Professional Documents
Culture Documents
Galamatis
Galamatis
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΓΑΛΑΜΑΤΗΣ
ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ, MSc
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
«Η έγκριση της διδακτορικής διατριβής υπό του Τμήματος Κτηνιατρικής, της Σχολής Επιστημών
Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεν υποδηλοί αποδοχήν των γνωμών του
συγγραφέως» (Νόμος 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)
2
ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Πασχάλης Φορτομάρης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Επιβλέπων
Γεώργιος Αρσένος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Μέλος
Ευανθία Πετρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Μέλος
3
4
Στον πατέρα μου Γιάννη και
τη μητέρα μου Μαρία,
για την παντοτινή τους αγάπη
5
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
9
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ................................................................................ 75
I. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΤΡΟΦΗΣ- ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ .................. 76
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 76
α) Ορνιθώνας .............................................................................................. 76
β) Υπαίθριος χώρος .................................................................................... 78
γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος .................................. 79
δ) Μέτρα βιοασφάλειας ............................................................................... 80
ε) Ζωικό υλικό- ομάδες του πειραματισμού ................................................ 81
στ) Διατροφή ............................................................................................... 82
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 87
α) Ορνιθώνας .............................................................................................. 87
β) Υπαίθριος χώρος .................................................................................... 87
γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος .................................. 87
δ) Μέτρα βιοασφάλειας ............................................................................... 87
ε) Ζωικό υλικό- ομάδες του πειραματισμού ................................................. 88
στ) Διατροφή ............................................................................................... 89
II. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ........................................................................................... 90
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 90
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 90
1. Προσδιορισμός σωματικού βάρους ........................................................ 90
2. Κατανάλωση τροφής ............................................................................... 90
3. Προσδιορισμός αυγοπαραγωγής ........................................................... 91
4. Προσδιορισμός Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής (Δ.Μ.Τ.) ..................... 91
5. Προσδιορισμός Θνησιμότητας ................................................................. 92
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 92
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 92
i. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella spp.
σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής ........................... 93
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp.
σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής ....................... 94
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 98
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 98
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του ................ 100
10
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 100
i. Προσδιορισμός ειδικού βάρους αυγού ...................................................... 100
ii. Προσδιορισμός βάρους κελύφους αυγού ................................................ 101
iii. Προσδιορισμός πάχους κελύφους αυγού ................................................ 101
iv. Προσδιορισμός δείκτη σχήματος αυγού .................................................. 101
v. Προσδιορισμός χρωματισμού κελύφους αυγού ....................................... 102
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 102
i. Προσδιορισμός χρωματισμού λεκίθου αυγού ........................................... 102
ii. Υπολογισμός δείκτη Haugh ..................................................................... 103
iii. Προσδιορισμός pH λευκώματος και λεκίθου αυγού ................................. 103
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης .................................................................. 103
5. Προσδιορισμός λιπαρών οξέων στη λέκιθο του αυγού ............................ 105
6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 106
i. Αρίθμηση των Εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος του αυγού ................. 107
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση της Salmonella spp. στο αυγό............ 110
iii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. στο αυγό……… 112
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 112
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 112
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 112
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 112
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του ................ 112
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 112
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 112
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 113
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 113
III. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ........................................................................ 114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ............................................................................................ 115
I. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ................................................................................... 115
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 118
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 118
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 122
11
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 122
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 122
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 124
1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του ........................................... 124
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 126
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 127
4. Περιεκτικότητα του αυγού σε λίπος και προφίλ των λιπαρών οξέων........ 129
5. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 133
6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 134
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 136
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 136
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 139
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 139
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 139
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 141
1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του ........................................... 141
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 142
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 144
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 145
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 147
ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ............................................................................................. 149
IΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ........................................................... 165
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ................................................................................................. 167
SUMMARY ................................................................................................. 169
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................... 171
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ......................................................................................... 209
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ......................................................................................... 217
12
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Γενικά
Ι. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Α) Ιστορική αναδρομή
Β) Θεσμικό πλαίσιο
19
Πίνακας 1. Κανονισμοί της Ε.Ε. για τη βιολογική παραγωγή (1991-2014)
Έτος
Έτος εφαρμογής
Έτος Κανονισμός Τίτλος εφαρμογής
(Ελλάδα)
(Ε.Ε.)
«Περί του βιολογικού τρόπου
παραγωγής γεωργικών προϊόντων και
1991 (ΕΟΚ)2092 1992 1993
των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Για συμπλήρωση, για τα
κτηνοτροφικά προϊόντα, του
Κανονισμού(ΕΟΚ)2092/91 περί του
1999 (ΕΚ)1804 βιολογικού τρόπου παραγωγής 1999 1999
γεωργικών προϊόντων και των
σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Σχετικά με την τροποποίηση του
παραρτήματος Ι του Κανονισμού
(ΕΟΚ)2092/91 του Συμβουλίου περί
2005 (ΕΚ)1294 του βιολογικού τρόπου παραγωγής 2005 2005
γεωργικών προϊόντων και των
σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Για τη βιολογική παραγωγή και την
επισήμανση των βιολογικών
2007 (ΕΚ)834 2009 2010
προϊόντων και την κατάργηση του
κανονισμού(ΕΟΚ)2092/91»
«Σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών
κανόνων εφαρμογής του
Κανονισμού(ΕΚ)αριθ. 834/2007 του
Συμβουλίου για τη βιολογική
2008 (ΕΚ)889 παραγωγή και την επισήμανση των 2009 2010
βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον
βιολογικό τρόπο παραγωγής, την
επισήμανση και τον έλεγχο των
προϊόντων»
«Για την τροποποίηση και διόρθωση
του Κανονισμού(ΕΚ) 889/2008 σχετικά
με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων
εφαρμογής του
Κανονισμού(ΕΚ)834/2007 του
2012 (ΕΕ)505 Συμβουλίου για τη βιολογική 2012 2012
παραγωγή και την επισήμανση των
βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον
βιολογικό τρόπο παραγωγής, την
επισήμανση και τον έλεγχο των
προϊόντων»
«Για τη βιολογική παραγωγή και την
επισήμανση των βιολογικών
προϊόντων, την τροποποίηση του
Πρόταση Κανονισμού(ΕΕ)XXX/XXX του
2014 κανονισμού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
(COM, 180) του Συμβουλίου(Κανονισμός για τους
επίσημους ελέγχους) και την
κατάργηση του Κανονισμού(ΕΚ)
834/2007 του Συμβουλίου»
20
Οι παραπάνω Κανονισμοί αποτέλεσαν- και αποτελούν- το «θεσμικό κέλυφος» για
τη βιολογική παραγωγή, τη μοναδική αγροτική παραγωγή που διέπεται από
τόσους και τόσο αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι μετά τη θέσπισή τους
εφαρμόστηκαν και στην Ελλάδα, με την έκδοση κατά περιόδους εφαρμοστικών
Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.) ή Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (Κ.Υ.Α.).
Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1993, με την εφαρμογή του
Καν.ΕΟΚ2092/91 (αντίστοιχα για τη βιολογική κτηνοτροφία, με την έναρξη ισχύος
του Καν.ΕΟΚ1804/99), οπότε τα προϊόντα βιολογικής παραγωγής πρέπει να
φέρουν συγκεκριμένες ενδείξεις στη συσκευασία, τη διαφήμιση ή τα εμπορικά
έγγραφα, σχετικά με το βιολογικό τρόπο παραγωγής τους. Στην ετικέτα της
συσκευασίας των βιολογικών προϊόντων θα πρέπει να αναγράφεται η επωνυμία
της επιχείρησης που παράγει, συσκευάζει ή εμπορεύεται το προϊόν και ένας
συγκεκριμένος κωδικός αναγνώρισης. Επίσης, είναι απαραίτητη η αναφορά στο
όνομα (Λογότυπο) του Οργανισμού Πιστοποίησης- ο οποίος θα πρέπει να είναι
αναγνωρισμένος από το Υπουργείο Γεωργίας- και φυσικά η ένδειξη «βιολογικό».
Τα προϊόντα αυτά, θα πρέπει να πωλούνται σε σφραγισμένες συσκευασίες, απ’
ευθείας από τον παραγωγό ή τον παρασκευαστή στον τελικό καταναλωτή ή να
διατίθενται στο εμπόριο ως προ-συσκευασμένο τρόφιμο. Το ελληνικό θεσμικό
πλαίσιο για τη βιολογική παραγωγή δίνεται συνοπτικά στον πίνακα 2, που
ακολουθεί.
21
Πίνακας 2. Ελληνικό θεσμικό πλαίσιο για τη βιολογική παραγωγή (1991- 2014)
22
εποπτεύουσα αρχή εκπροσωπείται από τη Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας του
Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και
εποπτεύει τους Οργανισμούς Ελέγχου και Πιστοποίησης (Ο.Ε. & Π.), αλλά και την
εφαρμογή του Συστήματος Ελέγχου και Πιστοποίησης συνολικά (Οργανισμοί,
παραγωγοί, εταιρείες, κλπ). Η επιβλέπουσα αρχή εκπροσωπείται από τον ΕΛΓΟ
«Δήμητρα», ο οποίος επιβλέπει τους Οργανισμούς Ελέγχου και Πιστοποίησης,
όσον αφορά στη λειτουργία τους, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της
δουλειάς τους.
Γ) Στατιστικά στοιχεία
Έτος
Ζωικό είδος
2003 2007 2012
Βοοειδή 13.834 25.102 66.846
Πρόβατα 95.824 408.576 593.609
Αίγες 174.657 388.508 349.789
Χοίροι 3.628 175.004 6.292
Πουλερικά (συνολικά) 70.004 159.323 330.2091
Κρεοπαραγωγά ορνίθια 36.830 74.310 196.1531
Αυγοπαραγωγές όρνιθες 28.165 82.088 133.6771
Μέλισσες (αριθ. κυψελών) 4.789 9.557 14.8651
ΣΥΝΟΛΟ 427.731 1.322.468 1.691.440
Τα στοιχεία αφορούν στο έτος 2011
1
24
II. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΥΓΩΝ ΣΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ
25
Σχήμα 1. Οι έξι μεγαλύτερες αυγοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε. των 27 το 2012, σε σχέση
με το ποσοστό (%) που λαμβάνουν επί της συνολικής παραγωγής (Πηγή: European
Commission, 2013)
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των αυγοπαραγωγών ορνίθων, για το έτος 2012
υπολογίζεται ότι περισσότερες από 4,9 δισεκατομμύρια όρνιθες εκτρέφονται στον
κόσμο. Περίπου 800- 1.000 εκατομμύρια εκτρέφονται στην Κίνα, 276 εκατομμύρια
εκτρέφονται στις Η.Π.Α., 133 εκατομμύρια εκτρέφονται στην Ινδία και περίπου 115
εκατομμύρια εκτρέφονται στο Μεξικό (FAO, 2014), ενώ πάνω από 340
εκατομμύρια εκτρέφονται στην Ε.Ε. των 27 (CIWF, 2013).
Τα σύγχρονα συμβατικά συστήματα εκτροφής, βελτίωσαν την υγεία των πτηνών,
αύξησαν την παραγωγικότητά τους και παράλληλα μείωσαν το κόστος παραγωγής
(Savory, 2004). Ειδικότερα στις αυγοπαραγωγές όρνιθες όμως, ο σταβλισμός τους
σε κλωβοστοιχίες, οδήγησε σε υποβάθμιση της ευζωίας τους (συνωστισμός,
εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς, αδυναμία έκφρασης φυσιολογικών
συμπεριφορών), απασχολώντας τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και την
κοινή γνώμη (Mollenhorst et al., 2005˙ LayWel, 2006). Οι ισχυρές πιέσεις που
ασκήθηκαν, οδήγησαν στην κατάργηση των συμβατικών κλωβοστοιχιών και την
οριστική αντικατάστασή τους, με τις νέες εμπλουτισμένες κλωβοστοιχίες, μέχρι το
έτος 2012 (Οδηγία1999/74/ ΕΚ).
Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 2014, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την
Ελλάδα, για την εκτροφή «αυγοπαραγωγών ορνίθων» σε «μη διευθετημένα»
κλουβιά, καθώς τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να μεριμνούν, ώστε οι
26
ιδιοκτήτες πτηνοτροφείων να εφαρμόζουν τα συστήματα εκτροφής που προβλέπει
η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (Ναυτεμπορική, 2014).
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μέθοδοι εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, που εφαρμόζονται και στην Ελλάδα (ΥΠ.Α.Α.Τ., 2013),
είναι:
1. Εμπλουτισμένοι κλωβοί (αυγά κλωβοστοιχίας)
2. Εναλλακτικά συστήματα εκτροφής:
Δάπεδο με στρωμνή (αυγά στρωμνής ή αυγά αχυρώνα)
Ελεύθερης βοσκής (αυγά ελεύθερης βοσκής)
3. Βιολογικής παραγωγής (βιολογικά αυγά)
Στον πίνακα 4 καταγράφονται οι ελάχιστες απαιτήσεις στα εναλλακτικά (αχυρώνα,
ελεύθερης βοσκής) και στα βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών
ορνίθων.
Πίνακας 4. Ελάχιστες απαιτήσεις στα εναλλακτικά (αχυρώνα, ελεύθερης βοσκής) και στα
βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (Rodenburg et al., 2012)
Ελεύθερη
επιφάνεια ανά
όρνιθα στο χώρο - 4 4
άσκησης (m2)
Δραστηριότητα
στον υπαίθριο
χώρο (ώρες/ 8 8
ημέρα)
Μέγεθος
Χωρίς όριο Χωρίς όριο Μέχρι 3000 όρνιθες
σμήνους
Απορράμφωση Ναι Ναι Όχι
27
Σε κάθε περίπτωση, οι προδιαγραφές της βιολογικής πτηνοτροφίας είναι
αυστηρότερες σε σχέση με αυτές των υπολοίπων συστημάτων αυγοπαραγωγού
πτηνοτροφίας, ενώ σύμφωνα με τους Leenstra et al. (2014), τα συστήματα
βιολογικής πτηνοτροφίας έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σχέση με τα
συστήματα «αχυρώνα» και «ελεύθερης βοσκής».
Η βιολογική πτηνοτροφία στην Ε.Ε., από το 2007 έως το 2012, αυξήθηκε κατά
62%, δείχνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των διαφόρων ειδών ζωικής
παραγωγής (μόνο το 2012 αναφέρονται περίπου 32,5 εκατομμύρια βιολογικά
εκτρεφόμενων πουλερικών), με την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι οι
σημαντικότερες χώρες, σε σχέση με την ανάπτυξη της βιολογικής πτηνοτροφίας.
Ο αριθμός των αυγοπαραγωγών ορνίθων και το ποσοστό, ανάλογα με το σύστημα
εκτροφής τους (ελεύθερη βοσκή, αχυρώνα, βιολογική και κλωβοστοιχίες) στην
Ε.Ε. των 27 παρουσιάζονται στον πίνακα 5 (31/12/2011). Στον εν λόγω πίνακα
παρατηρείται σημαντική αύξηση των εκτροφών χωρίς κλωβοστοιχίες, λίγα μόλις
χρόνια μετά την εφαρμογή της σχετικής οδηγίας της Ε.Ε.. Σύμφωνα με τα στοιχεία
του πίνακα 5, από τις 340 περίπου εκατομμύρια αυγοπαραγωγές όρνιθες, το
39,4% εκτρέφονται σε συστήματα εκτροφής χωρίς κλωβοστοιχίες (ελεύθερη
βοσκή, αχυρώνας, βιολογική), εκ των οποίων μόνο το 3,3% (11,6 εκατομμύρια
όρνιθες περίπου) εκτρέφεται με τη βιολογική μέθοδο, ενώ το μεγάλο μερίδιο αυτών
των συστημάτων κατέχει το σύστημα του «αχυρώνα», με 24,5% και ακολουθεί
εκείνο της ελεύθερης βοσκής με 11,6% (Πηγή: Compassion in World Farming-
CIWF, 2013). Νεότερα στοιχεία για την Ε.Ε. των 27 (H.S.I., 2014) επιβεβαιώνουν
την αύξηση όλων των συστημάτων χωρίς κλωβοστοιχίες και το έτος 2013, καθώς
η βιολογική εκτροφή αφορά το 3,8%, το σύστημα του «αχυρώνα» το 26,5% και το
σύστημα της ελεύθερης βοσκής το 12,2%.
28
Πίνακας 5. Αριθμός των αυγοπαραγωγών ορνίθων και ποσοστό ανάλογα με το σύστημα εκτροφής τους (ελεύθερη βοσκή, αχυρώνα, βιολογική
και κλωβοστοιχίες) στην Ε.Ε.27 στις 31/12/2011
29
Το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που εκτρέφεται υπό συνθήκες
βιολογικής εκτροφής εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις και μπορεί να κυμαίνεται,
από 0% σε χώρες όπως είναι η Βουλγαρία ή η Μάλτα, έως 16,2% που κατέχει η
Δανία. Εκτός της Δανίας, υψηλά ποσοστά αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονται με το βιολογικό σύστημα, παρουσιάζει η Σουηδία με ποσοστό 11,5%,
η Αυστρία με ποσοστό 9,3% και η Γερμανία με ποσοστό 7,2%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που εκτρέφονται με το
βιολογικό σύστημα είναι 2,4%, τετραπλάσιο από το αντίστοιχο της ελεύθερης
βοσκής και παραπλήσιο με το σύστημα του αχυρώνα, ενώ οι όρνιθες που
εκτρέφονται σε κλωβοστοιχίες παραμένουν σε υψηλότατα ποσοστά (94%), όπως
συμβαίνει σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία,
Ιταλία). Έτσι, ενώ οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι οι μεγάλοι παραγωγοί και
εξαγωγείς των υπόλοιπων βιολογικών προϊόντων διατροφής και οι περισσότερες
από τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων τους πραγματοποιούνται σε χώρες της
Βόρειας Ευρώπης (Willer and Lernoud, 2014), στα βιολογικά αυγά δεν ισχύει
αυτός ο κανόνας, καθώς η μεγαλύτερη παραγωγή τους πραγματοποιείται σε
χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Από τα στοιχεία του Πίνακα 5 προκύπτει μεγάλη διαφοροποίηση στα συστήματα
εκτροφής των έξι χωρών με την υψηλότερη αυγοπαραγωγή στην Ε.Ε.. Ενώ από
τη μια μεριά στην Ολλανδία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο οι
αυγοπαραγωγές όρνιθες εκτρέφονται σε συστήματα εκτροφής χωρίς
κλωβοστοιχίες, σε ποσοστό 90%, 83,2% και 57,1% αντίστοιχα, από την άλλη
μεριά στην Ισπανία, που είναι η πρώτη αυγοπαραγωγός χώρα στην Ε.Ε. των 27,
οι αυγοπαραγωγές όρνιθες εκτρέφονται σε ποσοστό 97,4% σε κλωβοστοιχίες.
Στην Ιταλία και τη Γαλλία παρατηρείται μία μέση κατάσταση, με τα συστήματα
εκτροφής χωρίς κλωβοστοιχίες, να αφορούν το 28,8% και το 22,3% αντίστοιχα
(Σχήμα 2).
30
Σχήμα 2. Τα ποσοστά (%) των συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, στις έξι
μεγαλύτερες αυγοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε. 27 στις 31/12/2011 (Πηγή: CIWF, 2013)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς είναι από τις χώρες όπου η
στροφή των καταναλωτών σε φιλικά προς τα ζώα προϊόντα, έστρεψε την
πτηνοτροφία περισσότερο προς το εναλλακτικό σύστημα της ελεύθερης βοσκής,
παρά στο βιολογικό. Έτσι, ενώ το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονταν σε συνθήκες ελεύθερης βοσκής ήταν 27,2% για το 2006 και αυξήθηκε
στο 50,0% το 2012, το αντίστοιχο ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονταν με το βιολογικό σύστημα, από 5,0% το 2006 μειώθηκε στο 2,6% το
2012 (CIWF, 2013).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, ότι υπάρχει μια τεράστια δυσκολία
εύρεσης αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων για τη βιολογική παραγωγή, καθώς οι
βάσεις αναζήτησης είναι πολλές (Eurostat, FAO, FiBL-IFOAM, ΥΠ.Π.Α.Π.Ε.,
ΕΛ.ΣΤΑΤ, Οργανισμοί Πιστοποίησης και Ελέγχου, κλπ.), ενώ τα στοιχεία που
αυτές αναφέρουν, σε πολλές περιπτώσεις δεν συμπίπτουν.
Η Ε.Ε. και τα κράτη μέλη θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα.
Άλλωστε, τα στατιστικά δεδομένα, ειδικά στον πρωτογενή τομέα, αποτελούν
βασικό προαπαιτούμενο ενός αξιόπιστου ερευνητικού έργου. Αν σε αυτό
προσθέσουμε και το γεγονός ότι αποτελούν και ένα εκ των βασικότερων κριτηρίων
και παραγόντων που λαμβάνουν υπόψη οι πολιτικές οικονομικών ενισχύσεων, η
31
ανάγκη αυτή καθίσταται ακόμη σαφέστερη. Η Ε.Ε. ήδη με τον
Κανονισμό(ΕΚ)223/2009 που αφορά στις ευρωπαϊκές στατιστικές συνολικά και όχι
μόνο στη βιολογική παραγωγή επιχειρεί να ενισχύσει τη συνεργασία και το
συντονισμό, μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών της, που συμβάλλουν
στην ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών.
Πρέπει να τονιστεί ότι από τις πιο «φτωχές» και «δυσπρόσιτες» βάσεις
στατιστικών στοιχείων για τα αγροτικά προϊόντα, είναι οι βάσεις του Υπουργείου
Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Για παράδειγμα,
για τα έτη 2012 και 2013, δεν αναφέρονταν αριθμοί βιολογικά εκτρεφόμενων
πτηνών, στους πίνακες στατιστικών βιολογικών προϊόντων φυτικής και ζωικής
παραγωγής. Αυτό τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι μόλις στις 19/12/2014, με
την απόφαση 2289/161795 (ΑΔΑ:Β5Ψ6Β-6ΑΜ) του αρμόδιου Υπουργού, το τότε
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προχώρησε στην ίδρυση και
λειτουργία Ηλεκτρονικής Βάσης Δεδομένων (ΗΒΔ), στην οποία θα εγγράφονται
όλες οι επιχειρήσεις και οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στα βιολογικά
προϊόντα.
32
Ειδικά για τα βιολογικά προϊόντα, η τάση αυτή στην Ε.Ε. αποτυπώνεται και στην
αύξηση της αγοράς τους, από 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2004, σε 20,9 δις
ευρώ το 2012, με τη Γερμανία να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο (6,6 δις ευρώ)
μεταξύ των κρατών μελών (Willer and Schaack, 2015), ενώ η ετήσια κατανάλωση
σε ευρώ, ανά άτομο, για την αγορά αποκλειστικά βιολογικών προϊόντων, την ίδια
χρονιά, ήταν 127 ευρώ/ άτομο, 86 ευρώ/ άτομο, 95 ευρώ/ άτομο και 159 ευρώ/
άτομο για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Δανία, αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι τη μεγαλύτερη ετήσια κατανάλωση ανά άτομο σε ευρώ, για την
αγορά αποκλειστικά βιολογικών προϊόντων, στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει η
Ελβετία, με 189 ευρώ/ άτομο, ενώ η Ελλάδα έχει μόλις 5,3 ευρώ/ άτομο (FiBL-
IFOAM, 2014).
Η τάση αυτή της αγοράς εμφανίζεται και στη Βόρεια Αμερική, η οποία, με 24,1 δις
ευρώ το 2012, αποτελεί την πρώτη αγορά βιολογικών προϊόντων στον κόσμο και
μαζί με την Ευρώπη, κατέχουν το 90% της παγκόσμιας αγοράς βιολογικών
προϊόντων (FiBL- IFOAM, 2014).
Σύμφωνα με τους Crandall et al. (2009), στοιχεία από την παγκόσμια αγορά
τροφίμων δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες για τα βιολογικά
πτηνοτροφικά προϊόντα.
Όπως αναφέρουν σε μελέτη τους οι Willer and Schaack (2015), κατά τη σύγκριση
των μεριδίων που κατέχουν διάφορα βιολογικά προϊόντα εντός της συνολικής
αγοράς των βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη, ένα από τα “success story” σε
πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι τα βιολογικά αυγά, καθώς φτάνουν να κατέχουν
υψηλά μερίδια αγοράς, τα οποία στην Ελβετία για το 2013 ήταν 21,6%, ενώ για
χώρες εντός της Ε.Ε. που υπάρχουν διαθέσιμα προϊόντα, τα ποσοστά
παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα 6.
33
Πίνακας 6. Ποσοστό μεριδίου των βιολογικών αυγών στη συνολική αγορά βιολογικών
προϊόντων για επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε το 2013 (Πηγή: FiBL & IFOAM, 2015)
35
Σε ειδική έκδοση των McDonagh and Prothero (2005), σημειώνεται ότι η μελέτη
της διατροφής κατά τον 21ο αιώνα «είναι γεμάτη με παράδοξα, σύγχυση και
διλήμματα».
Σε εργασία της η Andersen (2008), υποστηρίζει ότι τα βιολογικά αυγά, εκτός από
τις διαφορές στους κανόνες για την παραγωγή τους, έχουν το πλεονέκτημα των
κανόνων σήμανσης των βιολογικών προϊόντων, με ένα γνωστό σήμα που
χρησιμοποιείται σε πολλά διαφορετικά προϊόντα διατροφής («βιολογικό»), που
προσδιορίζει τα βιολογικά παραγόμενα αγαθά. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές,
έχοντας μια γενικευμένη εικόνα των προϊόντων που φέρουν το σήμα των
βιολογικών, δεν χρειάζεται να σπαταλούν χρόνο και ενέργεια αναζητώντας νέες
ετικέτες, όπως «αυγά αχυρώνα» ή «αυγά ελεύθερης βοσκής».
36
Μερικοί καταναλωτές, κατά την επιλογή τους στην αγορά τροφίμων ζωικής
προέλευσης, επηρεάζονται από τον τρόπο με τον οποίο εκτρέφονται τα ζώα, αλλά
ακόμη περισσότεροι, επηρεάζονται στις αγοραστικές συνήθειες τους, από ό,τι
αντιλαμβάνονται ως απειλές για την υγεία τους ή την υγεία των παιδιών τους
(Rozin et al., 1999).
Πίνακας 7. Αριθμός δημοσιευμένων εργασιών, σχετικά με την υγεία των ζώων στις
βιολογικές εκτροφές, την εικοσαετία 1991- 2011
Αριθμός εργασιών
ΕΙΔΟΣ ΖΩΟΥ
Γενικά άρθρα 40
Βοοειδή 156
Χοίροι 117
Πτηνά 76
Μικρά μηρυκαστικά 21
Άλλο είδος 7
Σύνολο 417
Πηγή: Simoneit et al. (2012)
38
Πίνακας 8. Χώρα προέλευσης δημοσιευμένων εργασιών, σχετικά με την υγεία των ζώων
στις βιολογικές εκτροφές, την εικοσαετία 1991- 2011
Δημοσιευμένες
ΧΩΡΑ Ποσοστό %
εργασίες
Γερμανία 192 46 %
Δανία 43 10 %
Ολλανδία 32 8%
Ελβετία 28 7%
Ηνωμένο Βασίλειο 22 5%
Σουηδία 20 5%
Αυστρία 17 4%
Περισσότερες από μία
33 8%
χώρες
Άλλη χώρα 30 7%
Σύνολο 417 100 %
Πηγή: Simoneit et al. (2012)
39
Οι περιορισμοί στις βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων (στη διατροφή,
το σταβλισμό, την πρόσβαση και άσκηση σε υπαίθριο χώρο, την πρόληψη και
αντιμετώπιση των ασθενειών), όπως περιγράφονται στον Καν.ΕΚ834/2007 της
Ε.Ε., μπορεί τελικά να οδηγήσουν σε ένα προϊόν (τα αυγά), που λαμβάνεται από
ζώα που διαβιούν σε συνθήκες υψηλότερης ευζωίας και με λιγότερα υπολείμματα
(φυτοφάρμακα, κτηνιατρικά φάρμακα, κλπ.), σε σύγκριση με τα συμβατικά
συστήματα εκτροφής. Η καλύτερη κατάσταση της υγείας τους όμως, σε σχέση με
αυτή των συμβατικών εκτροφών, δεν έχει αποδειχθεί (Kijlstra and Eijck, 2006). Ο
κίνδυνος της ευζωίας στα βιολογικά συστήματα εκτροφής, σχετίζεται με την υγεία
των ζώων και παραμένει πρωταρχικός (Sutherland et al., 2013).
Έρευνες έχουν δείξει ότι η βιολογική εκτροφή των αυγοπαραγωγών ορνίθων,
μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους σε θέματα υγείας και επομένως παραγωγικότητας
των πτηνών και, επιπρόσθετα, αναδεικνύει θέματα ασφάλειας των παραγόμενων
αυγών.
Η θνησιμότητα και η αυγοπαραγωγή ανά όρνιθα συσχετίζονται αρνητικά, δηλαδή,
η μείωση της θνησιμότητας, αυξάνει την αυγοπαραγωγή ανά όρνιθα, χωρίς
καθαυτή αύξηση της παραγωγής αυγών ανά όρνιθα (Leenstra et al., 2014).
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, από διάφορα μέρη του κόσμου, η θνησιμότητα
αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν τα ανοικτά
συστήματα εκτροφής, όπου εφαρμόζεται ελεύθερη βόσκηση (Πίνακας 9). Ειδικά
στα βιολογικά συστήματα, τείνει να είναι υψηλότερη από τα μη βιολογικά (Leenstra
et al., 2014), ενώ τα ποσοστά της ποικίλλουν, ακόμα και μεταξύ των βιολογικών
εκτροφών.
Στον πίνακα 9 δίνονται συγκεντρωτικά στοιχεία εργασιών, που αφορούν τα
ποσοστά θνησιμότητας, σε συστήματα εκτροφής όπου εφαρμόζεται η ελεύθερη
βόσκηση (βιολογικής, ελεύθερης βοσκής).
40
Πίνακας 9. Ποσοστά θνησιμότητας αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικής εκτροφής- ελεύθερης βοσκής)
Bestman and
Berg, Hegelund et al., Sparks et al., Brunberg et al., Ruhnke et al,
Ερευνητής Wagenaar,
2001 2006 2008 2014 2015
2014
Χώρα Σουηδία Δανία Ηνωμένο Βασίλειο Ολλανδία Νορβηγία Αυστραλία
Σύστημα εκτροφής Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Ελεύθερης βοσκής
Μέθοδος έρευνας Ερωτηματολόγιο Δείγμα Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο
Αριθμός εκτροφών 56 18 43 13 84
Μέγεθος σμήνους 500-1000 1200-5000 50-1000 34-25000 90-7500
Θνησιμότητα (%) 9 (1-60) 22 (9–62) 2-7 7,8 (0–34) 4 (0-8)
Θερμοπληξία
(37%)
Θήρευση
(42%)
Ενδοπαράσιτα Pasteurella Κανιβαλισμός
Κανιβαλισμός Θηρευτές Συνωστισμός Θηρευτές (37%)
Αίτια
Ψείρες Συνωστισμός (25%) (40%) Συνωστισμός
Παράσιτα ποδιού (21%)
Υποσιτισμός
(5%)
Νοσήματα
21%)
41
Οι αιτίες της θνησιμότητας διαφέρουν στις διάφορες εκτροφές και μπορεί να
οφείλονται στις συνθήκες διαβίωσης των πτηνών, σε διάφορα νοσήματα
(παρασιτώσεις, ιώσεις, βακτηριακές λοιμώξεις) ή ακόμα και στις κλιματικές
συνθήκες.
Ο συνωστισμός απαντάται σε όλες σχεδόν τις μελέτες και αφορά στις συνθήκες
διαχείρισης των εκτροφών, από τη μεριά των παραγωγών.
Επίσης, οι θηρευτές, τα διάφορα νοσήματα (παρασιτώσεις, ιώσεις και βακτηριακές
λοιμώξεις) και ο κανιβαλισμός, αναφέρονται ως βασικές αιτίες θανάτου, τόσο στη
Βόρεια Ευρώπη, όσο και στην Αυστραλία.
Η θερμοπληξία όμως, και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά, ως αιτία θνησιμότητας,
εμφανίζεται κυρίως στην Αυστραλία, όπου υπάρχουν εντελώς διαφορετικές
κλιματικές συνθήκες από τη Βόρεια Ευρώπη, με υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή
υγρασία. Στοιχεία ερευνών για τα ποσοστά θνησιμότητας και κατά επέκταση για τις
αιτίες που την προκαλούν, δεν βρέθηκαν διαθέσιμα για τις χώρες του Ευρωπαϊκού
Νότου, ίσως και λόγω του μικρού αριθμού βιολογικών εκτροφών αυγοπαραγωγών
ορνίθων στις χώρες αυτές.
Η παρουσία του χώρου άσκησης και βοσκής, καθώς και η ελεύθερη πρόσβαση σε
αυτόν των βιολογικά εκτρεφόμενων πουλερικών, είναι το πιο βασικό συστατικό
των βιολογικών συστημάτων εκτροφής (Βestman and Wagenaar, 2014).
Η έκθεση στο εξωτερικό περιβάλλον, ορνίθων που έχουν επιλεγεί γενετικά για
εντατική παραγωγή σε κλωβούς, παραμένει μια πρόκληση, τόσο για την
κατάσταση της υγείας, όσο και για τις αποδόσεις τους (Ruhnke et al., 2015).
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων στους υπαίθριους χώρους οδηγεί σε
αξιοποίηση περισσότερου χώρου κίνησης, σε μεγαλύτερη ποικιλία εκδήλωσης
φυσικής συμπεριφοράς και ερεθισμάτων (αμμόλουτρα, κούρνιασμα, αναζήτηση
τροφής), καθώς και σε ελεύθερη κυκλοφορία και επιλογή του επιθυμητού
περιβάλλοντος, με διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες (Knierim, 2006˙
Pritchard, 2012). Η ποικιλία του περιβάλλοντος και οι περισσότερες επιλογές
έκφρασης των φυσικών προτιμήσεων των ορνίθων, επηρεάζουν θετικά την ευζωία
τους (Lay et al., 2011). Μελέτες έχουν δείξει ότι αυγοπαραγωγές όρνιθες
βιολογικών εκτροφών, που περνούν περισσότερο χρόνο στο χώρο άσκησης, είναι
παραγωγικότερες, υγιέστερες και με καλύτερο πτέρωμα, από αυτές που δεν
αυλίζονται επαρκώς (Van de Weerd et al., 2009). Οι όρνιθες αυτές εμφανίζουν,
λιγότερο συχνά, χαμηλής σοβαρότητας χωλότητες (Sutherland et al., 2013).
42
Ωστόσο, η ελεύθερη πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους ενέχει αυξημένους
κινδύνους για την υγεία των πτηνών, καθώς σχετίζεται με πιθανώς μη
ισορροπημένη διατροφή, απειλές θήρευσης, εντερικές παρασιτώσεις- λόγω της
επαφής τους με άγρια ζώα και άγρια πτηνά- προσβολή από εξωπαράσιτα,
λοιμώδη νοσήματα ή υποκλινικές λοιμώξεις (Kijlstra and Eijck, 2006˙ Knierim,
2006˙ Lervik et al., 2007˙ Pritchard 2012˙ Sutherland et al., 2013˙ Bestman and
Wagenaar, 2014˙ VKM, 2014a). Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η
θερμική καταπόνηση των πτηνών (Pritchard, 2012).
Ένα άλλο φαινόμενο, που παρατηρείται συχνά και επηρεάζει αρνητικά την ευζωία
των ορνίθων, είναι η επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με ραμφίσματα στην κεφαλή
και το πτέρωμα των πτηνών (Swarbrick, 1986˙ Kjaer and Sørensen, 2002). Σε
σοβαρές περιπτώσεις εκδήλωσης αυτής της συμπεριφοράς, αυξάνεται και ο
κίνδυνος του καννιβαλισμού, αν και, σύμφωνα με ερευνητές, το ράμφισμα του
πτερώματος, δεν θεωρείται πάντα πρόδρομος του καννιβαλισμού (Wechsler and
Huber-Eicher, 1998˙ Kjaer and Sørensen, 2002).
Αρκετές μελέτες στις αυγοπαραγωγές όρνιθες, έχουν διαπιστώσει ότι η αύξηση της
χρήσης του υπαίθριου χώρου, μειώνει τα ραμφίσματα μεταξύ των ορνίθων (Van
de Weerd et al., 2009˙ Kijlstra and Eijck, 2006), ενώ οι Bestman and Wagenaar
(2014), ισχυρίζονται ότι αν το ποσοστό των ραμφισμάτων αποτελεί δείκτη ευζωίας
για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες, τότε όσες χρησιμοποιούν το χώρο άσκησης,
έχουν καλύτερη ευζωία. Έρευνα των Shimmura et al. (2008), έδειξε ότι κατά τη
χρονική περίοδο που οι όρνιθες είχαν πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο,
παρουσίασαν σημαντικά λιγότερο τη συμπεριφορά του ραμφίσματος του
πτερώματος, από τις όρνιθες που παρέμεναν στον ορνιθώνα. Το γεγονός ότι στη
βιολογική πτηνοτροφία απαγορεύεται ο απορραμφισμός των ορνίθων, ενώ στα
συστήματα ελεύθερης βοσκής και αχυρώνα όχι, συμβάλλει στην αύξηση των
κινδύνων για υψηλά επίπεδα ραμφισμάτων και κατ’ επέκταση θνησιμότητας, στα
βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων.
