You are on page 1of 21

Mihai Eminescu

Cântecul lăutarului
(Postume)

Ca povestea cea sărmană


Care nimeni n-o-a-nțeles,
Trec prin vremea tristă, vană,
Cum prin secoli un eres.
Sunt ca lira spartă-n stâncă,
Sunt ca glasul din pustii,
Sunt ca marea cea adâncă,
Sunt ca moartea între vii.
Dintre chinuri ce mă-neacă
Eu sorbeam mirul curat,
Cum o lebădă se pleacă
Bând din lacul înghețat.
Dar cu moartea cea adâncă
Azi eu schimb al vieții-mi gând,
Am fost vultur pe o stâncă,
Fire-aș cruce pe-un mormânt!
Care-i scopul vieții mele,
De ce gându-mi e proroc,
De ce știu ce-i scris în stele,
Când în van lumea o-nvoc.
Crucea-mi pară gânditoare,
Parca arz-a vieții-mi tort,
Căci prin neguri mormântare
Voi să văd fața-mi de mort.
Doar atunci când prin lumine
M-oi sui la Dumnezeu,
Veți gândi și voi la mine
Cum am fost în lume eu.
Μιχάι Εμινέσκου
Το τραγούδι του βιολιστή /μενεστρέλου
(Μεταθανάτια)

Σαν ένα παραμύθι άμοιρο


Από κανείς κατανοητό,
Διανύω τη δύσκολη, μάταιη εποχή,
Σαν τους αιώνες, μια αίρεση.
Είμαι σαν λύρα σπασμένη σε βράχο,
Είμαι σαν της ερήμου η φωνή,
Είμαι σαν της θάλασσας το βυθό,
Είμαι σαν τον θάνατο μέσα στη ζωή.
Από δεινά μέσα στα οποία νοιώθω να πνιγώ
Ρουφούσα τον αγνό άγιο μύρο,
Σαν κύκνος γερμένο
Να πίνει απ’ την παγωμένη λίμνη.
Αλλά με τον αιώνιο ύπνο
Τώρα αλλάζω της ζωής μου πιστεύω,
Ήμουν αετός πάνω σε βράχο,
Είθε να είμαι σταυρός πάνω σε τάφο!
Ποιος είναι ο σκοπός της δικής μου ζωής,
Για ποιο λόγο το πνεύμα μου είναι μάντης /προφήτης;
Για ποιο λόγο ξέρω το πεπρωμένο στ’ αστέρια γραμμένο,
Αφού μάταια τον κόσμο καλώ.
Είθε ο σταυρός μου να φανεί στοχαστικός,
Σαν το κλώσμα της ζωής μου να καίω,
Γιατί μέσα σε νεκρική ομίχλη
Το μελανιασμένο πρόσωπό μου θέλω να δω.
Μόνο όταν μέσα σε λάμψη
Στον Κύριο θα ανέβω,
Θα σκεφτείτε και σεις εμένα
Πώς ήμουν σε αυτόν τον κόσμο εγώ.
******
Mihai Eminescu
Chanson du ménétrier
*
Tel qu'un conte qui subsiste
Que personne n'a compris,
Je traverse un temps vain, triste,
Comme les siècles une hérésie.
Suis-je une lyre moribonde,
Suis-je voix en désert clamant,
Suis-je tel que la mer profonde,
Suis-je mort parmi les vivants?
Des tortures qui s'épanchent
Moi le chrême pur sirotais,
Tel qu'un cygne qui se penche
Et boit dans l'étang gelé.
Mais avec la mort si proche
De ma vie je change la voie,
Je fus l'aigle sur une roche,
Sur une tombe serais-je la croix !
Quel but ma vie en dévoile
Pourquoi l'esprit m'est devin,
Connaît le sort des étoiles,
Et du monde le vain destin?
Ma croix monte vers les ténèbres,
Je brûle le voile de ma vie,
Car dans des brumes funèbres
Je veux voir ma face meurtrie.
Lorsque entouré de lumières
Au Bon Dieu je monterai,
Pensez donc à moi mes frères
Lorsque dans ce monde j'errais.
*
traduit du roumain par Cindrel Lupe
*
*
"Barbu lăutarul" - tablou de Iosif Iser
Cu gândiri și cu imagini MIHAI EMINESCU
Cu gândiri și cu imagini
Înnegrit-am multe pagini:
Ș-ale cărții, ș-ale vieții,
Chiar din zorii tinereții.

