You are on page 1of 16

ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ1

Τίποτε δεν απεχθάνεται η γνώση όσο την υπέρµετρη πονηρία.


2
ΣΕΝΕΚΑΣ

Λίγο µετά την δύση του ηλίου, στο Παρίσι του 18.., ένα ανεµόδαρτο απόβραδο του
Φθινοπώρου, απολάµβανα την διπλή πολυτέλεια του στοχασµού και µιας πήλινης
πίπας, συντροφεύοντας τον φίλο µου Σ. Αύγουστο Ντυπέν, στην µικρή βιβλιοθήκη
του, au troisiême[στον τρίτο όροφο], στον αριθµό 33 της Οδού Ντυνώ, στην περιοχή
Φοµπούργκ Σαιν Ζερµέν. Απ’ εδώ και µία ώρα τουλάχιστον σιωπούσαµε,
αφοσιωµένοι αποκλειστικά – θα έλεγε όποιος µας έβλεπε – στην µελέτη των
στροβίλων του καπνού, που φόρτωνε την ατµόσφαιρα του δωµατίου. Εν τούτοις, εγώ
σκεπτόµουν συνεχώς τα όσα κουβεντιάζαµε νωρίς το απόγευµα. Εννοώ την υπόθεση
της Οδού Μοργκ, και το µυστήριο που κάλυπτε την δολοφονία της Μαρί Ροζέ. Γι’
αυτό, όταν άνοιξε διάπλατα η πόρτα και µπήκε µέσα ένας παλιός γνωστός µας, ο
Μεσιέ Γκ., ∆ιευθυντής της Παρισινής Αστυνοµίας, δεν το θεώρησα εντελώς τυχαίο.
Καλωσορίσαµε εγκάρδια αυτόν τον τόσο ευχάριστο όσο και απωθητικό άνθρωπο,
που είχαµε να δούµε αρκετά χρόνια. Ήταν σκοτεινά, και ο Ντυπέν ενώ σηκώθηκε
σκοπεύοντας ν’ ανάψει µια λάµπα, σταµάτησε και ξανακάθισε αµέσως, ακούγοντας
τον Γκ. να λέει πως είχε έρθει για να µας συµβουλευθεί – ή µάλλον για να πάρει την
γνώµη του φίλου µου - για κάποια υπηρεσιακή υπόθεση, που του είχε δηµιουργήσει
µεγάλο πρόβληµα.
«Αν πρόκειται για υπόθεση που χρειάζεται σκέψη» παρατήρησε ο Ντυπέν,
αποφεύγοντας ν’ ανάψει το φυτίλι, «θα την εξετάσουµε καλύτερα στο σκοτάδι».
«Είναι κι αυτή µία από τις αλλόκοτες συνήθειές σας» είπε ο ∆ιευθυντής, που
χαρακτήριζε ‘αλλόκοτο’ ό,τι δεν µπορούσε να καταλάβει, µε αποτέλεσµα να ζει
µονίµως κυκλωµένος από στρατιές ‘αλλόκοτων’ πραγµάτων.
«Όντως» είπε ο Ντυπέν, ενώ εφοδίαζε τον επισκέπτη του µε µια πίπα, κι έσπρωχνε
προς το µέρος του ένα αναπαυτικό κάθισµα.
«Λοιπόν, τι πρόβληµα προέκυψε;» ρώτησα εγώ. «Ελπίζω όχι καµιά δολοφονία».
«Τίποτε παρόµοιο. Είναι γεγονός πως πρόκειται για πολύ απλή υπόθεση εν τέλει,
και δεν έχω αµφιβολία πως θα την φέρουµε σε πέρας µόνοι µας. Όµως σκέφτηκα πως
ο Ντυπέν θα ήθελε πολύ ν’ ακούσει τις λεπτοµέρειές της, γιατί είναι εξαιρετικά
αλλόκοτη».
«Απλή και αλλόκοτη» είπε ο Ντυπέν.
«Κάπως έτσι. Αλλά ούτε εντελώς απλή ούτε εντελώς αλλόκοτη. Είναι γεγονός, πως
πρόκειται για πολύ απλή υπόθεση. Ωστόσο µας έχει φέρει σε µεγάλη αµηχανία».
«Ίσως επειδή είναι πολύ απλή» είπε ο φίλος µου.
«Τι κουταµάρα ήταν αυτή που είπατε!" αποκρίθηκε ο ∆ιευθυντής, γελώντας µε την
καρδιά του.
«Ίσως το µυστήριο να είναι αρκετά ξεκάθαρο» είπε ο Ντυπέν.
«Έλα Παναγία µου! Πού ακούστηκε τέτοιο πράγµα!»
« Αρκετά αυτονόητο».
«Χα! χα! χα — χα! χα! χα! — χο! χο! χο!» βρυχήθηκε ο επισκέπτης µας, που
φαινόταν να το διασκεδάζει. «Σε καλό σας, Ντυπέν, θα µε σκοτώσετε µ’ αυτά που
λέτε!»
«Τελικά, τι δεδοµένα έχουµε;» ρώτησα.
«Ναι˙ θα σας πω» αποκρίθηκε ο ∆ιευθυντής. Τράβηξε µια γερή, στοχαστική
ρουφηξιά από την πίπα του, βολεύτηκε στο κάθισµά του, και συνέχισε: «Θα είµαι
σύντοµος. Όµως πριν αρχίσω, επιστρέψτε µου να σας επιστήσω την προσοχή στο
γεγονός πως πρόκειται για υπόθεση εξαιρετικά απόρρητη, και πως θα µπορούσα να
χάσω την θέση µου, αν µαθευόταν πως την εµπιστεύθηκα σε οποιονδήποτε».
«Συνεχίστε» είπα εγώ.
«Ή µην συνεχίζετε» συµπλήρωσε ο Ντυπέν.
«Ας είναι. Υψηλά κλιµάκια µε πληροφόρησαν πως κάποιο έγγραφο υψίστης
σηµασίας εκλάπη από τα βασιλικά διαµερίσµατα. Το πρόσωπο που το έκλεψε είναι
γνωστό˙ δεν υπάρχει αµφιβολία. Τον είδαν να το κάνει. Επίσης, γνωρίζουµε πως το
έγγραφό βρίσκεται ακόµη στην κατοχή του».
«Πώς το γνωρίζετε;» ρώτησε ο Ντυπέν.
«Συνάγεται σαφώς από την φύση του εγγράφου» είπε ο ∆ιευθυντής, «καθώς και
από την απουσία των πολύ συγκεκριµένων συνεπειών, που θα εκδηλώνονταν αµέσως,
αν δεν βρισκόταν στην κατοχή του κλέφτη. Σαν να λέµε, η χρησιµοποίησή του από
κάποιον άλλον, µε τον τρόπο που κάποτε θα το χρησιµοποιήσει οπωσδήποτε
εκείνος».
«Γίνετε λίγο πιο σαφής» είπα εγώ.
«Ξέρετε, δεν µπορώ να πω τίποτε περισσότερο από το γεγονός πως το
συγκεκριµένο έγγραφο, εξασφαλίζει στον κάτοχό του συγκεκριµένη εξουσία.
Συµβαίνει δε, στο συγκεκριµένο κλιµάκιο, όπου µπορεί να την ασκήσει, η δύναµη
αυτής της εξουσίας να είναι τεράστια». Ο ∆ιευθυντής τα κατάφερνε µια χαρά µε την
αργκό της διπλωµατίας.
«Συνεχίζω να µην καταλαβαίνω» είπε ο Ντυπέν.
«Ακόµη; Πάει καλά. Αν κάποιος τρίτος, τον οποίο δεν θα κατονοµάσω, δει το
έγγραφο, θα δηµιουργηθούν υπόνοιες για την τιµή ενός προσώπου µε εξαιρετικά
υψηλό αξίωµα. Το γεγονός αυτό παρέχει στον κάτοχο του εγγράφου εξουσία επί του
επιφανούς προσώπου, του οποίου η τιµή και η γαλήνη διακυβεύονται δριµύτατα».
«Όµως αυτή η εξουσία εξαρτάται από το κατά πόσον είναι γνωστό στον άρπαγα
πως ο ζηµιωθείς τον γνωρίζει» είπα εγώ. «Ποιος θα τολµούσε...»
«Ο κλέφτης» είπε ο Γκ., «είναι ο Υπουργός Ντ., που τολµά τα πάντα: τόσο τα
ανάρµοστα όσο και τα προσήκοντα σε άνθρωπο. Η µέθοδος της κλοπής ήταν και
ευφυής και τολµηρή. Το συγκεκριµένο έγγραφο —γράµµα, για την ακρίβεια — το
πήρε το ζηµιωθέν πρόσωπο, ενώ βρισκόταν µόνη στο βασιλικό boudoir[ενδιαίτηµα].
Είχε αρχίσει να το ανοίγει, όταν ξαφνικά την διέκοψε η είσοδος ενός άλλου
προσώπου µε εξαιρετικά υψηλό αξίωµα, από το οποίο ίσα-ίσα θα ήθελε να το κρύψει.
Αφού πάσχισε βιαστικά - και µάταια - να το παραχώσει σε κάποιο συρτάρι, κατέληξε
να το αφήσει - έτσι ανοιχτό όπως ήταν - σ’ ένα τραπέζι. Καθώς το όνοµα του
παραλήπτη βρισκόταν πάνω-πάνω, και το περιεχόµενο δεν φαινόταν, πέρασε
απαρατήρητο. Εκείνη ακριβώς την στιγµή µπαίνει ο Υπουργός Ντ. Το αρπακτικό
βλέµµα του εντοπίζει αµέσως το γράµµα, αναγνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα,
παρατηρεί την σύγχυση του παραλήπτη, και καταλαβαίνει το µυστικό της. Αφού
εξέθεσε ορισµένες διοικητικές υποθέσεις, βιαστικά όπως πάντα, βγάζει ένα γράµµα
που έµοιαζε κάπως µε το επίµαχο, το ανοίγει, προσποιείται πως το διαβάζει, και
ύστερα το αφήνει δίπλα στο άλλο. Αρχίζει πάλι να µιλάει για τις δηµόσιες υποθέσεις˙
ένα τέταρτο περίπου. Τέλος, ετοιµάζεται να φύγει παίρνοντας από το τραπέζι το
γράµµα που δεν είχε κανένα δικαίωµα ν’ αγγίξει. Ο νόµιµος κάτοχός του το
παρατήρησε, µα φυσικά δεν τόλµησε να επισηµάνει την πράξη, αφού το τρίτο
πρόσωπο στεκόταν πλάι της. Ο Υπουργός αποχώρησε εγκαταλείποντας το δικό του –
εντελώς ασήµαντο - γράµµα στο τραπέζι».
«Να ’σου, λοιπόν, το κλειδί της εξουσίας» είπε ο Ντυπέν γυρίζοντας σε µένα. «Ο
κλέφτης γνωρίζει πως τον γνωρίζει το θύµα της κλοπής».
«Ναι» συµφώνησε ο ∆ιευθυντής. «Στο µεταξύ διάστηµα, αυτή η εξουσία
χρησιµοποιήθηκε για πολιτικούς σκοπούς, και µάλιστα σε βαθµό που καταντά
επικίνδυνος. Μέρα τη µέρα, το πρόσωπο από το οποίο εκλάπη το γράµµα,
βεβαιώνεται όλο και περισσότερο πως πρέπει να το πάρει πίσω. Φυσικά, κάτι τέτοιο
δεν µπορεί να γίνει φανερά. Στο τέλος απελπίστηκε και εµπιστεύθηκε την υπόθεση σε
µένα».
«Και είναι αλήθεια πως κανείς δεν θα µπορούσε να φανταστεί – πόσο µάλλον να
ελπίσει – πιο συνετό εντολοδόχο» είπε ο Ντυπέν, χωµένος σε µιαν άψογη δίνη
καπνού.
«Με κολακεύετε» αποκρίθηκε ο ∆ιευθυντής, «όµως ίσως να µην σκέπτονται όλοι
το ίδιο».
«Είναι πασιφανές - όπως άλλωστε το επισηµάνατε – πως το γράµµα το έχει ακόµη
ο Υπουργός» είπα εγώ. «Η δύναµή του οφείλεται στην κατοχή και όχι στην
χρησιµοποίησή του. Από την στιγµή που θα χρησιµοποιηθεί, η δύναµη αυτή θα είναι
πια παρελθόν».