Η χρήση του υπαίθριου χώρου, η παρουσία πετεινών και η μείωση του μεγέθους
των σμηνών, προτείνονται από τους Bestman and Wagenaar (2003), ως λύση για
τη μείωση των ραμφισμάτων στο πτέρωμα.
Από την άλλη μεριά, σε πρόσφατες ανακοινώσεις των Bessei and Kjaer (2015),
τονίστηκε ότι οι ραμφισμοί και ο κανιβαλισμός, θεωρούνται τα πιο σημαντικά
προβλήματα στις αυγοπαραγωγές όρνιθες και πως, παρά την εκτεταμένη έρευνα
43
κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών, οι αιτίες τους δεν έχουν
εντοπιστεί και το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διαβίωση των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών
εκτροφών σε υπαίθριους χώρους, προκαλεί αυξημένη επαφή τους με
μολυσματικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να τις καθιστά πιο ευάλωτες σε
λοιμώδη νοσήματα ή υποκλινικές λοιμώξεις (Knierim, 2006˙ Sutherland et al.,
2013). Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 329 εκτροφές αυγοπαραγωγών
ορνίθων στη Γερμανία, διαπιστώθηκε η παρουσία Salmonella enteritidis σε
βιολογικές εκτροφές σε ποσοστό 33% (Methner et al., 2006). Οι Sulonen et al.
(2007) αναλύοντας δείγματα κοπράνων και αυγών σε 36 βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων στη Φινλανδία απέδειξαν την παρουσία Campylobacter
στις εκτροφές αυτές, ενώ περίπου το 80% των περιπτώσεων παστεριδίασης σε
εκτροφές πουλερικών στη Δανία αφορούσαν εκτροφές ελεύθερης βοσκής (Lay et
al., 2011). Το πρόβλημα έγινε ακόμη εντονότερο μετά την οριστική απαγόρευση
των αντιβιοτικών, ως πρόσθετων υλών των ζωοτροφών (Καν.ΕΚ1831/2003),
καθιστώντας αναγκαία τη διερεύνηση της χρήσης εναλλακτικών μεθόδων, για τον
έλεγχο των κινδύνων αυτών.
Η χρήση του υπαίθριου χώρου από τις αυγοπαραγωγές όρνιθες βιολογικών
εκτροφών, σε συνδυασμό με τον Καν.ΕΚ834/2007 για τη βιολογική παραγωγή,
που απαγορεύει τη χρήση σκευασμάτων προληπτικού αντιπαρασιτικού ελέγχου,
αλλά και η μη ισορροπημένη διατροφή των πτηνών από πλευράς πρωτεϊνών,
αυξάνουν τον κίνδυνο των παρασιτώσεων στις βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων (Kijlstra and Eijck, 2006). Σε πρόσφατη ανασκόπηση
των Sutherland et al. (2013), οι παρασιτώσεις αναφέρονται ως ένα από τα μείζονα
ζητήματα υγείας της βιολογικής πτηνοτροφίας, χωρίς όμως να σχετίζονται κατά
απόλυτο τρόπο με την πρόσβαση των ορνίθων στον υπαίθριο χώρο. Οι Lay et al.
(2011), στην ανασκόπηση διαφόρων συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών
ορνίθων, αναφέρουν αύξηση των εντερικών παρασιτώσεων στα συστήματα
ελεύθερης βοσκής, σε σχέση με τις κλωβοστοιχίες.
Σε έρευνα των Bestman and Wagenaar (2014), στην Ολλανδία την περίοδο 2007-
2008, που αφορούσε συλλογή στοιχείων από 48 βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων, ηλικίας έως 50 εβδομάδων, αναφέρεται απομόνωση
παρασίτων Ascaridia και Heterakis στο 83% των εκτροφών, που δεν εφαρμόστηκε
αντιπαρασιτική αγωγή, καθώς και στο 61% των εκτροφών, στις οποίες
44
εφαρμόστηκαν από 1 έως 4 αγωγές. Στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι σε εκτροφές
ορνίθων, στις οποίες εφαρμόζονταν περισσότερες από 5 αγωγές, δεν
απομονώθηκαν εντερικά παράσιτα. Οι ερευνητές αυτοί, δεν παρατήρησαν κάποια
σχέση με την παραγωγικότητα ή τη θνησιμότητα των ορνίθων. Παράλληλα,
υποστηρίζουν αφενός ότι δεν είναι απόλυτα σαφής, κατά πόσο είναι αναγκαία η
μηδενική ανοχή στις ενδοπαρασιτώσεις, αφετέρου δεν είναι ξεκάθαρο, αν οι
παρασιτώσεις καθιστούν τα πτηνά ευάλωτα σε άλλες ασθένειες ή αν άλλα
πρωτογενή προβλήματα υγείας των πτηνών, τα καθιστούν ευάλωτα σε
παρασιτώσεις.
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων στους υπαίθριους χώρους ενέχει τον
επιπλέον κίνδυνο της μη ισορροπημένης διατροφής (Knierim, 2006), καθώς οι
όρνιθες αποκτούν επιπλέον επιλογές, πέραν του σιτηρεσίου που τους παρέχεται
(Gordon and Charles, 2002). Ανάλογα με το είδος του υπαίθριου χώρου, τα πτηνά
μπορεί να καταναλώσουν βλάστηση, φρούτα, σπόρους καθώς επίσης και μια
ευρεία ποικιλία ασπόνδυλων (όπως σκαθάρια, αράχνες και γαιοσκώληκες) από
την επιφάνεια του εδάφους (Clark και Gage, 1996, 1997˙ Mwalusanya et al.,
2002).
H ποιότητα και η ποσότητα της πρόσληψης τροφής από τον υπαίθριο χώρο
μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των πτηνών του σμήνους, λόγω
διαφορετικής συμπεριφοράς τους ή και του σχεδιασμού του υπαίθριου χώρου
(Walker and Gordon, 2003).
Η υπερκατανάλωση γράστης από τα πτηνά, προσδίδει μικρές μόνο ποσότητες
θρεπτικών ουσιών και προκαλεί αίσθηση κορεσμού, με αποτέλεσμα τη μείωση της
κατανάλωσης του ισορροπημένου μείγματος, που παρέχεται στις όρνιθες της
εκτροφής. Εξαιτίας του υποσιτισμού αυτού και ανάλογα με το μέγεθός του, τα
πτηνά παρουσιάζουν μείωση των αποδόσεων και, σε σοβαρές περιπτώσεις,
προκαλείται θάνατος (Ruhnke et al., 2015).
Η Ε.Ε. με τον Καν.ΕΚ834/2007 ορίζει ρητά «:….το προσωπικό που διατηρεί ζώα
διαθέτει τις απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες, όσον αφορά την υγεία και
τις ανάγκες προστασίας των ζώων ….» (άρθρο 14,παρ.1,εδαφ.β(i)), χωρίς ωστόσο
να διευκρινίζει τον τρόπο, με τον οποίο θα πιστοποιούνται αυτές οι βασικές
γνώσεις και δεξιότητες, του προσωπικού των βιολογικών εκτροφών. Αναμφίβολα,
για την υγεία και ευζωία των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών εκτροφών,
καίριο ρόλο διαδραματίζει ο εκτροφέας- παραγωγός της κάθε εκτροφής- μονάδας.
45
Σε έρευνα στην Δανία καταγράφηκαν πολλές βιολογικές εκμεταλλεύσεις
αυγοπαραγωγών ορνίθων, με αμελητέα προβλήματα ευζωίας, γεγονός που
υποδηλώνει ότι η διαχείριση (δηλαδή ο εκτροφέας), διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο
στη διαφύλαξη και διατήρηση της υγείας, της ευημερίας και της παραγωγικότητας
των πτηνών (Hegelund et al., 2006).
Από στοιχεία έρευνας, σχετικά με τις αποδόσεις σε διαφορετικά συστήματα
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων στην Ολλανδία, συμπεραίνεται ότι η γνώση
της διαχείρισης των ορνίθων από τον πτηνοτρόφο, είναι ζωτικής σημασίας, στα
ανοικτά συστήματα εκτροφής (Leenstra et al., 2014). Στην ίδια έρευνα, αναφέρεται
πως η εκπαίδευση των πτηνοτρόφων σε πρακτικές διαχείρισης, ήταν σημαντική
για τη μείωση της θνησιμότητας, μεταξύ των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών
εκτροφών.
Άλλωστε, σύμφωνα με τους Lay et al. (2011), ακόμη και αν ένα σύστημα
εκτροφής θεωρείται ότι είναι ανώτερο, σε σχέση με την ευζωία και την υγεία των
ορνίθων, που, σύμφωνα με τον Knierim (2006), είναι αυτά που παρέχουν στα
πτηνά ελεύθερη πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο άσκησης (βιολογικά, ελεύθερης
βοσκής), με κακή διαχείριση, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε αυτήν. Οι
Lay et al. (2011) υποστηρίζουν επίσης, ότι η ορθή διαχείριση είναι απαραίτητη
προϋπόθεση και για την παραγωγικότητα των αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής.
Οι Van de Weerd et al. (2009), προτείνουν να γίνουν οι υπάρχουσες γνώσεις
περισσότερο προσιτές, σε όσους εμπλέκονται στη βιολογική πτηνοτροφία, ενώ
ισχυρίζονται ότι πολλές φορές, δεδομένα από δημοσιευμένες έρευνες, μπορεί να
υστερούν σε σχέση με τα επίπεδα απόδοσης, που επιτυγχάνονται από ικανούς
παραγωγούς.
Σε μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα της Επιστημονικής Επιτροπής για την Ασφάλεια
των Τροφίμων της Νορβηγίας (The Norwegian Scientific Committee for Food
Safety), τονίζεται πως τα όποια προβλήματα υγείας και ευζωίας των βιολογικών
αυγοπαραγωγών ορνίθων, που σχετίζονται με την πρόσβαση σε υπαίθριους
χώρους, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να ξεπεραστούν, με τις ορθές πρακτικές
διαχείρισης (VKM, 2014a).
Την ανάγκη της έρευνας, αλλά και της εκπαίδευσης των παραγωγών,
υπογραμμίζουν οι δύο κορυφαίες οργανώσεις των πτηνοτρόφων στην Ελλάδα, η
«Πανελλήνια Ένωση Οργανώσεων Πτηνοτρόφων Παραγωγών» (ΠΕΟΠΠ) και η
46
«Πτηνοτροφική», με ανακοίνωση που έδωσαν στη δημοσιότητα, στις 15.03.2012,
στην οποία στις παρατηρήσεις και τις θέσεις τους σχετικά με την αναθεώρηση της
ΚΑΠ για την περίοδο 2013- 2020, μεταξύ άλλων σημειώνουν: «…απαιτούνται
ανανεωμένες μελέτες “οικονομικότητας και παραγωγικότητας της πτηνοτροφίας”,
που εκπονούνταν παλαιότερα, για όλες τις κατηγορίες εκτροφών, εντατικές,
ελεύθερης βοσκής, εναλλακτικές, βιολογικής πτηνοτροφίας, προσαρμοσμένες στις
ειδικές συνθήκες της χώρας…», καθώς και «…οι ανάγκες για επαγγελματική
εκπαίδευση και πληροφόρηση στην πτηνοτροφία είναι μεγάλες, εάν ληφθεί υπόψη
το μεγάλο εύρος των κανόνων για την ποιότητα, την ασφάλεια των τροφίμων, την
ευζωία των πτηνών, την περιβαλλοντική διαχείριση των αποβλήτων, αλλά και για
τη διαχείριση των εκμεταλλεύσεων, στην κατεύθυνση της βελτίωσης των
οικονομικών τους αποτελεσμάτων…» (ΠΑΣΕΓΕΣ, 2012).
Οι Frohlich et al. (2012), σε πρόσφατη έκδοση βιβλίου για τις εναλλακτικές
εκτροφές πουλερικών, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως, δεν είναι δυνατόν να
δοθούν ασφαλείς συμβουλές, σχετικά με το ποιο είναι το πιο βιώσιμο ή το πιο
κατάλληλο σύστημα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων για το μέλλον, καθώς
αυτό εξαρτάται από τη χώρα, την εκμετάλλευση, τον πτηνοτρόφο και την εμπορία
του αυγού και καταλήγουν πως τελικά, ο χρόνος μόνο θα δείξει, ποιο είδος
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων θα επιβιώσει, από τις διαρκώς εξελισσόμενες
κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις, προς τους παραγωγούς και τους καταναλωτές.
Η ποιότητα των τροφίμων, ορίζεται από τον Kramer (1951), ως «οι ιδιότητες του
κάθε τροφίμου που έχουν επίδραση στην αποδοχή ή την απόρριψη αυτών από
τον καταναλωτή», ενώ ειδικά για τα αυγά, σύμφωνα με τους Coutts and Wilson
(1990), είναι ένας γενικός όρος, που βασίζεται σε διάφορα πρότυπα, τα οποία
καθορίζουν, τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική ποιότητα τους.
Πρόσφατες μελέτες, δείχνουν ότι υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης των καταναλωτών
σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων (Fortomaris and Goussi, 2011), γεγονός
που για την Ελλάδα επιβεβαιώνεται από έρευνα ερωτηματολογίου, από τους
Καραδήμα και Καραδήμας (2014), στο Νομό Αττικής, σύμφωνα με την οποία, το
88,7% των ερωτώμενων, απάντησε ότι η ζήτηση των βιολογικών προϊόντων
μπορεί να αυξηθεί, με μεγαλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών.
47
Πολλοί καταναλωτές πιστεύουν ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι καλύτερα
(Mogelonsky, 2008), πιο υγιεινά (Kijlstra and Eijck, 2006) και ασφαλέστερα
(Crandall et al., 2009) των συμβατικών, ενώ ειδικά για τα αυγά που προέρχονται
από βιολογικά συστήματα εκτροφής, οι καταναλωτές πιστεύουν ότι έχουν
καλύτερη γεύση και μεγαλύτερη θρεπτική αξία (Küçükyilmaz et al., 2012b).
Το ζήτημα απασχόλησε τις εθνικές κυβερνήσεις πολλών χωρών, οι οποίες τα
τελευταία χρόνια χρηματοδότησαν μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, αλλά και την
Ε.Ε., καθώς και τις Η.Π.Α..
Σε μεγάλη έρευνα του London School of Hygiene and Tropical Medicine, για
λογαριασμό της Εθνικής Υπηρεσίας Τροφίμων (Food Standards Agency) του
Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει σήμερα καμία απόδειξη του
οφέλους για την υγεία, από την κατανάλωση βιολογικών, σε σύγκριση με τα
συμβατικά τρόφιμα (Dangour and Lock, 2009).
Έτσι μια ζωηρή, δημόσια συζήτηση ξεκίνησε στην παγκόσμια κοινότητα, σχετικά
με το κατά πόσον ή όχι, τα βιολογικά τρόφιμα είναι πιο υγιεινά από τα συμβατικά
(Mie and Wivstad, 2015).
Η συζήτηση αυτή κορυφώθηκε το 2012, με τη δημοσίευση ανασκόπησης 240
περίπου εργασιών από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, σύμφωνα με την οποία,
δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις, ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι πιο υγιεινά από
τα συμβατικά (Smith-Spangler et al., 2011).
Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε την άμεση δημόσια απάντηση, από το Ερευνητικό
Ινστιτούτο FiBL της IFOAM, που αμφισβήτησε την αξιοπιστία της έρευνας αυτής,
τονίζοντας ότι έρχεται σε αντίθεση με ευρήματα άλλων συγκριτικών ερευνών, ενώ
μέμφθηκε το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, για αναζωπύρωση της από δεκαετιών
διαμάχης, σχετικά με τα οφέλη για την υγεία των βιολογικών προϊόντων και για
άγνοια των ευρημάτων της βασικής έρευνας (Velimirov and Lindenthal, 2012).
Σε αντίστοιχη πρόσφατη έρευνα, της Νορβηγικής Επιστημονικής Επιτροπής για
την Ασφάλεια των Τροφίμων (Norwegian Scientific Committee for Food Safety -
VKM), για λογαριασμό της Εθνικής Αρχής για την ασφάλεια των Τροφίμων της
Νορβηγίας (Norwegian Food Safety Authority), δεν προέκυψαν στοιχεία, με σαφείς
θετικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της κατανάλωσης
βιολογικών τροφίμων, σε σύγκριση με την κατανάλωση συμβατικών (VKM,
2014b). Η έρευνα δεν παρέχει σαφή απάντηση.
48
Ωστόσο, σύμφωνα με την Kouba (2003), η βιολογική παραγωγή τροφίμων είναι
ένας τρόπος προστασίας του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου, αυτό το
χαρακτηριστικό από μόνο του, προσδίδει την υψηλότερη ποιότητα στα προϊόντα
αυτών των συστημάτων, μέσω του συνολικού οφέλους που προσφέρει, για το
μέλλον όλων μας, πάνω στη γη.
Η μετάβαση από τις συμβατικές κλωβοστοιχίες, στο βιολογικό σύστημα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ή και την ασφάλεια
των αυγών, που παράγονται από τις όρνιθες, σε αυτό το νέο περιβάλλον, χωρίς
ωστόσο να υπάρχει ακόμη σύγκλιση των ερευνητικών δεδομένων, για την
ανωτερότητα κάποιου συστήματος εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, έναντι
των άλλων (Holt et al., 2011).
Σύμφωνα, επίσης με τους Holt et al. (2011), ένα μεγάλο μέρος των πιο
πρόσφατων πληροφοριών, σχετικά με το ζήτημα της ποιότητας και της ασφάλειας
των αυγών, από διαφορετικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων,
προέρχονται από ερευνητικές εργασίες στην Ε.Ε., παρά στις Η.Π.Α., οι οποίες
προς στιγμή, πρέπει να εφαρμόσουν αυτά τα δεδομένα, στις ιδιαίτερες συνθήκες
που απαντώνται εκεί.
Καθώς τα ανοικτά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικά,
ελεύθερης βοσκής) γίνονται όλο και πιο σημαντικά, οι επιπτώσεις τους στην
ποιότητα των αυγών πρέπει να είναι σαφείς (Küçükyılmaz et al., 2012a).
Σύμφωνα με τους Radu-Rusu et al. (2014), η επίδραση των εναλλακτικών
συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, στην ποιότητα των
παραγόμενων αυγών, παραμένει ανεπίλυτη.
Για την αξιολόγηση της επίδρασης της βιολογικής εκτροφής στην ποιότητα των
αυγών υπάρχουν δύο βασικές πτυχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: α) η
επίδραση της διατροφής με βιολογικές ζωοτροφές, στο κέλυφος και στην
εσωτερική ποιότητα των αυγών και β) η επίδραση των κανόνων του βιολογικού
συστήματος εκτροφής, στην ποιότητα και την ασφάλεια του αυγού (Blair, 2012).
Η κύρια διαφορά, μεταξύ βιολογικών και συμβατικών συστημάτων εκτροφής
πουλερικών, είναι η πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο, που έχουν οι όρνιθες στα
βιολογικά συστήματα (VKM, 2014a).
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων σε υπαίθριο χώρο, στα ανοικτά συστήματα
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικά, ελεύθερης βοσκής), επιδρά στην
ποιότητα του κελύφους των αυγών, λόγω των εντοπισμένων, σε αυτά τα
49
συστήματα, μεταβολικών διεργασιών των ανόργανων στοιχείων του οργανισμού,
που προκαλούν, τόσο η μεγαλύτερη φυσική δραστηριότητα που παρουσιάζουν οι
όρνιθες (Miao et al., 2005), αλλά και η άμεση έκθεσή τους στην ηλιακή
ακτινοβολία, όσο και η κατάποση χώματος, με μικρά πετραδάκια από το έδαφος
(Bar et al.,1999˙ Rizzi et al., 2006˙ Clerici et al., 2006˙ Μugnai et al., 2009˙
Küçükyılmaz et al., 2012a).
Η ποιότητα του κελύφους των αυγών μπορεί να επηρεαστεί από τη διατροφή των
ορνίθων, το στρες, τη θερμική καταπόνηση και τα νοσήματα, αλλά και το σύστημα
εκτροφής (Roberts, 2004˙ Cerolini et al., 2005˙ Rizzi et al., 2006˙ Minelli et al.,
2007˙ Rossi, 2007˙ Mugnai et al., 2009).
Οι υψηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται σε πολλές χώρες, όπως η
Αυστραλία, αλλά και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, κ.ά.), μπορεί
να προκαλέσουν παραγωγή μικρότερων αυγών, με κακής ποιότητας κέλυφος,
λόγω των φυσιολογικών διεργασιών που συμβαίνουν, εντός του οργανισμού των
πτηνών (Roberts, 2004).
Η εποχή του έτους, η φυλή των ορνίθων, η ηλικία, καθώς και οι εμβολιασμοί των
πτηνών, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επηρεάζουν την ασφάλεια και την
ποιότητα των παραγόμενων αυγών και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τη
σύγκριση των διαφόρων συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (Holt et
al., 2011).
Μέχρι πρόσφατα τα αυγά, λόγω της περιεκτικότητας τους σε κορεσμένα λιπαρά
οξέα και σε χοληστερόλη, και της πιθανής συσχέτισής τους με καρδιαγγειακά
νοσήματα, αποτέλεσαν μια αμφιλεγόμενη διατροφική πρόταση, από τις υπηρεσίες
υγείας και τους επιστήμονες, ενώ αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τους θεωρήθηκαν,
κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων, ο βασικός λόγος για τους
καταναλωτές, στο να μην αγοράζουν ή να αγοράζουν αυγά σπάνια (Miranda et al.,
2015). Ωστόσο, οι Nau et al. (2010) ανέφεραν ότι η άποψη, πως η υψηλή
περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, έχει αρνητική επίδραση στη δυναμική των
καρδιαγγειακών παθήσεων, δεν είναι ορθή, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από
καρδιολογικές επιδημιολογικές μελέτες.
H εκτροφή ορνίθων σε ανοικτά συστήματα εκτροφής (βιολογικά, ελεύθερης
βοσκής), λόγω της παρουσίας του υπαίθριου χώρου και της βόσκησης, έχει
αποδειχθεί πως μπορεί να επηρεάσει και τη θρεπτική αξία του αυγού,
διαφοροποιώντας την περιεκτικότητα του σε λίπος, λιπαρά οξέα και χοληστερόλη
50
(Simopoulos and Salem,1989˙ Cerolini et al., 2005˙ Karsten et al., 2010˙
Anderson, 2011˙ Küçükyılmaz et al., 2012a˙ Radu-Rusu et al., 2014).
Ωστόσο, οι Cherian et al. (2002), αξιολογώντας τα θρεπτικά συστατικά αυγών που
πωλούνταν στο λιανικό εμπόριο, με σημάνσεις από διάφορα συστήματα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μεταξύ των οποίων και από βιολογικά, διαπίστωσαν
ότι αυτά επηρεάστηκαν κυρίως από την ποιότητα των ζωοτροφών και όχι από το
σύστημα εκτροφής.
Όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, οι βασικές ανησυχίες των
καταναλωτών, ειδικά για τα αυγά, είναι δύο: η μικροβιακή μόλυνση και η χημική
επιβάρυνση. Η διασφάλιση των αυγών και των προϊόντων αυγών από
μικροβιολογική άποψη, που σχετίζεται κυρίως με τη σαλμονέλα (Salmonella
enteritidis), παραμένει το κυρίαρχο ζήτημα, αν και η σημασία της χημικής
επιβάρυνσης του εσωτερικού περιεχομένου με διοξίνες, φυτοφάρμακα ή βαρέα
μέταλλα των αυγών δεν είναι αμελητέα (Holt et al., 2011).
Τα αυγά που παράγονται από όρνιθες σε συμβατικές κλωβοστοιχίες, είναι
λιγότερο πιθανό να είναι μολυσμένα με σαλμονέλα, από τα αυγά που παράγονται
από όρνιθες στεγασμένες στο δάπεδο, καθώς τα περιττώματά τους πέφτουν από
τους κλωβούς στο πάτωμα, χωρίς να έρχονται σε επαφή με τα αυγά. Επίσης,
αυγοπαραγωγές όρνιθες που εκτρέφονται σε βιολογικά συστήματα, είναι
πιθανότερο να μολυνθούν από βακτήρια, λόγω της επαφής τους με το έδαφος, με
τρωκτικά ή με έντομα, από αυτές που εκτρέφονται σε κλειστά συμβατικά
συστήματα εκτροφής, με αποτέλεσμα και τα αυγά που παράγουν να έχουν
αυξημένες πιθανότητες μικροβιακής μόλυνσης (Blair, 2012).
Σε πρόσφατη ανασκόπησή τους οι De Reu et al. (2008), υπογραμμίζουν το
ερευνητικό ενδιαφέρον που υπάρχει σχετικά με τη μικροβιακή μόλυνση των
αυγών, που παράγονται τόσο στα συμβατικά, όσο και στα εναλλακτικά συστήματα
εκτροφής. Σύμφωνα με την ανασκόπησή τους, η μόλυνση του κελύφους του αυγού
παρουσιάζει διακυμάνσεις μεταξύ των συστημάτων εκτροφής, ενώ οι όποιες
διαφορές καταγράφονται μεταξύ των συστημάτων αυτών, είναι λιγότερο έντονες
στην πράξη, από ότι σε πειραματικούς σχεδιασμούς, ενώ οι Whiley and Ross
(2015), αναφέρουν ότι επί του παρόντος, υπάρχουν περιορισμένες μελέτες, που
να διερευνούν την επίδραση των διαφόρων συστημάτων εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, στη μικροβιακή μόλυνση των αυγών.
51
Πολυάριθμες μελέτες, δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικές επιδράσεις που υπάρχουν
στις ανοικτές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής),
εμφανίζουν χαμηλότερη επίπτωση της μόλυνσης από σαλμονέλα, σε σύγκριση με
τις εκτροφές σε κλωβοστοιχίες (Namata et al., 2008˙ Recio et al., 2007˙ Wales et
al., 2007).
Τα αποτελέσματα αυτά, συμφωνούν και με μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, από
τους Wales et al. (2007), οι οποίοι βρήκαν την επίπτωση της σαλμονέλας να είναι
υψηλότερη σε συστήματα κλωβοστοιχιών (19%), σε σύγκριση με ανοικτές
εκτροφές (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής) αυγοπαραγωγών ορνίθων (10%).
Επίσης, σε μελέτη των Recio et al. (2007), η οποία διερεύνησε την παρουσία της
Salmonella enteritidis στα περιττώματα των ορνίθων και στα δείγματα σκόνης από
5.310 αυγά πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή
Ένωση, διαπιστώθηκε ότι οι ανοικτές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων
(βιολογικές, ελεύθερης βοσκής), είχαν σημαντικά χαμηλότερη προσβολή
σαλμονέλας σε σύγκριση με τα συστήματα κλωβοστοιχιών, ενώ αντίστοιχα
αποτελέσματα προκύπτουν από την ανακοίνωση, από τους Snow et al. (2010),
των αποτελεσμάτων μεγάλου εθνικού ερευνητικού προγράμματος στο Ηνωμένο
Βασίλειο, σε 380 εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων, διαφορετικών συστημάτων
(120 συμβατικές κλωβοστοιχίες, 26 αχυρώνα, 197 ελεύθερης βοσκής και 37
βιολογικής εκτροφής).
Τα αποτελέσματα έρευνας των Van Hoorebeke et al. (2010), που
πραγματοποιήθηκε σε 292 εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων, διαφορετικών
συστημάτων (συμβατικές κλωβοστοιχίες, αχυρώνα, βιολογικές και ελεύθερης
βοσκής), σε πέντε διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γερμανία, Ιταλία,
Ελλάδα και Ελβετία), δεν έδειξαν υψηλότερα ποσοστά σαλμονέλας στις ανοικτές
εκτροφές (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής), σε σχέση με τις συμβατικές
κλωβοστοιχίες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έρευνα δεν περιελάμβανε,
για την Ελλάδα και την Ιταλία, βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων.
Τέλος, οι Messelhausser et al. (2011) στην Ευρώπη και οι Jones et al. (2012) στην
Αμερική, σε έρευνα του επιπολασμού των κολοβακτηριδίων, της Salmonella και
του Campylobacter, σε αυγά που παράγονται σε συμβατικά κλουβιά και σε
εκτροφές ελεύθερης βοσκής, δεν ανέφεραν καμία διαφορά μεταξύ των δύο
συστημάτων.
52
Αντίθετα, οι Parisi et al. (2015) σε πειραματική ερευνητική εργασία τους στην
Αμερική, ανέφεραν ότι αυγά προερχόμενα από εκτροφές ελεύθερης βοσκής, είχαν
υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης μόλυνσης από Salmonella και Campylobacter,
σε σύγκριση με αυγά από συμβατικές κλωβοστοιχίες.
Οι όρνιθες που εκτρέφονται σε ανοικτά συστήματα (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής)
είναι, επίσης, περισσότερο εκτεθειμένες σε χημικούς ρύπους, από εκείνες των
κλειστών συστημάτων (κλωβοστοιχίες, αχυρώνα), γεγονός που τεκμηριώνεται από
τα υψηλότερα επίπεδα διοξινών σε αυγά από βιολογικά συστήματα εκτροφής, σε
σχέση με αυγά από συμβατικά συστήματα εκτροφής, ενώ αυτό μπορεί να
οφείλεται, τόσο στη γενική ρύπανση του περιβάλλοντος, όσο και στην τοπική
περιβαλλοντική επιβάρυνση (Kan, 2005).
Οι De Vries et al. (2006), αξιολογώντας έρευνα μεταξύ πτηνοτροφικών
εκμεταλλεύσεων αυγοπαραγωγών ορνίθων στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες της
Ε.Ε., ανέφεραν ότι τα αυγά από βιολογικά συστήματα εκτροφής περιέχουν
περισσότερη διοξίνη, σε σχέση με αυτά από συμβατικά συστήματα εκτροφής και
ότι ένας σημαντικός αριθμός των βιολογικών εκμεταλλεύσεων, παράγουν αυγά με
περιεκτικότητα διοξίνης, που υπερβαίνει τα όρια των κανονισμών της Ε.Ε..
Στο Βέλγιο, η χημική μόλυνση των αυγών ελεύθερης βοσκής μελετήθηκε από τους
Van Overmeire et al. (2009). Τα αυγά που εξετάστηκαν ήταν από εκτροφές
ελεύθερης βοσκής και προέρχονταν, από μικρά ιδιωτικά αγροκτήματα και από
μεγάλες εμπορικές εκμεταλλεύσεις. Η μελέτη, διαπίστωσε ότι τα αυγά από τα
μικρά ιδιωτικά αγροκτήματα, ήταν πιο μολυσμένα από τα αυγά, από μεγάλες
εμπορικές εκμεταλλεύσεις.
Σε μελέτη των Kijlstra et al. (2007), σε βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών
ορνίθων, αναφέρεται ότι τα σμήνη με περισσότερα από 1.500 πτηνά είχαν
σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα διοξίνης στα αυγά τους, σε σύγκριση με τα
μικρότερα σμήνη, με πιθανότερη αιτία τον περιορισμένο χρόνο που δαπανάται σε
εξωτερικούς χώρους, από τα μεγαλύτερα σμήνη.
Φυτοφάρμακα και βαρέα μέταλλα μπορούν επίσης να μολύνουν το περιβάλλον,
οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα αυτών των ενώσεων ή των στοιχείων, σε αυγά
από όρνιθες ανοικτών συστημάτων εκτροφής (βιολογικά, ελεύθερης βοσκής),
λόγω της επαφής τους με επιβαρυμένα εδάφη (Holt et al., 2011).
Αντίθετα, σε έρευνα στον Καναδά βρέθηκε ότι τα αυγά από ελεύθερης βοσκής
εκτροφές, είχαν χαμηλότερες ή παρόμοιες συγκεντρώσεις διοξινών και
53
παραπλήσιων ενώσεων, με τα αυγά των συμβατικών εκτροφών (Rawn et al.,
2008).
Κατά συνέπεια, η βιολογική παραγωγή αυγοπαραγωγών ορνίθων συνιστάται να
γίνεται μόνο σε περιοχές με χαμηλή ρύπανση του περιβάλλοντος. Σε αυτές τις
περιοχές, είναι πιθανό, τα βιολογικά και τα συμβατικά αυγά να περιέχουν
παρόμοια, χαμηλά επίπεδα χημικών υπολειμμάτων, χωρίς όμως να υπάρχουν
συγκεκριμένα στοιχεία τεκμηρίωσης (Blair, 2012).
Η παραπάνω περιγραφόμενη, υφιστάμενη κατάσταση δημιουργεί, για τους μεν
επιστήμονες, «ευκαιρίες για έρευνα», προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα βιολογικά
τρόφιμα είναι πιο θρεπτικά και πιο υγιεινά από τα συμβατικά (Crandall et al.,
2009), για δε τα ζώα, «ευκαιρίες να ζήσουν» πιο φυσικό τρόπο ζωής και να
υπολογίζουν σε επαρκή ανθρώπινη φροντίδα (Vaarst and Alrøe, 2012).
Επιπλέον, καθιστά επιτακτική την ανάγκη ελέγχου των προβλημάτων υγείας των
αυγοπαραγωγών ορνίθων, καθώς και της ασφάλειας των παραγόμενων αυγών
στα βιολογικά συστήματα εκτροφής. Με δεδομένη την απαγόρευση τα τελευταία
χρόνια της χορήγησης αντιβιοτικών ως αυξητικών παραγόντων στα πτηνά,
προκειμένου να προστατευθεί ο άνθρωπος από την απόκτηση αντιβιοαντοχής,
κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση της χρήσης εναλλακτικών μεθόδων, ως προς τον
έλεγχο των κινδύνων αυτών, χωρίς τη χρήση αντιβιοτικών. Ανάμεσα στις
μεθόδους αυτές, συγκαταλέγεται εκείνη που αφορά στην αξιοποίηση των
ευεργετικών ιδιοτήτων των αρωματικών φυτών.
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ
Γενικά
55
Όλα τα φυτά παράγουν χημικές ενώσεις, ως μέρος των κανονικών μεταβολικών
δραστηριοτήτων τους. Οι ενώσεις αυτές χωρίζονται σε: α) πρωτογενείς
μεταβολίτες που αποτελούν τα κύρια θρεπτικά συστατικά των φυτών όπως οι
πρωτεΐνες, τα σάκχαρα και τα λίπη και β) δευτερογενείς μεταβολίτες- ενώσεις οι
οποίες εξυπηρετούν μια πιο συγκεκριμένη λειτουργία. Για παράδειγμα,
δευτερογενείς μεταβολίτες είναι οι τοξίνες, που χρησιμοποιούνται για την
αποτροπή θήρευσης και οι φερομόνες, που χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση
των εντόμων για την επικονίαση. Οι ουσίες αυτές μπορεί να έχουν θεραπευτικές
δράσεις στον άνθρωπο και τα φυτά που τις παράγουν, ενώ μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως πηγή φαρμάκων π.χ. ινουλίνη από τις ρίζες της ντάλιας,
κινίνη από την κιγχόνη, μορφίνη και κωδεΐνη από την παπαρούνα την υπνοφόρο
και διγοξίνη από τη δακτυλίτιδα. Οι δευτερογενείς μεταβολίτες περιλαμβάνουν
αιθέρια έλαια (πτητικά έλαια), πικρά συστατικά, καυτερά συστατικά, χρωστικές
ουσίες και φαινολικές ενώσεις (Wald, 2003).
Τα θρεπτικά συστατικά των αρωματικών φυτών (πρωτογενείς μεταβολίτες), δεν
προσθέτουν σημαντικά, σε σχέση με τα θρεπτικά συστατικά που παρέχονται στα
πτηνά με το σιτηρέσιό τους, ενώ τα συστατικά ενδιαφέροντος είναι αυτά του
δευτερογενούς μεταβολισμού. Στον πίνακα 10 παρουσιάζονται συνοπτικά η
σύνθεση και τα κύρια συστατικά των αρωματικών φυτών.
Πίνακας 10. Σύνθεση και κύρια συστατικά των αρωματικών φυτών (Wald,
2003˙Grashorn, 2010)
Αρωματικά-Φαρμακευτικά Φυτά
Πρωτογενείς μεταβολίτες Δευτερογενείς μεταβολίτες
Αιθέρια έλαια
Πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη κλπ.
π.χ. τερπένια, καρβακρόλη
Χρωστικές
π.χ. ξανθοφύλλες
Φαινολικές ενώσεις
π.χ. κιχωρικό οξύ, φλαβονοειδή
56
Τα κύρια συστατικά των αιθέριων ελαίων ανήκουν στις κατηγορίες των
μονοτερπενίων και των σεσκτερπενίων. Επίσης απαντούν αρωματικές ενώσεις
που είναι παράγωγα του φαινυλοπροπανίου, καθώς και αλειφατικά μόρια σε όλες
τις βαθμίδες οξείδωσης.
Μονοτερπένια: τερπένια με 10 άτομα άνθρακα, μπορούν να διαιρεθούν σε άκυκλα,
μονοκυκλικά και δικυκλικά. Μπορούν να είναι απλοί υδρογονάνθρακες, αλκοόλες,
φαινόλες, λακτόνες, εστέρες και οξείδια (λιμονένιο, πινένιο, καμφένιο, λιναλοόλη,
καμφορά, βορνεόλη, κλπ.). Σεσκτερπένια: τερπένια με 15 άτομα άνθρακα.
