You are on page 1of 31

1

ΣΧΙΣΜΑΤΑ [Σχεδίασμα]

Εκτροπές από την ορθοδοξία (αιρέσεις) και την ορθοπραξία (σχίσματα και παρασυναγωγές)

Η αλήθεια και το μεγαλείο του κηρύγματος του Ιησού Χριστού αλλά και το παράδειγμα της
δικής Του ζωής δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν κάποιους χριστιανούς από το να
εκδηλώσουν τις αρνητικές πτυχές της ανθρώπινης πλευράς τους. Έτσι, η αρχικά σχεδόν ιδανική
χριστιανική κοινωνία πολύ νωρίς νόσησε και εμφάνισε εκτροπές, τόσο από την πίστη (α ι ρ έ σει ς)
όσο και από την διοίκησή της (σ χ ί σ μ α τ α). Η Εκκλησία, προκειμένου να προστατέψει τα υγιή
μέλη της, αποφάσισε να μην δέχεται πλέον σε κοινωνία, στην κοινωνία της, αυτούς που είχαν
εκτραπεί, παρά μόνον εφόσον μετανοούσαν. Οι μη κοινωνούντες, λοιπόν, με την καθολική
εκκλησία κατατάσσονται από τον Μ. Βασίλειο (α΄ κανονική επιστολή) σε: α ι ρ ε τ ι κ ο ύ ς, σ χ ι σ μ
α τ ι κ ο ύ ς και π α ρ α σ υ ν ά γ ω γ ο υ ς.
Πολύ απλά, ως αιρετικοί χαρακτηρίζονται αυτοί που διαστρεβλώνουν την προς τον Θεό
πίστη, ως σχισματικοί όσοι αποστατούν από την εκκλησία, ενώ ως παρασυνάγωγοι
χαρακτηρίζονται οι ανυπότακτοι κληρικοί (δηλαδή, επίσκοποι και πρεσβύτεροι, που τιμωρήθηκαν
με αργία και, αντί να εκτίσουν την ποινή που τους επιβλήθηκε, συνεχίζουν να λειτουργούν με
όσους τυχόν τους ακολουθούν).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Εκκλησία το προκαλούν οι α ι ρ ε τ ι κ ο ί. Αξιοσημείωτο είναι,
όπως διαπιστώθηκε από την πορεία των γεγονότων, ότι οι συγκεκριμένοι δεν δημιούργησαν
προβλήματα μόνον όσο βρίσκονταν ακόμα εντός της Εκκλησίας, ή και όταν απομακρύνθηκαν από
αυτήν. Σημαντικότατα ζητήματα ανέκυψαν από την κατά τα άλλα θετική επιθυμία τους να
επανακάμψουν στους κόλπους της ορθοδοξίας, με οξύτερο αυτό που αφορούσε το βάπτισμα.
Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι με το βάπτισμα εισάγεται ο πιστός στην Εκκλησία και καθίσταται
μέλος του σώματός της, τί συμβαίνει όταν αυτός επιλέγει να φύγει από αυτήν; Ακόμη, αν η
αποκοπή του από την Εκκλησία “ακυρώνει” το βάπτισμα, τότε πώς θα ξαναγίνει μέλος της; Ή, πώς
θα ενταχθεί στην εκκλησιαστική κοινωνία αυτός που έλαβε αιρετικό βάπτισμα;
Το καινούργιο αυτό δεδομένο δίχασε, εκ νέου, (όπως και στην περίπτωση των πεπτωκότων
κατά την διάρκεια των διωγμών που μετανόησαν) την Εκκλησία και προκάλεσε ακόμη έναν κύκλο
διαμαχών και σχισμάτων. Του θέματος επιλήφθηκε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
(Κωνσταντινούπολη, 381), η οποία με τον 7 κανόνα της καθόρισε τον τρόπο προσέλευσης των
ο

αιρετικών στην ορθοδοξία. Συγκεκριμένα, τους διαχωρίζει σε δύο κατηγορίες. Στην μία κατηγορία
κατατάσσει τους “αποκλίναντες χριστιανούς”, (αρειανούς, μακεδονιανούς, ναυατιανούς,
απολλιναριστές κ.λπ.) και, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ως έγκυρο το βάπτισμά τους, ορίζει για
όσους θέλουν να επιστρέψουν, ότι, αφού πρώτα εγγράφως αναθεματίσουν κάθε αίρεση οὐ
φρονοῦσαν ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, στην συνέχεια να
χρίονται με μύρο. Στην άλλη κατηγορία συμπεριλαμβάνει τους ευνομιανούς, που βαπτίζονται με
μία κατάδυση, και τους γνωστικούς (μοντανιστές, σαβελλιανούς κ.λπ.). Αὐτούς,ορίζει, τούς
2

θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς ἕλληνας (=εθνικοί, ειδωλολάτρες) δεχόμεθα καί τήν


πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτούς χριστιανούς, τήν δέ δευτέραν κατηχουμένους, εἶτα τῇ τρίτῃ
ἐξορκίζομεν αὐτούς, μετά τοῦ ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον, καί εἰς τά ὦτα, καί οὕτω
κατηχοῦμεν αὐτούς, καί ποιοῦμεν χρονίζειν εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί ἀκροᾶσθαι τῶν γραφῶν, καί
τότε αὐτούς βαπτίζομεν.
Εξυπακούεται ότι οι δίκην παραδείγματος αναφορές αυτές δεν εξαντλούν όλες τις
περιπτώσεις. Απλώς, όπως συμβαίνει πάντοτε με τους κανόνες (τις συνοδικές αποφάσεις, δηλαδή,
διοικητικού χαρακτήρα), μ’ αυτούς ρυθμίζονται τρέχοντα προβλήματα, γι΄ αυτό και κατά καιρούς
εμπλουτίζονται, προσαρμοζόμενοι προς τα καινούργια που ανέκυψαν. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα προσαρμογής σχετικά με το ζήτημα του βαπτίσματος των αιρετικών συνιστά ο 95ος
κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου (691), ο οποίος στο μεγαλύτερό του μέρος επαναλαμβάνει τον
προαναφερθέντα 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενσωματώνοντας επιπλέον και τις
αιρέσεις που εμφανίστηκαν στο διάστημα που διέρρευσε. Συγκεκριμένα ορίζει:
Τούς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ καί τῇ μερίδι τῶν σωζωμένων ἀπό αἱρετικῶν, δεχόμεθα
κατά τήν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καί συνήθειαν. Ἀρειανούς μέν καί Μακεδονιανούς, καί
Ναυατιανούς, τούς λέγοντας ἑαυτούς Καθαρούς, καί Ἀριστερούς, καί τούς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας,
ἤγουν Τετραδίτας, καί Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καί ἀναθεματίζοντας πᾶσαν
αἵρεσιν μή φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική καί ἀποστολική ἐκκλησία,
σφραγιζόμένους, ἤτοι χριομένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ, τό μέτωπον, καί τούς ὀφθαλμούς, καί
τάς ῥίνας, καί τό στόμα, καί τά ὦτα· καί σφραγίζοντες αὐτούς λέγομεν “Σφραγίς δωρεᾶς
Πνεύματος ἁγίου”. Περί δέ των Παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος
ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτούς ἐξάπαντος. Εὐνομιανούς μέντοι, τούς εἰς μίαν κατάδυσιν
βαπτιζομένους, καί Μοντανιστάς, τούς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καί Σαβελλιανούς, τούς
υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καί ἕτερα χαλεπά ποιοῦντας, καί πάσας τάς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπεί πολλοί
εἰσιν ἐνταῦθα, πάντας τούς ἀπ΄ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας
δεχόμεθα· καί τήν πρώτην ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτούς Χριστιανούς, τήν δέ δευτέραν κατηχουμένους,
εἶτα τήν τρίτην, ἐξορκίζομεν μετά τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τό πρόσωπον, καί εἰς τά ὦτα, καί οὕτω
κατηχοῦμεν αὐτούς, καί ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καί ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καί τότε
βαπτίζομεν. Καί τούς Μανιχαίους δέ, καί τούς Οὐαλεντιανούς, καί Μαρκιωνιστάς, καί τούς ἐκ τῶν
ὁμοίων αἱρέσεων προσερχομένους, ὡς Ἕλληνας δεχόμενοι, ἀναβαπτίζομεν. Νεστοριανούς δέ, καί
Εὐτυχιανιστάς, καί Σεβηριανούς, καί τούς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων χρή ποιεῖν λιβέλλους, καί
ἀναθεματίζειν τήν αἵρεσιν αὐτῶν, καί Νεστόριον, καί Εὐτυχέα, καί Διόσκορον καί Σεβῆρον, καί
τούς λοιπούς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καί τούς φρονοῦντας τά αὐτῶν, καί πάσας τάς
προαναφερομένας αἱρέσεις, καί οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας κοινωνίας
Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι ο αυτός δίνει την “τυπολογία” των διαφόρων
αιρέσεων, παρέχοντας συνάμα και την ευχέρεια, όποτε προκύπτει μία νέα αίρεση, να είναι εύκολο
να βρεθεί ἡ ὑποτεταγμένη ἀκολουθία τε καί συνήθεια, δηλαδή ποιά είναι η τάξη που πρέπει να
τηρείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα ορίζει: α) οι αιρετικοί που δεν δέχονται καθόλου τήν Αγία
Τριάδα, γίνονται δεκτοί στην ορθοδοξία δια βαπτίσματος, β) οι αιρετικοί που βαπτίσθηκαν στο
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (ως Αρειανοί εδώ εννοούνται οι
3

μετριοπαθείς ομοουσιανοί, οι Μακεδονιανοί, οι Ναυατιανοί, οι Απολλιναριστές κ.λπ.) γίνονται


δεκτοί μόνο δια του χρίσματος και γ) όσοι διαφοροποιούνταν μόνον ως προς το χριστολογικό
ζήτημα (απέρριπταν δηλαδή την Γ΄ ἠ την Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους) γίνονται δεκτοί δια λιβέλλου,
δηλαδή, με έγγραφη ομολογία ότι αναθεματίζουν τις αιρέσεις τους καθώς και τους ιδρυτές τους
(πρβλ. Αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου, Εισαγωγή εις την νέαν έκδοσιν του: Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή,
Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, Θεσσαλονίκη 2002, σ. *31-*41).
Αντίθετα με τους αιρετικούς, για την Εκκλησία δεν τίθεται ζήτημα για το βάπτισμα των
σχισματικών. Επειδή λογίζονται ὡς ἔτι ἐκ τῆς ἐκκλησίας ὄντες, το βάπτισμά τους όταν
επιστρέφουν είναι παραδεκτό, όπως και αυτό των παρασυναγώγων (Μ. Βασιλείου, α΄ κανονική
ἐπιστολή).

Αιρέσεις και σχίσματα

Αίρεση = σημαίνει τη διδασκαλία ή τη θρησκευτική δοξασία που αποκλίνει από το κοινώς


παραδεκτό ως ορθό. Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του χριστιανισμού
δημιουργήθηκαν αιρέσεις, δηλαδή διαφορετικές διδασκαλίες από τη χριστιανική, διότι δεν
δέχονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο το ευαγγέλιο και μάλιστα ορισμένοι πίστευαν ότι
μπορούσαν να αναμίξουν τη χριστιανική διδασκαλία με ξένες διδασκαλίες. Στη ζωή της
εκκλησίας εμφανίστηκαν πολλές αιρέσεις, από τις οποίες άλλες κατάγονταν από τον
ιουδαϊσμό και άλλες από την ειδωλολατρία, αλλά περιείχαν και χριστιανικά στοιχεία.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν και αιρέσεις εξαιτίας της προσπάθειας κατανόησης ή λογικής
εξήγησης ή και από παρανόηση των ασύλληπτων εννοιών ή αργότερα εξαιτίας της
απόρριψης ή της παραποίησης κάποιων από τα καθιερωμένα, από τις Συνόδους, δόγματα
της πίστεως. Οι αιρέσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την εκκλησία γιατί της έδωσαν
αφορμή να ξεχωρίσει τις αλήθειες της πίστεως από τις διάφορες ετεροδιδασκαλίες και να
τις κατοχυρώσει.
Η αίρεση, ως διδασκαλία που αποκλίνει από το πλαίσιο μίας συγκεκριμένης θρησκείας,
είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται σχεδόν σε όλες τις καθιερωμένες θρησκείες.

Σχίσμα = σημαίνει τη διάσταση και την αποστασιοποίηση ομάδων πιστών από τη


θρησκευτική τους κοινότητα. Υπό την έννοια αυτή το σχίσμα συναντάται σε διάφορες
θρησκείες.
Συγκεκριμένα στο χριστιανισμό δείχνει τη διαφωνία που οφείλεται κυρίως σε αίτια
πειθαρχικής και λειτουργικής τάξεως. Η διαφωνία αυτή εκφράζεται ως διακοπή της
κοινωνίας.
Είναι δυνατόν να εμφανιστεί διακοπή της κοινωνίας μεταξύ δύο τοπικών εκκλησιών, οπότε
πρόκειται για διεκκλησιαστικό σχίσμα ή να εμφανιστεί διακοπή της κοινωνίας με την
αποκοπή μίας ομάδας από μία τοπική εκκλησία γιατί δεν αναγνωρίζει τον πνευματικό
4

αρχηγό της, οπότε πρόκειται για ενδοεκκλησιαστικό σχίσμα. Η διακοπή της κοινωνίας έχει
ως ορατό σημείο τη διαγραφή του προκαθημένου της μίας από τα δίπτυχα της άλλης.

Τα σχίσματα, ως εκκλησιαστικό πρόβλημα, αν και είναι λιγότερο οδυνηρά στην αφετηρία

και την εμφάνισή τους, μπορεί να εξελιχθούν σε πιο επικίνδυνα για την Εκκλησία από τις αιρέσεις.
Κυρίως διότι οι οπαδοί τους, επειδή δεν έχουν αποβληθεί από το σώμα της, εξακολουθούν να
λειτουργούν παράλληλα προς αυτήν, γεγονός που οπωσδήποτε προκαλεί σύγχυση στο
εκκλησιαστικό σώμα.
Στην αφετηρία τους τα σχίσματα έχουν μία διαφωνία, η οποία ενδέχεται να εκδηλωθεί είτε

εντός της ίδιας εκκλησίας είτε μεταξύ δύο διαφορετικών εκκλησιών. Σε γενικές γραμμές η
διαφωνία αυτή αφορά α) διάσταση απόψεων επί ενός θέματος (όπως συνέβη με το ζήτημα της

επιστροφής των πεπτωκότων (lapsi) στην Eκκλησία, με κάποιους επισκόπους να τηρούν αυστηρά
κριτήρια και κάποιους επιεική), β) διαφωνία στην εκλογή κάποιου επισκόπου ή πατριάρχη,

ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διαδοχής ή αντικατάστασης κάποιου που απομακρύνθηκε από την θέση
του “αντικανονικά”, όπως συνέβη για παράδειγμα, στην εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως με τις

περιπτώσεις του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Ιγνατίου, του Φωτίου, του Αρσενίου κ.ά. Δεν έλειψαν
και οι περιπτώσεις, που γ) οι οπαδοί μιας ιδέας (όπως π.χ. οι χιλιαστές, οι τεσσαρεσκαιδεκατίτες)

επέλεξαν να δώσουν προβάδισμα στην διαφορετική τους αντίληψη έναντι της κοινής πίστης. Σε
όλες τις περιπτώσεις εκδηλώνουν την διαφωνία τους με την αποχώρησή τους από το σώμα της

εκκλησίας που ανήκουν και την οργάνωση μίας άλλης. Η καινούργια αυτή εκκλησία, εφόσον

αποτελείται από μέχρι τότε “κανονικά” μέλη (μέλη, στα οποία είχαν τελεστεί κανονικά και έγκυρα
μυστήρια), οργανώνεται, θα λέγαμε, με νομότυπο τρόπο αλλά όχι νόμιμο. Γι΄ αυτό και στις
περιπτώσεις που επανέρχονται, τα μυστήριά τους αναγνωρίζονται. Ο μόνος σχετικός περιορισμός

συνδέεται με την χρονική απόσταση από την αρχή του σχίσματος: να είναι τέτοια που να

διασφαλίζει κανονικές χειροτονίες. Επίσης, σχισματικοί επίσκοποι που επέστρεφαν στην εκκλησία

τους, αν έτυχε και δεν τους διαδέχθηκε άλλος, επέστρεψαν και στην θέση τους. Διαφορετικά,
διατηρούσαν μόνο την ιερωσύνη τους.