Nu urmați gândirei mele:


Căci noianu-i de greșele,
Urmărind prin întuneric
Visul vieții-mi cel himeric.

Neavând învăț și normă,


Fantezia fără formă
Rătăcit-a, vai! cu mersul:
Negru-i gândul, șchiop e viersul.

Și idei, ce altfel împle,


Ard în frunte, bat sub tâmple:
Eu le-am dat îmbrăcăminte
Prea bogată, fără minte.

Ele samănă, hibride,


Egiptenei piramide:
Un mormânt de piatr-în munte
Cu icoanele cărunte,

Și de sfinxuri lungi alee,


Monoliți și propilee,
Fac să crezi că după poartă
Zace-o-ntreagă țară moartă.

Intri nuntru, sui pe treaptă,


Nici nu știi ce te așteaptă.
Când acolo! sub o faclă
Doarme-un singur rege-n raclă.
Με σκέψεις και με εικόνες
Με σκέψεις και με εικόνες
Μαύρισα πολλές σελίδες:
Του βιβλίου, της ζωής επίσης
Απ’ την αυγή ήδη της δικής μου νιότης.

Μην ακολουθείτε το νήμα του συλλογισμού μου:


Βουνό είναι από λάθη,
Κυνηγώντας μέσα στο σκοτάδι
Το χιμαιρικό όνειρο της ζωής μου.

Αμαθής και χωρίς κανόνα,


Η φαντασία μου δίχως σχήμα
Χάθηκε, αλίμονο! Στον περίπατο:
Μαύρη σκέψη, κουτσό στίχο.

Και ιδέες, που τη γεμίζουν κατά τα άλλα,


Καίνε το μέτωπο, χτυπάνε κάτω από τα μηνίγγια:
Τους έδωσα ρούχα
Υπερβολικά πλούσια και ανόητα.

Μοιάζουν, υβριδικά,
Στην Αιγυπτιακή πυραμίδα:
Ένας πέτρινος τάφος στα βουνά
Με γκρίζα εικονίδια,

Και τα μακριά με τις σφίγγες σοκάκια,


Μονόλιθοι και προπύλαια,
Σε κάνουν να νομίζεις ότι πίσω από την πύλη
Βρίσκεται μια ολόκληρη χώρα νεκρή.

Μπαίνεις μέσα, πατάς σε ένα σκαλοπάτι,


Δεν ξέρεις καν τι σε περιμένει.
Μόνο που εκεί, κάτω από μια δάδα
Κοιμάται ένας βασιλιάς μόνος του στη κάσα.
https://www.youtube.com/watch?
v=kIeQReXASTc&list=PLg_hBxdjugckLOOC13bWjIuJGozoO-
vcK&index=2
Ce-ţi doresc eu ţie, dulce Românie

Ce-ţi doresc eu ţie, dulce Românie,


Ţara mea de glorii, ţara mea de dor?
Braţele nervoase, arma de tărie,
La trecutu-ţi mare, mare viitor!
Fiarbă vinu-n cupe, spumege pocalul,
Dacă fiii-ţi mândri aste le nutresc;
Căci rămâne stânca, deşi moare valul,
Dulce Românie, asta ţi-o doresc.

Vis de răzbunare negru ca mormântul


Spada ta de sânge duşman fumegând,
Şi deasupra idrei fluture cu vântul
Visul tău de glorii falnic triumfând,
Spună lumii large steaguri tricoloare,
Spună ce-i poporul mare, românesc,
Când s-aprinde sacru candida-i vâlvoare,
Dulce Românie, asta ţi-o doresc.

Îngerul iubirii, îngerul de pace,


Pe altarul Vestei tainic surâzând,
Ce pe Marte-n glorii să orbească-l face,
Când cu lampa-i zboară lumea luminând,
El pe sânu-ţi vergin încă să coboare,
Guste fericirea raiului ceresc,
Tu îl strânge-n braţe, tu îi fă altare,
Dulce Românie, asta ţi-o doresc.

