You are on page 1of 23

Γλωσσικό ζήτημα

Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο


(λόγιο) και καθομιλούμενη γλώσσα (δημώδη), ο οποίος ως αποτέλεσμα της
διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την σημάδευσε επί
σειρά ετών. Το μόνο πράγμα το οποίο άλλαζε κατά τήν διάρκεια τής ιστορίας 20
αιώνων τού γλωσσικού ζητήματος ήταν η ένταση και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα
της εκάστοτε εποχής.

Πίνακας περιεχομένων
Ιστορικό
Αρχαιότητα

Κύριο λήμμα: Αττικισμός

Διγλωσσία στην Ελλάδα υπήρχε από τα αρχαία χρόνια[1][2][3][4]. Αυτή η διμορφία (όρος
ο οποίος δυστυχώς δεν επικράτησε) μπορεί εύκολα να εντοπιστεί διάσπαρτη στην
αρχαία Ελληνική γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο
Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή)
αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές
μπορούμε να βρούμε και στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον,
ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»)[5]. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η «Τέχνη
Γραμματκή» τού Διονυσίου τού Θρᾳκός (η πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή
γραμματική), στην οποία ανέλυε την παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών.
Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα
τρίτα πρόσωμα των προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν
χρήσει αττικών αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές
του διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη τους
εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις (ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις)
κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής Ἀριστοφάνης στους Βατράχους γράφει
ακόμη «τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν ἐστι» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα
εκεί κατηγορείται τον Αἰσχύλο ότι γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη
στον απλό λαό (Βάτραχοι, στίχος 926). Ακόμη φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη
διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η
γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (βλέπε τον χορό
στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η καθαρεύουσα όπως θα λέγαμε
σήμερα). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά
στοιχεία, γλώσσα η οποία είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.

Περίπου τον 1ο αιώνα μ.Χ. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση,


προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τη γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται αλλά στο
πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού 5ου π.Χ. αι. Τότε
και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, όταν δηλαδή αυτή η διάκριση
του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως
ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη
γλώσσα.

Mετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων


βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και
διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα
μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα
τη Βυζαντινή και τη νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές
αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και
επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και
στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί
επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με τη χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η
παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα τη στροφή
των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, και την αρχή ενός πολέμου των ακραίων
αρχαιστών και των ακραίων δημοτικιστών, ή όπως τους ονόμαζαν οι πρώτοι χυδαίων.

Για τη γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού


χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η
Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή τη γλώσσα, αλλά
αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο
εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική
παιδεία. Στη συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-
ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στη χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός
λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός
απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά λαμβάνων τεράστιο αριθμό λατινικών
αρχικά λέξεων και στη συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται
νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του
εκχριστιανισμού τους.

Βυζαντινή αυτοκρατορία

Η Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς υποπεριόδους.


Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος αι.) και την
μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.)[6]. Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ σημαντικές καθώς σε
αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος.
Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά»
τού Θεοδώρου Προδρόμου) πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη
γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον γραπτό
λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα
εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).
Αυτή η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής Πόλεως στις 29 Μαΐου τού 1453
υπό τών Οθωμανών, λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το οποίο να
λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Δήλον λοιπόν
ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης κατοχής θα εισήγετο και πληθύς
ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και
συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής
παλαιάς λογιας γλώσσας. Παρόμοιες εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να
εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου
αιώνος, όταν και μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα [7], ενώ στα χρόνια τής
Άννας τής Κομνηνής [8] η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στη συντακτική
της δομή με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες
αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές τής
γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής Χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην
Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής ομιλουμένης τής τελευταίας
τών ανωτέρω περιόδων.

Τουρκοκρατία

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς
απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε
περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η τελική
διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη τα μέγιστα, κυρίως
λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την Ιταλική, που εξασθενούν με την
ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να
συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους
και στα καράβια τους[9]. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής
ορμής τού έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά
του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της
Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας,
κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα
(έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του Ἀλ. Πάλλη το 1901).

Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος


εξέδωσε περίπου το 1540 μ.Χ. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας
(την οποία ονόμαζε Κοινή). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή η
γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα
αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες![10]. Το παράδειγμά του μιμίθηκε
και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για να απευθυνθεί στους
ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου. Λίγο αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα,
αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού αρχαΐζοντος) οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας
Μηνιάτης. Μάλιστα στο βιβλίο τού Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «...ἡ
κοινή μας γλῶσσα … εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις… καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ
σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα
ἑλληνικήν...»[11]. Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και τις ιδέες των έψεξε ως
αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος
Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος[12].

Ο γλωσσικός όμως πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον Εὐγένιο
Βούλγαρη, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (εδώ τών
αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους και
αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής ήταν αληθές).
Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο πλέον, μαθητή του Ἰώσηπο
Μοισιόδακα. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον δάσκαλό του και μέσω ενός
πονήματος («Θεωρία Γεωγραφίας») εισηγείται την χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους,
απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα
(ή σωστότερα «ὕφος», λέξη την οποία και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της
Καθαρευούσης τού Ἀδαμαντίου Κοραῆ («Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ Ἱεροκύρηκες, ὅταν
διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος
ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι,
χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ ἁπλούστεροί των»[13]). Το ύφος του διαφαίνεται
καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο τής
γραφής του γράφων τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ
ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους
ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ
τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας
πραγματευομένῃ ὕλῃ»[14]. Καθ’ όν λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την
πεποίθησή του, δίκην τού επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός
τής γλώσσας καί ως πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων.
Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από τήν
Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να ταυτίζεται με την
απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα Δημοτική.

Προϊόντος κατά βραχύ τού χρόνου εμφανίζεται ο Δημήτριος Κατρατζής, ο οποίος


παρουσιάζει ως πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ
σημαίνει προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών
ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής
Πόλεως γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς Δανιήλ Φιλιππίδη και
Γρηγόριο Κωνσταντά) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους έγραψαν το
βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να αναφωνήσει ο
Κατρατζής «ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!»[15]. Επόμενο λοιπόν ότι η ταχεία
αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς πλέον υποστηρικτές τού
Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν και τελικώς και
ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Νικηφόρος Θεοτόκης, μορφωμένος
κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και Μηνιάτη προχωρεί έτι
περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊότος όμως τού χρόνου ο
Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε
σημείο να επαινείται από τον Σάθα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης
τοποθετείται στο μεταίχμιο τής λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της
οποίας και θεωρείται κύριος διαμορφωτής[16].

Σημαντικές, ως προς τις απόψεις και όχι τον αντίκτυπο, ήσαν και οι φυσιογνωμίες
τών Ιωάννη Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου (προερχόμενοι περιέργως από την ομάδα
τού Κατρατζή). Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες
τής μορφές τής γνώσσας τήν τών ποιημάτων και τραγουδιών. Οι ριζοσπαστικότατες,
ανιστόριτες[17] και άκρως φανατισμένες θεωρίες τού πρώτου περί τής φωνητικής
γραφής έφεραν τα αντίθετα, όπως ήταν φυσικό, αποτελέσματα, ενώ κατά τινα τρόπον
απετέλεσε πρόδρομο τού Ψυχάρη. Το 1814 δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομασθέν
«Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη τής ιστορικής
ορθογραφίας «Τουτη λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του
γενου τους την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε
επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπα καλη της, οπου μ’ αφτα
γραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθος
εστοληστηκαν ολες η γλοσες»[18]. Από την άλλη ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την
Αιολοδωρική θεωρία και το 1805 συνέταξε στην Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς
Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον
τρόπο ο Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο
με την σύμπασα σημερινή Κοινή ομιλουμένη γλώσσα, επιχείρημα το οποίο
ασπάστηκαν πολλοί και περιφανείς λόγιοι όπως οι Κοραής, Κατρατζής, Φιλιππίδης,
Νερουλός, Κοδρικάς κ.ά. Ωστόσο αυτό δεν οφείλετο σε περιορισμένες γνώσεις αλλά
στην απουσία τής νεοσυστάτου επιστήμης τής γλωσσολογίας. Τελικώς όμως
κατέρρευσε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη υπό της πένας τού Γ. Χατζιδάκι, όπου και έδειξε
ότι η τότε (και σημερινή) Κοινή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τής Αττικής
διαλέκτου μέσω τών αιώνων. Πιο περιορισμένο ήταν το έργο τού Ρ. Φεραίου
(Αντώνιος Κυριαζής), ο οποίος άν και στην αρχή υπήρξε λόγιος, βαθμηδόν κατέληξε
να συγκαταλέγεται με τους αρχαϊστές.

Εκείνα τα χρόνια εμφανίζεται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες, άν όχι η
πιο σημαντική για την ιστορία τού Γλωσσικού ζητήματος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο
Αδ. Κοραῆς. Για τον Αδαμάντιο Κοραή (βλ. επόμενο κεφάλαιο) η γλώσσα αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και
την κατοχύρωση της ελευθερίας. Πρός αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής
ταυτίστηκε με την έννοια τού Διαφωτισμού για όλο το γένος χωρίς καμμία εξαίρεση.
Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και σεβαστό ώστε θεωρείται υπό πάντων τών
εμπλεκομένων στο γλωσσικό ζήτημα ως ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή επί
τών αντιμαχομένων ομάδων.

Ανεξάρτητο ελληνικό κράτος

Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα


εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από τη
Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του
γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ' τον
πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη
λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα
σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν
μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.

