You are on page 1of 259

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ


ΤΟΜΕΑΣ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΖΩΟΤΕΧΝΙΑΣ

«Η επίδραση της ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia officinalis L.


στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις
αποδόσεις τους και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΓΑΛΑΜΑΤΗΣ
ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ, MSc

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
«Η έγκριση της διδακτορικής διατριβής υπό του Τμήματος Κτηνιατρικής, της Σχολής Επιστημών
Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεν υποδηλοί αποδοχήν των γνωμών του
συγγραφέως» (Νόμος 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)
2
ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Πασχάλης Φορτομάρης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Επιβλέπων
Γεώργιος Αρσένος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Μέλος
Ευανθία Πετρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Μέλος

ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ


Πασχάλης Φορτομάρης, Αναπληρωτής Καθηγητής
Γεώργιος Αρσένος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Ευανθία Πετρίδου, Επίκουρη Kαθηγήτρια
Παναγιώτα Φλώρου- Πανέρη, Καθηγήτρια
Γεώργιος Βαλεργάκης, Επίκουρος Καθηγητής
Διαμάντω Λάζαρη, Επίκουρη Καθηγήτρια
Γεώργιος Παπαδόπουλος, Λέκτορας

3
4
Στον πατέρα μου Γιάννη και
τη μητέρα μου Μαρία,
για την παντοτινή τους αγάπη

στη σύντροφό μου Αντιγόνη,


στον Γιάννη μας και την Κερασία μας,
με την παντοτινή μου αγάπη

5
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιολογικό σύστημα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων απαντά στις


απαιτήσεις του σύγχρονου καταναλωτή καθώς θεωρείται ότι επιδρά θετικά στην
ευζωία των πτηνών. Ωστόσο, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ελέγχου των
προβλημάτων υγείας των αυγοπαραγωγών ορνίθων καθώς και της ασφάλειας και
της ποιότητας των παραγόμενων αυγών. Η παρούσα διατριβή εκπονήθηκε προς
αυτή την κατεύθυνση και είχε ως στόχο τη διερεύνηση της επίδρασης της
ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia officinalis L. στο σιτηρέσιο των
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις τους και στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
Η συνεισφορά ορισμένων ανθρώπων για την ολοκλήρωση της παρούσας
διδακτορικής διατριβής ήταν καθοριστική και θα αποτελούσε σημαντική παράλειψη
η μη αναφορά τους στο τελικό πόνημα.
Χωρίς να θέλω να θεωρηθεί ότι μεροληπτώ, ξεκινώ τις ευχαριστίες μου προς τον
αναπληρωτή καθηγητή και σημερινό Διευθυντή του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας του
Τμήματος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. κ. Πασχάλη Φορτομάρη τόσο για το γεγονός
της αποδοχής μου ως υποψήφιου διδάκτορα υπό την επίβλεψή του, όσο και για
την πολύ προσεγμένη και γεμάτη διδάγματα καθοδήγηση του όλου εγχειρήματος.
Η στερεότυπη ευχαριστία, δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να περιγράψει το μέγεθος
των συναισθημάτων, που επιθυμώ να εκφράσω προς το πρόσωπό του.
Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Γεώργιο
Αρσένο, για την αποδοχή της συμμετοχής του στην τριμελή συμβουλευτική μου
επιτροπή, μετά τη συνταξιοδότηση και την αναγκαστική αποχώρηση από αυτήν,
της ομότιμης καθηγήτριας του Τμήματος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. κας Αγγελικής
Τσερβένη-Γούση- την οποία επίσης ευχαριστώ. Εκφράζω την εκτίμησή μου στο
πρόσωπό του, για την ποιότητα, αλλά και το «δικό του» τρόπο, με τον οποίο με
κατηύθυνε στον κόσμο της έρευνας.
Την επίκουρη καθηγήτρια κα Ευανθία Πετρίδου, θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα,
καθώς πίστεψε στη δυναμική της παρούσας έρευνας, σε ένα κρίσιμο σημείο
διεξαγωγής της, αντικαθιστώντας την καθηγήτρια κα Ελευθερία Χατζοπούλου-
Μπουρτζή - την οποία επίσης ευχαριστώ- μετά τη συνταξιοδότησή της και την
αναγκαστική αποχώρηση της από την τριμελή συμβουλευτική μου επιτροπή.
Τις θερμές μου ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στα μέλη της επταμελούς
εξεταστικής μου επιτροπής, στην καθηγήτρια και Διευθύντρια του δεύτερου τομέα
του Τμήματος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. κα Παναγιώτα Φλώρου-Πανέρη, στον
7
επίκουρο καθηγητή του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας του Τμήματος Κτηνιατρικής του
Α.Π.Θ. κ. Γεώργιο Βαλεργάκη, στην επίκουρη καθηγήτρια της Φαρμακευτικής
Σχολής του Α.Π.Θ. κα Διαμάντω Λάζαρη και τέλος στο λέκτορα του Εργαστηρίου
Ζωοτεχνίας του Τμήματος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. κ. Γεώργιο Παπαδόπουλο, που
με τις ουσιαστικές παρατηρήσεις τους συνέβαλαν στην αρτιότητα της εμφάνισης
του τελικού πονήματος. Ιδιαίτερα οφείλω να ευχαριστήσω τον τελευταίο, για το
χρόνο που αφιέρωσε συνεπικουρώντας και καθοδηγώντας με, κατά τη στατιστική
επεξεργασία των αποτελεσμάτων της διατριβής.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον αναπληρωτή καθηγητή του Εργαστηρίου
Γαλακτοκομίας του Τμήματος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Φλετούρη,
τόσο για τη διάθεση του χώρου και του εξοπλισμού του Εργαστηρίου, για τις
μετρήσεις που αφορούσαν στον προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας της
λεκίθου, όσο και για την πολύτιμη βοήθειά του κατά τη διεξαγωγή τους.
Τον καλό συνάδελφο κ. Βασίλη Ψυχογιό, καθώς και το συνεργάτη του και επίσης
συνάδελφο κ. Θόδωρο Πετανείδη, ευχαριστώ από καρδιάς, για τη φιλοξενία στο
χώρο του Κτηνιατρικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, αλλά και την αρωγή τους κατά τον
προσδιορισμό των αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων του αίματος.
Στα στελέχη της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, εκφράζω ευχαριστίες για
την άψογη συνεργασία που είχαμε, κατά την καταγραφή και επεξεργασία των
μετεωρολογικών δεδομένων της περιοχής των πειραματισμών.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στον κ. Θωμά Αραμπατζή και την οικογένεια του
για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας, εντός των ειδικών εγκαταστάσεων της
δικής τους πιστοποιημένης μονάδας βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών
ορνίθων.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους μου στον
Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «Δήμητρα», για την- με κάθε τρόπο- υποστήριξη
όλης μου της προσπάθειας, καθώς και τη συνεργάτιδα του Εργαστηρίου
Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής κα Βανέσσα Φωτιάδου, που «ήταν εκεί» σε
κάθε κάλεσμα για βοήθεια.
Για το τέλος, άφησα ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους δασκάλους που κάθησα
δίπλα τους, από παιδί μέχρι σήμερα, η συμβολή των οποίων στη ζωή μου ήταν
καταλυτική.

8
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ......................................................................................... 13


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ............................................................................................ 13
ΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ
ΣΤΙΣ ΑΥΓΟΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ ........................................................... 13
Γενικά ......................................................................................................... 13
I. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ........................................................................ 16
Α) Ιστορική αναδρομή ................................................................................. 16
Β) Θεσμικό πλαίσιο ..................................................................................... 17
Γ) Στατιστικά στοιχεία .................................................................................. 23
II. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΥΓΩΝ ΣΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ .......... 25
Α) Αυγοπαραγωγή- Πληθυσμός ορνίθων- Συστήματα εκτροφής ................. 25
Β) Καταναλωτές και αυγά βιολογικής εκτροφής ........................................... 32
Γ) Υγεία και ευζωία των ορνίθων- Ποιότητα αυγών βιολογικής εκτροφής .... 36
α) Υγεία και ευζωία των ορνίθων ................................................................. 37
β) Ποιότητα των αυγών βιολογικής εκτροφής .............................................. 47
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ............................................................................................ 55
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ................................................................................... 55
Γενικά ........................................................................................................ 55
I. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ........... 60
II. ΤΟ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟ (Salvia officinallis L.) ΩΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΦΥΤΟ ........................................................................... 64
Α) Κατάταξη- είδη- ονομασίες- μορφολογία ................................................. 64
Β) Καλλιέργεια............................................................................................. 66
Γ) Αιθέριο έλαιο- Δράσεις ............................................................................ 67
Δ) Η χρήση του φασκόμηλου στην πτηνοτροφία ......................................... 69
E) Θεσμικό πλαίσιο κυκλοφορίας της Salvia officinalis L.
στην αγορά της Ε.Ε. ................................................................................... 71
ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ........................................................ 73
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ..................................................................................... 75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ............................................................................................ 75

9
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ................................................................................ 75
I. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΤΡΟΦΗΣ- ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ .................. 76
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 76
α) Ορνιθώνας .............................................................................................. 76
β) Υπαίθριος χώρος .................................................................................... 78
γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος .................................. 79
δ) Μέτρα βιοασφάλειας ............................................................................... 80
ε) Ζωικό υλικό- ομάδες του πειραματισμού ................................................ 81
στ) Διατροφή ............................................................................................... 82
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 87
α) Ορνιθώνας .............................................................................................. 87
β) Υπαίθριος χώρος .................................................................................... 87
γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος .................................. 87
δ) Μέτρα βιοασφάλειας ............................................................................... 87
ε) Ζωικό υλικό- ομάδες του πειραματισμού ................................................. 88
στ) Διατροφή ............................................................................................... 89
II. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ........................................................................................... 90
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 90
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 90
1. Προσδιορισμός σωματικού βάρους ........................................................ 90
2. Κατανάλωση τροφής ............................................................................... 90
3. Προσδιορισμός αυγοπαραγωγής ........................................................... 91
4. Προσδιορισμός Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής (Δ.Μ.Τ.) ..................... 91
5. Προσδιορισμός Θνησιμότητας ................................................................. 92
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 92
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 92
i. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella spp.
σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής ........................... 93
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp.
σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής ....................... 94
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 98
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 98
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του ................ 100
10
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 100
i. Προσδιορισμός ειδικού βάρους αυγού ...................................................... 100
ii. Προσδιορισμός βάρους κελύφους αυγού ................................................ 101
iii. Προσδιορισμός πάχους κελύφους αυγού ................................................ 101
iv. Προσδιορισμός δείκτη σχήματος αυγού .................................................. 101
v. Προσδιορισμός χρωματισμού κελύφους αυγού ....................................... 102
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 102
i. Προσδιορισμός χρωματισμού λεκίθου αυγού ........................................... 102
ii. Υπολογισμός δείκτη Haugh ..................................................................... 103
iii. Προσδιορισμός pH λευκώματος και λεκίθου αυγού ................................. 103
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης .................................................................. 103
5. Προσδιορισμός λιπαρών οξέων στη λέκιθο του αυγού ............................ 105
6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 106
i. Αρίθμηση των Εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος του αυγού ................. 107
ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση της Salmonella spp. στο αυγό............ 110
iii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. στο αυγό……… 112
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 112
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 112
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 112
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 112
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του ................ 112
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 112
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 112
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 113
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 113
III. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ........................................................................ 114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ............................................................................................ 115
I. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ................................................................................... 115
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ .................................................................. 118
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 118
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 122
11
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 122
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 122
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 124
1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του ........................................... 124
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 126
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 127
4. Περιεκτικότητα του αυγού σε λίπος και προφίλ των λιπαρών οξέων........ 129
5. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 133
6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 134
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ.............................................................. 136
α) Αποδόσεις των ορνίθων ...................................................................... 136
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων ................................................................. 139
1. Μικροβιολογικές αναλύσεις ..................................................................... 139
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων ....... 139
γ) Ποιότητα των αυγών ............................................................................ 141
1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του ........................................... 141
2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού........................................................... 142
3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού........................................................ 144
4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού
μετά από πρόκληση οξείδωσης ................................................................... 145
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού ........................................................... 147
ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ............................................................................................. 149
IΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ........................................................... 165
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ................................................................................................. 167
SUMMARY ................................................................................................. 169
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .......................................................................................... 171
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ......................................................................................... 209
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ......................................................................................... 217

12
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ


ΣΤΙΣ ΑΥΓΟΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ

Γενικά

Η ζωική παραγωγή αποτελεί βασικό τομέα κάθε εθνικής οικονομίας, εξασφαλίζει


στον άνθρωπο τρόφιμα υψηλής θρεπτικής και βιολογικής αξίας και παράλληλα
συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Στην Ελλάδα αποτελεί βασική κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα καθώς,
εκτός των άλλων, εκτείνεται σε ορεινές, ημιορεινές και μειονεκτικές περιοχές, που
είναι δύσκολο να αναπτυχθούν διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά, η ζωική παραγωγή
στη χώρα μας συνεισφέρει μόλις το 29,7% της συνολικής αγροτικής παραγωγής
(European Commission, 2014a). Η σχέση μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής,
ως προς την αξία, παραμένει στο 70/30, στα ίδια ακριβώς επίπεδα με τη δεκαετία
του ‘80, σε αντίθεση με την αντίστοιχη μέση αξία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.),
όπου η σχέση αυτή είναι αρκετά διαφορετική, καθώς ανέρχεται στο 45,0% της
συνολικής αγροτικής παραγωγής (European Commission, 2014b). Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα, αφενός η συνεισφορά της ελληνικής κτηνοτροφίας στην Ε.Ε. των 28
να είναι μικρή (1,6%), αφετέρου το έλλειμμα αυτό να καλύπτεται από αυξημένες
εισαγωγές, οι οποίες διαχρονικά αποτελούν περίπου το 30% των εισαγωγών των
αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και βαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο της
χώρας, με περίπου 2 δις ευρώ (Ρεζίτη, 2014).
Η αύξηση της παραγωγής προϊόντων ζωικής προέλευσης αποτελεί για πολλούς
επιτακτική ανάγκη, καθώς ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σοβαρότατη
κρίση επάρκειας τροφίμων και δραματικής αύξησης των τιμών τους. Οι
σημαντικότεροι παράγοντες της πιθανολογούμενης επερχόμενης κρίσης,
συνοψίζονται:
 στη ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος
αυξάνεται κάθε χρόνο κατά περίπου 80 εκατομμύρια και από 7 δις
13
άνθρωποι που είναι σήμερα, αναμένεται να φτάσει τα 9 περίπου δις
το 2050 ενώ, η παραγωγή κρέατος, καθώς έχει τριπλασιαστεί σε
ολόκληρο τον κόσμο τις τελευταίες 4 δεκαετίες, αναμένεται να αυξηθεί
κατά 73%, μέχρι το 2050 (FAO, 2013)
 στην αλματώδη οικονομική και πληθυσμιακή αύξηση των χωρών του
BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότιος Αφρική), που
συνοδεύεται από την άνοδο του βιοτικού επιπέδου αυτών των
τεράστιων πληθυσμών και συνεπάγεται μεταβολή των διατροφικών
τους συνηθειών. Ενδεικτική είναι η πρόβλεψη ότι η κατανάλωση
κρέατος στην Κίνα θα αυξηθεί από 218 εκατ. τόνους το 1997-98, σε
376 εκατ. τόνους το 2030, η οποία αν επιβεβαιωθεί, τότε μόνο η Κίνα
θα απορροφά το σύνολο της σημερινής παγκόσμιας παραγωγής
ζωοτροφών (Lyons, 2007)
 στην ακραία κλιματολογική αλλαγή, που οδηγεί σε μείωση της
παγκόσμιας παραγωγής, και
 στην είσοδο του τομέα της ενέργειας, στον ανταγωνισμό, κυρίως των
δημητριακών, αλλά και άλλων αγροτικών προϊόντων, με την αύξηση
της παραγωγής βιοκαυσίμων και βιοαιθανόλης.
Η Marian Dawkins, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Φεβρουάριο
του 2015, σε ανακοίνωση εργασίας της, σε συνέδριο στην Αυστραλία, τόνισε: «Η
ανησυχία για τον επισιτισμό του ολοένα αυξανόμενου ανθρώπινου πληθυσμού, με
ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιδράσεων στο περιβάλλον, οδηγεί
σε εκκλήσεις, ώστε η αγροτική παραγωγή να γίνει πιο “βιώσιμα εντατική” και πιο
αποδοτική» (Dawkins, 2015).
Η πρόκληση της εντατικοποίησης της κτηνοτροφικής παραγωγής, σε συνδυασμό
με την ανάγκη για συμπίεση του κόστους παραγωγής οδήγησε στο παρελθόν στη
χρήση των αντιβιοτικών για τη διατροφή των παραγωγικών ζώων. Η ικανότητα
των αντιβιοτικών να προάγουν την ανάπτυξη των ζώων ανακαλύφθηκε αρκετά
πρώιμα. Το 1946 πειράματα έδειξαν ότι μικρές προληπτικές δόσεις αντιβιοτικών
στη διατροφή των ζώων, μπορούν να βελτιώσουν την ανάπτυξή τους, καθώς και
τη μετατρεψιμότητα της τροφής (Doyle, 2001). Έτσι, υιοθετήθηκε με μεγάλη
επιτυχία, η πρακτική της προσθήκης προληπτικών δόσεων αντιβιοτικών στην
τροφή των παραγωγικών ζώων και έγινε αναπόσπαστο μέρος των διατροφικών
14
στρατηγικών ανάπτυξης, σε όλες σχεδόν τις κτηνοτροφικές μονάδες (Close, 2000),
ενώ περίπου το 80% των αντιβιοτικών που πωλούνταν έως τότε στην αγορά,
χρησιμοποιούνταν για το ζωικό κεφάλαιο (Cabello, 2006˙ Levy and Marshall,
2004).
Η συνεχώς αυξανόμενη πίεση των καταναλωτών, για ελαχιστοποίηση της χρήσης
αντιβιοτικών στη ζωική παραγωγή, η πιθανότητα δημιουργίας ανθεκτικών
βακτηρίων σε ορισμένα αντιβιοτικά (Close, 2000) και η προσδοκία για παραγωγή
τροφίμων ανώτερης ποιότητας, με τρόπους συμβατούς προς την ευζωία των
ζώων και φιλικών προς το περιβάλλον, οδήγησαν σταδιακά στον περιορισμό της
χρήσης των αντιβιοτικών στη διατροφή των ζώων και την απόσυρση ορισμένων. Η
απαγόρευση των αντιβιοτικών, ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών στη διατροφή
των ζώων, πραγματοποιείται ήδη από το 1986 στη Σουηδία και από το 1999 στην
Ελβετία (Wenk, 2003), ενώ τον Ιούλιο του 1999 η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε
τη χρήση πολλών αντιβιοτικών και όρισε ένα σαφέστατο χρονικό περιθώριο για
την απομάκρυνση και των εναπομεινάντων στην αγορά. Τελικά, από την 1 η
Ιανουαρίου του 2006 τέθηκε σε ισχύ η απαγόρευση της χρήσης των τελευταίων
τεσσάρων αντιβιοτικών που, ως πρόσθετες ύλες των ζωοτροφών,
χρησιμοποιούνταν ως αυξητικοί παράγοντες των ζώων (Καν.Ε.Ε.1831/2003). Η
απαγόρευση αυτή οδήγησε σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, γεγονός που
ενεθάρρυνε και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Gopi et al., 2014). Η έρευνα
επικεντρώθηκε σε πρόσθετα ζωοτροφών, με ευεργετικά αποτελέσματα, ανάλογα
με αυτά των αντιβιοτικών, ως αυξητικών παραγόντων.
Σε αυτό το νέο, ιστορικό κύκλο έρευνας, πρόσθετες ύλες που έχουν ερευνηθεί
είναι: οξινιστές, ολιγοσακχαρίτες, ένζυμα, αρωματικά φυτά, προβιοτικά/ ζύμες, μη
αμυλούχοι πολυσακχαρίτες, πρωτεΐνες και αμινοξέα.
Η πτηνοτροφία αποτελεί ίσως το δυναμικότερο κλάδο της ζωικής παραγωγής
παγκοσμίως και σίγουρα τον περισσότερο ανεπτυγμένο κλάδο στη χώρα μας. Η
ανάγκη της αύξησης της παραγωγικότητας των πτηνών, με τη χρήση
εναλλακτικών πρόσθετων υλών διατροφής, οδήγησε σε πλέον στοχευμένη έρευνα.
Το πρότυπο που αναπτύχθηκε, για την έρευνα των εναλλακτικών πρόσθετων
υλών διατροφής, ήταν η βιολογική πτηνοτροφία, στην οποία προϋπήρχε ένα
αυστηρό πλαίσιο προϋποθέσεων, βάσει κανονισμών της Ε.Ε., που απαγόρευε τη
χρήση αντιβιοτικών, ακόμα και πριν την εφαρμογή του Καν.Ε.Ε.1831/2003.
15
Έκτοτε, δημιουργήθηκε μια παράλληλη εξέλιξη στην έρευνα για τη βελτιστοποίηση
των αποδόσεων των εκτρεφόμενων πτηνών τόσο στις συμβατικού, όσο και στις
βιολογικού τύπου εκτροφές. Αυτό το γεγονός είχε θετική επίδραση στην πρόληψη
και αντιμετώπιση νοσολογικών καταστάσεων των παραγωγικών πτηνών, με τη
χρήση πρόσθετων υλών στις ζωοτροφές, σε αντικατάσταση των αντιβιοτικών.
Από όλα τα προαναφερθέντα εναλλακτικά πρόσθετα ζωοτροφών, η προσθήκη
αρωματικών φυτών και των εκχυλισμάτων τους στο σιτηρέσιο, αποτελούν μια
δυναμική πρόταση, με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς στη Ελλάδα
υπάρχουν περίπου 1600 ενδημικά και αυτοφυή φυτά (ΕΑΦΦΕ, 2013).

Ι. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Α) Ιστορική αναδρομή

Ιστορικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, η βιολογική γεωργία ως φιλοσοφία,


χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Ως «πατέρας» της
βιολογικής γεωργίας θεωρείται ο Βρετανός Sir Albert Howard (1873- 1947), ο
οποίος έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Ινδία, κατέγραψε το 1940 στη «Γεωργική
Διαθήκη» του, τις παρατηρήσεις που αποκόμισε, κατά τη διάρκεια της παρουσίας
του εκεί (Λίλτση, 2008).
Άλλοι γνωστοί επιστήμονες, που έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της
βιολογικής γεωργίας, ήταν ο Jerome Irving Rodale (1898- 1971) στις ΗΠΑ , η Lady
Eve Balfour (1898- 1990) στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Rudolf Steiner (1861- 1925)
στην Αυστρία.
Η καθιέρωση της βιολογικής παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο, προκαλεί την
ίδρυση της IFOAM, το 1972 στις Βερσαλλίες της Γαλλίας (International Federation
of Organic Agriculture Movements). Ακολούθως, για πρώτη φορά η βιολογική
παραγωγή περιγράφεται, ως τρόπος γεωργικής εκμετάλλευσης, που περιλαμβάνει
φυσικές μεθόδους ενίσχυσης και διατήρησης της γονιμότητας του εδάφους,
προστασίας από τις ασθένειες, απόρριψης των συνθετικών λιπασμάτων και των
φυτοφαρμάκων και, γενικότερα, της προστασίας των οικοσυστημάτων.
Η βιολογική κτηνοτροφία αναπτύχθηκε λόγω της μεταστροφής των καταναλωτών
προς τα βιολογικά τρόφιμα, που μπορεί να αποδοθεί στην έξαρση διατροφικών
16
κρίσεων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν, οι κρίσεις της σαλμονέλας στα αυγά, το 1987,
του Συνδρόμου Σπογγώδους Εγκεφαλοπάθειας στα Βοοειδή, το 1996, αλλά και
πιο πρόσφατα, αυτή των διοξινών. Οι κρίσεις αυτές κλόνισαν την εμπιστοσύνη των
καταναλωτών απέναντι στα προϊόντα της συμβατικής κτηνοτροφίας και έστρεψαν
το ενδιαφέρον τους, σε προϊόντα μη συμβατικά.
Η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με άλλες χώρες, όσον
αφορά τη βιολογική κτηνοτροφία, λόγω των ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών,
των πλούσιων φυσικών πόρων των ορεινών και ημιορεινών περιοχών και της
παραδοσιακής εφαρμογής της εκτατικής κτηνοτροφίας, η οποία μπορεί εύκολα να
μετατραπεί σε βιολογική.
Γι’ αυτό και η πτηνοτροφία, μαζί με την αιγοπροβατοτροφία, πρωτοστάτησαν στην
Ελλάδα στα πρώτα χρόνια παραγωγής βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων,
στις αρχές του 2000 (Λύρας, 2002).

Β) Θεσμικό πλαίσιο

Η πρώτη θεσμική καθιέρωση και ο ορισμός της βιολογικής παραγωγής στην


Ευρώπη, συντελείται με τον Κανονισμό(ΕΟΚ)2092/91, που προέβλεπε απαιτήσεις
ελέγχου και επισήμανσης, καθώς και κανόνες για τις εισαγωγές βιολογικών
προϊόντων. Με τον παραπάνω κανονισμό, η υποδεικνυόμενη για την ελληνική
γλώσσα αναγραφόμενη ένδειξη στη συσκευασία των προϊόντων, τα οποία
παράγονται με βιολογικό τρόπο, είναι η λέξη «βιολογικό». Ο όρος «βιολογικό» δεν
χαρακτηρίζει το προϊόν, αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτό παράγεται.
Το επόμενο έτος με τον Κανονισμό(ΕΟΚ)2078/92 θεσπίζεται, από την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, η παροχή οικονομικών ενισχύσεων- από την τότε Ε.Ο.Κ.- προς τους
αγρότες, για την εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών αγροτικών προγραμμάτων,
μεταξύ των οποίων και βιολογικών.
Στις Η.Π.Α., το Υπουργείο Γεωργίας (USDA), στο πλαίσιο εθνικού προγράμματος
βιολογικής παραγωγής, δημοσίευσε το 1990 κανονισμό για τη βιολογική
παραγωγή, με αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή
τον Οκτώβριο του 2002 και προσδιόριζε με σαφή τρόπο τι είναι βιολογικό τρόφιμο,
καθώς και τους κανόνες που διέπουν την παραγωγή και την επεξεργασία τους
(Crandall et al., 2009). Οι κατηγορίες βιολογικών τροφίμων στις Η.Π.Α. είναι τρεις
17
και φέρουν στη συσκευασία των προϊόντων τις ακόλουθες ενδείξεις: α) “100%
Organic” (το σύνολο των συστατικών τους είναι βιολογικά), β) “Οrganic”
(επιτρέπονται μη βιολογικά συστατικά σε ποσοστό μέχρι 5%) και γ) “Μade With
Οrganic” (τουλάχιστον το 70 % του προϊόντος πρέπει να αφορά βιολογικά
συστατικά - N.O.P., 2012).
Το 1999 ο Καν.ΕΟΚ2092/91 συμπληρώθηκε από τον Κανονισμό(ΕΟΚ)1804/99 για
τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Η παραγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης ρυθμίζεται από τους ανωτέρω
κανονισμούς, με ιδιαίτερη φροντίδα για την ευζωία των ζώων και με τη
χρησιμοποίηση βιολογικών ζωοτροφών. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω
κανονισμούς οι αυγοπαραγωγές όρνιθες, που εκτρέφονται με βιολογικό τρόπο,
πρέπει να προέρχονται από βιολογικές εκμεταλλεύσεις, να διατρέφονται
αποκλειστικά με πιστοποιημένες βιολογικές ζωοτροφές και να σταβλίζονται σε
φόρτιση δαπέδου, όχι ανώτερη των 6 πτηνών/ m2, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να
έχουν πρόσβαση σε βοσκότοπο (υπαίθριος χώρος που καλύπτεται από
βλάστηση, πυκνότητας 4m2/ όρνιθα), όποτε το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες
και, εφόσον είναι δυνατόν, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του ενός τρίτου της ζωής
τους. Για την πρόληψη των πιθανών προβλημάτων υγείας επιτρέπονται οι
εμβολιασμοί, ενώ στην περίπτωση εκδήλωσης νοσημάτων, ενθαρρύνεται η χρήση
ομοιοπαθητικών φαρμάκων και φυτοθεραπευτικών, αλλά και η- κάτω από
προϋποθέσεις- χρήση χημικών φαρμάκων και αντιβιοτικών. Οι απορραμφισμοί
των ορνίθων απαγορεύονται. Όσον αφορά τους γενοτύπους των ορνίθων που
χρησιμοποιούνται στα συστήματα βιολογικής πτηνοτροφίας, είναι οι ίδιοι με τα
άλλα συστήματα παραγωγής (Bestman et al., 2012).
Ο Καν.ΕΟΚ2092/91 τροποποιήθηκε 48 φορές σε διάστημα 18 ετών (η τελευταία
τροποποίηση έγινε το Μάιο του 2008) και σκοπός αυτών των τροποποιήσεων
ήταν η απλοποίηση, η πιο εύκολη εφαρμογή, η λιγότερη γραφειοκρατία, ο
εκσυγχρονισμός, ο εξορθολογισμός και η αναβάθμισή του.
Εν τέλει καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό(ΕΚ)834/2007.
Ακολούθησε ο Κανονισμός(ΕΚ)889/2008, που θέσπισε λεπτομερείς κανόνες
εφαρμογής του Καν.ΕΚ834/2007. Η εφαρμογή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση
ξεκίνησε από την 1η Ιανουαρίου του 2009 και ισχύουν μέχρι σήμερα. Στις 24
Μαρτίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση για την κατάργησή του
18
και θέσπιση νέου, η οποία βρίσκεται σε φάση διαβούλευσης (E.E., COM 180,
2014).
Στον πίνακα 1 που ακολουθεί δίνονται οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης
που αφορούν στη βιολογική παραγωγή διαχρονικά.

19
Πίνακας 1. Κανονισμοί της Ε.Ε. για τη βιολογική παραγωγή (1991-2014)

Έτος
Έτος εφαρμογής
Έτος Κανονισμός Τίτλος εφαρμογής
(Ελλάδα)
(Ε.Ε.)
«Περί του βιολογικού τρόπου
παραγωγής γεωργικών προϊόντων και
1991 (ΕΟΚ)2092 1992 1993
των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Για συμπλήρωση, για τα
κτηνοτροφικά προϊόντα, του
Κανονισμού(ΕΟΚ)2092/91 περί του
1999 (ΕΚ)1804 βιολογικού τρόπου παραγωγής 1999 1999
γεωργικών προϊόντων και των
σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Σχετικά με την τροποποίηση του
παραρτήματος Ι του Κανονισμού
(ΕΟΚ)2092/91 του Συμβουλίου περί
2005 (ΕΚ)1294 του βιολογικού τρόπου παραγωγής 2005 2005
γεωργικών προϊόντων και των
σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής»
«Για τη βιολογική παραγωγή και την
επισήμανση των βιολογικών
2007 (ΕΚ)834 2009 2010
προϊόντων και την κατάργηση του
κανονισμού(ΕΟΚ)2092/91»
«Σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών
κανόνων εφαρμογής του
Κανονισμού(ΕΚ)αριθ. 834/2007 του
Συμβουλίου για τη βιολογική
2008 (ΕΚ)889 παραγωγή και την επισήμανση των 2009 2010
βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον
βιολογικό τρόπο παραγωγής, την
επισήμανση και τον έλεγχο των
προϊόντων»
«Για την τροποποίηση και διόρθωση
του Κανονισμού(ΕΚ) 889/2008 σχετικά
με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων
εφαρμογής του
Κανονισμού(ΕΚ)834/2007 του
2012 (ΕΕ)505 Συμβουλίου για τη βιολογική 2012 2012
παραγωγή και την επισήμανση των
βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον
βιολογικό τρόπο παραγωγής, την
επισήμανση και τον έλεγχο των
προϊόντων»
«Για τη βιολογική παραγωγή και την
επισήμανση των βιολογικών
προϊόντων, την τροποποίηση του
Πρόταση Κανονισμού(ΕΕ)XXX/XXX του
2014 κανονισμού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
(COM, 180) του Συμβουλίου(Κανονισμός για τους
επίσημους ελέγχους) και την
κατάργηση του Κανονισμού(ΕΚ)
834/2007 του Συμβουλίου»

20
Οι παραπάνω Κανονισμοί αποτέλεσαν- και αποτελούν- το «θεσμικό κέλυφος» για
τη βιολογική παραγωγή, τη μοναδική αγροτική παραγωγή που διέπεται από
τόσους και τόσο αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι μετά τη θέσπισή τους
εφαρμόστηκαν και στην Ελλάδα, με την έκδοση κατά περιόδους εφαρμοστικών
Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.) ή Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (Κ.Υ.Α.).
Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1993, με την εφαρμογή του
Καν.ΕΟΚ2092/91 (αντίστοιχα για τη βιολογική κτηνοτροφία, με την έναρξη ισχύος
του Καν.ΕΟΚ1804/99), οπότε τα προϊόντα βιολογικής παραγωγής πρέπει να
φέρουν συγκεκριμένες ενδείξεις στη συσκευασία, τη διαφήμιση ή τα εμπορικά
έγγραφα, σχετικά με το βιολογικό τρόπο παραγωγής τους. Στην ετικέτα της
συσκευασίας των βιολογικών προϊόντων θα πρέπει να αναγράφεται η επωνυμία
της επιχείρησης που παράγει, συσκευάζει ή εμπορεύεται το προϊόν και ένας
συγκεκριμένος κωδικός αναγνώρισης. Επίσης, είναι απαραίτητη η αναφορά στο
όνομα (Λογότυπο) του Οργανισμού Πιστοποίησης- ο οποίος θα πρέπει να είναι
αναγνωρισμένος από το Υπουργείο Γεωργίας- και φυσικά η ένδειξη «βιολογικό».
Τα προϊόντα αυτά, θα πρέπει να πωλούνται σε σφραγισμένες συσκευασίες, απ’
ευθείας από τον παραγωγό ή τον παρασκευαστή στον τελικό καταναλωτή ή να
διατίθενται στο εμπόριο ως προ-συσκευασμένο τρόφιμο. Το ελληνικό θεσμικό
πλαίσιο για τη βιολογική παραγωγή δίνεται συνοπτικά στον πίνακα 2, που
ακολουθεί.

21
Πίνακας 2. Ελληνικό θεσμικό πλαίσιο για τη βιολογική παραγωγή (1991- 2014)

Υπουργική Κοινή Υπουργική


Εγκύκλιος Νόμος
Απόφαση Απόφαση
Κανονισμός
ΚΥΑ332221/01
(ΦΕΚ 10B)
Υ.Α.350570/91 ΚΥΑ351178/01
(ΦΕΚ 980 Β) (ΦΕΚ 381 B)
Υ.Α.336650/06 ΚΥΑ245090/06 Ν.2637/98
(ΕΟΚ)2092/91
(ΦΕΚ 1927 Β) (ΦΕΚ 157 Β) (ΦΕΚ200Α)
Υ.Α.296851/07 ΚΥΑ245100/06
(ΦΕΚ 1114 Β) (ΦΕΚ 177 B)
ΚΥΑ245243/06
(ΦΕΚ 652 Β)
Υ.Α.239343/10
(ΦΕΚ 233 Β)
Υ.Α.95767/10
(ΦΕΚ 1343 Β) ΚΥΑ295191/09 Εγκ.970/59453/13
(ΕΚ)834/07
Υ.Α.2289/1617 (ΦΕΚ756Β) Εγκ.1973/138399/13
95/14
( ΑΔΑ:Β5Ψ6Β-
6ΑΜ)
Πηγή: ΥΠ.Α.Α.Τ. (2014)

Το σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης προϊόντων βιολογικής γεωργίας που


εγκαταστάθηκε από το 2001 στην Ελλάδα, με τις σχετικές Κοινές Υπουργικές
Αποφάσεις, αποτελείται από τους εξής αρμόδιους φορείς:
 τη Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας του Υπουργείου Παραγωγικής
Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας (πρώην Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων)
 τον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό (ΕΛΓΟ) «Δήμητρα» (ΝΠΙΔ που τελεί υπό
την εποπτεία του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης,
Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στον οποίο συγχωνεύτηκε ο πρώην
Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων-
Ο.Π.Ε.ΓΕ.Π., με διακριτικό τίτλο AGROCERT, που είχε συσταθεί ως ΝΠΙΔ
από το 1998)
 τους 16 εγκεκριμένους Ιδιωτικούς Οργανισμούς Ελέγχου και Πιστοποίησης
προϊόντων βιολογικής γεωργίας και
 τις επιχειρήσεις που παράγουν, παρασκευάζουν και εισάγουν προϊόντα
βιολογικής γεωργίας.
Το υπάρχον σήμερα θεσμικό πλαίσιο της βιολογικής παραγωγής στη χώρα μας
συνίσταται σε δύο αρχές: την εποπτεύουσα αρχή και την επιβλέπουσα αρχή. Η

22
εποπτεύουσα αρχή εκπροσωπείται από τη Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας του
Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και
εποπτεύει τους Οργανισμούς Ελέγχου και Πιστοποίησης (Ο.Ε. & Π.), αλλά και την
εφαρμογή του Συστήματος Ελέγχου και Πιστοποίησης συνολικά (Οργανισμοί,
παραγωγοί, εταιρείες, κλπ). Η επιβλέπουσα αρχή εκπροσωπείται από τον ΕΛΓΟ
«Δήμητρα», ο οποίος επιβλέπει τους Οργανισμούς Ελέγχου και Πιστοποίησης,
όσον αφορά στη λειτουργία τους, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της
δουλειάς τους.

Γ) Στατιστικά στοιχεία

Η ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής αποτυπώνεται στα στοιχεία, σχετικά με τις


βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις στον Κόσμο, στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Το 2012, σε παγκόσμιο επίπεδο οι συνολικά βιολογικά καλλιεργούμενες εκτάσεις
ήταν 37.544.909 εκτάρια και στην Ε.Ε. των 27 μελών η συνολική έκταση έφτασε τα
9.992.425 εκτάρια, καλύπτοντας το 5,60 % του συνόλου της γεωργικής γης (FiBL-
IFOAM, 2014). Η Ελλάδα εμφανίζεται να παρακολουθεί αυτή την αύξηση, καθώς
από τα μόλις 591 εκτάρια βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων, σε ποσοστό που
δεν καταγράφεται σε σχέση με τη γεωργική γη, το 1993, έφτασε στα 462.618
εκτάρια βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων, σε ποσοστό 5,59% επί του
συνόλου της γεωργικής γης το 2012 (FiBL- IFOAM, 2014).
Την παραπάνω ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας ακολούθησε και η βιολογική
κτηνοτροφία από το 1999 και μετά, αφού στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ ο
Καν.ΕΟΚ1804/99 του Συμβουλίου της Ε.Ε., για τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Η βιολογική κτηνοτροφία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βιολογική γεωργία, καθώς
οι διατροφικές ανάγκες των ζώων, εκτός από τη βόσκηση καλύπτονται και με
βιολογικές ζωοτροφές. Το σύστημα φυτά- ζώα είναι αλληλοεξαρτώμενο και η
προστασία του έχει ως απώτερο σκοπό τη βιώσιμη ανάπτυξη. Έτσι, όσον αφορά
τα βιολογικά εκτρεφόμενα ζώα στην Ελλάδα, ενώ το 2003 ο αριθμός των βοοειδών
ήταν 13.834, των προβάτων 95.824, των αιγών 174.657 και των πουλερικών
70.004 (εκ των οποίων τα 36.830 ήταν κρεοπαραγωγά ορνίθια και τα 28.165
αυγοπαραγωγές όρνιθες), το 2012 ο αριθμός των βοοειδών ανήλθε στα 66.846,
των προβάτων 593.609, των αιγών 349.789 και των πουλερικών (το έτος 2011)
23
330.209 (εκ των οποίων τα 196.153 ήταν κρεοπαραγωγά ορνίθια και τα 133.677
αυγοπαραγωγές όρνιθες). Αναλυτικά ο αριθμός των βιολογικά εκτρεφόμενων
ζώων στην Ελλάδα τη δεκαετία 2003- 2012 δίνεται στον πίνακα 3.

Πίνακας 3. Αριθμός βιολογικά εκτρεφόμενων παραγωγικών ζώων τη δεκαετία 2003-2012,


στην Ελλάδα

Έτος
Ζωικό είδος
2003 2007 2012
Βοοειδή 13.834 25.102 66.846
Πρόβατα 95.824 408.576 593.609
Αίγες 174.657 388.508 349.789
Χοίροι 3.628 175.004 6.292
Πουλερικά (συνολικά) 70.004 159.323 330.2091
Κρεοπαραγωγά ορνίθια 36.830 74.310 196.1531
Αυγοπαραγωγές όρνιθες 28.165 82.088 133.6771
Μέλισσες (αριθ. κυψελών) 4.789 9.557 14.8651
ΣΥΝΟΛΟ 427.731 1.322.468 1.691.440
Τα στοιχεία αφορούν στο έτος 2011
1

Πηγή: ΥΠ.Α.Α.Τ. (2014)

Μεγάλη ήταν επίσης και η αύξηση των επιχειρηματιών (παραγωγοί, μεταποιητές,


κλπ), που ασχολήθηκαν τη δεκαετία 2003- 2012 με τη βιολογική παραγωγή στην
Ελλάδα. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠ.Α.Α.Τ. (2014), ενώ το 2003 ο αριθμός
των επιχειρηματιών βιολογικών προϊόντων ήταν 6.642, εκ των οποίων οι 6.028
ήταν παραγωγοί, το 2012 οι επιχειρηματίες βιολογικών προϊόντων ανήλθαν στους
24.984, εκ των οποίων οι 23.429 ήταν παραγωγοί.
Αναφορικά με τις βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων, σύμφωνα με
στοιχεία του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «ΔΗΜΗΤΡΑ», αυτές τα έτη 2012
και 2014 ήταν 36 σε όλη την Ελλάδα (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, 2015- προσωπική
επικοινωνία).
Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την ηλικιακή κατανομή των
παραγωγών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, νεότεροι σε ηλικία παραγωγοί,
ασχολούνται κυρίως με τη βιολογική παραγωγή, καθώς από το σύνολο των
παραγωγών ηλικίας κάτω των 55 ετών, το 61,3% ασχολείται με τη βιολογική
παραγωγή και το 44,2% με τη συμβατική (European Commission, 2013).

24
II. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΥΓΩΝ ΣΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ

Α) Αυγοπαραγωγή- Πληθυσμός ορνίθων- Συστήματα εκτροφής

Η παγκόσμια παραγωγή αυγών, παρουσίασε μια αξιοσημείωτη αύξηση (152%) τα


τελευταία 30 χρόνια, φτάνοντας από τα 29,3 εκατομμύρια τόνους το 1983, σε
περισσότερο από 73,8 εκατομμύρια τόνους το 2013 (FAO, 2014), με την αύξηση
αυτή της αυγοπαραγωγής να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Η Ασία είναι η
περιοχή που κυριαρχεί σήμερα στην παγκόσμια παραγωγή αυγών, κατέχοντας το
61% της συνολικής παραγωγής και παρουσιάζοντας αύξηση της αυγοπαραγωγής
της, από το 1983, ύψους 388%. Η Κίνα είναι η πρώτη αυγοπαραγωγός χώρα στον
κόσμο, με παραγωγή 28,8 εκατομμύρια τόνους. Ακολουθούν οι Η.Π.Α. με
παραγωγή που αγγίζει τους 5,6 εκατομμύρια τόνους (FAO, 2014). Η Ε.Ε. των 27,
με 7,05 εκατομμύρια τόνους, παρουσίασε μικρή αύξηση της παραγωγής της από
το 1983, σε ποσοστό περίπου 4%, ενώ την ίδια χρονιά εξήγαγε 185 χιλιάδες και
εισήγαγε επιπλέον 35 χιλιάδες τόνους αυγών και προϊόντων τους. Την περίοδο
των τελευταίων 30 χρόνων στην Ελλάδα, από τις περίπου 125 χιλιάδες τόνους
αυγών το 1983, η παραγωγή μειώθηκε σε 103 χιλιάδες τόνους το 2013 (FAO,
2014), καταγράφοντας μείωση της τάξης του 17,6%.
Στο σχήμα 1 δίνονται οι έξι μεγαλύτερες αυγοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε. των 27,
σε σχέση με το ποσοστό (%) που λαμβάνουν, επί της συνολικής παραγωγής
αυγών, για το έτος 2012.

25
Σχήμα 1. Οι έξι μεγαλύτερες αυγοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε. των 27 το 2012, σε σχέση
με το ποσοστό (%) που λαμβάνουν επί της συνολικής παραγωγής (Πηγή: European
Commission, 2013)

Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των αυγοπαραγωγών ορνίθων, για το έτος 2012
υπολογίζεται ότι περισσότερες από 4,9 δισεκατομμύρια όρνιθες εκτρέφονται στον
κόσμο. Περίπου 800- 1.000 εκατομμύρια εκτρέφονται στην Κίνα, 276 εκατομμύρια
εκτρέφονται στις Η.Π.Α., 133 εκατομμύρια εκτρέφονται στην Ινδία και περίπου 115
εκατομμύρια εκτρέφονται στο Μεξικό (FAO, 2014), ενώ πάνω από 340
εκατομμύρια εκτρέφονται στην Ε.Ε. των 27 (CIWF, 2013).
Τα σύγχρονα συμβατικά συστήματα εκτροφής, βελτίωσαν την υγεία των πτηνών,
αύξησαν την παραγωγικότητά τους και παράλληλα μείωσαν το κόστος παραγωγής
(Savory, 2004). Ειδικότερα στις αυγοπαραγωγές όρνιθες όμως, ο σταβλισμός τους
σε κλωβοστοιχίες, οδήγησε σε υποβάθμιση της ευζωίας τους (συνωστισμός,
εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς, αδυναμία έκφρασης φυσιολογικών
συμπεριφορών), απασχολώντας τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και την
κοινή γνώμη (Mollenhorst et al., 2005˙ LayWel, 2006). Οι ισχυρές πιέσεις που
ασκήθηκαν, οδήγησαν στην κατάργηση των συμβατικών κλωβοστοιχιών και την
οριστική αντικατάστασή τους, με τις νέες εμπλουτισμένες κλωβοστοιχίες, μέχρι το
έτος 2012 (Οδηγία1999/74/ ΕΚ).
Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 2014, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την
Ελλάδα, για την εκτροφή «αυγοπαραγωγών ορνίθων» σε «μη διευθετημένα»
κλουβιά, καθώς τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να μεριμνούν, ώστε οι

26
ιδιοκτήτες πτηνοτροφείων να εφαρμόζουν τα συστήματα εκτροφής που προβλέπει
η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (Ναυτεμπορική, 2014).
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μέθοδοι εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, που εφαρμόζονται και στην Ελλάδα (ΥΠ.Α.Α.Τ., 2013),
είναι:
1. Εμπλουτισμένοι κλωβοί (αυγά κλωβοστοιχίας)
2. Εναλλακτικά συστήματα εκτροφής:
 Δάπεδο με στρωμνή (αυγά στρωμνής ή αυγά αχυρώνα)
 Ελεύθερης βοσκής (αυγά ελεύθερης βοσκής)
3. Βιολογικής παραγωγής (βιολογικά αυγά)
Στον πίνακα 4 καταγράφονται οι ελάχιστες απαιτήσεις στα εναλλακτικά (αχυρώνα,
ελεύθερης βοσκής) και στα βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών
ορνίθων.

Πίνακας 4. Ελάχιστες απαιτήσεις στα εναλλακτικά (αχυρώνα, ελεύθερης βοσκής) και στα
βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (Rodenburg et al., 2012)

Σύστημα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων


Ελεύθερης
Αχυρώνας Βιολογικό
βοσκής
Ωφέλιμη
επιφάνεια ανά
όρνιθα εντός του
1111 1111 1667
πτηνοτροφείου
(cm2)

Ελεύθερη
επιφάνεια ανά
όρνιθα στο χώρο - 4 4
άσκησης (m2)

Δραστηριότητα
στον υπαίθριο
χώρο (ώρες/ 8 8
ημέρα)

Μέγεθος
Χωρίς όριο Χωρίς όριο Μέχρι 3000 όρνιθες
σμήνους
Απορράμφωση Ναι Ναι Όχι

27
Σε κάθε περίπτωση, οι προδιαγραφές της βιολογικής πτηνοτροφίας είναι
αυστηρότερες σε σχέση με αυτές των υπολοίπων συστημάτων αυγοπαραγωγού
πτηνοτροφίας, ενώ σύμφωνα με τους Leenstra et al. (2014), τα συστήματα
βιολογικής πτηνοτροφίας έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σχέση με τα
συστήματα «αχυρώνα» και «ελεύθερης βοσκής».
Η βιολογική πτηνοτροφία στην Ε.Ε., από το 2007 έως το 2012, αυξήθηκε κατά
62%, δείχνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των διαφόρων ειδών ζωικής
παραγωγής (μόνο το 2012 αναφέρονται περίπου 32,5 εκατομμύρια βιολογικά
εκτρεφόμενων πουλερικών), με την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι οι
σημαντικότερες χώρες, σε σχέση με την ανάπτυξη της βιολογικής πτηνοτροφίας.
Ο αριθμός των αυγοπαραγωγών ορνίθων και το ποσοστό, ανάλογα με το σύστημα
εκτροφής τους (ελεύθερη βοσκή, αχυρώνα, βιολογική και κλωβοστοιχίες) στην
Ε.Ε. των 27 παρουσιάζονται στον πίνακα 5 (31/12/2011). Στον εν λόγω πίνακα
παρατηρείται σημαντική αύξηση των εκτροφών χωρίς κλωβοστοιχίες, λίγα μόλις
χρόνια μετά την εφαρμογή της σχετικής οδηγίας της Ε.Ε.. Σύμφωνα με τα στοιχεία
του πίνακα 5, από τις 340 περίπου εκατομμύρια αυγοπαραγωγές όρνιθες, το
39,4% εκτρέφονται σε συστήματα εκτροφής χωρίς κλωβοστοιχίες (ελεύθερη
βοσκή, αχυρώνας, βιολογική), εκ των οποίων μόνο το 3,3% (11,6 εκατομμύρια
όρνιθες περίπου) εκτρέφεται με τη βιολογική μέθοδο, ενώ το μεγάλο μερίδιο αυτών
των συστημάτων κατέχει το σύστημα του «αχυρώνα», με 24,5% και ακολουθεί
εκείνο της ελεύθερης βοσκής με 11,6% (Πηγή: Compassion in World Farming-
CIWF, 2013). Νεότερα στοιχεία για την Ε.Ε. των 27 (H.S.I., 2014) επιβεβαιώνουν
την αύξηση όλων των συστημάτων χωρίς κλωβοστοιχίες και το έτος 2013, καθώς
η βιολογική εκτροφή αφορά το 3,8%, το σύστημα του «αχυρώνα» το 26,5% και το
σύστημα της ελεύθερης βοσκής το 12,2%.

28
Πίνακας 5. Αριθμός των αυγοπαραγωγών ορνίθων και ποσοστό ανάλογα με το σύστημα εκτροφής τους (ελεύθερη βοσκή, αχυρώνα, βιολογική
και κλωβοστοιχίες) στην Ε.Ε.27 στις 31/12/2011

Βιολογικές Ελεύθερη Όχι


Αυγοπαραγωγές Βιολογική Αχυρώνα Κλωβοστοιχίες
Κράτος μέλος αυγοπαραγωγές βοσκή κλωβοστοιχίες
όρνιθες (%) (%) (%)
όρνιθες (%) (%)
Ιταλία 49.575.278 1.041.730 2,1 0,8 25,8 28,8 71,2
Γαλλία 45.530.578 2.301.336 5,1 13,4 3,9 22,3 77,7
Ισπανία 44.613.693 65.471 0,1 1,9 0,6 2,6 97,4
Γερμανία 41.729.130 3.006.001 7,2 14,2 61,8 83,2 16,8
Ην. Βασίλειο 34.000.000 1.000.000 2,9 50,0 4,1 57,1 42,9
Ολλανδία 33.448.526 1.672.425 5,0 18,0 67,0 90 10
Πολωνία 28.007.962 51.634 0,2 1,0 11,1 12,3 87,7
Βέλγιο 9.193.666 222.471 2,4 9,3 32,4 44,1 55,9
Πορτογαλία 6.856.404 32.920 0,5 1,9 1,0 3,3 96,7
Σουηδία 6.518.995 749.539 11,5 0,0 53,2 64,8 35,2
Ρουμανία 6.216.576 38.319 0,6 0,0 18,2 18,8 81,2
Αυστρία 5.591.191 519.165 9,3 19,6 67,0 95,9 4,1
Ελλάδα 5.328.145 127.549 2,4 0,7 2,9 6 94
Ουγγαρία 4.937.836 26.611 0,5 0,3 19,0 19,8 80,2
Δανία 3.461.577 559.175 16,2 7,4 18,7 42.3 57,7
Φινλανδία 3.300.000 100.000 3,0 0,0 30,3 33,3 66,7
Τσεχία 3.231.500 11.900 0,4 0,5 19,1 20 80
Σλοβακία 3.164.712 9.980 0,3 0,0 13,6 13,9 86,1
Βουλγαρία 2.990.645 0 0,0 3,9 39,1 43 57
Λιθουανία 2.392.372 2.830 0,1 0,0 4,9 5 11,4
Ιρλανδία 2.289.776 44.448 1,9 40,8 1,2 44 56
Λετονία 2.042.731 320 0,0 0,3 4,4 4,8 95,2
Σλοβενία 1.231.647 5.870 0,5 0,9 56,6 58 42
Εσθονία 537.060 4.100 0,8 1,5 2,4 4,7 95,3
Κύπρος 476.336 6.630 1,4 7,6 12,6 21,5 78,5
Μάλτα 280.191 0 0,0 0,0 6,0 6 94
Λουξεμβούργο 86.100 9.700 11,3 0,0 88,7 100 0
Ε.Ε. 27 σύνολο 347.032.627 11.610.124 3,3 11,6 24,5 39,4 60
Ε.Ε. 27 σύνολο1 380.500.500 14.500.000 3,8 12,2 26,5 42,5 57,4
1 Έτος 2013 , Πηγές: CIWF (2013) και H.S.I. (2014)

29
Το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που εκτρέφεται υπό συνθήκες
βιολογικής εκτροφής εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις και μπορεί να κυμαίνεται,
από 0% σε χώρες όπως είναι η Βουλγαρία ή η Μάλτα, έως 16,2% που κατέχει η
Δανία. Εκτός της Δανίας, υψηλά ποσοστά αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονται με το βιολογικό σύστημα, παρουσιάζει η Σουηδία με ποσοστό 11,5%,
η Αυστρία με ποσοστό 9,3% και η Γερμανία με ποσοστό 7,2%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που εκτρέφονται με το
βιολογικό σύστημα είναι 2,4%, τετραπλάσιο από το αντίστοιχο της ελεύθερης
βοσκής και παραπλήσιο με το σύστημα του αχυρώνα, ενώ οι όρνιθες που
εκτρέφονται σε κλωβοστοιχίες παραμένουν σε υψηλότατα ποσοστά (94%), όπως
συμβαίνει σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία,
Ιταλία). Έτσι, ενώ οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι οι μεγάλοι παραγωγοί και
εξαγωγείς των υπόλοιπων βιολογικών προϊόντων διατροφής και οι περισσότερες
από τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων τους πραγματοποιούνται σε χώρες της
Βόρειας Ευρώπης (Willer and Lernoud, 2014), στα βιολογικά αυγά δεν ισχύει
αυτός ο κανόνας, καθώς η μεγαλύτερη παραγωγή τους πραγματοποιείται σε
χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Από τα στοιχεία του Πίνακα 5 προκύπτει μεγάλη διαφοροποίηση στα συστήματα
εκτροφής των έξι χωρών με την υψηλότερη αυγοπαραγωγή στην Ε.Ε.. Ενώ από
τη μια μεριά στην Ολλανδία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο οι
αυγοπαραγωγές όρνιθες εκτρέφονται σε συστήματα εκτροφής χωρίς
κλωβοστοιχίες, σε ποσοστό 90%, 83,2% και 57,1% αντίστοιχα, από την άλλη
μεριά στην Ισπανία, που είναι η πρώτη αυγοπαραγωγός χώρα στην Ε.Ε. των 27,
οι αυγοπαραγωγές όρνιθες εκτρέφονται σε ποσοστό 97,4% σε κλωβοστοιχίες.
Στην Ιταλία και τη Γαλλία παρατηρείται μία μέση κατάσταση, με τα συστήματα
εκτροφής χωρίς κλωβοστοιχίες, να αφορούν το 28,8% και το 22,3% αντίστοιχα
(Σχήμα 2).

30
Σχήμα 2. Τα ποσοστά (%) των συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, στις έξι
μεγαλύτερες αυγοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε. 27 στις 31/12/2011 (Πηγή: CIWF, 2013)

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς είναι από τις χώρες όπου η
στροφή των καταναλωτών σε φιλικά προς τα ζώα προϊόντα, έστρεψε την
πτηνοτροφία περισσότερο προς το εναλλακτικό σύστημα της ελεύθερης βοσκής,
παρά στο βιολογικό. Έτσι, ενώ το ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονταν σε συνθήκες ελεύθερης βοσκής ήταν 27,2% για το 2006 και αυξήθηκε
στο 50,0% το 2012, το αντίστοιχο ποσοστό των αυγοπαραγωγών ορνίθων που
εκτρέφονταν με το βιολογικό σύστημα, από 5,0% το 2006 μειώθηκε στο 2,6% το
2012 (CIWF, 2013).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, ότι υπάρχει μια τεράστια δυσκολία
εύρεσης αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων για τη βιολογική παραγωγή, καθώς οι
βάσεις αναζήτησης είναι πολλές (Eurostat, FAO, FiBL-IFOAM, ΥΠ.Π.Α.Π.Ε.,
ΕΛ.ΣΤΑΤ, Οργανισμοί Πιστοποίησης και Ελέγχου, κλπ.), ενώ τα στοιχεία που
αυτές αναφέρουν, σε πολλές περιπτώσεις δεν συμπίπτουν.
Η Ε.Ε. και τα κράτη μέλη θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα.
Άλλωστε, τα στατιστικά δεδομένα, ειδικά στον πρωτογενή τομέα, αποτελούν
βασικό προαπαιτούμενο ενός αξιόπιστου ερευνητικού έργου. Αν σε αυτό
προσθέσουμε και το γεγονός ότι αποτελούν και ένα εκ των βασικότερων κριτηρίων
και παραγόντων που λαμβάνουν υπόψη οι πολιτικές οικονομικών ενισχύσεων, η

31
ανάγκη αυτή καθίσταται ακόμη σαφέστερη. Η Ε.Ε. ήδη με τον
Κανονισμό(ΕΚ)223/2009 που αφορά στις ευρωπαϊκές στατιστικές συνολικά και όχι
μόνο στη βιολογική παραγωγή επιχειρεί να ενισχύσει τη συνεργασία και το
συντονισμό, μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών της, που συμβάλλουν
στην ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών.
Πρέπει να τονιστεί ότι από τις πιο «φτωχές» και «δυσπρόσιτες» βάσεις
στατιστικών στοιχείων για τα αγροτικά προϊόντα, είναι οι βάσεις του Υπουργείου
Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Για παράδειγμα,
για τα έτη 2012 και 2013, δεν αναφέρονταν αριθμοί βιολογικά εκτρεφόμενων
πτηνών, στους πίνακες στατιστικών βιολογικών προϊόντων φυτικής και ζωικής
παραγωγής. Αυτό τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι μόλις στις 19/12/2014, με
την απόφαση 2289/161795 (ΑΔΑ:Β5Ψ6Β-6ΑΜ) του αρμόδιου Υπουργού, το τότε
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προχώρησε στην ίδρυση και
λειτουργία Ηλεκτρονικής Βάσης Δεδομένων (ΗΒΔ), στην οποία θα εγγράφονται
όλες οι επιχειρήσεις και οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στα βιολογικά
προϊόντα.

Β) Καταναλωτές και αυγά βιολογικής εκτροφής

Τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα


βιολογικά, κατακτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο καταναλωτών στην Ε.Ε.. Η
στροφή αυτή του καταναλωτικού κοινού προκύπτει για το 2012 και από τα στοιχεία
της ετήσιας μέτρησης των τάσεων των Ευρωπαίων πολιτών, απέναντι στην αγορά
των «πράσινων προϊόντων», σύμφωνα με την οποία το 80% (το 54% αρκετές
φορές και το 26% συχνά), των ευρωπαίων καταναλωτών (Ε.Ε. των 27 και
Κροατία) αγοράζουν προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον. Για την Ελλάδα το
ποσοστό αυτό ανέρχεται επίσης στο 80% (το 49% αρκετές φορές και το 31%
συχνά), ενώ στην Αυστρία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Δανία το ποσοστό
ανέρχεται σε 93%, 90%, 89% και 85% αντίστοιχα (Eurobarometer, 2012).
Ο λόγος αυτής της τάσης είναι η αυξανόμενη ανησυχία των καταναλωτών, για το
περιβάλλον και την υγεία, καθώς και το ενδιαφέρον τους για τη σχέση μεταξύ της
διατροφής, της ποιότητας ζωής και του περιβάλλοντος (Mesias et al., 2011).

