You are on page 1of 13

Απόφαση 

121 / 2019    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 121/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο


του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου,
Βασιλική Μπαζάκη-Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη - Εισηγήτρια,
Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5
Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου
Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας)
και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Γ. του Λ., κατοίκου ..., ο
οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο
Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 605/2017 αποφάσεως του
Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Τ. συζ.
Ε., κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπότσαρη.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε
όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων -
κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που
αναφέρονται στην από 2/7/2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία
καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 904/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που
ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον
Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση
αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Η υπό κρίση από 2/7/2018 αίτηση αναίρεσης του Δ. Γ. κατά της υπ'
αριθ. 605/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την
οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της ψευδούς βεβαίωσης σε
συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2 ) ετών και τεσσάρων (4) μηνών,
ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως
και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των
λόγων της.
Α)Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος επιφέρει από
αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει
όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις
περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το
αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως
δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό
των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του
εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην
καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση
προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος
άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να
καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που
επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία
των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση
τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες
και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να
προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από
έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη
συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι
δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης
σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του
αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού
για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός
του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό
οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων
κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να
γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με
το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή
υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του
θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα
Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού
απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που
δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Προϋποτίθεται,
βέβαια, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως προαναφέρθηκε, συντρέχει και
αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και του
επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου, η οποία, εκτός των λοιπών
στοιχείων του εγκλήματος, πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια και
πληρότητα, προκειμένου να έχει η σχετική καταδικαστική απόφαση
την επιβαλλόμενη, κατά τα κατωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη
αιτιολογία. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη
σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή
αντίληψη, είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά
άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το
αποτέλεσμα. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται
ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως και του
επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την
οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του
υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, που τελικά δεν
έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της
βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό
αποτέλεσμα. ( ΑΠ 521 /2017 , ΑΠ 35/2016 ). Εξάλλου, έλλειψη της
απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του
Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της
καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'
αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά,
τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία και
λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς
του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών
στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία
συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με βάση
τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του
κατηγορουμένου και έκανε την υπαγωγή των αποδειχθέντων
περιστατικών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για
την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η
αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που
αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως
προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά
από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία
προσδιορίζονται κατ' είδος (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και
υπεράσπισης, πολιτικώς ενάγουσας, αναγνωσθέντα έγγραφα,
πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, απολογία κατηγορουμένου) έγιναν
δεκτά ανελέγκτως τα ακόλουθα : "ο κατηγορούμενος υπέπεσε σε
σοβαρό ιατρικό σφάλμα κατ' αντικειμενική ιατρική άποψη, το οποίο
με βάση το μέσο όρο γνώσης και εμπειρίας των ιατρών δεν δυνατόν
να δικαιολογηθεί, καθόσον ενεργώντας την ιατρική πράξη της
συμφυσιόλυσης με λαπαροσκοπική επέμβαση, επί του ηλικίας
27 ετών ασθενούς του Γ. Τ. ήτοι τη διατομή συμφύσεων, παρά
την υπόδειξη του ιατρού μάρτυρα Σ., που παρακολουθούσε την
επέμβαση, ότι δεν πρόκειται για σύμφυση αλλά για έντερο, δεν
δίστασε και εφάρμοσε αμέσως το μηχάνημα διατομής στο λεπτό
έντερο, ώστε προκάλεσε τρώση του εντέρου με διάνοιξη του
αυλού του, γεγονός που συνιστά παράβαση της αντικειμενικά
οφειλόμενης ad hoc ιατρικής επιμέλειας και ενσυνείδητη
αμέλεια του κατηγορουμένου, με συνέπεια να προκληθεί
διαρροή του σηπτικού εντερικού περιεχομένου στην
περιτοναΐκή κοιλότητα. Η ενσυνείδητη αμέλεια του κατηγορουμένου
ενισχύεται από το γεγονός ότι στο αναγνωστέο φύλλο ιστορικού του
ασθενούς που συμπλήρωσε ο κατηγορούμενος ενεργώντας από
πρόθεση και προκειμένου να αποσείσει την σε βάρος του ευθύνη,
ανέγραψε ψευδώς ότι η τρώση προκλήθηκε από "θερμικό έγκαυμα"
και όχι το παραπάνω αληθές γεγονός της από μηχανικό αίτιο -
εφαρμογής του μηχανήματος διατομής από τον ίδιο επί του εντέρου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι παρά το γεγονός ότι ο ασθενής που
εισήχθη στο νοσοκομείο στις 11.3.2010 με έντονους πόνους στην
κοιλιακή χώρα και η κατάστασή του συνεχώς επιβαρυνόταν,
γεγονότα ενδεικτικά της αύξησης του απαιτούμενου μέτρου
επιμέλειας εκ μέρους του θεράποντος ιατρού του-κατηγορουμένου,
παρά το γεγονός της τρώσης του εντέρου και της έκχυσης υψηλής
πυκνότητας μικροβιακού φορτίου στο περιτόναιο, που οδηγεί
πιθανότατα σε έναρξη σηψαιμίας, εντός ελάχιστου χρόνου, ο
κατηγορούμενος δεν χορήγησε αμέσως ισχυρή αντιβιοτική
αγωγή, με αποτέλεσμα ο ασθενής να εμφανίσει ήδη εντός του
χειρουργείου υποδυναμική κυκλοφορία και ταχυκαρδία.
Αμέσως μετά την επέμβαση ο ασθενής εμφάνισε ραγδαία
επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του και ο
κατηγορούμενος καθυστέρησε ν' αντιληφθεί αυτήν εξαιτίας της
μη έγκαιρης αξιολόγησης προσηκόντως, των εμφανών
συμπτωμάτων σηπτικού σοκ (εμμένουσα ταχυκαρδία,
ολιγουρία, μείωση λευκών αιμοσφαιρίων, για τα οποία,
σημειωτέο, ενημερωνόταν από τους εφημερεύοντες ιατρούς του
... Νοσοκομείου, που συνέχισαν να παρακολουθούν τον
χειρουργημένο ασθενή, αλλά αντίθετα, ύστερα από τέτοια
επέμβαση, αποχώρησε από το Νοσοκομείο και περαιτέρω,
καθυστέρησε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που
επιβάλλει η ιατρική επιστήμη για την αντιμετώπιση του
(σηπτικού σοκ), όπως είναι, πλην της ισχυρής αντιμικροβιακής
αγωγής και η άμεση μεταφορά του ασθενούς στην Μονάδα
Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Γενικού
Νοσοκομείου …., η οποία είχε την υλικοτεχνική υποδομή και το
κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για την αντιμετώπιση της
κατάστασης, στο οποίο ο ασθενής μεταφέρθηκε περί ώρα 0:45