Ο Αδαμάντιος Κοραής.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο


ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια
τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί και προτείνει την
καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834). Αυτή η
κάθαρση της Κοινής ομιλουμένης γλώσσας οδήγησε στην Καθαρεύουσα με την
γνωστή της, εν πολλοίς, μορφή. Φυσικά είχε αρκετές διαφορές από την Καθαρεύουσα
τού Θεοτόκη και τών Φαναριωτών, οι οποίες όμως όπως ανεφέρθη προήλθαν από
αντίστροφη κάθαρση λογίων στοιχείων τής γραφομένης γλώσσας. Η μέση αυτή οδός
σήμαινε κατά τον Κοραή ότι η γνώση τής νεωτέρας Ελληνικής προϋποθέτει
τουλάχιστον την στοιχειώδη γνώση τής αρχαίας, ιδέα την οποία υπεστήριξαν και
πολλοί μετέπειτα φιλόλογοι όπως ο Αχιλλέας Τζάρτζανος. Τις σκληρότερες επιθέσεις
τις δέχθηκε από τον λόγιο Φαναριώτη Παναγιώτη Κοδρικά. Αυτός ο κατά τάλλα
άξιος περί τα φιλολογικά άνδρας το 1818 εξέδωσε στο Παρίσι, όπου και διέμενε, ένα
βιβλίο υπό τον τίτλο «Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου», στο οποίο ανέφερε
ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να βασίζεται μόνον στο ύφος τής λογίας τού Πατριαρχείου
γλώσσας και τής Πόλεως[19], ενώ δεν είναι δυνατόν η χύδην γλώσσα τού λαού να
συνεχίσει να ομιλείται σε όλες τις περιστάσεις. Μέσα από πολλές αντιφάσεις,
προτείνων ουσιαστικά ένα ύφος ελάχιστα αποκλίνον τού ύφους τού Κοραή[20]) θα
μείνει στην ιστορία απλώς ως ο πολέμιος του Ἀδαμαντίου Κοραή με μοναδικό σκοπό
να επιτεθεί άνευ πραγματικής αιτίας (όπως επεσήμηνε και ο Δ. Βερναρδάκης). Κάτι
παρόμοιο ανέφερε και ο Κ. Δημαράς, αναφέρων ότι όλος αυτός ο πόλεμος μόνον τον
ίδιο αδίκησε, καθώς τού άξιζε να μείνει στην ιστορία ως κάτι παραπάνω από ένας
απλός λιβελλογράφος[21]. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει ο Browning [22].
όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε «ὀψάριον» ενώ ο Κοδρικάς σε «ἰχθύς».
Φυσικά η επίθεση τού Κοδρικά παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον
γέλωτα καθώς συνέκλινε σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσε σφοδρά για τα
δύο. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς
ήταν σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Όπως ήταν
φυσικό οι επιθέσεις εκατέρωθεν δεν ήταν δυνατόν να πάψουν. Έτσι η καθαρεύουσα
αυτή τού Κοραή ονομάσθηκε «Κορακίστικα» από τον Φαναριώτη Ρίζο Νερουλό (ο
οποίος λίγα χρόνια αργότερα συνετάχθη με αυτόν!), «τρακαριστά» (διότι τρικλίζει
ακροβατούσα μεταξύ δύο αντιθέτων υφών) από τόν Νεόφυτο Δούκα κτλ.
Εξαιρετικώς άστοχα τον ταύτιζε και ο ακραίος δημοτικιστής Σολωμός με τους πλέον
σκληρούς τών αρχαϊστών[23]. Αντίθετα ο Δ. Γληνός, μετά από μερικά έτη, ήταν αυτός
ο οποίος, καίπερ απέχων ιδεολογικώς από τις θέσεις τού Κοραή, τον τοποθέτησε στο
Πάνθεον ως μέγα ανθρωπιστή, γνώστη τής εποχής και «άστρο λαμπρό πάλω απ’
όλους τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους»[24]. Αυτό, σύμφωνα με την Γληνό,
δεν σημαίνει ότι τα έκανε όλα σωστά, καθώς σταμάτησε στην μέση λόγω τής
υπέρμετρης συμβιβαστικότητός του. Καθ’ όμοιον τρόπον παρουσιάστηκε και από τον
Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα τελευταία έτη τού γλωσσικού ζητήματος. Ο απώτερος
και άμεσος σκοπός του Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά
ψέγει μία μετάφραση του Θουκυδίδου όπου ο (μακαρονιστής) μεταφραστής
φοβούμενος μη δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»!
Το ίδιο ψέγει και τους μαλλιαριστές που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ.
"σημαία" και "κήρυκας" (κῆρυξ τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις "παρντιέρα" καί
"κράχτης". Οι βασικές σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται
από τον Beaton και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός
αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής. 2ον. Η νέα
γραπτή γλώσσα πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης
των μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. 3ον. Οι
δυο προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα διορθώνει τα
κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την καθιστούν όλως απέναντι της
κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο
εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento,
ἀπελατζιόνε αντί appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.) [25]. Εκτός των ανωτέρω ο
Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία προς κάλυψιν
βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης
και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων περί βαθμιαίας επιστροφής στην
κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση
με την πραγματικότητα και μάλιστα ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην
κλασσική «Τίς εἶναι τόσον μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ
τοὺς Ὁμήρους, τοὺς Πλάτωνας... διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον
Ἑλληνιστήν;»[26] Το δε γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα
με το έθνος σε όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων
και δημοτικιστών. Ένα παράδειγμα της γραπτής του γλώσσας είναι το κάτωθι:

«Ἡ μήτηρ μου ἔλαβεν ἐλευθερωτέραν ἀνατροφήν, διότι εὐτύχησε νὰ ἔχῃ πατέρα


Ἀδαμάντινον τὸν Ῥύσιον, τὸν σοφώτατον ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν
φιλολογίαν ἄνδρα, ὅστις ἀπέθανεν ἓν ἔτος (1747) πρὸ τῆς γεννήσεώς μου. Αὐτὸς
ἐχρημάτισε ἔτι νέος ὤν, διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας εἰς Χίον· Μετὰ ταῦτα
ἦλθεν εἰς Σμύρνην, ὅπου ἐνυμφεύθη χήραν τινὰ Ἀγκυριανήν...» [27]. Όπως φαίνεται
αποφεύγει τη χρήση της δοτικής όπου σύμφωνα με την σύνταξη θα έπρεπε να
βρίσκεται σε μερικά σημεία, την απλή αντικατάσταση μεμονωμένων λέξεων με πιο
λόγιες χωρίς όμως να αλλάζει την σύνταξη αποβλέπων στην κλασσική. Όπως
υποστήριζε «ἐὰν τὸ βιβλίον εἶναι γραμμένον μὲ προσοχὴν καί... εἰς γλῶσσαν μετρίως
καλλωπισμένην μανθάνουν καὶ αὐτοὶ (οι αγράμματοι) κατὰ μικρὸν νὰ καλλωπίσωσι
τὴν ὁμιλίαν των...» [28].

Το γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν είχε και
εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για τελείως διαφορετικούς
λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι προσπαθεί να δώσει μια μορφή
της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η
καθαρεύουσα των λογίων.

Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την
περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και
έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η
λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την
αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης
προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε
ως «ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα
του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι
πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό
σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην
«μέσην ὁδόν» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους
(σοφούς) του έθνους.Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση «Μόνον οι
σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να
ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν
χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Ο Παναγιώτης Σοῦτσος, ο πιο ακραίος υποστηρικτής τού αρχαΐζοντος κινήματος.

Στον αντίποδα των ανθελληνικών απόψεων τού Fallmerayer (βλ. διαμάχη Χατζιδάκι-
Krumbacher παρακάτω) έλαβε χώρα η μεγάλη αναβίωση τού ακραίου αρχαΐζοντος
κινήματος, με κυρίους υποστηρικτές τούς Νεόφυτο Δούκα, Στέφανο Κομμητά, Κ.
Οικονόμο (από πρώην υποστηρικτής τού Κοραή), Σκαρλάτο Βυζάντιο, Κλ. Ραγκαβή,
Παν. Σούτσο, Αν. Λευκία Γεωργιάδη, Σπ. Ζαμπέλιο, Γ. Μιστριώτη κ.ά. Τελικός
σκοπός αυτής τής ομάδος ήταν η βαθμιδόν επιστροφή στην Ἀττική διάλεκτο,
τουτέστιν στο υψηλότερο επίπεδο τής καταλογάδην αρχαίας Ελληνικής τού 4ου
αιώνος π.Χ. Ο Σκαρλάτος μάλιστα υποθέτει ότι ίσως σε πενήντα με εκατό χρόνια θα
είμαστε σε θέση να πετύχουμε το ακατόρθωτο αυτό έργο[29]. Για να επιτευχθεί αυτό
το, πράγματι ακατόρθωτον, έργο όριζε ως γραμματική αυτή τήν τής αττικής
διαλέκτου πρός το απλούστερον (τουλάχιστον τα πρώτα έτη) ακόμη και για τα
Δημοτικά σχολεία, στα οποία υπήρξε Διευθυντής τής Δημοτικής εκπαιδεύσεως από
το 1854-1878 (έως δηλαδή τον θάνατό του). Το κίνημα αυτό είχε τόσο ακραίες και
ρομαντικά ουτοπικές απόψεις ούτως ώστε εκτός τών ανωτέρω λογίων κανείς δεν τους
ακολούθησε. Κύριος καθοδηγητής αυτής τής ιδεολογίας υπήρξεν ο Παναγιώτης
Σούτσος, ο οποίος το 1853 εξέδωσε το βιβλίο «Νέα σχολὴ τοῦ γραφομένου λόγου ἢ
Ἀνάστασις τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης ἐννοουμένης ὑπὸ πάντων», στο οποίο
απέρριπτε τους τότε (τού Κοραῆ) τύπους και τους αντικαθιστούσε με τους αρχαίους ή
τούς βραχύ μεταγενεστέρους (βλ. ἦν/ἤμην). Η μεγάλη όμως διαφορά τού Σούτσου
από τούς ανωτέρω, καίπερ μόνο μία, είναι πολύ ουσιώδης. Ο Π. Σούτσος επεδίωκε
την αντικατάσταση κάθε ύφος με το αττικόν και μόνον, ενώ όλοι οι άλλοι περιόρισαν
ηθελημένα αυτό το αττικίζον μόνον στην εκπαίδευση ύφος και εν πολλοίς στον
επίσημο γραπτό λόγο. Οι αντιδράσεις απ’ όλες τις πλευρές δήλον ότι ήταν ραγδαίες.
Οι σημαντικότερες μελέτες επί τού θέματος ήταν τα «Σούτσεια» (1853) που
εξεδόθησαν ανωνύμως υπό τού Κων. Ασωπίου, το έργο «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις»
(1882) τού μέγα Κων. Κόντου και τέλος τού Δ. Βερναρδάκη (1884)
«Ψευδοαττικισμοῦ ἔλεγχος». Το πρώτο ελέγχει απλώς την εγκράτεια τού Σούτσου (και
συντάσσεται μαζί του), το δεύτερο επισημαίνει τα φιλολογικά λάθη όλων τών
καθαριστών, από τον Κοραῆ ώς τον Σοῦτσο (χωρίς όμως να κάνει κάτι περισσότερο,
παρά τις αβάσιμες κατηγορίες[30] και το τρίτο ελέγχει, ανεπιτυχώς, τον Κωνσταντίνο
Κόντο ως ψευδοαττικίζοντα.
Την ίδια περίπου περίοδο άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα»
καθ' εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η διγλωσσία όπως σημειώθηκε
και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού Πλουτάρχου και τού
Λουκιανού[31]. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο
του Brugmann ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον
δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα
πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα
ἔστησε… διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν
πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς
γλώσσας νὰ χάσει ρίζες...»[32]. Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές
πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη
έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να
καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν
τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από
πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα
να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών. Τεκμήριό
τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στη Γερμανική. Σύμφωνα με τον
Brugmann η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό
σκοπό «ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ
συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν
Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία»[33]. Με αυτόν τον τρόπο η
ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε
σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά
τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα
σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε
καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να
παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να
είναι άλλη φράση για τις απόψεις τού γράψαντος παρά η ακόλουθη. «Τῆς
καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια
ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό» (έν. αν. σ. 25). Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον
είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως
ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη
υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της
γλώσσας στην διπλή της παράδοση.[34]. Τέλος ο Brugmann, συμφωνών και αυτός [35]
με τον Krumbacher και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή»
δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «ἀφτοὶ τὸ
παραξηλώνουν». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση
όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε
την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις
εκάστοτε «ντοπιολαλιές». Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει
να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή
δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «τὸ
λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα». Και
σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς
αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει
την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής
δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος»
Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο
μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού
Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.[36].

Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των


ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της
λαογραφίας, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να
πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. Την
παράδοση που δημιουργεί ο Διονύσιος Σολωμός στην έντεχνη Επτανησιακή Σχολή,
θα συνεχίσουν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Αλέξανδρος Βαλαωρίτης, κ.ά, οι οποίοι,
επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με
θέματα ιστορικά, κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του
κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει
το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα Επτάνησα, που για αιώνες ήταν
υπό Ενετική και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον
Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.[37]

Πυροδοτείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η αντίδραση προς τον Κοραή, που
κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα
και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι
αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας
είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού.
Στο χώρο της λογοτεχνίας, πάντως, η δημοσίευση το 1888 του έργου του Γιάννη
Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» δίνει ώθηση στη χρήση της δημοτικής μεταγενέστερα. Η
γλώσσα του Ψυχάρη όπως επισημαίνουν πολλοί (συμπεριλαμβανομένου και του
απρόσμενου συμμάχου του Ἐ. Ροΐδη ο οποίος έγραψε «ἂν ἐγράφομεν κατὰ τὴν
γλῶσσαν τοῦ Ταξειδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν ἀκριβῶς ὡς ὁμιλοῦμεν» Ἑστίας αριθμ. 660
σελ. 670) ήταν μια ομαλοποιημένη δημοτική την οποίαν όμως επινόησε ο ίδιος [38],
όθεν και οι λόγιοι την ονόμαζαν «ψευτοδημοτική» [39]. Ο Ψυχάρης ξαφνικά έγινε το
κεντρικό πρόσωπο καθώς άρχισε να βάλλεται πανταχόθεν από τους περισσοτέρους
και να θεοποιείται γλωσσικώς από λίγους. Ο λόγος ήταν ότι όχι μόνον έπλαττε με
ευκολία λέξεις άγνωστες και ανύπαρκτες (ἡ Χιό τῆς Χιός, τὰ δάσητα, τὰ φώσια, πνὲς
ή ἀναπνές κτλ.) αλλά ότι αντικατέστησε τις πομπώδεις λόγιες λέξεις με τουρκικά
δάνεια. Παράδειγμα η αντικατάσταση της λέξης «ἀδιέξοδον» με τη λέξη
«τυφλοσόκακο» Εν συνεχεία μη αρκούμενος σε αυτά και πιστεύοντας ότι η δική του
δημοτική ήταν ο ζών πρόγονος της κλασσικής γλώσσας τον οδήγησαν στον
πειραματισμό με τις υπάρχουσες εκάστοτε γλωσσικές δομές. Δηλαδή όπου οι
αρχαϊστές και λόγιοι εξαρχαΐζαν την ελληνική ο Ψυχάρης εκσυγχρόνιζε την αρχαία,
καθιστώντας αυθαιρέτους τύπους, ομοίους με αυτούς των ασπόνδων του αντιπάλων.
Αυτά τα δάνεια (ακόμη και από την καθαρεύουσα!) τα συμβίβαζε με τους δικούς του
μορφολογικούς κανόνες, όθεν και ενισχύονται οι κατηγορίες εις βάρος του για
επιτήδευση [40], τη στιγμή που είχε αποδειχθεί ότι εν πολλοίς η νέα λαϊκή γλώσσα είχε
αφομοιώσει πολλά λόγια στοιχεία. Μερικά παραδείγματα είναι οι λέξεις συθήκες,
σκετικός, ἀρφάβητο, πομονή, έχταση κ.ά. Συνεπώς η γραπτή του γλώσσα
περιελάμβανε μη χρησιμοποιημένους από κανέναν τύπους ως γνήσιους λαϊκούς.
Αυτό απετέλεσε και την αρχή των «μαλλιαρῶν» και «χυδαίων» τραβώντας το σχοινί
στο άλλο άκρο [41]. Μάλιστα ο Δροσίνης παραδέχτηκε ότι η εφημερίδα της εποχής,
Ἑστία, κατεστράφη και έχασε μεγάλο μέρος των συνδρομητών της από την στιγμή
που άρχισε να αναπαράγει άρθρα στη γλώσσα Ψυχάρη [42].
20ός αιώνας

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας.

Την πραγματικότητα της αρχαιόθεν παραδεδομένης σε εμάς διγλωσσίας υποστήριξαν


και όλοι οι Έλληνες λόγιοι αμφοτέρων των παρατάξεων, ακόμη και οι δημοτικιστές
εκτός των Ε. Ρόιδη (στο έργο του «Τὰ Εἴδωλα 1833 ἐκδόσεις Ἑστίας)» και Δ.
Βερναρδάκη. Τον πρώτο ο καθηγητής Γεώργιος Χατζιδάκις κατηγορεί διότι αμελεί τα
όσα τεκμήρια παρέχει στο «Φιλολογικό περιοδικό Ἀθηνᾶ» (τόμος Ε΄ σελ. 181 κ.ε.)
καθώς υποστηρίζει ότι μόνον στην σημερινή Ελλάδα υπάρχει διγλωσσία, πράγμα
απαίσιο κατά τον Ρόιδη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μετριοπαθής δημοτικιστής Διονύσιος Σολωμός,


ο οποίος στο έργο του «Διάλογος πρὸς Σοφολογιώτατον» παραδέχεται λογομαχών με
ένα λόγιο «Μακαρονιστή» ότι υπήρξε διγλωσσία και κατά τα αρχαία χρόνια,
παραδεχόμενος ότι ο Πλάτων δεν έγραφε όπως μιλούσαν οι τότε Έλληνες. Έργο το
οποίο αργότερα απετέλεσε και Ευαγγέλιο για τους δημοτικιστές. Ο κ. Βερναρδάκης
παραδέχεται ότι εκείνη την περίοδο ήταν αδύνατη η χρήση της δημοτικής χωρίς
στοιχεία της καθαρεύουσας «Ἡ ἀρίστη θεραπεία (του γλωσσικού νοσήματος) θὰ ἦτο
βέβαια νὰ διαζεύξωμεν ἐντελῶς καὶ ἀπελευθερώσωμεν τὴν δημοτικὴν ἀπὸ τῆς ἀρχαίας
ἑλλ/ῆς καὶ ν’ ἀσπασθῶμεν τὴν δημώδη ὅλως ἀμιγῆ καὶ ἄκρατον, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι πλέον
ἀδύνατον» και αλλού «σήμερον δὲν ἐπαρκεῖ ἡμῖν (=σε εμάς) (η δημοτική) καὶ τὴν
πτώχειαν ταύτην ἀπέδειξα καὶ ἡρμήνευσα διὰ μακρῶν»[43]. Η άποψη του καθηγητού
ήταν ότι θα έπρεπε να χωρίσουμε την δημοτική από την καθαρεύουσα, επειδή όμως
τούτο είναι αδύνατον θα έπρεπε να παραλάβουμε για την δημοτική όσους τύπους και
συντάξεις λείπουν από την καθαρεύουσα ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από
όλους («δι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μεταχειριζώμεθα κρᾶμά τι ἐξ ἀμφοτέρων»).

