Professional Documents
Culture Documents
2.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
2.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ: 2Η
Συνεδρία 1η
ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑΝΘΗ
Επίκουρη Καθηγήτρια
Γλωσσολογίας και Διδακτικής της Γλώσσας
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................ 3
ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ .............................................................................................................. 14
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................................................................................................ 15
1
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Το υλικό αυτό αναπτύχθηκε για τις ανάγκες του Προγράμματος “Διδασκαλία της Ελληνικής
ως δεύτερης/ξένης γλώσσας: Θεωρία και πράξη” και διανέμεται ηλεκτρονικά από την
πλατφόρμα ηλεκτρονικής μάθησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο οποίο και ανήκουν τα
διακαιώματα χρήσης και αξιοποίησης του παρόντος κειμένου.
Δικαίωμα χρήσης του παρόντος υλικού έχουν οι επιμορφούμενοι/ες, ενώ δεν επιτρέπεται η
αναπαραγωγή ή περαιτέρω διανομή του χωρίς την έγγραφη άδεια του/της συγγραφέα/ως,
ο/η οποίος/α και κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα του υλικού.
Κάθε αναφορά στο περιεχόμενο του κειμένου αυτού πρέπει να συνοδεύεται με το σχετικό
παράθεμα μέσα στο κείμενο και στο τέλος να αναφέρεται η βιβλιογραφική αναφορά.
2
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Εισαγωγή
Είναι σαφές πως η Γλωσσολογία έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική μελέτη της γλώσσας
επιτρέποντας την ουσιαστικότερη κατανόηση του γλωσσικού φαινομένου, στην κοινωνική του
μάλιστα διάσταση. Έτσι, στην περίπτωση της Ελληνικής, δεν είμαστε μόνο σε θέση να
περιγράφουμε και να ερμηνεύουμε με συστηματικό τρόπο τη γλώσσα στα διαφορετικά της
επίπεδα, αλλά και να αποτιμάμε τη σημασία των γλωσσολογικών πορισμάτων στη
διαμόρφωση, με σύγχρονους όρους, των προσεγγίσεων και των μεθόδων διδασκαλίας της.
Σκοπός:
Σκοπός της εισαγωγικής συνεδρίας είναι η αποτίμηση της συνεισφοράς της επιστήμης της
Γλωσσολογίας στην ουσιαστικότερη κατανόηση του γλωσσικού φαινομένου -με έμφαση στην
ελληνική γλώσσα- και στην αναθεώρηση κυρίαρχων αντιεπιστημονικών θέσεων που
κυριάρχησαν παραδοσιακά και συνεχίζουν να απασχολούν την επιστημονική κοινότητα.
Αφού μελετήσετε το βασικό εγχειρίδιο μελέτης της συνεδρίας και συμβουλευτείτε τις
προτεινόμενες πηγές, θα είστε σε θέση:
Έννοιες-κλειδιά: ελληνική γλώσσα, βασικές αρχές και έννοιες της Γλωσσολογίας, γλώσσα και
διδασκαλία
Οικονομάκου Μαριάνθη
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Αιγαίου
oikonomakou@aegean.gr
3
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Η επιστημονική ανάλυση της γλώσσας, συνεπώς, εστιάζει στη φυσική επικοινωνία και, ως εκ
τούτου, επιβάλλει τη διάκριση δυο βασικών πτυχών της: της γλώσσας ως εσωτερικού
συστήματος (λόγου) και της γλώσσας ως εφαρμογής αυτού του συστήματος από τα άτομα
(ομιλίας). Γλώσσα στην ουσία είναι οι σημασίες, το περιεχόμενο που κάθε φορά δηλώνουμε,
καθώς και οι φθόγγοι, που απαρτίζουν τη μορφή ή την ύλη της.
Η γλώσσα συνιστά παράλληλα μια ατομική και κοινωνική διαδικασία, γιατί δεν μπορεί να
αποσυνδεθεί από πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας (ποιος μιλά, σε ποιον, για ποιον λόγο
κτλ.).