της 16ης-3-2010, όπου παρέμεινε μέχρι την 26.5.2010, οπότε και
κατέληξε από τριτογενή περιτονίτιδα, συνεπεία της σηπτικής
καταπληξίας, ο θάνατός δε συνδέεται αιτιωδώς με την σηψαιμία που
είχε προκληθεί από τις ενέργειες και παραλείψεις του
κατηγορουμένου, που περιγράφονται ανωτέρω, απορριπτομένου του
ισχυρισμού του ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς η σηπτική καταπληξία με
την χειρουργική επέμβαση που ενήργησε ό ίδιος, αλλά σε πιθανό ca
που έπασχε ο ασθενής ή σε εξαντλητική δίαιτα που προηγουμένως
υποβαλλόταν και δημιούργησαν πτώση της ανοσίας του, αφού
αποδείχθηκε ότι ο ασθενής ήταν υγιέστατος και υποβλήθηκε σε
αξονικές τομογραφίες, στις οποίες κανένα τέτοιο εύρημα δεν
εμφανίστηκε. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι με την συμπεριφορά του
αποστέρησε από τον ασθενή του τη δυνατότητα αποκατάστασης της
προκληθείσας επιπλοκής, καθώς είναι βέβαιο, ότι αν ο
κατηγορούμενος παρακολουθούσε τη μετεγχειρητική του πορεία,
κατά τον επιβαλλόμενο ως άνω τρόπο, λόγω της ειδικότητάς του και
της εμπειρίας του, θα κατέληγε στην έγκαιρη, άμεση και
αποτελεσματική αντιμετώπιση της σηπτικής καταπληξίας που ο ίδιος
ενεργώντας ενσυνειδήτως, αφού προέβλεψε ως δυνατό το αξιόποινο
αποτέλεσμα της ενέργειάς του και προχώρησε στην τρώση του
εντέρου, προκάλεσε, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν,
διατηρώντας την πεποίθηση ότι η εμπειρία και η επιστημοσύνη του
είναι υψηλή." Ακολούθως κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ,με το
ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, του ότι : " Α)Στον
ανωτέρω τόπο, την 15-3-2010, από αμέλεια του, δηλαδή, από
έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και
μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα
που προκάλεσε η πράξη του και προξένησε τον θάνατο άλλου.
Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα του Γενικού Χειρουργού - Διευθυντή
Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου …ς "..." και
θεράποντος ιατρού του ασθενή Γ. Τ. του Ε., την 15- 3-2010, κατά την
διάρκεια επέμβασης στη Χειρουργική Κλινική του ανωτέρω
Νοσοκομείου, με την μέθοδο της λαπαροσκοπικής συμφυσιόλυσης,
για την αντιμετώπιση ατελούς συμφυτικού ειλεού του παραπάνω
ασθενούς, προέβη σε εσφαλμένους χειρισμούς, παραβιάζοντας τους
κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης
και προκάλεσε τον τραυματισμό του λεπτού εντέρου με διάνοιξη του
αυλού του και την έκχυση του σηπτικού περιεχομένου του στην
περιτοναϊκή κοιλότητα, στη συνέχεια δε, αν και ορθά μετέτρεψε την
επέμβαση λαπαροσκοπικής τεχνικής σε ανοικτή λαπαροτομία -
εντερεκτομή για την αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και τον
καθαρισμό της κοιλίας, εν τούτοις, αφενός μεν, δεν χορήγησε άμεσα
στον παραπάνω ασθενή (ήτοι, και ενόσω διαρκούσε η χειρουργική
επέμβαση), την κατάλληλη, ισχυρή αντιμικροβιακή αγωγή για την
προστασία του οργανισμού του από πιθανή μόλυνση εξαιτίας της
προαναφερθείσης έκχυσης του σηπτικού περιεχομένου του εντέρου
στην περιτοναϊκή κοιλότητα και την αποφυγή έναρξης σηπτικού σοκ,
αφετέρου δε, δεν ενήργησε lege artis σύμφωνα με τους κοινώς
αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ούτε στην
μετεγχειρητική αντιμετώπιση της, αμέσως μετά την επέμβαση,
ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του ασθενούς,
καθόσον καθυστέρησε ν' αντιληφθεί αυτήν εξαιτίας της μη έγκαιρης
αξιολόγησης προσηκόντως, των εμφανών συμπτωμάτων σηπτικού
σοκ (εμμένουσα ταχυκαρδία, ολιγουρία, μείωση λευκών
αιμοσφαιρίων, για τα οποία, σημειωτέο, ενημερωνόταν από τους
εφημερεύοντες ιατρούς του ... Νοσοκομείου, που συνέχισαν να
παρακολουθούν τον χειρουργημένο ασθενή μετά την ανεπίτρεπτη,
ύστερα από τέτοια επέμβαση, αποχώρηση του ιδίου από το
Νοσοκομείο) και, περαιτέρω, (καθυστέρησε) να προβεί στις
απαραίτητες ενέργειες που επιβάλλει η ιατρική επιστήμη για την
αντιμετώπιση του (σηπτικού σοκ), όπως είναι, πλην της ισχυρής
αντιμικροβιακής αγωγής και η άμεση μεταφορά του ασθενούς στην
Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Γενικού
Νοσοκομείου …, η οποία είχε την υλικοτεχνική υποδομή και το
κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για την αντιμετώπιση της
κατάστασης. Αποτέλεσμα δε της προπεριγραφόμενης αμελούς
συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ήταν η ραγδαία επιδείνωση της
κατάστασης της υγείας του ασθενούς, ο οποίος, εν τέλει, απόντος
αυτού (κατηγορουμένου), διακομίσθηκε περί ώρα 0:45' της 16-3-
2010, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού
Νοσοκομείου …, ήδη τελών σε κατάσταση βαρύτατης σηπτικής