Όπως είναι φυσικό δέχτηκε τα βέλη του Γ. Χατζιδάκι ο οποίος έγραψε ότι πρέπει να
πάσχει από κάποιου εγκεφαλικού νοσήματος για να υποστηρίζει ότι πρέπει να
δημιουργήσουμε ένα κράμα, αφού πρώτα το χωρίσουμε για να το ξαναφτιάξουμε [44]
[45]
.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο ο Βερναρδάκης τόσο και ο Εμμ. Ρόιδης άν και ήταν
υπέρμαχοι της δημοτικής επέλεγαν να γράφουν σε αυστηρά καθαρεύουσα, σχεδόν
υπερκαθαρεύουσα λόγω των κενών τής έως τότε άπλαστης δημοτικής. Βέβαια ο
Βερναρδάκης παραδέχθηκε ότι «ὁ ἀγὼν δὲν ἦτο περὶ ἀρχῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλὰ ὑπὲρ
προσώπων καὶ κατὰ προσώπων»[46][47]. Το γενονός αυτό φαίνεται από πολλές πηγές,
χαρακτηριστικώς ο Γερμανός δημοτικιστής Karl Brugmann αναφέρει [48] ότι το έθνος
το τρώει η σκουριασμένη γραπτή γλώσσα, η αρρώστια του έθνους, και δίκην Ιταλικής
(η οποία βέβαια αποτελεί διαφορετική περίπτωση κατά τον έγκριτο γλωσσολόγο Γ.
Μπαμπινιώτη [49], τον Γερμανό φιλόλογο Heymann Steinthal [50] κ.α.) πρέπει να
πεταχτεί στα σκουπίδια για να ανθίσει το έθνος. Έτσι εάν δεν βρεθεί το φάρμακο οι
τεράστιες ζημιές που έπαθε ο Ελληνικός πολιτισμός από το γλωσσικό ζήτημα θα
συνεχιστούν. Έτσι, συνεχίζει, όπως η Λατινική στον μεσαίωνα κρατούσε πίσω τις
φυσικές γλώσσες έτσι ακριβώς και η καθαρεύουσα καταστρέφει το Ελληνικό έθνος.
Ο δριμύς αυτός προσωπικός πόλεμος απεικονίζεται ξεκάθαρα μέσω τού Karl
Brugmann. Εκεί κατηγορεί τον Χατζιδάκι, τον οποίον αποκαλούσε ακραίο επειδή
τόλμησε μεν να αντιπαρατεθεί με τον (δάσκαλό του) Krumbacher και
χρησιμοποιούσε δε αυστηρή καθαρεύουσα στον προσωπικό γραπτό του λόγο ενώ
διεκήρυσσε υπέρ τής απλή καθαρεύουσας [51], ό,τι δηλαδή έκανε και ο Ε. Ρόιδης. Εκεί
μάλιστα χρεώνει στον «ξεδιάντροπο» Χατζιδάκι, χωρίς επιρροή καθηγητή όπως
αναφέρει, «παιδιάτικες, σιχαμένες καὶ πρόστυχες σοφιστεῖες» και ότι προσπαθεί να
αποδείξει τον Krumbacher μισέλληνα. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να τον
παρουσιάζει ως εθνικό κίνδυνο στους ξένους, καθώς «τέτιος πρόστυχος ἄθρωπος…
εἶναι κίντυνος ἐθνικός… καὶ ἀφτοχειροτόνητος»[52]. Τούτο προφανώς είναι μια ακραία
ερμηνεία καθώς ο ίδιος ο Χατζιδάκις αλλού έγραφε ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι
δεν είναι άξιοι να λύσουν ούτε τον ιμάντα τών υποδημάτων τού Krumbacher [53].

Οι υπέρμαχοι της απλής καθαρευούσης, και όχι τα άκρα όπως οι μακαρονιστές (οι
οποίοι ανεμίγνυαν αυστηρά καθαρεύουσα με την καθαρή αττική δημιουργούντες
«τέρατα») και οι Αττικιστές (οι οποίοι ήθελαν την άμεση επιστροφή στην Χρυσή
γλώσσα του Πλάτωνος και του Δημοσθένους μετά από περίοδο προσαρμογής 2-3
γενεών όπως ο Π. Σούτσος) ή οι μαλλιαροί (έχοντες ως πρότυπο γλώσσας αυτή των
πλέον αγραμμάτων και αποβολή κάθε άλλης) υπεστήριζαν ότι έχουμε την τύχη να
έχουμε δύο ενδύματα, το ένα καθημερινό και το άλλο επίσημο και εορταστικό[54].

Η άποψη των της καθαρευούσης ήταν η απλοποίηση αυτής και ιδίως στις πρώτες
τάξεις των σχολείων, αλλά όμως με την διατήρηση και των δύο αυτών διαλέκτων.
Άλλοι την βαθμιαία χρήση «λέξεων ἢ τύπων ἀχρήστων ἐν τῷ κοινοτέρῳ προφορικῷ
λόγῳ, αἵτινες ὅμως βαθμηδὸν δύνανται ἐκ τοῦ γραπτοῦ νὰ ἐπικρατήσωσι καὶ ἐν τῷ
συνήθει προφορικῷ λόγῳ.» (Α. Ν. Σκιᾶς) ενώ υποστηρίζει και αυτός ότι ούτε η
καθαρεύουσα ούτε η δημοτική είναι κατάλληλες για κάθε χρήση αλλά πρέπει να
εναλλάσσονται[55].
Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, υπέρμαχος της Καθαρεύουσας.

Ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριζε τη χρήση της


καθαρεύουσας, πάντα μέσα σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται
από καμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -
ακραίους τότε νεοαττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική
συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσας (κατ' αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση ήταν
ο Κωνσταντίνος Κόντος κατά τον Χατζιδάκι, ο οποίος δίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον
εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ
σολοικίζῃ δεινότατα». Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ
παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από
μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα
κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό
βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την
κλασική Ελληνική του 5ου αι. π.Χ. Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του
«Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ
λόγου» εκδοθέν το 1915[56]: «...Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν
Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, ...οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ
τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον
ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ
Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ
πλάσωμεν κατ' ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ' ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως
καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν
(δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν... Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ
ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ
τοῦτο ἀναλήθη».

Η πεποίθηση τού Χατζιδάκι ήταν ότι ένα έθνος δύναται κάλλιστα να χρησιμοποιεί
μία γλώσσα σε διάφορες μορφές (λ.χ. στη Λογοτεχνία), χωρίς όμως να αποτελέσει
επίσημη γραπτή γλώσσα (πρότυπο) για το έθνος [57]. Όπως και ο δάσκαλός του εν
Ελλάδι, Κων. Κόντος, ομοίως και αυτός κατηγορήθη ότι άνοιγε συνειδητά τον δρόμο
τής επιστροφής στην «χρυσῆ ἀττική» διάλεκτο του Ξενοφώντος και του Ισοκράτους.
Σε πολλά πονήματα όμως ο ίδιος διαρρήδην ηρνείτο για πολλούς λόγους ότι αυτό
ούτε σκοπός του είναι (προβάλλων μάλιστα ως παραδείγματα την εγκατάλειψη των
απαρεμφάτων, των μονολεκτικών μελλόντων, των ρημάτων τής δευτέρας συζυγίας,
τής προφοράς κ.τ.τ.) ούτε και πρέπει να γίνει[58] καθώς «ἤδη ἐκηρύχθη ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι θὰ
ἦτο ἐθνικὴ συμφορὰ, ἄν ποτε ἐπεδιώκετο καὶ ἐπανήρχετο εἰς χρῆσιν παρ’ ἡμῖν ἡ ἀρχαία
γλώσσα… ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι ἀλλοτρία τῶν
ἀναγκῶν καὶ δυνάμεων αὐτῶν»[59]. Υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός τού Ψυχάρη,
συνάδελφοι όντες, μεμφόμενος την γλώσσα του ως ψεύτικη και τον ίδιο ως μέγα
εθνικό κίνδυνο (έ.α. σ. 34, 41-45), ενώ σκώπτοντας τη γραπτή τους γλώσσα σημείωνε
ότι αυτοί (ενν. οι ακραίοι δημοτικιστές), άν και λίγοι, ερίζουν μεταξύ τους για το
ποιος γράφει τη σωστή δημοτική και ποιος τη λάθος. Τέλος, όπως και ο Αν. Σκιάς,
υποστήριζε ότι έχουμε δυο ενδύματα, το μεν επίσημο και το δε καθημερινό, όπως και
οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούντες ξεχωριστά τη γλώσσα τής ποιήσεως από την του
καθημερινού λόγου και πίστευε ότι η δημοτική δεν έπρεπε να ξεριζωθεί αλλά να
διατηρηθεί καλλωπισμένη γράφοντας ότι «οὐ μόνον βάρβαρον ἢ διεφθαρμένην
οὐδέποτε ὠνόμασα ἐγὼ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον κατὰ δύναμιν ἐκαλλιέργησα καί, ἂν
μὴ σφάλλωμαι, ἔπραξα ὑπὲρ αὐτῆς οὐχ ἥσσονα τῶν νῦν ἐπαινετῶν αὐτῆς»[60].

Ο καθηγητής τού Βυζαντινού πολιτισμού και ακραίος υποστηρικτής τής Δημοτικής


Karl Krumbacher.

