You are on page 1of 8

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΣΧΟΛΗ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΟΜΕΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Πρόχειρες Σημειώσεις για τις ανάγκες του μαθήματος


«Φυσική-ΙΙΙ (Ταλαντώσεις και Κύματα)»
της Σχολής Ε.Μ.Φ.Ε του ΕΜΠ
Chapter02-1

Ιωάννη Σ. Ράπτη
Καθηγητή ΣΕΜΦΕ - ΕΜΠ

Αθήνα
2019
ΣΥΖΕΥΓΜΕΝΟΙ ΤΑΛΑΝΤΩΤΕΣ

Το πρόβλημα των συζευγμένων ταλαντωτών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο


από την άποψη της ανάλυσης των βασικών του χαρακτηριστικών, όσο και από την
άποψη των εφαρμογών.
Και, όσο μεν αφορά στις εφαρμογές, είναι εύκολα κατανοητό ότι τα
περισσότερα συστήματα (μηχανικά, ηλεκτρικά, ή συζευγμένα ηλεκτρομηχανικά
συστήματα) αποτελούνται από περισσότερες συνιστώσες, κάθε μία από τις οποίες,
κατά την κίνησή της γύρω από μία κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας, θα μπορούσε
να θεωρηθεί ως ένα αρμονικός ταλαντωτής, που όμως, στο πλαίσιο του συστήματος,
αλληλεπιδρά επιπλέον και με τους άλλους.
Από την άποψη της μελέτης των βασικών χαρακτηριστικών ενός συστήματος
συζευγμένων ταλαντωτών, προκύπτει ότι ένα τέτοιο σύστημα, ανεξάρτητα από τα
επιμέρους χαρακτηριστικά του, παρουσιάζει ορισμένες κοινές συμπεριφορές, (όπως,
π.χ., οι κανονικοί τρόποι ταλάντωσης, και οι μεταξύ τους σχέσεις), οι οποίες
επανέρχονται σε διάφορους κλάδους των φυσικών επιστημών, αποτελώντας ιδιαίτερα
χρήσιμα εννοιολογικά και λογιστικά εργαλεία.

Θα ξεκινήσουμε μελετώντας ως πρότυπο ένα σχετικά απλό σύστημα και θα


προσπαθήσουμε, στη συνέχεια, να γενικεύσουμε τη μέθοδο μελέτης και τα
συμπεράσματά μας σε πιο σύνθετες περιπτώσεις. Τέλος, θα δείξουμε ότι με μία
κατάλληλη οριακή διαδικασία, μπορούμε να περάσουμε από ένα σύστημα πολλών
σημειακών αρμονικών ταλαντωτών σε ένα συνεχές σύστημα, διατυπώνοντας μία
«νέα» εξίσωση κίνησης για το συνεχές.
Το σύστημα των συζευγμένων ταλαντωτών του σχήματος αποτελείται από
δύο ταλαντωτές μάζας-ελατηρίου, (Κ1, Μ1), (Κ2, Μ2), οι μάζες των οποίων
συνδέονται με ένα ενδιάμεσο ελατήριο (Κ12). Όλο το σύστημα είναι στερεωμένο,
δεξιά και αριστερά, σε ακλόνητα τοιχώματα (δηλ., σε εξωτερικό σύστημα με άπειρη
αδράνεια), και δεχόμαστε (χωρίς αυτή η παραδοχή να μεταβάλει την ουσία των
συμπερασμάτων μας, όπως μπορούμε να δούμε παρακάτω), ότι όταν το σύστημα
ηρεμεί (κατάσταση ισορροπίας) τότε τα ελατήρια έχουν το φυσικό τους μήκος. Αν
έλειπε το ενδιάμεσο ελατήριο, τότε οι δύο ταλαντωτές, αν διεγείρονταν, θα
εκτελούσαν ανεξάρτητη ταλάντωση ο καθένας, με αντίστοιχες συχνότητες
1  K1 M και 2  K 2 M , και σταθερές πλάτους και φάσης που θα
1 2

προέκυπταν από τις αντίστοιχες αρχικές συνθήκες. Η παρουσία του ελατηρίου ζεύξης
(Κ12) αναμένεται ότι θα μεταβάλλει την δυναμική του συστήματος.