καταπληξίας, όπου μετά από παραμονή εβδομήντα δύο (72) ημερών,
απεβίωσε την 26-5-2010, από εγκατάσταση τριτογενούς
περιτονίτιδας (συνεπεία της σηπτικής καταπληξίας), η οποία ως
μόνη, ενεργή και αποκλειστική αιτία προκάλεσε τον θάνατο του." Με
αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ,κατά το συνδυασμό
σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη
απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη
αιτιολογία, αφού εκθέτει σαυτή με σαφήνεια ,πληρότητα και
χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα
οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και
συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της
αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την
οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ,τις αποδείξεις από τις
οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με
βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές
ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 ,28 και 302 παρ. 1 του ΠΚ.
Ειδικότερα, παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που
καταδεικνύουν την αμελή συμπεριφορά επέδειξε ο αναιρεσείων με
πράξεις και παραλείψεις οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με το
επελθόν αποτέλεσμα, ενώ εξειδικεύεται και το είδος της αμέλειας.
Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η
προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'ΚΠΔ ) είναι αβάσιμος, οι δε
λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού για εσφαλμένη εκτίμηση των
μαρτυρικών καταθέσεων είναι απαράδεκτες, διότι με την επίφαση της
έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα
πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Β) Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 και 139 του
ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης
,η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.
Δ'αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στους
αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο
δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333
παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν
στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση
της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της
πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται
κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά
περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη
θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει
υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Όμως,
η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της
πράξης που του αποδίδεται, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά
άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά
στοιχεία εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο. Στην προκειμένη
περίπτωση με το δεύτερο λόγο προβάλλεται η αιτίαση ότι το
δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν απάντησε στον
προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του για έλλειψη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος
και του επελθόντος αποτελέσματος και ιδρύεται ο από το άρθρο 510
παρ. 1 στοχ. Δ'και Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός είναι
αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι η επίκληση έλλειψης
αιτιώδους συνδέσμου, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από
αμέλεια, συνιστά αρνητικό της κατηγορίας και όχι αυτοτελή
ισχυρισμό, στον οποίο δεν είχε υποχρέωση με ειδική σκέψη να
απαντήσει το δικαστήριο, το οποίο διέλαβε περί αυτού (αιτιώδους
συνδέσμου) πλήρη και ειδική αιτιολογία στην κύρια περί ενοχής
απόφασή του, όπως αναφέρεται παραπάνω.
Γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111,112 και 113 του ΠΚ, σε
συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β,370 στοιχ. Β και
511 του ΚΠΔ ,προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας
τάξης εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της
ποινικής διαδικασίας, ακόμα δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος
διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη
δημοσίευση της αναιρούμενης απόφασης, οφείλει να αναιρέσει την
προσβαλλόμενη και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω
παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή,
ως ασκηθείσα νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή,
σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ΚΠΔ, ένας τουλάχιστον
παραδεκτός λόγος αναίρεσης ο οποίος όμως κρίθηκε και βάσιμος
(ΟΛ ΑΠ 7/2005). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 511 εδ. β
ΚΠΔ ,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν.