«Όντως» είπε ο Γκ. «Με αυτό το δεδοµένο κινήθηκα. Το πρώτο πράγµα που
φρόντισα ήταν να ερευνήσω απ’ άκρη σ’ άκρη το σπίτι του Υπουργού. Το
σηµαντικότερο κώλυµα στην προκειµένη περίπτωση ήταν πως η έρευνα έπρεπε να
γίνει εν αγνοία του. Το κυριότερο, µου είχαν επισηµάνει πόσο επικίνδυνο θα ήταν να
υποπτευθεί το σχέδιό µας».
«Μα εσείς είστε au fait [ειδήµονες] σε τέτοιες έρευνες» είπα εγώ. «Η Παρισινή
Αστυνοµία το έχει ξανακάνει ουκ ολίγες φορές».
«Φυσικά. Και γι’ αυτό δεν απελπίστηκα. Επιπλέον, οι συνήθειες του Υπουργού
µου εξασφάλισαν ένα σοβαρό πλεονέκτηµα. Συχνά, λείπει από το σπίτι όλη-νύχτα.
Υπηρέτες δεν έχει πολλούς. Κοιµούνται αρκετά µακριά από το διαµέρισµά του, κι
επειδή είναι ως επί το πλείστον Ναπολιτάνοι, µεθούν πολύ πρόθυµα. Όπως ξέρετε,
εγώ έχω κλειδιά, µε τα οποία µπορώ να παραβιάσω οποιαδήποτε πόρτα στο Παρίσι.
Επί τρεις µήνες, δεν πέρασε νύχτα, που να µην ξηµερωθώ ψάχνοντας κάθε γωνιά στο
σπίτι του Ντ. Καταλαβαίνετε πως διακυβεύεται η υπόληψή µου, και – για να σας πω
την κρυφή µου αλήθεια – η αµοιβή είναι τεράστια. Γι’ αυτό δεν σταµάτησα να
ψάχνω, ώσπου βεβαιώθηκα απολύτως πως ο κλέφτης είναι δαιµόνιος από εµένα.
Θαρρώ πως ψιλοκοσκίνισα πόντο πόντο το κτίριο, κάθε άκρη, κάθε γωνιά, που θα
µπορούσε να είχε κρύψει το γράµµα».
«∆εδοµένου ότι είναι απολύτως βέβαιο πως βρίσκεται στην κατοχή του Υπουργού,
δεν θα µπορούσε να το είχε κρύψει αλλού, και όχι στο σπίτι του;» αντέτεινα.
«Είναι µάλλον απίθανο» είπε ο Ντυπέν. «Οι εξαιρετικές συνθήκες που επικρατούν
στις υποθέσεις της Αυλής, και ειδικά οι µηχανορραφίες στις οποίες είναι γνωστό πως
έχει επιδοθεί ο Ντ., του επιβάλουν να το έχει πάντα πρόχειρο, να µπορεί να το δείξει
οποιαδήποτε στιγµή. Η δυνατότητα αυτή είναι τόσο σηµαντική όσο και η κατοχή του
καθαυτή».
«Να µπορεί να το δείξει;» είπα εγώ.
«Σαν να λέµε, να το καταστρέψει» συµπλήρωσε ο Ντυπέν.
«Όντως» παρατήρησα. «Τότε είναι προφανές πως το έγγραφο βρίσκεται στο σπίτι
του. Την περίπτωση να το έχει επάνω του, νοµίζω πως δεν θα πρέπει καν να την
εξετάσουµε».
«Οπωσδήποτε» είπε ο ∆ιευθυντής. «Μέχρι στιγµής τον λήστεψαν δυο φορές στον
δρόµο. ∆υο φορές τον έψαξαν σχολαστικά, υπό την εποπτεία µου».
«∆εν χρειαζόταν να µπείτε στον κόπο» είπε ο Ντυπέν. «Υποθέτω πως ο Ντ. δεν
είναι όλως δι’ όλου ανόητος. Κι αν όντως ισχύει αυτό, θα είχε οπωσδήποτε θεωρήσει
τέτοιου είδους ληστείες, µέσα στο πρόγραµµα».
«Όλως δι’ όλου ανόητος όχι» είπε ο Γκ. «Είναι όµως ποιητής, πράγµα που κατά
την γνώµη µου δεν διαφέρει και πολύ».
«Σωστά» είπε ο Ντυπέν, αφού τράβηξε µια µακρόσυρτη και στοχαστική ρουφηξιά
πήλινη πίπα του, «παρόλο που υπήρξα κι εγώ ένοχος ορισµένων... στιχουργηµάτων».
«Υποθέτω πως θα µπορούσατε να εκθέσετε τις λεπτοµέρειες των ερευνών σας»
είπα εγώ.
«Είναι γεγονός πως ενεργήσαµε αργά και µεθοδικά˙ ψάξαµε παντού. Έχω µεγάλη
πείρα από τέτοιες υποθέσεις. Έφερα βόλτα όλο το οίκηµα, δωµάτιο-δωµάτιο˙
αφιερώνοντας επτά ολόκληρες νύχτες στο καθένα. Πρώτα ερευνήσαµε τα έπιπλα.
Ανοίξαµε οτιδήποτε θα µπορούσε να ήταν συρτάρι, και υποθέτω πως γνωρίζετε ότι
ένας κατάλληλα εκπαιδευµένος αστυνοµικός, δεν αφήνει ποτέ να του ξεφύγουν
κρυφά συρτάρια. Είναι βλαξ όποιος επιτρέπει να του διαφύγουν κρυφά συρτάρια σε
έρευνες παροµοίου τύπου. Η όλο πράγµα είναι εξαιρετικά απλό. Το ερµάριο θα πρέπει
οπωσδήποτε να κάνει µπούγιο, να καταλαµβάνει κάποιο χώρο. Εξάλλου
εφαρµόζουµε ακριβέστατες µεθόδους. ∆εν µας διαφεύγει ούτε χιλιοστό του
χιλιοστού. Μετά τα ερµάρια πιάσαµε τις καρέκλες. Τα µαξιλάρια των καθισµάτων τα
εξετάσαµε εξονυχιστικά µε κείνες τις λεπτές µακριές βελόνες, που έχετε ήδη δει να
χρησιµοποιώ. Από τα τραπέζια αφαιρέσαµε τις επιφάνειες».
«Γιατί αυτό;»
«Ορισµένες φορές η επιφάνεια ενός τραπεζιού, ή άλλου επίπλου µε παρόµοια
κατασκευή, έχει αφαιρεθεί από αυτόν που θέλει να κρύψει κάποιο αντικείµενο. Ο
δράστης σκάβει το πόδι, τοποθετεί το αντικείµενο στην κοιλότητα που
δηµιουργήθηκε, και ξαναβάζει την επιφάνεια του τραπεζιού στην θέση της. Το ίδιο
κάναµε µε τις βάσεις και τα στέγαστρα των κρεβατιών».
«Μα οι κοιλότητες δεν θα µπορούσαν να εντοπιστούν µε τον ήχο;» ρώτησα.
«Σε καµία περίπτωση, αν, όταν τοποθετήθηκε εκεί το αντικείµενο, περιτυλίχθηκε
µε επαρκή ποσότητα βαµβακιού. Εξάλλου, στην περίπτωσή µας, ήµαστε
υποχρεωµένοι να ενεργήσουµε χωρίς τον παραµικρό θόρυβο».
«∆εν µπορεί όµως να µετακινήσατε — δεν µπορεί να διαλύσατε όλα τα έπιπλα στα
οποία υπήρχε περίπτωση να έχει κρυφτεί κάτι µε τον τρόπο που αναφέρατε. Ένα
γράµµα µπορεί να γίνει ένας κύλινδρος τόσο λεπτός όσο µια βελόνα του πλεξίµατος,
και µε αυτήν την µορφή να τοποθετηθεί στο εσωτερικό του πλαισίου µιας καρέκλας,
ας πούµε. ∆εν διαλύσατε όλες τις καρέκλες;»
«Για την ακρίβεια, όχι. Κάναµε όµως κάτι καλύτερο. Εξετάσαµε τα πλαίσια όλων
των καρεκλών του οικήµατος, κι ακόµη ακόµη τους αρµούς κάθε είδους επίπλου, µε
την βοήθεια ενός πολύ ισχυρού µικροσκοπίου. Αν υπήρχε το παραµικρό ίχνος
πρόσφατης επέµβασης, η παρουσία του θα ήταν αδύνατον να µας ξεφύγει από την
πρώτη κιόλας στιγµή. Ακόµη και το µικρότερο ρίνισµα ξύλου, λόγου χάρη, θα
φαινόταν τεράστιο σαν µήλο. Κάθε ανωµαλία στην σύνδεση — κάθε ασυνήθιστο
κενό στην επαφή των µερών του επίπλου — θα αρκούσε για να δικαιολογήσει την
έρευνα».
«Υποθέτω πως κοιτάξατε τους καθρέφτες, ανάµεσα στα ράφια και στα γυαλικά,
όπως επίσης τα κρεβάτια, τα στρωσίδια, τις κουρτίνες και τα χαλιά».
«Αυτό ακριβώς. Κι όταν εξαντλήσαµε κάθε έπιπλο, όταν ολοκληρώσαµε την
εξαντλητική έρευνά τους, περιλάβαµε αυτό καθεαυτό το κτίσµα. Χωρίσαµε το
σύνολο της επιφανείας του σε τµήµατα, τα οποία αριθµήσαµε, ώστε να µην
παραλείψουµε κανένα. Ύστερα εξετάσαµε προσεκτικά κάθε τετραγωνικό χιλιοστό
της εγκατάστασης, συµπεριλαµβανοµένων των δύο εφαπτόµενων σπιτιών˙ µε το
µικροσκόπιο, όπως προηγουµένως».
«Και τα δυο εφαπτόµενα σπίτια!» αναφώνησα. «Μα εσείς πρέπει να τραβήξατε τα
µύρια όσα».
«Τα τραβήξαµε, αλλά η αµοιβή είναι πραγµατικά κολοσσιαία!»
«Συµπεριλάβατε και τους ακάλυπτους χώρους των σπιτιών;»
«Οι ακάλυπτοι είναι όλοι στρωµένοι µε πλάκες. Μας προβληµάτισαν σχετικά
ελάχιστα. Εξετάσαµε τα βρύα ανάµεσα στις πλάκες και τις βρήκαµε ανέπαφες».
"Φυσικά κοιτάξατε ανάµεσα στα έγραφα του Ντ., και στα βιβλία της βιβλιοθήκης».
«Οπωσδήποτε. Ανοίξαµε κάθε δεσµίδα, κάθε πακέτο, κι όχι µόνο ανοίξαµε όλα τα
βιβλία, αλλά ξεφυλλίσαµε και τον τελευταίο τόµο, αρνούµενοι να ικανοποιηθούµε µε
ένα απλό τίναγµα, όπως συνηθίζουν ορισµένοι από τους Αστυνοµικούς µας.
Επιπλέον, µετρήσαµε το πάχος των καλυµµάτων, µε απόλυτη προσοχή και ακρίβεια,
και τα υποβάλαµε ένα στην πλέον επίµονη έρευνα µε το µικροσκόπιο. Αν είχε γίνει
οποιαδήποτε επέµβαση στην βιβλιοδεσία προσφάτως, θα ήταν απολύτως αδύνατον να
διαφύγει της προσοχής µας. Πέντε ή έξι τόµους, που µόλις είχαν βγει από το χέρι του
βιβλιοδέτη, τα ξεσκονίσαµε πόντο πόντο µε τις βελόνες».
«Εξερευνήσατε και τα πατώµατα κάτω από τα χαλιά;»
«Μα φυσικά. Σηκώσαµε όλα τα χαλιά, και εξετάσαµε τα σανίδια µε το
µικροσκόπιο».
«Και την χάρτινη ταπετσαρία στους τοίχους;»
«Ναι»
«Στα κελάρια κοιτάξατε;»
«Κοιτάξαµε».
«Τότε κάνατε λάθος υπολογισµό» είπα εγώ. «Το γράµµα δεν βρίσκεται στους
χώρους που υποθέσατε».
«Πολύ φοβάµαι πως έχετε δίκιο» είπε ο ∆ιευθυντής. «Λοιπόν, Ντυπέν, τι µε
συµβουλεύετε να κάνω τώρα;»
«Να ερευνήσετε ξανά τους χώρους».
«Είναι απόλυτα µάταιο» απάντησε ο Γκ. «Το γράµµα δεν βρίσκεται στο Σπίτι.
Είµαι σίγουρος γι’ αυτό˙ όπως σας βλέπω και µε βλέπετε».
