκρασίες κάτι που μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συμβάλλει στην ανθεκτικότητα του σκυροδέματος.
Περνώντας στις συνθέσεις όπου έγινε χρήση προσθέτων, ξεχωρίζουμε την 7η σύνθεση με
Alcan (5% κ.β τσιμέντου). Το πρόσθετο αυτό, το οποίο χρησιμοποιείται ως
επιβραδυντικό καύσης και βασίζεται στο υδροξείδιο του αργιλίου, βοήθησε αρκετά τα
χαρακτηριστικά του σκυροδέματος. Στις 28 ημέρες, τα μηχανικά χαρακτηριστικά του
σκυροδέματος μειώθηκαν σε μικρό βαθμό (20% μέτρο ελαστικότητας, 1,3% καμπτική
αντοχή). Μετά τις θερμοκρασιακές μεταβολές τα δοκίμια της σύνθεσης διογκώθηκαν,
παρουσίασαν ποσοστά πορώδους στο 20%, και τις πιο αυξημένες τιμές στα μηχανικά
χαρακτηριστικά από τις υπόλοιπες συνθέσεις όπου χρησιμοποιήθηκαν πρόσθετα υλικά.
Η χρήση του ΑΤΗ Ρ10 ALCAN συνέβαλλε περισσότερο στην ανθεκτικότητα του
σκυροδέματος από ότι τα υπόλοιπα πρόσθετα.
Επίσης, η 4η σύνθεση (Magnifin 5% κ.β τσιμέντου, Laviosa 1% κ.β τσιμέντου) με
συνολικά πρόσθετα 6% κ.β τσιμέντου παρουσίασε ικανοποιητικά αποτελέσματα
ιδιαίτερα στην καμπτική αντοχή και το μέτρο ελαστικότητας των 28 ημερών. Επιπλέον,
σημείωσε μεγαλύτερες αντοχές (θλιπτική και καμπτική) στις υψηλές θερμοκρασίες των
800 και 1000ο C σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες συνθέσεις που έγινε χρήση πρόσθετων.
Ο συνδυασμός Magnifin, Laviosa βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στις υψηλές τιμές
χαρακτηριστικών που έλαβαν χώρα στη μελέτη.
Στη συνέχεια, αν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μια ακόμη σύνθεση αυτή θα ήταν η 5η
(Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) στην οποία χρησιμοποιήθηκε
μισή αναλογία προσθέτων σε σχέση με την 6η η οποία επέφερε λίγο μικρότερες αντοχές.
Συγκεκριμένα στις θερμοκρασιακές μεταβολές 200-600ο C σημειώνει υψηλότερες
αντοχές από την 6η και την αρχική, ενώ στους 800 και 1000ο C υπερτερεί της αρχικής
στις περισσότερες μετρήσεις μέτρου ελαστικότητας, θλιπτικής και καµπτικής αντοχής.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως διατηρεί τα μικρότερα ποσοστά πορώδους στη μελέτη
μας στις μεγαλύτερες θερμοκρασίες που έλαβαν χώρα.
Η μεμονωμένη χρήση ATH P10 Alcan (7η σύνθεση) απέφερε καλύτερα μηχανικά
χαρακτηριστικά από τη μεμονωμένη χρήση Magnifin (8η σύνθεση).
Εν τέλει, η χρήση προσθέτων σε όλες τις συνθέσεις μείωσε την καμπτική αντοχή του
κονιάματος σε ποσοστό 10-25%, και την θλιπτική σε ποσοστό 20-40%, στις 28 ημέρες.