Πριν προχωρήσουμε στην επίλυση του προβλήματος, μέσω των διαφορικών


εξισώσεων που διέπουν την κίνηση των σημειακών μαζών, θα προσπαθήσουμε να
εκμεταλλευθούμε τη συμμετρία του συστήματος και να ελέγξουμε ορισμένα ποιοτικά
χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν την κίνηση του συστήματος. Τα χαρακτηριστικά
αυτά αναδεικνύονται όταν φροντίσουμε, με βάση και τη συμμετρία του συστήματος,
να εφαρμόσουμε ειδικές αρχικές συνθήκες (ειδική διέγερση του συστήματος από την
κατάσταση ισορροπίας). Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε, από το πρόβλημα του
απλού αρμονικού ταλαντωτή ότι το φυσικό περιεχόμενο του μεγέθους ω2 είναι:
s  F / x F
2    : Δύναμη επαναφοράς, ανά μονάδα μάζας και απομάκρυνσης.
m m xm
Στην περίπτωση που το σύστημα είναι συμμετρικό (Κ1=Κ2=Κ, και Μ1=Μ2=Μ),
μπορούμε εύκολα να κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις:

K1 M1 K12 M2 K2

α) Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι ταλάντωσης, κατά τους οποίους και οι δύο
μάζες ταλαντώνονται με κοινή συχνότητα, και διαφορετικά (μιγαδικά) πλάτη. Αν
συμβολίσουμε τα (μιγαδικά) πλάτη ταλάντωσης της κάθε μάζας με x1 (t )  x(1, t ) και
x2 (t )  x(2, t ) , τότε οι δύο τρόποι, που αναφέρονται παραπάνω, έχουν τα εξής
χαρακτηριστικά:
(α1) Κίνηση «εν φάσει», x1 (t )  x2 (t ) και x1 (t )  x2 (t ) . Σε αυτή την περίπτωση, που
μπορεί να εξασφαλισθεί με ταυτόσημες αρχικές συνθήκες απομάκρυνσης και
ταχύτητας και για τις δύο μάζες, το ενδιάμεσο ελατήριο παραμένει συνεχώς στο
φυσικό του μήκος, άρα δεν συνεισφέρει καθόλου δύναμη επαναφοράς σε καμία
μάζα. Επομένως, κάθε μάζα αισθάνεται την ίδια δύναμη επαναφοράς ανά μονάδα
απομάκρυνσης, άρα ταλαντώνεται με την ίδια συχνότητα 1  2  K
M
(α2) Κίνηση «σε αντίθεση φάσης», x1 (t )   x2 (t ) και x1 (t )   x2 (t ) . Σε αυτή την
περίπτωση, που μπορεί να εξασφαλισθεί με αντίθετες αρχικές συνθήκες
απομάκρυνσης ή/και ταχύτητας και για τις δύο μάζες, το ενδιάμεσο ελατήριο έχει
διπλάσια μεταβολή μήκους από εκείνη που έχουν τα δύο ακριανά. Αν θεωρήσουμε,
π.χ., ότι έχει την ίδια σταθερά με τα άλλα δύο ελατήρια (Κ1=Κ2=Κ12=Κ), τότε, λόγω
της διπλάσιας μεταβολής μήκους ως προς αυτά, θα συνεισφέρει διπλάσια δύναμη
επαναφοράς σε κάθε μία μάζα, απ’ ότι συνεισφέρει στην κάθε μάζα το αντίστοιχο
«δικό της» ελατήριο. Επομένως, κάθε μάζα αισθάνεται την τριπλάσια δύναμη
επαναφοράς ανά μονάδα απομάκρυνσης, άρα ταλαντώνονται και οι δύο με κοινή
συχνότητα 1   2  3K .
M