3160/2003, ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα την
παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης
απόφασης υπό την προϋπόθεση όμως ότι ένας λόγος αναίρεσης θα
κριθεί βάσιμος. Την παραγραφή (εν επιδικία) που επήλθε χρονικά
μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβάνει
υπόψη του το δικαστήριο μόνο αν ο αναιρεσείων είναι παρών και
κριθεί ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης παραδεκτός ,αλλά και
βάσιμος και αναιρεθεί η απόφαση ως προς την ενοχή (ΑΠ 767/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση η αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας
από αμέλεια, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων
κατηγορούμενος και είναι πλημμέλημα, φέρεται τελεσθείσα στις 15-3-
2010, οπότε μέχρι σήμερα έχει παρέλθει οκταετία. Λαμβανομένου,
όμως, υπόψη ότι όλοι οι προαναφερόμενοι λόγοι αναίρεσης που
αφορούν την ανθρωποκτονία από αμέλεια είναι αβάσιμοι, δεν
συντρέχει περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης αυτής
λόγω παραγραφής και ο σχετικός τέταρτος λόγος αναίρεσης με τον
οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Δ) Κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ., για την
στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής
πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α)
ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α` και
263 Α του Π.Κ., αρμόδιος καθ` ύλην και κατά τόπο για την σύνταξη ή
έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας
που του έχει ανατεθεί, υπάλληλος δε κατά την ανωτέρω έννοια
τυγχάνει και ο ιατρός του Ε.Σ.Υ, β) έγγραφο, κατά την έννοια του
άρθρου 13 γ` του Π.Κ και δη δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου
438 του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ` ύλη
και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και έχει πλήρη
αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται
σ` αυτό, παρέχει δηλαδή δημόσια πίστη, την οποία αποκτά το
έγγραφο αφότου τεθεί σε δημόσια εξωτερική κυκλοφορία γ)
βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα
οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που
αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης
σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη που
συνίσταται στη γνώση και στη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή
πραγματικά περιστατικά. Δεν είναι συνεπώς δημόσιο έγγραφο κατά
την έννοια των άνω διατάξεων εκείνο το οποίο αφορά μόνο την
εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών. Τέτοια έγγραφα είναι
αυτά με τα οποία παρέχονται απλές πληροφορίες ή
κρίσεις ,απευθύνονται κυρίως μεταξύ των υπαλλήλων μιας
υπηρεσίας και δεν έχουν εγγυητική ή αποδεικτική λειτουργία για τις
έγγραφες συναλλαγές.
Δεν είναι δημόσιο έγγραφο κατά την πιο πάνω έννοια "το φύλλο
ιστορικού ασθενούς" στο οποίο αναφέρεται το ιστορικό νοσηλείας του
ασθενούς από την εισαγωγή μέχρι την έξοδό του από το νοσοκομείο,
δεδομένου ότι τούτο προορίζεται για την εξυπηρέτηση της
εσωτερικής διαδικαστικής λειτουργίας των υπηρεσιών του
νοσοκομείου και την παροχή πληροφοριών για την πορεία της
νοσηλείας του ασθενούς χωρίς να έχει οποιαδήποτε εγγυητική ή
αποδεικτική ισχύ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'ΚΠΔ
λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή
ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία
υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια
από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή
αυτού όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς στην αληθή έννοια του
νόμου τα περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, αλλά και όταν η
σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν
εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ασάφειες, αντιφάσεις ή
λογικά κενά , με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από
τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η
απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και για
την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης. Ειδικότερα, κηρύχθηκε