Κάθε σύγχρονη προσέγγιση της γλώσσας εδράζεται στις θεμελιώδεις έννοιες και αρχές (Yule
2016, Fromkin et al. 2008, Lyons 2002, Φιλιππάκη-Warburton 1992, Μπαμπινιώτης 1985) της
γλωσσολογικής επιστήμης. Από το σύνολό τους παρουσιάζονται εδώ αυτές που κρίνονται
καθοριστικές για τη διαμόρφωση των προσεγγίσεων που διαμορφώνουν τον τρόπο
διδασκαλίας της τόσο σε επίπεδο Προγραμμάτων Σπουδών όσο και σε επίπεδο διδακτικών
στρατηγικών και μεθόδων.
✓ Το γλωσσικό σημείο
Η γνώση που έχει ο ομιλητής για το ποιοι ήχοι συνδυάζονται για να αποδώσουν μια
συγκεκριμένη σημασία ονομάστηκε από τον θεμελιωτή της Γλωσσολογίας F. de Saussure
σημαίνον, ενώ η γνώση των σημασιών και των διασυνδέσεών τους με τα πράγματα που
ορίζουν ονομάστηκε σημαινόμενο. Η συνένωση της μορφής με το περιεχόμενο δημιουργεί
αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως γλωσσικό σημείο.
Κάθε γλωσσικό σημείο είναι μοναδικό, γιατί δεν υπάρχουν στη γλώσσα δυο λέξεις που να
συμπίπτουν απολύτως. Αν υπήρχε ταύτιση δυο σημείων, θα καταλυόταν μια βασική αρχή
του: η διαφοροποιητική του αξία. Μια άλλη βασική αρχή του γλωσσικού σημείου είναι η
συμβατικότητά του: δεν υπάρχει κανείς αιτιώδης εσωτερικός σύνδεσμος, για παράδειγμα,
μεταξύ της σημασίας δέντρο και της ακουστικής του εικόνας. Αν υπήρχε αιτιώδης σχέση, τότε
δε θα υπήρχαν πολλές γλώσσες, αλλά μία και μόνη γλώσσα. Η ακουστική μορφή του
4
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
γλωσσικού σημείου σχηματίζεται, τέλος, γραμμικά με παράθεση φωνημάτων, ενώ η ροή του
χρόνου μπορεί να επιφέρει μεταβολές στις σχέσεις του γλωσσικού σημείου.
Φωνητική: Γλώσσα είπαμε πως είναι η μορφή που παίρνει η φωνητική ύλη, ώστε μέσα από
αυτήν να εκφραστούν οι έννοιες. Έργο του γλωσσολόγου είναι, λοιπόν, να αναλύσει πώς
προφέρονται οι λέξεις μιας γλώσσας, να αναλύσει, με άλλα λόγια, το φθογγικό της σύστημα.
Φωνολογία: Η Φωνολογία επικεντρώνεται στη μελέτη της λειτουργίας των φθόγγων μέσα σ’
ένα συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχουμε να κάνουμε με
φθόγγους αλλά με πιο αφαιρετικό σύστημα που συγκροτείται από φωνήματα, με φθόγγους,
δηλαδή, που έχουν διαφοροποιητική αξία.
Μορφολογία: Η Μορφολογία μελετά τα μορφήματα της γλώσσας, τις ελάχιστες -υπό την
έννοια ότι δεν μπορούν να αναλυθούν σε άλλες μικρότερες- σημασιολογικές μονάδες που
αποκαλύπτει η μορφολογική ανάλυση της γλώσσας.
Σύνταξη: Η έννοια της Σύνταξης αναφέρεται στην περιγραφή συνδυασμών λέξεων μέσα σε
μεγαλύτερες ενότητες, φράσεις και προτάσεις.