100
Ωστόσο ενισχύθηκε σημαντικά η αντοχή σε κάμψη μετά την έκθεση στους 400 οC (20-
70%), ειδικά για τις συνθέσεις 4, 5, 7. Στους 600οC όλα τα πρόσθετα οδήγησαν σε
αύξηση της καµπτικής αντοχής σε ποσοστό 25-250% και ειδικά οι συνθέσεις 4, 5. Στους
800 και 1000οC η αντοχή όλων των συνθέσεων ήταν στα ίδια επίπεδα με αυξημένες κατά
20-80% των τιμών στις συνθέσεις 4, 7 και 8. Οι συνθέσεις 4 και 7 σημείωσαν την
καλύτερη συμπεριφορά σε σχέση με τη μεταβολή της καµπτικής αντοχής σε αυξημένες
θερμοκρασίες. Στη θλίψη έχουμε μείωση με τη χρήση προσθέτων κατά 20-40% σε όλες
τις συνθέσεις, διατήρηση τιμών στους 400ο C, μείωση στους 600ο C (~20%), εκτός της
8. Στους 800ο C καλύτερη τιμή έδωσε η 3η και στους 1000ο C η 5η. Βλέπουμε πως στις
αυξημένες θερμοκρασίες οι συνθέσεις 3 και 5 παρουσίασαν μεγάλες τιμές θλιπτικής
αντοχής.
Στη μεταβολή του όγκου, τα κονιάματα στους 400ο C παρουσιάζουν συρρίκνωση εκτός
από την 5η σύνθεση (Magnifin 2,5% κ.β τσιμέντου, Alcan 2,5% κ.β τσιμέντου) που
παρουσιάζει έντονη διόγκωση με ποσοστό 30,13%. Στους 600ο C οι συνθέσεις
συρρικνώνονται ελαφρώς και στους 800 και 1000ο C διογκώνονται με ποσοστά 1-7%.
Στην ανώτερη θερμοκρασιακή μεταβολή η σύνθεση 1S (προσθήκη ρευστοποιητή) έχει
τη μεγαλύτερη διόγκωση από τις υπόλοιπες. H διόγκωση αυτή των υλικών οφείλεται στα
υλικά από τα οποία προέρχονται τα πρόσθετα και ειδικά το μαγνήσιο που συμβάλλει
στην αύξηση αυτή, έτσι ώστε να προστατέψει όσο μπορεί το σκυρόδεμα από την
πυρκαγιά.
101
5. Μια αναλυτική μικροσκοπική και χημική μελέτη των κονιαμάτων μετά την
έκθεσή τους σε υψηλές θερμοκρασίες θα μπορούσε να δώσει περαιτέρω
απαντήσεις στην ήδη υπάρχουσα μελέτη.
6. Ο ρευστοποιητής, ενώ δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα στα μηχανικά
χαρακτηριστικά των κονιαμάτων, δεν αποδίδει το ίδιο και στα φυσικά, κάτι που
θα πρέπει να διερευνηθεί.
7. Θα πρέπει να ερευνηθεί επίσης η χρήση πρόσθετων στο τσιμέντο μειωμένης
αντοχής που χρησιμοποιήσαμε στη 2η σύνθεση (CII 32,5).
8. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται μεγαλύτερος αριθμός δειγμάτων για τους ελέγχους
των δοκιμίων που εκτέθηκαν άνω των 800ο C. Η διαφορά που παρατηρείται στους
μηχανικούς ελέγχους ήταν κάποιες φορές άνω του 20%. Οι κανονισμοί
προτείνουν σε τέτοιες περιπτώσεις να χρησιμοποιούνται τουλάχιστον 3 δοκίμια.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
102
9. Το σκυρόδεμα σε πυρκαγιά - Ένωση τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδος
10. ΤΕΕ / Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας, πρόχειρος οδηγός για τη συγκέντρωση
πληροφοριών που αφορούν την αποµείωση φέρουσας ικανότητας µικρών κτιρίων
(από Σκυρόδεµα ή Τοιχοποιία) µετά από πυρκαγιά, Αύγουστος 2007 σελίδες 20-
21.