32
Ειδικά για τα βιολογικά προϊόντα, η τάση αυτή στην Ε.Ε. αποτυπώνεται και στην
αύξηση της αγοράς τους, από 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2004, σε 20,9 δις
ευρώ το 2012, με τη Γερμανία να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο (6,6 δις ευρώ)
μεταξύ των κρατών μελών (Willer and Schaack, 2015), ενώ η ετήσια κατανάλωση
σε ευρώ, ανά άτομο, για την αγορά αποκλειστικά βιολογικών προϊόντων, την ίδια
χρονιά, ήταν 127 ευρώ/ άτομο, 86 ευρώ/ άτομο, 95 ευρώ/ άτομο και 159 ευρώ/
άτομο για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Δανία, αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι τη μεγαλύτερη ετήσια κατανάλωση ανά άτομο σε ευρώ, για την
αγορά αποκλειστικά βιολογικών προϊόντων, στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει η
Ελβετία, με 189 ευρώ/ άτομο, ενώ η Ελλάδα έχει μόλις 5,3 ευρώ/ άτομο (FiBL-
IFOAM, 2014).
Η τάση αυτή της αγοράς εμφανίζεται και στη Βόρεια Αμερική, η οποία, με 24,1 δις
ευρώ το 2012, αποτελεί την πρώτη αγορά βιολογικών προϊόντων στον κόσμο και
μαζί με την Ευρώπη, κατέχουν το 90% της παγκόσμιας αγοράς βιολογικών
προϊόντων (FiBL- IFOAM, 2014).
Σύμφωνα με τους Crandall et al. (2009), στοιχεία από την παγκόσμια αγορά
τροφίμων δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες για τα βιολογικά
πτηνοτροφικά προϊόντα.
Όπως αναφέρουν σε μελέτη τους οι Willer and Schaack (2015), κατά τη σύγκριση
των μεριδίων που κατέχουν διάφορα βιολογικά προϊόντα εντός της συνολικής
αγοράς των βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη, ένα από τα “success story” σε
πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι τα βιολογικά αυγά, καθώς φτάνουν να κατέχουν
υψηλά μερίδια αγοράς, τα οποία στην Ελβετία για το 2013 ήταν 21,6%, ενώ για
χώρες εντός της Ε.Ε. που υπάρχουν διαθέσιμα προϊόντα, τα ποσοστά
παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα 6.

33
Πίνακας 6. Ποσοστό μεριδίου των βιολογικών αυγών στη συνολική αγορά βιολογικών
προϊόντων για επιλεγμένες χώρες της Ε.Ε το 2013 (Πηγή: FiBL & IFOAM, 2015)

Χώρα Αυστρία Βέλγιο Φινλανδία Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Νορβηγία


Μερίδιο
βιολογικών 18.3% 9.9% 12% 20.6 % 13.9% 12.7% 5.7%
αυγών

Σε άλλες ηπείρους εκτός Ευρώπης, όπως η Αυστραλία, η αγορά βιολογικών


αυγών παρουσιάζει αντίστοιχη δυναμική, κατέχοντας (μαζί με το κρέας) το 4% της
συνολικής αγοράς των βιολογικών προϊόντων (1,2 δις ευρώ), με ετήσιο ρυθμό
αύξησης 12% από το 2011 στο 2012 και 14% από το 2013 στο 2014 (Australian
Organic Market Report, 2014).
Μελέτη των Fortomaris and Goussi (2011) πάνω στις αντιλήψεις των
καταναλωτών, σε σχέση με την ποιότητα των αυγών, αναφέρει πως από τις
διάφορες κατηγορίες αυγών- που προέρχονται από ειδικού τύπου εκτροφές-
ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζεται για τα αυγά ελεύθερης βοσκής και
τα βιολογικά.
Πέρα από την Ευρώπη και σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως είναι ο Καναδάς,
αναφέρεται ότι οι καταναλωτές που είναι ευαισθητοποιημένοι πάνω στην ευζωία
των ορνίθων, είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν αυγά ελεύθερης βοσκής,
ανεξάρτητα από την τιμή πώλησής τους (Goddard et al., 2007).
Σε άλλη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία, σχετικά με τις πεποιθήσεις
των καταναλωτών και την προσέγγιση τους στις διάφορες κατηγορίες αυγών, οι
Mesias et al. (2011), συμπέραναν πως η τιμή είναι ο κύριος παράγοντας που
καθορίζει τις προτιμήσεις των καταναλωτών, ακολουθεί η διατροφή και το είδος
εκτροφής των ορνίθων και μόνο συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών είναι
διατεθειμένες να ξοδέψουν περισσότερο για αυγά από εναλλακτικές μεθόδους
εκτροφής.
Η προοπτική ανάπτυξης των αυγών τόσο από βιολογικές εκτροφές, όσο και από
τις ειδικού τύπου εκτροφές, προκύπτει και από την αντίδραση της αγοράς, στις
προσεγγίσεις του καταναλωτικού κοινού, σε σχέση με την ποιότητα των αυγών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεγάλη εταιρεία παρασκευής κέικ, βραβεύτηκε το 2011
από το CIWF, γιατί χρησιμοποιεί αποκλειστικά αυγά ελεύθερης βοσκής, ενώ
πολλά σούπερ μάρκετ στην Αυστρία και το Βέλγιο έχουν σταματήσει την πώληση
34
αυγών από κλωβοστοιχίες. Οι δύο μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ στην
Αυστραλία (Woolworths και Coles) αποσύρουν από τα ράφια τους, όλα τα αυγά
συμβατικών κλωβοστοιχιών από το 2018, ενώ μεγάλη πολυεθνική στο χώρο της
εστίασης (McDonalds) έχει ήδη ανακοινώσει, ότι από το τέλος του 2017, όλα τα
προϊόντα της θα παρασκευάζονται με αυγά 100% ειδικών εκτροφών (Drake,
2015). Τέλος, άλλη πολυεθνική στο χώρο της παραγωγής τροφίμων (Nestlé),
ανακοίνωσε ότι όλοι οι συνεργαζόμενοι μαζί της παραγωγοί αυγών, στρέφονται
προς την κατεύθυνση πλήρους εξάλειψης των κλωβοστοιχιών (Drake, 2015).
Ωστόσο, τα βιολογικά προϊόντα δεν έχουν καταστήσει σαφή τη διάκρισή τους από
το σύνολο των «πράσινων προϊόντων», ως ένα άλλο διαφορετικό και πιο
ελκυστικό υποσύνολο και η όποια υπεραξία τους ουσιαστικά δεν αναδεικνύεται- ή
και απορροφάται- από την αχανή αγορά των λεγόμενων ποιοτικών προϊόντων. Οι
Hughner et al. (2007), εντοπίζουν σύγχυση στους λόγους των επιλογών των
καταναλωτών, είτε επιλέγουν βιολογικά προϊόντα είτε όχι, παρόλο που η τότε
Ε.Ο.Κ. θεσπίζοντας τον Καν.ΕΟΚ2092/91, στόχευε μεταξύ άλλων στο να
αποφευχθεί αυτή η σύγχυση και να επικρατήσει στους καταναλωτές μια «κοινή
γλώσσα» για τις αρχές και τα προϊόντα της βιολογικής παραγωγής, στην αλυσίδα
παραγωγής τροφίμων ζωικής προέλευσης (Kijlstra and Eijck, 2006). Το 2011, η
Farm Animal Welfare Committee (FAWC), επίσημος σύμβουλος του κράτους για
ζητήματα ευζωίας των εκτρεφόμενων ζώων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέφερε ότι
πολλοί καταναλωτές, αν και είχαν ως κίνητρο για την αγορά των προϊόντων τους
την καλή ευζωία των ζώων, τελικά τους απογοήτευε το γεγονός της σύγχυσης,
που τους προκαλούσε η πληθώρα των πληροφοριών, γύρω από τα προϊόντα που
ήθελαν να αγοράσουν (Drake, 2015).
Ειδικά στα βιολογικά παραγόμενα αυγά, το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη
εντονότερο, καθώς τα εν λόγω προϊόντα, εκτός του ότι συμπεριλαμβάνονται στο
γενικό κατάλογο των ποιοτικών προϊόντων, που παράγονται με «φυσικό τρόπο
εκτροφής», συχνά προσκρούουν και στη σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει ο
μεγάλος αριθμός των διαφορετικών τύπων των αυγών όπως π.χ., τα αυγά που
προέρχονται από ειδικού τύπου εκτροφές (ελεύθερης βοσκής- Fortomaris and
Goussi, 2011) ή ακόμη και αυτών που συμπεριλαμβάνονται στα «λειτουργικά
τρόφιμα» (αυγά ω-3) .

35
Σε ειδική έκδοση των McDonagh and Prothero (2005), σημειώνεται ότι η μελέτη
της διατροφής κατά τον 21ο αιώνα «είναι γεμάτη με παράδοξα, σύγχυση και
διλήμματα».
Σε εργασία της η Andersen (2008), υποστηρίζει ότι τα βιολογικά αυγά, εκτός από
τις διαφορές στους κανόνες για την παραγωγή τους, έχουν το πλεονέκτημα των
κανόνων σήμανσης των βιολογικών προϊόντων, με ένα γνωστό σήμα που
χρησιμοποιείται σε πολλά διαφορετικά προϊόντα διατροφής («βιολογικό»), που
προσδιορίζει τα βιολογικά παραγόμενα αγαθά. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές,
έχοντας μια γενικευμένη εικόνα των προϊόντων που φέρουν το σήμα των
βιολογικών, δεν χρειάζεται να σπαταλούν χρόνο και ενέργεια αναζητώντας νέες
ετικέτες, όπως «αυγά αχυρώνα» ή «αυγά ελεύθερης βοσκής».

Γ) Υγεία και ευζωία των ορνίθων- Ποιότητα αυγών βιολογικής εκτροφής

Η αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα βιολογικής κτηνοτροφίας, οφείλεται στην


αυξανόμενη επιθυμία των καταναλωτών, για προϊόντα που έχουν ελάχιστες
χημικές εισροές και προέρχονται από εκτροφές με υψηλά πρότυπα ευζωίας
(Sutherland et al., 2013).
Η επίδραση της βιολογικής μεθόδου εκτροφής στην υγεία και την ευζωία των
εκτρεφόμενων ζώων και οι διαφορές που τυχόν υπάρχουν, σε σχέση με τις
συμβατικές μεθόδους, αποτελεί ένα από τα ζητήματα με τεράστιο ερευνητικό
ενδιαφέρον. Ωστόσο, οι λίγες μέχρι σήμερα επιστημονικές απόψεις είναι,
παράλληλα, αρκετές φορές αλληλοσυγκρουόμενες.
Το θέμα αφορά σαφώς την υγεία και την ευζωία των πτηνών, επηρεάζει όμως την
ποιότητα και ασφάλεια των παραγόμενων τροφίμων (Dawkins, 2014) και κατ’
επέκταση και την υγεία του ανθρώπου.
Η πλειονότητα των νέων νοσημάτων που προσβάλλουν τον άνθρωπο,
προέρχονται από ζώα ή προϊόντα ζωικής προέλευσης (W.H.O, 2011), και πολλά
εξ αυτών, όπως η γρίπη των πτηνών και των χοίρων, μπορεί να προκαλέσουν
παγκόσμια πανδημία, ενώ πολλές σοβαρές ασθένειες, δύνανται να προκληθούν
από τα πιο λοιμογόνα παθογόνα βακτήρια των τροφίμων, όπως είδη βακτηρίων
του γένους των Campylobacter spp. (Dawkins, 2014).

36
Μερικοί καταναλωτές, κατά την επιλογή τους στην αγορά τροφίμων ζωικής
προέλευσης, επηρεάζονται από τον τρόπο με τον οποίο εκτρέφονται τα ζώα, αλλά
ακόμη περισσότεροι, επηρεάζονται στις αγοραστικές συνήθειες τους, από ό,τι
αντιλαμβάνονται ως απειλές για την υγεία τους ή την υγεία των παιδιών τους
(Rozin et al., 1999).

α) Υγεία και ευζωία των ορνίθων

Το βιολογικό σύστημα εκτροφής, θεωρείται το πιο φιλικό σύστημα, ως προς την


ευζωία (Evans and Miele, 2007), αλλά και την υγεία (Kijlstra and Eijck, 2006) των
εκτρεφόμενων ζώων.
Ειδικά στην αυγοπαραγωγό πτηνοτροφία, τόσο τα βιολογικά συστήματα εκτροφής,
όσο και τα συστήματα ελεύθερης βοσκής, παρά το υψηλότερο κόστος παραγωγής
τους, εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα εφαρμογής στις περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες, σε σύγκριση με τα άλλα συστήματα, λόγω της προτίμησης των
καταναλωτών για τα αυγά αυτά, αλλά και της προθυμίας τους να πληρώσουν
υψηλότερες τιμές (Leenstra et al., 2014).
Στα βιολογικά αυγά δε, οι πωλήσεις τους αντανακλούν τις υψηλές ανησυχίες των
καταναλωτών, όσον αφορά την υγεία και ευζωία των πτηνών και, επίσης, την
προθυμία τους να τα αγοράσουν σε σχετικά υψηλή τιμή. Στη Γερμανία, για
παράδειγμα, η τιμή των βιολογικών αυγών είναι τουλάχιστον διπλάσια, από την
τιμή των συμβατικών. Η διαφορά αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες διαφορές
τιμών που παρατηρούνται, συγκρινόμενες με τα συμβατικά, μεταξύ των ομάδων
των βιολογικών προϊόντων (Willer and Schaack, 2015).
Από έρευνα των Vanhonacker and Verbeke (2009), σε Βέλγους καταναλωτές,
προέκυψε πως η μερίδα των καταναλωτών που λαμβάνουν υπόψη σε υψηλά
επίπεδα, την ευζωία των ορνίθων, δείχνει και μεγαλύτερη τάση να πληρώσει αυγά
από όρνιθες με αντίστοιχη προέλευση (εκτρεφόμενες με υψηλά επίπεδα ευζωίας),
ανεξάρτητα από την υψηλότερη τιμή τους. Ωστόσο, η τάση αυτή μειώνεται, όσο
αυξάνεται η τιμή του αυγού.
Διαχρονικά διατυπώθηκαν πολλοί διαφορετικοί ορισμοί για την καλή ευζωία των
ζώων, όπως πρόσφατα οι Vaarst and Alrøe (2012), που όρισαν ότι η ευζωία των
ζώων, σε ατομικό επίπεδο, συμπυκνώνεται σε τρεις βασικές έννοιες: α) το ζώο θα
37
πρέπει να αισθάνεται καλά (αναφορικά με την εμπειρία, τα συναισθήματα, τα
ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις του), β) να λειτουργεί καλά (καλή κατάσταση
υγείας) και γ) να διαβιώνει στα πρότυπα του γενοτύπου του ζώου, σύμφωνα με
τον αρχικό, φυσικό τρόπο διαβίωσης. Ωστόσο, ο απλούστερος και πιο
πρωτοποριακός ορισμός είναι αυτός της Dawkins (2008), σύμφωνα με τον οποίο,
«τα καλής ευζωίας ζώα, είναι υγιή και έχουν ό,τι θέλουν».
Ο Sundrum (2001) υποστήριζε πως, το ερώτημα: «αν η βιολογική κτηνοτροφία
προσφέρει πραγματικά σημαντικά καλύτερη υγεία και ευζωία, από τα συμβατικά
συστήματα εκτροφής», είναι δύσκολο να απαντηθεί, καθώς μέχρι τότε, μόνο λίγες
συγκριτικές μελέτες είχαν γίνει, γεγονός που επιβεβαίωσαν και οι Lund and Algers
(2003), αφού βρήκαν μόνο 22 δημοσιευμένες ανασκοπήσεις, που δημοσιεύτηκαν
μεταξύ του 1991 και του 2001, σχετικές με την υγεία και την ευζωία στη βιολογική
κτηνοτροφία, εκ των οποίων μόνον οι δύο αφορούσαν στη βιολογική πτηνοτροφία.
Σε μία ποσοτική και ποιοτική επισκόπηση και αξιολόγηση της βιβλιογραφίας,
μεταξύ των ετών 1991 και 2011, οι Simoneit et al. (2012), αναφέρουν τη
δημοσίευση 417 εργασιών, σχετικά με την υγεία των ζώων στις βιολογικές
εκτροφές (εκ των οποίων οι 76 αφορούσαν πτηνά), όπως αναλυτικά
παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα 7.

Πίνακας 7. Αριθμός δημοσιευμένων εργασιών, σχετικά με την υγεία των ζώων στις
βιολογικές εκτροφές, την εικοσαετία 1991- 2011

Αριθμός εργασιών
ΕΙΔΟΣ ΖΩΟΥ
Γενικά άρθρα 40
Βοοειδή 156
Χοίροι 117
Πτηνά 76
Μικρά μηρυκαστικά 21
Άλλο είδος 7
Σύνολο 417
Πηγή: Simoneit et al. (2012)

Αναφορικά με τις χώρες προέλευσης των ανωτέρω δημοσιεύσεων, περισσότερες


από το 85% αφορούν χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, όπως
αναλυτικά παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα 8.

38
Πίνακας 8. Χώρα προέλευσης δημοσιευμένων εργασιών, σχετικά με την υγεία των ζώων
στις βιολογικές εκτροφές, την εικοσαετία 1991- 2011

Δημοσιευμένες
ΧΩΡΑ Ποσοστό %
εργασίες
Γερμανία 192 46 %
Δανία 43 10 %
Ολλανδία 32 8%
Ελβετία 28 7%
Ηνωμένο Βασίλειο 22 5%
Σουηδία 20 5%
Αυστρία 17 4%
Περισσότερες από μία
33 8%
χώρες
Άλλη χώρα 30 7%
Σύνολο 417 100 %
Πηγή: Simoneit et al. (2012)

Αξιολογώντας ποιοτικά τα παραπάνω στοιχεία, οι Simonei et al. (2012)


διαπιστώνουν πως, μόνο το 18% των παραπάνω εργασιών δημοσιεύτηκαν σε
έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, ενώ απαραίτητες για το μέλλον κρίνονται οι
μελέτες που θα αφορούν αυτές καθαυτές τις βιολογικές εκτροφές, βασιζόμενες σε
πρωτογενή πειραματικά δεδομένα.
Οι Sutherland et al. (2013) υποστηρίζουν ότι η σημαντικότερη πρόκληση την οποία
αντιμετωπίζουν τα συστήματα βιολογικής κτηνοτροφίας είναι η διαχείριση και
αντιμετώπιση των ζητημάτων, που αφορούν στην υγεία των ζώων.
Ειδικά για τη βιολογική πτηνοτροφία, οι Van de Weerd et al. (2009), σε
ανασκόπηση διαφορετικών δημοσιευμένων εργασιών, μετά το 2001, δεν
διαπιστώνουν επιδράσεις στην υγεία και την ευζωία των εκτρεφόμενων
πουλερικών στη βιολογική πτηνοτροφία, ειδικές στην εν λόγω μέθοδο εκτροφής,
ενώ διαπιστώνουν κενά στην επιστημονική γνώση του θέματος.
Η Ε.Ε. στον Κανονισμό(ΕΚ)889/2008 θέτει με ξεκάθαρο και αυστηρό τρόπο τα
ζητήματα ευζωίας και υγείας των ζώων στις βιολογικές εκτροφές:
«(10)... οι ειδικές συνθήκες σταβλισμού πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο,
όσον αφορά την ευζωία των ζώων, η οποία αποτελεί προτεραιότητα για τη
βιολογική κτηνοτροφία και υπερβαίνει, ενδεχομένως, τα κοινοτικά πρότυπα για την
ευζωία των ζώων, τα οποία εφαρμόζονται στην κτηνοτροφία γενικά…»
«(16)… η μέριμνα για την υγεία των ζώων πρέπει να βασίζεται κυρίως στην
πρόληψη των ασθενειών…».

39
Οι περιορισμοί στις βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων (στη διατροφή,
το σταβλισμό, την πρόσβαση και άσκηση σε υπαίθριο χώρο, την πρόληψη και
αντιμετώπιση των ασθενειών), όπως περιγράφονται στον Καν.ΕΚ834/2007 της
Ε.Ε., μπορεί τελικά να οδηγήσουν σε ένα προϊόν (τα αυγά), που λαμβάνεται από
ζώα που διαβιούν σε συνθήκες υψηλότερης ευζωίας και με λιγότερα υπολείμματα
(φυτοφάρμακα, κτηνιατρικά φάρμακα, κλπ.), σε σύγκριση με τα συμβατικά
συστήματα εκτροφής. Η καλύτερη κατάσταση της υγείας τους όμως, σε σχέση με
αυτή των συμβατικών εκτροφών, δεν έχει αποδειχθεί (Kijlstra and Eijck, 2006). Ο
κίνδυνος της ευζωίας στα βιολογικά συστήματα εκτροφής, σχετίζεται με την υγεία
των ζώων και παραμένει πρωταρχικός (Sutherland et al., 2013).
Έρευνες έχουν δείξει ότι η βιολογική εκτροφή των αυγοπαραγωγών ορνίθων,
μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους σε θέματα υγείας και επομένως παραγωγικότητας
των πτηνών και, επιπρόσθετα, αναδεικνύει θέματα ασφάλειας των παραγόμενων
αυγών.
Η θνησιμότητα και η αυγοπαραγωγή ανά όρνιθα συσχετίζονται αρνητικά, δηλαδή,
η μείωση της θνησιμότητας, αυξάνει την αυγοπαραγωγή ανά όρνιθα, χωρίς
καθαυτή αύξηση της παραγωγής αυγών ανά όρνιθα (Leenstra et al., 2014).
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, από διάφορα μέρη του κόσμου, η θνησιμότητα
αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν τα ανοικτά
συστήματα εκτροφής, όπου εφαρμόζεται ελεύθερη βόσκηση (Πίνακας 9). Ειδικά
στα βιολογικά συστήματα, τείνει να είναι υψηλότερη από τα μη βιολογικά (Leenstra
et al., 2014), ενώ τα ποσοστά της ποικίλλουν, ακόμα και μεταξύ των βιολογικών
εκτροφών.
Στον πίνακα 9 δίνονται συγκεντρωτικά στοιχεία εργασιών, που αφορούν τα
ποσοστά θνησιμότητας, σε συστήματα εκτροφής όπου εφαρμόζεται η ελεύθερη
βόσκηση (βιολογικής, ελεύθερης βοσκής).

40
Πίνακας 9. Ποσοστά θνησιμότητας αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικής εκτροφής- ελεύθερης βοσκής)

Bestman and
Berg, Hegelund et al., Sparks et al., Brunberg et al., Ruhnke et al,
Ερευνητής Wagenaar,
2001 2006 2008 2014 2015
2014
Χώρα Σουηδία Δανία Ηνωμένο Βασίλειο Ολλανδία Νορβηγία Αυστραλία
Σύστημα εκτροφής Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Βιολογικό Ελεύθερης βοσκής
Μέθοδος έρευνας Ερωτηματολόγιο Δείγμα Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο Ερωτηματολόγιο
Αριθμός εκτροφών 56 18 43 13 84
Μέγεθος σμήνους 500-1000 1200-5000 50-1000 34-25000 90-7500
Θνησιμότητα (%) 9 (1-60) 22 (9–62) 2-7 7,8 (0–34) 4 (0-8)
Θερμοπληξία
(37%)
Θήρευση
(42%)
Ενδοπαράσιτα Pasteurella Κανιβαλισμός
Κανιβαλισμός Θηρευτές Συνωστισμός Θηρευτές (37%)
Αίτια
Ψείρες Συνωστισμός (25%) (40%) Συνωστισμός
Παράσιτα ποδιού (21%)
Υποσιτισμός
(5%)
Νοσήματα
21%)

41
Οι αιτίες της θνησιμότητας διαφέρουν στις διάφορες εκτροφές και μπορεί να
οφείλονται στις συνθήκες διαβίωσης των πτηνών, σε διάφορα νοσήματα
(παρασιτώσεις, ιώσεις, βακτηριακές λοιμώξεις) ή ακόμα και στις κλιματικές
συνθήκες.
Ο συνωστισμός απαντάται σε όλες σχεδόν τις μελέτες και αφορά στις συνθήκες
διαχείρισης των εκτροφών, από τη μεριά των παραγωγών.
Επίσης, οι θηρευτές, τα διάφορα νοσήματα (παρασιτώσεις, ιώσεις και βακτηριακές
λοιμώξεις) και ο κανιβαλισμός, αναφέρονται ως βασικές αιτίες θανάτου, τόσο στη
Βόρεια Ευρώπη, όσο και στην Αυστραλία.
Η θερμοπληξία όμως, και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά, ως αιτία θνησιμότητας,
εμφανίζεται κυρίως στην Αυστραλία, όπου υπάρχουν εντελώς διαφορετικές
κλιματικές συνθήκες από τη Βόρεια Ευρώπη, με υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή
υγρασία. Στοιχεία ερευνών για τα ποσοστά θνησιμότητας και κατά επέκταση για τις
αιτίες που την προκαλούν, δεν βρέθηκαν διαθέσιμα για τις χώρες του Ευρωπαϊκού
Νότου, ίσως και λόγω του μικρού αριθμού βιολογικών εκτροφών αυγοπαραγωγών
ορνίθων στις χώρες αυτές.
Η παρουσία του χώρου άσκησης και βοσκής, καθώς και η ελεύθερη πρόσβαση σε
αυτόν των βιολογικά εκτρεφόμενων πουλερικών, είναι το πιο βασικό συστατικό
των βιολογικών συστημάτων εκτροφής (Βestman and Wagenaar, 2014).
Η έκθεση στο εξωτερικό περιβάλλον, ορνίθων που έχουν επιλεγεί γενετικά για
εντατική παραγωγή σε κλωβούς, παραμένει μια πρόκληση, τόσο για την
κατάσταση της υγείας, όσο και για τις αποδόσεις τους (Ruhnke et al., 2015).
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων στους υπαίθριους χώρους οδηγεί σε
αξιοποίηση περισσότερου χώρου κίνησης, σε μεγαλύτερη ποικιλία εκδήλωσης
φυσικής συμπεριφοράς και ερεθισμάτων (αμμόλουτρα, κούρνιασμα, αναζήτηση
τροφής), καθώς και σε ελεύθερη κυκλοφορία και επιλογή του επιθυμητού
περιβάλλοντος, με διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες (Knierim, 2006˙
Pritchard, 2012). Η ποικιλία του περιβάλλοντος και οι περισσότερες επιλογές
έκφρασης των φυσικών προτιμήσεων των ορνίθων, επηρεάζουν θετικά την ευζωία
τους (Lay et al., 2011). Μελέτες έχουν δείξει ότι αυγοπαραγωγές όρνιθες
βιολογικών εκτροφών, που περνούν περισσότερο χρόνο στο χώρο άσκησης, είναι
παραγωγικότερες, υγιέστερες και με καλύτερο πτέρωμα, από αυτές που δεν
αυλίζονται επαρκώς (Van de Weerd et al., 2009). Οι όρνιθες αυτές εμφανίζουν,
λιγότερο συχνά, χαμηλής σοβαρότητας χωλότητες (Sutherland et al., 2013).

42
Ωστόσο, η ελεύθερη πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους ενέχει αυξημένους
κινδύνους για την υγεία των πτηνών, καθώς σχετίζεται με πιθανώς μη
ισορροπημένη διατροφή, απειλές θήρευσης, εντερικές παρασιτώσεις- λόγω της
επαφής τους με άγρια ζώα και άγρια πτηνά- προσβολή από εξωπαράσιτα,
λοιμώδη νοσήματα ή υποκλινικές λοιμώξεις (Kijlstra and Eijck, 2006˙ Knierim,
2006˙ Lervik et al., 2007˙ Pritchard 2012˙ Sutherland et al., 2013˙ Bestman and
Wagenaar, 2014˙ VKM, 2014a). Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η
θερμική καταπόνηση των πτηνών (Pritchard, 2012).
Ένα άλλο φαινόμενο, που παρατηρείται συχνά και επηρεάζει αρνητικά την ευζωία
των ορνίθων, είναι η επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με ραμφίσματα στην κεφαλή
και το πτέρωμα των πτηνών (Swarbrick, 1986˙ Kjaer and Sørensen, 2002). Σε
σοβαρές περιπτώσεις εκδήλωσης αυτής της συμπεριφοράς, αυξάνεται και ο
κίνδυνος του καννιβαλισμού, αν και, σύμφωνα με ερευνητές, το ράμφισμα του
πτερώματος, δεν θεωρείται πάντα πρόδρομος του καννιβαλισμού (Wechsler and
Huber-Eicher, 1998˙ Kjaer and Sørensen, 2002).
Αρκετές μελέτες στις αυγοπαραγωγές όρνιθες, έχουν διαπιστώσει ότι η αύξηση της
χρήσης του υπαίθριου χώρου, μειώνει τα ραμφίσματα μεταξύ των ορνίθων (Van
de Weerd et al., 2009˙ Kijlstra and Eijck, 2006), ενώ οι Bestman and Wagenaar
(2014), ισχυρίζονται ότι αν το ποσοστό των ραμφισμάτων αποτελεί δείκτη ευζωίας
για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες, τότε όσες χρησιμοποιούν το χώρο άσκησης,
έχουν καλύτερη ευζωία. Έρευνα των Shimmura et al. (2008), έδειξε ότι κατά τη
χρονική περίοδο που οι όρνιθες είχαν πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο,
παρουσίασαν σημαντικά λιγότερο τη συμπεριφορά του ραμφίσματος του
πτερώματος, από τις όρνιθες που παρέμεναν στον ορνιθώνα. Το γεγονός ότι στη
βιολογική πτηνοτροφία απαγορεύεται ο απορραμφισμός των ορνίθων, ενώ στα
συστήματα ελεύθερης βοσκής και αχυρώνα όχι, συμβάλλει στην αύξηση των
κινδύνων για υψηλά επίπεδα ραμφισμάτων και κατ’ επέκταση θνησιμότητας, στα
βιολογικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων.
Η χρήση του υπαίθριου χώρου, η παρουσία πετεινών και η μείωση του μεγέθους
των σμηνών, προτείνονται από τους Bestman and Wagenaar (2003), ως λύση για
τη μείωση των ραμφισμάτων στο πτέρωμα.
Από την άλλη μεριά, σε πρόσφατες ανακοινώσεις των Bessei and Kjaer (2015),
τονίστηκε ότι οι ραμφισμοί και ο κανιβαλισμός, θεωρούνται τα πιο σημαντικά
προβλήματα στις αυγοπαραγωγές όρνιθες και πως, παρά την εκτεταμένη έρευνα

43
κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών, οι αιτίες τους δεν έχουν
εντοπιστεί και το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διαβίωση των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών
εκτροφών σε υπαίθριους χώρους, προκαλεί αυξημένη επαφή τους με
μολυσματικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να τις καθιστά πιο ευάλωτες σε
λοιμώδη νοσήματα ή υποκλινικές λοιμώξεις (Knierim, 2006˙ Sutherland et al.,
2013). Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 329 εκτροφές αυγοπαραγωγών
ορνίθων στη Γερμανία, διαπιστώθηκε η παρουσία Salmonella enteritidis σε
βιολογικές εκτροφές σε ποσοστό 33% (Methner et al., 2006). Οι Sulonen et al.
(2007) αναλύοντας δείγματα κοπράνων και αυγών σε 36 βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων στη Φινλανδία απέδειξαν την παρουσία Campylobacter
στις εκτροφές αυτές, ενώ περίπου το 80% των περιπτώσεων παστεριδίασης σε
εκτροφές πουλερικών στη Δανία αφορούσαν εκτροφές ελεύθερης βοσκής (Lay et
al., 2011). Το πρόβλημα έγινε ακόμη εντονότερο μετά την οριστική απαγόρευση
των αντιβιοτικών, ως πρόσθετων υλών των ζωοτροφών (Καν.ΕΚ1831/2003),
καθιστώντας αναγκαία τη διερεύνηση της χρήσης εναλλακτικών μεθόδων, για τον
έλεγχο των κινδύνων αυτών.
Η χρήση του υπαίθριου χώρου από τις αυγοπαραγωγές όρνιθες βιολογικών
εκτροφών, σε συνδυασμό με τον Καν.ΕΚ834/2007 για τη βιολογική παραγωγή,
που απαγορεύει τη χρήση σκευασμάτων προληπτικού αντιπαρασιτικού ελέγχου,
αλλά και η μη ισορροπημένη διατροφή των πτηνών από πλευράς πρωτεϊνών,
αυξάνουν τον κίνδυνο των παρασιτώσεων στις βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων (Kijlstra and Eijck, 2006). Σε πρόσφατη ανασκόπηση
των Sutherland et al. (2013), οι παρασιτώσεις αναφέρονται ως ένα από τα μείζονα
ζητήματα υγείας της βιολογικής πτηνοτροφίας, χωρίς όμως να σχετίζονται κατά
απόλυτο τρόπο με την πρόσβαση των ορνίθων στον υπαίθριο χώρο. Οι Lay et al.
(2011), στην ανασκόπηση διαφόρων συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών
ορνίθων, αναφέρουν αύξηση των εντερικών παρασιτώσεων στα συστήματα
ελεύθερης βοσκής, σε σχέση με τις κλωβοστοιχίες.
Σε έρευνα των Bestman and Wagenaar (2014), στην Ολλανδία την περίοδο 2007-
2008, που αφορούσε συλλογή στοιχείων από 48 βιολογικές εκτροφές
αυγοπαραγωγών ορνίθων, ηλικίας έως 50 εβδομάδων, αναφέρεται απομόνωση
παρασίτων Ascaridia και Heterakis στο 83% των εκτροφών, που δεν εφαρμόστηκε
αντιπαρασιτική αγωγή, καθώς και στο 61% των εκτροφών, στις οποίες
44
εφαρμόστηκαν από 1 έως 4 αγωγές. Στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι σε εκτροφές
ορνίθων, στις οποίες εφαρμόζονταν περισσότερες από 5 αγωγές, δεν
απομονώθηκαν εντερικά παράσιτα. Οι ερευνητές αυτοί, δεν παρατήρησαν κάποια
σχέση με την παραγωγικότητα ή τη θνησιμότητα των ορνίθων. Παράλληλα,
υποστηρίζουν αφενός ότι δεν είναι απόλυτα σαφής, κατά πόσο είναι αναγκαία η
μηδενική ανοχή στις ενδοπαρασιτώσεις, αφετέρου δεν είναι ξεκάθαρο, αν οι
παρασιτώσεις καθιστούν τα πτηνά ευάλωτα σε άλλες ασθένειες ή αν άλλα
πρωτογενή προβλήματα υγείας των πτηνών, τα καθιστούν ευάλωτα σε
παρασιτώσεις.
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων στους υπαίθριους χώρους ενέχει τον
επιπλέον κίνδυνο της μη ισορροπημένης διατροφής (Knierim, 2006), καθώς οι
όρνιθες αποκτούν επιπλέον επιλογές, πέραν του σιτηρεσίου που τους παρέχεται
(Gordon and Charles, 2002). Ανάλογα με το είδος του υπαίθριου χώρου, τα πτηνά
μπορεί να καταναλώσουν βλάστηση, φρούτα, σπόρους καθώς επίσης και μια
ευρεία ποικιλία ασπόνδυλων (όπως σκαθάρια, αράχνες και γαιοσκώληκες) από
την επιφάνεια του εδάφους (Clark και Gage, 1996, 1997˙ Mwalusanya et al.,
2002).
H ποιότητα και η ποσότητα της πρόσληψης τροφής από τον υπαίθριο χώρο
μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των πτηνών του σμήνους, λόγω
διαφορετικής συμπεριφοράς τους ή και του σχεδιασμού του υπαίθριου χώρου
(Walker and Gordon, 2003).
Η υπερκατανάλωση γράστης από τα πτηνά, προσδίδει μικρές μόνο ποσότητες
θρεπτικών ουσιών και προκαλεί αίσθηση κορεσμού, με αποτέλεσμα τη μείωση της
κατανάλωσης του ισορροπημένου μείγματος, που παρέχεται στις όρνιθες της
εκτροφής. Εξαιτίας του υποσιτισμού αυτού και ανάλογα με το μέγεθός του, τα
πτηνά παρουσιάζουν μείωση των αποδόσεων και, σε σοβαρές περιπτώσεις,
προκαλείται θάνατος (Ruhnke et al., 2015).
Η Ε.Ε. με τον Καν.ΕΚ834/2007 ορίζει ρητά «:….το προσωπικό που διατηρεί ζώα
διαθέτει τις απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες, όσον αφορά την υγεία και
τις ανάγκες προστασίας των ζώων ….» (άρθρο 14,παρ.1,εδαφ.β(i)), χωρίς ωστόσο
να διευκρινίζει τον τρόπο, με τον οποίο θα πιστοποιούνται αυτές οι βασικές
γνώσεις και δεξιότητες, του προσωπικού των βιολογικών εκτροφών. Αναμφίβολα,
για την υγεία και ευζωία των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών εκτροφών,
καίριο ρόλο διαδραματίζει ο εκτροφέας- παραγωγός της κάθε εκτροφής- μονάδας.

45
Σε έρευνα στην Δανία καταγράφηκαν πολλές βιολογικές εκμεταλλεύσεις
αυγοπαραγωγών ορνίθων, με αμελητέα προβλήματα ευζωίας, γεγονός που
υποδηλώνει ότι η διαχείριση (δηλαδή ο εκτροφέας), διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο
στη διαφύλαξη και διατήρηση της υγείας, της ευημερίας και της παραγωγικότητας
των πτηνών (Hegelund et al., 2006).
Από στοιχεία έρευνας, σχετικά με τις αποδόσεις σε διαφορετικά συστήματα
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων στην Ολλανδία, συμπεραίνεται ότι η γνώση
της διαχείρισης των ορνίθων από τον πτηνοτρόφο, είναι ζωτικής σημασίας, στα
ανοικτά συστήματα εκτροφής (Leenstra et al., 2014). Στην ίδια έρευνα, αναφέρεται
πως η εκπαίδευση των πτηνοτρόφων σε πρακτικές διαχείρισης, ήταν σημαντική
για τη μείωση της θνησιμότητας, μεταξύ των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικών
εκτροφών.
Άλλωστε, σύμφωνα με τους Lay et al. (2011), ακόμη και αν ένα σύστημα
εκτροφής θεωρείται ότι είναι ανώτερο, σε σχέση με την ευζωία και την υγεία των
ορνίθων, που, σύμφωνα με τον Knierim (2006), είναι αυτά που παρέχουν στα
πτηνά ελεύθερη πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο άσκησης (βιολογικά, ελεύθερης
βοσκής), με κακή διαχείριση, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε αυτήν. Οι
Lay et al. (2011) υποστηρίζουν επίσης, ότι η ορθή διαχείριση είναι απαραίτητη
προϋπόθεση και για την παραγωγικότητα των αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής.
Οι Van de Weerd et al. (2009), προτείνουν να γίνουν οι υπάρχουσες γνώσεις
περισσότερο προσιτές, σε όσους εμπλέκονται στη βιολογική πτηνοτροφία, ενώ
ισχυρίζονται ότι πολλές φορές, δεδομένα από δημοσιευμένες έρευνες, μπορεί να
υστερούν σε σχέση με τα επίπεδα απόδοσης, που επιτυγχάνονται από ικανούς
παραγωγούς.
Σε μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα της Επιστημονικής Επιτροπής για την Ασφάλεια
των Τροφίμων της Νορβηγίας (The Norwegian Scientific Committee for Food
Safety), τονίζεται πως τα όποια προβλήματα υγείας και ευζωίας των βιολογικών
αυγοπαραγωγών ορνίθων, που σχετίζονται με την πρόσβαση σε υπαίθριους
χώρους, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να ξεπεραστούν, με τις ορθές πρακτικές
διαχείρισης (VKM, 2014a).
Την ανάγκη της έρευνας, αλλά και της εκπαίδευσης των παραγωγών,
υπογραμμίζουν οι δύο κορυφαίες οργανώσεις των πτηνοτρόφων στην Ελλάδα, η
«Πανελλήνια Ένωση Οργανώσεων Πτηνοτρόφων Παραγωγών» (ΠΕΟΠΠ) και η

46
«Πτηνοτροφική», με ανακοίνωση που έδωσαν στη δημοσιότητα, στις 15.03.2012,
στην οποία στις παρατηρήσεις και τις θέσεις τους σχετικά με την αναθεώρηση της
ΚΑΠ για την περίοδο 2013- 2020, μεταξύ άλλων σημειώνουν: «…απαιτούνται
ανανεωμένες μελέτες “οικονομικότητας και παραγωγικότητας της πτηνοτροφίας”,
που εκπονούνταν παλαιότερα, για όλες τις κατηγορίες εκτροφών, εντατικές,
ελεύθερης βοσκής, εναλλακτικές, βιολογικής πτηνοτροφίας, προσαρμοσμένες στις
ειδικές συνθήκες της χώρας…», καθώς και «…οι ανάγκες για επαγγελματική
εκπαίδευση και πληροφόρηση στην πτηνοτροφία είναι μεγάλες, εάν ληφθεί υπόψη
το μεγάλο εύρος των κανόνων για την ποιότητα, την ασφάλεια των τροφίμων, την
ευζωία των πτηνών, την περιβαλλοντική διαχείριση των αποβλήτων, αλλά και για
τη διαχείριση των εκμεταλλεύσεων, στην κατεύθυνση της βελτίωσης των
οικονομικών τους αποτελεσμάτων…» (ΠΑΣΕΓΕΣ, 2012).
Οι Frohlich et al. (2012), σε πρόσφατη έκδοση βιβλίου για τις εναλλακτικές
εκτροφές πουλερικών, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως, δεν είναι δυνατόν να
δοθούν ασφαλείς συμβουλές, σχετικά με το ποιο είναι το πιο βιώσιμο ή το πιο
κατάλληλο σύστημα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων για το μέλλον, καθώς
αυτό εξαρτάται από τη χώρα, την εκμετάλλευση, τον πτηνοτρόφο και την εμπορία
του αυγού και καταλήγουν πως τελικά, ο χρόνος μόνο θα δείξει, ποιο είδος
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων θα επιβιώσει, από τις διαρκώς εξελισσόμενες
κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις, προς τους παραγωγούς και τους καταναλωτές.

β) Ποιότητα των αυγών βιολογικής εκτροφής

Η ποιότητα των τροφίμων, ορίζεται από τον Kramer (1951), ως «οι ιδιότητες του
κάθε τροφίμου που έχουν επίδραση στην αποδοχή ή την απόρριψη αυτών από
τον καταναλωτή», ενώ ειδικά για τα αυγά, σύμφωνα με τους Coutts and Wilson
(1990), είναι ένας γενικός όρος, που βασίζεται σε διάφορα πρότυπα, τα οποία
καθορίζουν, τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική ποιότητα τους.
Πρόσφατες μελέτες, δείχνουν ότι υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης των καταναλωτών
σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων (Fortomaris and Goussi, 2011), γεγονός
που για την Ελλάδα επιβεβαιώνεται από έρευνα ερωτηματολογίου, από τους
Καραδήμα και Καραδήμας (2014), στο Νομό Αττικής, σύμφωνα με την οποία, το
88,7% των ερωτώμενων, απάντησε ότι η ζήτηση των βιολογικών προϊόντων
μπορεί να αυξηθεί, με μεγαλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών.

47
Πολλοί καταναλωτές πιστεύουν ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι καλύτερα
(Mogelonsky, 2008), πιο υγιεινά (Kijlstra and Eijck, 2006) και ασφαλέστερα
(Crandall et al., 2009) των συμβατικών, ενώ ειδικά για τα αυγά που προέρχονται
από βιολογικά συστήματα εκτροφής, οι καταναλωτές πιστεύουν ότι έχουν
καλύτερη γεύση και μεγαλύτερη θρεπτική αξία (Küçükyilmaz et al., 2012b).
Το ζήτημα απασχόλησε τις εθνικές κυβερνήσεις πολλών χωρών, οι οποίες τα
τελευταία χρόνια χρηματοδότησαν μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, αλλά και την
Ε.Ε., καθώς και τις Η.Π.Α..
Σε μεγάλη έρευνα του London School of Hygiene and Tropical Medicine, για
λογαριασμό της Εθνικής Υπηρεσίας Τροφίμων (Food Standards Agency) του
Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει σήμερα καμία απόδειξη του
οφέλους για την υγεία, από την κατανάλωση βιολογικών, σε σύγκριση με τα
συμβατικά τρόφιμα (Dangour and Lock, 2009).
Έτσι μια ζωηρή, δημόσια συζήτηση ξεκίνησε στην παγκόσμια κοινότητα, σχετικά
με το κατά πόσον ή όχι, τα βιολογικά τρόφιμα είναι πιο υγιεινά από τα συμβατικά
(Mie and Wivstad, 2015).
Η συζήτηση αυτή κορυφώθηκε το 2012, με τη δημοσίευση ανασκόπησης 240
περίπου εργασιών από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, σύμφωνα με την οποία,
δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις, ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι πιο υγιεινά από
τα συμβατικά (Smith-Spangler et al., 2011).
Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε την άμεση δημόσια απάντηση, από το Ερευνητικό
Ινστιτούτο FiBL της IFOAM, που αμφισβήτησε την αξιοπιστία της έρευνας αυτής,
τονίζοντας ότι έρχεται σε αντίθεση με ευρήματα άλλων συγκριτικών ερευνών, ενώ
μέμφθηκε το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, για αναζωπύρωση της από δεκαετιών
διαμάχης, σχετικά με τα οφέλη για την υγεία των βιολογικών προϊόντων και για
άγνοια των ευρημάτων της βασικής έρευνας (Velimirov and Lindenthal, 2012).
Σε αντίστοιχη πρόσφατη έρευνα, της Νορβηγικής Επιστημονικής Επιτροπής για
την Ασφάλεια των Τροφίμων (Norwegian Scientific Committee for Food Safety -
VKM), για λογαριασμό της Εθνικής Αρχής για την ασφάλεια των Τροφίμων της
Νορβηγίας (Norwegian Food Safety Authority), δεν προέκυψαν στοιχεία, με σαφείς
θετικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της κατανάλωσης
βιολογικών τροφίμων, σε σύγκριση με την κατανάλωση συμβατικών (VKM,
2014b). Η έρευνα δεν παρέχει σαφή απάντηση.

48
Ωστόσο, σύμφωνα με την Kouba (2003), η βιολογική παραγωγή τροφίμων είναι
ένας τρόπος προστασίας του περιβάλλοντος και ως εκ τούτου, αυτό το
χαρακτηριστικό από μόνο του, προσδίδει την υψηλότερη ποιότητα στα προϊόντα
αυτών των συστημάτων, μέσω του συνολικού οφέλους που προσφέρει, για το
μέλλον όλων μας, πάνω στη γη.
Η μετάβαση από τις συμβατικές κλωβοστοιχίες, στο βιολογικό σύστημα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ή και την ασφάλεια
των αυγών, που παράγονται από τις όρνιθες, σε αυτό το νέο περιβάλλον, χωρίς
ωστόσο να υπάρχει ακόμη σύγκλιση των ερευνητικών δεδομένων, για την
ανωτερότητα κάποιου συστήματος εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, έναντι
των άλλων (Holt et al., 2011).
Σύμφωνα, επίσης με τους Holt et al. (2011), ένα μεγάλο μέρος των πιο
πρόσφατων πληροφοριών, σχετικά με το ζήτημα της ποιότητας και της ασφάλειας
των αυγών, από διαφορετικά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων,
προέρχονται από ερευνητικές εργασίες στην Ε.Ε., παρά στις Η.Π.Α., οι οποίες
προς στιγμή, πρέπει να εφαρμόσουν αυτά τα δεδομένα, στις ιδιαίτερες συνθήκες
που απαντώνται εκεί.
Καθώς τα ανοικτά συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικά,
ελεύθερης βοσκής) γίνονται όλο και πιο σημαντικά, οι επιπτώσεις τους στην
ποιότητα των αυγών πρέπει να είναι σαφείς (Küçükyılmaz et al., 2012a).
Σύμφωνα με τους Radu-Rusu et al. (2014), η επίδραση των εναλλακτικών
συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, στην ποιότητα των
παραγόμενων αυγών, παραμένει ανεπίλυτη.
Για την αξιολόγηση της επίδρασης της βιολογικής εκτροφής στην ποιότητα των
αυγών υπάρχουν δύο βασικές πτυχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: α) η
επίδραση της διατροφής με βιολογικές ζωοτροφές, στο κέλυφος και στην
εσωτερική ποιότητα των αυγών και β) η επίδραση των κανόνων του βιολογικού
συστήματος εκτροφής, στην ποιότητα και την ασφάλεια του αυγού (Blair, 2012).
Η κύρια διαφορά, μεταξύ βιολογικών και συμβατικών συστημάτων εκτροφής
πουλερικών, είναι η πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο, που έχουν οι όρνιθες στα
βιολογικά συστήματα (VKM, 2014a).
Η ελεύθερη πρόσβαση των ορνίθων σε υπαίθριο χώρο, στα ανοικτά συστήματα
εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικά, ελεύθερης βοσκής), επιδρά στην
ποιότητα του κελύφους των αυγών, λόγω των εντοπισμένων, σε αυτά τα

49
συστήματα, μεταβολικών διεργασιών των ανόργανων στοιχείων του οργανισμού,
που προκαλούν, τόσο η μεγαλύτερη φυσική δραστηριότητα που παρουσιάζουν οι
όρνιθες (Miao et al., 2005), αλλά και η άμεση έκθεσή τους στην ηλιακή
ακτινοβολία, όσο και η κατάποση χώματος, με μικρά πετραδάκια από το έδαφος
(Bar et al.,1999˙ Rizzi et al., 2006˙ Clerici et al., 2006˙ Μugnai et al., 2009˙
Küçükyılmaz et al., 2012a).
Η ποιότητα του κελύφους των αυγών μπορεί να επηρεαστεί από τη διατροφή των
ορνίθων, το στρες, τη θερμική καταπόνηση και τα νοσήματα, αλλά και το σύστημα
εκτροφής (Roberts, 2004˙ Cerolini et al., 2005˙ Rizzi et al., 2006˙ Minelli et al.,
2007˙ Rossi, 2007˙ Mugnai et al., 2009).
Οι υψηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται σε πολλές χώρες, όπως η
Αυστραλία, αλλά και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, κ.ά.), μπορεί
να προκαλέσουν παραγωγή μικρότερων αυγών, με κακής ποιότητας κέλυφος,
λόγω των φυσιολογικών διεργασιών που συμβαίνουν, εντός του οργανισμού των
πτηνών (Roberts, 2004).
Η εποχή του έτους, η φυλή των ορνίθων, η ηλικία, καθώς και οι εμβολιασμοί των
πτηνών, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επηρεάζουν την ασφάλεια και την
ποιότητα των παραγόμενων αυγών και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τη
σύγκριση των διαφόρων συστημάτων εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων (Holt et
al., 2011).
Μέχρι πρόσφατα τα αυγά, λόγω της περιεκτικότητας τους σε κορεσμένα λιπαρά
οξέα και σε χοληστερόλη, και της πιθανής συσχέτισής τους με καρδιαγγειακά
νοσήματα, αποτέλεσαν μια αμφιλεγόμενη διατροφική πρόταση, από τις υπηρεσίες
υγείας και τους επιστήμονες, ενώ αυτά τα δύο χαρακτηριστικά τους θεωρήθηκαν,
κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων, ο βασικός λόγος για τους
καταναλωτές, στο να μην αγοράζουν ή να αγοράζουν αυγά σπάνια (Miranda et al.,
2015). Ωστόσο, οι Nau et al. (2010) ανέφεραν ότι η άποψη, πως η υψηλή
περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, έχει αρνητική επίδραση στη δυναμική των
καρδιαγγειακών παθήσεων, δεν είναι ορθή, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από
καρδιολογικές επιδημιολογικές μελέτες.
H εκτροφή ορνίθων σε ανοικτά συστήματα εκτροφής (βιολογικά, ελεύθερης
βοσκής), λόγω της παρουσίας του υπαίθριου χώρου και της βόσκησης, έχει
αποδειχθεί πως μπορεί να επηρεάσει και τη θρεπτική αξία του αυγού,
διαφοροποιώντας την περιεκτικότητα του σε λίπος, λιπαρά οξέα και χοληστερόλη
50
(Simopoulos and Salem,1989˙ Cerolini et al., 2005˙ Karsten et al., 2010˙
Anderson, 2011˙ Küçükyılmaz et al., 2012a˙ Radu-Rusu et al., 2014).
Ωστόσο, οι Cherian et al. (2002), αξιολογώντας τα θρεπτικά συστατικά αυγών που
πωλούνταν στο λιανικό εμπόριο, με σημάνσεις από διάφορα συστήματα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μεταξύ των οποίων και από βιολογικά, διαπίστωσαν
ότι αυτά επηρεάστηκαν κυρίως από την ποιότητα των ζωοτροφών και όχι από το
σύστημα εκτροφής.
Όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων, οι βασικές ανησυχίες των
καταναλωτών, ειδικά για τα αυγά, είναι δύο: η μικροβιακή μόλυνση και η χημική
επιβάρυνση. Η διασφάλιση των αυγών και των προϊόντων αυγών από
μικροβιολογική άποψη, που σχετίζεται κυρίως με τη σαλμονέλα (Salmonella
enteritidis), παραμένει το κυρίαρχο ζήτημα, αν και η σημασία της χημικής
επιβάρυνσης του εσωτερικού περιεχομένου με διοξίνες, φυτοφάρμακα ή βαρέα
μέταλλα των αυγών δεν είναι αμελητέα (Holt et al., 2011).
Τα αυγά που παράγονται από όρνιθες σε συμβατικές κλωβοστοιχίες, είναι
λιγότερο πιθανό να είναι μολυσμένα με σαλμονέλα, από τα αυγά που παράγονται
από όρνιθες στεγασμένες στο δάπεδο, καθώς τα περιττώματά τους πέφτουν από
τους κλωβούς στο πάτωμα, χωρίς να έρχονται σε επαφή με τα αυγά. Επίσης,
αυγοπαραγωγές όρνιθες που εκτρέφονται σε βιολογικά συστήματα, είναι
πιθανότερο να μολυνθούν από βακτήρια, λόγω της επαφής τους με το έδαφος, με
τρωκτικά ή με έντομα, από αυτές που εκτρέφονται σε κλειστά συμβατικά
συστήματα εκτροφής, με αποτέλεσμα και τα αυγά που παράγουν να έχουν
αυξημένες πιθανότητες μικροβιακής μόλυνσης (Blair, 2012).
Σε πρόσφατη ανασκόπησή τους οι De Reu et al. (2008), υπογραμμίζουν το
ερευνητικό ενδιαφέρον που υπάρχει σχετικά με τη μικροβιακή μόλυνση των
αυγών, που παράγονται τόσο στα συμβατικά, όσο και στα εναλλακτικά συστήματα
εκτροφής. Σύμφωνα με την ανασκόπησή τους, η μόλυνση του κελύφους του αυγού
παρουσιάζει διακυμάνσεις μεταξύ των συστημάτων εκτροφής, ενώ οι όποιες
διαφορές καταγράφονται μεταξύ των συστημάτων αυτών, είναι λιγότερο έντονες
στην πράξη, από ότι σε πειραματικούς σχεδιασμούς, ενώ οι Whiley and Ross
(2015), αναφέρουν ότι επί του παρόντος, υπάρχουν περιορισμένες μελέτες, που
να διερευνούν την επίδραση των διαφόρων συστημάτων εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, στη μικροβιακή μόλυνση των αυγών.

51
Πολυάριθμες μελέτες, δείχνουν ότι οι περιβαλλοντικές επιδράσεις που υπάρχουν
στις ανοικτές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής),
εμφανίζουν χαμηλότερη επίπτωση της μόλυνσης από σαλμονέλα, σε σύγκριση με
τις εκτροφές σε κλωβοστοιχίες (Namata et al., 2008˙ Recio et al., 2007˙ Wales et
al., 2007).
Τα αποτελέσματα αυτά, συμφωνούν και με μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, από
τους Wales et al. (2007), οι οποίοι βρήκαν την επίπτωση της σαλμονέλας να είναι
υψηλότερη σε συστήματα κλωβοστοιχιών (19%), σε σύγκριση με ανοικτές
εκτροφές (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής) αυγοπαραγωγών ορνίθων (10%).
Επίσης, σε μελέτη των Recio et al. (2007), η οποία διερεύνησε την παρουσία της
Salmonella enteritidis στα περιττώματα των ορνίθων και στα δείγματα σκόνης από
5.310 αυγά πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή
Ένωση, διαπιστώθηκε ότι οι ανοικτές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων
(βιολογικές, ελεύθερης βοσκής), είχαν σημαντικά χαμηλότερη προσβολή
σαλμονέλας σε σύγκριση με τα συστήματα κλωβοστοιχιών, ενώ αντίστοιχα
αποτελέσματα προκύπτουν από την ανακοίνωση, από τους Snow et al. (2010),
των αποτελεσμάτων μεγάλου εθνικού ερευνητικού προγράμματος στο Ηνωμένο
Βασίλειο, σε 380 εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων, διαφορετικών συστημάτων
(120 συμβατικές κλωβοστοιχίες, 26 αχυρώνα, 197 ελεύθερης βοσκής και 37
βιολογικής εκτροφής).
Τα αποτελέσματα έρευνας των Van Hoorebeke et al. (2010), που
πραγματοποιήθηκε σε 292 εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων, διαφορετικών
συστημάτων (συμβατικές κλωβοστοιχίες, αχυρώνα, βιολογικές και ελεύθερης
βοσκής), σε πέντε διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γερμανία, Ιταλία,
Ελλάδα και Ελβετία), δεν έδειξαν υψηλότερα ποσοστά σαλμονέλας στις ανοικτές
εκτροφές (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής), σε σχέση με τις συμβατικές
κλωβοστοιχίες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έρευνα δεν περιελάμβανε,
για την Ελλάδα και την Ιταλία, βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών ορνίθων.
Τέλος, οι Messelhausser et al. (2011) στην Ευρώπη και οι Jones et al. (2012) στην
Αμερική, σε έρευνα του επιπολασμού των κολοβακτηριδίων, της Salmonella και
του Campylobacter, σε αυγά που παράγονται σε συμβατικά κλουβιά και σε
εκτροφές ελεύθερης βοσκής, δεν ανέφεραν καμία διαφορά μεταξύ των δύο
συστημάτων.

52
Αντίθετα, οι Parisi et al. (2015) σε πειραματική ερευνητική εργασία τους στην
Αμερική, ανέφεραν ότι αυγά προερχόμενα από εκτροφές ελεύθερης βοσκής, είχαν
υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης μόλυνσης από Salmonella και Campylobacter,
σε σύγκριση με αυγά από συμβατικές κλωβοστοιχίες.
Οι όρνιθες που εκτρέφονται σε ανοικτά συστήματα (βιολογικές, ελεύθερης βοσκής)
είναι, επίσης, περισσότερο εκτεθειμένες σε χημικούς ρύπους, από εκείνες των
κλειστών συστημάτων (κλωβοστοιχίες, αχυρώνα), γεγονός που τεκμηριώνεται από
τα υψηλότερα επίπεδα διοξινών σε αυγά από βιολογικά συστήματα εκτροφής, σε
σχέση με αυγά από συμβατικά συστήματα εκτροφής, ενώ αυτό μπορεί να
οφείλεται, τόσο στη γενική ρύπανση του περιβάλλοντος, όσο και στην τοπική
περιβαλλοντική επιβάρυνση (Kan, 2005).
Οι De Vries et al. (2006), αξιολογώντας έρευνα μεταξύ πτηνοτροφικών
εκμεταλλεύσεων αυγοπαραγωγών ορνίθων στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες της
Ε.Ε., ανέφεραν ότι τα αυγά από βιολογικά συστήματα εκτροφής περιέχουν
περισσότερη διοξίνη, σε σχέση με αυτά από συμβατικά συστήματα εκτροφής και
ότι ένας σημαντικός αριθμός των βιολογικών εκμεταλλεύσεων, παράγουν αυγά με
περιεκτικότητα διοξίνης, που υπερβαίνει τα όρια των κανονισμών της Ε.Ε..
Στο Βέλγιο, η χημική μόλυνση των αυγών ελεύθερης βοσκής μελετήθηκε από τους
Van Overmeire et al. (2009). Τα αυγά που εξετάστηκαν ήταν από εκτροφές
ελεύθερης βοσκής και προέρχονταν, από μικρά ιδιωτικά αγροκτήματα και από
μεγάλες εμπορικές εκμεταλλεύσεις. Η μελέτη, διαπίστωσε ότι τα αυγά από τα
μικρά ιδιωτικά αγροκτήματα, ήταν πιο μολυσμένα από τα αυγά, από μεγάλες
εμπορικές εκμεταλλεύσεις.
Σε μελέτη των Kijlstra et al. (2007), σε βιολογικές εκτροφές αυγοπαραγωγών
ορνίθων, αναφέρεται ότι τα σμήνη με περισσότερα από 1.500 πτηνά είχαν
σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα διοξίνης στα αυγά τους, σε σύγκριση με τα
μικρότερα σμήνη, με πιθανότερη αιτία τον περιορισμένο χρόνο που δαπανάται σε
εξωτερικούς χώρους, από τα μεγαλύτερα σμήνη.
Φυτοφάρμακα και βαρέα μέταλλα μπορούν επίσης να μολύνουν το περιβάλλον,
οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα αυτών των ενώσεων ή των στοιχείων, σε αυγά
από όρνιθες ανοικτών συστημάτων εκτροφής (βιολογικά, ελεύθερης βοσκής),
λόγω της επαφής τους με επιβαρυμένα εδάφη (Holt et al., 2011).
Αντίθετα, σε έρευνα στον Καναδά βρέθηκε ότι τα αυγά από ελεύθερης βοσκής
εκτροφές, είχαν χαμηλότερες ή παρόμοιες συγκεντρώσεις διοξινών και

53
παραπλήσιων ενώσεων, με τα αυγά των συμβατικών εκτροφών (Rawn et al.,
2008).
Κατά συνέπεια, η βιολογική παραγωγή αυγοπαραγωγών ορνίθων συνιστάται να
γίνεται μόνο σε περιοχές με χαμηλή ρύπανση του περιβάλλοντος. Σε αυτές τις
περιοχές, είναι πιθανό, τα βιολογικά και τα συμβατικά αυγά να περιέχουν
παρόμοια, χαμηλά επίπεδα χημικών υπολειμμάτων, χωρίς όμως να υπάρχουν
συγκεκριμένα στοιχεία τεκμηρίωσης (Blair, 2012).
Η παραπάνω περιγραφόμενη, υφιστάμενη κατάσταση δημιουργεί, για τους μεν
επιστήμονες, «ευκαιρίες για έρευνα», προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα βιολογικά
τρόφιμα είναι πιο θρεπτικά και πιο υγιεινά από τα συμβατικά (Crandall et al.,
2009), για δε τα ζώα, «ευκαιρίες να ζήσουν» πιο φυσικό τρόπο ζωής και να
υπολογίζουν σε επαρκή ανθρώπινη φροντίδα (Vaarst and Alrøe, 2012).
Επιπλέον, καθιστά επιτακτική την ανάγκη ελέγχου των προβλημάτων υγείας των
αυγοπαραγωγών ορνίθων, καθώς και της ασφάλειας των παραγόμενων αυγών
στα βιολογικά συστήματα εκτροφής. Με δεδομένη την απαγόρευση τα τελευταία
χρόνια της χορήγησης αντιβιοτικών ως αυξητικών παραγόντων στα πτηνά,
προκειμένου να προστατευθεί ο άνθρωπος από την απόκτηση αντιβιοαντοχής,
κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση της χρήσης εναλλακτικών μεθόδων, ως προς τον
έλεγχο των κινδύνων αυτών, χωρίς τη χρήση αντιβιοτικών. Ανάμεσα στις
μεθόδους αυτές, συγκαταλέγεται εκείνη που αφορά στην αξιοποίηση των
ευεργετικών ιδιοτήτων των αρωματικών φυτών.

