You are on page 1of 7

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Είναι οι εφαρµοζόµενες οικονοµικές

πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης µε κύριο στόχο τον επηρεασµό της


συνολικής ζήτησης προς µια επιθυµητή κατεύθυνση. Ασκείται µέσω: των
δηµοσίων δαπανών της φορολογικής πολιτικής

• Η δημοσιονομική πολιτική ασκείται από την κυβέρνηση και περιλαμβάνει


τον καθορισμό του επιπέδου των δημοσίων δαπανών (G), των φόρων (T) και G), των φόρων (T) και ), των φόρων (G), των φόρων (T) και T) και ) και
των μεταβιβαστικών πληρωμών. • Από τη σκοπιά της μακροοικονομικής
σταθεροποίησης, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική πολιτική
προκειμένου να μετριάζει τις οικονομικές διακυμάνσεις, κυρίως όταν αυτές
προέρχονται από διαταραχές της συναθροιστικής ζήτησης. • Η δημοσιονομική
πολιτική επηρεάζει τη συναθροιστική ζήτηση άμεσα, μέσω μεταβολών στις
δημόσιες δαπάνες, και έμμεσα, μέσω μεταβολών στους φόρους και στις
μεταβιβαστικές πληρωμές, όπου αμφότερα τα μεγέθη επηρεάζουν το
διαθέσιμο εισόδημα (G), των φόρων (T) και Y d ). • Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική
συνίσταται σε αύξηση των δημοσίων δαπανών ή/και σε μείωση των φόρων,
ενώ η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική συνίσταται σε μείωση των
δημοσίων δαπανών ή/και σε αύξηση των φόρων. • Η ικανότητα της
δημοσιονομικής πολιτικής να επηρεάζει τον ρυθμό μεγέθυνσης εξαρτάται σε
σημαντικό βαθμό από τη φάση του οικονομικού κύκλου στην οποία βρίσκεται
η οικονομία. Ειδικότερα: • Όταν η οικονομία έχει περιέλθει σε ύφεση και ο
ιδιωτικός τομέας είναι απρόθυμος να αυξήσει την καταναλωτική και την
επενδυτική δαπάνη, τότε η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής
είναι αποτελεσματική, καθώς μπορεί να κινητοποιήσει αχρησιμοποίητους
παραγωγικούς συντελεστές και δανειακά κεφάλαια και να τονώσει έτσι τον
ρυθμό μεγέθυνσης. • Όταν η οικονομία ισορροπεί στο επίπεδο προϊόντος
πλήρους απασχόλησης (G), των φόρων (T) και y = ρυθμός μεγέθυνσης κατά Solow), τότε μειώνεται η), τότε μειώνεται η
αποτελεσματικότητα της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς
αποσπά πραγματικούς και χρηματικούς πόρους από τον ιδιωτικό τομέα, και
το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει περισσότερο σε αύξηση του ρυθμού
πληθωρισμού και λιγότερο σε τόνωση του ρυθμού μεγέθυνσης.

Α. ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ Οι κυριότερες δηµόσιες δαπάνες αφορούν: (G), των φόρων (T) και 1)
άµεσες αγορές αγαθών και υπηρεσιών για την εύρυθµη λειτουργία του
κράτους (G), των φόρων (T) και 2) µεταβιβαστικές πληρωµές (G), των φόρων (T) και π.χ. συντάξεις, επιδόµατα ανεργίας,
προνοιακά επιδόµατα κ.λπ.) (G), των φόρων (T) και 3) πληρωµές τοκοχρεολυσίων για δάνεια που
έχει λάβει το κράτος

Β. ΦΟΡΟΙ περιουσίας: και στη Φόροι εισοδήµατος και επιβάλλονται στα


εισοδήµατα περιουσία των νοικοκυριών Φόροι επιχειρήσεων: επιβάλλονται
στα κέρδη όλων των µορφών επιχειρήσεων Έµµεσοι φόροι: επιβάλλονται
κατά την αγορά και πώληση αγαθών και υπηρεσιών

ΑΥΤΟΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ Αυτόνοµοι φόροι: σταθεροί για


όλα τα οικονοµικά άτοµα µια οικονοµίας ανεξαρτήτως του εισοδήµατος που
κατέχουν, Τ=t0 Προοδευτικοί φόροι: εξαρτώνται από το εισόδηµα που
κατέχει το κάθε φορολογούµενος, Τ= t0 + t1 *Y όπου t0= αυτόνοµο µέρος των
φόρων, t1= φορολογικός συντελεστής
Κρατικός προϋπολογισμός αποκαλείται ο τυπικός νόμος με τον οποίο
προσδιορίζονται τα εκτιμώμενα έσοδα και εξόδα του κράτους, για
κάθε οικονομικό έτος. Ο προϋπολογισμός αποτελεί και τη βραχυχρόνια
υλοποίηση του δημοσιονομικού προγράμματος της κυβέρνησης. Είναι
δεσμευτικός, λεπτομερής και έχει διάρκεια ενός έτους.

Το ισοζύγιο κρατικού προϋπολογισμού είναι μια οικονομική κατάσταση


που παρουσιάζει τα προτεινόμενα κρατικά έσοδα και τις κρατικές
δαπάνες για ένα οικονομικό έτος. Αποτελεί τη διαφορά μεταξύ εσόδων και
δαπανών. Ένα θετικό ισοζύγιο ονομάζεται «πλεόνασμα του κρατικού
προϋπολογισμού» και ένα αρνητικό υπόλοιπο είναι ένα «έλλειμμα του
κρατικού προϋπολογισμού». Προετοιμάζεται προϋπολογισμός για κάθε
επίπεδο διακυβέρνησης (G), των φόρων (T) και από το εθνικό σε τοπικό) και λαμβάνει υπόψη τις
υποχρεώσεις των υποχρεώσεων της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης.
Το υπόλοιπο του κρατικού προϋπολογισμού μπορεί να κατανεμηθεί στο
«πρωτογενές ισοζύγιο» και στις πληρωμές τόκων στο συσσωρευμένο δημόσιο
χρέος. Και τα δύο μαζί δίνουν το υπόλοιπο του προϋπολογισμού. Επιπλέον, το
δημοσιονομικό ισοζύγιο μπορεί να κατανεμηθεί σε «διαρθρωτικό ισοζύγιο»
(G), των φόρων (T) και γνωστό και ως «κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο») και στην κυκλική
συνιστώσα: το διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο επιχειρεί να
προσαρμοστεί για τον αντίκτυπο των κυκλικών μεταβολών στο πραγματικό
ΑΕΠ, προκειμένου να καταδειχθεί η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική
κατάσταση.
Το πλεόνασμα ή το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού είναι
μια μεταβλητή ροή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ποσό ανά μονάδα χρόνου
(G), των φόρων (T) και τυπικά ανά έτος). Έτσι είναι ξεχωριστό από το Δημόσιο χρέος, το οποίο είναι
μια μεταβλητή αποθέματος, αφού μετράται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο.
Η σωρευτική ροή των ελλειμμάτων ισούται με το απόθεμα του χρέους.

Πρωτογενές έλλειμμα είναι η διαφορά ανάμεσα στις τρέχουσες δαπάνες και


τα τρέχοντα έσοδα (G), των φόρων (T) και από φόρους κ.λπ.), μέσα σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Εναλλακτικά, το πρωτογενές έλλειμμα προκύπτει αν από το έλλειμμα του


γενικού κρατικού προϋπολογισμού, αφαιρεθούν οι τόκοι και τα χρεολύσια των
δανείων του Δημοσίου.

το κράτος παράγει και εξάγει προϊόντα και υπηρεσίες.


Έχει έσοδα από αυτά.
Όμως έχει και έξοδα όπως πχ να πληρώσει μισθούς, συντάξεις, κλπ.

