You are on page 1of 20

MAKROOIKONOMIKH

10 MAΘΗΜΑ
Κριτήρια διάκρισης της οικονομικής επιστήμης
10 Κριτήριο: Το πεδίο εφαρμογής: Με βάση αυτό το κριτήριο η
οικονομική επιστήμη διαιρείται σε θεωρητική ( σύνολο υποθέσεων,
αξιωμάτων, ορολογιών, προσεγγίσεων, συμπερασμάτων, που
καθορίζουν την συμπεριφορά των οικονομούντων ατόμων) και σε
εφαρμοσμένη ( π.χ. σύνολο οικονομικών μέτρων, που εφαρμόζονται
για τον αγροτικό χώρο, την βιομηχανία, περιφέρεια κλπ.)

20 Κριτήριο: Η ιδιότητα του οικονομικού φορέα ( οικονομικός φορέας


είναι αυτός, που κατέχει τους παραγωγικούς συντελεστές ). Έτσι με
βάση αυτό το κριτήριο η οικονομική επιστήμη διαιρείται: σε ιδιωτική
(όταν οι ιδιωτικές μονάδες κατέχουν τους παραγωγικούς συντελεστές)
και δημόσια ( όταν κάτοχος είναι το Δημόσιο). Ενίοτε έχουμε και την
μεικτή, όταν από κοινού συμμετέχουν ή στους συντελεστές ή στην
διαχείριση ( management) οι ιδιώτες και το κράτος.

30 Κριτήριο: Το ειδικότερο αντικείμενο: Η οικονομική επιστήμη


χωρίζεται στην Μικροοικονομική ( είναι αυτή, που μελετά τον τρόπο,
που παίρνουν αποφάσεις τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, καθώς και
τρόπους που αλληλεπιδρούν στις αγορές) και στην Μακροοικονομική (
είναι αυτή που μελετά τα φαινόμενα της οικονομίας συνολικά,
συμπεριλαμβανομένων του πληθωρισμού, της ανεργίας και της
οικονομικής μεγέθυνσης).

40 Κριτήριο: Ο επιδιωκόμενος σκοπός : Έχουμε την Θετική (πως δηλαδή


τα οικονομικά φαινόμενα εκδηλώνονται σε πραγματική κατάσταση) και
την δεοντολογική ( π.χ. από δεοντολογικής άποψης το μονοπώλιο, ως
μορφή αγοράς, είναι ηθική για το σύνολο των οικονομούντων ατόμων.
50 Κριτήριο: Η χρησιμοποιούμενη έρευνα: Τέλος με βάση αυτό το
κριτήριο η οικονομική επιστήμη χωρίζεται σε στατική ( ερευνά τα
οικονομικά φαινόμενα σε δεδομένη χρονική στιγμή, χωρίς να
επιδέχεται μεταβολές π.χ. έρευνα των ποσοστών ανεργίας στο τάδε
έτος), συγκριτική (συγκριτική ανάλυση στατικού και πάλι χαρακτήρα, σε
δύο διαφορετικές καταστάσεις π.χ. έρευνα των ποσοστών ανεργίας δύο
διαφορετικών περιόδων) και δυναμική οικονομική ( όταν
συμπεριλαμβάνεται ο παράγοντας του χρόνου π.χ. ανάλυση
πληθωρισμού μιας δεκαετίας.

Στόχοι της μακροοικονομικής πολιτικής


Σε γενικές γραμμές οι στόχοι της μακροοικονομικής πολιτικής μιας
χώρας περιλαμβάνουν:

Α. την πλήρη απασχόληση ( δηλ. να μην υπάρχει ανεργία στους


παραγωγικούς συντελεστές). Έως το 1970 ο στόχος αυτός ήταν ο
πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής. Μετά με την εμφάνιση
της ανεργίας σε τόσο υψηλά ποσοστά αυτός κατέστει μη
προσεγγίσιμος.

Β. την σταθερότητα των τιμών (δηλ. τιμές χωρίς πληθωριστικές


πιέσεις)

Γ. την οικονομική ανάπτυξη – μεγέθυνση ( μετριέται ως η ετήσια


αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ της χώρας).

Δ. το ισοζύγιο πληρωμών ( εδώ έχουμε να διακρίνουμε το ισοζύγιο των


τρεχουσών συναλλαγών σε αγαθά και υπηρεσίες καθώς και αυτό για
συναλλαγές κεφαλαίου).

Πρέπει να τονίσουμε, ότι σήμερα είναι σχεδόν ακατόρθωτο μια


οικονομία να μπορέσει συγχρόνως να ικανοποιήσει τους παραπάνω
στόχους, γι΄αυτό στην πράξη, ανάλογα με την οικονομική συγκυρία,
δίνεται προτεραιότητα στην υλοποίηση κάποιων απ’ αυτούς εις βάρος
άλλων, δηλ. έχουμε να κάνουμε με το γνωστό σε όλους μας κόστος
ευκαιρίας, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δίλλημα υλοποίησης στόχων.

