You are on page 1of 4

Τεντ Κούσερ, «Γονείς».

Ted Kooser, ‘ Parents’

Οι πεθαμένοι γονείς μου δεν μπλέκουν ποτέ στα πόδια μου.


Όταν μπω σε κάποιο δωμάτιο το έχουν ήδη εγκαταλείψει,
έχουν βρει ήδη κάποια δουλειά που πρέπει να γίνει
κάπου αλλού στο σπίτι, ο πατέρας μου με την ηλεκτρική σκούπα,
η μάνα μου με το ξεσκονόπανο και το σπρέι. Κατά καιρούς
έχω ακούσει τις παλιές τους παντόφλες να σέρνονται απαλά
πάνω-κάτω στο χολ, ή έχω δει κάτι σαν
το στρίφωμα της φούστας της καθώς χάνεται
πίσω από μια πόρτα. Αφήνω όλα τα είδη καθαρισμού
σε εμφανές σημείο, και κάθε συσκευασία μοιάζει να διαρκεί
για πάντα. «Δεν είναι ανάγκη να φεύγετε!» φωνάζω
κι η ηχώ γεμίζει τα δωμάτια, εκείνοι όμως δεν κοντοστέκονται
ποτέ τους. Αφήνουν τα πατώματα να λάμπουν
πίσω τους, και θυμούνται πάντα να σβήνουν τα φώτα.»...

Lovis Corinth (1858–1925), At the Mirror (1912), oil on canvas, dimensions not
known, Worcester Art Museum, Worcester, MA. Wikimedia Commons.

Félix Vallotton (1865–1925), Interior with the Back of a Woman in Red (1903),
oil on canvas, 93 x 71 cm, Kunsthaus Zürich, Zürich, Switzerland. Wikimedia
Commons.

“Parents”
My dead parents try to keep out of my way.
When I enter a room they have already left it,
gone off to find something that ought to be done
elsewhere in the house, my dad rolling the Hoover,
my mother with dust rag and Pledge. At times
I’ve heard their old slippers, pattering away
down the hall, or seen for only an instant
what might be the hem of her skirt as it swept
through a door. I leave all the cleaning supplies
where they’re easy to find, and they seem to last
forever. “You don’t need to go!” I call out
through the echoing rooms, but they’ve never
turned back. They leave the floors shining
behind them, and remember to turn off the lights.

Πηγές: https://www.nytimes.com/2018/11/24/magazine/poem-parents.html -
https://www.lifo.gr/stiles/ena-poiima-gia-toys-goneis-poy-den-yparhoyn-pia

Gustav Klimt (1862–1918), Death and Life (1910-15), oil, 180.5 x 200.5 cm,
Leopold Museum (Die Sammlung Leopold), Vienna, Austria. Wikimedia Commons.

Harold Gilman (1876–1919), Mother and Child (1918), oil on canvas, 69.8 x 50.7
cm, Auckland Art Gallery Toi o Tāmaki, Auckland, New Zealand. Wikimedia
Commons.

Harold Gilman (1876–1919), Interior Scene (possibly in Norway) (c 1912), oil on


canvas, 61.3 x 47 cm, Yale Center for British Art, New Haven, CT. Wikimedia
Commons.

```````````````````````````````````````````````````````````````````
```````````````````````````````````````````````````````````````
József Rippl-Rónai (1861–1927), My Father and Piacsek, with Red Wine (1907),
media not known, 68 x 100 cm, Magyar Nemzeti Galéria, Budapest, Hungary.
Wikimedia Commons.

Laurits Andersen Ring (1854–1933), Evening. Death and the Old Woman (1887),
oil on canvas, 121 x 95 cm, Statens Museum for Kunst (Den Kongelige
Malerisamling), Copenhagen, Denmark. Wikimedia Commons.

Jacek Malczewski (1854–1929), Death (1902), oil on canvas, 98 × 75 cm, Muzeum


Narodowe w Warszawie, Warsaw, Poland. Wikimedia Commons.

David Hockney, My Parents, 1977, Oil paint on canvas, 183×183 cm, Tate Britain,
London.

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ένας γέρος»


Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια


που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·


και πώς την εμπιστεύονταν πάντα — τί τρέλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.


…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

[1894, 1897*]

© (Ατελών ποιημάτων) Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος. Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα


Ωνάση)
József Rippl-Rónai, My Father and Piacsek, with Red Wine

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Οι ψυχές των γερόντων»

Μες στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα


κάθονται των γερόντων οι ψυχές.
Τί θλιβερές που είναι οι πτωχές
και πώς βαριούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
οι σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται — κωμικοτραγικές —
μες στα παλιά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
[1898, 1901*]

© (Ατελών ποιημάτων) Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος. Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα


Ωνάση)

You might also like