«Καλύτερη συµβουλή δεν έχω να σας δώσω» είπε ο Ντυπέν. «Υποθέτω πως το
δίχως άλλο θα διαθέτετε την ακριβή περιγραφή του γράµµατος».
«Μα βέβαια!» Στο σηµείο αυτό, ο ∆ιευθυντής έβγαλε ένα σηµειωµατάριο και
άρχισε να διαβάζει δυνατά µια λεπτοµερή περιγραφή του περιεχοµένου και της
µορφής – ιδίως αυτής – του εξαφανισµένου γράµµατος. Αµέσως µόλις τελείωσε την
ανάγνωση της περιγραφής, βγήκε από το δωµάτιο. ∆εν είχα ξαναδεί ποτέ τον
αξιοπρεπή αυτόν άνθρωπο τόσο αγχωµένο».
Περίπου έναν µήνα αργότερα, µας έκανε άλλη µιαν επίσκεψη, βρίσκοντάς µας στις
ίδιες σχεδόν θέσεις. Πήρε µια πίπα, έπιασε µια πολυθρόνα κι αρχίσαµε να
κουβεντιάζουµε περί ανέµων και υδάτων. Πέρασε λίγη ώρα, και ξαφνικά είπα:
«Καλά όλα αυτά. Με το κλεµµένο γράµµα τι έγινε, αγαπητέ Γκ.; Υποθέτω πως
τελικά το πήρατε απόφαση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλετε πέρα µε τον
Υπουργό»
«Ναι, που να τον πάρει ο διάβολος! Όπως και να ’χει ακολούθησα την συµβουλή
του Ντυπέν κι έκανα άλλη µιαν έρευνα. Χαµένος κόπος! Το ήξερα από την αρχή».
«Και πόση είπατε πως είναι η αµοιβή που προσφέρουν;» ρώτησε ο Ντυπέν.
«Τι να σας πω, µεγάλη, πολύ µεγάλη, άκρως απλόχερη! ∆εν θα ήθελα να αναφέρω
ακριβές ποσό. Ένα θα σας πω όµως. ∆εν θα µου έκανε τίποτε να δώσω προσωπική
επιταγή πενήντα χιλιάδων Φράγκων σε όποιον µου έβρισκε εκείνο το γράµµα. Το
ζήτηµα είναι πως µέρα µε τη µέρα αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.
Πρόσφατα η αµοιβή διπλασιάστηκε. Όπως και να ’ναι όµως, ακόµη κι αν
τριπλασιαζόταν, πάλι δεν θα µπορούσα να κάνω τίποτε».
«Ναι, κατά κάποιον τρόπο» είπε ο Ντυπέν, σέρνοντας τις λέξεις ανάµεσα στους
καπνούς της πήλινης πίπας του. «Πραγµατικά... νοµίζω... Γκ., δεν προσπαθήσατε
αρκετά... δεν φτάσατε αρκετά µακριά σ’ αυτήν την υπόθεση. Σκέφτοµαι πως... κάτι
παραπάνω θα µπορούσατε να κάνετε, ε;»
«Πώς; Με ποιο τρόπο;»
«Να... πάφα πούφα... θα µπορούσατε... πάφα πούφα... θα µπορούσατε, λέω - έτσι
δεν είναι; - να ζητήσετε κάποια συµβουλή... Πάφα πούφα και ξαναπάφα πούφα.
Θυµάστε εκείνη την ιστορία που λένε για τον Αµπέρνεθυ;» 3
«Όχι. ∆εν πάει στο διάβολο ο Αµπέρνεθυ!»
«Αµέσως! Στο διάβολο κι ακόµη παραπέρα. Στο µεταξύ - µια φορά κι έναν καιρό -
κάποιος πλούσιος τσιγκούνης έβαλε µε τον νου του να ξεγελάσει αυτόν τον
Αµπέρνεθυ και να του πάρει χωρίς αµοιβή την ιατρική του συµβουλή. Του έπιασε
λοιπόν κουβέντα ως εξ επί τούτου σε µια φιλική συγκέντρωση. Από δω τον είχε, από
κει τον είχε, πέταξε στον γιατρό την περίπτωσή του, τάχα πως απασχολούσε κάποιον
φανταστικό γνωστό του.
» ‘Ας υποθέσουµε πως του συµβαίνει το και το’ είπε ο τσιγκούνης. ‘Σύµφωνα µε
τα συµπτώµατα, γιατρέ µου, τι πρέπει να πάρει;»
» ‘Τι να πάρει!’ είπε ο Αµπέρνεθυ. ‘Θέλει και ρώτηµα; Συµβουλή από γιατρό,
βέβαια!’».
«Μα εγώ είµαι απόλυτα διατεθειµένος να πάρω συµβουλή, και να την πληρώσω»
είπε ο ∆ιευθυντής, κάπως αναστατωµένος. «Όντως θα έδινα πενήντα χιλιάδες Φράγκα
σ’ αυτόν που θα µε βοηθούσε να φέρω σε πέρας την υπόθεση».
«Είναι έτσι» µπορείτε κάλλιστα να µου συµπληρώσετε µιαν επιταγή µε το
προαναφερθέν ποσό» απάντησε ο Ντυπέν, ανοίγοντας ένα συρτάρι και βγάζοντας ένα
βιβλιάριο επιταγών. «Όταν την υπογράψετε, θα σας παραδώσω το γράµµα».
Εγώ κοκάλωσα. Ο ∆ιευθυντής έµεινε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. ∆εν µπορούσε
ούτε να µιλήσει ούτε να κινηθεί. Απλά κοίταζε τον φίλο µου µε το στόµα ορθάνοιχτο,
και τα µάτια έτοιµα να πεταχτούν από τις κόχες τους. Ύστερα, καταφέρνοντας ν’
ανακτήσει εν µέρει τον έλεγχο του εαυτού του, άρπαξε µια πένα, κόµπιασε,
ξανακόµπιασε, τρεµόπαιξε το άδειο βλέµµα του κάµποσες φορές, ώσπου στο τέλος,
συµπλήρωσε την επιταγή των πενήντα χιλιάδων Φράγκων, την υπέγραψε, και την
άφησε στο γραφείο, µπροστά στον Ντυπέν. Εκείνος την εξέτασε προσεκτικά και την
τοποθέτησε στο πορτοφόλι του. Ύστερα, ξεκλείδωσε ένα escritoire[προσωπικό
γραφείο], πήρε από µέσα ένα γράµµα και το έδωσε στον ∆ιευθυντή. Ο αξιωµατούχος
το άρπαξε µε λαχτάρα, το άνοιξε µε τρεµάµενα χέρια, έριξε µια γρήγορη µατιά στο
περιεχόµενο, και διαγράφοντας µια τεθλασµένη, αγωνιώδη πορεία µέχρι την πόρτα,
κατάφερε να χυθεί έξω απ’ το δωµάτιο, έξω από το σπίτι, δίχως περαιτέρω
τυπικότητες, δίχως µια λέξη, ολότελα βουβός απ’ την στιγµή που ο Ντυπέν του
ζήτησε να συµπληρώσει την επιταγή.
Όταν έφυγε, ο φίλος µου προχώρησε σε εξηγήσεις.
«Η παρισινή Αστυνοµία είναι µε τον τρόπο της εξαιρετικά ικανή» είπε. Οι άνδρες
της είναι επίµονοι, επινοητικοί, πανούργοι, και καλά καταρτισµένοι στους τοµείς µε
τους οποίους συνδέονται άµεσα τα καθήκοντά τους. Έτσι, όταν ο Γκ. µας έδωσε την
λεπτοµερή περιγραφή του τρόπου µε τον οποίο ερεύνησε το σπίτι του Ντ., ένοιωσα
απόλυτα βέβαιος πως είχε διενεργήσει µιαν ικανοποιητικότατη έρευνα˙ τουλάχιστον
στον βαθµό που περνούσε από το χέρι του».
«Στον βαθµό που περνούσε από το χέρι του;» τον διέκοψα.
«Ναι» συνέχισε εκείνος. «Τα µέτρα που πάρθηκαν δεν ήταν µόνο τα καλύτερα στο
είδος τους, αλλά επιπλέον εφαρµόστηκαν και µε πλήρη µεθοδικότητα. Αν το γράµµα
ήταν κρυµµένο µέσα στα όρια της περιοχής που ερευνούσαν, οι φίλοι µας θα το είχαν
εντοπίσει οπωσδήποτε. ∆εν αµφιβάλω γι’ αυτό».
Απλά γέλασα, όµως εκείνος δεν έχασε ούτε στιγµή το σοβαρό του ύφος,
προφέροντας αυτά τα λόγια.
«Τα µέτρα, λοιπόν, ανήκαν στο κατάλληλο είδος και εφαρµόστηκαν σωστά»
συνέχισε. «Το πρόβληµα βρίσκεται στο γεγονός πως δεν ταίριαζαν στην υπόθεση και
στον συγκεκριµένο άνθρωπο. Όσο για τον ∆ιευθυντή... Είναι εξαιρετικά ευφυής.
Όµως η επινοητικότητά του συνιστά ένα είδος προκρούστειας κλίνης, στην οποία
προσαρµόζει µε το ζόρι την τακτική του. Ωστόσο, προσπαθώντας να είναι πότε πολύ
βαθύς και πότε πολύ ρηχός, ανάλογα µε την κάθε υπόθεση, κάνει πάντα λάθος.
Ακόµη κι ένας µαθητής έχει περισσότερο µέτρο στην σκέψη του. Γνώρισα κάποτε
έναν οκτάχρονο, του οποίου η ικανότητα να προβλέπει σωστά στα ‘µονά ζυγά’ είχε
προσελκύσει την προσοχή όλων. Το παιχνίδι είναι απλό και παίζεται µε βώλους. Ο
ένας παίκτης κρατά στο χέρι του µερικά τέτοια παιχνιδάκια και απαιτεί από τον
άλλον παίκτη να του πει αν έχουν µονά ή ζυγό αριθµό. Αν ο τελευταίος υποθέσει
σωστά, κερδίζει ένα βώλο. Αν υποθέσει λάθος χάνει έναν. Το αγόρι στο οποίο
αναφέροµαι κέρδισε όλους τους βώλους του σχολείου. Φυσικά είχε κάποιον αρχή
στον τρόπο µε τον οποίο έκανε τις υποθέσεις του. Και η αρχή αυτή έγκειται απλά
στην παρατήρηση και την συνεκτίµηση της εξυπνάδας των αντιπάλων του. Έστω,
λόγου χάρην, πως ο αντίπαλός του είναι αδιόρθωτα αγαθιάρης. Κλείνει το χέρι του
λοιπόν και τον ρωτά: ‘Μονά ή ζυγά;’. Ο µαθητής µας απαντά ‘µονά’ και χάνει. Όµως
στον επόµενο γύρο κερδίζει, γιατί σκέπτεται: ‘Ο αγαθιάρης είχε ζυγά στον πρώτο
γύρο. Η µόνη πονηριά που µπορεί να περάσει από το µυαλό του είναι να βάλει µονά
στον δεύτερο. Γι’ αυτό κι εγώ θα πω µονά’. Λέει µονά και κερδίζει. Τώρα, αν ο
αγαθιάρης είναι µια σκάλα ικανότερος από τον πρώτο, το αγόρι θα κάνει τον εξής
συλλογισµό: ‘Ο φιλαράκος βλέπει που είπα µονά την πρώτη φορά, και το πρώτο
πράγµα που περνάει απ’ το µυαλό του είναι να βάλει την δεύτερη µονά, όπως ο
προηγούµενος. Το καλοσκέφτεται όµως, υποθέτει πως αυτή η αλλαγή παραείναι
απλή, κι έτσι καταλήγει να βάλει πάλι ζυγά. Γι’ αυτό κι εγώ θα πω ζυγά’. Λέει ζυγά
και κερδίζει. Τώρα, λοιπόν, σε τι θα µπορούσαµε να πούµε πως συνίσταται
ουσιαστικά ο τρόπος συλλογισµού του αγοριού, που οι συµµαθητές του
χαρακτηρίζουν ‘τυχερό’;»
«Απλούστατα, η ταύτιση της νοηµοσύνης του συλλογιζόµενου µε την νοηµοσύνη
του αντιπάλου» είπα.
