You are on page 1of 5

ΟΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦύΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛώΝ

Nicholas Tucker (Βρετανία)

Πολλές διαμαρτυρίες ακούγονται τελευταία σχετικά με το ρατσισμό


στην Παιδική Λογοτεχνία. Σε κοινωνίες όπου συνυπάρχουν πολλές
φυλές, παρατηρείται το άτοπο να βρίσκουν ελάχιστα βιβλία τα μαύρα
παιδιά με ήρωες μαύρους, πέρα από τα ξεπερασμένα στερεότυπα του
αρχηγού των κανίβαλων ή του πιστού μαύρου υπηρέτη που ακολουθεί
τα βήματα του λευκού αφέντη του. Μελέτες πάνω στα αποτελέσματα
της μαζικής αυτής προκατάληψης έδειξαν ότι συχνά η αντίδραση των
μικρών μαύρων παιδιών ήταν να αρνούνται το χρώμα τους. Για
παράδειγμα, όταν τους ζητούσαν να διαλέξουν μια κούκλα που να τους
μοιάζει, προτιμούσαν συστηματικά μια λευκή αντί για μια μαύρη, ή
ζωγράφιζαν τον εαυτό τους με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκά. Σήμερα,
πάντως, ύστερα από την πίεση που έχει ασκηθεί, βρίσκει κανείς
περισσότερα βιβλία όπου τα μαύρα παιδιά μπορούν να αναγνωρίσουν
τον εαυτό τους μέσα σ’ έναν σύγχρονο αστικό περίγυρο. Τα ίδια αυτά
βιβλία μπορούν να βοηθήσουν και τα λευκά παιδιά να συνηθίσουν στην
ιδέα της συνύπαρξης, είτε συνυπάρχουν στο καθημερινό τους
περιβάλλον με μαύρα παιδιά είτε όχι.

Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι είναι χρήσιμα για κάθε


βιβλιοθήκη τα βιβλία που αντικατοπτρίζουν τις νέες καταστάσεις, όπως
τις βιώνουν τα παιδιά, αρκεί να έχουν, βέβαια, λογοτεχνική αξία. Το
πρόβλημα είναι κάπως διαφορετικό όταν πρόκειται για αναγνωστικό
υλικό που υφίσταται ήδη και που τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ των
φυλετικών διακρίσεων. Οι παραδοσιακοί παιδικοί στίχοι μπορούν να
διασκευαστούν με αντικατάσταση κάποιων λέξεων, όπως έγινε πολλές
φορές στο παρελθόν, με το πέρασμα των αιώνων. Αυτό είναι κάτι πολύ
σημαντικό, γιατί τα παιδιά δεν είναι σε θέση να ξέρουν το ότι ορισμένες
εκφράσεις για νέγρους ή για εβραίους ή άλλες μειονότητες είναι φορείς
προκαταλήψεων. Τέτοια επικίνδυνα μηνύματα είναι καλύτερα να μην
περνούν στα παιδιά, που εύκολα τα μιμούνται. Η δυσκολία είναι
μεγαλύτερη όταν πρόκειται για έργα κλασικά. Οι περιπέτειες του
Χάκλμπερυ Φιν είναι ένα έργο σημαντικό, και η συμπεριφορά ή το
λεξιλόγιο του Χακ δεν γίνεται να διαχωριστεί από την ιστορία ή τον
περίγυρο. Παρόλ’ αυτά, σε μια πρόσφατη αμερικανική έκδοση, ο
χαρακτηρισμός «μια νέγρα» αντικαταστάθηκε με «μια από τις
υπηρέτριες», όπως και το «ένας λευκός κύριος» έγινε «ένας νεαρός
κύριος». ΄Ετσι, κάποιες βελτιώσεις στις φυλετικές σχέσεις
αντισταθμίζουν τις απώλειες ως προς την πιστότητα του λογοτεχνικού
κειμένου.

Τέτοιου είδους λογοκρισία είναι συχνή στη λογοτεχνία που


απευθύνεται ειδικά σε παιδιά. Για παράδειγμα, οι εκδότες της ΄Ενιντ
Μπλάιτον προσπαθούν τώρα να διορθώσουν, διακριτικά, ορισμένα
σημεία των βιβλίων της. Παρόμοια, ο Ρόαλ Νταλ περιέκοψε μερικά
κομμάτια από το διάσημο μυθιστόρημά του Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο
σοκολάτας, που ήταν γραμμένο με πνεύμα υπεροψίας προς τους
Πυγμαίους.