5
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Με βάση τη θεμελιώδη διάκριση του F. De Saussure, η ομιλία είναι μια σειρά παραλλαγών,
διαφορετικών κατά άτομο, ενός κοινού γλωσσικού συστήματος που είναι ο λόγος. O λόγος
είναι η υπερατομική γλώσσα των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας. Συνιστά κοινωνικό
παράγωγο της ικανότητας του ανθρώπου να εκφράζεται γλωσσικά με βάση το σύνολο των
απαραίτητων συμβάσεων που έχουν υιοθετηθεί από ένα κοινωνικό σώμα. Η ομιλία, από την
άλλη, είναι η ατομική πλευρά της γλώσσας, που προϋποθέτει πάντοτε έναν συγκεκριμένο
εκτελεστή, είναι η ιδιόλεκτος, η συγκεκριμένη πραγμάτωση του λόγου από τον εκάστοτε
ομιλητή/τρια της κοινότητας.
✓ Γλωσσική ποικιλότητα
Η άποψη πως η γλώσσα είναι ενιαία και ομοιογενής οδήγησε στην εσφαλμένη αντίληψη πως
υπάρχει μια κοινή γλώσσα για όλους/ες μας. Στην πραγματικότητα, όμως, η γλώσσα είναι ένα
σύνολο από γλωσσικές ποικιλίες που διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο μεταξύ τους
(Αρχάκης & Κονδύλη, 2011). Αυτές τις γλωσσικές ποικιλίες που χρησιμοποιούν οι
ομιλητές/τριες σε διαφορετικά περικείμενα μελετάει η Κοινωνιογλωσσολογία.
Στην περίπτωση εκμάθησης μιας δεύτερης ή ξένης γλώσσας, κάνουμε λόγο αντίστοιχα για
διαγλωσσικές ποικιλίες που διαφοροποιούνται εύλογα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό,
από τις ποικιλίες των φυσικών ομιλητών/τριών της ίδιας γλώσσας.
6
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Αξίζει να σημειωθεί πως, πέρα από την ένταξη των ομιλητών/τριών σε διαφορετικές ομάδες,
καθένας εξ αυτών διαθέτει, βάσει του συνόλου των επιλογών του, ένα ξεχωριστό, προσωπικό
ύφος, που ονομάζεται ιδιόλεκτος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ατομική, ανεπανάληπτη
γλωσσική ποικιλία.
✓ Γλωσσική αλλαγή
1. Τίποτα δεν δημιουργείται από το τίποτα. Όλοι οι νεωτερισμοί (στην προφορά, στη
γραμματική, στη σύνταξη, στη σημασία) αποτελούν είτε επανανάλυση δομών που
ήδη υπάρχουν στην εκάστοτε γλώσσα είτε δάνεια από άλλες γλώσσες.
2. Οι γλωσσικές αλλαγές είναι «μονόδρομος» και κινούνται κατά κανόνα προς
προβλέψιμες, ή τουλάχιστον δικαιολογημένες, κατευθύνσεις.
✓ Το γλωσσικό λάθος
«Ως γλωσσικό λάθος θα μπορούσε να οριστεί κάθε απόκλιση από τη γλωσσική νόρμα, την
οποία μια κοινότητα θέτει ως πρότυπο και την περιβάλλει με το κύρος του κανόνα»
(Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου, 2001, 199). Υπό αυτήν την έννοια, τείνουμε να
αξιολογούμε αρνητικά οτιδήποτε αποκλίνει την τυποποιημένη γλωσσική μορφή που έχει
κωδικοποιηθεί σε λεξικά και γραμματικές.
Η πρότυπη γλώσσα, η νόρμα, καθώς επενδύεται με το κύρος του κανόνα και την ισχύ του
προτύπου, εμφανίζεται ως η μόνη ορθή γλωσσική μορφή. Γι' αυτό και είναι κοινή η αίσθηση
ότι τα λεξικά και οι γραμματικές καταγράφουν τη σωστή χρήση της γλώσσας. Ωστόσο, πλέον
είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι «ένας μεγάλος αριθμός γλωσσικών λαθών κινητοποιούνται
από μηχανισμούς του ίδιου του γλωσσικού συστήματος, διαπίστωση που μπορεί και να
οδηγήσει σε ένα εναλλακτικό τρόπο διδακτικής προσέγγισης των λαθών, αλλά και να
μετριάσει τις απόλυτες αξιολογικές στάσεις απέναντι σε αυτό» (Θεοδωροπούλου &
Παπαναστασίου, 2001, 200).