«Αυτό είναι» είπε ο Ντυπέν. «Κι όταν βολιδοσκόπησα το αγόρι για να µάθω µε
ποιον τρόπο κατόρθωνε αυτήν την απόλυτη ταύτιση, στην οποία έγκειτο η επιτυχία
του, πήρα την ακόλουθη απάντηση: ‘Όταν θέλω να βρω πόσο σοφός ή βλάκας, πόσο
καλός ή κακός είναι κάποιος, ή ακόµη και τι σκέπτεται εκείνη την στιγµή, δίνω στο
πρόσωπό µου, όσο περισσότερο µπορώ, την έκφραση που έχει το δικό του, και
περιµένω να δω ποιες θα είναι οι ταιριαστές ή ανάλογες µε την έκφραση σκέψεις και
ποια τα συναισθήµατα που θα γεννηθούν στο µυαλό και την καρδιά µου’. Αυτή η
αντίδραση του µαθητή βρίσκεται στην βάση της επίπλαστης εµβρίθειας που
αποδίδουµε στον Λα Ροσφουκώ4 {Rochefoucaul}, τον Λα Μπρυγιέρ5 {La Bougive},
τον Μακιαβέλι6 και τον Καµπανέλα7».
«Και αν κατάλαβα καλά» είπα εγώ, «η ταύτιση της νοηµοσύνης του
συλλογιζόµενου µε την νοηµοσύνη του αντιπάλου εξαρτάται από την ακρίβεια µε την
οποία συνεκτιµάται η νοηµοσύνη του αντιπάλου».
«Επειδή ουσιαστικά από αυτήν εξαρτάται η πρακτική αξία της µεθόδου»
αποκρίθηκε ο Ντυπέν, «Γι’ αυτό ο ∆ιευθυντής και οι όµοιοί του συνήθως
αποτυγχάνουν. Πρώτα πρώτα, δεν θεωρούν εαυτούς υποχρεωµένους να προχωρήσουν
σε ταύτιση, κι έπειτα συνεκτιµούν άσχηµα ή µάλλον δεν συνεκτιµούν καθόλου την
νοηµοσύνη µε την οποία έχουν µπλέξει. Επικεντρώνουν την σκέψη τους
αποκλειστικά στα δικά τους διανοητικά ευρήµατα, κι όταν ψάχνουν κάτι κρυµµένο,
στο µυαλό τους έρχονται µόνο οι τρόποι µε τους οποίους θα το έκρυβαν οι ίδιοι. Και
δεν έχουν άδικο να σκέφτονται έτσι, αφού η εφευρετικότητά τους είναι πιστή
αναπαράσταση της εφευρετικότητας της µάζας. Όµως όταν η πονηριά του
συγκεκριµένου κακούργου ποικίλει σε σχέση µε την δική τους, οπωσδήποτε
µαταιώνει τα σχέδιά τους. Αυτό συµβαίνει κάθε φορά που είναι ανώτερη από την
δική τους, και αρκετά συχνά όταν είναι κατώτερη. Η αρχές στην βάση των οποίων
αναπτύσσουν τις έρευνές τους είναι αµετακίνητες. Στην καλύτερη περίπτωση, αν
τύχει και εξωθηθούν από κάποια ασυνήθιστη κατάσταση — κάποια εξαιρετική
επιβράβευση, δηλαδή — επεκτείνουν ή τραβούν από τα µαλλιά τις παλιές καλές
πρακτικές τους, χωρίς ν’ αγγίξουν στο ελάχιστο τις αρχές τους. Παραδείγµατος χάρην,
τι διαφορετικό έκαναν στην περίπτωση του Ντ.; Σε ποιο σηµείο διαφοροποίησαν
ουσιαστικά την πρακτική τους; Τι σηµαίνουν όλα αυτά τα τρυπήµατα και τα
ψαχουλέµατα, όλες αυτές οι ακροάσεις των αντηχήσεων και οι λεπτοµερείς
µικροσκοπήσεις, ο χωρισµός της επιφάνειας του κτηρίου σε αριθµηµένα τετραγωνικά
χιλιοστά, αν όχι υπερβολική διεύρυνση της εφαρµογής µιας αρχής ή ενός συνόλου
αρχών έρευνας, που βασίζονται µε την σειρά τους σε µια σειρά συγκεκριµένων
απόψεων για την ανθρώπινη επινοητικότητα, απόψεις στις οποίες ο ∆ιευθυντής
αναγκάστηκε να συνηθίσει, ως εκ της µακράς τριβής του µε το καθήκον; ∆εν το
βλέπεις; Θεωρεί δεδοµένο πως όποιος θέλει να εξαφανίσει ένα γράµµα, δεν θα πάρει
κατ’ ανάγκην το τρυπάνι ν’ ανοίξει µια τρύπα σ’ ένα καρεκλοπόδαρο και να το
κρύψει εκεί. Όχι, όχι˙ υπάρχουν και άλλα µέρη: κάποια απόµερη τρύπα ή γωνιά, η
οποία όµως του εµφανίζεται ως πιθανή κρυψώνα µέσα στο ίδιο διανοητικό πλαίσιο
που ωθεί κάποιον να πάρει ένα τρυπάνι, ν’ ανοίξει µια τρύπα σ’ ένα καρεκλοπόδαρο
και να παραχώσει εκεί ένα γράµµα. Και δε βλέπεις ακόµη πως κάτι τέτοιες recherchés
[ασυνήθιστες] γωνίτσες ταιριάζουν µόνο σε συνηθισµένες περιπτώσεις, και
χρησιµοποιούνται από ανθρώπους µε συνηθισµένη νοηµοσύνη; ∆ιότι, κάθε φορά που
κάποιος κρύβει κάτι, πρέπει εξ αρχής να δεχθούµε ως προφανές, να προϋποθέσουµε
ασυζητητί πως κάπου το έκρυψε, και µάλιστα µε recherché [ασυνήθιστο] τρόπο.
Συνεπώς, η ανακάλυψή του δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το δαιµόνιο, αλλά
αποκλειστικά από την επιµέλεια, την υποµονή και την αποφασιστικότητα αυτών που
το ψάχνουν. Κι αν η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα ή — πράγµα που φαντάζει το ίδιο
στα µάτια των αστυνοµικών — η αµοιβή δελεαστική, οι παραπάνω ικανότητες δεν
αποτυγχάνουν ποτέ. Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοούσα όταν έλεγα πως αν το κλεµµένο
γράµµα ήταν κρυµµένο µέσα στα όρια της περιοχής που ερευνούσε ο ∆ιευθυντής —
µ’ άλλα λόγια αν η αρχή στην βάση της οποίας έγινε η απόκρυψή του,
συµπεριλαµβανόταν στις αρχές του ∆ιευθυντή — η ανακάλυψή του θα ήταν
απολύτως βέβαιη. Όπως και να ’χει, ο συγκεκριµένος κρατικός λειτουργός περιήλθε
σε πλήρη αµηχανία, και η ήττα του πήγασε εξολοκλήρου από την υπόθεση πως ο
Υπουργός είναι βλαξ, µόνο και µόνο επειδή φέρει την φήµη του ποιητή. Όλοι οι
βλάκες είναι ποιητές. Να πώς αντιλαµβάνεται το πράγµα ο ∆ιευθυντής. Πολύ απλά,
διαπράττει ένα non distributio medii8 και ως εκ τούτου άγεται στο συµπέρασµα πως
όλοι οι ποιητές είναι βλάκες».
«Μα είναι πραγµατικά ποιητής;» ρώτησα. «Ξέρω πως υπάρχουν δύο αδελφοί. Και
οι δύο έχουν κάνει όνοµα στον κόσµο των γραµµάτων. Νοµίζω πως ο Υπουργός έχει
γράψει επισταµένως για τον ∆ιαφορικό Λογισµό. Είναι µαθηµατικός, όχι ποιητής».
«Κάνεις λάθος. Τον ξέρω καλά. Είναι και τα δύο. Ως ποιητής και µαθηµατικός,
πρέπει να έχει γερή λογική υποδοµή. Αν ήταν απλά και µόνο µαθηµατικός, δεν θα
µπορούσε να αναλύσει λογικά το παραµικρό, κι έτσι θα βρισκόταν στο έλεος του
∆ιευθυντή».
«Με εκπλήσσεις µ’ αυτές τις απόψεις» είπα. «Έρχονται σε καταφανή σύγκρουση
µε την κοινή γνώµη. ∆εν πιστεύω να θέλεις να µηδενίσεις µια ιδέα καλά
οικοδοµηµένοι µέσα στους αιώνες! Ο µαθηµατικός λογισµός θεωρείται απ’ εδώ και
πολύ καιρό ως ο par excellence[κατεξοχήν] λογισµός».
«Il y a à parièr que toute idée publique, toute convention reçue est une sottise, car
elle a convenue au plus grand nombre [Στοιχηµατίζω πως κάθε δηµόσια ιδέα, κάθε
κοινή σύµβαση, είναι ανοησία, από την στιγµή που την αποδέχεται η πλειοψηφία]»
αποκρίθηκε ο Ντυπέν, παραθέτοντας ένα χωρίο του Σαµφόρ9. «Οι µαθηµατικοί – το
παραδέχοµαι – έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους στην προώθηση της λαϊκής πλάνης
την οποία επικαλέστηκες, και η οποία παραµένει ψευδής, παρόλο που συνεχίζει να
περιφέρεται ανάµεσά µας σαν αναµφισβήτητη αλήθεια. Παραδείγµατος χάρην,
σπατάλησαν τόση δεξιότητα – που θα άξιζε να αναλωθεί σε καλύτερους σκοπούς –
για να αντικαταστήσουν στα µουλωχτά την άλγεβρα µε τον όρο ‘ανάλυσις’.
Υποκινητές της συγκεκριµένης αυτής απάτης είναι οι Γάλλοι. Όµως αν οι όροι έχουν
κάποια σηµασία — αν οι λέξεις παίρνουν έστω ελάχιστη αξία από την πρακτική
εφαρµογή τους — ο όρος ‘ανάλυσις’ καλύπτει τον όρο ‘άλγεβρα’ όσο η λατινική
λέξη ‘ambitus’ σηµαίνει ‘φιλοδοξία’, η λέξη ‘religio’ ‘θρησκεία’ ή ακόµη ακόµη η
φράση ‘homines honesti’10, µιαν οµάδα αξιότιµων ανδρών».
«Βλέπω πως είσαι έτοιµος ν’ ανοίξεις καυγά µε τους αλγεβριστές του Παρισιού»
είπα εγώ. «Για συνέχισε όµως».
«Αµφισβητώ την καταλληλότητα - και συνεπώς την αξία - του λογισµού που
παίρνει οποιαδήποτε άλλη µορφή από την αφηρηµένη λογική. Και ειδικότερα,
αµφισβητώ εκείνο το είδος λογισµού που προέκυψε από την µαθηµατική σπουδή. Τα
µαθηµατικά είναι η επιστήµη της µορφής και της ποσότητας. Ο µαθηµατικός
λογισµός είναι απλά λογική εφαρµοσµένη στην παρατήρηση της µορφής και της
ποιότητας. Το µεγάλο σφάλµα έγκειται στην υπόθεση πως ακόµη και οι αλήθειες
αυτού που καλούµε καθαρή άλγεβρα, είναι αφηρηµένες ή καθολικές αλήθειες. Και
αυτό το σφάλµα είναι τόσο οφθαλµοφανές, ώστε σαστίζω κυριολεκτικά µε την γενική
αποδοχή που απολαµβάνει. Τα µαθηµατικά αξιώµατα δεν είναι αξιώµατα µε
καθολική ισχύ. Παραδείγµατος χάρην, η αλήθεια µιας σχέσης — µορφής και