Οι απόψεις τού Fallmerayer εκείνα τα χρόνια έτυχαν μεγάλης υποδοχής ανά την
Ευρώπη και δή ανά την Γερμανία. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Krumbacher (όπως και
ο Karl Brugmann) κατηγορήθη ότι δεν αποτελούσε εξαίρέση [61]. Σύμφωνα με τούς
κατηγόρους του, καθ’ όν τρόπον οι δήθεν επιστημονικές αυτές αποδείξεις τού
Fallmerayer (οι οποίες σήμερα θεωρούνται ανθελληνικές και αντιεπιστημονικές [62])
επηρέασαν τα μέγιστα τον Krumbacher ο οποίος βλέποντας ένα λαό κατ’ αυτόν
μιγαδοποιημένο να θέλει, διά τής γλώσσας του, να πλησιάσει τον Κλασσικό
Ελληνικό πολιτισμό υιοθέτησε μία εξαιρετικά σκληρή γραμμή υπέρ τής ακράτου
Δημοτικής τών εκάστοτε «ντοπιολαλιῶνε». Αυτών ακριβώς τών απόψεων την
ανασκευή ανέλαβε ο έγκριτος και διεθνώς αναγνωρισμένος Γλωσσολόγος (μαθητής
τού Κων. Κόντου) Γ. Χατζιδάκις, κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ως μή επαρκώς
κατηρτισμένον στα επί τού θέματος (δηλαδή επί τής γλωσσολογίας και τής ιστορικής
συνέχειας τής εξεταζομένης γλώσσας) και τέλος επί μεροληψία, σφάλμασι και
αντιφάσεσιν[63]. Πρώτο μέλημα του Χατζιδάκι ήταν να επισημάνει την διαφορά τής
Λατινικής από την κλασσική Ελληνική γλώσσα. Διότι όπως διετείνετο ο Krumbacher
κατά το παράδειγμα άλλων εθνών τα οποία αποσκοράκισαν την Λατινική, έπρεπε
ομοίως και εμείς να αποβάλλουμε εν συνόλῳ τα στοιχεία τής αρχαίας Ελληνικής (βλ.
«καμπίσιος» αντί τού «αγνώστου» αρχαίου «ἀγροτικός» και «ἀπέθαντος» αντί τού
«ἀθάνατος» [64]. Μεταξύ άλλων εξήγησε γλωσσολογικώς τήν με αργούς ρυθμούς
εξέλιξη τής Ελληνικής Κοινής γλώσσας και επεσήμηνε ότι σε κάθε εποχή ακόμη και
οι αγράμματοι μπορούσαν με σχετική ευκολία να εννοήσουν αρχαίες μεν εν χρήσει δε
λέξεις και συντάξεις ώς τήν τότε περίοδο (βλ. Βυζαντινή αυτοκρατορία). Από την
άλλη μεριά η Λατινική ποτέ δεν έμεινε ζώσα (τουτέστιν ελαφρώς μετηλλαγμένη) είτε
λεξιλογικώς είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε κάποια άλλη χώρα, συνεπώς οι
χρησιμοποιούντες την Λατινική το μόνο το οποίο έκαναν είναι να μιμούνται,
αντιγράφουν και επαναφέρουν απολεσθέντες και μηδαμώς εν χρήσει ορφανούς και
παρωχημένους τύπους. Και καταλήγει εμφατικώς «Καὶ τοῖς τυφλοῖς ἄρα δῆλον ὅτι
σαφέστατα καὶ προσφιλέστερα τοῖς πολλοῖς, τῷ ἔθνει εἶναι τὰ ἐν τῇ γραφομένῃ
συντασσόμενα τῶν ἐν τῇ νεοτεύκτῳ ταύτῃ, καὶ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τῆς νῦν παρ’ ἡμῖν
γραφομένης πρὸς τὴν κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν χρήσει Λατινικὴν εἶναι παντελῶς
πλημμελής καὶ καιρὸς νὰ μὴ ἐπιτρέπηται τό λοιπόν»[65]. Μάλιστα ο Krumbacher
έφτασε σε σημείο να παραλληλίσει τήν κυριαρχία τής Αττικής διαλέκτου (γενομένης
βαθμηδόν Κοινή) έναντι πασών τών άλλων διαλέκτων. Η απάντηση εδώ φυσικά ήταν
ότι πάντες οι Έλληνες, παντού οικούντες τής Ελλάδος, εδύναντο να εννοήσουν τις
άλλες διαλέκτους, καίπερ με κάποια δυσκολία σε ακραίες περιπτώσεις (βλ.
Αρχαιότητα). Την σύγχρονη όμως εποχή (καθ’ ήν έγραφε ο Χατζιδάκις) η
συνεννόηση μεταξύ ενός κατοίκου τής Πόλεως και ενός Κρητός ή Κυπρίου ή
Θεσσαλονικέως διά τής ιδιωματικής δημοτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη ώς και
αδύνατη[66]. Την αντίθετη γνώμη είχε ο «ποιητὴς μὲν βεβαίως πλείστου λόγου ἄξιος,
ἄπειρος δ’ ὅμως τελέως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἱστορίας αὐτῆς» Σολωμός[67].
Αυτό και μόνο το επιχείρημα καθιστούσε την χρήση τής Δημοτικής ως «Κοινή»
γλώσσα όλων τών Ελλήνων εκείνη την εποχή αδύνατη. Η εν χρήσει όμως
καθαρεύουσα στον Τύπο, στα σχολεία, στην εκκλησία[68][69], στα δικαστήρια, στόν
στρατό, στο κράτος κ.ο.κ. ήταν ευνόητη στους Έλληνες καθώς «Οὕτω σήμερον ἡ
λαλουμένη ἐν ταῖς πόλεσι καὶ ταῖς κωμοπόλεσι γλῶσσα διαφέρει τῆς Κοινῆς τοῦ
Πολυβίου ὀλιγώτερον ἢ ἡ Κοινὴ αὕτη τῆς Ὁμηρικῆς»[70]. Μάλιστα ο Χατζιδάκις αλλού
φέρνει συγγενικά του πρόσωπα (συγκεκριμένα τα ανίψια του) ως επιχείρημα, τα
οποία και τού ζητούσαν να ερμηνεύει ξένες ή καθόλου δημοτικές λέξεις «διὰ τῶν
ἀντιστοίχων τῆς γραφομένης»[71]. Απεναντίας οι ακραίοι δημοτικιστές έλεγαν ότι
γράφουν την φυσική τους γλώσσα αλλά αφού πρώτα σκεπτούν πολλές ώρες τον κάθε
τύπο και την κάθε λέξη, ενδεικτικό τής τότε καταστάσεως αφ’ ενός τής δημοτικής και
αφ’ ετέρου τών περί τόν Ψυχάρη[72]. Εν τούτοις λοιπόν την καθαρεύουσα μπορούσαν
να την χειριστούν άξια και οι μη φιλόλογοι (και συγκεκριμένα φέρει ως παράδειγμα
τους δημοσιογράφους). Άρα ακόμη και εκείνη την εποχή οι απανταχού αγράμματοι
άπτονταν της γλώσσας, τής οποίας η εξέλιξη προέρχεται μέσω τής Κοινής από την
Αττική διάλεκτο[73]. Συνεπώς η άποψη τού Γερμανού Βυζαντονολόγου ότι η γραπτή
γλώσσα (διάβ. Καθαρεύουσα, η οποία τότε μόλις είχε ούτω από Κοινή ονομασθεί)
είναι ένα κράμα από ζωντανές και πεθαμένες λέξεις είναι καθόλου σφαλερό. Ως
παραδείγματα τέτοιων λέξεων αναγράφει ενδεικτικώς τις λέξεις «οἶκος» «οἶνος»
«ὕδωρ». Ομοίως και εδώ η απάντηση είναι ότι «...ἐπίσης εἶναι ψευδὲς τὸ λεγόμενον,
ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι οὕτω νεκρὰ διὰ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ὅπως καὶ διὰ
τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, διότι ἡμεῖς ἕνεκα τῆς μεγάλης ὁμοιότητος καὶ τῆς ἐν πολλοῖς
ταυτότητος τῆς νέας πρὸς τὴν ἀρχαίαν, εὐκολώτερον ἢ πάντες οἱ λοιποὶ μανθάνομεν,
αἰσθανόμεθα καὶ νοούμεν αὐτήν, τοῦτο, πιστεύω, θὰ μοὶ ὁμολογήσῃ πᾶς ἐχέφρων»[74].
Προσέτι, στην πραγματεία του ο Krumbacher αναγάγει τον διαχωρισμό γραπτής και
λαλουμένης μόλις στον προηγούμενο αιώνα (βλ. Αρχαιότητα), ενώ αλλού
κατηγορήθη ότι υπό μεροληψίας επήνεσε μία μετάφραση της Ιλιάδος υπό τόν Ιάκωβο
Πολυλά η οποία όμως δεν είχε ακόμη τυπωθεί! Σύμφωνα με αυτόν η καθαρεύουσα
ήταν ο μοναδικός λόγος διά τον οποίον «δὲν ἔχομεν μηχανικούς, ἀρχιτέκτονας,
χημικούς...» και όχι οι ραγδαίως ρέουσες πολιτικές στα Βαλκάνια εξελίξεις[75]. Αυτός
είναι και ο λόγος διά τόν οποίον όχι μόνον θα έπρεπε να διατηρηθούν οι ξένες λέξεις
τής, γεμούσης ιδιωμάτων, δημοτικής αλλά και να ληφθούν όσες το δυνατόν
περισσότερες ως ανάμνηση «επιμειξιών»! Λόγου χάριν δεν έπρεπε να πλάττουμε
ιατρικούς όρους από την Ελληνική (βλ. Οφθαλμίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος κ.ά.)
αλλά έπρεπε να τις παραλάμβάνουμε αυτούσιες από άλλες γλώσσες, κάτι το οποίο ο
Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως παρανοϊκό και ως ανταλλαγή «σίτου ἀντὶ δρυοβαλάνων»
(=βελανιδιών)[76] και επεσήμηνε ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν οφειλόταν στις
επιμειξίες αλλά στους χρόνους δουλείας και τυραννικής πιέσεως. Αλλού τού φαίνεται
αδιανόητο ο Χιώτης λ.χ. να χρησιμοποιεί μία αλλοδαπή λέξη αντί τής ήδη
υπαρχούσης, και εν πλήρει χρήσει, Ελληνικής στην Πελοπόννησο και τούμπαλιν. Με
το πέρας τής επιχειρηματολογίας του αναφέρει ότι «Κατ’ ἀνάγκην ἄρα ἔδει (=έπρεπε)
ἢ νὰ μὴ δανειζόμεθα τὸ παράπαν (=καθόλου) ἢ δανειζόμενοι νὰ διατηρῶμεν ἀπαθῆ τὸν
τύπον αὐτῶν χάριν τοῦ εὐδιαγνώστου». Σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι και η
τυφλή προσήλωση του Krumbacher στον Ψυχάρη και στους περί αυτόν ώστε να
αναφέρει ότι όπως υπάρχουν αγάλματα του Κολοκοτρώνη και του Κανάρη ούτω θα
έπρεπε να υπήρχαν και αντίστοιχα για τους Ψυχάρη, Ροΐδη, Κονεμένο και Πολυλά[77]!

Ο γλωσσολόγος και ακραίος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης.