7
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
• «Ορθογραφία ονομάζεται η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην προφορική μορφή μιας
γλώσσας και στη γραπτή της απόδοση, όπως αυτή έχει καθιερωθεί ιστορικά».
• «Στην πλειοψηφία των γλωσσών η σχέση ανάμεσα στα φωνήματα και τα γραφήματα
δεν είναι αμφιμονοσήμαντη, δηλαδή δεν αντιστοιχεί ένα γράφημα σε κάθε φώνημα
της γλώσσας, ούτε και κάθε φώνημα παριστάνεται με ένα μόνο γράφημα. Το γεγονός
αυτό οφείλεται στη συντηρητικότητα της γραφικής απόδοσης των λέξεων, που δεν
παρακολουθεί τη γλωσσική εξέλιξη μέσα στον χρόνο. Το φαινόμενο κατά το οποίο η
ορθογραφία μιας γλώσσας αντικατοπτρίζει μια παλαιότερη γλωσσική κατάσταση και
όχι τη σύγχρονη, ονομάζεται ιστορική ορθογραφία».
(Παπαναστασίου, 2001, 194)
Από τους ορισμούς προκύπτει πως γλώσσα και ορθογραφία δεν πρέπει να συγχέονται. Η
εισαγωγή ορθογραφικών ρυθμίσεων ή τροποποιήσεων δεν συνιστούν φθορά ή καταστροφή
της γλώσσας, όπως συχνά διαδίδεται, καθώς αφορά μόνο τη γραπτή της αναπαράσταση
(Παπαναστασίου, 2001, 197).
α) λέξεις αρχαίες (ή ελληνιστικές) ορθογραφούνται όπως στην αρχαία ελληνική, π.χ. παίζω
(<αρχ. παίζω), φυλή (<αρχ. φυλή), χώρα (<αρχ. χώρα). Όταν στα αρχαία ελληνικά
εμφανίζονται δύο ή περισσότερες γραφές, προτιμάται η απλούστερη γραφή, π.χ. φάκελος
(<αρχ. φάκελος, αλλά και φάκελλος). Δεν σημειώνεται η υπογεγραμμένη.
γ) λέξεις που η ετυμολογική τους σχέση με τα αρχαία ελληνικά δεν είναι φανερή,
ορθογραφούνται με τον απλούστερο τρόπο, π.χ. τραβώ (<μσν. τραβώ, τραβίζω <ταυρίζω
<ταύρ(ος) -ίζω).
δ) δάνειες λέξεις από την ελληνιστική εποχή και μετά ορθογραφούνται απλοποιημένες. O
κανόνας αυτός ισχύει και για τα ελληνιστικά δάνεια από τα λατινικά ή από άλλες γλώσσες,
π.χ. καβαλάρης (<ελνστ. καβαλλάριος <λατ. caballarius), ροδάκινο (<μσν. ροδάκινον <ελνστ.
δωράκινον <λατ. duracinum)· καβγάς (<τουρκ. kavga)· νέφτι (<τουρκ. neft). Eξαίρεση
αποτελούν ελληνιστικά δάνεια από τα εβραϊκά, καθώς η ελληνιστική γραφή τους παγιώθηκε
λόγω της ευρείας χρήσης τους στην εκκλησιαστική γλώσσα, π.χ. Σάββατο (<ελνστ. Σάββατον
<εβρ. shabbãth).
8
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
ε) όλα τα νεότερα δάνεια από την ελληνιστική εποχή και μετά ορθογραφούνται κατά τον
απλούστερο τρόπο, π.χ. ακουμπώ (<μσν. ακουμπώ, ακουμπίζω <λατ. accumbo)· καπέλο
(<ιταλ. cappello)· σοφέρ (<γαλλ. chauffeur).