Διακρίνονται σε αλειφατικά, μονοκυκλικά, δικυκλικά και τρικυκλικά σε όλες τις
βαθμίδες οξείδωσης (β-καρυοφυλλένιο, γερμακρένιο D, οξείδιο του
καρυοφυλλενίου, βιριντιφλορόλη, κλπ.- Williams and Losa, 2001˙ Trombetta et al.,
2005˙ Bakkali et al., 2008˙ Máthé, 2009˙ Brenes and Roura, 2010).
Σε πολλά από τα παραπάνω συστατικά των αιθέριων ελαίων των αρωματικών
φυτών, αποδίδονται οι ιδιαίτερες βιολογικές τους δράσεις, όπως οι αντιοξειδωτικές
(Economou et al., 1991˙ Marinova and Yanishlieva, 1997˙ Stefanovits-Banyai et
al., 2003˙ Yanishlieva et al., 2006˙ Brenes and Roura, 2010˙ Diaz-Sanchez et al.,
2015), οι αντιμικροβιακές (Smith-Palmer et al., 1998˙ Helander et al., 1998˙
Hammer et al., 1999˙ Dorman and Deans, 2000˙ Chao et al., 2000˙ Burt, 2004˙
Mitsch et al., 2004˙ Kollanoor-Johny et al., 2010), η διέγερση του πεπτικού
συστήματος και η βελτίωση της πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών
(Grashorn, 2010).
Στον πίνακα 11 παρουσιάζεται συνοπτικά η επίδραση των αιθέριων ελαίων στη
φυσιολογία των ζώων.
Πίνακας 11. Επίδραση των αιθέριων ελαίων στη φυσιολογία των ζώων (Grashorn, 2010)
57
Στον πίνακα 12 συνοψίζονται τα κυριότερα πτητικά συστατικά και οι
συγκεντρώσεις τους, σε τρία από τα πιο σημαντικά αρωματικά φυτά
(δενδρολίβανο, θυμάρι, ρίγανη).
Πίνακας 12. Κυριότερα πτητικά συστατικά και οι συγκεντρώσεις τους σε τρία αρωματικά
φυτά (Burt, 2004˙ Mountzouris et al., 2009˙ Nasir and Grashorn, 2009˙ Grashorn, 2010)
θυμόλη 10-64
καρβακρόλη 2-11
Θυμάρι Φύλλα γ-τερπένιο 2-31
p-κυμένιο 10-56
καρβακρόλη <1-80
θυμόλη <1-64
Ρίγανη Φύλλα
γ-τερπένιο 2-52
p-κυμένιο <1-52
Για την παραλαβή των αιθέριων ελαίων υπάρχει ποικιλία μεθόδων όπως
απόσταξη, εκχύλιση και μηχανική παραλαβή. Η κλασσικότερη, οικονομικότερη και
πιο διαδεδομένη μέθοδος είναι η απόσταξη με υδρατμούς, που χρησιμοποιείται
συνήθως για την εμπορική παραγωγή των αιθέριων ελαίων (Burt, 2004), ενώ η
εκχύλιση με μικροκύματα (MAE: microwave assisted extraction), είναι από τις πιο
σύγχρονες.
Η χημική σύνθεση των αιθέριων ελαίων επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες,
όπως το είδος ή το υποείδος του φυτού, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο
συγκομιδής, το μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται, την εποχή του έτους, τις
κλιματικές μεταβολές και τη μέθοδο παραλαβής του ελαίου (McGimpsey et
al.,1994˙ Venskutonis,1997˙Jayaprakasha et al.,1997˙ Marino et al, 1999˙ Juliano
et al., 2000˙ Lambert et al, 2001˙ Faleiro et al., 2002˙ Burt, 2004˙ Brenes and
Roura, 2010).
Δενδρολίβανο και φασκόμηλο, από διαφορετικές γεωγραφικές τοποθεσίες και
διαφορετικούς τύπους επεξεργασίας (αποξηραμένα φυτά και αιθέρια έλαια),
έδειξαν σημαντικές διαφορές στην αντιοξειδωτική τους δράση (Wenk, 2003).
58
Τα αιθέρια έλαια που προέρχονται από φυτά, που συλλέγονται κατά τη διάρκεια ή
αμέσως μετά την ανθοφορία, εκδηλώνουν τη μεγαλύτερη αντιμικροβιακή δράση
(Marino et al, 1999˙ Burt, 2004).
Η δράση των αρωματικών φυτών και των εκχυλισμάτων τους επηρεάζεται
σημαντικά από την ποσότητα χορήγησής τους. Σε ερευνητική πειραματική εργασία
του Wenk (2003), παρατηρήθηκε ότι μικρές δόσεις προσθήκης ρίζας rhubarb
(Rheum officinale Baillon, Rheum palmatum L., και Rheum rhabarbarum L.
Οικογένεια: Polygonaceae) στο σιτηρέσιο κρεοπαραγωγών ορνίθων, προκάλεσαν
μικρή αύξηση στην κατανάλωση της τροφής, ενώ μεγαλύτερες χορηγούμενες
δόσεις εν συνεχεία, οδήγησαν σε δραματική μείωση στην κατανάλωση της τροφής.
Αντίστοιχα αποτελέσματα, είχαν καταγράψει σε ερευνητική πειραματική εργασία
και οι Wenk and Messikommer (2002), όπου προσθήκη αλεύρου από τη ρίζα του
Curcuma longa, ενός φυτού που χρησιμοποιείται συχνά στη νότια ασιατική
κουζίνα, σε ποσοστό 0,25%, στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησε την
κατανάλωση της τροφής στα ορνίθια, ενώ σε υψηλότερα επίπεδα δεν υπήρχε
διαφοροποίηση, σε σχέση με την κατανάλωση τροφής των μαρτύρων.
Σε κάθε περίπτωση, οι στρατηγικές που επιλέγονται για τη χρήση αρωματικών
φυτών, ως εναλλακτικών των αντιβιοτικών, θα πρέπει να βασίζονται, εκτός των
άλλων, στις βέλτιστες συνθήκες διαχείρισης και στέγασης των ζώων (Wenk, 2003).
Αναφορικά με τους υπόλοιπους δευτερογενείς μεταβολίτες των αρωματικών
φυτών:
τα πικρά και τα καυτερά συστατικά είναι μικρότερης σημασίας, καθώς
συμμετέχουν σε πολύ μικρές ποσότητες, τα μεν πικρά (καρνοσόλη) στο
θυμάρι και το φασκόμηλο, τα δε καυτερά στο τσίλι (καψαϊκίνη). Έχει
αποδειχθεί ότι τα πτηνά προτιμούν συστατικά με πικρή γεύση, ενώ
απορρίπτουν τα καυτερά (Grashorn, 2010),
οι φυσικές χρωστικές ύλες (ξανθοφύλλες) περιλαμβάνονται στα
περισσότερα αρωματικά φυτά, με βασικότερες τη λουτεΐνη, τη ζεαξανθίνη,
το β-καροτένιο και το λυκοπένιο (Grashorn, 2010),
οι βασικές φαινολικές ενώσεις, που περιέχονται στα αρωματικά φυτά είναι
τα φλαβονοειδή και το κιχωρικό οξύ (Panda et al, 2006˙ Nasir and
Grashorn, 2009).
59
I. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
60
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των αιθέριων ελαίων σε παθογόνα βακτήρια, έχει
αρχίσει να καταδεικνύεται και in vivo για τα πτηνά. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι
ορισμένα μείγματα των αιθέριων ελαίων, είναι αποτελεσματικά κατά του
Clostridium perfringens (Mitsch et al., 2004˙ Timbermont et al., 2009). Άλλα
μείγματα αιθέριων ελαίων, έδειξαν θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη της
οριζόντιας μετάδοσης Salmonella σε κρεοπαραγωγά ορνίθια (Amerah et al.,
2012), ενώ σε πειραματική μελέτη των Kollanoor-Johny et al. (2012), προσθήκη
trans-κινναμαλδεϋδης, βασικού συστατικού της κανέλλας (Cinnamomum
zeylandicum), στο σιτηρέσιο κρεοπαραγωγών ορνίθων, που είχαν προηγουμένως
μολυνθεί πειραματικά, με Salmonella Enteritidis, προκάλεσε μείωση των αποικιών
της.
Σε πειραματική μελέτη των Giannenas et al. (2004), σε κρεοπαραγωγά ορνίθια
που μολύνθηκαν πειραματικά με κοκκίδια του είδους Eimeria tenella, καταδείχθηκε
ότι η προσθήκη της ρίγανης στο σιτηρέσιό τους, παρείχε προστασία έναντι της
μόλυνσής τους από το εν λόγω είδος κοκκιδίων, ενώ σε πειραματική μελέτη των
Galamatis et al. (2008), προέκυψε ότι η χρησιμοποίηση αιθέριων εκχυλισμάτων
της ρίγανης στη διατροφή κρεοπαραγωγών ορνιθιών, σε αντικατάσταση
αντιβιοτικών και αντικοκκιδιακών σκευασμάτων, δεν προκάλεσε καμία δυσμενή
επίδραση στα παραγωγικά χαρακτηριστικά και στην ποιότητα του σφαγίου των
πουλερικών.
Στον πίνακα 13 δίνονται συγκεντρωτικά στοιχεία διαφόρων μελετών που αφορούν
στη χρήση αρωματικών φυτών, ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών, στην
πτηνοτροφία και στις κύριες επιδράσεις τους, στις αποδόσεις των πτηνών.
61
Πίνακας 13. Επίδραση αρωματικών φυτών, ως πρόσθετες ύλες ζωοτροφών στις
αποδόσεις των πουλερικών (Franz et al., 2010˙ Bozkurt et al., 2014˙ Diaz-Sanchez et al.,
2015)
Γαλοπούλες
Bampidis et al.,
Ρίγανη 1,25 -5 +2
2005
Bampidis et al.,
Ρίγανη 2,5 -6 +1
2005
Σύμφωνα με τον Wenk (2003), η κύρια δράση των αρωματικών φυτών αφορά στο
πεπτικό σύστημα των μονογαστρικών ζώων. Αρχικά συνδέεται με τη βελτίωση της
ευληπτότητας της τροφής, που οδηγεί στη μεταβολή της συχνότητας πρόσληψης
της τροφής, της έκκρισης των πεπτικών υγρών και τελικά στη συνολική
κατανάλωση της τροφής.
Τα αρωματικά φυτά, με τη δράση των συστατικών τους, έχει αποδειχθεί ότι
επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου, σταθεροποιούν τη μικροβιακή χλωρίδα
του εντέρου ή/ και αυξάνουν τη δράση των πεπτικών ενζύμων (θρυψίνη, αμυλάση,
κλπ), με αποτέλεσμα την καλύτερη απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών της
τροφής και τη βελτίωση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των πτηνών (Lee
et al, 2003 ˙Jang et al, 2004˙ Franz et al., 2010).
62
Ο βασικός μηχανισμός δράσης των αρωματικών φυτών, ως αυξητικών
παραγόντων, αποδίδεται στην αναστολή της ανάπτυξης επιβλαβών
μικροοργανισμών, εντός της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας, στο γαστρεντερικό
σωλήνα (Hammer et al., 1999˙ Lopez et al., 2005˙ Hyldgaard et al., 2012) και στην
αύξηση της δραστηριότητας των οργάνων της πέψης, π.χ. πάγκρεας, λεπτό
έντερο (Jang et al., 2004).
Ένας άλλος μηχανισμός δράσεων των αρωματικών φυτών, που τα καθιστά
αυξητικούς παράγοντες, σχετίζεται με τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες (Faix et al.,
2009˙ Zhang et al., 2009), που ενισχύουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα (Rahimi
et al., 2011˙ Hashemipour et al., 2013), διεγείροντας έμμεσα την ανάπτυξή τους.
Λόγω της ποικίλης και ευμετάβλητης σύνθεσης των αιθέριων ελαίων, είναι
δύσκολο να προσδιοριστεί ο μηχανισμός της αντιμικροβιακής τους δράσης.
Ερευνητές αποδίδουν την αντιμικροβιακή τους δράση, στο γεγονός ότι είναι
λιπόφιλα (Greathead, 2003˙ Applegate et al., 2010) και έτσι είναι σε θέση να
καταστείλουν τα παθογόνα βακτήρια, διεισδύοντας εντός του κυττάρου ή
αποσυνθέτοντας την κυτταρική μεμβράνη των μικροβίων (Applegate et al., 2010),
ή κατά άλλους, επηρεάζοντας τη διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών των
μικροοργανισμών σε κατιόντα, όπως για παράδειγμα κάλιο, με αποτέλεσμα τη
διαταραχή της οσμωτικής πίεσης των κυττάρων, η οποία προκαλεί δομικές
αλλοιώσεις του κυτταρικού τους τοιχώματος (Ultee et al., 1999˙ Lambert et al.,
2001˙ Franz et al., 2010˙ Hyldgaard et al., 2012). Τέλος, έχει αναφερθεί και ο
μηχανισμός της προώθησης της ανάπτυξης των ευεργετικών βακτηρίων, όπως
είναι τα Bifidobacterium spp. και Lactobacillus spp. (Vidanarachchi et al., 2005˙
Windisch and Kroismayr, 2007˙ Di Pasqua et al., 2007˙ Ouwehand et al., 2010).
Πειραματική μελέτη και ιστολογική εξέταση των Jamroz et al. (2006), σε
κρεοπαραγωγά ορνίθια, κατέδειξε ότι η προσθήκη αρωματικών φυτών στο
σιτηρέσιο των ορνίθων, αυξάνει την έκκριση βλέννας στο έντερο, η οποία
προστατεύει την επιφάνεια των λαχνών από την προσκόλληση παθογόνων
μικροοργανισμών (Escherichia coli, Clostridium perfringens κλπ.) και διεγείρει τον
πολλαπλασιασμό και την ανάπτυξη των απορροφητικών κυττάρων στο έντερο, με
αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος των λάχνων και να μειώνεται το βάθος των
κρυπτών, του βλεννογόνου του.
63
II. ΤΟ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟ (Salvia officinalis L.) ΩΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΦΥΤΟ
Συστηματική Κατάταξη
Βασίλειο: Plantae
Υποβασίλειο: Tracheobionta
Υπερδιαίρεση: Spermatophyta
Διαίρεση: Magnoliophyta
Κλάση: Magnoliopsida
Υποκλάση: Asteridae
Τάξη: Lamiales
Οικογένεια: Lamiaceae
Γένος: Salvia
64
Τα φυτά από την οικογένεια Labiatae, σύμφωνα με τους Windisch et al. (2008),
παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μεταξύ των αρωματικών φυτών, που
φέρουν συστατικά με ιδιαίτερη αντιοξειδωτική και αντιμικροβιακή δράση, ενώ οι
Bozkurt et al. (2014) ξεχωρίζουν το θυμάρι, τη ρίγανη, το φασκόμηλο και το
δενδρολίβανο, ως τους βασικότερους εκπροσώπους της.
Το γένος Salvia περιλαμβάνει περίπου 900 είδη ποωδών και ξυλωδών φυτών,
που είναι ιθαγενή των εύκρατων και τροπικών περιοχών της γης και ιδιαίτερα του
Νέου Κόσμου. Είναι φυτά με φύλλα ακέραια ή διαιρεμένα, ανάλογα με το είδος, τα
οποία διατάσσονται αντίθετα. Τα άνθη τους είναι συνήθως κόκκινα, μωβ ή μπλε
και διατάσσονται σε μασχαλιαίους σπονδύλους (Λάζαρη, 2005).
Στην Ελλάδα έχουν εντοπισθεί 24 αυτοφυή είδη φασκόμηλου (Pappa, 2001),
κοινώς γνωστά ως αγριοσφακιά, αλισφακιά, μηλοσφακιά, φασκομηλιά, σπατζιά,
χαχομηλιά (Davis, 1982). Σημαντικότερα από αυτά είναι η Salvia glutinosa, η
Salvia horminum, η Salvia pomifera, η Salvia sclarea , η Salvia triloba ή fruticosa,
κλπ. (Λάζαρη, 2005).
Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά είναι γνωστό και με τα ονόματα: ελελίσφακος ο
φαρμακευτικός, φασκομηλιά, αλησφακιά, χαμοσφακιά, ενώ στην Κύπρο το
αποκαλούν «σπατσιά» (Σταύρου, 2008). Στο διεθνές εμπόριο είναι γνωστό ως
“Dalmatian or garden sage” (E.F.S.A., 2005), στην αγγλική και γαλλική γλώσσα
sage, στη γερμανική garten-salbei ή edel-salbei (Vogl-lukasser and Vogl, 2004),
στο Ανατολικό Τιρόλο της Αυστρίας στην τοπική διάλεκτο αποκαλείται “solvn”
(Vogl-lukasser and Vogl, 2004), ενώ οι Γάλλοι το αποκαλούν, “thé de grece”
(Σταύρου, 2008).
Η Salvia officinalis L. είναι πολυετές θαμνόμορφο φυτό, με πολυάριθμα
ανορθωμένα κλαδιά, ύψους 0,30- 0,50m, με έντονη αρωματική οσμή, το οποίο
απαντά σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σε χέρσους, ξηρούς και πετρώδεις
τόπους. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή ή επιμήκη, ρυτιδωμένα, παχιά
λευκοπράσινου χρώματος, λεπτώς οδοντωτά. Τα κατώτερα φέρουν αρκετά
ανεπτυγμένο ποδίσκο, ενώ τα ανώτερα δεν έχουν ποδίσκο και είναι οξύληκτα. Τα
άνθη φύονται σε σπονδύλους ανά 3-6 και ανθίζουν από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο.
Πολλοί το θεωρούν το ίδιο με το τσάι του βουνού (Sideritis L.), αλλά το λάθος είναι
μεγάλο και σημαντικό, διότι οι ιδιότητές τους διαφέρουν, όπως άλλωστε και η
γεύση τους. Καλλιεργείται ως φυτό φαρμακευτικό και ως καρυκευματικό, ενώ μια
ποικιλία με ποικιλόχρωμα άνθη, καλλιεργείται ως καλλωπιστικό (Λάζαρη, 2005).
65
Β) Καλλιέργεια
66
Γ) Αιθέριο έλαιο- Δράσεις
Η απόδοση και η σύσταση του αιθέριου ελαίου της Salvia officinalis L. παρουσιάζει
μεγάλες διακυμάνσεις, ανάλογα με την προέλευση του φυτικού υλικού. Η απόδοση
σε αιθέριο έλαιο του αυτοφυούς φυτού κυμαίνεται περίπου στο 2,39 (% όγκος/
ξηρό βάρος σε 100g), χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις σε φυτά που
αναπτύχθηκαν με ανόργανη θρέψη ή οργανική λίπανση (2,41% και 2,55%
αντίστοιχα- Λάζαρη, 2011), ενώ, σύμφωνα με το Χασιώτη (2005), η συλλογή και
απόσταξη φρέσκου φυτικού υλικού, μπορεί να δώσει μέχρι και 1,9% αιθέριου
ελαίου.
Η σύνθεση των χημικών συστατικών του φασκόμηλου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη
(Roman et al., 2009), έχει διερευνηθεί σε διάφορες χώρες (Böszörmenyi et al.,
2009) και τα αιθέρια έλαιά του χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες, ανάλογα με την
ποσότητά τους σε κύρια συστατικά:
καμφορά > α - θουγιόνη > 1,8 - κινεόλη > β- θουγιόνη
καμφορά > α - θουγιόνη > β- θουγιόνη > 1,8- κινεόλη
β- θουγιόνη > καμφορά > 1,8 - κινεόλη > α- θουγιόνη
1,8 - κινεόλη > καμφορά > α - θουγιόνη > β- θουγιόνη
α - θουγιόνη > καμφορά > β- θουγιόνη > 1,8- κινεόλη
Το πρότυπο ISO 9909:1997, για τη βασική χημική σύνθεση του αιθέριου ελαίου
της Salvia officinalis L., ορίζει τα εξής: α- θουγιόνη 18 έως 43%˙ β- θουγιόνη 3 έως
8,5 %˙ καμφορά 4,5 έως 24,5 %˙1,8 - κινεόλη 5,5 έως 13%˙ a- humulene 0-12%˙ α
- πινένιο 1 έως 6,5 %˙ Camphene 1,5-7%˙ λιμονένιο 0,5-3,%˙ λιναλοόλη και οι
εστέρες της <1% και βορνύλιο <2,5%.
Στον πίνακα 14 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα, ποιοτικής και ποσοτικής
ανάλυσης πτητικών συστατικών της Salvia officinalis L. διαφόρων ερευνών, στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες.
67
Πίνακας 14. Χημική σύνθεση (%) των αιθέριων ελαίων της Salvia officinalis L. στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες
Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (European Food Safety
Authority- EFSA) σε μελέτη της για την αξιολόγηση της ασφάλειας των
αρωματικών φυτών και των εκχυλισμάτων τους, συνέταξε μονογραφίες για 42
επιλεγμένα φυτά, που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα ζωοτροφών, μεταξύ των
οποίων και για τη Salvia officinalis L. (EFSA, 2005).
Στην εν λόγω μελέτη, που συνόψισε ευρήματα πειραματικών δεδομένων,
αναφέρεται ότι η Salvia officinalis L., μεταξύ άλλων, εμφανίζει αντιμικροβιακή
δράση (έναντι Staphylococcus aureus, Escherichia coli κλπ.), που αποδίδεται στο
μονοτερπένιο θουγιόνη (EFSA,2005).
Σε in vitro αξιολόγηση αιθέριων ελαίων Salvia officinalis L., διαπιστώθηκε η
αντιμικροβιακή τους δράση, σε ένα ευρύ φάσμα gram-θετικών και gram-αρνητικών
βακτηρίων (Burt, 2004˙ De Martino et al., 2009). Σύμφωνα με τους Marino et al.
(2001), η αντιμικροβιακή δράση της Salvia officinalis L. οφείλεται στη χημική
σύσταση των αιθέριων ελαίων της και τις συνέργειες που αναπτύσσουν, τα
συστατικά που βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά, με τα συστατικά που βρίσκονται σε
χαμηλότερα ποσοστά, στη σύνθεση τους. Ωστόσο, σε in vitro πειραματισμό των
Miguel et al. (2011) αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L., πλούσια σε 1,8-κινεόλη,
α-πινένιο και καμφορά, έδειξαν πολύ ασθενή αντιμικροβιακή δράση.
Σε πειραματική διερεύνηση αντιοξειδωτικών ιδιοτήτων σε 12 αρωματικά φυτά των
Miliauskasa et al. (2004), ως φυτό αναφοράς χρησιμοποιήθηκε η Salvia officinalis
L, λόγω της καλά τεκμηριωμένης αντιοξειδωτικής της δράσης.
Η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L., αποδίδεται στο
ροσμαρινικό οξύ (EFSA, 2005˙ Lamaison et al., 1991˙ Cuvelier et al., 1996), ενώ
68
σύμφωνα με άλλους ερευνητές η αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L.
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορα φαινολικά συστατικά, όπως η καρνοσόλη
(φαινολικό διτερπένιο- Wang et al., 2000˙ Pizzale et al., 2002). Ωστόσο, άλλες
μελέτες σχετικά με το φασκόμηλο, αποκάλυψαν την παρουσία και άλλων ενώσεων
με αντιοξειδωτική δράση, όπως τερπενοειδή, φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα (Lu
and Yeap Foo, 2001), ενώ σε αντίστοιχο in vitro πειραματισμό των Miguel et al.
(2011) αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L., πλούσια σε 1,8-κινεόλη, α-πινένιο και
καμφορά, παρουσίασαν αντιοξειδωτική ικανότητα.
Με βάση τη σύνοψη ερευνητικών δεδομένων, από πειράματα σε διάφορα είδη
ζώων, η Salvia officinalis L. παρουσιάζει αντιική, αντιυπερτασική, αντιεκκριτική
(ιδρώτας), καθώς και σπασμολυτική δράση (EFSA, 2005).
Σε in vitro πειράματα, τα αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L. εμφάνισαν
βακτηριοκτόνες ιδιότητες (EFSA, 2005), όταν δοκιμάστηκαν κατά gram-θετικών και
gram-αρνητικών βακτηρίων, αλλά και μυκητοκτόνες ιδιότητες, π.χ. Candida
albicans (EFSA, 2005˙ Pinto et al., 2007).
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, δεν έχουν
αναφερθεί για τα ζώα τοξικές επιδράσεις της Salvia officinalis L. σε περίπτωση
υπερδοσολογίας, ενώ για τις όρνιθες η συνιστώμενη ημερήσια δόση φύλλων
Salvia officinalis L. είναι 1,0- 2,0g ανά πτηνό (EFSA, 2005).
Στην περίπτωση ανθρώπινης κατανάλωσης αιθέριων ελαίων ή φυτού Salvia
officinalis L. (αφέψημα, μαγειρική, φαρμακευτικό σκεύασμα, κλπ.), συνίσταται
λελογισμένη χρήση και συγκεκριμένες δοσολογίες (E.Me.A, 2010), λόγω της
τοξικότητας της α-θουγιόνης (Höld et al., 2000) και της καμφοράς (Chen et al.,
2013).
69
τη συγκέντρωση του λινολεϊκού οξέος στη κυτταροπλασματική μεμβράνη των
σπερματοζωαρίων. Το έλαιο χρησιμοποιήθηκε σε διαφορετικές δοσολογίες των
110, 210, 320, ή 420mg/ kg. Διαπιστώθηκε ότι χορηγώντας δόση μεγαλύτερη των
210mg/ kg, προκαλούσε μείωση του όγκου του σπέρματος. Ωστόσο, όλες οι
επεμβάσεις προκάλεσαν αύξηση των επιπέδων τεστοστερόνης σε σχέση με την
ομάδα μάρτυρα.
Επίσης, σε πειραματική διερεύνηση της προσθήκης αιθέριου ελαίου Salvia
officinalis L. σε νεοσσούς, που μολύνθηκαν πειραματικά με Salmonella enteritidis,
βρέθηκε πως η προσθήκη της Salvia officinalis L. μείωσε σημαντικά τα επίπεδα
των ηπατικών ενζύμων ALT και ALP, καθώς και τα επίπεδα γλυκόζης και
χολερυθρίνης, σε διάστημα 4 ημερών μετά τη μόλυνση. Παράλληλα, μειώθηκε
σημαντικά ο πληθυσμός της Salmonella enteritidis στο ήπαρ, στη σπλήνα και στα
τυφλά έντερα, σε δειγματοληψίες κατά την 4η και 18η μέρα μετά την μόλυνση
(Piesova et al., 2012).
Οι Čapkovičová et al. (2014) σε πειραματική ερευνητική εργασία τους,
προκειμένου να προσδιορίσουν το μηχανισμό δράσης της Salvia officinalis L. στο
πεπτικό σύστημα την πτηνών, ειδικότερα δε την επίδρασή της στο βλεννογόνο του
εντέρου και στα καλαθιοειδή κύτταρα (goblet cells), που είναι υπεύθυνα για την
παραγωγή βλεννίνης, χορήγησαν σε νεοσσούς ημέρας αιθέριο έλαιο Salvia
officinalis L. σε συγκεντρώσεις 0,01%, 0,025%, 0,05% και 0,1%, στο βασικό τους
σιτηρέσιο. Η χορήγηση σιτηρεσίου με αιθέριο έλαιο Salvia officinalis L.
συγκέντρωσης 0,05% προκάλεσε αύξηση του πάχους του βλεννογόνου στο
δωδεκαδάχτυλο, καθώς και του αριθμού των καλαθιοειδών κυττάρων, που
παράγουν όξινη και ουδέτερη βλεννίνη στον ειλεό, ενώ μειώθηκαν στο
δωδεκαδάχτυλο και στη νήστιδα, σε σχέση με την ομάδα μάρτυρας. Σύμφωνα με
τους Čapkovičová et al. (2014) η πάχυνση του βλεννογόνου, στην περίπτωση
αυτή, πιθανόν οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή βλεννίνης.
Σε πειραματική μελέτη σε κρεοπαραγωγά ορνίθια, βρέθηκε πως η χορήγηση
αιθέριου ελαίου Salvia officinalis L. ενίσχυσε σημαντικά, την Μέση Ημερήσια
Αύξηση (Μ.Η.Α.) των ορνιθίων, κατά τις περιόδους της ανάπτυξης και πάχυνσης
και αύξησε τις ολικές πρωτεΐνες στο αίμα τους την 29η μέρα, ενώ αύξησε
σημαντικά την πολλαπλασιαστική δραστηριότητα των εντεροκυττάρων των
λαχνών στο δωδεκαδάχτυλο, κατά την τελική φάση της πάχυνσης (Levkut et al.,
2010).
70
Τέλος, σε πείραμα με κρεοπαραγωγά ορνίθια, η προσθήκη στο σιτηρέσιο 0,05%
αιθέριου ελαίου Salvia officinalis L. μείωσε σημαντικά κάποιες παραμέτρους που
σχετίζονται με το οξειδωτικό stress. Συγκεκριμένα, μείωσε τη συγκέντρωση της
σουπεροξειδικής δισμουτάσης στα ερυθροκύτταρα. Επίσης, η εν λόγω προσθήκη
αύξησε τη δραστηριότητα της υπεροξειδάσης του γλουταθείου στο ήπαρ και στο
βλεννογόνο του δωδεκαδαχτύλου. Παράλληλα, μείωσε σημαντικά και τα επίπεδα
της μηλονικής διαλδεΰδης στο νεφρό (Ryzner et al., 2013).
E) Θεσμικό πλαίσιο κυκλοφορίας της Salvia officinalis L. στην αγορά της Ε.Ε.
71
στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϊόντων αρωματικών φυτών που
προορίζονται για πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, με σκοπό τη βελτίωση της υγείας,
της ευζωίας και της παραγωγικότητας των εκτρεφόμενων ζώων, αλλά και της
ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων, μέσω των όποιων φαρμακευτικών
ιδιοτήτων φέρουν (αντιμικροβιακή, αντιοξειδωτική κλπ.), γίνεται ανεπίσημα.
Το γεγονός αυτό επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των
Τροφίμων σε δήλωσή της, στο πλαίσιο οδηγιών που εξέδωσε για την καθοδήγηση
των ενδιαφερομένων για έκδοση άδειας κυκλοφορίας αρωματικών φυτών ως
αρτυματικών πρόσθετων υλών ζωοτροφών (EFSA, 2009, 2010), όπου και
περιγράφει τα βήματα, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που απαιτούνται από
Καν.ΕΚ429/2008 της Ε.Ε..
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι πάρα πολύ αυστηρές και φέρουν ως βασικό
προαπαιτούμενο τεκμηρίωσης ερευνητικές εργασίες και πειραματισμούς, σχετικά
με την ωφέλεια ή τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει η προσθήκη προϊόντος
αρωματικού φυτού, ως αρτυματικής πρόσθετης ύλης ζωοτροφών, γεγονός που
σύμφωνα με την EFSA (EFSA, 2009, 2010), συχνά εξαρτάται από το ύψος της
δόσης.
Ομοίως αυστηρές προϋποθέσεις τίθενται και για την αδειοδότηση της κυκλοφορίας
στην αγορά ενζύμων και μικροοργανισμών, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν
ως ζωοτεχνικές πρόσθετες ύλες, επίσης με βασικό προαπαιτούμενο τεκμηρίωσης
ερευνητικές εργασίες και πειραματισμούς, σχετικά με την ωφέλεια ή τη βλάβη που
μπορεί να προκαλέσει η προσθήκη τους ως πρόσθετη ύλη ζωοτροφών.
72
ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
73
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις τους και στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής, όπου γίνεται αναλυτική
περιγραφή των υλικών και των μεθόδων που χρησιμοποιηθήκαν στο σύνολο των
πειραματισμών, παρουσιάζονται τα αποτελέσματά τους, πραγματοποιείται
συζήτηση επί αυτών, συνάγονται τα συμπεράσματα και τίθενται συγκεκριμένες
προτάσεις.
74
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
75
Ι. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΤΡΟΦΗΣ - ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Τα διαχειριστικά πρότυπα για την εκτροφή, και για τους δύο πειραματισμούς,
ακολούθησαν τις προδιαγραφές των Κανονισμών ΕΟΚ 2092/91 και ΕΟΚ 1804/99.
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
α) Ορνιθώνας
76
δηλαδή συνολικού εμβαδού 21,6m2. Στον εν λόγω χώρο τοποθετήθηκαν οι σάκοι
αποθήκευσης των ζωοτροφών, καθώς και τα σκεύη για τη συλλογή των αυγών.
Επίσης στον εν λόγω χώρο τοποθετούνταν, ανάλογα με τις ανάγκες του
πειραματισμού, έδρα (τραπέζι μεσαίου μεγέθους) για τη διενέργεια διαφόρων
χειρισμών (τοποθέτηση ζυγού για ζύγιση ορνίθων ή σιτηρεσίου, αιμοληψίες κλπ.).
Στον ορνιθώνα είχε εξασφαλιστεί ο κατάλληλος φωτισμός σε κάθε διαμέρισμα.
Ακολουθήθηκε το ενδεδειγμένο πρόγραμμα φωτισμού (οκτάωρη τουλάχιστον συνεχής
νυκτερινή περίοδος ανάπαυσης, χωρίς τεχνητό φωτισμό και συμπλήρωση με
τεχνητά μέσα, για να εξασφαλίζεται φωτισμός επί 16 ώρες ημερησίως).
Στο εσωτερικό κάθε διαμερίσματος τοποθετήθηκαν κωνικές ταΐστρες, ποτίστρες
και φωλιές ωοτοκίας. Ο αριθμός των πτηνοτροφικών σκευών ήταν επαρκής, για
τον αριθμό των πτηνών που εγκαταστάθηκαν, σε κάθε διαμέρισμα του ορνιθώνα.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε διαμέρισμα που προέκυψε από το διαχωρισμό με
πλαστικό πλέγμα, εξοπλίστηκε με μια φωλιά ωοτοκίας 8 θέσεων, (1 θέση ανά 3
όρνιθες) μια κωνική ταΐστρα χωρητικότητας 25kg και μια αυτόματη κρεμαστή
ποτίστρα διαμέτρου 38cm (Εικόνα 3).
Εικόνα 3. Εξωτερική άποψη και εσωτερικοί χώροι του ορνιθώνα της βιολογικής εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων που διαμορφώθηκε ειδικά για τις ανάγκες των πειραματισμών
77
β) Υπαίθριος χώρος
Οι όρνιθες από όλες τις υποομάδες είχαν συνεχή πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο
άσκησης, όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και τουλάχιστον κατά τη
διάρκεια του ενός τρίτου της ζωής τους, διαμέσου των πλευρικών ανοιγμάτων που
υπήρχαν στα επιμέρους διαμερίσματα του ορνιθώνα. Το κάθε πλευρικό άνοιγμα
συνδέονταν με τον υπαίθριο χώρο με μεταλλική, σχαρωτή ράμπα μήκους 1,5m
(Εικόνα 4).
Εικόνα 4. Εξωτερική άποψη, πλευρικά ανοίγματα και ράμπες πρόσβασης από τον
ορνιθώνα στον υπαίθριο χώρο, της βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, που
διαμορφώθηκε ειδικά για τις ανάγκες των πειραματισμών
Η συνολική έκταση του υπαίθριου χώρου ήταν 12x70m, (συνολικό εμβαδόν 840
m2) ενώ και αυτός διαιρέθηκε, με πλαστική περίφραξη ύψους 2,5m, ισομερώς σε
έξι μακρόστενους επί μέρους χώρους (εμβαδόν 140m2 για τον κάθε χώρο), σε
αντιστοιχία με κάθε διαμέρισμα.
Ο υπαίθριος χώρος άσκησης καλύπτονταν με αυτοφυή βλάστηση, ενώ πέριξ του
υπαίθριου χώρου κατασκευάστηκε κατάλληλη περίφραξη, που διασφάλιζε
αποτελεσματικά την προστασία των πτηνών.
Σε κάθε επί μέρους υπαίθριο χώρο τοποθετήθηκε κυκλική ποτίστρα, ώστε να
υπάρχει διαθέσιμο νερό κατά την άσκηση των ορνίθων, καθώς και μεταλλικά
στέγαστρα για την προστασία των πτηνών, ενώ φυσική προστασία- κυρίως από
τον ήλιο- παρείχαν στα πτηνά πυκνόφυλλα ελαιόδεντρα, που ήταν διάσπαρτα στο
σύνολο της έκτασης του υπαίθριου χώρου. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν 3-4
ελαιόδεντρα σε κάθε επί μέρους χώρο. Άποψη του υπαίθριου χώρου εκτροφής
δίνεται στην εικόνα 5.
78
Εικόνα 5. Υπαίθριος χώρος: σκέπαστρο, ποτίστρα και ελαιόδεντρα
79
3Σχ.Υγρ. 4 (Σχ.Υγρ.
μ.μην.= μ.ημ(1)+ Σχ.Υγρ.μ.ημ(2)+ Σχ.Υγρ.μ.ημ(3)+,……..,+
Σχ.Υγρ.μ.ημ(n))/ 5n
δ) Μέτρα Βιοασφάλειας
80
ώστε να κατανοεί και να ακολουθεί πιστά όλα τα απαραίτητα μέτρα και τις
οδηγίες βιοπροστασίας.