Παράλληλα το κράτος έχει έσοδα και από τα δάνεια που λαμβάνει.

Αν λοιπόν τα έσοδά του από τις εξαγωγές δεν επαρκούν για να καλύψει τα
έξοδά του αλλά συναθροίζοντας τα λεφτά του δανεισμού τότε επαρκούν, σε
αυτήν την περίπτωση έχουμε πρωτογενές έλλειμμα.
Πρωτογενές πλεόνασμα είναι κάτι σχετικά απλό. Αν πχ το κράτος έχει
περισσότερα έσοδα παρά έξοδα και τα έσοδα αυτά δεν προκύπτουν από
δανεισμό, τότε έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα.

Δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι η θετική διαφορά μεταξύ


δημόσιων εσόδων και δημοσίων εξόδων.

Αντιθέτως, όταν τα δημόσια έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα δημόσια έσοδα,


υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμμα.

Δημόσιο Χρέος είναι το σύνολο των οφειλών σε χρηματικές μονάδες του


ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στον όρο "ευρύτερος δημόσιος τομέας"
συμπεριλαμβάνονται όλα τα επίπεδα δημόσιας διοίκησης ενός
κράτους: κυβέρνηση, περιφέρεια, δήμος κ.λπ. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται
από έτος σε έτος κατά το ποσό που ο ετήσιος κρατικός
προϋπολογισμός παρουσιάζει έλλειμμα, ή αντιστρόφως μειώνεται κατά το
ποσό που παρουσιάζει πλεόνασμα.
Το δημόσιο χρέος είναι ταυτοτικά (G), των φόρων (T) και δηλαδή εξ ορισμού) ίσο με τον ιδιωτικό
πλούτο[1], δηλαδή όσα χρωστάει το δημόσιο σε ιδιώτες τόσα ακριβώς οι
ιδιώτες έχουν να λαμβάνουν από το δημόσιο, όπου στους «ιδιώτες»
περιλαμβάνεται κατά σύμβαση και ο εξωτερικός τομέας (G), των φόρων (T) και Rest of the World
στους λογαριασμούς SNA).).
Άμεση Φορολόγηση
Η άμεση φορολόγηση είναι η καταβολή των εισφορών άμεσα από τους
πολίτες προς το κράτος. Είναι ο πιο καθιερωμένος τρόπος φορολόγησης
των φυσικών και νομικών προσώπων. Η άμεση φορολόγηση θεωρείται
αξιοκρατική, γιατί μπορεί να γίνει διάκριση των προσώπων σε εισοδηματικές
τάξεις και να καθοριστεί ανάλογα το ύψος του φορολογικού βάρους. Συνήθως
στην άμεση φορολόγηση αυξάνεται το ποσοστό φορολόγησης στα
μεγαλύτερα εισοδήματα.
Έμμεση Φορολόγηση
Έμμεση φορολόγηση έχουμε όταν η καταβολή των εισφορών γίνεται με μη
άμεσο τρόπο. Αναφερόμαστε σε έμμεση φορολόγηση-έμμεσους φόρους, όταν
τα έσοδα λαμβάνονται από όλες τις κοινωνικές ομάδες ανεξαρτήτως
εισοδήματος. Στηρίζεται στο σκεπτικό άντλησης εσόδων σε περιπτώσεις που
δεν είναι αυτό εφικτό ή εύκολο μέσω των κλιμάκων της άμεσης.
Παραδείγματα έμμεσης φορολόγησης αποτελούν ο Φόρος Προστιθέμενης
Αξίας (G), των φόρων (T) και ΦΠΑ), ο φόρος κύκλου εργασιών (G), των φόρων (T) και πλην ΦΠΑ), τέλη
χαρτοσήμου, φόρος μεταβίβασης ακινήτων.
Η φορολογική βάση είναι το ποσό του κεφαλαίου και το μέγεθος που
αντιπροσωπεύει το φορολογητέο γεγονός, δηλαδή η βάση που
χρησιμοποιείται σε κάθε φόρο για τη μέτρηση της οικονομικής
ικανότητας ενός ατόμου.