Ce-ţi doresc eu ţie, dulce Românie,


Tânără mireasă, mamă cu amor!
Fiii tăi trăiască numai în frăţie
Ca a nopţii stele, ca a zilei zori,
Viaţa în vecie, glorii, bucurie,
Arme cu tărie, suflet românesc,
Vis de vitejie, fală şi mândrie,
Dulce Românie, asta ţi-o doresc!
Εκείνο που σου εύχομαι, γλυκιά μου Ρουμανία

Γλυκιά μου Ρουμανία, τι να σου ευχηθώ,


Δοξασμένη χώρα μου που τόσο νοσταλγώ;
Ρωμαλέα μπράτσα, ξίφος δυνατό
Λαμπρό παρελθόν και μέλλον τρανό!
Ας βράζει το κρασί στις κούπες, ας αφρίζει στο φλιτζάνι,
Αν οι περήφανοι σου γιοι επιθυμούν αυτό.
Γιατί ο βράχος παραμένει, αν και το κύμα πεθαίνει,
Γλυκιά μου Ρουμανία, σου εύχομαι αυτό.

Όνειρο εκδίκησης, μαύρο σαν τον τάφο


Το σπαθί σου από εχθρικό αίμα ν’ αχνίζει,
Και πάνω από τη Λερναία Ύδρα στον αέρα να κυματίζει
Το ένδοξο όνειρό σου θριαμβευτικό,
Οι τρίχρωμες σημαίες να λεν σε όλο τον κόσμο,
Τι είναι ο μεγάλος ρουμανικός λαός,
Όταν ο ιερός του ζήλος ανάβει αγνός,
Γλυκιά μου Ρουμανία, σου εύχομαι αυτό.

Ο άγγελος της αγάπης, της ειρήνης άγγελος,


Στο βωμό της Εστίας σου με κρυφό χαμόγελο,
Που κάνει και τυφλώνει ο Άρης ο δοξασμένος
Όταν πετάει με τη λυχνία του να φωτίζει τον κόσμο,
Είθε να κατέβει στο παρθένο στήθος σου,
Είθε να γευτεί την ευτυχία του παραδείσου,
Εσύ σφίξε τον στην αγκαλιά σου, βωμούς στήσε του,
Γλυκιά μου Ρουμανία, σου εύχομαι αυτό.

Γλυκιά μου Ρουμανία, ποια η δική μου ευχή,


Όμορφη νιόπαντρη, μάνα λατρευτή!
Είθε να ζήσουν τα παιδιά σου αδελφωμένα πάντα
Σαν της νύχτας τα αστέρια, σαν της ημέρας την αυγή
Δόξα κι χαρές να ’χεις και να ζεις αιώνια
Όπλα σθεναρά και Ρουμανική ψυχή
Για λεβεντιά, μεγαλείο, περηφάνια, όνειρα
Γλυκιά μου Ρουμανία, αυτή είναι η δική μου ευχή.
E VREMEA COLINDELOR- MIHAI EMINESCU

Colinde, colinde,
E vremea colindelor,
Căci gheața se-ntinde
Asemeni oglinzilor.
Și tremură brazii
Mișcând rămurelele,
Căci noaptea de azi-i
Când scânteie stelele.
Se bucur copiii,
Copiii și fetle,
De dragul Mariei
Își piaptănă pletele...
De dragul Mariei
Și-al Mântuietorului
Lucește pe ceruri
O stea călătorului.
ΚΑΛΑΝΤΩΝ Εποχή

Κάλαντα, κάλαντα,
Είναι ώρα για κάλαντα
Γιατί, γυαλιστερή επιφάνεια,
Έχει απλωθεί πάγος, σαν κάτοπτρα.
Και τρέμουν τα έλατα
Κουνώντας τα μικρά τους κλωνάρια
Γιατί απόψε είν’ η βραδιά
Που αστράφτουν τ’ αστέρια.
Και χαίρονται τα παιδιά,
Τ᾽αγόρια και τα κορίτσια,
Για της Μαρίας χαρά
κάνουν πλεξούδες τα δικά τους μαλλιά...
Για της Μαρίας χαρά
Και του δικού μας Λυτρωτή.
Έχει ήδη ανατείλει στα ουράνια
Έν᾽αστέρι για κάθε ταξιδευτή.
La steaua

La steaua care-a răsărit


E-o cale-atât de lungă,
Că mii de ani i-au trebuit
Luminii să ne-ajungă.

Poate de mult s-a stins în drum


În depărtări albastre,
Iar raza ei abia acum
Luci vederii noastre,

Icoana stelei ce-a murit


Încet pe cer se suie:
Era pe când nu s-a zărit,
Azi o vedem, şi nu e.