54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ

Γενικά

Ως αρωματικά φυτά (aromatics) θεωρούνται τα είδη του φυτικού βασιλείου, που


έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, ότι περιέχουν συστατικά που όταν ελευθερωθούν,
εκλύουν ιδιαίτερο άρωμα (Παναγόπουλος, 2012).
Το άρωμα τους οφείλεται στα αιθέρια έλαια, που είναι συγκεντρωμένα σε διάφορα
σημεία των φυτών, όπως τα φύλλα, το στέλεχος, οι καρποί ή οι σπόροι, έχοντας
διαφορετική χημική σύνθεση, σε σχέση με το σημείο συγκέντρωσής τους (Singh et
al.,1995˙ Jayaprakasha et al., 1997˙ Hili et al., 1997˙ Dhuley, 1999).
Η απαγόρευση- από το 2006- στην Ευρωπαϊκή Ένωση της χρήσης των
αντιβιοτικών, ως πρόσθετων στις ζωοτροφές για την πρόληψη ασθενειών, αλλά
και ως αυξητικών παραγόντων (AGP), καθώς και η αντίστοιχη απαγόρευση για τις
βιολογικές εκτροφές πουλερικών στις Η.Π.Α., έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας
σε εναλλακτικές λύσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η χρήση, ως πρόσθετων
υλών των ζωοτροφών, αρωματικών φυτών, που έχουν παραδοσιακά
χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους (Diaz-Sanchez et al., 2015) και επιπλέον
χρησιμοποιούνται στην ανθρώπινη διατροφή, ως βελτιωτικά της γεύσης και
συντηρητικά τροφίμων (Grashorn, 2010).
Κάθε αρωματικό φυτό που περιέχει ένα ή περισσότερα δραστικά συστατικά, τα
οποία έχουν την ικανότητα να προλάβουν, να ανακουφίσουν ή να θεραπεύσουν
ασθένειες, καλείται φαρμακευτικό (medicinal, therapeutical- Σαρλής,1994).
Στη διεθνή ορολογία τα φυτά αυτά αναφέρονται ως «Φαρμακευτικά και Αρωματικά
Φυτά» (Medicinal and Aromatic Plants, MAPs), ενώ στην Ελλάδα ως «Αρωματικά
και Φαρμακευτικά Φυτά» (ΑΦΦ- Παναγόπουλος, 2012). Τα φαρμακευτικά φυτά,
που δεν είναι και αρωματικά είναι πολύ λίγα, σε σχέση με τα φυτά που είναι
ταυτόχρονα αρωματικά και φαρμακευτικά (Κουτσός, 2006). Σε σύγκριση με τα
αντιβιοτικά ή με ανόργανες χημικές ουσίες, τα αρωματικά φυτά, ως φυσικά
προϊόντα, θεωρείται ότι δεν αφήνουν κατάλοιπα (Diaz-Sanchez et al., 2015).

55
Όλα τα φυτά παράγουν χημικές ενώσεις, ως μέρος των κανονικών μεταβολικών
δραστηριοτήτων τους. Οι ενώσεις αυτές χωρίζονται σε: α) πρωτογενείς
μεταβολίτες που αποτελούν τα κύρια θρεπτικά συστατικά των φυτών όπως οι
πρωτεΐνες, τα σάκχαρα και τα λίπη και β) δευτερογενείς μεταβολίτες- ενώσεις οι
οποίες εξυπηρετούν μια πιο συγκεκριμένη λειτουργία. Για παράδειγμα,
δευτερογενείς μεταβολίτες είναι οι τοξίνες, που χρησιμοποιούνται για την
αποτροπή θήρευσης και οι φερομόνες, που χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση
των εντόμων για την επικονίαση. Οι ουσίες αυτές μπορεί να έχουν θεραπευτικές
δράσεις στον άνθρωπο και τα φυτά που τις παράγουν, ενώ μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως πηγή φαρμάκων π.χ. ινουλίνη από τις ρίζες της ντάλιας,
κινίνη από την κιγχόνη, μορφίνη και κωδεΐνη από την παπαρούνα την υπνοφόρο
και διγοξίνη από τη δακτυλίτιδα. Οι δευτερογενείς μεταβολίτες περιλαμβάνουν
αιθέρια έλαια (πτητικά έλαια), πικρά συστατικά, καυτερά συστατικά, χρωστικές
ουσίες και φαινολικές ενώσεις (Wald, 2003).
Τα θρεπτικά συστατικά των αρωματικών φυτών (πρωτογενείς μεταβολίτες), δεν
προσθέτουν σημαντικά, σε σχέση με τα θρεπτικά συστατικά που παρέχονται στα
πτηνά με το σιτηρέσιό τους, ενώ τα συστατικά ενδιαφέροντος είναι αυτά του
δευτερογενούς μεταβολισμού. Στον πίνακα 10 παρουσιάζονται συνοπτικά η
σύνθεση και τα κύρια συστατικά των αρωματικών φυτών.

Πίνακας 10. Σύνθεση και κύρια συστατικά των αρωματικών φυτών (Wald,
2003˙Grashorn, 2010)

Αρωματικά-Φαρμακευτικά Φυτά
Πρωτογενείς μεταβολίτες Δευτερογενείς μεταβολίτες
Αιθέρια έλαια
Πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη κλπ.
π.χ. τερπένια, καρβακρόλη

Γευστικά συστατικά (πικρά- καυτερά)


π.χ. αλκαλοειδή, καψαϊκίνη, πιπερίνη

Χρωστικές
π.χ. ξανθοφύλλες

Φαινολικές ενώσεις
π.χ. κιχωρικό οξύ, φλαβονοειδή

56
Τα κύρια συστατικά των αιθέριων ελαίων ανήκουν στις κατηγορίες των
μονοτερπενίων και των σεσκτερπενίων. Επίσης απαντούν αρωματικές ενώσεις
που είναι παράγωγα του φαινυλοπροπανίου, καθώς και αλειφατικά μόρια σε όλες
τις βαθμίδες οξείδωσης.
Μονοτερπένια: τερπένια με 10 άτομα άνθρακα, μπορούν να διαιρεθούν σε άκυκλα,
μονοκυκλικά και δικυκλικά. Μπορούν να είναι απλοί υδρογονάνθρακες, αλκοόλες,
φαινόλες, λακτόνες, εστέρες και οξείδια (λιμονένιο, πινένιο, καμφένιο, λιναλοόλη,
καμφορά, βορνεόλη, κλπ.). Σεσκτερπένια: τερπένια με 15 άτομα άνθρακα.
Διακρίνονται σε αλειφατικά, μονοκυκλικά, δικυκλικά και τρικυκλικά σε όλες τις
βαθμίδες οξείδωσης (β-καρυοφυλλένιο, γερμακρένιο D, οξείδιο του
καρυοφυλλενίου, βιριντιφλορόλη, κλπ.- Williams and Losa, 2001˙ Trombetta et al.,
2005˙ Bakkali et al., 2008˙ Máthé, 2009˙ Brenes and Roura, 2010).
Σε πολλά από τα παραπάνω συστατικά των αιθέριων ελαίων των αρωματικών
φυτών, αποδίδονται οι ιδιαίτερες βιολογικές τους δράσεις, όπως οι αντιοξειδωτικές
(Economou et al., 1991˙ Marinova and Yanishlieva, 1997˙ Stefanovits-Banyai et
al., 2003˙ Yanishlieva et al., 2006˙ Brenes and Roura, 2010˙ Diaz-Sanchez et al.,
2015), οι αντιμικροβιακές (Smith-Palmer et al., 1998˙ Helander et al., 1998˙
Hammer et al., 1999˙ Dorman and Deans, 2000˙ Chao et al., 2000˙ Burt, 2004˙
Mitsch et al., 2004˙ Kollanoor-Johny et al., 2010), η διέγερση του πεπτικού
συστήματος και η βελτίωση της πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών
(Grashorn, 2010).
Στον πίνακα 11 παρουσιάζεται συνοπτικά η επίδραση των αιθέριων ελαίων στη
φυσιολογία των ζώων.

Πίνακας 11. Επίδραση των αιθέριων ελαίων στη φυσιολογία των ζώων (Grashorn, 2010)

Επίδραση Φυσιολογική δράση


Ενίσχυση της γεύσης Ερεθίσματα στο Κ.Ν.Σ.
Αύξηση έκκρισης γαστρικών υγρών Βελτίωση πέψης
Αύξηση δραστηριότητας πεπτικών Βελτίωση πέψης και απορρόφησης των
ενζύμων θρεπτικών συστατικών
Μείωση των υπεροξειδίων στο
Αναστολή οξειδωτικών διαδικασιών
γαστρεντερικό σωλήνα
Αναστολή ανάπτυξης βακτηρίων και
μυκήτων στις ζωοτροφές και στο Μείωση των τοξινών
γαστρεντερικό σωλήνα

57
Στον πίνακα 12 συνοψίζονται τα κυριότερα πτητικά συστατικά και οι
συγκεντρώσεις τους, σε τρία από τα πιο σημαντικά αρωματικά φυτά
(δενδρολίβανο, θυμάρι, ρίγανη).

Πίνακας 12. Κυριότερα πτητικά συστατικά και οι συγκεντρώσεις τους σε τρία αρωματικά
φυτά (Burt, 2004˙ Mountzouris et al., 2009˙ Nasir and Grashorn, 2009˙ Grashorn, 2010)

Μέρος του Συγκέντρωση


Φυτό Συστατικά
φυτού %
α-πιπένιο 2-25
οξικός βορνυλεστέρας 0-17
Δενδρολίβανο Φύλλα καμφορά 2-14
1,8-κινεόλη 3-89

θυμόλη 10-64
καρβακρόλη 2-11
Θυμάρι Φύλλα γ-τερπένιο 2-31
p-κυμένιο 10-56

καρβακρόλη <1-80
θυμόλη <1-64
Ρίγανη Φύλλα
γ-τερπένιο 2-52
p-κυμένιο <1-52

Για την παραλαβή των αιθέριων ελαίων υπάρχει ποικιλία μεθόδων όπως
απόσταξη, εκχύλιση και μηχανική παραλαβή. Η κλασσικότερη, οικονομικότερη και
πιο διαδεδομένη μέθοδος είναι η απόσταξη με υδρατμούς, που χρησιμοποιείται
συνήθως για την εμπορική παραγωγή των αιθέριων ελαίων (Burt, 2004), ενώ η
εκχύλιση με μικροκύματα (MAE: microwave assisted extraction), είναι από τις πιο
σύγχρονες.
Η χημική σύνθεση των αιθέριων ελαίων επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες,
όπως το είδος ή το υποείδος του φυτού, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο
συγκομιδής, το μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται, την εποχή του έτους, τις
κλιματικές μεταβολές και τη μέθοδο παραλαβής του ελαίου (McGimpsey et
al.,1994˙ Venskutonis,1997˙Jayaprakasha et al.,1997˙ Marino et al, 1999˙ Juliano
et al., 2000˙ Lambert et al, 2001˙ Faleiro et al., 2002˙ Burt, 2004˙ Brenes and
Roura, 2010).
Δενδρολίβανο και φασκόμηλο, από διαφορετικές γεωγραφικές τοποθεσίες και
διαφορετικούς τύπους επεξεργασίας (αποξηραμένα φυτά και αιθέρια έλαια),
έδειξαν σημαντικές διαφορές στην αντιοξειδωτική τους δράση (Wenk, 2003).

58
Τα αιθέρια έλαια που προέρχονται από φυτά, που συλλέγονται κατά τη διάρκεια ή
αμέσως μετά την ανθοφορία, εκδηλώνουν τη μεγαλύτερη αντιμικροβιακή δράση
(Marino et al, 1999˙ Burt, 2004).
Η δράση των αρωματικών φυτών και των εκχυλισμάτων τους επηρεάζεται
σημαντικά από την ποσότητα χορήγησής τους. Σε ερευνητική πειραματική εργασία
του Wenk (2003), παρατηρήθηκε ότι μικρές δόσεις προσθήκης ρίζας rhubarb
(Rheum officinale Baillon, Rheum palmatum L., και Rheum rhabarbarum L.
Οικογένεια: Polygonaceae) στο σιτηρέσιο κρεοπαραγωγών ορνίθων, προκάλεσαν
μικρή αύξηση στην κατανάλωση της τροφής, ενώ μεγαλύτερες χορηγούμενες
δόσεις εν συνεχεία, οδήγησαν σε δραματική μείωση στην κατανάλωση της τροφής.
Αντίστοιχα αποτελέσματα, είχαν καταγράψει σε ερευνητική πειραματική εργασία
και οι Wenk and Messikommer (2002), όπου προσθήκη αλεύρου από τη ρίζα του
Curcuma longa, ενός φυτού που χρησιμοποιείται συχνά στη νότια ασιατική
κουζίνα, σε ποσοστό 0,25%, στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησε την
κατανάλωση της τροφής στα ορνίθια, ενώ σε υψηλότερα επίπεδα δεν υπήρχε
διαφοροποίηση, σε σχέση με την κατανάλωση τροφής των μαρτύρων.
Σε κάθε περίπτωση, οι στρατηγικές που επιλέγονται για τη χρήση αρωματικών
φυτών, ως εναλλακτικών των αντιβιοτικών, θα πρέπει να βασίζονται, εκτός των
άλλων, στις βέλτιστες συνθήκες διαχείρισης και στέγασης των ζώων (Wenk, 2003).
Αναφορικά με τους υπόλοιπους δευτερογενείς μεταβολίτες των αρωματικών
φυτών:
 τα πικρά και τα καυτερά συστατικά είναι μικρότερης σημασίας, καθώς
συμμετέχουν σε πολύ μικρές ποσότητες, τα μεν πικρά (καρνοσόλη) στο
θυμάρι και το φασκόμηλο, τα δε καυτερά στο τσίλι (καψαϊκίνη). Έχει
αποδειχθεί ότι τα πτηνά προτιμούν συστατικά με πικρή γεύση, ενώ
απορρίπτουν τα καυτερά (Grashorn, 2010),
 οι φυσικές χρωστικές ύλες (ξανθοφύλλες) περιλαμβάνονται στα
περισσότερα αρωματικά φυτά, με βασικότερες τη λουτεΐνη, τη ζεαξανθίνη,
το β-καροτένιο και το λυκοπένιο (Grashorn, 2010),
 οι βασικές φαινολικές ενώσεις, που περιέχονται στα αρωματικά φυτά είναι
τα φλαβονοειδή και το κιχωρικό οξύ (Panda et al, 2006˙ Nasir and
Grashorn, 2009).

59
I. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Τα αρωματικά φυτά και τα εκχυλίσματά τους, ερευνώνται στην πτηνοτροφία ως


εναλλακτικές λύσεις, για την αντικατάσταση των αντιβιοτικών και ήδη έχει βρεθεί
πως αρκετά, βελτιώνουν τις αποδόσεις, έχουν αντιμικροβιακές ιδιότητες και
προκαλούν οφέλη στην υγεία των πτηνών. Πολλά αρωματικά φυτά και
εκχυλίσματά τους, φέρουν ελπιδοφόρα αποτελέσματα, για εφαρμογές, τόσο στη
βιολογική, όσο και στη συμβατική παραγωγή πουλερικών (Diaz-Sanchez et al.,
2015).
Σε περίπτωση που ένα αρωματικό φυτό χρησιμοποιείται ως πρόσθετη ύλη
ζωοτροφών, θα πρέπει να δηλώνεται η λατινική του ονομασία, από την οποία θα
προκύπτει το γένος και το είδος του και όχι μόνον η κοινή ονομασία του, γιατί,
πολλές φορές, είναι ασαφής και δεν προσδιορίζει επακριβώς το
χρησιμοποιούμενο φυτό. Για παράδειγμα, υπάρχουν δεκάδες είδη στον κόσμο,
που η χρησιμοποιούμενη κοινή και εμπορική ονομασία τους είναι “oregano”, στα
οποία δεν ανήκουν μόνο τα 39 είδη του γένους Origanum, αλλά
συμπεριλαμβάνονται και αρωματικά φυτά από άλλες οικογένειες και άλλα γένη, με
αισθητηριακές ιδιότητες που προσομοιάζουν στη ρίγανη (E.F.S.A., 2005 ˙ Franz et
al., 2010).
In vitro μελέτες, έδειξαν ότι ουσίες που υπάρχουν στα αρωματικά φυτά έχουν
αντιμικροβιακές (Deans and Richie, 1987˙ Farag et al.,1989˙ Juven et al., 1994˙
Hammer et al., 1999˙ Marino et al., 1999˙ Burt, 2004 ˙ Griggs and Jacob, 2005),
αντιμυκητιασικές (Hammer et al., 1999˙ Basilico and Basilico, 1999˙ Máthé, 2009),
αντιπαρασιτικές (Anthony et al., 2005) και ανθελμινθικές (Chatterje et al., 1982)
ιδιότητες, για είδη αυτών των κατηγοριών που προσβάλουν πτηνά.
Η εμφάνιση αυτών των αποτελεσμάτων in vivo, δεν είναι εύκολη στο πεπτικό
σύστημα ενός πτηνού. Τα αρωματικά φυτά ή τα εκχυλίσματά τους, που
προστίθενται σε ένα σιτηρέσιο, πρέπει να ανταγωνιστούν με τα κύρια θρεπτικά
συστατικά, καθώς και με άλλα πιθανά δευτερογενή συστατικά, που υπάρχουν σε
αυτό. Επί πλέον, η μικροβιακή κατάσταση στον πεπτικό σωλήνα, είναι καλά
ισορροπημένη και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το είδος των ζώων,
τη σύνθεση των ζωοτροφών και την τεχνολογική επεξεργασία, το pH, το ρυθμό
απορρόφησης κλπ. (Wenk, 2003).

60
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των αιθέριων ελαίων σε παθογόνα βακτήρια, έχει
αρχίσει να καταδεικνύεται και in vivo για τα πτηνά. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι
ορισμένα μείγματα των αιθέριων ελαίων, είναι αποτελεσματικά κατά του
Clostridium perfringens (Mitsch et al., 2004˙ Timbermont et al., 2009). Άλλα
μείγματα αιθέριων ελαίων, έδειξαν θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη της
οριζόντιας μετάδοσης Salmonella σε κρεοπαραγωγά ορνίθια (Amerah et al.,
2012), ενώ σε πειραματική μελέτη των Kollanoor-Johny et al. (2012), προσθήκη
trans-κινναμαλδεϋδης, βασικού συστατικού της κανέλλας (Cinnamomum
zeylandicum), στο σιτηρέσιο κρεοπαραγωγών ορνίθων, που είχαν προηγουμένως
μολυνθεί πειραματικά, με Salmonella Enteritidis, προκάλεσε μείωση των αποικιών
της.
Σε πειραματική μελέτη των Giannenas et al. (2004), σε κρεοπαραγωγά ορνίθια
που μολύνθηκαν πειραματικά με κοκκίδια του είδους Eimeria tenella, καταδείχθηκε
ότι η προσθήκη της ρίγανης στο σιτηρέσιό τους, παρείχε προστασία έναντι της
μόλυνσής τους από το εν λόγω είδος κοκκιδίων, ενώ σε πειραματική μελέτη των
Galamatis et al. (2008), προέκυψε ότι η χρησιμοποίηση αιθέριων εκχυλισμάτων
της ρίγανης στη διατροφή κρεοπαραγωγών ορνιθιών, σε αντικατάσταση
αντιβιοτικών και αντικοκκιδιακών σκευασμάτων, δεν προκάλεσε καμία δυσμενή
επίδραση στα παραγωγικά χαρακτηριστικά και στην ποιότητα του σφαγίου των
πουλερικών.
Στον πίνακα 13 δίνονται συγκεντρωτικά στοιχεία διαφόρων μελετών που αφορούν
στη χρήση αρωματικών φυτών, ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών, στην
πτηνοτροφία και στις κύριες επιδράσεις τους, στις αποδόσεις των πτηνών.

61
Πίνακας 13. Επίδραση αρωματικών φυτών, ως πρόσθετες ύλες ζωοτροφών στις
αποδόσεις των πουλερικών (Franz et al., 2010˙ Bozkurt et al., 2014˙ Diaz-Sanchez et al.,
2015)

Είδος πτηνού/ Βάρος


Αποτελέσματα της αγωγής
πρόσθετα δόσης Αναφορές
(%) διαφορά με το μάρτυρα
ζωοτροφών (g/kg)
Κατανάλωση Σωματικό
Δ.Μ.Τ.
τροφής βάρος
Κρεοπαραγωγά
Ορνίθια
Σκόρδο 1,0 −5 −5 0 Sarica et al., 2005
Σκόρδο 60 +7 +56 +1 Khan et al., 2007
Florou-Paneri et al.,
Ρίγανη 5,0 +5 -2
2006
Ρίγανη 10 0 +16 -6 Radwan et al., 2008
Θυμάρι 1,0 +1 +2 -1 Sarica et al., 2005
Θυμάρι 5 +0 +2 -2 Radwan et al., 2008
Θυμάρι 10 +3 +10 -4 Radwan et al.,2008
Cornelison et al.,
Λυκίσκος 0,25 +2 +5 −3
2006
Radwan et al., 2008
Δενδρολίβανο 5 +2 +2 0
Radwan et al., 2008
Δενδρολίβανο 10 +1 +15 -4
Tiihonen et al., 2010
Θυμόλη 0,015 +4/+5
Θυμόλη + Hashemipour et al.,
Μείωση Αύξηση Μείωση
Καρβακρόλη 2013
Αυγοπαραγωγές
όρνιθες
Akhtar et al., 2003
Nigella sativa L Σπόροι Μείωση

Γαλοπούλες
Bampidis et al.,
Ρίγανη 1,25 -5 +2
2005
Bampidis et al.,
Ρίγανη 2,5 -6 +1
2005

Σύμφωνα με τον Wenk (2003), η κύρια δράση των αρωματικών φυτών αφορά στο
πεπτικό σύστημα των μονογαστρικών ζώων. Αρχικά συνδέεται με τη βελτίωση της
ευληπτότητας της τροφής, που οδηγεί στη μεταβολή της συχνότητας πρόσληψης
της τροφής, της έκκρισης των πεπτικών υγρών και τελικά στη συνολική
κατανάλωση της τροφής.
Τα αρωματικά φυτά, με τη δράση των συστατικών τους, έχει αποδειχθεί ότι
επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου, σταθεροποιούν τη μικροβιακή χλωρίδα
του εντέρου ή/ και αυξάνουν τη δράση των πεπτικών ενζύμων (θρυψίνη, αμυλάση,
κλπ), με αποτέλεσμα την καλύτερη απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών της
τροφής και τη βελτίωση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των πτηνών (Lee
et al, 2003 ˙Jang et al, 2004˙ Franz et al., 2010).

62
Ο βασικός μηχανισμός δράσης των αρωματικών φυτών, ως αυξητικών
παραγόντων, αποδίδεται στην αναστολή της ανάπτυξης επιβλαβών
μικροοργανισμών, εντός της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας, στο γαστρεντερικό
σωλήνα (Hammer et al., 1999˙ Lopez et al., 2005˙ Hyldgaard et al., 2012) και στην
αύξηση της δραστηριότητας των οργάνων της πέψης, π.χ. πάγκρεας, λεπτό
έντερο (Jang et al., 2004).
Ένας άλλος μηχανισμός δράσεων των αρωματικών φυτών, που τα καθιστά
αυξητικούς παράγοντες, σχετίζεται με τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες (Faix et al.,
2009˙ Zhang et al., 2009), που ενισχύουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα (Rahimi
et al., 2011˙ Hashemipour et al., 2013), διεγείροντας έμμεσα την ανάπτυξή τους.
Λόγω της ποικίλης και ευμετάβλητης σύνθεσης των αιθέριων ελαίων, είναι
δύσκολο να προσδιοριστεί ο μηχανισμός της αντιμικροβιακής τους δράσης.
Ερευνητές αποδίδουν την αντιμικροβιακή τους δράση, στο γεγονός ότι είναι
λιπόφιλα (Greathead, 2003˙ Applegate et al., 2010) και έτσι είναι σε θέση να
καταστείλουν τα παθογόνα βακτήρια, διεισδύοντας εντός του κυττάρου ή
αποσυνθέτοντας την κυτταρική μεμβράνη των μικροβίων (Applegate et al., 2010),
ή κατά άλλους, επηρεάζοντας τη διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών των
μικροοργανισμών σε κατιόντα, όπως για παράδειγμα κάλιο, με αποτέλεσμα τη
διαταραχή της οσμωτικής πίεσης των κυττάρων, η οποία προκαλεί δομικές
αλλοιώσεις του κυτταρικού τους τοιχώματος (Ultee et al., 1999˙ Lambert et al.,
2001˙ Franz et al., 2010˙ Hyldgaard et al., 2012). Τέλος, έχει αναφερθεί και ο
μηχανισμός της προώθησης της ανάπτυξης των ευεργετικών βακτηρίων, όπως
είναι τα Bifidobacterium spp. και Lactobacillus spp. (Vidanarachchi et al., 2005˙
Windisch and Kroismayr, 2007˙ Di Pasqua et al., 2007˙ Ouwehand et al., 2010).
Πειραματική μελέτη και ιστολογική εξέταση των Jamroz et al. (2006), σε
κρεοπαραγωγά ορνίθια, κατέδειξε ότι η προσθήκη αρωματικών φυτών στο
σιτηρέσιο των ορνίθων, αυξάνει την έκκριση βλέννας στο έντερο, η οποία
προστατεύει την επιφάνεια των λαχνών από την προσκόλληση παθογόνων
μικροοργανισμών (Escherichia coli, Clostridium perfringens κλπ.) και διεγείρει τον
πολλαπλασιασμό και την ανάπτυξη των απορροφητικών κυττάρων στο έντερο, με
αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος των λάχνων και να μειώνεται το βάθος των
κρυπτών, του βλεννογόνου του.

63
II. ΤΟ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟ (Salvia officinalis L.) ΩΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΦΥΤΟ

Α) Κατάταξη- είδη- ονομασίες- μορφολογία

H Salvia officinalis L., λατινική ονομασία του ελληνικού φασκόμηλου, είναι το


σημαντικότερο είδος του γένους των Αγγειοσπέρμων Δικότυλων φυτών Salvia
(ελελίφασκος ή αλισφακιά), που ανήκουν στην τάξη Λαμιώδη (Lamiales), της
οικογένειας των Λαμιίδων ή Χειλανθών (Lamiaceae ή Labiatae).
Σύμφωνα με τους Martins et al. (2015), θεωρείται η «βασίλισσα των βοτάνων».
Στην εικόνα 1 παρουσιάζεται η συστηματική κατάταξη της Salvia officinalis L.

Συστηματική Κατάταξη

Βασίλειο: Plantae

Υποβασίλειο: Tracheobionta

Υπερδιαίρεση: Spermatophyta

Διαίρεση: Magnoliophyta

Κλάση: Magnoliopsida

Υποκλάση: Asteridae

Τάξη: Lamiales

Οικογένεια: Lamiaceae

Γένος: Salvia

Eίδος: Salvia officinalis L.

Εικόνα 1. Συστηματική κατάταξη της Salvia officinalis L.

Στην ίδια οικογένεια με το φασκόμηλο ανήκουν ο βασιλικός, η μέντα, το


δενδρολίβανο, η μαντζουράνα, η ρίγανη, το θυμάρι, η λεβάντα, κ.ά. Το όνομα του
γένους Salvia προέρχεται από το λατινικό ρήμα salvare, που σημαίνει «σώζω
ζωές» (Λάζαρη, 2005).

64
Τα φυτά από την οικογένεια Labiatae, σύμφωνα με τους Windisch et al. (2008),
παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μεταξύ των αρωματικών φυτών, που
φέρουν συστατικά με ιδιαίτερη αντιοξειδωτική και αντιμικροβιακή δράση, ενώ οι
Bozkurt et al. (2014) ξεχωρίζουν το θυμάρι, τη ρίγανη, το φασκόμηλο και το
δενδρολίβανο, ως τους βασικότερους εκπροσώπους της.
Το γένος Salvia περιλαμβάνει περίπου 900 είδη ποωδών και ξυλωδών φυτών,
που είναι ιθαγενή των εύκρατων και τροπικών περιοχών της γης και ιδιαίτερα του
Νέου Κόσμου. Είναι φυτά με φύλλα ακέραια ή διαιρεμένα, ανάλογα με το είδος, τα
οποία διατάσσονται αντίθετα. Τα άνθη τους είναι συνήθως κόκκινα, μωβ ή μπλε
και διατάσσονται σε μασχαλιαίους σπονδύλους (Λάζαρη, 2005).
Στην Ελλάδα έχουν εντοπισθεί 24 αυτοφυή είδη φασκόμηλου (Pappa, 2001),
κοινώς γνωστά ως αγριοσφακιά, αλισφακιά, μηλοσφακιά, φασκομηλιά, σπατζιά,
χαχομηλιά (Davis, 1982). Σημαντικότερα από αυτά είναι η Salvia glutinosa, η
Salvia horminum, η Salvia pomifera, η Salvia sclarea , η Salvia triloba ή fruticosa,
κλπ. (Λάζαρη, 2005).
Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά είναι γνωστό και με τα ονόματα: ελελίσφακος ο
φαρμακευτικός, φασκομηλιά, αλησφακιά, χαμοσφακιά, ενώ στην Κύπρο το
αποκαλούν «σπατσιά» (Σταύρου, 2008). Στο διεθνές εμπόριο είναι γνωστό ως
“Dalmatian or garden sage” (E.F.S.A., 2005), στην αγγλική και γαλλική γλώσσα
sage, στη γερμανική garten-salbei ή edel-salbei (Vogl-lukasser and Vogl, 2004),
στο Ανατολικό Τιρόλο της Αυστρίας στην τοπική διάλεκτο αποκαλείται “solvn”
(Vogl-lukasser and Vogl, 2004), ενώ οι Γάλλοι το αποκαλούν, “thé de grece”
(Σταύρου, 2008).
Η Salvia officinalis L. είναι πολυετές θαμνόμορφο φυτό, με πολυάριθμα
ανορθωμένα κλαδιά, ύψους 0,30- 0,50m, με έντονη αρωματική οσμή, το οποίο
απαντά σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σε χέρσους, ξηρούς και πετρώδεις
τόπους. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή ή επιμήκη, ρυτιδωμένα, παχιά
λευκοπράσινου χρώματος, λεπτώς οδοντωτά. Τα κατώτερα φέρουν αρκετά
ανεπτυγμένο ποδίσκο, ενώ τα ανώτερα δεν έχουν ποδίσκο και είναι οξύληκτα. Τα
άνθη φύονται σε σπονδύλους ανά 3-6 και ανθίζουν από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο.
Πολλοί το θεωρούν το ίδιο με το τσάι του βουνού (Sideritis L.), αλλά το λάθος είναι
μεγάλο και σημαντικό, διότι οι ιδιότητές τους διαφέρουν, όπως άλλωστε και η
γεύση τους. Καλλιεργείται ως φυτό φαρμακευτικό και ως καρυκευματικό, ενώ μια
ποικιλία με ποικιλόχρωμα άνθη, καλλιεργείται ως καλλωπιστικό (Λάζαρη, 2005).

65
Β) Καλλιέργεια

Η Salvia officinalis L. ευδοκιμεί σε πολλά κλίματα και σε ποικίλα μικροκλίματα.


Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -25°C, αλλά και στις υψηλές θερμοκρασίες
του καλοκαιριού. Αναπτύσσεται καλύτερα σε συνθήκες πλήρους ηλιοφάνειας.
Όσον αφορά το έδαφος, προτιμά εδάφη μέτριας γονιμότητας, με καλή στράγγιση,
με pΗ ουδέτερο ή ελαφρώς όξινο, αλλά αποδίδει καλά και σε εδάφη με pΗ έως 8.
Μπορεί να καλλιεργηθεί σε λοφώδη εδάφη και σε οροπέδια (Σταύρου, 2008).
Το φασκόμηλο είναι ξηρική καλλιέργεια και μόνο σε μεγάλες ξηρασίες μπορεί να
χρειασθεί πότισμα. Όταν όμως ποτίζεται και γίνονται ορθές καλλιεργητικές
εργασίες για να μην προσβάλλεται από ζιζάνια, μπορεί να δώσει και δεύτερη
συγκομιδή (Κουτσός, 2006).
Καλλιεργείται για παραγωγή ξηρής δρόγης ή αιθέριου ελαίου. Στις συγκομιδές
συλλέγεται το υπέργειο τμήμα των φυτών, 5cm πάνω από το σημείο της πρώτης
διακλάδωσης του βλαστού, στο στάδιο της πλήρους άνθησης, όταν προορίζεται
για παραγωγή αιθέριου ελαίου και λίγο πριν την άνθηση, όταν προορίζεται για
παραγωγή ξηρής δρόγης. Το συγκομισμένο τμήμα στη συνέχεια ξηραίνεται, υπό
σκιά ή σε ξηραντήρια, γρηγορότερα από άλλα φυτά, επειδή τα φύλλα του
φασκόμηλου, σε μέγεθος πλήρους ανάπτυξης, έχουν πολύ μικρή περιεκτικότητα
νερού (Σταύρου, 2008).
Σε περίπτωση δεύτερης συγκομιδής ο καλύτερος συνδυασμός απόδοσης είναι η
πρώτη συγκομιδή να γίνεται στο στάδιο της πλήρους άνθησης και να
χρησιμοποιείται για παραγωγή αιθέριου ελαίου και η δεύτερη συγκομιδή, που
συνήθως έχει λιγότερα άνθη, για δημιουργία ξηρής δρόγης. Η μέση παραγωγή της
δρόγης, για τα γενετικά-φαινοτυπικά επιλεγμένα φυτά, ανέρχεται στα 324kg/
στρέμμα (Χασιώτης, 2005), ενώ με δύο συγκομιδές σε μια χρονιά, από φυτεία 2
ετών και άνω, μπορεί να φθάσει τα 700kg/ στρέμμα (Σταύρου, 2008).
Η βιολογική καλλιέργεια του φασκόμηλου είναι πολύ εύκολη γιατί έχει ανάγκη από
λίγη οργανική λίπανση και σπάνια απαιτεί επεμβάσεις φυτοπροστασίας.

66
Γ) Αιθέριο έλαιο- Δράσεις

Η απόδοση και η σύσταση του αιθέριου ελαίου της Salvia officinalis L. παρουσιάζει
μεγάλες διακυμάνσεις, ανάλογα με την προέλευση του φυτικού υλικού. Η απόδοση
σε αιθέριο έλαιο του αυτοφυούς φυτού κυμαίνεται περίπου στο 2,39 (% όγκος/
ξηρό βάρος σε 100g), χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις σε φυτά που
αναπτύχθηκαν με ανόργανη θρέψη ή οργανική λίπανση (2,41% και 2,55%
αντίστοιχα- Λάζαρη, 2011), ενώ, σύμφωνα με το Χασιώτη (2005), η συλλογή και
απόσταξη φρέσκου φυτικού υλικού, μπορεί να δώσει μέχρι και 1,9% αιθέριου
ελαίου.
Η σύνθεση των χημικών συστατικών του φασκόμηλου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη
(Roman et al., 2009), έχει διερευνηθεί σε διάφορες χώρες (Böszörmenyi et al.,
2009) και τα αιθέρια έλαιά του χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες, ανάλογα με την
ποσότητά τους σε κύρια συστατικά:
 καμφορά > α - θουγιόνη > 1,8 - κινεόλη > β- θουγιόνη
 καμφορά > α - θουγιόνη > β- θουγιόνη > 1,8- κινεόλη
 β- θουγιόνη > καμφορά > 1,8 - κινεόλη > α- θουγιόνη
 1,8 - κινεόλη > καμφορά > α - θουγιόνη > β- θουγιόνη
 α - θουγιόνη > καμφορά > β- θουγιόνη > 1,8- κινεόλη
Το πρότυπο ISO 9909:1997, για τη βασική χημική σύνθεση του αιθέριου ελαίου
της Salvia officinalis L., ορίζει τα εξής: α- θουγιόνη 18 έως 43%˙ β- θουγιόνη 3 έως
8,5 %˙ καμφορά 4,5 έως 24,5 %˙1,8 - κινεόλη 5,5 έως 13%˙ a- humulene 0-12%˙ α
- πινένιο 1 έως 6,5 %˙ Camphene 1,5-7%˙ λιμονένιο 0,5-3,%˙ λιναλοόλη και οι
εστέρες της <1% και βορνύλιο <2,5%.
Στον πίνακα 14 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα, ποιοτικής και ποσοτικής
ανάλυσης πτητικών συστατικών της Salvia officinalis L. διαφόρων ερευνών, στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες.

67
Πίνακας 14. Χημική σύνθεση (%) των αιθέριων ελαίων της Salvia officinalis L. στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες

Ελλάδα Ιράν Τυνησία Γαλλία


Πιταροκοίλη Raal Badiee Hayouni Raal
Χασιώτης,
και συν., et al., et al., et al., et al.,
2005
Συστατικό 2005 2007 2012 2008 2007
α-Thujone 27,8 13,9-44,3 3,0 12,46 13,45 21,0
β-Thujone 3,89 2,5-9,9 1,5 4,56 18,40 10,1
Camphor 16,1 1,9-21,1 11,3 3,58 3,31 23,9
1,8-Cineol 6,47 2,3-18,9 45,3 13,69 33,27 11,9
α-Pinene 4,22 1,8-5,4 5,1 3,89 2,74 3,5
β-Pinene 2,22 1,1-17,9 4,9 7,0 0,80 0,2
Camphene 2,57 1,7-5,7 5,9 2,86 1,03 5,3
Borneol 1,6 13,77 7,39 2,6
Viridiflorol 6,29 0,4-9,9 1,1 5,6

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (European Food Safety
Authority- EFSA) σε μελέτη της για την αξιολόγηση της ασφάλειας των
αρωματικών φυτών και των εκχυλισμάτων τους, συνέταξε μονογραφίες για 42
επιλεγμένα φυτά, που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα ζωοτροφών, μεταξύ των
οποίων και για τη Salvia officinalis L. (EFSA, 2005).
Στην εν λόγω μελέτη, που συνόψισε ευρήματα πειραματικών δεδομένων,
αναφέρεται ότι η Salvia officinalis L., μεταξύ άλλων, εμφανίζει αντιμικροβιακή
δράση (έναντι Staphylococcus aureus, Escherichia coli κλπ.), που αποδίδεται στο
μονοτερπένιο θουγιόνη (EFSA,2005).
Σε in vitro αξιολόγηση αιθέριων ελαίων Salvia officinalis L., διαπιστώθηκε η
αντιμικροβιακή τους δράση, σε ένα ευρύ φάσμα gram-θετικών και gram-αρνητικών
βακτηρίων (Burt, 2004˙ De Martino et al., 2009). Σύμφωνα με τους Marino et al.
(2001), η αντιμικροβιακή δράση της Salvia officinalis L. οφείλεται στη χημική
σύσταση των αιθέριων ελαίων της και τις συνέργειες που αναπτύσσουν, τα
συστατικά που βρίσκονται σε υψηλά ποσοστά, με τα συστατικά που βρίσκονται σε
χαμηλότερα ποσοστά, στη σύνθεση τους. Ωστόσο, σε in vitro πειραματισμό των
Miguel et al. (2011) αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L., πλούσια σε 1,8-κινεόλη,
α-πινένιο και καμφορά, έδειξαν πολύ ασθενή αντιμικροβιακή δράση.
Σε πειραματική διερεύνηση αντιοξειδωτικών ιδιοτήτων σε 12 αρωματικά φυτά των
Miliauskasa et al. (2004), ως φυτό αναφοράς χρησιμοποιήθηκε η Salvia officinalis
L, λόγω της καλά τεκμηριωμένης αντιοξειδωτικής της δράσης.
Η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L., αποδίδεται στο
ροσμαρινικό οξύ (EFSA, 2005˙ Lamaison et al., 1991˙ Cuvelier et al., 1996), ενώ

68
σύμφωνα με άλλους ερευνητές η αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L.
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορα φαινολικά συστατικά, όπως η καρνοσόλη
(φαινολικό διτερπένιο- Wang et al., 2000˙ Pizzale et al., 2002). Ωστόσο, άλλες
μελέτες σχετικά με το φασκόμηλο, αποκάλυψαν την παρουσία και άλλων ενώσεων
με αντιοξειδωτική δράση, όπως τερπενοειδή, φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα (Lu
and Yeap Foo, 2001), ενώ σε αντίστοιχο in vitro πειραματισμό των Miguel et al.
(2011) αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L., πλούσια σε 1,8-κινεόλη, α-πινένιο και
καμφορά, παρουσίασαν αντιοξειδωτική ικανότητα.
Με βάση τη σύνοψη ερευνητικών δεδομένων, από πειράματα σε διάφορα είδη
ζώων, η Salvia officinalis L. παρουσιάζει αντιική, αντιυπερτασική, αντιεκκριτική
(ιδρώτας), καθώς και σπασμολυτική δράση (EFSA, 2005).
Σε in vitro πειράματα, τα αιθέρια έλαια της Salvia officinalis L. εμφάνισαν
βακτηριοκτόνες ιδιότητες (EFSA, 2005), όταν δοκιμάστηκαν κατά gram-θετικών και
gram-αρνητικών βακτηρίων, αλλά και μυκητοκτόνες ιδιότητες, π.χ. Candida
albicans (EFSA, 2005˙ Pinto et al., 2007).
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, δεν έχουν
αναφερθεί για τα ζώα τοξικές επιδράσεις της Salvia officinalis L. σε περίπτωση
υπερδοσολογίας, ενώ για τις όρνιθες η συνιστώμενη ημερήσια δόση φύλλων
Salvia officinalis L. είναι 1,0- 2,0g ανά πτηνό (EFSA, 2005).
Στην περίπτωση ανθρώπινης κατανάλωσης αιθέριων ελαίων ή φυτού Salvia
officinalis L. (αφέψημα, μαγειρική, φαρμακευτικό σκεύασμα, κλπ.), συνίσταται
λελογισμένη χρήση και συγκεκριμένες δοσολογίες (E.Me.A, 2010), λόγω της
τοξικότητας της α-θουγιόνης (Höld et al., 2000) και της καμφοράς (Chen et al.,
2013).

Δ) Η χρήση του φασκόμηλου στην πτηνοτροφία

Η έρευνα της αποτελεσματικότητας της χορήγησης Salvia officinalis L. ή των


εκχυλισμάτων της στην πτηνοτροφία και γενικά στη ζωική παραγωγή είναι πολύ
περιορισμένη, ενώ, ειδικά για τη βιολογική αυγοπαραγωγό πτηνοτροφία, δεν έχει
μελετηθεί, μέχρι σήμερα, πουθενά στον κόσμο. Από τις ελάχιστες πειραματικές
εργασίες ήταν αυτή των Ommati et al. (2013). Σε αυτή, η χορήγηση αιθέριου
ελαίου Salvia officinalis L. σε πετεινούς, για διάστημα 8 εβδομάδων, επηρέασε
σημαντικά, τα ποιοτικά και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος, καθώς και

69
τη συγκέντρωση του λινολεϊκού οξέος στη κυτταροπλασματική μεμβράνη των
σπερματοζωαρίων. Το έλαιο χρησιμοποιήθηκε σε διαφορετικές δοσολογίες των
110, 210, 320, ή 420mg/ kg. Διαπιστώθηκε ότι χορηγώντας δόση μεγαλύτερη των
210mg/ kg, προκαλούσε μείωση του όγκου του σπέρματος. Ωστόσο, όλες οι
επεμβάσεις προκάλεσαν αύξηση των επιπέδων τεστοστερόνης σε σχέση με την
ομάδα μάρτυρα.
Επίσης, σε πειραματική διερεύνηση της προσθήκης αιθέριου ελαίου Salvia
officinalis L. σε νεοσσούς, που μολύνθηκαν πειραματικά με Salmonella enteritidis,
βρέθηκε πως η προσθήκη της Salvia officinalis L. μείωσε σημαντικά τα επίπεδα
των ηπατικών ενζύμων ALT και ALP, καθώς και τα επίπεδα γλυκόζης και
χολερυθρίνης, σε διάστημα 4 ημερών μετά τη μόλυνση. Παράλληλα, μειώθηκε
σημαντικά ο πληθυσμός της Salmonella enteritidis στο ήπαρ, στη σπλήνα και στα
τυφλά έντερα, σε δειγματοληψίες κατά την 4η και 18η μέρα μετά την μόλυνση
(Piesova et al., 2012).
Οι Čapkovičová et al. (2014) σε πειραματική ερευνητική εργασία τους,
προκειμένου να προσδιορίσουν το μηχανισμό δράσης της Salvia officinalis L. στο
πεπτικό σύστημα την πτηνών, ειδικότερα δε την επίδρασή της στο βλεννογόνο του
εντέρου και στα καλαθιοειδή κύτταρα (goblet cells), που είναι υπεύθυνα για την
παραγωγή βλεννίνης, χορήγησαν σε νεοσσούς ημέρας αιθέριο έλαιο Salvia
officinalis L. σε συγκεντρώσεις 0,01%, 0,025%, 0,05% και 0,1%, στο βασικό τους
σιτηρέσιο. Η χορήγηση σιτηρεσίου με αιθέριο έλαιο Salvia officinalis L.
συγκέντρωσης 0,05% προκάλεσε αύξηση του πάχους του βλεννογόνου στο
δωδεκαδάχτυλο, καθώς και του αριθμού των καλαθιοειδών κυττάρων, που
παράγουν όξινη και ουδέτερη βλεννίνη στον ειλεό, ενώ μειώθηκαν στο
δωδεκαδάχτυλο και στη νήστιδα, σε σχέση με την ομάδα μάρτυρας. Σύμφωνα με
τους Čapkovičová et al. (2014) η πάχυνση του βλεννογόνου, στην περίπτωση
αυτή, πιθανόν οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή βλεννίνης.
Σε πειραματική μελέτη σε κρεοπαραγωγά ορνίθια, βρέθηκε πως η χορήγηση
αιθέριου ελαίου Salvia officinalis L. ενίσχυσε σημαντικά, την Μέση Ημερήσια
Αύξηση (Μ.Η.Α.) των ορνιθίων, κατά τις περιόδους της ανάπτυξης και πάχυνσης
και αύξησε τις ολικές πρωτεΐνες στο αίμα τους την 29η μέρα, ενώ αύξησε
σημαντικά την πολλαπλασιαστική δραστηριότητα των εντεροκυττάρων των
λαχνών στο δωδεκαδάχτυλο, κατά την τελική φάση της πάχυνσης (Levkut et al.,
2010).

70
Τέλος, σε πείραμα με κρεοπαραγωγά ορνίθια, η προσθήκη στο σιτηρέσιο 0,05%
αιθέριου ελαίου Salvia officinalis L. μείωσε σημαντικά κάποιες παραμέτρους που
σχετίζονται με το οξειδωτικό stress. Συγκεκριμένα, μείωσε τη συγκέντρωση της
σουπεροξειδικής δισμουτάσης στα ερυθροκύτταρα. Επίσης, η εν λόγω προσθήκη
αύξησε τη δραστηριότητα της υπεροξειδάσης του γλουταθείου στο ήπαρ και στο
βλεννογόνο του δωδεκαδαχτύλου. Παράλληλα, μείωσε σημαντικά και τα επίπεδα
της μηλονικής διαλδεΰδης στο νεφρό (Ryzner et al., 2013).

E) Θεσμικό πλαίσιο κυκλοφορίας της Salvia officinalis L. στην αγορά της Ε.Ε.

Με τον Κανονισμό(ΕΚ)588/1999 της Ε.Ε. τα είδη τους γένους Salvia, υπό τη


μορφή της δρόγης, συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο των φαρμακολογικώς
ενεργών ουσιών φυτικής προέλευσης, για τις οποίες δεν ορίζεται κανένα ανώτατο
όριο καταλοίπων, για όλα τα ζωικά είδη παραγωγής τροφίμων, ενώ με τον
Κανονισμό(ΕΚ)575/2011 της Ε.Ε., τα προϊόντα επεξεργασίας βοτάνων (προϊόντα
τα οποία λαμβάνονται από τη σύνθλιψη, άλεση, κατάψυξη ή ξήρανση ολόκληρων
βοτάνων ή μερών τους) προστέθηκαν στον κατάλογο πρώτων υλών των
ζωοτροφών.
Επίσης, με τον Καν.ΕΚ1804/99, που συμπλήρωσε για τα κτηνοτροφικά προϊόντα
τον Καν.ΕΟΚ2072/91, περί βιολογικής παραγωγής, αναφορικά με την πρόληψη
των ασθενειών και την κτηνιατρική αγωγή στα παραγωγικά ζώα, προκρίνεται η
χορήγηση φυτοθεραπευτικών (π.χ. φυτικά εκχυλίσματα, αποστάγματα κ.λ.π.),
απαίτηση η οποία, ειδικά για την κτηνιατρική αγωγή των παραγωγικών ζώων,
συμπεριλαμβάνεται και στον Καν.ΕΚ889/2008 της Ε.Ε..
Ωστόσο, στον Καν.ΕΚ1831/2003 της Ε.Ε. για τις πρόσθετες ύλες που
χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων και τις σχετικές προϋποθέσεις
αδειοδότησης, δεν γίνεται καμία αναφορά για αρωματικά φυτά ή προϊόντα τους.
Επίσης, στον Κανονισμό(ΕΚ)429/2008 της Ε.Ε., σχετικά με τους λεπτομερείς
κανόνες εφαρμογής του προαναφερθέντος Καν.ΕΚ1831/2003, τα αρωματικά φυτά
συμπεριλαμβάνονται στις αισθητικές πρώτες ύλες, ως αρτυματικές σύνθετες
ουσίες (βελτιωτικά των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών των ζωοτροφών όπως
γεύση, άρωμα, κλπ) και όχι στις ζωοτεχνικές πρόσθετες ύλες, που επηρεάζουν
ευνοϊκά τη ζωική παραγωγή, τις αποδόσεις ή την καλή διαβίωση των ζώων, όπου
συμπεριλαμβάνονται ένζυμα και μικροοργανισμοί. Αυτό σημαίνει ότι η κυκλοφορία

71
στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϊόντων αρωματικών φυτών που
προορίζονται για πρόσθετες ύλες ζωοτροφών, με σκοπό τη βελτίωση της υγείας,
της ευζωίας και της παραγωγικότητας των εκτρεφόμενων ζώων, αλλά και της
ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων, μέσω των όποιων φαρμακευτικών
ιδιοτήτων φέρουν (αντιμικροβιακή, αντιοξειδωτική κλπ.), γίνεται ανεπίσημα.
Το γεγονός αυτό επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των
Τροφίμων σε δήλωσή της, στο πλαίσιο οδηγιών που εξέδωσε για την καθοδήγηση
των ενδιαφερομένων για έκδοση άδειας κυκλοφορίας αρωματικών φυτών ως
αρτυματικών πρόσθετων υλών ζωοτροφών (EFSA, 2009, 2010), όπου και
περιγράφει τα βήματα, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που απαιτούνται από
Καν.ΕΚ429/2008 της Ε.Ε..
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι πάρα πολύ αυστηρές και φέρουν ως βασικό
προαπαιτούμενο τεκμηρίωσης ερευνητικές εργασίες και πειραματισμούς, σχετικά
με την ωφέλεια ή τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει η προσθήκη προϊόντος
αρωματικού φυτού, ως αρτυματικής πρόσθετης ύλης ζωοτροφών, γεγονός που
σύμφωνα με την EFSA (EFSA, 2009, 2010), συχνά εξαρτάται από το ύψος της
δόσης.
Ομοίως αυστηρές προϋποθέσεις τίθενται και για την αδειοδότηση της κυκλοφορίας
στην αγορά ενζύμων και μικροοργανισμών, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν
ως ζωοτεχνικές πρόσθετες ύλες, επίσης με βασικό προαπαιτούμενο τεκμηρίωσης
ερευνητικές εργασίες και πειραματισμούς, σχετικά με την ωφέλεια ή τη βλάβη που
μπορεί να προκαλέσει η προσθήκη τους ως πρόσθετη ύλη ζωοτροφών.

72
ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η παρούσα διδακτορική διατριβή και ο σχεδιασμός των πειραμάτων της


αποφασίστηκαν, λόγω της περιορισμένης έρευνας στη μελέτη της επίδρασης των
αρωματικών φυτών, στις αποδόσεις των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικού
συστήματος εκτροφής και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, όταν
ενσωματώνονται στο βασικό τους σιτηρέσιο, αλλά και του γεγονότος της ραγδαίας
αύξησης της ζήτησης, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον υπόλοιπο κόσμο, όσο
και στην Ελλάδα, αυγών εναλλακτικών συστημάτων εκτροφής και μάλιστα
βιολογικών.
Για την υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού, αποφασίστηκε η ενσωμάτωση στο
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, του προϊόντος άλεσης
ενός αποξηραμένου αρωματικού φυτού (βλαστοί, φύλλα και άνθη), της Salvia
officinalis L. (φασκόμηλο), από την οικογένεια των Χειλανθών (Labiateae ή
Lamiaceae), που, ενώ φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ευεργετικές ιδιότητες,
έχει ερευνηθεί ελάχιστα.
Το βιολογικό σύστημα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, λόγω κυρίως του
υπαίθριου χώρου και της ελεύθερης πρόσβασης των ορνίθων, επιδρά θετικά στην
υγεία και ευζωία των πτηνών και κατ’ επέκταση στην ποιότητα των παραγόμενων
αυγών. Συνάμα όμως, αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα του συστήματος, της
ελεύθερης χρήσης δηλαδή του υπαίθριου χώρου από τα πτηνά, σε συνδυασμό με
τους περιορισμούς στη διατροφή, την πρόληψη των ασθενειών και τις κτηνιατρικές
θεραπευτικές αγωγές της βιολογικής παραγωγής, αυξάνει τους κινδύνους για την
υγεία και την ευζωία των πτηνών, επηρεάζοντας κατά συνέπεια τις αποδόσεις
τους, αλλά και την ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
Η κατανάλωση της Salvia officinalis L. από τις αυγοπαραγωγές όρνιθες βιολογικής
εκτροφής, μέσω της ενσωμάτωσής της στο σιτηρέσιό τους, θα μπορούσε, αφενός,
να ενισχύσει τις θετικές επιδράσεις του βιολογικού συστήματος εκτροφής στην
υγεία και ευζωία των αυγοπαραγωγών ορνίθων, αφετέρου, να μειώσει ή και να
εξαλείψει τους κινδύνους που ενέχει το εν λόγω σύστημα εκτροφής, για την υγεία,
την ευζωία και τις αποδόσεις των ορνίθων, βελτιώνοντας τελικά την ποιότητα των
παραγόμενων αυγών.
Στόχος της παρούσας διατριβής, ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της
ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia officinalis L. στο σιτηρέσιο των

73
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις τους και στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής, όπου γίνεται αναλυτική
περιγραφή των υλικών και των μεθόδων που χρησιμοποιηθήκαν στο σύνολο των
πειραματισμών, παρουσιάζονται τα αποτελέσματά τους, πραγματοποιείται
συζήτηση επί αυτών, συνάγονται τα συμπεράσματα και τίθενται συγκεκριμένες
προτάσεις.

74
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ

Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ειδικές εγκαταστάσεις πιστοποιημένης


μονάδας βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων που βρίσκεται στην
περιοχή της Λακκιάς Θεσσαλονίκης (Εικόνα 2).

Εικόνα 2. Άποψη της μονάδας βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων που


βρίσκεται στην περιοχή της Λακκιάς Θεσσαλονίκης

Για τις ανάγκες της έρευνας πραγματοποιήθηκαν δύο συνεχείς πειραματισμοί, τα


έτη 2008 και 2009. Ο πρώτος πειραματισμός ξεκίνησε στις 21/07/2008 και
ολοκληρώθηκε στις 05/11/2008, ενώ ο δεύτερος ξεκίνησε στις 15/07/2009 και
ολοκληρώθηκε στις 04/11/2009. Η διάρκεια για κάθε έναν από τους επιμέρους
πειραματισμούς ήταν 16 εβδομάδες.
Παρακάτω περιγράφονται αναλυτικά η διαχείριση της εκτροφής, ο πειραματικός
σχεδιασμός και οι μετρήσεις για τον κάθε πειραματισμό ξεχωριστά.

75
Ι. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΤΡΟΦΗΣ - ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Τα διαχειριστικά πρότυπα για την εκτροφή, και για τους δύο πειραματισμούς,
ακολούθησαν τις προδιαγραφές των Κανονισμών ΕΟΚ 2092/91 και ΕΟΚ 1804/99.

Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

α) Ορνιθώνας

Τα πτηνά εγκαταστάθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένο σταθερό ορνιθώνα, που ήταν


κατασκευασμένος από θερμομονωτικούς οπτόπλινθους και σκυρόδεμα και είχε
διαστάσεις 6 x 12m , δηλαδή συνολικό εμβαδόν 72m2. Ο ορνιθώνας διαιρέθηκε σε
έξι ισόχωρα διαμερίσματα (2 x 4.2m), συνολικού εμβαδού 8,4m2 το κάθε ένα. Η
διαμόρφωση καθώς και ο διαχωρισμός των διαμερισμάτων έγινε με κινητή
κατασκευή ξύλου και ειδικού πλαστικού πλέγματος.
Το καθένα διαμέρισμα διέθετε, από την πλευρά επαφής του ορνιθώνα με τον
υπαίθριο χώρο, άνοιγμα (ήτοι έξι συνολικά ανοίγματα- pop holes) για την είσοδο/
έξοδο των ορνίθων των αντίστοιχων υποομάδων από/ προς τον υπαίθριο χώρο,
επαρκούς μεγέθους, ήτοι διαστάσεων 0,5 Χ 0,5m, καθώς και έξι (6) θύρες, μία (1)
ανά διαμέρισμα, απέναντι από κάθε άνοιγμα, για την είσοδο και έξοδο των
ενασχολούμενων με τον πειραματισμό, προκειμένου για χειρισμούς εντός του
χώρου τους (συλλογή αυγών, ανανέωση σιτηρεσίου, κλπ).
Ο ορνιθώνας διέθετε από τρία (3) μεγάλα παράθυρα, μήκους 1,8m και πλάτους
0,8m το καθένα, εκατέρωθεν και κατά μήκος της κατασκευής του, συνολικά έξι (6),
τα οποία εξασφάλιζαν τον επαρκή αερισμό του.
Όλο το εσωτερικό του ορνιθώνα καθώς και ο εξοπλισμός του, πλύθηκαν με
άφθονο νερό υπό πίεση και απολυμάνθηκαν, πριν την έναρξη του πειραματισμού.
Τέλος, το δάπεδο καλύφθηκε εξ ολοκλήρου με στρωμνή (πάχους περίπου 10cm)
από ροκανίδι.
Ανάμεσα στην πλευρά των διαμερισμάτων που βρίσκονταν οι πλαστικές θύρες
εισόδου, στις οποίες ήταν τοποθετημένες οι καρτέλες καθημερινής καταγραφής
της κατάστασης της εκτροφής ανά ομάδα (αυγοπαραγωγή, μέγεθος σμήνους ανά
ημέρα, θνησιμότητα, κλπ.) και του πλινθόκτιστου τοίχου του ορνιθώνα,
διαμορφώθηκε ενιαίος εσωτερικός διάδρομος εργασιών, διαστάσεων 1,8x12m,

76
δηλαδή συνολικού εμβαδού 21,6m2. Στον εν λόγω χώρο τοποθετήθηκαν οι σάκοι
αποθήκευσης των ζωοτροφών, καθώς και τα σκεύη για τη συλλογή των αυγών.
Επίσης στον εν λόγω χώρο τοποθετούνταν, ανάλογα με τις ανάγκες του
πειραματισμού, έδρα (τραπέζι μεσαίου μεγέθους) για τη διενέργεια διαφόρων
χειρισμών (τοποθέτηση ζυγού για ζύγιση ορνίθων ή σιτηρεσίου, αιμοληψίες κλπ.).
Στον ορνιθώνα είχε εξασφαλιστεί ο κατάλληλος φωτισμός σε κάθε διαμέρισμα.
Ακολουθήθηκε το ενδεδειγμένο πρόγραμμα φωτισμού (οκτάωρη τουλάχιστον συνεχής
νυκτερινή περίοδος ανάπαυσης, χωρίς τεχνητό φωτισμό και συμπλήρωση με
τεχνητά μέσα, για να εξασφαλίζεται φωτισμός επί 16 ώρες ημερησίως).
Στο εσωτερικό κάθε διαμερίσματος τοποθετήθηκαν κωνικές ταΐστρες, ποτίστρες
και φωλιές ωοτοκίας. Ο αριθμός των πτηνοτροφικών σκευών ήταν επαρκής, για
τον αριθμό των πτηνών που εγκαταστάθηκαν, σε κάθε διαμέρισμα του ορνιθώνα.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε διαμέρισμα που προέκυψε από το διαχωρισμό με
πλαστικό πλέγμα, εξοπλίστηκε με μια φωλιά ωοτοκίας 8 θέσεων, (1 θέση ανά 3
όρνιθες) μια κωνική ταΐστρα χωρητικότητας 25kg και μια αυτόματη κρεμαστή
ποτίστρα διαμέτρου 38cm (Εικόνα 3).

Εικόνα 3. Εξωτερική άποψη και εσωτερικοί χώροι του ορνιθώνα της βιολογικής εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων που διαμορφώθηκε ειδικά για τις ανάγκες των πειραματισμών

77
β) Υπαίθριος χώρος

Οι όρνιθες από όλες τις υποομάδες είχαν συνεχή πρόσβαση σε υπαίθριο χώρο
άσκησης, όποτε το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και τουλάχιστον κατά τη
διάρκεια του ενός τρίτου της ζωής τους, διαμέσου των πλευρικών ανοιγμάτων που
υπήρχαν στα επιμέρους διαμερίσματα του ορνιθώνα. Το κάθε πλευρικό άνοιγμα
συνδέονταν με τον υπαίθριο χώρο με μεταλλική, σχαρωτή ράμπα μήκους 1,5m
(Εικόνα 4).