Στην γενικότερη περίπτωση, η κίνηση των μαζών του συστήματος υπολογίζεται


γράφοντας τις διαφορικές εξισώσεις κίνησης (εξισώσεις του Newton) για κάθε μάζα.
Αν υποθέσουμε ότι τα ελατήρια με σταθερές ελατηρίου K1 , K2 , K12 , έχουν φυσικά
μήκη l1,0 , l2,0 , l12,0 , και όταν το σύστημα ηρεμεί, έχουν μήκη ηρεμίας l1 , l2 , l12 ,
αντίστοιχα, τότε η συνθήκη ισορροπίας απαιτεί να ισχύει η διπλή ισότητα
K1  l1  l1,0   K12  l12  l12,0   K2  l2  l2,0  .
Αν διαταράξουμε το σύστημα από την κατάσταση ισορροπίας και καταστρώσουμε
τις διαφορικές εξισώσεις κίνησης σύμφωνα με ένα στιγμιότυπο (χρονική στιγμή, t)
κατά το οποίο οι μάζες M1 , M 2 έχουν μετατοπιστεί, από την θέση ισορροπίας, κατά
x1 (t ), x2 (t ) , αντίστοιχα, τότε, λόγω της προηγούμενης διπλής ισότητας, οι μόνες
καθαρές δυνάμεις που απομένουν ως επιταχύνουσες δυνάμεις, για κάθε μάζα, είναι,
αντίστοιχα:
M1 :  x1K1   x1  x2  K12
M 2 :  x2 K 2   x2  x1  K12
Επομένως, οι διαφορικές εξισώσεις κίνησης για τις δύο μάζες, γράφονται:
 M1 x1   x1K1   x1  x2  K12 
   M1 x1  x1K1   x1  x2  K12  0  
  

 M 2 x2   x2 K 2   x2  x1  K12 
   M 2 x2  x2 K 2   x2  x1  K12  0 

 M1 x1  x1  K1  K12   x2 K12  0 
 
Ομαδοποιώντας τις συναρτήσεις:   (1.α,β)
 M 2 x2  x2  K 2  K12   x1 K12  0
 
Για το τελευταίο σύστημα των διαφορικών εξισώσεων, ας υποθέσουμε ότι
αναζητούμε λύσεις με τη μορφή Κανονικών Τρόπων Ταλάντωσης (ΚΤΤ), δηλ.,
κινήσεων με ίδια συχνότητα (ω) και για τις δύο μάζες, αλλά με διαφορετικό πλάτος
(A, B) για κάθε μία. [Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να υπάρχει και διαφορετική
φάση. Εντούτοις, οι παρακάτω εκφράσεις (2.α,β) γράφονται με την ίδια φάση, για
λογιστική ευκολία στη συνέχεια της ανάλυσης. Αυτό δεν περιορίζει τη γενικότητα
του αποτελέσματος, διότι οποιαδήποτε διαφορά φάσης θα μπορούσε να εμφανιστεί
μέσω μιγαδικού χαρακτήρα των πλατών Α, Β, στη γενική περίπτωση. Ειδικά, όταν
δεν υπάρχουν όροι τριβών, σε περίπτωση εξωτερικής διέγερσης, η εμπειρία από τον
Απλό Αρμονικό Ταλαντωτή δείχνει ότι η διαφορά φάσης μπορεί να εκδηλώνεται ως
διαφορά προσήμου ±1 στα πλάτη]. Επομένως αναζητούμε λύσεις της μορφής:
x1 (t )  A cos( t   ) , x2 (t )  B cos( t   ) , (2.α,β)
Η μορφές (2.α,β) θα μπορούσε κανείς να πει ότι δικαιολογούντα, με βάση τις
ποιοτικές παρατηρήσεις της προηγούμενης σελίδας, ως μία γενίκευση της
προσπάθειας για την αναζήτηση τρόπων κίνησης, με διαφορετικά πλάτη αλλά με
κοινή συχνότητα και φάση, για όλες τις μάζες του συστήματος, ακόμη και στην
περίπτωση του μη-συμμετρικού συστήματος.