11. ΤΕΕ αντισεισμική θωράκιση υφιστάμενων κατασκευών, πρακτικά- διδακτικά
εγχειρίδια, µέθοδοι για την επιτόπου αποτίμηση των χαρακτηριστικών των
υλικών, Χρ.σπανός, Μ.σπιθάκης, Κ. τρέζος, Αθήνα, Μάιος 2001, σελίδα 29
12. "15ο Φοιτητικό Συνέδριο: Επισκευές Κατασκευών" Πάτρα, Φεβρουάριος 2009,
Επίδραση Πυρκαγιάς σε Κτίρια από Οπλισµένο Σκυρόδεµα και Μέθοδοι
Αποκατάστασης, Νάκης Ευάγγελος, σελίδες 43-44.
13. Rehabilitation, Renovation and Repairs of Structures. V. Jagannadha Rao, PDP
Rao, H.B. Goli, January 1994, pages 399-407
14. Πτυχιακή εργασία Σόντης Αλέξανδρος-Συμπεριφορά οπλισμένου σκυροδέματος
έναντι πυρκαγιάς, Πειραιάς 2008
15. Προσωπικό αρχείο φωτογραφιών Μ. Χρονόπουλου, από παλαιότερες αλλά
και από τις πρόσφατες πυρκαγιές του 2007 στις περιοχές των Νομών Ηλείας
, Αρκαδίας και Ευβοίας.
16. Πρακτικός Σχεδιασμός Κατασκευών από Οπλισμένο Σκυρόδεμα Έναντι
Πυρκαγιάς. Θ. Π. ΤΑΣΙΟΣ, Γ. ΔΕΟΔΑΤΗΣ, Αθήνα 1984, σελ. 7-11, 18-26, 65-
66, 107- 112,114
17. https://pithos.okeanos.grnet.gr/public/h3iXTRDlmrLuVrEVWlpfD4
18. https://www.klk.gr/site/erga/episkeves/
19. https://anadomi.com/
20. Τάσιος Π.Θ Πρακτικός σχεδιασμός Κατασκευών από Ο.Σ έναντι Πυρκαγιάς. 6 ο
Ελληνικό Συνέδριο Σκυροδέματος, 1983.
21. Leonhardt F. – Monnig E. Ολόσωμες Κατασκευές Τόμος 1. Εκδόσεις Μ.
Γκιούρδας
22. http://okeanis.lib.puas.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/498/pol_00902_e.p
df?sequence=5&isAllowed=y
23. Πρακτικός Σχεδιασμός Κατασκευών από Οπλισμένο Σκυρόδεμα Έναντι
Πυρκαγιάς. Θ. Π. ΤΑΣΙΟΣ, Γ. ΔΕΟΔΑΤΗΣ, Αθήνα 1984, σελ. 7-11, 18-26, 65-
66, 107- 112,114
24. http://portal.tee.gr/portal/page/portal/SCIENTIFIC_WORK/anasigr/files/kefIVX
arakt iristikesBlabes.pdf (λήψη φωτογραφικού υλικού για βλάβες λόγω
πυρκαγιάς.), σελίδες 136,139,142-143
25. http://www.episkevesold.civil.upatras.gr/Files/Content/58/12.%20%CE%9A%C
E%91%CE%9A%CE%9A%CE%9F%CE%A3.pdf
103
26. Συμπεριφορά Οπλισμένου Σκυροδέματος Έναντι Πυρκαγιάς, Πτυχιακή Εργασία
Σοντης Αλέξανδρος, Α.Τ.Ε.Ι Πειραιά, Τμήμα Δομικών Έργων,, 2008
27. https://www.google.com/search?q=fire+in+the+room&tbm=isch&ved=2ahUKE
wjXy8LXobblAhUIahoKHUroAQMQ2-
cCegQIABAA&oq=fire+in+the+room&gs_l=img.3..0i19j0i8i30i19.8595.11195.