Το νερό που χρησιμοποιήθηκε ήταν πόσιμο, από το δίκτυο ύδρευσης της
περιοχής.
στ) Διατροφή
82
Πίνακας 15. Σύνθεση και χημική σύσταση του σιτηρεσίου που χορηγήθηκε στις βιολογικά
εκτρεφόμενες αυγοπαραγωγές όρνιθες του πειραματισμού
Σύνθεση (kg)
Ομάδα
Πρώτες ύλες Μ Α Β
Αραβόσιτος 518 510 505
Σογιάλευρο (44%) 238 240 242
Κριθάρι 100 98 93
Μαρμαρόσκονη 104,4 104,4 104,4
Φωσφορικό μονοασβέστιο 9,5 9,5 9,5
Μεθειονίνη 1,5 1,5 1,5
Χολίνη 0,5 0,5 0,5
Πρόμειγμα Βιτ.- Ιχνοστ.1 2 2 2
Σογιέλαιο 22 25 28
Φασκόμηλο 0 5 10
Ανθρακικό νάτριο 2,3 2,3 2,3
Αλάτι 1,8 1,8 1,8
ΣΥΝΟΛΟ 1000 1000 1000
1
Το πρόμιγμα βιταμινών και ιχνοστοιχείων προσέφερε ανά κιλό σιτηρεσίου 10.000. I.U. βιταμίνη Α,
2.500. I.U βιταμίνη D3, 30mg βιταμίνης Ε, 4mg βιταμίνη Κ3, 1mg βιταμίνη Β1, 5mg βιταμίνη Β2,
3mg βιταμίνη Β6, 0,02mg βιταμίνη Β12, 30mg νικοτινικού οξέος, 10mg παντοθενικού οξέος, 1mg
φολικό οξύ, 0,05mg βιοτίνη, 10mg βιταμίνη C, 400mg χολίνη, 120mg μαγγάνιο (οξείδιο), 100mg
ψευδάργυρος (οξείδιο), 25mg σίδηρος (θειϊκός), 10mg χαλκός, 1mg ιώδιο (ιωδιούχο κάλιο), 0,30mg
σελήνιο (σεληνιώδες Na), 0,20mg κοβάλτιο (ανθρακικό).
83
προϊόν της άλεσης ενσωματώθηκε στα επί μέρους σιτηρέσια, στις παραπάνω
αναφερόμενες αναλογίες.
Η ανάλυση των δειγμάτων των φυτών της Salvia officinallis L. πραγματοποιήθηκε
στο Εργαστήριο Φαρμακογνωσίας, του Τμήματος Φαρμακευτικής του Α.Π.Θ.,
σύμφωνα με την παρακάτω μεθοδολογία:
84
υδρογονανθράκων (C9-C25). Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγινε
συγχρωματογράφηση με πρότυπες ενώσεις.
Στον πίνακα 16 δίνεται η χημική σύσταση (%) του αιθερίου ελαίου του αρωματικού
φυτού Salvia officinallis L. (φασκόμηλο).
Το καλλιεργούμενο φασκόμηλο είχε 2,37% απόδοση σε αιθέριο έλαιο με κύρια
συστατικά τα εξής:
- cis- ή α-θουγιόνη (33,80%)
- trans- ή β-θουγιόνη (6,97%),
- 1,8-κινεόλη ή ευκαλυπτόλη (11,61%) και
- καμφορά (24,54%).
Συνολικά, ταυτοποιήθηκε το 98,95% των συστατικών του αιθερίου ελαίου και
προσδιορίστηκαν 36 ενώσεις.
85
Πίνακας 16. Χημική Σύσταση (%) του αιθερίου ελαίου του αρωματικού φυτού Salvia
officinallis L.
Ενώσεις Aiα Lot # 34796 Ταυτοποίησηβ
1 Tricyclene 920 tr AI, MS
2 Α-Thujene 926 tr AI, MS
3 Α-Pinene 932 2.47 AI, MS, Co-GC
4 Camphene 946 2.46 AI, MS
5 Β-Pinene 974 1.04 AI, MS, Co-GC
6 Β-Myrcene 992 0.64 AI, MS, Co-GC
7 Α-Phellandrene 1004 0.06 AI, MS
8 Α-Terpinene 1016 0.11 AI, MS
9 p-Cymene 1024 0.51 AI, MS, Co-GC
10 Limonene 1028 1.54 AI, MS
11 1,8-Cineol (Eucalyptol) 1030 11.61 AI, MS, Co-GC
12 Γ-Terpinene 1059 0.17 AI, MS
13 trans-Linalool oxide (furanoid) 1073 tr AI, MS
14 Terpinolene 1088 0.19 AI, MS
15 Linalool 1100 0.34 AI, MS, Co-GC
16 Α-Thujone 1104 33.80 AI, MS
17 Β-Thujone 1116 6.97 AI, MS
18 Α-Campholenal 1126 tr AI, MS
19 Isothujol 1135 0.09 AI, MS
20 cis-Sabinol 1140 0.07 AI, MS
21 Camphor 1143 24.54 AI, MS
22 Neoisothujol 1150 0.07 AI, MS
23 trans-Pinocamphone 1161 0.10 AI, MS
24 Borneol 1165 2.93 AI, MS, Co-GC
25 Menthol 1173 0.08 AI, MS
26 Terpinen-4-ol 1177 0.56 AI, MS, Co-GC
27 p-Cymen-8-ol 1186 0.08 AI, MS
28 Α-Terpineol 1191 0.28 AI, MS
29 Myrtenol 1197 0.14 AI, MS
30 Isobornyl acetate 1286 1.73 AI, MS
31 trans-Pinocarvyl acetate 1294 0.23 AI, MS
32 Β-Caryophyllene 1421 0.39 AI, MS, Co-GC
33 Α-Caryophyllene 1455 1.34 AI, MS, Co-GC
34 Caryophyllene oxide 1586 0.20 AI, MS, Co-GC
35 Viridiflorol 1594 3.07 AI, MS
36 Humulene epoxide 1612 0.96 AI, MS
Σύνολο 98,95
Ποσοστό αιθερίου ελαίου
2,37
[ml/100 g (ξηρού βάρους)]
α
Στήλη HP-5MS. β Μέθοδος Ταυτοποίησης: AΙ= Arithmetic index, MS=Φάσμα μάζης, Co-
GC= συγχρωματογράφηση με πρότυπη ουσία. tr= Ίχνη, συγκεντρώσεις <0,05
86
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
α) Ορνιθώνας
β) Υπαίθριος χώρος
Στον ίδιο υπαίθριο χώρο με τον πρώτο πειραματισμό διεξήχθη και ο δεύτερος,
χωρίς να προηγηθεί κάποια παρέμβαση, μετά τη λήξη του πρώτου πειραματισμού.
δ) Μέτρα Βιοασφάλειας
Λήφθηκαν όλα τα μέτρα βιοασφάλειας, που είχαν ληφθεί και κατά τον πρώτο
πειραματισμό.
87
ε) Ζωικό υλικό - Ομάδες του πειραματισμού
Η τυχαία κατανομή (με κλήρωση) των υποομάδων ανά διαμέρισμα είχε ως εξής:
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 1 2 3 4 5 6
ΥΠΟΟΜΑΔΑ Μ1 Β1 Μ2 Α2 Β2 Α1
88
στ) Διατροφή
89
II. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
α) Αποδόσεις ορνίθων
Οι όρνιθες ζυγίστηκαν ατομικά με ηλεκτρονικό ζυγό ακριβείας των 5g, την πρώτη
ημέρα (έναρξη) του πειραματισμού (21/07/2008), με βάση την αρχική- τυχαία
κατανομή τους στα επί μέρους διαμερίσματα. Η ζύγιση (ατομική) των ορνίθων,
επαναλήφθηκε την 8η (μέσο) και τη 16η εβδομάδα (λήξη) του πειραματισμού.
2. Κατανάλωση τροφής
Για τον προσδιορισμό του Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής, λήφθησαν υπόψη η
κατανάλωση της τροφής και η μάζα του αυγού των ορνίθων, ανά δύο εβδομάδες.
Η κατανάλωση της τροφής προσδιορίστηκε σύμφωνα με την προαναφερόμενη (2)
διαδικασία, ενώ η μάζα του αυγού υπολογίστηκε ως το γινόμενο του βάρους των
αυγών, επί το ποσοστό ωοτοκίας, ανά δύο εβδομάδες του πειραματισμού.
Ο υπολογισμός του Δ.Μ.Τ. έγινε με βάση τον τύπο:
91
5. Προσδιορισμός Θνησιμότητας
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις
Οι δείκτες υγείας των ορνίθων που αξιολογήθηκαν για τις ανάγκες του πρώτου
πειραματισμού αφορούσαν στην ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella
spp. και Campylobacter spp., σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων των
αυγοπαραγωγών ορνίθων του πειραματισμού. Η λήψη του περιεχομένου του
τυφλού εντέρου πραγματοποιήθηκε τη δεύτερη, δωδέκατη και δέκατη-έκτη
εβδομάδα του πειραματισμού. Πιο συγκεκριμένα, θανατώθηκαν, μετά από τυχαία
επιλογή κλινικά υγιών ορνίθων, μία (1) όρνιθα από κάθε υποομάδα τη δεύτερη και
δωδέκατη εβδομάδα του πειραματισμού (συνολικά 12 όρνιθες) και δύο (2) όρνιθες
τη δέκατη-έκτη. Ακολουθούσε νεκροτομή και λήψη του περιεχομένου του τυφλού
εντέρου. Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας και
Λοιμωδών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. σύμφωνα με τα
παρακάτω αναλυτικά πρωτόκολλα.
92
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη διενέργεια όλων των παρακάτω χειρισμών, δεν
απαιτούνται ειδικά μέτρα προφύλαξης, πλην των μέτρων αυτών, που
εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια διενέργειας αναλύσεων.
93
στο XLD άγαρ και είναι αρνητικά στην παραγωγή υδροθείου (πχ. Salmonella
Paratyphi A) είναι ροζ, με πιο σκούρο ροζ κέντρο, ενώ τα λακτόζη-θετικά στελέχη
είναι κίτρινα, συνοδευόμενα ή όχι από μαύρη χρωστική. Στο υπόστρωμα
RAMBACH Agar, οι τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν χρώμα κόκκινο.
i.4. Επιβεβαίωση
i.4.1. Απομόνωση ύποπτων αποικιών
Σε περίπτωση που εντοπιζόταν ανάπτυξη ύποπτων αποικιών, λαμβάνονταν 1 έως
5 χαρακτηριστικές ή ύποπτες αποικίες, από τα τρυβλία κάθε εκλεκτικού
υποστρώματος και γίνονταν ανασπορά στην επιφάνεια τρυβλίων με Nutrient agar
(Merck KGaA, Darmstadt, Germany), με τέτοιο τρόπο ώστε να ληφθούν καλά
απομονωμένες αποικίες. Tα τρυβλία επωάζονταν σε θερμοκρασία 37±1οC επί 21-
27h. Οι καθαρές καλλιέργειες που λαμβάνονταν, χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια
για βιοχημική και ορολογική επιβεβαίωση.
i.4.2. Βιοχημικές δοκιμές
Η ταυτοποίηση του βιοχημικού προφίλ των ύποπτων αποικιών πραγματοποιήθηκε
από την καθαρή καλλιέργεια χρησιμοποιώντας συστοιχία βιοχημικών δοκιμών API
20E (Biomerieux, Marcy l’Ecole- France), καθώς και με ενοφθαλμισμό της
επιφάνειας και του πυθμένα του κεκλιμένου σωλήνα με Triple Sugar Iron agar (TSI
agar) (Merck KGaA, Darmstadt, Germany), (επώαση στους 37 ± 1ο C για 24 ± 3
ώρες). Από το αριθμητικό προφίλ που λαμβάνονταν 24 ώρες μετά, σύμφωνα με
τις οδηγίες του παρασκευαστή και με τη χρήση λογισμικού ταυτοποίησης
(APIWeb), αλλά και από την ερμηνεία των αποτελεσμάτων του TSI agar,
προσδιοριζόταν το συμπέρασμα εάν επρόκειτο για αποικία Salmonella spp.
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. σε περιεχόμενο τυφλών
εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής
94
Από την καλλιέργεια του ζωμού εμπλουτισμού Bolton, ποσότητα ενός
μικροβιολογικού κρίκου μεταφέρονταν στην επιφάνεια τρυβλίου, με modified
Charcoal cefoperazone deoxycholate agar (mCCA agar) (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany), έτσι ώστε να ληφθούν καλά απομονωμένες αποικίες. Η ίδια
διαδικασία εφαρμοζόταν και για το Preston agar (Merck KGaA, Darmstadt,
Germany). Ακολουθούσε επώαση σε αναερόβιες συνθήκες στους 41,5οC επί
44±4h.
Οι τυπικές αποικίες όταν αναπτύσσονται στο mCCD agar έχουν χρώμα γκριζωπό,
ορισμένες φορές εμφανίζουν μεταλλική χροιά, είναι επίπεδες και υγρές με τάση
εξάπλωσης (τάση να σχηματίζουν λεπτό ταπήτιο).
ii.3 Απομόνωση
Από κάθε εκλεκτικό στερεό υπόστρωμα λαμβάνονταν τουλάχιστον μία (1) ύποπτη
ή τυπική αποικία και τέσσερις (4) ακόμη εάν η πρώτη ήταν αρνητική. Οι
επιλεγμένες τυπικές ή ύποπτες αποικίες ανακαλλιεργούνταν σε μη εκλεκτικό
υπόστρωμα Columbia blood agar, με σκοπό την ανάπτυξη σαφώς
περιγεγραμμένων αποικιών. Ακολουθούσε επώαση σε αναερόβιες συνθήκες
στους 41,5οC επί 44±4h.
ii.4. Επιβεβαίωση
Οι καθαρές καλλιέργειες υποβάλλονταν σε μικροσκοπική και βιοχημική εξέταση
καθώς και έλεγχο ανάπτυξης.
ii.4.1. Μικροσκοπική εξέταση
Γίνονταν εναιώρημα μιας ύποπτης αποικίας σε 1ml Brucella broth (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany). Μία σταγόνα εναιωρήματος αφήνονταν στην επιφάνεια
αντικειμενοφόρου πλάκας και καλύπτονταν με μεγάλη καλυπτρίδα. Ακολουθούσε
μικροσκόπιση με καταδυτικό φακό 100x με χρήση κεδρέλαιου, σε μικροσκόπιο
αντιθέτου φάσεως με στόχο τη διαπίστωση της κινητικότητας (αντίθετα προς την
κίνηση Brown), αλλά και της χαρακτηριστικής μορφολογίας (όμοια με κόμμα ή
μορφές S ή σπειροειδείς).
ii.4.2. Έλεγχος της ανάπτυξης στους 25οC (αναερόβια).
Όλες οι ύποπτες ή τυπικές αποικίες που είχαν τη μορφολογία και την κινητικότητα
των ειδών του γένους Campylobacter, ελέγχονταν για τη δυνατότητα ανάπτυξης
ύστερα από αναερόβια επώαση επί 44±4h στους 25οC. Τα είδη του γένους
Campylobacter δεν αναπτύσσονται στις παραπάνω συνθήκες.
ii.4.3. Έλεγχος της ανάπτυξης στους 41,5οC (αερόβια).
95
Όλες οι ύποπτες ή τυπικές αποικίες που είχαν τη μορφολογία και την κινητικότητα
των ειδών του γένους Campylobacter, ελέγχονταν για τη δυνατότητα ανάπτυξης
ύστερα από αερόβια επώαση επί 44±4h στους 41,5οC. Τα είδη του γένους
Campylobacter δεν αναπτύσσονται στις παραπάνω συνθήκες.
ii.4.4. Δοκιμή της οξειδάσης
Χρησιμοποιώντας πλαστικό αποστειρωμένο κρίκο μιας χρήσης, λαμβάνονταν
ποσότητα από κάθε καλά απομονωμένη αποικία και αφήνονταν σε ταινία
οξειδάσης του εμπορίου (Liofilchem, Roseto d’Abruzzi TE, Italy). Η ανάγνωση του
αποτελέσματος γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή. Τα είδη του
γένους Campylobacter δίνουν θετική τη δοκιμή της οξειδάσης.
ii.5. Επιβεβαιωτικές δοκιμές
ii.5.1. Δοκιμή της καταλάσης
Στην επιφάνεια μιας αντικειμενοφόρου πλάκας αφήνονταν μια σταγόνα διαλύματος
υπεροξειδίου του υδρογόνου 3% και μέρος της ύποπτης αποικίας διαλύονταν σε
αυτή. Εάν εμφανίζονταν φυσαλίδες αέρα η δοκιμή θεωρούνταν θετική.
ii.5.2. Έλεγχος ευαισθησίας σε ναλιδιξικό οξύ και κεφαλοθίνη.
Όλες οι ύποπτες αποικίες ελέγχονταν επίσης ως προς την ευαισθησία σε
ναλιδιξικό οξύ και κεφαλοθίνη. Για το σκοπό αυτό ετοιμάζονταν διάλυμα αποικίας
σε Brucella broth θολερότητας 0,5 της κλίμακας MacFarland και ακολουθούσε
αραίωση του αρχικού εναιωρήματος 1/10. Το τελικό διάλυμα επιστρώνονταν στην
επιφάνεια Mueller Hinton agar με 5% απινιδιωμένο αίμα προβάτου. Η επιφάνεια
του petri αφήνονταν να στεγνώσει και ακολούθως τοποθετούνταν τα δισκία
ναλιδιξικού οξέος και κεφαλοθίνης. Στη συνέχεια το petri με τα αντιβιοτικά δισκία
επωάζοταν στους 37οC για 22h±2h σε αναερόβιες συνθήκες.
Ανάγνωση αποτελέσματος:
96
Αποικίες από το Columbia agar διαλύονταν σε 0,4ml διαλύματος ιππουρικού
νατρίου ώστε να δημιουργηθεί πυκνό διάλυμα. Ακολουθούσε επώαση 4h στους
37οC. Στη συνέχεια επιστοιβαδεύονταν 0,2ml διαλύματος νυνιδρίνης.
Ανάγνωση αποτελέσματος:
Αρνητική αντίδραση όταν το διάλυμα αποκτά ένα ελαφρά βιολετί χρώμα ή καθόλου
χρώμα
Η δοκιμή θεωρείται θετική όταν έχουμε αλλαγή χρώματος σε σκούρο μπλέ εντός 5-
10 min.
97
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων
98
Οι μετρήσεις γίνονταν σε δείγμα 12 αυγών/ υποομάδα, ήτοι σε 24 αυγά ανά ομάδα
(Μ, Α, Β ), την ίδια ημέρα και ανά δύο εβδομάδες.
Για τον σκοπό αυτό, συλλέγονταν ανά δύο εβδομάδες, τυχαία 14-16 αυγά από
κάθε υποομάδα (γεννημένων σε 1 ημέρα ή και 2 διαδοχικές ημέρες), ήτοι 28-32
αυγά από την ομάδα Μ, 28-32 αυγά από την ομάδα Α και 28-32 αυγά από την
ομάδα Β, καθώς μεταξύ των μετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν υπήρχαν και
μετρήσεις που προϋπόθεταν την καταστροφή του αυγού (πχ. ο προσδιορισμός
του βάρους λευκώματος, λεκίθου και κελύφους, του πάχους του κελύφους, του
χρωματισμού της λεκίθου, του δείκτη Haugh και του pH, τόσο του λευκώματος,
όσο και της λεκίθου). Τα 2-4 επιπλέον αυγά ανά υποομάδα χρησιμοποιούνταν στις
μετρήσεις σε περίπτωση κακών χειρισμών σε κάποιο δείγμα, που εν συνεχεία
καθιστούσε αδύνατη τη διεξαγωγή των επί μέρους μετρήσεων, ώστε ο αριθμός του
δείγματος ανά υποομάδα (12) να παραμένει σταθερός.
Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αυγών,
πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής του
Α.Π.Θ. (Εικόνα 6).
99
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του
Ο προσδιορισμός του ειδικού βάρους του αυγού, έγινε με την τεχνική που
στηρίζεται στην αρχή του Αρχιμήδη και που προϋποθέτει τη χρήση ειδικού δοχείου
για τον προσδιορισμό του βάρους του αυγού στο νερό (Asmundson and Baker,
1940˙ Richards and Swanson, 1965˙ Pym, 1969). Συγκεκριμένα, το αυγό μετά τη
ζύγισή του για τον προσδιορισμό του βάρους του στον αέρα, βυθίστηκε σε
αποσταγμένο νερό θερμοκρασίας 14-18οC που περιέχονταν σε ειδική συσκευή
100
που διέθετε ζυγό ακριβείας 0,01g (AND, EK-120D,LTD) και έτσι προσδιορίστηκε
το βάρος του αυγού στο νερό. Tο ειδικό βάρος υπολογίστηκε με βάση τον τύπο:
Ειδικό βάρος = βάρος στον αέρα / βάρος στον αέρα – βάρος στο νερό
Μετά από την προσεκτική διάνοιξη του αυγού και το διαχωρισμό των επιμέρους
συστατικών του, το κέλυφος ξεπλύθηκε προκειμένου να απομακρυνθούν τυχόν
υπολείμματα του λευκώματος. Ακολούθησε η αποξήρανσή του σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος για ένα 24ωρο. Το πάχος του κελύφους του αυγού,
προσδιορίστηκε με τη βοήθεια ειδικού παχυμέτρου ακρίβειας 0,001inch
(0,0254mm), τύπου AMES, Waltham, Massachusetts, (ΗΠΑ).
Κατά τη μέτρηση, συμπεριλήφθηκε και η προσκολλημένη κελυφική μεμβράνη
(Γιαννακόπουλος και Τσερβένη- Γούση, 2001). Με δεδομένο ότι το πάχος του
κελύφους ποικίλλει σε όλη την επιφάνεια και είναι γενικά παχύτερο στα δύο άκρα
(πόλοι), με το μυτερό άκρο (μικρός πόλος) να είναι παχύτερο από το αμβλύ
(μεγάλος πόλος- Tyler, 1958, 1961), πραγματοποιήθηκε από μια μέτρηση σε
τμήμα του κελύφους από τον κάθε πόλο του αυγού και δύο μετρήσεις σε τμήματα
του κελύφους από τα πλάγια του αυγού. Ως πάχος του κελύφους του αυγού
υπολογίστηκε ο μέσος όρος των τεσσάρων αυτών μετρήσεων.
Για τον προσδιορισμό του σχήματος του αυγού χρησιμοποιείται ευρέως ο δείκτης
σχήματος, δηλαδή ο λόγος του εγκάρσιου προς τον επιμήκη άξονα του αυγού
(Pearl and Surface, 1914˙ Marble, 1943˙ Romanoff and Romanoff, 1949˙
Γιαννακόπουλος και Τσερβένη-Γούση, 2001), που συχνά πολλαπλασιάζεται με το
101
100. O προσδιορισμός του δείκτη σχήματος έγινε με τη βοήθεια ηλεκτρονικού
παχυμέτρου (Electronical Digital Caliper, EMC, Κίνα), ακριβείας 0,01mm. Αρχικά,
μετρήθηκαν ο εγκάρσιος και ο επιμήκης άξονας του κάθε αυγού και στη συνέχεια
υπολογίστηκε ο δείκτης σχήματος, σύμφωνα με τον τύπο:
Δείκτης σχήματος αυγού = Εγκάρσιος άξονας (mm)/ Επιμήκης άξονας
(mm)x100
102
παρατηρούνται κατακόρυφα από πάνω, για τον καθορισμό της απόχρωσης που
ταιριάζει με το χρώμα της λεκίθου (Γιαννακόπουλος και Τσερβένη-Γούση 2001).
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης
103
τέλος του πειραματισμού. Μετά τη συλλογή τους τα αυγά διανοίχθηκαν και η
λέκιθος διαχωρίστηκε προσεκτικά και τοποθετήθηκε σε πλαστικούς περιέκτες σε
βαθειά κατάψυξη.
Κατά τον προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας, οι λέκιθοι αποψύχθηκαν
και ακολουθήθηκε η παρακάτω διαδικασία: Τα 6 αυγά της κάθε υποομάδας,
αναμίχθηκαν ανά τρία και από καθένα από τα προϊόντα της ανάμιξης (δύο)
πάρθηκαν τέσσερα δείγματα λεκίθου του 1g και τοποθετήθηκαν σε ισάριθμους
πλαστικούς σωλήνες, εφοδιασμένους με βιδωτό πώμα, των 50ml. Στη συνέχεια,
σε καθέναν από αυτούς τους πλαστικούς σωλήνες προστέθηκε με σιφώνιο μια
ποσότητα 0,5ml από διάλυμα 5mM θειικού σιδήρου (FeSO4 7H2O) καθώς και μια
ποσότητα 0,5ml από διάλυμα 2mM ασκορβικού οξέος (ascorbic acid). Το
περιεχόμενο των σωλήνων υποβλήθηκε σε έντονη ανατάραξη για 15sec με τη
βοήθεια αναδευτήρα Vortex (Genie της Εταιρείας Scientific Industries, INC,
U.S.A.). Ακολούθως, οι σωλήνες όλων των υποομάδων τοποθετήθηκαν σε
υδατόλουτρο (Wattern DG-22 της Εταιρείας Diagnostic Grifols S.A. Spain) και
αφέθηκαν για επώαση στους 37°C για 150min. Σε τακτά χρονικά διαστήματα και
συγκεκριμένα πριν την έναρξη της επώασης στα 0min, αλλά και στα 50min, στα
100min και στο τέλος της επώασης στα 150min, τα δείγματα της λεκίθου από κάθε
υποομάδα απομακρύνονταν κάθε φορά από το υδατόλουτρο και υποβάλλονταν σε
ανάλυση για την μέτρηση της λιπιδικής υπεροξείδωσης.
Για τη μέτρηση της λιπιδικής υπεροξείδωσης, σε κάθε ένα από τα δείγματα της
λεκίθου, προστέθηκε μια ποσότητα 8ml υδατικού διαλύματος 5% τριχλωροξικού
οξέος (Τrichloroacetic acid), καθώς και μια άλλη ποσότητα 5ml διαλύματος 0,8%
βουτυλο-ύδροξυ-τολουόλιου (Butylated Hydroxytoluene) σε εξάνιο. Το
περιεχόμενο του φυγοκεντρικού σωλήνα ομοιογενοποιήθηκε σε συσκευή Ultra-
Turrax (Janke & Kunkel-IKAR-Labortechnik, Staufen, Germany), για 10sec και
φυγοκεντρήθηκε σε φυγόκεντρο (Hettich Universal-1200) για 3min στις 2000
στροφές. Η υπερκείμενη στιβάδα που διαχωρίστηκε μετά τη φυγοκέντρηση
παραλήφθηκε με σιφώνιο και απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, μια ποσότητα 2,5ml
παραλήφθηκε από την κάτω στιβάδα και μεταφέρθηκε σε φυγοκεντρικό σωλήνα
των 15ml εφοδιασμένο με βιδωτό πώμα. Στον ίδιο σωλήνα προστέθηκε επίσης
ποσότητα 1,5ml υδατικού διαλύματος 0,8% 2-θειοβαρβιτουρικού οξέος (2-
Thiobarbituric Acid) και ο σωλήνας τοποθετήθηκε σε υδατόλουτρο (WB10 της
Εταιρείας Memmert, Germany). θερμοκρασίας 70°C για 30min.
104
Μετά το πέρας της θέρμανσης, ο σωλήνας ψύχθηκε κάτω από νερό βρύσης και το
περιεχόμενό του υποβλήθηκε, σε συμβατική φασματοφωτομέτρηση στην περιοχή
φάσματος 400-600nm. Το συμβατικό φάσμα που καταγράφηκε σε
φασματοφωτόμετρο (Shimadzu UV-160A), υποβλήθηκε στη συνέχεια σε
μαθηματική επεξεργασία τρίτης παραγώγου, με τη βοήθεια προγράμματος που
είναι αποθηκευμένο στη μνήμη του φασματοφωτομέτρου και παράχθηκε έτσι το
τελικό φάσμα της τρίτης παραγώγου.
Η συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης (ng/g λεκίθου) στα δείγματα,
υπολογίστηκε από το ύψος της κορυφής που εμφανίστηκε στα 521,5nm του
φάσματος της τρίτης παραγώγου, μετά από συσχέτισή του με τιμές που
προέκυψαν από καμπύλη αναφοράς πρότυπων διαλυμάτων μηλονικής
διαλδεΰδης, τα οποία παρασκευάστηκαν με κατάλληλη υδρόλυση 1,1,3,3-
τετρααιθοξυπροπανίου.
Για τη ζύγιση των δειγμάτων της λεκίθου καθώς και για την προετοιμασία των
αντιδραστηρίων, χρησιμοποιήθηκε ζυγαριά ακριβείας (0,1mg) τύπου SI-234 της
εταιρείας Denver Instrument (Germany).
Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας της λεκίθου,
πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Γαλακτοκομίας της Κτηνιατρικής Σχολής του
Α.Π.Θ..
105
Σύνολο ω3
Σύνολο ω6
Καθώς και των παρακάτω λιπαρών οξέων:
Μυριστικό (C 14:0), Μυριστικό (C 14:1)
Δεκαπενταενοϊκό (C 15:0), Δεκαπενταενοϊκό (C 15:1)
Παλμιτικό (C 16:0)
Παλμιτελαϊκό trans (C 16:1 trans), Παλμιτελαϊκό cis (C 16:1 cis)
Δεκαεπτανικό (C 17:0), Δεκαεπτενικό (C 17:1)
Στεατικό (C 18:0)
Ελαϊκό trans (C 18:1 trans), Ελαϊκό cis (C 18:1 cis), Ελαϊκό ω-7 (C 18:1 ω7)
Λινελαϊκό trans (C 18:2ω6 trans), Λινελαϊκό cis (C 18:2ω6 cis)
Λινολενικό trans (C 18:3ω3 trans), Λινολενικό cis (C 18:3ω3 cis)
Αραχιδικό (C 20:0)
Εικοσενικό (C 20:1)
Αραχιδονικό (C 20:4 ω6)
Βαχενικό (C 22:0)
Ερουκικό (C 22:1)
Εικοσιδυαπεντανοϊκό (C 22:5 ω3)
Εικοσιδυαεξαενοϊκό (C 22:6 ω3)
Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό των λιπαρών οξέων (λιπιδικό προφίλ) στη
λέκιθο του αυγού, πραγματοποιήθηκαν σε πιστοποιημένο ιδιωτικό εργαστήριο
(AGROLAB).
106
της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. σύμφωνα με τα αναλυτικά πρωτόκολλα που
περιγράφονται παρακάτω. Η συλλογή των αυγών έγινε την 5η, 7η, 9η, 11η και 13η
εβδομάδα του πειραματισμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη διενέργεια όλων των παρακάτω χειρισμών, δεν
απαιτούνται ειδικά μέτρα προφύλαξης, πλην των μέτρων αυτών που εφαρμόζονται
κατά τη διάρκεια διενέργειας αναλύσεων.
107
λιγότερες από 150 χαρακτηριστικές αποικίες. Γίνονταν καταμέρηση των αποικιών.
Επιλέγονταν τυχαία πέντε τέτοιες αποικίες για ανακαλλιέργεια και βιοχημικές
επιβεβαιωτικές δοκιμές. Θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να αποφεύγεται,
εάν η μισή ή περισσότερο της επιφάνειας του τρυβλίου παρουσιάζει
υπερανάπτυξη. Ιδιαίτερα κάποια Εντεροβακτηριοειδή μπορεί να προκαλέσουν
αποχρωματισμό των αποικιών ή του υλικού. Σ΄ αυτή την περίπτωση και όταν δεν
υπήρχαν χαρακτηριστικές αποικίες, επιλέγονταν πέντε αποχρωματισμένες
λευκωπές αποικίες για επιβεβαίωση.
i.3. Ανακαλλιέργεια επιλεγμένων αποικιών
Γινόταν σπορά των επιλεγμένων αποικιών σε τρυβλία Nutrient Agar (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany). Ακολουθούσε επώαση στους 37°C για 24h±2h. Μετά την
επώαση των τρυβλίων, επιλέγοταν μία καλά απομονωμένη αποικία από κάθε
τρυβλίο, για διενέργεια των βιοχημικών επιβεβαιωτικών δοκιμών.
i.4. Βιοχημικές επιβεβαιωτικές δοκιμές.
Αντίδραση Οξειδάσης
Χρησιμοποιώντας πλαστικό αποστειρωμένο κρίκο μιας χρήσης, λαμβάνονταν
ποσότητα από κάθε καλά απομονωμένη αποικία και αφήνονταν σε ταινία
οξειδάσης του εμπορίου (Liofilchem, Roseto d’Abruzzi TE, Italy). Ανάγνωση του
αποτελέσματος γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Δοκιμή ζύμωσης
Με πλαστική αποστειρωμένη ακίδα μιας χρήσης, ενοφθαλμίζονταν ποσότητα από
τις ίδιες αποικίες, οι οποίες επιλέχθηκαν και έδωσαν αρνητική τη δοκιμή της
οξειδάσης, σε σωλήνες που περιείχαν Purple Glucose Agar (Biolife, Italian S.r.L,
Milano, Italy) και οι οποίοι επωάζονταν στους 37°C για 24±2h.
Εφόσον το παραπάνω υπόστρωμα στο εσωτερικό του σωλήνα γίνονταν κίτρινο η
αντίδραση λαμβανόταν ως θετική.
i.5. Ερμηνεία των βιοχημικών δοκιμών.
Οι αποικίες οι οποίες ήταν οξειδάση- αρνητικές και γλυκόζη- θετικές
επιβεβαιώνονταν ως Εντεροβακτηριοειδή.
i.6. Αρίθμηση των αποικιών
Επιλέγονταν προς αρίθμηση οι περιπτώσεις που ανταποκρίνονταν στα ακόλουθα:
Ενοφθαλμισμός ενός τρυβλίου, διαμέτρου 90mm/ αραίωση, από
τουλάχιστον δύο επιτυχημένες αραιώσεις.
Μέγιστος μετρούμενος αριθμός ολικών αποικιών: 300/ τρυβλίο.
108
Μέγιστος ολικός αριθμός τυπικών και άτυπων αποικιών/ τρυβλίο όταν
αριθμούνται τυπικές ή ύποπτες αποικίες είναι 300/ τρυβλίο.
Μέγιστος αριθμός αριθμούμενων τυπικών ή ύποπτων αποικιών,
150/ τρυβλίο.
Αριθμός ύποπτων αποικιών για ταυτοποίηση ή επιβεβαίωση: 5/ τρυβλίο.
i.7. Έκφραση αποτελεσμάτων
i.7.1. Μέθοδος υπολογισμού - αρίθμηση ολικών ή τυπικών αποικιών
Για να είναι έγκυρο ένα αποτέλεσμα, γενικά θεωρείται απαραίτητο να μετρούνται οι
αποικίες όταν σε τουλάχιστον ένα τρυβλίο περιέχονται τουλάχιστον 10 αποικίες
(ολικές, τυπικές ή προς ταυτοποίηση)
Υπολογίζεται ο αριθμός Ν των μικροοργανισμών παρόντων στον εξεταζόμενο
όγκο/μάζα δείγματος από δύο επιτυχημένες αραιώσεις με τον τύπο:
Σc
Ν=
V x 1,1 x d
όπου:
Σc είναι το άθροισμα των αποικιών που αριθμούνται σε όλα τα τρυβλία από 2
επιτυχημένες αραιώσεις εκ των οποίων τουλάχιστον ένα περιέχει το λιγότερο 10
αποικίες.
V είναι ο όγκος του ενοφθαλμίσματος σε κάθε τρυβλίο, σε ml.
d είναι ο παράγοντας αραίωσης που αντιστοιχεί στην πρώτη από τις δύο
αραιώσεις που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό [d=1, στην περίπτωση
απευθείας χρήσης ποσότητας αναραίωτου υγρού προϊόντος (δείγμα)].
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση της Salmonella spp. στο αυγό
110
Οι ενοφθαλμισμένοι ζωμοί επωάζονταν, ως εξής:
Ο ζωμός RVS στους 41,5±1οC επί 24±3h.
Ο ζωμός MKTTn στους 37±1οC επί 24±3h.
ii.3. Απομόνωση σε στερεά θρεπτικά υλικά
Από την καλλιέργεια κάθε ζωμού εμπλουτισμού (RVS και ΜΚΤΤn) ποσότητα ενός
μικροβιολογικού κρίκου μεταφέρονταν στην επιφάνεια τρυβλίου με Xylose Lysine
Deoxycholate agar (XLD άγαρ- Merck KGaA, Darmstadt, Germany), έτσι ώστε να
ληφθούν καλά απομονωμένες αποικίες. Η ίδια διαδικασία εφαρμοζόταν και για το
RAMBACH Agar (Merck KGaA, Darmstadt, Germany).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν χρησιμοποιείται το δεύτερο υπόστρωμα,
συνιστάται η εφαρμογή της ακόλουθης μεθόδου σποράς: χρησιμοποιείται ο ίδιος
κρίκος για τα δύο τρυβλία. Λαμβάνεται ένα σταγονίδιο από το χείλος της
επιφάνειας του υποστρώματος και ενοφθαλμίζονται τα δύο τρυβλία, ώστε να
ληφθούν μεμονωμένες αποικίες. Χρησιμοποιείται ολόκληρη η επιφάνεια των
τρυβλίων. Οι γραμμές σποράς πρέπει να απέχουν μεταξύ τους 0,5cm περίπου.