Εικόνα 4. Εξωτερική άποψη, πλευρικά ανοίγματα και ράμπες πρόσβασης από τον
ορνιθώνα στον υπαίθριο χώρο, της βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, που
διαμορφώθηκε ειδικά για τις ανάγκες των πειραματισμών

Η συνολική έκταση του υπαίθριου χώρου ήταν 12x70m, (συνολικό εμβαδόν 840
m2) ενώ και αυτός διαιρέθηκε, με πλαστική περίφραξη ύψους 2,5m, ισομερώς σε
έξι μακρόστενους επί μέρους χώρους (εμβαδόν 140m2 για τον κάθε χώρο), σε
αντιστοιχία με κάθε διαμέρισμα.
Ο υπαίθριος χώρος άσκησης καλύπτονταν με αυτοφυή βλάστηση, ενώ πέριξ του
υπαίθριου χώρου κατασκευάστηκε κατάλληλη περίφραξη, που διασφάλιζε
αποτελεσματικά την προστασία των πτηνών.
Σε κάθε επί μέρους υπαίθριο χώρο τοποθετήθηκε κυκλική ποτίστρα, ώστε να
υπάρχει διαθέσιμο νερό κατά την άσκηση των ορνίθων, καθώς και μεταλλικά
στέγαστρα για την προστασία των πτηνών, ενώ φυσική προστασία- κυρίως από
τον ήλιο- παρείχαν στα πτηνά πυκνόφυλλα ελαιόδεντρα, που ήταν διάσπαρτα στο
σύνολο της έκτασης του υπαίθριου χώρου. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν 3-4
ελαιόδεντρα σε κάθε επί μέρους χώρο. Άποψη του υπαίθριου χώρου εκτροφής
δίνεται στην εικόνα 5.

78
Εικόνα 5. Υπαίθριος χώρος: σκέπαστρο, ποτίστρα και ελαιόδεντρα

γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος

Σε όλη τη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, υπήρχε καταγραφή των συνθηκών


του περιβάλλοντος διαβίωσης των ορνίθων, που αφορούσε στο εξωτερικό
περιβάλλον, όπου καθημερινά λαμβάνονταν στοιχεία από τον μετεωρολογικό
σταθμό της Πολεμικής Αεροπορίας στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας
Θεσσαλονίκης. Τα στοιχεία αυτά περιελάμβαναν:
- τη μέγιστη και την ελάχιστη θερμοκρασία του 24ώρου, καθώς και τρεις τιμές της
θερμοκρασίας στις 06.00, στις 12.00 και στις 18.00, ανά ημέρα. Στη συνέχεια
προσδιορίστηκε η μέση ημερήσια θερμοκρασία και η μέση μηνιαία θερμοκρασία,
με βάση τους τύπους:
1Τ 2(Τ
μ.ημ= 6+Τ12+Τ18+Τ18)/4
3Τ 4(Τ
μ.μην= μ.ημ(1)+ Τμ.ημ(2)+ Τμ.ημ(3)+,………,+ Τμ.ημ(n))/ 5n

1: Μέση ημερήσια θερμοκρασία


2: Άθροισμα θερμοκρασιών στις 06.00, 12.00 και 18.00 ανά 24ωρο
3: Μέση μηνιαία θερμοκρασία
4: Άθροισμα μέσων ημερησίων θερμοκρασιών ανά μήνα
5: Πλήθος ημερών
(Ε.Μ.Υ.,1999),
- τρεις τιμές σχετικής υγρασίας στις 06.00, στις 12.00 και στις 18.00, ανά ημέρα.
Στη συνέχεια προσδιορίστηκε η μέση ημερήσια σχετική υγρασία και η μέση μηνιαία
σχετική υγρασία του αέρα, με βάση τους τύπους :
1Σχ.Υγρ. 2(Σχ.Υγρ
μ.ημ.= 6+ Σχ.Υγρ12+ Σχ.Υγρ18)/3

79
3Σχ.Υγρ. 4 (Σχ.Υγρ.
μ.μην.= μ.ημ(1)+ Σχ.Υγρ.μ.ημ(2)+ Σχ.Υγρ.μ.ημ(3)+,……..,+
Σχ.Υγρ.μ.ημ(n))/ 5n

1: Μέση ημερήσια σχετική υγρασία του αέρα


2: Άθροισμα ποσοστού σχετικής υγρασίας στις 06.00, 12.00 και 18.00 ανά 24ωρο
3: Μέση μηνιαία σχετική υγρασία του αέρα
4: Άθροισμα μέσων ημερησίων σχετικών υγρασιών ανά μήνα
5: Πλήθος ημερών
(Ε.Μ.Υ.,1999)
- τις ημέρες βροχόπτωσης, σε απόλυτο αριθμό και
- το ύψος βροχής ανά ημέρα. Στη συνέχεια προσδιορίστηκε το μηνιαίο ύψος
βροχής μετά την άθροιση των επιμέρους ημερήσιων τιμών (Ε.Μ.Υ.,1999).

δ) Μέτρα Βιοασφάλειας

Συγκεκριμένα μέτρα βιοασφάλειας ελήφθησαν, τόσο για την προστασία της


εκτροφής, όσο και για την προφύλαξη όλων, όσων συμμετείχαν στη διαχείριση
της, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού.
Τα μέτρα βιοασφάλειας που ελήφθησαν, συνοπτικά περιελάμβαναν τα ακόλουθα:
 Η πειραματική εκτροφή δεν έρχονταν σε επαφή, ούτε άμεσα, αλλά ούτε
και έμμεσα, με άλλες εκμεταλλεύσεις πουλερικών (κοινή χρήση εξοπλισμού,
οχημάτων, ζωοτροφών, κλπ), σε κανέναν από τους δύο πειραματισμούς.
 Η είσοδος και η έξοδος οχημάτων ήταν ελεγχόμενη και περιορισμένη.
 Υπήρχε τροχολουτήρας, με κατάλληλο για την περίπτωση απολυμαντικό.
 Υπήρχαν ποδολουτήρες, τόσο στην είσοδο του περιφραγμένου χώρου
(υπαίθριος χώρος), όσο και στην είσοδο του ορνιθώνα.
 Υπήρχε ειδικά διαμορφωμένος χώρος, μέσα στον οποίο φυλάσσονταν,
τόσο ο ειδικός ατομικός εξοπλισμός προστασίας, των ατόμων που
έρχονταν σε επαφή με την εκμετάλλευση (μάσκες, μπλούζες ή φόρμες,
γάντια, γυαλιά, μπότες κλπ.), όσο και ειδικά απολυμαντικά. Όλα τα υλικά
έφεραν τη σήμανση CE.
 Το προσωπικό της εκτροφής, που πραγματοποιούσε εργασίες κατά τη
διάρκεια των πειραματισμών, ήταν το ελάχιστο δυνατό και εκπαιδευμένο,

80
ώστε να κατανοεί και να ακολουθεί πιστά όλα τα απαραίτητα μέτρα και τις
οδηγίες βιοπροστασίας.
 Το νερό που χρησιμοποιήθηκε ήταν πόσιμο, από το δίκτυο ύδρευσης της
περιοχής.

ε) Ζωικό υλικό - Ομάδες του πειραματισμού

Στη διάρκεια του 1ου πειραματισμού χρησιμοποιήθηκαν συνολικά εκατόν ενενήντα


οκτώ (198) αυγοπαραγωγές όρνιθες βιολογικής εκτροφής, που ανήκαν σε
γενότυπο προερχόμενο από τη φυλή κόκκινη Rhode Island (τύπος Hy-Line
Brown). Οι όρνιθες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ηλικίας 40 εβδομάδων, κατά την
έναρξη του πειραματισμού. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εν λόγω φυλής,
στις 40 εβδομάδες έχει ολοκληρωθεί η γενετήσια ωρίμανση των ορνίθων, έχουν
φθάσει στο μέγιστο της αυγοπαραγωγής και έχουν αποκτήσει το επιθυμητό
σωματικό τους βάρος. Οι όρνιθες κατανεμήθηκαν τυχαία σε τρεις (3) πειραματικές
ομάδες- μεταχειρίσεις. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από εξήντα έξι (66) όρνιθες,
καθεμία σε 2 επαναλήψεις, δηλαδή συνολικά έξι υποομάδες των τριάντα τριών
(33) ορνίθων, κατανεμημένες στα ως άνω έξι ίσα διαμερίσματα.
Οι ομάδες αυτές ήταν οι ακόλουθες:
Ομάδα M: Αποτέλεσε τους μάρτυρες του πειραματισμού. Στην ομάδα αυτή
χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές όρνιθες, χωρισμένες σε δύο
υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Μ1 και Μ2, στις οποίες χορηγήθηκε,
προς κατά βούληση κατανάλωση, ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής.
Ομάδα Α: Στην ομάδα αυτή χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές
όρνιθες, χωρισμένες σε δύο υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Α1 και Α2,
στις οποίες χορηγήθηκε προς κατά βούληση κατανάλωση ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στο οποίο ενσωματώθηκαν
αλεσμένα, αποξηραμένα φύλλα και βλαστοί φασκόμηλου (Salvia officinalis L.), σε
αναλογία 0,5% (5,0 kg/ τόνο τροφής).
Ομάδα Β: Στην ομάδα αυτή χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές
όρνιθες χωρισμένες σε δύο υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Β1 και Β2,
στις οποίες χορηγήθηκε προς κατά βούληση κατανάλωση ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στο οποίο ενσωματώθηκαν
81
αλεσμένα, αποξηραμένα φύλλα και βλαστοί φασκόμηλου (Salvia officinalis L.), σε
αναλογία 1,0% (10,0 kg/ τόνο τροφής).

Η τυχαία κατανομή (με κλήρωση) των υποομάδων ανά διαμέρισμα αποτυπώνεται


ως εξής:
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 1 2 3 4 5 6
ΥΠΟΟΜΑΔΑ Μ2 Α2 Β2 Β1 Α1 Μ1

στ) Διατροφή

Το ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής που


χορηγήθηκε σε όλες τις ομάδες περιείχε ως βάση τον αραβόσιτο, το κριθάρι και το
σογιάλευρο. Η παρασκευή του σιτηρεσίου έγινε εντός των ιδιόκτητων σχετικών
εγκαταστάσεων της μονάδας.

Η σύνθεση και η υπολογισθείσα χημική σύσταση του σιτηρεσίου δίνεται στον


πίνακα 15.

82
Πίνακας 15. Σύνθεση και χημική σύσταση του σιτηρεσίου που χορηγήθηκε στις βιολογικά
εκτρεφόμενες αυγοπαραγωγές όρνιθες του πειραματισμού

Σύνθεση (kg)
Ομάδα
Πρώτες ύλες Μ Α Β
Αραβόσιτος 518 510 505
Σογιάλευρο (44%) 238 240 242
Κριθάρι 100 98 93
Μαρμαρόσκονη 104,4 104,4 104,4
Φωσφορικό μονοασβέστιο 9,5 9,5 9,5
Μεθειονίνη 1,5 1,5 1,5
Χολίνη 0,5 0,5 0,5
Πρόμειγμα Βιτ.- Ιχνοστ.1 2 2 2
Σογιέλαιο 22 25 28
Φασκόμηλο 0 5 10
Ανθρακικό νάτριο 2,3 2,3 2,3
Αλάτι 1,8 1,8 1,8
ΣΥΝΟΛΟ 1000 1000 1000

Χημική σύσταση (%)


Πρωτεΐνες 15,6 15,6 15,6
Λιπαρές ουσίες 4,69 4,97 5,24
Κυτταρίνες 3,08 3,07 3,06
Ασβέστιο 4,17 4,17 4,17
Ολικός φώσφορος 0,51 0,51 0,51
Διαθέσιμος φώσφορος 0,32 0,32 0,32
Μεταβολιστέα Ενέργεια (Kcal/kg) 2808 2805 2803
Λυσίνη 0,83 0,83 0,83
Μεθειονίνη 0,41 0,41 0,41
Μεθειονίνη- κυστίνη 0,68 0,68 0,68
Θρεονίνη 0,6 0,6 0,6
Τρυπτοφάνη 0,18 0,18 0,18
Νάτριο 0,15 0,15 0.15
Χλώριο 0,14 0,14 0.14

1
Το πρόμιγμα βιταμινών και ιχνοστοιχείων προσέφερε ανά κιλό σιτηρεσίου 10.000. I.U. βιταμίνη Α,
2.500. I.U βιταμίνη D3, 30mg βιταμίνης Ε, 4mg βιταμίνη Κ3, 1mg βιταμίνη Β1, 5mg βιταμίνη Β2,
3mg βιταμίνη Β6, 0,02mg βιταμίνη Β12, 30mg νικοτινικού οξέος, 10mg παντοθενικού οξέος, 1mg
φολικό οξύ, 0,05mg βιοτίνη, 10mg βιταμίνη C, 400mg χολίνη, 120mg μαγγάνιο (οξείδιο), 100mg
ψευδάργυρος (οξείδιο), 25mg σίδηρος (θειϊκός), 10mg χαλκός, 1mg ιώδιο (ιωδιούχο κάλιο), 0,30mg
σελήνιο (σεληνιώδες Na), 0,20mg κοβάλτιο (ανθρακικό).

Το αρωματικό φυτό που χρησιμοποιήθηκε, το φασκόμηλο (Salvia officinalis L.),


καλλιεργήθηκε σε περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Η συγκομιδή του έγινε στις
αρχές Ιουνίου του 2008 μετά την ανθοφορία του και στη συνέχεια ακολούθησε
φυσική αποξήρανσή του, για περίπου 15 ημέρες. Το αποξηραμένο φυτό (βλαστοί,
φύλλα και άνθη) στη συνέχεια αλέστηκε και συσκευάστηκε, προς αποθήκευση. Το

83
προϊόν της άλεσης ενσωματώθηκε στα επί μέρους σιτηρέσια, στις παραπάνω
αναφερόμενες αναλογίες.
Η ανάλυση των δειγμάτων των φυτών της Salvia officinallis L. πραγματοποιήθηκε
στο Εργαστήριο Φαρμακογνωσίας, του Τμήματος Φαρμακευτικής του Α.Π.Θ.,
σύμφωνα με την παρακάτω μεθοδολογία:

Παραλαβή πτητικών συστατικών


Τα αποξηραμένα και κονιοποιημένα φύλλα του φυτού, τα οποία παραλήφθηκαν
από την εταιρεία «ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ», υποβλήθηκαν σε υδροαπόσταξη για δύο
ώρες σε συσκευή τύπου Clevenger, συνδεδεμένη με τροποποιημένο ψυχόμενο
υποδοχέα αιθέριων ελαίων. Η επιπλέον ψύξη χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να
μειώσει τα παραπροϊόντα της θερμικής κατεργασίας. Μετά το τέλος της
απόσταξης, το αιθέριο έλαιο παραλήφθηκε σε 2 ml πεντανίου (GC grade) και
διηθήθηκε μέσω άνυδρου θειικού νατρίου για την αφυδάτωσή του. Το
παραλαμβανόμενο αιθέριο έλαιο, διατηρήθηκε στους -4οC, μέχρι να αναλυθεί.

Ποιοτική και Ποσοτική Ανάλυση των Πτητικών Συστατικών


Η ανάλυση των αιθερίου ελαίου, έγινε με αέριο χρωματογραφία μάζας (GC-MS).
Για τη GC-MS ανάλυση, χρησιμοποιήθηκε σύστημα SHIMADZU GC-2010-GCMS-
QP2010 και η μέθοδος παραγωγής ιόντων ήταν ιονισμός με ηλεκτρόνια (70eV).
Χρησιμοποιήθηκε μία άπολη στήλη HP-5MS (30m x 0.25mm, film thickness: 0.25
μm), με θερμικό πρόγραμμα από τους 50 oC (5 min) μέχρι τους 290 oC, με ρυθμό
αύξησης της θερμοκρασίας 4 oC/min. Ως κινητή φάση χρησιμοποιήθηκε το
αδρανές αέριο ήλιο (1.0 ml/min). Ο ενέσιμος όγκος για κάθε δείγμα αιθερίου ελαίου
ήταν 1 μL. Ο ποσοτικός προσδιορισμός των συστατικών βασίστηκε στον ολικό
αριθμό θραυσμάτων (total ion count) των μεταβολιτών, όπως αυτά ανιχνεύτηκαν
από το φασματογράφο μάζας. Η ταυτοποίηση των χημικών συστατικών έγινε με
βάση το χρόνο παρακράτησης κάθε συστατικού (Rt) σε σχέση με τους χρόνους
παρακράτησης προτύπων ενώσεων και μελέτη των φασμάτων μάζας, με τη
βοήθεια των βιβλιοθηκών Wiley library Spectra και NIST/NBS (Massada, 1976) και
των δεδομένων βιβλιογραφίας (Adams, 2007) καθώς και με υπολογισμό των
συντελεστών AI (Arithmetic indexes) σύμφωνα με την εργασία των Van den Dool
and Kratz (1963), σε σχέση με τους χρόνους παρακράτησης προτύπων

84
υδρογονανθράκων (C9-C25). Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγινε
συγχρωματογράφηση με πρότυπες ενώσεις.
Στον πίνακα 16 δίνεται η χημική σύσταση (%) του αιθερίου ελαίου του αρωματικού
φυτού Salvia officinallis L. (φασκόμηλο).
Το καλλιεργούμενο φασκόμηλο είχε 2,37% απόδοση σε αιθέριο έλαιο με κύρια
συστατικά τα εξής:
- cis- ή α-θουγιόνη (33,80%)
- trans- ή β-θουγιόνη (6,97%),
- 1,8-κινεόλη ή ευκαλυπτόλη (11,61%) και
- καμφορά (24,54%).
Συνολικά, ταυτοποιήθηκε το 98,95% των συστατικών του αιθερίου ελαίου και
προσδιορίστηκαν 36 ενώσεις.

85
Πίνακας 16. Χημική Σύσταση (%) του αιθερίου ελαίου του αρωματικού φυτού Salvia
officinallis L.
Ενώσεις Aiα Lot # 34796 Ταυτοποίησηβ
1 Tricyclene 920 tr AI, MS
2 Α-Thujene 926 tr AI, MS
3 Α-Pinene 932 2.47 AI, MS, Co-GC
4 Camphene 946 2.46 AI, MS
5 Β-Pinene 974 1.04 AI, MS, Co-GC
6 Β-Myrcene 992 0.64 AI, MS, Co-GC
7 Α-Phellandrene 1004 0.06 AI, MS
8 Α-Terpinene 1016 0.11 AI, MS
9 p-Cymene 1024 0.51 AI, MS, Co-GC
10 Limonene 1028 1.54 AI, MS
11 1,8-Cineol (Eucalyptol) 1030 11.61 AI, MS, Co-GC
12 Γ-Terpinene 1059 0.17 AI, MS
13 trans-Linalool oxide (furanoid) 1073 tr AI, MS
14 Terpinolene 1088 0.19 AI, MS
15 Linalool 1100 0.34 AI, MS, Co-GC
16 Α-Thujone 1104 33.80 AI, MS
17 Β-Thujone 1116 6.97 AI, MS
18 Α-Campholenal 1126 tr AI, MS
19 Isothujol 1135 0.09 AI, MS
20 cis-Sabinol 1140 0.07 AI, MS
21 Camphor 1143 24.54 AI, MS
22 Neoisothujol 1150 0.07 AI, MS
23 trans-Pinocamphone 1161 0.10 AI, MS
24 Borneol 1165 2.93 AI, MS, Co-GC
25 Menthol 1173 0.08 AI, MS
26 Terpinen-4-ol 1177 0.56 AI, MS, Co-GC
27 p-Cymen-8-ol 1186 0.08 AI, MS
28 Α-Terpineol 1191 0.28 AI, MS
29 Myrtenol 1197 0.14 AI, MS
30 Isobornyl acetate 1286 1.73 AI, MS
31 trans-Pinocarvyl acetate 1294 0.23 AI, MS
32 Β-Caryophyllene 1421 0.39 AI, MS, Co-GC
33 Α-Caryophyllene 1455 1.34 AI, MS, Co-GC
34 Caryophyllene oxide 1586 0.20 AI, MS, Co-GC
35 Viridiflorol 1594 3.07 AI, MS
36 Humulene epoxide 1612 0.96 AI, MS
Σύνολο 98,95
Ποσοστό αιθερίου ελαίου
2,37
[ml/100 g (ξηρού βάρους)]
α
Στήλη HP-5MS. β Μέθοδος Ταυτοποίησης: AΙ= Arithmetic index, MS=Φάσμα μάζης, Co-
GC= συγχρωματογράφηση με πρότυπη ουσία. tr= Ίχνη, συγκεντρώσεις <0,05

86
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Ο δεύτερος πειραματισμός πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος (2009) και την ίδια


εποχή (Ιούλιος-Νοέμβριος), είχε την ίδια διάρκεια με αυτή του 1ου πειραματισμού
(16 εβδομάδες) και διεξήχθη με πανομοιότυπες συνθήκες πειραματικού
σχεδιασμού.

α) Ορνιθώνας

Ο ορνιθώνας που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο ίδιος με τον πρώτο πειραματισμό.


Ανάμεσα στους δύο πειραματισμούς ο ορνιθώνας έμεινε κενός. Μετά το τέλος του
πρώτου και πριν την έναρξη του δεύτερου πειραματισμού, όλο το εσωτερικό του
ορνιθώνα, καθώς και ο εξοπλισμός του, πλύθηκαν με άφθονο νερό υπό πίεση και
απολυμάνθηκαν.

β) Υπαίθριος χώρος

Στον ίδιο υπαίθριο χώρο με τον πρώτο πειραματισμό διεξήχθη και ο δεύτερος,
χωρίς να προηγηθεί κάποια παρέμβαση, μετά τη λήξη του πρώτου πειραματισμού.

γ) Καταγραφή συνθηκών εξωτερικού περιβάλλοντος

Σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού, υπήρχε καταγραφή των


συνθηκών του περιβάλλοντος διαβίωσης των ορνίθων, ακριβώς όπως και στον
πρώτο πειραματισμό.

δ) Μέτρα Βιοασφάλειας

Λήφθηκαν όλα τα μέτρα βιοασφάλειας, που είχαν ληφθεί και κατά τον πρώτο
πειραματισμό.

87
ε) Ζωικό υλικό - Ομάδες του πειραματισμού

Στη διάρκεια του 2ου πειραματισμού χρησιμοποιήθηκαν συνολικά εκατόν ενενήντα


οκτώ (198) αυγοπαραγωγές όρνιθες βιολογικής εκτροφής, που ανήκαν σε
γενότυπο προερχόμενο από τη φυλή κόκκινη Rhode Island (τύπος Hy-Line
Brown). Οι όρνιθες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την έναρξη του πειραματισμού
ήταν ηλικίας 40 εβδομάδων, όπως και στον πρώτο πειραματισμό. Οι όρνιθες
κατανεμήθηκαν τυχαία σε τρεις (3) πειραματικές ομάδες. Κάθε ομάδα
αποτελούνταν από εξήντα έξι (66) όρνιθες, καθεμία σε 2 επαναλήψεις, δηλαδή
συνολικά έξι υποομάδες των τριάντα τριών (33) ορνίθων, κατανεμημένες στα ως
άνω έξι ίσα διαμερίσματα.
Οι ομάδες αυτές ήταν οι ακόλουθες:
Ομάδα M: Αποτέλεσε τους μάρτυρες του πειραματισμού. Στην ομάδα αυτή
χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές όρνιθες, χωρισμένες σε δύο
υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Μ1 και Μ2, στις οποίες χορηγήθηκε,
προς κατά βούληση κατανάλωση, ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής.
Ομάδα Α: Στην ομάδα αυτή χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές
όρνιθες, χωρισμένες σε δύο υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Α1 και Α2,
στις οποίες χορηγήθηκε προς κατά βούληση κατανάλωση ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής στο οποίο ενσωματώθηκαν
αλεσμένα, αποξηραμένα φύλλα και βλαστοί φασκόμηλου (Salvia officinalis L.), σε
αναλογία 0,5% (5,0 kg/ τόνο τροφής).
Ομάδα Β: Στην ομάδα αυτή χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 66 αυγοπαραγωγές
όρνιθες χωρισμένες σε δύο υποομάδες των 33 πτηνών η καθεμία, τη Β1 και Β2,
στις οποίες χορηγήθηκε προς κατά βούληση κατανάλωση ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στο οποίο ενσωματώθηκαν
αλεσμένα, αποξηραμένα φύλλα και βλαστοί φασκόμηλου (Salvia officinalis L.), σε
αναλογία 1,0% (10,0 kg/ τόνο τροφής) .

Η τυχαία κατανομή (με κλήρωση) των υποομάδων ανά διαμέρισμα είχε ως εξής:
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 1 2 3 4 5 6
ΥΠΟΟΜΑΔΑ Μ1 Β1 Μ2 Α2 Β2 Α1

88
στ) Διατροφή

Χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια ειδικά σιτηρέσια αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής


εκτροφής με τον πρώτο πειραματισμό.
Το αρωματικό φυτό φασκόμηλο (Salvia officinalis L.) που χρησιμοποιήθηκε, ήταν
από την ίδια συγκομιδή του πρώτου πειραματισμού, που παρέμεινε
αποθηκευμένο με κατάλληλη συσκευασία και ενσωματώθηκε στα επί μέρους
σιτηρέσια, στις παραπάνω αναφερόμενες αναλογίες.

89
II. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Οι μετρήσεις- παρατηρήσεις ξεκίνησαν τέσσερις (4) μέρες μετά την εγκατάσταση


και την τυχαία κατανομή των έξι (6) υποομάδων των τριάντα τριών (33) ορνίθων
ανά διαμέρισμα του ορνιθώνα.

α) Αποδόσεις ορνίθων

1. Προσδιορισμός σωματικού βάρους ορνίθων

Οι όρνιθες ζυγίστηκαν ατομικά με ηλεκτρονικό ζυγό ακριβείας των 5g, την πρώτη
ημέρα (έναρξη) του πειραματισμού (21/07/2008), με βάση την αρχική- τυχαία
κατανομή τους στα επί μέρους διαμερίσματα. Η ζύγιση (ατομική) των ορνίθων,
επαναλήφθηκε την 8η (μέσο) και τη 16η εβδομάδα (λήξη) του πειραματισμού.

2. Κατανάλωση τροφής

Προσδιορίστηκε με ζύγιση, με ηλεκτρονικό ζυγό ακριβείας των 5g η


καταναλισκόμενη, από τα πτηνά, τροφή σε εβδομαδιαία βάση. Πιο συγκεκριμένα
στην έναρξη κάθε εβδομάδας χορηγούνταν στα πτηνά 25kg σιτηρεσίου και στο
πέρας κάθε εβδομάδας ζυγίζονταν το υπόλοιπο της τροφής που τους είχε
χορηγηθεί. Η ζύγιση του υπολοίπου της χορηγούμενης τροφής επαναλήφθηκε σε
εβδομαδιαία βάση και μέχρι το τέλους του πειραματισμού. Πραγματοποιήθηκαν
συνολικά δεκαέξι (16) ζυγίσεις του υπολοίπου της χορηγούμενης τροφής και έτσι
προσδιορίστηκε :
 η εβδομαδιαία κατανάλωση της τροφής (g), με βάση τον τύπο:
Εβδομαδιαία κατανάλωση τροφής = 25000 (g) – τροφή που περίσσεψε (g)
 η ημερήσια κατανάλωση τροφής (g), με βάση τον τύπο:
Ημερήσια κατανάλωση τροφής = Εβδομαδιαία Κατανάλωση τροφής/ 7
 η ημερήσια κατανάλωση τροφής (g) ανά πτηνό, με βάση τον τύπο:
Ημερήσια κατανάλωση τροφής/ πτηνό = Ημερήσια κατανάλωση τροφής/ n
Όπου n, ο αριθμός των πτηνών.
90
3. Προσδιορισμός της αυγοπαραγωγής των ορνίθων

Για τον υπολογισμό της αυγοπαραγωγής, πραγματοποιήθηκε η καθημερινή


συλλογή των αυγών, από την κάθε υποομάδα, σε σταθερή χρονική στιγμή κατά τη
διάρκεια της μέρας, ενώ παράλληλα γινόταν καταγραφή του συνολικού αριθμού
των αυγών.
Η αυγοπαραγωγή των ορνίθων υπολογίστηκε με δύο τρόπους:
- ως ο συνολικός αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε κάθε ομάδα πειραματισμού,
σε ολόκληρη τη διάρκεια του πειραματισμού, και
- ως εβδομαδιαίο ποσοστό ωοτοκίας σε κάθε ομάδα πειραματισμού, σύμφωνα με
τον τύπο
Phh = E x 100/n x K
όπου: Ε = συνολικός αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε Κ ημέρες
n = αριθμός των ορνίθων
και Κ=7 (για μια εβδομάδα)

4. Προσδιορισμός του Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής (Δ.Μ.Τ.)

Για τον προσδιορισμό του Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής, λήφθησαν υπόψη η
κατανάλωση της τροφής και η μάζα του αυγού των ορνίθων, ανά δύο εβδομάδες.
Η κατανάλωση της τροφής προσδιορίστηκε σύμφωνα με την προαναφερόμενη (2)
διαδικασία, ενώ η μάζα του αυγού υπολογίστηκε ως το γινόμενο του βάρους των
αυγών, επί το ποσοστό ωοτοκίας, ανά δύο εβδομάδες του πειραματισμού.
Ο υπολογισμός του Δ.Μ.Τ. έγινε με βάση τον τύπο:

Δ.Μ.Τ.= Κατανάλωση τροφής/Μάζα αυγού,


όπου
Μάζα αυγού = Βάρος αυγού x Ποσοστό ωοτοκίας

91
5. Προσδιορισμός Θνησιμότητας

Για τον προσδιορισμό της θνησιμότητας γίνονταν σε καθημερινή βάση προσεκτική


καταμέτρηση των ορνίθων κάθε υποομάδας, καθώς και προσεκτική παρατήρηση
της κατάστασης των πτηνών (π.χ. τυχόν τραυματισμοί, συμπτώματα ασθένειας)
κάθε υποομάδας, έτσι ώστε να καταγράφονται και να απομακρύνονται άμεσα οι
νεκρές όρνιθες. Σημειώνεται ότι από την κάθε υποομάδα απομακρύνθηκαν και
θανατώθηκαν 2 υγιείς όρνιθες στη διάρκεια του πειραματισμού, συνολικά δηλαδή
12 όρνιθες, για τις περαιτέρω ερευνητικές ανάγκες, αριθμός που δεν
προσμετρήθηκε στον προσδιορισμό της θνησιμότητας.
Η θνησιμότητα που αποτελεί το ποσοστό των ορνίθων που απομακρύνονται λόγω
θανάτου από την εκτροφή υπολογίστηκε με βάση τον τύπο:

Θνησιμότητα(%) = Αριθμός ορνίθων που πέθαναν/


Αρχικό αριθμό ορνίθων Χ 100

β) Δείκτες υγείας των ορνίθων

1. Μικροβιολογικές αναλύσεις

Οι δείκτες υγείας των ορνίθων που αξιολογήθηκαν για τις ανάγκες του πρώτου
πειραματισμού αφορούσαν στην ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella
spp. και Campylobacter spp., σε περιεχόμενο τυφλών εντέρων των
αυγοπαραγωγών ορνίθων του πειραματισμού. Η λήψη του περιεχομένου του
τυφλού εντέρου πραγματοποιήθηκε τη δεύτερη, δωδέκατη και δέκατη-έκτη
εβδομάδα του πειραματισμού. Πιο συγκεκριμένα, θανατώθηκαν, μετά από τυχαία
επιλογή κλινικά υγιών ορνίθων, μία (1) όρνιθα από κάθε υποομάδα τη δεύτερη και
δωδέκατη εβδομάδα του πειραματισμού (συνολικά 12 όρνιθες) και δύο (2) όρνιθες
τη δέκατη-έκτη. Ακολουθούσε νεκροτομή και λήψη του περιεχομένου του τυφλού
εντέρου. Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας και
Λοιμωδών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. σύμφωνα με τα
παρακάτω αναλυτικά πρωτόκολλα.

92
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη διενέργεια όλων των παρακάτω χειρισμών, δεν
απαιτούνται ειδικά μέτρα προφύλαξης, πλην των μέτρων αυτών, που
εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια διενέργειας αναλύσεων.

i. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella spp. σε περιεχόμενο τυφλών


εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής

i.1. Προεμπλουτισμός σε μη εκλεκτικό υγρό υπόστρωμα


Η εξεταζόμενη ποσότητα του δείγματος προστίθονταν σε ανάλογη ποσότητα ώστε
να προκύψει λόγος διαλύματος 1/10 (π.χ. σε 25 gr εξεταζόμενης ποσότητας
δείγματος προστίθονταν 225 ml BPW). Συγκεκριμένα, το δείγμα ζυγίζονταν και
προστίθονταν η κατάλληλη (9x) ποσότητα BPW. Ακολουθούσε επώαση στους
37±1οC επί 18±2 ώρες (h), με σκοπό το μη εκλεκτικό προεμπλουτισμό.
i.2. Εκλεκτικός εμπλουτισμός σε ημίρρευστο υπόστρωμα
Τα τρυβλία με το Modified Semi solid Rappaport- Vassiliadis (MSRV) (Biolife,
Italiana S.r.L, Milano, Italy) αφήνονταν να αποκτήσουν θερμοκρασία δωματίου και
ακολούθως ενοφθαλμίζονταν με 3 σταγόνες της καλλιέργειας προεμπλουτισμού.
Οι 3 σταγόνες (συνολικά 0,1ml) τοποθετούνταv ξεχωριστά και σε ίσα διαστήματα
επάνω στην επιφάνεια του υλικού. Τα ενοφθαλμισμένα τρυβλία MSRV
επωάζονταν στους 41,5±1°C για 24±3h. Τα τρυβλία δεν αναστρέφονταν. Θετικά
τρυβλία θεωρούνται εκείνα που αναπτύσσουν μια γκρί-άσπρη, θολή ζώνη που
προεκτείνεται εκτός της σταγόνας που ενοφθαλμίσθηκε. Η ζώνη αυτή
χαρακτηρίζεται από λευκή άλω με διαυγή, περιγεγραμμένη περιφέρεια. Όταν τα
τρυβλία ήταν αρνητικά μετά από 24 ώρες, η επώαση συνεχίζονταν περαιτέρω για
24±3h.
i.3. Σπορά σε στερεά εκλεκτικά υπόστρωμα
Από τα θετικά τρυβλία MSRV γίνονταν ανασπορά σε XLD άγαρ και RAMBACH
agar και επωάζονταν στους 37±1°C για 24±3h. Τα αρνητικά τρυβλία με MSRV
επανατοποθετούνται στον κλίβανο στους 41,5±1°C για περαιτέρω επώαση για
24±3h. Η παραπάνω διαδικασία της σποράς στα στερεά υποστρώματα,
προβλέπεται να επαναλαμβάνεται, εάν αυτά τα τρυβλία MSRV γίνουν θετικά μετά
από επώαση 48 ωρών. Οι τυπικές αποικίες σαλμονέλλας, που αναπτύσσονται στο
XLD άγαρ έχουν μαύρο κέντρο και μια ελαφρώς διαυγή ερυθρωπή ζώνη, εξαιτίας
της αλλαγής χρώματος του δείκτη. Τα στελέχη σαλμονέλλας που αναπτύσσονται

93
στο XLD άγαρ και είναι αρνητικά στην παραγωγή υδροθείου (πχ. Salmonella
Paratyphi A) είναι ροζ, με πιο σκούρο ροζ κέντρο, ενώ τα λακτόζη-θετικά στελέχη
είναι κίτρινα, συνοδευόμενα ή όχι από μαύρη χρωστική. Στο υπόστρωμα
RAMBACH Agar, οι τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν χρώμα κόκκινο.
i.4. Επιβεβαίωση
i.4.1. Απομόνωση ύποπτων αποικιών
Σε περίπτωση που εντοπιζόταν ανάπτυξη ύποπτων αποικιών, λαμβάνονταν 1 έως
5 χαρακτηριστικές ή ύποπτες αποικίες, από τα τρυβλία κάθε εκλεκτικού
υποστρώματος και γίνονταν ανασπορά στην επιφάνεια τρυβλίων με Nutrient agar
(Merck KGaA, Darmstadt, Germany), με τέτοιο τρόπο ώστε να ληφθούν καλά
απομονωμένες αποικίες. Tα τρυβλία επωάζονταν σε θερμοκρασία 37±1οC επί 21-
27h. Οι καθαρές καλλιέργειες που λαμβάνονταν, χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια
για βιοχημική και ορολογική επιβεβαίωση.
i.4.2. Βιοχημικές δοκιμές
Η ταυτοποίηση του βιοχημικού προφίλ των ύποπτων αποικιών πραγματοποιήθηκε
από την καθαρή καλλιέργεια χρησιμοποιώντας συστοιχία βιοχημικών δοκιμών API
20E (Biomerieux, Marcy l’Ecole- France), καθώς και με ενοφθαλμισμό της
επιφάνειας και του πυθμένα του κεκλιμένου σωλήνα με Triple Sugar Iron agar (TSI
agar) (Merck KGaA, Darmstadt, Germany), (επώαση στους 37 ± 1ο C για 24 ± 3
ώρες). Από το αριθμητικό προφίλ που λαμβάνονταν 24 ώρες μετά, σύμφωνα με
τις οδηγίες του παρασκευαστή και με τη χρήση λογισμικού ταυτοποίησης
(APIWeb), αλλά και από την ερμηνεία των αποτελεσμάτων του TSI agar,
προσδιοριζόταν το συμπέρασμα εάν επρόκειτο για αποικία Salmonella spp.

ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. σε περιεχόμενο τυφλών
εντέρων ορνίθων αυγοπαραγωγής

ii.1. Εμπλουτισμός σε εκλεκτικό υπόστρωμα


Από την αρχική 1/10 αραίωση του δείγματος σε BPW που χρησιμοποιήθηκε για
την ανίχνευση ειδών του γένους Salmonella, λαμβάνονταν 10ml τα οποία
προστίθονταν σε 90ml Bolton broth. (Merck KGaA, Darmstadt, Germany).
Ακολουθούσε επώαση σε αναερόβιες συνθήκες στους 41,5οC επί 44±4h.
ii.2. Σπορά σε στερεά εκλεκτικά υπόστρωμα

94
Από την καλλιέργεια του ζωμού εμπλουτισμού Bolton, ποσότητα ενός
μικροβιολογικού κρίκου μεταφέρονταν στην επιφάνεια τρυβλίου, με modified
Charcoal cefoperazone deoxycholate agar (mCCA agar) (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany), έτσι ώστε να ληφθούν καλά απομονωμένες αποικίες. Η ίδια
διαδικασία εφαρμοζόταν και για το Preston agar (Merck KGaA, Darmstadt,
Germany). Ακολουθούσε επώαση σε αναερόβιες συνθήκες στους 41,5οC επί
44±4h.
Οι τυπικές αποικίες όταν αναπτύσσονται στο mCCD agar έχουν χρώμα γκριζωπό,
ορισμένες φορές εμφανίζουν μεταλλική χροιά, είναι επίπεδες και υγρές με τάση
εξάπλωσης (τάση να σχηματίζουν λεπτό ταπήτιο).
ii.3 Απομόνωση
Από κάθε εκλεκτικό στερεό υπόστρωμα λαμβάνονταν τουλάχιστον μία (1) ύποπτη
ή τυπική αποικία και τέσσερις (4) ακόμη εάν η πρώτη ήταν αρνητική. Οι
επιλεγμένες τυπικές ή ύποπτες αποικίες ανακαλλιεργούνταν σε μη εκλεκτικό
υπόστρωμα Columbia blood agar, με σκοπό την ανάπτυξη σαφώς
περιγεγραμμένων αποικιών. Ακολουθούσε επώαση σε αναερόβιες συνθήκες
στους 41,5οC επί 44±4h.
ii.4. Επιβεβαίωση
Οι καθαρές καλλιέργειες υποβάλλονταν σε μικροσκοπική και βιοχημική εξέταση
καθώς και έλεγχο ανάπτυξης.
ii.4.1. Μικροσκοπική εξέταση
Γίνονταν εναιώρημα μιας ύποπτης αποικίας σε 1ml Brucella broth (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany). Μία σταγόνα εναιωρήματος αφήνονταν στην επιφάνεια
αντικειμενοφόρου πλάκας και καλύπτονταν με μεγάλη καλυπτρίδα. Ακολουθούσε
μικροσκόπιση με καταδυτικό φακό 100x με χρήση κεδρέλαιου, σε μικροσκόπιο
αντιθέτου φάσεως με στόχο τη διαπίστωση της κινητικότητας (αντίθετα προς την
κίνηση Brown), αλλά και της χαρακτηριστικής μορφολογίας (όμοια με κόμμα ή
μορφές S ή σπειροειδείς).
ii.4.2. Έλεγχος της ανάπτυξης στους 25οC (αναερόβια).
Όλες οι ύποπτες ή τυπικές αποικίες που είχαν τη μορφολογία και την κινητικότητα
των ειδών του γένους Campylobacter, ελέγχονταν για τη δυνατότητα ανάπτυξης
ύστερα από αναερόβια επώαση επί 44±4h στους 25οC. Τα είδη του γένους
Campylobacter δεν αναπτύσσονται στις παραπάνω συνθήκες.
ii.4.3. Έλεγχος της ανάπτυξης στους 41,5οC (αερόβια).

95
Όλες οι ύποπτες ή τυπικές αποικίες που είχαν τη μορφολογία και την κινητικότητα
των ειδών του γένους Campylobacter, ελέγχονταν για τη δυνατότητα ανάπτυξης
ύστερα από αερόβια επώαση επί 44±4h στους 41,5οC. Τα είδη του γένους
Campylobacter δεν αναπτύσσονται στις παραπάνω συνθήκες.
ii.4.4. Δοκιμή της οξειδάσης
Χρησιμοποιώντας πλαστικό αποστειρωμένο κρίκο μιας χρήσης, λαμβάνονταν
ποσότητα από κάθε καλά απομονωμένη αποικία και αφήνονταν σε ταινία
οξειδάσης του εμπορίου (Liofilchem, Roseto d’Abruzzi TE, Italy). Η ανάγνωση του
αποτελέσματος γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή. Τα είδη του
γένους Campylobacter δίνουν θετική τη δοκιμή της οξειδάσης.
ii.5. Επιβεβαιωτικές δοκιμές
ii.5.1. Δοκιμή της καταλάσης
Στην επιφάνεια μιας αντικειμενοφόρου πλάκας αφήνονταν μια σταγόνα διαλύματος
υπεροξειδίου του υδρογόνου 3% και μέρος της ύποπτης αποικίας διαλύονταν σε
αυτή. Εάν εμφανίζονταν φυσαλίδες αέρα η δοκιμή θεωρούνταν θετική.
ii.5.2. Έλεγχος ευαισθησίας σε ναλιδιξικό οξύ και κεφαλοθίνη.
Όλες οι ύποπτες αποικίες ελέγχονταν επίσης ως προς την ευαισθησία σε
ναλιδιξικό οξύ και κεφαλοθίνη. Για το σκοπό αυτό ετοιμάζονταν διάλυμα αποικίας
σε Brucella broth θολερότητας 0,5 της κλίμακας MacFarland και ακολουθούσε
αραίωση του αρχικού εναιωρήματος 1/10. Το τελικό διάλυμα επιστρώνονταν στην
επιφάνεια Mueller Hinton agar με 5% απινιδιωμένο αίμα προβάτου. Η επιφάνεια
του petri αφήνονταν να στεγνώσει και ακολούθως τοποθετούνταν τα δισκία
ναλιδιξικού οξέος και κεφαλοθίνης. Στη συνέχεια το petri με τα αντιβιοτικά δισκία
επωάζοταν στους 37οC για 22h±2h σε αναερόβιες συνθήκες.
Ανάγνωση αποτελέσματος:

Όταν παρατηρείται ανάπτυξη αποικιών σε επαφή με τα δισκία το στέλεχος


χαρακτηρίζεται ως ανθεκτικό.

Όταν παρατηρείται ζώνη αναστολής οποιασδήποτε διαμέτρου το στέλεχος


χαρακτηρίζεται ως ευαίσθητο.

ii.5.3. Υδρόλυση του ιππουρικού

96
Αποικίες από το Columbia agar διαλύονταν σε 0,4ml διαλύματος ιππουρικού
νατρίου ώστε να δημιουργηθεί πυκνό διάλυμα. Ακολουθούσε επώαση 4h στους
37οC. Στη συνέχεια επιστοιβαδεύονταν 0,2ml διαλύματος νυνιδρίνης.
Ανάγνωση αποτελέσματος:

Θετική αντίδραση όταν το διάλυμα αποκτά ένα βαθύ βιολετί χρώμα

Αρνητική αντίδραση όταν το διάλυμα αποκτά ένα ελαφρά βιολετί χρώμα ή καθόλου
χρώμα

ii.5.4. Έλεγχος της υδρόλυσης του ινδοξυλικού οξειδίου


Η υπό εξέταση αποικία τοποθετούνταν πάνω στο δισκίο του ινδοξυλικού οξειδίου
και ακολουθούσε προσθήκη σταγόνας αποστειρωμένου αποσταγμένου νερού.
Ανάγνωση αποτελέσματος:

Η δοκιμή θεωρείται θετική όταν έχουμε αλλαγή χρώματος σε σκούρο μπλέ εντός 5-
10 min.

Η δοκιμή θεωρείται αρνητική όταν δεν παρατηρείται αλλαγή χρώματος.

Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων συνοπτικά έχει ως εξής:

Δοκιμή C. jejuni C. coli C. lari C. upsaliensis


Καταλάσης + + + -/αδύναμη
αντίδραση
Ναλιδιξικού οξέως S S R/S S
Κεφαλοθίνης R R R S
Υδρόλυσης του
ιππουρικού + - - -
Ινδοξυλικού
οξειδίου + + - +

97
2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων

Κατά τη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού και συγκεκριμένα στην έναρξη (1 η


εβδομάδα), στο μέσο (9η εβδομάδα) και στο τέλος (16 η εβδομάδα) αυτού,
προσδιορίστηκαν οι αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των
ορνίθων.
Για τον προσδιορισμό επιλέχτηκαν δύο (2) όρνιθες ανά υποομάδα και στις τρεις
περιόδους, συνολικά δηλαδή τριάντα έξι (36) όρνιθες. Εν συνεχεία γινόταν
αιμοληψία από τη βραχιόνια φλέβα της κάθε όρνιθας, το ληφθέν δείγμα αίματος
από κάθε όρνιθα εκχύνονταν, για τις μεν αιματολογικές παραμέτρους σε φιαλίδιο
EDTA KE/ 1.3ml (Sarstedt Co), για τις δε βιοχημικές σε φιαλίδιο Li-Heparin-
LH,1.3ml (Sarstedt Co) και στη συνέχεια εντός δωδεκάωρου διενεργούνταν οι
αναλύσεις. Οι αιματολογικές παράμετροι προσδιορίστηκαν σε αιματολογικό
αναλυτή MS4 (Melet Schloesing – France) και οι βιοχημικές σε βιοχημικό αναλυτή
ξηράς χημείας (Fuji DriChem 3500i – Japan).
Οι ως άνω αναλύσεις περιελάμβαναν για τους αιματολογικούς δείκτες τον
προσδιορισμό του αιματοκρίτη (ΗCT), των λευκών αιμοσφαιρίων (WBC), της
αιμοσφαιρίνης (HB) και των αιμοπεταλίων (PLT), ενώ για τους βιοχημικούς δείκτες
οι αναλύσεις αφορούσαν: ολικές πρωτεΐνες (TP), λευκωματίνες (ALB), αλκαλική
φωσφατάση (ALP), γλυκόζη (GLU), κρεατινική κινάση (CPK), τριγλυκερίδια (TG),
ολική χοληστερόλη (TCHO), ουρικό οξύ (UA) ασβέστιο (Ca) και φώσφορο (P).
Οι αναλύσεις για τον προσδιορισμό των αιματολογικών και βιοχημικών
παραμέτρων του αίματος των ορνίθων πραγματοποιήθηκαν σε ιδιωτικό
μικροβιολογικό- αιματολογικό- βιοχημικό εργαστήριο (Κτηνιατρικό Κέντρο
Θεσσαλονίκης).

γ) Ποιότητα των αυγών

Για την εκτίμηση της ποιότητας των παραγόμενων αυγών, προσδιορίστηκε το


βάρος του αυγού και το βάρος των επιμέρους συστατικών του (λεύκωμα, λέκιθος)
και η εκατοστιαία αναλογία τους, καθώς και χαρακτηριστικά που αφορούν στην
ποιότητα του κελύφους του αυγού και στην ποιότητα του εσωτερικού του αυγού
(Roberts, 2004˙ Gerber, 2006˙ Fortomaris and Goussi, 2011).

98
Οι μετρήσεις γίνονταν σε δείγμα 12 αυγών/ υποομάδα, ήτοι σε 24 αυγά ανά ομάδα
(Μ, Α, Β ), την ίδια ημέρα και ανά δύο εβδομάδες.
Για τον σκοπό αυτό, συλλέγονταν ανά δύο εβδομάδες, τυχαία 14-16 αυγά από
κάθε υποομάδα (γεννημένων σε 1 ημέρα ή και 2 διαδοχικές ημέρες), ήτοι 28-32
αυγά από την ομάδα Μ, 28-32 αυγά από την ομάδα Α και 28-32 αυγά από την
ομάδα Β, καθώς μεταξύ των μετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν υπήρχαν και
μετρήσεις που προϋπόθεταν την καταστροφή του αυγού (πχ. ο προσδιορισμός
του βάρους λευκώματος, λεκίθου και κελύφους, του πάχους του κελύφους, του
χρωματισμού της λεκίθου, του δείκτη Haugh και του pH, τόσο του λευκώματος,
όσο και της λεκίθου). Τα 2-4 επιπλέον αυγά ανά υποομάδα χρησιμοποιούνταν στις
μετρήσεις σε περίπτωση κακών χειρισμών σε κάποιο δείγμα, που εν συνεχεία
καθιστούσε αδύνατη τη διεξαγωγή των επί μέρους μετρήσεων, ώστε ο αριθμός του
δείγματος ανά υποομάδα (12) να παραμένει σταθερός.
Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αυγών,
πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής του
Α.Π.Θ. (Εικόνα 6).

Εικόνα 6. Χώρος μετρήσεων των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αυγών, Εργαστήριο


Ζωοτεχνίας, Τμήμα Κτηνιατρικής Α.Π.Θ.

99
1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του

Το βάρος του αυγού προσδιορίστηκε με τη ζύγιση των αυγών με ζυγαριά


ακριβείας 0.01g (Navigator TM, N2B110, OHAUS Corporation).
Το βάρος της λεκίθου προσδιορίστηκε μετά από την προσεχτική διάνοιξη του
αυγού, το διαχωρισμό της λεκίθου από το λεύκωμα και την προσεκτική κύλιση της
λεκίθου πάνω σε απορροφητικό χαρτί, έτσι ώστε να απομακρυνθούν όλα τα
στοιχεία του λευκώματος, με ζυγό ακριβείας 0,01g (Navigator TM, N2B110,
OHAUS Corporation).
Το βάρος της λεκίθου εκφράστηκε και ως εκατοστιαία αναλογία του συνολικού
βάρους του αυγού, σύμφωνα με τον τύπο:
Αναλογία (%) λεκίθου = Βάρος λεκίθου (g) / Βάρος αυγού (g) x 100
Το βάρος του λευκώματος προσδιορίστηκε εξ υπολογισμού με την αφαίρεση από
το βάρος του αυγού, του βάρους της λεκίθου και του βάρους του κελύφους
(Silversides και Scott, 2001). Το βάρος του λευκώματος εκφράστηκε επίσης ως
εκατοστιαία αναλογία του συνολικού βάρους του αυγού, σύμφωνα με τον τύπο:
Αναλογία (%) λευκώματος = Βάρος λευκώματος (g) / Βάρος αυγού (g) x 100

2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού

Οι παράμετροι που υπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της ποιότητας του


κελύφους του αυγού, είναι κατά σειρά: το ειδικό βάρος του αυγού, το βάρος του
κελύφους, το πάχος του κελύφους, ο δείκτης σχήματος του αυγού και ο
χρωματισμός του κελύφους.

i. Προσδιορισμός ειδικού βάρους αυγού

Ο προσδιορισμός του ειδικού βάρους του αυγού, έγινε με την τεχνική που
στηρίζεται στην αρχή του Αρχιμήδη και που προϋποθέτει τη χρήση ειδικού δοχείου
για τον προσδιορισμό του βάρους του αυγού στο νερό (Asmundson and Baker,
1940˙ Richards and Swanson, 1965˙ Pym, 1969). Συγκεκριμένα, το αυγό μετά τη
ζύγισή του για τον προσδιορισμό του βάρους του στον αέρα, βυθίστηκε σε
αποσταγμένο νερό θερμοκρασίας 14-18οC που περιέχονταν σε ειδική συσκευή

100
που διέθετε ζυγό ακριβείας 0,01g (AND, EK-120D,LTD) και έτσι προσδιορίστηκε
το βάρος του αυγού στο νερό. Tο ειδικό βάρος υπολογίστηκε με βάση τον τύπο:
Ειδικό βάρος = βάρος στον αέρα / βάρος στον αέρα – βάρος στο νερό

ii. Προσδιορισμός βάρους κελύφους αυγού

H ζύγιση του κελύφους, πραγματοποιήθηκε με ζυγό ακριβείας 0,01g, (Navigator


TM, N2B110, OHAUS Corporation). Και το βάρος του κελύφους εκφράστηκε και
ως εκατοστιαία αναλογία του συνολικού βάρους του αυγού, σύμφωνα με τον τύπο:
Αναλογία (%) κελύφους = Βάρος κελύφους (g) / Βάρος αυγού (g) x 100

iii. Προσδιορισμός πάχους κελύφους αυγού

Μετά από την προσεκτική διάνοιξη του αυγού και το διαχωρισμό των επιμέρους
συστατικών του, το κέλυφος ξεπλύθηκε προκειμένου να απομακρυνθούν τυχόν
υπολείμματα του λευκώματος. Ακολούθησε η αποξήρανσή του σε θερμοκρασία
περιβάλλοντος για ένα 24ωρο. Το πάχος του κελύφους του αυγού,
προσδιορίστηκε με τη βοήθεια ειδικού παχυμέτρου ακρίβειας 0,001inch
(0,0254mm), τύπου AMES, Waltham, Massachusetts, (ΗΠΑ).
Κατά τη μέτρηση, συμπεριλήφθηκε και η προσκολλημένη κελυφική μεμβράνη
(Γιαννακόπουλος και Τσερβένη- Γούση, 2001). Με δεδομένο ότι το πάχος του
κελύφους ποικίλλει σε όλη την επιφάνεια και είναι γενικά παχύτερο στα δύο άκρα
(πόλοι), με το μυτερό άκρο (μικρός πόλος) να είναι παχύτερο από το αμβλύ
(μεγάλος πόλος- Tyler, 1958, 1961), πραγματοποιήθηκε από μια μέτρηση σε
τμήμα του κελύφους από τον κάθε πόλο του αυγού και δύο μετρήσεις σε τμήματα
του κελύφους από τα πλάγια του αυγού. Ως πάχος του κελύφους του αυγού
υπολογίστηκε ο μέσος όρος των τεσσάρων αυτών μετρήσεων.

iv. Προσδιορισμός δείκτη σχήματος αυγού

Για τον προσδιορισμό του σχήματος του αυγού χρησιμοποιείται ευρέως ο δείκτης
σχήματος, δηλαδή ο λόγος του εγκάρσιου προς τον επιμήκη άξονα του αυγού
(Pearl and Surface, 1914˙ Marble, 1943˙ Romanoff and Romanoff, 1949˙
Γιαννακόπουλος και Τσερβένη-Γούση, 2001), που συχνά πολλαπλασιάζεται με το

101
100. O προσδιορισμός του δείκτη σχήματος έγινε με τη βοήθεια ηλεκτρονικού
παχυμέτρου (Electronical Digital Caliper, EMC, Κίνα), ακριβείας 0,01mm. Αρχικά,
μετρήθηκαν ο εγκάρσιος και ο επιμήκης άξονας του κάθε αυγού και στη συνέχεια
υπολογίστηκε ο δείκτης σχήματος, σύμφωνα με τον τύπο:
Δείκτης σχήματος αυγού = Εγκάρσιος άξονας (mm)/ Επιμήκης άξονας
(mm)x100

v. Προσδιορισμός χρωματισμού κελύφους αυγού

Ο χρωματισμός του κελύφους προσδιορίστηκε με τη βοήθεια ενός ειδικού οργάνου


μέτρησης ανάκλασης του φωτός (EQReflectometer, Yolk Electronics Center).
Η λειτουργία του οργάνου αυτού βασίζεται στη γενική αρχή ότι τα βαθύτερου
χρωματισμού αυγά αντανακλούν λιγότερο φως, σε σύγκριση με εκείνα ανοιχτότερου
χρωματισμού (Γιαννακόπουλος και Τσερβένη- Γούση 2001˙ De Ketelaere et al.,
2004).
Το χρώμα του κελύφους δεν έχει άμεση σχέση με την ποιότητα του αυγού, καθώς
αποτελεί γενετικό χαρακτηριστικό και ως εκ τούτου, δεν επηρεάζεται από τη
διατροφή της όρνιθας, αλλά είναι δυνατό ορισμένες αναπνευστικές, κυρίως,
ασθένειες ή και η χρήση συγκεκριμένων φαρμάκων και απολυμαντικών, να
προκαλέσουν μείωση στην απόχρωση των καφετιών αυγών.

3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού

i. Προσδιορισμός χρωματισμού λεκίθου αυγού

Το χρώμα της λεκίθου προσδιορίστηκε οπτικά, με σύγκριση του χρωματισμού της


με το έγχρωμο δεκαπενταβάθμιο ριπίδιο της Roche (οπτική μέθοδο της κλίμακας
Roche).
Το ριπίδιο της Roche φέρει σε δεκαπέντε (15) φύλλα μια ειδική κλίμακα χρωμάτων,
με διάφορες αποχρώσεις, που μεταβάλλονται βαθμιαία, από το χρυσοκίτρινο,
μέχρι το βαθύ πορτοκαλί.
Αμέσως μετά τη διάνοιξη ενός εκάστου αυγού και την τοποθέτησή του σε λευκή
επίπεδη επιφάνεια, τα φύλλα του ριπιδίου φέρονται πάνω από τη λέκιθο και

102
παρατηρούνται κατακόρυφα από πάνω, για τον καθορισμό της απόχρωσης που
ταιριάζει με το χρώμα της λεκίθου (Γιαννακόπουλος και Τσερβένη-Γούση 2001).

ii. Υπολογισμός δείκτη Haugh αυγού

Ο προσδιορισμός της κατάστασης του λευκώματος έγινε με τον υπολογισμό του


δείκτη Haugh του λευκώματος με τη βοήθεια μικρομετρικού κοχλία
ενσωματωμένου σε τρίποδα, συνδεδεμένου με το ζυγό (EQM, Brother EP44) και
πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά τη διάνοιξη του αυγού και την τοποθέτησή του σε
λευκή επίπεδη επιφάνεια. Η μέτρηση έγινε στο μέσο περίπου της απόστασης που
καθορίζεται από τη λέκιθο και το απώτερο άκρο του πυκνού στρώματος του
λευκώματος. Ο δείκτης Haugh προκύπτει από την σχέση «ύψος του πυκνού
στρώματος του λευκώματος/το βάρος του αυγού», ενώ οι μονάδες Haugh δίνονται από
τον τύπο: H = 100log (Η-1,7 W0,37+7,57), όπου Η = ύψος του εσωτερικού αραιού
στρώματος του λευκώματος και W = βάρος αυγού (Haugh, 1937).

iii. Προσδιορισμός pH λευκώματος και λεκίθου αυγού

Το pH του λευκώματος και της λεκίθου του αυγού, υπολογίστηκε με ηλεκτρονικό


pHμετρο (Microprocessor pH-meter WTW pH320) που διέθετε ηλεκτρόδιο με
ενσωματωμένο θερμόμετρο, μετά από το διαχωρισμό της λεκίθου από το
λεύκωμα. Τόσο η λέκιθος όσο και το λεύκωμα τοποθετήθηκαν σε πλαστικά
ποτήρια, αναδεύτηκαν και το pH υπολογίστηκε με την εμβύθιση του ηλεκτροδίου.