Σε φορολογικούς όρους, η φορολογική βάση αποτελεί το ποσό επί του οποίου


επιτυγχάνεται ένας συγκεκριμένος φόρος. Με άλλα λόγια, για να επιτευχθεί ο
φορολογικός συντελεστής (G), των φόρων (T) και ο φόρος που πρέπει να καταβληθεί) είναι
απαραίτητο να υπολογιστεί προηγουμένως η φορολογική βάση. Σε αυτήν τη
φορολογική βάση, θα εφαρμοστεί ο αντίστοιχος φορολογικός συντελεστής για
την απόκτηση του παραπάνω φορολογικού συντελεστή. Για παράδειγμα, εάν
τα παπούτσια (G), των φόρων (T) και συμπεριλαμβάνεται ΦΠΑ) κοστίζουν 121 ευρώ και ο ισχύων
ΦΠΑ (G), των φόρων (T) και φορολογικός συντελεστής) είναι 21%, αυτό σημαίνει ότι η φορολογική
βάση είναι στην πραγματικότητα 100 ευρώ. Και σε αυτά τα 100 ευρώ
(G), των φόρων (T) και φορολογητέα βάση) εφαρμόζεται ο φόρος (G), των φόρων (T) και 21%).

Σήμερα, τα συστήματα φορολόγησης, έχουν αναπτυχθεί αρκετά, ενώ οι


αποδιδόμενοι φόροι στο κράτος ως χρηματικές επιβαρύνσεις ποικίλουν στη
μορφή τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του
Συντάγματος, το κρατικό κόστος υπό την μορφή φόρων πρέπει να επιβαρύνει
όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις. Το
ποσό του φόρου που αναλογεί στον κάθε πολίτη σχετίζεται με τη φορολογική
του βάση, δηλαδή εν ολίγοις το εισόδημα που λαμβάνει, και τα περιουσιακά
στοιχεία που κατέχει. Τέλος ο φορολογικός συντελεστής είναι αυτός ο οποίος
καθορίζει το ποσό από τον φόρο που αντιστοιχεί σε κάθε μονάδα της
φορολογικής βάσης.
Φορολογική βάση είναι η περιουσία και η δαπάνη του φορολογούμενου και
φυσικά το εισόδημά του. Βάσει αυτών υπολογίζεται το ποσό του φόρου που
πρέπει να καταβληθεί από τον φορολογούμενο. Η περιουσία, η καταναλωτική
δαπάνη και το εισόδημα κάθε πολίτη αποτελούν τα κριτήρια εκείνα τα οποία
υποδηλώνουν την οικονομική επιφάνεια, αντοχή και δυνατότητα συμβολής
του στα δημόσια βάρη (G), των φόρων (T) και Κοψιαύτης, 2008).
Η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία αποτελούν ένα άρρηκτο κομμάτι της
φορολόγησης. Σύμφωνα με τους Frey και Hannemann (G), των φόρων (T) και 1984), Feige (G), των φόρων (T) και 1989,
1994), Schneider (G), των φόρων (T) και 1994) και Smith (G), των φόρων (T) και 1994) ως ορισμός της παραοικονομίας
περιγράφεται η αγοροπωλησία αγαθών και υπηρεσιών που είτε νόμιμα είτε
παράνομα διαφεύγει από την ανίχνευση στις επίσημες εκτιμήσεις του
Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ο λόγος όμως ύπαρξης παραοικονομίας
και φοροδιαφυγής σε μία χώρα και ο λόγος που αυτές έχουν σχέση με τη
φορολόγηση θα μπορούσαμε να εστιάσουμε ότι οφείλεται στην παρατήρηση
ύπαρξης κυρίως άνισων φορολογικών μέτρων προς κάποια ή και κάποιες
κοινωνικές ομάδες φορολογουμένων. Εκτός όμως από τη φοροδιαφυγή η
οποία εξ ορισμού είναι κάτι παράνομο, υπάρχει και η φοροαποφυγή η οποία