Την δεκαετία τού 1880 εμφανίζεται στο προσκήνιο ο εκ Παρισίων γλωσσολόγος


Γιάννης Ψυχάρης. Το έτος 1888 ο Ψυχάρης εκδίδει γαλλιστί ένα βιβλίο
γλωσσολογικού περιεχομένου υπό τόν τίτλο «Questions d’histoire et de linguistique»,
ενώ το ίδιο έτος εκδίδει και το αποκαλούμενο «μανιφέστο» του με τον τίτλο «Τὸ
ταξίδι μου». Το ταξίδι δεν είναι κάτι άλλο παρά μιάς ιδιαζούσης μορφής λογοτεχνικό
έργο, συνταχθέν για να αποτελέσει παράδειγμα της (δημοτικής) γραφομένης και
λαλουμένης γλώσσας όλων, όπως τουλάχιστον την εννοούσε ο Ψυχάρης. Όμως, όπως
αναφέρεται και αλλού, προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι ενώ ο Ψυχάρης γράφει στην
μητρική και ανεπιτήδευτη δημοτική ανέφερε ότι «δὲν ἔγραψα μία λέξη, μία συλλαβὴ
στὸ βιβλίο μου, χωρὶς νὰ τὸ συλλογιστῶ πρὶν ὧρες...». Ο γλωσσολόγος αυτός υπήρξε
μία από τις σημαντικότερες εν όλω προσωπικότητες τής ιστορίας τού γλωσσικού
ζητήματος, διότι όχι μόνον ησχολήθη παρέχων στα έργα του φιλολογικές απόψεις και
ερμηνείες τών φαινομένων αλλά, κυρίως, επορεύετο βάσει τής νεοσυστάτου τότε
γλωσσολογίας. Επηρεασμένος από τόν δάσκαλό του στην Σορβόνη, Saussure, δίδει
όλο το βάρος στην νύν προφορική γλώσσα τών αγραμμάτων τής εποχής και όχι στην
γραπτή, δηλαδή στην ιστορική εξέλιξή της. Επηρεασμένος προσέτι τα μέγιστα από
την παλαιότερη (ώς το 1880) ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία έμεινε
προσκολλημένος στην αντίληψη ότι πρότυπο γλώσσας πρέπει να είναι αυτό τών
παντελώς αγραμμάτων και όχι τού μέσου ανθρώπου, στου οποίου το λεξιλόγιο είχαν
παγιωθεί, μέσω τής εξελικτικής διαδικασίας και πολλοί τύποι τού λογιοτέρου λόγου.
Λόγω αυτών τών απόψεων ο Ψυχάρης θεωρείται πατέρας τής ακραίας μαχητικής
δημοτικής. Μάλιστα ο ίδιος υποστήριζε ότι είναι απαράδεκτο να καθαρίζεται η
γλώσσα από τους λογίους διά τών εκάστοτε μικροεπεμβάσεων αλλά ο ίδιος θεωρούσε
επιβεβλημένη κάθε ρύθμιση και κανονισμό (ομοίως παρά φύσιν) τής ομιλουμένης,
αρχικώς, γλώσσας. Όπως σημειώνει και ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο Ψυχάρης ήταν τόσο
απόλυτος και ακραίος ώστε να θεωρεί τούς πάντες (ήδη καθιερωμένους) τύπους τής
επισήμου γλώσσας στην προφορική ως απαράδεκτο συμβιβασμό και προδοσία. Δεν
διστάζει να κατηγορήσει ακόμη και δημοτικιστές όπως τον Κ. Παλαμά και τόν Μ.
Τριανταφυλλίδη επί προδοσίᾳ και συμβιβασμῷ![78]. Ένα παράδειγμα τού ακραίου του
ύφους είναι το εξής. «Οἱ ἄλλοι μας ἦχοι μορφωνόντανε ὣς τώρα εἴτε μὲ σφάληγμα -
σωστότερα μ’ ἕνα πρωτοστούμπωμα… εἴτε μὲ πέρασμα, δηλαδὴ μὲ μόρφωση στενάδας
στὸ γλωσσόσπιτο κάπου… ἐνῶ οἱ προηγούμενοι γίνουνται μ’ ἕνα κίνημα καὶ σώνει,
αὐτὸς θέλει τὸ λιγώτερο δύο κινήματα.»[79]. Το μεγάλο, και προκλητικό για τό κοινό
αίσθημα, σφάλμα τού Ψυχάρη ήταν βεβαίως η ανιστόρητη θέαση τής γλώσσας ως μη
διαμορφωθείσης προϊόντος τού χρόνου και μη επηρεασθείσης από την γραπτή
παράδοση ή καθόλου ειπείν από την γλώσσα τών πιο μορφωμένων [80]. Ο μεγαλύτερός
του κριτής ήταν ο Γεώργιος Χατζιδάκις (βλ. ανωτέρω), ο οποίος τον αποκαλούσε με
κάθε τρόπο επικίνδυνο και τον έβλεπε ως καταστροφέα εξ αλλοδαπής, χωρίς να έχει
εικόνα για την εν Ελλάδι κατάσταση. Παρά όμως τον λίαν επιθετικό του χαρακτήρα
προς όλους τούς διαφωνούντες, η συνεισφορά του ήταν σημαντικότατη για την λήξη
τού γλωσσικού ζητήματος, καθώς παρέδωσε ένα πρότυπο γλώσσας, στο οποίο οι
μετέπειτα γλωσσολόγοι (βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης) προσέθεσαν και καθιερωμένους
τύπους τής λογίας γραπτής γλώσσας, ενώ συγχρόνως απέφυγαν τα ακραία του
γλωσσικά στοιχεία. Αυτή είναι και η μετάβαση από τον Παλαιοδημοτικισμό τού
ακραίου Ψυχάρη στον Νεοδημοτικισμό τού μετριοπαθούς Μ. Τριανταφυλλίδη, ο
οποίος και αμφισβητούσε έντονα τον Ψυχάρη. Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε ηγετική
μορφή για την καθιέρωση τής δημοτικής στα σχολεία το 1917 (βλ. παρακάτω).
Εκείνη την εποχή λειτούργησε ως αρχηγός τού νεοδημοτικισμού, χωρίς να συνδέει
όμως την πολιτική με την γλώσσα, καθώς δεν ήταν αριστερός αλλά φιλελεύθερος
επιστήμονας και μόνον. Το 1941 εξέδωσε την «Κρατικὴ γραμματική» (ή «Γραμματικὴ
Τριανταφυλλίδη»), στην οποίαν και διά τής γλωσσολογίας προσήρμοσε την δημοτική
στην σημερινή, σχεδόν, μορφή της.

Ο μεγάλος φιλόλογος Ιωάννης Σταματάκος, όντας συντηρητικός μάλλον παρά


ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον
Τριανταφυλλίδη επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού
δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι
οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο
Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση[81] για την υποψηφιότητα του κ.
Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή
περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό,
σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων. Η κύρια
επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να
ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε,
μετά φανατισμού, «νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ». Την άποψή του
αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά
ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον
Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας. Την δημοτική ο
Σταματάκος την ονόμαζε «ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ
δημιουργίας», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία
της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού
Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και
κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές παρατάξεις
(βλ. Ε.Α.Μ.) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές)
ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και
ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων» σύμφωνα με την έκθεσή του. Η
έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να
προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «ὡς στοργικὴν μητέρα
ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα
εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος,
παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού
στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής
γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν,
έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με
το παρελθόν. Επίθεση εξαπολύει και μέσω τής Ἱστορικής γραμματικής [82] του, όπου
γράφει κατά τής μάζας τών «ἐπιπολαίως χαρακτηριζομένων ἀγραμμάτων» οι οποίοι
κατ’ αυτόν θέλουν να κρημνίσουν την γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής και της
καθαρεύουσας». Συνεχίζοντας γράφει ότι αυτή η απέχθεια οφείλεται στην άγνοια
λόγω τού όσο βαθύτερα κατανοεί κάποιος κάτι τόσο περισσότερο το αγαπά και ό,τι
δεν καταλαβαίνει το αποστρέφεται, απευθυνόμενος εξίσου και στους μη επαρκώς
κατηρτισμένους φιλολόγους τής εποχής του. Σε γενικές γραμμές η άποψή του ήταν
ότι οι μορφωμένοι τού έθνους έπρεπε να δείξουν τον δρόμο διά τού οποίου άνθρωποι
όλων τών κοινωνικών τάξεων θα είχαν βαθεία γνώσση τής Ελληνικής γλώσσας, και
κατά συνέπεια της κλασσικής παιδείας. Αυτό όπως προαναφέρθηκε δεν σημαίνει ότι
η δημοτική θα ξεριζωνόταν, αλλά θα είχε λόγο μόνο στην ποίηση, στα τραγούδια και
γενικά δευτερεύοντα ρόλο στα πράγματα.

Αυτό που άναψε πάλι το γλωσσικό ζήτημα ήταν η εφημερίδα «Ἀκρόπολις», με


εκδότη τον Βλάση Γαβριηλίδη, υποστηρίζοντας τη γλωσσική μεταρρύθμιση του πιό
ακραίου μέχι τότε Ψυχάρη. Υποστηρικτές τους οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιάκωβος
Πολυλάς, κ.ά., χτυπούν τον αττικισμό και υπερασπίζονται με πάθος τη δημοτική ως
όργανο της ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι, στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή
του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα διαμορφώνεται ως προς την πολιτιστική του διάσταση
και παίρνει εκτός από κοινωνικές διαστάσεις και πολιτικές και οδηγεί σε αιματηρές
συγκρούσεις. Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία
δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες
διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά
αποτελέσματα (τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν "Ευαγγελικά"). Όπως όμως πολύ
εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Χατζιδάκις, τα Ευαγγελικά δεν προκλήθησαν από τούς
καθηγητές αλλά από τούς φοιτητές (μάλιστα δηλώνει ότι αυτή η εξέγερση ήταν
«οὐδὲν ἄλλο καὶ οὐδὲν ἧσσον ἢ θεία ἔμπνευσις… εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν φοιτητῶν...») Το
επιχείρημά του ήταν ότι εάν επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο των καθηγητών τότε
ανάλογα περιστατικά θα είχαν σημειωθεί λίγα χρόνια πριν με την περίφημη
μετάφραση της τού Ομήρου Ιλιάδος στην δημοτική και άλλες μετφράσεις, αλλά δεν
συνέβη τίποτε παρόμοιο [83]. Μάλιστα επιχείρημα μπορεί να είναι και η αξιοσημείωτη
παρουσία τού Γληνού και τού Τριανταφυλλίδη υπέρ τών οπαδών τού Γεωργίου
Μιστριώτου![84]. Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική,
από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ
δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα "Ορεστειακά"). Οι πολέμιοι των
δημοτικιστών τούς αποκαλούν χλευαστικά "μαλλιαρούς" και τους κατηγορούν ως
προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει
διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον
προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία. Ο
γλωσσικός και πολιτικός φανατισμός συσκοτίζει την πραγματικότητα, που ως
ζητούμενο όλων είναι η απελευθέρωση της Μακεδονίας, καθώς ανέκαθεν ο
δημοτικισμός ταύτιζε το έθνος με τη γλώσσα. Την ίδια εποχή, σημαντικό γεγονός
ήταν η έκδοση της λογοτεχνικής-πολιτικής εφημερίδας 'Ο Νουμάς' από τον Δημήτριο
Ταγκόπουλο, που αποτέλεσε άτυπο εκφραστικό όργανο του Ψυχάρη και των
δημοτικιστών, έστω κι αν αργότερα Ταγκόπουλος και Ψυχάρης ήρθαν σε σύγκρουση
για πολιτικούς λόγους.