1. Σχίσμα στην Ιερουσαλήμ (63)


Μετά το θάνατο του Ιακώβου του Αδελφοθέου, το έτος 63, ο οποίος ήταν ο προϊστάμενος
της χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, κάθε μία από τις δύο μερίδες των
Ιουδαιοχριστιανών επεδίωξε να προωθήσει δικό της άνθρωπο στην ηγεσία της κοινότητας. Οι
ιουδαΐζοντες ήταν υπέρ του Συμεών, που ήταν και συγγενής του Χριστού και οι σφόδρα
5

ιουδαΐζοντες στήριζαν τον Θέβουθι. Υπερίσχυσαν οι πρώτοι και έγινε επίσκοπος ο Συμεών, τον
οποίο οι σφόδρα ιουδαΐζοντες δεν αναγνώρισαν και προέκυψε σχίσμα.
Οι ιουδαΐζοντες άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά-σιγά το νόμο και να συντάσσονται με τους

άλλους χριστιανούς, ενώ κάποιοι από αυτούς οι οποίοι αποκόπηκαν αποτέλεσαν την ομάδα των
Ναζωραίων1.

Από τους σφόδρα ιουδαΐζοντες χριστιανούς διαμορφώθηκαν σιγά-σιγά οι ιουδαΐζουσες


αιρέσεις των Εβιωνιτών2 και των Ελκεσαϊτών3.

1
Ναζωραίοι = ιουδαΐζοντες χριστιανοί, που έμειναν μακριά από την Ιερουσαλήμ, όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός
(117-138) την ξανάχτισε και απαγόρευσε την είσοδο των Ιουδαίων και των Ιουδαιοχριστιανών σ’ αυτήν. Όσοι από
τους ιουδαΐζοντες χριστιανούς εγκατέλειψαν τον ιουδαϊσμό τους, μπήκαν στην Ιερουσαλήμ και ενώθηκαν με τους
εκεί χριστιανούς υπό τον επίσκοπο Μάρκο. Δεν το έκαναν όμως όλοι. Υπήρχαν κάποιοι που μαζί με τη χριστιανική
πίστη συνέχισαν να τηρούν και το Μωσαϊκό νόμο, έμειναν μακριά από την ανάπτυξη της εκκλησίας κι αποτέλεσαν
μία ομάδα χριστιανών σχισματική περισσότερο παρά αιρετική. Αυτοί επέλεξαν για τους εαυτούς τους ή
διαφύλαξαν το όνομα Ναζωραίοι, το οποίο αρχικά έφεραν όλοι οι χριστιανοί της Παλαιστίνης. Τηρούσαν το
νόμο, την περιτομή, το Σάββατο. Διακρίνονταν από τους σφόδρα ιουδαΐζοντες, καθώς θεωρούσαν αναγκαία την
τήρηση του νόμου μόνο για τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς και όχι και για τους χριστιανούς εξ εθνικών, γι’ αυτό
και δεν αποστρέφονταν τον απόστολο Παύλο, αλλά τον αποδέχονταν ως αληθινό απόστολο. Για το Χριστό
πίστευαν ότι είναι υιός του Θεού εκ παρθένου γεννηθείς. Ίσως να πρέσβευαν και οι Ναζωραίοι, όπως πολλοί από
τους αρχαίους χριστιανούς, το χιλιασμό. Είχαν δικό τους ευαγγέλιο, το Καθ’ Εβραίους. Στην Ανατολή υπήρχαν
πολλές κοινότητες της αίρεσης μέχρι και τον 5ο αιώνα.
2
Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι = αίρεση που προερχόταν από τους σφόδρα ιουδαΐζοντες μετά το σχίσμα στην
Ιερουσαλήμ (63), από όπου έφυγαν και δεν επέστρεψαν. Εγκαταστάθηκαν πέρα από τον Ιορδάνη και σχημάτισαν
μία εκκλησία, η οποία έζησε αποχωρισμένη από τους άλλους χριστιανούς και δέχτηκε αιρετικές ιδέες. Για την
προέλευση του ονόματός τους υπάρχουν δύο απόψεις. Άλλοι (Τερτυλλιανός, Επιφάνιος) πιστεύουν ότι
ονομάστηκαν Εβιωνίτες από κάποιον Εβίωνα, που ήταν αρχηγός της αιρέσεως και άλλοι (Ωριγένης) παράγουν το
όνομα από την εβραϊκή λέξη «φτωχός». Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους: η προσκόλληση στο Μωσαϊκό
νόμο και η άρνηση της θεότητας του Χριστού. Πίστευαν ότι ο Μωσαϊκός νόμος είναι απαραίτητος για τη σωτηρία
και αφορά όλους ανεξαιρέτως τους χριστιανούς, γι’ αυτό απέρριπταν τον Παύλο και τις επιστολές του.
Αρνούνταν κατηγορηματικά τη θεότητα του Χριστού και, καθώς απέρριπταν τη βιβλική κοσμολογία, δεν
δέχονταν ότι ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, στην ιστορία του περιούσιου λαού, συγκροτούσε τα θεμέλια της
μελλοντικής εκκλησίας. Πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ψιλός άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, που
στάλθηκε στον κόσμο από το Θεό ως προφήτης και αναδείχθηκε ως τέτοιος όταν έλαβε το Άγιο Πνεύμα στο
βάπτισμα. Επειδή πίστευαν ότι ο Ιησούς, λόγω της αφοσίωσής του στο νόμο, έγινε αργότερα Χριστός, γι’ αυτό
έλεγαν ότι μπορούσαν να τον μοιάσουν. Θεωρούσαν ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας που προφητεύτηκε, αλλά η
αποστολή του συνίστατο στην επέκταση και τελειοποίηση του νόμου με νέες εντολές. Πίστευαν στη δεύτερη
έλευση του Χριστού, οπότε και θα εγκαθίδρυε την επίγεια βασιλεία του. Η αντίληψή τους για το Χριστό είναι
συνέπεια της ιδέας τους για το Μωσαϊκό νόμο. Επηρεάστηκαν από την επαφή τους με τους Εσσαίους και έτσι
διαμόρφωσαν διδασκαλία για την αγαθή και την κακή δημιουργία. Είχαν την περιτομή μαζί με το βάπτισμα, ήταν
χορτοφάγοι και στη θεία ευχαριστία χρησιμοποιούσαν νερό αντί για κρασί. Είχαν ιδιαίτερο ευαγγέλιο, το οποίο
έλεγαν ότι είναι δήθεν το πρωτότυπο του αποστόλου Ματθαίου. Επέζησαν μέχρι τον 5ο αι. σε διάφορες πόλεις και
στην Κύπρο.

3
Ελκεσαΐτες = κατά μία άποψη η αρχική αίρεση προέρχεται από κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ελξαί ή Ελκεσαί
(=μυστική γνώση), ο οποίος προερχόταν από την ιουδαϊκή αίρεση των Εσσαίων και μετανάστευσε πέρα από τον
Ιορδάνη την εποχή του Τραϊανού (περί το 101). Σύμφωνα με τον Επιφάνιο, αυτός έγινε αρχηγός της αιρέσεως των
Ελκεσαϊτών, την οποία ασπάστηκαν πολλοί Εβιωνίτες. Πιθανότερο όμως φαίνεται το όνομα Ελξαί ή Ελκεσαί να
6

2. Το σχίσμα των χιλιαστών στην Αίγυπτο


Τον 3ο αι. το κέντρο του χιλιασμού μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο, όπου αναπτύχθηκε ισχυρή και
πολυπληθής φατρία χιλιαστών. Ο επίσκοπος Αρσινόης Νέπως υποστήριξε το χιλιασμό και βρήκε

πολλούς οπαδούς μεταξύ των λαϊκών και κληρικών της επαρχίας του. Αποκαλούσαν αιρετικούς
όσους δεν αποδέχονταν τις ιδέες τους και έτσι ολόκληρες κοινότητες αποσχίστηκαν από την

εκκλησία της Αλεξανδρείας. Όταν στο θρόνο της Αλεξανδρείας ήταν ο Διονύσιος κάλεσε, το 255,
όλους τους πρεσβυτέρους και τους διδασκάλους, που πίστευαν στις ιδέες του Νέπωτος και είχαν
αποσχιστεί, για να συζητήσουν. Τους έπεισε με επιχειρήματα και αποκατέστησε την ενότητα της

πίστεως.
Τον 4ο αι., αν και ο χιλιασμός ήταν εξαπλωμένος στο λαό, όμως κανένας διδάσκαλος της
εκκλησίας ή χριστιανός συγγραφέας δεν έγραψε υπέρ αυτού.

3. Σχίσμα των Τεσσαρεσκαιδεκατιτών (400)

Μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325) ούτε και στην Ανατολή έπαψαν αμέσως όλες οι
διαφορές, διότι πολλοί εξακολούθησαν να γιορτάζουν όπως παλιά, μαζί με τους Ιουδαίους. Έτσι,

αναγκάστηκε η τοπική σύνοδος της Αντιοχείας, το 341, να απαγορεύσει την πράξη αυτή

επιβάλλοντας βαρύτατα επιτίμια. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι εξακολούθησαν και γι’ αυτό μετά τη

σύνοδο της Αντιοχείας αποσχίσθηκαν. Έτσι, το 400 συναντάμε ένα σχίσμα στην εκκλησία με το
όνομα «Τεσσαρεσκαιδεκατίται».
Ο Επιφάνιος λέει, ότι ήταν ορθόδοξοι με τη διαφορά ότι ακολουθούσαν το ιουδαϊκό Πάσχα,

το οποίο γιόρταζαν μία μόνο ημέρα και όχι μία εβδομάδα και νήστευαν στις 14 Νισάν μέχρι τις 3

μετά μεσημβρίαν και ακολούθως έλυαν τη νηστεία και τελούσαν Πάσχα. Κάποιοι από αυτούς,
στην Καππαδοκία, γιόρταζαν το Πάσχα πάντοτε στις 25 Μαρτίου οποιαδήποτε ημέρα της

μην είναι το όνομα του ιδρυτού της αιρέσεως, αλλά του τάγματος στο οποίο ανήκε αυτός όταν ήταν στην αίρεση
των Εσσαίων. Επί Τραϊανού, κάποιοι από αυτό το τάγμα των Εσσαίων ενώθηκαν κάποιους Εβιωνίτες και
αποτέλεσαν την αίρεση των Ελκεσαϊτών. Πίστευαν ότι το πνεύμα του Θεού εμφανίστηκε, ως κεκαλυμμένη
δύναμη, με πολλούς τρόπους διά του Αδάμ, του Ενώχ, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Μωϋσή, του Χριστού και τέλος
διά της βίβλου, για την οποία έλεγαν ότι έπεσε από τον ουρανό. Σκοπός αυτού του αποκαλυπτόμενου θείου
πνεύματος ήταν η διδασκαλία της αλήθειας. Το κοινό τους με τους Ιουδαίους ήταν η τήρηση του Μωσαϊκού
νόμου και με τους Εσσαίους η αυστηρή άσκηση και η αποστροφή προς τις θυσίες. Εν τούτοις όμως συνιστούσαν
το γάμο αντίθετα με τους Εσσαίους. Απαγόρευαν το κρέας και το κρασί, όπως οι Εβιωνίτες. Διέσωζαν λίγα
χριστιανικά στοιχεία. Είχαν βάπτισμα παρόμοιο με το χριστιανικό και συχνούς ιεροτελεστικούς καθαρμούς.
Δίδασκαν ότι το να αρνηθεί κανείς το Χριστό, ευρισκόμενος σε μεγάλη ανάγκη, ήταν αποδεκτό αρκεί μόνο να
πίστευε σ’ αυτόν η καρδιά του. Τον Ιησού τον θεωρούσαν ως ψευδομεσσία, αλλά τιμούσαν τον Ιωάννη το
Βαπτιστή. Η διδασκαλία τους έχει στοιχεία από τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και τον ελληνισμό. Στη
Μεσοποταμία οι Ελκεσαΐτες αναμίχθηκαν με τους Μανδαίους, που ήταν γνωστικοί. Λείψανα της αίρεσης των
Ελκεσαϊτών σώζονταν μέχρι τα τέλη του 4ου αι.
7

εβδομάδος και αν έπεφτε. Άλλοι πάλι μαζί με την 25 η Μαρτίου κρατούσαν και τη 14η Νισάν και
επομένως γιόρταζαν την πανσέληνο που ήταν μετά την 25 η Μαρτίου.

4. Θεοδοτιανοί / Σχίσμα στη Ρώμη = ένας από τους οπαδούς της αίρεσης των Αλόγων ήταν
ο Θεόδοτος ο σκυτεύς, καταγόμενος από το Βυζάντιο. Ονόμαζε το Χριστό ψιλό άνθρωπο,

αποδεχόταν όμως ότι γεννήθηκε εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Κατά τα τέλη του
2ου αι. πήγε στη Ρώμη, όπου απέκτησε οπαδούς, που πήραν το όνομά τους από τον ηγέτη τους. Ο
επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ Α’ (189-199) τον αποκήρυξε από την εκκλησιαστική κοινωνία. Μετά το

θάνατο του Θεοδότου οι οπαδοί του θέλησαν να αποκτήσουν δική τους κοινότητα στη Ρώμη και
δελέασαν με χρήματα τον ομολογητή Νατάλιο και τον έπεισαν να γίνει επίσκοπός τους. Ο
Νατάλιος αποδέχθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό συμφιλιώθηκε με τον επίσκοπο Ρώμης
Ζεφυρίνο (199-218) και επέστρεψε στην εκκλησία.

5. Σχίσμα του Ιππολύτου στη Ρώμη


Γύρω στο 215 οι Νοητιανοί δημιούργησαν σχισματική εκκλησία με ηγέτες τον Κλεομένη και

το Σαβέλλιο και κατόρθωσαν να παρασύρουν στην αίρεση ακόμη και τον επίσκοπο Ρώμης

Ζεφυρίνο (199-218).

Θερμότερος υπερασπιστής των Νοητιανών στη Ρώμη έγινε ο διάδοχος του Ζεφυρίνου, ο
Κάλλιστος Α’ (218-222), ο οποίος σχημάτισε γύρω του μία πολύ ισχυρή και πολυάριθμη παράταξη
ώστε η μερίδα των Νοητιανών έγινε σχεδόν η επικρατούσα στη Ρώμη. Στη στάση του Καλλίστου

εναντιώθηκε ο Ιππόλυτος, ο οποίος δεχόταν την υποταγή του Λόγου στον Πατέρα. Ο Κάλλιστος

κατηγόρησε τον Ιππόλυτο για διθεΐα. Βέβαια, οι δυο τους είχαν και προηγούμενες διαφορές, όπως
για παράδειγμα στο ζήτημα της συγχωρήσεως των αμαρτιών, καθώς ο Κάλλιστος αντιμετώπιζε
τους αμαρτωλούς με επιείκεια ενώ ο Ιππόλυτος ήταν περισσότερο αυστηρός και κατηγόρησε

υπερβολικά τον Κάλλιστο. Ο Ιππόλυτος και όσοι τον ακολούθησαν αποκήρυξαν τον Κάλλιστο και

σχημάτισαν ιδιαίτερη εκκλησία, ο Ιππόλυτος έγινε σχισματικός επίσκοπος Ρώμης (217-235). Η


κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά το θάνατο του Καλλίστου και του Ιππολύτου, οπότε και οι
Νοητιανοί έχασαν την ισχύ τους.