στ) τα αντιδάνεια (οι λέξεις, δηλαδή, που δέχτηκε η ελληνική από κάποια γλώσσα, οι οποίες
όμως ήταν δάνεια στη γλώσσα αυτή από παλαιότερη μορφή της ελληνικής) ορθογραφούνται
με βάση τους κανόνες που ισχύουν και για τα υπόλοιπα δάνεια, π.χ. γρέγος (<βεν. grego
<ιταλ. greco <λατ. Graecus <αρχ. Γραικός)· τσιρότο (<ιταλ. cerotto <λατ. cerotum <ελνστ.
*κηρωτόν, αρχ. κηρωτή).
ζ) λόγια δάνεια από ξένες γλώσσες που ανάγονται σε αρχαία ελληνικά στοιχεία
ορθογραφούνται με βάση την αρχαία ελληνική ορθογραφία. Έτσι ορθογραφούμε γλυκερίνη
(λόγ. <γαλλ. glycerine <αρχ. γλυκερ(ός) -ine = -ίνη)· φυτολογία (λόγ. <γαλλ. phytologie < phyto-
< αρχ. φυτό(ν) + -logie< αρχ. -λογία).
η) λέξεις που έχουν δεχθεί παρετυμολογική επίδραση άλλων λέξεων ακολουθούν συνήθως
την ορθογραφία των τελευταίων, π.χ. εφτάζυμος <αυτόζυμος παρετυμ. εφτά·κλεισούρα
<ύστερο λατ. clausura παρετυμ. κλεισ- (κλείνω)· πολυθρόνα < ιταλ. poltrona παρετυμ. πολύς +
θρόνος.
Είναι δύσκολο να αποτυπωθεί συνοπτικά η ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, μέσω
κάποιων σταθμών της, όπως αποτυπώνονται από τον γλωσσολόγο Α. Φ. Χριστίδη (2001),
μπορούμε ν' αναδείξουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά της που επηρέασαν την
εκπαιδευτική πραγματικότητα μέσω της επικράτησης του πνεύματος της γραμματικής
παράδοσης που διαμορφώθηκε κυρίως στους Αλεξανδρινούς χρόνους.
✓ Η ελληνική γλώσσα ανήκει, όπως και οι περισσότερες γλώσσες (πλην της ουγγρικής, της
βασκικής, της φινλανδικής) στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών.
✓ Τα πρώτα γραπτά τεκμήρια ανάγονται στον 13ο αιώνα π.Χ. κατά την περίοδο του
Μυκηναϊκού πολιτισμού. Η κατάρρευσή του μας οδηγεί στον 8 π.Χ. όπου συναντούμε
γραπτά μνημεία σε αλφαβητική μορφή.
✓ Μέχρι τον 3ο π.Χ., παρόλο που η γλώσσα δεν αποτελεί κοινό πανελλήνιο γλωσσικό μέσο
έκφρασης και επικοινωνίας, διαμορφώνεται μέσα σε πλήθος διαλέκτων η συνείδηση της
γλωσσικής ενότητας.
✓ Τον 5ο αιώνα π.Χ. κυριαρχεί η επικράτηση της αττικής διαλέκτου, λόγω της κυριαρχίας
της πόλης-κράτους των Αθηνών.
✓ Η μακεδονική κυριαρχία επέφερε πολύ σημαντικότερες γλωσσικές επιπτώσεις, με
κυριότερη τη γέννηση της ελληνιστικής κοινής. Προκύπτει έτσι το φαινόμενο της
διγλωσσίας ή του γλωσσικού εξελληνισμού.
✓ Από τον 1 αιώνα αναδύεται ένα κίνημα καθαρισμού της γλώσσας, γνωστό με το όνομα
Αττικισμός. Ο Αττικισμός θέτει τις βάσεις της ελληνικής διγλωσσίας με αποτέλεσμα να μη
συναντάμε, μέχρι τον 11ο αιώνα, γραπτά κείμενα ομιλούμενης γλώσσας.
9
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
✓ Η επανάσταση του 1821 επαναφέρει το ζήτημα καθιέρωσης μιας εθνικής γλώσσας. Από
το 1825 μέχρι το 1840 τίθενται τα θεμέλια καθιέρωσης της νέας ομιλούμενης κοινής που
βασιζόταν στην πελοποννησιακή διάλεκτο με αξιοποίηση ποικίλων γλωσσικών δανείων.