σύμφωνα με το κοινωνικό σύνολο αποτελεί μία νόμιμη συμπεριφορά
(G), των φόρων (T) και Prebblet, 2012), την οποία χρησιμοποιούν οι φορολογούμενοι για να
αποφεύγουν μερικώς ή και ολικώς την καταβολή φόρων (G), των φόρων (T) και Γεωργακόπουλος,
2012), γεγονός που οφείλεται συνήθως σε νομοθετικά κενά του εκάστοτε
φορολογικού συστήματος.
Η κυριότερη διάκριση είναι αυτή σε άμεσους και έμμεσους φόρους. Άμεσοι
φόροι σύμφωνα με τον Κοψιαύτη (G), των φόρων (T) και 2008), είναι αυτοί που επιβάλλονται στο
εισόδημα που παράγεται από τον φορολογούμενο ή βάσει των περιουσιακών
στοιχείων που έχει στην κατοχή του ο φορολογούμενος ως προσδιοριστικός
παράγοντας της φοροδοτικής του ικανότητας και εισπράττονται με
ονομαστικούς καταλόγους, ενώ έμμεσοι φόροι είναι αυτοί που επιβάλλονται
βάσει του εισοδήματος που δαπανάται ή στην περιουσία του φορολογούμενου
ως έμμεσου παράγοντα εξωτερίκευσης της φοροδοτικής του ικανότητας, και
δεν εισπράττονται με ονομαστικούς καταλόγους με εξαίρεση το Φόρο
Προστιθέμενης Αξίας.
Σύμφωνα με την παραπάνω διάκριση ως άμεσοι φόροι λογίζονται, ο φόρος
εισοδήματος, ο φόρος κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών. Από την
άλλη μεριά, έμμεσοι φόροι είναι, οι δασμοί, τα τέλη χαρτοσήμου (G), των φόρων (T) και όπου
υπάρχουν), ο φόρος προστιθέμενης αξίας καθώς και οι φόροι κατανάλωσης
και γενικά όσοι άλλοι εισπράττονται όχι με καταλόγους άλλα με βάση
τιμολόγια (G), των φόρων (T) και Γκίνογλου, 2004).
Διάκριση φόρων βάσει φορολογικού συντελεστή. Ακόμα μία διάκριση των
φόρων είναι αυτή ανάλογα με τη φύση του φορολογικού συντελεστή,
διακρίνοντας τους σε αναλογικούς, προοδευτικούς και αντίστροφα
προοδευτικούς (G), των φόρων (T) και Γεωργακόπουλος, 2005). Αναλογικοί είναι οι φόροι όπου ο
μέσος φορολογικός συντελεστής παραμένει σταθερός ανεξάρτητα από τη
μεταβολή της φορολογικής βάσης. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί ο φόρος
εισοδήματος νομικών προσώπων και ο ΦΠΑ. Αντίθετα, προοδευτικοί είναι
εκείνοι οι φόροι των οποίων ο μέσος φορολογικός συντελεστής μεταβάλλεται
προοδευτικά σύμφωνα με τη μεταβολή της φορολογικής βάσης. Παράδειγμα
τέτοιου φόρου αποτελεί ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και ο
φόρος κληρονομιών. Ακόμη, αντίστροφα προοδευτικοί είναι οι φόροι όπου ο
μέσος φορολογικός συντελεστής μειώνεται όσο αυξάνει η φορολογική βάση
και αντίστροφα. Δηλαδή ο φορολογικός συντελεστής μεταβάλλεται
αντιστρόφως ανάλογα με τη φορολογική βάση.
Διάκριση φόρων βάσει Δημοσίου Φορέα που τους επιβάλει. Οι φόροι εκτός
από τις προαναφερθείσες διακρίσεις, μπορεί να διακριθούν ακόμη
λαμβάνοντας υπόψη τον φορέα του Δημοσίου για τον οποίο επιβάλλονται και
αφορούν. Έτσι σύμφωνα με το κριτήριο αυτό οι φόροι ταξινομούνται σε τρεις
κατηγορίες. Αρχικά διακρίνουμε τους κρατικούς φόρους ή φόρους της