6. Το σχίσμα του Φηλικισσίμου στην Καρχηδόνα (250)


Το 248 έγινε επίσκοπος στην Καρχηδόνα ο Κυπριανός, άνθρωπος υπεύθυνος, ικανός και

δραστήριος. Όμως το γεγονός ότι χειροτονήθηκε λίγο καιρό μετά την μεταστροφή του στο
χριστιανισμό, προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων πρεσβυτέρων, κυρίως του Ναυάτου, οι οποίοι

δεν αναγνώριζαν την εκλογή του Κυπριανού. Ο Ναυάτος εν αγνοία του επισκόπου χειροτόνησε
αυθαίρετα διάκονο το Φηλικίσσιμο.
8

Ο Κυπριανός αποφάσισε να λάβει αυστηρή στάση και να αποβάλει από την εκκλησιαστική
κοινωνία το Ναυάτο και τους περί αυτόν, όμως ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου, οπότε δεν
επιβλήθηκε καμία τιμωρία.

Ο Κυπριανός θεώρησε ότι δεν έπρεπε να εκτεθεί ανυπεράσπιστος στους διώκτες του και γι’
αυτό κρύφτηκε μέχρι να περάσει η ορμή του διωγμού, χωρίς να πάψει να φροντίζει για τα θέματα

της εκκλησίας του. Οι εχθροί του όμως άρχισαν να τον κατηγορούν για δειλία και παράβαση
καθήκοντος. Ο Κυπριανός, που δεν είχε εγκαταλείψει το ποίμνιό του, όταν υπήρξε ανάγκη έστειλε
ανθρώπους να φροντίσουν για την επιμέλεια των φτωχών της επαρχίας του, που είχαν αυξηθεί

λόγω του διωγμού. Τότε εναντιώθηκε ο διάκονος Φηλικίσσιμος, λέγοντας ότι η επιμέλεια των
φτωχών ήταν έργο αποκλειστικά των διακόνων. Όταν το έμαθε ο Κυπριανός τον αποκήρυξε από
την εκκλησιαστική κοινωνία.
Επίσης, κάποιοι πρεσβύτεροι, και μάλιστα αντίπαλοι του Κυπριανού, κατά την απουσία του
δέχονταν χωρίς καμία δοκιμασία τους εκπεσόντες μόνο με τις συστατικές επιστολές των

ομολογητών. Είχε γίνει ήδη δεκτό στην εκκλησία να δίνεται συγχώρηση σε αποστάτες που
έφερναν επιστολές από φυλακισμένους ομολογητές. Όμως ο αριθμός των αποστατών, που ήταν

εφοδιασμένοι με τέτοιες επιστολές, άρχισε να μεγαλώνει και πολλές φορές οι επιστολές αυτές δεν

ήταν ατομικές αλλά μπορούσαν να αφορούν ολόκληρες οικογένειες. Ακόμη, οι ομολογητές πολλές

φορές δεν ήταν τόσο πειθαρχικοί στις εκκλησιαστικές αρχές και αυτό που τους χορηγήθηκε ως
προνόμιο, αυτοί το θεωρούσαν ως δικαίωμα και οι επιστολές τους είχαν τη μορφή διαταγής. Έτσι
όμως υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα της μετανοίας και απειλούνταν η

επισκοπική εξουσία, γιατί με τον τρόπο αυτό θα υπαγόταν στο προνόμιο των ομολογητών.

Ο Κυπριανός αντέδρασε απέναντι στις διασπαστικές αυτές τάσεις, διότι επιθυμούσε να


συνδυάσει την αυστηρότητα με την επιείκεια και την υποταγή στις αποφάσεις της εκκλησίας. Ο
Κυπριανός θεωρούσε ότι οι επιστολές αυτές είναι απλώς μεσολαβητικές για τους αποστάτες και οι

κομιστές δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία αμέσως παρά μόνο αφού

περάσουν από το καθορισμένο στάδιο της μετανοίας. Θεωρούσε, επίσης, ότι δεν έπρεπε να
δίνονται σε ομάδες αποστατών, αλλά σε άτομα, που ο ομολογητής γνώριζε και ότι έπρεπε όλες
αυτές οι επιστολές να συγκεντρωθούν και να εξεταστούν δημόσια από τον επίσκοπο, μετά την
κατάπαυση του διωγμού και να δοθεί ατομική λύση. Άμεση λύση θα δινόταν μόνο στους

ετοιμοθάνατους, που θα γίνονταν δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία.


Οι αποφάσεις αυτές όμως προκάλεσαν ταραχές σε διάφορες πόλεις, καθώς κάποιοι από τους

ομολογητές οργίστηκαν γιατί τάχα ακύρωνε τις συστατικές επιστολές τους και οι αποστάτες
ζητούσαν με επιμονή από τους κληρικούς να γίνουν δεκτοί σε πλήρη κοινωνία μόνο με τις

επιστολές των ομολογητών. Με όλους αυτούς συμφωνούσε μία μερίδα πρεσβυτέρων με


επικεφαλής τον πρεσβύτερο Ναυάτο και το διάκονο Φηλικίσσιμο.
9

Έτσι, με αρχηγό τον Φηλικίσσιμο ξεσηκώθηκαν όσοι είχαν αντιδράσει στην εκλογή του
Κυπριανού και όσοι έβρισκαν την τακτική του απέναντι στους πεπτωκότες πολύ αυστηρή και όσοι
από τους ομολογητές πίστευαν ότι τους περιφρόνησε.

Βλέποντας ο Κυπριανός την κατάσταση να οξύνεται επέστρεψε στην Καρχηδόνα, το Μάιο


του 251, και κάλεσε σύνοδο για να εξετάσει το ζήτημα των εκπεσόντων και του Φηλικισσίμου και

των οπαδών του. Η σύνοδος αποφάσισε για όσους θυσίασαν στα είδωλα να γίνονται δεκτοί σε
ισόβια μετάνοια και να τους χορηγείται πλήρης άφεση τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους, ενώ
για όσους εφοδιάστηκαν με πιστοποιητικά δίχως να θυσιάσουν, να γίνονται δεκτοί νωρίτερα σε

κοινωνία, αφού θα περνούσαν από ένα στάδιο μετανοίας. Το Φηλικίσσιμο, το Ναυάτο και τους
άλλους στασιαστές τους κήρυξε ακοινώνητους.
Σε λίγο όμως ξέσπασε νέος διωγμός και έγινε δεύτερη σύνοδος, η οποία μετρίασε την
αυστηρότητα της πρώτης για τους εκπεσόντες, θεσπίζοντας ότι όταν ξεσπά διωγμός όσοι
βρίσκονται σε μετάνοια θα παίρνουν άφεση και κοινωνία αμέσως, χωρίς καμία άλλη δοκιμασία.

Τις αποφάσεις των δύο συνόδων που συγκροτήθηκαν στην Καρχηδόνα για τους εκπεσόντες
του διωγμού και για το θέμα του Φηλικισσίμου, τις έστειλε αμέσως ο Κυπριανός στον επίσκοπο

Ρώμης Κορνήλιο, ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο, επικύρωσε τις αποφάσεις των Καρχηδονίων και

διευθέτησε το ανάλογο πρόβλημα της εκκλησίας της Ρώμης.

Μετά από όλα αυτά οι πρωταίτιοι της στάσης στην Καρχηδόνα, όσοι δεν συνετίστηκαν,
αποσχίστηκαν από την εκκλησία, εξέλεξαν δικό τους επίσκοπο και αποτέλεσαν καταφύγιο όλων
των εκπεσόντων, που δεν δέχονταν την αυστηρή μετάνοια και δοκιμασία.

Το σχίσμα του Φηλικισσίμου ως το τέλος του 3ου αι. είχε υποχωρήσει.

7. Το σχίσμα των Νοβατιανών στη Ρώμη (251)


Στη Ρώμη, ο επίσκοπος Φαβιανός (236-250) βρήκε μαρτυρικό θάνατο ήδη στις αρχές του

διωγμού του Δεκίου, το 250. Μετά το θάνατό του διοικούσαν την εκκλησία, επί ένα χρόνο, οι

πρεσβύτεροι.
Το ίδιο διάστημα διαδραματίζονταν τα γεγονότα στην Καρχηδόνα. Ο επίσκοπος Καρχηδόνος
Κυπριανός, ανησυχώντας για το θέμα των εκπεσόντων, ενημέρωσε τον κλήρο της Ρώμης για τα
μέτρα που έλαβε στην επαρχία του, δηλαδή να αναβληθεί το ζήτημα της επιστροφής των

αποστατών και να εξεταστεί σε σύνοδο μετά την κατάπαυση του διωγμού.


Η απόφαση αυτή ικανοποίησε και τους επιεικείς και τους αυστηρούς της Ρώμης. Μεταξύ των

πρεσβυτέρων της Ρώμης που δέχθηκαν την πρόταση του Κυπριανού ήταν και ο Νοβατιανός, που
ανήκε στους αυστηρότερους. Ο Νοβατιανός απάντησε εκ μέρους του κλήρου της Ρώμης στον

Κυπριανό ότι η εκκλησία της Ρώμης περιμένει να συγκληθεί σύνοδος για την εκλογή επισκόπου,
οπότε θα εξετάσει και το ζήτημα των εκπεσόντων.
10

Το 251 εκλέχθηκε επίσκοπος Ρώμης ο Κορνήλιος (251-253), ο οποίος ανήκε στους


επιεικέστερους και δέχθηκε τους λιβελλοφόρους, δηλαδή όσους αρνήθηκαν την πίστη τους μόνο
με έγγραφη δήλωση και δίχως θυσία στα είδωλα, αφού περνούσαν ορισμένο καιρό σε μετάνοια.

Στο μεταξύ, βρισκόταν ήδη στη Ρώμη ο πρεσβύτερος Ναυάτος, ο αίτιος της ταραχής στην
Καρχηδόνα, ο οποίος άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε πολλούς ομολογητές να αφήσουν τον

Κορνήλιο και να συνταχθούν με τους αυστηρότερους. Επίσης, πίεζε το Νοβατιανό, ήδη


απογοητευμένο που δεν εκλέχθηκε επίσκοπος, να χειροτονηθεί επίσκοπος Ρώμης. Πραγματικά, ο
Νοβατιανός αντιτάχθηκε στον Κορνήλιο, τον οποίο κατηγόρησαν ότι τάχα ήταν και αυτός

πεπτωκώς του διωγμού, και αφού απέσπασε οπαδούς, αποσχίσθηκε, χειροτονήθηκε επίσκοπος
και πήρε αυστηρή θέση για τους εκπεσόντες. Ο Νοβατιανός πίστευε ότι η εκκλησία πρέπει να
αποτελείται από μικρό αριθμό χριστιανών που να βρίσκονται σε αντίθεση με τον κόσμο, ήθελε μία
εκκλησία προφητών και μαρτύρων. Αντίθετα, οι επίσκοποι είχαν τη γνώμη ότι στην εκκλησία
έχουν θέση όλοι οι άνθρωποι και οι πνευματικότεροι και οι συνηθισμένοι χριστιανοί.

Το 251 ο Κυπριανός έστειλε στον Κορνήλιο τις αποφάσεις των δύο συνόδων που είχαν
συγκροτηθεί στην Καρχηδόνα για τους εκπεσόντες του διωγμού και για το σχίσμα του

Φηλικισσίμου. Αμέσως ο Κορνήλιος κάλεσε σύνοδο στη Ρώμη, η οποία επικύρωσε τις αποφάσεις

των Καρχηδονίων και καταδίκασε το Νοβατιανό και τους οπαδούς του.

Ο Κυπριανός και οι άλλοι Αφρικανοί επίσκοποι, όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στη


Ρώμη, έκριναν σκόπιμο να στείλουν εκεί δύο επισκόπους για να εξετάσουν την κατάσταση. Στο
μεταξύ, έφτασαν στην Καρχηδόνα απεσταλμένοι του Νοβατιανού και ανήγγειλαν ότι ο

Νοβατιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος Ρώμης. Οι επίσκοποι της Αφρικής δεν τον αναγνώρισαν,

αντίθετα τάχθηκαν υπέρ του Κορνηλίου.


Ο Νοβατιανός αμετανόητος συνέχισε τη δράση του κατά του Κορνηλίου με αποτέλεσμα να
παρασύρει πολλούς επισκόπους στο σχίσμα του και να διορίζει σχισματικούς επισκόπους και σε

άλλες εκκλησίες, εκεί όπου οι κανονικοί δεν τον δέχονταν. Οι σχισματικοί έκαναν κοινότητες

παντού, αλλά η εστία παρέμενε η Ρώμη.


Το σχίσμα επέζησε μέχρι και το τέλος του 6ου αι., έπειτα οι οπαδοί του Νοβατιανού,
περιορίστηκαν, ώσπου διαλύθηκαν.
11

Σχίσματα Μελιτιανών και Δονατιστών μετά το διωγμό του Διοκλητιανού λόγω της
διαφορετικής αντιμετώπισης προς τους μετανοούντες

Κυρίως στη Ρώμη και στην Καρχηδόνα εξακολουθούσε να υπάρχει διάσταση απόψεων ως
προς το ζήτημα της αντιμετώπισης των εκπεσόντων. Γενικότερα όμως, τρία είναι τα βασικά

ζητήματα που ταράζουν την εσωτερική ζωή της εκκλησίας ως τις αρχές του 4ου αιώνα:
1. τα βαριά αμαρτήματα και η συγχώρησή τους
2. το βάπτισμα των αιρετικών και το συναφές θέμα του αναβαπτισμού

3. οι θέσεις των Δονατιστών για την εγκυρότητα των μυστηρίων της Εκκλησίας που
τελούνται από ηθικά ανάξιους κληρικούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, παρουσιάστηκε κατά τις αρχές του 4 ου αι. ένα ανάλογο
φαινόμενο με τα σχίσματα της Καρχηδόνος και της Ρώμης των μέσων του 3 ου αιώνα. Μετά το
διωγμό του Διοκλητιανού το 303 προέκυψε πάλι το ζήτημα της επιστροφής των αποστατών και

αυτό στάθηκε η αφορμή για να δημιουργηθούν δύο νέα σχίσματα στην εκκλησία, αυτή τη φορά
στην Αλεξάνδρεια και στην Καρχηδόνα.

8. Μελιτιανό σχίσμα στην Αλεξάνδρεια (307)

Κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού πολλοί χριστιανοί θυσίασαν στα είδωλα·
αργότερα όμως μεταμελήθηκαν και προσέρχονταν στους μάρτυρες και στους ομολογητές
ζητώντας να γίνει δεκτή η μετάνοιά τους.

Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Πέτρος ακολούθησε επιεική πολιτική στο ζήτημα των αποστατών

του διωγμού και τους δεχόταν σε εκκλησιαστική κοινωνία ύστερα από πρόσκαιρη μετάνοια, την
οποία μάλιστα ελάφρωσε. Με την τακτική αυτή διαφώνησε ο επίσκοπος Λυκοπόλεως της
Θηβαΐδας Μελίτιος, που ακολουθούσε αυστηρές αρχές για τους μετανοούντες. Ζητούσε αυστηρή

και πραγματική μετάνοια και έλεγε ότι θα αποφασίσει μετά το τέλος του διωγμού. Είναι πιθανό

ότι ήταν επηρεασμένος από το μοντανισμό, γιατί έλεγε ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να
αποφεύγουν το μαρτύριο, αλλά να παραδίνονται σ’ αυτό.
Ο Πέτρος έφυγε από την Αλεξάνδρεια όσο διαρκούσε ο διωγμός και κρύφτηκε, όμως άλλοι
επίσκοποι φυλακίστηκαν. Τότε ο Μελίτιος βρήκε την ευκαιρία να σφετεριστεί το θρόνο του

Αλεξανδρείας. Άρχισε να επεμβαίνει σε άλλες επισκοπές, να χειροτονεί παρανόμως, να τοποθετεί


επισκόπους σε κενές επισκοπές και γενικώς να οικειοποιείται τα μητροπολιτικά δικαιώματα του

Αλεξανδρείας. Κατηγόρησε, επίσης, τον Πέτρο ως αποστάτη επειδή έφυγε και κρύφτηκε.
Όταν τα έμαθαν αυτά οι φυλακισμένοι επίσκοποι έστειλαν επιστολή στο Μελίτιο

προτρέποντάς τον να σταματήσει αυτήν την αυθαίρετη και αντικανονική συμπεριφορά. Ο


Μελίτιος όμως δεν πτοήθηκε. Μετά το μαρτυρικό θάνατο των επισκόπων, αποκήρυξε από την
12

εκκλησιαστική κοινωνία τους περιοδευτές επισκόπους του Πέτρου και χειροτόνησε νέους. Το 307
ο Πέτρος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, συγκάλεσε σύνοδο και τον καθαίρεσε. Ο Μελίτιος χωρίς
να ζητήσει σύγκληση συνόδου για να απολογηθεί αποσχίσθηκε από το μητροπολίτη και έτσι

δημιουργήθηκε το Μελιτιανό σχίσμα. Οι ρωμαϊκές αρχές συνέλαβαν το Μελίτιο και τον έστειλαν
στα ορυχεία της Παλαιστίνης. Εκεί οι ιδέες του διαδόθηκαν ανάμεσα στους άλλους καταδίκους

χριστιανούς. Έτσι, το σχίσμα ενισχύθηκε και όταν επέστρεψαν απλώθηκε σε όλη την Αίγυπτο. Οι
σχισματικοί αυτοί ονόμαζαν την εκκλησία τους «Εκκλησία Μαρτύρων». Ο Πέτρος εξέδωσε
κανόνες για την επιστροφή των αποστατών και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 311.