[Η παραδοχή αυτή αποδεικνύεται ότι είναι ισοδύναμη με την αναζήτηση δύο


κατάλληλων γραμμικών συνδυασμών των x1 (t ), x2 (t ) , με τη βοήθεια των οποίων το
σύστημα των γραμμικών διαφορικών εξισώσεων μετατρέπεται σε δύο μη-
συζευγμένες διαφορικές εξισώσεις. (Βλ., στη συνέχεια του μαθήματος τα περί
Κανονικών Συντεταγμένων, αλλ και: Στ. Τραχανάς, «Διαφορικές Εξισώσεις, Τόμος
Ι, Συνήθεις διαφορικές εξισώσεις», ΠΕΚ 1989, σελ. 299)].

Παραγωγίζοντας με βάση τις (2.α,β) και αντικαθιστώντας στις (1.α,β),


παίρνουμε :
   2 M1   K1  K12   A cos( t   )  K12 B cos( t   )  0 
 
 
 
 12K A cos( t   )    2
M 2   K 2  K12   B cos( t   )  0 

Απαλείφοντας τον κοινό όρο cos(t   ) , παίρνουμε ένα ομογενές γραμμικό


σύστημα 2×2 για τα πλάτη Α και Β, το οποίο (ως ομογενές) επιλύεται με την
προϋπόθεση ότι μηδενίζεται η ορίζουσά του
  M   K
2
1 1  K12    K12
0 (3)
 K12   2 M 2   K2  K12  
Οπότε:
  M   K
2
1 1  K12     2 M 2   K 2  K12    K122  0 
 4 M1M 2   2 M1  K 2  K12    2 M 2  K1  K12   K1K 2  K1K12  K 2 K12  0

 4 M1M 2   2  M1  K2  K12   M 2  K1  K12   K1K2   K1  K2  K12  0 (4)


Δηλαδή, το σύστημα είναι επιλύσημο για τις ρίζες και μόνο για τις ρίζες 12 ,  22 του
τελευταίου τριωνύμου. Το τριώνυμο αυτό (ως προς  2 ), έχει διακρίνουσα

   M 1  K 2  K12   M 2  K1  K12    4M 1M 2  K1K 2   K1  K 2  K12  


2

 M 12  K 2  K12   M 22  K1  K12   2M 1  K 2  K12  M 2  K1  K12 


2 2

 4M 1M 2  K1 K 2   K1  K 2  K12  
 M 12  K 2  K12   M 22  K1  K12   2M 1M 2  K1K 2   K1  K 2  K12  K122   2M 1M 2 K122 
2 2