Εθνικοί λογαριασμοί και η χρησιμότητα αυτών.


Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν μακρομεγέθη ( στατιστικά στοιχεία
της οικονομίας), που απεικονίζουν και αποδίδουν ποσοτικά την εξέλιξη
διαφόρων κονδυλίων συμπεριφοράς των οικονομούντων συνολικά
μονάδων, όπως π.χ. εισόδημα, κατανάλωση, επένδυση κλπ. Ο ρόλος
των εθνικών λογαριασμών είναι πολύ σημαντικός για την οικονομική
δραστηριότητα μιας χώρας, γιατί αυτοί αποδίδουν την συνολική αξία
του παραγόμενου προϊόντος. Ποιο συγκεκριμένα :

α) οι εθνικοί λογαριασμοί φανερώνουν την προέλευση του


παραγόμενου προϊόντος σε κάθε τομέα της οικονομίας ( αγροτικό,
βιομηχανικό, τομέα των υπηρεσιών) αλλά και από τον ιδιωτικό ή τον
δημόσιο τομέα.

β) οι εθνικοί λογαριασμοί καθορίζουν την κατανομή του παραγόμενου


προϊόντος σε εγχώριους ή αλλοδαπούς φορείς της οικονομάς.

γ) αυτοί δίνουν την δυνατότητα σύγκρισης της συμπεριφοράς της


οικονομίας σε διάφορες χρονικές περιόδους.

δ) τέλος αυτοί δίνουν την δυνατότητα λήψης κατάλληλων μέτρων


οικονομικής πολιτικής, μετά από την επεξεργασία των οικονομικών
δεδομένων.
Βασικοί Μακροοικονομικοί όροι
Το ονομαστικό ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν), μετρά την αξία σε
χρηματικές μονάδες των τελικών αγαθών και υπηρεσιών, σε δεδομένο
χρονικό διάστημα (συνήθως ενός έτους).

Το πραγματικό ΑΕΠ μετρά την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων,


που διατίθενται για αγορά και υπηρεσίες δηλ. την ποσότητα της
παραγωγής σε σταθερές χρηματικές μονάδες. Είναι με άλλα λόγια το
ονομαστικό ΑΕΠ αποπληθωρισμένο.

Το εθνικό προϊόν, αποτελεί την συνολική ροή αγαθών και υπηρεσιών


μιας οικονομίας, που παράγονται στην διάρκεια ενός έτους ( σε
χρηματικές μονάδες).

Το εγχώριο προϊόν, αποτελεί το προϊόν, που παράγεται στα όρια της


γεωγραφικής επικράτειας μιας χώρας, δηλ. το εθνικό προιόν είναι το
εγχώριο προϊόν, που προέρχεται μετά την προσθαφαίρεση του
καθαρού εισοδήματος από το εξωτερικό.

Καθαρό εθνικό προϊόν, είναι το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, αν


αφαιρέσουμε από το τελευταίο τις αποσβέσεις.

Δείκτης κατά κεφαλήν εισοδήματος, προέρχεται αν διαιρεθεί το


ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μιας χώρας με τον συνολικό πληθυσμό
αυτής. Ο δείκτης μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τους ρυθμούς
μεγέθυνσης μιας οικονομίας και κατ΄επέκταση τους ρυθμούς
ανάπτυξης αυτής.
Μέθοδοι Μέτρησης του ΑΕΠ μιας χώρας
Για την μέτρηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας συνήθως χρησιμοποιούνται
οι παρακάτω μέθοδοι:

Ι. Μέθοδος του προϊόντος: Εδώ υπολογίζουμε μόνο την προστιθέμενη


αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών, που παράγονται στην οικονομία.
Ως προστιθέμενη αξία ορίζεται η αξία του παραγόμενου προϊόντος σε
μια επιχείρηση, σ΄έναν τομέα, σε μία βιομηχανική μονάδα, αφού
αφαιρεθεί η αξία των εισροών από προηγούμενες επιχειρήσεις.

ΙΙ. Μέθοδος των δαπανών: Εδώ προσθέτουμε την χρηματική αξία όλων
των δαπανών, που συντελούνται στην οικονομία. ¨Ετσι προκύπτει η
πρώτη εξίσωση υπολογισμού του ΑΕΠ: GNP = Y = C + Ig + G + ( X – M) (1),
όπου Υ = εισόδημα, C = κατανάλωση, Ig = ακαθάριστες επενδύσεις, G =
δημόσιες δαπάνες και (X- M) = καθαρές εξαγωγές δηλ. εξαγωγές –
εισαγωγές.