Σημαντικός σταθμός αυτής της προσπάθειας ήταν η ίδρυση του Εκπαιδευτικού


Ομίλου το 1910, όπου συμμετείχαν ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο
Μανόλης Τριανταφυλλίδης και άλλοι, που λειτουργούσε ως όργανο φιλελευθέρου
Δημοτικισμού καθαρά αποστασιοποιημένος από τις γλωσσικές απόψεις του Ψυχάρη
[85]
καθώς ακολουθούσε μια μορφή πιο φιλική προς την καθαρεύουσα με σημαντικές
επιδράσεις από αυτήν, και η ίδρυση του πειραματικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου
Βόλου συνιστούν προσπάθειες για περαιτέρω ανάπτυξη της δημοτικής, όπως και της
ενίσχυσης φυσιογνωστικών μαθημάτων, τεχνικών, πρακτικών κ.ά., που όμως
προκαλούν αντιδράσεις. Ο Δελμούζος, ιδρυτής και διευθυντής του παρθεναγωγείου,
κατηγορείται για διαφθορά ηθών και διδασκαλία του κομμουνισμού και της αθεΐας,
αλλά τελικά αθωώνεται. Το έθνος χωρίζεται στα δύο και το θέμα της γλώσσας
αποκτά μείζονα σημασία, που υπερέχει ακόμη και της ίδιας της ιδέας της ελευθερίας
του έθνους. Οι συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της περιόδου, που όλες
είτε δεν ψηφίστηκαν είτε έμειναν στα χαρτιά, αποσκοπούν στην προσαρμογή του
εκπαιδευτικού συστήματος στις κοινωνικές–οικονομικές ανάγκες της χώρας, με
αποτέλεσμα σε διάστημα συνολικά 50 ετών, από την αρχή δηλαδή του 20ου αιώνα,
να υπάρξουν λίγο-πολύ 9 αλληλοδιαδοχές επίσημης εθνικής γλώσσας, πότε της
καθαρεύουσας και πότε της δημοτικής.

Ειδικότερα το 1911, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή η κυβέρνηση
του Ἐ. Βενιζέλου υποστήριξε την απλή καθαρεύουσα καθώς έλεγε ότι η γραπτή
γλώσσα έπρεπε να ταυτίζεται με την προφορική [86] και μέσω του συντάγματος έδωσε
τις βασικές γραμμές εντός των οποίων πρέπει να κινείται η γλώσσα ορίζοντάς την να
είναι ίδια με αυτήν του Συντάγματος («Ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Κράτους εἶναι ἐκείνη εἰς
τὴν ὁποίαν συντάσσεται τὸ πολίτευμα καὶ εἰς τῆς Ἑλληνικῆς νομοθεσίας τα κείμενα·
πᾶσα πρὸς παραφθορὰν ταύτης ἔμβασις ἀπαγορεύεται» [87]. Για ακόμη μια φορά από
κάποιους ο χρήστης της δημοτικής και πάλι θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της
παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη
δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως
στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως,
που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του
βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο
Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Άννα Φραγκουδάκη,[88]
έφτανε να γράψουν της αποβλάκωσης αντί της αποβλακώσεως για να χαρακτηριστούν
αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και ακόμη να χάσουν
κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους. Μετά την
αποτυχία να ψηφιστούν τα Νομοσχέδια Τσιριμώκου το 1913, η πρώτη επιτυχής
επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το 1917, με
την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του Βενιζέλου, που
όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις
των σχολείων. Με την πτώση όμως των Φιλελεύθερων το 1920 ο νόμος ακυρώθηκε
και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν
γραμμένα στη δημοτική ("Τα Ψηλά Βουνά") "νὰ καῶσιν ὡς ἔργα ψεύδους". Οι δε
εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην
εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της
δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. Ιωάννη Κακριδή κατά την
περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και
σε μονοτονικό σύστημα την πανεπιστημιακή του παράδοση.[89].

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, ώς το σημείο τού απλά γελοίου, είναι η


πολιτικοποίηση τής Καθαρεύουσας και τής δημοτικής (στίς απλές τους μορφές).
Ούτω το 1917 στα σχολεία εδιδάσκετο η δημοτική, το 1921 η καθαρεύουσα, το 1923
η δημοτική, το 1926 η καθαρεύουσα, το 1927 η δημοτική μαζί με την καθαρεύουσα
(λόγω τής οικουμενικής κυβερνήσεως!), το 1931 η δημοτική, το 1933 η
καθαρεύουσα, και το 1939 η Καθαρεύουσα μαζί με την Δημοτική (με την
καθαρεύουσα να χρησιμοποιείται μετά την Γερμανική κατοχή)[90]! Το μόνο
αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι ο Ι. Μεταξάς προέκρινε την Δημοτική και όχι την
Καθαρεύουσα.

Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του '70, με


σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και
έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το 1964 η
κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με τον Ευάγγελο Παπανούτσο Γενικό
Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να
χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των
δύο.

Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά, που επισημοποιείται από την κυβέρνηση


Καραμανλή, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς
δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά συγχωνεύει στοιχεία της
καθαρεύουσας. Η νομιμοποίηση δε του ΚΚΕ αφαιρεί την πολιτική διάσταση του
γλωσσικού ζητήματος και παύει η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με
τον κομμουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι
πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των
μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967
αποτελεί το κύκνειο άσμα της.[91]

Το Γλωσσικό Ζήτημα έλαβε τέλος τη δεκαετία του '70, μετά από σχεδόν ενάμιση
αιώνα διαμάχης. Το 1974 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή παρέλειψε τη
γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976 ο υπουργός Παιδείας
Γεώργιος Ράλλης εισηγείται, και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει τη χρήση της
δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα
έγγραφα του κράτους.[92] Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της
δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το
φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την
ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Η Νέα Ελληνική που χρησιμοποιείται σήμερα, αποτελείται από συνένωση στοιχείων
της δημοτικής και της καθαρεύουσας και βρίσκεται κοντά στην Ελληνιστική Κοινή
των χρόνων του Χριστού.[93]

Η σημερινή ΠΝΕ και η διαμόρφωσή της

Σήμερα δεν είναι ορθό να λέγεται ότι στην ΠΝΕ (Πρότυπη Νέα Ελληνική) έχει
επικρατήσει η Δημοτική. Οι λόγοι είναι πολλοί εκ των οποίων οι δύο κυριότεροι είναι
οι εξής. Η ΠΝΕ έχει επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως λεξιλογικώς, από την
καθαρεύουσα [94] με την προσθήκη αγνώστων λέξεων την εποχή του 17ο αιώνα, οι
οποίες σήμερα ηχούν φυσιολογικά. Τέτοιες είναι οι λέξεις βρέφος, ευλάβεια,
συμβουλεύω, οδύνη κ.ά. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία προσπάθεια
ακόμη μεγαλυτέρου εμπλουτισμού τού υπάρχοντος αποδεκτού λεξιλογίου με
υπερβολικά λόγιες και αρχαίες λέξεις όπως μεμψιμοιρία κ.ά. υπό γνωστών
καθηγητών όπως ο Μπαμπινιώτης [95]. Σύμφωνα δε με τον Νόμο 309/1976 αρχίζει να
χρησιμοποιείται η «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων».
Στηριζομένη δηλαδή στην δημοτική, χωρίς όμως το κύριο χαρακτηριστικό της
(δηλαδή τα ιδιώματα), στην Καθαρευουσα, χωρίς όμως την γραμματική της,
παρέχουσα τεράστιο λεξιλόγιο στην δημοτική. Τέλος εν μέρει χρησιμοποιούνται και
λίγες, στερεότυπες πλέον, φράσεις τού αρχαΐζοντος κινήματος (βλ. εἰρήσθω ἐν
παρόδῳ, τῷ ὄντι κτλ). Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εάν ανατρέξει κάποιος στα λαϊκά
ποιήματα (στα οποία κυρίως στηρίζεται κατά βάσιν η δημοτική γλώσσα του μη
μορφωμένου λαού παρωχημένων εποχών) γίνεται πρόδηλο ότι δεν υπάρχει σαφές
πλαίσιο. Όχι μόνον διότι κάθε περιοχή είχε τα δικά της -σε μεγάλο βαθμό- ιδιώματα
(χαρακτηριστικά βλέπε στην Κρήτη την προσθήκη του [-γ/j-] μεταξύ του ρηματικού
χαρακτήρος [a/ev] και της ρηματικής καταλήξεως, π.χ. μισεύγω, την απώλεια του [j]
μετά των [s] ή [r], π.χ. άξος αντί άξιος, την αύξηση -η αντί -ε, π.χ. ήφερα, την
απώλεια του -ν- εν μέσω λέξεων μπροστά από τριβόμενο, π.χ. άθρωπος αντί
άνθρωπος, η χρήση του τσί και τσή ως γενική ενικού/πληθυντικού της κλιτικής
αντωνυμίας, ο τύπος (ε)ίντα <τί εἶναι τα αντί του τί κ.ά.) αλλά και λόγω του ότι οι
εκάστοτε «Δημοτικιστές» είχαν μεγάλη διαφορά απόψεων σχετικά με την «Πρώτυπη
δημοτική» (βλ. Ψυχάρης). Τέλος οι υπέρμαχοι της δημοτικής κατά τον 20ο αιώνα
στηριζόντουσαν στα έργα του Πολίτη, ο οποίος αφού μελέτησε το λαϊκό αυτό ύφος
πολλών ποιημάτων και τραγουδιών τυποποίησε την βασική ορθογραφία και το
λεξιλόγιό τους. Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις καθώς είναι φανερό ότι σε
πολλά λαϊκά έργα εν είδει ποιητικής αδείας εχρησιμοποιούντο λέξεις άγνωστοι και
συντάξεις [96]. Ένας από τους λόγους ήταν ότι επρόκετο για χειρόγραφα τα οποία
είχαν αντιγραφεί πολλές φορές, είτε από λογίους είτε από αγγραμάτους, με
αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ύφος τους (βλ. «Τραγούδι του
Αρμούρη»). Αυτό σημαίνει ότι κάποια από τα τραγούδια αποτελούν προφορικές
εξελίξεις τραγουδιών και ποιημάτων γραμμένα στη λόγια γλώσσα. Η στενοτέρα όμως
σχέση μεταξύ της Δημοτικής και της Μεταβυζαντινής περιόδου (15ος-18ος αι.)
ευρίσκεται στο τραγούδι «Ὁ Χάρος καὶ ὁ τσοπάνης», το οποίο όμως
πρωτοδημοσιεύθη το 1860 [97].