✓ Η προσπάθεια αναβίωσης του αττικισμού έληξε το 1976, έτος που επισφράγισε αυτή τη
μακρόχρονη γλωσσική περιπέτεια με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης
γλώσσας του κράτους.
Η παράδοση ήδη από τον Πλάτωνα συνέδεε την έννοια της Γραμματικής με την Τέχνη
αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη φιλολογία και στον γραπτό λόγο. Η Τέχνη του Διονυσίου
Θρακός (100 π.Χ), που επηρέασε αργότερα και τους Λατίνους Γραμματικούς (Varro, Donatus,
Priscianus), "επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η γραμματική ανάλυση δεν προήλθε από την
ανάγκη να μάθει κανείς να μιλά οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά από την ανάγκη να κατανοήσει
κείμενα που είχαν συνταχθεί σε μια γλώσσα «νεκρή»" (Καραντζόλα, 2001). Η γραμματική
ορίζεται εδώ, άλλωστε, ως «εμπειρία των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί το πολύ
λεγομένων» (Lallot, 1989, 18) και έχει άξονα τη γραπτή λέξη και τη γλώσσα ποιητών και
συγγραφέων.
Πέρα από τον γραμματικό ελληνοκεντρισμό, επικρατεί και μια εννοιοκρατική αντίληψη βάσει
της οποίας η δομή της ανθρώπινης γλώσσας εκφράζει υποχρεωτικά ορισμένες έννοιες οι
οποίες θα πρέπει να αναζητηθούν και να περιγραφούν σε κάθε γλώσσα.
Η γραμματική περιγραφή της Ελληνικής, έτσι, λόγω και της μακράς ιστορικής πορείας της,
αλλά και άλλων ιδεολογικών και κοινωνικών παραμέτρων, αποτέλεσε τη βάση δημιουργίας
γραμματικοκεντρικών μορφών διδασκαλίας που ως πρότυπο έθεταν, συν τοις άλλοις, τη
νόρμα, την κοινά αποδεκτή πρότυπη γλώσσα. Η Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη, η οποία
εκδόθηκε από τον ΟΕΣΒ το 1941 και διατηρήθηκε για πολλές δεκαετίες στην εκπαίδευση,
αποτέλεσε μια τομή, καθώς "από τη γεωγραφική και κοινωνική πολυτυπία επιλέγει ως βάση
της τυποποίησης τη γλώσσα των λαϊκότερων στρωμάτων προκειμένου να διαμορφώσει το
«επίσημο» εθνικό γλωσσικό όργανο" (Καραντζόλα, 2001).
10
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
πνοή στη διδασκαλία και συνέβαλε συνολικά στη μεθοδολογική ανανέωση (Οικονομάκου,
2012).
Η σταδιακή ανάπτυξη της Γλωσσολογίας, με τη δημοσίευση στον ελλαδικό -και όχι μόνο-
χώρο πληθώρας μελετών, συντέλεσε στην πιο σφαιρική και συστηματική μελέτη της
ελληνικής γλώσσας που περικλείει πλέον το σύνολο των γεωγραφικών και κοινωνικών
ποικιλιών της (Δελβερούδη, 2001), όλο το εύρος, δηλαδή, των λειτουργικών της χρήσεων.
Έμφαση δίνεται, μέσω των διαφορετικών πεδίων έρευνας της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας
(Κοινωνιογλωσσολογία, Ψυχογλωσσολογία, Υπολογιστική Γλωσσολογία, Ανάλυση Λόγου,
Κειμενογλωσσολογία κ.α.), σε ποικίλες εκφάνσεις του γλωσσικού φαινομένου:
1
Η γραφή συνιστά δευτερογενές σύστημα με συμβατικά χαρακτηριστικά, καθώς έπεται -τόσο ιστορικά
όσο και βιολογικά- του προφορικού λόγου τον οποίο επιχειρεί ν' αποτυπώσει.
11
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
τα παιδία είναι σε θέση να μιλούν από πολύ νωρίς και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα
χωρίς συστηματική καθοδήγηση ή διδασκαλία.