ΙΙΙ. Μέθοδος του εισοδήματος: Εδώ προσθέτουμε όλα τα εισοδήματα


των νοικοκυριών, που αποκτούνται κατά την διαδικασία παραγωγής
των αγαθών και των υπηρεσιών. Έτσι προκύπτει η εξής εξίσωση:

Y = GNP = W + R + IN +P +Pu +Tp + D + Te ( 2), όπου:

W = Mισθοί και ημερομίσθια R = Ενοίκια

IN = Τόκοι P =Κέρδη Επιχειρήσεων

Pu = Κέρδη Tp = Αδιανέμητα Κέρδη ΑΕ

D = Αποσβέσεις Te = Έμμεσοι φόροι

Επίσης ισχύει η σχέση(3) : Ig = In +D, όπου Ιn = καθαρές επενδύσεις

(4) NNP = GNP – D, όπου NNP= καθαρό εθνικό προϊόν

(5) NI = NNP – Te, όπου NI = εθνικό εισόδημα


( 6 ) PI = NI – Pu –Tp + F, όπου PI = προσωπικό εισόδημα και

F = μεταβιβαστικές πληρωμές

( 7 ) DI = PI – Tα , όπου DI = διαθέσιμο εισόδημα και Τα = φόροι


εισοδήματος φυσικών προσώπων ( άμεσοι φόροι).

Ατέλειες Μέτρησης του ΑΕΠ


Κατά τον υπολογισμό του ΑΕΠ, για να είμαστε πιο κοντά στην
πραγματικότητα μέτρησης αυτού, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις εξής
λεπτομέρειες:

α) Στο ΑΕΠ δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες, που προέρχονται για


αυτοκατανάλωση π.χ. οι υπηρεσίες που προσφέρονται στα πλαίσια του
νοικοκυριού για μαγείρεμα.

β) Δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες των διαρκών καταναλωτικών


αγαθών, π.χ. η χρησιμότητα των υπηρεσιών από την κατοχή ενός
αυτοκινήτου για την διευκόλυνση της οικογένειας δεν καταγράφονται.

γ) Δεν συμπεριλαμβάνονται επίσης συναλλαγές στα πλαίσια της


‘’παραοικονομίας’’ ή μαύρης αγοράς, όπως π.χ. το λαθρεμπόριο.

δ) Δεν συμπεριλαμβάνονται ( ίσως θα έπρεπε ) οι υπηρεσίες, που


προκαλούν αρνητική χρησιμότητα π.χ. η μόλυνση και ρύπανση του
περιβάλλοντος.

Άσκηση υπολογισμού του ΑΕΠ

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε τα κάτωθι στοιχεία μιας οικονομίας για το Χ


έτος, σε τρέχουσες τιμές: DI = 2.300, Ig= 780, In = 490, Te = 86, PU = 44,
F =30, Tα = 170, σε εκατ. Ευρώ. Ζητείται: Να υπολογισθεί το PI, το NI, το
NNP και το GNP αυτής της οικονομίας.

Λύση

Υπολογίζουμε αρχικά το προσωπικό εισόδημα από την σχέση :

DI = PI – Tα → PI = DI – Tα→ PI = 2.300 + 170 → PI = 2.470 εκατ. Ευρώ,


στη συνέχεια το εθνικό εισόδημα από την σχέση: PI = NI – Pu –Tp + F →
NI = PI + Pu – F → NI = 2.470 + 44 – 30 → NI = 2.484 γιατί το Tp = 0.

Το καθαρό εθνικό προϊόν (NNMP) υπολογίζεται από την σχέση:

NI = NNP – Te → NNP = NI + Te → NNP = 2.484 + 86 → NNP = 2.570.

Τέλος το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (GNP) υπολογίζεται από την σχέση


GNP = NNP + G → GNP = 2.570 + 290 → GNP = 2.860, γιατί D = Ig - In →

D = 780 – 490 → D = 290.


20 MAΘΗΜΑ
ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗΣ
Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι ο προσδιορισμός των παραγόντων
εκείνων, που καθορίζουν την συμπεριφορά της συνολικής ζήτησης στην
οικονομία και πως αυτή συνεισφέρει στη ζητούμενη ισορροπία στην
οικονομία, ώστε να επιτευχθεί η ισότητα AD = AS ( συνολική ζήτηση =
συνολική προσφορά ).

Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι θα ασχοληθούμε με γραμμικό


μοντέλο, για την καλύτερη κατανόηση της ύλης, δηλ. θα δεχτούμε, ότι η
εξέλιξη είναι γραμμική και η σχέση κατανάλωσης και εισοδήματος είναι
ευθεία. Μια τέτοια κατάσταση αποδίδεται από την σχέση C = α + β Υd,
όπου C = κατανάλωση, α = αυτόνομη κατανάλωση, η οποία
χρησιμοποιεί προηγούμενα αποθέματα άλλων διαχειριστικών
περιόδων, β = οριακή ροπή προς κατανάλωση, που δείχνει τον ρυθμό
με τον οποίο το εισόδημα καταναλώνεται και Υ d = το διαθέσιμο
εισόδημα της οικονομίας.