Η λαϊκότερη αυτή διάλεκτος εξαπλώθηκε έτι περαιτέρω στα μέσα του ιδίου αιώνος
λόγω του διαφωτισμού και έργα με θέμα την ιστορία, τη γεωγραφία, την πολιτική και
τις φυσικές επιστήμες εξαπλώθησαν. Το ανυπέρβλητο για την εποχή και την άπλαστη
λαϊκή εκείνη γλώσσα εμπόδιο ήταν οι σημαντικώτατες λεξιλογικές ελλείψεις οι
οποίες είτε καλύφθησαν εκ μέρους των λογίων απευθείας από την αρχαία είτε εκ
μέρους των μη ειδικών με αντιδάνεια τα οποία χρησιμοποιούνταν στις Ευρωπαϊκές
γλώσσες. Μάλιστα πολλοί παρομοίαζαν την αποτυχία συντάξεως ενός γράμματος
στην δημοτική με την προσπάθεια ενός αετού να πετάξει με κομμένα φτερά
νομίζοντας ότι όπως παλιά έτσι και τώρα μπορεί να πετάξει [98]. Φυσικά αυτό γέννησε
ένα ακόμη σημείο πολέμου καθώς λόγιοι όπως ο Νεόφυτος Δούκας πίστευσαν ότι
μετά το λεξιλόγιο και την χρήση τους από τις εφημερίδες κατά ορθό τρόπο ανοίγει ο
δρόμος για περαιτέρω αλλαγές όπως η κλασσική σύνταξη του ἀπό με γενική αντί
αιτιατικής, ο μονολεκτικός μέλλοντας, το απαρέμφατο κ.ά. («Εἰς δὲ τὴν σύνταξιν
αὖθις εἰσαχθέντος τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ μέλλοντος, καί τινων μορίων μεταλλαγέντων,
ἐν τίσιν ἔσται διαφορά;»)[99] Αντιδράσεις ακόμη υπήρχαν με τον Γ. Χατζιδάκι να
επιχειρηματολογεί κατά τής συστάσεως δημοτικής βασισμένης στην κατά τόπους
λαϊκή ομιλουμένη λόγω των πολλών διαλεκτικών διαφορών και ιδιωμάτων. Καθώς
λοιπόν λόγια στοιχεία είχαν αφομοιωθεί πλήρως από τον λαό πίστευε ότι η λαϊκή
δυναμική υπέρ τής τότε δημοτικής ακολουθούσε λάθος πορεία και ξεκινούσαν εκ
νέου τον γλωσσικό πόλεμο [100]. Δυστυχώς μέσα σε όλη αυτή την μεταβατική περίοδο
άρχισε να εμπλέκεται η πολιτική με την οποία άρχισαν να βάζουν ταμπέλες ο ένας
στον άλλον ως φασίστας και προδότης συναρτήσει μόνον των απόψεών τους. Όπως
προαναφέρθηκε λόγω μεταφράσεων στην δημοτική (βλ. Αλ. Πάλλη στην εφημερίδα
Ἀκρόπολις) οι δυο μεριές συνασπίστηκαν, με τους φοιτητές να τάσσονται υπέρ της
καθαρεύουσας και να επικρατούν. Το κλίμα αυτό σημαδεύτηκε εν συνεχεία και από
βίαια περιστατικά (βλ. Εὐαγγελικά). Οι μαλλιαροί (δημοτικιστές) κατηγορήθηκαν ως
κομμουνιστές και υποστηρικτές της τότε σλαβικής συνωμοσίας. Έτσι ξαφνικά αυτές
οι κατηγορίες άρχισαν να εδραιώνονται και ο δημοτικισμός άρχισε να συνδέεται με
την ριζοσπαστική κομμουνιστική αριστερά. Μέσα σε όλο αυτό το τεταμένο κλίμα
όλο και περισσότεροι δημοτικιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από την γλώσσα
του Ψυχάρη βάσει όχι μόνον γλωσσικών κριτηρίων αλλά και πολιτικών. Φυσικά αυτό
ήταν το τέλος του συγκεκριμένου εγχειρήματος..

Μερικά χρόνια αργότερα άν και οι Τριανταφυλλίδης και Δελμοῦζος προσπάθησαν να


δείξουν ότι η δημοτική δεν συνδέεται με τον κομμουνισμό, ούτε θεωρητικά ούτε
πρακτικά, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό διότι ο Γληνός προσχώρησε στον
Μαρξισμό μέσω του ΚΚΕ το 1927 καθώς και αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί την
δημοτική γλώσσα, κάτι που απέφευγε από το 1918. Μόλις το 1963 ο φιλελεύθερος Γ.
Παπανδρέου διακήρυξε δημοσία ότι εφαρμόζει «πολιτικὴ ἴσων δικαιωμάτων»
απέναντι στο ακανθώδες αυτό ζήτημα ενώ ακόμη χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα
ως επίσημη γραπτή γλώσσα του Ελληνικού κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της νέας
πολιτικής ήταν η εισαγωγή, για πρώτη φορά, της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη
στα σχολεία. Η γραμματική αυτή βέβαια γρήγορα κατεκρίθη καθώς δεν ανέφερε
σχεδόν τίποτα περί των αφομοιωθέντων λογίων στοιχείων της δημοτικής εκείνης της
περιόδου. Ο πόλεμος φαίνεται πως εν μέρει κρίθηκε το 1974 όπου ο Κ. Καραμανλής
άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική από την πρώτη στιγμή ως επίσημη γλώσσα του
κράτους και νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Φυσικά η καθαρεύουσα σημάδεψε για πάντα την
δημοτική όπως φαίνεται και από το μυθιστόρημα του Κ. Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι»
όπου η ομιλία δυο λαϊκών γυναικών εμπλουτίζεται με πολλά λόγια στοιχεία [101].

Σήμερα, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, το γλωσσικό ζήτημα εκλαμβάνεται διττώς, και ως


ωφέλιμο και ως επιβλαβές. Ήταν Ωφέλιμο (ευλογία) καθώς υπήρξαν πολλοί και άξιοι
άνθρωποι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την γλώσσα και την ανέλυσαν
μορφοσυντακτικώς και ιστορικώς, πράγμα το οποίον δεν είχε γίνει για αιώνες.
Αντιθέτως ήταν τεραστία σπατάλη πνευματικών δυνάμεων οι οποίες άνθισαν εκείνη
την εποχή, διότι αντί τού να ασχοληθούν με τις καθ’ εαυτών επιστήμες ανάλωσαν
κυριολεκτικώς το μεγαλύτερο μέρος τών πονημάτων τους είτε σε άσκοπες επικρίσεις
(βλ. Κοδρικά), είτε σε ανούσια πονήματα (βλ. Ροΐδη «Εἰδώλων κατάλυσις») είτε σε
μελέτες οι οποίες απετέλεσαν μετά από ένα σημείο ιδεολογικές πραγματείες περί τής
χρήσεως τής γλώσσας. Κυρίως αυτά τα πρόσωπα ήσαν οι Αδαμάντιος Κοραής,
Γεώργιος Χατζιδάκις, Γιάννης Ψυχάρης και Μανόλης Τριανταφυλλίδης [102].

Η αιφνίδια αυτή όμως αλλαγή δημιούργησε ένα νέο πρόβλημα (όχι ζήτημα), το
ονομασθέν γλωσσικό. Δηλαδή ελλείψει εγχειριδίων και ορθής καθοδηγήσεως υπήρξε
κατακόρυφη πτώση τής ποιότητος τής δημοτικής και μεγάλα χάσματα μεταξύ τής
Κοινής δημοτικής και τής παλαιοτέρας [103]. Μεγάλο πρόβλημα υπήρξε και η
μεταρρύθμιση επί τή καθιερώσει τού μονοτονικού (ακόμη και με ψευδή επιχειρήματα
όπως αυτό το οποίο ανεφέρετο στον Γ. Χατζιδάκι [104]), η οποία σύμφωνα με τον
Μπαμπινιώτη γεννά δυσχέρειες στην ανάγνωση και πρέπει να βελτιωθεί[105]. Η
γλωσσική αυτή διαμάχη (η οποία επισήμως κατά τα προειρημένα άρχισε τον 1ο π.Χ.
αιώνα) δεν κατέληξε ένας πόλεμος μεταξύ δύο στρατοπέδων αλλά περισσοτέρων, των
οποίων τα κινήματα τα οποία ξεχώρισαν ήσαν το Αρχαΐζον, το τής Καθαρεύουσας
(βλ. Θεοτόκη, Κοραῆ κ.ά.) το λόγιο τής Κωνσταντινουπόλεως ιδίωμα (βλ.
Καταρτζή), το κίνημα τής λαϊκοτέρας κοινής (ιδιωματικής εν πολλώ) γλώσσας,
γνωστή και ως χυδαία (βλ. Ψυχάρης, Σολωμός) και, τέλος, στα χρόνια τού Βυζαντίου
υπήρχε και το ισχυρότατο στρατόπεδο τής Κοινής τής Αγίας Γραφής.

You might also like