Διαφωνίες για τις επεμβάσεις στα κλασικά έργα θα υπάρχουν


πάντα, όμως κανέναν δεν φαίνεται να ενοχλεί ή κατά περίπτωση
λογοκρισία σ’ ένα λιγότερο απαιτητικό επίπεδο λογοτεχνίας για παιδιά.
Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν οι ρατσιστικές προκαταλήψεις παίζουν
τόσο σημαντικό ρόλο, ώστε η διόρθωση να καθίσταται αδύνατη. Τότε
πια, το ερώτημα είναι αν πρέπει τέτοια βιβλία να φτάνουν ή όχι στα
παιδιά. Πάντως, καλό θα ήταν να παραμείνει η λογοτεχνία όσο το
δυνατόν ανεξάρτητη από πολιτικές παρεμβάσεις. Σε περιπτώσεις,
άλλωστε, που οι πληγές του ρατσισμού έχουν επουλωθεί, δεν υπάρχει
λόγος να συνεχίζεται η προσπάθεια για προστασία της ευαισθησίας
εκείνων που θίγονται. Η ύπαρξη πρωτόγονων στερεοτύπων στην
παλαιότερη λογοτεχνία, όσο κι αν τώρα τα απορρίπτουμε, μπορεί να
συμβάλει ουσιαστικά στην ιστορική ανασκόπηση σχετικά με τις ρίζες
και την απήχηση που είχαν τέτοιες λαθεμένες αντιλήψεις.

Η σεξιστική λογοτεχνία για παιδιά δέχτηκε και αυτή επιθέσεις


πρόσφατα. Βιβλία που παρουσιάζουν γυναίκες παθητικές, κλεισμένες
στο σπίτι, και άντρες κυρίαρχους επαγγελματίες, κατηγορήθηκαν ότι
βοηθούν στο να διαιωνίζονται στο μυαλό των παιδιών στερεότυπα
ξεπερασμένα και κοινωνικά απαράδεκτα. Οι εκδότες παρακινούνται
τώρα να εξετάσουν προσεκτικά κάθε νέο βιβλίο που εκδίδουν, ώστε να
μην περιέχει τέτοιου είδους μηνύματα. ΄Ετσι, ακόμη και παραδοσιακά
παραμύθια γίνονται στόχοι επιθέσεων, όπως π.χ. η Κοιμισμένη
Βασιλοπούλα. Υπάρχει όμως διαφορά ανάμεσα στην επίθεση με στόχο
τα αναγνωστικά ή τα εικονογραφημένα βιβλία και στην επίθεση με
στόχο τα πιο γνωστά παραμύθια, που έβρισκαν πάντοτε βαθιά
συναισθηματική απήχηση – κάτι πολύ σημαντικό. Αν υπήρχε μια
αναμφισβήτητη απόδειξη ότι η Κοιμισμένη Βασιλοπούλα είχε κάποια
σεξιστική επίδραση στους μικρούς αναγνώστες, το ζήτημα θα ήταν ίσως
διαφορετικό. Οι αντιλήψεις όμως των παιδιών για το ρόλο του φύλου
τους διαμορφώνονται από ποικίλους παράγοντες, και έτσι είναι άδικο
να γίνονται τα βιβλία οι αποδιοπομπαίοι τράγοι. Οπωσδήποτε, η
Κοιμισμένη Βασιλοπούλα δεν σχετίζεται μόνο με τους ρόλους των
φύλων. Μπορεί να διαβαστεί και ως παραβολή για τις διάφορες
πλευρές της ανθρώπινης προσωπικότητας – τον animus και την anima,
σύμφωνα με τους όρους του Γιουνγκ, το αρσενικό και το θηλυκό
στοιχείο που υπάρχει στον καθένα μας. Υπ’ αυτή την έννοια, όλοι οι
αναγνώστες θα μπορούσαν να ταυτιστούν τόσο με την Κοιμισμένη
Βασιλοπούλα όσο και με τον πρίγκιπά της. Επομένως, η απλουστευτική
ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων και των εικονογραφήσεων
σύμφωνα με τη σύγχρονη πρακτική είναι αψυχολόγητη.

Στις περιπτώσεις που το γυναικείο κίνημα προσπάθησε να


επηρεάσει ή να εμπνεύσει τη νέα λογοτεχνία, αντί απλώς να επιδιώξει
την εξαφάνιση παλαιότερων βιβλίων, είχε αρκετές επιτυχίες.
Αναγνωστικά που προηγουμένως παρουσίαζαν τους ρόλους των φύλων
κατά τρόπο απολιθωμένο αναθεωρήθηκαν και παρουσιάζουν
περισσότερο προοδευτικές αντιλήψεις. Δημιουργήθηκαν, έπειτα,
μερικά ζωντανά και ενδιαφέροντα νέα βιβλία με εικόνες, όπου
συγγραφείς και εικονογράφοι εκμεταλλεύτηκαν τη ριζική αυτή αλλαγή
νοοτροπίας. ΄Ετσι, στα βιβλία αυτά, οι μητέρες εργάζονται, παίζουν
ποδόσφαιρο με τα παιδιά τους και μοιράζονται το νοικοκυριό με έναν
τύπο συζύγου που ασχολείται περισσότερο –τώρα πια– με τις δουλειές
του σπιτιού.