Πέραν του Υd που όπως καταλαβαίνουμε είναι ο βασικός


προσδιοριστικός παράγοντας της κατανάλωσης, οι άλλοι
προσδιοριστικοί παράγοντες από άποψη σπουδαιότητας είναι οι εξής:

α) Τα διάφορα αποθέματα πλούτου ( π.χ. ομολογίες, μετοχές, ακίνητα


κλπ.), τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν και την σειρά τους να
επηρεάσουν την κατανάλωση.

β) Οι προσδοκίες για την μεταβολή του μελλοντικού επιπέδου τιμών.


Όλοι γνωρίζουμε ότι προσδοκίες ανόδου ( καθόδου ) του επιπέδου
τιμών, μπορεί να επηρεάσει ως ένα βαθμό την καταναλωτική
συμπεριφορά, πτωτικά ( ανοδικά) ανάλογα.
γ) Η διανομή του εισοδήματος, που εξαρτάται από την απόφαση της
κυβέρνησης για ισόρροπο ή όχι επιμερισμό αυτού στα διάφορα
κοινωνικά στρώματα.

δ) Η φορολογία και οι δαπάνες του δημοσίου. Εννοείται ότι υψηλή ή


χαμηλή φορολογία επιτρέπει στα οικονομούντα νοικοκυριά ν’ αλλάξουν
στάση απέναντι στην καταναλωτική του συμπεριφορά.

ε) Η Πιστωτική πολιτική του κράτους ( συσταλτική ή διασταλτική,


ανάλογα με τις συγκυρίες, απελευθερώνεται λιγότερο ή περισσότερο
χρήμα).

στ) Τέλος το επιτόκιο της αγοράς. Εδώ οι γνώμες διίστανται, όσον


αφορά την σχέση επίδρασης του επιτοκίου στην αυξομείωσης της
κατανάλωσης.

Σύμφωνα με την Κεινσιανή σκέψη ισχύει η σχέση Y = C + S (1), δηλ.


πολύ απλά το εισόδημα μιας οικονομίας είτε καταναλώνεται είτε
αποταμιεύεται, όπως η σχέση (1). Από την σχέση αυτή λύνουμε ως προς
την αποταμίευση και έχουμε: S = Y – C και με αντικατάσταση σ’ αυτήν
την σχέση, της συνάρτηση κατανάλωσης C = α +βΥ προκύπτει η
γραμμική συνάρτηση αποταμίευσης, ( S = αποταμίευση ). Δηλαδή :
S = Y – ( α + βΥ ) → S = Y – α – β Υ → S = ( 1 – β ) Υ → S = - α + ( 1 – β ) Υ
(3). Η σχέση (3) μας δείχνει την αποταμιευτική συμπεριφορά της
συγκεκριμένης οικονομίας με δεδομένη την καταναλωτική
συμπεριφορά αυτής. Η ποσότητα - α = είναι η αντίστοιχη αρνητική
αυτόνομη αποταμίευση, η παρένθεση ( 1 – β ) = MPS = είναι η οριακή
ροπή προς αποταμίευση και Υ είναι το διαθέσιμο εισόδημα.

Όπως βλέπουμε η MPS που αποδίδεται από την σχέση ΔS/ΔΥ είναι ότι
απομένει αν από την μονάδα ( 1 ) αφαιρέσουμε την MPC, που είναι το
κλάσμα ΔC/ΔΥ, όπου (Δ = δείχνει την μεταβολή). Άρα έχουμε την σχέση
MPC + MPS = 1 → ΔC/ΔΥ + ΔS/ΔΥ = 1 (4).
Επίσης με δεδομένες τις συναρτήσεις κατανάλωσης και αποταμίευσης
γραμμικής μορφής, εύκολα μπορούμε να εξάγουμε το καταναλισκόμενο
μέρος του εισοδήματος για τα διάφορα επίπεδα αυτού, καθώς και το
αποταμιευμένο μέρος σε διαφορετικά ύψη εισοδήματος. Δηλαδή: τα
C/Y και S/Y, που παριστάνουν αντίστοιχα τις μέσες ροπές για
κατανάλωση και αποταμίευση. Γι’ αυτές ισχύει επίσης ότι και για τα
οριακά τους μεγέθη, δηλ: C/Y + S/Y = 1 (5) ή αλλιώς APC + APS = 1, όπου
APC = η μέση ροπή προς κατανάλωση και APS = η μέση ροπή προς
αποταμίευση. Ως τελικό συμπέρασμα λοιπόν έχουμε, ότι το άθροισμα
των μέσων και το άθροισμα των οριακών ροπών για κατανάλωση και
αποταμίευση μίας οικονομίας γραμμικής μορφής είναι πάντοτε ίσο με
την μονάδα.