ποσότητας — είναι συχνά ένα χονδροειδές σφάλµα στο επίπεδο της ηθικής. Σ’ αυτήν
την τελευταία είναι συχνότατα αναληθές πως το άθροισµα των µερών ισοδυναµεί µε
το όλο. Στην χηµεία επίσης το ίδιο αξίωµα καταρρέει. Το ίδιο συµβαίνει και στην
µελέτη των κινητήριων δυνάµεων. ∆ιότι δύο κινητήριες δυνάµεις – καθεµιά µε την
δική της αξία – όταν ενωθούν δεν έχουν κατ’ ανάγκην την αξία του αθροίσµατος των
επιµέρους δυνάµεων. Υπάρχουν και άλλες πολλές µαθηµατικές αλήθειες, που
ισχύουν µόνο µέσα στα όρια της σχέσης. Από συνήθεια όµως, οι µαθηµατικοί
επιχειρηµατολογούν σαν να είχαν απόλυτα καθολική ισχύ αυτές οι πεπερασµένες
αλήθειες. Ο Μπράιαντ11, στην περισπούδαστη ‘Μυθολογία’ του, µνηµονεύει µιαν
ανάλογη πηγή πλάνης, όταν λέει πως ‘παρόλο που δεν πιστεύουµε στην αλήθεια των
παγανιστικών µύθων, αποξεχνιόµαστε συνεχώς, και αντλούµε από αυτούς
συµπεράσµατα, σαν να ήταν πραγµατικοί’. Ωστόσο οι αλγεβριστές, που είναι όλοι
Παγανιστές, πιστεύουν στην αλήθεια των ‘παγανιστικών µύθων’, κι έτσι τα
συµπεράσµατά τους, δεν είναι απλά µνηµονικά σφάλµατα αλλά ανεξήγητες
πνευµατικές εκτροπές. Εν ολίγοις, µέχρι στιγµής δεν συνάντησα εκείνον τον
µαθηµατικό, που θα µπορούσα να τον εµπιστευθώ έξω από την περιοχή των ίσων
ριζών, ή εκείνον που θα διαφύλαττε µέσα του µε θρησκευτική ευλάβεια την
πεποίθηση πως το x2+px ισούται απόλυτα και άνευ όρων µε q. 12 ∆οκίµασε αν θέλεις
να πεις σε κάποιον από αυτούς τους Κυρίους πως πιστεύεις ότι υπάρχουν περιπτώσεις
που το x2+px δεν ισούται απολύτως µε q. Αν καταλάβει τι εννοείς, αποµακρύνσου όσο
πιο γρήγορα µπορείς, γιατί οπωσδήποτε δεν πρόκειται να γλιτώσεις το
ξυλοφόρτωµα».
Γέλασα, ακούγοντας αυτά τα λόγια, αλλά εκείνος δεν είχε σκοπό να
σταµατήσει:
«Θέλω να πω πως αν ο Υπουργός δεν ήταν κάτι περισσότερο από µαθηµατικός,
δεν θ’ αναγκαζόταν ο ∆ιευθυντής να µου υπογράψει την επιταγή. Εν πάση
περιπτώσει, τον γνωρίζω καλά ως µαθηµατικό και ως ποιητή, γεγονός που µου
επέτρεψε να προσαρµόσω τα µέτρα που έλαβα στις ικανότητές του, στην βάση των
συνθηκών που είχαν δηµιουργηθεί γύρω του. Ήξερα επίσης πως ήταν αυλικός και
ικανότατος intriguant [µηχανοράφος]. Ένας τέτοιος άνθρωπος, σκέφτηκα, δεν θα
µπορούσε να αγνοεί τις τυπικές µεθόδους, µε τις οποίες δρα η Αστυνοµία. ∆εν θα
µπορούσε να µην περιµένει — τα γεγονότα άλλωστε απέδειξαν πως όντως περίµενε
— την ληστρική ενέδρα της οποίας υπήρξε θύµα. Θα πρέπει να είχε προβλέψει,
συλλογίστηκα, την µυστική έρευνα του σπιτιού του. Το γεγονός πως έλειπε συχνά τα
βράδια – γεγονός που ο ∆ιευθυντής το χαιρέτισε ως σπουδαίο αρωγό στην επιτυχία
του – εγώ θεώρησα πως δεν ήταν παρά ένα τέχνασµα, για να δοθεί στους
Αστυνοµικούς η ευκαιρία να ερευνήσουν τα πάντα, και να σχηµατίσουν µια ώρα
αρχύτερα την εντύπωση – την οποία εν τέλει ο Γκ. σχηµάτισε — πως το γράµµα δεν
βρισκόταν εκεί. Εξάλλου, είχα την αίσθηση πως ο συγκεκριµένος αλγόριθµος, αυτός
που µόλις πριν λίγο προσπάθησα να σου δώσω να καταλάβεις και αφορούσε στην
αµετάβλητη αρχή της µεθόδου που χρησιµοποιεί η Αστυνοµία όταν ψάχνει κάτι
κρυµµένο, πέρασε οπωσδήποτε από το µυαλό του Υπουργού και του επέβαλε
αναγκαστικά την απόρριψη όλων των συνηθισµένων κρυψώνων. ∆εν θα µπορούσε
ποτέ, συλλογίστηκα, να υπάρξει τόσο αφελής ώστε να παραβλέψει το γεγονός πως
ακόµη και οι πιο ανεξερεύνητες, οι πιο κρυφές γωνιές του σπιτιού του, θα
µετατρέπονταν σε ορθάνοιχτα ντουλάπια κάτω από το βλέµµα, τις βελόνες, τα
τρυπάνια και τα µικροσκόπια του ∆ιευθυντή. Τέλος, έφτασα στο συµπέρασµα πως -
το δίχως άλλο - θα αναγκαζόταν να καταφύγει στην απλότητα, αν δεν αποτελούσε ήδη
την αρχική επιλογή του. Θα θυµάσαι ίσως, το απελπισµένο γέλιο του ∆ιευθυντή, όταν
στην πρώτη µας συνάντηση υπαινίχθηκα πως ήταν πολύ πιθανό να το προβληµατίζει
τόσο αυτή η υπόθεση επειδή είναι πολύ προφανής».
«Ναι» αποκρίθηκα, «θυµάµαι καλά τα γέλια που έκανε. Πραγµατικά, για µια
στιγµή φοβήθηκα πως θα πάθαινε σπασµούς».
«Ο υλικός κόσµος είναι γεµάτος ακριβείς αναλογίες µε τον άυλο» συνέχισε ο
Ντυπέν. «Ως εκ τούτου υπάρχει κάποια δόση αλήθειας στο δόγµα της ρητορικής,
σύµφωνα µε το οποίο η µεταφορά ή η παροµοίωση µπορούν να ενισχύσουν µιαν
επιχειρηµατολογία, µε τον ίδιο τρόπο που εξωραΐζουν µια περιγραφή. Παραδείγµατος
χάρην, η αρχή της vis inertiæ [αδράνειας] µοιάζει πανοµοιότυπη στην φυσική και την
µεταφυσική. Όµως όσο αληθεύει στην πρώτη περίπτωση πως ένα µεγάλο σώµα
τίθεται σε κίνηση δυσκολότερα από ένα µικρότερο, και πως η momentum [ορµή] του
είναι ανάλογη προς την δυσκολία κινητοποίησής του, άλλο τόσο αληθεύει στην
δεύτερη, πως οι διάνοιες µε ευρύτερες ικανότητες, παρά την ορµητικότητα, την
σταθερότητα, και την αποδοτικότητα των κινήσεών τους – σε σχέση µε τις
υποδεέστερες - κινητοποιούνται δυσκολότερα, είναι πιο αµήχανες και διστακτικές
στα πρώτα στάδια της λειτουργίας τους. Και κάτι άλλο. Έτυχε ποτέ να παρατηρήσεις
ποιες από τις πινακίδες που βρίσκονται πάνω από τις πόρτες των καταστηµάτων
προκαλούν περισσότερο την προσοχή;»
«∆εν ασχολήθηκα ποτέ µε το ζήτηµα» είπα εγώ.
«Υπάρχει ένα παιχνίδι ερωτήσεων, που παίζεται µ’ έναν χάρτη» ξανάρχισε. «Ο
ένας από τους παίκτες που συµµετέχουν βάζει στο νου του µια λέξη και ζητά από τον
άλλον να την βρει: το όνοµα µιας πόλης, ενός ποταµού, ενός κράτους ή
αυτοκρατορίας˙ µε λίγα λόγια, οποιαδήποτε από τις λέξεις που βρίσκονται στην
πολύχρωµη, περίπλοκη επιφάνεια του χάρτη. Ο πρωτάρης γυρεύει συνήθως να φέρει
σε δύσκολη θέση τους αντιπάλους του, βάζοντας ονόµατα που είναι γραµµένα µε
πολύ µικρά γράµµατα. Αντίθετα, ο έµπειρος παίκτης επιλέγει λέξεις που απλώνονται
από την µιαν άκρη του χάρτη στην άλλη µε µεγάλους χαρακτήρες. Αυτές, όπως τα
σήµατα και οι πινακίδες στους δρόµους που έχουν υπερβολικά µεγάλα γράµµατα,
περνούν απαρατήρητες ακριβώς λόγω της τεράστιας εµφάνισής τους. Εδώ, η φυσική
αβλεψία είναι το ακριβές αντίστοιχο with the ηθικής αφροντισιάς που υποχρεώνει τον
νου να παραβλέπει παράγοντες κατά τα άλλα αιχµηρότατους και διαυγέστατα
προφανείς. Φαίνεται όµως πως το τελευταίο αυτό ζήτηµα βρίσκεται πάνω ή κάτω από
την περιοχή διαλογισµού του ∆ιευθυντή. ∆εν σκέφτηκε ποτέ το ενδεχόµενο ή την
πιθανότητα να τοποθέτησε ο Υπουργός το γράµµα κάτω από την µύτη του κόσµου
όλου, ώστε να αποτρέψει και το παραµικρό ενδεχόµενο να το παρατηρήσει ο
οποιοσδήποτε.
»Όµως όσο περισσότερο συλλογιζόµουν το δυναµικό, ριψοκίνδυνο και κοφτερό
δαιµόνιο του Ντ, όσο περισσότερο εξέταζα το γεγονός πως το έγγραφο έπρεπε να
βρίσκεται πάντα διαθέσιµο, αν σκόπευε να το χρησιµοποιήσει προς ίδιο όφελος, κι
ακόµη ακόµη όσο συχνότερα έφερνα στο νου µου την ακλόνητη απόδειξη που
προσκόµισε ο ∆ιευθυντής, πως δηλαδή το γράµµα δεν βρισκόταν κρυµµένο µέσα στα
όρια της συνηθισµένης έρευνας ενός κρατικού υπαλλήλου., τόσο πιο ικανοποιητική
µου φαινόταν η άποψη πως ο Υπουργός, προκειµένου να εξαφανίσει το γράµµα,
κατέφυγε στην εξαιρετικά βολική και φρόνιµη λύση της µη απόκρυψής του.
»Γεµάτος µ’ αυτές και µ’ αυτές τις σκέψεις, εφοδιάστηκα ένα ζευγάρι πράσινα
γυαλιά, κι έκανα την εµφάνισή µου – περαστικός τάχα – στην υπουργική κατοικία. Ο
Ντ. ήταν εκεί, όπως πάντα˙ χασµουριόταν, περιφερόταν άσκοπα σέρνοντας τις
παντούφλες του, και υποκρινόταν πως βρίσκεται στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής
ennui[απόγνωσης]. Σηµειωτέον, είναι ίσως το πιο δραστήριο πλάσµα του κόσµου˙
αρκεί να µην τον βλέπει κανείς.
»Για να µην είναι ο µόνος απελπισµένος εκεί µέσα, παραπονέθηκα τάχα πως τα