Βέβαια, τα βιβλία για παιδιά συχνά είναι εμπνευσμένα από το


παρελθόν, μιας και απεικονίζουν μνήμες των ίδιων των συγγραφέων
και των εικονογράφων. Στις περιπτώσεις αυτές μερικές υποδείξεις από
ομάδες πίεσης για προσαρμογή στον σύγχρονο τρόπο ζωής είναι
οπωσδήποτε ευπρόσδεκτες, όταν είναι σωστές. Η ευρύτερη απαίτηση
όμως που διατυπώνεται μερικές φορές για λογοκρισία κάθε βιβλίου
που μπορεί να θεωρηθεί σεξιστικής νοοτροπίας είναι ένα ζήτημα
διαφορετικό.

Η λογοτεχνία οποιασδήποτε αξίας δεν είναι συνώνυμη με το


μάθημα της κοινωνιολογίας, και οι κοινωνικές παρεμβάσεις πρέπει να
γίνονται μόνο με ακραίες περιπτώσεις.

Οι συγγραφείς και οι εκδότες είναι φυσικό να ακούν και πολλές


φορές να επηρεάζονται από τις διάφορες πιέσεις που δέχονται. Τελικά
όμως, πρέπει να είναι ελεύθεροι να βγάζουν τα δικά τους
συμπεράσματα. Αν λοιπόν εκδοθεί ένα βιβλίο που περιέχει ρόλους
«κλισέ», χωρίς φαντασία, σίγουρα θα είναι –με τα κοινά κριτήρια– ένα
έργο μάλλον βαρετό και κακογραμμένο. Αν όμως ένας συγγραφέας
γράψει ένα βιβλίο για παιδιά που διαθέτει καλλιτεχνική και λογοτεχνική
αξία και συμβεί να μεταφέρει μια εικόνα της κοινωνίας που δεν αρέσει
σε μικρά μέλη κάποιας ομάδας πίεσης, τότε ο δημιουργός θα πρέπει
ασφαλώς να διεκδικήσει το δικαίωμά του να απεικονίζει την κοινωνία
με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, όλες σχεδόν οι ιστορίες μπορεί να
θεωρηθούν προσβλητικές από κάποια ομάδα. Φυσικά, μερικές ομάδες
θα ισχυριστούν ότι έχουν υποστεί περισσότερες μειώσεις από άλλες.
Πάντως και οι οδοντογιατροί έχουν διαμαρτυρηθεί για τα βιβλία που
παρουσιάζουν παιδιά να τρώνε καραμέλες, και οι περιβαλλοντολόγοι
για τα παιχνίδια που επιτείνουν τη μόλυνση, και οι αγρότες για τη
συμπάθεια προς τα κουνέλια που καλλιεργούν οι ιστορίες της Μπέατριξ
Πότερ, ενώ τα εργα-τικά συνδικάτα ήθελαν να πετάξουν από τις
βιβλιοθήκες τα βιβλία της ΄Ενιντ Μπλάιτον εξαιτίας του σνομπισμού
της. Όμως, το να λαμβάνει κανείς υπόψη του όλες αυτές τις πιέσεις (και
περισσότερες ακόμα) όταν γράφει ένα βιβλίο για παιδιά, είναι
ασφαλώς αδύνατο.

Η λογοτεχνία για παιδιά θα δέχεται πάντα μεγαλύτερες επιθέσεις


απ’ ό,τι η λογοτεχνία για μεγάλους, επειδή ενδέχεται να ασκήσει κακή
επίδραση. Η τάση αυτή φανερώνει την επιθυμία της κοινωνίας να
προβάλλει στις μελλο-ντικές γενιές το δικό της είδωλο, με τις πιο
θετικές αξίες της, όχι όμως και με τα λάθη της. Κάθε λογοτέχνημα για
παιδιά που αμφισβητεί ριζικά αυτές τις αξίες είναι φυσικό να υπόκειται
σε λογοκρισία, είτε σταδιακά, όπως έγινε με τα παραμύθια στο
πέρασμα των αιώνων, είτε με την επέμβαση της δικαιοσύνης, όπως
στην περίπτωση ακατάλληλων κόμικς. Από την άλλη πλευρά, αν οι
συγγραφείς δεν έχουν μια σχετική ελευθερία στο να γράφουν όπως
εκείνοι νομίζουν, αμφισβητώντας τους αυστηρούς ορισμούς για το τι
πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται στα παιδιά, είναι αμφίβολο αν
πολλοί καλοί συγγραφείς θα θελήσουν ποτέ να γράψουν παιδικά
βιβλία.

(Από το βιβλίο The Child and the Book, Cambridge University Press,
1981)

Μετάφραση: Αθηνά Ανδρουτσοπούλου

Πηγή: περιοδικό «διαδρομές» τεύχος 109

You might also like