Το σχίσμα των Μελιτιανών ήταν τόσο σημαντικό, ώστε αποτέλεσε ένα από τα ζητήματα με
τα οποία ασχολήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια το 325. Η Σύνοδος, στοχεύοντας στην
κατάπαυση του σχίσματος, έδειξε επιείκεια στο Μελίτιο και στους κληρικούς που χειροτόνησε.
Επέτρεψε στο Μελίτιο να διατηρήσει τον τίτλο του, χωρίς να έχει επαρχία, να παραμένει στη
Λυκόπολη χωρίς να λειτουργεί. Οι χειροτονίες που είχε κάνει θεωρήθηκαν ισχυρές και οι κληρικοί

αυτοί θα γίνονταν δεκτοί στην εκκλησία, με τους βαθμούς τους, ύστερα από νέα επίθεση των
χεριών και θα υπάγονταν στον επίσκοπο Αλεξανδρείας, που ήταν πια ο Αλέξανδρος.

Ο Μ. Αθανάσιος (που ήταν τότε διάκονος και είχε συνοδεύσει ως γραμματέας τον Αλέξανδρο

στη Σύνοδο) δεν είχε την ίδια γνώμη γιατί ήξερε ότι οι Μελιτιανοί θα δημιουργούσαν πάλι

ζητήματα. Πραγματικά ο Μελίτιος εξαγριώθηκε περισσότερο και επέμενε στο σχίσμα. Το 328
πέθανε ο Αλέξανδρος και τον διαδέχθηκε ο Αθανάσιος. Οι Μελιτιανοί διαφώνησαν με την εκλογή
του νέου επισκόπου και συνασπίστηκαν με τους Αρειανούς εναντίον του. Τρεις Μελιτιανοί

επίσκοποι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να παραπονεθούν για τον Αθανάσιο, τον οποίο

κατηγόρησαν. Αργότερα, οι Αρειανοί με τους Μελιτιανούς κατηγόρησαν πάλι τον Αθανάσιο ότι
σκότωσε το Μελιτιανό επίσκοπο Θηβαΐδος (Υψηλής) Αρσένιο, τον οποίο είχαν κρύψει οι ίδιοι σε
ένα μοναστήρι.

Το 335 έγινε σύνοδος στην Τύρο της Φοινίκης, όπου παρουσιάστηκαν οι Μελιτιανοί και

έφεραν πάλι στο προσκήνιο κατηγορίες για την εκλογή του Αθανασίου, ότι έλαβε βίαια μέτρα
εναντίον τους και άλλες συκοφαντίες. Η σύνοδος μεταβλήθηκε σε όχλο και ο Αθανάσιος έφυγε
κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Η σύνοδος τον καταδίκασε ερήμην και αποκατέστησε όσους
Μελιτιανούς είχε καθαιρέσει.

Λείψανα του σχίσματος των Μελιτιανών υπήρχαν ακόμη γύρω στα μέσα του 5 ου αι., μετά
εξαφανίστηκαν.
13

9. Το σχίσμα των Δονατιστών (311)


Ένα άλλο σχίσμα που δημιουργήθηκε μετά το διωγμό του Διοκλητιανού ήταν το σχίσμα των
Δονατιστών, κατά το 311, το πιο σημαντικό και μακροχρόνιο στη Β. Αφρική. Προήλθε από τα ίδια

αίτια με το σχίσμα των Μελιτιανών.


Στη διάρκεια του διωγμού του 303 οι ειδωλολάτρες ζητούσαν από τους κληρικούς να τους

παραδώσουν τα ιερά βιβλία. Όσοι τα παρέδιναν για να γλυτώσουν τις διώξεις ονομάστηκαν
παραδίδοντες (traditores). Στην εκκλησία της Καρχηδόνος πήραν απόφαση να συγχωρούν όσους
είχαν παραδώσει αιρετικά βιβλία για να αποφύγουν το μαρτύριο.

Για το ζήτημα αν πρέπει ή όχι να παραδίδονται τα ιερά βιβλία παρουσιάστηκαν δύο μερίδες.
Η μία, με επικεφαλής τον επίσκοπο Καρχηδόνος Μενσούριο και τον αρχιδιάκονο Καικιλιανό ήταν
επιεικής κι έλεγε ότι πρέπει να παραδίνουν στους διώκτες άλλα βιβλία και αιρετικά ακόμη για να
αποφεύγουν το μαρτύριο, το οποίο δεν πρέπει να επιζητούν.
Υπήρχε όμως και η αυστηρή μερίδα, με ρίζες στους Μοντανιστές και τον Τερτυλλιανό, που

πίστευε ότι το να παραδίνουν οποιαδήποτε βιβλία είναι αποστασία και τόνιζε ότι οι χριστιανοί
πρέπει να ζητούν το μαρτύριο. Επικεφαλής αυτής της μερίδας ήταν μία πλούσια χήρα, η Λουκίλλα.

Σύντομα η διαφωνία των δύο μερίδων εξειδικεύτηκε στους παραβάτες κληρικούς. Κατά την

άποψη των αυστηρών, οι παραδίδοντες κληρικοί δεν τελούσαν έγκυρα μυστήρια. Η κρίση

ξέσπασε το 311, όταν πέθανε ο επίσκοπος Μενσούριος και εκλέχθηκε επίσκοπος ο Καικιλιανός, τον
οποίο δεν ήθελε η μερίδα των αυστηρών. Ισχυρίστηκαν ότι η χειροτονία του Καικιλιανού ήταν
άκυρη γιατί έγινε από τον επίσκοπο Απτούγκας Φήλικα, που έκανε θανάσιμο αμάρτημα με το να

παραδώσει ιερά βιβλία και κατά συνέπεια οι ιερατικές πράξεις του ήταν άκυρες. Σύνοδος από 70

επισκόπους στη Νουμιδία εξέλεξε άλλον επίσκοπο Καρχηδόνος, το Μαγιορίνο, τον οποίο
διαδέχτηκε το 315 ο επίσκοπος Μαύρων Καλυβών Δονάτος ο λεγόμενος Μέγας, που ήταν από την
αρχή ηγέτης του κινήματος. Έτσι, συντελέστηκε σχίσμα και σχηματίστηκε νέα εκκλησία με το

όνομα «Εκκλησία αγίων ή μαρτύρων». Ισχυρίζονταν ότι αποτελούν τη μοναδική αμόλυντη

εκκλησία μαρτύρων, η οποία είναι απαλλαγμένη από τα θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ η άλλη είναι
η μολυσμένη παραδοσιακή εκκλησία. Η σχισματική εκκλησία διαδόθηκε γρήγορα στη Β. Αφρική.
Ο Μ. Κωνσταντίνος το 313 έδωσε χρηματική επιχορήγηση στις εκκλησίες της Β. Αφρικής
χωρίς να δώσει και στους Δονατιστές. Αυτοί διαμαρτυρήθηκαν και συγκλήθηκε σύνοδος στη

Ρώμη, η οποία όμως καταδίκασε τους Δονατιστές.


Το ζήτημα όμως που είχε προκύψει, για το αν η ηθική καθαρότητα των ιερέων συντελεί ή όχι

στην τελείωση των μυστηρίων, εξακολουθούσε να υφίσταται. Οι Δονατιστές παρέμεναν ανένδοτοι


στις θέσεις τους και έλεγαν ότι μόνο οι ηθικά καθαροί κληρικοί τελούν έγκυρα μυστήρια. Το

πρόβλημα συγκλόνισε την εκκλησία γιατί οι επιπτώσεις του από εκκλησιολογική άποψη είναι
πράγματι σοβαρές. Επειδή, λοιπόν, η ταραχή εξακολούθησε, ο Μ. Κωνσταντίνος κάλεσε άλλη
14

σύνοδο στην Αρελάτη της Γαλατίας το 314. Η σύνοδος καταδίκασε το Δονατισμό και δέχτηκε πως
το μοναδικό και πρωταρχικό ρόλο στην τέλεση των μυστηρίων διαδραματίζει η χάρη του Θεού.
Διακήρυξε, αντίθετα με όσα πίστευαν οι Δονατιστές, ότι τα μυστήρια που τελούν ανάξιοι κληρικοί

είναι ισχυρά και έγκυρα· ο επίσκοπος που παραδίδει βιβλία ή ιερά σκεύη στους διώκτες
καθαιρείται, τα μυστήρια όμως που τέλεσε είναι έγκυρα. Αναγνώρισε επίσης ως ισχυρό το

βάπτισμα των αιρετικών και την απόφαση δέχτηκε και η εκκλησία της Β. Αφρικής, η οποία ως
τότε δεν το δεχόταν ως έγκυρο.
Το 316 οι Δονατιστές απευθύνθηκαν πάλι στο Μ. Κωνσταντίνο, για να παραπονεθούν.

Εκείνος δεν δέχτηκε τα παράπονά τους και επειδή αρνήθηκαν να συμμορφωθούν και να ενωθούν
με τη εκκλησία προσπάθησε να τους εξαναγκάσει να υποχωρήσουν, κλείνοντας τους ναούς και
εξορίζοντας τους επισκόπους τους. Η Β. Αφρική βρέθηκε σε αναταραχή και επειδή ο Μ.
Κωνσταντίνος είδε ότι τα μέτρα δεν είχαν αποτελέσματα, έπαυσε τη βία. Τότε αυξήθηκε ο αριθμός
των μελών της εκκλησίας των Δονατιστών.

Το 347 καταδίωξε τους Δονατιστές ο Κώνστας, ο γιος του Κωνσταντίνου, ενώ ο Ιουλιανός ο
Παραβάτης για να φέρει σύγχυση στην εκκλησία, τους άφησε ελεύθερους. Το 376 ο Γρατιανός

δήμευσε τις εκκλησίες τους.

Την εποχή του Ονωρίου (395-403) έγινε σύνοδος, στην οποία έλαβε μέρος και ο Αυγουστίνος

που τους αντιμετώπισε σε δημόσια συζήτηση. Όμως το 429 οι Βάνδαλοι κυρίευσαν τη Β. Αφρική
και έτσι οι αυτοκράτορες δεν μπορούσαν πια να επέμβουν. Υπολείμματα των Δονατιστών
υπήρχαν και τον 7ο αιώνα όταν οι Άραβες κυρίευσαν τη Β. Αφρική.

Είναι δύσκολο να καθοριστούν τα αίτια ενός τόσο μεγάλου κινήματος, καθώς τα θρησκευτικά

αίτια δεν είναι τόσο σοβαρά. Ίσως με το σχίσμα αυτό να εκφραζόταν με θρησκευτικές ιδέες ένα
σύνολο πολιτικών και κοινωνικών ιδεών. Οι Δονατιστές είχαν τη συνείδηση των σχισματικών, οι
οποίοι διεκδικούν το δίκαιό τους εναντίον όλων των άλλων, ισχυρίζονταν ότι είναι στρατιώτες

του Χριστού και πολεμούν για αγαθό σκοπό.

10. Το Κολλουθιανό σχίσμα στην Αλεξάνδρεια


Από το 318 ο Άρειος άρχισε να κηρύττει τις ιδέες του και προκάλεσε συζητήσεις και
αντιδράσεις. Ο πρεσβύτερος Κόλλουθος κατήγγειλε τον Άρειο στον επίσκοπο Αλεξανδρείας

Αλέξανδρο, ο οποίος συζήτησε με τον Άρειο και προσπάθησε να του αλλάξει ιδέες. Επειδή
παρατηρήθηκε χρονοτριβή και δεν ελήφθησαν άμεσα μέτρα, ο Κόλλουθος χωρίστηκε από τον

επίσκοπο και χειροτόνησε ο ίδιος πρεσβυτέρους.


Το 318/9 έγινε σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, η οποία καταδίκασε τον Άρειο, όμως το ζήτημα

δεν λύθηκε, καθώς ο Άρειος αγνόησε τις αποφάσεις της συνόδου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
θέλοντας να βάλει τέλος στις θρησκευτικές διαφωνίες έστειλε επιστολές στον επίσκοπο Αλέξανδρο
15

και στον Άρειο με τον επίσκοπο Κορδούης Όσιο, με τις οποίες ζητούσε να παύσουν οι συζητήσεις.
Όταν έφθασε ο Όσιος στην Αλεξάνδρεια έγινε σύνοδος, στην οποία μεταξύ άλλων αποφασίστηκε
να γίνει δεκτός ο Κόλλουθος ως πρεσβύτερος. Έτσι, έπαυσε το Κολλουθιανό σχίσμα, που

προκλήθηκε από τον αρειανισμό.

11. Το σχίσμα των Ιωαννιτών (403)


Όταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (398-404)
προκάλεσε πολλές αντιπάθειες, διότι καυτηρίασε και καταδίκασε με ωμή γλώσσα κάθε αμαρτία.

Τα μέτρα που έλαβε, η ευθύτητά του και η αυστηρή γλώσσα που μεταχειρίστηκε, έφεραν
αντίδραση και μοιραία τον οδήγησαν σε σύγκρουση με το παλάτι. Η φιλόδοξη αυτοκράτειρα
Ευδοξία συμμάχησε με τους εχθρούς του, οι οποίοι με συκοφαντικές κατηγορίες συγκάλεσαν
σύνοδο το 403, τον καταδίκασαν και τον κήρυξαν έκπτωτο από το θρόνο του. Ο Ιωάννης
εξορίστηκε και ο λαός επαναστάτησε και ξέσπασε σε εκδηλώσεις οργής. Από τότε άρχισε διωγμός

εναντίον των φίλων του επισκόπων, οι οποίοι ονομάστηκαν Ιωαννίτες. Ο Χρυσόστομος


οδηγήθηκε στη Βιθυνία περιμένοντας να του ανακοινώσουν τον τόπο της εξορίας του, όμως αντί

γι’ αυτό τον ανακάλεσαν στην Πόλη. Δεν άργησε να συγκρουστεί ξανά με την Ευδοξία και έτσι

εξορίστηκε οριστικά το 404. Τον οδήγησαν στη Νίκαια της Βιθυνίας και από εκεί στα βάθη της

Αρμενίας, στην Κουκουσό στα σύνορα Αρμενίας και Καππαδοκίας, διότι ο σκοπός των εχθρών του
ήταν η φυσική του εξόντωση. Όμως ο Ιωάννης ακόμα και από την εξορία ασκεί τεράστια επιρροή
στους πιστούς, δέχεται επισκέψεις επισκόπων και γράφει επιστολές για να ενθαρρύνει τους φίλους

του, που καταδιώκονταν. Η κίνηση αυτή ενοχλεί τους εχθρούς του, που αποφασίζουν να

μεταφερθεί πιο μακριά, στην Πιτυούντα, στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Δεν
πρόλαβε όμως να φτάσει στο νέο τόπο της εξορίας του. Πέθανε το 407 στα Κόμανα του Πόντου
από τις κακουχίες και την εξάντληση.