µάτια µου δεν ήταν σε καλή κατάσταση, και γκρίνιασα για τα γυαλιά, υπό την
κάλυψη των οποίων – κι ενώ έδειχνα προσηλωµένος στην κουβέντα µε τον
οικοδεσπότη µου - επιθεωρούσα προσεκτικά και εξονυχιστικά τον γύρω χώρο.
»Ιδιαίτερη εντύπωση µου έκανε ένα µεγάλο γραφείο δίπλα στο οποίο καθόταν
εκείνος. Ήταν θαµµένο κάτω από ένα σωρό ετερόκλιτων γραµµάτων κι άλλων
εγγράφων, µε δύο-τρία µουσικά όργανα και κάµποσα βιβλία να ξεχωρίζουν.
Επιδόθηκα επίµονα και µεθοδικά σε ένα οπτικό ξετίναγµα όλων εκείνων των
αντικειµένων, µα δεν κατάφερα να διακρίνω ανάµεσά τους τίποτε ύποπτο.
»Ύστερα από κάµποση ώρα περιπλάνησης στο δωµάτιο, το βλέµµα µου έπεσε σε
µιαν ασήµαντη χαρτοθήκη από λεπτό ευτελώς διακοσµηµένο χαρτόνι, κρεµασµένη
όπως όπως µε µια βρώµικη γαλάζια κορδέλα σ’ ένα µικρό µπρούτζινο γάντζο, στο
κέντρο και λίγο κάτω από το κούτελο του τζακιού. Σ’ αυτήν την θήκη, που είχε τρία-
τέσσερα χωρίσµατα, βρίσκονταν πέντε ή έξι επισκεπτήρια και ένα µόνο γράµµα.
Αυτό το τελευταίο ήταν καταβρώµικο και κατατσαλακωµένο, µισοσχισµένο –
ακριβώς στην µέση - σαν κάποιος να θέλησε να το κοµµατιάσει – άχρηστο πράγµα -
και να το πετάξει, αλλά το ξανασκέφτηκε και απλά το έβαλε εκεί. Είχε µια µεγάλη
µαύρη σφραγίδα, µε το µονόγραµµα του Ντ. αισθητά ευδιάκριτο. Ο µικροσκοπικός
γραφικός χαρακτήρας του, που είχε βγει από γυναικείο χέρι, απευθυνόταν στον ίδιο
τον Υπουργό. Αυτό το φαινοµενικά άχρηστο γράµµα, λοιπόν, είχε ‘πεταχτεί’
βιαστικά σ’ ένα από τα πάνω χωρίσµατα της χαρτοθήκης.
»Από την πρώτη στιγµή που το εντόπισα, κατάλαβα πως ήταν αυτό που γύρευα.
Οµολογουµένως, η γενική του εµφάνιση ήταν ριζικά διαφορετική την λεπτοµερή
περιγραφή που µας είχε δώσει ο ∆ιευθυντής. Εδώ η σφραγίδα ήταν µεγάλη και
µαύρη, µε το µονόγραµµα του Ντ. Εκεί ήταν µικρή και κόκκινη, µε το οικόσηµο των
Σ. Αυτό απευθυνόταν στον Υπουργό, είχε µικροσκοπική γραφή και προερχόταν από
γυναίκα. Εκείνο απευθυνόταν σε κάποιο µέλος της βασιλικής οικογένειας µε έντονα
και αποφασιστικά γράµµατα. Μόνο το µέγεθος παρουσίαζε κάποια οµοιότητα. Μα
τότε η έντονη πολικότητα αυτών των διαφορών: η σκόνη, η βρωµιά, το σχίσιµο -
πράγµατα τόσο ασύµβατα µε τις όντως τακτικές συνήθειες του Ντ., και τόσο
απροκάλυπτα κατάλληλες να εξαπατήσουν οποιονδήποτε, κάνοντάς τον να νοµίσει
πως κρατά στα χέρια του ένα ασήµαντο έγγραφο - όλα αυτά, µαζί µε την παντελώς
αδιάκριτη θέση του εγγράφου (έκθετο στα βλέµµατα όλων των επισκεπτών και ως εκ
τούτου σύµφωνο µε τα συµπεράσµατα στα οποία κατέληξα προηγουµένως), όλα
αυτά, λέω, αποτελούσαν ισχυρή επιβεβαίωση των υποψιών, ενός ανθρώπου που είχε
πάει εκεί έτοιµος να υποψιαστεί τα πάντα.
»Παρέτεινα την επίσκεψή µου όσο το δυνατόν περισσότερο, φροντίζοντας να
συντηρήσω µιαν έντονη αντιπαράθεση µε τον Υπουργό, πάνω σε κάποιο θέµα που
ήξερα καλά πως όχι µόνο δεν τον άφηνε αδιάφορο, αλλά αντιθέτως του προκαλούσε
πάντα εξαιρετική ένταση, ενώ στο µεταξύ κρατούσα το βλέµµα µου κυριολεκτικά
‘καρφωµένο’ στο γράµµα. Στην διάρκεια αυτής της εξέτασης, αποτύπωσα στην
µνήµη µου την εξωτερική του εµφάνιση και την ακριβή θέση του στην χαρτοθήκη.
Επιπλέον, ύστερα από κάµποση ώρα, έκανα µιαν ανακάλυψη, που παραµέρισε
οποιαδήποτε αµφιβολία θα µπορούσε να είχε γεννηθεί µέσα µου. Εξετάζοντας
προσεκτικά τα τσακίσµατα του έγγράφου, παρατήρησα πως ήταν πιο φθαρµένα απ’
όσο έπρεπε. Είχαν την ανώµαλη µορφή που παρουσιάζει ένα χοντρό φύλλο χαρτιού,
όταν διπλωθεί, τοποθετηθεί και πιεστεί σ’ έναν φάκελο, και ύστερα ξαναδιπλωθεί µε
αντίθετη φορά, όµως πάνω στα ίδια τσακίσµατα, στις ίδιες ακµές του πρωτότυπου
διπλώµατος. Η ανακάλυψη αυτή αρκούσε. Θεώρησα προφανές πως κάποιος γύρισε το
γράµµα µέσα-έξω σαν γάντι, άλλαξε τον παραλήπτη, και το ξανασφράγισε.
Καληµέρισα τον Υπουργό, κι αναχώρησα την ίδια εκείνη στιγµή, αφήνοντας πάνω
στο γραφείο µια χρυσή ταµπακέρα.
»Το επόµενο πρωί, επιστρέφοντας για την ταµπακέρα, ξαναπιάσαµε µε την ίδια
ένταση την συζήτηση της προηγουµένης. Κι ενώ είχαµε απορροφηθεί για τα καλά,
έφτασε απέξω, ακριβώς κάτω απ’ τα παράθυρα του σπιτιού ένας δυνατός κρότος, σαν
πιστολιά. Τον ακολούθησαν ουρλιαχτά φόνου και κραυγές που δήλωναν τρόµο. Ο Ντ.
όρµησε σ’ ένα από τα παράθυρα, το άνοιξε διάπλατα και κοίταξε έξω. Στο
µεταξύ, εγώ πίγα σιγά σιγά στην χαρτοθήκη, πήρα το γράµµα, το έβαλα στην τσέπη
µου, κι άφησα στην θέση του ένα πανοµοιότυπο (τουλάχιστον εξωτερικά) το οποίο
ήδη είχα ετοιµάσει προσεκτικά στο σπίτι µου, πλαστογραφώντας εύκολα το
µονόγραµµα του Ντ., µε την βοήθεια µιας σφραγίδας από ψωµί.
»Την αναστάτωση στον δρόµο την είχε προκαλέσει η ανισόρροπη συµπεριφορά
ενός άνδρα που κρατούσε µουσκέτο. Έβαλε στα τυφλά κατά γυναικών και παιδιών.
Εν πάση περιπτώσει, αποδείχθηκε πως το µουσκέτο δεν είχε µολύβι, κι ο φιλαράκος
µας πήρε κακήν κακώς το δρόµο που παίρνουν οι φρενοβλαβείς ή οι µεθύστακες.
Όταν ησύχασαν τα πράγµατα, ο Ντ. τραβήχτηκε από το παράθυρο, όπου είχα σπεύσει
να τον ακολουθήσω, αφού πρώτα εξασφάλισα το γράµµα. Την εποµένη στιγµή τον
αποχαιρετούσα. Ο υποτιθέµενος φρενοβλαβής ήταν πληρωµένος από µένα».
«Όµως τι νόηµα είχε να αντικαταστήσεις το γράµµα µ’ ένα πανοµοιότυπο;»
ρώτησα εγώ. «∆εν θα ήταν καλύτερα να το αρπάξεις φανερά και να φύγεις, την πρώτη
φορά που τον επισκέφθηκες;»
«Ο Ντ. είναι άνθρωπος απελπισµένος και νευρικός» απάντησε ο Ντυπέν.
«Εξάλλου, το σπίτι του δεν µένει ποτέ χωρίς φύλακες αποφασισµένους να
προστατεύσουν τα συµφέροντα του. Αν είχα κάνει την εξωφρενική απόπειρα που
πρότεινες, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έβγαινα ζωντανός από την υπουργική
κατοικία. Ο καλός λαός του Παρισιού δεν θα ξανάκουγε για µένα. Όµως εκτός από
τους παραπάνω λόγους είχα και κάτι άλλο. Γνωρίζεις τις πολιτικές µου προτιµήσεις.
Από αυτήν την άποψη, ενεργώ ως προστάτης της εν λόγω Κυρίας. Επί δέκα οκτώ
ολόκληρους µήνες, ο Υπουργός την κρατά υπό την εξουσία του. Τώρα τον κρατά
αυτή υπό την δική της, δεδοµένου ότι αγνοώντας το γεγονός πως το γράµµα δεν
βρίσκεται πια στην κατοχή του, θα προχωρήσει στην έκθεση των απαιτήσεών του σαν
να το είχε. Μοιραία, λοιπόν, θα οδηγήσει τον εαυτό του σε πολιτική πανωλεθρία.
Επιπλέον, η πτώση του θα είναι και γρήγορη και οδυνηρή. Καλά κάνουµε και λέµε
facilis descensus Averni [Εύκολη είναι η κάθοδος στον Άδη] 13, όµως όπως λέει και το
τραγούδι της Καταλάνι14, σε κάθε περίπτωση αναρρίχησης, το ανέβασµα είναι πάντα
πιο εύκολο από το κατέβασµα. Στην προκειµένη περίπτωση δεν νοιώθω την
παραµικρή συµπάθια, δεν έχω ίχνος έλεος για τον ‘κατερχόµενο’. Ένα monstrum
horrendum [Τέρας αποτρόπαιο] είναι, ένας ευφυής άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές.
Όπως και να ’χει, οφείλω να οµολογήσω ότι θα ήθελα πολύ να ξέρω και την
παραµικρή σκέψη του, όταν εκείνη που ο ∆ιευθυντής ονοµάζει ‘κάποιο επιφανές
πρόσωπο’ θα τον προκαλέσει, και θα τρέξει στην χαρτοθήκη να ανοίξει το γράµµα
που του άφησα εκεί».
«Πώς! Έβαλες εκεί µέσα κάτι συγκεκριµένο;»
«Ε, ναι λοιπόν! ∆εν θα ήταν και τόσο σωστό να το αφήσω άδειο. Θα τον
προσέβαλα. Κάποτε, στην Βιέννη, ο Ντ. µου έπαιξε ένα άσχηµο παιχνίδι, κι εγώ του
είπα χαριτολογώντας πως θα το θυµάµαι. Ήξερα ότι η ταυτότητα του προσώπου που
τον ξεγέλασε θα του κινούσε οπωσδήποτε την περιέργεια. Γι’ αυτό θεώρησα πως θα
παραήµουν καλός µαζί του αν δεν του άφηνα ένα τουλάχιστον ίχνος. Είναι µια χαρά
εξοικειωµένος µε τα γράµµατά µου, κι έτσι αρκέστηκα να του γράψω στο κέντρο της
λευκής σελίδας τα παρακάτω λόγια:

Un dessein si funeste,
S'il n'est digne d'Atrée, est digne de Thyeste.
[Ένα σχέδιο τόσο εφιαλτικό
αν δεν είναι άξιο του Ατρέα, είναι άξιο του Θυέστη]

»Βρίσκονται στον Ατρέα του Κρεµπιγιόν15».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το Κλεµµένο Γράµµα [The Purloined Letter] είναι η τρίτη – κατά


χρονολογική σειρά – ιστορία ‘λογικής έρευνας’, µε πρωταγωνιστή τον ερασιτέχνη
ντετέκτιβ Σ. Αύγουστο Ντυπέν [C. Auguste Dupin], που έγραψε ο Πόε.
Πρωτοδηµοσιεύθηκε τον Σεπτέµβριο του 1844, στην ετήσια έκδοση της
Φιλαδέλφειας The Gift, a Christmas and New Year's Present for 1845. Στην
προκειµένη περίπτωση δεν έχουµε να κάνουµε µε την διερεύνηση ενός φόνου, αλλά
µιας κλοπής στα υψηλότερα κοινωνικά κλιµάκια. Το Κλεµµένο Γράµµα δεν µπορεί να
µην φέρει στο µυαλό του αναγνώστη το επίσης περίφηµο έργο του Αλεξάνδρου
∆ουµά [Alexandre Dumas, 1802-1870] Οι Τρεις Σωµατοφύλακες [Trois
Mousquetaires], που δηµοσιεύθηκε σε συνέχειες (14 Μαρτίου- 14 Ιουλίου 1844) στην
επιθεώρηση Le Siecle, και εξιστορούσε επίσης µια περίπτωση ‘σωτηρίας’ της τιµής
της Βασίλισσας της Γαλλίας. Ο Πόε δεν υπήρξε ποτέ
– παρά τις σχετικές φήµες – ένας αποµονωµένος ή ‘καταραµένος’ ή περιθωριακός
διανοούµενος. Αντλούσε συνεχώς θέµατα, αφορµές, ακόµη και επιτυχηµένα
στερεότυπα από τον Τύπο της εποχής του, του υπήρξε στυλοβάτης. Ωστόσο, Το
Κλεµµένο Γράµµα είναι µια σηµαντικότατη στιγµή στην προσωπική εξέλιξη του
συγγραφέα του, στην εξέλιξη ενός νέου λογοτεχνικού ‘είδους’, και στην πνευµατική
εξέλιξη του ∆υτικού Πολιτισµού. Με Το Κλεµµένο Γράµµα ο Πόε εισάγει στο έργο
του µια σπάνια ακριβολογία και µια λεπτότατη εκφραστική επάρκεια. Η επιλεγόµενη
‘Αστυνοµική Λογοτεχνία’ αποκτά τους κανόνες, το πλαίσιο, τους βασικούς ήρωες και
το κλασσικό ύφος της. Εξάλλου, λιγότερο από έναν αιώνα µετά, Το Κλεµµένο
Γράµµα θα γίνει πηγή ενός σηµαντικότατου ‘επιστηµολογικού µοντέλου’ για την
ψυχολογία του βάθους.