4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης

Η πιθανή αντιοξειδωτική δράση του φασκόμηλου, διερευνήθηκε με τον


προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας της λεκίθου των αυγών, μετά από
πρόκληση οξείδωσης με ασκορβικό οξύ και θειικό σίδηρο (Galobart et al., 2001). Η
οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου εκφράστηκε με τη συγκέντρωση της
μηλονικής διαλδεύδης (MDA) στη λέκιθο, ουσίας που παράγεται κατά τη λιπιδική
υπεροξείδωση (Botsoglou et al., 1994).
Για τον προσδιορισμό αυτό, συλλέχθηκαν 6 αυγά από κάθε υποομάδα (δηλαδή 12
από την ομάδα Μ 12 από την ομάδα Α και 12 από την ομάδα Β, σύνολο 36), στο

103
τέλος του πειραματισμού. Μετά τη συλλογή τους τα αυγά διανοίχθηκαν και η
λέκιθος διαχωρίστηκε προσεκτικά και τοποθετήθηκε σε πλαστικούς περιέκτες σε
βαθειά κατάψυξη.
Κατά τον προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας, οι λέκιθοι αποψύχθηκαν
και ακολουθήθηκε η παρακάτω διαδικασία: Τα 6 αυγά της κάθε υποομάδας,
αναμίχθηκαν ανά τρία και από καθένα από τα προϊόντα της ανάμιξης (δύο)
πάρθηκαν τέσσερα δείγματα λεκίθου του 1g και τοποθετήθηκαν σε ισάριθμους
πλαστικούς σωλήνες, εφοδιασμένους με βιδωτό πώμα, των 50ml. Στη συνέχεια,
σε καθέναν από αυτούς τους πλαστικούς σωλήνες προστέθηκε με σιφώνιο μια
ποσότητα 0,5ml από διάλυμα 5mM θειικού σιδήρου (FeSO4 7H2O) καθώς και μια
ποσότητα 0,5ml από διάλυμα 2mM ασκορβικού οξέος (ascorbic acid). Το
περιεχόμενο των σωλήνων υποβλήθηκε σε έντονη ανατάραξη για 15sec με τη
βοήθεια αναδευτήρα Vortex (Genie της Εταιρείας Scientific Industries, INC,
U.S.A.). Ακολούθως, οι σωλήνες όλων των υποομάδων τοποθετήθηκαν σε
υδατόλουτρο (Wattern DG-22 της Εταιρείας Diagnostic Grifols S.A. Spain) και
αφέθηκαν για επώαση στους 37°C για 150min. Σε τακτά χρονικά διαστήματα και
συγκεκριμένα πριν την έναρξη της επώασης στα 0min, αλλά και στα 50min, στα
100min και στο τέλος της επώασης στα 150min, τα δείγματα της λεκίθου από κάθε
υποομάδα απομακρύνονταν κάθε φορά από το υδατόλουτρο και υποβάλλονταν σε
ανάλυση για την μέτρηση της λιπιδικής υπεροξείδωσης.
Για τη μέτρηση της λιπιδικής υπεροξείδωσης, σε κάθε ένα από τα δείγματα της
λεκίθου, προστέθηκε μια ποσότητα 8ml υδατικού διαλύματος 5% τριχλωροξικού
οξέος (Τrichloroacetic acid), καθώς και μια άλλη ποσότητα 5ml διαλύματος 0,8%
βουτυλο-ύδροξυ-τολουόλιου (Butylated Hydroxytoluene) σε εξάνιο. Το
περιεχόμενο του φυγοκεντρικού σωλήνα ομοιογενοποιήθηκε σε συσκευή Ultra-
Turrax (Janke & Kunkel-IKAR-Labortechnik, Staufen, Germany), για 10sec και
φυγοκεντρήθηκε σε φυγόκεντρο (Hettich Universal-1200) για 3min στις 2000
στροφές. Η υπερκείμενη στιβάδα που διαχωρίστηκε μετά τη φυγοκέντρηση
παραλήφθηκε με σιφώνιο και απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, μια ποσότητα 2,5ml
παραλήφθηκε από την κάτω στιβάδα και μεταφέρθηκε σε φυγοκεντρικό σωλήνα
των 15ml εφοδιασμένο με βιδωτό πώμα. Στον ίδιο σωλήνα προστέθηκε επίσης
ποσότητα 1,5ml υδατικού διαλύματος 0,8% 2-θειοβαρβιτουρικού οξέος (2-
Thiobarbituric Acid) και ο σωλήνας τοποθετήθηκε σε υδατόλουτρο (WB10 της
Εταιρείας Memmert, Germany). θερμοκρασίας 70°C για 30min.

104
Μετά το πέρας της θέρμανσης, ο σωλήνας ψύχθηκε κάτω από νερό βρύσης και το
περιεχόμενό του υποβλήθηκε, σε συμβατική φασματοφωτομέτρηση στην περιοχή
φάσματος 400-600nm. Το συμβατικό φάσμα που καταγράφηκε σε
φασματοφωτόμετρο (Shimadzu UV-160A), υποβλήθηκε στη συνέχεια σε
μαθηματική επεξεργασία τρίτης παραγώγου, με τη βοήθεια προγράμματος που
είναι αποθηκευμένο στη μνήμη του φασματοφωτομέτρου και παράχθηκε έτσι το
τελικό φάσμα της τρίτης παραγώγου.
Η συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης (ng/g λεκίθου) στα δείγματα,
υπολογίστηκε από το ύψος της κορυφής που εμφανίστηκε στα 521,5nm του
φάσματος της τρίτης παραγώγου, μετά από συσχέτισή του με τιμές που
προέκυψαν από καμπύλη αναφοράς πρότυπων διαλυμάτων μηλονικής
διαλδεΰδης, τα οποία παρασκευάστηκαν με κατάλληλη υδρόλυση 1,1,3,3-
τετρααιθοξυπροπανίου.
Για τη ζύγιση των δειγμάτων της λεκίθου καθώς και για την προετοιμασία των
αντιδραστηρίων, χρησιμοποιήθηκε ζυγαριά ακριβείας (0,1mg) τύπου SI-234 της
εταιρείας Denver Instrument (Germany).
Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό της οξειδωτικής σταθερότητας της λεκίθου,
πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Γαλακτοκομίας της Κτηνιατρικής Σχολής του
Α.Π.Θ..

5. Προσδιορισμός λιπαρών οξέων στη λέκιθο του αυγού

Ο προσδιορισμός των λιπαρών οξέων στη λέκιθο του αυγού πραγματοποιήθηκε


με τη μέθοδο της αέριας χρωματογραφίας (Κανονισμός Ε.Ο.Κ. 2568/91). Για τις εν
λόγω μετρήσεις, χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα (4) αυγά από κάθε ομάδα του
πειραματισμού, δηλαδή δύο (2) αυγά ανά υποομάδα, που ελήφθησαν τυχαία, λίγο
πριν το πέρας του πειραματισμού (13η εβδομάδα).
Οι ως άνω μετρήσεις περιελάμβαναν τον προσδιορισμό των ακολούθων
παραμέτρων:
 Λιπαρά οξέα (Fatty acids)
 Κορεσμένα λιπαρά οξέα (Saturated fatty acids)
 Mονοακόρεστα λιπαρά οξέα (Monounsaturated fatty acids)
 Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (Polyunsaturated fatty acids)

105
 Σύνολο ω3
 Σύνολο ω6
Καθώς και των παρακάτω λιπαρών οξέων:
 Μυριστικό (C 14:0), Μυριστικό (C 14:1)
 Δεκαπενταενοϊκό (C 15:0), Δεκαπενταενοϊκό (C 15:1)
 Παλμιτικό (C 16:0)
 Παλμιτελαϊκό trans (C 16:1 trans), Παλμιτελαϊκό cis (C 16:1 cis)
 Δεκαεπτανικό (C 17:0), Δεκαεπτενικό (C 17:1)
 Στεατικό (C 18:0)
 Ελαϊκό trans (C 18:1 trans), Ελαϊκό cis (C 18:1 cis), Ελαϊκό ω-7 (C 18:1 ω7)
 Λινελαϊκό trans (C 18:2ω6 trans), Λινελαϊκό cis (C 18:2ω6 cis)
 Λινολενικό trans (C 18:3ω3 trans), Λινολενικό cis (C 18:3ω3 cis)
 Αραχιδικό (C 20:0)
 Εικοσενικό (C 20:1)
 Αραχιδονικό (C 20:4 ω6)
 Βαχενικό (C 22:0)
 Ερουκικό (C 22:1)
 Εικοσιδυαπεντανοϊκό (C 22:5 ω3)
 Εικοσιδυαεξαενοϊκό (C 22:6 ω3)

Οι μετρήσεις για τον προσδιορισμό των λιπαρών οξέων (λιπιδικό προφίλ) στη
λέκιθο του αυγού, πραγματοποιήθηκαν σε πιστοποιημένο ιδιωτικό εργαστήριο
(AGROLAB).

6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού

Οι μικροβιολογικές αναλύσεις των αυγών των ορνίθων πραγματοποιήθηκαν στο


Εργαστήριο Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής
του Α.Π.Θ. και αφορούσαν στην αρίθμηση των Εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφός
τους, καθώς και στην ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Salmonella spp. και
Campylobacter spp. στα αυγά των ορνίθων. Για το σκοπό αυτό συλλέγονταν 6
αυγά/ υποομάδα (συνολικά 36 αυγά) και μεταφέρονταν την ίδια ημέρα για τις
σχετικές αναλύσεις στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων

106
της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. σύμφωνα με τα αναλυτικά πρωτόκολλα που
περιγράφονται παρακάτω. Η συλλογή των αυγών έγινε την 5η, 7η, 9η, 11η και 13η
εβδομάδα του πειραματισμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τη διενέργεια όλων των παρακάτω χειρισμών, δεν
απαιτούνται ειδικά μέτρα προφύλαξης, πλην των μέτρων αυτών που εφαρμόζονται
κατά τη διάρκεια διενέργειας αναλύσεων.

i. Αρίθμηση των Εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος του αυγού

i.1. Εξεταζόμενη ποσότητα δείγματος, αρχική αραίωση και επόμενες δεκαδικές


αραιώσεις
Όλα τα αυγά διαχωρίζονταν σε κέλυφος και περιεχόμενο και ακολούθως
συλλέγονταν σε διαφορετικές αποστειρωμένες σακούλες stomacher υπό άσηπτες
συνθήκες. Για την πραγματοποίηση της αρχικής αραίωσης μεταφέρονταν άσηπτα
10g δείγματος κελύφους σε 90ml αραιωτικού σε αποστειρωμένο σάκο stomacher,
ανά υποομάδα. Για τις υπόλοιπες δεκαδικές αραιώσεις μεταφέρονταν άσηπτα, 1ml
της αρχικής αραίωσης σε 9ml αραιωτικού υγρού σε σωλήνες. Με αυτόν τον τρόπο
προέκυπταν οι αραιώσεις 10-2 και 10-3. Η ομογενοποίηση γίνονταν σε συσκευή
stomacher (1- 3min χρήσης) και vortex (5- 10sec χρήσης). Διπλή σειρά τρυβλίων
Petri (Ø 90mm) ενοφθαλμίζονταν με αποστειρωμένη πιπέτα 1ml της αρχικής
αραίωσης, καθώς και των 2 επόμενων δεκαδικών αραιώσεων, χρησιμοποιώντας
νέα αποστειρωμένη πιπέτα κάθε φορά. Σε κάθε τρυβλίο προσθέτονταν περίπου
10 ml του υποστρώματος Violet Red Bile Glucose agar (VRBG) (Biolife, Italian
S.r.L, Milano, Italy) θερμοκρασίας 44οC- 47οC. Ο χρόνος που μεσολαβούσε μεταξύ
του ενοφθαλμισμού των τρυβλίων και της γέμισής τους με το υπόστρωμα δεν
ξεπερνούσε ποτέ τα 15min. Ακολουθούσε ήπια ανάδευση του ενοφθαλμίσματος με
οριζόντιες κινήσεις των τρυβλίων, τα οποία στη συνέχεια αφήνονταν σε ψυχρή
επιφάνεια, ώστε να στερεοποιηθεί το υλικό. Μετά την πλήρη στερεοποίηση του
υλικού, επιστοιβαδεύονταν περίπου άλλα 10 ml VRBG agar. Το υλικό αφήνονταν
να στερεοποιηθεί όπως και προηγουμένως. Τα τρυβλία αναστρέφονταν και
επωάζονταν στους 37°C επί 24h±2h.
i.2. Αρίθμηση και επιλογή αποικιών για επιβεβαίωση
Ως χαρακτηριστικές αποικίες εντεροβακτηριοειδών θεωρούνται οι ροζ, κόκκινες ή
πορφυρόχρωμες (περιβαλλόμενες ή όχι από άλω). Επιλέγονταν τα τρυβλία με

107
λιγότερες από 150 χαρακτηριστικές αποικίες. Γίνονταν καταμέρηση των αποικιών.
Επιλέγονταν τυχαία πέντε τέτοιες αποικίες για ανακαλλιέργεια και βιοχημικές
επιβεβαιωτικές δοκιμές. Θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να αποφεύγεται,
εάν η μισή ή περισσότερο της επιφάνειας του τρυβλίου παρουσιάζει
υπερανάπτυξη. Ιδιαίτερα κάποια Εντεροβακτηριοειδή μπορεί να προκαλέσουν
αποχρωματισμό των αποικιών ή του υλικού. Σ΄ αυτή την περίπτωση και όταν δεν
υπήρχαν χαρακτηριστικές αποικίες, επιλέγονταν πέντε αποχρωματισμένες
λευκωπές αποικίες για επιβεβαίωση.
i.3. Ανακαλλιέργεια επιλεγμένων αποικιών
Γινόταν σπορά των επιλεγμένων αποικιών σε τρυβλία Nutrient Agar (Merck KGaA,
Darmstadt, Germany). Ακολουθούσε επώαση στους 37°C για 24h±2h. Μετά την
επώαση των τρυβλίων, επιλέγοταν μία καλά απομονωμένη αποικία από κάθε
τρυβλίο, για διενέργεια των βιοχημικών επιβεβαιωτικών δοκιμών.
i.4. Βιοχημικές επιβεβαιωτικές δοκιμές.
Αντίδραση Οξειδάσης
Χρησιμοποιώντας πλαστικό αποστειρωμένο κρίκο μιας χρήσης, λαμβάνονταν
ποσότητα από κάθε καλά απομονωμένη αποικία και αφήνονταν σε ταινία
οξειδάσης του εμπορίου (Liofilchem, Roseto d’Abruzzi TE, Italy). Ανάγνωση του
αποτελέσματος γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Δοκιμή ζύμωσης
Με πλαστική αποστειρωμένη ακίδα μιας χρήσης, ενοφθαλμίζονταν ποσότητα από
τις ίδιες αποικίες, οι οποίες επιλέχθηκαν και έδωσαν αρνητική τη δοκιμή της
οξειδάσης, σε σωλήνες που περιείχαν Purple Glucose Agar (Biolife, Italian S.r.L,
Milano, Italy) και οι οποίοι επωάζονταν στους 37°C για 24±2h.
Εφόσον το παραπάνω υπόστρωμα στο εσωτερικό του σωλήνα γίνονταν κίτρινο η
αντίδραση λαμβανόταν ως θετική.
i.5. Ερμηνεία των βιοχημικών δοκιμών.
Οι αποικίες οι οποίες ήταν οξειδάση- αρνητικές και γλυκόζη- θετικές
επιβεβαιώνονταν ως Εντεροβακτηριοειδή.
i.6. Αρίθμηση των αποικιών
Επιλέγονταν προς αρίθμηση οι περιπτώσεις που ανταποκρίνονταν στα ακόλουθα:
 Ενοφθαλμισμός ενός τρυβλίου, διαμέτρου 90mm/ αραίωση, από
τουλάχιστον δύο επιτυχημένες αραιώσεις.
 Μέγιστος μετρούμενος αριθμός ολικών αποικιών: 300/ τρυβλίο.
108
 Μέγιστος ολικός αριθμός τυπικών και άτυπων αποικιών/ τρυβλίο όταν
αριθμούνται τυπικές ή ύποπτες αποικίες είναι 300/ τρυβλίο.
 Μέγιστος αριθμός αριθμούμενων τυπικών ή ύποπτων αποικιών,
150/ τρυβλίο.
 Αριθμός ύποπτων αποικιών για ταυτοποίηση ή επιβεβαίωση: 5/ τρυβλίο.
i.7. Έκφραση αποτελεσμάτων
i.7.1. Μέθοδος υπολογισμού - αρίθμηση ολικών ή τυπικών αποικιών
Για να είναι έγκυρο ένα αποτέλεσμα, γενικά θεωρείται απαραίτητο να μετρούνται οι
αποικίες όταν σε τουλάχιστον ένα τρυβλίο περιέχονται τουλάχιστον 10 αποικίες
(ολικές, τυπικές ή προς ταυτοποίηση)
Υπολογίζεται ο αριθμός Ν των μικροοργανισμών παρόντων στον εξεταζόμενο
όγκο/μάζα δείγματος από δύο επιτυχημένες αραιώσεις με τον τύπο:
Σc
Ν=
V x 1,1 x d
όπου:
Σc είναι το άθροισμα των αποικιών που αριθμούνται σε όλα τα τρυβλία από 2
επιτυχημένες αραιώσεις εκ των οποίων τουλάχιστον ένα περιέχει το λιγότερο 10
αποικίες.
V είναι ο όγκος του ενοφθαλμίσματος σε κάθε τρυβλίο, σε ml.
d είναι ο παράγοντας αραίωσης που αντιστοιχεί στην πρώτη από τις δύο
αραιώσεις που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό [d=1, στην περίπτωση
απευθείας χρήσης ποσότητας αναραίωτου υγρού προϊόντος (δείγμα)].

Όταν χρησιμοποιούνται περισσότερες από μία αραιώσεις, η αναλογία μεταξύ των


μετρούμενων αποικιών από την αραίωση d2 και των μετρούμενων από την
αραίωση d1, αναμένεται να είναι της τάξης του 10%.
Τα αποτελέσματα στρογγυλοποιούνται σε δύο σημαντικά ψηφία. Εκφράζονται
κατά προτίμηση- από 1,0 έως 9,9- ακολουθούμενα από την αντίστοιχη δύναμη του
10 ή σαν ολόκληρο νούμερο με δύο σημαντικά ψηφία.
Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως "Ν μικροοργανισμοί ανά g".
i.7.2. Μέθοδος υπολογισμού μετά από ταυτοποίηση ή επιβεβαίωση.
Για κάθε τρυβλίο, υπολογίζεται ο αριθμός α των αποικιών που ταυτοποιήθηκε ή
επιβεβαιώθηκε σύμφωνα με την παρακάτω εξίσωση:
109
b
α= xC
A

όπου: b είναι ο αριθμός των αποικιών που ανταποκρίνεται στα κριτήρια


ταυτοποίησης ή επιβεβαίωσης.
Α είναι ο αριθμός των αποικιών που ελέγχθηκε ως προς τα παραπάνω
κριτήρια (συνήθως 5)
C είναι ο συνολικός αριθμός των ύποπτων αποικιών που αριθμήθηκαν στο
τρυβλίο.
Το αποτέλεσμα στρογγυλοποιείται σε ακέραιο αριθμό.

Υπολογίζεται ο αριθμός Ν, των ταυτοποιημένων ή επιβεβαιωμένων αποικιών του


εξεταζόμενου δείγματος, αντικαθιστώντας το Σc με το Σα σύμφωνα με τον τύπο
της παραγράφου i.7.1.

ii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση της Salmonella spp. στο αυγό

Όλα τα αυγά διαχωρίζονταν σε κέλυφος και περιεχόμενο και ακολούθως


συλλέγονταν σε διαφορετικές αποστειρωμένες σακούλες stomacher υπό άσηπτες
συνθήκες.

ii.1. Προεμπλουτισμός σε μη εκλεκτικό υγρό υπόστρωμα


Η εξεταζόμενη ποσότητα από κάθε δείγμα ήταν 25g τα οποία προστίθονταν σε
225ml Buffered Peptone Water (BPW) (Biolife, Italiana S.r.L, Milano, Italy) ώστε να
προκύψει λόγος 1/10. Η αρχική αυτή αραίωση, επωάζονταν στους 37±1οC επί
18±2h με σκοπό το μη εκλεκτικό προεμπλουτισμό.
ii.2. Εμπλουτισμός σε εκλεκτικό υγρό υπόστρωμα
Το επόμενο 24ωρο ακολουθούσε ο εκλεκτικός εμπλουτισμός. Συγκεκριμένα, 0,1ml
της καλλιέργειας προεμπλουτισμού μεταφέρονταν σε δοκιμαστικό σωλήνα με 10ml
ζωμού Rappaport- Vassiliadis medium with Soya (RVS- Biolife, Italiana S.r.L,
Milano, Italy). Παράλληλα, μεταφέρονταν 1ml της ίδιας καλλιέργειας σε
δοκιμαστικό σωλήνα με 10ml ζωμού Muller Kauffman tetrathionate/ novobiocin
broth (MKTTn- Biolife, Italian S.r.L, Milano, Italy).

110
Οι ενοφθαλμισμένοι ζωμοί επωάζονταν, ως εξής:
 Ο ζωμός RVS στους 41,5±1οC επί 24±3h.
 Ο ζωμός MKTTn στους 37±1οC επί 24±3h.
ii.3. Απομόνωση σε στερεά θρεπτικά υλικά
Από την καλλιέργεια κάθε ζωμού εμπλουτισμού (RVS και ΜΚΤΤn) ποσότητα ενός
μικροβιολογικού κρίκου μεταφέρονταν στην επιφάνεια τρυβλίου με Xylose Lysine
Deoxycholate agar (XLD άγαρ- Merck KGaA, Darmstadt, Germany), έτσι ώστε να
ληφθούν καλά απομονωμένες αποικίες. Η ίδια διαδικασία εφαρμοζόταν και για το
RAMBACH Agar (Merck KGaA, Darmstadt, Germany).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν χρησιμοποιείται το δεύτερο υπόστρωμα,
συνιστάται η εφαρμογή της ακόλουθης μεθόδου σποράς: χρησιμοποιείται ο ίδιος
κρίκος για τα δύο τρυβλία. Λαμβάνεται ένα σταγονίδιο από το χείλος της
επιφάνειας του υποστρώματος και ενοφθαλμίζονται τα δύο τρυβλία, ώστε να
ληφθούν μεμονωμένες αποικίες. Χρησιμοποιείται ολόκληρη η επιφάνεια των
τρυβλίων. Οι γραμμές σποράς πρέπει να απέχουν μεταξύ τους 0,5cm περίπου.
Να μην αποστειρώνεται ο κρίκος μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σποράς ή
μεταξύ των δυο τρυβλίων. Τα τρυβλία με XLD και RAMBACH Agar αναστρέφονταν
και τοποθετούνταν σε επωαστικό κλίβανο θερμοκρασίας 37οC επί 24±3h και 24h
αντίστοιχα. Μετά την επώαση εξετάζονται για την παρουσία τυπικών αποικιών
σαλμονελλών καθώς και ατυπικών αποικιών, οι οποίες μπορεί να ανήκουν στο
γένος Salmonella. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, περίπου 4% των
στελεχών Salmonella που απομονώνονται, μπορεί να είναι μη τυπικές. Στο
υπόστρωμα XLD, οι χαρακτηριστικές- τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν
χρώμα μαύρο στο κέντρο και περιβάλλονται από ελαφρώς κοκκινωπή άλω.
Ορότυποι Salmonella που δεν παράγουν Η2S (π.χ S. paratyphi A, S. cholera suis),
κατά την ανάπτυξη τους στο XLD, δίνουν ροζ αποικίες με σκοτεινόχρωμο ροζ
κέντρο. Ορότυποι Salmonella που είναι θετικοί στη λακτόζη (π.χ. S. Αrizona)
αναπτύσσονται στο ΧLD με κίτρινες αποικίες με ή χωρίς μαύρο χρώμα. Στο
υπόστρωμα RAMBACH Agar, οι τυπικές αποικίες των σαλμονελλών έχουν χρώμα
κόκκινο.
Η ταυτοποίηση των τυπικών αποικιών γίνεται όπως και στην περίπτωση της
απομόνωσης σαλμονελλών στο περιεχόμενο του τυφλού εντέρου των πτηνών,
που περιγράφεται παραπάνω.

111
iii. Ποιοτική δοκιμή για την ανίχνευση Campylobacter spp. στο αυγό
Από την αρχική 1/10 αραίωση του δείγματος σε BPW που χρησιμοποιήθηκε για
την ανίχνευση ειδών του γένους Campylobacter, λαμβάνονταν 10ml τα οποία
προστίθονταν σε 90ml Bolton broth. (Merck KGaA, Darmstadt, Germany).
Ακολουθούσε η ίδια διαδικάσια με αυτή που περιγράφεται στο κεφάλαιο : β)
Δείκτες Υγείας των Ορνίθων, 1. Μικροβιολογικές Αναλύσεις, ii. Ποιοτική δοκιμή για
την ανίχνευση Campylobacter spp. στο περιεχόμενο τυφλού εντέρων ορνίθων
αυγοπαραγωγής σελ. 94.

Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

α) Αποδόσεις των ορνίθων

Προσδιορίστηκαν όπως και στον πρώτο πειραματισμό.

β) Δείκτες των υγείας των ορνίθων

Αναφορικά με τους δείκτες υγείας ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με αυτή του


πρώτου πειραματισμού. Στο δεύτερο πειραματισμό επιλέχθηκαν τυχαία δύο (2)
όρνιθες ανά υποομάδα και θανατώθηκαν τη δέκατη-έκτη εβδομάδα (λήξη) του
πειραματισμού.
Επίσης επαναλήφθηκαν οι αναλύσεις προσδιορισμού των αιματολογικών και
βιοχημικών παραμέτρων του αίματος των ορνίθων, όπως ακριβώς και στον πρώτο
πειραματισμό. Για τον προσδιορισμό τους επιλέχτηκαν δύο (2) όρνιθες ανά
υποομάδα (συνολικά 24 όρνιθες), στην έναρξη (1η εβδομάδα) και στο τέλος της
14ης εβδομάδας του δεύτερου πειραματισμού.

γ) Ποιότητα των αυγών

1. Προσδιορισμός βάρους αυγού και επιμέρους συστατικών του

2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού

3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού

112
Για όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με αυτή του
πρώτου πειραματισμού.

4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης

Για τον προσδιορισμό αυτό, συλλέχθηκαν 6 αυγά από κάθε υποομάδα (δηλαδή 12
από την ομάδα Μ, 12 από την ομάδα Α και 12 από την ομάδα Β, σύνολο 36), στο
τέλος του πειραματισμού. Μετά τη συλλογή τους, την ίδια μέρα, τα αυγά
διανοίχθηκαν και η λέκιθος διαχωρίστηκε προσεκτικά. Εν συνεχεία, ο
προσδιορισμός της οξειδωτικής σταθερότητας έγινε με τη μεθοδολογία που
περιγράφεται αναλυτικά στον πρώτο πειραματισμό.

5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού

Οι μικροβιολογικές αναλύσεις των αυγών των ορνίθων πραγματοποιήθηκαν στο


Εργαστήριο Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής
του Α.Π.Θ. και αφορούσαν στην αρίθμηση των Εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος
αυγών ορνίθων αυγοπαραγωγής, καθώς και στην ποιοτική δοκιμή για την
ανίχνευση Salmonella spp. και Campylobacter spp. στα αυγά των ορνίθων. Για το
σκοπό αυτό συλλέγονταν 6 αυγά/ υπομάδα (συνολικά 36 αυγά) και μεταφέρονταν
την ίδια ημέρα για τις σχετικές αναλύσεις στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας και
Λοιμωδών Νοσημάτων της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. σύμφωνα με τα
αναλυτικά πρωτόκολλα που δόθηκαν αναλυτικά στον πρώτο πειραματισμό. Η
συλλογή των αυγών έγινε την 5η, 7η, 9η, 11η, 13η και 15η εβδομάδα του
πειραματισμού.

113
ΙΙΙ. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων των πειραματισμών έγινε με τη


χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS (Statistical Package for the Social
Sciences, version 22.0).
Κατά τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων σε πρώτο στάδιο, υπολογιζόταν
η μέση τιμή και η τυπική απόκλιση (standard deviation- SD) για κάθε παράμετρο
χωριστά ανά μεταχείριση (Μ, Α, Β) και ανά ηλικία (εβδομάδες). Έπειτα γινόταν
έλεγχος της διακύμανσης της κατανομής με τη χρήση του Levene’s test. Επίσης, η
κατανομή των μεταβλητών- παραμέτρων ελέγχονταν με τη χρήση διαγράμματος
πλαισίου και απολήξεων (box plot), όπου σε κάθε πλαίσιο- κουτί απεικονίζεται το
1ο τεταρτημόριο της κατανομής, η διάμεσος και το 3ο τεταρτημόριο της κατανομής.
Οι απολήξεις των διαγραμμάτων πλαισίου αντιστοιχούν στα όρια των ακραίων
τιμών. Οι τιμές που βρίσκονται εκτός των φραγμάτων των απολήξεων και
θεωρούνται ακραίες τιμές, υποδεικνύονται στο γράφημα με ξεχωριστά σημεία-
αστερίσκους. Τα συμμετρικά διαγράμματα πλαισίου απολήξεων και χωρίς τιμές
αστερίσκους, θεωρούνταν πως πλησιάζουν την κανονική κατανομή.
Στη συνέχεια, η επίδραση της μεταχείρισης (Μ, Α, Β) στις παραμέτρους που
διερευνήθηκαν στην παρούσα διατριβή, διενεργήθηκε βάσει της ανάλυσης της
διακύμανσης (ANOVA), όπου ως κύριες επιδράσεις λήφθηκαν η μεταχείριση, η
ηλικία των ορνίθων και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση.
Για την ανάλυση της θνησιμότητας των ορνίθων διενεργήθηκε ανάλυση επιβίωσης
(Survival analysis) και οι επιμέρους συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων
πραγματοποιήθκαν κατά ζεύγη, με βάση το Wilcoxon test.
Στις περιπτώσεις στατιστικώς σημαντικής διαφοράς (P<0,05), ο έλεγχος
πολλαπλής σύγκρισης (post- hoc test) των μέσων όρων μεταξύ των
μεταχειρίσεων, γινόταν με τη δοκιμή του Duncan.
Η στατιστική επεξεργασία έγινε για κάθε έτος πειραματισμού ξεχωριστά.

114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

I. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του πρώτου και του


δεύτερου πειραματισμού, έτσι όπως προέκυψαν μετά από τη στατιστική τους
ανάλυση.
Με δεδομένη τη σημασία των συγκεκριμένων στοιχείων, κρίνεται σκόπιμο να
αναφερθούν πρώτα τα μετεωρολογικά δεδομένα, κατά τη διάρκεια του πρώτου και
του δεύτερου πειραματισμού.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων των μετεωρολογικών δεδομένων κατά τη
διάρκεια των δύο πειραματισμών, δίνονται από τον πίνακα 17 έως τον πίνακα 19.
Στο παράρτημα Α, δίνονται αναλυτικά οι τιμές και οι μέσες τιμές των παρακάτω
παραμέτρων, για κάθε ημέρα πειραματισμού σε αντίστοιχους πίνακες, που για τον
πρώτο πειραματισμό φέρουν το πρόθεμα Α.1, και για το δεύτερο πειραματισμό
φέρουν το πρόθεμα Α.2.

Πίνακας 17. Μέση ελάχιστη, μέση μέγιστη και μέση μηνιαία θερμοκρασία (°C),
κατά την περίοδο διεξαγωγής των πειραματικών φάσεων της έρευνας 1

Μέση ελάχιστη Μέση μέγιστη Μέση μηνιαία


μηνιαία μηνιαία Θερμοκρασία
Θερμοκρασία Θερμοκρασία (°C)
(°C) (°C)

Έτος
Μήνας 2008 2009 2008 2009 2008 2009
Ιούνιος 19,60 18,07 30,28 28,58 26,04 24,60
Ιούλιος 21,34 21,96 32,04 32,18 27,64 27,83
Αύγουστος 22,10 21,31 33,40 29,81 28,32 26,47
Σεπτέμβριος 16,75 17,45 25,99 25,61 21,38 21,97
Οκτώβριος 12,44 13,16 21,22 22,07 17,16 17,60
Νοέμβριος 9,27 7,34 15,72 16,54 12,18 12,16
Μ.Ο. περιόδου 16,91 16,55 26,44 25,79 22,12 21,77
Τα στοιχεία του πίνακα αποτελούν μέσους όρους μετρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από το
1

Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)

Από τα στοιχεία του πίνακα 17 προκύπτει ότι τόσο το 2008, όσο και το 2009, την
περίοδο του καλοκαιριού (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος) στην περιοχή διεξαγωγής

115
των πειραματισμών επικρατούσαν, ως αναμένονταν, υψηλές θερμοκρασίες
περιβάλλοντος. Τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008, αλλά και τον
Ιούλιο του 2009, οι θερμοκρασίες ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Την περίοδο του
φθινοπώρου (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος) οι θερμοκρασίες και τις δύο
χρονιές ήταν οι αναμενόμενες για τη συγκεκριμένη εποχή.

Πίνακας 18. Μέση μηνιαία σχετική υγρασία (%), κατά την περίοδο διεξαγωγής των
πειραματικών φάσεων της έρευνας1

Μέση μηνιαία σχετική υγρασία


(%)
Έτος
Μήνας 2008 2009
Ιούνιος 55,6 57,4
Ιούλιος 48,0 51,8
Αύγουστος 47,7 59,0
Σεπτέμβριος 60,6 62,1
Οκτώβριος 70,0 64,9
Νοέμβριος 75,2 74,0
Μ.Ο. περιόδου 59,5 61,5
Τα στοιχεία του πίνακα αποτελούν μέσους όρους μετρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από το
1

Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)

Από τα στοιχεία του πίνακα 18 προκύπτει ότι τα ποσοστά σχετικής υγρασίας ήταν
χαμηλότερα το καλοκαίρι του 2008 (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος), σε σχέση με το
καλοκαίρι του 2009, ενώ τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Αύγουστο του 2008, τα
ποσοστά της σχετικής υγρασίας ήταν κάτω από 50%. Την περίοδο του
φθινοπώρου (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος), τα ποσοστά σχετικής
υγρασίας και τις δύο χρονιές ήταν τα αναμενόμενα για τη συγκεκριμένη εποχή.

116
Πίνακας 19. Αριθμός ημερών βροχόπτωσης και ύψος βροχής (mm), ανά μήνα,
κατά την περίοδο διεξαγωγής των πειραματικών φάσεων της έρευνας 1

Ύψος
Ημέρες βροχόπτωσης βροχής
(mm)
Έτος Έτος Έτος Έτος
Μήνας 2008 2009 2008 2009
Ιούνιος 8 13 21,4 35,6
Ιούλιος 6 4 26,7 8,4
Αύγουστος 1 7 1,1 45,9
Σεπτέμβριος 17 13 62,9 36,3
Οκτώβριος 6 13 10,4 14,8
Νοέμβριος 11 5 14,0 12,5
Σύνολο 49 55 136,5 153,5
Τα στοιχεία του πίνακα αποτελούν μέσους όρους μετρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από το
1

Μετεωρολογικό Σταθμό Επιφανείας Θεσσαλονίκης της ΕΜΥ που βρίσκεται στην περιοχή του Α/Δ
ΜΙΚΡΑΣ (Θέρμη , Θεσσαλονίκη)

Από τα στοιχεία του πίνακα 19 προκύπει ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, το έτος 2008, είχε λιγότερες μέρες και μικρότερο μέσο ύψος
βροχής, σε σχέση με το δεύτερο πειραματισμό, το έτος 2009. Τον Αύγουστο του
2008 έβρεξε μία μέρα, ενώ τον Αύγουστο του 2009, έβρεξε 7 μέρες, με το ύψος
βροχής αυτούς τους μήνες στα 1,1mm το 2008 και 45,9mm το 2009. Τον Ιούλιο του
2009 έβρεξε 4 μέρες, ενώ τον Ιούλιο του 2008, έβρεξε 6 μέρες, με το ύψος βροχής
αυτούς τους μήνες στα 8,4mm το 2009 και 26,7mm το 2008.

Τα αποτελέσματα που αφορούν στις αποδόσεις και τους δείκτες υγείας των
ορνίθων, καθώς και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών τους, δίνονται
αναλυτικά για κάθε πειραματισμό στις ενότητες που ακολουθούν.

117
Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Τα αποτελέσματα των παραμέτρων που προσδιορίστηκαν για την εκτίμηση των


αποδόσεων, της θνησιμότητας και των δεικτών υγείας (αιματολογικές παράμετροι,
μικροβιολογικές αναλύσεις) των ορνίθων, καθώς και της ποιότητας των
παραγόμενων αυγών τους, κατά τον πρώτο πειραματισμό, δίνονται από τον
πίνακα 20 έως τον πίνακα 33. Στο παράρτημα Β, δίνονται αναλυτικά οι μέσες τιμές
των αποδόσεων των ορνίθων και της ποιότητας των παραγόμενων αυγών τους,
για κάθε ομάδα πειραματισμού σε αντίστοιχους πίνακες, που για τον πρώτο
πειραματισμό φέρουν το πρόθεμα Β.1, ενώ η εξέλιξη των παραπάνω τιμών σε όλη
τη διάρκεια του πειραματισμού, αποδίδεται και σχηματικά σε αντίστοιχα σχήματα
που για τον πρώτο πειραματισμό φέρουν επίσης το πρόθεμα Β.1. Επιπλέον, στο
παράρτημα Β δίνεται σχηματικά, η πορεία της λιπιδικής υπεροξείδωσης των
δειγμάτων της λεκίθου κατά την πρόκληση οξείδωσης.

α) Αποδόσεις των ορνίθων

Ο αριθμός των αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του πρώτου


πειραματισμού για την κάθε ομάδα συνολικά, δίνεται στον πίνακα 20.
Κατά τον πρώτο πειραματισμό έγινε επιπλέον και καταγραφή του αριθμού των
αυγών που βρέθηκαν εκτός φωλιάς, στη στρωμνή εντός του κελιού. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι δεν παρατηρήθηκε γέννηση αυγών στο χώρο άσκησης, γεγονός που
θα πρέπει να αποδοθεί στην παροχή της τροφής μόνο εντός των κελιών, στην
επάρκεια του αριθμού των φωλιών, καθώς και στον πιο περιορισμένο χώρο
άσκησης σε σχέση με τα συστήματα ελεύθερης βοσκής.

118
Πίνακας 20. Αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, για την κάθε πειραματική ομάδα

Αριθμός αυγών στη Συνολικός αριθμός


Αριθμός αυγών εντός
Ομάδα στρωμνή (εντός του παραγόμενων αυγών
της φωλιάς
κελιού)
M 3545 435 3980
Α 2881 356 3237
Β 3529 344 3873

Από τα στοιχεία του πίνακα 20 προκύπτει πως κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού παράχθηκαν συνολικά 11.090 αυγά, εκ των οποίων τα 3.980
προήλθαν από τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Μ (Μάρτυρες) , τα 3.237 από
τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Α (Salvia officinalis L.0,5%) και τα 3.873 από
τις όρνιθες που ανήκαν στην ομάδα Β (Salvia officinalis L.1,0%).
Από τα αυγά που γεννήθηκαν από τις όρνιθες της ομάδας Μ, το μεγαλύτερο
ποσοστό αναλογεί σε αυτά που γεννήθηκαν μέσα στις φωλιές (89,07%), ενώ τα
υπόλοιπα γεννήθηκαν έξω από τις φωλιές, στη στρωμνή εντός του κελιού
(10,93%), από τις όρνιθες της ομάδας Α το 89,00% μέσα στις φωλιές και το
11,00% έξω από τις φωλιές, στη στρωμνή εντός του κελιού και από τις όρνιθες της
ομάδας Β το 91,12% μέσα στις φωλιές και το 8,88% έξω από τις φωλιές, στη
στρωμνή εντός του κελιού.
Στον πίνακα 21 δίνεται το μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων για την κάθε
ομάδα, κατά τον πρώτο πειραματισμό.

Πίνακας 21. Μέσο ( x ±SD) σωματικό βάρος (g) των ορνίθων την 1η, την 9η και τη
16η εβδομάδα του πρώτου πειραματισμού

Ομάδα
Εβδομάδα P1
M Α Β
η
1 1649,17±166,240 1631,82±159,650 1611,59±167,904 0,424
9η 1628,87±166,951 1627,07±168,794 1615,41±153,466 0,885
η
16 1766,78±197,610 1725,77±199,935 1755,59±170,195 0,506
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1

119
Από τα στοιχεία του πίνακα 21 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά το σωματικό βάρος των
ορνίθων, ούτε στο μέσο, ούτε στο τέλος του πρώτου πειραματισμού, καθώς αυτό
δεν διέφερε ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού. Οι τιμές του μέσου
σωματικού βάρους των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη του
σωματικού βάρους των ορνίθων στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, δίνονται
στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα Β.1.1. και στο σχήμα Β.1.1..
Στον πίνακα 22 δίνονται οι μέσες τιμές των αποδόσεων και πιο συγκεκριμένα του
ποσοστού ωοτοκίας (%), της κατανάλωση τροφής (g), της μάζας αυγού (g) και του
Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης, κατά τον πρώτο
πειραματισμό.

Πίνακας 22. Μέσες ( x ±SD) τιμές των παραμέτρων εκτίμησης των αποδόσεων
των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον πρώτο πειραματισμό

Ομάδα
P1
Παράμετρος M Α Β

Ποσοστό ωοτοκίας (%) 60,56±6,780α 51,95±11,349β 59,86±7,197α <0,001

Κατανάλωση τροφής (g) 104,17±12,867 101,24±11,791 105,17±10,161 0,082

Μάζα αυγού (g) 38,25±4,418α 32,32±6,657β 38,45±3,888α <0,001

Δ.Μ.Τ.2 2,77±0,277 α 3,25±0,797 β 2,78±0,368α 0,008


1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
2
ΔΜΤ: Δείκτης μετατρεψιμότητας τροφής
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 22 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά την κατανάλωση τροφής των
ορνίθων. Ακόμη, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων
βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., σε

120
αναλογία 1,0% δεν επηρέασε το ποσοστό ωοτοκίας, την κατανάλωση τροφής, τη
μάζα του αυγού και το Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής, σχέση με τους
Μάρτυρες (ομάδα Μ), ενώ το ποσοστό ωοτοκίας και η μάζα του αυγού ήταν
σημαντικά μικρότερα για την ομάδα Α (Salvia officinalis L.0,5%), τόσο σε σχέση με
την ομάδα Μ (Μάρτυρες), όσο και σε σχέση με την ομάδα Β (Salvia officinalis
L.1,0%), ενώ ο Δείκτης Μετατρεψιμότητας της τροφής ήταν σημαντικά υψηλότερος
για την ομάδα Α, σε σχέση με τις ομάδες Μ και Β.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές του ποσοστού ωοτοκίας και της κατανάλωσης τροφής
των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού, ανά εβδομάδα, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα Β.1.2. και
σχήμα Β.1.2. και στον πίνακα Β.1.3. και σχήμα Β.1.3. αντίστοιχα.

Στον πίνακα 23 δίνεται το μέσο ποσοστό θνησιμότητας των ορνίθων, κατά


περίοδο και συνολικά, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού.

Πίνακας 23. Ποσοστό (%) θνησιμότητας των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση


(ομάδα), στο πρώτο και δεύτερο μισό και στο σύνολο του πρώτου πειραματισμού

Ομάδα
Περίοδος Μ Α Β P1

0- 8η Εβδομάδα 3,03 10,60 4,55 -

9η- 16η Εβδομάδα 1,56 5,08 0,00 -

0- 16η Εβδομάδα 4,55α 15,15β 4,55α 0,044


1
Τιμή P που αφορά στην ανάλυση επιβίωσης (Survival analysis) που πραγματοποιήθηκε στο
ποσοστό θνησιμότητας συνολικά
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στις συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά ζεύγη (Wilcoxon test)

Από τα στοιχεία του πίνακα 23 προκύπτει ότι οι όρνιθες της ομάδας Α, είχαν
υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με εκείνα των ομάδων Μ και Β.
Επίσης, από τα στοιχεία του πίνακα 23 προκύπτει ότι τόσο στις πρώτες 8
εβδομάδες του πειραματισμού, όσο και στις 8 τελευταίες εβδομάδες του
πειραματισμού οι όρνιθες της ομάδας Α, παρουσίασαν σταθερά υψηλοτέρα
ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με τις ομάδες Μ και Β, ενώ και για τις τρεις
ομάδες, τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σημειώθηκαν στη διάρκεια των
πρώτων 8 εβδομάδων του πειραματισμού.

121
β) Δείκτες υγείας των ορνίθων

1. Μικροβιολογικές αναλύσεις

Κατά τη διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων, για την ανίχνευση ειδών του
γένους Salmonella spp. και ειδών του γένους Campylobacter spp., στο
περιεχόμενο των τυφλών εντέρων των ορνίθων αυγοπαραγωγής, δεν
απομονώθηκαν αποικίες των ανωτέρω ειδών, σε καμία από τις ομάδες του
πειραματισμού, κατά τον πρώτο πειραματισμό.

2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων

Στον πίνακα 24 δίνονται οι μέσες τιμές των αιματολογικών και βιοχημικών


παραμέτρων, από δείγματα αίματος των ορνίθων που ελήφθησαν στην έναρξη, το
μέσο και στο τέλος του πρώτου πειραματισμού.

Πίνακας 24. Μέσες ( x ±SD) τιμές αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων από
δείγματα αίματος των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), που
ελήφθησαν στην έναρξη (1η εβδομάδα), το μέσο (9η εβδομάδα) και στο τέλος (16η
εβδομάδα) του πρώτου πειραματισμού

Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
1η 4,93±0,299 5,42±0,435 5,08±0,619 0,346
TP
9η 5,45±1,168 4,80±2,305 5,37±0,231 0,828
(g/dl)
16η 4,77±0,351 5,03±0,670 4,88±0,741 0,866
1η 1,93±0,427 1,93±0,150 1,85±0,173 0,910
ALB
9η 1,65±0,100 2,73±1,879 1,47±0,058 0,325
(mg/dl)
16η 1,77±0,351 1,77±0,321 1,93±0,330 0,771
1η 316,50±117,973 316,75±133,280 233,00±108,833 0,548
ALP
9η 141,25±121,946 120,00±53,451 151,33±91,675 0,923
(U/L)
16η 232,67±28,361α 349,25±48,286β 300,00±62,080α,β 0,024
1η 213,50±10,472 217,00±18,565 215,75±10,532 0,936
GLU
9η 192,50±24,826 221,00±13,491 213,33±12,741 0,141
(mg/dl)
16η 219,00±13,748 211,00±4,359 200,75±17,443 0,280

Ο Πίνακας 24 συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα

122
Πίνακας 24 (συνέχεια)
Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
1η 670,25±246,286 788,75±584,070 415,50±148,150 0,396
CPK
9η 652,75±313,792 726,00±265,845 410,67±198,699 0,342
(U/L)
16η 677,33±386,738 1283,50±632,861 554,25±200,598 0,141
1η 686,75±487,788 954,75±300,603 505,50±105,936 0,219
TG
9η 202,75±175,732 719,67±407,007 348,00±85,427 0,078
(mg/dl)
16η 504,00±136,635 804,67±276,507 497,75±109,192 0,114
1η 55,50±17,292 74,00±8,602 56,25±8,098 0,100
TCHO
9η 91,00±73,693 78,75±23,013 71,67±13,650 0,864
(mg/dl)
16η 47,33±3,512 66,00±12,000 61,25±12,285 0,141
1η 5,03±1,445 9,90±4,414 7,76±2,156 0,118
UA
9η 6,68±2,417 6,58±1,242 7,40±1,353 0,818
(mg/dl)
16η 4,97±0,513α 11,43±3,478β 8,50±1,322α,β 0,019
1η 30,43±18,415 47,00±0,909 30,825±17,978 0,251
CA
9η 32,30±22,085 51,50±3,500 47,03±2,765 0,254
(mg/dl)
16η 35,00±18,100 37,95±16,455 37,60±16,556 0,971
1η 2,63±0,486 8,58±12,285 2,33±0,532 0,410
P
9η 3,85±0,947 3,33±1,350 3,33±0,603 0,738
(mg/dl)
16η 2,13±0,351 2,25±0,507 2,48±0,532 0,645
1η 24,30±4,667 22,25±2,720 22,18±0,862 0,611
HCT
9η 20,20±3,634 23,80±0,938 20,77±2,901 0,200
(%)
16η 21,60±2,163 22,33±1,079 23,43±1,350 0,422
1η 6,05±1,485 7,27±0,419 6,38±1,333 0,378
HB
9η 6,73±0,650α 7,95±0,332β 6,60±0,794α 0,027
(g/dl)
16η 7,10±0,300 6,97±0,513 7,30±0,781 0,777
1η 13,06±1,824 10,76±0,698 10,74±1,934 0,224
WBC
9η 13,33±5,960 13,47±2,963 9,02±2,249 0,359
(10 3/μL)
16η 10,76±0,559 11,15±0,762 12,34±1,628 0,256
1η 312,50±140,714 178,25±180,064 127,50±45,229 0,330
PLT
9η 104,25±16,840 135,50±50,547 103,67±39,145 0,454
(10 3/μL)
16η 264,00±254,558 197,33±167,757 209,33±123,144 0,911
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 24 η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο


αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L. γενικά δεν επηρέασε τις αιματολογικές παραμέτρους
των ορνίθων, καθώς δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού, κατά τη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού. Εξαίρεση αποτελούν
123
οι τιμές της αλκαλικής φωσφατάσης (ALP) και του ουρικού οξέος (UA), οι οποίες
βρέθηκαν υψηλότερες στις όρνιθες της ομάδας Α, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες
των ομάδων Μ και Β, την 16η εβδομάδα του πειραματισμού. Ακόμα, η
συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης (HB) βρέθηκε επίσης μεγαλύτερη στις όρνιθες της
ομάδας Α, σε σχέση με εκείνη των ομάδων Μ και Β, την 9 η εβδομάδα του
πειραματισμού.

γ) Ποιότητα των αυγών

1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του

Στον πίνακα 25 δίνονται οι μέσες τιμές του βάρους του αυγού των ορνίθων, του
λευκώματος και της λεκίθου και η εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και της
λεκίθου, για κάθε ομάδα πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης,
της ηλικίας και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση, κατά τον πρώτο πειραματισμό.

124
Πίνακας 25. Μέσες ( x ±SD) τιμές βάρους αυγού και των επιμέρους συστατικών
του, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον πρώτο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Βάρος αυγού
63,52±5,818 63,99±6,202 64,82±6,431 0,087 <0,001 0,367
(g)

Βάρος
λευκώματος 42,33±4,671 42,72±5,381 43,15±5,152 0,268 <0,001 0,433
(g)
Βάρος
λεκίθου 15,20±1,660α 15,30±1,675α ,β 15,50±1,712β 0,043 <0,001 0,543
(g)

Λεύκωμα
66,56±2,588 66,62±2,985 66,48±2,606 0,874 <0,001 0,597
(%)

Λέκιθος
24,00±2,233 24,04±2,740 24,07±2,239 0,956 <0,001 0,646
(%)
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 25 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε το βάρος του αυγού, το
βάρος του λευκώματος, την εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και την
εκατοστιαία αναλογία της λεκίθου του αυγού, καθώς τα παραπάνω χαρακτηριστικά
δεν διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Σημαντική, ωστόσο, ήταν η επίδραση της ενσωμάτωσης αυτής στο βάρος της
λεκίθου, καθώς αυτό διέφερε στατιστικώς σημαντικά στα αυγά της ομάδας Β
(1,0%), σε σχέση με τα αυγά της ομάδας Μ (μάρτυρες).
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε σημαντικά όλες τις παραπάνω παραμέτρους, ενώ
δεν υπήρξε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της ηλικίας.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στο βάρος του αυγού και
τα επιμέρους συστατικά του, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σε
σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους

125
πίνακες Β.1.4., Β.1.5., Β.1.6., Β.1.7. και Β.1.8. αντίστοιχα, καθώς και στα σχήματα.
Β.1.4., Β.1.5., Β.1.6., Β.1.7. και Β.1.8.

2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού

Στον πίνακα 26 δίνονται συνολικά τα χαρακτηριστικά που αφορούν στην ποιότητα


του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, για όλη τη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού και η επίδραση της μεταχείρισης, της ηλικίας καθώς και η
μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Πίνακας 26. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
κελύφους του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον
πρώτο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Ειδικό βάρος
1,08±0,007 1,08±0,007 1,08±0,006 0,655 0,967 0,794
αυγού

Πάχος
κελύφους 0,44±0,039 0,43±0,038 0,44±0,036 0,143 <0,001 0,978
(mm)

Μήκος αυγού
58,06±2,552 58,38±2,443 58,52±2,381 0,138 <0,001 0,125
(mm)

Πλάτος αυγού
43,93±1,421 43,96±1,488 44,24±1,550 0,067 <0,001 0,488
(mm)

Δείκτης
0,76±0,028 0,75±0,027 0,76±0,027 0,363 0,508 0,482
σχήματος
Βάρος
κελύφους 5,99±0,724 5,97±0,682 6,11±0725 0,060 <0,001 0,842
(g)
Κέλυφος
9,44±0,884 9,35±0,871 9,45±0,882 0,410 <0,001 0,957
(%)

Χρώμα
29,07±4,927 29,41±4,348 29.46±4,964 0,653 <0,001 0,460
κελύφους
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1

126
Από τα στοιχεία του πίνακα 26 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε καμία από τις
παραμέτρους εκτίμησης της ποιότητας του κελύφους του αυγού των ορνίθων,
καθώς δεν διέφεραν σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε το μήκος και το πλάτος, καθώς και το βάρος, την
εκατοστιαία αναλογία, το πάχος και το χρώμα του κελύφους του αυγού των
ορνίθων, ενώ δεν επηρέασε το ειδικό βάρος και το δείκτη σχήματος, καθώς δεν
διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Τέλος, δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της
ηλικίας, καθώς δεν διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
κελύφους του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.1.9., Β.1.10., Β.1.11., Β.1.12., Β.1.13. και Β.1.14., καθώς και στα σχήματα.
Β.1.9., Β.1.10., Β.1.11., Β.1.12.,Β.1.13. και Β.1.14.

3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού

Στον πίνακα 27 δίνονται συνολικά, τα χαρακτηριστικά που αφορούν στην ποιότητα


του εσωτερικού του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού, για όλη τη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού και η επίδραση της μεταχείρισης, της ηλικίας, καθώς και η
μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

127
Πίνακας 27. Μέσες τιμές ( x ±SD) παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά τον
πρώτο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Χρώμα
6,94±0,988 7,00±0,889 7,04±0,792 0,466 <0,001 0,137
λεκίθου

Δείκτης
90,45±9,077 90,62±10,140 89,28±10,368 0,327 <0,001 0,478
Haugh

pH
8,62±0,274α 8,59±0,291α 8,68±0,214β 0,001 <0,001 0,024
λευκώματος

pH
6,13±0,158α 6,09±0,101β 6,10±0,068β 0,002 <0,001 <0,001
λεκίθου
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 27 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., φάνηκε να επηρέασε το pH του
λευκώματος του αυγού των ορνίθων, καθώς αυτό διέφερε ανάμεσα στις τρεις
ομάδες πειραματισμού και ήταν μεγαλύτερο για τα αυγά της ομάδας B από αυτά
της ομάδας Α και της ομάδας Μ, ενώ δε διέφερε ανάμεσα στα αυγά της ομάδας Α
και της ομάδας Μ. Επίσης, επηρέασε και το pH της λεκίθου του αυγού των
ορνίθων, καθώς αυτό διέφερε ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού και ήταν
μεγαλύτερο για τα αυγά της ομάδας Μ, από αυτά των ομάδας Α και Β. Θα πρέπει
να σημειωθεί ότι οι παρατηρούμενες διαφορές δεν έχουν κάποια πρακτική
σημασία, καθώς οι τιμές pH αποτελούν εύχρηστο τρόπο έκφρασης της
συγκέντρωσης των ιόντων υδρογόνου (πιο συγκεκριμένα, οι τιμές pH είναι ο
αρνητικός δεκαδικός λογάριθμος της συγκέντρωσης των ιόντων υδροξωνίου σε
ένα διάλυμα) και οι σημαντικές διαφορές μπορούν να αφορούν μόνο σε επίπεδο
μονάδας. Οι τιμές του pH που καταγράφονται εδώ βρίσκονται εντός των

128
φυσιολογικών ορίων που παρατηρούνται στα αυγά και, επομένως, δεν
συζητούνται περαιτέρω.
Τέλος, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής
εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε
ούτε το χρώμα της λεκίθου, ούτε το Δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού των
ορνίθων, καθώς αυτά δεν διέφεραν σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε όλες τις παραμέτρους που αφορούν στην
ποιότητα του εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, υπήρχε σημαντική
αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία, για το pH λευκώματος και για το pH
της λεκίθου, ενώ δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την
ηλικία, ούτε για το χρώμα της λεκίθου, ούτε για το Δείκτη Haugh του λευκώματος
του αυγού των ορνίθων.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
εσωτερικού του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.1.15., Β.1.16., Β.1.17. και Β.1.18., καθώς και στα σχήματα Β.1.15., Β.1.16.,
Β.1.17. και Β.1.18.

4. Περιεκτικότητα του αυγού σε λίπος και προφίλ των λιπαρών οξέων

Στον πίνακα 28 δίνονται συνολικά οι μέσες συγκεντρώσεις των λιπαρών οξέων


στη λέκιθο του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, εκφρασμένες ως εκατοστιαία
ποσοστά του συνόλου των λιπαρών οξέων (%) και η επίδραση της μεταχείρισης.

129
Πίνακας 28. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των λιπαρών οξέων στη λέκιθο του
αυγού συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%),
για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

Ομάδες
Ρ1
Λιπαρό οξύ (%) Μ Α Β
C14:0 0,36±0,034 0,38±0,029 0,35±0,031 0,425
C16:0 23,56±0,573 24,72±0,935 23,87±0,960 0,187
C16:1 trans 0,71±0,051 0,72±0,054 0,73±0,059 0,898
C16:1 cis 2,48±0,264 2,85±0,394 2,65±0,417 0,395
C18:0 8,13±0,694 7,30±0,780 7,44±0,146 0,174
C18:1 cis 38,02±0,795 37,81±2,722 38,46±1,585 0,884
C18:1ω-7 1,49±0,307 1,80±0,108 1,43±0,135 0,055
C20:0 0,11±0,107 0,06±0,032 0,07±0,041 0,631
C20:1 0,26±0,012 0,22±0,074 0,31±0,033 0,062
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1

Από τα στοιχεία του πίνακα 28 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις (%)
των λιπαρών οξέων της λεκίθου του αυγού, καθώς δεν διέφεραν σημαντικά
ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.

Στον πίνακα 29 δίνονται οι μέσες συγκεντρώσεις των ω-3 λιπαρών οξέων για κάθε
ομάδα πειραματισμού, εκφρασμένες ως εκατοστιαία ποσοστά του συνόλου των
λιπαρών οξέων (%) και η επίδραση της μεταχείρισης.

130
Πίνακας 29. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των ω-3 λιπαρών οξέων στη λέκιθο του
αυγού συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%),
για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

ω-3 λιπαρά οξέα Ομάδες


Ρ1
(%) Μ Α Β
C18:3ω-3 trans 0,25±0,076 0,17±0,031 0,19±0,021 0,114
C18:3ω-3 cis 0,98±0,205 0,96±0,165 1,03±0,147 0,837
C22:5ω-3 0,17±0,024α 0,11±0,005β 0,13±0,005β 0,001
C22:6ω-3 0,43±0,089 0,29±0,130 0,38±0,030 0,148
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α, β,
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 29 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. επηρέασε σημαντικά τη συγκέντρωση
του εικοσιδυοπενταενοϊκού οξέος (C22:5ω-3), καθώς αυτή ήταν μικρότερη στις
ομάδες Α και B από την ομάδα Μ, ενώ δεν διέφερε σημαντικά ανάμεσα στην
ομάδα Α και την ομάδα B. Επίσης, διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις των
υπόλοιπων ω-3 λιπαρών οξέων, καθώς δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις
τρεις ομάδες του πειραματισμού.

Στον πίνακα 30 δίνονται οι συγκεντρώσεις των ω-6 λιπαρών οξέων, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, εκφρασμένες ως εκατοστιαία ποσοστά του συνόλου των
λιπαρών οξέων (%) και η επίδραση της μεταχείρισης.

131
Πίνακας 30. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση των ω-6 λιπαρών οξέων στο αυγό
συνολικά, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων (%), για την
κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

Ομάδες
Ρ1
ω-6 λιπαρά οξέα (%) Μ Α Β
C18:2n-6trans 0,14±0,040 0,18±0,021 0,12±0,013 0,064
C18:2n-6cis 21,48±0,799 21,34±3,460 21,79±1,103 0,955
C20:4n-6 0,87±0,031 0,77±0,168 0,77±0,084 0,372
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1

Από τα στοιχεία του πίνακα 30 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις των ω-
6 λιπαρών οξέων, καθώς δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού.
Στον πίνακα 31 δίνονται οι συγκεντρώσεις του λίπους, καθώς και του συνόλου των
κορεσμένων (SFA), των μονοακόρεστων (MUFA), των πολυακόρεστων (PUFA),
των ω-3 και των ω-6 λιπαρών οξέων στη λέκιθο του αυγού και η επίδραση της
μεταχείρισης.

Πίνακας 31. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση του λίπους και του συνόλου των
λιπαρών οξέων ανά κατηγορία (SFA, MUFA, PUFA, ω-3 και ω-6), συνολικά στη
λέκιθο του αυγού, εκφρασμένη ως ποσοστό του συνόλου των λιπαρών οξέων
(%), για την κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

Ομάδες
Επίδραση1
Παράμετρος Μ Α Β
Λίπος 28,26±0,325 28,50±1,274 27,23±0,939 0,177
SFA2 32,36±0,816 32,62±0,927 31,85±0,909 0,486
MUFA3 43,34±0,939 41,08±7,661 43,76±1,553 0,681
PUFA4 24,31±0,920 23,80±3,589 24,40±1,270 0,923

ω-35 1,83±0,231 1,52±0,061 1,72±0,140 0,064


ω-66 22,49±0,782 22,29±3,535 22,68±1,156 0,968
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
2
Κορεσμένα λιπαρά οξέα, 3Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, 4Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα,
5
ω-3= το άθροισμα των: C18:3n-3trans, C18:3n-3cis, C22:5n-3 και C22:6n-3
6
ω-6=το άθροισμα των: C18:2 n-6trans, C18:2 n-6cis και C20:4n-6

132
Από τα στοιχεία του πίνακα 31 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό
σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε σημαντικά την
περιεκτικότητα της λεκίθου των παραγόμενων αυγών σε λίπος, καθώς και την
περιεκτικότητα αυτή στο σύνολο των κορεσμένων, των μονοακόρεστων, των
πολυακόρεστων, των ω-3 και των ω-6 λιπαρών οξέων, καθώς δεν διέφεραν
σημαντικά, ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.

5. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης

Στον πίνακα 32 δίνονται οι μέσες συγκεντρώσεις της μηλονικής διαλδεΰδης όπως


προέκυψαν από την πρόκληση οξείδωσης στα δείγματα λεκίθου των αυγών των
τριών ομάδων πειραματισμού, για τους χρόνους επώασης 0min, 50min, 100min
και 150min, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού.

Πίνακας 32. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης (MDA)
στη λέκιθο των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης για τους χρόνους επώασης
από 0 έως 150min, για κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού

Ομάδες
Χρόνος
επώασης Ρ1
Μ Α Β

Τ=0 min 43,59±7,749 56,23±12,571 41,62±6,538 0,107

T=50 min 859,71±424,689 951,88±336,77 688,70±104,288 0,521

T=100 min 772,75±247,486 780,29±103,399 756,52±295,707 0,989

T=150 min 721,16±272,843 628,99±102,299 561,16±132,086 0,497


Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
1

Από τα στοιχεία του πίνακα 32 διαπιστώνεται ότι δεν παρατηρήθηκαν διαφορές


στις συγκεντρώσεις της μηλονικής διαλδεΰδης, στο χρόνο επώασης Τ=0min,
δηλαδή στα δείγματα της λεκίθου, όπου δεν πραγματοποιήθηκε πρόκληση
οξείδωσης. Διαπιστώνεται επίσης ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων

133
φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε σημαντικά την οξειδωτική σταθερότητα
της λεκίθου σε όλους τους χρόνους επώασης (Τ=50min, Τ=100min, Τ=150min).
Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στο σχήμα Β.1.19 απεικονίζεται η πορεία της λιπιδικής
υπεροξείδωσης στα δείγματα της λεκίθου των αυγών, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, που υποβλήθηκαν σε τεχνητή οξείδωση με ιόντα σιδήρου και
ασκορβικό οξύ για 0min,50min,100min και 150min επώασης, στους 37 oC,
εκφρασμένη ως συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης (ng/g).

6. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού

Η διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων για την ανίχνευση ειδών του γένους
Salmonella spp. στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών και Campylobacter
spp. στο κέλυφος των αυγών, έδειξε απουσία των μικροοργανισμών αυτών και
στις τρεις ομάδες του πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού.
Όσον αφορά τις αποικίες των Enterobactericeae (εντεροβακτηριοειδή), ο αριθμός
τους ανά ομάδα πειραματισμού καταγράφεται στον πίνακα 33.

Πίνακας 33. Μέσος ( x ±SD) αριθμός των Enterobactericeae (εντεροβακτηριοειδή-


N/g) στο κέλυφος των αυγών ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού

Ομάδες
Παράμετρος Ρ1
Μ Α Β

Αριθμός
Enterobactericeae 235,00±147,164 179,00±154,952 108,89±130,714 0,219
(N/g)
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 33 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% (Ομάδα Α), όσο και σε
αναλογία 1,0% (Ομάδα Β), δεν επηρέασε σημαντικά τον αριθμό των
Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ομάδων του πειραματισμού, στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού. Ωστόσο, αξίζει να παρατηρηθεί ότι ο αριθμός
των Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων των ομάδων Α και Β,

134
ήταν μικρότερος από τον αριθμό των Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών
των ορνίθων της ομάδας Μ.

135
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Τα αποτελέσματα των παραμέτρων που προσδιορίστηκαν για την εκτίμηση των


αποδόσεων, της θνησιμότητας και των δεικτών υγείας (αιματολογικές παράμετροι,
μικροβιολογικές αναλύσεις) των ορνίθων, καθώς και της ποιότητας των
παραγόμενων αυγών τους, κατά το δεύτερο πειραματισμό, δίνονται από τον
πίνακα 34 έως τον πίνακα 43.
Στο παράρτημα Β, δίνονται αναλυτικά οι μέσες τιμές των αποδόσεων των ορνίθων
και της ποιότητας των παραγόμενων αυγών τους, για κάθε ομάδα πειραματισμού
σε αντίστοιχους πίνακες, που για το δεύτερο πειραματισμό φέρουν το πρόθεμα
Β.2., ενώ η εξέλιξη των παραπάνω τιμών σε όλη τη διάρκεια του πειραματισμού,
αποδίδεται και σχηματικά σε αντίστοιχα σχήματα που για το δεύτερο πειραματισμό
φέρουν επίσης το πρόθεμα Β.2.. Επιπλέον στο παράρτημα Β δίνεται σχηματικά, η
πορεία της λιπιδικής υπεροξείδωσης των δειγμάτων της λεκίθου κατά την
πρόκληση οξείδωσης.

α) Αποδόσεις των ορνίθων

Ο αριθμός των αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου


πειραματισμού για την κάθε υποομάδα και συνολικά, δίνεται στον πίνακα 34.
Κατά το δεύτερο πειραματισμό δεν έγινε επιπλέον καταγραφή του αριθμού των
αυγών που βρέθηκαν εκτός φωλιάς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στο δεύτερο
πειραματισμό δεν παρατηρήθηκε γέννηση αυγών στο χώρο άσκησης.

Πίνακας 34. Αριθμός αυγών που παράχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού για την κάθε πειραματική ομάδα

Συνολικός αριθμός παραγόμενων αυγών


Ομάδα
Μ 3819
Α 4093
Β 3988

Από τα στοιχεία του πίνακα 34 προκύπτει πως κατά τη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού παράχθηκαν συνολικά 11.900 αυγά, εκ των οποίων τα 3.819
προήλθαν από τις όρνιθες της ομάδας Μ (Μάρτυρες), τα 4.093 από τις όρνιθες της

136
ομάδας Α (Salvia officinalis L.0,5%) και τα 3.988 από τις όρνιθες της ομάδας Β
(Salvia officinalis L.1,0%).

Στον πίνακα 35 δίνεται το μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων για την κάθε
ομάδα, κατά το δεύτερο πειραματισμό.

Πίνακας 35. Μέσο ( x ±SD) σωματικό βάρος των ορνίθων την 1η, την 9η και τη 16 η
εβδομάδα του δεύτερου πειραματισμού

Ομάδα
Ρ1
Εβδομάδα M Α Β

1η 1549,85±191,460 1519,5±169,110 1490,30±138,808 0,128

9η 1685,33±217,622 1652,63±191,169 1658,71±138,986 0,593

16η 1832,69±188,904 1840,00±244,491 1789,83±159,907 0,358


1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 35 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., τόσο σε αναλογία 0,5% όσο και σε αναλογία 1,0%, δεν
επηρέασε σημαντικά το σωματικό βάρος των ορνίθων, στην έναρξη (1η
εβδομάδα), στο μέσο (9η εβδομάδα) και στο τέλος (16η εβδομάδα) του δεύτερου
πειραματισμού, καθώς αυτό δε διέφερε ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού. Οι τιμές του μέσου σωματικού βάρους των ορνίθων για κάθε
ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη του σωματικού βάρους των ορνίθων στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα
Β.2.1. και στο σχήμα Β.2.1.
Στον πίνακα 36 δίνονται οι μέσες τιμές των αποδόσεων και πιο συγκεκριμένα του
ποσοστού ωοτοκίας (%), της κατανάλωση τροφής (g), της μάζας αυγού (g) και του
Δείκτη Μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού,
καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης, κατά το δεύτερο πειραματισμό.

137
Πίνακας 36. Μέσες ( x ±SD) τιμές των παραμέτρων εκτίμησης των αποδόσεων
των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το δεύτερο πειραματισμό

Ομάδα
P1
Παράμετρος M Α Β

Ποσοστό ωοτοκίας (%) 57,72±4,366α 62,89±4,476β 55,49±5,441α <0,001

Κατανάλωση τροφής (g) 111,62±10,622α 117,78±7,294β 110,46±5,805α 0,008

Μάζα αυγού (g) 37,75±3,464α 41,44±3,691β 36,51±3,453α <0,001

Δ.Μ.Τ.2 2,98±0,364 2,86±0,251 3,06±0,402 0,146


1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
2
ΔΜΤ: Δείκτης μετατρεψιμότητας τροφής
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 36 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., επηρέασε το ποσοστό ωοτοκίας των
ορνίθων, την κατανάλωση τροφής και τη μάζα του αυγού των ορνίθων, καθώς
ήταν μεγαλύτερα για τα αυγά της ομάδας Α σε σύγκριση με αυτά της ομάδας B και
της ομάδας Μ. Αντίθετα, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis
L., δεν επηρέασε το δείκτη μετατρεψιμότητας τροφής των ορνίθων, καθώς δεν
διέφερε σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του πειραματισμού.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές του ποσοστού ωοτοκίας και της κατανάλωσης τροφής
των ορνίθων για κάθε ομάδα πειραματισμού, ανά μία εβδομάδα, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στον πίνακα Β.2.2. και
σχήμα Β.2.2. και στον πίνακα Β.2.3. και σχήμα Β.2.3., αντίστοιχα.
Στον πίνακα 37 δίνεται το μέσο ποσοστό θνησιμότητας των ορνίθων, κατά
περίοδο και συνολικά, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού.

138
Πίνακας 37. Ποσοστό (%) θνησιμότητας των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση
(ομάδα), στο πρώτο και δεύτερο μισό και στο σύνολο του δεύτερου πειραματισμού

Ομάδα
Περίοδος Μ Α Β P1

0- 8η Εβδομάδα 9,09 13,63 4,55 -

9η- 16η Εβδομάδα 3,33 3,51 3,17 -

0- 16η Εβδομάδα 12,12 16,66 7,58 0,255


1
Τιμή P που αφορά στην ανάλυση επιβίωσης (Survival analysis) που πραγματοποιήθηκε στο
ποσοστό θνησιμότητας συνολικά

Από τα στοιχεία του πίνακα 37 προκύπτει ότι οι όρνιθες της ομάδας Α είχαν
υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, τόσο σε σχέση με την ομάδα Μ όσο και με την
ομάδα Β. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Αξίζει να
σημειωθεί ότι στις πρώτες 8 εβδομάδες του πειραματισμού οι όρνιθες της ομάδας
Α, παρουσίασαν τα υψηλοτέρα ποσοστά θνησιμότητας, σε σχέση με τις ομάδες Μ
και Β, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σημειώθηκαν και για τις τρεις
ομάδες στη διάρκεια των πρώτων 8 εβδομάδων του πειραματισμού.

β) Δείκτες υγείας των ορνίθων

1. Μικροβιολογικές αναλύσεις

Κατά τη διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων, για την ανίχνευση ειδών του
γένους Salmonella spp. και ειδών του γένους Campylobacter spp., δεν
απομονώθηκαν αποικίες των ανωτέρω ειδών, σε καμία από τις ομάδες του
πειραματισμού, κατά το δεύτερο πειραματισμό.

2. Αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος των ορνίθων

Στον πίνακα 38 δίνονται οι μέσες τιμές αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων


από δείγματα αίματος των ορνίθων, που ελήφθησαν στην έναρξη και τη 14η
εβδομάδα του δεύτερου πειραματισμού.

139
Πίνακας 38. Μέσες ( x ±SD) τιμές αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων από
δείγματα αίματος των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), που
ελήφθησαν την 1η εβδομάδα και την 14η εβδομάδα του δεύτερου πειραματισμού

Ομάδα
Παράμετρος Εβδ. P1
Μ Α Β
TP 1η 5,10±0,572 5,03±0,208 5,13±0,252 0,955
(g/dl) 14η 4,95±0,466 5,45±0,332 5,27±0,503 0,308
ALB 1η 1,63±0,479 1,55±0,212 1,97±0,116 0,394
(mg/dl) 14η 1,65±0,100 1,63±0,096 1,60±0,173 0,866
ALP 1η 351,25±33,837 371,00±103,238 363,33±63,877 0,926
(U/L) 14η 70,25±23,543 181,00±159,455 68,00±16,523 0,257
GLU 1η 235,75±37,125 206,00±5,657 210,67±9,504 0,383
(mg/dl) 14η 212,00±14,259 207,75±2,630 221,33±2,517 0,197
CPK 1η 972,75±746,421 545,00±65,054 877,33±493,731 0,722
(U/L) 14η 704,00±505,762 475,25±182,894 675,33±211,897 0,622
TG 1η 681,00±352,080 558,50±55,861 1349,00±631,586 0,152
(mg/dl) 14η 418,75±90,754 478,75±507,416 482,33±238,716 0,959
TCHO 1η 46,75±5,058α 64,50±2,121β 75,33±5,132γ 0,001
(mg/dl) 14η 48,25±13,301 110,25±84,658 72,67±49,400 0,362
UA 1η 5,08±1,097 6,15±1,485 5,10±0,300 0,461
(mg/dl) 14η 6,85±1,658 6,65±1,066 7,13±0,306 0,875
CA 1η 52,38±4,307 49,35±0,636 49,77±1,795 0,480
(mg/dl) 14η 37,25±15,306 47,50±7,090 51,80±3,305 0,219
P 1η 2,40±0,316 2,70±0,566 2,33±0,332 0,514
(mg/dl) 14η 3,76±0,222 3,83±0,330 3,47±0,603 0,473
HCT 1η 18,70±3,039 23,95±3,323 46,53±21,374 0,067
(%) 14η 20,68±2,750 21,70±1,637 21,43±2,907 0,860
HB 1η 7,30±0,141 8,25±1,061 14,67±7,430 0,145
(g/dl) 14η 6,43±0,591 6,83±1,266 7,05±0,614 0,574
WBC 1η 9,07±2,931 11,16±2,263 30,73±17,878 0,080
(103/μL) 14η 11,35±5,612 11,15±3,185 16,54±3,741 0,225
PLT 1η 873,75±1150,021 577,00±185,262 1092,67±690,003 0,829
(103/μL) 14η 195,25±82,629 157,00±114,385 149,75±34,189 0,701
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α,β,γ
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,001) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 38 η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο


αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L. δεν επηρέασε τις αιματολογικές παραμέτρους των
ορνίθων, καθώς δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του

140
πειραματισμού, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού. Εξαίρεση αποτελεί
η διαφορά που παρουσιάζεται στις τιμές της ολικής χοληστερόλης (TCHO), που
αφορά στην έναρξη του πειραματισμού, πριν τη χορήγηση και εγκατάσταση των
σιτηρεσίων με την προσθήκη της Salvia officinalis L..

γ) Ποιότητα των αυγών

1. Βάρος αυγού και επιμέρους συστατικών του

Στον πίνακα 39 δίνονται οι μέσες τιμές του βάρους του αυγού των ορνίθων, του
λευκώματος και της λεκίθου και η εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και της
λεκίθου, για κάθε ομάδα πειραματισμού, καθώς και η επίδραση της μεταχείρισης,
της ηλικίας και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση, κατά το δεύτερο πειραματισμό.

Πίνακας 39. Μέσες ( x ±SD) τιμές βάρους αυγού και των επιμέρους συστατικών
του, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το δεύτερο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Βάρος αυγού
65,37±5,497 65,87±6,412 65,84±5,037 0,597 <0,001 0,216
(g)

Βάρος
λευκώματος 43,82±4,613 44,13±5,089 44,04±4,179 0,787 <0,001 0,264
(g)
Βάρος
λεκίθου 15,42±1,226 15,58±1,819 15,61±1,468 0,362 <0,001 0,788
(g)

Λεύκωμα
66,93±2,186 66,92±2,410 66,84±2,256 0,901 <0,001 0,700
(%)

Λέκιθος
23,69±2,032 23,73±2,271 23,76±1,967 0,947 <0,001 0,699
(%)
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1

Από τα στοιχεία του πίνακα 39 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε το βάρος του αυγού, του

141
λευκώματος και της λεκίθου, ούτε την εκατοστιαία αναλογία του λευκώματος και
την εκατοστιαία αναλογία της λεκίθου του αυγού, καθώς οι παράμετροι αυτές δεν
διέφεραν ανάμεσα στις τρεις ομάδες πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε σημαντικά όλες τις παραπάνω παραμέτρους, ενώ
δεν υπήρξε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της ηλικίας.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στο βάρος του αυγού και
τα επιμέρους συστατικά του, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σε
σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους
πίνακες Β.2.4., Β.2.5., Β.2.6., Β.2.7. και Β.2.8. , καθώς και στα σχήματα. Β.2.4.,
Β.2.5., Β.2.6., Β.2.7. και Β.2.8.

2. Ποιότητα του κελύφους του αυγού

Στον πίνακα 40 δίνονται συνολικά τα χαρακτηριστικά που αφορούν στην ποιότητα


του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, για όλη τη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού και η επίδραση της μεταχείρισης, της ηλικίας καθώς και η
μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

142
Πίνακας 40. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
κελύφους του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το
δεύτερο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Ειδικό βάρος
1,09±0,006 1,09±0,005 1,09±0,007 0,711 <0,001 0,096
αυγού

Πάχος
κελύφους 0,44±0,035 0,43±0,034 0,44±0,032 0,428 <0,001 0,700
(mm)

Μήκος αυγού
58,17±1,958 58,42±2,408 58,26±2,087 0,493 <0,001 0,007
(mm)

Πλάτος αυγού
44,62±1,409 44,70±1,543 44,77±1,218 0,586 <0,001 0,531
(mm)

Δείκτης
0,77±0,026 0,77±0,026 0,77±0,025 0,471 0,002 0,033
σχήματος
Βάρος
κελύφους 6,13±0,649 6,16±0,756 6,18±0,594 0,695 <0,001 0,430
(g)
Κέλυφος
9,38±0,686 9,35±0,778 9,41±0,823 0,749 <0,001 0,803
(%)

Χρώμα
25,27±5,385 25,81±4,790 25,23±3,987 0,349 <0,001 0,067
κελύφους
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
1

Από τα στοιχεία του πίνακα 40 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε το ειδικό βάρος, το
πάχος του κελύφους, το μήκος, το πλάτος και το δείκτη σχήματος του αυγού των
ορνίθων, ούτε το βάρος, την εκατοστιαία αναλογία και το χρώμα του κελύφους του
αυγού των ορνίθων, καθώς αυτά δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις
ομάδες του πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε σημαντικά όλες τις παραπάνω παραμέτρους,
ενώ, πλην του μήκους και του δείκτη σχήματος του αυγού, δεν υπήρξε σημαντική
αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταχείρισης και της ηλικίας.

143
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
κελύφους του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.2.9., Β.2.10., Β.2.11., Β.2.12., Β.2.13. και Β.2.14., καθώς και στα σχήματα.
Β.2.9., Β.2.10., Β.2.11., Β.2.12.,Β.2.13. και Β.2.14.

3. Ποιότητα του εσωτερικού του αυγού

Στον πίνακα 41 δίνονται συνολικά τα χαρακτηριστικά που αφορούν στην ποιότητα


του εσωτερικού του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, για όλη τη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού και η επίδραση της μεταχείρισης, της ηλικίας καθώς και η
μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Πίνακας 41. Μέσες ( x ±SD) τιμές παραμέτρων εκτίμησης της ποιότητας του
εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), κατά το
δεύτερο πειραματισμό

Ομάδα Επίδραση1
Παράμετρος
M Α Β Ο Η ΟxΗ

Χρώμα
7,66±0,979 7,77±0,915 7,82±0,852 0,212 <0,001 0,086
λεκίθου

Δείκτης
91,77±9,992 91,78±8,842 90,41±10,431 0,254 <0,001 0,029
Haugh

pH
8,40±0,293α 8,48±0,232β 8,52±0,220γ <0,001 <0,001 <0,001
λευκώματος

pH
6,01±0,127α 6,02±0,109α 6,06±0,208β 0,001 0,010 <0,001
λεκίθου
1
Τιμές P, για τη μεταχείριση (Ο), την ηλικία (Η) και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ΟxΗ)
α, β, γ
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 41 διαπιστώνεται ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό


σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων,
αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., επηρέασε το pH του λευκώματος και

144
της λεκίθου του αυγού των ορνίθων, καθώς αυτό διέφερε ανάμεσα στις τρεις
ομάδες πειραματισμού. Όπως ήδη αναφέρθηκε και στα αποτελέσματα του πρώτου
πειραματισμού, οι τιμές του pH που καταγράφονται και εδώ βρίσκονται εντός των
φυσιολογικών ορίων που παρατηρούνται στα αυγά και επομένως δεν συζητούνται
περαιτέρω.
Τέλος, η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής
εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε, το
χρώμα της λεκίθου και το Δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού των ορνίθων,
καθώς αυτά δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού.
Η ηλικία των ορνίθων επηρέασε όλες τις παραμέτρους που αφορούν στην
ποιότητα του εσωτερικού του αυγού των ορνίθων, υπήρχε σημαντική
αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία, για το Δείκτη Haugh του
λευκώματος του αυγού των ορνίθων, το pH λευκώματος και για το pH της λεκίθου,
ενώ δεν υπήρχε σημαντική αλληλεπίδραση της μεταχείρισης με την ηλικία για το
χρώμα της λεκίθου.
Αναλυτικά οι μέσες τιμές των παραμέτρων που αφορούν στην ποιότητα του
εσωτερικού του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού και η εξέλιξη τους σχέση με
την εβδομάδα του πειραματισμού, δίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στους πίνακες
Β.2.15., Β.2.16., Β.2.17. και Β.2.18., καθώς και στα σχήματα Β.2.15., Β.2.16.,
Β.2.17. και Β.2.18.

4. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου του αυγού μετά από πρόκληση οξείδωσης

Στον πίνακα 42 δίνονται οι μέσες συγκεντρώσεις της μηλονικής διαλδεΰδης όπως


προέκυψαν από την πρόκληση οξείδωσης στα δείγματα λεκίθου των αυγών των
τριών ομάδων πειραματισμού, για τους χρόνους επώασης 0min, 50min, 100min
και 150min, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού.

145
Πίνακας 42. Μέση ( x ±SD) συγκέντρωση (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης (MDA)
στη λέκιθο των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης για τους χρόνους επώασης
από 0 έως 150min, για κάθε μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού

Ομάδες
Χρόνος
επώασης Ρ1
Μ Α Β

Τ=0 min 45,78±18,961 55,65±21,167 62,61±30,821 0,630

T=50 min 582,03±53,818α 533,33±59,482α,β 448,67±66,819β 0,034

T=100 min 585,51±38,917α 553,62±113,305α 430,15±48,732β 0,038

T=150 min 731,01±168,776α 513,04±101,913β 413,33±33,73β 0,010


1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης
α, β
Μέσοι όροι με διαφορετικό εκθέτη στην ίδια σειρά υποδηλώνουν στατιστικά σημαντική διαφορά
(P≤0,05 και P≤0,01) και αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 42 διαπιστώνεται πως δεν παρατηρήθηκαν διαφορές


στις συγκεντρώσεις της μηλονικής διαλδεΰδης στο χρόνο επώασης Τ=0min,
δηλαδή στα δείγματα της λεκίθου όπου δεν πραγματοποιήθηκε πρόκληση
οξείδωσης. Διαπιστώνεται επίσης ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., σε ποσοστό 1,0% (Ομάδα Β) επηρέασε σημαντικά την
οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου, καθώς η συγκέντρωση της μηλονικής
διαλδεΰδης στη λέκιθο των αυγών της ομάδας B ήταν χαμηλότερη, τόσο από τη
συγκέντρωση στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Μ (Μάρτυρες), όσο και από τη
συγκέντρωση στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Α (Salvia officinalis L. 0,5%), σε
όλους τους χρόνους επώασης (Τ=50min, Τ=100min, Τ=150min). Τέλος, η
συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Α, ενώ
δεν διέφερε στους χρόνους επώασης Τ=50min και Τ=100min από εκείνη της
ομάδας Μ, ήταν σημαντικά χαμηλότερη στο χρόνο επώασης Τ=150min.
Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, στο σχήμα Β.2.19 ,απεικονίζεται η πορεία της λιπιδικής
υπεροξείδωσης στα δείγματα της λεκίθου των αυγών, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, που υποβλήθηκαν σε τεχνητή οξείδωση με ιόντα σιδήρου και
ασκορβικό οξύ για 0min,50min,100min και 150min επώασης, στους 37oC,
εκφρασμένη ως συγκέντρωση της μηλονικής διαλδεΰδης (ng/g).

146
5. Μικροβιολογικές αναλύσεις αυγού

Η διενέργεια των μικροβιολογικών αναλύσεων για την ανίχνευση ειδών του γένους
Salmonella spp. στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών και Campylobacter
spp. στο κέλυφος των αυγών, έδειξε απουσία των μικροοργανισμών αυτών και
στις τρεις ομάδες του πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού.
Όσον αφορά τις αποικίες των Enterobactericeae (Εντεροβακτηριοειδή), ο αριθμός
τους ανά ομάδα πειραματισμού καταγράφεται στον πίνακα 43.

Πίνακας 43. Μέσος ( x ±SD) αριθμός των Enterobactericeae (εντεροβακτηριοειδή-


N/g) στο κέλυφος των αυγών ανάλογα με τη μεταχείριση (ομάδα), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού

Ομάδες
Παράμετρος Ρ1
Μ Α Β

Αριθμός
Enterobactericeae 233,33±149,747 231,00±184,899 123,33±87,004 0,219
(N/g)
1
Τιμές P, που αφορούν στην επίδραση της μεταχείρισης

Από τα στοιχεία του πίνακα 43 προκύπτει ότι η ενσωμάτωση στο ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής αλεσμένων, αποξηραμένων
φυτών Salvia officinalis L., δεν επηρέασε σημαντικά τον αριθμό των
Enterobactericeae στο κέλυφος των αυγών των ομάδων του πειραματισμού, στη
διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός
αυτός ήταν μικρότερος στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της ομάδας Β.

147
148
ΙΙ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η αύξηση της ζήτησης και της παραγωγής αυγού σε παγκόσμιο επίπεδο,


συνέπεσε με δύο μεγάλες αλλαγές της αυγοπαραγωγού ορνιθοτροφίας στην Ε.Ε.,
που προήλθαν από την αλλαγή της νομοθεσίας: την κατάργηση των συμβατικών
κλωβοστοιχιών αφενός και αφετέρου την απαγόρευση της χρήσης των
αντιβιοτικών, που ως πρόσθετες ύλες των ζωοτροφών, χρησιμοποιούνταν ως
αυξητικοί παράγοντες των ζώων. Σημαντικό είναι ως γεγονός, το ότι και οι δύο
αυτές αλλαγές, προήλθαν ύστερα από έντονες πιέσεις της κοινής γνώμης
(καταναλωτών), για καλύτερες συνθήκες ευζωίας των αυγοπαραγωγών ορνίθων,
αλλά και για απομάκρυνση των αντιβιοτικών από τη διατροφή στη ζωική
παραγωγή, με κοινό παρονομαστή την επιθυμία για παραγωγή ποιοτικότερων και
ασφαλέστερων αυγών.
Η μετάβαση από τις συμβατικές κλωβοστοιχίες, στις εμπλουτισμένες, στα
συστήματα του «αχυρώνα» και της ελεύθερης βοσκής και τελικά στα βιολογικά
συστήματα, ενισχύει την πολυπλοκότητα των επιδράσεων του περιβάλλοντος στις
αυγοπαραγωγές όρνιθες, γεγονός που θεωρείται θετικό για την ευζωία των
ορνίθων, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τους κινδύνους, για τις αποδόσεις και την υγεία
τους (Rodenburg et al., 2012).
Η αύξηση, τα τελευταία χρόνια, της χρήσης των αρωματικών φυτών στη διατροφή
των πτηνών, με σκοπό την αξιοποίηση των ποικίλων ιδιοτήτων τους (Windisch et
al., 2008), οδήγησε σε ενθαρρυντικά αποτελέσματα, λόγω κυρίως της
αντιμικροβιακής και αντιοξειδωτικής δράσης των αιθέριων ελαίων που περιέχουν.
Αναφορικά με τις επιδράσεις τους στις αποδόσεις των αυγοπαραγωγών ορνίθων
και την ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ο αριθμός των ερευνητικών εργασιών
είναι μικρός και τα μεταξύ τους αποτελέσματα διαφορετικά (Franz et al., 2010˙
Bozkurt et al., 2014˙ Diaz-Sanchez et al., 2015). Ωστόσο, η συνολική
αποτελεσματικότητα τους, φαίνεται να είναι πολλά υποσχόμενη, τόσο για την υγεία
και ευζωία των ζώων, όσο και για την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων
(Franz et al., 2010). Ειδικά στα βιολογικά συστήματα εκτροφής, υπάρχουν ακόμα
ερευνητικά κενά, ως προς την επίδραση των αρωματικών φυτών στις αποδόσεις
και γενικά την παραγωγικότητα των αυγοπαραγωγών ορνίθων (Diaz-Sanchez et
al., 2015).

149
Στην παρούσα διατριβή, που σχεδιάστηκε για να διερευνήσει την επίδραση της
ενσωμάτωσης Salvia officinalis L., ενός αρωματικού φυτού με αξιόλογες ιδιότητες,
στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις
τους και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, διενεργήθηκαν δύο συνεχείς
πειραματισμοί, από τον Ιούλιο έως το Νοέμβριο του 2008 και από τον Ιούλιο έως
το Νοέμβριο του 2009. Οι πειραματισμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν στις ίδιες
εγκαταστάσεις, με τον ίδιο αριθμό ορνίθων ανά μεταχείριση, της ίδιας ηλικίας και
του ίδιου γενοτύπου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και των δύο πειραματισμών, δεν υπήρξε στατιστικά
σημαντική διαφορά, σε καμία από τις παραμέτρους των αποδόσεων (σωματικό
βάρος, ποσοστό ωοτοκίας, κατανάλωση τροφής, δείκτης μετατρεψιμότητας της
τροφής), μεταξύ των ορνίθων της ομάδας, στην οποία ενσωματώθηκε στο
σιτηρέσιό τους Salvia officinalis L.1,0% (ομάδα Β) και των ορνίθων της ομάδας του
μάρτυρα (ομάδα Μ). Διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν στις παραμέτρους των
αποδόσεων της ομάδας, στην οποία ενσωματώθηκε στο σιτηρέσιό τους Salvia
officinalis L.0,5% (ομάδα Α), σε σχέση με τις αποδόσεις των ομάδων Μ και Β,
ανάμεσα στους δύο πειραματισμούς.
Στον πρώτο πειραματισμό, το ποσοστό ωοτοκίας και ο δείκτης μετατρεψιμότητας
της τροφής των ορνίθων της ομάδας Α, ήταν χειρότερα από το ποσοστό ωοτοκίας
και το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, των ορνίθων των ομάδων Μ και Β,
ενώ δεν υπήρχαν διαφορές στο σωματικό βάρος και την κατανάλωση της τροφής
τους.
Η μείωση της αυγοπαραγωγής, στις όρνιθες της ομάδας Α, την πρώτη χρονιά,
παρατηρήθηκε κυρίως σε μία από τις δύο υποομάδες του πειραματισμού. Η
αυγοπαραγωγή της υποομάδας αυτής, άρχισε να μειώνεται ραγδαία, μετά τη 10η
εβδομάδα, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας της ομάδας Α, εκείνη τη χρονική στιγμή,
ήταν 2 και 3 φορές υψηλότερα από της ομάδας Β και της ομάδας Μ, αντίστοιχα.
Τη μείωση του σμήνους και τη συνεπαγόμενη μείωση της αυγοπαραγωγής,
ακολούθησε αύξηση της κατανάλωσης τροφής των πτηνών όλων των ομάδων,
μεταξύ των οποίων και της ομάδας Α, αφού στο μεταξύ είχε παρέλθει η περίοδος
των υψηλών θερμοκρασιών και χαμηλών ποσοστών υγρασίας, με συνέπεια την
αύξηση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, της συγκεκριμένης ομάδας.
Με δεδομένο ότι από τους δείκτες υγείας των ορνίθων (αιματολογικές και
βιοχημικές παράμετροι του αίματος, μικροβιολογικές αναλύσεις περιεχομένου του

150
τυφλού εντέρου των ορνίθων) δεν προέκυψε διαφοροποίηση, σε καμία από τις
ομάδες του πειραματισμού, συνεπώς δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα στη
συγκεκριμένη ομάδα, η μείωση του ποσοστού ωοτοκίας και η αύξηση του δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής τους, θα πρέπει να αποδοθούν, αφενός στο υψηλό
ποσοστό θνησιμότητας της συγκεκριμένης ομάδας, καθώς μείωση του πληθυσμού
των ορνίθων, έχει σαν αποτέλεσμα και μείωση της παραγωγής αυγών (FAO,
2003˙ Rodenburg et al., 2012˙ Leenstra et al., 2014), αφετέρου στην απότομη
άνοδο της κατανάλωσης της τροφής, μετά το πέρας του θέρους και την είσοδο στη
φθινοπωρινή περίοδο.
Το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας της ομάδας Α, αφορά κυρίως στην
επίδραση του βιολογικού συστήματος εκτροφής, που στην προκειμένη περίπτωση
ήταν πιθανόν πιο ισχυρή, από ότι στις άλλες ομάδες. Άλλωστε, όπως έχει ήδη
αναφερθεί εισαγωγικά, οι αιτίες της θνησιμότητας στα βιολογικά συστήματα
εκτροφής διαφέρουν, ακόμα και μεταξύ εκτροφών των ίδιων περιοχών, με μεγάλο
εύρος διακύμανσης των ποσοστών και με σημαντική επιρροή, τόσο των
κλιματικών συνθηκών, όσο και των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και της
συμπεριφοράς των σμηνών. Στους πειραματισμούς της παρούσας διδακτορικής
διατριβής, δεν καταγράφηκαν παρατηρήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των
ορνίθων των ομάδων του πειραματισμού, που ίσως ανεδείκνυαν αιτίες
θνησιμότητας των ορνίθων.
Αναφορικά με την αύξηση της κατανάλωσης της τροφής, μετά την πάροδο των
υψηλών θερμοκρασιών, προκύπτει τόσο από τα ερευνητικά δεδομένα των
Mashaly et al. (2004) και Bozkurt et al. (2012a), που παρατήρησαν αυξημένη
κατανάλωση της τροφής από τα πτηνά, σε περιόδους με χαμηλότερες
θερμοκρασίες, σε σχέση με τις αντίστοιχες των υψηλών θερμοκρασιών, όσο και
από το βάρος που ανέκτησαν οι όρνιθες όλων των ομάδων του πειραματισμού,
μεταξύ των οποίων και της ομάδας Α, τις επόμενες 8 εβδομάδες, του φθινοπώρου.
Στο δεύτερο πειραματισμό το έτος 2009, το ποσοστό ωοτοκίας, ο δείκτης
μετατρεψιμότητας της τροφής και η κατανάλωση τροφής των ορνίθων της ομάδας
Α, ήταν πιο βελτιωμένα, από τα αντίστοιχα των ορνίθων των ομάδων Μ και Β, ενώ
δεν υπήρχαν διαφορές στο σωματικό τους βάρος. Στην προκειμένη περίπτωση οι
κλιματολογικές συνθήκες ήταν πιο ήπιες, κυρίως σε σχέση με τα υψηλότερα
ποσοστά σχετικής υγρασίας, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας τη θερινή περίοδο,
ήταν μεν σημαντικά στις όρνιθες της ομάδας Α, ήταν όμως πιο υψηλά σε σχέση με

151
την πρώτη χρονιά στην ομάδα Μ, ενώ στην ομάδα Β, ήταν τα ίδια. Συνεπώς η
μείωση της αυγοπαραγωγής ήταν υψηλή και στην ομάδα Μ, λόγω αυξημένης
θνησιμότητας.
Αναφορικά με την κατανάλωση της τροφής τη δεύτερη χρονιά, λόγω των
υψηλότερων ποσοστών σχετικής υγρασίας, ήταν αυξημένη και στις τρεις ομάδες
του πειραματισμού, σε σχέση με την πρώτη χρονιά. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι
την πρώτη χρονιά η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφής ανά όρνιθα, ανεξαρτήτου
ομάδας πειραματισμού, ήταν 103,53g, ενώ τη δεύτερη χρονιά ήταν 113,55g. Η
αύξηση στην κατανάλωση της τροφής, ίσως οφείλεται στην επίδραση του
βιολογικού συστήματος εκτροφής στις αυγοπαραγωγές όρνιθες, αφού σύμφωνα
με τους Lampkin (1997), Castellini et al. (2004) και Küçükyılmaz et al. (2012a), οι
όρνιθες στα εν λόγω συστήματα εκτροφής, εμφανίζουν αυξημένη κατανάλωση
τροφής, κυρίως λόγω της εντονότερης άσκησης και δραστηριότητας τους.
Ειδικότερα, η αύξηση της κατανάλωσης της τροφής από τις όρνιθες της ομάδας Α,
θα μπορούσε να αποδοθεί στη βελτίωση της γευστικότητας του σιτηρεσίου
(Brenes and Roura, 2010), που πιθανόν προσέδωσε η προσθήκη Salvia
oficcinalis L. σε αυτό, σε ποσοστό 0,5%, όχι όμως και σε ποσοστό 1%. Η
προσέγγιση αυτή συμφωνεί με τα αποτελέσματα εργασίας των Florou-Paneri et al.
(2005), όπου προσθήκη 50mg/ kg αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησαν την κατανάλωση της τροφής των ορνίθων,
ενώ σε προσθήκη 100mg/ kg τη μείωσαν. Ομοίως σε πειραματική εργασία των
Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη 200 mg/ kg αιθέριου ελαίου Salvia sclarea L.
(ενός είδους του γένους της Salvia) στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων,
μείωσε την κατανάλωση της τροφής τους. Συνεπώς, η βελτίωση των
κλιματολογικών συνθηκών, η υψηλή θνησιμότητα και στην ομάδα Μ και η σταθερή
κατανάλωση τροφής, σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού, θα
μπορούσαν, καταρχήν, να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα των παραμέτρων των
αποδόσεων των ορνίθων της ομάδας Α.
Σε έρευνα των Loetscher et al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L. σε
ποσοστό 2,5% επί του σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε καμία
από τις παραμέτρους των αποδόσεών τους. Όπως προκύπτει, από την
πειραματική εργασία των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη αιθέριου ελαίου
Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε το
σωματικό βάρος και το ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων, αλλά βελτίωσε το δείκτη

152
μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων. Σε άλλο πειραματισμό, που
πραγματοποιήθηκε καλοκαίρι, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η
προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων 24mg/ kg εμπορικού
σκευάσματος μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη, φύλλα
δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και από
φύλλα Salvia triloba, ενός αρωματικού φυτού του γένους της Salvia, δεν επηρέασε
το ποσοστό ωοτοκίας και την κατανάλωση τροφής, αλλά αύξησε το βάρος και
βελτίωσε το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Çabuk et al.,
2006). Σε ανάλογους πειραματισμούς, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος,
των Özek et al. (2011) και των Bozkurt et al. (2012a), προσθήκη σε σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων 36mg/ kg και 24mg/ kg αντίστοιχα, παρόμοιων
εμπορικών σκευασμάτων, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη,
φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και
από φύλλα Salvia triloba, δεν επηρέασε το ποσοστό ωοτοκίας, την κατανάλωση
και το δείκτη μετατρεψιμότητας τροφής των ορνίθων, αλλά αύξησε το βάρος τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν με άλλα αρωματικά φυτά της
οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων 0,5% και 1% ρίγανης, θυμαριού και δενδρολίβανου, δεν επηρέασε την
κατανάλωση τροφής, αλλά αύξησε το ποσοστό ωοτοκίας και βελτίωσε το δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Radwan et al., 2008), ενώ προσθήκη
50mg/ kg και 100mg/ kg αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασαν το σωματικό βάρος, το ποσοστό
ωοτοκίας και το δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής των ορνίθων (Florou-Paneri
et al., 2005).
Με βάση τις παραπάνω βιβλιογραφικές αναφορές, που όλες αφορούν συμβατικά
συστήματα εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων, τα αποτελέσματα των
πειραματισμών της παρούσας διδακτορικής διατριβής, διαφέρουν ως προς τη
βελτίωση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, όπου για την ομάδα Α
συζητήθηκε παραπάνω, για την ομάδα Β όμως και συνεκτιμώντας συνολικά τα
αποτελέσματα, θα μπορούσαν να αποδοθούν στην επίδραση του βιολογικού
συστήματος εκτροφής, καθώς σύμφωνα με τους Castellini et al. (2004), Elson and
Croxall (2006), Mugnai et al. (2009), Küçükyılmaz et al. (2012a) και Lolli et al.
(2013), οι αυγοπαραγωγές όρνιθες παρουσιάζουν υψηλότερο δείκτη
μετατρεψιμότητας της τροφής στις βιολογικές εκτροφές, σε σχέση με τις

153
αυγοπαραγωγές όρνιθες στις συμβατικές κλωβοστοιχίες, λόγω της πιο έντονης
δραστηριότητας τους, αλλά και της επίδρασης που ασκεί στην εκτροφή η
θερμοκρασία του περιβάλλοντος (Lolli et al., 2013). Μάλιστα, σύμφωνα με τους
Rodenburg et al. (2012), αυτή η διαφορά στην αποτελεσματικότητα της τροφής, θα
πρέπει να ανακτηθεί από τον παραγωγό, μέσω της υψηλότερης τιμής πώλησης
των αυγών.
Κατά τη διάρκεια των δύο πειραματισμών της παρούσας διατριβής,
προσδιορίστηκε επίσης η θνησιμότητα των ορνίθων, ως παράμετρος των
αποδόσεων τους. Η υψηλή θνησιμότητα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα
προβλήματα της βιολογικής εκτροφής αυγοπαραγωγών ορνίθων. Στην παρούσα
εργασία, και στους δύο πειραματισμούς, παρατηρήθηκαν ποσοστά θνησιμότητας,
ανάλογα με αυτά που αναφέρονται για τα βιολογικά συστήματα εκτροφής
αυγοπαραγωγών ορνίθων, ενώ υψηλότερα ποσοστά, και τις δύο χρονιές,
παρουσίασε η ομάδα Α. Την πρώτη χρονιά, τόσο η ομάδα Μ, όσο και η ομάδα Β,
είχαν τα ίδια ποσοστά θνησιμότητας, ενώ τη δεύτερη χρονιά, η ομάδα Β είχε τα
χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας και από τις τρεις ομάδες. Πρέπει να σημειωθεί
ότι οι περισσότεροι θάνατοι των πτηνών, όλων των ομάδων, παρατηρήθηκαν και
στους δύο πειραματισμούς, στις πρώτες οκτώ εβδομάδες, που αφορούσαν
περίοδο με υψηλές θερμοκρασίες. Σε πειραματισμούς που πραγματοποιήθηκαν
στη διάρκεια θερινών μηνών, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η
προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων μίγματος αιθέριου ελαίου,
προερχόμενου από έξι αρωματικά φυτά, μεταξύ των οποίων και από φύλλα Salvia
triloba, μείωσε τους θανάτους των πτηνών, σε σχέση με τους θανάτους της
ομάδας μάρτυρα (Çabuk et al., 2006˙ Bozkurt et al., 2012a). Συνεπώς, η επίδραση
του βιολογικού συστήματος εκτροφής, στους πειραματισμούς της παρούσης
διδακτορικής διατριβής ήταν ισχυρή, σε σχέση με τη θνησιμότητα των πτηνών,
ενώ οι καλύτερες επιδόσεις της μεγαλύτερης προσθήκης Salvia officinalis L. στην
ομάδα Β, σε σχέση με τα ποσοστά θνησιμότητας του σμήνους, ίσως απαιτούν
επιπλέον διερεύνηση.
Με βάση τα παραπάνω, καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., τόσο σε
ποσοστό 0,5%, όσο και σε ποσοστό 1,0%, δεν είχε αρνητική επίδραση στις
αποδόσεις των ορνίθων βιολογικής εκτροφής, ενώ σε ήπιες κλιματολογικές

154
συνθήκες, αύξησε σημαντικά το ποσοστό ωοτοκίας και την κατανάλωση τροφής
των ορνίθων, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 0,5%.
Κατά την πραγματοποίηση των πειραματισμών της παρούσης διδακτορικής
διατριβής, προσδιορίστηκαν επίσης παράμετροι, που αφορούσαν στη ποιότητα
των παραγόμενων αυγών, ενώ στον πρώτο πειραματισμό, πραγματοποιήθηκαν
επιπλέον μετρήσεις, που αφορούσαν στον προσδιορισμό του λίπους και του
προφίλ των λιπαρών οξέων σε αυτά.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, και στους δύο πειραματισμούς, οι δείκτες υγείας των
ορνίθων (αιματολογικές και βιοχημικές παράμετροι του αίματος, μικροβιολογικές
αναλύσεις περιεχομένου του τυφλού εντέρου των ορνίθων) δεν παρουσίασαν
διαφοροποίηση, σε καμία από τις ομάδες του πειραματισμού, συνεπώς δεν
εντοπίστηκε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας σε καμία από τις ομάδες των
πειραματισμών. Επομένως, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις παραμέτρους της
ποιότητας των αυγών, στις ομάδες των πειραματισμών της παρούσης
διδακτορικής διατριβής, θα πρέπει να αναζητηθούν, στην προσθήκη της Salvia
officinalis L. ή/ και στην επίδραση, τόσο του βιολογικού συστήματος εκτροφής των
ορνίθων, όσο και των κλιματολογικών συνθηκών.
Η κατανόηση και ο έλεγχος των συνθηκών αυτών, είναι καίριας σημασίας για την
ευζωία και την παραγωγικότητα των πτηνών και ιδιαίτερα στα συστήματα
ελεύθερης πρόσβασης σε υπαίθριο χώρο, όπως το βιολογικό σύστημα εκτροφής.
Η θερμική καταπόνηση, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς
περιβαλλοντικούς στρεσσογόνους παράγοντες και από τα μεγαλύτερα
προβλήματα στην πτηνοτροφία σε όλο τον κόσμο (Lara and Rostagno, 2013). Οι
αρνητικές επιπτώσεις της, για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες, κυμαίνονται από
καθυστέρηση στην ανάπτυξη, μείωση στην αυγοπαραγωγή και επίδραση στην
ποιότητα και την ασφάλεια των αυγών (Lara and Rostagno, 2013), έως και την
αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας (Mashaly et al., 2004˙ Ruhnke, 2015). Αξίζει
να σημειωθεί ότι μεταξύ των πιο σύγχρονων στρατηγικών αντιμετώπισης του
προβλήματος, που διερευνώνται σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι και η ενσωμάτωση
αρωματικών φυτών στη διατροφή των πτηνών (Çabuk et al., 2006˙ Özek et al.,
2011˙ Bozkurt et al., 2012a˙ Lara and Rostagno, 2013).
Ως προς τις παραμέτρους της ποιότητας των αυγών (βάρος αυγού και επιμέρους
συστατικών του, ποιότητα του κελύφους, ποιότητα εσωτερικού του αυγού), γενικά,
δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των αυγών των ορνίθων όλων των

155
ομάδων και στους δύο πειραματισμούς. Ακόμη, οι συνολικές συγκεντρώσεις του
λίπους, των κορεσμένων, των μονοακόρεστων και των πολυακόρεστων, καθώς
και των ω-3 και ω-6 λιπαρών οξέων, δεν διέφεραν μεταξύ των αυγών των ορνίθων
και των τριών ομάδων στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού. Εξαίρεση ως
προς τα παραπάνω αποτελεί η αύξηση του βάρους της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Β, σε σχέση με το βάρος της λεκίθου των αυγών των ομάδων
Μ και Α, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού, ενώ στο δεύτερο πειραματισμό,
το βάρος της λεκίθου ήταν επίσης μεγαλύτερο στην ομάδα Β, χωρίς όμως να
διαφέρει στατιστικά από τις ομάδες Α και Μ.
Η αύξηση του βάρους της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, της ομάδας Β, θα
μπορούσε να αποδοθεί στην υψηλότερη συμμετοχή της Salvia officinalis L. στο
σιτηρέσιο των ορνίθων της συγκεκριμένης ομάδας (1%) και την αξιοποίηση των
αντιοξειδωτικών συστατικών της, από τον οργανισμό των ορνίθων, για την
ενίσχυση του ανοσοποιητικού του συστήματος (Rahimi et al., 2011˙ Hashemipour
et al., 2013), προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σχηματισμός του ωαρίου, υπό
συνθήκες θερμικής καταπόνησης. Επίσης, τα δραστικά συστατικά της Salvia
officinalis L, πιθανόν προκάλεσαν καλύτερη απορρόφηση των θρεπτικών
συστατικών του σιτηρεσίου, επιβραδύνοντας την κένωση του στομάχου,
σταθεροποιώντας τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου ή/ και αυξάνοντας τη δράση
των πεπτικών ενζύμων (θρυψίνη, αμυλάση, κ.ά), μηχανισμός που έχει περιγραφεί
και αλλού (Lee et al., 2003 ˙Jang et al., 2004˙ Franz et al., 2010). Το γεγονός ότι
και η λέκιθος των αυγών των ορνίθων της ομάδας Α, στων οποίων το σιτηρέσιο
είχε ενσωματωθεί Salvia officinalis L., στη μικρότερη αναλογία όμως του 0,5%, είχε
ελαφρώς μεγαλύτερο βάρος από αυτό της ομάδας Μ, ενισχύει την παραπάνω
υπόθεση.
Σε ανάλογο πειραματισμό, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, των Bozkurt
et al. (2012a), κατά την προσθήκη στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων 24
mg/ kg εμπορικού σκευάσματος, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από
ρίγανη, φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών
και από φύλλα Salvia triloba, το μόνο από τα χαρακτηριστικά της ποιότητας των
αυγών που δεν επηρεάστηκε αρνητικά από τη θερμική καταπόνηση, ήταν το
βάρος της λεκίθου όλων των ομάδων του πειραματισμού. To αποτέλεσμα αυτό
αποδόθηκε σε μια φυσιολογική οδό εξισορρόπησης, αυτή της μείωσης του βάρους

156
του λευκώματος η οποία παρατηρήθηκε, παρά στην επίδραση των υψηλών
θερμοκρασιών.
Η επίδραση των αρωματικών φυτών στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυγού έχει
αναφερθεί και από άλλους ερευνητές. Για παράδειγμα, σε έρευνα των Loetscher et
al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L. σε ποσοστό 2,5% επί του
σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν επηρέασε καμία από τις παραμέτρους
της ποιότητας του αυγού. Στην έρευνα των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη
ελαίου Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, αύξησε το
βάρος του αυγού, το ποσοστό του κελύφους και το δείκτη Haugh του αυγού, ενώ
μείωσε το ποσοστό της λεκίθου. Σε άλλο πειραματισμό, που πραγματοποιήθηκε
καλοκαίρι, με υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η προσθήκη μίγματος
αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη, φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς,
σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και από φύλλα Salvia triloba, δεν
επηρέασε το βάρος, αλλά αύξησε το δείκτη Haugh του αυγού (Çabuk et al., 2006),
ενώ σε ανάλογους πειραματισμούς, των Özek et al. (2011) και των Bozkurt et al.
(2012a), προσθήκη σε σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων του ίδιου μίγματος
αιθέριου ελαίου, δεν επηρέασε το βάρος του αυγού, αλλά στην πρώτη περίπτωση
αύξησε το δείκτη Haugh και στη δεύτερη περίπτωση βελτίωσε την ποιότητα του
κελύφους του αυγού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, με άλλα
αρωματικά φυτά της οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων ρίγανης, θυμαριού και δενδρολίβανου, αύξησε το βάρος
της λεκίθου του αυγού των ορνίθων (Radwan et al., 2008), ενώ προσθήκη
αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, δεν
επηρέασε την ποιότητα του αυγού των ορνίθων (Florou-Paneri et al., 2005).
Αξίζει να σημειωθεί ότι διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυγού
παρατηρούνται και μεταξύ των συστημάτων εκτροφής. Σε πρόσφατες ερευνητικές
εργασίες διαπιστώθηκε ότι το βάρος της λεκίθου, ήταν μεγαλύτερο σε αυγά που
παράχθηκαν σε κλωβοστοιχίες, από τα αντίστοιχα, τόσο της βιολογικής εκτροφής
(Minelli et al., 2007), όσο και της ελεύθερης βοσκής (Lewko and Gornowicz, 2011˙
Zhu et al., 2015), ενώ σε άλλες συγκριτικές πειραματικές μελέτες, το βάρος της
λεκίθου αυγών, από βιολογικό σύστημα εκτροφής, δεν διέφερε, ούτε από το βάρος
της λεκίθου αυγών συμβατικών κλωβοστοιχιών (Mugnai et al. 2009), ούτε από το
βάρος της λεκίθου αυγών από «αχυρώνα» (Krawczyk et al., 2011). Οι Hughes et
al. (1985), η Rossi (2007) και οι Hidalgo et al. (2008) αναφέρουν πως τα αυγά

157
ορνίθων που εκτρέφονταν σε εκτροφές ελεύθερης βοσκής και η Clerici et al.
(2006) τα αυγά ορνίθων που εκτρέφονταν σε βιολογικό σύστημα, ήταν βαρύτερα
από τα αυγά ορνίθων, που εκτρέφονταν σε κλωβοστοιχίες, ενώ οι Van den Brand
et al. (2004), οι Rizzi et al. (2006), οι Mugnai et al. (2009), οι Wang et al. (2009)
και οι Küçükyılmaz et al. (2012a), έδειξαν ότι το σύστημα εκτροφής δεν επηρέασε
το βάρος των αυγών. Σύμφωνα με τους Lolli et al. (2013), το βάρος του αυγού
φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο από την ηλικία των ορνίθων, παρά από το
σύστημα εκτροφής. Για το δείκτη Haugh αναφέρθηκε πως, είτε δε διέφερε (Petek
et al., 2009˙ Wang et al., 2009), είτε παρουσίασε υψηλότερες τιμές, σε αυγά
ελεύθερης βοσκής (Pavlovski et al., 1981˙∙Sekeroglu et al., 2008˙ Dukić-Stojčić et
al., 2009) και σε αυγά βιολογικής εκτροφής (Küçükyılmaz et al., 2012a˙ Minelli et
al., 2007), σε σχέση με αυγά συμβατικών κλωβοστοιχιών. Αντίθετα, σύμφωνα με
εργασία των Hidalgo et al. (2008), τα αυγά βιολογικής εκτροφής, είχαν
χαμηλότερες τιμές δείκτη Haugh, από τα αυγά συμβατικών εκτροφών.
Με βάση τις παραπάνω αναφορές, προκύπτει ότι υπάρχουν διαφορετικά
αποτελέσματα, σε σχέση με την ποιότητα των αυγών, ανάλογα με την επίδραση
που ασκούν, είτε το είδος του αρωματικού φυτού, είτε το σύστημα εκτροφής. Οι
όποιες διαφορές παρατηρούνται και σε σχέση με τη δική μας έρευνα θα πρέπει να
αποδοθούν, είτε στην επίδραση του συστήματος, είτε στην επίδραση των
αρωματικών φυτών, κατά περίπτωση.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., τόσο σε
ποσοστό 0,5%, όσο και σε ποσοστό 1,0%, δεν είχε αρνητική επίδραση στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ακόμα και σε συνθήκες θερμικής
καταπόνησης, ενώ αύξησε σημαντικά το βάρος της λεκίθου των αυγών, όταν
προστέθηκε σε ποσοστό 1%.
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο
πειραματισμό, προσδιορίστηκε η οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών,
μέσω του προσδιορισμού της συγκέντρωσης (ng/g) της μηλονικής διαλδεΰδης
(MDA), στα δείγματα της λεκίθου των αυγών, μετά από πρόκληση οξείδωσης με
ασκορβικό οξύ και θειικό σίδηρο, για τους χρόνους επώασης από 0 έως 150min,
για κάθε ομάδα πειραματισμού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και των δύο
πειραματισμών, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις συγκεντρώσεις της μηλονικής
διαλδεΰδης κατά το χρόνο 0, δηλαδή πριν την πρόκληση της οξείδωσης.

158
Κατά τον πρώτο πειραματισμό, η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις
της MDA, στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, μετά από πρόκληση
οξείδωσης, καθώς δεν διέφεραν στατιστικά μεταξύ των ομάδων του
πειραματισμού, για τους χρόνους από 50 έως 150min. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις
της MDA της ομάδας Β και στους τρεις χρόνους επώασης ήταν οι χαμηλότερες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δεύτερου πειραματισμού, οι συγκεντρώσεις της
MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, μετά από πρόκληση
οξείδωσης, διέφεραν σημαντικά μεταξύ των ομάδων του πειραματισμού, καθώς
ήταν μικρότερες στις λεκίθους των αυγών της ομάδας Β, σε όλους τους χρόνους
επώασης (50, 100, 150min), σε σχέση με τα δείγματα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Μ και στο χρόνο επώασης των 100 min, σε σχέση με τα
δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων της ομάδας Α, ενώ οι
συγκεντρώσεις της MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων της
ομάδας Α, στο χρόνο επώασης των 50 min, δεν διέφεραν, αλλά στο χρόνο των
150min ήταν μικρότερες από εκείνες της ομάδας Μ.
Αναφορικά με την πρώτη χρονιά, η απουσία ισχυρής αντιοξειδωτικής επίδρασης
της Salvia officinalis L. στη λέκιθο των αυγών των ομάδων Α και Β, πιθανόν να
οφείλεται στην επίδραση της κατάψυξης των αυγών, αλλά και εξαιτίας των
περιβαλλοντικών συνθηκών. Πιο συγκεκριμένα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες
θερμικής καταπόνησης, που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού, πιθανόν να προκάλεσαν οξειδωτικό στρες στις όρνιθες, καθώς ο
οργανισμός τους, για λόγους θερμορύθμισης, αυξάνει τις δραστικές μορφές
οξυγόνου (reactive oxygen species, ROS) που σχετίζονται άμεσα με το στρες
αυτό, σύμφωνα με το μηχανισμό που περιγράφουν οι Lara and Rostagno (2013),
βασιζόμενοι σε ερευνητικά αποτελέσματα των Droge (2002), Felver- Gant et al.
(2012) και Gu et al. (2012). Ο οργανισμός των ορνίθων, προκειμένου να
αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, πιθανόν αξιοποιεί το αντιοξειδωτικό δυναμικό
της Salvia officinalis L, το οποίο εν τέλει να εξαντλείται, με αποτέλεσμα, ελάχιστα
αποθέματα των συστατικών, που φέρουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες, να
ενσωματώνονται στο αυγό μέσω του σιτηρεσίου.
Η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση της Salvia officinalis L. in vitro είναι τεκμηριωμένη
ερευνητικά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενώ οι απόψεις για τα συστατικά στα
οποία οφείλει αυτή τη δράση της, ποικίλουν. Συνεπώς, πιθανότερη εξήγηση για τις

159
μικρότερες συγκεντρώσεις της MDA στα δείγματα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων της ομάδας Β σε όλους τους χρόνους επώασης (50, 100, 150min) και της
ομάδας Α, στο χρόνο επώασης των 150 min, σε σχέση με αυτές της ομάδα Μ, στο
δεύτερο πειραματισμό, είναι ότι κάποια από τα συστατικά της Salvia officinalis L.
με αντιοξειδωτικές ιδιότητες απορροφήθηκαν, μέσω της κατανάλωσης του
σιτηρεσίου και ενσωματώθηκαν, κυρίως στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Β και
λιγότερο στη λέκιθο των αυγών της ομάδας Α, πιθανόν λόγω μικρότερης
δοσολογίας.
Σε έρευνα των Loetscher et al. (2014), η προσθήκη φύλλων Salvia officinalis L., σε
ποσοστό 2,5% επί του σιτηρεσίου αυγοπαραγωγών ορνίθων, παρουσίασε σαφείς
αντιοξειδωτικές ιδιότητες στη λέκιθο του αυγού, αντίστοιχες με αυτές που
προκαλούν, κοινά συνθετικά, αντιοξειδωτικά πρόσθετα, όπως η α- τοκοφερόλη.
Σε άλλο πειραματισμό των Bozkurt et al. (2012b), η προσθήκη στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων, μίγματος αιθέριου ελαίου, προερχόμενου από ρίγανη,
φύλλα δάφνης, φύλλα μυρτιάς, σπόρους μάραθου, φλούδα εσπεριδοειδών και
από φύλλα Salvia triloba, προκάλεσε σημαντική μείωση της συγκέντρωσης της
μηλονικής διαλδεΰδης (MDA), στη λέκιθο των αυγών των ορνίθων, ενώ ενίσχυσαν
την οξειδωτική σταθερότητα του ήπατος, αυξάνοντας τα ηπατικά αντιοξειδωτικά
ένζυμα, σε σχέση με το μάρτυρα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, με άλλα αρωματικά φυτά της
οικογένειας των Labiatae, η προσθήκη στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων 1,0 % ρίγανης ή δενδρολίβανου, κατά την περίοδο αυγοπαραγωγής,
μείωσε τη συγκέντρωση της MDA στη λέκιθο των αυγών και είχε θετική επίδραση,
στην οξειδωτική σταθερότητα αποθηκευμένων αυγών (Radwan et al., 2008), ενώ
προσθήκη αιθέριου ελαίου ρίγανης, στο βασικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών
ορνίθων, είχαν παρόμοια ευνοϊκή επίδραση στην οξειδωτική σταθερότητα της
λεκίθου των αυγών (Florou-Paneri et al., 2005). Σε έρευνα των Botsoglou et al.
(1997), η προσθήκη θυμαριού στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων, ενίσχυσε
την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών, κατά την αποθήκευση τους
για 60 ημέρες σε συνθήκες ψύξης.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., ιδιαίτερα σε
ποσοστό 1,0%, αυξάνει την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των
ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητα των παραγόμενων αυγών.