κρατικής διοίκησης, τα έσοδα των οποίων καλύπτουν δαπάνες κρατικού
προϋπολογισμού. Για τους φόρους αυτούς καθ’ όλα αρμόδιο είναι το
Υπουργείο Οικονομικών. Άλλοι φόροι σύμφωνα με τη διάκριση αυτή είναι οι
φόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης δηλαδή αυτοί οι οποίοι συνδέονται με την
τοπική αυτοδιοίκηση, δήμους και περιφέρειες (G), των φόρων (T) και δημοτικοί και κοινοτικοί
φόροι) καθώς και φόροι σε λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Τέλος διακρίνουμε τους φόρους-
εισφορές των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (G), των φόρων (T) και Τάτσος, 2012).
Μία άλλη διάκριση των φόρων γίνεται με βάση τη μαθηματική μέθοδο
υπολογισμού τους. Αναλογικός είναι ο φόρος όταν υποβάλλεται η
φορολογητέα ύλη (G), των φόρων (T) και ποσό εισοδήματος, αξία ακινήτου ή του αγαθού) σε ένα
σταθερό ποσοστό φορολογίας. Δηλαδή ο φορολογικός συντελεστής είναι
ορισμένος ανεξαρτήτως ποσού. Από την άλλη πλευρά, προοδευτικός φόρος
είναι εκείνος όπου η φορολογητέα ύλη υποβάλλεται σε ποσοστό φορολογίας
αυξανόμενο, ακολουθώντας την αύξηση της φορολογητέας ύλης. Οι φόροι
επίσης διακρίνονται σε τακτικούς και έκτακτους. Οι τακτικοί είναι οι
καθιερωμένοι φόροι και οι νέοι που επιβάλλονται και έχουν μόνιμη ισχύ χωρίς
χρονικούς περιορισμούς στο μέλλον, ενώ έκτακτοι είναι οι φόροι που
επιβάλλονται για την κάλυψη έκτακτων αναγκών, εφάπαξ ή για ορισμένα
χρόνια (G), των φόρων (T) και Σέλλας, 1989).
ως φορολογικό σύστημα μιας χώρας νοείται το σύνολο των φόρων, που
ισχύουν σε δεδομένη στιγμή, λαμβάνονται υπόψη και τις διατάξεις του
φορολογικού δικαίου διαχρονικά. Το φορολογικό σύστημα δε διαμορφώνεται
τυχαία αλλά βασίζεται σε συγκεκριμένους προκαθορισμούς οικονομικής,
κοινωνικής και ιδεολογικής υφής. Ιδιαίτερα καθοριστικός παράγων στη
διαμόρφωση ενός φορολογικού συστήματος είναι η καταλληλότητα και
ικανότητα προσαρμογής της φορολογικής διοίκησης στις σύγχρονες
συνθήκες.
Το φορολογικό σύστημα μιας χώρας μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των
φόρων που ισχύουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, λαμβάνοντας υπόψη και
τις διατάξεις του διαχρονικού φορολογικού δικαίου.
Διακρίσεις των φόρων Μια πολύ σημαντική έννοια που σχετίζεται με τη
φορολογία είναι η φορολογική βάση, το ποσό βάσει του οποίου
υπολογίζεται η φορολογική υποχρέωση (G), των φόρων (T) και ποσό του φόρου που πρέπει να
καταβάλει ο φορολογούμενος). Οποιοδήποτε χαρακτηριστικό των
φορολογουμένων, οικονομικών ή μη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
φορολογική βάση. Διάφορα οικονομικά χαρακτηριστικά του φορολογούμενου
χρησιμοποιούνται συνήθως ως φορολογική βάση, ιδίως εισόδημα, περιουσία
και δαπάνες. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό από τους θεωρητικούς των