Tot astfel când al nostru dor


Pieri în noapte-adâncă,
Lumina stinsului amor
Ne urmăreşte încă.
Σ’ εκείνο το αστέρι

Σ’ εκείνο το αστέρι που μόλις εθεάθη/έχει ανατέλλει


Τόσο μακρύς είναι ο δρόμος
Που χιλιάδες χρόνια κάνει
Να μας βρει με το δικό του φως.

Ίσως σβησμένο/πέθανε προ πολλού στο δρόμο του


Στο γαλάζιο αιθέρα,
Και μόλις τώρα οι ακτίνες του
Έλαμψαν φωτίζοντας μας το βλέμμα,

Η εικόνα του άστρου που ήδη πέθανε


Σιγά-σιγά στον ουρανό ανεβαίνει:
Ζούσε όταν δεν το βλέπαμε,
Σήμερα το βλέπουμε και δεν είναι.

Έτσι και όταν το δικό μας πόθος


Χάθηκε μέσα στη βαθιά νύχτα,
Το φως του σβησμένου έρωτος
Μας ακολουθεί ακόμα
Somnoroase păsărele...

Somnoroase păsărele
Pe la cuiburi se adună,
Se ascund în rămurele -
Noapte bună!

Doar izvoarele suspină,


Pe când codrul negru tace;
Dorm şi florile-n grădină -
Dormi în pace!

Trece lebăda pe ape


Între trestii să se culce -
Fie-ţi îngerii aproape,
Somnul dulce!

Peste-a nopţii feerie


Se ridică mândra lună,
Totu-i vis şi armonie -
Noapte bună!
Νυσταγμένα τα πουλάκια...

Νυσταγμένα τα πουλιά
Τρέχουν στις φωλιές τους σμάρια,
Κρύβονται μες στα κλαδιά -
Καληνυχτα!

Ακούγεται μονάχα απ’ τις πηγές το αναστέναγμα,


Ενώ τα μαύρα δάση μένουν αβόητα.
Στον κήπο κοιμούνται ακόμη και τα λουλούδια -
Αναπαύσου ειρηνικά!

Ο κύκνος γλιστράει πάνω στα νερά


Πάει για ύπνο μέσα στα καλάμια -
Οι άγγελοί να σου είναι κοντά
Όνειρα γλυκά!

Ολονύχτια μαγεία
Το περήφανο φεγγάρι ανατέλλει,
Όλα είναι ένα όνειρο και αρμονία -
Καληνυχτα!
Kamadeva Mihai Eminescu

Cu durerile iubirii
Voind sufletu-mi să-l vindec,
L-am chemat în somn pe Kama —
Kamadeva, zeul indic.
El veni, copilul mîndru,
Călărind pe-un papagal,
Avînd zîmbetul fățarnic
Pe-a lui buze de coral.
Aripi are, iar în tolbă-i
El păstrează, cu săgeți,
Numai flori înveninate
De la Gangele măreț.
Puse-o floare-atunci-n arcu-i,
Mă lovi cu ea în piept,
Și de-atunci în orice noapte
Plîng pe patul meu deștept…
Cu săgeata-i otrăvită
A sosit ca să mă certe
Fiul cerului albastru
Ș-al iluziei deșerte.
Καμαντέβα

Μετά από επώδυνο έρωτα


Για να γιατρέψω την πληγωμένη μου ψυχή,
Στο όνειρό μου εκάλεσα τον Κάμα 
Τον Καμαντέβα, θεός των Χίντι.
Ήρθε, το περήφανο παιδί,
Καβάλα σε έναν παπαγάλο,
Με ένα υποκριτικό χαμόγελο
Στα κοραλλί του χείλη.
Φτερά τον κουβαλούν και στη δική του φαρέτρα
Κρατάει, μαζί με βέλη,
Μονάχα φαρμακερά λουλούδια
Από τον μεγάλο Γάγγη.
Στο τόξο του έβαλε τότε ένα λουλούδι-βέλος,
Με χτύπησε με αυτό στο στήθος,
Και από τότε κάθε βράδυ
Ξύπνιος, κλαίω στο άδειο κρεβάτι μου…
Με το δηλητηριασμένο βέλος του
Ήρθε να με μαλώσει
Ο γιος του ουράνιου θόλου
Και της ανώφελης φαντασίωσής μου.
De ce nu-mi vii?

Vezi, rândunelele se duc,


Se scutur frunzele de nuc,
S-aşează bruma peste vii -
De ce nu-mi vii, de ce nu-mi vii?