2. Nil sapientiae odiosius acumine nimio. Το ρητό, το οποίο ο Πόε αποδίδει στον
Ρωµαίο φιλόσοφο, δραµατουργό και πολιτικό Σενέκα [Lucius Annaeus Seneca, 4
π.Χ.-65 µ.Χ.], δεν έχει καταστεί δυνατόν να εντοπιστεί. Ο Πόε συνήθιζε να αποδίδει
τις επιγραφές των έργων του σε κλασικούς συγγραφείς, ενώ ήταν γραµµένες από τον
ίδιο, προκειµένου να καθορίσουν µε ακρίβεια το πνευµατικό πλαίσιο εντός του
οποίου αναπτύσσονταν τα θέµατά του.

3. John Abernethy [1765-1831]. ∆ιάσηµος Βρετανός χειρουργός και καθηγητής


της Ιατρικής. Γνωστός στους γιατρούς είναι ο κακοήθης όγκος ‘Σάρκωµα του
Αµπέρνεθυ’.

4. François La Rochefoucauld [1613-1680]. Γάλλος συγγραφέας, γνωστός


κυρίως για τα ηθικά αξιώµατά του [Réflexions]. Ο Ροσφουκώ καυτηριάζει µε
κυνισµό την υποκρισία, τον εγωισµό και την παρακµή της Αυλής του Λουδοβίκου
16ου.

5. Jean de La Bruyère [1645-1696]. Ένας από τους µεγαλύτερους Γάλλους


συγγραφείς του 17ου αιώνα. Έγινε διάσηµος µε την έκδοση της µετάφρασής των
Χαρακτήρων του Θεόφραστου [Les ‘Caractères’ de Thèophraste, traduits du grec,
avec les caractères ou les mœurs de ce siècle,1688]. Στην πραγµατικότητα, είχε
προσθέσεις στους 30 χαρακτήρες του πρωτοτύπου άλλους 390 δικούς του, για να
φτάσει τους 1.130 στην ένατη έκδοση. Η κριτική του ήταν αλύπητη, και έκανε
αµέσως πολλούς εχθρούς. Αργότερα ισχυρίστηκε πως οι χαρακτήρες που καυτηριάζει
είναι εντελώς υποθετικοί.
6. Niccoló Macchiavelli [1469-1527]. Ιταλός πολιτικός στοχαστής. Μια από τις
σηµαντικότερες φυσιογνωµίες του τέλους του Μεσαίωνα. Η σκέψη του Μακιαβέλι
έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαµόρφωση του σύγχρονου κόσµου.

7. Tommaso Campanella [1568-1639]. Ιταλός θεολόγος, φιλόσοφος και


πολιτικός στοχαστής. Ένας από τους πρώτους ουτοπιστές. Πολέµησε την
αριστοτελική φιλοσοφία, και έπαιξε σηµαντικό ρόλο στην αναβίωση της πλατωνικής
φιλοσοφίας, αν και µε τον δικό του τρόπο υπήρξε πρόδροµος του Ρενέ Ντεκάρτ
[René Descartes, 1596-1650].

8. Ο συλλογισµός του ∆ιευθυντή έχει ως εξής:

Ο Υπουργός είναι ποιητής


Ο Υπουργός είναι βλαξ
Οι ποιητές είναι βλάκες

Πρόκειται περί κλασικού συλλογιστικού σφάλµατος, το οποίο φέρει την ονοµασία


non distributio medii [µη κατανεµόµενος όρος]. Στην περίπτωση Κατηγορικού
Συλλογισµού η Τυπική Λογική επιτάσσει τουλάχιστον η µία από τις δύο προκείµενες
να περιέχει τον Μέσο Όρο σε όλο το πλάτος της εννοίας που αντιπροσωπεύει.
∆ηλαδή, ο συλλογισµός να ήταν τουλάχιστον:

Οι Υπουργοί είναι ποιητές


Ο συγκεκριµένος Υπουργός είναι βλαξ
Ένας τουλάχιστον ποιητής είναι βλαξ

Τυπικά, ο παραπάνω συλλογισµός είναι σωστός.

9. Sébastien Roch Nicolas Chamfort [1741-1794]. Γάλλος ηθικολόγος


συγγραφέας, του οποίου πολλά αξιώµατα [Maximes et pensées] έγιναν λαϊκά ρητά
στην διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Σε αυτόν ανήκει ένα από τα διασηµότερα
συνθήµατα των εξεγερµένων: ‘Πόλεµος στους πύργους, ειρήνη στα καλύβια’.

10. ‘Ηomines honesti’ προσφωνούσε ο Κικέρων [Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.]

11. Jacob Bryant [1715-1804]. Άγγλος κλασσικός φιλόλογος, από τους πρώτους
συστηµατικούς µελετητές των αρχαίων µυθολογιών.

12. Ένας από τους πολλούς τύπους που συνδέουν µεταξύ τους ρίζες Πολυωνύµων.

13. Βιργιλίου [70-19 π.Χ.] Αινειάς [VI.126 ].

14. Angelina Catalani [1780-1849]. ∆ιάσηµη Ιταλίδα τραγουδίστρια της όπερας, η


οποία απεβίωσε στην διάρκεια της επιδηµίας χολέρας που έπληξε την Ιταλία το 1849.
Ήδη από το 1828 είχε αποσυρθεί και παρέδιδε µαθήµατα φωνητικής στην σχολή που
είχε ιδρύσει στην Φλωρεντία.

15. Prosper Jolyot de Crebillon [1674-1762]. Γάλλος συγγραφέας µελοδραµάτων


και αισθηµατικών µυθιστορηµάτων. Η τραγωδία Ατρέας ακολουθεί την πλοκή της
τραγωδίας Θυέστης του Σενέκα. Τα αδέλφια Ατρέας και ο Θυέστης συγκρούονται για
την αγάπη µιας γυναίκας και την αποκλειστική κατοχή της εξουσίας.

You might also like