Μετά το θάνατό του δημιουργήθηκε διπλό σχίσμα.

Από τη μία πλευρά, έγιναν σχισματικοί οι Ιωαννίτες, οι οπαδοί του Χρυσοστόμου, επειδή δεν
αναγνώρισαν το διάδοχό του, τον αρχιεπίσκοπο Αττικό, μάλιστα εκκλησιάζονταν σε ναούς έξω
από την πόλη.
Από την άλλη, έγινε σχίσμα και με τη Ρώμη. Ο Χρυσόστομος ήδη πριν από τη δεύτερη εξορία

του είχε κάνει έκκληση στον πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιο Α’ (401-417), ο οποίος όταν έμαθε το
θάνατό του αρνήθηκε την κοινωνία με τους εχθρούς του Χρυσοστόμου και ζήτησε σταθερά την

αποκατάσταση της μνήμης του. Η Ρώμη διέκοψε τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη,
εξαιτίας των παρατυπιών που σημειώθηκαν. Μετά το θάνατο του Ιννοκεντίου ο Αττικός έγραψε

το όνομα του Ιωάννη στα δίπτυχα. Αυτό υπήρξε το πρώτο σχίσμα με τη Δύση.
16

Όταν έγινε αρχιεπίσκοπος ο Πρόκλος (434-446), με την άδεια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’
(408-450), έφερε τα λείψανα του Ιωάννη από τον τόπο της εξορίας του, όπου είχε ταφεί, στην
Κωνσταντινούπολη. Οι Ιωαννίτες, που ήταν χωρισμένοι από την εκκλησία, ήρθαν πάλι στους

κόλπους της. Η τάξη, δηλαδή, αποκαταστάθηκε οριστικά με τη μετακομιδή των λειψάνων του
Χρυσοστόμου στην πρωτεύουσα το 438.

12. Ακακιανό σχίσμα (484)


Στη Ρώμη παρακολουθούσαν με ανησυχία όσα συνέβαιναν στην Ανατολή και ο πάπας Φήλιξ

Γ’ (483-492) έστειλε αντιπροσώπους, στην Κωνσταντινούπολη για να εξετάσουν το ζήτημα του


πατριάρχη Ακακίου, τον οποίο κάποιοι επίσκοποι και μοναχοί της μονής Στουδίου κατηγόρησαν
στη Ρώμη. Ο Ακάκιος έθεσε σε περιορισμό τους παπικούς αντιπροσώπους, τους ανάγκασε να
λάβουν το μέρος του, να υπογράψουν το Ενωτικόν και έγραψε στα δίπτυχα το όνομα του Πέτρου
Μογγού. Όταν ο πάπας πληροφορήθηκε τα όσα συνέβησαν, μόλις επέστρεψαν οι αντιπρόσωποί

του από την Κωνσταντινούπολη, κάλεσε σύνοδο τους αφόρισε και τους καθαίρεσε. Το ίδιο έκανε
και για τον Ακάκιο, τον Πέτρο Μογγό και τον Πέτρο Γναφέα. Τότε και ο Ακάκιος διέγραψε το

όνομα του Φήλικος από τα δίπτυχα και έτσι δημιουργήθηκε το Ακακιανό σχίσμα που είναι το

δεύτερο με σχίσμα με τη Δύση και κράτησε 35 χρόνια, από το 484 ως το 519.

Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Α’ (518-527), τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να


αλλάζουν. Οι αυτοκράτορες δεν υποστήριζαν πια τον μονοφυσιτισμό και προσπαθούσαν να
στερεώσουν την ορθοδοξία. Με την άνοδο του νέου αυτοκράτορα ο λαός της

Κωνσταντινουπόλεως διαδήλωνε στους δρόμους ζητώντας την αναγνώριση της Δ’ Οικουμενικής

Συνόδου, παράλληλα έφτασαν απεσταλμένοι του πάπα Ορμίσδα (514-523) εφοδιασμένοι με


παπικό έγγραφο προς υπογραφή προκειμένου να λυθεί το σχίσμα. Ο πατριάρχης Ιωάννης Β’
Καππαδόκης (518-520) τροποποίησε το κείμενο του εγγράφου και σε επιστολή του προς τον πάπα

Ορμίσδα εξέθεσε τα πράγματα σύμφωνα με τις αντιλήψεις της Ανατολικής Εκκλησίας. Τελικά, το

519 λύθηκε το σχίσμα.

Σχίσματα ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική εκκλησία

Ο 9ος αι. είναι η εποχή των σχισμάτων ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία. Το
843 μπορεί να έληξε επίσημα η εικονομαχία, αλλά τα πνεύματα δεν ηρέμησαν και οι προστριβές

μπορεί να άλλαξαν μορφή όμως συνεχίστηκαν. Το 847 έγινε πατριάρχης ο Ιγνάτιος, ο οποίος
συμφωνούσε με τους Ζηλωτές τους μοναχούς της μονής Στουδίου, που εξέφραζαν πια μία

αυστηρή και αδιάλλακτη στάση κατά των εικονομάχων και υποστήριζαν τον περιορισμό των
επεμβάσεων της πολιτείας στην εκκλησία. Ο μητροπολίτης Συρακουσών Γρηγόριος Ασβεστάς ήρθε
17

σε σύγκρουση με τον πατριάρχη, ο οποίος τον καθαίρεσε και αφόρισε τους οπαδούς του (853).
Επίσης ο Ιγνάτιος ήρθε σε σύγκρουση και με το παλάτι. Αυτές οι συγκρούσεις οδήγησαν στην
εκδίωξή του από το θρόνο και την εξορία το 858.

Στη συνέχεια έγινε σύνοδος, που αποκατέστησε το Γρηγόριο Ασβεστά και όλους όσους είχε
καθαιρέσει ο Ιγνάτιος και εξέλεξε πατριάρχη το Φώτιο, ο οποίος χειροτονήθηκε αθρόον (δηλαδή

από λαϊκός μέσα σε πέντε μέρες πήρε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης και έγινε πατριάρχης). Ο
Φώτιος κράτησε διαλλακτική στάση, δηλαδή ακολούθησε την τακτική των πατριαρχών Ταρασίου
και Μεθοδίου στο ζήτημα των εικόνων· γι’ αυτό, αλλά και για την αθρόον χειροτονία του, τον

πολέμησαν οι Ζηλωτές. Έτσι, δύο μήνες μετά την ενθρόνιση του Φωτίου οι Ζηλωτές
συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, αναθεμάτισαν το Φώτιο,
διακήρυξαν ότι κανονικός πατριάρχης ήταν ο Ιγνάτιος και έστειλαν επιστολή στον πάπα Νικόλαο
Α’ (858-867), που είχε ενθρονιστεί κι αυτός πρόσφατα, με την οποία ισχυρίζονταν ότι ο Ιγνάτιος
εκθρονίστηκε άδικα και ότι στη θέση του ενθρονίστηκε ένας λαϊκός. Οι Ζηλωτές ζητούσαν την

επέμβαση του πάπα χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αυτός απέβλεπε στη στερέωση της
οικουμενικότητας της Ρώμης, όχι απλώς γιατί ήταν ο ίδιος πολύ φιλόδοξος, αλλά γιατί στη Δύση

διαμορφώθηκε μία άλλη πολιτική θεωρία για τις σχέσεις του κράτους με τον πάπα από την εποχή

του Καρλομάγνου και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από τους πάπες.

Το 859 ο Φώτιος κάλεσε σύνοδο, η οποία καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον Ιγνάτιο και
απάλλαξε από τις κατηγορίες τον Γρηγόριο Ασβεστά.
Ύστερα από όλα αυτά, αποφασίστηκε να συγκληθεί σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη για να

ασχοληθεί με την κατοχύρωση των αποφάσεων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου για την

αναστήλωση των εικόνων και την τακτοποίηση των θεμάτων που προέκυψαν μετά την επίσημη
λήξη της εικονομαχίας το 843. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ (842-867) ζήτησε από τον πάπα να
στείλει αντιπροσώπους για τη σύνοδο.

Ο πάπας Νικόλαος Α’ έστειλε δύο αντιπροσώπους έχοντας όμως τους δικούς του σκοπούς,

καθώς απέβλεπε στη στερέωση της οικουμενικότητας της Ρώμης και έχοντας μεγάλη ιδέα για το
παπικό πρωτείο νόμιζε ότι μπορούσε να γίνει κριτής και στην Ανατολή, όπως προσπαθούσε να
γίνει στη Δύση. Οι παπικοί αντιπρόσωποι έδωσαν επιστολή στο Φώτιο, που έλεγε ότι οι
πατριαρχικές μεταβολές έγιναν χωρίς τη συμβουλή του πάπα γι’ αυτό οι αντιπρόσωποί του θα

εξέταζαν το θέμα και θα του ανέφεραν σχετικά για να κρίνει. Έδωσαν επιστολή και στον
αυτοκράτορα, με την οποία ο πάπας ζητούσε να επανέλθουν στη δικαιοδοσία της Ρώμης το

Ανατολικό Ιλλυρικό και οι παπικές κτήσεις στη Ν. Ιταλία, που ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ είχε
προσαρτήσει στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά τα πρώτα χρόνια της έριδας για τις

εικόνες.
18

Η σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 861 στο ναό των Αγίων Αποστόλων με
τη συμμετοχή 218 επισκόπων, επικύρωσε την καθαίρεση του Ιγνατίου, την οποία αναγκάστηκε να
προσυπογράψει και ο ίδιος, αναγνώρισε την εκλογή του Φωτίου ως κανονική και επικύρωσε την

αναστήλωση των εικόνων. Οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πολλές δυνατότητες αντίδρασης
και έτσι συμφώνησαν κι αυτοί και υπέγραψαν τις αποφάσεις της συνόδου. Η σύνοδος αυτή

ονομάστηκε Πρωτοδευτέρα γιατί παρομοιάστηκε με την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας και
θεωρήθηκε ως δεύτερη μετά την πρώτη. Τα πρακτικά της δεν διασώθηκαν διότι λίγα χρόνια
αργότερα η σύνοδος του 869 έδωσε εντολή να τα κάψουν, αλλά γνωρίζουμε τα

διαδραματισθέντα σ’ αυτήν από άλλες ασφαλείς πηγές.


Η σύνοδος θέσπισε κανόνες. Με τον 17ο κανόνα απαγόρευε στο εξής τη χειροτονία αθρόον,
αν και η ίδια σύνοδος επικύρωσε τη χειροτονία του Φωτίου.
Οι αποφάσεις της συνόδου για τον Ιγνάτιο και το Φώτιο εξόργισαν τον πάπα. Ζήτησε να
παρουσιαστούν και οι δύο για να τους κρίνει αυτός. Το 863 συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη, η οποία

καταδίκασε και καθαίρεσε το Φώτιο ως σχισματικό και αναγνώριζε ως κανονικό πατριάρχη τον
Ιγνάτιο. Επίσης καθαίρεσε και τους αντιπροσώπους που είχε στείλει ο πάπας στην

Κωνσταντινούπολη επειδή υπέγραψαν τις αποφάσεις της Πρωτοδευτέρας. Ο αυτοκράτορας

Μιχαήλ Γ’, όταν έμαθε τις αποφάσεις του πάπα Νικολάου, του έστειλε επιστολή που έλεγε ότι οι

αποφάσεις του δεν έχουν κανένα κύρος γιατί κανένας δεν τον όρισε κριτή, ότι οι αποφάσεις της
συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως ήταν τελεσίδικες και ότι κανονικός πατριάρχης ήταν ο
Φώτιος. Ο πάπας Νικόλαος, αμετακίνητος στις απόψεις του, με επιστολή προς τον αυτοκράτορα

του ζήτησε να ανακαλέσει και να στείλει στη Ρώμη αντιπροσώπους του Φωτίου και του Ιγνατίου

για να εκθέσουν τα πράγματα, πρόβαλε τις αξιώσεις του για το πρωτείο και υποστήριξε ότι μόνο
αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει τη νομιμότητα της εκλογής του Φωτίου. Όμως όταν οι
απεσταλμένοι του πάπα έφτασαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας τους ζητήθηκε να υπογράψουν

ομολογία πίστεως και να αναγνωρίσουν το Φώτιο. Αυτοί αρνήθηκαν και έτσι τους απαγόρευσαν

την είσοδο.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση είχαν φτάσει σε μεγάλη ένταση και
επιδεινώθηκαν μετά τα γεγονότα της Βουλγαρίας. Όταν ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Βόρης (852-
889) αντιλήφθηκε ότι, ευρισκόμενος ανάμεσα σε χριστιανικούς λαούς, έπρεπε να δεχθεί το

χριστιανισμό για πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους, στράφηκε στους Φράγκους, συμμάχησε
μαζί τους για να αντιμετωπίσουν τους Μοραβούς και συμφώνησε να δεχτούν οι Βούλγαροι το

χριστιανισμό από τους Φράγκους. Ο πάπας παρακολουθούσε τις εξελίξεις και έβλεπε μπροστά του
μια θαυμάσια ευκαιρία για να αναμιχθεί στη Βαλκανική. Τα σχέδια αυτά ματαιώθηκαν, όταν οι

Μοραβοί συμμάχησαν με το Βυζάντιο και ζήτησαν από την Κωνσταντινούπολη ιεραποστόλους.


Όταν τα βυζαντινά στρατεύματα έκαναν την εμφάνισή τους στα σύνορα των Βουλγάρων τότε ο
19

Βόρης αναγκάστηκε να αρνηθεί τη φραγκική συμμαχία και να δεχθεί το χριστιανισμό από την
Κωνσταντινούπολη. Έτσι, το 864 βαπτίστηκε και ο ίδιος και ο Φώτιος έστειλε Έλληνα επίσκοπο και
κληρικούς, για να διδάξουν το χριστιανισμό στους Βουλγάρους και να οργανώσουν την εκκλησία.

Ο πάπας θεώρησε τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων από την Κωνσταντινούπολη ως


προσωπική ήττα.

Λίγο αργότερα ο Βόρης, διαπιστώνοντας ότι δεν έχει πια φοβάται από τους Μοραβούς και
τους Βυζαντινούς, ζήτησε την αυτονομία της εκκλησίας της Βουλγαρίας από το πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως. Δεν πέτυχε όμως το σκοπό του και τότε στράφηκε στον πάπα, ο οποίος με

μεγάλη προθυμία έστειλε δύο επισκόπους και κληρικούς. Οι παπικοί εγκαταστάθηκαν και
επιχείρησαν πολλές μεταβολές. Κατάργησαν τα ανατολικά έθιμα και επέβαλαν τα δικά τους,
θέσπισαν να τελείται το χρίσμα μόνο από τους επισκόπους, καθιέρωσαν την υποχρεωτική αγαμία
των κληρικών, δίδαξαν το Filioque (ίσως όμως να μην το είχαν προσθέσει στο σύμβολο της
πίστεως, αφού ούτε στην ίδια τη Ρώμη δεν είχε προστεθεί ακόμη στο σύμβολο).

Αυτά προκάλεσαν τη σφοδρή δυσαρέσκεια της Κωνσταντινουπόλεως, διότι έβλεπε πάλι την
επέμβαση του πάπα στην Ανατολή και επίσης διότι αυτή η επέμβαση θεωρήθηκε ως παράβαση

του 28ου κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έδινε εξουσία στον πατριάρχη

Κωνσταντινουπόλεως στη Διοίκηση της Θράκης και στις όμορες βαρβαρικές χώρες.

Ο Φώτιος κατήγγειλε την επέμβαση του πάπα και την επιβολή των δυτικών εθίμων στην
εκκλησία της Βουλγαρίας στους άλλους πατριάρχες της Ανατολής και συγκάλεσε σύνοδο στην
Κωνσταντινούπολη το 867, στην οποία ήταν παρόντες ο αυτοκράτορας και η σύγκλητος και

πρόεδρος ήταν ο Φώτιος. Η σύνοδος καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο Α’ γιατί

εισπήδησε σε ξένη εκκλησία και εισήγαγε σ’ αυτήν τα δυτικά εκκλησιαστικά έθιμα. Τα πρακτικά
αυτής της συνόδου τα κατέστρεψαν δύο χρόνια αργότερα κατόπιν εντολής της συνόδου που
έγινε το 869.