ένοχος του ότι : "Β) Στον ανωτέρω τόπο, την 15-3-2010, ως
υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η
σύνταξη δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς
περιστατικό σε τέτοια έγγραφα που μπορεί να έχει έννομες
συνέπειες. Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα του Γενικού Χειρουργού-
Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου … "..." και
θεράποντος ιατρού του ασθενή Γ. Τ., στα καθήκοντα του οποίου
ανάγεται η σύνταξη και έκδοση του δημοσίου εγγράφου του φύλλου
ιστορικού ασθενούς στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο, την 15-3-2010
βεβαίωσε ψευδώς στο παραπάνω έγγραφο ότι η μετατροπή της
λαπαροσκοπικής τεχνικής σε ανοικτή λαπαροτομία οφείλεται
στην εμφάνιση θερμικού εγκαύματος στο λεπτό έντερο, ενώ
στην πραγματικότητα η λαπαροτομία έγινε λόγω τραυματισμού
του εντέρου με διάνοιξη του αυλού του και όχι εξαιτίας της
πρόκλησης θερμικού εγκαύματος, προκειμένου να αποφύγει τις
δυσμενείς σε βάρος του συνέπειες από τον εσφαλμένο ιατρικό
χειρισμό της επέμβασης ."Σύμφωνα, όμως, με όσα
προαναφέρθηκαν το φύλλο ιστορικού ασθενούς δεν αποτελεί
δημόσιο έγγραφο με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του
άρθρου 242 ΠΚ και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα
της ψευδούς βεβαίωσης. Επομένως, κατά παραδοχή του από το
άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ σχετικού λόγου αναίρεσης, πρέπει
να αναιρεθεί κατά το κεφάλαιο τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και
ακολούθως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί
αθώος ο αναιρεσείων της πράξης αυτής, ως προς την οποία η
σχετική διάταξη περί επιβολής ποινής καθώς και η περί επαύξησης
της συνολικής πρέπει να απαλειφθεί, απορριπτομένης κατά τα λοιπά
της αίτησης αναίρεσης .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 605/2017 απόφαση του Τριμελούς
Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης κατά τις διατάξεις που αφορούν
την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης και περαιτέρω την επιβολή
συνολικής ποινής (αρθρ. 94 ΠΚ), όσο αφορά την επαύξηση κατά
τέσσερις (4) μήνες από την επιβληθείσα για τη συρρέουσα αξιόποινη
πράξη του άρθρου 242 ΠΚ ποινή των οκτώ [8] μηνών .
Κηρύσσει τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο αθώο του ότι: Στην …
την 15-3-2010, ως υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η
έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσε με πρόθεση
ψευδώς περιστατικό σε τέτοια έγγραφα που μπορεί να έχει έννομες
συνέπειες. Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα του Γενικού Χειρουργού-
Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου … "..." και
θεράποντος ιατρού του ασθενή Γ. Τ., στα καθήκοντα του οποίου
ανάγεται η σύνταξη και έκδοση του δημοσίου εγγράφου του φύλλου
ιστορικού ασθενούς στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο, την 15-3-2010
βεβαίωσε ψευδώς στο παραπάνω έγγραφο ότι η μετατροπή της
λαπαροσκοπικής τεχνικής σε ανοικτή λαπαροτομία οφείλεται στην
εμφάνιση θερμικού εγκαύματος στο λεπτό έντερο, ενώ στην
πραγματικότητα η λαπαροτομία έγινε λόγω τραυματισμού του
εντέρου με διάνοιξη του αυλού του και όχι εξαιτίας της πρόκλησης
θερμικού εγκαύματος, προκειμένου να αποφύγει τις δυσμενείς σε
βάρος του συνέπειες από τον εσφαλμένο ιατρικό χειρισμό της
επέμβασης.
Απαλείφει από την άνω απόφαση τη διάταξη περί επιβολής ποινής
φυλάκισης οκτώ [8] μηνών για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης,
καθώς και της επαύξησης της συνολικής ποινής κατά τέσσερις [4]
μήνες από την ποινή αυτή των οκτώ [8] μηνών .
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση για αναίρεση της παραπάνω
απόφασης και δη κατά το μέρος που αφορά την αξιόποινη πράξη της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια και την επιβληθείσα γι'αυτήν ποινή των
δύο [2] ετών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό
του στις 21 Ιανουαρίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

You might also like