.11376...0.0..0.318.3089.0j9j6j1......0....1..gws-wiz-
img.......0j0i67j0i30j0i10i30.3BBmzFsd6Ck&ei=YFCyXdebD4jUacrQhxg&bih
=916&biw=944&rlz=1C1GGRV_elGR751GR751#imgrc=XSFk-6lPGrWLIM
28. http://www.buildnet.gr/files/ebooks/21/sxediasmosKataskevon.pdf Σχεδιασµός
κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος έναντι πυρκαγιάς, Ευστάθιος Μπούσιας,
Αν. Καθηγητής, Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών Πανεπιστηµίου Πατρών
Εργαστήριο Κατασκευών, σελίδες 1, 4.
29. 7ο Φοιτητικό Συνέδριο «Επισκευές Κατασκευών – 01», Μάρτιος 2001, επίδραση
πυρκαγιάς σε κατασκευές από οπλισµένο σκυρόδεµα, Αργυρόπουλος Γεώργιος,
Τσίτος Αντώνης
30. https://www.google.com/search?q=%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BC%C
E%B5%CE%BD%CF%84%CE%BF&tbm=isch&ved=2ahUKEwi4rpncorblAh
UMfBoKHZZECAIQ2-
cCegQIABAA&oq=%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%B
D%CF%84%CE%BF&gs_l=img.3..35i39l2j0l8.3321.4459..4772...0.0..0.130.73
3.0j6......0....1..gws-wiz-
img.......0i24.zI2Vxg4v6s4&ei=dlGyXbibHoz4aZaJoRA&bih=916&biw=944&r
lz=1C1GGRV_elGR751GR751#imgrc=H1Dxllw2eOPLEM
31. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%A
D%CE%BD%CF%84%CE%BF
32. Lea F and Stradling R 1922 The resistance to fire of concrete and reinforced
concrete Engineering 114 395R-396R
33. RILEM TC 129 MHT 2007 Test methods for mechanical properties of concrete
at high temperatures and RILEM TC HTC. Mechanical concrete properties at high
temperature-modelling and applications; Part 1: Introduction Mater Struct 40 841-
53
34. RILEM TC 200-HTC 2007 Recommendation of RILEM TC 200-HTC:
mechanical concrete properties at high temperatures - modeling and applications
Part 1: Introduction - General presentation Materials and Structures 40 841-53
35. EN 1991-1-2 2002 Eurocode 1: Actions on structures - Part 1-2: General actions
-Actions on structures exposed to fire European Committee for Standardization
(Brussels)
36. EN 1992 2004 Eurocode 2: Design of concrete structures - Part 1-2: General rules
- Structural fire design European Committee for Standardization (Brussels)
104
37. ISO 834-11 2014 Fire resistance tests - Elements of building construction - Part
11: Specific requirements for the assessment of fire protection to structural steel
elements International Standards Organization
38. BS 476-3 2004 Fire tests on building materials and structures. Classification and
method of test for external fire exposure to roofs British Standards Institute
(London)
39. Russo S and Sciarretta F 2013 Masonry exposed to high temperatures: Mechanical
behaviour and properties - An overview Fire Safety Journal 55 69-86
40. Georgali B and Tsakiridis PE 2005 Microstructure of fire-damaged concrete. A
case study Cement Concrete Comp 27 255-59
41. Chan YN, Peng GF, Anson M 1999 Residual strength and pore structure of high-
strength concrete and normal strength concrete after expose to high temperature
Cement Concrete Comp 21 23-27
42. Khoury GA 2000 Effect of fire on concrete and concrete structures Prog Struct
Eng Mat 2 429-47.
43. Ingham JP 2009 Application of petrographic examination techniques to the
assessment of fire-damaged concrete and masonry structures Mater Charact 60
700-9.
44. Chung HW, Law KS 1985 Assessing fire damage of concrete by the ultrasonic
pulse technique Cement Concrete Aggr 7 84-8
45. Pachta V Triantafyllaki S Stefanidou M 2018 Performance of lime-based mortars
at elevated temperatures Constr and Build Mat 189 576-84
46. http://www.hcia.gr/el/cement-concrete/cement/codes-standards/
47. https://ocw.aoc.ntua.gr/modules/document/file.php/CHEMENG114/Cement%20
and%20Concrete.pdf
48. R.P.J. van Hees, L. Binda, I. Papayianni, E. Toumbakari, Characterisation and
damage analysis of old mortars, Mater. Struct. 37 (2004) 644–648.