Ο Φώτιος υποστήριξε την ανεξαρτησία και το κύρος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως

έναντι των οικουμενικών αξιώσεων της Ρώμης. Σε μία εποχή που η πολιτική εξουσία ήταν ισχυρή
και την είχε δίπλα του και που η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν
και το πατριαρχείο πολύ ισχυρό, καθώς τα άλλα ανατολικά πατριαρχεία βρίσκονταν σε παρακμή
και ήταν καταδικασμένα σε απραγία λόγω της αραβικής κατοχής. Ο Φώτιος θεωρούσε ότι το

πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως είχε ως αποστολή του να διατηρήσει την ανεξαρτησία του,
κατάλαβε τι χρειαζόταν η εποχή του, αλλά και με σπάνια διορατικότητα διείδε καθαρότερα από

κάθε άλλον την έλευση μίας νέας ενδοξότερης εποχής, που θα την χαρακτήριζε η επιβλητική
επέκταση της σφαίρας επιρροής του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο σλαβικό κόσμο και

θα δημιουργούσε νέες υποχρεώσεις και δυνατότητες. Έτσι, η πολιτική του Φωτίου και το έργο του
προσανατολίστηκε στην κατεύθυνση της προπαρασκευής αυτής της εποχής. Έχοντας, λοιπόν,
20

συναίσθηση όλων αυτών, καθώς και των μελλοντικών δυνατοτήτων του πατριαρχείου, δεν ήταν
σε καμία περίπτωση διατεθειμένος να θυσιάσει την ανεξαρτησία της εκκλησίας του κάνοντας
υποχωρήσεις έναντι των αξιώσεων του πάπα, έναντι της επέκτασης της δικαιοδοσίας του σε

βάρος του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, έναντι της εφαρμογής της ιδέας για το
πρωτείο που είχε ο Νικόλαος Α’.

Ο Φώτιος αγωνίστηκε για την αναζωπύρωση εκείνης της ιεραποστολικής συνείδησης, που
περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των λαών από εισαγωγές εθίμων ξένων
προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητάς τους. Διότι γνώριζε, ότι ο

μέγιστος εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής
του ταυτότητας και η αλλοίωση του ήθους του. Άλλωστε μόνο σύγχυση και αποσυντόνιση μπορεί
να προκαλέσει σ’ ένα λαό η επιβολή ξένων εθίμων και ξένης γλώσσας και όχι τον πραγματικό
ευαγγελισμό του. Ο Φώτιος ενώ πίστευε ότι η διαφορά των εθίμων δεν αίρει την ενότητα της
εκκλησίας, τώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν την ανέχεται γιατί θεωρεί ότι ξένα έθιμα δεν

επιτρέπεται να επιβάλλονται σε μία άλλη εκκλησία. Όσο για το Filioque, το οποίο ήταν μία
θεολογική γνώμη, από τη στιγμή που εισήχθη ως διδασκαλία σε μία άλλη νεοϊδρυμένη εκκλησία

έπαψε να είναι θεολογούμενο και γι’ αυτό ο Φώτιος εναντιώθηκε.

Ο Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του Χρυσοστόμου και μάλιστα

επηρεάστηκε απ’ αυτή στο θέμα των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως ιεραποστόλων.
Ποτέ δεν ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας. Επί της βάσεως
αυτής αντέκρουσε και τους εικονομάχους, αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το δόγμα του

Filioque.

Τρεις μήνες μετά από τη σύνοδο του 867 πέθανε ο πάπας, αλλά υπήρξαν εξελίξεις και στο
Βυζάντιο, διότι δολοφονήθηκε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ και ανέβηκε στο θρόνο ο Βασίλειος Α’ ο
Μακεδών (867- 886). Ο Βασίλειος, θεωρώντας ότι το πολιτικό του συμφέρον ήταν η συνεργασία

με τους Φράγκους και τον πάπα, τάχθηκε υπέρ της προσέγγισης Κωνσταντινούπολης και Ρώμης

και θέλησε να βρει έναν τρόπο αποκατάστασης των σχέσεων με τον πάπα. Η λύση ήταν η
απομάκρυνση του Φωτίου, από την οποία θα είχε διπλό όφελος καθώς έτσι θα κέρδιζε και τη
συμπάθεια των φίλων του Ιγνατίου και θα στερέωνε τη θέση του και στο εσωτερικό του κράτους
του. Έτσι, το Νοέμβριο του 867 ο Φώτιος, θύμα της αυτοκρατορικής πολιτικής, εκθρονίστηκε και

περιορίστηκε στη μονή της Σκέπης στο Βόσπορο και ανέβηκε πάλι στον πατριαρχικό θρόνο ο
Ιγνάτιος.

Ο νέος πάπας Αδριανός Β’ (867-872) με ευχαρίστηση πληροφορήθηκε τις μεταβολές και το


869 συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη, που αναθεμάτισε και καθαίρεσε το Φώτιο και τους επισκόπους

έλαβαν μέρος στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 867. Ο πάπας ζήτησε να συγκληθεί και
21

στην Κωνσταντινούπολη σύνοδος και έτσι την ίδια χρονιά (869) πράγματι συγκλήθηκε σύνοδος
στην Κωνσταντινούπολη με προέδρους τους αντιπροσώπους του πάπα.
Στη σύνοδο έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα και συμμετείχαν ως

αντιπρόσωποι των άλλων πατριαρχείων ο αρχιδιάκονος Ιωσήφ της Αλεξανδρείας, ο τοποτηρητής


του πατριαρχείου Αντιοχείας μητροπολίτης Τύρου Θωμάς και ο σύγκελλος Ηλίας των

Ιεροσολύμων. Όμως αυτοί βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη για άλλο σκοπό και έλαβαν μέρος
στη σύνοδο, γι’ αυτό και στη συνέχεια οι πατριάρχες αποδοκίμασαν τη στάση τους. Στην αρχή
προσήλθαν λίγοι επίσκοποι.

Οι παπικοί αντιπρόσωποι ζήτησαν από τους επισκόπους της συνόδου να υπογράψουν


Λίβελλο, ο οποίος έγραφε ότι οι αποφάσεις της Ρώμης για την καταδίκη σε καθαίρεση και
αναθεματισμό του Φωτίου και των κληρικών και λαϊκών οπαδών του και οι αποφάσεις για την
ακύρωση της καταδίκης του Ιγνατίου και του πάπα Νικολάου Α’ πρέπει να γίνουν δεκτές γιατί η
ισχύς τους απορρέει από το παπικό πρωτείο. Οι επίσκοποι, ενώ πιέστηκαν από τον αυτοκράτορα

και υπέγραψαν, έλεγαν ότι έτσι η εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υποτασσόταν στον πάπα και
αυτό έφερε σε δύσκολη θέση τον αυτοκράτορα, ο οποίος έβαλε ανθρώπους να αφαιρέσουν τα

έγγραφα που υπέγραψαν οι επίσκοποι, αλλά μετά από τις διαμαρτυρίες των παπικών

αναγκάστηκε να τα επιστρέψει. Για να ελαττωθούν οι εντυπώσεις από το Λίβελλο, τονίστηκε

επανειλημμένα στη σύνοδο ότι την εξουσία στην εκκλησία κατέχουν οι πέντε πατριάρχες.
Ζήτησαν να παρευρεθεί και ο Φώτιος, αν και οι παπικοί αρχικά είχαν αντιρρήσεις που
κάμφθηκαν όμως όταν ο αυτοκράτορας διεμήνυσε ότι διαφορετικά δεν θα υπογράψει τα

πρακτικά. Ο Φώτιος πήγε με λίγους οπαδούς του ξέροντας ποια θα ήταν η απόφαση αφού ήταν

ήδη εκθρονισμένος· διατύπωσε τις ενστάσεις του ότι δεν δέχεται ως κριτές τους αντιπροσώπους
του πάπα, ούτε και τον πάπα και ότι οι αντιπρόσωποι των πατριαρχών δεν ήταν γνήσιοι, αφού
είχαν βρεθεί στην πρωτεύουσα για άλλο σκοπό και έλαβαν μέρος στη σύνοδο. Επίσης, είπε ότι το

σωστό θα ήταν να κριθεί από αντιπροσώπους των πέντε πατριαρχείων.

Η σύνοδος απέρριψε τις ενστάσεις, έδωσε εντολή να κάψουν τα πρακτικά της


Πρωτοδευτέρας συνόδου του 861 και της συνόδου του 867, καθαίρεσε το Φώτιο και όσους
επισκόπους είχε χειροτονήσει και αφόρισε τους μοναχούς και λαϊκούς οπαδούς του. Είναι
χαρακτηριστικό ότι η σύνοδος δεν λογάριασε καθόλου την αξία του Φωτίου και εκφράστηκε γι’

αυτόν με σκληρούς χαρακτηρισμούς. Μετά τη σύνοδο τον έκλεισαν πάλι στη μονή της Σκέπης στο
Βόσπορο.

Τα πρακτικά της συνόδου χάθηκαν γιατί αυτά που είχαν στην Κωνσταντινούπολη τα
κατέστρεψαν αργότερα, ενώ τα αντίγραφα που έστειλαν στη Ρώμη έπεσαν στα χέρια Σλάβων

πειρατών στην Αδριατική.


22

Τη σύνοδο αυτή οι Δυτικοί την αναγνωρίζουν ως όγδοη οικουμενική, όχι όμως και η δική μας
εκκλησία.
Στο μεταξύ έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη αντιπρόσωποι του Βόρη και ζητούσαν να

πληροφορηθούν πού υπάγεται τελικά η εκκλησία της Βουλγαρίας. Τρεις μέρες μετά το τέλος της
συνόδου συνεδρίασαν όσοι επίσκοποι είχαν μείνει και οι αντιπρόσωποι των ανατολικών

πατριαρχείων και αποφάσισαν ότι η εκκλησία της Βουλγαρίας υπάγεται στο πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η απόφαση ήταν η νίκη της πολιτικής του Φωτίου. Οι παπικοί
διαμαρτυρήθηκαν, αλλά μάταια. Η απόφαση έγινε δεκτή και ο Ιγνάτιος έστειλε στη Βουλγαρία

αρχιεπίσκοπο και κληρικούς. Ύστερα από αυτά έφυγαν από τη Βουλγαρία οι δυτικοί κληρικοί και
αποκαταστάθηκαν τα ανατολικά έθιμα.
Όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ εδραίωσε την εξουσία του, ανακάλεσε το Φώτιο από την
εξορία, τρία χρόνια μετά τη σύνοδο του 869, και μάλιστα του ανέθεσε και τη διδασκαλία των
παιδιών του. Ο Φώτιος συμφιλιώθηκε με τον πατριάρχη Ιγνάτιο και όταν πέθανε ο Ιγνάτιος, το

877, ανέβηκε πάλι ο Φώτιος στον πατριαρχικό θρόνο.


Αργότερα, ο αυτοκράτορας θέλοντας να τακτοποιήσει το ζήτημα της εκκλησίας έγραψε στον

πάπα Ιωάννη Η’ (872-882) ώστε να βρεθεί τρόπος να αρθεί ο αφορισμός του Φωτίου και επίσης

του ζητούσε από τον πάπα την αποστολή εκπροσώπων για τη συνοδική διευθέτηση του θέματος

των εξορίστων επισκόπων οπαδών του Φωτίου.


Ο Φώτιος συμφιλιώθηκε με τον πατριάρχη Ιγνάτιο και όταν πέθανε ο Ιγνάτιος, το 877,
ανέβηκε πάλι ο Φώτιος στον πατριαρχικό θρόνο.

Στο μεταξύ, ο πάπας, έχοντας ανάγκη το Βασίλειο για να αντιμετωπίσει τους Άραβες που

λεηλατούσαν παπικά εδάφη, έστειλε δύο αντιπροσώπους για διαπραγματεύσεις και επιστολές
τόσο στον αυτοκράτορα όσο και στον πατριάρχη Ιγνάτιο, με τις οποίες ζητούσε και την
επιστροφή της Βουλγαρίας στην παπική δικαιοδοσία, αφού η απόφαση της συνόδου του 869 γι’

αυτό το θέμα καθόλου δεν ικανοποιούσε τη Ρώμη. Ο πάπας όμως αγνοούσε ότι είχε πεθάνει ο

Ιγνάτιος και τον είχε διαδεχθεί ο Φώτιος και φυσικά όταν οι αντιπρόσωποί του έφθασαν στην
Κωνσταντινούπολη βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν επικοινώνησαν με
τον πατριάρχη, όπως όριζε το εκκλησιαστικό πρωτόκολλο και κατ’ αναλογίαν και ο
αυτοκράτορας αρνήθηκε να τους δεχθεί.

Ο αυτοκράτορας έστειλε νέα επιστολή στον πάπα, με την οποία του ανακοίνωσε ότι ο
Φώτιος ανέβηκε πάλι στο θρόνο και του ζητούσε να συμμετέχει σε μία νέα σύνοδο που θα

ακύρωνε τις αποφάσεις της συνόδου του 869.


Ο πάπας έστειλε στην Κωνσταντινούπολη κι άλλον αντιπρόσωπο με νέες εντολές που

περίμεναν οι δύο άλλοι αντιπρόσωποί του.


23

Το Νοέμβριο του 879 συγκλήθηκε μεγάλη σύνοδος στην Αγία Σοφία με αφορμή την άρση των
αναθεματισμών που επιβλήθηκαν στο Φώτιο από τη σύνοδο του 869 και την επικύρωση της νέας
πατριαρχικής θητείας του. Στη σύνοδο έλαβαν μέρος 383 επίσκοποι, αντιπρόσωποι του πάπα και

των πατριαρχείων της Ανατολής. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ δεν παραβρέθηκε στη σύνοδο
επειδή πενθούσε για το γιο του Κωνσταντίνο που είχε σκοτωθεί πρόσφατα.

Στην εναρκτήρια συνεδρίαση οι παπικοί αντιπρόσωποι μετέφεραν τους χαιρετισμούς του


πάπα και εξέφρασαν τη δική τους άποψη ως προς το σκοπό της συνόδου λέγοντας ότι ήρθαν
στην Κωνσταντινούπολη, εκπροσωπώντας τον πάπα, για να αποκαταστήσουν την τάξη στη

διαιρεμένη εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.


Στη συνέχεια μίλησε ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, ο οποίος εξέφρασε τη δική του
άποψη για το σκοπό της σύγκλησης της συνόδου, επισημαίνοντας ότι αιτία για τη διατάραξη της
ειρήνης ήταν ο φθόνος για το Φώτιο και ότι η σύνοδος συγκλήθηκε όχι για τη διόρθωση της
εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά για να πληροφορηθεί την αλήθεια η εκκλησία της

Ρώμης, η οποία είχε λάβει ψευδείς πληροφορίες από κάποια μέλη της μερίδας των Ιγνατιανών.
Στη σύνοδο διαβάστηκαν επιστολές του πάπα Ιωάννη Η’ προς τον αυτοκράτορα, το Φώτιο

και τον κλήρο της Κωνσταντινουπόλεως. Στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τόνιζε την

επιθυμία του για την επικράτηση της ειρήνης στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και δήλωνε

ότι δεν έπρεπε να είχε γίνει η αποκατάσταση του Φωτίου πριν φτάσουν οι αντιπρόσωποί του
στην Κωνσταντινούπολη, αλλά παρά το γεγονός αυτό επικύρωνε όσα έγιναν, δεχόταν την
αποκατάσταση του Φωτίου και στηριζόμενος στο παπικό πρωτείο ακύρωνε την καταδίκη του·

ζητούσε όμως να μην χειροτονούνται πλέον αθρόον επίσκοποι και να αναγνωριστεί η παπική

δικαιοδοσία στη Βουλγαρία.


Ο πάπας στην επιστολή του προς το Φώτιο ανέφερε ότι δεχόταν την ήδη γενομένη
αποκατάστασή του, ακύρωνε τη σύνοδο του 869 και αξίωνε τη ρητή απαγόρευση της αθρόον

χειροτονίας στο μέλλον.