   M 1  K 2  K12   M 2  K1  K12    2M 1M 2 K122  0


2

Αφού η διακρίνουσα του τριωνύμου (4) είναι θετική, οι ρίζες του είναι
πραγματικές. Επιπλέον, από τη μορφή του τριωνύμου στη σχέση (4), διαπιστώνουμε
ότι οι ρίζες του είναι ομόσημες και έχουν θετικό άθροισμα. Επομένως, για
οποιοδήποτε συνδυασμό τιμών για τις σταθερές ελατηρίων και για τις μάζες,
υπάρχουν δύο ρίζες του τριωνύμου, 12 ,  22 οι οποίες είναι πραγματικές και θετικές.
Αυτό το συμπέρασμα, σε συνδυασμό με την παραδοχή από την οποία ξεκινήσαμε:
x1 (t )  A cos( t   ) , x2 (t )  B cos( t   ) , (2.α,β)
και το γεγονός ότι το σύστημα (1.α,β) είναι σύστημα γραμμικών διαφορικών
εξισώσεων, σημαίνει ότι η γενική λύση για κάθε μία από τις συναρτήσεις x1 (t ), x2 (t )
θα είναι ένας γραμμικός συνδυασμός (και μόνο αυτός) της μορφής
x1 (t )  A1 cos(1 t  1 )  A2 cos( 2 t  2 ) (5α)
x2 (t )  B1 cos(1 t  1 )  B2 cos( 2 t  2 ) (5β)
Στις σχέσεις (5.α,β), οι συχνότητες 1 ,  2 (που προκύπτουν ως οι θετικές
τετραγωνικές ρίζες των λύσεων της εξίσωσης (4)) εξαρτώνται από τις παραμέτρους
του συστήματος, M1 , M 2 , K1 , K2 , K12 , και δεν επηρεάζονται από τις αρχικές συνθήκες
του προβλήματος.
Όσον αφορά στις σταθερές A1 , A2 , B1 , B2 , 1 , 2 , αυτές είναι οι «σταθερές
ολοκλήρωσης» του συστήματος των διαφορικών εξισώσεων (1.α,β). Αυτό το
σύστημα, ως σύστημα γραμμικών διαφορικών εξισώσεων δεύτερης τάξης, απαιτεί
την ύπαρξη δύο σταθερών ολοκλήρωσης, για κάθε συνάρτηση, άρα, συνολικά,
τεσσάρων σταθερών ολοκλήρωσης, οι οποίες θα υπολογίζονται με βάση τις
ισάριθμες αρχικές συνθήκες του προβλήματος,
x1  t  0  x01 , x2  t  0  x02 , x1  t  0   01 , x2 t  0   02 .
Οι συνθήκες αυτές οδηγούν στον υπολογισμό των πλατών A1 , A2 , και των φάσεων
1 , 2 . Τα άλλα δύο πλάτη, B1 , B2 συνδέονται με τα A1 , A2 , αντίστοιχα, μέσω των
εξισώσεων του ομογενούς γραμμικού συστήματος
   2 M1   K1  K12   A  K12 B  0
 
  (6.α,β)
 
 12K A    2
M 2   K 2  K12   B  0 

του οποίου αποτελούν λύσεις. Συγκεκριμένα, αντικαθιστώντας σε οποιαδήποτε από
τις εξισώσεις (6.α) ή (6.β) την πρώτη από τις δύο λύσεις της εξίσωσης (4),  1 ,
υπολογίζουμε το πηλίκο των A1 . Στη συνέχεια, αντικαθιστώντας σε οποιαδήποτε
B1
από τις εξισώσεις (6.α) ή (6.β) την δεύτερη από τις δύο λύσεις της εξίσωσης (4),  2 ,
υπολογίζουμε το πηλίκο των A2 .
B2
Ας επανέλθουμε στο συμμετρικό σύστημα, m1  m2  m , και
K1  K2  K12  K , για να διαπιστώσουμε την ισχύ των αρχικών συμπερασμάτων,
στα οποία καταλήξαμε ποιοτικά, μέσω επιχειρημάτων συμμετρίας. Σε αυτή την
περίπτωση, η εξίσωση (4) γράφεται
 4 M1M 2   2  M1  K2  K12   M 2  K1  K12   K1K2   K1  K2  K12  0
 4 M 2   2 4MK  3K 2  0   4   2 4  K / M   3  K / M   0
2

με λύσεις
 4   2 4  K / M   3 K / M   0
2

K 42
  4  K / M   16  K / M   12  K / M   
1
1,2
2 2 2

2   M 2
K 2 K
Επομένως, οι συχνότητες των δύο ΚΤΤ είναι τέτοιες ώστε: 12  ,  2  3 , όπως
M M
προέκυψε και με βάση την ποιοτική ανάλυση με την οποία ξεκινήσαμε.
Για τον πρώτο ΚΤΤ, τα πλάτη έχουν λόγο A1  B1 . Για τον δεύτερο ΚΤΤ, τα πλάτη
έχουν λόγο A1   B1 . Επομένως
x1 (t )  A1 cos(1t  1 )  A2 cos( 2t  2 )
(7.α,β)
x2 (t )  A1 cos(1t  1 )  A2 cos( 2t  2 )