49. G. Baronio, L. Binda, C. Tedeschi, C. Tiraboschi, Characterisation of the
materials used in the construction of the Noto Cathedral, Constr. Build. Mater. 17
(2003) 557–571.
50. M. Stefanidou, V. Pachta, S. Konopissi, F. Karkadelidou, I. Papayianni, Analysis
and characterization of hydraulic mortars from ancient cisterns and baths in
Greece, Mater. Struct. 47 (4) (2014) 571–580.
51. G. Matias, P. Faria, I. Torres, Lime mortars with heat treated clays and ceramic
waste: a review, Constr. Build. Mater. 73 (2014) 125–136.
52. M.R. Veiga, A. Velosa, A. Magalhaes, Experimental applications of mortars with
pozzolanic additions: characterization and performance evaluation, Constr. Build.
Mater. 23 (2009) 318–332.
105
53. I. Papayianni, V. Pachta, M. Stefanidou, Analysis of ancient mortars and design
of compatible repair mortars: the case study of Odeion of the Archaeological site
of Dion, Constr. Build. Mater. 40 (2013) 84–92.
54. V. Pachta, I. Papayianni, The study of the historic buildings of eclecticism in
thessaloniki under the prism of sustainability, Procedia Environ. Sci. 38 (2017)
283–289.
55. B. Georgali, P.E. Tsakiridis, Microstructure of fire-damaged concrete, Cem.
Concr. Compos. 27 (2005) 255–259.
56. Y.N. Chan, G.F. Peng, M. Anson, Residual strength and pore structure of
highstrength concrete and normal strength concrete after expose to high
temperature, Cem. Concr. Compos. 21 (1999) 23–27.
57. J.P. Ingham, Application of petrographic examination techniques to
theassessment of fire-damaged concrete and masonry structures, Mater. Charact.
60 (2009) 700–709.
58. G.A. Khoury, Effect of fire on concrete and concrete structures, Progr. Struct.
Eng. Mater. 2 (2000) 429–447.
59. F. Lea, R. Stradling, The resistance to fire of concrete and reinforced concrete,
Engineerinh 114 (2959) (1922).
60. E. Horszczaruk, P. Sikora, K. Cendrowski, E. Mijowska, The effect of elevated
temperature on the properties of cement mortars containing nanosilica and
heavyweight aggregates, Constr. Build. Mater. 137 (2017) 420–431.
61. M. Saidi, B. Safi, A. Benmounah, N. Megdoud, F. Radi, Physico-mechanical
properties and thermal behavior of firebrick-based mortars in superplasticizer
presence, Constr. Build. Mater. 104 (2016) 311–321.
62. RILEM TC 129 MHT, Test methods for mechanical properties of concrete at high
temperatures and RILEM TC HTC. Mechanical concrete properties at high
temperature modeling and applications (2007) 841-853.
63. K. Krzemien, I. Hager, Post-fire assessment of mechanical properties of concrete
with the use of the impact-echo method, Constr. Build. Mater. 96 (2015) 155–
163.
64. Ι. Παπαγιάννη και Μ.Ν. Οικονόμου, Ανοιχτά ακαδημαϊκά μαθήματα: Δομικά Ι
– Ενότητα 3: Κονίες-Κονιάματα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
ΕΣΠΑ 2007-2013
65. Β.Πάχτα, Μελέτη εξέλιξης τεχνολογίας κονιαμάτων, Θεσσαλονίκη,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2011
66. Β. Παχτά, «Ιστορική εξέλιξη κονιαμάτων δόμησης», σε πανελλήνιο συνέδριο
ιστορίας των επιστημών και της τεχνολογίας, Αθήνα 28-30 Μαρτίου 2013
67. Μ. Στεφανίδου, ΜΕΛΕΤΗ ΜΙΚΡΟΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, Θεσσαλονίκη:
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000.