Στην επιστολή του προς τους πατέρες της συνόδου ο πάπας συμβούλευε να πειθαρχούν στον
πατριάρχη Φώτιο, να υπαχθεί η Βουλγαρία στη δικαιοδοσία της Ρώμης και να αποκατασταθούν
οι Ιγνατιανοί, οι οποίοι είχαν εκθρονιστεί κατά την πρώτη πατριαρχία του Φωτίου.
Κατά τη μεταγλώττιση των επιστολών από τη λατινική αναμφίβολα επήλθαν ορισμένες

φραστικές τροποποιήσεις, όμως δεν αλλοιώθηκε το περιεχόμενό τους. Ίσως η μόνη εξαίρεση ήταν
η παπική αξίωση να ζητήσει ο Φώτιος συγγνώμη από τον πάπα ενώπιον της συνόδου. Όταν

μεταγλωττίστηκαν οι επιστολές για να διαβαστούν στη σύνοδο, άλλαξαν αυτό το σημείο και είπαν
ότι έπρεπε ο Φώτιος να ευχαριστήσει τον πάπα, πράγμα που έγινε. Η αλλαγή στη μετάφραση ίσως

να έγινε με την καθοδήγηση του Φωτίου για να μην ηχήσει προσβλητικά στη συνείδηση των
πατέρων της ανατολής, καθώς μία τέτοια πράξη θα τοποθετούσε τον πάπα σε ανώτερη θέση
24

έναντι των άλλων πατριαρχών και αυτό ήταν έξω από την εκκλησιολογική συνείδηση της
ενωμένης εκκλησίας και πέρα από την απόδοση των πρεσβείων τιμής στον Ρώμης. Επίσης, για το
Φώτιο θα ήταν αδιανόητο να ζητήσει συγγνώμη από τον παπικό θρόνο, τον οποίο θεωρούσε

κατά μεγάλο μέρος υπεύθυνο για τις εναντίον του αντικανονικές πράξεις.
Ο Φώτιος απαλλάχθηκε από κάθε καταδίκη, καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί οπαδοί του,

αναγνωρίζονταν οι χειροτονίες των κληρικών που είχε κάνει και αναγνωρίστηκε κανονικός
πατριάρχης. Η σύνοδος δέχθηκε ότι ο Φώτιος καταδικάστηκε αντικανονικά από τη σύνοδο του
869. Αναγνώσθηκαν οι επιστολές των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με

τις οποίες αποδοκιμάζονταν εκείνοι που, καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων, είχαν συμμετάσχει στη
σύνοδο του 869. Ο μητροπολίτης Τύρου Θωμάς, που είχε λάβει μέρος σ’ εκείνην τη σύνοδο ως
αντιπρόσωπος του πατριαρχείου Αντιοχείας και ήταν ο μόνος επιζών ζήτησε συγγνώμη και
συγχωρήθηκε.
Οι παπικοί αντιπρόσωποι πρόβαλαν την απαίτηση να μην χειροτονεί ο Φώτιος κληρικούς για

την εκκλησία της Βουλγαρίας. Η απάντηση του Φωτίου ήταν ότι αφ’ ενός μετά από τη δεύτερη
ενθρόνισή του δεν χειροτόνησε κληρικούς για τη Βουλγαρία, αφ’ ετέρου το θέμα της υπαγωγής

της Βουλγαρίας και δεν μπορούσε να συζητηθεί σ’ αυτή τη σύνοδο, αλλά και ήταν πολιτικό θέμα

που ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Έτσι, το οξύτατο αυτό ζήτημα θεωρήθηκε

λήξαν χωρίς να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.


Κατόπιν, έγινε δεκτό ότι μπορεί κάποιος από λαϊκός να προαχθεί σε πατριάρχη εφόσον δεν
υπάρχει λόγος που να τον εμποδίζει και κάθε εκκλησία μπορεί να ακολουθεί τα έθιμα και τις

παραδόσεις της στο θέμα αυτό. Μ’ αυτόν τον τρόπο ακυρωνόταν ο 17 ος κανόνας της

Πρωτοδευτέρας που απαγόρευε να γίνονται στο εξής χειροτονίες αθρόον.


Τα Χριστούγεννα συλλειτούργησαν με τους αντιπροσώπους του πάπα και στις 26 Ιανουαρίου
του 880 έγινε η πέμπτη συνεδρίαση της συνόδου, η οποία έχει μεγάλη σπουδαιότητα.

Η πέμπτη συνεδρίαση άρχισε με τη γενική επιδοκιμασία της παλαιότερης προτάσεως του

Φωτίου να αναγνωρισθεί η σύνοδος της Νικαίας (787) ως Οικουμενική και να συναριθμηθεί ως


έβδομη μετά τις έξι πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Η Σύνοδος της Νικαίας ενώ είχε γίνει δεκτή
ως προς τις αποφάσεις της περί της τιμής των εικόνων εν τούτοις δεν συναριθμείτο ως εβδόμη
Οικουμενική μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων τόσο από τον παπικό θρόνο όσο και από τους

πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής. Η σύνοδος αναγνώρισε ως Οικουμενική Σύνοδο αυτήν της
Νικαίας του 787 (Ζ’ Οικουμενική) και επικύρωσε τις αποφάσεις της για την τιμή των εικόνων.

Στην ίδια συνεδρίαση η σύνοδος θέσπισε και τρεις κανόνες. Ο πρώτος κανόνας ορίζει ότι
όσοι καταδικάζονται ή αθωώνονται από τον πάπα να θεωρούνται καταδικασμένοι ή αθωωμένοι

και από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και το αντίστροφο. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή
και από τους παπικούς και έχει μεγάλη σημασία γιατί αναγνωρίζει την ανεξαρτησία των δύο
25

θρόνων, θεωρεί τις αποφάσεις τελεσίδικες και δεν δίνει περιθώρια για έφεση ή αναθεώρηση της
δίκης.
Τόσο από τις αποφάσεις για την αθώωση του Φωτίου όσο και από την απόφαση για την

τελεσιδικεία των αποφάσεων του Ρώμης και του Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται ότι ο θρόνος της
Ρώμης εντάσσεται μέσα στο θεσμό της πενταρχίας, διότι δεν αναγνωρίστηκε στον πάπα κανένα

ιδιαίτερο προνόμιο.
Στο τέλος της συνεδρίασης όλοι οι πατέρες της συνόδου υπέγραψαν τα πρακτικά και τους
κανόνες. Οι τρεις πρώτες υπογραφές είναι των τριών παπικών αντιπροσώπων, οι οποίοι

εκπροσωπούσαν τον πρώτο τη τάξει θρόνο.


Η έκτη συνεδρίαση έγινε υπό ειδικές συνθήκες, δηλαδή έγινε στα ανάκτορα, στις 3 Μαρτίου
του 880, για να υπογράψει ο αυτοκράτορας τα πρακτικά, καθώς λόγω του πένθους του δεν
έβγαινε από το παλάτι και βέβαια υπήρχε και το πρωτόκολλο της αυτοκρατορικής που δεν
επέτρεπε τη δημόσια εμφάνιση του αυτοκράτορα σε καιρό πένθους. Στη συνεδρίαση έλαβαν

μέρος ο αυτοκράτορας και οι δύο γιοι του, ο Φώτιος και 18 μητροπολίτες, οι αντιπρόσωποι του
πάπα και οι αντιπρόσωποι των πατριαρχείων. Ο αυτοκράτορας επαίνεσε την ενότητα, η οποία

επικυρώθηκε με τη σύνοδο αυτή, ζήτησε να διαβάσουν το σύμβολο της πίστεως της Β’

Οικουμενικής Συνόδου και πρότεινε, ως επισφράγιση της ενότητας, να χρησιμοποιηθεί το σύμβολο

της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ως κατακλείδα της συνόδου αντί να συνταχθεί νέος όρος από
τη σύνοδο, αφού η σύνοδος είχε συγκληθεί ως Οικουμενική.
Όλοι συμφώνησαν και αναφώνησαν ότι αυτή είναι η πίστη της εκκλησίας και θα λάβει

ανάθεμα όποιος διανοηθεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι. Είναι μία γενική τοποθέτηση χωρίς

να κατονομάζονται πρόσωπα, προφανώς όμως πρόκειται για αναφορά στο ζήτημα της
διδασκαλίας του Filioque, που εισήγαγαν οι παπικοί στην εκκλησία της Βουλγαρίας. Οι παπικοί
αντιπρόσωποι δεν εξέφρασαν καμία αντίρρηση στην πρόταση αυτή και δήλωσαν ότι πραγματικά

δεν πρέπει να συνταχθεί νέος όρος, αλλά να επικυρωθεί αυτός ο παλαιός που επικρατούσε σε όλη

την οικουμένη, αφού άλλωστε και στην ίδια τη Ρώμη το Filioque δεν είχε προστεθεί ακόμη στο
σύμβολο. Οι πατέρες τόνισαν την αναγκαιότητα της διατήρησης του παραδεδομένου συμβόλου,
το οποίο αποτελεί την έκφραση της συνειδήσεως της εκκλησίας, αφού αυτό επικύρωσαν και οι
υπόλοιπες Οικουμενικές Σύνοδοι.

Προφανώς οι παπικοί δεν είχαν αντιληφθεί τη σκοπιμότητα της προτάσεως που έγινε και την
έμμεση σύνδεσή της με την εκ των προτέρων καταδίκη της προσθήκης του Filioque στο Σύμβολο

της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, η οποία είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη Δύση από τους
Φράγκους. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο σχετικός «όρος» της συνόδου είχε ήδη συνταχθεί και

αναγνώσθηκε τον παπικό αντιπρόσωπο Πέτρο.


26

Όλοι οι συμμετέχοντες επίσκοποι κατανόησαν τον «όρο» αυτό της συνόδου ως


καταδικάζοντα την προσθήκη του Filioque στο σύμβολο της πίστεως. Αυτό βεβαιώνει και ο
Φώτιος στην ειδική μελέτη του «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας».

Αμέσως μετά ακολούθησε η έβδομη και τελευταία συνεδρίαση στην Αγία Σοφία, για να
ενημερωθούν όλα τα μέλη της συνόδου για όσα έλαβαν χώρα στη συνεδρίαση των ανακτόρων.

Ο πάπας Ιωάννης Η’ δεν έμεινε ικανοποιημένος από όλες τις αποφάσεις της συνόδου.
Δυσαρεστήθηκε γιατί ο Φώτιος δεν ζήτησε συγγνώμη και γιατί το θέμα της Βουλγαρίας δεν
τακτοποιήθηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες του, όμως παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ των δύο

ανδρών εξακολούθησαν να είναι φιλικές. Δεν είναι σωστό αυτό που πίστευαν παλαιότερα ότι,
δηλαδή, ο πάπας δεν επικύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου ή ότι οι διάδοχοί του αναθεμάτισαν
πάλι το Φώτιο και προκλήθηκε νέο σχίσμα. Η αλήθεια είναι ότι οι διάδοχοι του πάπα Ιωάννη Η’,
Μαρίνος Α’ (882-884) και Στέφανος Ε’ (885-891) δεν συμφωνούσαν απόλυτα με τις όλες τις
παπικές υποχωρήσεις που έγιναν στη σύνοδο του 879/880, αφού εξ αιτίας των υποχωρήσεων

αυτών δεν ικανοποιήθηκαν οι παπικές διεκδικήσεις στη Βουλγαρία, στο Α. Ιλλυρικό και στη Ν.
Ιταλία.

Η ιστορικότητα των δύο τελευταίων συνεδριάσεων αμφισβητήθηκε από ορισμένους

νεότερους ερευνητές, κυρίως ρωμαιοκαθολικούς, γιατί είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο στην

τακτική των συνόδων· σήμερα όμως γίνονται δεκτές από τους ιστορικούς, καθώς δεν υπάρχουν
στις πηγές ερείσματα για μία τέτοια αμφισβήτηση.
Γενικότερα, στην πορεία του χρόνου η σύνοδος του 879/880 πέρασε στη Δύση ως

«ψευδοσύνοδος» και παρουσιάστηκε ως «αντιπαπική». Αυτό όμως είναι αναληθές διότι η σύνοδος

δέχεται το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης και το τονίζει, αλλά μέσα σε σαφή εκκλησιολογικά όρια.
Η σύνοδος αυτή είχε όλα τα γνωρίσματα μίας Οικουμενικής Συνόδου και
αυτοχαρακτηρίστηκε Οικουμενική, αλλά δεν αναγνωρίστηκε ακόμη ως τέτοια από την ανατολική

ορθόδοξη εκκλησία επειδή δεν έγινε άλλη μεγάλη σύνοδος για την επικυρώσει.

Η σύνοδος του 879-880 μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνοδος ενότητας, αφού αποκατέστησε


το σχίσμα που έγινε το 861, όμως δεν ήταν αρκετή η προσφορά της στην εξομάλυνση των
σχέσεων μεταξύ των δύο εκκλησιών, αφού τελικά επήλθε πάλι κρίση στις σχέσεις τους μέχρι την
οριστική διακοπή της κοινωνίας το 1054. Τα πράγματα μάλλον είχαν πάρει ένα δρόμο χωρίς

επιστροφή και απλώς η σύνοδος του 879-880 ανέβαλε προσωρινά το μοιραίο.


Το 886 πέθανε ο Βασίλειος Α’ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886-912), ο

οποίος συμπαθούσε τους Ιγνατιανούς. Εκθρόνισε το Φώτιο, με τρόπο ασυνήθιστο και ανάρμοστο
για έναν πατριάρχη. Δύο ανώτεροι υπάλληλοι διάβασαν την απομάκρυνση του Φωτίου μπροστά

στο λαό μέσα στην Αγία Σοφία κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Ο αυτοκράτορας,
ενδεχομένως για πολιτικούς λόγους και προσωπικούς λόγους και επηρεαζόμενος από διάφορα
27

συμφέροντα, τον εκθρόνισε και τον περιόρισε στη μονή των Αρμενιανών κοντά στην πρωτεύουσα
όπου και πέθανε το 891.

Οι ψυχρές σχέσεις Ανατολής και Δύσης


Στις αρχές του 10ου αι., με αφορμή τον τέταρτο γάμο του Λέοντα ΣΤ’ με τη Ζωή ο πατριάρχης

Νικόλαος Μυστικός (901-907, 912-925) ίσως διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα, καθώς
για άλλη μια φορά θα γινόταν κριτής στα πράγματα της Κωνσταντινουπόλεως. Αναζωπυρώθηκαν
οι παλιές αντιθέσεις οπαδών του Ιγνατίου και του Φωτίου με άλλα πρόσωπα τώρα. Τελικά, το 920

έγινε σύνοδος που συνέταξε τόμο ενώσεως. Ο πάπας Ιωάννης Ι’ (914-928) δέχθηκε τις αποφάσεις,
το όνομα του πάπα γράφτηκε πάλι στα δίπτυχα και αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο
εκκλησιών. Ύστερα από τα γεγονότα του 9ου αι., σημειώθηκε προσέγγιση αλλά οι σχέσεις των δύο
εκκλησιών ήταν ψυχρές, γιατί οι περισσότεροι πάπες θεωρούσαν ως ισχύουσα τη σύνοδο που
καταδίκασε το Φώτιο. Ανάμεσα στις πολλές διαφορές που δεν επέτρεπαν να αναπτυχθεί η

εσωτερική οργανική ενότητα προστέθηκαν και οι πολιτικές. Οι βυζαντινές επαρχίες της μέσης και
βόρειας Ιταλίας είχαν χαθεί οριστικά και ο πάπας για πολιτικούς λόγους προσέγγιζε το Γερμανό

αυτοκράτορα. Η πολιτική διαίρεση ήταν μοιραίο να φέρει και την εκκλησιαστική αν και οι

βυζαντινοί αυτοκράτορες ήθελαν να διατηρηθεί η εκκλησιαστική ενότητα και επειδή διατηρούσαν

το όραμα της ενιαίας αυτοκρατορίας και επειδή είχαν τις διεκδικήσεις τους στην Ιταλία.
Από τη στιγμή όμως που ο πάπας πέρασε στη σφαίρα επιρροής του Γερμανού αυτοκράτορα
αυτός διόριζε τον πάπα και συγχρόνως επηρέαζε και τα πράγματα της Ιταλίας. Αυτό

δυσαρεστούσε τους Βυζαντινούς που έβλεπαν ότι δεν μπορούν πια να έχουν κοινότητα ζωής με

τους δυτικούς. Έτσι, πίστευαν ότι πρέπει να διατηρηθούν όσα κατείχαν από την παράδοσή τους
στην εκκλησία ως ιδιαίτερα δικά τους χαρακτηριστικά, αντίθετα με τους Δυτικούς που δεν τα
είχαν. Ένα από αυτά ήταν και η διδασκαλία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον

Πατέρα. Η διδασκαλία αυτή είχε υποστηριχθεί νωρίτερα από το Φώτιο, που καταπολέμησε την

άποψη των Δυτικών.

