You are on page 1of 2

Ωδή στον Γεώργιο Περήφανοι όλοι

Καραϊσκάκη Ήταν μαζεμένοι ό λοι μια βραδιά


Η οθό νη βουλιά ζει σαλεύ ει το και στο τζά κι έκαιγε η φωτιά
πλή θος μες στα μά τια τους φαινό ταν
εικό νες ξεχύ νονται με μιας καθαρά
πού πας παλληκά ρι ωραίο σαν πως γι αυτού ς τα χρό νια ή ταν
μύ θος σκληρά
κι ολό ισια στο θά νατο κολυμπά ς  
Περή φανοι ό λοι με γενναία
Και ό λες οι αντένες μιας γης καρδιά ] 2x
χτυπημένης πολεμού σαν για τη λευτεριά ] 2x
μεγά φωνα και ασύ ρματοι από  
παντού Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ή ταν κλέφτες και αρματολοί
ανεβαίνεις ποτέ τους δε σκεφτό ταν φό βος τι
ψηλά στους βασιλιά δες τ' θα πει
ουρανού και το βό λι ας έπεφτε βροχή
Ποιος στ' αλή θεια είμαι εγώ και  
πού πά ω Περή φανοι ό λοι με γενναία
με χίλιες δυο εικό νες στο μυαλό καρδιά
προβολείς με στραβώ νουν και πολεμού σαν για τη λευτεριά
πά ω και τώ ρα μιλού σαν πά λι για τα
και γονατίζω και το αίμα σου παλιά
φιλώ καθισμένοι γύ ρω απ' τη φωτιά
 
Πού πας παλληκά ρι πομπές Πά νω που μιλού σαν για
ξεκινού νε παλικαριές
κι οι σκλά βες σου ουρλιά ζουν στο κι είχαν δυναμώ σει οι φωνές
βωμό θυμή θηκαν τα αδέρφια τους που
ουρλιά ζουν τα πλή θη καμπά νες χά θηκαν
ηχού νε πολεμώ ντας και πικρά θηκαν
κι ο ύ μνος σου τραντά ζει το ναό  
Ποιος στ' αλή θεια είμαι εγώ και Περή φανοι ό λοι με γενναία
πού πά ω καρδιά
με χίλιες δυο εικό νες στο μυαλό πολεμού σαν για τη λευτεριά
οι προβολείς με στραβώ νουν και Γι αυτό πολεμή σανε και φτιά ξαν
πά ω παιδιά
και γονατίζω και το αίμα σου για να ζή σουν μες τη λευτεριά
φιλώ  
Και βγή καν λεβέντες με γενναία
καρδιά
σαν τους πατερά δες τους κι αυτά
και πά νω σ' αυτή τη σκέψη
ή συχοι πια
κοιμηθή καν για παντοτινά
 Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί Τσάμικος

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί


τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί Στα κακοτρά χαλα τα βουνά
και 'μεις γελούσαμε στις με το σουρά βλι και το ζουρνά
γειτονιές πά νω στην πέτρα την αγιασμένη
την πρώτη μέρα χορεύ ουν τώ ρα τρεις
 
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί αντρειωμένοι.
αδέρφια πήραν οι οχτροί Ο Νικηφό ρος κι ο Διγενή ς
και μεις κοιτούσαμε τις κι ο γιος της Άννας της Κομνηνή ς.
κοπελιές
την άλλη μέρα
 
Δική τους είναι μια φλού δα γης
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί για να γλιτώ σουν αυτή τη
και μεις φωνάζαμε στα φλού δα
σκοτεινά
την τρίτη μέρα απ’ το τσακά λι και την αρκού δα.
  Δες πώ ς χορεύ ει ο Νικηταρά ς
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί κι αηδό νι γίνεται ο ταμπουρά ς.
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
και μεις τα πήραμε για
φυλαχτά Από την Ήπειρο στο Μοριά
την άλλη μέρα κι απ’ το σκοτά δι στη λευτεριά
  το πανηγύ ρι κρατά ει χρό νια
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
στα μαρμαρένια του χά ρου
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
και μεις γελούσαμε σαν τα αλώ νια.
παιδιά Κριτή ς κι αφέντης είν’ ο Θεό ς
την πέμπτη μέρα και δραγουμά νος του ο λαό ς.
 
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
και μεις φωνάζαμε ζήτω και
γεια
σαν κάθε μέρα

You might also like