Γραφικές παραστάσεις Κατανάλωσης και Αποταμίευσης

C S

E0 S= -α+(1-β)∙Υ

C=α+β∙Υ

A Ο

α 450 -α ΥΟ Υ

Α΄
Ο ΥΟ Υ
Σημ.: Η γραμμή των 450 χρησιμοποιείται για να συγκρίνει ίσες
αποστάσεις στους άξονες C και Y . Στο σημείο Εο δηλ. οι αποστάσεις
στους παραπάνω άξονες είναι ίδιες, ισχύει ΟΥ0 = ΟC0.

Το φαινόμενο του παραδόξου της Φειδούς


Ουσιαστικά μας υπενθυμίζει ότι ισχύει ( είναι καλό) να γίνεται για
μεμονωμένες καταστάσεις, δεν πρέπει να επεκτείνεται και στην
ολότητα. Ξεκινάμε από την κλασική προσέγγιση σχετικά με την
χρησιμότητα της αποταμίευσης. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την
προσέγγιση η αποταμίευση είναι αρετή και αναγκαία προϋπόθεση για
την ανάπτυξη μιας οικονομίας. Γι’ αυτό τον λόγο η θεωρία συστήνει και
προτρέπει στα οικονομούντα άτομα να κάνουν αποταμιεύσεις,
προκειμένου αυτά να μπορούν να αντιμετωπίζουν στο μέλλον
δυσμενείς καταστάσεις.

Από την άλλη, έρχεται η Κεινσιανή προσέγγιση για να διαχωρίσει την


συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με την αποταμίευση. Έτσι λοιπόν η
αποταμίευση μπορεί να αποτελεί ευλογία για τα μεμονωμένα άτομα,
πρέπει όμως να αποφεύγεται συλλογικά, γιατί αν όλα τα άτομα
ταυτόχρονα αποταμιεύουν, τότε θα οδηγηθούμε σε αντίθετα
αποτελέσματα, αφού αύξηση της αποταμίευσης συνολικά, θα οδηγήσει
σε μείωση της συνολικής κατανάλωσης, η οποία στη συνέχεια θα
οδηγήσει και στην μείωση της συνολικής ζήτησης. Αυτό θα έχει ως
αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή, οπότε οι επιχειρήσεις θα
αναγκαστούν λόγω μείωσης παραγωγής να οδηγηθούν σε απολύσεις,
οι οποίες πάλι λόγω μειωμένου εισοδήματος θα αναγκαστούν σε
περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Άρα δημιουργείται ένας ατέρμων
κύκλος ύφεσης με αρνητικό αποτέλεσμα σ’ όλα τα μακρομεγέθη.
Γι΄αυτό λοιπόν οι Κεινσιανοί προτρέπουν τους ανθρώπους να
καταναλώνουν όσο μπορούν περισσότερο, γιατί έτσι θα τονωθεί η
συνολική ζήτηση, θα αυξηθεί το εισόδημα, θα έχουμε στην συνέχεια
αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και περαιτέρω αύξηση
του εισοδήματος. Ήδη ανοιχτά οι οπαδοί αυτής της Κεινσιανής
προσέγγισης προτείνουν στους θεσμούς να καθιερώσουν παράλληλα
με την ημέρα της αποταμίευσης και ημέρα για την κατανάλωση και να
υπενθυμίζουν τους ανθρώπους πόσο σημαντική είναι η κατανάλωση
για την οικονομική ανάπτυξη και ανόρθωση μιας οικονομίας.

Ασκήσεις εφαρμογής των συναρτήσεων Κατανάλωσης- Αποταμίευσης

Στον παρακάτω πίνακα δίνεται τόσο η μέση ροπή προς κατανάλωση όσο
και τα αντίστοιχα επίπεδα εισοδήματος μιας οικονομίας γραμμικής
μορφής:

Εισόδημα ( Υ ) 2.000 4.000 5.000 10.000

Μέση ροπή προς κατ. (ΑPC) 0,850 0,825 0,820 0,810

Ζητείται: α) να υπολογιστούν οι συναρτήσεις κατανάλωσης και


αποταμίευσης, β) για ποιο επίπεδο εισοδήματος η αποταμίευση = 0;

Λύση

Επειδή η συνάρτηση κατανάλωσης είναι γραμμική θα είναι της μορφής


C = α + β Υ, όπου α= η αυτόνομη κατανάλωση, β = MPC = ΔC/ΔY. Από τον
ορισμό της μέσης ροπής προς κατανάλωση έχουμε: APC = C/Y → C= (
APC).Y. Μπορούμε λοιπόν να υπολογίσουμε το ύψος της κατανάλωσης
για τα διάφορα επίπεδα εισοδήματος του πίνακα. Έτσι για εισόδημα π.χ.
2.000, η κατανάλωση είναι: C = (0,850) x 2.000 → C = 1.700 κ.ο.κ., οπότε
συμπληρώνουμε τον παρακάτω πίνακα με την κατανάλωση για τα
διάφορα ύψη εισοδήματος, Υ = 4.000, 5.000 και 10.000, και
λαμβάνουμε αντίστοιχα C =3.300, 4.100 και 8.100.