Δημοσίων Οικονομικών ότι το εισόδημα πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως ως
βάση για τον υπολογισμό της φορολογικής υποχρέωσης, καθώς είναι ο κύριος
δείκτης οικονομικής ευημερίας και, ως εκ τούτου, υποδεικνύει την ικανότητα
των φορολογουμένων να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση των δημοσίων
δαπανών, εκτός από τη χρήση του ακινήτου (G), των φόρων (T) και Γκίνογλου, 2004). Ο
σημαντικότερος διαχωρισμός των φόρων είναι σε έμμεσους και άμεσους
φόρους. Αναφορικά με τους έμμεσους φόρους, το πρόσωπο που αποδίδει το
φόρο και το πρόσωπο που του επιβάλλεται ο φόρος είναι διαφορετικά. Οι
φόροι αυτοί επιβάλλονται σε όλους ανεξαρτήτως εισοδήματος ή περιουσίας.
Λαμβάνονται, δηλαδή, από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον, διάκριση
των έμμεσων φόρων είναι σε πάγιους, πραγματικούς, προσωπικούς, ειδικούς
και φόρους κατ’ αξία. Οι πιο σημαντικοί έμμεσοι φόροι είναι ο φόρος
προστιθέμενης αξίας (G), των φόρων (T) και ΦΠΑ), το τέλος χαρτοσήμου, ο φόρος μεταβίβασης
ακίνητων, ο φόρος κύκλου εργασιών, οι δασμοί και οι ειδικοί φόροι
κατανάλωσης στα ποτά στα καύσιμα και τα τσιγάρα. Εν συνεχεία, οι άμεσοι
φόροι επιβάλλονται και αποδίδονται από το ίδιο πρόσωπο. Επιβάλλονται
δηλαδή απευθείας είτε στο εισόδημα των φυσικών και των νομικών
προσώπων είτε στην περιουσία τους. Η περιουσία που φορολογείται μπορεί
να είναι ακίνητη περιουσία, από δωρεές, κληρονομιές και γονική παροχή.
Άρα, οι άμεσοι φόροι επιβαρύνουν τον ίδιο τον φορολογούμενο και
καταβάλλονται άμεσα στο κράτος. Η κύρια διάκριση των φόρων γίνεται
ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του φόρου και τον τρόπο με τον οποίο
εισπράττονται. Από δημοσιονομική άποψη, διακρίνουμε τους φόρους
ανάλογα με τη φύση του φορολογικού αντικειμένου και την επιβολή του
φόρου. Άμεσος είναι ο φόρος που επιβάλλεται απευθείας στο φυσικό ή νομικό
πρόσωπο και πρέπει να καταβληθεί στο κοινό, ενώ ο έμμεσος επιβάλλεται σε
άτομο που με τη σειρά του θα μεταβιβάσει τον φόρο σε τρίτο μέρος τελικά.
Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος κληρονομιάς
κ.λπ. είναι άμεσος επειδή συλλέγονται με βάση καταχωρημένες λίστες.
Αντίθετα, οι δασμοί, τα γραμματόσημα και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης
είναι έμμεσοι διότι εισπράττονται βάσει τιμολογίων και όχι βάσει καταλόγων.
Τέλος, μία ακόμα διάκριση των φόρων είναι οι αναλογικοί και οι
προοδευτικοί. Ως αναλογικός φόρος, νοείται ο φόρος, στον οποίο όταν
αλλάζει η φορολογική βάση, δεν αλλάζει ο φορολογικός συντελεστής.
Αντίστοιχα, ως προοδευτικός φόρος ορίζεται ο φόρος, στον οποίο ο
φορολογικός συντελεστής αυξάνεται ανάλογα της φορολογικής βάσης, στην
οποία γίνεται εφαρμογή του συντελεστή (G), των φόρων (T) και Τζούμας, 2009).