160
Ένα σημαντικό ζήτημα για τον καταναλωτή, σε σχέση με την ασφάλεια των αυγών,
είναι το αν, η αλλαγή της παραγωγής αυγών, σε βιολογικά συστήματα μειώνει ή
αυξάνει τον κίνδυνο τροφικής δηλητηρίασης, από σαλμονέλα ή άλλα βακτήρια.
Το κέλυφος του αυγού, μπορεί να είναι ήδη μολυσμένο, τη στιγμή που γεννιέται το
αυγό, αλλά πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η βασική βακτηριακή μόλυνση,
λαμβάνει χώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ωοτοκία, λόγω
επαφής του, με ακάθαρτες επιφάνειες (Quarles et al., 1970˙ Gentry and Quarles,
1972), ορίζοντας την περίπτωση αυτή ως οριζόντια μετάδοση. Εκτός από την
οριζόντια μετάδοση, η βακτηριακή μόλυνση των αυγών μπορεί να επισυμβεί και
κατά τη διαδρομή, από την ωοθήκη έως την αμάρα, εντός του οργανισμού των
πτηνών, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί άμεση επιμόλυνση της λεκίθου ή και του
λευκώματος, ορίζοντας την περίπτωση αυτή ως κάθετη μετάδοση (De Reu et al.,
2010).
Μεγάλο μέρος της έρευνας στο κέλυφος και στο εσωτερικό των αυγών
επικεντρώνεται στη σαλμονέλα, αφού η μόλυνση από Salmonella enteritidis, που
προκύπτει από την κατανάλωση μολυσμένων αυγών ή προϊόντα αυγών,
εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας.
Τα Enterobacteriaceae είναι μια οικογένεια gram-αρνητικών βακτηρίων, και
περιλαμβάνει μια σειρά από σημαντικά παθογόνα βακτήρια των τροφίμων, όπως:
Salmonella enteritidis, Yersinia enterocolitica, Escherichia coli
(συμπεριλαμβανομένων των E. coli O157: H7), Shigella spp. και Cronobacter spp..
Εκτός από την πρόκληση τροφογενών λοιμώξεων, ορισμένα μέλη της οικογένειας
σχετίζονται με την αλλοίωση των τροφίμων και ως εκ τούτου, μπορεί να
συμβάλουν σε σημαντικές οικονομικές απώλειες, για τον αγροτικό τομέα και τη
βιομηχανία τροφίμων (Baylis et al., 2011). Ο προσδιορισμός του αριθμού τους
χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία ως δείκτης ποιότητας, ασφάλειας, υγιεινής και
επαρκούς επεξεργασίας των τροφίμων και του νερού, αλλά και ως δείκτης υγείας
ενός οργανισμού, για την παρουσία εντερικών παθογόνων βακτηρίων (Baylis et
al., 2011).
Στην παρούσα έρευνα και σε ότι αφορά τις ποιοτικές δοκιμές ανίχνευσης στελεχών
Campylobacter spp. και Salmonella spp., στο περιεχόμενο τυφλών εντέρων των
ορνίθων διαπιστώθηκε απουσία των παραπάνω γενών και στις τρεις ομάδες του
πειραματισμού. Επίσης, στις ποιοτικές δοκιμές για την ανίχνευση της Salmonella
spp. και Campylobacter spp. σε αυγά, στην παρούσα έρευνα, διαπιστώθηκε

161
απουσία τους τόσο στο κέλυφος, όσο και στο εσωτερικό των αυγών και στις τρεις
ομάδες του πειραματισμού.
Ωστόσο στις δοκιμές αρίθμησης των εντεροβακτηριοειδών (Enterobacteriaceae),
στο κέλυφος αυγών ορνίθων της παρούσας έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η
προσθήκη 1,0% Salvia officinalis L., στο βασικό σιτηρέσιο των ορνίθων, μείωσε
τον αριθμό των εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος των αυγών τους, τόσο στη
διάρκεια του πρώτου, όσο και του δεύτερου πειραματισμού, σε σχέση με τον
αριθμό των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της
ομάδας μάρτυρα. Ο αριθμός των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών
των ορνίθων της ομάδας, στην οποία προστέθηκε στο βασικό της σιτηρέσιο,
Salvia officinalis L. σε ποσοστό 0,5%, ήταν επίσης μικρότερος, σε σχέση με τον
αριθμό των εντεροβακτηριοειδών, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων της
ομάδας μάρτυρα. Έχοντας υπόψη ότι η διενέργεια των δοκιμών αρίθμησης των
εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος αυγών, όλων των ομάδων των ορνίθων της
έρευνάς μας, γινόταν αμέσως μετά τη συλλογή τους, χωρίς να προηγηθεί
διάστημα αποθήκευσης ή παραμονής τους σε άλλους χώρους, πιθανολογούμε ότι
οι πληθυσμοί τους στο κέλυφος των αυγών, προέρχονταν από το έντερο των
ορνίθων. Η μείωση του αριθμού των εντεροβακτηριοειδών στο κέλυφος των
αυγών των ορνίθων των ομάδων, στις οποίες προστέθηκε στο βασικό τους
σιτηρέσιο Salvia officinalis L, στη διάρκεια τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου
πειραματισμού, θα μπορούσε πιθανά να αποδοθεί στην επίδραση, είτε κάποιων
μεμονωμένων συστατικών, είτε κάποιας συνέργειας, μεταξύ των συστατικών της
Salvia officinalis L., με αντιμικροβιακή δράση. Η παραπάνω υπόθεση ενισχύεται
από το γεγονός, ότι η Salvia officinalis L, που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα
έρευνα, αφενός συλλέχθηκε αμέσως μετά την ανθοφορία της, στο στάδιο δηλαδή
όπου τα συστατικά των αιθέριων ελαίων των αρωματικών φυτών εκδηλώνουν τη
μεγαλύτερη αντιμικροβιακή τους δράση, αφετέρου το αιθέριο έλαιο της περιείχε σε
υψηλά ποσοστά το μονοτερπένιο θουγιόνη (40%), στο οποίο κυρίως αποδίδεται η
αντιμικροβιακή της δράση.
Σε πειραματική εργασία των Bölükbaşı et al. (2008), η προσθήκη 200 mg/ kg
αιθέριου ελαίου Salvia sclarea L. στο σιτηρέσιο αυγοπαραγωγών ορνίθων,
περιόρισε των αριθμό των εντεροβακτηριοειδών στα περιττώματα των ορνίθων, σε
σχέση με το μάρτυρα. Στο ίδιο πείραμα, αντίστοιχη μείωση παρατηρήθηκε και μετά
την προσθήκη δενδρολίβανου και θυμαριού.

162
Σε έρευνες των Hannah et al. (2011), Jones et al. (2012) και Parisi et al. (2015),
μετά από καταμέτρηση του αριθμού βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος αυγών που προέρχονταν από εκτροφές
ελεύθερης βοσκής και συμβατικών κλωβοστοιχιών, κατέγραψαν μεγαλύτερα
επίπεδα των εν λόγω βακτηρίων, στα αυγά από τις εκτροφές ελεύθερης βοσκής,
σε σχέση με αυτά των συμβατικών κλωβοστοιχιών. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η
διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στις διαφορές ως προς το σχεδιασμό που έχουν τα
συστήματα μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι στις συμβατικές
κλωβοστοιχίες οι όρνιθες στέκονται σε συρμάτινες ράγες, που επιτρέπουν τα
περιττώματα να πέσουν σε ένα σύστημα συλλογής τους ακριβώς κάτω από τις
όρνιθες, σε αντίθεση με τα συστήματα ελεύθερης βοσκής, όπου οι όρνιθες
διαβιούν εντός του ορνιθώνα, σε έδαφος με στρωμνή, γεγονός που αυξάνει τις
πιθανότητες επαφής των αυγών με κόπρανα ή υπολείμματα κοπράνων.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σχεδιασμός των βιολογικών συστημάτων εκτροφής,
είναι παρόμοιος με τα συστήματα ελεύθερης βοσκής, συνάγεται το συμπέρασμα
ότι η παραπάνω πρόκληση των συστημάτων ελεύθερης βοσκής αφορά και το
βιολογικό σύστημα. Συνεπώς, είναι θεμελιώδους σημασίας, πέρα από τα ζητήματα
ορθών διαχειριστικών πρακτικών, τόσο τα περιττώματα, όσο και τα κελύφη των
παραγόμενων αυγών, να περιέχουν ελάχιστους, αν όχι μηδενικούς, πληθυσμούς
βακτηρίων.
Με βάση τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι η ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής Salvia officinalis L., σε ποσοστό
1,0%, μειώνει τους πληθυσμούς των βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την
ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών, αλλά και ενισχύοντας την
υγιεινή του ορνιθώνα.

163
164
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα, κατά την οποία
διερευνήθηκε η επίδραση της ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia
officinalis L., στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής,
στις αποδόσεις τους και στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, συνοψίζονται
παρακάτω.
Η ενσωμάτωση Salvia officinalis L.:
α) δεν είχε αρνητική επίδραση στις αποδόσεις των ορνίθων βιολογικής εκτροφής,
ενώ σε ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, αύξησε το ποσοστό ωοτοκίας και την
κατανάλωση τροφής των ορνίθων, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 0,5%,
β) δεν είχε αρνητική επίδραση στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ακόμα και
σε συνθήκες θερμικής καταπόνησης, ενώ παράλληλα αύξησε το βάρος της
λεκίθου των αυγών, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%,
γ) αύξησε την οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων,
βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ιδιαίτερα όταν
προστέθηκε σε ποσοστό 1,0% και
δ) μείωσε τους πληθυσμούς των βακτηρίων της οικογένειας των
Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την
ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών, αλλά και ενισχύοντας την
υγιεινή του ορνιθώνα, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%.
Το βιολογικό σύστημα εκτροφής των αυγοπαραγωγών ορνίθων επηρεάζεται από
πλήθος παραγόντων που σχετίζονται, τόσο με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όσο
και από το συνολικό διαχειριστικό πλαίσιο που το διέπει. Ειδικά για την Ελλάδα, με
δεδομένες τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες που επικρατούν, το σύστημα αυτό
αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας, προτείνεται η επιπλέον
διερεύνηση της χρήσης των αρωματικών φυτών (είδος, δοσολογία) στα βιολογικά
συστήματα εκτροφής των αυγοπαραγωγών ορνίθων, με σκοπό την καλύτερη
κατανόηση των μηχανισμών διασφάλισης της υγείας των πτηνών, στα συστήματα
αυτά. Οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει κυρίως να διερευνηθούν στο επίπεδο του
πεπτικού συστήματος των πτηνών, προκειμένου να υιοθετηθούν σύγχρονες
στρατηγικές διατροφής, που θα απαντούν στις προκλήσεις της βιολογικής
εκτροφής.

165
166
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα διδακτορική διατριβή είχε ως σκοπό, τη διερεύνηση της επίδρασης της


ενσωμάτωσης του αρωματικού φυτού Salvia officinalis L., στο σιτηρέσιο των
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής, στις αποδόσεις τους και στην
ποιότητα των παραγόμενων αυγών.
Για την παραπάνω διερεύνηση, πραγματοποιήθηκαν, σε δύο έτη, δύο συνεχείς
πειραματισμοί την ίδια εποχή, με την ίδια διάρκεια και με πανομοιότυπες συνθήκες
πειραματικού σχεδιασμού. Σε κάθε πειραματισμό χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 198
αυγοπαραγωγές όρνιθες, που ανήκαν σε γενότυπο, προερχόμενο από τη φυλή
κόκκινη Rhode Island (τύπος Hy-Line Brown), ήταν ηλικίας 40 εβδομάδων, στην
έναρξη του πειραματισμού και προέρχονταν από βιολογική εκτροφή. Οι όρνιθες
χωρίστηκαν σε τρεις πειραματικές ομάδες, με δύο υποομάδες η κάθε μία. Στην
ομάδα Μ (μάρτυρες), στην οποία οι όρνιθες διατρέφονταν με ειδικό σιτηρέσιο
αυγοπαραγωγών ορνίθων βιολογικής εκτροφής και είχαν συνεχή πρόσβαση σε
υπαίθριο χώρο, στην ομάδα Α, στην οποία οι όρνιθες διατρέφονταν με το ίδιο
σιτηρέσιο, στο οποίο ενσωματώθηκαν αλεσμένα, αποξηραμένα φυτά Salvia
officinalis L., σε αναλογία 0,5% (5,0 kg/ τόνο τροφής) και είχαν επίσης συνεχή
πρόσβαση στον υπαίθριο χώρο και στην ομάδα Β, στην οποία οι όρνιθες
διατρέφονταν με το ίδιο σιτηρέσιο, στο οποίο όμως ενσωματώθηκαν αλεσμένα,
αποξηραμένα φυτά Salvia officinalis L. σε αναλογία 1,0% (10,0 kg/ τόνο τροφής)
και είχαν συνεχή πρόσβαση στον υπαίθριο χώρο. Πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις
που αφορούσαν στις αποδόσεις των ορνίθων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των
παραγόμενων αυγών. Προσδιορίστηκε η οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου και
πραγματοποιήθηκαν μικροβιολογικές αναλύσεις των αυγών, ενώ στον πρώτο
πειραματισμό, προσδιορίστηκε η περιεκτικότητα των λιπαρών οξέων, στη λέκιθο
του αυγού. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε καταγραφή των δεικτών υγείας των
ορνίθων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής, η ενσωμάτωση του
αρωματικού φυτού Salvia officinalis L. στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής δεν είχε αρνητική επίδραση στις αποδόσεις τους,
ενώ σε ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, αύξησε το ποσοστό ωοτοκίας και την
κατανάλωση τροφής των ορνίθων, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 0,5%. Δεν είχε
αρνητική επίδραση στην ποιότητα των παραγόμενων αυγών, ακόμα και σε

167
συνθήκες θερμικής καταπόνησης. Αύξησε το βάρος και την οξειδωτική
σταθερότητα της λεκίθου των αυγών των ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητά
τους, όταν προστέθηκε σε ποσοστό 1,0%. Τέλος, μείωσε τους πληθυσμούς των
βακτηρίων της οικογένειας των Enterobacteriaceae, στο κέλυφος των αυγών των
ορνίθων, βελτιώνοντας την ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων αυγών,
αλλά και ενισχύοντας την υγιεινή του ορνιθώνα, όταν προστέθηκε επίσης σε
ποσοστό 1,0%.
Κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση των μηχανισμών επίδρασης των
αρωματικών φυτών στο πεπτικό σύστημα των πτηνών και ειδικότερα του είδους,
αλλά και του ποσοστού συμμετοχής τους στο σιτηρέσιο των αυγοπαραγωγών
ορνίθων βιολογικής εκτροφής.

168
ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI
SCHOOL OF HEALTH SCIENCES
FACULTY OF VETERINARY MEDICINE
DEPARTMENT OF ANIMAL PRODUCTION, ICHTHYOLOGY, ECOLOGY AND
ENVIRONMENTAL PROTECTION
LABORATORY OF ANIMAL HUSBANDRY

“The effect of the dietary inclusion of the aromatic plant Salvia officinalis L.
on the performance and on the egg quality of organic laying hens”

DOCTORAL THESIS
BY
DIMITRIOS GALAMATIS

SUMMARY

The objective of the present study was to investigate the effect of the dietary
inclusion of Salvia officinalis L. on the performance parameters of organic laying
hens and on the quality of the eggs. The present investigation lasted two years
and was divided into two successive experimental phases, one experimental
phase per year. Each experimental phase took place during the same season of
the year, while duration and husbandry conditions were kept identical. One
hundred and eight (198) Hy-Line Brown laying hens, aged 40 weeks, from an
organic flock were used. The hens were divided into three treatment groups, each
one containing two equal subgroups. The treatment groups were: group M, where
the hens received a commercial organic laying hens’ ration, group A, where the
hens received the same ration supplemented with dehydrated leaves of Salvia
officinalis L., at inclusion level of 0.5% (5 kg/tn of feed) and group B, where the
hens also received the same ration supplemented with dehydrated leaves of
Salvia officinalis L., at inclusion level of 1.0% (10 kg/tn of feed). Hens from all
groups had free access to open air area. The parameters estimated included

169
laying performance and egg quality characteristics, oxidative stability of the yolk
and microbiological analyses of the egg. During the first experimental period the
fatty acids concentration in the egg yolk was also estimated. Moreover, the health
status of the hens was evaluated during each experimental phase.
According to the results obtained here, the dietary inclusion of Salvia officinalis L.
in organic laying hens’ rations did not have any negative effect on their
performance. During mild weather conditions, it increased the laying percentage
and the feed consumption of the hens, when incorporated at 0.5%. Moreover,
there was no negative effect on the quality of the produced eggs, even under
thermal stress conditions. When incorporated at 1.0%, it increased the egg yolk
weight and the oxidative stability of the egg yolk, thus influencing positively the
quality of the produced eggs. Finally, the dietary inclusion of Salvia officinalis L. at
1.0% reduced the bacterial population of Enterobacteriaceae spp., in the egg shell,
enhancing in this way the quality and safety of the produced eggs, as well as the
hygiene of the flock in general.
There is a need to investigate the mechanisms of the effects of aromatic plants on
the function of the digestive system of the birds and specifically, of the species of
aromatic plants and their inclusion level in the rations of organic laying hens.

170
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Adams R. 2007. Identification of Essential Oil Components by Gas

Chromatography/ Mass Spectroscopy, Illinois: Allured Publ. Corp., Carol

Stream.

Akhtar M.S., Nasir Z., and Abid A.R. 2003. Effect of feeding powdered Nigella

sativa L. seeds on poultry egg production on their suitability for human

consumption. Vet Archiv. 73, p.181-190.

Amerah A.M., Mathis G., Hofacre C.L. and Faltys G. 2012. Effect of xylanase

and a blend of essential oils on performance and Salmonella colonization of

broiler chickens challenged with Salmonella Heidelberg. Poult. Sci. 91,

p.943-947.

Andersen L.M. 2008. PhD Thesis. Information Provision to Consumers as an

Instrument of Environmental Regulation.University of Copenhagen.

Anderson K.E. 2011. Comparison of fatty acid, cholesterol, and vitamin A and E

composition in eggs from hens housed in conventional cage and range

production facilities. Poult. Sci. 90, p.1600-1608.

Anthony J.P., Fyfe L. and Smith H. 2005. Plant active components-a resource

for antiparasitic agents? Trends in Parasitology. 21, p.462-468.

Applegate T.J., Klose V., Steiner T., Ganner A. and Schatzmayr G. 2010.

Probiotics and phytogenics for poultry: Myth or reality? J. Appl. Poult. Res.

19, p.194-210.

Asmundson, V.S. and Baker G.A. 1940. Percentage Shell as a Function of

Shell Thickness, Egg Volume and Egg Shape. Poult. Sci.19, p.227.

171
Australian Organic Market Report. 2014. Available online at
http://austorganic.com/wp-
content/uploads/2014/11/AO_Report_2014_web.pdf

Badiee P., Reza Nasirzadeh A. and Motaffaf M. 2012. Comparison of Salvia

officinalis L. essential oil and antifungal agents against candida species. J.

Pharm. Technol. Drug Res.1, p.7.

Bakkali F., Averbeck S., Averbeck D. and Idaomar M. 2008. Biological effects

of essential oils - A review. Food Chem. Toxicol. 46, p.446-475.

Bampidis V.A, Christodoulou V., Flourou-Paneri P., Christaki E., Chatzopoulou

P.S., Tsiligianni T and Spais A.B. 2005. Effect of dietary dried oregano

leaves on growth performance, carcase characteristics and serum

cholesterol of female early maturing turkeys. Brit. Poult. Sci. 46, p.595-601.

Bar A., Vax E. and Striem S. 1999. Relationships among age, eggshell

thickness and vitamin D metabolism and its expression in the laying hen.

Comp. Biochem. Physiol. 123, p.147-154.

Basilico M.Z. and Basilico J.C. 1999. Inhibitory effects of some spice essential

oils on Aspergillus ochraceus NRRL 3174 growth and ochratoxin A

production. Lett. Appl. Microbiol. 29, p.238-241.

Baylis C., Uyttendaele M., Joosten H. and Davies A. 2011. The

Enterobacteriaceae and their significance to the food industry. ILSI Europe

Report Series, International Life Sciences Institute (ILSI). ISBN

9789078637332.

Berg C. 2001. Health and welfare in organic poultry production. Acta Vet.

Scand. Suppl. 95, p.37-45.

172
Bessei W. and Kjaer J.B. 2015. Feather Pecking In Layers - State Of Research

And Implications. 26th Annual Australian Poultry Science Symposium,

p.214.

Bestman M.W.P. and Wagenaar J.P. 2003. Farm level factors associated with

feather pecking in organic laying hens. Livest. Prod. Sci. 80, p.133-140.

Bestman M., Leenstra F., Maurer V., Van Sambeek., Zeltner E., Reuvekamp

B., Galea F. and Van Niekek T. 2012. Performance .of commercial laying

hen genotypes on free range and organic farms in Switzerland, France and

The Netherlands. Brit. Poult. Sci. 53(3), p.282-290.

Bestman M. and Wagenaar J.P. 2014. Health and welfare in Dutch organic

laying hens. Animals. 4, p.374-390.

Blair.2012. Available online at: http://feedstuffsfoodlink.com/story-are-organic-


eggs-safer-healthier-74-71784

Bölükbaşı Canan Ş., Kuddusi Erhan M. and Kaynar Ö. 2008. The effect of

feeding thyme, sage and rosemary oil on laying hen performance,

cholesterol and some proteins ratio of egg yolk and Escherichia Coli count

in feces. Arch.Geflügelkd. 72(5), p. 231-237.

Böszörményi A., Héthelyi É., Farkas Á., Horváth G., Papp N., Lemberkovics É.

and Szoke É. 2009. Chemical and genetic relationships among sage (Salvia

officinalis L.) cultivars and judean sage (Salvia judaica Boiss.). J. Agric.

Food Chem. 57, p.4663-4667.

Botsoglou N., Fletouris D., Papageorgiou G., Vassilopoulos G., Mantis V. and

Trakatellis A.1994. Rapid, sensitive, and specific thiobarbituric acid method

for measuring lipid-peroxidation in animal. J. Agric. Food Chem. 42(9),

p.1931-1937.

173
Botsoglou N.A., Yannakopoulos A.L., Fletouris D.J., TserveniGoussi A.C. and

Fortomaris P. 1997. Effect of dietary thyme on the oxidative stability of egg

yolk. J. Agric. Food Chem. 45, p.3711-3716.

Bozkurt M., Kucukyilmaz K., Catli a. U., Cinar M., Bintas E. and Coven F.

2012a. Performance, egg quality, and immune response of laying hens fed

diets supplemented with mannan-oligosaccharide or an essential oil mixture

under moderate and hot environmental conditions. Poult. Sci. 91, p.1379-

1386.

Bozkurt M., Tokuşoğlu Ö., Küçükyilmaz K., Akşit H., Çabuk M., Alçiçek A., Çatli

A.U., Seyrek K. and Çinar M. 2012b. Effects of dietary

mannanoligosaccharide and herbal essential oil blend supplementation on

performance and oxidative stability of eggs and liver in laying hens. Ital. J.

Anim. Sci. 11(41), p.223-229.

Bozkurt M., Hippenstiel F. and Kehraus S., Production P. 2014. Effects of

selected herbs and essential oils on performance, egg quality and some

metabolic activities in laying hens - a review. Europ. Poult. Sci. 78, ISSN

1612-9199.

Brenes and Roura E. 2010. Essential oils in poultry nutrition: Main effects and

modes of action. Anim. Feed Sci. Technol. 158, p.1-14.

Brunberg E.I., Grøva L. and Serikstad G.L. 2014. Genetics and welfare in

organic poultry production. A discussion on the suitability of available

breeds and hybrids. Bioforsk Report. 9(10).

Burt S. 2004. Essential oils: Their antibacterial properties and potential

applications in foods - A review. Int. J. Food Microbiol. 94, p.223-253.

174
Cabello F.C. 2006. Heavy use of prophylactic antibiotics in aquaculture: a

growing problem for human and animal health and for the environment.

Environ. Microbiol. 8, p.1137-1144.

Çabuk M., Bozkurt M., Alçiçek a., Akbaþ Y. and Küçükyýlmaz K. 2006. Effect of

a herbal essential oil mixture on growth and internal organ weight of broilers

from young and old breeder flocks. S. Afr. J. Anim. Sci. 36, p.135-141.

Čapkovičová A., Maková Z., Piešová E., Alves A., Faix Š. and Faixová Z. 2014.

Evaluation of the effects of Salvia officinalis essential oil on plasma

biochemistry, gut mucus and quantity of acidic and neutral mucins in the

chicken gut. Acta Vet Brno. 64, p.138-148.

Castellini C., Mugnai C., Dal Bosco A., Palozzo M., and Scuota S. 2004. Aspetti

comportamentali, prestazioni produttive e qualita dell’uovo in galinle allevate

con il metodo biologico. Avicoltura. 3(5-6), p.41-44.

Cerolini S., Zaniboni L.and La Cognata R. 2005. Lipid characteristics in eggs

produced in different housing systems. Ital. J. Anim. Sci. 4, p.520.

Chao S.C., Young D.G. and Oberg C.J. 2000. Screening for inhibitory activity of

essential oils in selected bacteria, fungi and viruses. J. Essent. Oil Res. 12,

p.639-649.

Chatterje A., Sukal N.C., Laskel S. and Ghoshmajumadar S. 1982. Nematicides

principal from two species of Lamiaceae. J. Nematol.14, p.118-120.

Chen W., Vermaak I. and Viljoen A. 2013. Camphor-A fumigant during the

black death and a coveted fragrant wood in ancient egypt and babylon-A

review. Molecules. 18, p.5434-5454.

Cherian G., Holsonbake T.B. and Goeger M.P. 2002. Fatty acid composition

and egg components of specialty eggs. Poult. Sci. 81, p.30-33.

175
CIWF, Compassion in World Farming.2013. Statistics: Laying hens. Available

online at: https://www.ciwf.org.uk/media/5235021/Statistics-Laying-hens.pdf

Clark M.S. and Gage S.H. 1996. Effects of domestic chickens and geese on

insect pests and weeds in an agroecosystem. Am. J. Altern. Agric. 11, p.39-

47.

Clark M.S. and Gage S.H. 1997. The effects of free-range domestic birds on

the abundance of epigeic predators and earthworms. Appl. Soil Ecol. 11(1),

p.255-260.

Clerici F., Casiraghi E., Hidalgo A. and Rossi M. 2006. Evaluation of eggshell

quality characteristics in relation to the housing system of laying hens. XII

European Poultry Conference.

Close W.H. 2000. Producing pigs without antibiotic growth promoters. Adv.

Pork. Prod. 11, p.47-56.

Cornelison J. M., Yan F., Watkins S.E., Rigby L., Segal J.B. and Waldroup

P.W. 2006. Evaluation of hops (Humulus lupulus) as an antimicrobial in

broiler diets. Int. J. Poultry Sci. 5, p.134-136.

Coutts J.A. and Wilson G.C. 1990. Egg Quality Handbook. Queensland

Department of Primary Industries, Australia.

Crandall P.G., Seideman S., Ricke S.C., O’Bryan C.A., Fanatico A.F. and

Rainey R. 2009. Organic poultry: Consumer perceptions, opportunities, and

regulatory issues. J. Appl. Poult. Res. 18, p.795-802.

Cuvelier M.E., Richard H. and Berset C. 1996. Antioxidative activity and

phenolic composition of pilot-plant and commercial extracts of sage and

rosemary. J. Am. Oil. Chem. Soc. 73, p.645-652.

176
Dangour A. and Lock K. 2009. Substances of organically and conventionally

produced foodstuffs: a systematic review of the available literature. Report

for the Food Standards Agency Nutrition and Public Health Intervention

Research Unit London School of Hygiene and Tropical Medicine.

Davis P.H. 1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands.University

Press: Edinburgh. 7, p.400-461.

Dawkins M.S. 2008. The science of animal suffering. Ethology. 114(10), p.937-

945.

Dawkins M. 2014. Animal welfare and the paradox of animal consciousness.

Adv. Stud. Behav. 47, p.1-32.

Dawkins M.S. 2015. Welfare and efficiency in poultry production. 26th Annual

Australian Poultry Science Symposium, p.230-235.

De Ketelaere B., Bamelis F., Kemps B., Decuypere K. and De Baerdemaeker J.

2004. Non-destructive measurements of the egg quality. World’s Poult. Sci.

J. 60, p.289-302.

De Martino L., De Feo V. and Nazzaro F. 2009. Chemical composition and in

vitro antimicrobial and mutagenic activities of seven lamiaceae essential

oils. Molecules. 14, p.4213-4230.

De Reu K., Rodenburg B., Messens W., Grijspeerdt K., Heyndrickx M.,

Uyttendaele M. and Herman L. 2008. Bacterial contamination of table eggs

and the influence of housing systems. World’s Poult. Sci. J. 64(1), p.5-19.

De Reu K., Messens W., Grijspeerdt K., Heyndrickx M., Rodenburg B.,

Uyttendaele M. and Herman L. 2010. Influence of housing systems on the

bacteriological quality and safety of table eggs. 21st Annual Australian

Poultry Science Symposium, p.74-81.

177
De Vries M., Kwakkel R.P. and Kijlstra A. 2006. Dioxins in organic eggs: a

review. NJAS - Wageningen J. Life Sci. 54, p.207-221.

Deans S.G. and Ritchie G. 1987. Antibacterial properties of plant essential oils.

Int. J. Food Microbiol. 5, p.165-180.

Dhuley J.N. 1999. Anti-oxidant effects of cinnamon (Cinnamomum verum) bark

and greater cardamom (Amomum subulatum) seeds in rats fed high fat diet.

Indian J. Exp. Biol. 37, p.238-242.

Di Pasqua R., Betts G., Hoskins N., Edwards M., Ercolini D. and Mauriello G.

2007. Membrane toxicity of antimicrobial compounds from essential oils. J.

Agric. Food Chem. 55, p.4863-4870.

Diaz-Sanchez S., D’Souza D., Biswas D. and Hanning I. 2015.Botanical

alternatives to antibiotics for use in organic poultry production. Poult. Sci.

00, p.1-12.

Dorman H.J.D. and Deans S.G. 2000. Antimicrobial agent from plants:

antibacterial activity of plant volatile oils. J. Appl. Microbiol. 88, p.308-316.

Doyle M.E. 2001. Alternatives to antibiotic use for growth promotion in animal

husbandry. FRI Briefings, p.17.

Drake A.K. 2015. A Brief Review of Drivers for Change in the Free Range

Poultry Industry. 26th Annual Australian Poultry Science Symposium, p.256-

259.

Droge W. 2002. Free radicals in the physiological control of cell function.

Physiol. 82, p.47-95.

Dukić-Stojčić M., Perić L., Bjedov S. and Milošević N. 2009. The quality of table

eggs produced in different housing systems. Biotechnol. in Anim.

Husbandry. 25, p.1103-1108.

178
Economou K.D., Oreopoulou V. and Thomopoulos C.D. 1991. Antioxidant

properties of some plant extracts of the Labiatae family. J. Am. Oil. Chem.

Soc. 68, p.109-113.

EFSA. 2005. Assessment Of Plants/Herbs, Plant/Herb extracts and their

naturally or synthetically produced components as “additives” for use in

animal production, CFT/EFSA/FEEDAP/2005/01.

EFSA. 2009. Guidance for the preparation of dossiers for sensory additives.

EFSA Journal 2009. 7(10), p.1352.

EFSA. 2010. Statement on the preparation of guidance for the assessment of

plant/herbal products and their constituents used as feed additives.EFSA

Journal 2010. 8(7), p.1694.

Elson H.A. and Croxall R.R. 2006. European study on the comparative welfare

of laying hens in cage and non-cage systems. Europ.Poult.Sci. 70, p.194-

198.

Eurobarometer.2012. Available online at:


http://ec.europa.eu/public_opinion/flash/fl_367_en.pdf

European Commission. 2013. Agriculture in the European Union, Statistical


and economic information, Report 2013 .Available online at:
http://ec.europa.eu/agriculture/markets-and-prices/more-eports/pdf/organic-
2013_en.pdf

European Commission. 2014a. Agricultural policy perspectives, Member States


factsheets, Greece. Available online at:
http://ec.europa.eu/agriculture/statistics/factsheets/pdf/el_en.pdf

European Commission. 2014b. Agricultural policy perspectives, Member States


factsheets, European Union. Available online at:
http://ec.europa.eu/agriculture/statistics/factsheets/pdf/eu_en.pdf

179
E.Me.A (European Medicines Agency). 2010. Committee On Herbal Medicinal

Products. EFSA Journal. 8(7)/1694, p.7.

Evans A. and Miele M. 2007. Consumers views about farm animal welfare. Part

I: National reports based on focus group research. Welfare Quality Report

Series No.4.Cardiff University.

Faix Š., Faixová Z., Plachá I. and Koppel J. 2009. Effect of Cinnamomum

zeylanicum Essential Oil on Antioxidative Status in Broiler Chickens. Acta

Vet Brno. 78, p.411-417.

Faleiro M.L., Miguel M. G., Ladeiro F., Venancio F., Tavares R., Brito J.C.,

Figueiredo A.C., Barroso J.G. and Pedro L.G. 2002. Antimicrobial activity of

essential oils isolated form Portuguese endemic species of Thymus. Lett.

Appl. Microbiol. 36, p.3-40.

FAO. 2003. Egg marketing. A guide for the production and sale of eggs. Egg

production.Available online at:

http://www.fao.org/docrep/005/y4628e/y4628e03.htm#bm03

FAO. 2013. Statistical year book. Available online at: http://www.faostat. org

FAO. 2014. Available online at: http://faostat3.fao.org/browse/Q/QL/E

Farag R.S., Daw Z.Y., Hewedi F.M. and El-Baroty G.S.A. 1989. Antimicrobial

activity of some Egyptian spice essential oils. J. Food Prot. 52, p.665-667.

Felver-Gant J.N., Mack L.A., Dennis R.L., Eicher S.D. and Cheng H.W. 2012.

Genetic variations alter physiological responses following heat stress in 2

strains of laying hens. Poult. Sci. 91, p.1542-1551.

Fibl and IFOAM. 2014. Statistics & emerging trends. Available online at:
https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1636-organic-world-2014.pdf

Fibl and IFOAM. 2015. Statistics & emerging trends. Available online at:
https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1663-organic-world-2015.pdf

180
Florou-Paneri P., Nikolakakis I., Giannenas I., Koidis A., Botsoglou E., Dotas V.

and. Mitsopoulos I. 2005. Hen performance and egg quality as affected by

dietary oregano essential oil and α-tocopheryl acetate supplementation. Int.

J. Poult. Sci. 4(7), p.449-454.

Florou-Paneri P., Giannenas I., Christaki E., Govaris A. and Botsoglou N. 2006.

Performance of chickens and oxidative stability of the produced meat as

affected by feed supplementation with oregano, vitamin C, vitamin E and

their combinations. Arch.Geflügelkd. 70, p.232-240.

Fortomaris P.D. and Tserveni-Goussi A. 2011. Consumer Expectations on the

Quality of Shell Eggs. In: Proceedings of XIV European Symposium on the

Quality of Eggs and Egg Products.

Franz C., Baser K.H.C. and Windisch W. 2010. Essential oils and aromatic

plants in animal feeding– a European perspective. A review. Flavour Fragr.

J. 25(5), p.327-340.

Frohlich E.K.F., Niebuhr K., Schrader L. and Oester H. 2012. What are

Alternative Systems for Poultry? CAB International Alternative Systems for

Poultry - Health, Welfare and Productivity (eds V. Sandilands and P.M.

Hocking), p.1-23.

Galamatis D., Dervisis D., Dotas V., Nikolakakis J., Aggelopoulos S. and Dotas,

D. 2008. Performance and carcass characteristics of broilers as affected by

the replacement of antibiotics and anticoccidials with oregano essential

plants and prebiotics. Proceedings of 1st Mediterranean Summit of WPSA,

p.111-118.

Galobart J., Barroeta A.C., Baucells M.D., Codony R. and Ternes W. 2001.

Effect of dietary supplementation with rosemary extract and alpha-

181
tocopheryl acetate on lipid oxidation in eggs enriched with omega 3-fatty

acids. Poult. Sci. 80, p.460-467.

Gentry R.F. and Quarles C.L. 1972. The measurement of bacterial

contamination on eggshells. Poult. Sci. 51, p.930-933.

Gerber N. 2006. Factors affecting egg quality in the commercial laying hen: a

review, Poultry Industry Association of New Zealand. Available online at:

http://www.eggfarmers.co.nz/uploads/A369F_Factors_affecting_egg_quality

.pdf

Giannenas A.I., Florou-Paneri P., Papazahariadou M., Botsoglou N.A.,

Christaki E. and Spais A.B. 2004. Effect of diet supplementation with ground

oregano on performance of broiler chickens challenged with Eimeria tenella.

Arch.Geflügelkd. 68(6), p.247-252.

Goddard E., Boxall P., Emunu J.P., Boyd C., Asselin A. and Neall A. 2007.

Consumer Attitudes, Willingness to Pay and Revealed Preferences for

Different Egg Production Attributes: Analysis of Canadian Egg Consumers,

Department of Rural Economy Faculty of Agriculture & Forestry and Home

Economics, University of Alberta, Edmonton, Canada, Project Report #07-

03.

Gopi M., Karthik K., Manjunathachar HV., Kesavan M., Dashprakash M.,

Balaraju BL., Ragavan M. 2014. Essential Oils as a Feed Additive in Poultry

Nutrition- Review Article. Adv. Anim. Vet. Sci. 2(1), p.1-7.

Gordon S.H. and Charles D.R. 2002. Niche and organic chicken products.

Nottingham, UK: University Press.

Grashorn M. 2010. Use of phytobiotics in broiler nutrition- an alternative to

infeed antibiotics? J. Anim. Feed Sci. 19, p.338-347.

182
Greathead H. 2003. Plants and plant extracts for improving animal productivity.

Proc.Nutr. Soc. 62, p.279-290.

Griggs J.P. and Jacob J.P. 2005. Alternatives to antibiotics for organic poultry

production. J. Appl. Poult. Res. 14, p.750-756.

Gu X.H., Hao Y. and Wang X.L. 2012. Overexpression of heat shock protein 70

and its relationship to intestine under acute heat stress in broilers: 2.

Intestinal oxidative stress. Poult. Sci. 91, p.790-799.

H.S.I. (Human Society International). 2014. Egg Production in the EU and US.

Hammer K.A., Carson C.F. and Riley T.V. 1999. Antimicrobial activity of

essential oils and other plant extracts. J. Appl. Microbiol. 86, p.985-990.

Hannah J.F., Wilson J.L., Cox N., Cason J.,Bourassa D.V., Musgrove M.T.,

Richardson L.J., Rigsby L.L. and Buhr R.J. 2011. Comparison of shell

bacteria from unwashed and washed table eggs harvested from caged

laying hens and cage-free floor-housed laying hens. Poult Sci. 90, p.1586-

1593.

Hashemipour H., Kermanshahi H., Golian A. and Veldkamp T. 2013. Effect of

thymol and carvacrol feed supplementation on performance, antioxidant

enzyme activities, fatty acid composition, digestive enzyme activities, and

immune response in broiler chickens. Poult. Sci. 92, p.2059-2069.

Hayouni E.A., Chraief I., Abedrabba M., Bouix M., Leveau J.Y., Mohammed H.

and Hamdi M. 2008. Tunisian Salvia officinalis L. and Schinus molle L.

essential oils: Their chemical compositions and their preservative effects

against Salmonella inoculated in minced beef meat. Int. J. Food Microbiol.

125, p.242-251.

183
Hegelund L., Sørensen J.T. and Hermansen J.E. 2006. Welfare and

productivity of laying hens in commercial organic egg production systems in

Denmark. NJAS - Wageningen J. Life Sci. 54, p.147-155.

Helander M., Alakomi H., Latva-Kala K., Mattila-Sandholm T., Pol I., Smid E.J.,.

Gorris L.G.M and Wright A.V. 1998. Characterization of the action of

selected essential oil components on gram-negative bacteria. J. Agric. Food

Chem. 46, p.3590-3595.

Hidalgo A., Rossi M., Clerici F. and Ratti S. 2008. A market study on the quality

characteristics of eggs from different housing systems. Food Chem. 106,

p.1031-1038.

Hili P., Evans C.S. and Veness R.G. 1997. Antimicrobial action of essential oils:

the effect of dimethylsulphoxide on the activity of cinnamon oil. Lett. Appl.

Microbiol. 24, p.269-275.

Höld K.M., Sirisoma N.S., Ikeda T., Narahashi T. and Casida J.E. 2000. α-

Thujone (the active component of absinthe): γ-Aminobutyric acid type A

receptor modulation and metabolic detoxification. Proc. Natl. Acad. Sci.

USA. 97, p.3826-3831.

Holt P.S., Davies R.H., Dewulf J., Gast R.K., Huwe J.K., Jones D.R., Waltman

D. and Willian K.R. 2011. The impact of different housing systems on egg

safety and quality. Poult Sci. 90, p.251-262.

Hughes B.O., Dun P. and Mc Corquadale C.C. 1985. Shell strength of eggs

from medium-bodied hybrid hens housed in cages or on range in outside

pens. Brit. Poult. Sci. 26, p.129-136.

184
Hughner R. S., McDonagh P., Prothero A., Clifford J., Shultz II and Stanton J.

2007. Who are organic food consumers? A compilation and review of why

people purchase organic food. J. Consumer Behav. 6, p.1-17.

Hyldgaard M., Mygind T. and Meyer R.L. 2012. Essential oils in food

preservation: Mode of action, synergies, and interactions with food matrix

components. Front. Microbiol. 3, p.1-24.

Jamroz D., Wertelecki T., Houszka M. and Kamel C. 2006. Influence of diet

type on the inclusion of plant origin active substances on morphological and

histochemical characteristics of the stomach and jejunum walls in chicken.

J. Anim. Physiol. Anim. Nutr. 90, p.255-268.

Jang I.S., Ko H.Y., Ha J.S., Kim J.Y., Kang S.Y., Yoo D.H., Nam D.S., Kim D.

H. and Lee C.Y. 2004. Influence of essential oil components on growth

performance and the functional activity of the pancreas and small intestine

in broiler chickens. Asian Australasian J. Anim. Sci. 17, p.394-400.

Jayaprakasha G.K., Rao L.J. and Sakariah K.K. 1997. Chemical composition of

the volatile oil from the fruits of Cinnamomum zeylanicum Blume. Flavour

Fragr. J. 12, p.331-333.

Jones D.R., Anderson K.E. and Guard J.Y. 2012. Prevalence of coliforms,

Salmonella, Listeria, and Campylobacter associated with eggs and the

environment of conventional cage and free-range egg production. Poult Sci.

91, p.1195-1202.

Juliano C., Mattana A. and Usai M. 2000. Composition and in vitro antimicrobial

activity of the essential oil Thymus herba- barona Loisel growing wild in

Sardinia. J. Ess. Oil Res. 12, p.516-522.

185
Juven B.J., Kanner J., Schved F. and Weisslowicz H. 1994. Factors that

interact with the antibacterial action of thyme essential oil and its active

constituents. J. Appl. Bacteriol. 76, p.626-631.

Kan K. 2005. Chemical residues in poultry and eggs produced in free- range or

organic systems. XVII European Symposium on the Quality of Poultry Meat

and X European Symposium on the Quality of Eggs and Egg Products,

p.28-36.

Karsten H.D., Patterson P.H., Stout R. and Crews G. 2010. Vitamins A, E and

fatty acid composition of the eggs of caged hens and pastured hens.

Renew. Agric. Food Syst. 25(1), p.45-54.

Khan S.H., Sardar R. and Anjum M.A. 2007. Effects of dietary garlic on

performance and serum and egg yolk cholesterol concentration in laying

hens. Asian J Poult. Sci. 1, p.22-27.

Kijlstra A. and Eijck I.A.J.M. 2006. Animal health in organic livestock production

systems: a review. NJAS- Wageningen J. Life Sci. 54, p.77-94.

Kijlstra A., Traag W.A. and Hoogenboom L.A.P. 2007. Effect of flock size on

dioxin levels in eggs from chickens kept outside. Poult Sci. 86, p.2042-2048.

Kjaer J.B. and Sørensen P. 2002. Feather pecking and cannibalism in free-

range laying hens as affected by genotype, dietary level of

methionine+cystine, light intensity during rearing and age at first access to

the range area. Appl. Anim. Behav. Sci. 76, p.21-39.

Knierim U. 2006. Animal welfare aspects of outdoor runs for laying hens: a

review. NJAS - Wageningen J. Life Sci. 54, p.133-145.

Kollanoor- Johny, A., Darre M. J., Donoghue A. M., Donoghue D.J. and

Venkitanarayanan K. 2010. Antibacterial effect of trans-cinnamaldehyde,

186
eugenol, thymol and carvacrol against Salmonella enteritidis and

Campylobacter jejuni in vitro. J. Appl. Poult. Res. 19, p.237-244.

Kollanoor- Johny A., Mattson T., Baskaran S.A., Amalaradjou M.A., Babapoor

S., March B., Valipe S., Darre M., Hoagland T., Schreiber D., Khan M. I.,

Donoghue A., Donoghue D. and Venkitanarayanana K. 2012. Reduction of

Salmonella enterica serovar enteritidis colonization in 20-day-old broiler

chickens by the plant-derived compounds trans-cinnamaldehyde and

eugenol. Appl. Env. Microbiol. 78, p.2981-2987.

Kouba M. 2003. Q uality of organic animal products. 80, p.33-40.

Kramer A. 1951. What is quality and how it can be measured: From a food

technology point of view. In Market Demand and Product Quality. Mktg.

Res. Workshop Rept., Michigan State College.

Krawczyk J., Sokołowicz Z. and Szymczyk B. 2011. Effect of housing system

on cholesterol, vitamin and fatty acid content of yolk and physical

characteristics of eggs from Polish native hens. Arch.Geflügelkd. 75(3),

p.151-157.

Küçükyilmaz K., Bozkurt M., Herken E.N., Çinar M., Çatl A.U., Bintaş E. and

Çöven F. 2012a. Effects of rearing systems on performance, egg

characteristics and immune response in two layer hen genotype. Asian-

Australasian J. Anim. Sci. 25, p.559-568.

Küçükyılmaz K., Bozkurt M., Yamaner Ç., Çınar M., Çatlı A.U. and Konak R.

2012b. Effect of an organic and conventional rearing system on the mineral

content of hen eggs. Food Chem.132, p.989-992.

187
Lamaison J.L., Petitjean-Freytet C., Duband F. and Carnat A.P. 1991.

Rosmarinic acid content and antioxidant activity in French Lamiaceae.

Fitoterapia. 62, p.166-171.

Lambert W.R.J., Skandamis P.N., Coote P.J. and Nychas G.J.E. 2001. A study

of the minimum inhibitory concentration and mode of action of oregano

essential oil, thymol and carvacrol. J. Appl. Microbiol. 91(3), p.453-462.

Lampkin N. 1997. Organic poultry production. Final report to MAFF. CSA 3699.

University of Wales.

Lara L.J. and Rostagno M.H. 2013. Impact of heat stress on poultry production.

Animals. 3, p.356-369.

Larbier M. and Leclercq B. 1980. Methionine requirement of broiler chickens

during the finishing period. Ann. Zootech. (Paris). 29, p.401-407.

Lay Jr D.C., Fulton R.M., Hester P.Y., Karcher D.M., Kjaer J.B., Mench J.A.,

Mullens B. A., Newberry R.C., Nicol C.J., O’Sullivan N.P. and Porter R.E.

2011. Hen welfare in different housing systems. Poult. Sci. 90(1), p.278-

294.

LayWel. 2006. Deliverable 7.1. Overall strengths and weakness of each defined

housing system for laying hens, and detailing the overall welfare impact of

each housing system. In Report of the LayWel project. Accessed Aug. 2010

www.laywel.eu/web/pdf/deliverable%2071%20welfare%20assessment.pdf

Lee K.W., Everts H., Kappert H.J., Frehner M., Lossa R. and Beynen A.C.

2003. Effects of dietary essential oil components on growth performance,

digestive enzymes and lipid metabolism in female broiler chickens. Brit.

Poult. Sci. 44, p.450-457.

188
Leenstra F., Maurer V., Galea F., Bestman M., Amsler-kepalaite Z., Visscher J.,

Vermeij I. and Krimpen V. 2014. Laying hen performance in different

production systems ; why do they differ and how to close the gap ? Results

of discussions with groups of farmers in The Netherlands, Switzerland and

France, benchmarking and model. Europ.Poult.Sci. 78, ISSN 1612-9199.

Lervik S., Moe R.O., Mejdell C.M. and Bakken M. 2007. Challenges in different

housing systems for laying hens. Nor. Veterinaertidsskr. 119, p.5-14.

Levkut M., Marcin A., Lenhardt L., Porvaz P., Revajová V., Šoltysová B., Blanár

J., Ševčíková Z. and Pist J. 2010. Effect of sage extract on alkaline

phosphatase, enterocyte proliferative activity and growth performance in

chickens. Acta Vet Brno. 79, p.177-183.

Levy S.B. and Marshall B.2004. Antibacterial resistance worldwide: causes,

challenges and responses. Nat. Med. 10, p.122-129.

Lewko L. and Gornowicz E. 2011. System utrzymania ptaków jako czynnik

kształtujący jakość jaj kur nieśnych. Ann. Anim. Sci. 11, p.607-611.

Loetscher Y., Kreuzer M. and Messikommer R.E. 2014. Late laying hens

deposit dietary antioxidants preferentially in the egg and not in the body. J.

Appl. Poult. Res. 23, p.1-14.

Lolli S., Hidalgo a., Alamprese C., Ferrante V. and Rossi M. 2013. Layer

performances, eggshell characteristics and bone strength in three different

housing systems. Biotechnol. Anim. Husb. 29, p.591-606.

Lopez P., Sanchez C., Batlle R. and Nerin C. 2005. Solid-and vapor-phase

antimicrobial activities of six essential oils: Susceptibility of selected

foodborne bacterial and fungal strains. J. Agric. Food Chem. 53, p.6939-

6946.

189
Lu Y. and Yeap Foo L. 2001. Antioxidant activities of polyphenols from sage

(Salvia officinalis). Food Chem. 75, p.197-202.

Lund V. and Algers B. 2003. Research on animal health and welfare in organic

farming - a literature review. Livest. Prod. Sci. 80, p.55-68.

Lyons T.P. 2007. In Biotechnology in the feed industry: Proceedings of Alltech’s

23rd Annual Symposium. Lexington, Kentucky, USA. p. 1-10.

Marble D.R. 1943. Genetics of Egg Shape. Poult. Sci. 22, p.61.

Marino M., Bersani C. and Comi G. 1999. Antimicrobial activity of the essential

oils of Thymus vulgaris L. measured using a bioimpedometric method. J.

Food Prot. 62(9), p.1017-1023.

Marino M.,Bersani C. and Comi G. 2001. Impedance measurements to study

the antimicrobial activity of essential oils from Lamiaceae and Compositae.

Int. J. Food Microbiol. 67, p.187-195.

Marinova M. and Yanishlieva N.V. 1997. Antioxidative activity of extracts from

selected species of the family Lamiaceae in sunflower oil. Food Chem. 58,

p.245-248.

Martins N., Barros L., Santos-Buelga C., Henriques M., Silva S. and Ferreira

I.C.F.R. 2015. Evaluation of bioactive properties and phenolic compounds in

different extracts prepared from Salvia officinalis L. Food Chem. 170, p.378-

385.

Mashaly M.M., Hendricks G.L., Kalama M.A., Gehad A.E., Abbas A.O. and

Patterson P.H. 2004. Effect of heat stress on production parameters and

immune responses of commercial laying hens. Poult. Sci. 83, p.889-894.

Massada Y.1976. Analysis of Essential Oil by Gas Chromatography and

Spectrometry, New York: J. Wiley & Sons.

190
Máthé Á. 2009. Essential oils- biochemistry, production and utilisation. In:

STEINER, T.: Phytogenics in Animal Nutrition: Natural Concepts to

Optimize Gut Health and Performance. Nottingham University Press,

Nottingham.

McDonagh P. and Prothero A. 2005. Food, markets & culture: The

representation of food in everyday life. Consumption Markets & Culture.

8(1), p.1-5.

McGimpsey J.A., Douglas M.H., Van Klink J.L., Beauregard D.A. and Perry

N.B. 1994. Seasonal variation in essential oil yield and composition from

naturalized Thymus vulgaris L. in New Zealand. Flavour Fragr. J. 9, p.347-

352.

Mesias F.J., Martinez-Carrasco F., Martinez J.M. and Gaspar P. 2011.

Functional and organic eggs as an alternative to conventional production: a

conjoint analysis of consumers preferences. J. Sci. Food Agr. 91, p.532-

538.

Messelhäusser U., Thärigen D., Elmer-Englhard D., Bauer H., Schreiner H and

Höller C. 2011. Occurrence of thermotolerant Campylobacter spp. on

eggshells: A missing link for food-borne infections? Appl. Environ. Microbiol.

77, p.3896-3897.

Methner U., Diller R., Reiche R. and Böhland K. 2006. Occurence of

salmonellae in laying hens in different housing systems and inferences for

control. Berl. Muench. Tieraerztl. Wochenschur. 119, p.467-473.

Miao Z.H., Glatz P.C. and Ru Y.J. 2005. Free-range Poultry Production- A

Review. Asian- Aust. J. Anim. Sci. 18(1), p.113-132.

191
Mie A. and Wivstad M. 2015. Organic Food- food quality and potential health

effects A review of current knowledge, and a discussion of uncertainties.

SLU, EPOK- Centre for Organic Food & Farming.

Miguel G., Cruz C., Faleiro M.L., Simões M.T.F., Figueiredo A.C., Barroso J.G.

and Pedro LG. 2011. Salvia officinalis L. essential oils: effect of

hydrodistillation time on the chemical composition, antioxidant and

antimicrobial activities. Nat. Prod. Res. 25, p.526-541.

Miliauskasa G., Venskutonisa P.R. and van Beek T.A. 2004. Screening of

radical scavenging activity of some medicinal and aromatic plant extracts.

Food Chem. 85(2), p.231-237.

Minelli G., Sirri F., Folegatti E., Meluzzi A. and Franchini A. 2007. Egg quality

traits of laying hens reared in organic and conventional systems. Ital. J.

Anim. Sci. 6, p.728-730.

Miranda J., Anton X., Redondo-Valbuena C., Roca-Saavedra P., Rodriguez J.,

Lamas A., Franco C. and Cepeda A. 2015. Egg and Egg- Derived Foods:

Effects on Human Health and Use as Functional Foods. Nutrients. 7, p.706-

729.

Mitsch P., Zitterl-Eglseer K., Kohler B., Gabler C., Losa R. and Zimpernik I.

2004. The effect of two different blends of essential oil components on the

proliferation of Clostridium perfringens in the intestines of broiler chickens.

Poult. Sci. 83, p66-675.

Mogelonsky M. 2008. http://www.preparedfoods.com/articles/106350-article-

organic-food-and-drink-april-2008

Mollenhorst H., Rodenburg T. B., M. Bokkers E. A., Koene P. and de Boer

I.J.M. 2005. On-farm assessment of laying hen welfare: A comparison of

192
one environment- based and two animal- based methods. Appl. Anim.

Behav. Sci. 90, p.277-291.

Mountzouris K.C., Paraskevas V. and Fegeros K. 2009. Phytogenic compounds

in broiler nutrition. In: T. Steiner (Editor). Phytogenics in Animal Nutrition.

Nottingham University Press, Nottingham, ISBN 978-1-904761-71-6.

Mugnai C., Dal Bosco A. and Castellini C. 2009. Effects of rearing system and

season on the performance and egg charasteristics of Ancona laying hens.

Ital. J. Anim. Sci. 8, p.175-188.

Mwalusanya N.A., Katule A.M., Mutayoba S.K., Minga U.M., Mtambo M.M.A.

and Olsen J.E. 2002. Nutrient status of crop contents of rural scavenging

local chickens in Tanzania. Brit. Poult. Sci. 43, p.64-69.

N.O.P. 2012. USDA National Organic Program

Namata H., Méroc E., Aerts M., Faes, C., Abrahantes J.C., Imberechts H. and

Mintiens K. 2008. Salmonella in Belgian laying hens: An identification of risk

factors. Prev. Vet. Med. 83, p.323-336.

Nasir Z. and Grashorn M.A. 2009. Echinacea: A potential feed and water

additive in poultry and swine production. Arch. Geflugelkd. 73, p.227-236.

Nau F., Nys Y., Yamakawa Y. and Rehault-Godbert S. 2010. Nutritional value

of the hen egg for humans. Prod. Anim. 23, p.225-235.

Ommati M.M.A., Zamiri M.J.A., Akhlaghi A.A., Atashi H.A., Jafarzadeh M.R.A.

and Rezvani M.R.A. 2013. Seminal characteristics , sperm fatty acids , and

blood biochemical attributes in breeder roosters orally administered with

sage (Salvia officinalis) extract. Anim. Prod. Sci. 53, p.548-554.

193
Ouwehand A.C., Tiihonen K., Kettunen H., Peuranen S., Schulze H. and

Rautonen N. 2010. In vitro effects of essential oils on potential pathogens

and beneficial members of the normal microbiota. Vet. Med. 55(2), p.71-78.

Özek K., Wellmann K.T., Ertekin B. and Tarım B. 2011. Effects of dietary herbal

essential oil mixture and organic acid preparation on laying traits,

gastrointestinal tract characteristics, blood parameters and immune

response of laying hens in a hot summer season. J. Anim. Feed Sci. 20,

p.575-586.

Panda K., Rama Rao S.V. and Raju M.V.L.N. 2006. Natural growth promoters

have potential in poultry feeding systems. Feed Tech. 10(8), p.23-25.

Pappa G. 2001. Possibilities of productive plantations of aromatic plants in

abandoned agricultural fields- the case of Salvia triloba, Origanum onites,

Origanum spp. Hirtum in North Aegean islands. Mytilene (Greece):Ph.D.

Thesis, University of the Aegean.

Parisi M.A., Northcutt J.K., Smith D.P., Steinberg E.L. and Dawson P.L. 2015.

Microbiological contamination of shell eggs produced in conventional and

free- range housing systems. Food Control. 47, p.161-165.

Pavlovski Z., Masic B. and Apostolov N. 1981. Quality of eggs laid by hens on

free range and in cages. In Quality of Eggs, Proceedings of the First

European Symposium. World’s Poultry Science Association, Beekbergen,

the Netherlands, p.231-235.

Pearl R. and Surface F.M. 1914. A Biometral Study of Egg Production in the

Domestic Fowl. Bureau of Animal Husbandry, United States Dept. Agric.

Part 3, p.110.

194
Petek M., Alpay F., Gezen S. and Cibik R. 2009. Effects of housing system and

age on early stage egg production and quality in commercial laying hens.

Kafkas Univ. Vet. Fak. Derg. 15, p.57-62.

Piesova E., Makova Z., Levkut M., Faixova Z., Pistl J., Marcin A. and Levkut M.

2012. The effects of sage extract feed supplementation on biochemical

parameters, weight of internal organs and Salmonella counts in chickens.

Res. Vet. Sci. 93, p. 1307-1308.

Pinto E., Salgueiro L.R., Cavaleiro C., Palmeira A. and Gonçalves M.J. 2007. In

vitro susceptibility of some species of yeasts and filamentous fungi to

essential oils of Salvia officinalis. Ind. Crops. Prod. 26, p.135-141.

Pizzale L., Bortolomeazzi R., Vichi S., Uberegger E. and Conte L.S. 2002.

Antioxidant activity of sage (Salvia officinalis and S.fruticosa) and oregano

(Origanum onites and O.indercedens) extracts related to their phenolic

compound content. J. Sci .Food. Agric. 82, p.1645-1651.

Pritchard D.G. 2012. The Impact of Legislation and Assurance Schemes on

Alternative Systems for Poultry Welfare, CAB International. Alternative

Systems for Poultry -Health, Welfare and Productivity (eds V. Sandilands

and P.M. Hocking). 30(2), p.23-52.

Pym RAE. 1969. A suspension weighing technique for the rapid determination

of specific gravity of eggs. Australian Journal of Experimental Agriculture

and Animal Husbandry. 9, p.131-134.

Quarles C.L., Gentry R.F. and Bressler G.O. 1970. Bacterial contamination in

poultry houses and its relationship to egg hatchability. Poult. Sci. 49, p.60-

66.

195
Raal A., Orav A. and Arak E. 2007. Composition of the essential oil of Salvia

officinalis L. from various European countries. Nat. Prod. Res. 21, p.406-

411.

Radu-Rusu R.M., Usturoi M.G., Leahu A., Amariei S., Radu-Rusu C.G. and

Vacaru-Opriş I. 2014. Chemical features, cholesterol and energy content of

table hen eggs from conventional and alternative farming systems. S. Afr. J.

Anim. Sci. 44, p.33-42.

Radwan Nadia L., Hassan R a., Qota E.M. and Fayek H.M. 2008. Effect of

natural antioxidant on oxidative stability of eggs and productive and

reproductive performance of laying hens. Int. J. Poult. Sci. 7, p.134-150.

Rahimi S., Teymouri Zadeh Z., Karimi Torshizi M. A., Omidbaigi R. and Rokni

H. 2011. Effect of the Three Herbal Extracts on Growth Performance,

Immune System, Blood Factors and Intestinal Selected Bacterial Population

in Broiler Chickens. J. Agr. Sci. Tech. 13, p.527-539.

Rawn D.F.K., Sadler A., Quade S., Sun W.-F., Kosarac I. and Ryan J.J. 2008.

Persistent organic pollutants in Canadian egg yolk from four different

hatchery types. Organohologen Compd. 70, p.586-589.

Recio J.I.A., Bailie H., Bedriova M., Beloeil P., Boqvist S., Borck B., Camilleri

K., Chobanov G., Costache A. and De Smet K. 2007. Report of the task

force on zoonoses data collection on the analysis of the baseline study on

the prevalence of Salmonella in holdings of laying hen flocks of Gallus

gallus. Eur. Food Saf. Auth. J. 97, p.1-84.

Richards J.F. and Swanson M.H. 1965. The Relationship of Egg Shape to Shell

Strength. Poult. Sci. 44, p.1555.

196
Rizzi L., Simioli G., Martelli G., Paganelli R. and Sardi L. 2006. Effects of

organic farming on egg quality and welfare of laying hens. XII European

Poultry Conference.

Roberts J.R. 2004. Factors affecting egg internal quality and egg shell quality in

laying hens. J. Poult. Sci. 41, p.161-177.

Rodenburg T.B., De Reu K. and Tuyttens F.A.M. 2012. Performance, Welfare,

Health and Hygiene of Laying Hens in Non-Cage Systems in Comparison

with Cage Systems. Alternative Systems for Poultry: Health, Welfare and

Productivity, CAB International Alternative Systems for Poultry - Health,

Welfare and Productivity (eds V. Sandilands and P.M. Hocking), p.210-224.

Roman G.P., Neagu.E. and Lucian Radu G. 2009. Antiradical αctivities οf

Salvia officinalis αnd Viscum album L. Extracts concentrated by

ultrafiltration process. Acta Sci. Pol.,Technol. Aliment. 8(3), p.47-58.

Romanoff A.L. and Romanoff A.J. 1949. The Avian Egg, JohnWiley & Sons Inc,

NewYork, p.918.

Rossi M. 2007. Influence of the laying hen housing systems on table egg

characteristics. Proceedings of the XVIII European Symposium on the

quality of poultry meat and XII European Symposium on the quality of eggs

and egg products, p.49-51.

Rozin P., Fischler C., Imada S., Sarubin A. and Wrzesniewski A. 1999.

Attitudes towards food and the role of food in life in the USA, Japan,

Flemish Belgium and France: possible implications for the diet-health

debate. Appetite. 33, p.163-180.

197
Ruhnke I., De Koning C., Drake K., Glatz P., Walker T. and Skerman A. 2015.

Free range farm demographics and practices In Australia– Preliminary Data.

26th Annual Australian Poultry Science Symposium, p.260.

Ryzner M., Takáčová J., Čobanová K., Plachá I., Venglovská K. and Faix Š.

2013. Effect of dietary Salvia officinalis essential oil and sodium selenite

supplementation on antioxidative status and blood phagocytic activity in

broiler chickens. Acta Vet Brno. 82, p.43-48.