Υ 2.000 4.000 5.000 10.000

APC 0,850 0,825 0,820 0,810

C 1.700 3.300 4.100 0.810

Τώρα μπορούμε να υπολογίσουμε την οριακή ροπή προς κατανάλωση,


η οποία λόγω γραμμικότητας, είναι η ίδια σ’ όλα τα ύψη εισοδήματος,
δηλ. έχουμε: ΜPC =Δ C/ΔY = β = 3.300 – 1.700/ 4.000 – 2.000 = 0,8.

Για τον υπολογισμό της αυτόνομης κατανάλωσης (α) της συνάρτησης


κατανάλωσης C = α + β Υ, χρησιμοποιούμε την APC , ήτοι: APC = C/Y →
APC = α + βΥ/Υ → APC = α/Υ + β και με την αντικατάσταση των γνωστών
έχουμε: 0,850 = α/2.000 + 0,8 → α/2.000 = (0,850 – 0,8) → α = 100. Άρα
η συνάρτηση κατανάλωσης μπορεί να εκτιμηθεί, αφού γνωρίζουμε τις
δύο σταθερές α και β. Αυτή είναι C = 100 + 0,8 Υ και κατά συνέπεια η
αντίστοιχη συνάρτηση της αποταμίευσης S = - 100 + 0,2 Υ.

β) Όταν η αποταμίευση είναι μηδενική, αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα


καταναλώνεται, δηλ. C =Y. Σ’ αυτήν την περίπτωση προκύπτει ότι C =Y =
100 + 0,8 → 0,2 Y = 100 → Y = 500.

Πράγματι όταν Υ = 500, τότε C = 100 + 0,8 ( 500) → C = 100 + 400 → C


= 500, δηλ. όλο το εισόδημα 500 καταναλώνεται αφού ισχύει C =Y.

Άσκηση 2

Σύμφωνα με την συνάρτηση αποταμίευσης, που απεικονίζεται στο


παρακάτω διάγραμμα, να υπολογίσετε το επίπεδο εισοδήματος στο
οποίο η αποταμίευση είναι ίση με το μηδέν και στην συνέχεια τη μέση
S

1
S κλίση=5
300
B

O Υ

Α 2.500 4.000

ροπή προς αποταμίευση και την μέση ροπή προς κατανάλωση, όταν το
εισόδημα είναι Υ = 4.000

Λύση

Η συνάρτηση αποταμίευσης λόγω γραμμικότητας είναι της μορφής S


= - α + ( 1 – β ) Υ, η δε κλίση αυτής είναι: 1/5 = 0,20 = MPS, επειδή ισχύει
MPC + MPS = 1 → MPC = 1 – 0,20 → MPC = 0,80 =β.

Από το διάγραμμα βλέπουμε, ότι όταν το Υ = 2.500, τότε η αποταμίευση


είναι S = 300, οπότε με την αντικατάσταση στην σχέση της S = -α + ( 1 –
β ) Υ → 300 = - α + 0,20 ( 2.500 ) → α = 500- 300 = 200. Η συνάρτηση
κατανάλωσης είναι λοιπόν: S = - 200 + 0,20 Υ και για αποταμίευση S = 0
έχουμε: 0 = - 200 + 0,20 Υ → 0,20 Υ = 200 → Υ = 1.000, που αντιστοιχεί
στο σημείο Α του σχετικού διαγράμματος.