Να μην αποστειρώνεται ο κρίκος μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σποράς ή
μεταξύ των δυο τρυβλίων. Τα τρυβλία με XLD και RAMBACH Agar αναστρέφονταν
και τοποθετούνταν σε επωαστικό κλίβανο θερμοκρασίας 37οC επί 24±3h και 24h
αντίστοιχα. Μετά την επώαση εξετάζονται για την παρουσία τυπικών αποικιών
σαλμονελλών καθώς και ατυπικών αποικιών, οι οποίες μπορεί να ανήκουν στο
γένος Salmonella. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, περίπου 4% των
στελεχών Salmonella που απομονώνονται, μπορεί να είναι μη τυπικές. Στο
υπόστρωμα XLD, οι χαρακτηριστικές- τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν
χρώμα μαύρο στο κέντρο και περιβάλλονται από ελαφρώς κοκκινωπή άλω.
Ορότυποι Salmonella που δεν παράγουν Η2S (π.χ S. paratyphi A, S. cholera suis),
κατά την ανάπτυξη τους στο XLD, δίνουν ροζ αποικίες με σκοτεινόχρωμο ροζ
κέντρο. Ορότυποι Salmonella που είναι θετικοί στη λακτόζη (π.χ. S. Αrizona)
αναπτύσσονται στο ΧLD με κίτρινες αποικίες με ή χωρίς μαύρο χρώμα. Στο
υπόστρωμα RAMBACH Agar, οι τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν χρώμα
κόκκινο.
Η ταυτοποίηση των τυπικών αποικιών γίνεται όπως και στην περίπτωση της
απομόνωσης σαλμονελλών στο περιεχόμενο του τυφλού εντέρου των πτηνών,
που περιγράφεται παραπάνω.
111
iii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. στο αυγό
Από την αρχική 1/10 αραίωση του δείγματος σε BPW που χρησιμοποιήθηκε για
την ανίχνευση ειδών του γένους Campylobacter, λαμβάνονταν 10ml τα οποία
προστίθονταν σε 90ml Bolton broth. (Merck KGaA, Darmstadt, Germany).
Ακολουθούσε η ίδια διαδικάσια με αυτή που περιγράφεται στο κεφάλαιο : β)
Δείκτες Υγείας των Ορνίθων, 1. Μικροβιολογικές Αναλύσεις, ii. Ποιοτική δοκιμή για
την ανίχνευση Campylobacter spp. στο περιεχόμενο τυφλού εντέρων ορνίθων
αυγοπαραγωγής σελ. 94.
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
112
Για όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με αυτή του
πρώτου πειραματισμού.
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης
Για τον προσδιορισμό αυτό, συλλέχθηκαν 6 αυγά από κάθε υποομάδα (δηλαδή 12
από την ομάδα Μ, 12 από την ομάδα Α και 12 από την ομάδα Β, σύνολο 36), στο
τέλος του πειραματισμού. Μετά τη συλλογή τους, την ίδια μέρα, τα αυγά
διανοίχθηκαν και η λέκιθος διαχωρίστηκε προσεκτικά. Εν συνεχεία, ο
προσδιορισμός της οξειδωτικής σταθερότητας έγινε με τη μεθοδολογία που
περιγράφεται αναλυτικά στον πρώτο πειραματισμό.
113
ΙΙΙ. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
I. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Πίνακας 17. Μέση ελάχιστη, μέση μέγιστη και μέση μηνιαία θερμοκρασία (°C),
κατά την περίοδο διεξαγωγής των πειραματικών φάσεων της έρευνας 1
Έτος
Μήνας 2008 2009 2008 2009 2008 2009
Ιούνιος 19,60 18,07 30,28 28,58 26,04 24,60
Ιούλιος 21,34 21,96 32,04 32,18 27,64 27,83
Αύγουστος 22,10 21,31 33,40 29,81 28,32 26,47
Σεπτέμβριος 16,75 17,45 25,99 25,61 21,38 21,97
Οκτώβριος 12,44 13,16 21,22 22,07 17,16 17,60
Νοέμβριος 9,27 7,34 15,72 16,54 12,18 12,16
Μ.Ο. περιόδου 16,91 16,55 26,44 25,79 22,12 21,77
Τα στοιχεία του πίνακα αποτελούν μέσους όρους μετρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από το
1
Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)
Από τα στοιχεία του πίνακα 17 προκύπτει ότι τόσο το 2008, όσο και το 2009, την
περίοδο του καλοκαιριού (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος) στην περιοχή διεξαγωγής
115
των πειραματισμών επικρατούσαν, ως αναμένονταν, υψηλές θερμοκρασίες
περιβάλλοντος. Τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008, αλλά και τον
Ιούλιο του 2009, οι θερμοκρασίες ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Την περίοδο του
φθινοπώρου (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος) οι θερμοκρασίες και τις δύο
χρονιές ήταν οι αναμενόμενες για τη συγκεκριμένη εποχή.
Πίνακας 18. Μέση μηνιαία σχετική υγρασία (%), κατά την περίοδο διεξαγωγής των
πειραματικών φάσεων της έρευνας1
Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)
Από τα στοιχεία του πίνακα 18 προκύπτει ότι τα ποσοστά σχετικής υγρασίας ήταν
χαμηλότερα το καλοκαίρι του 2008 (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος), σε σχέση με το
καλοκαίρι του 2009, ενώ τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Αύγουστο του 2008, τα
ποσοστά της σχετικής υγρασίας ήταν κάτω από 50%. Την περίοδο του
φθινοπώρου (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος), τα ποσοστά σχετικής
υγρασίας και τις δύο χρονιές ήταν τα αναμενόμενα για τη συγκεκριμένη εποχή.
116
Πίνακας 19. Αριθμός ημερών βροχόπτωσης και ύψος βροχής (mm), ανά μήνα,
κατά την περίοδο διεξαγωγής των πειραματικών φάσεων της έρευνας 1
Ύψος
Ημέρες βροχόπτωσης βροχής
(mm)
Έτος Έτος Έτος Έτος
Μήνας 2008 2009 2008 2009
Ιούνιος 8 13 21,4 35,6
Ιούλιος 6 4 26,7 8,4
Αύγουστος 1 7 1,1 45,9
Σεπτέμβριος 17 13 62,9 36,3
Οκτώβριος 6 13 10,4 14,8
Νοέμβριος 11 5 14,0 12,5
Σύνολο 49 55 136,5 153,5
Τα στοιχεία του πίνακα αποτελούν μέσους όρους μετρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από το
1
Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)
Από τα στοιχεία του πίνακα 19 προκύπει ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, το έτος 2008, είχε λιγότερες μέρες και μικρότερο μέσο ύψος
βροχής, σε σχέση με το δεύτερο πειραματισμό, το έτος 2009. Τον Αύγουστο του
2008 έβρεξε μία μέρα, ενώ τον Αύγουστο του 2009, έβρεξε 7 μέρες, με το ύψος
βροχής αυτούς τους μήνες στα 1,1mm το 2008 και 45,9mm το 2009. Τον Ιούλιο του
2009 έβρεξε 4 μέρες, ενώ τον Ιούλιο του 2008, έβρεξε 6 μέρες, με το ύψος βροχής
αυτούς τους μήνες στα 8,4mm το 2009 και 26,7mm το 2008.
Τα αποτελέσματα που αφορούν στις αποδόσεις και τους δείκτες υγείας των
ορνίθων, καθώς και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών τους, δίνονται
αναλυτικά για κάθε πειραματισμό στις ενότητες που ακολουθούν.
117
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
118
Πίνακας 20. Αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, για την κάθε πειραματική ομάδα
Από τα στοιχεία του πίνακα 20 προκύπτει πως κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού παράχθηκαν συνολικά 11.090 αυγά, εκ των οποίων τα 3.980
προήλθαν από τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Μ (Μάρτυρες) , τα 3.237 από
τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Α (Salvia officinalis L.0,5%) και τα 3.873 από
τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Β (Salvia officinalis L.1,0%).
Από τα αυγά που γεννήθηκαν από τις όρνιθες της ομάδας Μ, το μεγαλύτερο
ποσοστό αναλογεί σε αυτά που γεννήθηκαν μέσα στις φωλιές (89,07%), ενώ τα
υπόλοιπα γεννήθηκαν έξω από τις φωλιές, στη στρωμνή εντός του κελιού
(10,93%), από τις όρνιθες της ομάδας Α το 89,00% μέσα στις φωλιές και το
11,00% έξω από τις φωλιές, στη στρωμνή εντός του κελιού και από τις όρνιθες της
ομάδας Β το 91,12% μέσα στις φωλιές και το 8,88% έξω από τις φωλιές, στη
στρωμνή εντός του κελιού.
Στον πίνακα 21 δίνεται το μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων για την κάθε
ομάδα, κατά τον πρώτο πειραματισμό.
Πίνακας 21. Μέσο ( x ±SD) σωματικό βάρος (g) των ορνίθων την 1η, την 9η και τη
16η εβδομάδα του πρώτου πειραματισμού
Ομάδα
Εβδομάδα P1
M Α Β
η
1 1649,17±166,240 1631,82±159,650 1611,59±167,904 0,424
9η 1628,87±166,951 1627,07±168,794 1615,41±153,466 0,885
η
16 1766,78±197,610 1725,77±199,935 1755,59±170,195 0,506
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1
119
Από τα στοιχεία του πίνακα 21 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά το σωματικό βάρος των
ορνίθων, ούτε στο μέσο, ούτε στο τέλος του πρώτου πειραματισμού, καθώς αυτό
δεν διέφερε ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού. Οι τιμές του μέσου
σωματικού βάρους των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη του
σωματικού βάρους των ορνίθων στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, δίνονται
στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα Β.1.1. και στο σχήμα Β.1.1..
Στον πίνακα 22 δίνονται οι μέσες τιμές των αποδόσεων και πιο συγκεκριμένα του
ποσοστού ωοτοκίας (%), της κατανάλωση τροφής (g), της μάζας αυγού (g) και του
Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης, κατά τον πρώτο
πειραματισμό.
Πίνακας 22. Μέσες ( x ±SD) τιμές των παραμέτρων εκτίμησης των αποδόσεων
των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον πρώτο πειραματισμό
Ομάδα
P1
Παράμετρος M Α Β
Από τα στοιχεία του πίνακα 22 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά την κατανάλωση τροφής των
ορνίθων. Ακόμη, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., σε
120
αναλογία 1,0% δεν επηρέασε το ποσοστό ωοτοκίας, την κατανάλωση τροφής, τη
μάζα του αυγού και το Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής, σχέση με τους
Μάρτυρες (ομάδα Μ), ενώ το ποσοστό ωοτοκίας και η μάζα του αυγού ήταν
σημαντικά μικρότερα για την ομάδα Α (Salvia officinalis L.0,5%), τόσο σε σχέση με
την ομάδα Μ (Μάρτυρες), όσο και σε σχέση με την ομάδα Β (Salvia officinalis
L.1,0%), ενώ ο Δείκτης Μετατρεψιμότητας της τροφής ήταν σημαντικά υψηλότερος
για την ομάδα Α, σε σχέση με τις ομάδες Μ και Β.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές του ποσοστού ωοτοκίας και της κατανάλωσης τροφής
των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού, ανά εβδομάδα, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα Β.1.2. και
σχήμα Β.1.2. και στον πίνακα Β.1.3. και σχήμα Β.1.3. αντίστοιχα.
Ομάδα
Περίοδος Μ Α Β P1
Από τα στοιχεία του πίνακα 23 προκύπτει ότι οι όρνιθες της ομάδας Α, είχαν
υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με εκείνα των ομάδων Μ και Β.
Επίσης, από τα στοιχεία του πίνακα 23 προκύπτει ότι τόσο στις πρώτες 8
εβδομάδες του πειραματισμού, όσο και στις 8 τελευταίες εβδομάδες του
πειραματισμού οι όρνιθες της ομάδας Α, παρουσίασαν σταθερά υψηλοτέρα
ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με τις ομάδες Μ και Β, ενώ και για τις τρεις
ομάδες, τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σημειώθηκαν στη διάρκεια των
πρώτων 8 εβδομάδων του πειραματισμού.
121
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις
Κατά τη διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων, για την ανίχνευση ειδών του
γένους Salmonella spp. και ειδών του γένους Campylobacter spp., στο
περιεχόμενο των τυφλών εντέρων των ορνίθων αυγοπαραγωγής, δεν
απομονώθηκαν αποικίες των ανωτέρω ειδών, σε καμία από τις ομάδες του
πειραματισμού, κατά τον πρώτο πειραματισμό.
Πίνακας 24. Μέσες ( x ±SD) τιμές αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων από
δείγματα αίματος των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), που
ελήφθησαν στην έναρξη (1η εβδομάδα), το μέσο (9η εβδομάδα) και στο τέλος (16η
εβδομάδα) του πρώτου πειραματισμού
Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
1η 4,93±0,299 5,42±0,435 5,08±0,619 0,346
TP
9η 5,45±1,168 4,80±2,305 5,37±0,231 0,828
(g/dl)
16η 4,77±0,351 5,03±0,670 4,88±0,741 0,866
1η 1,93±0,427 1,93±0,150 1,85±0,173 0,910
ALB
9η 1,65±0,100 2,73±1,879 1,47±0,058 0,325
(mg/dl)
16η 1,77±0,351 1,77±0,321 1,93±0,330 0,771
1η 316,50±117,973 316,75±133,280 233,00±108,833 0,548
ALP
9η 141,25±121,946 120,00±53,451 151,33±91,675 0,923
(U/L)
16η 232,67±28,361α 349,25±48,286β 300,00±62,080α,β 0,024
1η 213,50±10,472 217,00±18,565 215,75±10,532 0,936
GLU
9η 192,50±24,826 221,00±13,491 213,33±12,741 0,141
(mg/dl)
16η 219,00±13,748 211,00±4,359 200,75±17,443 0,280
122
Πίνακας 24 (συνέχεια)
Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
1η 670,25±246,286 788,75±584,070 415,50±148,150 0,396
CPK
9η 652,75±313,792 726,00±265,845 410,67±198,699 0,342
(U/L)
16η 677,33±386,738 1283,50±632,861 554,25±200,598 0,141
1η 686,75±487,788 954,75±300,603 505,50±105,936 0,219
TG
9η 202,75±175,732 719,67±407,007 348,00±85,427 0,078
(mg/dl)
16η 504,00±136,635 804,67±276,507 497,75±109,192 0,114
1η 55,50±17,292 74,00±8,602 56,25±8,098 0,100
TCHO
9η 91,00±73,693 78,75±23,013 71,67±13,650 0,864
(mg/dl)
16η 47,33±3,512 66,00±12,000 61,25±12,285 0,141
1η 5,03±1,445 9,90±4,414 7,76±2,156 0,118
UA
9η 6,68±2,417 6,58±1,242 7,40±1,353 0,818
(mg/dl)
16η 4,97±0,513α 11,43±3,478β 8,50±1,322α,β 0,019
1η 30,43±18,415 47,00±0,909 30,825±17,978 0,251
CA
9η 32,30±22,085 51,50±3,500 47,03±2,765 0,254
(mg/dl)
16η 35,00±18,100 37,95±16,455 37,60±16,556 0,971
1η 2,63±0,486 8,58±12,285 2,33±0,532 0,410
P
9η 3,85±0,947 3,33±1,350 3,33±0,603 0,738
(mg/dl)
16η 2,13±0,351 2,25±0,507 2,48±0,532 0,645
1η 24,30±4,667 22,25±2,720 22,18±0,862 0,611
HCT
9η 20,20±3,634 23,80±0,938 20,77±2,901 0,200
(%)
16η 21,60±2,163 22,33±1,079 23,43±1,350 0,422
1η 6,05±1,485 7,27±0,419 6,38±1,333 0,378
HB
9η 6,73±0,650α 7,95±0,332β 6,60±0,794α 0,027
(g/dl)
16η 7,10±0,300 6,97±0,513 7,30±0,781 0,777
1η 13,06±1,824 10,76±0,698 10,74±1,934 0,224
WBC
9η 13,33±5,960 13,47±2,963 9,02±2,249 0,359
(10 3/μL)
16η 10,76±0,559 11,15±0,762 12,34±1,628 0,256
1η 312,50±140,714 178,25±180,064 127,50±45,229 0,330
PLT
9η 104,25±16,840 135,50±50,547 103,67±39,145 0,454
(10 3/μL)
16η 264,00±254,558 197,33±167,757 209,33±123,144 0,911
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
Στον πίνακα 25 δίνονται οι μέσες τιμές του βάρους του αυγού των ορνίθων, του
λευκώματος και της λεκίθου και η εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και της
λεκίθου, για κάθε ομάδα πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης,
της ηλικίας και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση, κατά τον πρώτο πειραματισμό.
124
Πίνακας 25. Μέσες ( x ±SD) τιμές βάρους αυγού και των επιμέρους συστατικών
του, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον πρώτο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Βάρος αυγού
63,52±5,818 63,99±6,202 64,82±6,431 0,087 <0,001 0,367
(g)
Βάρος
λευκώματος 42,33±4,671 42,72±5,381 43,15±5,152 0,268 <0,001 0,433
(g)
Βάρος
λεκίθου 15,20±1,660α 15,30±1,675α ,β 15,50±1,712β 0,043 <0,001 0,543
(g)
Λεύκωμα
66,56±2,588 66,62±2,985 66,48±2,606 0,874 <0,001 0,597
(%)
Λέκιθος
24,00±2,233 24,04±2,740 24,07±2,239 0,956 <0,001 0,646
(%)
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
125
πίνακες Β.1.4., Β.1.5., Β.1.6., Β.1.7. και Β.1.8. αντίστοιχα, καθώς και στα σχήματα.
Β.1.4., Β.1.5., Β.1.6., Β.1.7. και Β.1.8.
Πίνακας 26. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
κελύφους του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον
πρώτο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Ειδικό βάρος
1,08±0,007 1,08±0,007 1,08±0,006 0,655 0,967 0,794
αυγού
Πάχος
κελύφους 0,44±0,039 0,43±0,038 0,44±0,036 0,143 <0,001 0,978
(mm)
Μήκος αυγού
58,06±2,552 58,38±2,443 58,52±2,381 0,138 <0,001 0,125
(mm)
Πλάτος αυγού
43,93±1,421 43,96±1,488 44,24±1,550 0,067 <0,001 0,488
(mm)
Δείκτης
0,76±0,028 0,75±0,027 0,76±0,027 0,363 0,508 0,482
σχήματος
Βάρος
κελύφους 5,99±0,724 5,97±0,682 6,11±0725 0,060 <0,001 0,842
(g)
Κέλυφος
9,44±0,884 9,35±0,871 9,45±0,882 0,410 <0,001 0,957
(%)
Χρώμα
29,07±4,927 29,41±4,348 29.46±4,964 0,653 <0,001 0,460
κελύφους
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1
126
Από τα στοιχεία του πίνακα 26 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε καμία από τις
παραμέτρους εκτίμησης της ποιότητας του κελύφους του αυγού των ορνίθων,
καθώς δεν διέφεραν σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε το μήκος και το πλάτος, καθώς και το βάρος, την
εκατοστιαία αναλογία, το πάχος και το χρώμα του κελύφους του αυγού των
ορνίθων, ενώ δεν επηρέασε το ειδικό βάρος και το δείκτη σχήματος, καθώς δεν
διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Τέλος, δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της
ηλικίας, καθώς δεν διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
κελύφους του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.1.9., Β.1.10., Β.1.11., Β.1.12., Β.1.13. και Β.1.14., καθώς και στα σχήματα.
Β.1.9., Β.1.10., Β.1.11., Β.1.12.,Β.1.13. και Β.1.14.
127
Πίνακας 27. Μέσες τιμές ( x ±SD) παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον
πρώτο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Χρώμα
6,94±0,988 7,00±0,889 7,04±0,792 0,466 <0,001 0,137
λεκίθου
Δείκτης
90,45±9,077 90,62±10,140 89,28±10,368 0,327 <0,001 0,478
Haugh
pH
8,62±0,274α 8,59±0,291α 8,68±0,214β 0,001 <0,001 0,024
λευκώματος
pH
6,13±0,158α 6,09±0,101β 6,10±0,068β 0,002 <0,001 <0,001
λεκίθου
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
128
φυσιολογικών ορίων που παρατηρούνται στα αυγά και, επομένως, δεν
συζητούνται περαιτέρω.
Τέλος, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής
εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε
ούτε το χρώμα της λεκίθου, ούτε το Δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού των
ορνίθων, καθώς αυτά δεν διέφεραν σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε όλες τις παραμέτρους που αφορούν στην
ποιότητα του εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, υπήρχε σημαντική
αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία, για το pH λευκώματος και για το pH
της λεκίθου, ενώ δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την
ηλικία, ούτε για το χρώμα της λεκίθου, ούτε για το Δείκτη Haugh του λευκώματος
του αυγού των ορνίθων.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
εσωτερικού του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.1.15., Β.1.16., Β.1.17. και Β.1.18., καθώς και στα σχήματα Β.1.15., Β.1.16.,
Β.1.17. και Β.1.18.
129
Πίνακας 28. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των λιπαρών οξέων στη λέκιθο του
αυγού συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%),
για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
Ομάδες
Ρ1
Λιπαρό οξύ (%) Μ Α Β
C14:0 0,36±0,034 0,38±0,029 0,35±0,031 0,425
C16:0 23,56±0,573 24,72±0,935 23,87±0,960 0,187
C16:1 trans 0,71±0,051 0,72±0,054 0,73±0,059 0,898
C16:1 cis 2,48±0,264 2,85±0,394 2,65±0,417 0,395
C18:0 8,13±0,694 7,30±0,780 7,44±0,146 0,174
C18:1 cis 38,02±0,795 37,81±2,722 38,46±1,585 0,884
C18:1ω-7 1,49±0,307 1,80±0,108 1,43±0,135 0,055
C20:0 0,11±0,107 0,06±0,032 0,07±0,041 0,631
C20:1 0,26±0,012 0,22±0,074 0,31±0,033 0,062
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1
Στον πίνακα 29 δίνονται οι μέσες συγκεντρώσεις των ω-3 λιπαρών οξέων για κάθε
ομάδα πειραματισμού, εκφρασμένες ως εκατοστιαία ποσοστά του συνόλου των
λιπαρών οξέων (%) και η επίδραση της μεταχείρισης.
130
Πίνακας 29. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των ω-3 λιπαρών οξέων στη λέκιθο του
αυγού συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%),
για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
Στον πίνακα 30 δίνονται οι συγκεντρώσεις των ω-6 λιπαρών οξέων, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, εκφρασμένες ως εκατοστιαία ποσοστά του συνόλου των
λιπαρών οξέων (%) και η επίδραση της μεταχείρισης.
131
Πίνακας 30. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των ω-6 λιπαρών οξέων στο αυγό
συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%), για την
κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
Ομάδες
Ρ1
ω-6 λιπαρά οξέα (%) Μ Α Β
C18:2n-6trans 0,14±0,040 0,18±0,021 0,12±0,013 0,064
C18:2n-6cis 21,48±0,799 21,34±3,460 21,79±1,103 0,955
C20:4n-6 0,87±0,031 0,77±0,168 0,77±0,084 0,372
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1
Πίνακας 31. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση του λίπους και του συνόλου των
λιπαρών οξέων ανά κατηγορία (SFA, MUFA, PUFA, ω-3 και ω-6), συνολικά στη
λέκιθο του αυγού, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων
(%), για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
Ομάδες
Επίδραση1
Παράμετρος Μ Α Β
Λίπος 28,26±0,325 28,50±1,274 27,23±0,939 0,177
SFA2 32,36±0,816 32,62±0,927 31,85±0,909 0,486
MUFA3 43,34±0,939 41,08±7,661 43,76±1,553 0,681
PUFA4 24,31±0,920 23,80±3,589 24,40±1,270 0,923
132
Από τα στοιχεία του πίνακα 31 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε σημαντικά την
περιεκτικότητα της λεκίθου των παραγόμενων αυγών σε λίπος, καθώς και την
περιεκτικότητα αυτή στο σύνολο των κορεσμένων, των μονοακόρεστων, των
πολυακόρεστων, των ω-3 και των ω-6 λιπαρών οξέων, καθώς δεν διέφεραν
σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.
5. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης
Πίνακας 32. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης (MDA)
στη λέκιθο των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης για τους χρόνους επώασης
από 0 έως 150min, για κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
Ομάδες
Χρόνος
επώασης Ρ1
Μ Α Β
133
φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε σημαντικά την οξειδωτική σταθερότητα
της λεκίθου σε όλους τους χρόνους επώασης (Τ=50min, Τ=100min, Τ=150min).
Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στο σχήμα Β.1.19 απεικονίζεται η πορεία της λιπιδικής
υπεροξείδωσης στα δείγματα της λεκίθου των αυγών, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, που υποβλήθηκαν σε τεχνητή οξείδωση με ιόντα σιδήρου και
ασκορβικό οξύ για 0min,50min,100min και 150min επώασης, στους 37 oC,
εκφρασμένη ως συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης (ng/g).
Η διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων για την ανίχνευση ειδών του γένους
Salmonella spp. στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών και Campylobacter
spp. στο κέλυφος των αυγών, έδειξε απουσία των μικροοργανισμών αυτών και
στις τρεις ομάδες του πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού.
Όσον αφορά τις αποικίες των Enterobactericeae (εντεροβακτηριοειδή), ο αριθμός
τους ανά ομάδα πειραματισμού καταγράφεται στον πίνακα 33.
Ομάδες
Παράμετρος Ρ1
Μ Α Β
Αριθμός
Enterobactericeae 235,00±147,164 179,00±154,952 108,89±130,714 0,219
(N/g)
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
Από τα στοιχεία του πίνακα 33 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά τον αριθμό των
Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ομάδων του πειραματισμού, στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού. Ωστόσο, αξίζει να παρατηρηθεί ότι ο αριθμός
των Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων των ομάδων Α και Β,
134
ήταν μικρότερος από τον αριθμό των Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών
των ορνίθων της ομάδας Μ.
135
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πίνακας 34. Αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού για την κάθε πειραματική ομάδα
Από τα στοιχεία του πίνακα 34 προκύπτει πως κατά τη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού παράχθηκαν συνολικά 11.900 αυγά, εκ των οποίων τα 3.819
προήλθαν από τις όρνιθες της ομάδας Μ (Μάρτυρες), τα 4.093 από τις όρνιθες της
136
ομάδας Α (Salvia officinalis L.0,5%) και τα 3.988 από τις όρνιθες της ομάδας Β
(Salvia officinalis L.1,0%).
Στον πίνακα 35 δίνεται το μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων για την κάθε
ομάδα, κατά το δεύτερο πειραματισμό.
Πίνακας 35. Μέσο ( x ±SD) σωματικό βάρος των ορνίθων την 1η, την 9η και τη 16 η
εβδομάδα του δεύτερου πειραματισμού
Ομάδα
Ρ1
Εβδομάδα M Α Β
Από τα στοιχεία του πίνακα 35 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% όσο και σε αναλογία 1,0%, δεν
επηρέασε σημαντικά το σωματικό βάρος των ορνίθων, στην έναρξη (1η
εβδομάδα), στο μέσο (9η εβδομάδα) και στο τέλος (16η εβδομάδα) του δεύτερου
πειραματισμού, καθώς αυτό δε διέφερε ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού. Οι τιμές του μέσου σωματικού βάρους των ορνίθων για κάθε
ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη του σωματικού βάρους των ορνίθων στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα
Β.2.1. και στο σχήμα Β.2.1.
Στον πίνακα 36 δίνονται οι μέσες τιμές των αποδόσεων και πιο συγκεκριμένα του
ποσοστού ωοτοκίας (%), της κατανάλωση τροφής (g), της μάζας αυγού (g) και του
Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού,
καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης, κατά το δεύτερο πειραματισμό.
137
Πίνακας 36. Μέσες ( x ±SD) τιμές των παραμέτρων εκτίμησης των αποδόσεων
των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το δεύτερο πειραματισμό
Ομάδα
P1
Παράμετρος M Α Β
138
Πίνακας 37. Ποσοστό (%) θνησιμότητας των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση
(ομάδα), στο πρώτο και δεύτερο μισό και στο σύνολο του δεύτερου πειραματισμού
Ομάδα
Περίοδος Μ Α Β P1
Από τα στοιχεία του πίνακα 37 προκύπτει ότι οι όρνιθες της ομάδας Α είχαν
υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, τόσο σε σχέση με την ομάδα Μ όσο και με την
ομάδα Β. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Αξίζει να
σημειωθεί ότι στις πρώτες 8 εβδομάδες του πειραματισμού οι όρνιθες της ομάδας
Α, παρουσίασαν τα υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με τις ομάδες Μ
και Β, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σημειώθηκαν και για τις τρεις
ομάδες στη διάρκεια των πρώτων 8 εβδομάδων του πειραματισμού.
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις
Κατά τη διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων, για την ανίχνευση ειδών του
γένους Salmonella spp. και ειδών του γένους Campylobacter spp., δεν
απομονώθηκαν αποικίες των ανωτέρω ειδών, σε καμία από τις ομάδες του
πειραματισμού, κατά το δεύτερο πειραματισμό.
139
Πίνακας 38. Μέσες ( x ±SD) τιμές αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων από
δείγματα αίματος των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), που
ελήφθησαν την 1η εβδομάδα και την 14η εβδομάδα του δεύτερου πειραματισμού
Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
TP 1η 5,10±0,572 5,03±0,208 5,13±0,252 0,955
(g/dl) 14η 4,95±0,466 5,45±0,332 5,27±0,503 0,308
ALB 1η 1,63±0,479 1,55±0,212 1,97±0,116 0,394
(mg/dl) 14η 1,65±0,100 1,63±0,096 1,60±0,173 0,866
ALP 1η 351,25±33,837 371,00±103,238 363,33±63,877 0,926
(U/L) 14η 70,25±23,543 181,00±159,455 68,00±16,523 0,257
GLU 1η 235,75±37,125 206,00±5,657 210,67±9,504 0,383
(mg/dl) 14η 212,00±14,259 207,75±2,630 221,33±2,517 0,197
CPK 1η 972,75±746,421 545,00±65,054 877,33±493,731 0,722
(U/L) 14η 704,00±505,762 475,25±182,894 675,33±211,897 0,622
TG 1η 681,00±352,080 558,50±55,861 1349,00±631,586 0,152
(mg/dl) 14η 418,75±90,754 478,75±507,416 482,33±238,716 0,959
TCHO 1η 46,75±5,058α 64,50±2,121β 75,33±5,132γ 0,001
(mg/dl) 14η 48,25±13,301 110,25±84,658 72,67±49,400 0,362
UA 1η 5,08±1,097 6,15±1,485 5,10±0,300 0,461
(mg/dl) 14η 6,85±1,658 6,65±1,066 7,13±0,306 0,875
CA 1η 52,38±4,307 49,35±0,636 49,77±1,795 0,480
(mg/dl) 14η 37,25±15,306 47,50±7,090 51,80±3,305 0,219
P 1η 2,40±0,316 2,70±0,566 2,33±0,332 0,514
(mg/dl) 14η 3,76±0,222 3,83±0,330 3,47±0,603 0,473
HCT 1η 18,70±3,039 23,95±3,323 46,53±21,374 0,067
(%) 14η 20,68±2,750 21,70±1,637 21,43±2,907 0,860
HB 1η 7,30±0,141 8,25±1,061 14,67±7,430 0,145
(g/dl) 14η 6,43±0,591 6,83±1,266 7,05±0,614 0,574
WBC 1η 9,07±2,931 11,16±2,263 30,73±17,878 0,080
(103/μL) 14η 11,35±5,612 11,15±3,185 16,54±3,741 0,225
PLT 1η 873,75±1150,021 577,00±185,262 1092,67±690,003 0,829
(103/μL) 14η 195,25±82,629 157,00±114,385 149,75±34,189 0,701
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α,β,γ
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,001) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
140
πειραματισμού, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού. Εξαίρεση αποτελεί
η διαφορά που παρουσιάζεται στις τιμές της ολικής χοληστερόλης (TCHO), που
αφορά στην έναρξη του πειραματισμού, πριν τη χορήγηση και εγκατάσταση των
σιτηρεσίων με την προσθήκη της Salvia officinalis L..
Στον πίνακα 39 δίνονται οι μέσες τιμές του βάρους του αυγού των ορνίθων, του
λευκώματος και της λεκίθου και η εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και της
λεκίθου, για κάθε ομάδα πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης,
της ηλικίας και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση, κατά το δεύτερο πειραματισμό.
Πίνακας 39. Μέσες ( x ±SD) τιμές βάρους αυγού και των επιμέρους συστατικών
του, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το δεύτερο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Βάρος αυγού
65,37±5,497 65,87±6,412 65,84±5,037 0,597 <0,001 0,216
(g)
Βάρος
λευκώματος 43,82±4,613 44,13±5,089 44,04±4,179 0,787 <0,001 0,264
(g)
Βάρος
λεκίθου 15,42±1,226 15,58±1,819 15,61±1,468 0,362 <0,001 0,788
(g)
Λεύκωμα
66,93±2,186 66,92±2,410 66,84±2,256 0,901 <0,001 0,700
(%)
Λέκιθος
23,69±2,032 23,73±2,271 23,76±1,967 0,947 <0,001 0,699
(%)
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1
141
λευκώματος και της λεκίθου, ούτε την εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και
την εκατοστιαία αναλογία της λεκίθου του αυγού, καθώς οι παράμετροι αυτές δεν
διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε σημαντικά όλες τις παραπάνω παραμέτρους, ενώ
δεν υπήρξε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της ηλικίας.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στο βάρος του αυγού και
τα επιμέρους συστατικά του, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σε
σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους
πίνακες Β.2.4., Β.2.5., Β.2.6., Β.2.7. και Β.2.8. , καθώς και στα σχήματα. Β.2.4.,
Β.2.5., Β.2.6., Β.2.7. και Β.2.8.
142
Πίνακας 40. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
κελύφους του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το
δεύτερο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Ειδικό βάρος
1,09±0,006 1,09±0,005 1,09±0,007 0,711 <0,001 0,096
αυγού
Πάχος
κελύφους 0,44±0,035 0,43±0,034 0,44±0,032 0,428 <0,001 0,700
(mm)
Μήκος αυγού
58,17±1,958 58,42±2,408 58,26±2,087 0,493 <0,001 0,007
(mm)
Πλάτος αυγού
44,62±1,409 44,70±1,543 44,77±1,218 0,586 <0,001 0,531
(mm)
Δείκτης
0,77±0,026 0,77±0,026 0,77±0,025 0,471 0,002 0,033
σχήματος
Βάρος
κελύφους 6,13±0,649 6,16±0,756 6,18±0,594 0,695 <0,001 0,430
(g)
Κέλυφος
9,38±0,686 9,35±0,778 9,41±0,823 0,749 <0,001 0,803
(%)
Χρώμα
25,27±5,385 25,81±4,790 25,23±3,987 0,349 <0,001 0,067
κελύφους
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1
143
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
κελύφους του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.2.9., Β.2.10., Β.2.11., Β.2.12., Β.2.13. και Β.2.14., καθώς και στα σχήματα.
Β.2.9., Β.2.10., Β.2.11., Β.2.12.,Β.2.13. και Β.2.14.
Πίνακας 41. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το
δεύτερο πειραματισμό
Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ
Χρώμα
7,66±0,979 7,77±0,915 7,82±0,852 0,212 <0,001 0,086
λεκίθου
Δείκτης
91,77±9,992 91,78±8,842 90,41±10,431 0,254 <0,001 0,029
Haugh
pH
8,40±0,293α 8,48±0,232β 8,52±0,220γ <0,001 <0,001 <0,001
λευκώματος
pH
6,01±0,127α 6,02±0,109α 6,06±0,208β 0,001 0,010 <0,001
λεκίθου
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β, γ
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
144
της λεκίθου του αυγού των ορνίθων, καθώς αυτό διέφερε ανάμεσα στις τρεις
ομάδες πειραματισμού. Όπως ήδη αναφέρθηκε και στα αποτελέσματα του πρώτου
πειραματισμού, οι τιμές του pH που καταγράφονται και εδώ βρίσκονται εντός των
φυσιολογικών ορίων που παρατηρούνται στα αυγά και επομένως δεν συζητούνται
περαιτέρω.
Τέλος, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής
εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε, το
χρώμα της λεκίθου και το Δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού των ορνίθων,
καθώς αυτά δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε όλες τις παραμέτρους που αφορούν στην
ποιότητα του εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, υπήρχε σημαντική
αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία, για το Δείκτη Haugh του
λευκώματος του αυγού των ορνίθων, το pH λευκώματος και για το pH της λεκίθου,
ενώ δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία για το
χρώμα της λεκίθου.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
εσωτερικού του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.2.15., Β.2.16., Β.2.17. και Β.2.18., καθώς και στα σχήματα Β.2.15., Β.2.16.,
Β.2.17. και Β.2.18.
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης
145
Πίνακας 42. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης (MDA)
στη λέκιθο των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης για τους χρόνους επώασης
από 0 έως 150min, για κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
Ομάδες
Χρόνος
επώασης Ρ1
Μ Α Β
146
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού
Η διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων για την ανίχνευση ειδών του γένους
Salmonella spp. στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών και Campylobacter
spp. στο κέλυφος των αυγών, έδειξε απουσία των μικροοργανισμών αυτών και
στις τρεις ομάδες του πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού.