O, vino iar în al meu braţ,


Să te privesc cu mult nesaţ,
Să razim dulce capul meu
De sânul tău, de sânul tău!

Ţi-aduci aminte cum pe-atunci


Când ne primblam prin văi şi lunci,
Te ridicam de subsuori
De-atâtea ori, de-atâtea ori?

În lumea asta sunt femei


Cu ochi ce izvorăsc scântei...
Dar, oricât ele sunt de sus,
Ca tine nu-s, ca tine nu-s!

Căci tu înseninezi mereu


Viaţa sufletului meu,
Mai mândră decât orice stea,
Iubita mea, iubita mea!

Târzie toamnă e acum,


Se scutur frunzele pe drum,
Şi lanurile sunt pustii...
De ce nu-mi vii, de ce nu-mi vii?
Γιατί δεν έρχεσαι ;

Δες, φεύγουν τα χελιδόνια,


Η καρυδιά χάνει τα φύλλα,
Η πάχνη πέφτει πάνω σ’ αμπέλια -
Έλα πιο κοντά, έλα πιο κοντά.

Ω, στην αγκαλιά μου πάλι έλα


Να σε κοιτάω με πολλή πείνα,
Να αφήσω γλυκά το κεφάλι μου
Στο στήθος σου, στο στήθος σου!

Θυμάσαι πώς άλλες εποχές


Στις βόλτες μας σε κοιλάδες και λιβάδια,
Σε ανασήκωνα στα δικά μου μπράτσα
Τόσες φορές, τόσες φορές;

Σε τούτο τον κόσμο υπάρχουν γυναίκες


Με μάτια γεμάτα σπινθήρες...
Όμως, όσο κι αν είναι ψηλά
Σαν εσένα καμμιά, σαν εσένα καμμιά!

Γιατί συ ‘σαι η γαλήνεψη


της ζωής της ψυχής μου
Πιο λαμπερή από κάθε αστέρι,
Αγάπη μου, αγάπη μου!

Τώρα φθινοπώριασε πια,


Στρώμα από φύλλα στο δρόμο φαίνεται,
Και τα χωράφια άδεια...
Γιατί δεν έρχεσαι, γιατί δεν έρχεσαι;
Sonet I - Mihai Eminescu

Afară-i toamnă, frunză-mprăştiată,


Iar vântul zvârle-n geamuri grele picuri;
Şi tu citeşti scrisori din roase plicuri
Şi într-un ceas gândeşti la viaţa toată.

Pierzându-ţi timpul tău cu dulci nimicuri,


N-ai vrea ca nime-n uşa ta să bată;
Dar şi mai bine-i, când afară-i zloată,
Să stai visând la foc, de somn să picuri.

Şi eu astfel mă uit din jeţ pe gânduri,


Visez la basmul vechi al zânei Dochii;
În juru-mi ceaţa creşte rânduri-rânduri.

Deodat-aud foşnirea unei rochii,


Un moale pas abia atins de scânduri..
Iar mâini subţiri şi reci mi-acopăr ochii.
Σονέτο Ι - Μιχάι Εμινέσκου

Έξω έχει φθινόπωρο, είναι σκορπισμένα τα φύλλα,


Και στα παράθυρα ο άνεμος ρίχνει βαριά βροχή.
Και συ διαβάζεις από φθαρμένους φακέλους γράμματα
Και σε μια ώρα σκέφτεσαι όλη σου τη ζωή.

Χάνοντας το χρόνο σου με γλυκά ανόητα πράγματα,


Δε θα ήθελες να σου χτυπήσει την πόρτα κανείς.
Ακόμα καλύτερα είναι, όταν έξω έχει τέτοια χιονόβροχα,
Πλάι στη φωτιά ξαπλωμένη να ονειρεύεσαι και να κοιμηθείς.

Έτσι κι εγώ στοχαζόμενος κοιτάζω, από τη πολυθρόνα


Κι ονειρεύομαι το παλιό παραμύθι για την Δόκια νεραΐδα.
Γύρω μου η ομίχλη μεγαλώνει κύματα-κύματα.

Ακούω το θρόισμα από ένα φουστάνι, ξαφνικά


Ένα ελαφρό, που μόλις αγγίζει τις σανίδες, βήμα ..
Και λεπτά και κρύα χέρια μου σκεπάζουν τα μάτια.

You might also like