Για Υ = 4.000 η αποταμίευση ανέρχεται σε S = - 200 + 0, 20 ( 4.000) και


S = - 200 + 800 → S = 600, και κατά συνέπεια υπολογίζεται η μέση ροπή
προς αποταμίευση στο εισόδημα Υ = 4.000 δηλ: APS = S/Y → APS =
600/ 4.000 = 0,15 και η αντίστοιχη APC για Υ = 4.000 είναι: APC = 1 –
APS → ΑPC = 1- 0,15 → APC = 0,85.
30 ΜΑΘΗΜΑ
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ
Πρέπει να τονίσουμε αρχικά, ότι προϋπόθεση για να εξετάσουμε την
συνολική ζήτηση, αποτελεί η γραμμικότητα δηλ. η συνάρτηση ζήτησης
αποδίδεται από μια σχέση, όπως αυτή που γνωρίσαμε C = α + β Υ. Στην
συνέχεια να γνωρίζουμε ότι λειτουργούμε με το μοντέλο μιας κλειστής
οικονομίας, χωρίς την ύπαρξη του δημόσιου τομέα. Κάτω απ’ αυτές τις
προϋποθέσεις η συνολική ζήτηση αποτελείται από το ποσό που
σχεδιάζουν να καταναλώσουν τα νοικοκυριά και το ποσό που
σχεδιάζουν να δαπανήσουν για επενδύσεις οι επιχειρήσεις. Άρα με
μορφή σχέσης η συνολική ζήτηση μπορεί στην περίπτωση αυτή να
αποδοθεί ως εξής: AD = C + I δηλ. συνολική ζήτηση είναι ίση με το
άθροισμα της κατανάλωσης και της επένδυσης. Οι επενδύσεις εδώ
προκειμένου να γίνουμε πιο κατανοητοί λαμβάνονται αυτόνομες ( IP),
δηλ. χωρίς να εξαρτώνται από το εισόδημα και αποδίδονται με μια
γραμμή παράλληλη προς τον άξονα του εισοδήματος. Ακολουθεί η
γραφική παράσταση της συνολικής ζήτησης αυτής της μορφής
οικονομίας.

Γραφική παράσταση συνολικής ζήτησης

AD AD=C+IP
C, IP

C=8+0,70Y
IP=22

30

22 IP=22

0 Y
Στο διάγραμμα αυτό αρχικά υπάρχει η συνάρτηση κατανάλωσης
γραμμικής μορφής C = 8 + 0, 70 Y στην συνέχεια προσθέτουμε και τις
αυτόνομες επενδύσεις ύψους Ιp= 22, με αποτέλεσμα να μετακινηθεί η
αρχική συνάρτηση ζήτησης στην παράλληλη θέση C +Ip, που αποτελεί
την συνολική ζήτηση AD = C + Ip.

1oς Τρόπος Ισορροπίας του Εισοδήματος Y = C + Ip

Aρχικά πριν καταλήξουμε στην σχέση, που απεικονίζει τον πρώτο τρόπο
ισορροπίας μιας κλειστής οικονομίας, χωρίς την ύπαρξη δημόσιου
τομέα, θα εξηγήσουμε με ένα αριθμητικό παράδειγμα, ότι για μια
οικονομία με δεδομένη την γραμμικότητα της κατανάλωσης C = α +
β Υ και δεδομένο το ύψος των αυτόνομων επενδύσεων Ι p υπάρχει ένα
ύψος εισοδήματος, που εξισώνει τις παραπάνω παραμέτρους.

Συνολική Ζήτηση και Προσφορά του Προϊόντος

( 1) ( 2) ( 3) ( 4) (5) (6) (7)


Y Ip C =8 AD= Y – AD Μη προγρ. Προιόν
+0,7Y C+Ip Αποθέματα
30 22 29 51 -21 Μείωση Αύξηση
80 22 64 86 -6 Μείωση Αύξηση
100 22 78 100 0 Μηδέν Σταθερό
120 22 92 114 +6 Αύξηση Πτώση

Για να προκύψει αυτός ο πίνακας δοκιμάσαμε διαφορετικά επίπεδα


εισοδήματος από την στήλη ( 1 ) Υ = 30, 80 κλπ, στην σχέση στήλης
(3) της κατανάλωσης και προέκυψαν τα αποτελέσματα C = 29, 64 κλπ.
Στην συνέχεια προσθέσαμε τις στήλες (3) και (2), οπότε προέκυψε η
στήλη (4). Για την στήλη (5), αφαιρέσαμε την (4) από την (1). Με βάση
λοιπόν την (5) στήλη προήλθαν οι εξελίξεις των στηλών (6) και (7) του
πίνακα και καταλήξαμε στο μοναδικό εισόδημα ισορροπίας της
οικονομίας που είναι Υ = 100.

Όπως προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω, όταν το εισόδημα είναι


μικρότερο του 100, οι επιχειρήσεις έχουν κίνητρο ν’ αυξήσουν την
παραγωγή τους. Όταν απεναντίας το εισόδημα είναι μεγαλύτερο του
εισοδήματος ισορροπίας 100 τότε οι επιχειρήσεις δημιουργούν
αποθέματα και έχουν κίνητρο να μειώσουν την παραγωγή τους. Μόνο
το Υ = 100 καταφέρνει να εξισώσει τις σχέσεις ζήτησης και προσφοράς
όπως φαίνεται στην σχέση AD = C + Ip, αφού αυτό το μέγεθος διατηρεί
το προϊόν σταθερό.