Όσον αφορά τις αποικίες των Enterobactericeae (Εντεροβακτηριοειδή), ο αριθμός
τους ανά ομάδα πειραματισμού καταγράφεται στον πίνακα 43.
Ομάδες
Παράμετρος Ρ1
Μ Α Β
Αριθμός
Enterobactericeae 233,33±149,747 231,00±184,899 123,33±87,004 0,219
(N/g)
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
Από τα στοιχεία του πίνακα 43 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε σημαντικά τον αριθμό των
Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ομάδων του πειραματισμού, στη
διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός
αυτός ήταν μικρότερος στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της ομάδας Β.
147
148
ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
149
Στην παρούσα διατριβή, που σχεδιάστηκε για να διερευνήσει την επίδραση της
ενσωμάτωσης Salvia officinalis L., ενός αρωματικού φυτού με αξιόλογες ιδιότητες,
στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις
τους και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, διενεργήθηκαν δύο συνεχείς
πειραματισμοί, από τον Ιούλιο έως το Νοέμβριο του 2008 και από τον Ιούλιο έως
το Νοέμβριο του 2009. Οι πειραματισμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν στις ίδιες
εγκαταστάσεις, με τον ίδιο αριθμό ορνίθων ανά μεταχείριση, της ίδιας ηλικίας και
του ίδιου γενοτύπου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και των δύο πειραματισμών, δεν υπήρξε στατιστικά
σημαντική διαφορά, σε καμία από τις παραμέτρους των αποδόσεων (σωματικό
βάρος, ποσοστό ωοτοκίας, κατανάλωση τροφής, δείκτης μετατρεψιμότητας της
τροφής), μεταξύ των ορνίθων της ομάδας, στην οποία ενσωματώθηκε στο
σιτηρέσιό τους Salvia officinalis L.1,0% (ομάδα Β) και των ορνίθων της ομάδας του
μάρτυρα (ομάδα Μ). Διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν στις παραμέτρους των
αποδόσεων της ομάδας, στην οποία ενσωματώθηκε στο σιτηρέσιό τους Salvia
officinalis L.0,5% (ομάδα Α), σε σχέση με τις αποδόσεις των ομάδων Μ και Β,
ανάμεσα στους δύο πειραματισμούς.
Στον πρώτο πειραματισμό, το ποσοστό ωοτοκίας και ο δείκτης μετατρεψιμότητας
της τροφής των ορνίθων της ομάδας Α, ήταν χειρότερα από το ποσοστό ωοτοκίας
και το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, των ορνίθων των ομάδων Μ και Β,
ενώ δεν υπήρχαν διαφορές στο σωματικό βάρος και την κατανάλωση της τροφής
τους.
Η μείωση της αυγοπαραγωγής, στις όρνιθες της ομάδας Α, την πρώτη χρονιά,
παρατηρήθηκε κυρίως σε μία από τις δύο υποομάδες του πειραματισμού. Η
αυγοπαραγωγή της υποομάδας αυτής, άρχισε να μειώνεται ραγδαία, μετά τη 10η
εβδομάδα, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας της ομάδας Α, εκείνη τη χρονική στιγμή,
ήταν 2 και 3 φορές υψηλότερα από της ομάδας Β και της ομάδας Μ, αντίστοιχα.
Τη μείωση του σμήνους και τη συνεπαγόμενη μείωση της αυγοπαραγωγής,
ακολούθησε αύξηση της κατανάλωσης τροφής των πτηνών όλων των ομάδων,
μεταξύ των οποίων και της ομάδας Α, αφού στο μεταξύ είχε παρέλθει η περίοδος
των υψηλών θερμοκρασιών και χαμηλών ποσοστών υγρασίας, με συνέπεια την
αύξηση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, της συγκεκριμένης ομάδας.
Με δεδομένο ότι από τους δείκτες υγείας των ορνίθων (αιματολογικές και
βιοχημικές παράμετροι του αίματος, μικροβιολογικές αναλύσεις περιεχομένου του
150
τυφλού εντέρου των ορνίθων) δεν προέκυψε διαφοροποίηση, σε καμία από τις
ομάδες του πειραματισμού, συνεπώς δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα στη
συγκεκριμένη ομάδα, η μείωση του ποσοστού ωοτοκίας και η αύξηση του δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής τους, θα πρέπει να αποδοθούν, αφενός στο υψηλό
ποσοστό θνησιμότητας της συγκεκριμένης ομάδας, καθώς μείωση του πληθυσμού
των ορνίθων, έχει σαν αποτέλεσμα και μείωση της παραγωγής αυγών (FAO,
2003˙ Rodenburg et al., 2012˙ Leenstra et al., 2014), αφετέρου στην απότομη
άνοδο της κατανάλωσης της τροφής, μετά το πέρας του θέρους και την είσοδο στη
φθινοπωρινή περίοδο.
Το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας της ομάδας Α, αφορά κυρίως στην
επίδραση του βιολογικού συστήματος εκτροφής, που στην προκειμένη περίπτωση
ήταν πιθανόν πιο ισχυρή, από ότι στις άλλες ομάδες. Άλλωστε, όπως έχει ήδη
αναφερθεί εισαγωγικά, οι αιτίες της θνησιμότητας στα βιολογικά συστήματα
εκτροφής διαφέρουν, ακόμα και μεταξύ εκτροφών των ίδιων περιοχών, με μεγάλο
εύρος διακύμανσης των ποσοστών και με σημαντική επιρροή, τόσο των
κλιματικών συνθηκών, όσο και των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και της
συμπεριφοράς των σμηνών. Στους πειραματισμούς της παρούσας διδακτορικής
διατριβής, δεν καταγράφηκαν παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των
ορνίθων των ομάδων του πειραματισμού, που ίσως ανεδείκνυαν αιτίες
θνησιμότητας των ορνίθων.
Αναφορικά με την αύξηση της κατανάλωσης της τροφής, μετά την πάροδο των
υψηλών θερμοκρασιών, προκύπτει τόσο από τα ερευνητικά δεδομένα των
Mashaly et al. (2004) και Bozkurt et al. (2012a), που παρατήρησαν αυξημένη
κατανάλωση της τροφής από τα πτηνά, σε περιόδους με χαμηλότερες
θερμοκρασίες, σε σχέση με τις αντίστοιχες των υψηλών θερμοκρασιών, όσο και
από το βάρος που ανέκτησαν οι όρνιθες όλων των ομάδων του πειραματισμού,
μεταξύ των οποίων και της ομάδας Α, τις επόμενες 8 εβδομάδες, του φθινοπώρου.
Στο δεύτερο πειραματισμό το έτος 2009, το ποσοστό ωοτοκίας, ο δείκτης
μετατρεψιμότητας της τροφής και η κατανάλωση τροφής των ορνίθων της ομάδας
Α, ήταν πιο βελτιωμένα, από τα αντίστοιχα των ορνίθων των ομάδων Μ και Β, ενώ
δεν υπήρχαν διαφορές στο σωματικό τους βάρος. Στην προκειμένη περίπτωση οι
κλιματολογικές συνθήκες ήταν πιο ήπιες, κυρίως σε σχέση με τα υψηλότερα
ποσοστά σχετικής υγρασίας, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας τη θερινή περίοδο,
ήταν μεν σημαντικά στις όρνιθες της ομάδας Α, ήταν όμως πιο υψηλά σε σχέση με
151
την πρώτη χρονιά στην ομάδα Μ, ενώ στην ομάδα Β, ήταν τα ίδια. Συνεπώς η
μείωση της αυγοπαραγωγής ήταν υψηλή και στην ομάδα Μ, λόγω αυξημένης
θνησιμότητας.
Αναφορικά με την κατανάλωση της τροφής τη δεύτερη χρονιά, λόγω των
υψηλότερων ποσοστών σχετικής υγρασίας, ήταν αυξημένη και στις τρεις ομάδες
του πειραματισμού, σε σχέση με την πρώτη χρονιά. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι
την πρώτη χρονιά η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφής ανά όρνιθα, ανεξαρτήτου
ομάδας πειραματισμού, ήταν 103,53g, ενώ τη δεύτερη χρονιά ήταν 113,55g. Η
αύξηση στην κατανάλωση της τροφής, ίσως οφείλεται στην επίδραση του
βιολογικού συστήματος εκτροφής στις αυγοπαραγωγές όρνιθες, αφού σύμφωνα
με τους Lampkin (1997), Castellini et al. (2004) και Küçükyılmaz et al. (2012a), οι
όρνιθες στα εν λόγω συστήματα εκτροφής, εμφανίζουν αυξημένη κατανάλωση
τροφής, κυρίως λόγω της εντονότερης άσκησης και δραστηριότητας τους.
Ειδικότερα, η αύξηση της κατανάλωσης της τροφής από τις όρνιθες της ομάδας Α,
θα μπορούσε να αποδοθεί στη βελτίωση της γευστικότητας του σιτηρεσίου
(Brenes and Roura, 2010), που πιθανόν προσέδωσε η προσθήκη Salvia
oficcinalis L. σε αυτό, σε ποσοστό 0,5%, όχι όμως και σε ποσοστό 1%. Η
προσέγγιση αυτή συμφωνεί με τα αποτελέσματα εργασίας των Florou-Paneri et al.
(2005), όπου προσθήκη 50mg/ kg αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησαν την κατανάλωση της τροφής των ορνίθων,
ενώ σε προσθήκη 100mg/ kg τη μείωσαν. Ομοίως σε πειραματική εργασία των
Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη 200 mg/ kg αιθέριου ελαίου Salvia sclarea L.
(ενός είδους του γένους της Salvia) στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων,
μείωσε την κατανάλωση της τροφής τους. Συνεπώς, η βελτίωση των
κλιματολογικών συνθηκών, η υψηλή θνησιμότητα και στην ομάδα Μ και η σταθερή
κατανάλωση τροφής, σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού, θα
μπορούσαν, καταρχήν, να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα των παραμέτρων των
αποδόσεων των ορνίθων της ομάδας Α.
Σε έρευνα των Loetscher et al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L. σε
ποσοστό 2,5% επί του σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε καμία
από τις παραμέτρους των αποδόσεών τους. Όπως προκύπτει, από την
πειραματική εργασία των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη αιθέριου ελαίου
Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε το
σωματικό βάρος και το ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων, αλλά βελτίωσε το δείκτη
152
μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων. Σε άλλο πειραματισμό, που
πραγματοποιήθηκε καλοκαίρι, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η
προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων 24mg/ kg εμπορικού
σκευάσματος μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη, φύλλα
δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και από
φύλλα Salvia triloba, ενός αρωματικού φυτού του γένους της Salvia, δεν επηρέασε
το ποσοστό ωοτοκίας και την κατανάλωση τροφής, αλλά αύξησε το βάρος και
βελτίωσε το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Çabuk et al.,
2006). Σε ανάλογους πειραματισμούς, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος,
των Özek et al. (2011) και των Bozkurt et al. (2012a), προσθήκη σε σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων 36mg/ kg και 24mg/ kg αντίστοιχα, παρόμοιων
εμπορικών σκευασμάτων, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη,
φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και
από φύλλα Salvia triloba, δεν επηρέασε το ποσοστό ωοτοκίας, την κατανάλωση
και το δείκτη μετατρεψιμότητας τροφής των ορνίθων, αλλά αύξησε το βάρος τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν με άλλα αρωματικά φυτά της
οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων 0,5% και 1% ρίγανης, θυμαριού και δενδρολίβανου, δεν επηρέασε την
κατανάλωση τροφής, αλλά αύξησε το ποσοστό ωοτοκίας και βελτίωσε το δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Radwan et al., 2008), ενώ προσθήκη
50mg/ kg και 100mg/ kg αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασαν το σωματικό βάρος, το ποσοστό
ωοτοκίας και το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Florou-Paneri
et al., 2005).
Με βάση τις παραπάνω βιβλιογραφικές αναφορές, που όλες αφορούν συμβατικά
συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, τα αποτελέσματα των
πειραματισμών της παρούσας διδακτορικής διατριβής, διαφέρουν ως προς τη
βελτίωση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, όπου για την ομάδα Α
συζητήθηκε παραπάνω, για την ομάδα Β όμως και συνεκτιμώντας συνολικά τα
αποτελέσματα, θα μπορούσαν να αποδοθούν στην επίδραση του βιολογικού
συστήματος εκτροφής, καθώς σύμφωνα με τους Castellini et al. (2004), Elson and
Croxall (2006), Mugnai et al. (2009), Küçükyılmaz et al. (2012a) και Lolli et al.
(2013), οι αυγοπαραγωγές όρνιθες παρουσιάζουν υψηλότερο δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής στις βιολογικές εκτροφές, σε σχέση με τις
153
αυγοπαραγωγές όρνιθες στις συμβατικές κλωβοστοιχίες, λόγω της πιο έντονης
δραστηριότητας τους, αλλά και της επίδρασης που ασκεί στην εκτροφή η
θερμοκρασία του περιβάλλοντος (Lolli et al., 2013). Μάλιστα, σύμφωνα με τους
Rodenburg et al. (2012), αυτή η διαφορά στην αποτελεσματικότητα της τροφής, θα
πρέπει να ανακτηθεί από τον παραγωγό, μέσω της υψηλότερης τιμής πώλησης
των αυγών.
Κατά τη διάρκεια των δύο πειραματισμών της παρούσας διατριβής,
προσδιορίστηκε επίσης η θνησιμότητα των ορνίθων, ως παράμετρος των
αποδόσεων τους. Η υψηλή θνησιμότητα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα
προβλήματα της βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων. Στην παρούσα
εργασία, και στους δύο πειραματισμούς, παρατηρήθηκαν ποσοστά θνησιμότητας,
ανάλογα με αυτά που αναφέρονται για τα βιολογικά συστήματα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, ενώ υψηλότερα ποσοστά, και τις δύο χρονιές,
παρουσίασε η ομάδα Α. Την πρώτη χρονιά, τόσο η ομάδα Μ, όσο και η ομάδα Β,
είχαν τα ίδια ποσοστά θνησιμότητας, ενώ τη δεύτερη χρονιά, η ομάδα Β είχε τα
χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας και από τις τρεις ομάδες. Πρέπει να σημειωθεί
ότι οι περισσότεροι θάνατοι των πτηνών, όλων των ομάδων, παρατηρήθηκαν και
στους δύο πειραματισμούς, στις πρώτες οκτώ εβδομάδες, που αφορούσαν
περίοδο με υψηλές θερμοκρασίες. Σε πειραματισμούς που πραγματοποιήθηκαν
στη διάρκεια θερινών μηνών, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η
προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων μίγματος αιθέριου ελαίου,
προερχόμενου από έξι αρωματικά φυτά, μεταξύ των οποίων και από φύλλα Salvia
triloba, μείωσε τους θανάτους των πτηνών, σε σχέση με τους θανάτους της
ομάδας μάρτυρα (Çabuk et al., 2006˙ Bozkurt et al., 2012a). Συνεπώς, η επίδραση
του βιολογικού συστήματος εκτροφής, στους πειραματισμούς της παρούσης
διδακτορικής διατριβής ήταν ισχυρή, σε σχέση με τη θνησιμότητα των πτηνών,
ενώ οι καλύτερες επιδόσεις της μεγαλύτερης προσθήκης Salvia officinalis L. στην
ομάδα Β, σε σχέση με τα ποσοστά θνησιμότητας του σμήνους, ίσως απαιτούν
επιπλέον διερεύνηση.
Με βάση τα παραπάνω, καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., τόσο σε
ποσοστό 0,5%, όσο και σε ποσοστό 1,0%, δεν είχε αρνητική επίδραση στις
αποδόσεις των ορνίθων βιολογικής εκτροφής, ενώ σε ήπιες κλιματολογικές
154
συνθήκες, αύξησε σημαντικά το ποσοστό ωοτοκίας και την κατανάλωση τροφής
των ορνίθων, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 0,5%.
Κατά την πραγματοποίηση των πειραματισμών της παρούσης διδακτορικής
διατριβής, προσδιορίστηκαν επίσης παράμετροι, που αφορούσαν στη ποιότητα
των παραγόμενων αυγών, ενώ στον πρώτο πειραματισμό, πραγματοποιήθηκαν
επιπλέον μετρήσεις, που αφορούσαν στον προσδιορισμό του λίπους και του
προφίλ των λιπαρών οξέων σε αυτά.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, και στους δύο πειραματισμούς, οι δείκτες υγείας των
ορνίθων (αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος, μικροβιολογικές
αναλύσεις περιεχομένου του τυφλού εντέρου των ορνίθων) δεν παρουσίασαν
διαφοροποίηση, σε καμία από τις ομάδες του πειραματισμού, συνεπώς δεν
εντοπίστηκε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας σε καμία από τις ομάδες των
πειραματισμών. Επομένως, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις παραμέτρους της
ποιότητας των αυγών, στις ομάδες των πειραματισμών της παρούσης
διδακτορικής διατριβής, θα πρέπει να αναζητηθούν, στην προσθήκη της Salvia
officinalis L. ή/ και στην επίδραση, τόσο του βιολογικού συστήματος εκτροφής των
ορνίθων, όσο και των κλιματολογικών συνθηκών.
Η κατανόηση και ο έλεγχος των συνθηκών αυτών, είναι καίριας σημασίας για την
ευζωία και την παραγωγικότητα των πτηνών και ιδιαίτερα στα συστήματα
ελεύθερης πρόσβασης σε υπαίθριο χώρο, όπως το βιολογικό σύστημα εκτροφής.
Η θερμική καταπόνηση, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς
περιβαλλοντικούς στρεσσογόνους παράγοντες και από τα μεγαλύτερα
προβλήματα στην πτηνοτροφία σε όλο τον κόσμο (Lara and Rostagno, 2013). Οι
αρνητικές επιπτώσεις της, για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες, κυμαίνονται από
καθυστέρηση στην ανάπτυξη, μείωση στην αυγοπαραγωγή και επίδραση στην
ποιότητα και την ασφάλεια των αυγών (Lara and Rostagno, 2013), έως και την
αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας (Mashaly et al., 2004˙ Ruhnke, 2015). Αξίζει
να σημειωθεί ότι μεταξύ των πιο σύγχρονων στρατηγικών αντιμετώπισης του
προβλήματος, που διερευνώνται σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι και η ενσωμάτωση
αρωματικών φυτών στη διατροφή των πτηνών (Çabuk et al., 2006˙ Özek et al.,
2011˙ Bozkurt et al., 2012a˙ Lara and Rostagno, 2013).
Ως προς τις παραμέτρους της ποιότητας των αυγών (βάρος αυγού και επιμέρους
συστατικών του, ποιότητα του κελύφους, ποιότητα εσωτερικού του αυγού), γενικά,
δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των αυγών των ορνίθων όλων των
155
ομάδων και στους δύο πειραματισμούς. Ακόμη, οι συνολικές συγκεντρώσεις του
λίπους, των κορεσμένων, των μονοακόρεστων και των πολυακόρεστων, καθώς
και των ω-3 και ω-6 λιπαρών οξέων, δεν διέφεραν μεταξύ των αυγών των ορνίθων
και των τριών ομάδων στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού. Εξαίρεση ως
προς τα παραπάνω αποτελεί η αύξηση του βάρους της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Β, σε σχέση με το βάρος της λεκίθου των αυγών των ομάδων
Μ και Α, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, ενώ στο δεύτερο πειραματισμό,
το βάρος της λεκίθου ήταν επίσης μεγαλύτερο στην ομάδα Β, χωρίς όμως να
διαφέρει στατιστικά από τις ομάδες Α και Μ.
Η αύξηση του βάρους της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, της ομάδας Β, θα
μπορούσε να αποδοθεί στην υψηλότερη συμμετοχή της Salvia officinalis L. στο
σιτηρέσιο των ορνίθων της συγκεκριμένης ομάδας (1%) και την αξιοποίηση των
αντιοξειδωτικών συστατικών της, από τον οργανισμό των ορνίθων, για την
ενίσχυση του ανοσοποιητικού του συστήματος (Rahimi et al., 2011˙ Hashemipour
et al., 2013), προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σχηματισμός του ωαρίου, υπό
συνθήκες θερμικής καταπόνησης. Επίσης, τα δραστικά συστατικά της Salvia
officinalis L, πιθανόν προκάλεσαν καλύτερη απορρόφηση των θρεπτικών
συστατικών του σιτηρεσίου, επιβραδύνοντας την κένωση του στομάχου,
σταθεροποιώντας τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου ή/ και αυξάνοντας τη δράση
των πεπτικών ενζύμων (θρυψίνη, αμυλάση, κ.ά), μηχανισμός που έχει περιγραφεί
και αλλού (Lee et al., 2003 ˙Jang et al., 2004˙ Franz et al., 2010). Το γεγονός ότι
και η λέκιθος των αυγών των ορνίθων της ομάδας Α, στων οποίων το σιτηρέσιο
είχε ενσωματωθεί Salvia officinalis L., στη μικρότερη αναλογία όμως του 0,5%, είχε
ελαφρώς μεγαλύτερο βάρος από αυτό της ομάδας Μ, ενισχύει την παραπάνω
υπόθεση.
Σε ανάλογο πειραματισμό, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, των Bozkurt
et al. (2012a), κατά την προσθήκη στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων 24
mg/ kg εμπορικού σκευάσματος, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από
ρίγανη, φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών
και από φύλλα Salvia triloba, το μόνο από τα χαρακτηριστικά της ποιότητας των
αυγών που δεν επηρεάστηκε αρνητικά από τη θερμική καταπόνηση, ήταν το
βάρος της λεκίθου όλων των ομάδων του πειραματισμού. To αποτέλεσμα αυτό
αποδόθηκε σε μια φυσιολογική οδό εξισορρόπησης, αυτή της μείωσης του βάρους
156
του λευκώματος η οποία παρατηρήθηκε, παρά στην επίδραση των υψηλών
θερμοκρασιών.
Η επίδραση των αρωματικών φυτών στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυγού έχει
αναφερθεί και από άλλους ερευνητές. Για παράδειγμα, σε έρευνα των Loetscher et
al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L. σε ποσοστό 2,5% επί του
σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε καμία από τις παραμέτρους
της ποιότητας του αυγού. Στην έρευνα των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη
ελαίου Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησε το
βάρος του αυγού, το ποσοστό του κελύφους και το δείκτη Haugh του αυγού, ενώ
μείωσε το ποσοστό της λεκίθου. Σε άλλο πειραματισμό, που πραγματοποιήθηκε
καλοκαίρι, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η προσθήκη μίγματος
αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη, φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς,
σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και από φύλλα Salvia triloba, δεν
επηρέασε το βάρος, αλλά αύξησε το δείκτη Haugh του αυγού (Çabuk et al., 2006),
ενώ σε ανάλογους πειραματισμούς, των Özek et al. (2011) και των Bozkurt et al.
(2012a), προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων του ίδιου μίγματος
αιθέριου ελαίου, δεν επηρέασε το βάρος του αυγού, αλλά στην πρώτη περίπτωση
αύξησε το δείκτη Haugh και στη δεύτερη περίπτωση βελτίωσε την ποιότητα του
κελύφους του αυγού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, με άλλα
αρωματικά φυτά της οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων ρίγανης, θυμαριού και δενδρολίβανου, αύξησε το βάρος
της λεκίθου του αυγού των ορνίθων (Radwan et al., 2008), ενώ προσθήκη
αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν
επηρέασε την ποιότητα του αυγού των ορνίθων (Florou-Paneri et al., 2005).
Αξίζει να σημειωθεί ότι διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυγού
παρατηρούνται και μεταξύ των συστημάτων εκτροφής. Σε πρόσφατες ερευνητικές
εργασίες διαπιστώθηκε ότι το βάρος της λεκίθου, ήταν μεγαλύτερο σε αυγά που
παράχθηκαν σε κλωβοστοιχίες, από τα αντίστοιχα, τόσο της βιολογικής εκτροφής
(Minelli et al., 2007), όσο και της ελεύθερης βοσκής (Lewko and Gornowicz, 2011˙
Zhu et al., 2015), ενώ σε άλλες συγκριτικές πειραματικές μελέτες, το βάρος της
λεκίθου αυγών, από βιολογικό σύστημα εκτροφής, δεν διέφερε, ούτε από το βάρος
της λεκίθου αυγών συμβατικών κλωβοστοιχιών (Mugnai et al. 2009), ούτε από το
βάρος της λεκίθου αυγών από «αχυρώνα» (Krawczyk et al., 2011). Οι Hughes et
al. (1985), η Rossi (2007) και οι Hidalgo et al. (2008) αναφέρουν πως τα αυγά
157
ορνίθων που εκτρέφονταν σε εκτροφές ελεύθερης βοσκής και η Clerici et al.
(2006) τα αυγά ορνίθων που εκτρέφονταν σε βιολογικό σύστημα, ήταν βαρύτερα
από τα αυγά ορνίθων, που εκτρέφονταν σε κλωβοστοιχίες, ενώ οι Van den Brand
et al. (2004), οι Rizzi et al. (2006), οι Mugnai et al. (2009), οι Wang et al. (2009)
και οι Küçükyılmaz et al. (2012a), έδειξαν ότι το σύστημα εκτροφής δεν επηρέασε
το βάρος των αυγών. Σύμφωνα με τους Lolli et al. (2013), το βάρος του αυγού
φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο από την ηλικία των ορνίθων, παρά από το
σύστημα εκτροφής. Για το δείκτη Haugh αναφέρθηκε πως, είτε δε διέφερε (Petek
et al., 2009˙ Wang et al., 2009), είτε παρουσίασε υψηλότερες τιμές, σε αυγά
ελεύθερης βοσκής (Pavlovski et al., 1981˙∙Sekeroglu et al., 2008˙ Dukić-Stojčić et
al., 2009) και σε αυγά βιολογικής εκτροφής (Küçükyılmaz et al., 2012a˙ Minelli et
al., 2007), σε σχέση με αυγά συμβατικών κλωβοστοιχιών. Αντίθετα, σύμφωνα με
εργασία των Hidalgo et al. (2008), τα αυγά βιολογικής εκτροφής, είχαν
χαμηλότερες τιμές δείκτη Haugh, από τα αυγά συμβατικών εκτροφών.
Με βάση τις παραπάνω αναφορές, προκύπτει ότι υπάρχουν διαφορετικά
αποτελέσματα, σε σχέση με την ποιότητα των αυγών, ανάλογα με την επίδραση
που ασκούν, είτε το είδος του αρωματικού φυτού, είτε το σύστημα εκτροφής. Οι
όποιες διαφορές παρατηρούνται και σε σχέση με τη δική μας έρευνα θα πρέπει να
αποδοθούν, είτε στην επίδραση του συστήματος, είτε στην επίδραση των
αρωματικών φυτών, κατά περίπτωση.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., τόσο σε
ποσοστό 0,5%, όσο και σε ποσοστό 1,0%, δεν είχε αρνητική επίδραση στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ακόμα και σε συνθήκες θερμικής
καταπόνησης, ενώ αύξησε σημαντικά το βάρος της λεκίθου των αυγών, όταν
προστέθηκε σε ποσοστό 1%.
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο
πειραματισμό, προσδιορίστηκε η οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών,
μέσω του προσδιορισμού της συγκέντρωσης (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης
(MDA), στα δείγματα της λεκίθου των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης με
ασκορβικό οξύ και θειικό σίδηρο, για τους χρόνους επώασης από 0 έως 150min,
για κάθε ομάδα πειραματισμού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και των δύο
πειραματισμών, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις συγκεντρώσεις της μηλονικής
διαλδεΰδης κατά το χρόνο 0, δηλαδή πριν την πρόκληση της οξείδωσης.
158
Κατά τον πρώτο πειραματισμό, η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις
της MDA, στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, μετά από πρόκληση
οξείδωσης, καθώς δεν διέφεραν στατιστικά μεταξύ των ομάδων του
πειραματισμού, για τους χρόνους από 50 έως 150min. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις
της MDA της ομάδας Β και στους τρεις χρόνους επώασης ήταν οι χαμηλότερες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δεύτερου πειραματισμού, οι συγκεντρώσεις της
MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, μετά από πρόκληση
οξείδωσης, διέφεραν σημαντικά μεταξύ των ομάδων του πειραματισμού, καθώς
ήταν μικρότερες στις λεκίθους των αυγών της ομάδας Β, σε όλους τους χρόνους
επώασης (50, 100, 150min), σε σχέση με τα δείγματα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Μ και στο χρόνο επώασης των 100 min, σε σχέση με τα
δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων της ομάδας Α, ενώ οι
συγκεντρώσεις της MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων της
ομάδας Α, στο χρόνο επώασης των 50 min, δεν διέφεραν, αλλά στο χρόνο των
150min ήταν μικρότερες από εκείνες της ομάδας Μ.
Αναφορικά με την πρώτη χρονιά, η απουσία ισχυρής αντιοξειδωτικής επίδρασης
της Salvia officinalis L. στη λέκιθο των αυγών των ομάδων Α και Β, πιθανόν να
οφείλεται στην επίδραση της κατάψυξης των αυγών, αλλά και εξαιτίας των
περιβαλλοντικών συνθηκών. Πιο συγκεκριμένα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες
θερμικής καταπόνησης, που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, πιθανόν να προκάλεσαν οξειδωτικό στρες στις όρνιθες, καθώς ο
οργανισμός τους, για λόγους θερμορύθμισης, αυξάνει τις δραστικές μορφές
οξυγόνου (reactive oxygen species, ROS) που σχετίζονται άμεσα με το στρες
αυτό, σύμφωνα με το μηχανισμό που περιγράφουν οι Lara and Rostagno (2013),
βασιζόμενοι σε ερευνητικά αποτελέσματα των Droge (2002), Felver- Gant et al.
(2012) και Gu et al. (2012). Ο οργανισμός των ορνίθων, προκειμένου να
αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, πιθανόν αξιοποιεί το αντιοξειδωτικό δυναμικό
της Salvia officinalis L, το οποίο εν τέλει να εξαντλείται, με αποτέλεσμα, ελάχιστα
αποθέματα των συστατικών, που φέρουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες, να
ενσωματώνονται στο αυγό μέσω του σιτηρεσίου.
Η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L. in vitro είναι τεκμηριωμένη
ερευνητικά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενώ οι απόψεις για τα συστατικά στα
οποία οφείλει αυτή τη δράση της, ποικίλουν. Συνεπώς, πιθανότερη εξήγηση για τις
159
μικρότερες συγκεντρώσεις της MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Β σε όλους τους χρόνους επώασης (50, 100, 150min) και της
ομάδας Α, στο χρόνο επώασης των 150 min, σε σχέση με αυτές της ομάδα Μ, στο
δεύτερο πειραματισμό, είναι ότι κάποια από τα συστατικά της Salvia officinalis L.
με αντιοξειδωτικές ιδιότητες απορροφήθηκαν, μέσω της κατανάλωσης του
σιτηρεσίου και ενσωματώθηκαν, κυρίως στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Β και
λιγότερο στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Α, πιθανόν λόγω μικρότερης
δοσολογίας.
Σε έρευνα των Loetscher et al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L., σε
ποσοστό 2,5% επί του σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, παρουσίασε σαφείς
αντιοξειδωτικές ιδιότητες στη λέκιθο του αυγού, αντίστοιχες με αυτές που
προκαλούν, κοινά συνθετικά, αντιοξειδωτικά πρόσθετα, όπως η α- τοκοφερόλη.
Σε άλλο πειραματισμό των Bozkurt et al. (2012b), η προσθήκη στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη,
φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και
από φύλλα Salvia triloba, προκάλεσε σημαντική μείωση της συγκέντρωσης της
μηλονικής διαλδεΰδης (MDA), στη λέκιθο των αυγών των ορνίθων, ενώ ενίσχυσαν
την οξειδωτική σταθερότητα του ήπατος, αυξάνοντας τα ηπατικά αντιοξειδωτικά
ένζυμα, σε σχέση με το μάρτυρα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, με άλλα αρωματικά φυτά της
οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων 1,0 % ρίγανης ή δενδρολίβανου, κατά την περίοδο αυγοπαραγωγής,
μείωσε τη συγκέντρωση της MDA στη λέκιθο των αυγών και είχε θετική επίδραση,
στην οξειδωτική σταθερότητα αποθηκευμένων αυγών (Radwan et al., 2008), ενώ
προσθήκη αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων, είχαν παρόμοια ευνοϊκή επίδραση στην οξειδωτική σταθερότητα της
λεκίθου των αυγών (Florou-Paneri et al., 2005). Σε έρευνα των Botsoglou et al.
(1997), η προσθήκη θυμαριού στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, ενίσχυσε
την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών, κατά την αποθήκευση τους
για 60 ημέρες σε συνθήκες ψύξης.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., ιδιαίτερα σε
ποσοστό 1,0%, αυξάνει την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
160
Ένα σημαντικό ζήτημα για τον καταναλωτή, σε σχέση με την ασφάλεια των αυγών,
είναι το αν, η αλλαγή της παραγωγής αυγών, σε βιολογικά συστήματα μειώνει ή
αυξάνει τον κίνδυνο τροφικής δηλητηρίασης, από σαλμονέλα ή άλλα βακτήρια.
Το κέλυφος του αυγού, μπορεί να είναι ήδη μολυσμένο, τη στιγμή που γεννιέται το
αυγό, αλλά πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η βασική βακτηριακή μόλυνση,
λαμβάνει χώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ωοτοκία, λόγω
επαφής του, με ακάθαρτες επιφάνειες (Quarles et al., 1970˙ Gentry and Quarles,
1972), ορίζοντας την περίπτωση αυτή ως οριζόντια μετάδοση. Εκτός από την
οριζόντια μετάδοση, η βακτηριακή μόλυνση των αυγών μπορεί να επισυμβεί και
κατά τη διαδρομή, από την ωοθήκη έως την αμάρα, εντός του οργανισμού των
πτηνών, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί άμεση επιμόλυνση της λεκίθου ή και του
λευκώματος, ορίζοντας την περίπτωση αυτή ως κάθετη μετάδοση (De Reu et al.,
2010).
Μεγάλο μέρος της έρευνας στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών
επικεντρώνεται στη σαλμονέλα, αφού η μόλυνση από Salmonella enteritidis, που
προκύπτει από την κατανάλωση μολυσμένων αυγών ή προϊόντα αυγών,
εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας.
Τα Enterobacteriaceae είναι μια οικογένεια gram-αρνητικών βακτηρίων, και
περιλαμβάνει μια σειρά από σημαντικά παθογόνα βακτήρια των τροφίμων, όπως:
Salmonella enteritidis, Yersinia enterocolitica, Escherichia coli
(συμπεριλαμβανομένων των E. coli O157: H7), Shigella spp. και Cronobacter spp..
Εκτός από την πρόκληση τροφογενών λοιμώξεων, ορισμένα μέλη της οικογένειας
σχετίζονται με την αλλοίωση των τροφίμων και ως εκ τούτου, μπορεί να
συμβάλουν σε σημαντικές οικονομικές απώλειες, για τον αγροτικό τομέα και τη
βιομηχανία τροφίμων (Baylis et al., 2011). Ο προσδιορισμός του αριθμού τους
χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία ως δείκτης ποιότητας, ασφάλειας, υγιεινής και
επαρκούς επεξεργασίας των τροφίμων και του νερού, αλλά και ως δείκτης υγείας
ενός οργανισμού, για την παρουσία εντερικών παθογόνων βακτηρίων (Baylis et
al., 2011).
Στην παρούσα έρευνα και σε ότι αφορά τις ποιοτικές δοκιμές ανίχνευσης στελεχών
Campylobacter spp. και Salmonella spp., στο περιεχόμενο τυφλών εντέρων των
ορνίθων διαπιστώθηκε απουσία των παραπάνω γενών και στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού. Επίσης, στις ποιοτικές δοκιμές για την ανίχνευση της Salmonella
spp. και Campylobacter spp. σε αυγά, στην παρούσα έρευνα, διαπιστώθηκε
161
απουσία τους τόσο στο κέλυφος, όσο και στο εσωτερικό των αυγών και στις τρεις
ομάδες του πειραματισμού.