Ως κανονικές συντεταγμένες X1 (t ), X 2 (t ) , που αντιστοιχούν σε κάθε κανονικό


τρόπο ταλάντωσης, ορίζονται οι κατάλληλοι γραμμικοί συνδυασμοί των
συμβατικών συντεταγμένων, x1 (t ), x2 (t ) , που ταλαντώνονται μόνο με τη
συχνότητα του αντίστοιχου τρόπου. Οι κανονικές συντεταγμένες υπολογίζονται
από τις (7.α,β), με τις κατάλληλες απαλοιφές. Στην ειδική περίπτωση του
παραδείγματος που αναλύουμε, με προσθαφαίρεση προκύπτει:
X 1 (t )  x1 (t )  x2 (t )
(8.α,β)
X 2 (t )  x1 (t )  x2 (t )
X (t )  X 2 (t ) X (t )  X 2 (t )
και, αντίστροφα x1 (t )  1 , x2 (t )  1 (9.α,β)
2 2
Εκφράζοντας τις συμβατικές συντεταγμένες x1 (t ), x2 (t ) , συναρτήσει των κανονικών
συντεταγμένων X1 (t ), X 2 (t ) , διαπιστώνουμε ότι χαρακτηρίζονται από τις εξής
ιδιότητες:

1) Οι διαφορικές εξισώσει τις οποίες ικανοποιούν οι κανονικές συντεταγμένες


είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αποτελούν ένα τετριμμένο σύστημα
X 1   21 X 1  0
διαφορικών, δηλ.,
X 2   22 X 2  0
2) Η συνολική ενέργεια του συστήματος, όταν εκφράζεται συναρτήσει των
συμβατικών συντεταγμένων, πέραν των τετραγωνικών όρων των
συντεταγμένων και των χρονικών παραγώγων τους, περιέχει και γινόμενα
μεταξύ των συμβατικών συντεταγμένων,
1 1 1 1 1
E  EK  E  M 12  M 22  Kx12  Kx22  K  x1  x2  
2

2 2 2 2 2
1 1
 M 12  M 22  Kx12  Kx22  K  x1 x2 
2 2
ενώ, όταν εκφραστεί συναρτήσει των κανονικών συντεταγμένων, περιέχουν
μόνο τετραγωνικούς όρους των κανονικών συντεταγμένων και των χρονικών
παραγώγων τους X1,2  V1,2 .
1 1 1 1 1
E M 12  M 22  Kx12  Kx22  K  x1  x2  
2

2 2 2 2 2
1  V  V  1  V  V  1  X  X 2  1  X1  X 2  1
2 2 2 2

 M 1 2   M 1 2   K 1   K   K  X2 
2

2  2  2  2  2  2  2  2  2
1 1 1 1 1 1  1 1 
 MV12  KX 12  MV22  3KX 22   MV12  M  12 X 12    MV22  M  22 X 22 
4 4 4 4 4 4  4 4 

ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΣΗΣ


Στη γενικότερη περίπτωση των δύο αρμονικών ταλαντωτών που έχουν συζευχθεί
ελαστικά, η υπόθεση των ΚΤΤ οδηγεί σε ένα σύστημα 2x2 για τα πλάτη Α και Β, της
μορφής:
  2 M1  a11  A  a12 B  0    2 M1  a11  a12
 
   0
 a
 21 A    2
M 2  a22  B  0 
 a21   2
M 2  a22 
 M 1M 2 4   M 1a22  M 2 a11   2  a11a22  a12 a21  0
Με ρίζες:
 21,2   M1a22  M 2 a11    M1a22  M 2a11   4M1M 2  a11a22  a12a21 
2