Sarica S., Ciftci A., Demir E., Kilinc K. and Yildirim Y. 2005. Use of an antibiotic

growth promoter and two herbal natural feed additives with and without

exogenous enzymes in wheat based broiler diets. S. Afr. J. Anim. Sci. 35,

p.61-72.

Savory C.J. 2004. Laying hen welfare standards: A classic case of “power to

the people”. Anim. Welf. 13, p.153-158.

Sekeroglu A., Sarica M., Demir E., Ulutas Z., Tilki M. and Saatci M. 2008. The

effects of housing system and storage length on the quality of eggs

produced by two lines of laying hens. Arch. Geflügelkd. 72, p.106-109.

Shimmura T., Suzuki T., Hirahara S., Eguchi Y., Uetake K. and Tanaka T.

2008. Pecking behaviour of laying hens in single-tiered aviaries with and

without outdoor area. Brit. Poult. Sci. 49, p.396-401.

Silversides F.G. and Scott T.A. 2001. Effect of storage and layer age on quality

of eggs from two lines of hens. Poult. Sci. 80, p.1240-1245.

Simoneit C., Bender S. and Koopmann R. 2012. Quantitative and qualitative

overview and assessment of literature on animal health in organic farming

between 1991 and 2011- Part I: general and cattle. vTI Agric. Forest. Res.

3(62), p.97-104.

198
Simopoulos A.P. and Salem jr N. 1989. N-3 fatty acids in eggs from range-fed

Greek chickens. New Engl. J. Med. p, 321-1412.

Singh H.B., Srivastava M., Singh AB. and Srivastava A.K. 1995. Cinnamon

bark oil, a potent fungitoxicant against fungi causing respiratory tract

mycoses. Allergy. 50, p.995-999.

Smith-Palmer A., Stewart J. and Fyfe L. 1998. Antimicrobial properties of plant

essential oils and essences against five import food-borne pathogens. Lett.

Appl. Microbiol. 26, p.118-122.

Smith-Spangler C., Brandeau M.L., Hunter G.E., Bavinger J.C., Pearson M.,

Eschbach P.J., Sundaram V., Liu H., Schirmer P. and Stave C. 2011. Are

organic foods safer or healthier than conventional alternatives? A

systematic review. Ann. Intern. Med . 157, p.348-366.

Snow L.C., Davies R.H., Christiansen K.H., Carrique-Mas J.J., Cook A.J.C. and

Evans S.J. 2010. Investigation of risk factors for Salmonella on commercial

egg-laying farms in Great Britain, 2004-2005. Vet. Rec. 166, p.579-586.

Sparks N.H.C., Conroy M.A. and Sandi lands V. 2008. Socio-economic drivers

for UK organic pullet rearers and the implications for poultry health. Brit.

Poult. Sci. 49, p.525-532.

Stefanovits-Banyai E., Tulok M.H., Hegedüs A., Renner C. and Varga I.S.

2003. Antioxidant effect ofvarious rosemary (Rosmarinus officinalis L.)

clones. Acta Biol. Szeged. 47, p.111-113.

Sulonen J., Kärenlampi R., Holma U. and Hänninen M.-L. 2007. Campylobacter

in Finnish organic laying hens in automn 2003 and spring 2004. Poult. Sci.

86 (6), p.1223-1228.

199
Sundrum A. 2001. Organic livestock farming: A critical review. Livest. Prod. Sci.

67, p.207-215.

Sutherland M., Webster J. and Sutherland I. 2013. Animal Health and Welfare

Issues Facing Organic Production Systems. Animals. 3, p.1021-1035.

Swarbrick O. 1986. Clinical problems in ‘free-range’ layers. Vet. Rec. 118,

p.363.

Tiihonen K., Kettunen H., Bento M. H. L., Saarinen M., Lahtinen S.,.Ouwehand

A.C, Schulze H. and Rautonen N. 2010. The effect of feeding essential oils

on broiler performance and gut microbiota. Brit. Poult. Sci. 51, p.381-392.

Timbermont L., Lanckriet A., Gholamiandehkordi A.R., Pasmans F., Martel A.,

Haesebrouck F., Ducatelle R. and Van Immerseel F. 2009. Origin of

Clostridium perfringens isolates determines the ability to induce necrotic

enteritis in broilers. Comp. Immunol. Microbiol. Infect. Dis. 32, p.503-512.

Trombetta D., Castelli F., Sarpietro M.G., Venuti V., Cristani M., Daniele C.,

Saija A., Mazzanti G. and Bisignano G. 2005. Mechanisms of antibacterial

action of three monoterpenes. Antimicrob. Agents Chemother. 49(6),

p.2474-2478.

Tyler C. 1958. Studies on egg shells. 10: A method for determining variations in

characteristics in different parts of the same shell. J. Sci. Food Agr. 9,

p.584.

Tyler C. 1961. Studies on egg shells. 16: Variations in shell thickness over

different parts of the same shell. J. Sci. Food Agr.12, p.459.

Ultee A., Kets E.P.W. and Smid, E.J. 1999. Mechanisms of action of carvacrol

on thef ood-borne pathogen. Appl. Environ. Microbiol. 65, p.4606-4610.

200
Vaarst M. and Alrøe H.F. 2012. Concepts of animal health and welfare in

organic livestock systems. J. Agric. Environ. Ethics. 25, p.333-347.

Van de Weerd H.A., Keatinge R. and Roderick S. 2009. A review of key health-

related welfare issues in organic poultry production. Worlds Poult. Sci. J. 65,

p.649-684.

Van den Brand H., Parmentier H.K. and Kemp B. 2004. Effects of housing

system (outdoor vs cages) and age of laying hens on egg characteristics.

Brit. Poult. Sci. 45, p.745-752.

Van den Dool H. and Kratz P.D.1963. A generalization of the retention index

system including linear temperature programmed gas- iiquid partition

chromatography. J. Chromatogr. 11, p.463-471.

Van Hoorebeke S., Van Immerseel F., Schulz J., Hartung J., Harisberger M.,

Barco L.,Ricci.,Theodoropoulos G.,Xylouri E. and De Vylder J. 2010.

Determination of the within and between flock prevalence and identification

of risk factors for Salmonella infections in laying hen flocks housed in

conventional and alternative systems. Prev Vet Med. 94, p.94-100.

Van Overmeire I., Pussemier L., Waegeneers N., Hanot V., Windal I., Boxus L.,

Covaci A., Eppe G., Scippo M.L., Sioen I., Bilau M., Gellynck X., De Steur

H., Tangni E.K. and Goeyens, L. 2009. Assessment of the chemical

contamination in home-produced eggs in Belgium: general overview of the

CONTEGG study. Sci.Total Environ. 407(15), p.4403-4410.

Vanhonacker F. and Verbeke W. 2009. Buying higher welfare poultry products?

Profiling Flemish consumers who do and do not. Poult. Sci. 88, p.2702-

2711.

201
Velimirov A. and Lindenthal T. 2012. Opinion on the publication of the Stanford

University Medical School study: “Are Organic Foods Safer or Healthier than

Conventional Alternatives? A Systematic Review.” (FiBL Austria) Vienna.

Venskutonis P.R. 1997. Effect of drying on the volatile constituents of thyme

(Thymus vulgaris L.) and sage (Salvia officinalis L.). Food Chem. 59, p.219-

227.

Vidanarachchi J.K., Mikkelsen L.L., Sims I.M., Iji P.A. and Choct H. 2005.

Phytobiotics: alternatives to antibiotic growth promoters in monogastric

animal feeds. Recent Adv. Anim. Nutri. Aust. 15, p.131-144.

VKM. 2014a. Comparison of organic and conventional food and food

production. Part II: Animal health and welfare in Norway. Opinion of the

Panel on Animal Health and Welfare and the Steering Committee of the

Norwegian Scientific Committee for Food Safety, Doc.no 11-007-2.

VKM. 2014b. Comparison of organic and conventional food and food

production. Part III: Human health – an evaluation of human studies, animal

models studies and biomarker studies. Opinion of the Panel on Nutrition,

Dietetic Products, Novel Food and Allergy of the Norwegian Scientific

Committee for Food Safety, Doc.no 11-007-3 Final.

Vogl-lukasser B. and Vogl C.R. 2004. Homegardens of Small Farmers In the

Alpine Region of Osttirol ( Austria ): An example for Bridges Built and

Building Bridges. Ethnobot. Res. Appl. 2, p.111-137.

Wald Chr. 2003. Gewürze und Co - eine Übersicht. Lohmann Inform.3, p.7-11.

Wales A., Breslin M., Carter B., Sayers R. and R. Davies. 2007. A longitudinal

study of environmental Salmonella contamination in caged and free-range

layer flocks. Avian Pathol. 36, p.187-197.

202
Walker A. and Gordon S. 2003. Intake of nutrients from pasture by poultry.

Proc. Nutr. Soc. 62, p.253-256.

Wang M., Kikuzaki H., Zhu N., Sang S, Nakatani N. and Ho C-T. 2000. Isolation

and structure elucidation of two new glycosides from sage (Salvia officinalis

L.).J. Agric. Food Chem. 48, p,235-238.

Wang X.L., JZheng.X., Ning Z.H., Qu L.J., Xu G.Y. and Yang N. 2009. Laying

performance and egg quality of blue–shelled layers as affected by different

housing systems. Poult. Sci. 88, p.1485-1492.

Wechsler B. and Huber-Eicher B. 1998. The effect of foraging material and

perch height on feather pecking and feather damage in laying hens. Appl.

Anim. Behav. Sci. 58, p.131-141.

Wenk C. 2003. Herbs and botanicals as feed additives in monogastric animals.

Asian-Australasian J. Anim. Sci. 16, p.282-289.

Wenk C. and Messikommer R. 2002. Turmeric (Curcuma longa) als

Futterzusatzstoff bei Legehennen. In: Optimale Nutzung der

Futterressourcen im Zusammenspiel von Berg- und Talgebiet. Ein Beitrag

zum Internationalen Jahr der Berge, Schriftenreihe aus dem Institut für

Nutztierwissenschaften (Ed.M. Kreuzer, C. Wenk and T. Lanzini). 23, p.121-

123.

Whiley H. and Ross K. 2015. Salmonella and Eggs: From Production to Plate.

Int J Environ Res Public Health. 12, p.2543-2556.

WHO. 2011. World Health Organization. Available online at:


www.who.int/zoonoses/vph/eu Accessed 10.11.11

Willer H. and Lernoud J. 2014. The world of organic agriculture 2014:Summary.

FiBL-IFOAM: Statistics & emerging trends 2014, p.25-31. Available online

203
at: https://www.fibl.org/fileadmin/documents/shop/1636-organic-world-

2014.pdf

Willer H. and Schaack D. 2015. Organic Farming and Market Development in

Europe. FiBL-IFOAM:The World of Organic Agriculture 2015, p.204.

Available online at: http://orgprints.org/28706/1/willer-schaack-2015-

europe.pdf

Williams P. and Losa R. 2001. The use of essential oils and their compounds in

poultry nutrition. World Poult.17, p.14-15.

Windisch W. and Kroismayr A. 2007. Natural phytobiotics for health of young

piglets and poultry: Mechanisms and application. Poult. Sci. 86(1), p.643

Windisch W., Schedle K., Plitzner C. and Kroismayr A. 2008. Use of phytogenic

products as feed additives for swine and poultry. J. Anim. Sci. 86, p.140-

148.

Yanishlieva N., Marinova E. and Pokorny J. 2006. Natural antioxidant from

herbs and spices. Eur. J. Lipid. Sci. Technol. 108, p.776-793.

Zhang G.F., Yang Z.B., Wang Y., Yang W.R., Jiang S.Z. and Gai G.S. 2009.

Effects of ginger root (Zingiber officinale) processed to different particle

sizes on growth performance, antioxidant status, and serum metabolites of

broiler chickens. Poult Sci. 88, p.2159-2166.

Zhu S.B., Zhao Q.Y., Liu B.L., Wang L. and Liu S.J. 2015. Variations in Yolk

Mineral Element Contents from Different Chicken Rearing Systems : Eggs

Analyzed by Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry. Adv. J. Food

Sci. Technol. 7(7), p.530-533.

204
Ελληνική βιβλιογραφία
Γιαννακόπουλος Α.Λ. και Τσερβένη-Γούση Α.Σ. 2001. Ορνιθοτροφία. Εκδόσεις
«Σύγχρονη Παιδεία», Θεσσαλονίκη.
ΕΑΦΦΕ, Ένωση Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών Ελλάδας 2013.
(διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.eaffe.org/)
Ε.Μ.Υ. 1999. Κλιματικά στοιχεία Σταθμών περιόδου 1995-1997, Ε.Μ.Υ./
Διεύθυνση Κλιματολογίας, Αθήνα.
Καραδήμα Π. και Καραδήμας Θ. 2014. Οι απόψεις των Ελλήνων
καταναλωτών για τα βιολογικά προϊόντα. e-Περιοδικό Επιστήμης και
Τεχνολογίας. (1),9, σ.13- 32.
Κουτσός Θ.Β. 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη,
Θεσσαλονίκη, σ.349.
Λάζαρη Δ. 2005. Βοτανική εξάπλωση και χρήσεις στη λαϊκή θεραπευτική ειδών
του γένους Salvia L. (φασκόµηλο). Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας: «Το
Ελληνικό Φασκόμηλο», Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου 2005 (διαθέσιμο
στην ιστοσελίδα: http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Lazari.pdf).
Λάζαρη Δ. 2011. Ανάλυση αιθερίων ελαίων αρωματικών και φαρμακευτικών
φυτών του Ν. Φλώρινας- Μελέτη αντιοξειδωτικής και αντιφλεγμονώδους
δράσης των φυτών.
Λίλτση Μ. 2008. Έρευνα των προτιμήσεων των καταναλωτών ως προς το
βιολογικό κρασί. Μεταπτυχιακή εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Λύρας Χ. 2002. Η διατροφή στη βιολογική πτηνοτροφία: ιδιαιτερότητες και
προοπτικές. Πρακτικά της 1ης Επιστημονικής Ημερίδας του Ελληνικού
Τμήματος της WPSA, σ.58-63 .
Ναυτεμπορική 2014. http://www.naftemporiki.gr/story/852303/europaiko-
dikastirio-katadiki-gia-ton-tropo-ektrofis-ooparagogon-ornithon
Παναγόπουλος Γ. 2012. Χημειοτυπικός προσδιορισμός, χωρική αποτύπωση
και αξιολόγηση του παραγωγικού δυναμικού αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών των γενών Origanum, Satureja και Coridothymus
της νήσου Ικαρίας. Διδακτορική διατριβή. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
Αθηνών.
ΠΑΣΕΓΕΣ 2012 .http://www.paseges.gr/el/news/Pthnotrofikh-kai-PEOOP-gia-
anathewrhsh-ths-KAP

205
Πιταροκοίλη Δ., Τζάκου Ο. και Κουλάδη Μ. 2005. Χημικά Συστατικά του γένους
Salvia. Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας: «Το Ελληνικό Φασκόμηλο»,
Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου 20052005 (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Kouladi.pdf)
Ρεζίτη Ι. 2014. Η ελληνική κτηνοτροφία: υφιστάμενη κατάσταση και
προοπτικές. AGRENDA.6-7/9/2014, σ.27-30.
Σαρλής, Γ.Π. 1994. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Γεωπονικό
Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
Σταύρου Ν. 2008. Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά της Ελλάδας (Βοτανική
περιγραφή και βιοϊατρικές δράσεις του Υπέρεικου (Hyrericum Perforatum),
του Φασκόμηλου (Salvia) και του Λάδανου (Cistus). Μεταπτυχιακή
Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Χασιώτης Χ.Ν. 2005. Παραγωγή δρόγης και αιθέριου ελαίου από επιλεγμένα
φυτά Salvia officinalis στη βόρειο Ελλάδα. Πρακτικά επιστημονικής
διημερίδας: «Το Ελληνικό Φασκόμηλο», Ζαγορά Πηλίου, 25 & 26 Ιουνίου
2005 (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
http://www.iama.gr/ethno/faskomilo/Xasiwtis.pdf).

206
Πρότυπα ISO
ISO 9909: 1997. Oil of Dalmatian sage (Salvia officinalis L.).

ISO 6579: 2002/ Cor 1/ 2004. Microbiology of food and animal feeding stuffs-
Horizontal method for the detection of Salmonella spp.

ISO 6579: 2002/ Amd1:2007, ANNEX: D Detection of Salmonella spp. in


animal faeces and in environmental samples from the primary production
stage.

ISO 21528-2: 2004. Microbiology of food and animal feeding stuffs- Horizontal
methods for the detection and enumeration of Enterobacteriaceae- Part 2:
Colony- count method.

ISO 10271-1: 2006. Microbiology of food and animal feeding stuffs - Horizontal
method for detection and enumeration of Campylobacter spp. Part 1-
Detection method.

ISO 7218: 2007. Microbiology of food and animal feeding stuffs- General
requirements and guidance for microbiological examinations.

207
208
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A

I. ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Α. Μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.1.1. Τιμές μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 31,2 32,6 31,4 28,2 22,2 21,6
2 27,4 32,8 30,8 28,8 18,4 23,0
3 24,0 31,2 31,0 28,6 19,8 24,6
4 25,2 30,8 33,4 31,6 26,0 22,0
5 28,6 34,8 36,0 32,8 21,0 19,4
6 22,4 33,4 37,4 33,4 20,8 18,8
7 25,6 31,8 34,0 33,2 24,2 18,6
8 25,8 34,6 31,4 32,8 24,0 18,0
9 21,8 33,0 32,4 33,6 23,0 15,2
10 27,6 32,4 30,4 23,2 18,4
11 30,0 31,6 30,8 29,2 23,4 17,2
12 30,6 31,4 33,0 31,0 22,6 16,0
13 27,6 31,8 34,8 30,2 21,2 16,0
14 29,2 32,0 36,0 31,8 22,4 16,6
15 28,8 35,8 36,2 28,4 24,4 16,6
16 28,8 27,6 36,8 27,4 22,2 14,8
17 31,2 32,0 36,0 24,2 21,4 16,4
18 33,4 33,4 36,0 21,0 22,0 9,2
19 35,6 34,2 33,4 18,8 11,0
20 32,4 34,4 33,4 22,2 14,0
21 33,0 35,4 34,0 19,4 21,6 19,4
22 33,0 35,0 35,4 19,8 20,2 18,8
23 33,2 28,8 35,2 22,6 20,2 8,4
24 35,2 26,4 37,4 21,4 19,8 6,8
25 36,4 28,4 32,4 17,8 17,6 10,2
26 34,6 30,0 32,4 22,2 17,6 14,4
27 35,0 31,4 32,4 16,8 17,6 11,0
28 34,2 30,0 31,2 16,2 20,0 11,0
29 34,6 31,2 31,0 18,2 20,8 11,4
30 32,0 33,2 31,8 21,2 18,8 13,0
31 32,0 27,6 20,6

209
Β. Ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.1.2. Τιμές ελάχιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 16,8 23,4 23,0 20,2 12,0 15,0
2 18,6 22,0 23,2 18,4 12,0 14,4
3 19,2 22,0 20,6 17,6 16,0 12,2
4 17,2 22,0 19,8 19,2 13,6 11,6
5 17,0 22,4 20,6 19,2 14,6 14,0
6 18,8 24,0 20,8 19,4 7,0 14,8
7 15,4 20,8 25,8 20,4 13,0 12,0
8 15,6 20,6 23,0 20,0 11,2 13,4
9 16,4 21,8 22,4 20,8 11,2 14,2
10 14,6 20,2 23,2 21,4 13,2 9,0
11 16,2 19,6 18,8 19,2 13,0 8,4
12 18,6 20,4 19,8 11,4 5,6
13 19,0 21,0 20,8 22,0 10,6 7,6
14 17,0 20,6 22,0 21,2 10,2 9,4
15 18,0 22,4 22,4 21,0 11,0 11,0
16 18,0 21,0 22,0 15,4 11,6 11,8
17 17,4 21,2 20,6 16,6 11,8 10,0
18 20,0 20,0 22,8 13,4 13,6 7,8
19 21,6 20,4 24,2 13,0 17,0 8,6
20 24,2 22,0 23,0 14,6 11,0 8,8
21 20,6 23,0 22,6 13,0 12,0 3,8
22 22,6 23,0 22,6 12,6 14,8 14,0
23 23,2 21,2 23,4 14,8 12,0 1,8
24 22,6 20,6 22,2 12,6 11,8 3,0
25 23,0 16,0 23,6 15,0 14,6 6,6
26 23,8 18,6 22,6 15,0 13,0 8,0
27 23,4 22,6 13,6 12,0 6,2
28 24,0 21,2 21,0 13,6 10,8 0,6
29 26,0 21,8 19,6 13,2 12,0 8,8
30 23,0 20,4 23,4 9,4 12,4 5,8
31 24,8 22,6 15,2

210
Γ. Μέση ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.1.3. Τιμές μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 25,70 28,55 28,20 24,65 17,35 18,30
2 23,90 28,75 27,65 23,70 16,55 17,85
3 21,15 27,95 26,20 24,55 17,90 17,85
4 22,10 26,15 27,85 25,45 20,05 16,70
5 24,20 30,15 28,65 26,80 16,55 16,70
6 21,25 30,35 30,70 27,25 15,65 17,25
7 23,05 28,35 28,65 26,60 19,40 15,10
8 21,20 28,60 27,00 27,15 17,55 15,65
9 19,75 29,75 28,00 27,30 17,75 14,55
10 23,30 27,00 26,10 26,15 17,95 13,05
11 24,60 27,20 26,25 24,85 19,05 12,40
12 25,95 27,10 27,20 25,70 17,50 10,35
13 24,65 28,20 28,90 25,75 16,30 12,10
14 24,90 28,40 30,65 25,70 16,60 13,55
15 25,65 28,40 29,35 23,60 17,75 13,60
16 24,40 25,50 31,35 21,00 17,75 12,85
17 26,30 26,65 29,35 19,75 17,75 13,15
18 27,10 27,95 30,95 17,15 19,00 8,90
19 30,80 29,35 29,15 17,60 17,65 9,70
20 27,40 29,80 28,35 14,65 17,15 9,15
21 28,25 28,65 28,80 17,40 17,25 12,65
22 28,80 28,30 30,60 16,45 17,25 9,15
23 28,75 23,85 30,15 19,25 15,85 5,05
24 29,65 24,35 29,90 16,90 16,30 5,70
25 31,15 24,40 27,30 16,40 15,65 8,95
26 30,50 27,35 27,75 18,70 14,35 11,05
27 29,40 24,80 28,05 15,00 14,65 7,20
28 30,05 26,75 26,90 14,40 15,20 7,30
29 29,20 27,35 26,05 14,75 17,40 9,75
30 28,15 28,35 28,15 16,75 17,45 9,95
31 28,60 23,75 17,55

211
Δ. Μέση ημερήσια σχετική υγρασία

Πίνακας Α.1.4. Τιμές μέσης ημερήσιας σχετικής υγρασίας (%), στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Μέση σχετική υγρασία %
1 50,5 51,1 38,6 57,4 70,9 90,3
2 61,5 55,6 39,4 56,6 88,6 84,7
3 54,8 57,8 51,8 56,3 90,7 73,0
4 52,9 59,3 49,6 61,4 79,2 86,3
5 53,2 41,7 46,8 50,2 52,9 84,5
6 66,6 36,1 45,2 53,4 55,0 71,8
7 54,6 52,3 47,2 60,4 54,9 71,4
8 67,6 50,1 54,4 50,0 61,7 71,0
9 82,8 37,8 54,6 52,5 74,9 55,9
10 56,9 38,8 57,2 53,7 66,9 62,1
11 53,5 53,8 45,3 56,3 59,5 55,9
12 47,6 49,5 55,2 58,5 63,3 69,5
13 55,6 41,8 49,7 66,6 63,1 74,8
14 55,2 43,8 43,8 64,6 63,0 74,9
15 54,2 50,4 42,5 62,6 67,1 77,1
16 62,0 40,4 31,1 72,4 59,6 87,7
17 60,8 37,9 47,7 54,6 76,6 71,6
18 64,1 40,8 38,5 44,8 77,0 78,4
19 44,0 46,3 37,6 40,7 73,2 84,5
20 50,9 45,3 53,8 52,9 75,6 61,8
21 50,2 59,5 49,0 45,7 77,9 67,4
22 54,4 58,5 46,8 57,6 67,1 62,9
23 55,0 49,6 39,6 51,8 65,5 58,0
24 52,0 38,2 45,0 72,3 70,9 86,4
25 50,4 49,8 53,4 89,2 67,9 90,0
26 49,5 42,2 65,2 68,4 77,5 82,4
27 53,7 60,2 47,8 84,4 66,1 58,2
28 49,4 57,4 46,2 86,3 75,0 83,5
29 49,5 48,6 56,4 72,1 66,6 86,1
30 55,7 48,4 44,4 64,6 76,0 92,4
31 45,0 54,3 87,2

212
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

Α. Μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.2.1. Τιμές μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 24,8 29,0 27,0 12,8
2 28,0 30,6 28,6 25,2 12,2
3 26,4 31,0 29,8 25,2 10,6
4 27,6 31,8 31,6 23,2 15,0
5 28,6 32,0 32,8 24,8 18,6
6 30,0 32,2 29,0 23,0 26,6 19,6
7 29,6 31,8 27,6 21,0 25,4 22,6
8 32,4 33,4 29,6 23,6 25,6 20,4
9 32,2 34,8 27,6 24,6 25,6 16,6
10 34,6 32,2 28,0 26,6 27,0
11 33,2 30,0 27,0 25,0 26,0 16,2
12 30,2 27,0 26,4 23,0 25,0 16,0
13 26,6 29,0 29,0 25,6 23,2 17,4
14 28,4 30,6 31,0 23,2 15,6 15,4
15 29,0 33,0 30,2 27,0 14,8 14,4
16 31,0 33,6 31,0 27,4 18,0
17 24,6 35,6 31,0 27,0 19,6
18 28,6 36,4 31,0 26,0 16,6
19 29,4 34,0 33,2 23,2 20,0 19,6
20 29,8 30,8 33,6 23,0 19,8 18,4
21 25,6 30,0 30,0 20,4 19,0
22 28,8 32,0 30,6 23,4 19,4 16,0
23 25,0 32,8 31,4 24,8 19,0 15,4
24 25,4 34,4 29,0 25,6 24,0 15,8
25 28,2 38,0 26,0 25,0 21,0 17,0
26 28,0 32,0 30,2 26,6 22,6 15,6
27 28,0 32,0 30,6 23,6 20,2 14,2
28 27,4 30,6 30,2 23,2 18,6 14,8
29 27,4 31,6 31,0 25,0 18,6 18,6
30 24,8 31,8 31,0 28,0 17,2 13,4
31 33,6 13,6

213
Β. Ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.2.2. Τιμές ελάχιστης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 16,0 20,4 14,6 7,0
2 17,0 20,4 19,0 14,6 3,0
3 16,4 21,0 19,4 19,0 9,0
4 17,8 23,0 19,8 16,0 7,8
5 15,0 23,4 19,6 15,0 7,0
6 16,4 23,4 19,8 21,8 15,0 11,8
7 17,6 20,4 21,6 18,4 14,0 18,2
8 19,0 21,0 21,8 17,0 13,6 17,6
9 19,0 21,8 22,6 18,6 13,2 12,6
10 20,4 24,0 22,6 17,6 14,0
11 20,2 23,0 20,2 20,0 14,2 8,2
12 21,0 20,0 18,6 19,4 13,8 7,2
13 21,4 20,0 19,8 17,8 21,6 5,6
14 15,8 21,8 20,0 18,0 10,0 4,8
15 16,0 20,6 23,6 15,6 6,2 7,6
16 17,0 21,0 21,0 16,6 11,2 8,2
17 18,8 23,0 21,8 19,2 7,6
18 22,4 23,4 22,6 17,4 8,6
19 17,4 23,6 21,2 18,4 12,4 7,0
20 19,0 22,2 24,8 17,0 11,4 6,0
21 18,2 19,4 25,6 7,8 4,6
22 18,8 21,6 22,0 15,2 8,2 4,0
23 16,0 21,4 21,6 13,4 12,0 4,0
24 17,4 22,8 23,4 15,0 15,4 4,6
25 15,6 23,4 18,8 18,4 17,0 5,0
26 18,4 26,0 19,2 18,4 18,0 4,6
27 17,0 22,0 20,0 16,4 14,6 4,2
28 19,4 21,0 20,0 14,8 14,6 5,0
29 18,8 20,8 20,0 12,8 7,0 7,0
30 19,0 22,0 20,2 13,6 8,4 5,2
31 23,0 9,0

214
Γ. Μέση ημερήσια θερμοκρασία

Πίνακας Α.2.3. Τιμές μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας (°C), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Θερμοκρασία °C
1 21,65 25,35 29,15 25,15 21,80 9,60
2 22,45 26,25 28,85 24,85 21,35 8,25
3 20,70 27,40 28,75 25,50 20,60 9,90
4 22,25 27,50 30,20 25,55 20,00 10,90
5 23,00 28,45 27,65 27,80 21,70 13,20
6 24,55 26,10 25,55 20,75 20,50 17,20
7 25,60 27,05 24,80 19,70 20,25 20,00
8 27,20 29,05 25,75 21,10 20,25 17,60
9 27,20 29,70 25,25 22,40 20,45 18,30
10 29,00 28,20 25,45 23,00 20,70 14,75
11 27,95 25,50 23,45 22,40 20,00 11,55
12 27,30 25,00 23,45 21,15 21,40 13,70
13 23,90 26,25 24,90 22,80 17,35 12,00
14 24,40 27,45 25,75 20,20 12,65 9,55
15 24,75 27,95 26,15 22,20 12,10 10,95
16 26,45 28,35 26,95 22,60 12,65 14,15
17 28,25 30,45 26,80 23,00 14,50 12,55
18 23,55 30,25 27,05 21,65 15,75 13,10
19 25,30 30,10 29,75 19,35 15,60 14,00
20 25,90 26,80 29,95 20,60 16,35 11,40
21 24,70 27,15 26,75 19,75 14,05 11,15
22 22,35 27,35 26,30 19,65 16,25 9,45
23 25,20 28,55 27,20 19,80 17,10 9,35
24 21,15 29,10 25,65 21,25 19,35 9,75
25 22,70 30,55 22,95 22,30 19,45 10,85
26 24,15 29,50 25,35 22,15 20,25 9,90
27 24,05 26,70 25,75 20,55 17,60 9,35
28 24,20 26,35 25,55 19,50 16,60 10,4
29 24,15 27,00 26,65 20,25 13,60 11,4
30 24,00 27,85 26,55 22,15 14,30 10,4
31 29,40 26,35 11,05

215
Δ. Μέση ημερήσια σχετική υγρασία

Πίνακας Α.2.4.Τιμές μέσης ημερήσιας σχετικής υγρασίας (%), στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
Μήνας
Ημέρα
Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος
Μέση σχετική υγρασία %
1 67,6 62,4 45,7 68,7 52,6 42,2
2 73,5 58,4 52,7 57,7 63,6 54,2
3 63,9 58,5 51,7 58,7 73,7 78,1
4 49,4 59,5 45,7 64,2 61,3 74,7
5 62,4 47,3 59,0 49,2 56,6 83,3
6 61,2 57,4 65,1 69,5 69,9 85,1
7 58,7 62,4 69,9 66,6 62,9 70,7
8 56,6 52,5 68,2 49,9 54,0 81,2
9 58,4 46,6 66,6 55,8 60,3 68,6
10 47,5 61,2 58,5 56,8 67,6 79,5
11 52,8 61,1 63,5 59,8 73,9 77,1
12 48,9 42,1 74,2 68,1 61,8 46,2
13 44,5 41,4 63,1 58,9 49,4 57,4
14 37,1 45,1 61,0 72,9 33,3 75,0
15 45,0 46,7 57,8 65,4 63,8 76,4
16 44,8 51,7 61,3 69,3 94,0 66,0
17 48,5 50,4 54,2 70,8 78,0 74,7
18 72,6 47,1 58,7 82,8 86,7 84,9
19 54,0 52,4 51,5 88,7 85,5 76,4
20 51,2 44,1 42,1 66,5 65,8 76,2
21 58,5 50,9 55,0 56,0 60,3 66,9
22 68,6 54,4 58,6 54,9 70,1 76,2
23 43,2 52,3 54,6 52,7 72,9 78,5
24 70,0 52,8 59,0 55,9 74,3 85,5
25 60,9 61,3 69,6 55,1 68,7 71,2
26 57,3 37,9 59,3 57,8 62,4 77,3
27 64,7 44,8 58,8 57,5 75,6 88,8
28 64,6 48,8 61,7 57,1 52,9 87,6
29 65,9 55,6 61,6 60,2 56,5 75,0
30 69,8 48,2 61,1 55,4 54,0 85,8
31 49,1 59,7 49,0

216
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

Α) ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
α). Αποδόσεις ορνίθων
Β.1.1. Σωματικό βάρος ορνίθων

Πίνακας Β.1.1. Μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1%

ΕΝΑΡΞΗ 1649,17±166,240 1631,82±159,650 1611,59±167,904

ΜΕΣΟ 1628,87±166,951 1627,07±168,794 1615,41±153,466

ΤΕΛΟΣ 1766,78±197,610 1725,77±199,935 1755,59±170,195

1900 Σωματικό βάρος


1850
1800
1750
Βάρος (g)

1700
1650 Μάρτυρες
1600 Salvia 0,5%
1550
Salvia 1,0%
1500
1450
1400
ΕΝΑΡΞΗ ΜΕΣΟ ΤΕΛΟΣ

Περίοδος ζύγισης

Σχήμα Β.1.1. Εξέλιξη του σωματικού βάρους (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

217
B.1.2. Ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων

Πίνακας Β.1.2. Μέσο ποσοστό ωοτοκίας (%) των ορνίθων για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ
1 69,70±6,428 61,58±3,515 75,76±6,428
2 68,71±6,150 63,81±7,540 74,15±6,458
3 67,41±3,157 65,53±0,132 62,05±11,364
4 57,81±0,947 59,24±4,857 59,29±1,142
5 51,98±4,778 59,39±6,600 57,65±3,969
6 50,61±3,557 48,62±5,540 56,53±2,386
7 51,44±7,429 43,75±2,000 60,71±4,388
8 60,58±0,821 50,73±5,835 64,22±4,138
9 64,24±1,957 57,41±3,112 57,56±4,627
10 62,37±6,755 46,41±11,005 54,35±1,923
11 63,93±4,546 45,98±17,881 56,70±1,977
12 64,59±4,310 45,95±19,879 53,00±2,254
13 63,36±0,967 45,85±19,583 54,491±0,964
14 61,23±1,876 44,76±13,190 56,95±3,762
15 55,53±2,281 46,80±20,399 57,13±0,685
16 55,53±4,278 45,46±13,268 57,27±1,083

218
Σχήμα Β.1.2. Εξέλιξη του ποσοστού ωοτοκίας (%) για κάθε ομάδα πειραματισμού,
στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

219
B.1.3. Κατανάλωση τροφής

Πίνακας Β.1.3. Μέση κατανάλωση τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%

1 94,70±12,642 96,78±8,306 107,42±12,642

2 101,23±1,010 98,63±3,107 106,29±10,698

3 97,59±3,662 100,34±7,224 94,21±9,707

4 93,96±4,625 97,88±2,967 95,04±2,308

5 96,53±1,429 95,20±2,297 95,25±5,865

6 95,64±7,498 100,53±2,509 102,53±0,273

7 92,53±3,437 92,20±3,827 112,87±2,583

8 94,59±2,658 97,56±2,334 103,70±2,133

9 98,97±0,311 98,67±0,690 98,17±10,210

10 112,24±1,406 80,52±0,804 102,39±2,473

11 133,83±5,421 123,96±21,795 124,63±12,914

12 129,00±1,616 117,80±12,452 121,05±9,775

13 99,46±1,801 95,72±3,528 95,72±1,021

14 109,65±5,213 105,62±5,788 107,83±0,771

15 108,59±12,022 111,84±14,319 107,24±2,827

16 107,22±1,269 106,68±8,809 108,32±3,354

220
Σχήμα Β.1.3. Εξέλιξη της κατανάλωσης τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

221
β) Ποιότητα των αυγών

Β.1.4. Βάρος αυγού

Πίνακας Β.1.4. Μέσο βάρος (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 63,80±5,982 63,33±4,981 61,36±5,058
4 61,31±4,363 62,29±5,865 64,07±4,643
6 61,68±4,557 59,55±6,541 60,28±4,251
8 60,85±5,867 63,31±7,282 63,86±6,240
10 64,95±6,004 65,90±5,817 66,38±5,335
12 65,36±5,721 65,70±4,191 66,40±7,749
14 63,67±6,499 65,95±5,091 67,73±6,917
16 66,55±5,349 65,85±6,936 68,47±6,294

Σχήμα Β.1.4. Εξέλιξη του βάρους (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη
διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

222
Β.1.5. Βάρος λευκώματος

Πίνακας Β.1.5. Μέσο βάρος (g) του λευκώματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 43,88±5,244 43,31±4,081 41,85±4,515
4 40,86±3,391 41,80±5,509 42,93±4,145
6 41,54±3,945 39,47±5,536 39,89±3,733
8 41,07±4,878 42,70±6,827 43,30±5,278
10 42,93±4,518 44,17±5,557 44,28±5,174
12 43,08±5,079 44,01±3,909 43,99±6,002
14 41,73±5,221 43,86±4,492 44,65±5,814
16 43,53±4,411 42,43±5,676 44,34±5,060

Σχήμα Β.1.5. Εξέλιξη του βάρους (g) του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

223
Β.1.6. Βάρος λεκίθου

Πίνακας Β.1.6. Μέσο βάρος (g) της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 14,08±1,270 14,24±1,355 13,81±1,160
4 14,65±1,261 14,61±1,552 15,08±0,922
6 14,46±1,117 14,55±1,688 14,66±1,341
8 14,25±1,680 14,86±0,980 14,90±1,448
10 15,70±1,405 15,45±1,278 15,57±1,075
12 16,01±1,505 15,59±1,710 16,14±1,642
14 15,90±1,369 16,00±1,505 16,73±1,435
16 16,58±1,708 17,12±1,372 17,51±1,375

Σχήμα Β.1.6. Εξέλιξη του βάρους (g) της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα,
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

224
Β.1.7. Εκατοστιαία αναλογία λευκώματος

Πίνακας Β.1.7. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του λευκώματος του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 68,67±2,511 68,32±1,971 68,10±2,515
4 66,62±2,024 66,93±3,208 66,89±1,922
6 67,26±2,332 66,13±2,933 66,10±2,521
8 67,40±2,785 67,14±3,369 67,69±2,628
10 66,03±1,771 66,84±2,994 66,54±2,945
12 65,78±2,747 66,93±2,859 66,11±2,084
14 65,41±2,264 66,40±2,566 65,77±2,569
16 65,33±2,538 64,25±2,535 64,65±2,179

Σχήμα Β.1.7 Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του λευκώματος του αυγού,
για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

225
Β.1.8. Εκατοστιαία αναλογία λεκίθου

Πίνακας Β.1.8. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 22,17±2,130 22,53±1,911 22,59±2,010
4 23,92±1,540 23,60±2,893 23,61±1,722
6 23,50±1,873 24,55±2,771 24,38±2,240
8 23,50±2,547 23,71±2,717 23,43±2,145
10 24,22±1,633 23,60±2,678 23,59±2,331
12 24,59±2,341 23,77±2,612 24,41±1,741
14 25,09±2,061 24,37±2,608 24,83±2,308
16 24,96±2,340 26,17±2,522 25,69±2,118

Σχήμα Β.1.8. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας της λεκίθου του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

226
Β.1.9. Ειδικό βάρος αυγού

Πίνακας Β.1.9. Μέσο ειδικό βάρος του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 1,083±0,0074 1,085±0,0089 1,084±0,0063
4 1,081±0,0057 1,084±0,0040 1,084±0,0059
6 1,084±0,0063 1,082±0,0084 1,083±0,0075
8 1,082±0,0080 1,085±0,0069 1,083±0,0065
10 1,084±0,0059 1,082±0,0075 1,085±0,0075
12 1,085±0,0059 1,083±0,0065 1,084±0,0054
14 1,084±0,0131 1,082±0,0090 1,084±0,0047
16 1,084±0,0050 1,084±0,0059 1,084±0,0080

Σχήμα Β.1.9. Εξέλιξη του ειδικού βάρους του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

227
Β.1.10. Πάχος κελύφους

Πίνακας Β.1.10. Μέσο πάχος (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 0,427±0,0424 0,420±0,0440 0,422±0,0407
4 0,440±0,0357 0,442±0,0378 0,447±0,0277
6 0,434±0,0490 0,438±0,0385 0,433±0,0403
8 0,423±0,0538 0,429±0,0265 0,434±0,0357
10 0,450±0,0306 0,438±0,0355 0,457±0,0345
12 0,443±0,0309 0,441±0,0336 0,455±0,0341
14 0,430±0,0418 0,425±0,0443 0,439±0,0311
16 0,446±0,0286 0,442±0,0396 0,448±0,0335

Σχήμα Β.1.10. Εξέλιξη του πάχους (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

228
Β.1.11. Δείκτης σχήματος αυγού

Πίνακας Β.1.11. Μέση τιμή του δείκτη σχήματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 76,21±2,853 75,28±2,792 76,84±3,146


4 75,73±3,276 75,94±2,702 74,53±2,025
6 75,57±2,811 75,40±2,655 75,96±2,481
8 75,18±2,917 75,76±2,382 76,21±2,565
10 75,69±2,463 74,63±1,765 75,40±2,611
12 75,30±3,097 75,16±2,834 75,12±2,651
14 76,52±2,454 75,57±2,988 75,27±2,901
16 75,84±2,644 75,23±3,055 75,85±2,681

Σχήμα Β.1.11. Εξέλιξη της τιμής του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

229
Β.1.12. Βάρος κελύφους

Πίνακας Β.1.12. Μέσο βάρος (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 5,84±0,707 5,78±0,691 5,70±0,506

4 5,80±0,513 5,88±0,486 6,07±0,426

6 5,69±0,555 5,54±0,699 5,73±0,666

8 5,53±0,722 5,75±0,402 5,65±0,596

10 6,33±0,691 6,28±0,684 6,53±0,653

12 6,27±0,560 6,10±0,557 6,27±0,684

14 6,04±0,942 6,09±0,737 6,35±0,679

16 6,45±0,525 6,30±0,794 6,62±0,832

Σχήμα Β.1.12. Εξέλιξη του βάρους (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

230
Β.1.13. Εκατοστιαία αναλογία κελύφους

Πίνακας Β.1.13. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 9,16±0,823 9,14±1,035 9,32±0,887


4 9,47±0,712 9,47±0,614 9,50±0,720

6 9,23±0,765 9,32±0,927 9,53±1,068


8 9,10±0,992 9,16±0,842 8,88±0,829
10 9,75±0,638 9,56±0,974 9,87±1,056

12 9,62±0,800 9,30±0,820 9,48±0,740


14 9,50±1,347 9,23±0,884 9,39±0,577
16 9,71±0,639 9,58±0,820 9,66±0,858

Σχήμα Β.1.13. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

231
Β.1.14. Χρωματισμός κελύφους

Πίνακας Β.1.14. Μέση τιμή του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 29,72±4,531 30,68±3,009 30,95±4,337

4 31,53±4,268 29,96±4,277 30,84±5,613


6 32,08±4,740 30,08±5,012 30,88±4,999
8 29,44±3,400 30,50±3,907 30,43±4,703
10 27,50±5,118 30,23±4,295 30,22±4,372
12 27,97±4,510 29,36±4,729 29,22±4,771
14 28,13±6,042 27,45±4,791 26,49±4,270
16 26,17±3,386 27,01±3,336 26,64±4,636

Σχήμα Β.1.14. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

232
Β.1.15. Χρωματισμός λεκίθου

Πίνακας Β.1.15. Μέση τιμή χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 6,67±1,167 6,79±0,833 6,67±0,637


4 6,08±1,412 6,08±0,929 6,50±1,063
6 6,46±0,658 6,82±0,760 6,58±0,776
8 7,38±0,924 6,79±0,658 7,13±0,537
10 7,13±0,612 7,17±0,761 7,21±0,721
12 7,17±0,761 7,21±0,833 7,42±0,717
14 7,33±0,637 7,29±0,690 7,33±0,565
16 7,33±0,637 7,88±0,537 7,50±0,511

Σχήμα Β.1.15. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

233
Β.1.16. Δείκτης Haugh λευκώματος

Πίνακας Β.1.16. Μέση τιμή του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
πρώτου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 89,04±8,121 90,42±7,569 85,92±9,943
4 88,46±8,335 84,12±10,735 83,54±10,927
6 89,58±7,901 92,09±8,907 91,88±9,004
8 96,37±7,318 95,46±8,572 90,42±10,938
10 94,67±8,154 93,38±9,600 94,46±7,785
12 87,33±9,955 90,50±14,188 90,92±11,791
14 88,88±10,485 89,42±8,531 89,38±10,291
16 89,25±8,989 89,58±8,997 87,75±8,965

Σχήμα Β.1.16. Εξέλιξη της τιμής του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

234
Β.1.17. pH λευκώματος

Πίνακας Β.1.17. Μέση τιμή του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 8,6±0,31 8,5±0,34 8,6±0,23


4 8,6±0,24 8,5±0,35 8,6±0,31

6 8,7±0,16 8,6±0,29 8,6±0,19


8 8,3±0,30 8,4±0,30 8,6±0,22
10 8,7±0,17 8,6±0,27 8,7±0,12

12 8,6±0,19 8,7±0,17 8,7±0,20


14 8,6±0,25 8,7±0,18 8,7±0,14
16 8,9±0,14 8,8±0,19 8,9±0,16

Σχήμα Β.1.17. Εξέλιξη της τιμής του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

235
Β.1.18. pH λεκίθου

Πίνακας Β.1.18. Μέση τιμή του pH της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του πρώτου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 6,3±0,30 6,2±0,17 6,1±0,05

4 6,1±0,09 6,1±0,11 6,1±0,06

6 6,1±0,06 6,1±0,08 6,1±0,07

8 6,0±0,07 6,1±0,06 6,1±0,07

10 6,1±0,08 6,1±0,08 6,1±0,07

12 6,2±0,10 6,1±0,07 6,1±0,05

14 6,1±0,07 6,1±0,08 6,1±0,06

16 6,2±0,12 6,1±0,07 6,1±0,08

Σχήμα B.1.18. Εξέλιξη της τιμής του pH της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του πρώτου πειραματισμού

236
Β.1.19. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου, μετά από πρόκληση οξείδωσης

Σχήμα Β.1.19. Πορεία της λιπιδικής υπεροξείδωσης, εκφρασμένη σε ng/g


μηλονικής διαλδεϋδης στη λέκιθο των αυγών, κατά τη διάρκεια της τεχνητής
οξείδωσης που προκλήθηκε με ιόντα σιδήρου και ασκορβικό οξύ, κατά τον πρώτο
πειραματισμό.

237
Β) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ

α) Αποδόσεις των ορνίθων

Β.2.1. Σωματικό βάρος ορνίθων

Πίνακας Β.2.1. Μέσο σωματικό βάρος (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού

ΟΜΑΔΑ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%

ΕΝΑΡΞΗ 1549,85±191,460 1519,55±169,110 1490,30±138,808

ΜΕΣΟ 1685,33±217,621 1652,63±191,169 1658,71±138,986

ΤΕΛΟΣ 1832,69±188,904 1840,00±244,491 1789,83±159,907

1900 Σωματικό βάρος


1850
1800
1750
Βάρος (g)

1700
1650 Μάρτυρες
1600 Salvia 0,5%
1550
Salvia 1,0%
1500
1450
1400
ΕΝΑΡΞΗ ΜΕΣΟ ΤΕΛΟΣ

Περίοδος ζύγισης

Σχήμα Β.2.1. Εξέλιξη του σωματικού βάρους (g) των ορνίθων, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

238
B.2.2. Ποσοστό ωοτοκίας των ορνίθων

Πίνακας Β.2.2.Μέσο ποσοστό ωοτοκίας (%) των ορνίθων για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα του πειραματισμού, στη διάρκεια
του δεύτερου πειραματισμού
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΟΜΑΔΑ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
1 47,19±2,449 58,59±2,846 56,93±1,531
2 57,66±0,446 59,80±1,923 57,87±1,022
3 54,39±2,627 60,01±0,507 64,22±3,884
4 58,79±0,822 64,36±1,028 59,81±2,544
5 55,70±2,673 63,24±3,753 60,70±3,807
6 54,64±0,248 61,35±6,647 54,71±0,985
7 56,59±4,267 62,81±1,045 55,19±2,133
8 61,95±3,649 57,64±4,180 54,60±13,375
9 65,59±2,188 66,36±2,591 58,49±6,566
10 63,41±2,589 67,98±4,877 58,99±0,652
11 58,34±1,000 67,26±7,340 60,60±0,326
12 56,61±4,122 63,71±4,416 55,76±0,652
13 54,21±2,125 59,88±4,067 56,53±1,519
14 52,26±3,872 61,60±4,723 56,05±0,977
15 54,85±3,247 63,05±2,145 49,83±3,371
16 56,44±6,771 66,66±0,528 46,14±1,854

239
Σχήμα Β.2.2. Εξέλιξη του ποσοστού ωοτοκίας (%) για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

240
B.2.3. Κατανάλωση τροφής των ορνίθων

Πίνακας Β.2.3. Μέση κατανάλωση τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την περίοδο των ζυγίσεων, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΖΥΓΙΣΕΩΝ
1 91,21±14,081 100,91±5,938 100,71±0,153
2 97,27±3,108 105,78±3,762 103,73±5,769
3 103,11±9,615 109,88±1,216 106,35±1,506
4 98,51±10,89 117,40±6,881 104,31±5,532
5 113,63±5,379 118,93±5,977 109,92±2,391
6 110,30±1,844 119,60±0,778 108,33±0,150
7 115,74±8,116 123,15±0,0000 109,92±2,391
8 112,99±12,633 118,50±3,448 112,51±3,167
9 117,33±6,979 117,75±3,294 113,82±1,955
10 115,68±2,073 118,14±2,453 114,87±0,472
11 114,64±1,156 121,08±6,619 114,95±0,358
12 114,16±4,763 119,51±7,183 113,89±1,206
13 115,47±5,057 123,13±5,357 111,65±5,034
14 117,24±1,111 121,36±5,141 110,54±5,817
15 131,14±5,073 130,93±7,453 116,42±9,527
16 126,82±6,250 121,94±16,652 115,48±9,980

241
Σχήμα Β.2.3. Εξέλιξη της κατανάλωσης τροφής (g) των ορνίθων, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

242
β) Ποιότητα των αυγών

Β.2.4. Βάρος αυγού

Πίνακας Β.2.4. Μέσο βάρος (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 63,49±5,870 62,67±5,709 64,12±5,932
4 63,34±4,695 64,09±5,179 64,82±4,848
6 61,40±5,586 63,64±5,930 64,95±5,103
8 65,88±4,232 65,90±5,489 63,58±5,165
10 67,10±6,101 68,28±5,739 68,25±3,386
12 68,09±4,675 64,87±5,033 65,67±2,607
14 66,45±4,702 69,03±7,931 67,44±3,612
16 67,20±4,879 68,44±7,209 67,85±6,681

Σχήμα Β.2.4.Εξέλιξη του βάρους (g) του αυγού για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη
διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

243
Β.2.5. Βάρος λευκώματος

Πίνακας Β.2.5.Μέσο βάρος (g) του λευκώματος του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 42,55±5,240 41,93±4,845 43,22±5,116


4 42,96±4,413 43,56±4,514 43,83±4,061
6 40,87±4,610 43,02±4,342 43,90±4,825
8 44,43±3,608 44,16±3,523 42,67±4,166
10 45,08±5,159 45,56±5,530 45,91±3,019
12 45,91±4,253 43,28±4,375 43,80±2,574
14 44,05±3,785 46,08±6,246 44,24±2,877
16 44,70±4,179 45,42±5,994 44,77±5,535

ΣχήμαΒ.2.5. Εξέλιξη του βάρους (g) του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

244
Β.2.6. Βάρος λεκίθου

ΠίνακαςΒ.2.6.Μέσο βάρος (g) της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 15,04±0,964 14,93±1,304 14,98±1,393
4 14,58±1,160 14,62±1,440 14,81±1,566
6 14,92±1,512 14,95±2,488 15,23±1,029
8 15,18±1,071 15,37±2,350 14,79±1,318
10 15,76±0,972 16,29±1,008 15,91±0,881
12 15,84±0,850 15,55±1,303 15,73±1,037
14 15,91±1,097 16,34±1,743 16,57±1,058
16 16,15±1,262 16,62±1,459 16,87±1,753

Σχήμα Β.2.6. Εξέλιξη του βάρους (g) της λεκίθου του αυγού για κάθε ομάδα,
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

245
Β.2.7. Εκατοστιαία αναλογία λευκώματος

Πίνακας Β.2.7. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του λευκώματος του αυγού γιακάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 66,85±2,519 66,79±2,087 67,28±2,471


4 67,71±2,559 67,86±2,422 67,58±2,339
6 66,47±2,457 67,60±2,726 67,45±2,635
8 67,38±1,819 67,05±2,078 67,04±1,760
10 67,05±2,039 66,55±2,652 67,23±1,802
12 67,33±2,066 66,64±2,283 66,67±1,923
14 66,24±1,602 66,64±2,491 65,57±1,283
16 66,43±2,105 66,22±2,356 65,86±2,825

Σχήμα Β.2.7. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του λευκώματος του αυγού
για κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

246
Β.2.8. Εκατοστιαία αναλογία λεκίθου

Πίνακας Β.2.8. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα ζύγισης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΖΥΓΙΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 23,86±2,393 23,92±2,002 23,44±2,119

4 23,12±2,316 22,89±2,249 22,88±2,069

6 24,36±2,218 23,47±2,661 23,55±2,039

8 23,11±1,864 23,27±2,162 23,30±1,624

10 23,63±2,075 24,03±2,552 23,35±1,573

12 23,36±1,922 24,06±2,099 23,98±1,756

14 23,99±1,589 23,79±2,251 24,58±1,158

16 24,07±1,644 24,40±2,072 24,96±2,456

Σχήμα Β.2.8.Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας της λεκίθου του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

247
Β.2.9. Ειδικό βάρος αυγού

Πίνακας Β.2.9. Μέσο ειδικό βάρος του αυγού, για κάθε ομάδα πειραματισμού, σε
σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 1,087±0,0048 1,084±0,0071 1,083±0,0087
4 1,085±0,0063 1,087±0,0062 1,088±0,0058
6 1,083±0,0049 1,082±0,0053 1,084±0,0063
8 1,087±0,0037 1,088±0,0067 1,088±0,0064
10 1,083±0,0050 1,085±0,0041 1,084±0,0045
12 1,084±0,0047 1,084±0,0070 1,088±0,0098
14 1,086±0,0056 1,084±0,0059 1,085±0,0060
16 1,089±0,0081 1,087±0,0049 1,085±0,0081

Σχήμα Β.2.9. Εξέλιξη του ειδικού βάρους του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

248
Β.2.10. Πάχος κελύφους

Πίνακας Β.2.10. Μέσο πάχος (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 0,449±0,0332 0,438±0,0369 0,442±0,0279


4 0,431±0,0331 0,428±0,0349 0,442±0,0290
6 0,416±0,0331 0,419±0,0301 0,425±0,0320
8 0,434±0,0295 0,430±0,0334 0,434±0,0292
10 0,427±0,0299 0,430±0,0266 0,423±0,0210
12 0,427±0,0297 0,419±0,0347 0,419±0,0286
14 0,460±0,0351 0,458±0,0311 0,462±0,0224
16 0,456±0,0350 0,445±0,0286 0,436±0,0401

Σχήμα Β.2.10.Εξέλιξη του πάχους (mm) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

249
Β.2.11. Δείκτης σχήματος αυγού

Πίνακας Β.2.11. Μέση τιμή του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 77,52±2,256 78,32±2,796 77,63±2,121

4 77,15±2,840 76,72±2,978 77,98±2,720

6 75,94±2,808 75,79±3,015 76,61±1,572

8 76,56±2,526 75,99±2,012 77,51±2,145

10 76,55±2,124 76,27±2,281 76,60±2,370

12 76,12±2,685 77,15±2,467 76,45±2,899


14 76,60±2,148 75,69±2,161 77,11±1,712

16 77,64±3,408 76,75±2,467 75,32±3,049

ΣχήμαΒ.2.11.Εξέλιξη της τιμής του δείκτη σχήματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

250
Β.2.12. Βάρος κελύφους

Πίνακας Β.2.12. Μέσο βάρος (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 5,90±0,614 5,80±0,613 5,93±0,560


4 5,80±0,444 5,91±0,578 6,17±0,467
6 5,62±0,458 5,67±0,577 5,83±0,510
8 6,28±0,521 6,38±0,692 6,13±0,505
10 6,26±0,730 6,43±0,577 6,43±0,505
12 6,34±0,575 6,03±0,756 6,14±0,540
14 6,49±0,678 6,61±0,984 6,63±0,407
16 6,36±0,628 6,40±0,700 6,21±0,829

Σχήμα Β.2.12 Εξέλιξη του βάρους (g) του κελύφους του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

251
Β.2.13. Εκατοστιαία αναλογία κελύφους

Πίνακας Β.2.13. Μέση εκατοστιαία (%) αναλογία του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 9,29±0,583 9,29±0,861 9,28±0,878
4 9,17±0,638 9,25±0,819 9,55±0,724
6 9,17±0,622 8,92±0,583 9,00±0,831
8 9,51±0,425 9,68±0,792 9,66±0,762
10 9,32±0,606 9,43±0,525 9,42±0,488
12 9,31±0,569 9,31±0,951 9,35±0,782
14 9,77±0,750 9,57±0,792 9,85±0,693
16 9,49±1,024 9,38±0,679 9,18±1,093

Σχήμα Β.2.13. Εξέλιξη της εκατοστιαίας (%) αναλογίας του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

252
Β.2.14. Χρωματισμός κελύφους

Πίνακας Β.2.14. Μέση τιμή του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 27,75±4,137 26,13±4,451 27,57±4,314

4 27,32±4,551 26,90±4,648 25,69±3,995

6 29,25±6,119 28,84±3,934 25,70±3,786

8 25,67±4,312 27,48±5,067 25,02±3,489

10 24,00±4,906 24,71±4,007 25,03±3,401

12 23,04±4,593 25,45±5,095 24,66±3,787

14 24,49±5,343 25,35±4,321 26,06±3,641

16 20,67±4,017 21,60±3,650 22,08±3,750

Σχήμα Β.2.14. Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού του κελύφους του αυγού για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

253
Β.2.15. Χρωματισμός λεκίθου

Πίνακας Β.2.15.Μέση τιμή χρωματισμού της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 7,33±0,817 7,58±0,974 7,58±0,776

4 7,54±1,141 7,38±1,014 7,42±0,776

6 8,00±1,251 7,79±0,884 7,54±0,779


8 7,58±0,929 7,71±1,233 8,17±1,090

10 8,13±0,900 8,08±0,504 8,25±0,847

12 7,96±0,955 7,92±0,776 7,88±0,850


14 7,54±0,779 7,67±0,963 7,71±0,550

16 7,21±0,658 8,04±0,690 8,00±0,780

Σχήμα Β.2.15.Εξέλιξη της τιμής του χρωματισμού της λεκίθου του αυγού για κάθε
ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

254
Β.2.16. Δείκτης Haugh λευκώματος

Πίνακας Β.2.16. Μέση τιμή του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού, για κάθε
ομάδα πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του
δεύτερου πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ
Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)
2 91,88±10,892 94,88±6,089 96,63±6,392
4 94,50±8,587 96,38±7,717 91,63±7,983
6 92,25±12,124 93,17±12,412 92,38±11,344
8 94,42±10,607 90,54±7,690 94,21±10,022
10 90,96±8,338 88,96±8,207 82,00±13,853
12 88,79±7,923 88,50±6,614 87,42±8,702
14 88,21±9,464 85,96±9,205 89,38±7,867
16 93,13±10,723 95,88±5,966 89,63±9,717

Σχήμα Β.2.16.Εξέλιξη της τιμής του δείκτη Haugh του λευκώματος του αυγού, για
κάθε ομάδα πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

255
Β.2.17. pH λευκώματος

Πίνακας Β.2.17.Μέση τιμή του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 8,4±0,22 8,3±0,24 8,4±0,17


4 8,4±0,17 8,4±0,13 8,4±0,17
6 8,3±0,21 8,3±0,21 8,4±0,20
8 8,5±0,12 8,6±0,09 8,5±0,26
10 8,5±0,17 8,6±0,11 8,7±0,10
12 8,5±0,18 8,6±0,12 8,6±0,24
14 8,7±0,12 8,7±0,11 8,7±0,10
16 8,0±0,39 8,3±0,27 8,4±0,19

Σχήμα Β.2.17.Εξέλιξη της τιμής του pH του λευκώματος του αυγού για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

256
Β.2.18. pH λεκίθου

Πίνακας Β.2.18.Μέση τιμή του pH της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, σε σχέση με την εβδομάδα μέτρησης, στη διάρκεια του δεύτερου
πειραματισμού
ΟΜΑΔΑ

Μάρτυρες Salvia 0,5% Salvia 1,0%


ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (n=192) (n=192) (n=192)

2 5,8±0,09 6,0±0,08 6,0±0,09

4 6,0±0,05 6,0±0,09 6,0±0,09

6 5,9±0,10 6,0±0,09 6,2±0,31


8 6,0±0,10 6,1±0,14 6,1±0,34

10 6,1±0,16 6,0±0,10 6,0±0,09

12 6,1±0,20 6,0±0,10 6,0±0,20


14 6,0±0,09 6,1±0,12 6,1±0,14

16 6,0±0,07 6,0±0,12 6,0±0,17

Σχήμα B.2.18. Εξέλιξη της τιμής του pH της λεκίθου του αυγού, για κάθε ομάδα
πειραματισμού, στη διάρκεια του δεύτερου πειραματισμού

257
Β.2.19. Οξειδωτική σταθερότητα της λεκίθου μετά από πρόκληση οξείδωσης

Σχήμα Β.2.19. Πορεία της λιπιδικής υπεροξείδωσης, εκφρασμένη σε ng/g


μηλονικής διαλδεϋδης, στη λέκιθο των αυγών, κατά τη διάρκεια της τεχνητής
οξείδωσης που προκλήθηκε, με ιόντα σιδήρου και ασκορβικό οξύ, κατά το δεύτερο
πειραματισμό

258

You might also like