Το τελευταίο σχίσμα του 1054


Ενώ παλαιότερα ο πάπας Λέων Γ’ (795-816) δεν είχε δεχθεί να προσθέσει το Filioque στο

σύμβολο της πίστεως, αυτό στερεώθηκε στη Φραγκική εκκλησία και τώρα πια ήταν
αναγνωρισμένο. Όταν ο πάπας Βενέδικτος Η’ (1012-1024) το 1014 το προσέθεσε στο σύμβολο της

πίστεως κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορα και θείου του Ερρίκου Β’, τότε ο πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β’ (999-1019) διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα και έτσι

έπαυσε η κοινωνία ανάμεσα στις δύο εκκλησίες.


28

Κατά τα τέλη του 10ου αι. και αρχές του 11ου αι. μια σειρά πολιτικών εξελίξεων και πολεμικών
συγκρούσεων ανάμεσα στους Γερμανούς αυτοκράτορες, τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους
Νορμανδούς, που κατέβηκαν στην Ιταλία και επεδίωκαν να εγκατασταθούν στην Κάτω Ιταλία,

χειροτέρευσαν τις σχέσεις των δύο εκκλησιών. Οι πάπες ενώ θεωρούσαν τους Νορμανδούς
συμμάχους τους στη Ν. Ιταλία, έβλεπαν ότι ενισχύθηκαν επικίνδυνα και θα κυρίευαν τελικά και τις

παπικές κτήσεις της περιοχής αυτής. Ο ηγέτης των βυζαντινών δυνάμεων της περιοχής δούκας
Αργυρός προσέγγισε τον πάπα Λέοντα Θ’ (1049-1054) και του πρότεινε να συμμαχήσουν εναντίον
των Νορμανδών. Και ο πάπας και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055)

δέχθηκαν με ευχαρίστηση το σχέδιο του Αργυρού.


Όμως ο πάπας ενώ σχεδίαζε συμμαχία με το Βυζάντιο την ίδια στιγμή εισήγαγε τα λατινικά
έθιμα στις κατακτημένες από τους Νορμανδούς περιοχές, καθαίρεσε τον αρχιεπίσκοπο του
Σιπόντου της Απουλίας, που είχε χειροτονηθεί από τον Κωνσταντινουπόλεως και υπήγαγε την
επαρχία του στη λατινική αρχιεπισκοπή του Μπενεβέντο. Δεν διαμαρτυρήθηκαν όμως ούτε ο

Αργυρός για να έχει καλές σχέσεις με τον πάπα, ούτε ο βυζαντινός αυτοκράτορας για πολιτικούς
λόγους.

Το ζήτημα όμως της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στη Ν. Ιταλία προκάλεσε σοβαρή κρίση που

οδήγησε τελικά στο σχίσμα.

Το 1052, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1058) φοβούμενος


ότι η συμμαχία του βυζαντινού αυτοκράτορα με τον πάπα ίσως έφερνε υπό συζήτηση το θέμα της
ανεξαρτησίας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, κατηγόρησε τον Αργυρό για την

υποχωρητική στάση του και τελικά τον αφόρισε. Ακόμη, αντιδρώντας στην ενέργεια του πάπα να

επιβάλει τα λατινικά έθιμα στη Ν. Ιταλία, ο Κηρουλάριος διέταξε τους Λατίνους της
Κωνσταντινουπόλεως να προσαρμοσθούν στα ανατολικά έθιμα. Αυτοί αρνήθηκαν και τότε
διέταξε να κλείσουν τα μοναστήρια και τους ναούς που είχαν στην πρωτεύουσα.

Την επόμενη χρονιά 1053, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Λέων, κατόπιν παραγγελίας του

πατριάρχη, έστειλε μία επιστολή στον επίσκοπο του Τράνι της Απουλίας Ιωάννη, στην οποία
καταδίκαζε έθιμα της δυτικής εκκλησίας και αναφερόταν σε έθιμα δευτερεύουσας σημασίας, όπως
η χρήση αζύμων στη θ. ευχαριστία, παραλείποντας άλλες πιο σημαντικές διαφορές, όπως το
Filioque.

Ο επίσκοπος του Τράνι μόλις έλαβε την επιστολή την έστειλε στον πάπα και εκείνος την
έδωσε στον ελληνομαθή καρδινάλιο Ουμβέρτο για να την μεταφράσει και να αναιρέσει τις

κατηγορίες. Αυτός έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για όσα ακολούθησαν. Συνέταξε επιστολή, με το
όνομα του πάπα, στην οποία ισχυριζόταν ότι το πρωτείο του πάπα έχει θεία προέλευση, ότι η

πίστη της Ρωμαϊκής εκκλησίας είναι χωρίς λάθη, ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κρίνει τον
πάπα και ο Κηρουλάριος που τον έκρινε αναθεματίστηκε μόνος του.
29

Στο μεταξύ, ο πάπας Λέων βρισκόταν στη Ν. Ιταλία συγκρουόμενος με τους Νορμανδούς,
όπου νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε. Ο Αργυρός, μετά την ήττα του πάπα από τους Νορμανδούς,
έστειλε τον επίσκοπο του Τράνι Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει τον

αυτοκράτορα για την πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση. Ο αυτοκράτορας έγραψε μία
επιστολή προς τον πάπα, όπου του έλεγε ότι θα στείλει βοήθεια και θα αποκαταστήσει ειρηνικές

σχέσεις μαζί του. Έγραψε και ο Κηρουλάριος με μετριοπάθεια και βεβαίωνε ότι και η δική του
επιθυμία ήταν να αποκατασταθεί η ειρήνη. Παρόλο που υποσχέθηκε να γράψει το όνομα του
πάπα στα δίπτυχα και περίμενε από αυτόν να πράξει το ίδιο, άφηνε να εννοηθεί ότι οι δύο

εκκλησίες ήταν από πολύ καιρό χωρισμένες, σαν να ήταν αυτή η κανονική κατάσταση των
πραγμάτων. Όταν ο πάπας έλαβε τις επιστολές, αρχές του 1054, ήταν ακόμη αιχμάλωτος των
Νορμανδών. Αποφάσισε να στείλει στην Κωνσταντινούπολη αντιπροσωπεία από τον καρδινάλιο
Ουμβέρτο, το διάκονο Φρειδερίκο της Λωρραίνης και τον αρχιεπίσκοπο του Αμάλφι Πέτρο. Η
αντιπροσωπεία έφερε στην Κωνσταντινούπολη απάντηση και στις δύο επιστολές.

Το περιεχόμενο αυτής της απαντητικής επιστολής δείχνει ότι ο συντάκτης της ήταν ο
Ουμβέρτος. Ο τόνος ήταν εντελώς ακατάλληλος για μια αποστολή που απέβλεπε στη συμφιλίωση.

Εκτός από τον εγωιστικό χαρακτήρα είχε και πολλά σφάλματα. Έγραφε ότι οι πρόσφατες πράξεις

του Κηρουλαρίου έβαλαν σε κίνδυνο την ειρήνη, δεν τον ονόμαζε πατριάρχη αλλά αρχιεπίσκοπο,

τον κατηγορούσε ότι ήθελε να οικειοποιηθεί τη δικαιοδοσία των άλλων πατριαρχών της
Ανατολής και του χρέωνε αθρόον χειροτονία. Η κατηγορία αυτή που είχε χρησιμοποιηθεί και για
το Φώτιο δεν ίσχυε για τον Κηρουλάριο γιατί αυτός πριν γίνει πατριάρχης ήταν μοναχός και ίσως

και κληρικός. Πρόβαλε το παπικό πρωτείο, έλεγε ότι ο πάπας δεν κρίνεται από κανέναν και ότι

έχει κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία σύμφωνα με την Ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά. Όσο για την
εγγραφή του ονόματος του πάπα στα δίπτυχα, αυτό ήταν καθήκον του Κηρουλαρίου, ο οποίος αν
δεν αναγνώριζε το πρωτείο του πάπα θα βρισκόταν μαζί με τους αιρετικούς στη συναγωγή του

σατανά. Τέλος, ζητούσε και την επιστροφή του Ανατολικού Ιλλυρικού στην παπική δικαιοδοσία.

Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν την επιστολή του πάπα στον πατριάρχη
χωρίς να τον χαιρετήσουν με σεβασμό όπως ήταν η συνήθεια. Όταν είδε την κακή συμπεριφορά
των αντιπροσώπων και διάβασε το υβριστικό γράμμα έμεινε έκπληκτος, διότι πίστευε ότι ο πάπας
είχε φιλικά αισθήματα. Έτσι, ισχυρίστηκε ότι αυτοί δεν ήταν αντιπρόσωποι του πάπα, αλλά

απεσταλμένοι του Αργυρού του αφορισμένου εχθρού του.


Στο μεταξύ, ο πάπας Λέων Θ’ πέθανε όταν έφθασαν οι αντιπρόσωποι στην

Κωνσταντινούπολη (το 1054) και γι’ αυτό ο Κηρουλάριος είπε ότι δεν μπορούν αυτοί να
αντιπροσωπεύσουν το νεκρό πάπα, επίσης παρατήρησε ότι οι σφραγίδες των εγγράφων ήταν

παραλλαγμένες.
30

Οι αντιπρόσωποι συναντήθηκαν και με τον αυτοκράτορα και διαπίστωσαν ότι ήταν ευνοϊκά
διατεθειμένος προς την αποστολή τους. Μετά απ’ αυτά θα έπρεπε κανονικά να φύγουν, αφού
τελείωσε η αποστολή τους, όμως έμειναν αποφασισμένοι να αφορίσουν τον πατριάρχη, χωρίς

βέβαια να έχουν γι’ αυτό εντολή από τον πάπα ούτε και να εκφράζουν τη γνώμη του.
Έτσι, το Σάββατο 16 Ιουλίου 1054 την ώρα της λειτουργίας, οι τρεις αντιπρόσωποι μπήκαν

στην Αγία Σοφία και άφησαν επάνω στην Αγία Τράπεζα βούλλα αφορισμού του πατριάρχη
Μιχαήλ Κηρουλαρίου, του Λέοντος Αχρίδος και όλων των ομοφρόνων τους. Το έγγραφο του
αφορισμού συντάχθηκε από τον Ουμβέρτο και είναι ένα περίεργο μίγμα από λανθασμένες

αντιλήψεις για την ανατολική εκκλησία και αλαζονικούς ισχυρισμούς για τη δυτική.
Επαναλαμβάνει τη δυτική αντίληψη για το πρωτείο, έλεγε ότι οι Ανατολικοί ακολουθούν ολόκληρη
σειρά αιρέσεων, έβγαλαν το Filique από το σύμβολο της πίστεως και άλλα. Καταφερόταν κατά του
Κηρουλαρίου, τον οποίο και αφόριζε.
Οι παπικοί αντιπρόσωποι έφυγαν, ο πατριάρχης έδειξε τη μετάφραση του εγγράφου στον

αυτοκράτορα και εκείνος έστειλε να τους φέρουν πίσω. Γύρισαν, όμως ο λαός είχε μάθει τα
γεγονότα και εξεγέρθηκε και ο αυτοκράτορας με δυσκολία τους έβαλε από την πόλη για να

αναχωρήσουν για τη Ρώμη. Ο πατριάρχης συγκάλεσε την ενδημούσα σύνοδο, όπου είπε ότι οι

απεσταλμένοι ήταν ανεύθυνοι άνθρωποι του Αργυρού και όχι του πάπα και ότι το έγγραφο δεν

φανέρωνε τη θέληση του παπικού θρόνου. Αναθεμάτισαν το έγγραφο, τους συντάκτες του και
όσους το δέχονταν. Δεν καταδίκασαν τον παπικό θρόνο, ούτε τον πάπα, που γνώριζαν ότι ήταν
νεκρός. Το έγγραφο το έκαψαν σύμφωνα με παραγγελία του αυτοκράτορα.

Ο πατριάρχης γνωστοποίησε τις αποφάσεις της συνόδου στον πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο

Γ’ και του ζήτησε να τις κοινοποιήσει και στους άλλους πατριάρχες της Ανατολής, οι οποίοι
διέγραψαν τον πάπα από τα δίπτυχα. Ο αυτοκράτορας είδε με πολλή δυσαρέσκεια το ναυάγιο
των προσπαθειών του για τη διατήρηση της κυριαρχίας στη Ν. Ιταλία.

Οι σύγχρονοι τότε δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στα γεγονότα και θεώρησαν τα αναθέματα

και τους αφορισμούς σαν κάτι που συνέβη και άλλες φορές. Οι αφορισμοί της
Κωνσταντινουπόλεως δεν αναφέρονταν στην παπική εκκλησία και τον πάπα και ο αφορισμός
από τον Ουμβέρτο απευθυνόταν προσωπικά στον Κηρουλάριο.
Λίγο αργότερα, ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός δυσαρεστήθηκε από τη στάση του

Κηρουλαρίου, ο οποίος ήθελε να τον ελέγχει επειδή τον βοήθησε να πάρει την εξουσία. Έτσι, το
1058 διέταξε να τον φυλακίσουν για να τον δικάσουν. Πέθανε όμως πριν δικαστεί. Ήταν ένας

άνθρωπος που ήθελε να ελέγχει την πολιτική εξουσία προερχόμενος από οικογένεια συγκλητικών
υπηρετούσε στην αυλή και ενδεχομένως η πορεία του να τον οδηγούσε στον αυτοκρατορικό

θρόνο. Πήγε στον πατριαρχικό τελικά, αλλά ήθελε να έχει τον έλεγχο. Μετά το θάνατο του
πατριάρχη το σχίσμα αντί να γεφυρωθεί εξακολούθησε να υπάρχει.
31

Οι Νορμανδοί συμφιλιώθηκαν με τον νέο πάπα Στέφανο Θ’ (1057-1058) και αφού κυρίευσαν
τις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας τις παρέδωσαν στη δικαιοδοσία του πάπα (1059). Έτσι,
έπαυσε το Βυζάντιο να κυριαρχεί σε δυτικές επαρχίες. Ο Ουμβέρτος διατήρησε την επιρροή του

στον παπικό θρόνο (άλλωστε ο Στέφανος ήταν ένας από τους τρεις αντιπροσώπους που είχαν
πάει στην Κωνσταντινούπολη).

Το θέμα του Filique ήρθε πάλι στο προσκήνιο και θεωρήθηκε βασική δογματική διαφορά.
Μεγαλύτερη απομάκρυνση των εκκλησιών έφεραν τα γεγονότα που ακολούθησαν στο τέλος του
αιώνα. Το σχίσμα που ξεκίνησε ως πολιτική διαφορά και θέμα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας για τη

Ν. Ιταλία, όταν πλέον λησμονήθηκαν αυτά, έμεινε σχίσμα και δεν έγινε δυνατό να αρθεί αν και επί
400 χρόνια γινόταν συζητήσεις ανάμεσα στις δύο εκκλησίες.
Το σχίσμα του 1054 μεταξύ της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας διαρκεί ακόμα, μολονότι το
1965 έγινε άρση του αναθέματος και από τις δύο εκκλησίες επί πατριάρχη Αθηναγόρα και πάπα
Παύλου ΣΤ’.

-Το σχίσμα των Αρσενιατών

You might also like