Γραφική παράσταση 10 τρόπου ισορροπίας εισοδήματος

O
IP, C, AD 45

AD

100
E

40

30

O 40 100 y

Έστω η συνάρτηση κατανάλωσης C = 8 + 0,70 Υ και οι αυτόνομες


επενδύσεις ΙP = 22, οπότε η ζήτηση του προϊόντος είναι το άθροισμα
C + IP και παρίσταται στο σχήμα από την AD. H προσφορά δηλ. το
εισόδημα (Υ) αποδίδεται από την γραμμή των 450. Όταν λοιπόν το
εισόδημα (προσφορά) είναι Υ = 40, η κατανάλωση ισούται με C = 8+
0,7(40) = 8 + 28 → C = 36 και η συνολική ζήτηση AD = C + IP → AD = 36
+ 22 = 58. Άρα η συνολική ζήτηση AD = 58 ξεπερνά την προσφορά που
είναι Υ = 40, οπότε υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση και η σχεδιαζόμενη
δαπάνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σ’ αυτό το επίπεδο προϊόντος.
Για Υ = 100 η κατανάλωση είναι C = 8 + 0,7 (100) → C = 8 + 70 = 78 και η
ζήτηση AD = C + Ip → AD = 78 + 22 = 100, ακριβώς όσο και η προσφορά,
οπότε υπάρχει επίπεδο ισορροπίας.

1η Άσκηση εφαρμογής ισορροπίας εισοδήματος

Σε μια κλειστή οικονομία χωρίς δημόσιο τομέα, το εισόδημα βρίσκεται


σε ισορροπία και η μέση ροπή προς κατανάλωση έστω ότι ανέρχεται σε
0,75 το δε επίπεδο των επενδύσεων είναι Ιp = 60. Ζητείται να
υπολογιστεί το επίπεδο ισορροπίας της οικονομίας και το ύψος της
κατανάλωσης, που αντιστοιχεί στο εισόδημα αυτό.

ΛΥΣΗ

Από την σχέση της μέσης ροπής προς κατανάλωση APC = C/Y αν
λύσουμε ως προς την κατανάλωση έχουμε C = (APC) Y → C = 0,75 Y.
Στην συνέχεια αντικαθιστούμε στην σχέση ισορροπίας εισοδήματος και
έχουμε: Y =C + Ip → Y = 0,75y + 60 → 0,25Y = 60 → Y = 240. Όταν λοιπόν
το εισόδημα ισορροπίας είναι 240, η κατανάλωση ισούται με C = O,75Y
→ C = (O,75) Y → C = 180.

2η Άσκηση εφαρμογής ισορροπίας εισοδήματος

Σε μια οικονομία χωρίς δημόσιο τομέα δίνεται ο παρακάτω πίνακας,


που αναφέρεται στην σχεδιαζόμενη επένδυση για διάφορα επίπεδα
διαθέσιμου εισοδήματος:

Υd 180 190 200 210 220 230 240 250 260


Ι 26 29 32 35 38 41 44 47 50

Όταν το Yd = 200, οι δαπάνες κατανάλωσης ανέρχονται σε C = 170. H


MPC = 3/5 και σταθερή για όλα τα επίπεδα του διαθέσιμου
εισοδήματος. Ζητείται: α) το ύψος της σχεδιαζόμενης κατανάλωσης στα
διάφορα επίπεδα διαθέσιμου εισοδήματος β) το ύψος ισορροπίας του
διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος.

ΛΥΣΗ

α) Από τα δεδομένα της άσκησης είναι φανερό ότι πρόκειται για μια
οικονομία, της οποίας η συνάρτηση κατανάλωσης είναι γραμμικής
μορφής, αφού η MPC = 3/5 σταθερή για όλα τα επίπεδα εισοδήματος.
Δηλ. έχουμε την συνάρτηση κατανάλωσης C = α + β Υ. Με
αντικατάσταση στην σχέση αυτή των δεδομένων β = 3/5, Υ = 200 και
C = 170 λαμβάνουμε: 170 = α + 3/5 (200) → 170 = α + 120 → α = 50. Η
αυτόνομη κατανάλωση είναι 50, οπότε έχουμε την ακριβή μορφή της
συνάρτησης κατανάλωσης πλήρως εκτιμούμενη:

C = 50 + 3/5 Y και με διαδοχικές αντικαταστάσεις στην συνάρτηση αυτή


του ύψους διαφορετικών τιμών εισοδήματος έχουμε τα αντίστοιχα ύψη
της κατανάλωσης, όπως στον παρακάτω συμπληρωμένο πίνακα:

Υd 180 190 200 210 220 230 240 250 260

Ι 26 29 32 35 38 41 44 47 50

C 158 164 170 176 182 188 194 200 206

β) Το διαθέσιμο εθνικό εισόδημα ισορροπεί στην τιμή 220, διότι σε


αυτό το ύψος του εισοδήματος ισχύει η συνθήκη ισορροπίας: Y =C + I →
220 = 182 + 38 → 220 = 220.

You might also like