Ωστόσο στις δοκιμές αρίθμησης των εντεροβακτηριοειδών (Enterobacteriaceae),
στο κέλυφος αυγών ορνίθων της παρούσας έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η
προσθήκη 1,0% Salvia officinalis L., στο βασικό σιτηρέσιο των ορνίθων, μείωσε
τον αριθμό των εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος των αυγών τους, τόσο στη
διάρκεια του πρώτου, όσο και του δεύτερου πειραματισμού, σε σχέση με τον
αριθμό των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της
ομάδας μάρτυρα. Ο αριθμός των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών
των ορνίθων της ομάδας, στην οποία προστέθηκε στο βασικό της σιτηρέσιο,
Salvia officinalis L. σε ποσοστό 0,5%, ήταν επίσης μικρότερος, σε σχέση με τον
αριθμό των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της
ομάδας μάρτυρα. Έχοντας υπόψη ότι η διενέργεια των δοκιμών αρίθμησης των
εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος αυγών, όλων των ομάδων των ορνίθων της
έρευνάς μας, γινόταν αμέσως μετά τη συλλογή τους, χωρίς να προηγηθεί
διάστημα αποθήκευσης ή παραμονής τους σε άλλους χώρους, πιθανολογούμε ότι
οι πληθυσμοί τους στο κέλυφος των αυγών, προέρχονταν από το έντερο των
ορνίθων. Η μείωση του αριθμού των εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος των
αυγών των ορνίθων των ομάδων, στις οποίες προστέθηκε στο βασικό τους
σιτηρέσιο Salvia officinalis L, στη διάρκεια τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου
πειραματισμού, θα μπορούσε πιθανά να αποδοθεί στην επίδραση, είτε κάποιων
μεμονωμένων συστατικών, είτε κάποιας συνέργειας, μεταξύ των συστατικών της
Salvia officinalis L., με αντιμικροβιακή δράση. Η παραπάνω υπόθεση ενισχύεται
από το γεγονός, ότι η Salvia officinalis L, που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα
έρευνα, αφενός συλλέχθηκε αμέσως μετά την ανθοφορία της, στο στάδιο δηλαδή
όπου τα συστατικά των αιθέριων ελαίων των αρωματικών φυτών εκδηλώνουν τη
μεγαλύτερη αντιμικροβιακή τους δράση, αφετέρου το αιθέριο έλαιο της περιείχε σε
υψηλά ποσοστά το μονοτερπένιο θουγιόνη (40%), στο οποίο κυρίως αποδίδεται η
αντιμικροβιακή της δράση.
Σε πειραματική εργασία των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη 200 mg/ kg
αιθέριου ελαίου Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων,
περιόρισε των αριθμό των εντεροβακτηριοειδών στα περιττώματα των ορνίθων, σε
σχέση με το μάρτυρα. Στο ίδιο πείραμα, αντίστοιχη μείωση παρατηρήθηκε και μετά
την προσθήκη δενδρολίβανου και θυμαριού.
162
Σε έρευνες των Hannah et al. (2011), Jones et al. (2012) και Parisi et al. (2015),
μετά από καταμέτρηση του αριθμού βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος αυγών που προέρχονταν από εκτροφές
ελεύθερης βοσκής και συμβατικών κλωβοστοιχιών, κατέγραψαν μεγαλύτερα
επίπεδα των εν λόγω βακτηρίων, στα αυγά από τις εκτροφές ελεύθερης βοσκής,
σε σχέση με αυτά των συμβατικών κλωβοστοιχιών. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η
διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στις διαφορές ως προς το σχεδιασμό που έχουν τα
συστήματα μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι στις συμβατικές
κλωβοστοιχίες οι όρνιθες στέκονται σε συρμάτινες ράγες, που επιτρέπουν τα
περιττώματα να πέσουν σε ένα σύστημα συλλογής τους ακριβώς κάτω από τις
όρνιθες, σε αντίθεση με τα συστήματα ελεύθερης βοσκής, όπου οι όρνιθες
διαβιούν εντός του ορνιθώνα, σε έδαφος με στρωμνή, γεγονός που αυξάνει τις
πιθανότητες επαφής των αυγών με κόπρανα ή υπολείμματα κοπράνων.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σχεδιασμός των βιολογικών συστημάτων εκτροφής,
είναι παρόμοιος με τα συστήματα ελεύθερης βοσκής, συνάγεται το συμπέρασμα
ότι η παραπάνω πρόκληση των συστημάτων ελεύθερης βοσκής αφορά και το
βιολογικό σύστημα. Συνεπώς, είναι θεμελιώδους σημασίας, πέρα από τα ζητήματα
ορθών διαχειριστικών πρακτικών, τόσο τα περιττώματα, όσο και τα κελύφη των
παραγόμενων αυγών, να περιέχουν ελάχιστους, αν όχι μηδενικούς, πληθυσμούς
βακτηρίων.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., σε ποσοστό
1,0%, μειώνει τους πληθυσμούς των βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την
ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών, αλλά και ενισχύοντας την
υγιεινή του ορνιθώνα.
163
164
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα, κατά την οποία
διερευνήθηκε η επίδραση της ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia
officinalis L., στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής,
στις αποδόσεις τους και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, συνοψίζονται
παρακάτω.
Η ενσωμάτωση Salvia officinalis L.:
α) δεν είχε αρνητική επίδραση στις αποδόσεις των ορνίθων βιολογικής εκτροφής,
ενώ σε ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, αύξησε το ποσοστό ωοτοκίας και την
κατανάλωση τροφής των ορνίθων, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 0,5%,
β) δεν είχε αρνητική επίδραση στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ακόμα και
σε συνθήκες θερμικής καταπόνησης, ενώ παράλληλα αύξησε το βάρος της
λεκίθου των αυγών, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%,
γ) αύξησε την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων,
βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ιδιαίτερα όταν
προστέθηκε σε ποσοστό 1,0% και
δ) μείωσε τους πληθυσμούς των βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την
ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών, αλλά και ενισχύοντας την
υγιεινή του ορνιθώνα, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%.
Το βιολογικό σύστημα εκτροφής των αυγοπαραγωγών ορνίθων επηρεάζεται από
πλήθος παραγόντων που σχετίζονται, τόσο με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όσο
και από το συνολικό διαχειριστικό πλαίσιο που το διέπει. Ειδικά για την Ελλάδα, με
δεδομένες τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν, το σύστημα αυτό
αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας, προτείνεται η επιπλέον
διερεύνηση της χρήσης των αρωματικών φυτών (είδος, δοσολογία) στα βιολογικά
συστήματα εκτροφής των αυγοπαραγωγών ορνίθων, με σκοπό την καλύτερη
κατανόηση των μηχανισμών διασφάλισης της υγείας των πτηνών, στα συστήματα
αυτά. Οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει κυρίως να διερευνηθούν στο επίπεδο του
πεπτικού συστήματος των πτηνών, προκειμένου να υιοθετηθούν σύγχρονες
στρατηγικές διατροφής, που θα απαντούν στις προκλήσεις της βιολογικής
εκτροφής.
165
166
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
167
συνθήκες θερμικής καταπόνησης. Αύξησε το βάρος και την οξειδωτική
σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητά
τους, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%. Τέλος, μείωσε τους πληθυσμούς των
βακτηρίων της οικογένειας των Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των
ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών,
αλλά και ενισχύοντας την υγιεινή του ορνιθώνα, όταν προστέθηκε επίσης σε
ποσοστό 1,0%.
Κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση των μηχανισμών επίδρασης των
αρωματικών φυτών στο πεπτικό σύστημα των πτηνών και ειδικότερα του είδους,
αλλά και του ποσοστού συμμετοχής τους στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής.
168
ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI
SCHOOL OF HEALTH SCIENCES
FACULTY OF VETERINARY MEDICINE
DEPARTMENT OF ANIMAL PRODUCTION, ICHTHYOLOGY, ECOLOGY AND
ENVIRONMENTAL PROTECTION
LABORATORY OF ANIMAL HUSBANDRY
“The effect of the dietary inclusion of the aromatic plant Salvia officinalis L.
on the performance and on the egg quality of organic laying hens”
DOCTORAL THESIS
BY
DIMITRIOS GALAMATIS
SUMMARY
The objective of the present study was to investigate the effect of the dietary
inclusion of Salvia officinalis L. on the performance parameters of organic laying
hens and on the quality of the eggs. The present investigation lasted two years
and was divided into two successive experimental phases, one experimental
phase per year. Each experimental phase took place during the same season of
the year, while duration and husbandry conditions were kept identical. One
hundred and eight (198) Hy-Line Brown laying hens, aged 40 weeks, from an
organic flock were used. The hens were divided into three treatment groups, each
one containing two equal subgroups. The treatment groups were: group M, where
the hens received a commercial organic laying hens’ ration, group A, where the
hens received the same ration supplemented with dehydrated leaves of Salvia
officinalis L., at inclusion level of 0.5% (5 kg/tn of feed) and group B, where the
hens also received the same ration supplemented with dehydrated leaves of
Salvia officinalis L., at inclusion level of 1.0% (10 kg/tn of feed). Hens from all
groups had free access to open air area. The parameters estimated included
169
laying performance and egg quality characteristics, oxidative stability of the yolk
and microbiological analyses of the egg. During the first experimental period the
fatty acids concentration in the egg yolk was also estimated. Moreover, the health
status of the hens was evaluated during each experimental phase.
According to the results obtained here, the dietary inclusion of Salvia officinalis L.
in organic laying hens’ rations did not have any negative effect on their
performance. During mild weather conditions, it increased the laying percentage
and the feed consumption of the hens, when incorporated at 0.5%. Moreover,
there was no negative effect on the quality of the produced eggs, even under
thermal stress conditions. When incorporated at 1.0%, it increased the egg yolk
weight and the oxidative stability of the egg yolk, thus influencing positively the
quality of the produced eggs. Finally, the dietary inclusion of Salvia officinalis L. at
1.0% reduced the bacterial population of Enterobacteriaceae spp., in the egg shell,
enhancing in this way the quality and safety of the produced eggs, as well as the
hygiene of the flock in general.
There is a need to investigate the mechanisms of the effects of aromatic plants on
the function of the digestive system of the birds and specifically, of the species of
aromatic plants and their inclusion level in the rations of organic laying hens.
170
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Stream.
Akhtar M.S., Nasir Z., and Abid A.R. 2003. Effect of feeding powdered Nigella
Amerah A.M., Mathis G., Hofacre C.L. and Faltys G. 2012. Effect of xylanase
p.943-947.
Anderson K.E. 2011. Comparison of fatty acid, cholesterol, and vitamin A and E
Anthony J.P., Fyfe L. and Smith H. 2005. Plant active components-a resource
Applegate T.J., Klose V., Steiner T., Ganner A. and Schatzmayr G. 2010.
Probiotics and phytogenics for poultry: Myth or reality? J. Appl. Poult. Res.
19, p.194-210.
Shell Thickness, Egg Volume and Egg Shape. Poult. Sci.19, p.227.
171
Australian Organic Market Report. 2014. Available online at
http://austorganic.com/wp-
content/uploads/2014/11/AO_Report_2014_web.pdf
Bakkali F., Averbeck S., Averbeck D. and Idaomar M. 2008. Biological effects
P.S., Tsiligianni T and Spais A.B. 2005. Effect of dietary dried oregano
cholesterol of female early maturing turkeys. Brit. Poult. Sci. 46, p.595-601.
Bar A., Vax E. and Striem S. 1999. Relationships among age, eggshell
thickness and vitamin D metabolism and its expression in the laying hen.
Basilico M.Z. and Basilico J.C. 1999. Inhibitory effects of some spice essential
9789078637332.
Berg C. 2001. Health and welfare in organic poultry production. Acta Vet.
172
Bessei W. and Kjaer J.B. 2015. Feather Pecking In Layers - State Of Research
p.214.
Bestman M.W.P. and Wagenaar J.P. 2003. Farm level factors associated with
feather pecking in organic laying hens. Livest. Prod. Sci. 80, p.133-140.
Bestman M., Leenstra F., Maurer V., Van Sambeek., Zeltner E., Reuvekamp
B., Galea F. and Van Niekek T. 2012. Performance .of commercial laying
hen genotypes on free range and organic farms in Switzerland, France and
Bestman M. and Wagenaar J.P. 2014. Health and welfare in Dutch organic
Bölükbaşı Canan Ş., Kuddusi Erhan M. and Kaynar Ö. 2008. The effect of
cholesterol and some proteins ratio of egg yolk and Escherichia Coli count
Böszörményi A., Héthelyi É., Farkas Á., Horváth G., Papp N., Lemberkovics É.
and Szoke É. 2009. Chemical and genetic relationships among sage (Salvia
officinalis L.) cultivars and judean sage (Salvia judaica Boiss.). J. Agric.
Botsoglou N., Fletouris D., Papageorgiou G., Vassilopoulos G., Mantis V. and
p.1931-1937.
173
Botsoglou N.A., Yannakopoulos A.L., Fletouris D.J., TserveniGoussi A.C. and
Bozkurt M., Kucukyilmaz K., Catli a. U., Cinar M., Bintas E. and Coven F.
2012a. Performance, egg quality, and immune response of laying hens fed
under moderate and hot environmental conditions. Poult. Sci. 91, p.1379-
1386.
Bozkurt M., Tokuşoğlu Ö., Küçükyilmaz K., Akşit H., Çabuk M., Alçiçek A., Çatli
performance and oxidative stability of eggs and liver in laying hens. Ital. J.
selected herbs and essential oils on performance, egg quality and some
metabolic activities in laying hens - a review. Europ. Poult. Sci. 78, ISSN
1612-9199.
Brenes and Roura E. 2010. Essential oils in poultry nutrition: Main effects and
Brunberg E.I., Grøva L. and Serikstad G.L. 2014. Genetics and welfare in
174
Cabello F.C. 2006. Heavy use of prophylactic antibiotics in aquaculture: a
growing problem for human and animal health and for the environment.
Çabuk M., Bozkurt M., Alçiçek a., Akbaþ Y. and Küçükyýlmaz K. 2006. Effect of
a herbal essential oil mixture on growth and internal organ weight of broilers
from young and old breeder flocks. S. Afr. J. Anim. Sci. 36, p.135-141.
Čapkovičová A., Maková Z., Piešová E., Alves A., Faix Š. and Faixová Z. 2014.
biochemistry, gut mucus and quantity of acidic and neutral mucins in the
Castellini C., Mugnai C., Dal Bosco A., Palozzo M., and Scuota S. 2004. Aspetti
Chao S.C., Young D.G. and Oberg C.J. 2000. Screening for inhibitory activity of
essential oils in selected bacteria, fungi and viruses. J. Essent. Oil Res. 12,
p.639-649.
Chen W., Vermaak I. and Viljoen A. 2013. Camphor-A fumigant during the
black death and a coveted fragrant wood in ancient egypt and babylon-A
Cherian G., Holsonbake T.B. and Goeger M.P. 2002. Fatty acid composition
175
CIWF, Compassion in World Farming.2013. Statistics: Laying hens. Available
Clark M.S. and Gage S.H. 1996. Effects of domestic chickens and geese on
insect pests and weeds in an agroecosystem. Am. J. Altern. Agric. 11, p.39-
47.
Clark M.S. and Gage S.H. 1997. The effects of free-range domestic birds on
the abundance of epigeic predators and earthworms. Appl. Soil Ecol. 11(1),
p.255-260.
Clerici F., Casiraghi E., Hidalgo A. and Rossi M. 2006. Evaluation of eggshell
Close W.H. 2000. Producing pigs without antibiotic growth promoters. Adv.
Cornelison J. M., Yan F., Watkins S.E., Rigby L., Segal J.B. and Waldroup
Coutts J.A. and Wilson G.C. 1990. Egg Quality Handbook. Queensland
Crandall P.G., Seideman S., Ricke S.C., O’Bryan C.A., Fanatico A.F. and
176
Dangour A. and Lock K. 2009. Substances of organically and conventionally
for the Food Standards Agency Nutrition and Public Health Intervention
Davis P.H. 1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands.University
Dawkins M.S. 2008. The science of animal suffering. Ethology. 114(10), p.937-
945.
Dawkins M.S. 2015. Welfare and efficiency in poultry production. 26th Annual
J. 60, p.289-302.
De Reu K., Rodenburg B., Messens W., Grijspeerdt K., Heyndrickx M.,
and the influence of housing systems. World’s Poult. Sci. J. 64(1), p.5-19.
De Reu K., Messens W., Grijspeerdt K., Heyndrickx M., Rodenburg B.,
177
De Vries M., Kwakkel R.P. and Kijlstra A. 2006. Dioxins in organic eggs: a
Deans S.G. and Ritchie G. 1987. Antibacterial properties of plant essential oils.
and greater cardamom (Amomum subulatum) seeds in rats fed high fat diet.
Di Pasqua R., Betts G., Hoskins N., Edwards M., Ercolini D. and Mauriello G.
00, p.1-12.
Dorman H.J.D. and Deans S.G. 2000. Antimicrobial agent from plants:
Doyle M.E. 2001. Alternatives to antibiotic use for growth promotion in animal
Drake A.K. 2015. A Brief Review of Drivers for Change in the Free Range
259.
Dukić-Stojčić M., Perić L., Bjedov S. and Milošević N. 2009. The quality of table
178
Economou K.D., Oreopoulou V. and Thomopoulos C.D. 1991. Antioxidant
properties of some plant extracts of the Labiatae family. J. Am. Oil. Chem.
EFSA. 2009. Guidance for the preparation of dossiers for sensory additives.
Elson H.A. and Croxall R.R. 2006. European study on the comparative welfare
198.
179
E.Me.A (European Medicines Agency). 2010. Committee On Herbal Medicinal
Evans A. and Miele M. 2007. Consumers views about farm animal welfare. Part
Faix Š., Faixová Z., Plachá I. and Koppel J. 2009. Effect of Cinnamomum
Faleiro M.L., Miguel M. G., Ladeiro F., Venancio F., Tavares R., Brito J.C.,
Figueiredo A.C., Barroso J.G. and Pedro L.G. 2002. Antimicrobial activity of
FAO. 2003. Egg marketing. A guide for the production and sale of eggs. Egg
http://www.fao.org/docrep/005/y4628e/y4628e03.htm#bm03
FAO. 2013. Statistical year book. Available online at: http://www.faostat. org
Farag R.S., Daw Z.Y., Hewedi F.M. and El-Baroty G.S.A. 1989. Antimicrobial
activity of some Egyptian spice essential oils. J. Food Prot. 52, p.665-667.
Felver-Gant J.N., Mack L.A., Dennis R.L., Eicher S.D. and Cheng H.W. 2012.
Fibl and IFOAM. 2014. Statistics & emerging trends. Available online at:
https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1636-organic-world-2014.pdf
Fibl and IFOAM. 2015. Statistics & emerging trends. Available online at:
https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1663-organic-world-2015.pdf
180
Florou-Paneri P., Nikolakakis I., Giannenas I., Koidis A., Botsoglou E., Dotas V.
Florou-Paneri P., Giannenas I., Christaki E., Govaris A. and Botsoglou N. 2006.
Franz C., Baser K.H.C. and Windisch W. 2010. Essential oils and aromatic
J. 25(5), p.327-340.
Frohlich E.K.F., Niebuhr K., Schrader L. and Oester H. 2012. What are
Hocking), p.1-23.
Galamatis D., Dervisis D., Dotas V., Nikolakakis J., Aggelopoulos S. and Dotas,
p.111-118.
Galobart J., Barroeta A.C., Baucells M.D., Codony R. and Ternes W. 2001.
181
tocopheryl acetate on lipid oxidation in eggs enriched with omega 3-fatty
Gerber N. 2006. Factors affecting egg quality in the commercial laying hen: a
http://www.eggfarmers.co.nz/uploads/A369F_Factors_affecting_egg_quality
Christaki E. and Spais A.B. 2004. Effect of diet supplementation with ground
Goddard E., Boxall P., Emunu J.P., Boyd C., Asselin A. and Neall A. 2007.
03.
Gopi M., Karthik K., Manjunathachar HV., Kesavan M., Dashprakash M.,
Gordon S.H. and Charles D.R. 2002. Niche and organic chicken products.
182
Greathead H. 2003. Plants and plant extracts for improving animal productivity.
Griggs J.P. and Jacob J.P. 2005. Alternatives to antibiotics for organic poultry
Gu X.H., Hao Y. and Wang X.L. 2012. Overexpression of heat shock protein 70
H.S.I. (Human Society International). 2014. Egg Production in the EU and US.
Hammer K.A., Carson C.F. and Riley T.V. 1999. Antimicrobial activity of
essential oils and other plant extracts. J. Appl. Microbiol. 86, p.985-990.
Hannah J.F., Wilson J.L., Cox N., Cason J.,Bourassa D.V., Musgrove M.T.,
Richardson L.J., Rigsby L.L. and Buhr R.J. 2011. Comparison of shell
bacteria from unwashed and washed table eggs harvested from caged
laying hens and cage-free floor-housed laying hens. Poult Sci. 90, p.1586-
1593.
Hayouni E.A., Chraief I., Abedrabba M., Bouix M., Leveau J.Y., Mohammed H.
125, p.242-251.
183
Hegelund L., Sørensen J.T. and Hermansen J.E. 2006. Welfare and
Helander M., Alakomi H., Latva-Kala K., Mattila-Sandholm T., Pol I., Smid E.J.,.
Hidalgo A., Rossi M., Clerici F. and Ratti S. 2008. A market study on the quality
p.1031-1038.
Hili P., Evans C.S. and Veness R.G. 1997. Antimicrobial action of essential oils:
Höld K.M., Sirisoma N.S., Ikeda T., Narahashi T. and Casida J.E. 2000. α-
Holt P.S., Davies R.H., Dewulf J., Gast R.K., Huwe J.K., Jones D.R., Waltman
D. and Willian K.R. 2011. The impact of different housing systems on egg
Hughes B.O., Dun P. and Mc Corquadale C.C. 1985. Shell strength of eggs
184
Hughner R. S., McDonagh P., Prothero A., Clifford J., Shultz II and Stanton J.
2007. Who are organic food consumers? A compilation and review of why
Hyldgaard M., Mygind T. and Meyer R.L. 2012. Essential oils in food
Jamroz D., Wertelecki T., Houszka M. and Kamel C. 2006. Influence of diet
Jang I.S., Ko H.Y., Ha J.S., Kim J.Y., Kang S.Y., Yoo D.H., Nam D.S., Kim D.
performance and the functional activity of the pancreas and small intestine
Jayaprakasha G.K., Rao L.J. and Sakariah K.K. 1997. Chemical composition of
the volatile oil from the fruits of Cinnamomum zeylanicum Blume. Flavour
Jones D.R., Anderson K.E. and Guard J.Y. 2012. Prevalence of coliforms,
91, p.1195-1202.
Juliano C., Mattana A. and Usai M. 2000. Composition and in vitro antimicrobial
activity of the essential oil Thymus herba- barona Loisel growing wild in
185
Juven B.J., Kanner J., Schved F. and Weisslowicz H. 1994. Factors that
interact with the antibacterial action of thyme essential oil and its active
Kan K. 2005. Chemical residues in poultry and eggs produced in free- range or
p.28-36.
Karsten H.D., Patterson P.H., Stout R. and Crews G. 2010. Vitamins A, E and
fatty acid composition of the eggs of caged hens and pastured hens.
Khan S.H., Sardar R. and Anjum M.A. 2007. Effects of dietary garlic on
Kijlstra A. and Eijck I.A.J.M. 2006. Animal health in organic livestock production
Kijlstra A., Traag W.A. and Hoogenboom L.A.P. 2007. Effect of flock size on
dioxin levels in eggs from chickens kept outside. Poult Sci. 86, p.2042-2048.
Kjaer J.B. and Sørensen P. 2002. Feather pecking and cannibalism in free-
Knierim U. 2006. Animal welfare aspects of outdoor runs for laying hens: a
Kollanoor- Johny, A., Darre M. J., Donoghue A. M., Donoghue D.J. and
186
eugenol, thymol and carvacrol against Salmonella enteritidis and
Kollanoor- Johny A., Mattson T., Baskaran S.A., Amalaradjou M.A., Babapoor
S., March B., Valipe S., Darre M., Hoagland T., Schreiber D., Khan M. I.,
Kramer A. 1951. What is quality and how it can be measured: From a food
p.151-157.
Küçükyilmaz K., Bozkurt M., Herken E.N., Çinar M., Çatl A.U., Bintaş E. and
Küçükyılmaz K., Bozkurt M., Yamaner Ç., Çınar M., Çatlı A.U. and Konak R.
187
Lamaison J.L., Petitjean-Freytet C., Duband F. and Carnat A.P. 1991.
Lambert W.R.J., Skandamis P.N., Coote P.J. and Nychas G.J.E. 2001. A study
Lampkin N. 1997. Organic poultry production. Final report to MAFF. CSA 3699.
University of Wales.
Lara L.J. and Rostagno M.H. 2013. Impact of heat stress on poultry production.
Animals. 3, p.356-369.
Lay Jr D.C., Fulton R.M., Hester P.Y., Karcher D.M., Kjaer J.B., Mench J.A.,
Mullens B. A., Newberry R.C., Nicol C.J., O’Sullivan N.P. and Porter R.E.
2011. Hen welfare in different housing systems. Poult. Sci. 90(1), p.278-
294.
LayWel. 2006. Deliverable 7.1. Overall strengths and weakness of each defined
housing system for laying hens, and detailing the overall welfare impact of
each housing system. In Report of the LayWel project. Accessed Aug. 2010
www.laywel.eu/web/pdf/deliverable%2071%20welfare%20assessment.pdf
Lee K.W., Everts H., Kappert H.J., Frehner M., Lossa R. and Beynen A.C.
188
Leenstra F., Maurer V., Galea F., Bestman M., Amsler-kepalaite Z., Visscher J.,
production systems ; why do they differ and how to close the gap ? Results
Lervik S., Moe R.O., Mejdell C.M. and Bakken M. 2007. Challenges in different
Levkut M., Marcin A., Lenhardt L., Porvaz P., Revajová V., Šoltysová B., Blanár
kształtujący jakość jaj kur nieśnych. Ann. Anim. Sci. 11, p.607-611.
Loetscher Y., Kreuzer M. and Messikommer R.E. 2014. Late laying hens
deposit dietary antioxidants preferentially in the egg and not in the body. J.
Lolli S., Hidalgo a., Alamprese C., Ferrante V. and Rossi M. 2013. Layer
Lopez P., Sanchez C., Batlle R. and Nerin C. 2005. Solid-and vapor-phase
foodborne bacterial and fungal strains. J. Agric. Food Chem. 53, p.6939-
6946.
189
Lu Y. and Yeap Foo L. 2001. Antioxidant activities of polyphenols from sage
Lund V. and Algers B. 2003. Research on animal health and welfare in organic
Marble D.R. 1943. Genetics of Egg Shape. Poult. Sci. 22, p.61.
Marino M., Bersani C. and Comi G. 1999. Antimicrobial activity of the essential
selected species of the family Lamiaceae in sunflower oil. Food Chem. 58,
p.245-248.
Martins N., Barros L., Santos-Buelga C., Henriques M., Silva S. and Ferreira
different extracts prepared from Salvia officinalis L. Food Chem. 170, p.378-
385.
Mashaly M.M., Hendricks G.L., Kalama M.A., Gehad A.E., Abbas A.O. and
190
Máthé Á. 2009. Essential oils- biochemistry, production and utilisation. In:
Nottingham.
8(1), p.1-5.
McGimpsey J.A., Douglas M.H., Van Klink J.L., Beauregard D.A. and Perry
N.B. 1994. Seasonal variation in essential oil yield and composition from
352.
538.
Messelhäusser U., Thärigen D., Elmer-Englhard D., Bauer H., Schreiner H and
77, p.3896-3897.
Miao Z.H., Glatz P.C. and Ru Y.J. 2005. Free-range Poultry Production- A
191
Mie A. and Wivstad M. 2015. Organic Food- food quality and potential health
Miguel G., Cruz C., Faleiro M.L., Simões M.T.F., Figueiredo A.C., Barroso J.G.
Miliauskasa G., Venskutonisa P.R. and van Beek T.A. 2004. Screening of
Minelli G., Sirri F., Folegatti E., Meluzzi A. and Franchini A. 2007. Egg quality
Miranda J., Anton X., Redondo-Valbuena C., Roca-Saavedra P., Rodriguez J.,
Lamas A., Franco C. and Cepeda A. 2015. Egg and Egg- Derived Foods:
729.
Mitsch P., Zitterl-Eglseer K., Kohler B., Gabler C., Losa R. and Zimpernik I.
2004. The effect of two different blends of essential oil components on the
organic-food-and-drink-april-2008
192
one environment- based and two animal- based methods. Appl. Anim.
Mugnai C., Dal Bosco A. and Castellini C. 2009. Effects of rearing system and
Mwalusanya N.A., Katule A.M., Mutayoba S.K., Minga U.M., Mtambo M.M.A.
and Olsen J.E. 2002. Nutrient status of crop contents of rural scavenging
Namata H., Méroc E., Aerts M., Faes, C., Abrahantes J.C., Imberechts H. and
Nasir Z. and Grashorn M.A. 2009. Echinacea: A potential feed and water
Nau F., Nys Y., Yamakawa Y. and Rehault-Godbert S. 2010. Nutritional value
Ommati M.M.A., Zamiri M.J.A., Akhlaghi A.A., Atashi H.A., Jafarzadeh M.R.A.
and Rezvani M.R.A. 2013. Seminal characteristics , sperm fatty acids , and
193
Ouwehand A.C., Tiihonen K., Kettunen H., Peuranen S., Schulze H. and
and beneficial members of the normal microbiota. Vet. Med. 55(2), p.71-78.
Özek K., Wellmann K.T., Ertekin B. and Tarım B. 2011. Effects of dietary herbal
response of laying hens in a hot summer season. J. Anim. Feed Sci. 20,
p.575-586.
Panda K., Rama Rao S.V. and Raju M.V.L.N. 2006. Natural growth promoters
Parisi M.A., Northcutt J.K., Smith D.P., Steinberg E.L. and Dawson P.L. 2015.
Pavlovski Z., Masic B. and Apostolov N. 1981. Quality of eggs laid by hens on
Pearl R. and Surface F.M. 1914. A Biometral Study of Egg Production in the
Part 3, p.110.
194
Petek M., Alpay F., Gezen S. and Cibik R. 2009. Effects of housing system and
age on early stage egg production and quality in commercial laying hens.
Piesova E., Makova Z., Levkut M., Faixova Z., Pistl J., Marcin A. and Levkut M.
Pinto E., Salgueiro L.R., Cavaleiro C., Palmeira A. and Gonçalves M.J. 2007. In
Pizzale L., Bortolomeazzi R., Vichi S., Uberegger E. and Conte L.S. 2002.
Pym RAE. 1969. A suspension weighing technique for the rapid determination
Quarles C.L., Gentry R.F. and Bressler G.O. 1970. Bacterial contamination in
poultry houses and its relationship to egg hatchability. Poult. Sci. 49, p.60-
66.
195
Raal A., Orav A. and Arak E. 2007. Composition of the essential oil of Salvia
officinalis L. from various European countries. Nat. Prod. Res. 21, p.406-
411.
Radu-Rusu R.M., Usturoi M.G., Leahu A., Amariei S., Radu-Rusu C.G. and
table hen eggs from conventional and alternative farming systems. S. Afr. J.
Radwan Nadia L., Hassan R a., Qota E.M. and Fayek H.M. 2008. Effect of
Rahimi S., Teymouri Zadeh Z., Karimi Torshizi M. A., Omidbaigi R. and Rokni
Rawn D.F.K., Sadler A., Quade S., Sun W.-F., Kosarac I. and Ryan J.J. 2008.
Recio J.I.A., Bailie H., Bedriova M., Beloeil P., Boqvist S., Borck B., Camilleri
K., Chobanov G., Costache A. and De Smet K. 2007. Report of the task
Richards J.F. and Swanson M.H. 1965. The Relationship of Egg Shape to Shell
196
Rizzi L., Simioli G., Martelli G., Paganelli R. and Sardi L. 2006. Effects of
organic farming on egg quality and welfare of laying hens. XII European
Poultry Conference.
Roberts J.R. 2004. Factors affecting egg internal quality and egg shell quality in
with Cage Systems. Alternative Systems for Poultry: Health, Welfare and
Romanoff A.L. and Romanoff A.J. 1949. The Avian Egg, JohnWiley & Sons Inc,
NewYork, p.918.
Rossi M. 2007. Influence of the laying hen housing systems on table egg
quality of poultry meat and XII European Symposium on the quality of eggs
Rozin P., Fischler C., Imada S., Sarubin A. and Wrzesniewski A. 1999.
Attitudes towards food and the role of food in life in the USA, Japan,
197
Ruhnke I., De Koning C., Drake K., Glatz P., Walker T. and Skerman A. 2015.
Ryzner M., Takáčová J., Čobanová K., Plachá I., Venglovská K. and Faix Š.
2013. Effect of dietary Salvia officinalis essential oil and sodium selenite
Sarica S., Ciftci A., Demir E., Kilinc K. and Yildirim Y. 2005. Use of an antibiotic
growth promoter and two herbal natural feed additives with and without
exogenous enzymes in wheat based broiler diets. S. Afr. J. Anim. Sci. 35,
p.61-72.
Savory C.J. 2004. Laying hen welfare standards: A classic case of “power to
Sekeroglu A., Sarica M., Demir E., Ulutas Z., Tilki M. and Saatci M. 2008. The
Shimmura T., Suzuki T., Hirahara S., Eguchi Y., Uetake K. and Tanaka T.
Silversides F.G. and Scott T.A. 2001. Effect of storage and layer age on quality
between 1991 and 2011- Part I: general and cattle. vTI Agric. Forest. Res.
3(62), p.97-104.
198
Simopoulos A.P. and Salem jr N. 1989. N-3 fatty acids in eggs from range-fed
Singh H.B., Srivastava M., Singh AB. and Srivastava A.K. 1995. Cinnamon
essential oils and essences against five import food-borne pathogens. Lett.
Smith-Spangler C., Brandeau M.L., Hunter G.E., Bavinger J.C., Pearson M.,
Eschbach P.J., Sundaram V., Liu H., Schirmer P. and Stave C. 2011. Are
Snow L.C., Davies R.H., Christiansen K.H., Carrique-Mas J.J., Cook A.J.C. and
Sparks N.H.C., Conroy M.A. and Sandi lands V. 2008. Socio-economic drivers
for UK organic pullet rearers and the implications for poultry health. Brit.
Stefanovits-Banyai E., Tulok M.H., Hegedüs A., Renner C. and Varga I.S.
Sulonen J., Kärenlampi R., Holma U. and Hänninen M.-L. 2007. Campylobacter
in Finnish organic laying hens in automn 2003 and spring 2004. Poult. Sci.
86 (6), p.1223-1228.
199
Sundrum A. 2001. Organic livestock farming: A critical review. Livest. Prod. Sci.
67, p.207-215.
Sutherland M., Webster J. and Sutherland I. 2013. Animal Health and Welfare
p.363.
Tiihonen K., Kettunen H., Bento M. H. L., Saarinen M., Lahtinen S.,.Ouwehand
A.C, Schulze H. and Rautonen N. 2010. The effect of feeding essential oils
on broiler performance and gut microbiota. Brit. Poult. Sci. 51, p.381-392.
Timbermont L., Lanckriet A., Gholamiandehkordi A.R., Pasmans F., Martel A.,
Trombetta D., Castelli F., Sarpietro M.G., Venuti V., Cristani M., Daniele C.,
p.2474-2478.
Tyler C. 1958. Studies on egg shells. 10: A method for determining variations in
p.584.
Tyler C. 1961. Studies on egg shells. 16: Variations in shell thickness over
Ultee A., Kets E.P.W. and Smid, E.J. 1999. Mechanisms of action of carvacrol
200
Vaarst M. and Alrøe H.F. 2012. Concepts of animal health and welfare in
Van de Weerd H.A., Keatinge R. and Roderick S. 2009. A review of key health-
related welfare issues in organic poultry production. Worlds Poult. Sci. J. 65,
p.649-684.
Van den Brand H., Parmentier H.K. and Kemp B. 2004. Effects of housing
Van den Dool H. and Kratz P.D.1963. A generalization of the retention index
Van Hoorebeke S., Van Immerseel F., Schulz J., Hartung J., Harisberger M.,
Van Overmeire I., Pussemier L., Waegeneers N., Hanot V., Windal I., Boxus L.,
Covaci A., Eppe G., Scippo M.L., Sioen I., Bilau M., Gellynck X., De Steur
Profiling Flemish consumers who do and do not. Poult. Sci. 88, p.2702-
2711.
201
Velimirov A. and Lindenthal T. 2012. Opinion on the publication of the Stanford
University Medical School study: “Are Organic Foods Safer or Healthier than
(Thymus vulgaris L.) and sage (Salvia officinalis L.). Food Chem. 59, p.219-
227.
Vidanarachchi J.K., Mikkelsen L.L., Sims I.M., Iji P.A. and Choct H. 2005.
production. Part II: Animal health and welfare in Norway. Opinion of the
Panel on Animal Health and Welfare and the Steering Committee of the
Wald Chr. 2003. Gewürze und Co - eine Übersicht. Lohmann Inform.3, p.7-11.
Wales A., Breslin M., Carter B., Sayers R. and R. Davies. 2007. A longitudinal
202
Walker A. and Gordon S. 2003. Intake of nutrients from pasture by poultry.
Wang M., Kikuzaki H., Zhu N., Sang S, Nakatani N. and Ho C-T. 2000. Isolation
and structure elucidation of two new glycosides from sage (Salvia officinalis
Wang X.L., JZheng.X., Ning Z.H., Qu L.J., Xu G.Y. and Yang N. 2009. Laying
perch height on feather pecking and feather damage in laying hens. Appl.
zum Internationalen Jahr der Berge, Schriftenreihe aus dem Institut für
123.
Whiley H. and Ross K. 2015. Salmonella and Eggs: From Production to Plate.
203
at: https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1636-organic-world-
2014.pdf
europe.pdf
Williams P. and Losa R. 2001. The use of essential oils and their compounds in
piglets and poultry: Mechanisms and application. Poult. Sci. 86(1), p.643
Windisch W., Schedle K., Plitzner C. and Kroismayr A. 2008. Use of phytogenic
products as feed additives for swine and poultry. J. Anim. Sci. 86, p.140-
148.
Zhang G.F., Yang Z.B., Wang Y., Yang W.R., Jiang S.Z. and Gai G.S. 2009.
