You are on page 1of 3

Κελεσίδης Παντελής, Λήμνος 6/11/2022,

ΔΠΜΣ, Άσκηση , Υπερ Ιακώβου και αγάπης

Ο πατέρας μου ο Τσιφ

Νορμάλ, δεν τον έλεγες. Τον πατέρα μου τον φωνάζαμε Τσιφ γιατί ήταν ίδιος ο ινδιάνος που έπαιζε
στη «Φωλιά του κούκου», εκείνη την ταινία με τους ψυχάκηδες. Ότι και αν έκανε μας φάνταζε
μαγικό. Οι φίλοι μου με ζήλευαν, οι δικοί τους γέροι δεν πιάνανε μία μπροστά στον δικό μου. Από
τη μία ένας γίγαντας με μεγάλα μαύρα μαλλιά και από την άλλη ένας στρατός από καραφλά
καχεκτικά ανθρωπάκια που έφευγαν τρέχοντας για να σωθούν. Το ίδιο έκανε και η μάνα. Με μία
βαλίτσα και μία νταλίκα. Δεν ξέρω αν σώθηκε. Ο γέρος μου το πήρε στραβά. Τα μαύρα μαλλιά
αρχίσανε να ασπρίζουν, η μούρη του να μαυρίζει και δεν του φτάνανε βαρέλια μπύρας να τον
κάνουνε καλά. Αλλά τα ρεμάλια στην παρέα, ακόμα για θεό τον είχαμε οι μαλάκες.

Περι Ιακώβου και αγάπης (θυληκή έκδοση)


Την μητέρα της Αλεξάνδρας τη φωνάζαμε Μόνικα. Ψηλή καλλονή με μαύρα μαλλιά και μεγάλα
στήθια, σαν Ιταλίδα σταρ του σινεμά. Τρέχανε τα σάλια σε όλα τα αρσενικά της γειτονιάς. Όλη η
κοριτσοπαρέα ήμασταν κολλημένες δίπλα της σαν βδέλλες. Να βλέπουμε, να μαθαίνουμε, να
αντιγράφουμε. Να κλέβουμε λίγο από τον αέρα της και το άρωμα της. Οι δικές μας μανάδες ήταν
απλές κουρασμένες θειάδες, η μάνα της Αλεξάνδρας ήταν μία θεά. Όταν ο πατέρας της την
κοπάνησε με μία κομμώτρια από το Κερατσίνι εκείνη μαράζωσε για λίγους μήνες και το μαλλί της
άρχισε να ασπρίζει απότομα. Μια μέρα, έβαψε τα μαλλιά της, φόρεσε το γαλάζιο της φόρεμα και
ακούμπησε το τσιγάρο της στα κόκκινα χείλη της. Ξανάγινε η Μόνικα που όλες αγαπήσαμε. Η
γυναίκα ήταν μία θεά και εμείς τυχερές που την είχαμε δίπλα μας.

Παντελής Κελεσίδης
Η κόρη του Τσιφ

Ο πατέρας μου ήταν τρελοκομείο. Σκληρός και μεγαλόσωμος, ψηλός με μαύρα μακριά μαλλιά. Δε
μου μιλούσε συχνά. Με φώναζε να του μαζεύω τις μπύρες όταν μπεκρούλιαζε με τους φίλους του.
Μιλούσε περισσότερο με τον αδερφό μου τον Ιάκωβο και την ηλίθια παρέα του. Επειδή ήταν
αγόρια. Εκείνοι όλοι τον είχαν για θεό. Τον φωνάζανε Τσιφ, από μία περίεργη βιντεοκασέτα που
είχανε δει όλοι μαζί. Προσπαθούσαν τόσο μάταια να τον μιμηθούν σε όλα. Ήταν γελοίοι. Τον
αντιγράφανε στις κινήσεις του, στις υπερβολές του, στο απειλητικό του βλέμμα, στις μαλακίες που
έκανε όταν έπινε, όλα αυτά που έκαναν την μάνα μας να φύγει και να μη ξαναγυρίσει. Ο πατέρας
δεν είπε λέξη για το φευγιό, μα τα μαλλιά του ασπρίσανε γρήγορα και η μούρη του έγινε αξύριστη.
Οι ηλίθιοι φίλοι του αδερφού μου ακόμα τον λατρεύανε τον Τσιφ τους. Μακάρι να ήταν και ο δικός
μου πατέρας κοντός βαρετός και ήσυχος όπως οι δικοί τους. Ίσως θα είχε μείνει και η μάνα μαζί
μας. Ίσως και όχι.

You might also like