Για να είναι πραγματικές και οι δύο ρίζες:


 M1a22  M 2 a11   4M1M 2  a11a22  a12 a21   0 
2

  M1a22  M 2 a11   4M1M 2 a12 a21  0


2

που ισχύει, λόγω του ομόσημου των a12 , a21


Προκειμένου να είναι θετική και η ρίζα με το αρνητικό πρόσημο του ριζικού, πρέπει
 M1a22  M 2 a11    M1a22  M 2 a11   4M1M 2  a11a22  a12a21  
2

  M 1a22  M 2 a11    M 1a22  M 2 a11   4M 1M 2  a11a22  a12 a21  


2 2

 4M 1M 2  a11a22  a12 a21   0  a11a22  a12 a21


Μετά τον υπολογισμό των ριζών, επιστρέφουμε σε μία από τις εξισώσεις, π.χ., την 1η
εξίσωση, και αντικαθιστώντας την κάθε μία από τις 2 ρίζες στη θέση του  2 ,
υπολογίζουμε τους λόγους των πλατών για κάθε κανονικό τρόπο ταλάντωσης,
 2
M1  a11 
  2
1,2 M1  a11  A1,2  a12 B1,2  0  a12 B1,2   M1  a11  A1,2  B1,2
2
1,2 
1,2

a12
A1,2

Παράδειγμα εφαρμογής των αρχικών συνθηκών διέγερσης στο συμμετρικό


σύστημα των συζευγμένων ταλαντωτών.
Στην περίπτωση που το σύστημα είναι συμμετρικό (Κ1=Κ2=Κ≠Κ12, και Μ1=Μ2=Μ),
είδαμε ότι ισχύει:
x1 (t )  A1 cos(1t  1 )  A2 cos( 2t  2 )
(7.α,β)
x2 (t )  A1 cos(1t  1 )  A2 cos( 2t  2 )
Οι σταθερές  A1 , A2  και 1 , 2  προσδιορίζονται από τις αρχικές συνθήκες του
προβλήματος,  x0,1 , x0,2  και 0,1 ,0,2  .
Συγκεκριμένα, για αρχικές συνθήκες θέσης  x0,1  x0 , x0,2  0  , και ταχύτητας
 0,1  0,0,2  0  , από τις εξίσώσεις (7.α,β) προκύπτει:
x0  A1 cos(1 )  A2 cos(2 ) (8α)
0  A1 cos(1 )  A2 cos(2 ) (8β)
0  1 A1 sin(1 )  2 A2 sin(2 ) (8γ)
0  1 A1 sin(1 )  2 A2 sin(2 ) (8δ)
Συνδυάζοντας: (8γ)  (8δ)  1  0 , (8γ)  (8δ)  2  0
(8α)  (8β)  A1  x0 / 2 , (8α)  (8β)  A2  x0 / 2
Τελικά: x1 (t )   x0 / 2  cos(1t  1 )  cos( 2t  2 ) 
x2 (t )   x0 / 2  cos(1t  1 )  cos( 2t  2 ) 
Οι x1 και x2, ως
συναρτήσεις του χρόνου,
φαίνονται στο διπλανό
σχήμα, όπου φαίνεται η
0 0
μεταφορά κίνησης από
x2
x1

τον ένα στον άλλο


ταλαντωτή, λόγω της
0
t
2 4 6 8
t
10 12 σύζευξης (όπου έχει
0 2 4 6 8 10 12

επιλεγεί, για λόγους


ευκρινούς αναπαράστασης του φαινομένου, να ισχύει: K12  K1  K2  K ).

Για αναζήτηση στο δίκτυο, χρησιμοποιείστε τις λέξεις-κλειδιά: coupled oscillators.


Π.χ., βλ. https://www.youtube.com/watch?v=YyOUJUOUvso

You might also like