Zhu S.B., Zhao Q.Y., Liu B.L., Wang L. and Liu S.J. 2015. Variations in Yolk
204
Ελληνική βιβλιογραφία
Γιαννακόπουλος Α.Λ. και Τσερβένη-Γούση Α.Σ. 2001. Ορνιθοτροφία. Εκδόσεις
«Σύγχρονη Παιδεία», Θεσσαλονίκη.
ΕΑΦΦΕ, Ένωση Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών Ελλάδας 2013.
(διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.eaffe.org/)
Ε.Μ.Υ. 1999. Κλιματικά στοιχεία Σταθμών περιόδου 1995-1997, Ε.Μ.Υ./
Διεύθυνση Κλιματολογίας, Αθήνα.
Καραδήμα Π. και Καραδήμας Θ. 2014. Οι απόψεις των Ελλήνων
καταναλωτών για τα βιολογικά προϊόντα. e-Περιοδικό Επιστήμης και
Τεχνολογίας. (1),9, σ.13- 32.
Κουτσός Θ.Β. 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη,
Θεσσαλονίκη, σ.349.
Λάζαρη Δ. 2005. Βοτανική εξάπλωση και χρήσεις στη λαϊκή θεραπευτική ειδών
του γένους Salvia L. (φασκόµηλο). Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας: «Το
Ελληνικό Φασκόμηλο», Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου 2005 (διαθέσιμο
στην ιστοσελίδα: http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Lazari.pdf).
Λάζαρη Δ. 2011. Ανάλυση αιθερίων ελαίων αρωματικών και φαρμακευτικών
φυτών του Ν. Φλώρινας- Μελέτη αντιοξειδωτικής και αντιφλεγμονώδους
δράσης των φυτών.
Λίλτση Μ. 2008. Έρευνα των προτιμήσεων των καταναλωτών ως προς το
βιολογικό κρασί. Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Λύρας Χ. 2002. Η διατροφή στη βιολογική πτηνοτροφία: ιδιαιτερότητες και
προοπτικές. Πρακτικά της 1ης Επιστημονικής Ημερίδας του Ελληνικού
Τμήματος της WPSA, σ.58-63 .
Ναυτεμπορική 2014. http://www.naftemporiki.gr/story/852303/europaiko-
dikastirio-katadiki-gia-ton-tropo-ektrofis-ooparagogon-ornithon
Παναγόπουλος Γ. 2012. Χημειοτυπικός προσδιορισμός, χωρική αποτύπωση
και αξιολόγηση του παραγωγικού δυναμικού αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών των γενών Origanum, Satureja και Coridothymus
της νήσου Ικαρίας. Διδακτορική διατριβή. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
Αθηνών.
ΠΑΣΕΓΕΣ 2012 .http://www.paseges.gr/el/news/Pthnotrofikh-kai-PEOOP-gia-
anathewrhsh-ths-KAP
205
Πιταροκοίλη Δ., Τζάκου Ο. και Κουλάδη Μ. 2005. Χημικά Συστατικά του γένους
Salvia. Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας: «Το Ελληνικό Φασκόμηλο»,
Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου 20052005 (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Kouladi.pdf)
Ρεζίτη Ι. 2014. Η ελληνική κτηνοτροφία: υφιστάμενη κατάσταση και
προοπτικές. AGRENDA.6-7/9/2014, σ.27-30.
Σαρλής, Γ.Π. 1994. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Γεωπονικό
Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
Σταύρου Ν. 2008. Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά της Ελλάδας (Βοτανική
περιγραφή και βιοϊατρικές δράσεις του Υπέρεικου (Hyrericum Perforatum),
του Φασκόμηλου (Salvia) και του Λάδανου (Cistus). Μεταπτυχιακή
Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Χασιώτης Χ.Ν. 2005. Παραγωγή δρόγης και αιθέριου ελαίου από επιλεγμένα
φυτά Salvia officinalis στη βόρειο Ελλάδα. Πρακτικά επιστημονικής
διημερίδας: «Το Ελληνικό Φασκόμηλο», Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου
2005 (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Xasiwtis.pdf).
206
Πρότυπα ISO
ISO 9909: 1997. Oil of Dalmatian sage (Salvia officinalis L.).
ISO 6579: 2002/ Cor 1/ 2004. Microbiology of food and animal feeding stuffs-
Horizontal method for the detection of Salmonella spp.
ISO 21528-2: 2004. Microbiology of food and animal feeding stuffs- Horizontal
methods for the detection and enumeration of Enterobacteriaceae- Part 2:
Colony- count method.
ISO 10271-1: 2006. Microbiology of food and animal feeding stuffs - Horizontal
method for detection and enumeration of Campylobacter spp. Part 1-
Detection method.
ISO 7218: 2007. Microbiology of food and animal feeding stuffs- General
requirements and guidance for microbiological examinations.
207
208
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A
I. ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πίνακας Α.1.1. Τιμές μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 31,2 32,6 31,4 28,2 22,2 21,6
2 27,4 32,8 30,8 28,8 18,4 23,0
3 24,0 31,2 31,0 28,6 19,8 24,6
4 25,2 30,8 33,4 31,6 26,0 22,0
5 28,6 34,8 36,0 32,8 21,0 19,4
6 22,4 33,4 37,4 33,4 20,8 18,8
7 25,6 31,8 34,0 33,2 24,2 18,6
8 25,8 34,6 31,4 32,8 24,0 18,0
9 21,8 33,0 32,4 33,6 23,0 15,2
10 27,6 32,4 30,4 23,2 18,4
11 30,0 31,6 30,8 29,2 23,4 17,2
12 30,6 31,4 33,0 31,0 22,6 16,0
13 27,6 31,8 34,8 30,2 21,2 16,0
14 29,2 32,0 36,0 31,8 22,4 16,6
15 28,8 35,8 36,2 28,4 24,4 16,6
16 28,8 27,6 36,8 27,4 22,2 14,8
17 31,2 32,0 36,0 24,2 21,4 16,4
18 33,4 33,4 36,0 21,0 22,0 9,2
19 35,6 34,2 33,4 18,8 11,0
20 32,4 34,4 33,4 22,2 14,0
21 33,0 35,4 34,0 19,4 21,6 19,4
22 33,0 35,0 35,4 19,8 20,2 18,8
23 33,2 28,8 35,2 22,6 20,2 8,4
24 35,2 26,4 37,4 21,4 19,8 6,8
25 36,4 28,4 32,4 17,8 17,6 10,2
26 34,6 30,0 32,4 22,2 17,6 14,4
27 35,0 31,4 32,4 16,8 17,6 11,0
28 34,2 30,0 31,2 16,2 20,0 11,0
29 34,6 31,2 31,0 18,2 20,8 11,4
30 32,0 33,2 31,8 21,2 18,8 13,0
31 32,0 27,6 20,6
209
Β. Ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία
Πίνακας Α.1.2. Τιμές ελάχιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 16,8 23,4 23,0 20,2 12,0 15,0
2 18,6 22,0 23,2 18,4 12,0 14,4
3 19,2 22,0 20,6 17,6 16,0 12,2
4 17,2 22,0 19,8 19,2 13,6 11,6
5 17,0 22,4 20,6 19,2 14,6 14,0
6 18,8 24,0 20,8 19,4 7,0 14,8
7 15,4 20,8 25,8 20,4 13,0 12,0
8 15,6 20,6 23,0 20,0 11,2 13,4
9 16,4 21,8 22,4 20,8 11,2 14,2
10 14,6 20,2 23,2 21,4 13,2 9,0
11 16,2 19,6 18,8 19,2 13,0 8,4
12 18,6 20,4 19,8 11,4 5,6
13 19,0 21,0 20,8 22,0 10,6 7,6
14 17,0 20,6 22,0 21,2 10,2 9,4
15 18,0 22,4 22,4 21,0 11,0 11,0
16 18,0 21,0 22,0 15,4 11,6 11,8
17 17,4 21,2 20,6 16,6 11,8 10,0
18 20,0 20,0 22,8 13,4 13,6 7,8
19 21,6 20,4 24,2 13,0 17,0 8,6
20 24,2 22,0 23,0 14,6 11,0 8,8
21 20,6 23,0 22,6 13,0 12,0 3,8
22 22,6 23,0 22,6 12,6 14,8 14,0
23 23,2 21,2 23,4 14,8 12,0 1,8
24 22,6 20,6 22,2 12,6 11,8 3,0
25 23,0 16,0 23,6 15,0 14,6 6,6
26 23,8 18,6 22,6 15,0 13,0 8,0
27 23,4 22,6 13,6 12,0 6,2
28 24,0 21,2 21,0 13,6 10,8 0,6
29 26,0 21,8 19,6 13,2 12,0 8,8
30 23,0 20,4 23,4 9,4 12,4 5,8
31 24,8 22,6 15,2
210
Γ. Μέση ημερήσια θερμοκρασία
Πίνακας Α.1.3. Τιμές μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 25,70 28,55 28,20 24,65 17,35 18,30
2 23,90 28,75 27,65 23,70 16,55 17,85
3 21,15 27,95 26,20 24,55 17,90 17,85
4 22,10 26,15 27,85 25,45 20,05 16,70
5 24,20 30,15 28,65 26,80 16,55 16,70
6 21,25 30,35 30,70 27,25 15,65 17,25
7 23,05 28,35 28,65 26,60 19,40 15,10
8 21,20 28,60 27,00 27,15 17,55 15,65
9 19,75 29,75 28,00 27,30 17,75 14,55
10 23,30 27,00 26,10 26,15 17,95 13,05
11 24,60 27,20 26,25 24,85 19,05 12,40
12 25,95 27,10 27,20 25,70 17,50 10,35
13 24,65 28,20 28,90 25,75 16,30 12,10
14 24,90 28,40 30,65 25,70 16,60 13,55
15 25,65 28,40 29,35 23,60 17,75 13,60
16 24,40 25,50 31,35 21,00 17,75 12,85
17 26,30 26,65 29,35 19,75 17,75 13,15
18 27,10 27,95 30,95 17,15 19,00 8,90
19 30,80 29,35 29,15 17,60 17,65 9,70
20 27,40 29,80 28,35 14,65 17,15 9,15
21 28,25 28,65 28,80 17,40 17,25 12,65
22 28,80 28,30 30,60 16,45 17,25 9,15
23 28,75 23,85 30,15 19,25 15,85 5,05
24 29,65 24,35 29,90 16,90 16,30 5,70
25 31,15 24,40 27,30 16,40 15,65 8,95
26 30,50 27,35 27,75 18,70 14,35 11,05
27 29,40 24,80 28,05 15,00 14,65 7,20
28 30,05 26,75 26,90 14,40 15,20 7,30
29 29,20 27,35 26,05 14,75 17,40 9,75
30 28,15 28,35 28,15 16,75 17,45 9,95
31 28,60 23,75 17,55
211
Δ. Μέση ημερήσια σχετική υγρασία
Πίνακας Α.1.4. Τιμές μέσης ημερήσιας σχετικής υγρασίας (%), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Μέση σχετική υγρασία %
1 50,5 51,1 38,6 57,4 70,9 90,3
2 61,5 55,6 39,4 56,6 88,6 84,7
3 54,8 57,8 51,8 56,3 90,7 73,0
4 52,9 59,3 49,6 61,4 79,2 86,3
5 53,2 41,7 46,8 50,2 52,9 84,5
6 66,6 36,1 45,2 53,4 55,0 71,8
7 54,6 52,3 47,2 60,4 54,9 71,4
8 67,6 50,1 54,4 50,0 61,7 71,0
9 82,8 37,8 54,6 52,5 74,9 55,9
10 56,9 38,8 57,2 53,7 66,9 62,1
11 53,5 53,8 45,3 56,3 59,5 55,9
12 47,6 49,5 55,2 58,5 63,3 69,5
13 55,6 41,8 49,7 66,6 63,1 74,8
14 55,2 43,8 43,8 64,6 63,0 74,9
15 54,2 50,4 42,5 62,6 67,1 77,1
16 62,0 40,4 31,1 72,4 59,6 87,7
17 60,8 37,9 47,7 54,6 76,6 71,6
18 64,1 40,8 38,5 44,8 77,0 78,4
19 44,0 46,3 37,6 40,7 73,2 84,5
20 50,9 45,3 53,8 52,9 75,6 61,8
21 50,2 59,5 49,0 45,7 77,9 67,4
22 54,4 58,5 46,8 57,6 67,1 62,9
23 55,0 49,6 39,6 51,8 65,5 58,0
24 52,0 38,2 45,0 72,3 70,9 86,4
25 50,4 49,8 53,4 89,2 67,9 90,0
26 49,5 42,2 65,2 68,4 77,5 82,4
27 53,7 60,2 47,8 84,4 66,1 58,2
28 49,4 57,4 46,2 86,3 75,0 83,5
29 49,5 48,6 56,4 72,1 66,6 86,1
30 55,7 48,4 44,4 64,6 76,0 92,4
31 45,0 54,3 87,2
212
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πίνακας Α.2.1. Τιμές μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 24,8 29,0 27,0 12,8
2 28,0 30,6 28,6 25,2 12,2
3 26,4 31,0 29,8 25,2 10,6
4 27,6 31,8 31,6 23,2 15,0
5 28,6 32,0 32,8 24,8 18,6
6 30,0 32,2 29,0 23,0 26,6 19,6
7 29,6 31,8 27,6 21,0 25,4 22,6
8 32,4 33,4 29,6 23,6 25,6 20,4
9 32,2 34,8 27,6 24,6 25,6 16,6
10 34,6 32,2 28,0 26,6 27,0
11 33,2 30,0 27,0 25,0 26,0 16,2
12 30,2 27,0 26,4 23,0 25,0 16,0
13 26,6 29,0 29,0 25,6 23,2 17,4
14 28,4 30,6 31,0 23,2 15,6 15,4
15 29,0 33,0 30,2 27,0 14,8 14,4
16 31,0 33,6 31,0 27,4 18,0
17 24,6 35,6 31,0 27,0 19,6
18 28,6 36,4 31,0 26,0 16,6
19 29,4 34,0 33,2 23,2 20,0 19,6
20 29,8 30,8 33,6 23,0 19,8 18,4
21 25,6 30,0 30,0 20,4 19,0
22 28,8 32,0 30,6 23,4 19,4 16,0
23 25,0 32,8 31,4 24,8 19,0 15,4
24 25,4 34,4 29,0 25,6 24,0 15,8
25 28,2 38,0 26,0 25,0 21,0 17,0
26 28,0 32,0 30,2 26,6 22,6 15,6
27 28,0 32,0 30,6 23,6 20,2 14,2
28 27,4 30,6 30,2 23,2 18,6 14,8
29 27,4 31,6 31,0 25,0 18,6 18,6
30 24,8 31,8 31,0 28,0 17,2 13,4
31 33,6 13,6
213
Β. Ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία
Πίνακας Α.2.2. Τιμές ελάχιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 16,0 20,4 14,6 7,0
2 17,0 20,4 19,0 14,6 3,0
3 16,4 21,0 19,4 19,0 9,0
4 17,8 23,0 19,8 16,0 7,8
5 15,0 23,4 19,6 15,0 7,0
6 16,4 23,4 19,8 21,8 15,0 11,8
7 17,6 20,4 21,6 18,4 14,0 18,2
8 19,0 21,0 21,8 17,0 13,6 17,6
9 19,0 21,8 22,6 18,6 13,2 12,6
10 20,4 24,0 22,6 17,6 14,0
11 20,2 23,0 20,2 20,0 14,2 8,2
12 21,0 20,0 18,6 19,4 13,8 7,2
13 21,4 20,0 19,8 17,8 21,6 5,6
14 15,8 21,8 20,0 18,0 10,0 4,8
15 16,0 20,6 23,6 15,6 6,2 7,6
16 17,0 21,0 21,0 16,6 11,2 8,2
17 18,8 23,0 21,8 19,2 7,6
18 22,4 23,4 22,6 17,4 8,6
19 17,4 23,6 21,2 18,4 12,4 7,0
20 19,0 22,2 24,8 17,0 11,4 6,0
21 18,2 19,4 25,6 7,8 4,6
22 18,8 21,6 22,0 15,2 8,2 4,0
23 16,0 21,4 21,6 13,4 12,0 4,0
24 17,4 22,8 23,4 15,0 15,4 4,6
25 15,6 23,4 18,8 18,4 17,0 5,0
26 18,4 26,0 19,2 18,4 18,0 4,6
27 17,0 22,0 20,0 16,4 14,6 4,2
28 19,4 21,0 20,0 14,8 14,6 5,0
29 18,8 20,8 20,0 12,8 7,0 7,0
30 19,0 22,0 20,2 13,6 8,4 5,2
31 23,0 9,0
214
Γ. Μέση ημερήσια θερμοκρασία
Πίνακας Α.2.3. Τιμές μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 21,65 25,35 29,15 25,15 21,80 9,60
2 22,45 26,25 28,85 24,85 21,35 8,25
3 20,70 27,40 28,75 25,50 20,60 9,90
4 22,25 27,50 30,20 25,55 20,00 10,90
5 23,00 28,45 27,65 27,80 21,70 13,20
6 24,55 26,10 25,55 20,75 20,50 17,20
7 25,60 27,05 24,80 19,70 20,25 20,00
8 27,20 29,05 25,75 21,10 20,25 17,60
9 27,20 29,70 25,25 22,40 20,45 18,30
10 29,00 28,20 25,45 23,00 20,70 14,75
11 27,95 25,50 23,45 22,40 20,00 11,55
12 27,30 25,00 23,45 21,15 21,40 13,70
13 23,90 26,25 24,90 22,80 17,35 12,00
14 24,40 27,45 25,75 20,20 12,65 9,55
15 24,75 27,95 26,15 22,20 12,10 10,95
16 26,45 28,35 26,95 22,60 12,65 14,15
17 28,25 30,45 26,80 23,00 14,50 12,55
18 23,55 30,25 27,05 21,65 15,75 13,10
19 25,30 30,10 29,75 19,35 15,60 14,00
20 25,90 26,80 29,95 20,60 16,35 11,40
21 24,70 27,15 26,75 19,75 14,05 11,15
22 22,35 27,35 26,30 19,65 16,25 9,45
23 25,20 28,55 27,20 19,80 17,10 9,35
24 21,15 29,10 25,65 21,25 19,35 9,75
25 22,70 30,55 22,95 22,30 19,45 10,85
26 24,15 29,50 25,35 22,15 20,25 9,90
27 24,05 26,70 25,75 20,55 17,60 9,35
28 24,20 26,35 25,55 19,50 16,60 10,4
29 24,15 27,00 26,65 20,25 13,60 11,4
30 24,00 27,85 26,55 22,15 14,30 10,4
31 29,40 26,35 11,05
215
Δ. Μέση ημερήσια σχετική υγρασία
Πίνακας Α.2.4.Τιμές μέσης ημερήσιας σχετικής υγρασίας (%), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Μέση σχετική υγρασία %
1 67,6 62,4 45,7 68,7 52,6 42,2
2 73,5 58,4 52,7 57,7 63,6 54,2
3 63,9 58,5 51,7 58,7 73,7 78,1
4 49,4 59,5 45,7 64,2 61,3 74,7
5 62,4 47,3 59,0 49,2 56,6 83,3
6 61,2 57,4 65,1 69,5 69,9 85,1
7 58,7 62,4 69,9 66,6 62,9 70,7
8 56,6 52,5 68,2 49,9 54,0 81,2
9 58,4 46,6 66,6 55,8 60,3 68,6
10 47,5 61,2 58,5 56,8 67,6 79,5
11 52,8 61,1 63,5 59,8 73,9 77,1
12 48,9 42,1 74,2 68,1 61,8 46,2
13 44,5 41,4 63,1 58,9 49,4 57,4
14 37,1 45,1 61,0 72,9 33,3 75,0
15 45,0 46,7 57,8 65,4 63,8 76,4
16 44,8 51,7 61,3 69,3 94,0 66,0
17 48,5 50,4 54,2 70,8 78,0 74,7
18 72,6 47,1 58,7 82,8 86,7 84,9
19 54,0 52,4 51,5 88,7 85,5 76,4
20 51,2 44,1 42,1 66,5 65,8 76,2
21 58,5 50,9 55,0 56,0 60,3 66,9
22 68,6 54,4 58,6 54,9 70,1 76,2
23 43,2 52,3 54,6 52,7 72,9 78,5
24 70,0 52,8 59,0 55,9 74,3 85,5
25 60,9 61,3 69,6 55,1 68,7 71,2
26 57,3 37,9 59,3 57,8 62,4 77,3
27 64,7 44,8 58,8 57,5 75,6 88,8
28 64,6 48,8 61,7 57,1 52,9 87,6
29 65,9 55,6 61,6 60,2 56,5 75,0
30 69,8 48,2 61,1 55,4 54,0 85,8
31 49,1 59,7 49,0
216
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
α). Αποδόσεις ορνίθων
Β.1.1. Σωματικό βάρος ορνίθων
Πίνακας Β.1.1. Μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1%
1700
1650 Μάρτυρες
1600 Salvia 0,5%
1550
Salvia 1,0%
1500
1450
1400
ΕΝΑΡΞΗ ΜΕΣΟ ΤΕΛΟΣ
Περίοδος ζύγισης
Σχήμα Β.1.1. Εξέλιξη του σωματικού βάρους (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
217
B.1.2. Ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων
Πίνακας Β.1.2. Μέσο ποσοστό ωοτοκίας (%) των ορνίθων για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ
1 69,70±6,428 61,58±3,515 75,76±6,428
2 68,71±6,150 63,81±7,540 74,15±6,458
3 67,41±3,157 65,53±0,132 62,05±11,364
4 57,81±0,947 59,24±4,857 59,29±1,142
5 51,98±4,778 59,39±6,600 57,65±3,969
6 50,61±3,557 48,62±5,540 56,53±2,386
7 51,44±7,429 43,75±2,000 60,71±4,388
8 60,58±0,821 50,73±5,835 64,22±4,138
9 64,24±1,957 57,41±3,112 57,56±4,627
10 62,37±6,755 46,41±11,005 54,35±1,923
11 63,93±4,546 45,98±17,881 56,70±1,977
12 64,59±4,310 45,95±19,879 53,00±2,254
13 63,36±0,967 45,85±19,583 54,491±0,964
14 61,23±1,876 44,76±13,190 56,95±3,762
15 55,53±2,281 46,80±20,399 57,13±0,685
16 55,53±4,278 45,46±13,268 57,27±1,083
218
Σχήμα Β.1.2. Εξέλιξη του ποσοστού ωοτοκίας (%) για κάθε ομάδα πειραματισμού,
στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
219
B.1.3. Κατανάλωση τροφής
Πίνακας Β.1.3. Μέση κατανάλωση τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
220
Σχήμα Β.1.3. Εξέλιξη της κατανάλωσης τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
221
β) Ποιότητα των αυγών
Πίνακας Β.1.4. Μέσο βάρος (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 63,80±5,982 63,33±4,981 61,36±5,058
4 61,31±4,363 62,29±5,865 64,07±4,643
6 61,68±4,557 59,55±6,541 60,28±4,251
8 60,85±5,867 63,31±7,282 63,86±6,240
10 64,95±6,004 65,90±5,817 66,38±5,335
12 65,36±5,721 65,70±4,191 66,40±7,749
14 63,67±6,499 65,95±5,091 67,73±6,917
16 66,55±5,349 65,85±6,936 68,47±6,294
Σχήμα Β.1.4. Εξέλιξη του βάρους (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
222
Β.1.5. Βάρος λευκώματος
Πίνακας Β.1.5. Μέσο βάρος (g) του λευκώματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 43,88±5,244 43,31±4,081 41,85±4,515
4 40,86±3,391 41,80±5,509 42,93±4,145
6 41,54±3,945 39,47±5,536 39,89±3,733
8 41,07±4,878 42,70±6,827 43,30±5,278
10 42,93±4,518 44,17±5,557 44,28±5,174
12 43,08±5,079 44,01±3,909 43,99±6,002
14 41,73±5,221 43,86±4,492 44,65±5,814
16 43,53±4,411 42,43±5,676 44,34±5,060
Σχήμα Β.1.5. Εξέλιξη του βάρους (g) του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
223
Β.1.6. Βάρος λεκίθου
Πίνακας Β.1.6. Μέσο βάρος (g) της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 14,08±1,270 14,24±1,355 13,81±1,160
4 14,65±1,261 14,61±1,552 15,08±0,922
6 14,46±1,117 14,55±1,688 14,66±1,341
8 14,25±1,680 14,86±0,980 14,90±1,448
10 15,70±1,405 15,45±1,278 15,57±1,075
12 16,01±1,505 15,59±1,710 16,14±1,642
14 15,90±1,369 16,00±1,505 16,73±1,435
16 16,58±1,708 17,12±1,372 17,51±1,375
Σχήμα Β.1.6. Εξέλιξη του βάρους (g) της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα,
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
224
Β.1.7. Εκατοστιαία αναλογία λευκώματος
Πίνακας Β.1.7. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του λευκώματος του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 68,67±2,511 68,32±1,971 68,10±2,515
4 66,62±2,024 66,93±3,208 66,89±1,922
6 67,26±2,332 66,13±2,933 66,10±2,521
8 67,40±2,785 67,14±3,369 67,69±2,628
10 66,03±1,771 66,84±2,994 66,54±2,945
12 65,78±2,747 66,93±2,859 66,11±2,084
14 65,41±2,264 66,40±2,566 65,77±2,569
16 65,33±2,538 64,25±2,535 64,65±2,179
Σχήμα Β.1.7 Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του λευκώματος του αυγού,
για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
225
Β.1.8. Εκατοστιαία αναλογία λεκίθου
Πίνακας Β.1.8. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 22,17±2,130 22,53±1,911 22,59±2,010
4 23,92±1,540 23,60±2,893 23,61±1,722
6 23,50±1,873 24,55±2,771 24,38±2,240
8 23,50±2,547 23,71±2,717 23,43±2,145
10 24,22±1,633 23,60±2,678 23,59±2,331
12 24,59±2,341 23,77±2,612 24,41±1,741
14 25,09±2,061 24,37±2,608 24,83±2,308
16 24,96±2,340 26,17±2,522 25,69±2,118
Σχήμα Β.1.8. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας της λεκίθου του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
226
Β.1.9. Ειδικό βάρος αυγού
Πίνακας Β.1.9. Μέσο ειδικό βάρος του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 1,083±0,0074 1,085±0,0089 1,084±0,0063
4 1,081±0,0057 1,084±0,0040 1,084±0,0059
6 1,084±0,0063 1,082±0,0084 1,083±0,0075
8 1,082±0,0080 1,085±0,0069 1,083±0,0065
10 1,084±0,0059 1,082±0,0075 1,085±0,0075
12 1,085±0,0059 1,083±0,0065 1,084±0,0054
14 1,084±0,0131 1,082±0,0090 1,084±0,0047
16 1,084±0,0050 1,084±0,0059 1,084±0,0080
Σχήμα Β.1.9. Εξέλιξη του ειδικού βάρους του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
227
Β.1.10. Πάχος κελύφους
Πίνακας Β.1.10. Μέσο πάχος (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 0,427±0,0424 0,420±0,0440 0,422±0,0407
4 0,440±0,0357 0,442±0,0378 0,447±0,0277
6 0,434±0,0490 0,438±0,0385 0,433±0,0403
8 0,423±0,0538 0,429±0,0265 0,434±0,0357
10 0,450±0,0306 0,438±0,0355 0,457±0,0345
12 0,443±0,0309 0,441±0,0336 0,455±0,0341
14 0,430±0,0418 0,425±0,0443 0,439±0,0311
16 0,446±0,0286 0,442±0,0396 0,448±0,0335
Σχήμα Β.1.10. Εξέλιξη του πάχους (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
228
Β.1.11. Δείκτης σχήματος αυγού
Πίνακας Β.1.11. Μέση τιμή του δείκτη σχήματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.11. Εξέλιξη της τιμής του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
229
Β.1.12. Βάρος κελύφους
Πίνακας Β.1.12. Μέσο βάρος (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.12. Εξέλιξη του βάρους (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
230
Β.1.13. Εκατοστιαία αναλογία κελύφους
Πίνακας Β.1.13. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.13. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
231
Β.1.14. Χρωματισμός κελύφους
Πίνακας Β.1.14. Μέση τιμή του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.14. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
232
Β.1.15. Χρωματισμός λεκίθου
Πίνακας Β.1.15. Μέση τιμή χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.15. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
233
Β.1.16. Δείκτης Haugh λευκώματος
Πίνακας Β.1.16. Μέση τιμή του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 89,04±8,121 90,42±7,569 85,92±9,943
4 88,46±8,335 84,12±10,735 83,54±10,927
6 89,58±7,901 92,09±8,907 91,88±9,004
8 96,37±7,318 95,46±8,572 90,42±10,938
10 94,67±8,154 93,38±9,600 94,46±7,785
12 87,33±9,955 90,50±14,188 90,92±11,791
14 88,88±10,485 89,42±8,531 89,38±10,291
16 89,25±8,989 89,58±8,997 87,75±8,965
Σχήμα Β.1.16. Εξέλιξη της τιμής του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
234
Β.1.17. pH λευκώματος
Πίνακας Β.1.17. Μέση τιμή του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.1.17. Εξέλιξη της τιμής του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
235
Β.1.18. pH λεκίθου
Πίνακας Β.1.18. Μέση τιμή του pH της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα B.1.18. Εξέλιξη της τιμής του pH της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
236
Β.1.19. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου, μετά από πρόκληση οξείδωσης
237
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πίνακας Β.2.1. Μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
1700
1650 Μάρτυρες
1600 Salvia 0,5%
1550
Salvia 1,0%
1500
1450
1400
ΕΝΑΡΞΗ ΜΕΣΟ ΤΕΛΟΣ
Περίοδος ζύγισης
Σχήμα Β.2.1. Εξέλιξη του σωματικού βάρους (g) των ορνίθων, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
238
B.2.2. Ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων
Πίνακας Β.2.2.Μέσο ποσοστό ωοτοκίας (%) των ορνίθων για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, στη διάρκεια
του δεύτερου πειραματισμού
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
1 47,19±2,449 58,59±2,846 56,93±1,531
2 57,66±0,446 59,80±1,923 57,87±1,022
3 54,39±2,627 60,01±0,507 64,22±3,884
4 58,79±0,822 64,36±1,028 59,81±2,544
5 55,70±2,673 63,24±3,753 60,70±3,807
6 54,64±0,248 61,35±6,647 54,71±0,985
7 56,59±4,267 62,81±1,045 55,19±2,133
8 61,95±3,649 57,64±4,180 54,60±13,375
9 65,59±2,188 66,36±2,591 58,49±6,566
10 63,41±2,589 67,98±4,877 58,99±0,652
11 58,34±1,000 67,26±7,340 60,60±0,326
12 56,61±4,122 63,71±4,416 55,76±0,652
13 54,21±2,125 59,88±4,067 56,53±1,519
14 52,26±3,872 61,60±4,723 56,05±0,977
15 54,85±3,247 63,05±2,145 49,83±3,371
16 56,44±6,771 66,66±0,528 46,14±1,854
239
Σχήμα Β.2.2. Εξέλιξη του ποσοστού ωοτοκίας (%) για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
240
B.2.3. Κατανάλωση τροφής των ορνίθων
Πίνακας Β.2.3. Μέση κατανάλωση τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΖΥΓΙΣΕΩΝ
1 91,21±14,081 100,91±5,938 100,71±0,153
2 97,27±3,108 105,78±3,762 103,73±5,769
3 103,11±9,615 109,88±1,216 106,35±1,506
4 98,51±10,89 117,40±6,881 104,31±5,532
5 113,63±5,379 118,93±5,977 109,92±2,391
6 110,30±1,844 119,60±0,778 108,33±0,150
7 115,74±8,116 123,15±0,0000 109,92±2,391
8 112,99±12,633 118,50±3,448 112,51±3,167
9 117,33±6,979 117,75±3,294 113,82±1,955
10 115,68±2,073 118,14±2,453 114,87±0,472
11 114,64±1,156 121,08±6,619 114,95±0,358
12 114,16±4,763 119,51±7,183 113,89±1,206
13 115,47±5,057 123,13±5,357 111,65±5,034
14 117,24±1,111 121,36±5,141 110,54±5,817
15 131,14±5,073 130,93±7,453 116,42±9,527
16 126,82±6,250 121,94±16,652 115,48±9,980
241
Σχήμα Β.2.3. Εξέλιξη της κατανάλωσης τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
242
β) Ποιότητα των αυγών
Πίνακας Β.2.4. Μέσο βάρος (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 63,49±5,870 62,67±5,709 64,12±5,932
4 63,34±4,695 64,09±5,179 64,82±4,848
6 61,40±5,586 63,64±5,930 64,95±5,103
8 65,88±4,232 65,90±5,489 63,58±5,165
10 67,10±6,101 68,28±5,739 68,25±3,386
12 68,09±4,675 64,87±5,033 65,67±2,607
14 66,45±4,702 69,03±7,931 67,44±3,612
16 67,20±4,879 68,44±7,209 67,85±6,681
Σχήμα Β.2.4.Εξέλιξη του βάρους (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη
διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
243
Β.2.5. Βάρος λευκώματος
Πίνακας Β.2.5.Μέσο βάρος (g) του λευκώματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΣχήμαΒ.2.5. Εξέλιξη του βάρους (g) του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
244
Β.2.6. Βάρος λεκίθου
ΠίνακαςΒ.2.6.Μέσο βάρος (g) της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 15,04±0,964 14,93±1,304 14,98±1,393
4 14,58±1,160 14,62±1,440 14,81±1,566
6 14,92±1,512 14,95±2,488 15,23±1,029
8 15,18±1,071 15,37±2,350 14,79±1,318
10 15,76±0,972 16,29±1,008 15,91±0,881
12 15,84±0,850 15,55±1,303 15,73±1,037
14 15,91±1,097 16,34±1,743 16,57±1,058
16 16,15±1,262 16,62±1,459 16,87±1,753
Σχήμα Β.2.6. Εξέλιξη του βάρους (g) της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα,
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
245
Β.2.7. Εκατοστιαία αναλογία λευκώματος
Πίνακας Β.2.7. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του λευκώματος του αυγού γιακάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.7. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του λευκώματος του αυγού
για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
246
Β.2.8. Εκατοστιαία αναλογία λεκίθου
Πίνακας Β.2.8. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.8.Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας της λεκίθου του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
247
Β.2.9. Ειδικό βάρος αυγού
Πίνακας Β.2.9. Μέσο ειδικό βάρος του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 1,087±0,0048 1,084±0,0071 1,083±0,0087
4 1,085±0,0063 1,087±0,0062 1,088±0,0058
6 1,083±0,0049 1,082±0,0053 1,084±0,0063
8 1,087±0,0037 1,088±0,0067 1,088±0,0064
10 1,083±0,0050 1,085±0,0041 1,084±0,0045
12 1,084±0,0047 1,084±0,0070 1,088±0,0098
14 1,086±0,0056 1,084±0,0059 1,085±0,0060
16 1,089±0,0081 1,087±0,0049 1,085±0,0081
Σχήμα Β.2.9. Εξέλιξη του ειδικού βάρους του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
248
Β.2.10. Πάχος κελύφους
Πίνακας Β.2.10. Μέσο πάχος (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.10.Εξέλιξη του πάχους (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
249
Β.2.11. Δείκτης σχήματος αυγού
Πίνακας Β.2.11. Μέση τιμή του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΣχήμαΒ.2.11.Εξέλιξη της τιμής του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
250
Β.2.12. Βάρος κελύφους
Πίνακας Β.2.12. Μέσο βάρος (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.12 Εξέλιξη του βάρους (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
251
Β.2.13. Εκατοστιαία αναλογία κελύφους
Πίνακας Β.2.13. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 9,29±0,583 9,29±0,861 9,28±0,878
4 9,17±0,638 9,25±0,819 9,55±0,724
6 9,17±0,622 8,92±0,583 9,00±0,831
8 9,51±0,425 9,68±0,792 9,66±0,762
10 9,32±0,606 9,43±0,525 9,42±0,488
12 9,31±0,569 9,31±0,951 9,35±0,782
14 9,77±0,750 9,57±0,792 9,85±0,693
16 9,49±1,024 9,38±0,679 9,18±1,093
Σχήμα Β.2.13. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
252
Β.2.14. Χρωματισμός κελύφους
Πίνακας Β.2.14. Μέση τιμή του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.14. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
253
Β.2.15. Χρωματισμός λεκίθου
Πίνακας Β.2.15.Μέση τιμή χρωματισμού της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.15.Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
254
Β.2.16. Δείκτης Haugh λευκώματος
Πίνακας Β.2.16. Μέση τιμή του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 91,88±10,892 94,88±6,089 96,63±6,392
4 94,50±8,587 96,38±7,717 91,63±7,983
6 92,25±12,124 93,17±12,412 92,38±11,344
8 94,42±10,607 90,54±7,690 94,21±10,022
10 90,96±8,338 88,96±8,207 82,00±13,853
12 88,79±7,923 88,50±6,614 87,42±8,702
14 88,21±9,464 85,96±9,205 89,38±7,867
16 93,13±10,723 95,88±5,966 89,63±9,717
Σχήμα Β.2.16.Εξέλιξη της τιμής του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
255
Β.2.17. pH λευκώματος
Πίνακας Β.2.17.Μέση τιμή του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα Β.2.17.Εξέλιξη της τιμής του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
256
Β.2.18. pH λεκίθου
Πίνακας Β.2.18.Μέση τιμή του pH της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Σχήμα B.2.18. Εξέλιξη της τιμής του pH της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
257
Β.2.19. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου μετά από πρόκληση οξείδωσης
258