Στη βάση αυτών των παρατηρήσεων, ο Καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας
του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης Noam Chomsky (1991) διατύπωσε τη
θεωρία του για τους μηχανισμούς απόκτησης της γλώσσας, θεωρία που ανέτρεψε πολλές από
τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τη γλωσσική εκμάθηση. Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη
επισκόπηση των βασικών θεωρητικών εννοιών που εξέφρασε ο σπουδαίος γλωσσολόγος,
ύστερα από την παρακολούθηση του σχετικού βίντεο:
Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=7Cgpfw4z8cw
Γλωσσική ικανότητα: Συνιστά την ασυνείδητη γνώση των αρχών και κανόνων που
ρυθμίζουν τον ορθό σχηματισμό και την ερμηνεία των λέξεων.
Γλωσσική κατάκτηση: Η γνώση της γλώσσας που έχει ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί
μόνο ως παράγωγο ενός πεπερασμένου γλωσσικού συστήματος, το οποίο είναι και
ευκόλως κατακτήσιμο.
12
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/grammars/index.html
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/
Στη μελέτη σας και στη διατύπωση ανάλογων προβληματισμών, θα σας βοηθήσει και το
βιβλίο του: Χάρη, Γ. (Επιμ.). (2001). Δέκα μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα: Πατάκης
που είναι διαθέσιμο και μέσω διαδικτύου (ανακτήθηκε στις 29/09/2019):
13
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
https://enoriakapareliou.files.wordpress.com/2012/08/10-cebccf8dceb8cebfceb9-
ceb3ceb9ceb1-cf84ceb7cebd-ceb5cebbcebbceb7cebdceb9cebaceae-
ceb3cebbcf8ecf83cf83ceb1.pdf
Ο τρόπος που κατακτάμε τη γλώσσα, συγχρόνως, καταδεικνύει πως η διδασκαλία της δεν
πρέπει να περιορίζεται σε αποπλαισιωμένα πλαίσια, σε τυπικές γραμματικού τύπου ασκήσεις,
αλλά πρέπει να καλύπτει όλο το φάσμα της γλωσσικής χρήσης, με στόχο την καλλιέργεια της
ικανότητας των μαθητών και μαθητριών να επικοινωνούν με αυτοπεποίθηση σε διαφορετικά
καταστασιακά πλαίσια.
Οι επιδράσεις αυτές που άσκησε η γλωσσολογική μελέτη στη διδακτική θα αποτυπωθούν πιο
αναλυτικά στις επόμενες συνεδρίες όπου και θα εξεταστούν οι κύριες προσεγγίσεις που
υιοθετούνται για τη διδασκαλία της Ελληνικής στην τυπική κατά βάση εκπαίδευση.
14
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Βιβλιογραφία
Δελβερούδη, Ρ. (2001). Γλωσσική ποικιλία. Στο Χριστίδης, Α.-Φ. Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για
τη γλώσσα (σσ. 54-57). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Fromkin, V., Rodman, R. & Hyams, N. (2008). Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας (Επιμ. Γ. Ι.
Ξυδόπουλος). Αθήνα: Πατάκης.
Mac Whinney, B. (2003). First language acquisition. In M. Aronoff & J. Rees-Miller (Eds.) The
handbook of linguistics (pp. 466-487). Oxford: Blackwell.
Παπαναστασίου, Γ. (2001). Γλώσσα και γραφή. Στο Α.-Φ. Χριστίδης, Εγκυκλοπαιδικός οδηγός
για τη γλώσσα. (σσ. 68-72). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
15
Οικονομάκου Μαριάνθη oikonomakou@aegean.gr
Χάρης, Γ. (Επιμ.). (2001). Δέκα μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης.
Χριστίδης, Α. Φ. (2001). Η νέα ελληνική γλώσσα και η ιστορία της. Στο Χριστίδης. Α. Φ.
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα (σσ. 149-154). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας.
Yule, G. (2016). The study of language (6th edition). Cambridge: Cambridge University Press.
16