Η έννοια του φορολογικού συστήματος Το φορολογικό σύστημα μιας χώρας
μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των φορολογικών νόμων που ισχύουν σε μια
δεδομένη στιγμή. Ένα φορολογικό σύστημα δεν είναι ένα τυχαίο σύνολο
νόμων, αλλά υπακούει σε ορισμένους κανόνες ιδεολογικού, οικονομικού και
οικονομικού χαρακτήρα (G), των φόρων (T) και Τζούμας,2009). Το φορολογικό σύστημα μιας χώρας
είναι οι διάφοροι φόροι που επιβάλλονται στους φορολογούμενους
προκειμένου να είναι σε θέση να καλύψουν τις δαπάνες του κράτους μέσω
αυτών.
Η φοροδιαφυγή (G), των φόρων (T) και αγγλικά: tax evasion) αποτελεί σοβαρό έγκλημα - απάτη
σε βάρος του κράτους. Γενικά αποκαλείται η καθ' οποιονδήποτε τρόπο
απόκρυψη φορολογητέας ύλης ενός φορολογούμενου φυσικού ή νομικού
προσώπου από τις φορολογικές Αρχές.
Η φοροδιαφυγή εκτός από ποινικό αδίκημα που μπορεί να σημειωθεί κατά
παράβαση ή καταστρατήγηση του φορολογικού νόμου, θεωρείται και έντονα
αντικοινωνική συμπεριφορά δεδομένου ότι το συνολικό ποσό αυτής θα κληθεί
τελικά να επωμισθεί, με πρόσθετα κυβερνητικά μέτρα, το σύνολο των
φορολογουμένων.
Φοροαποφυγή (G), των φόρων (T) και αγγλικά: tax avoidance ή tax mitigation) αποκαλείται η
εφαρμογή καλά σχεδιασμένων λογιστικών πρακτικών που αποτελούν
απόρροια προσεκτικής μελέτης της εμπορικής νομοθεσίας,
της φορολογικής πρακτικής, των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής
πληροφόρησης, δικαστικών και υπουργικών αποφάσεων με μοναδικό στόχο
τη μείωση της φορολογητέας ύλης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου.
Πραγματοποιείται στα πλαίσια ενός καλά μελετημένου φορολογικού
σχεδιασμού, κατά τον οποίο δημιουργούνται διάφορα σενάρια και
εναλλακτικές, μέχρι να προσδιοριστεί ο ελάχιστος δυνατός φόρος, συνήθως
στα πλαίσια του νόμου.
Διαφέρει από την έννοια της φοροδιαφυγής και σύμφωνα με την Τράπεζα της
Ελλάδος (G), των φόρων (T) και Φοροαποφυγή-Φοροδιαφυγή, Τεύχος 13-14 Ιούλιος-Αύγουστος
2011) η φοροαποφυγή ορίζεται ως η οποιαδήποτε νόμιμη διαδικασία ή τρόπος
για την αποφυγή πληρωμής φόρων.

Φοροδιαφυγή είναι κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη του


φορολογουμένου, με την οποία επιδιώκει τη μείωση της φορολογικής του
επιβάρυνσης ή αποφυγή καταβολής του φόρου που του έχει βεβαιωθεί.Η
φοροδιαφυγή, που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την φοροαποφυγή,
ταυτίζεται με την καταστρατήγηση των διατάξεων των ισχυόντων
φορολογικών νόμων, όπως πχ παράλειψη υποβολής φορολογικής δήλωσης ή
υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή εικονικών φορολογικών παραστατικών.

Φοροαποφυγή είναι η, με νόμιμες ενέργειες, προσπάθεια των φορολογουμένων,


εκμεταλλευόμενοι κενά του νόμου, να μειώσουν τις φορολογικές
τους υποχρεώσεις ή να αποφύγουν την καταβολή των οφειλόμενων φόρων.

You might also like