106
68. Α. Μοροπούλου, Κ.Λαμπρόπουλος Δομικά Υλικά «Τσιμέντο και σκυρόδεμα»,
Χημικών Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
69. Βιαζής Γ., (2001), «Τεχνολογία των δομικών υλικών». Αθήνα.
70. Μωχάμεντ Μ., (1996), «Παρασκευή νέων κονιαμάτων με παραδοσιακά υλικά για
εφαρμογές συντήρησης ενετικών μνημείων-Μελέτη της συμβατότητας των
δομικών λίθων, της αντοχής και της θαλάσσιας διάβρωσής τους», Μεταπτυχιακή
Εργασία. Πολυτεχνείο Κρήτης, τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων. Χανιά.
71. Λεγάκης Α. Αντωνίου, (1954) «Δομικά Υλικά». Αθήνα.
72. A. Τριανταφύλλου, Διαστασιολόγηση στοιχείων ενισχυμένων σε διάτμηση με
φύλλα από FPRs, vol1(2), (1998)
73. Π.Α. Μιχάλης Σωτήρης, Χ. Δημητρίου, Μελέτη σύνθεσης σκυροδέματος,
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος (2007)
74. Α. Κορωναίος, Γ. Πουλάκος, Τεχνικά Υλικά, Εκδόσεις Συμμετρία, ISBN: 978-
960-266- 346-2, Ενημέρωση 05/2015
75. E. Δημητρακοπουλου, Μ. Μπασδεκη, Υπερρευστο Σκυρόδεμα: Ιδιότητες και
Εφαρμογή αυτού ως μέσο ενίσχυσης “ 13ο Φοιτητικό Συνέδριο : Επισκευές
Κατασκευών ” Πάτρα, Φεβρουάριος 2007
76. Κ. Τσακαλάκης, Τεχνολογία Παραγωγής Τσιμέντου και Σκυροδέματος, Εθνικό
Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2010
77. https://ocw.aoc.ntua.gr/modules/document/file.php/CIVIL111/%CE%94%CE%
B9%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/buil
ding_materials_06b.pdf
78. BS EN1015-3:1999, Methods of test for mortar for masonry, Part 3 Determination
of consistence of fresh mortar.
79. Β. BS EN1015-3:1999, Methods of test for mortar for masonry, Part 11
Determination of flexural and compressive strength of hardened mortar.
80. S.C.Kou, C.S.Poon and M.Etxeberria, “Residue strength, water absorption and
pore size distributions of recycled aggregate concrete after exposure to elevated
temperatures” Cement & Concrete composites 53, pp 73-82, 2014
81. B EN1015-3:1999, Methods of test for mortar for masonry, Part 11 Determination
of flexural and compressive strength of hardened mortar.
82. B. Georgali, P.E. Tsakiridis, «Microstructure of fire damaged concrete. A case
study», cement & concrete compistes 27, pp. 255-259, 2005.
83. J.P. Ingham, «Application of petrographic examination techniques t othe
assessment of fire damaged concrete and masonry structures», Materials
characterization, αρ. 60, pp. 700-709, 2009.
84. Pachta V Triantafyllaki S Stefanidou M 2018 Performance of lime-based mortars
at elevated temperatures Constr and Build Mat 189 576-84
107
85. Georgali B and Tsakiridis PE 2005 Microstructure of fire-damaged concrete. A
case study Cement Concrete Comp 27 255-59
86. RILEM TC 129 MHT 2007 Test methods for mechanical properties of concrete
at high temperatures and RILEM TC HTC. Mechanical concrete properties at high
temperature-modelling and applications; Part 1: Introduction Mater Struct 40 841-
53
87. www.alcan-network.com
88. www.plastic@laviosa.com
89. www.magnifin.com
90. https://greece.ravagobuildingsolutions.com/sites/default/files/MasterGlenium_1
1.pdf
108